x

Σύνδεση

Δεν έχετε λογαριασμό; Εγγραφείτε

Νόμος 4773/2021 - ΦΕΚ 18/Α/9-2-2021

Κύρωση της Συμφωνίας Προστασίας των Επενδύσεων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών - μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Σιγκαπούρης, αφετέρου.


ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘΜ. 4773/2021

ΦΕΚ 18/Α/9-2-2021

Κύρωση της Συμφωνίας Προστασίας των Επενδύσεων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών - μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Σιγκαπούρης, αφετέρου.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

 

Άρθρο πρώτο


Κύρωση Συμφωνίας

Κυρώνεται και έχει την ισχύ, που ορίζει η παρ. 1 του άρθρου 28 του Συντάγματος, η Συμφωνία Προστασίας των Επενδύσεων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών - μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Σιγκαπούρης, αφετέρου, που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες, στις 19 Οκτωβρίου 2018, το κείμενο της οποίας σε πρωτότυπο στην ελληνική γλώσσα έχει ως εξής:

ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ

ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ, ΑΦΕΝΟΣ,

ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΣΙΝΕΚΑΠΟΥΡΗΣ, ΑΦΕΤΕΡΟΥ

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ, (εφεξής καλούμενη «Ένωση»), ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΒΕΛΕΙΟΥ,

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΕΑΡΙΑΣ,

Η ΤΣΕΧΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΔΑΝΙΑΣ,

Η ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΕΕΡΜΑΝΙΑΣ, Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΕΣΘΟΝΙΑΣ,

Η ΙΡΛΑΝΔΙΑ,

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΚΡΟΑΤΙΑΣ,

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ,

Η ΕΑΛΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

Η ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΛΕΤΟΝΙΑΣ,

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΛΙΘΟΥΑΝΙΑΣ,

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΔΟΥΚΑΤΟ ΤΟΥ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ,

Η ΟΥΓΓΑΡΙΑ,

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΜΑΛΤΑΣ,

ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΩΝ ΚΑΤΩ ΧΩΡΩΝ,

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΙΑΣ,

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΩΝΙΑΣ,

Η ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

Η ΡΟΥΜΑΝΙΑ,

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΣΛΟΒΕΝΙΑΣ,

Η ΣΛΟΒΑΚΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΦΙΝΛΑΝΔΙΑΣ,

ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΣΟΥΗΔΙΑΣ και

ΤΟ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ,

αφενός, και

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΣΙΝΓΚΑΠΟΥΡΗΣ (εφεξής καλούμενη «Σινγκαπούρη»),

αφετέρου,

εφεξής από κοινού καλούμενα «τα συμβαλλόμενα μέρη» ή ατομικά «το συμβαλλόμενο μέρος»,

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ τη μακροχρόνια και ισχυρή εταιρική τους σχέση, η οποία βασίζεται στις κοινές αρχές και αξίες που αντικατοπτρίζονται στη συμφωνία εταιρικής σχέσης και συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών της, αφενός, και της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης, αφετέρου, και τις σημαντικές οικονομικές, εμπορικές και επενδυτικές σχέσεις τους, όπως αυτές αντικατοπτρίζονται, μεταξύ άλλων, στη συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Σινγκαπούρης (εφεξής καλούμενη η «ΣΕΣΕΕΣ»)·

ΕΠΙΘΥΜΩΝΤΑΣ να ενισχύσουν περαιτέρω τη σχέση τους, ως μέρος και συνεκτικά προς τις συνολικές τους σχέσεις, και με την πεποίθηση ότι η παρούσα συμφωνία θα διαμορφώσει ένα νέο κλίμα για περαιτέρω ανάπτυξη των επενδύσεων μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών·

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ότι η παρούσα συμφωνία θα συμπληρώσει και θα προαγάγει τις προσπάθειες περιφερειακής οικονομικής ολοκλήρωσης·

ΣΚΟΠΕΥΟΝΤΑΣ να ενισχύσουν τις οικονομικές, εμπορικές και επενδυτικές σχέσεις τους σύμφωνα με το στόχο της βιώσιμης ανάπτυξης, ως προς τις οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές του διαστάσεις, και να προωθήσουν τις επενδύσεις με τρόπο που λαμβάνει υπόψη τα υψηλά επίπεδα προστασίας του περιβάλλοντος και της εργασίας και τα σχετικά διεθνώς αναγνωρισμένα πρότυπα και συμφωνίες στις οποίες είναι συμβαλλόμενα μέρη·

ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΝΤΑΣ την προσήλωσή τους στις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης και της διαφάνειας, όπως αυτές αντανακλώνται στη ΣΕΣΕΕΣ·

ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΝΤΑΣ το δικαίωμα κάθε συμβαλλόμενου μέρους να θεσπίζει και να εφαρμόζει τα αναγκαία μέτρα για την επιδίωξη θεμιτών στόχων πολιτικής, όπως είναι οι στόχοι που αφορούν κοινωνικά και περιβαλλοντικά θέματα, την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια υγεία και ασφάλεια, και την προώθηση και προστασία της πολιτισμικής πολυμορφίας·

ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΝΤΑΣ τη δέσμευσή τους στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών που υπογράφηκε στο Σαν Φρανσίσκο στις 26 Ιουνίου 1945 και έχοντας υπόψη τις αρχές οι οποίες διατυπώνονται στην Παγκόσμια Διακήρυξη των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων που εκδόθηκε από τη Εενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 10 Δεκεμβρίου 1948·

ΑΝΑΕΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ τη σημασία της διαφάνειας στο διεθνές εμπόριο και τις επενδύσεις προς όφελος όλων των ενδιαφερομένων·

ΑΞΙΟΠΟΙΩΝΤΑΣ τα αντίστοιχα δικαιώματα και υποχρεώσεις που υπέχουν δυνάμει της συμφωνίας ΠΟΕ, καθώς και άλλων πολυμερών, περιφερειακών και διμερών συμφωνιών και ρυθμίσεων στις οποίες είναι συμβαλλόμενα μέρη, ιδίως τη ΣΕΣΕΕΣ,

ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ:

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑ

ΣΤΟΧΟΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

ΑΡΘΡΟ 1.1

Στόχος

Στόχος της παρούσας συμφωνίας είναι να ενισχύσει το επενδυτικό κλίμα μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας.

ΑΡΘΡΟ 1.2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας νοείται ως:

1.«καλυπτόμενη επένδυση»: επένδυση η οποία ανήκει, άμεσα ή έμμεσα, ή ελέγχεται, άμεσα ή έμμεσα, από καλυπτόμενο επενδυτή ενός συμβαλλόμενου μέρους στο έδαφος του άλλου συμβαλλόμενου μέρους1.

Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι οι επενδύσεις που πραγματοποιούνται «στο έδαφος του άλλου συμβαλλόμενου μέρους» περιλαμβάνουν τις επενδύσεις που πραγματοποιούνται σε αποκλειστική οικονομική ζώνη ή υφαλοκρηπίδα, όπως προβλέπεται στη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας της 10ης Δεκεμβρίου 1982.

2.«επένδυση»: κάθε περιουσιακό στοιχείο που έχει τα χαρακτηριστικά μιας επένδυσης, στα οποία συμπεριλαμβάνονται χαρακτηριστικά όπως η δέσμευση κεφαλαίων ή άλλων πόρων, προσδοκία κέρδους ή ωφέλειας, η ανάληψη κινδύνου ή η καθορισμένη διάρκεια. Στις μορς που μπορεί να λάβει μια επένδυση περιλαμβάνονται οι εξής:

α)ενσώματα ή άυλα, κινητά ή ακίνητα περιουσιακά στοιχεία, καθώς και οποιαδήποτε άλλα δικαιώματα επί ιδιοκτησίας, όπως μισθώσεις, υποθήκες, ενυπόθηκες απαιτήσεi και ενέχυρα·

β)μια επιχείρηση, συμπεριλαμβανομένων υποκαταστήματος, μετοχών, μεριδίων και άλλων μορφών συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο μιας επιχείρησης, καθώς και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτά·

γ)ομόλογα, ομολογίες χρέους, δάνεια και άλλοι χρεωστικά μέσα, καθώς και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτά·

δ)άλλα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των παραγώγων, των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης και των δικαιωμάτων προαίρεσης·

ε)συμβάσεις επί παραδόσει τελειωμένου έργου, κατασκευής, διαχείρισης, παραγωγής, παραχώρησης, καταμερισμού των εσόδων, και άλλες παρόμοιες συμβάσεις·

στ) χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις επί άλλων περιουσιακών στοιχείων ή για την εκτέλεση συμβατικής υποχρέωσης η οποία έχει οικονομική αξία·

ζ)δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας1 και υπεραξία· και

η)άδειες, εξουσιοδοτήσεις, εγκρίσεις και παρόμοια δικαιώματα που έχουν χορηγηθεί δυνάμει της εγχώριας νομοθεσίας, στα οποία συμπεριλαμβάνονται οι παραχωρήσεις για την αναζήτηση, την καλλιέργεια, την εξαγωγή ή την εκμετάλλευση φυσικών πόρων2.

Οι αποδόσεις που επενδύονται θεωρούνται επενδύσεις και τυχόν τροποποίηση της μορφής με την οποία επενδύονται ή επανεπενδύονται περιουσιακά στοιχεία δεν επηρεάζει τον χαρακτηρισμό τους ως επενδύσεων.

3.«καλυπτόμενος επενδυτής»: φυσικό3 ή νομικό πρόσωπο ενός συμβαλλόμενου μέρους το οποίο έχει πραγματοποιήσει επένδυση στο έδαφος του άλλου συμβαλλόμενου μέρους,

«δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας»:

α)όλες οι κατηγορίες διανοητικής ιδιοκτησίας που αναφέρονται στα τμήματα 1 έως 7 του μέρους II της συμφωνίας για τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου, η οποία περιέχεται στο παράρτημα 1Γ της συμφωνίας για τον ΠΟΕ (εφεξής καλούμενη «συμφωνία TRIPS») και πιο συγκεκριμένα:

i)δικαιώματα δημιουργού και συγγενικά δικαιώματα-

ii)διπλώματα ευρεσιτεχνίας (τα οποία, στην περίπτωση της Ένωσης, περιλαμβάνουν δικαιώματα που απορρέουν από συμπληρωματικά πιστοποιητικά προστασίας)·

iii)εμπορικά σήματα·

iv)σχέδια·

ν)διατάξεις (τοπογραφίες) ολοκληρωμένων κυκλωμάτων

vi)γεωγραφικές ενδείξεις·

vii)προστασία μη κοινοποιημένων πληροφοριών και

β)δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών.

Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι διαταγή ή απόφαση που εκδίδεται στο πλαίσιο δικαστικής ή διοικητικής διαδικασίας δεν συνιστά από μόνη της επένδυση.

Ο όρος «φυσικό πρόσωπο» περιλαμβάνει φυσικά πρόσωπα που διαμένουν μόνιμα στη Λετονία και τα οποία δεν είναι πολίτες της Λετονίας ή άλλου κράτους αλλά, δυνάμει των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων της Λετονίας, δικαιούνται διαβατήριο μη πολίτη (διαβατήριο αλλοδαπού).

4.«φυσικό πρόσωπο ενός συμβαλλόμενου μέρους»: υπήκοος της Σινγκαπούρης ή ενός από τα κράτη μέλη της Ένωσης, σύμφωνα με την αντίστοιχη νομοθεσία τους·

5.«νομικό πρόσωπο»: κάθε νομική οντότητα που έχει δεόντως συσταθεί ή οργανωθεί δυνάμει της ισχύουσας νομοθεσίας, κερδοσκοπικού ή μη χαρακτήρα, η οποία ανήκει στον ιδιωτικό ή τον δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβανομένων των εταιρειών, των οικονομικών συνασπισμών μεγάλων επιχειρήσεων, των προσωπικών εταιρειών, των κοινών επιχειρήσεων, των ατομικών επιχειρήσεων ή των ενώσεων.

6.«νομικό πρόσωπο της Ένωσης» ή «νομικό πρόσωπο της Σινγκαπούρης»: νομικό πρόσωπο που έχει συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο, αντίστοιχα, της Ένωσης ή το δίκαιο κράτους μέλους της Ένωσης ή το δίκαιο της Σινγκαπούρης, και το οποίο έχει την καταστατική του έδρα, την κεντρική του διοίκηση1 ή τον κύριο τόπο δραστηριοτήτων του στο έδαφος, αντίστοιχα, της Ένωσης ή της Σινγκαπούρης. Σε περίπτωση που το νομικό πρόσωπο έχει μόνο την καταστατική έδρα ή την κεντρική του διοίκηση στο έδαφος της Ένωσης ή της Σινγκαπούρης δεν θεωρείται, αντίστοιχα, νομικό πρόσωπο της Ένωσης ή νομικό πρόσωπο της Σινγκαπούρης, εκτός εάν συμμετέχει σε ουσιαστικές επιχειρηματικές δραστηριότητες2 στο έδαφος, αντίστοιχα, της Ένωσης ή στο έδαφος της Σινγκαπούρης.

«Κεντρική διοίκηση» νοείται η έδρα όπου λαμβάνονται οι τελικές αποφάσεις.

Το συμβαλλόμενο μέρος της ΕΕ θεωρεί ότι η έννοια της «ουσιαστικής και διαρκούς σχέσης» με την οικονομία ενός κράτους μέλους της Ένωσης που καθιερώνεται με το άρθρο 54 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ισοδύναμη με την έννοια των «ουσιαστικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων». Ομοίως, για ένα νομικό πρόσωπο που έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία της Σινγκαπούρης και το οποίο έχει μόνο την καταστατική έδρα ή την κεντρική του διοίκηση στο έδαφος της Σινγκαπούρης, η Ένωση επεκτείνει τα οφέλη της παρούσας συμφωνίας μόνον εάν το εν λόγω νομικό πρόσωπο έχει ουσιαστική και διαρκή οικονομική σχέση με την οικονομία της Σινγκαπούρης.

7.«μέτρο»: κάθε νόμος, κανονισμός, διαδικασία, απαίτηση ή πρακτική,

8.«μεταχείριση» ή «μέτρο»1 που θεσπίζεται η διατηρείται από συμβαλλόμενο μέρος: ο όρος αυτός περιλαμβάνει τα μέτρα που λαμβάνονται από:

α)κεντρικές, περιφερειακές ή τοπικές διοικήσεις και αρχές· και

β)μη κυβερνητικούς φορείς κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που μεταβιβάζονται από

κεντρικές, περιφερειακές ή τοπικές διοικήσεις και αρχές.

9.«αποδόσεις»: όλα τα ποσά που αποδίδονται ή προκύπτουν από μια επένδυση ή επανεπένδυση, στα οποία περιλαμβάνονται τα κέρδη, τα μερίσματα, η κεφαλαιακή υπεραξία, τα δικαιώματα, οι τόκοι, οι πληρωμές που συνδέονται με δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, οι πληρωμές σε είδος και κάθε άλλο νόμιμο εισόδημα.

10.«ελεύθερα μετατρέψιμο νόμισμα»: νόμισμα το οποίο αποτελεί αντικείμενο εκτεταμένων συναλλαγών στις διεθνείς αγορές συναλλάγματος και χρησιμοποιείται ευρέως στις διεθνείς συναλλαγές.

11.«εγκατάσταση»:

α)η σύσταση, αγορά ή διατήρηση νομικού προσώπου- ή

β)η δημιουργία ή διατήρηση υποκαταστήματος ή γραφείου αντιπροσωπείας,

ενόψει της σύναψης ή της διατήρησης διαρκών οικονομικών δεσμών εντός του εδάφους ενός συμβαλλόμενου μέρους, με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας,

Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι τα συμβαλλόμενα μέρη θεωρούν ότι οι όροι «μεταχείριση» ή «μέτρο» περιλαμβάνουν και τις παραλείψεις.

12.«οικονομική δραστηριότητα»: κάθε δραστηριότητα οικονομικής φύσης εκτός από τις δραστηριότητες που πραγματοποιούνται κατά την άσκηση κρατικής εξουσίας, δηλαδή δραστηριότητες που δεν πραγματοποιούνται σε εμπορική βάση ή στο πλαίσιο ανταγωνισμού με έναν ή περισσότερους οικονομικούς φορείς.

13.«συμβαλλόμενο μέρος της ΕΕ»: η Ένωση ή τα κράτη μέλη της, ή η Ένωση και τα κράτη μέλη της, εντός των αντίστοιχων πεδίων αρμοδιότητάς τους όπως καθορίζεται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΥΟ

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ

ΑΡΘΡΟ 2.1

Πεδίο εφαρμογής

1.Το παρόν κεφάλαιο ισχύει για τους καλυπτόμενους επενδυτές και τις καλυπτόμενες επενδύσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, ανεξαρτήτως του αν οι επενδύσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν πριν από ή μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας1.

2.Κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης της παρούσας συμφωνίας, το άρθρο 2.3 (Εθνική μεταχείριση) δεν ισχύει για τις επιδοτήσεις ή τις επιχορηγήσεις που παρέχει ένα συμβαλλόμενο μέρος, συμπεριλαμβανομένων των δανείων, εγγυήσεων και ασφαλίσεων με κρατική υποστήριξη.

Εια λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι το παρόν κεφάλαιο δεν ισχύει για τη μεταχείριση των καλυπτόμενων επενδυτών ή των καλυπτόμενων επενδύσεων εκ μέρους ενός συμβαλλόμενου μέρους πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας.

3.Το άρθρο 2.3 (Εθνική μεταχείριση) δεν ισχύει για:

α)την προμήθεια από δημόσιους φορείς αγαθών και υπηρεσιών που αγοράζονται για να χρησιμοποιηθούν από δημόσιες αρχές και όχι για να μεταπωληθούν στο εμπορικό κύκλωμα ή για να χρησιμοποιηθούν στην παροχή αγαθών ή υπηρεσιών που προορίζονται για εμπορική πώληση· ή

β)οπτικοακουστικές υπηρεσίες·

γ)τις δραστηριότητες που διεξάγονται κατά την άσκηση κρατικής εξουσίας στα αντίστοιχα εδάφη των συμβαλλόμενων μερών για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ως δραστηριότητα που διεξάγεται κατά την άσκηση κρατικής εξουσίας νοείται κάθε δραστηριότητα πλην αυτών που ασκούνται σε εμπορική βάση ή ανταγωνιστικά σε σχέση με έναν ή περισσότερους παρόχους.

ΑΡΘΡΟ 2.2

Επενδυτικά και ρυθμιστικά μέτρα

1.Τα μέρη επιβεβαιώνουν εκ νέου το δικαίωμά τους να θεσπίζουν ρυθμίσεις στο έδαφος τους ώστε να επιτυγχάνουν θεμιτούς στόχους πολιτικής, όπως η προστασία της δημόσιας υγείας, οι κοινωνικές υπηρεσίες, η δημόσια παιδεία, η ασφάλεια, το περιβάλλον ή τα δημόσια ήθη, η κοινωνική προστασία ή η προστασία των καταναλωτών, η προστασία της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων καθώς και η προώθηση και προστασία της πολιτιστικής πολυμορφίας.

2.Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι αυτό καθαυτό το γεγονός ότι ένα συμβαλλόμενο μέρος θεσπίζει ρυθμίσεις, μεταξύ άλλων μέσω της τροποποίησης της νομοθεσίας του, κατά τρόπο που επηρεάζει αρνητικά μια επένδυση ή υπονομεύει τις προσδοκίες ενός επενδυτή, συμπεριλαμβανομένων των προσδοκιών του όσον αφορά τα κέρδη, δεν ισοδυναμεί με παραβίαση υποχρέωσης δυνάμει του παρόντος κεφαλαίου.

3.Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι τυχόν απόφαση ενός συμβαλλόμενου μέρους να μην εκδώσει, ανανεώσει ή διατηρήσει επιδότηση ή επιχορήγηση:

α)εάν δεν υπάρχει συγκεκριμένη υποχρέωση σύμφωνα με την εγχώρια νομοθεσία ή βάσει σύμβασης για έκδοση, ανανέωση ή διατήρηση της εν λόγω επιδότησης ή επιχορήγησης· ή

β)εάν η απόφαση λαμβάνεται σύμφωνα με τους όρους ή τις προϋποθέσεις που συνδέονται με την έκδοση, ανανέωση ή διατήρηση της επιδότησης ή της επιχορήγησης, εάν υπάρχουν, δεν συνιστά παραβίαση των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου.

4.Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι καμία διάταξη του παρόντος κεφαλαίου δεν θεωρείται ότι εμποδίζει ένα συμβαλλόμενο μέρος να διακόπτει τη χορήγηση επιδότησης1 ή να ζητά την επιστροφή της, σε περίπτωση που η ενέργεια αυτή έχει διαταχθεί από αρμόδιο δικαστήριο, διοικητικό δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή2, ούτε απαιτεί από το εν λόγω συμβαλλόμενο μέρος να αποζημιώνει τον επενδυτή για το μέτρο αυτό.

Στην περίπτωση του συμβαλλόμενου μέρους της ΕΕ, στις «επιδοτήσεις» περιλαμβάνονται οι «κρατικές ενισχύσεις», όπως αυτές ορίζονται στο ενωσιακό δίκαιο.

Στην περίπτωση του συμβαλλόμενου μέρους της ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές που δικαιοδοτούνται να διατάσσουν τις ενέργειες που αναφέρονται στο άρθρο 2.2 παράγραφος 4 είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή δικαστήριο κράτους μέλους κατά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις.

ΑΡΘΡΟ 2.3

Εθνική μεταχείριση

1.Κάθε συμβαλλόμενο μέρος παρέχει στους καλυπτόμενους επενδυτές του άλλου συμβαλλόμενου μέρους και στις καλυπτόμενες επενδύσεις τους μεταχείριση εντός του εδάφους του όχι λιγότερο ευνοϊκή από αυτή που παρέχει, σε παρόμοιες καταστάσεις, στους δικούς του επενδυτές και στις επενδύσεις τους σε ό,τι αφορά τη λειτουργία, τη διαχείριση, τη διεξαγωγή, τη διατήρηση, τη χρήση, την αξιοποίηση και την πώληση ή άλλου είδους διάθεση των επενδύσεών τους.

2.Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να θεσπίζει ή να διατηρεί οποιοδήποτε μέτρο σε σχέση με τη λειτουργία, τη διαχείριση, τη δραστηριότητα, τη διατήρηση, τη χρήση, την αξιοποίηση και την πώληση ή άλλου είδους διάθεση μιας εγκατάστασης, το οποίο δεν αντιβαίνει στις δεσμεύσεις που περιλαμβάνονται, αντίστοιχα, στον πίνακα συγκεκριμένων υποχρεώσεών του στα παραρτήματα 8-Α ή 8-Β του κεφαλαίου 8 (Υπηρεσίες, εγκατάσταση και ηλεκτρονικό εμπόριο) της ΣΕΣΕΕΣ1, όταν το μέτρο αυτό είναι:

α)ένα μέτρο που θεσπίζεται κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας ή πριν από αυτήν

Εξυπακούεται ότι ένα μέτρο «το οποίο δεν αντιβαίνει τις δεσμεύσεις που περιλαμβάνονται, αντίστοιχα, στον πίνακα συγκεκριμένων υποχρεώσεων ενός συμβαλλόμενου μέρους στα παραρτήματα 8-Α ή 8-Β του κεφαλαίου 8 (Υπηρεσίες, εγκατάσταση και ηλεκτρονικό εμπόριο)» αφορά κάθε μέτρο σε σχέση με οποιονδήποτε τομέα το οποίο δεν περιλαμβάνεται στον εν λόγω πίνακα, καθώς και κάθε μέτρο που δεν είναι ασυνεπές με οποιονδήποτε όρο, περιορισμό ή επιφύλαξη που περιλαμβάνεται σε σχέση με οποιονδήποτε τομέα στον αντίστοιχο πίνακα, ανεξάρτητα από το αν το εν λόγω μέτρο επηρεάζει την «εγκατάσταση» όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 8.8 στοιχείο δ) (Ορισμοί) της ΣΕΣΕΕΣ.

β)ένα μέτρο που αναφέρεται στο στοιχείο α) και το οποίο συνεχίζεται, αντικαθίσταται ή τροποποιείται μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας, υπό την προϋπόθεση ότι το μέτρο αυτό είναι εξίσου σύμφωνο με την παράγραφο 1 μετά τη συνέχιση, την αντικατάσταση ή την τροποποίησή του με το μέτρο όπως ίσχυε πριν από τη συνέχιση, την αντικατάσταση ή την τροποποίησή του · ή

γ)ένα μέτρο που δεν εμπίπτει στα σημεία α) ή β), υπό την προϋπόθεση ότι δεν εφαρμόζεται σε σχέση με καλυπτόμενες επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν στο έδαφος του συμβαλλόμενου μέρους πριν από την έναρξης ισχύος του εν λόγω μέτρου, ή ότι δεν εφαρμόζεται κατά τρόπο που να προκαλεί απώλειες ή ζημίες1 στις επενδύσεις αυτές.

3.Κατά παρέκκλιση των παραγράφων 1 και 2, ένα συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να θεσπίζει ή να διατηρεί μέτρα τα οποία παρέχουν στους καλυπτόμενους επενδυτές και επενδύσεις του άλλου συμβαλλόμενου μέρους λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση από αυτήν που παρέχουν στους δικούς του επενδυτές και τις επενδύσεις τους σε παρόμοιες καταστάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά δεν εφαρμόζονται κατά τρόπο που θα συνιστούσε μέσο αυθαίρετης ή αδικαιολόγητης διακριτικής μεταχείρισης σε βάρος των καλυπτόμενων επενδυτών ή επενδύσεων του άλλου συμβαλλόμενου μέρους στο έδαφος του πρώτου συμβαλλόμενου μέρους, ή συγκαλυμμένο περιορισμό των καλυπτόμενων επενδύσεων, όταν τα μέτρα αυτά:

α)είναι αναγκαία για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας ή των δημόσιων ηθών ή τη

διατήρηση της δημόσιας τάξης2·

Για τους σκοπούς της παραγράφου 2 στοιχείο γ), εξυπακούεται ότι παράγοντες όπως το γεγονός ότι ένα συμβαλλόμενο μέρος έχει προβλέψει εύλογη μεταβατική περίοδο για την εφαρμογή ενός μέτρου ή ότι ένα συμβαλλόμενο μέρος έχει κάνει οποιαδήποτε άλλη προσπάθεια να αντιμετωπίσει τις συνέπειες του μέτρου για τις καλυπτόμενες επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του, λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό του αν το μέτρο προκαλεί απώλειες ή ζημίες στις καλυπτόμενες επενδύσεις οι οποίες πραγματοποιήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του μέτρου.

Η επίκληση της εξαίρεσης για λόγους δημόσιας τάξης είναι δυνατή μόνον όταν υπάρχει πραγματικός και επαρκώς σοβαρός κίνδυνος για θεμελιώδη συμφέροντα της κοινωνίας.

β)είναι αναγκαία για την προστασία της ζωής ή της υγείας των ανθρώπων, των ζώων ή των φυτών·

γ)αφορούν τη διατήρηση εξαντλήσιμων φυσικών πόρων σε περίπτωση που τα μέτρα αυτά εφαρμόζονται σε συνδυασμό με περιορισμούς για τους εγχώριους επενδυτές ή τις επενδύσεις·

δ)είναι αναγκαία για την προστασία εθνικών θησαυρών με καλλιτεχνική, ιστορική ή

αρχαιολογική αξία·

ε)είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με νόμους ή κανονισμούς που δεν αντιβαίνουν στις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν:

i)την πρόληψη δόλιων ή απατηλών πρακτικών ή στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πλημμελούς εκτέλεσης μιας σύμβασης·

ii)την προστασία της ιδιωτικής ζωής των ατόμων, όσον αφορά την επεξεργασία και τη διάδοση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και στην προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα ατομικών στοιχείων και λογαριασμών

iii)την ασφάλεια·

στ) αποσκοπούν στην εξασφάλιση της αποτελεσματικής ή δίκαιης1 επιβολής ή είσπραξης άμεσων φόρων για επενδυτές ή επενδύσεις του άλλου συμβαλλόμενου μέρους.

Τα μέτρα που αποσκοπούν στη διασφάλιση της αποτελεσματικής ή δίκαιης επιβολής ή είσπραξης άμεσων φόρων περιλαμβάνουν μέτρα που λαμβάνει ένα μέρος στο πλαίσιο του φορολογικού συστήματος του, τα οποία:

α)εφαρμόζονται σε επενδυτές ή επενδύσεις που δεν εδρεύουν σε αυτό, σε αναγνώριση του

γεγονότος ότι η φορολογική υποχρέωση των μη μόνιμων κατοίκων καθορίζεται βάσει των στοιχείων φορολόγησης που προέρχονται από το έδαφος του εν λόγω συμβαλλόμενου μέρους ή βρίσκονται σε αυτό· β)εφαρμόζονται σε μη μόνιμους κατοίκους με σκοπό να εξασφαλιστεί η επιβολή ή η είσπραξη φόρων στο έδαφος του εν λόγω συμβαλλόμενου μέρους· γ)εφαρμόζονται σε μόνιμους ή μη μόνιμους κατοίκους προκειμένου να αποτρέπεται η φοροαποφυγή ή η φοροδιαφυγή, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων συμμόρφωσης· δ)εφαρμόζονται σε επενδύσεις που πραγματοποιούνται στο ή από το έδαφος του άλλου συμβαλλόμενου μέρους, με σκοπό να εξασφαλιστεί η επιβολή ή η είσπραξη φόρων από τους εν λόγω χρήστες για στοιχεία που προέρχονται από το έδαφος του συμβαλλόμενου μέρους·

ε)διακρίνουν επενδυτές ή επενδύσεις που υπόκεινται σε φορολογία για διεθνή στοιχεία φορολόγησης από άλλους επενδυτές ή επενδύσεις, αναγνωρίζοντας τη διαφορά που υφίσταται μεταξύ τους ως προς τη φύση της φορολογικής βάσης· ή στ) καθορίζουν, χορηγούν ή διανέμουν τα εισοδήματα, τα κέρδη, τις ζημίες, τις εκπτώσεις ή τις πιστώσεις των μόνιμων κατοίκων ή υποκαταστημάτων ή μεταξύ προσώπων ή υποκαταστημάτων που συνδέονται με το ίδιο νομικό πρόσωπο, με σκοπό να διασφαλιστεί η φορολογική βάση ενός συμβαλλόμενου μέρους.

Οι όροι ή οι έννοιες φορολογίας που αναφέρονται στο στοιχείο στ) και στην παρούσα υποσημείωση πρέπει να καθορίζονται ανάλογα με τους ορισμούς και τις έννοιες φορολογίας ή με ισοδύναμους ή παρεμφερείς ορισμούς και έννοιες, σύμφωνα με την εγχώρια νομοθεσία του συμβαλλόμενου μέρους που λαμβάνει το συγκεκριμένο μέτρο.

ΑΡΘΡΟ 2.4

Πρότυπο μεταχείρισης

1.Σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 6, κάθε συμβαλλόμενο μέρος παρέχει εντός του εδάφους του δίκαιη και ισότιμη μεταχείριση1 και πλήρη προστασία και ασφάλεια στις καλυπτόμενες επενδύσεις του άλλου συμβαλλόμενου μέρους.

2.Ένα συμβαλλόμενο μέρος παραβιάζει την υποχρέωση της δίκαιης και ισότιμης μεταχείρισης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 όταν ένα μέτρο ή μία σειρά μέτρων συνιστά:

α)αρνησιδικία2 σε ποινικές, αστικές και διοικητικές διαδικασίες·

β)ουσιώδη παραβίαση της προσήκουσας διαδικασίας·

γ)εμφανώς αυθαίρετη συμπεριφορά·

δ)παρενόχληση, καταναγκασμό, κατάχρηση εξουσίας ή παρόμοια κακόπιστη συμπεριφορά.

Η μεταχείριση στο παρόν άρθρο περιλαμβάνει τη μεταχείριση καλυπτόμενων επενδυτών, η οποία επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα τη λειτουργία, τη διαχείριση, τη διεξαγωγή, τη διατήρηση, τη χρήση, την αξιοποίηση και την πώληση ή άλλου είδους διάθεση, εκ μέρους των καλυπτόμενων επενδυτών, των καλυπτόμενων επενδύσεών τους.

Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι το γεγονός καθαυτό ότι η προσφυγή του καλυπτόμενου επενδυτή κρίθηκε απαράδεκτη, απορρίφθηκε ή δεν ήταν επιτυχής, δεν συνιστά από μόνο του αρνησιδικία.

3.Ένα δικαστήριο, για να καθορίσει κατά πόσον έχει παραβιαστεί η υποχρέωση δίκαιης και ισότιμης μεταχείρισης, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2, μπορεί να λαμβάνει υπόψη, όπου αυτό ισχύει, το γεγονός ότι ένα συμβαλλόμενο μέρος προέβαλε συγκεκριμένους ή μη διφορούμενους ισχυρισμούς1 προς έναν επενδυτή ώστε να τον παροτρύνει να πραγματοποιήσει την επένδυση, ισχυρισμούς στους οποίους στηρίχθηκε εύλογα ο καλυπτόμενος επενδυτής, αλλά οι οποίοι δεν εκπληρώθηκαν από το εν λόγω συμβαλλόμενο μέρος2.

4.Κατόπιν αιτήματος ενός εκ των συμβαλλόμενων μερών ή συστάσεων από την επιτροπή, τα συμβαλλόμενα μέρη επανεξετάζουν το περιεχόμενο της υποχρέωσης για παροχή δίκαιης και ισότιμης μεταχείρισης σύμφωνα με τη διαδικασία τροποποιήσεων που καθορίζεται στο άρθρο 4.3 (Τροποποιήσεις), ιδίως για να αποφανθούν κατά πόσον μια μεταχείριση άλλη από εκείνες που απαριθμούνται στην παράγραφο 2 μπορεί επίσης να συνιστά παραβίαση της δίκαιης και ισότιμης μεταχείρισης.

5.Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι η φράση «πλήρη προστασία και ασφάλεια» αναφέρεται μόνο στην υποχρέωση ενός συμβαλλόμενου μέρους όσον αφορά τη φυσική ασφάλεια των καλυπτόμενων επενδυτών και των καλυπτόμενων επενδύσεων.

Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι στους ισχυρισμούς που προβάλλονται για να παρακινηθεί ο επενδυτής να πραγματοποιήσει μια επένδυση περιλαμβάνονται οι ισχυρισμοί που έχουν στόχο να πείσουν τον επενδυτή να συνεχίσει μια επένδυση, να μην τη ρευστοποιήσει ή να πραγματοποιήσει περαιτέρω επενδύσεις.

Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι η μη εκπλήρωση των δικαιολογημένων προσδοκιών όπως περιγράφεται στην παρούσα παράγραφο δεν ισοδυναμεί καθαυτή με παραβίαση της παραγράφου 2· η εν λόγω μη εκπλήρωση των δικαιολογημένων προσδοκιών πρέπει να απορρέει από τα ίδια γεγονότα ή τις περιστάσεις που προκαλούν την παραβίαση της παραγράφου 2.

6.Όταν ένα συμβαλλόμενο μέρος έχει παράσχει, το ίδιο ή μέσω οντότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 8 του άρθρου 1.2 (Ορισμοί), συγκεκριμένη και ρητή δέσμευση μέσω γραπτής συμβατικής υποχρέωσης1 προς καλυπτόμενο επενδυτή του άλλου συμβαλλόμενου μέρους σε σχέση με επένδυσή του ή προς την εν λόγω καλυπτόμενη επένδυση, το εν λόγω συμβαλλόμενο μέρος δεν ματαιώνει ή υπονομεύει αυτή τη δέσμευση μέσω της άσκησης της κρατικής του εξουσίας2, είτε:

α)σκόπιμα· ή

β)κατά τρόπο που μεταβάλλει σημαντικά την ισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων

στη γραπτή συμβατική υποχρέωση, εκτός εάν το συμβαλλόμενο μέρος παρέχει εύλογη αποζημίωση ώστε να επαναφέρει τον καλυπτόμενο επενδυτή ή την καλυπτόμενη επένδυση στη θέση όπου θα βρισκόταν αν δεν είχε γίνει η ματαίωση ή υπονόμευση της δέσμευσης.

7.Παραβίαση άλλης διάταξης της παρούσας συμφωνίας, ή χωριστής διεθνούς συμφωνίας, δεν στοιχειοθετεί παραβίαση του παρόντος άρθρου.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, ως «γραπτή συμβατική υποχρέωση» νοείται μια γραπτή συμφωνία που συνάπτει ένα συμβαλλόμενο μέρος, το ίδιο ή μέσω οντότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 8 του άρθρου 1.2 (Ορισμοί), με καλυπτόμενο επενδυτή ή καλυπτόμενη επένδυση, μέσω μίας ή περισσότερων πράξεων, η οποία δημιουργεί αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις, και που είναι δεσμευτική και για τα δύο μέρη.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ένα συμβαλλόμενο μέρος ματαιώνει ή υπονομεύει μια δέσμευση μέσω της άσκησης της κρατικής του εξουσίας όταν ματαιώνει ή υπονομεύει την εν λόγω δέσμευση μέσω της θέσπισης, της διατήρησης ή της μη θέσπισης μέτρων που είναι υποχρεωτικά ή εφαρμοστέα σύμφωνα με την εγχώρια νομοθεσία.

 

ΑΡΘΡΟ 2.5

Αποζημίωση για απώλειες

1.Στους καλυπτόμενους επενδυτές ενός συμβαλλόμενου μέρους των οποίων οι καλυπτόμενες επενδύσεις υφίστανται απώλειες λόγω πολέμου ή άλλης ένοπλης σύγκρουσης, επανάστασης, κατάστασης εθνικής έκτακτης ανάγκης, εξέγερσης, στάσης ή ταραχών στο έδαφος του άλλου συμβαλλόμενου μέρους παρέχεται από το εν λόγω συμβαλλόμενο μέρος, όσον αφορά την αποκατάσταση, την αποζημίωση ή άλλου είδους διευθέτηση, μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν που παρέχεται από το εν λόγω συμβαλλόμενο μέρος στους δικούς του επενδυτές ή στους επενδυτές τρίτης χώρας, ανάλογα με το ποια από τις δύο είναι ευνοϊκότερη για τον συγκεκριμένο καλυπτόμενο επενδυτή.

2.Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, οι καλυπτόμενοι επενδυτές ενός συμβαλλόμενου μέρους οι οποίοι, σε οποιαδήποτε από τις καταστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, υφίστανται απώλειες στο έδαφος του άλλου συμβαλλόμενου μέρους οι οποίες προκαλούνται από:

α)επίταξη της καλυπτόμενης επένδυσής τους ή μέρους αυτής από τις ένοπλες δυνάμεις ή τις αρχές του άλλου συμβαλλόμενου μέρους· ή

β)καταστροφή της καλυπτόμενης επένδυσής τους ή μέρους αυτής από τις ένοπλες δυνάμεις ή τις αρχές του άλλου συμβαλλόμενου μέρους, η οποία δεν επιτασσόταν από τις περιστάσεις,

δικαιούνται αποκατάσταση ή αποζημίωση από το άλλο συμβαλλόμενο μέρος.

 

ΑΡΘΡΟ 2.6

Απαλλοτρίωση1

1.Κανένα συμβαλλόμενο μέρος δεν μπορεί να προβεί, άμεσα ή έμμεσα, σε εθνικοποίηση, απαλλοτρίωση ή λήψη μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος με εθνικοποίηση ή απαλλοτρίωση (εφεξής καλούμενη «απαλλοτρίωση») των καλυπτόμενων επενδύσεων που έχουν πραγματοποιήσει οι καλυπτόμενοι επενδυτές του άλλου συμβαλλόμενου μέρους, εκτός αν αυτό γίνεται:

α)για σκοπό δημοσίου συμφέροντος·

β)σύμφωνα με τη δέουσα νομική διαδικασία·

γ)χωρίς διακρίσεις· και

δ)έναντι άμεσης, επαρκούς και αποτελεσματικής αποζημίωσης σύμφωνα με την παράγραφο 2.

2.Η αποζημίωση ισούται με τη δίκαιη αγοραία αξία που είχε η καλυπτόμενη επένδυση αμέσως πριν γίνει γνωστή η απαλλοτρίωση ή η επικείμενη απαλλοτρίωση, προσαυξημένη με τόκους με εμπορικά εύλογο επιτόκιο, το οποίο καθορίζεται με βάση τους όρους της αγοράς, λαμβάνοντας υπόψη το χρονικό διάστημα από τη στιγμή της απαλλοτρίωσης έως τη στιγμή της καταβολής της αποζημίωσης. Η εν λόγω αποζημίωση μπορεί να υλοποιηθεί αποτελεσματικά και να μεταφερθεί ελεύθερα σύμφωνα με το άρθρο 2.7 (Μεταφορά) και καταβάλλεται δίχως καθυστέρηση.

Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι το παρόν άρθρο πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τα παραρτήματα 1 έως 3.

Στα κριτήρια αποτίμησης που χρησιμοποιούνται για να καθοριστεί η πραγματική εμπορική αξία περιλαμβάνονται η αξία βάσει συνέχισης της δραστηριότητας (going-concern value), η αξία ενεργητικού, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η δηλωμένη φορολογητέα αξία των ενσώματων περιουσιακών στοιχείων, καθώς και άλλα κριτήρια, κατά περίπτωση.

3.Το παρόν άρθρο δεν ισχύει για την έκδοση υποχρεωτικών αδειών σε σχέση με δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, στον βαθμό που η εν λόγω έκδοση συνάδει με τη συμφωνία TRIPS.

4.Όλα τα μέτρα απαλλοτρίωσης ή αποτίμησης εξετάζονται από δικαστική ή άλλη ανεξάρτητη αρχή του συμβαλλόμενου μέρους που λαμβάνει το μέτρο, κατόπιν αιτήματος των καλυπτόμενων επενδυτών που επηρεάζονται από αυτά.

ΑΡΘΡΟ 2.7

Μεταφορά

1. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος επιτρέπει την πραγματοποίηση όλων των μεταφορών που σχετίζονται με μια καλυπτόμενη επένδυση σε ελεύθερα μετατρέψιμο νόμισμα χωρίς περιορισμό ή καθυστέρηση. Στις μεταφορές αυτές περιλαμβάνονται:

α)εισφορές σε κεφάλαιο όπως κύριοι και πρόσθετοι πόροι με σκοπό τη διατήρηση, την

ανάπτυξη ή την αύξηση της καλυπτόμενης επένδυσης·

β)κέρδη, μερίσματα, κεφαλαιακή υπεραξία και άλλες αποδόσεις και έσοδα από την πώληση του

συνόλου ή μέρους της καλυπτόμενης επένδυσης ή από τη μερική ή πλήρη ρευστοποίηση της καλυπτόμενης επένδυσης· τόκοι, πληρωμές δικαιωμάτων, έξοδα διαχείρισης, δαπάνες τεχνικής βοήθειας και άλλες δαπάνες·

δ)πληρωμές που πραγματοποιούνται δυνάμει σύμβασης που έχει συναφθεί από τον

καλυπτόμενο επενδυτή ή την καλυπτόμενη επένδυσή του, συμπεριλαμβανομένων πληρωμών που πραγματοποιούνται σύμφωνα με δανειακή σύμβαση·

ε)αποδοχές και άλλες αμοιβές προσωπικού που απασχολείται από το εξωτερικό και εργάζεται

σε σχέση με μια καλυπτόμενη επένδυση·

στ) πληρωμές που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τα άρθρα 2.6 (Απαλλοτρίωση) και 2.5 (Αποζημίωση για απώλειες)· και

ζ)πληρωμές που απορρέουν από το άρθρο 3.18 (Αποφάσεις).

2. Καμία διάταξη του παρόντος άρθρου δεν θεωρείται ότι εμποδίζει τα συμβαλλόμενα μέρη να

εφαρμόζουν, με δίκαιο τρόπο και χωρίς διακρίσεις, το δίκαιό τους που αφορά:

α)την πτώχευση, την αφερεγγυότητα ή την προστασία των δικαιωμάτων των πιστωτών·

β)την έκδοση, την εμπορία ή τη διαπραγμάτευση τίτλων, συμβολαίων μελλοντικής

εκπλήρωσης, δικαιωμάτων προαίρεσης, ή άλλων παράγωγων προϊόντων

γ)τη χρηματοοικονομική πληροφόρηση ή την τήρηση αρχείων των εμβασμάτων, όταν αυτό

είναι αναγκαίο για την παροχή συνδρομής στις αρχές επιβολής του νόμου ή στις χρηματοπιστωτικές ρυθμιστικές αρχές·

δ)ποινικά αδικήματα’

ε)την εξασφάλιση της συμμόρφωσης με εντολές ή δικαστικές αποφάσεις σε δικαστικές ή

διοικητικές διαδικασίες·

στ) προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης, κρατικά συνταξιοδοτικά προγράμματα ή υποχρεωτικά προγράμματα αποταμίευσης· ή

ζ)φορολογία.

3.Όταν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις σοβαρών δυσχερειών, ή απειλής σοβαρών δυσχερειών, ως προς τη λειτουργία της οικονομικής και νομισματικής πολιτικής ή της συναλλαγματικής πολιτικής σε ένα συμβαλλόμενο μέρος, το οικείο συμβαλλόμενο μέρος δύναται να λάβει προσωρινά μέτρα διασφάλισης όσον αφορά τις μεταφορές κεφαλαίων. Τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι απολύτως απαραίτητα, να μην υπερβαίνουν σε καμία περίπτωση το διάστημα των έξι μηνών1 και να μην αποτελούν μέσο αυθαίρετης ή αδικαιολόγητης διάκρισης μεταξύ ενός συμβαλλόμενου μέρους και ενός μη συμβαλλόμενου μέρους σε παρεμφερείς καταστάσεις.

Το συμβαλλόμενο μέρος που θεσπίζει τα μέτρα διασφάλισης ενημερώνει το άλλο συμβαλλόμενο μέρος πάραυτα και υποβάλλει, το συντομότερο δυνατόν, χρονοδιάγραμμα για την κατάργησή τους.

4.Εάν ένα συμβαλλόμενο μέρος αντιμετωπίζει ή κινδυνεύει να αντιμετωπίσει σοβαρές δυσχέρειες σχετικά με το ισοζύγιο πληρωμών και την εξωτερική χρηματοδότηση, έχει τη δυνατότητα να θεσπίσει ή να διατηρήσει περιοριστικά μέτρα σχετικά με τις μεταβιβάσεις κεφαλαίων που σχετίζονται με επενδύσεις.

Η εφαρμογή των μέτρων διασφάλισης μπορεί να παραταθεί με την επίσημη επαναθέσπισή τους σε συνεχιζόμενες εξαιρετικές περιστάσεις και μετά την ενημέρωση του άλλου συμβαλλόμενου μέρους σχετικά με την υλοποίηση τυχόν προτεινόμενης επίσημης επαναθέσπισης.

5.Τα συμβαλλόμενα μέρη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποφύγουν την εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 4. Κάθε περιοριστικό μέτρο που θεσπίζεται ή διατηρείται δυνάμει της παραγράφου 4 δεν δημιουργεί διακριτική μεταχείριση, έχει περιορισμένη διάρκεια και δεν υπερβαίνει το απολύτως αναγκαίο για την αποκατάσταση του ισοζυγίου πληρωμών και της εξωτερικής δημοσιονομικής κατάστασης. Είναι σύμφωνο με τους όρους που καθορίζονται στη συμφωνίας του Μαρακές για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, η οποία υπεγράφη στο Μαρακές, στις 15 Απριλίου 1994 (εφεξής καλούμενη η «συμφωνία για τον ΠΟΕ») και συνάδει με τα άρθρα της συμφωνίας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, κατά περίπτωση.

6.Το συμβαλλόμενο μέρος που διατηρεί ή θεσπίζει περιοριστικά μέτρα δυνάμει της παραγράφου 4, ή επιφέρει τροποποιήσεις αυτών των μέτρων, ενημερώνει αμέσως το άλλο συμβαλλόμενο μέρος.

7.Σε περίπτωση θέσπισης ή διατήρησης περιοριστικών μέτρων δυνάμει της παραγράφου 4, πραγματοποιούνται αμέσως διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της επιτροπής. Κατά τη διάρκεια των εν λόγω διαβουλεύσεων εκτιμάται η κατάσταση του ισοζυγίου πληρωμών του σχετικού συμβαλλόμενου μέρους, καθώς και τα περιοριστικά μέτρα που θεσπίζονται ή διατηρούνται δυνάμει της παραγράφου 4, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, παραγόντων όπως:

α)η φύση και η έκταση των δυσχερειών σχετικά με το ισοζύγιο πληρωμών καθώς και των

εξωτερικών δημοσιονομικών δυσχερειών

β)το εξωτερικό οικονομικό και εμπορικό περιβάλλον ή

γ)τα εναλλακτικά διορθωτικά μέτρα που είναι δυνατόν να ληφθούν

Κατά τις διαβουλεύσεις εξετάζεται η συμμόρφωση των περιοριστικών μέτρων προς τις διατάξεις των παραγράφων 4 και 5. Γίνονται αποδεκτά όλα τα πορίσματα και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που υποβάλλονται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (εφεξής καλούμενο το «ΔΝΤ») σχετικά με το συνάλλαγμα, τα νομισματικά αποθεματικά και τα ισοζύγια πληρωμών. Τα συμπεράσματα βασίζονται στην εκτίμηση του ΔΝΤ όσον αφορά το ισοζύγιο πληρωμών και την εξωτερική δημοσιονομική κατάσταση του ενδιαφερομένου συμβαλλόμενου μέρους.

ΑΡΘΡΟ 2.8

Υποκατάσταση

Όταν ένα συμβαλλόμενο μέρος, ή ένας οργανισμός που ενεργεί για λογαριασμό του εν λόγω μέρους, πραγματοποιεί μια πληρωμή προς όφελος επενδυτή του βάσει εγγύησης, ασφαλιστήριου συμβολαίου ή άλλης συμβατικής υποχρέωσης για αποζημίωση που έχει συνάψει ή εκχωρήσει σε σχέση με μια επένδυση, το άλλο συμβαλλόμενο μέρος αναγνωρίζει την υποκατάσταση ή τη μεταφορά κάθε δικαιώματος ή τίτλου ή την εκχώρηση κάθε απαίτησης σε σχέση με την εν λόγω επένδυση. Το συμβαλλόμενο μέρος ή ο οργανισμός έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν το υποκαταστηθέν ή εκχωρημένο δικαίωμα ή απαίτηση στον ίδιο βαθμό με το αρχικό δικαίωμα ή απαίτηση του επενδυτή. Τα εν λόγω υποκαταστηθέντα δικαιώματα μπορούν να ασκηθούν από το συμβαλλόμενο μέρος ή από οργανισμό, ή από τον επενδυτή εάν το επιτρέπουν το συμβαλλόμενο μέρος ή ο οργανισμός.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑ

ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΜΗΜΑ A

ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΕΠΕΝΔΥΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

ΑΡΘΡΟ 3.1

Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί

1.Το παρόν τμήμα εφαρμόζεται σε διαφορά ανάμεσα σε προσφεύγοντα ενός συμβαλλόμενου μέρους και το άλλο συμβαλλόμενο μέρος, η οποία αφορά μεταχείριση1 για την οποία εικάζεται ότι παραβιάζει τις διατάξεις του Κεφαλαίου Δύο (Προστασία των επενδύσεων), όταν, όπως εικάζεται, αυτή η παραβίαση προκαλεί απώλεια ή ζημία στον προσφεύγοντα ή στην τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία του.

2.Εια τους σκοπούς του παρόντος τμήματος ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά:

α)«διάδικα μέρη»: ο προσφεύγων και ο καθ’ ου·

Τα συμβαλλόμενα μέρη θεωρούν ότι ο όρος «μεταχείριση» μπορεί να περιλαμβάνει παραλείψεις.

β)«προσφεύγων»: επενδυτής ενός συμβαλλόμενου μέρους ο οποίος σκοπεύει να προσφύγει ή

έχει προσφύγει σύμφωνα με το παρόν τμήμα, είτε:

i)ενεργώντας εξ ονόματος του ιδίου· ή

ii)ενεργώντας εξ ονόματος μιας τοπικά εγκατεστημένης εταιρείας, όπως ορίζεται στο στοιχείο γ), την οποία κατέχει ή ελέγχει1·

γ)«τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία»: νομικό πρόσωπο που ανήκει ή ελέγχεται2 από επενδυτή

ενός συμβαλλόμενου μέρους, ο οποίος είναι εγκατεστημένος στο έδαφος του άλλου συμβαλλόμενου μέρους·

δ)«μη διάδικο μέρος»: είτε η Σινγκαπούρη, σε περίπτωση που ο καθ’ ου είναι η Ένωση ή κράτος μέλος της Ένωσης· είτε η Ένωση, σε περίπτωση που ο καθ’ ου είναι η Σινγκαπούρη·

ε)«καθ’ ου»: είτε η Σινγκαπούρη· είτε, στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ένωση ή το κράτος μέλος της Ένωσης το οποίο δέχεται κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 3.5 (Κοινοποίηση πρόθεσης για προσφυγή). και

Για την αποφυγή αμφιβολιών, η παράγραφος 2 στοιχείο β) συνιστά συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών να μεταχειρίζονται μια τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία ως υπήκοο άλλου συμβαλλόμενου κράτους για τους σκοπούς του άρθρου 25 παράγραφος 2 στοιχείο β) της σύμβασης για τη ρύθμιση των σχετιζομένων προς τις επενδύσεις διαφορών μεταξύ κρατών και υπηκόων άλλων κρατών της 18ης Μαρτίου 1965.

Ένα νομικό πρόσωπο:

α)ανήκει σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα του άλλου συμβαλλόμενου μέρους εάν οι πραγματικοί δικαιούχοι πάνω από το 50 % του μετοχικού κεφαλαίου του είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα του εν λόγω συμβαλλόμενου μέρους· β) ελέγχεται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα του άλλου συμβαλλόμενου μέρους εάν τα εν λόγω φυσικά ή νομικά πρόσωπα έχουν το δικαίωμα να διορίζουν την πλειοψηφία των μελών του διοικητικού συμβουλίου του ή να διευθύνουν άλλως νομίμως τις δραστηριότητές του·

στ) «χρηματοδότηση από τρίτο μέρος»: οποιαδήποτε χρηματοδότηση που παρέχεται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο δεν είναι διάδικο μέρος, αλλά το οποίο συνάπτει συμφωνία με διάδικο μέρος με σκοπό τη χρηματοδότηση μέρους ή του συνόλου του κόστους της διαδικασίας, με αντάλλαγμα μερίδιο ή άλλο συμφέρον στα έσοδα ή τα δυνητικά έσοδα της διαδικασίας, τα οποία μπορεί να επιδικαστούν στο διάδικο μέρος, ή με τη μορφή δωρεάς ή επιχορήγησης.

ΑΡΘΡΟ 3.2

Φιλικός διακανονισμός

Οποιαδήποτε διαφορά θα πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να επιλύεται με φιλικό διακανονισμό μέσω διαπραγματεύσεων και, εάν είναι δυνατόν, πριν από την υποβολή αιτήματος για διαβουλεύσεις σύμφωνα με το άρθρο 3.3 (Διαβουλεύσεις). Ο φιλικός διακανονισμός μπορεί να συμφωνηθεί ανά πάσα στιγμή, ακόμη και μετά την έναρξη της διαδικασίας επίλυσης διαφορών δυνάμει του παρόντος τμήματος.

ΑΡΘΡΟ 3.3

Διαβουλεύσεις

1.Σε περίπτωση που μια διαφορά δεν μπορεί να επιλυθεί όπως προβλέπεται στο άρθρο 3.2 (Φιλικός διακανονισμός), ο προσφεύγων ενός συμβαλλόμενου μέρους που επικαλείται παράβαση των διατάξεων του Κεφαλαίου Δύο (Προστασία των επενδύσεων) μπορεί να υποβάλει αίτημα στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος για τη διενέργεια διαβουλεύσεων.

2.Το αίτημα για διαβουλεύσεις περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του προσφεύγοντος και, εάν το εν λόγω αίτημα υποβάλλεται εξ ονόματος μιας τοπικά εγκατεστημένης εταιρείας, την επωνυμία, τη διεύθυνση και τον τόπο σύστασής της·

β)τις διατάξεις του Κεφαλαίου Δύο (Προστασία των επενδύσεων) για τις οποίες υποστηρίζεται

ότι έχουν παραβιαστεί·

γ)τη νομική και πραγματική βάση της διαφοράς, συμπεριλαμβανομένης της μεταχείρισης για την οποία εικάζεται ότι παραβιάζει τις διατάξεις του Κεφαλαίου Δύο (Προστασία των επενδύσεων)· και

δ)τα διορθωτικά μέτρα που ζητούνται και την εκτιμώμενη απώλεια ή ζημία που εικάζεται ότι προκλήθηκε στον προσφεύγοντα ή την τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία λόγω της παράβασης αυτής.

3.Το αίτημα για διαβουλεύσεις υποβάλλεται:

α)εντός 30 μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ο προσφεύγων ή, κατά περίπτωση, η τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία, έλαβε γνώση ή θα έπρεπε να έχει λάβει γνώση για πρώτη φορά της μεταχείρισης για την οποία εικάζεται ότι παραβιάζει τις διατάξεις του Κεφαλαίου Δύο (Προστασία των επενδύσεων)· ή

β)στην περίπτωση που, κατά την εκπνοή του χρονικού διαστήματος που αναφέρεται στο στοιχείο α), έχει γίνει προσφυγή σε τοπικά μέσα θεραπείας, εντός ενός έτους από την ημερομηνία κατά την οποία ο προσφεύγων ή, κατά περίπτωση, η τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία, διακόψει την άσκηση των εν λόγω τοπικών μέσων θεραπείας· και σε κάθε περίπτωση, το αργότερο 10 έτη μετά από την ημερομηνία κατά την οποία ο προσφεύγων ή, κατά περίπτωση, η τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία του, έλαβε γνώση ή θα έπρεπε να έχει λάβει γνώση για πρώτη φορά της μεταχείρισης για την οποία εικάζεται ότι παραβιάζει τις διατάξεις του Κεφαλαίου Δύο (Προστασία των επενδύσεων)·

4.Σε περίπτωση που ο προσφεύγων δεν έχει προσφύγει στο δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 3.6 (Προσφυγή στο δικαστήριο) εντός 18 μηνών από την υποβολή του αιτήματος για διαβουλεύσεις, θεωρείται ότι έχει αποσύρει το αίτημά του για διαβουλεύσεις, καθώς και κάθε κοινοποίηση πρόθεσης για προσφυγή, και ότι έχει παραιτηθεί από τα δικαιώματά του όσον αφορά μια τέτοια προσφυγή. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί με συμφωνία μεταξύ των μερών που συμμετέχουν στις διαβουλεύσεις.

5.Οι χρονικές περίοδοι που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 δεν καθιστούν απαράδεκτη μια απαίτηση, όταν ο προσφεύγων μπορεί να αποδείξει ότι η μη υποβολή αιτήματος για διαβουλεύσεις ή η μη προσφυγή, αναλόγως, οφείλεται σε αδυναμία του προσφεύγοντος να ενεργήσει εξαιτίας σκόπιμων ενεργειών του άλλου συμβαλλόμενου μέρους, υπό την προϋπόθεση ότι ο προσφεύγων ενεργεί αμέσως μόλις είναι ευλόγως σε θέση να ενεργήσει.

6.Σε περίπτωση που το αίτημα για διαβουλεύσεις αφορά εικαζόμενη παράβαση της παρούσας συμφωνίας από την Ένωση ή από κράτος μέλος τηςΈνωσης, αποστέλλεται στην Ένωση.

7.Τα διάδικα μέρη μπορούν να διεξάγουν τις διαβουλεύσεις μέσω βιντεοδιάσκεψης ή με άλλα μέσα όταν ενδείκνυται, όπως στην περίπτωση όπου ο προσφεύγων είναι μικρή ή μεσαία επιχείρηση.

ΑΡΘΡΟ 3.4

Διαμεσολάβηση και εναλλακτική επίλυση διαφορών

1.Τα διάδικα μέρη μπορούν ανά πάσα στιγμή, ακόμη και πριν από την κοινοποίηση πρόθεσης για προσφυγή, να συμφωνήσουν να προσφύγουν σε διαμεσολάβηση.

2.Η προσφυγή σε διαμεσολάβηση είναι προαιρετική και γίνεται με την επιφύλαξη της νομικής θέσης των διάδικων μερών.

3.Η προσφυγή σε διαμεσολάβηση μπορεί να διέπεται από τους κανόνες που ορίζονται στο παράρτημα 6 (Μηχανισμός διαμεσολάβησης για διαφορές μεταξύ επενδυτών και συμβαλλόμενων μερών) ή από άλλους κανόνες στους οποίους ενδέχεται να συμφωνήσουν τα διάδικα μέρη. Όλες οι προθεσμίες που αναφέρονται στο παράρτημα 6 (Μηχανισμός διαμεσολάβησης για διαφορές μεταξύ επενδυτών και συμβαλλόμενων μερών) μπορούν να τροποποιηθούν με αμοιβαία συμφωνία των διάδικων μερών.

4.Ο διαμεσολαβητής διορίζεται με συμφωνία των διάδικων μερών ή σύμφωνα με το άρθρο 3 (Επιλογή του διαμεσολαβητή) του παραρτήματος 6 (Μηχανισμός διαμεσολάβησης για διαφορές μεταξύ επενδυτών και συμβαλλόμενων μερών). Οι διαμεσολαβητές συμμορφώνονται με τις διατάξεις του παραρτήματος 7 (Κώδικας δεοντολογίας για τα μέλη του δικαστηρίου, του εφετείου και τους διαμεσολαβητές).

5.Τα διάδικα μέρη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξουν σε αμοιβαία αποδεκτή λύση εντός 60 ημερών από τον διορισμό του διαμεσολαβητή.

6.Από τη στιγμή που τα διάδικα μέρη συμφωνήσουν να προσφύγουν σε διαμεσολάβηση, οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 3.3 (Διαβουλεύσεις) δεν ισχύουν για το διάστημα ανάμεσα στην ημερομηνία κατά την οποία συμφωνήθηκε η προσφυγή σε διαμεσολάβηση, και 30 ημέρες μετά την ημερομηνία κατά την οποία οποιοδήποτε από τα διάδικα μέρη αποφασίζει να τερματίσει τη διαμεσολάβηση, με επιστολή στον διαμεσολαβητή και στο άλλο διάδικο μέρος.

7.Καμία διάταξη του παρόντος άρθρου δεν εμποδίζει τα διάδικα μέρη να προσφεύγουν σε άλλες μορφές εναλλακτικής επίλυσης διαφορών.

ΑΡΘΡΟ 3.5

Κοινοποίηση πρόθεσης για προσφυγή

1.Εάν η διαφορά δεν μπορέσει να διευθετηθεί εντός τριών μηνών από την υποβολή του αιτήματος για διαβουλεύσεις, ο προσφεύγων μπορεί να κοινοποιήσει πρόθεση για προσφυγή, δηλώνοντας εγγράφως την πρόθεσή του να προσφύγει σε διαδικασία επίλυσης διαφορών, και παρέχοντας τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του προσφεύγοντος και, εάν το εν λόγω αίτημα υποβάλλεται εξ ονόματος τοπικά εγκατεστημένης εταιρείας, την επωνυμία, τη διεύθυνση και τον τόπο σύστασής της·

β)τις διατάξεις του Κεφαλαίου Δύο (Προστασία των επενδύσεων) για τις οποίες εικάζεται ότι έχουν παραβιαστεί·

γ)τη νομική και πραγματική βάση της διαφοράς, συμπεριλαμβανομένης της μεταχείρισης για την οποία υποστηρίζεται ότι παραβιάζει τις διατάξεις του Κεφαλαίου Δύο (Προστασία των επενδύσεων)· και

δ)τα διορθωτικά μέτρα που ζητούνται και την εκτιμώμενη απώλεια ή ζημία που υποστηρίζεται ότι προκλήθηκε στον προσφεύγοντα ή την τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία λόγω της παράβασης αυτής.

Η κοινοποίηση πρόθεσης για προσφυγή απευθύνεται στην Ένωση ή στη Σινγκαπούρη, ανάλογα με την περίπτωση.

2.Στην περίπτωση που η κοινοποίηση πρόθεσης για προσφυγή απευθύνεται στην Ένωση, η Ένωση προβαίνει σε προσδιορισμό του καθ’ ου εντός δύο μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης. Η Ένωση ενημερώνει αμέσως τον προσφεύγοντα για τον εν λόγω προσδιορισμό, βάσει του οποίου ο προσφεύγων μπορεί να προσφύγει στο δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 3.6 (Προσφυγή στο δικαστήριο).

3.Όταν δεν έχει γίνει προσδιορισμός του καθ’ ου σύμφωνα με την παράγραφο 2, ισχύουν τα εξής:

α)αν η κοινοποίηση πρόθεσης για προσφυγή προσδιορίζει αποκλειστικά μεταχείριση από κράτος μέλος της Ένωσης, ως καθ’ ου ενεργεί το εν λόγω κράτος μέλος·

β) αν η κοινοποίηση πρόθεσης για προσφυγή προσδιορίζει μεταχείριση από οργανισμό, φορέα ή υπηρεσία της Ένωσης, ως καθ’ ου ενεργεί η Ένωση.

4.Σε περίπτωση που ως καθ’ ου ενεργεί είτε η Ένωση είτε ένα κράτος μέλος, ούτε η Ένωση ούτε το οικείο κράτος μέλος μπορεί να προβάλει το απαράδεκτο μιας απαίτησης ή να υποστηρίξει κατ’ άλλον τρόπο ότι μια απαίτηση ή μια απόφαση είναι αβάσιμη ή άκυρη, με το αιτιολογικό ότι ο σωστός καθ’ ου θα πρέπει ή θα έπρεπε να είναι η Ένωση και όχι το κράτος μέλος ή αντιστρόφως.

5.Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας ή των ισχυόντων κανόνων επίλυσης διαφορών δεν εμποδίζει την ανταλλαγή, μεταξύ της Ένωσης και του οικείου κράτους μέλους, όλων των πληροφοριών που αφορούν μια διαφορά.

ΑΡΘΡΟ 3.6

Προσφυγή στο δικαστήριο

1.Το νωρίτερο τρεις μήνες από την ημερομηνία επίδοσης της κοινοποίησης πρόθεσης για προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 3.5 (Κοινοποίηση πρόθεσης για προσφυγή), ο προσφεύγων μπορεί να προσφύγει στο δικαστήριο στο πλαίσιο ενός από τους ακόλουθους κανόνες επίλυσης διαφορών1:

α)τη σύμβαση για τη ρύθμιση των σχετιζομένων προς τις επενδύσεις διαφορών μεταξύ κρατών και υπηκόων άλλων κρατών μελών της 18ης Μαρτίου 1965 (εφεξής καλούμενη «σύμβαση ICSID»), υπό την προϋπόθεση ότι τόσο ο καθ’ ου όσο και το κράτος του προσφεύγοντα είναι συμβαλλόμενα μέρη της εν λόγω σύμβασης·

Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι:

α)οι κανόνες των σχετικών μηχανισμών επίλυσης διαφορών ισχύουν με την επιφύλαξη των ειδικών κανόνων που ορίζονται στο παρόν τμήμα, και συμπληρώνονται με αποφάσεις που εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 4.1 παράγραφος 4 στοιχείο ζ) (Επιτροπή)· και

β)είναι απαράδεκτες απαιτήσεις για τις οποίες ένας αντιπρόσωπος υποβάλλει ομαδική απαίτηση στο όνομα ομάδας που αποτελείται από ακαθόριστο αριθμό απροσδιόριστων προσφευγόντων και σκοπεύει να διεξαγάγει τη σχετική διαδικασία εκπροσωπώντας τα συμφέροντα των εν λόγω προσφευγόντων και λαμβάνοντας όλες τις αποφάσεις που σχετίζονται με την υποβολή της απαίτησης εξ ονόματος τους.

β)τη σύμβαση ICSID σύμφωνα με τους κανόνες σχετικά με την πρόσθετη διευκόλυνση για τη διαχείριση διαδικασιών τους οποίους έχει θεσπίσει η Γραμματεία του Διεθνούς Κέντρου για τον Διακανονισμό των Διαφορών από Επενδύσεις (εφεξής καλούμενοι οι «κανόνες ICSID για την πρόσθετη διευκόλυνση»), υπό την προϋπόθεση ότι είτε ο καθ’ ου είτε το κράτος του προσφεύγοντος είναι συμβαλλόμενο μέρος της εν λόγω σύμβασης1·

γ)τους κανόνες διαιτησίας της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για το διεθνές εμπορικό δίκαιο (UNCITRAL)· ή

δ)οποιουσδήποτε άλλους κανόνες, εφόσον τα διάδικα μέρη συμφωνήσουν επί τούτου.

2.Η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου συνιστά τη συγκατάθεση του καθ’ ου για την προσφυγή δυνάμει του παρόντος τμήματος. Η συγκατάθεση σύμφωνα με την παράγραφο 1 και η προσφυγή δυνάμει του παρόντος τμήματος θεωρείται ότι πληρούν τις απαιτήσεις:

α)του κεφαλαίου II της σύμβασης ICSID και τους κανόνες ICSID για την πρόσθετη διευκόλυνση, σε ό,τι αφορά τη γραπτή συγκατάθεση των διάδικων μερών και

β)του άρθρου II της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για την αναγνώριση και την εκτέλεση των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, η οποία συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 10 Ιουνίου 1958 (εφεξής καλούμενη η «σύμβαση της Νέας Υόρκης») σε ό,τι αφορά τη «γραπτή συμφωνία».

Εια τους σκοπούς των στοιχείων α) και β), ο όρος «κράτος» θεωρείται ότι περιλαμβάνει την Ένωση, εάν η Ένωση έχει προσχωρήσει στη σύμβαση ICSID.

ΑΡΘΡΟ 3.7

Προϋποθέσεις προσφυγής

1. Μια προσφυγή μπορεί να γίνει δυνάμει του παρόντος τμήματος μόνον εάν:

α)η προσφυγή συνοδεύεται από τη γραπτή συγκατάθεση του προσφεύγοντος για την επίλυση της διαφοράς σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζονται στο παρόν τμήμα και ύστερα από τον καθορισμό εκ μέρους του προσφεύγοντος των κανόνων ενός εκ των οργάνων που αναφέρονται στο άρθρο 3.6 παράγραφος 1 (Προσφυγή στο δικαστήριο) ως τους κανόνες που θα εφαρμοστούν για την επίλυση της διαφοράς·

β)έχουν παρέλθει τουλάχιστον έξι μήνες από την υποβολή του αιτήματος για διαβουλεύσεις δυνάμει του άρθρου 3.3 (Διαβουλεύσεις) και έχουν παρέλθει τουλάχιστον τρεις μήνες από την υποβολή της κοινοποίησης πρόθεσης για προσφυγή δυνάμει του άρθρου 3.5 (Κοινοποίηση πρόθεσης για προσφυγή)·

γ)το αίτημα για διαβουλεύσεις και η κοινοποίηση πρόθεσης για προσφυγή που υποβάλλονται από τον προσφεύγοντα πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 3.3 παράγραφος 2 (Διαβουλεύσεις) και στο άρθρο 3.5 παράγραφος 1 (Κοινοποίηση πρόθεσης για προσφυγή) αντίστοιχα·

δ)η νομική και πραγματική βάση της διαφοράς υποβλήθηκε σε προηγούμενη διαβούλευση σύμφωνα με το άρθρο 3.3 (Διαβουλεύσεις)·

ε)όλες οι απαιτήσεις που ορίζονται στην προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 3.6 (Προσφυγή στο Δικαστήριο) βασίζονται σε μεταχείριση που προσδιορίζεται στην κοινοποίηση πρόθεσης για προσφυγή, η οποία πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 3.5 (Κοινοποίηση πρόθεσης για προσφυγή)· και

στ) ο προσφεύγων:

i)αποσύρει κάθε εκκρεμούσα απαίτηση που έχει υποβληθεί στο δικαστήριο ή σε οποιοδήποτε άλλο εγχώριο ή διεθνές δικαστήριο δυνάμει του εσωτερικού ή του διεθνούς δικαίου, η οποία αφορά την ίδια μεταχείριση με αυτήν για την οποία εικάζεται ότι παραβιάζει τις διατάξεις του Κεφαλαίου Δύο (Προστασία των επενδύσεων)·

ii)δηλώνει ότι δεν θα υποβάλει παρόμοια απαίτηση στο μέλλον και

iii)δηλώνει ότι δεν θα εφαρμόσει τυχόν απόφαση που εκδόθηκε σύμφωνα με το παρόν τμήμα πριν η απόφαση αυτή καταστεί οριστική, και δεν θα επιδιώξει την έφεση, τον έλεγχο, την εξαφάνιση, την ακύρωση ή την αναθεώρηση ή την κίνηση οποιασδήποτε άλλης παρόμοιας διαδικασίας ενώπιων διεθνούς ή εγχώριου δικαστηρίου, όσον αφορά απόφαση σύμφωνα με το παρόν τμήμα.

2.Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο στ), ο όρος «προσφεύγων» αναφέρεται στον επενδυτή και, κατά περίπτωση, στην τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία. Επιπλέον, για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο στ) σημείο i), ο όρος «προσφεύγων» περιλαμβάνει όλα τα πρόσωπα που έχουν άμεσα ή έμμεσα ιδιοκτησιακό συμφέρον απέναντι στον επενδυτή ή ελέγχονται από αυτόν, ή, κατά περίπτωση, στην τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία.

3.Κατόπιν αιτήματος του καθ’ ου, το δικαστήριο κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο όταν ο προσφεύγων δεν συμμορφώνεται με οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις ή τις δηλώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

4.Η παράγραφος 1 στοιχείο στ) δεν εμποδίζει τον προσφεύγοντα να ζητήσει τη λήψη προσωρινών μέτρων προστασίας ενώπιον των δικαστηρίων ή των διοικητικών δικαστηρίων του καθ’ ου πριν από την έναρξη διαδικασίας ενώπιον οποιουδήποτε από τα όργανα επίλυσης διαφορών που αναφέρονται στο άρθρο 3.6 (Προσφυγή στο Δικαστήριο) ή ενόσω εκκρεμεί η διαδικασία αυτή. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τα προσωρινά μέτρα λαμβάνονται με αποκλειστικό σκοπό την προστασία των δικαιωμάτων και των συμφερόντων του προσφεύγοντος και δεν συνεπάγονται την καταβολή αποζημίωσης ή την επίλυση της ουσίας της εν λόγω διαφοράς.

5.Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι το Δικαστήριο κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο εάν η διαφορά είχε προκόψει ή ήταν πολύ πιθανό να προκόψει κατά τη χρονική στιγμή κατά την οποία ο προσφεόγων απέκτησε την κυριότητα ή τον έλεγχο των επενδύσεων που αποτελούν αντικείμενο της διαφοράς, και το Δικαστήριο διαπιστώνει βάσει των πραγματικών στοιχείων ότι ο προσφεόγων απέκτησε την κυριότητα ή τον έλεγχο της επένδυσης με κύριο σκοπό την υποβολή της απαίτησης σύμφωνα με το παρόν τμήμα. Η παρούσα παράγραφος ισχύει με την επιφύλαξη άλλων ενστάσεων για θέματα αρμοδιότητας επί των οποίων ενδέχεται να αποφανθεί το Δικαστήριο.

ΑΡΘΡΟ 3.8

Χρηματοδότηση από τρίτο μέρος

1.Το διάδικο μέρος που δέχεται χρηματοδότηση από τρίτο μέρος κοινοποιεί στο άλλο διάδικο μέρος και στο δικαστήριο το όνομα και τη διεύθυνση του τρίτου μέρους-χρηματοδότη.

2.Η κοινοποίηση αυτή γίνεται κατά το χρόνο της υποβολής της προσφυγής ή, χωρίς καθυστέρηση, αμέσως μόλις συμφωνηθεί, δωριστεί ή χορηγηθεί η χρηματοδότηση από το τρίτο μέρος, κατά περίπτωση.

ΑΡΘΡΟ 3.9

Πρωτοβάθμιο δικαστήριο

1.Συγκροτείται πρωτοβάθμιο δικαστήριο (εφεξής καλούμενο «δικαστήριο») για την εξέταση των απαιτήσεων που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 3.6 (Προσφυγή στο δικαστήριο).

2.Αμέσως μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας, η επιτροπή προβαίνει στον διορισμό των έξι μελών του δικαστηρίου. Για τους σκοπούς του εν λόγω διορισμού:

α)το συμβαλλόμενο μέρος της ΕΕ διορίζει δύο μέλη·

β)η Σινγκαπούρη διορίζει δύο μέλη· και

γ)το συμβαλλόμενο μέρος της ΕΕ και η Σινγκαπούρη διορίζουν από κοινού δύο μέλη, τα οποία

δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους της Ένωσης ή της Σινγκαπούρης.

3.Η επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να αυξήσει ή να μειώσει τον αριθμό των μελών κατά πολλαπλάσια του τρία. Επιπλέον διορισμοί γίνονται με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 2.

4.Τα μέλη διαθέτουν τα προσόντα που απαιτούνται στη χώρα τους για την άσκηση δικαστικών καθηκόντων ή είναι νομικοί αναγνωρισμένου κύρους. Διαθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις ή πείρα στο δημόσιο διεθνές δίκαιο. Είναι επιθυμητό να διαθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις ιδίως όσον αφορά το διεθνές επενδυτικό δίκαιο, το διεθνές εμπορικό δίκαιο ή την επίλυση διαφορών που προκύπτουν από διεθνείς επενδυτικές ή εμπορικές συμφωνίες.

5.Τα μέλη διορίζονται για θητεία οκτώ ετών. Ωστόσο, η εναρκτήρια θητεία τριών εκ των έξι προσώπων που θα διοριστούν αμέσως μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας, και τα οποία θα αποφασιστούν με κλήρωση, θα επεκταθεί στα δώδεκα έτη. Η θητεία ενός μέλους μπορεί να ανανεωθεί κατά τη λήξη της, με απόφαση της επιτροπής. Οι θέσεις πληρούνται όταν κενώνονται. Το πρόσωπο που διορίζεται για να αντικαταστήσει μέλος του οποίου η θητεία δεν έχει λήξει, παραμένει στη θέση του μέχρις τη λήξη της θητείας του προκατόχου του. Πρόσωπο το οποίο ασκεί καθήκοντα σε τμήμα του δικαστηρίου κατά τη λήξη της θητείας του μπορεί, με την άδεια του προέδρου του δικαστηρίου, να εξακολουθήσει να ασκεί τα καθήκοντά του στο εν λόγω τμήμα έως ότου περατωθούν οι διαδικασίες του τμήματος και, μόνο για τον σκοπό αυτόν, θεωρείται ότι εξακολουθεί να αποτελεί μέλος του Δικαστηρίου.

6.Ορίζεται πρόεδρος και αντιπρόεδρος του δικαστηρίου, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για οργανωτικά ζητήματα. Διορίζονται για θητεία τεσσάρων ετών και επιλέγονται με κλήρωση μεταξύ των μελών που διορίστηκαν δυνάμει της παραγράφου 2 στοιχείο γ). Υπηρετούν εκ περιτροπής, με σειρά που καθορίζεται με κλήρωση από τον πρόεδρο της επιτροπής. Ο αντιπρόεδρος αντικαθιστά τον πρόεδρο όταν ο τελευταίος δεν είναι διαθέσιμος.

7.Το δικαστήριο εξετάζει υποθέσεις σε τμήματα που αποτελούνται από τρία μέλη, εκ των οποίων το πρώτο διορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο α), το δεύτερο σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο β) και το τρίτο σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο γ). Του τμήματος προεδρεύει το μέλος που έχει διοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο γ).

8.Εντός 90 ημερών από μια προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 3.6 (Προσφυγή στο δικαστήριο), ο πρόεδρος του δικαστηρίου διορίζει εκ περιτροπής τα μέλη που απαρτίζουν το τμήμα του δικαστηρίου το οποίο θα εξετάσει την υπόθεση, διασφαλίζοντας ότι η σύνθεση κάθε τμήματος είναι τυχαία και απρόβλεπτη, και παρέχοντας παράλληλα ίσες ευκαιρίες σε όλα τα μέλη του δικαστηρίου για να ασκήσουν καθήκοντα.

9.Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 7, τα διάδικα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν ότι μια υπόθεση θα εξεταστεί από ένα και μόνο μέλος. Το εν λόγω μέλος επιλέγεται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου μεταξύ των μελών που διορίστηκαν δυνάμει της παραγράφου 2 στοιχείο γ). Ο καθ’ ου εξετάζει ευνοϊκά το σχετικό αίτημα του προσφεύγοντος, ιδίως όταν αυτός είναι μικρομεσαία επιχείρηση ή όταν η αποζημίωση που ζητείται είναι σχετικά χαμηλή. Το αίτημα αυτό διατυπώνεται ταυτόχρονα με την προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 3.6 (Προσφυγή στο δικαστήριο).

10.Το δικαστήριο καθορίζει το ίδιο τη διαδικασία του.

11.Τα μέλη του δικαστηρίου μεριμνούν ώστε να είναι διαθέσιμα και να μπορούν να εκτελέσουν τα καθήκοντα που ορίζονται στο παρόν τμήμα.

12.Για να εξασφαλιστεί η διαθεσιμότητά τους, τα μέλη λαμβάνουν πάγια μηνιαία αμοιβή (retainer fee), η οποία καθορίζεται με απόφαση της επιτροπής. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου και, όπου αυτό αρμόζει, ο αντιπρόεδρος, λαμβάνουν αμοιβή ίση με την αμοιβή που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 3.10 παράγραφος 11 (Εφετείο) για κάθε ημέρα εργασίας κατά την οποία άσκησαν καθήκοντα προέδρου του δικαστηρίου σύμφωνα με το παρόν τμήμα.

13.Η πάγια μηνιαία αμοιβή και οι ημερήσιες αμοιβές για τον πρόεδρο ή τον αντιπρόεδρο του δικαστηρίου, όταν αυτοί ασκούν καθήκοντα προέδρου του δικαστηρίου σύμφωνα με το παρόν τμήμα, καταβάλλονται εξίσου από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη σε λογαριασμό τον οποίο διαχειρίζεται η γραμματεία του ICSID. Σε περίπτωση αδυναμίας ενός συμβαλλόμενου μέρους να καταβάλει την πάγια μηνιαία αμοιβή ή τις ημερήσιες αμοιβές, μπορεί να επιλέξει να την καταβάλει το άλλο συμβαλλόμενο μέρος. Τυχόν καθυστερούμενες οφειλές συνεχίζουν να είναι καταβλητέες, με τον αντίστοιχο τόκο.

14.Εκτός εάν η επιτροπή λάβει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 15, το ποσό των λοιπών αμοιβών και των δαπανών των μελών στο πλαίσιο ενός τμήματος του δικαστηρίου, είναι αυτό που καθορίζεται σύμφωνα με τον κανονισμό 14 παράγραφος 1 των διοικητικών και οικονομικών κανονισμών της σύμβασης ICSID οι οποίοι ισχύουν κατά την ημερομηνία υποβολής της απαίτησης, και που επιμερίζεται από το δικαστήριο μεταξύ των διάδικων μερών σύμφωνα με το άρθρο 3.21 (Εξοδα).

15.Ύστερα από απόφαση της επιτροπής, η πάγια μηνιαία αμοιβή και οι λοιπές αμοιβές και δαπάνες μπορούν να μετατραπούν μονίμως σε τακτικό μισθό. Σε μια τέτοια περίπτωση, τα μέλη εργάζονται με καθεστώς πλήρους απασχόλησης και η επιτροπή ορίζει τις αποδοχές τους και τα συναφή οργανωτικά ζητήματα. Στην περίπτωση αυτή, τα μέλη δεν επιτρέπεται να αναλαμβάνουν οποιαδήποτε άλλη απασχόληση, είτε αμειβόμενη είτε όχι, εκτός εάν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο πρόεδρος του δικαστηρίου επιτρέψει εξαίρεση από τον κανόνα αυτόν.

16.Η γραμματεία του ICSID ενεργεί ως γραμματεία για το δικαστήριο, παρέχοντάς του την κατάλληλη υποστήριξη. Οι δαπάνες για την υποστήριξη αυτή επιμερίζονται από το δικαστήριο μεταξύ των διάδικων μερών σύμφωνα με το άρθρο 3.21 (Εξοδα).

ΑΡΘΡΟ 3.10

Εφετείο

1.Συγκροτείται μόνιμο εφετείο για την εξέταση εφέσεων σχετικά με προσωρινές αποφάσεις του δικαστηρίου.

2.Αμέσως μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας, η επιτροπή προβαίνει στον διορισμό των έξι μελών του εφετείου. Για τους σκοπούς του εν λόγω διορισμού:

α)η ΕΕ διορίζει δύο μέλη·

β)η Σινγκαπούρη διορίζει δύο μέλη· και

γ)το συμβαλλόμενο μέρος της ΕΕ και η Σινγκαπούρη διορίζουν από κοινού δύο μέλη, τα οποία

δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους της Ένωσης ή της Σινγκαπούρης.

3.Η επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να αυξήσει ή να μειώσει τον αριθμό των μελών του εφετείου κατά πολλαπλάσια του τρία. Επιπλέον διορισμοί γίνονται με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 2.

4.Τα μέλη του εφετείου πρέπει να διαθέτουν τα προσόντα που απαιτούνται στη χώρα τους για τον διορισμό στα ανώτατα δικαστικά αξιώματα ή να είναι νομικοί αναγνωρισμένου κύρους. Πρέπει να έχουν εξειδικευμένες γνώσεις ή εμπειρία στο δημόσιο διεθνές δίκαιο. Είναι επιθυμητό να διαθέτουν εμπειρογνωμοσύνη ιδίως όσον αφορά το διεθνές επενδυτικό δίκαιο, το διεθνές εμπορικό δίκαιο ή την επίλυση διαφορών που προκύπτουν από διεθνείς επενδυτικές ή εμπορικές συμφωνίες.

5.Τα μέλη του εφετείου διορίζονται για θητεία οκτώ ετών. Ωστόσο, η εναρκτήρια θητεία τριών εκ των έξι προσώπων που θα διοριστούν αμέσως μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας, και τα οποία θα αποφασιστούν με κλήρωση, θα επεκταθεί στα δώδεκα έτη. Η θητεία ενός μέλους μπορεί να ανανεωθεί, με απόφαση της επιτροπής κατά τη λήξη της θητείας του εν λόγω μέλους. Οι θέσεις πληρούνται όταν κενώνονται. Το πρόσωπο που ορίζεται να αντικαταστήσει μέλος του οποίου η θητεία δεν έχει λήξει παραμένει στη θέση του μέχρι τη λήξη της θητείας του προκατόχου του. Πρόσωπο το οποίο ασκεί καθήκοντα σε τμήμα του εφετείου κατά τη λήξη της θητείας του μπορεί, με την άδεια του προέδρου του εφετείου, να εξακολουθήσει να ασκεί τα καθήκοντά του στο εν λόγω τμήμα έως ότου περατωθούν οι διαδικασίες του τμήματος και, μόνο για τον σκοπό αυτόν, θεωρείται ότι εξακολουθεί να αποτελεί μέλος του εφετείου.

6.Ορίζεται πρόεδρος και αντιπρόεδρος του εφετείου, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για οργανωτικά ζητήματα. Διορίζονται για θητεία τεσσάρων ετών και επιλέγονται με κλήρωση μεταξύ των μελών του εφετείου που διορίστηκαν δυνάμει της παραγράφου 2 στοιχείο γ). Υπηρετούν εκ περιτροπής, με σειρά που καθορίζεται με κλήρωση από τον πρόεδρο της επιτροπής. Ο αντιπρόεδρος αντικαθιστά τον πρόεδρο όταν ο τελευταίος δεν είναι διαθέσιμος.

7.Το εφετείο εξετάζει υποθέσεις σε τμήματα που αποτελούνται από τρία μέλη, εκ των οποίων το πρώτο διορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο α), το δεύτερο σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο β) και το τρίτο σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο γ). Του τμήματος προεδρεύει το μέλος που έχει διοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο γ).

8.Ο πρόεδρος του εφετείου διορίζει εκ περιτροπής τα μέλη που απαρτίζουν το τμήμα του εφετείου το οποίο θα εξετάσει την έφεση, διασφαλίζοντας ότι η σύνθεση κάθε τμήματος είναι τυχαία και απρόβλεπτη, και παρέχοντας παράλληλα ίσες ευκαιρίες σε όλα τα μέλη του εφετείου για να ασκήσουν καθήκοντα.

9.Το εφετείο καθορίζει το ίδιο τη διαδικασία του.

10.Τα μέλη του εφετείου μεριμνούν ώστε να είναι διαθέσιμα και να μπορούν να εκτελέσουν τα καθήκοντα που ορίζονται στο παρόν τμήμα.

11.Για να εξασφαλιστεί η διαθεσιμότητά τους, τα μέλη λαμβάνουν πάγια μηνιαία αμοιβή (retainer fee) και αμοιβή για κάθε μέρα εργασίας ως μέλη· η αμοιβή αυτή καθορίζεται με απόφαση της επιτροπής. Ο πρόεδρος του εφετείου και, όπου αυτό αρμόζει, ο αντιπρόεδρος, λαμβάνουν αμοιβή για κάθε ημέρα εργασίας κατά την οποία άσκησαν καθήκοντα προέδρου του εφετείου σύμφωνα με το παρόν τμήμα.

12.Η πάγια μηνιαία αμοιβή και οι ημερήσιες αμοιβές για τον πρόεδρο ή τον αντιπρόεδρο του εφετείου, όταν αυτοί ασκούν καθήκοντα προέδρου του εφετείου σύμφωνα με το παρόν τμήμα, καταβάλλονται εξίσου από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη σε λογαριασμό τον οποίο διαχειρίζεται η γραμματεία του ICSID. Σε περίπτωση αδυναμίας ενός συμβαλλόμενου μέρους να καταβάλει την πάγια αμοιβή ή τις ημερήσιες αμοιβές, μπορεί να επιλέξει να την καταβάλει το άλλο μέρος. Τυχόν καθυστερούμενες οφειλές συνεχίζουν να είναι καταβλητέες, με τον αντίστοιχο τόκο.

13.Ύστερα από απόφαση της επιτροπής, η πάγια μηνιαία αμοιβή και οι ημερήσιες αμοιβές μπορούν να μετατραπούν μονίμως σε τακτικό μισθό. Σε μια τέτοια περίπτωση, τα μέλη του εφετείου εργάζονται με καθεστώς πλήρους απασχόλησης και η επιτροπή ορίζει τις αποδοχές τους και τα συναφή οργανωτικά ζητήματα. Στην περίπτωση αυτή, τα μέλη του εφετείου δεν επιτρέπεται να αναλαμβάνουν οποιαδήποτε άλλη απασχόληση, είτε αμειβόμενη είτε όχι, εκτός εάν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο πρόεδρος του εφετείου επιτρέψει εξαίρεση από τον κανόνα αυτόν.

14.Η γραμματεία του ICSID ενεργεί ως γραμματεία του εφετείου και του παρέχει την κατάλληλη υποστήριξη. Οι δαπάνες για την υποστήριξη αυτή επιμερίζονται από το δικαστήριο μεταξύ των διάδικων μερών σύμφωνα με το άρθρο 3.21 (Εξοδα).

ΑΡΘΡΟ 3.11

Δεοντολογία

1.Τα μέλη του δικαστηρίου και του εφετείου επιλέγονται μεταξύ προσώπων, η ανεξαρτησία των οποίων είναι πέραν πάσης αμφιβολίας. Δεν έχουν δεσμούς με καμία κυβέρνηση1 και, ιδιαίτερα, δεν λαμβάνουν οδηγίες από καμία κυβέρνηση ή οργανισμό σχετικά με θέματα που αφορούν τη διαφορά. Δεν συμμετέχουν στην εξέταση διαφορών που θα ήταν δυνατόν να προκαλέσουν, άμεσα ή έμμεσα, σύγκρουση συμφερόντων. Με τον τρόπο αυτόν συμμορφώνονται με το παράρτημα 7 (Κώδικας δεοντολογίας για τα μέλη του δικαστηρίου, του εφετείου και τους διαμεσολαβητές). Επιπλέον, μετά τον διορισμό τους, δεν πρέπει να ενεργούν ως σύμβουλοι, ή ως εμπειρογνώμονες ή μάρτυρες διορισμένοι από ένα συμβαλλόμενο μέρος σε εκκρεμή ή νέα διαφορά που αφορά την προστασία των επενδύσεων, δυνάμει της παρούσας ή οποιασδήποτε άλλης συμφωνίας ή εγχώριας νομοθεσίας.

2.Εάν ένα διάδικο μέρος θεωρεί ότι ένα μέλος έχει σύγκρουση συμφερόντων, αποστέλλει στον πρόεδρο του δικαστηρίου ή του εφετείου, αντίστοιχα, δήλωση αμφισβήτησης του διορισμού του εν λόγω μέλους. Η δήλωση αμφισβήτησης αποστέλλεται εντός 15 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία κοινοποιήθηκε στο διάδικο μέρος η σύνθεση του τμήματος του δικαστηρίου ή του εφετείου, ή εντός 15 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία το εν λόγω μέρος έλαβε γνώση των σχετικών πραγματικών περιστατικών, εάν δεν ήταν ευλόγως δυνατό να τα γνωρίζει κατά τη στιγμή της σύνθεσης του τμήματος. Στη δήλωση αναφέρονται οι λόγοι της αμφισβήτησης.

Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι το γεγονός ότι ένα πρόσωπο εισπράττει εισόδημα από μια κυβέρνηση, ή απασχολούνταν στο παρελθόν από μια κυβέρνηση, ή έχει οικογενειακή σχέση με πρόσωπο που εισπράττει εισόδημα από μια κυβέρνηση, δεν καθιστά από μόνο του το εν λόγω πρόσωπο μη επιλέξιμο.

3.Εάν, εντός 15 ημερών από την ημερομηνία της δήλωσης αμφισβήτησης, το αμφισβητούμενο μέλος επιλέξει να μην παραιτηθεί από το σχετικό τμήμα, ο πρόεδρος του δικαστηρίου ή ο πρόεδρος του εφετείου, αντίστοιχα, αφού ακούσει τα διάδικα μέρη και αφού δώσει στο μέλος την ευκαιρία να υποβάλει τυχόν παρατηρήσεις, εκδίδει απόφαση εντός 45 ημερών από την παραλαβή της δήλωσης αμφισβήτησης και ενημερώνει τα διάδικα μέρη και τα άλλα μέλη του τμήματος χωρίς καθυστέρηση.

4.Για τυχόν αμφισβήτηση του διορισμού του προέδρου του δικαστηρίου σε κάποιο τμήμα, λαμβάνει απόφαση ο πρόεδρος του εφετείου και αντιστρόφως.

5.Κατόπιν αιτιολογημένης σύστασης του προέδρου του εφετείου, τα συμβαλλόμενα μέρη, με απόφαση της επιτροπής, μπορούν να αποφασίσουν την απομάκρυνση ενός μέλους από το δικαστήριο ή από το εφετείο, όταν η συμπεριφορά του δεν συνάδει με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 και είναι ασύμβατη με τη συνέχιση της θητείας του στο δικαστήριο ή στο εφετείο. Εάν η εν λόγω συμπεριφορά αποδίδεται στον πρόεδρο του εφετείου, η αιτιολογημένη σύσταση διατυπώνεται από τον πρόεδρο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Για την πλήρωση κενών θέσεων που ενδέχεται να προκόψουν δυνάμει της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 3.9 παράγραφος 5 (Πρωτοβάθμιο δικαστήριο) και 3.10 παράγραφος 5 (Εφετείο), τηρουμένων των αναλογιών.

 

 ΑΡΘΡΟ 3.12

Πολυμερής μηχανισμός για την επίλυση διαφορών

Τα μέρη επιδιώκουν μεταξύ τους και με άλλους εμπορικούς εταίρους τη σύσταση πολυμερούς επενδυτικού δικαστηρίου και δευτεροβάθμιου μηχανισμού για την επίλυση διεθνών επενδυτικών διαφορών. Κατά τη δημιουργία του εν λόγω πολυμερούς μηχανισμού, η επιτροπή εξετάζει την πιθανότητα έκδοσης απόφασης με την οποία να προβλέπεται ότι οι επενδυτικές διαφορές που υπάγονται στο παρόν τμήμα θα διευθετούνται μέσω αυτού του πολυμερούς μηχανισμού, και να εφαρμόζονται οι κατάλληλες μεταβατικές ρυθμίσεις.

ΑΡΘΡΟ 3.13

Ισχύουσα νομοθεσία και κανόνες ερμηνείας

1.Το δικαστήριο κρίνει αν η μεταχείριση που αποτελεί αντικείμενο της απαίτησης συνιστά παράβαση υποχρέωσης δυνάμει του Κεφαλαίου Δύο (Προστασία των επενδύσεων).

2.Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, το δικαστήριο εφαρμόζει την παρούσα συμφωνία ερμηνεύοντάς την σύμφωνα με τη σύμβαση της Βιέννης περί του δικαίου των συνθηκών, καθώς και με άλλους κανόνες και αρχές του διεθνούς δικαίου που εφαρμόζονται μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών1.

3.Όταν προκύπτουν σοβαρές ανησυχίες όσον αφορά ζητήματα ερμηνείας που ενδέχεται να επηρεάσουν θέματα σχετικά με την παρούσα συμφωνία, η επιτροπή, σύμφωνα με την παράγραφο 4 στοιχείο στ) του άρθρου 4.1 (Επιτροπή), μπορεί να εγκρίνει ερμηνείες των διατάξεων της παρούσας συμφωνίας. Μια ερμηνεία που εγκρίνεται από την επιτροπή είναι δεσμευτική για το δικαστήριο και το εφετείο και κάθε απόφαση πρέπει να συνάδει με την ερμηνεία αυτή. Η επιτροπή μπορεί να αποφασίσει ότι μια ερμηνεία θα έχει δεσμευτική ισχύ από συγκεκριμένη ημερομηνία και μετά.

ΑΡΘΡΟ 3.14

Φανερά αβάσιμες απαιτήσεις

1.Ο καθ’ ου δύναται να προβάλει ένσταση με το αιτιολογικό ότι η απαίτηση είναι φανερά

αβάσιμη, το αργότερο 30 ημέρες μετά τη συγκρότηση τμήματος του δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 3.9 (Πρωτοβάθμιο δικαστήριο) και, σε κάθε περίπτωση, πριν από την πρώτη συνεδρίαση του εν λόγω τμήματος του δικαστηρίου.

Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι το εσωτερικό δίκαιο των συμβαλλόμενων μερών δεν αποτελεί μέρος του εφαρμοστέου δικαίου. Όταν το Δικαστήριο καλείται να καθορίσει την έννοια μιας διάταξης του εσωτερικού δικαίου ενός εκ των συμβαλλόμενων μερών ως πραγματικό γεγονός, ακολουθεί την επικρατούσα ερμηνεία της εν λόγω διάταξης, όπως αυτή έχει διατυπωθεί από τα δικαστήρια ή τις αρχές του οικείου συμβαλλόμενου μέρους, ενώ οποιαδήποτε έννοια που αποδίδεται από το δικαστήριο στη σχετική εσωτερική νομοθεσία δεν είναι δεσμευτική για τα δικαστήρια ή τις αρχές κανενός συμβαλλομένου μέρους. Το δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να κρίνει τη νομιμότητα ενός μέτρου, το οποίο εικάζεται ότι συνιστά παραβίαση της παρούσας συμφωνίας, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο του διάδικου μέρους.

2.Ο καθ’ ου διευκρινίζει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια τη βάση της ένστασης.

3.Το δικαστήριο, αφού δώσει στα διάδικα μέρη την ευκαιρία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την ένσταση, εκδίδει απόφαση ή προσωρινή απόφαση επί της ένστασης κατά την πρώτη του συνεδρίαση ή αμέσως μετά.

4.Η διαδικασία αυτή και οποιαδήποτε απόφαση του δικαστηρίου δεν θίγουν το δικαίωμα του καθ’ ου να προβάλει ένσταση, σύμφωνα με το άρθρο 3.15 (Νομικά αβάσιμες απαιτήσεις) ή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, όσον αφορά τη νομική βασιμότητα μιας απαίτησης και με την επιφύλαξη της εξουσίας του Δικαστηρίου να εξετάζει άλλες ενστάσεις ως προδικαστικό ζήτημα.

ΑΡΘΡΟ 3.15

Νομικά αβάσιμες απαιτήσεις

1.Με την επιφύλαξη της εξουσίας του δικαστηρίου να εξετάζει άλλες ενστάσεις ως προδικαστικό ζήτημα ή του δικαιώματος του καθ’ ου να υποβάλλει τέτοιες ενστάσεις σε εύθετο χρόνο, το δικαστήριο εξετάζει ως προδικαστικό ζήτημα και αποφαίνεται για οποιαδήποτε ένσταση προβάλλει ο καθ’ ου ισχυριζόμενος ότι, από νομική άποψη, μια απαίτηση που έχει υποβληθεί δυνάμει του άρθρου 3.6 (Προσφυγή στο δικαστήριο), ή οποιοδήποτε μέρος αυτής δεν αποτελεί απαίτηση για την οποία μπορεί να εκδοθεί απόφαση υπέρ του προσφεύγοντος δυνάμει του παρόντος τμήματος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα προβαλλόμενα περιστατικά είναι αληθή. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να λάβει υπόψη οποιαδήποτε άλλα σχετικά στοιχεία που δεν αποτελούν αντικείμενο της διαφοράς.

2.Μια ένσταση δυνάμει της παραγράφου 1 προβάλλεται στο δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν μετά τη συγκρότηση του τμήματος του δικαστηρίου, και σε καμία περίπτωση μετά την ημερομηνία που ορίζει το δικαστήριο για την υποβολή απαντητικού υπομνήματος ή υπομνήματος αντίκρουσης από τον καθ’ ου ή, σε περίπτωση τροποποίησης της απαίτησης, μετά την ημερομηνία που ορίζει το δικαστήριο για την υποβολή της απάντησης του καθ’ ου στην τροποποίηση. Δεν είναι δυνατή η προβολή ένστασης δυνάμει της παραγράφου 1 ενόσω εκκρεμεί διαδικασία δυνάμει του άρθρου 3.14 (Φανερά αβάσιμες απαιτήσεις), εκτός εάν το δικαστήριο χορηγήσει άδεια για προβολή ένστασης δυνάμει του παρόντος άρθρου, αφού λάβει δεόντως υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης.

3.Μετά την παραλαβή ένστασης δυνάμει της παραγράφου 1, και εκτός εάν κρίνει ότι η ένσταση είναι προδήλως αβάσιμη, το δικαστήριο αναστέλλει κάθε διαδικασία επί της ουσίας, καταρτίζει χρονοδιάγραμμα για την εξέταση της ένστασης το οποίο είναι σύμφωνο με τυχόν χρονοδιάγραμμα που έχει καταρτίσει για την εξέταση κάθε άλλου προδικαστικού ζητήματος, και εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση ή προσωρινή απόφαση επί της ένστασης.

ΑΡΘΡΟ 3.16

Διαφάνεια της διαδικασίας

Το παράρτημα 8 (Κανόνες σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα, τις ακροάσεις και τη δυνατότητα τρίτων να υποβάλλουν παρατηρήσεις) εφαρμόζεται στις διαφορές που εμπίπτουν στο παρόν τμήμα.

ΑΡΘΡΟ 3.17

Μη διάδικο συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας

1.Το δικαστήριο δέχεται προφορικές ή γραπτές παρατηρήσεις σχετικά με θέματα ερμηνείας των συνθηκών από το μη διάδικο συμβαλλόμενο μέρος ή, μετά από διαβούλευση με τα διάδικα μέρη, μπορεί να καλέσει το εν λόγω μέρος να υποβάλει τις παρατηρήσεις αυτές.

2.Το δικαστήριο δεν εξάγει κανένα συμπέρασμα από την απουσία παρατηρήσεων ή απαντήσεων σε τυχόν πρόσκληση που απευθύνεται σύμφωνα με την παράγραφο 1.

3.Το δικαστήριο διασφαλίζει ότι οποιαδήποτε υποβολή παρατηρήσεων δεν διαταράσσει ούτε επιβαρύνει αδικαιολόγητα τη διαδικασία, και ούτε ζημιώνει αδίκως οποιοδήποτε από τα διάδικα μέρη.

4.Το δικαστήριο διασφαλίζει επίσης ότι τα διάδικα μέρη έχουν την εύλογη δυνατότητα να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με κάθε παρατήρηση που έχει υποβληθεί από το μη διάδικο συμβαλλόμενο μέρος.

ΑΡΘΡΟ 3.18

Έκδοση απόφασης

1.Όταν το δικαστήριο αποφασίζει ότι η μεταχείριση που αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς παραβιάζει υποχρέωση δυνάμει του Κεφαλαίου Δύο (Προστασία των επενδύσεων), μπορεί να επιδικάσει, χωριστά ή σε συνδυασμό, μόνο1:

α)χρηματική αποζημίωση και τυχόν εφαρμοστέους τόκους· και

β)την επιστροφή περιουσιακών στοιχείων, υπό την προϋπόθεση ότι ο καθ’ ου μπορεί να

καταβάλει χρηματική αποζημίωση και τυχόν εφαρμοστέους τόκους, όπως ορίζεται από το δικαστήριο σύμφωνα με το Κεφάλαιο Δύο (Προστασία των επενδύσεων) αντί της επιστροφής.

2.Η χρηματική αποζημίωση δεν υπερβαίνει τη ζημία που υπέστη ο προσφεύγων, ή, κατά περίπτωση, η τοπικά εγκατεστημένη εταιρεία του, ως αποτέλεσμα της παραβίασης των σχετικών διατάξεων του Κεφαλαίου Δύο (Προστασία των επενδύσεων), και αφαιρείται από αυτήν τυχόν προηγούμενη αποζημίωση που είχε ήδη καταβάλει το σχετικό συμβαλλόμενο μέρος. Το δικαστήριο δεν επιδικάζει τιμωρητικές αποζημιώσεις.

3.Όταν η απαίτηση έχει υποβληθεί εξ ονόματος τοπικά εγκατεστημένης εταιρείας, η αποζημίωση που επιδικάζεται καταβάλλεται στην εν λόγω εταιρεία.

Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι απόφαση εκδίδεται κατόπιν αιτήματος του προσφεύγοντος και αφού ληφθούν υπόψη τυχόν παρατηρήσεις των διάδικων μερών.

4.Κατά γενικό κανόνα, το Δικαστήριο εκδίδει προσωρινή απόφαση εντός 18 μηνών από την ημερομηνία υποβολής της απαίτησης. Όταν το δικαστήριο θεωρεί ότι δεν μπορεί να εκδώσει την προσωρινή απόφαση εντός 18 μηνών, ενημερώνει γραπτώς τα διάδικα μέρη σχετικά με τους λόγους της καθυστέρησης, αναφέροντας την εκτιμώμενη περίοδο εντός της οποίας θα εκδώσει την εν λόγω απόφαση. Μια προσωρινή απόφαση γίνεται τελεσίδικη μετά την παρέλευση 90 ημερών από την ημερομηνία έκδοσής της εάν κανένα από τα διάδικα μέρη δεν έχει προσβάλει την απόφαση στο εφετείο.

ΑΡΘΡΟ 3.19

Διαδικασία έφεσης

1.Κάθε διάδικο μέρος μπορεί να ασκήσει έφεση στο εφετείο κατά της προσωρινής απόφασης εντός 90 ημερών από την έκδοσή της. Οι λόγοι έφεσης είναι οι εξής:

α)το δικαστήριο έσφαλε κατά την ερμηνεία ή την εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας·

β)το δικαστήριο έσφαλε προδήλως κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, καθώς και κατά την εκτίμηση της συναφούς εσωτερικής νομοθεσίας· ή

γ)οι λόγοι που προβλέπονται στο άρθρο 52 της σύμβασης ICSID, στο μέτρο που δεν καλύπτονται από τα στοιχεία α) και β).

2.Εάν το εφετείο απορρίψει την έφεση, η προσωρινή απόφαση καθίσταται τελεσίδικη. Το εφετείο μπορεί επίσης να απορρίψει την έφεση με συνοπτικές διαδικασίες, όταν είναι σαφές ότι η έφεση είναι προδήλως αβάσιμη· στην περίπτωση αυτή, η προσωρινή απόφαση καθίσταται τελεσίδικη.

3.Εάν η έφεση είναι βάσιμη, το εφετείο τροποποιεί ή αναιρεί τις νομικές κρίσεις και τα συμπεράσματα της προσωρινής απόφασης, εν μέρει ή στο σύνολό τους. Το εφετείο αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του δικαστηρίου, παρέχοντας ακριβείς διευκρινίσεις σχετικά με την τροποποίηση ή την αναίρεση των σχετικών κρίσεων και συμπερασμάτων του δικαστηρίου. Το δικαστήριο δεσμεύεται από τις κρίσεις και τα συμπεράσματα του εφετείου και, ύστερα από ακρόαση των διάδικων μερών, εάν αυτό αρμόζει, αναθεωρεί την προσωρινή του απόφαση αναλόγως. Το δικαστήριο προσπαθεί να εκδώσει αναθεωρημένη απόφαση εντός 90 ημερών από την αναπομπή της υπόθεσης ενώπιον του.

4.Κατά γενικό κανόνα, η διαδικασία έφεσης δεν υπερβαίνει τις 180 ημέρες από την ημερομηνία κατά την οποία διάδικος ανακοινώνει επισήμως την απόφασή του να ασκήσει έφεση έως την ημερομηνία που το εφετείο εκδίδει την απόφασή του. Όταν το εφετείο θεωρεί ότι δεν μπορεί να εκδώσει την απόφασή του εντός 180 ημερών, ενημερώνει γραπτώς τα διάδικα μέρη σχετικά με τους λόγους της καθυστέρησης, αναφέροντας την εκτιμώμενη περίοδο εντός της οποίας θα εκδώσει την εν λόγω απόφαση. Σε καμία περίπτωση η σχετική διαδικασία δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τις 270 ημέρες.

5.Το διάδικο μέρος που ασκεί έφεση καταβάλλει εγγύηση για τα έξοδα της έφεσης. Το διάδικο μέρος παρέχει επίσης οποιαδήποτε άλλη εγγύηση που μπορεί να διατάξει το εφετείο.

6.Για τη διαδικασία έφεσης εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 3.8 (Χρηματοδότηση από τρίτο μέρος), του παραρτήματος 8 (Κανόνες σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα, τις ακροάσεις και τη δυνατότητα τρίτων να υποβάλλουν παρατηρήσεις), του άρθρου 3.17 (Μη διάδικο συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας) και του άρθρου 3.21 (Εξοδα), τηρουμένων των αναλογιών.

ΑΡΘΡΟ 3.20

Αποζημίωση ή άλλη μορφή αποκατάστασης

Ο καθ’ ου δεν μπορεί να επικαλεστεί, και το δικαστήριο δεν δέχεται, ως υπεράσπιση, ανταπαίτηση, δικαίωμα συμψηφισμού ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, ότι ο προσφεύγων έχει λάβει ή θα λάβει αποζημίωση ή άλλη μορφή αποκατάστασης σύμφωνα με σύμβαση ασφάλισης ή εγγύησης, για το σύνολο ή μέρος της αποζημίωσης που ζητείται στο πλαίσιο διαφοράς η οποία κινείται δυνάμει του παρόντος τμήματος.

ΑΡΘΡΟ 3.21

Έξοδα

1.Το δικαστήριο καταδικάζει το ηττηθέν διάδικο μέρος στα έξοδα της διαδικασίας. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το δικαστήριο μπορεί να επιμερίσει τα έξοδα μεταξύ των διάδικων μερών, εάν κρίνει ότι ο επιμερισμός ενδείκνυται με βάση τις περιστάσεις της υπόθεσης.

2.Άλλα εύλογα έξοδα, μεταξύ των οποίων οι δαπάνες νομικής εκπροσώπησης και αρωγής, βαρύνουν τον ηττηθέντα διάδικο, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει ότι αυτή η κατανομή των εξόδων δεν αρμόζει με βάση τις περιστάσεις της υπόθεσης.

3.Σε περίπτωση που ορισμένα μόνο μέρη των απαιτήσεων ευδοκίμησαν, τα επιδικαζόμενα έξοδα προσαρμόζονται αναλογικά προς τον αριθμό ή την έκταση των ευδοκιμήσαντων μερών των απαιτήσεων.

4.Όταν μια απαίτηση ή μέρη αυτής απορρίπτονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3.14 (Φανερά αβάσιμες απαιτήσεις) ή του άρθρου 3.15 (Νομικά αβάσιμες απαιτήσεις), το Δικαστήριο καταδικάζει το ηττηθέν διάδικο μέρος να αναλάβει όλα τα έξοδα που σχετίζονται με την εν λόγω απαίτηση ή τα εν λόγω μέρη αυτής, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας και άλλων εύλογων εξόδων, μεταξύ των οποίων οι δαπάνες νομικής εκπροσώπησης και αρωγής.

5.Η επιτροπή εξετάζει τη σκοπιμότητα θέσπισης συμπληρωματικών κανόνων σχετικά με τις αμοιβές, με σκοπό να καθοριστεί το μέγιστο ποσό των δαπανών νομικής εκπροσώπησης και αρωγής που μπορούν να βαρύνουν συγκεκριμένες κατηγορίες ηττηθέντων διάδικων μερών. Αυτοί οι συμπληρωματικοί κανόνες λαμβάνουν υπόψη τους οικονομικούς πόρους του προσφεύγοντος, όταν αυτός είναι φυσικό πρόσωπο ή μικρομεσαία επιχείρηση. Η επιτροπή προσπαθεί να εκδώσει αυτούς τους συμπληρωματικούς κανόνες το αργότερο ένα έτος μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας.

ΑΡΘΡΟ 3.22

Εκτέλεση των αποφάσεων

1.Οι αποφάσεις που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος τμήματος δεν είναι εκτελεστές έως ότου καταστούν τελεσίδικες σύμφωνα με το άρθρο 3.18 παράγραφος 4 (Αποφάσεις), το άρθρο 3.19 (Διαδικασία έφεσης) παράγραφος 2 ή παράγραφος 3. Οι τελεσίδικες αποφάσεις που εκδίδει το δικαστήριο δυνάμει του παρόντος τμήματος είναι δεσμευτικές για τα διάδικα μέρη και δεν εξαφανίζονται, με έφεση, έλεγχο, ακύρωση ή οποιοδήποτε άλλο ένδικο μέσο1.

Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι αυτό δεν εμποδίζει ένα διάδικο μέρος να ζητήσει από το δικαστήριο να αναθεωρήσει, να διορθώσει ή να ερμηνεύσει μία απόφαση, σύμφωνα με τα άρθρα 50 και 51 της σύμβασης ICSID ή τα άρθρα 37 και 38 των κανόνων διαιτησία της UNCITRAL, ή ισοδύναμες διατάξεις άλλων κανόνων, όπως εφαρμόζονται στις εν λόγω διαδικασίες.

2.Κάθε συμβαλλόμενο μέρος αναγνωρίζει κάθε απόφαση που εκδόθηκε δυνάμει της παρούσας συμφωνίας ως δεσμευτική και επιβάλλει τις χρηματικές υποχρεώσεις εντός του εδάφους του σαν να επρόκειτο για τελεσίδικη απόφαση δικαστηρίου του οικείου συμβαλλόμενου μέρους.

3.Η εκτέλεση μιας απόφασης διέπεται από τους νόμους σχετικά με την εκτέλεση δικαστικών ή άλλων αποφάσεων οι οποίοι ισχύουν κατά τη στιγμή που υποβάλλεται το αίτημα της εκτέλεσης.

4.Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι το άρθρο 4.11 (Απουσία άμεσου αποτελέσματος) ή το Κεφάλαιο Τέσσερα (Θεσμικές, γενικές και τελικές διατάξεις) δεν εμποδίζουν την αναγνώριση, εκτέλεση ή επιβολή των επιδικάσεων σύμφωνα με το παρόν τμήμα.

5.Για τους σκοπούς του άρθρου I της σύμβασης της Νέας Υόρκης, οι τελεσίδικες αποφάσεις σύμφωνα με το παρόν τμήμα είναι διαιτητικές αποφάσεις που συνδέονται με απαιτήσεις οι οποίες θεωρείται ότι απορρέουν από εμπορική σχέση ή συναλλαγή.

6.Για μεγαλύτερη βεβαιότητα και με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, όταν έχει κινηθεί προσφυγή για την επίλυση διαφοράς σύμφωνα με το άρθρο 3.6 παράγραφος 1 στοιχείο α) (Προσφυγή στο δικαστήριο), μια τελεσίδικη απόφαση σύμφωνα με το παρόν τμήμα θεωρείται ότι αποτελεί διαιτητική απόφαση δυνάμει του τμήματος 6 της σύμβασης ICSID.

ΑΡΘΡΟ 3.23

Ρόλος των συμβαλλόμενων μερών της συμφωνίας

1.Κανένα συμβαλλόμενο μέρος δεν παρέχει διπλωματική προστασία, ούτε εγείρει απαίτηση σε διεθνές επίπεδο, όσον αφορά διαφορά την οποία ένας από τους επενδυτές του και το άλλο συμβαλλόμενο μέρος έχουν συμφωνήσει να υποβάλουν ή έχουν υποβάλει προς επίλυση σύμφωνα με το παρόν τμήμα, εκτός εάν το εν λόγω άλλο συμβαλλόμενο μέρος δεν έχει τηρήσει ή δεν έχει συμμορφωθεί με την απόφαση που εκδόθηκε στο πλαίσιο της διαφοράς αυτής. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η «διπλωματική προστασία» δεν περιλαμβάνει τις άτυπες διπλωματικές επαφές που πραγματοποιούνται με αποκλειστικό σκοπό τη διευκόλυνση της διευθέτησης της διαφοράς.

2.Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι η παράγραφος 1 δεν αποκλείει τη δυνατότητα ενός συμβαλλόμενου μέρους να προσφεύγει στις διαδικασίες επίλυσης διαφορών που προβλέπονται στο Κεφάλαιο Τρία (Επίλυση διαφορών) τμήμα Β (Επίλυση διαφορών μεταξύ συμβαλλόμενων μερών) σχετικά με ένα μέτρο γενικής εφαρμογής, ακόμη και αν το μέτρο αυτό εικάζεται ότι παραβιάζει τους όρους της συμφωνίας όσον αφορά μια συγκεκριμένη επένδυση για την οποία έχει ασκηθεί προσφυγή σύμφωνα με το άρθρο 3.6 (Προσφυγή στο δικαστήριο) και ισχύει με την επιφύλαξη του άρθρου 3.17 (Μη διάδικο συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας).

 

ΑΡΘΡΟ 3 .24

Ενοποίηση

1.Όταν δύο ή περισσότερες ξεχωριστές προσφυγές δυνάμει του άρθρου 3.6 (Προσφυγή στο Δικαστήριο) έχουν ένα κοινό νομικό ή πραγματικό ζήτημα και απορρέουν από τα ίδια γεγονότα ή τις περιστάσεις, ένα διάδικο μέρος μπορεί να ζητήσει τη σύσταση χωριστού τμήματος του δικαστηρίου («τμήμα συνεκδίκασης») και την έκδοση από αυτό το τμήμα εντολής συνεκδίκασης σύμφωνα με:

α)τη συμφωνία όλων των διάδικων μερών για τα οποία ζητείται να καλύπτονται από την εντολή, οπότε τα διάδικα μέρη υποβάλλουν κοινό αίτημα σύμφωνα με την παράγραφο 3· ή

β)τις παραγράφους 2 έως 12, υπό την προϋπόθεση ότι μόνο ένας καθ’ ου επιδιώκει να καλυφθεί από την εντολή.

2.Ένα διάδικο μέρος που ζητεί την έκδοση εντολής συνεκδίκασης επιδίδει πρώτα σχετική ειδοποίηση στα άλλα διάδικα μέρη για τα οποία ζητείται να καλύπτονται από την εντολή. Στην ειδοποίηση αυτή προσδιορίζονται:

α)τα ονόματα και οι διευθύνσεις όλων των διάδικων μερών για τα οποία ζητείται να καλύπτονται από την εντολή·

β)οι αξιώσεις ή τα μέρη αυτών για τα οποία ζητείται να καλύπτονται από την εντολή · και

γ) Τα διάδικα μέρη επιδιώκουν συμφωνία σχετικά με την ζητούμενη εντολή συνεκδίκασης και με τους εφαρμοστέους κανόνες επίλυσης διαφορών.

3.Στην περίπτωση που τα διάδικα μέρη που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δεν καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με τη συνεκδίκαση εντός 30 ημερών από την ειδοποίηση, ένα διάδικο μέρος μπορεί να υποβάλει αίτημα για έκδοση εντολής συνεκδίκασης σύμφωνα με τις παραγράφους 3 έως

7.Το αίτημα υποβάλλεται εγγράφως στον πρόεδρο του δικαστηρίου και σε όλα τα διάδικα μέρη για τα οποία ζητείται να καλύπτονται από την εντολή. Στο αίτημα αυτό προσδιορίζονται:

α)τα ονόματα και οι διευθύνσεις όλων των διάδικων μερών για τα οποία ζητείται να καλύπτονται από την εντολή·

β)οι αξιώσεις ή τα μέρη αυτών για τα οποία ζητείται να καλύπτονται από την εντολή· και

γ)οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η έκδοση της εντολής.

Στην περίπτωση που τα διάδικα μέρη καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την συνεκδίκαση των απαιτήσεων, υποβάλλουν κοινό αίτημα στον πρόεδρο του δικαστηρίου σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

4.Εκτός εάν ο πρόεδρος του δικαστηρίου διαπιστώσει εντός 30 ημερών από την παραλαβή ενός αιτήματος σύμφωνα με την παράγραφο 3 ότι το αίτημα είναι προδήλως αβάσιμο, συγκροτείται τμήμα συνεκδίκασης του Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 3.9 παράγραφος 8 (Πρωτοβάθμιο δικαστήριο).

5.Το τμήμα συνεκδίκασης του Δικαστηρίου εκτελεί τις εργασίες του ως εξής:

α)εκτός εάν όλα τα διάδικα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά, όταν το σύνολο των απαιτήσεων

για τις οποίες ζητείται εντολή συνεκδίκασης έχουν υποβληθεί με βάση τους ίδιους κανόνες επίλυσης διαφορών, το τμήμα συνεκδίκασης εκδικάζει με βάση τους ίδιους κανόνες επίλυσης διαφορών

β)στην περίπτωση που οι απαιτήσεις για τις οποίες ζητείται εντολή συνεκδίκασης δεν έχουν

υποβληθεί με βάση τους ίδιους κανόνες επίλυσης διαφορών:

i)τα διάδικα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν σχετικά με τους κανόνες επίλυσης διαφορών που είναι διαθέσιμοι δυνάμει του άρθρου 3.6 (Προσφυγή στο δικαστήριο), οι οποίοι θα εφαρμοστούν κατά τη διαδικασία συνεκδίκασης· ή

ii)αν τα διάδικα μέρη δεν μπορέσουν να συμφωνήσουν για τους ίδιους κανόνες επίλυσης διαφορών εντός 30 ημερών από την υποβολή του αιτήματος σύμφωνα με την παράγραφο 3, εφαρμόζονται οι κανόνες διαιτησίας της UNCITRAL στη διαδικασία συνεκδίκασης.

6.Σε περίπτωση που το τμήμα συνεκδίκασης κρίνει ότι δύο ή περισσότερες απαιτήσεις που έχουν υποβληθεί δυνάμει του άρθρου 3.6 (Προσφυγή στο δικαστήριο) έχουν ένα κοινό νομικό ή πραγματικό ζήτημα και απορρέουν από τα ίδια γεγονότα ή περιστάσεις, τότε το τμήμα συνεκδίκασης μπορεί, προκειμένου να διασφαλίσει τη δίκαιη και αποτελεσματική διευθέτηση των απαιτήσεων, καθώς και τη συνέπεια των αποφάσεων, και αφού ακούσει τα διάδικα μέρη, μέσω εντολής:

α)να κηρύξει εαυτό αρμόδιο επί του συνόλου ή μέρους των απαιτήσεων και να τις εκδικάσει

ταυτόχρονα·ή

β)να κηρύξει εαυτό αρμόδιο επί μίας ή περισσότερων απαιτήσεων, η διευθέτηση των οποίων θεωρεί ότι θα μπορούσε να βοηθήσει στην επίλυση και των άλλων, και να εκδικάσει αυτές τις απαιτήσεις ταυτόχρονα.

7.Στην περίπτωση που έχει συγκροτηθεί τμήμα συνεκδίκασης, ένας προσφεύγων που έχει προσφύγει σύμφωνα με το άρθρο 3.6 (Προσφυγή στο δικαστήριο) και ο οποίος δεν κατονομάζεται σε αίτημα που έχει υποβληθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3, μπορεί να υποβάλει γραπτό αίτημα στο τμήμα συνεκδίκασης ώστε να συμπεριληφθεί σε τυχόν εντολή που εκδίδεται δυνάμει της παραγράφου 6. Το εν λόγω αίτημα πρέπει να συμμορφώνεται με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 3.

8.Κατόπιν αιτήματος ενός από τα διάδικα μέρη, το τμήμα συνεκδίκασης, έως ότου εκδοθεί η απόφασή του δυνάμει της παραγράφου 6, μπορεί να αποφασίσει την αναστολή των εργασιών ενός τμήματος που έχει συσταθεί δυνάμει του άρθρου 3.9 (Πρωτοβάθμιο δικαστήριο), εκτός εάν αυτό έχει ήδη διακόψει τις εργασίες του.

9.Ένα τμήμα του δικαστηρίου που έχει συγκροτηθεί δυνάμει του άρθρου 3.9 (Πρωτοβάθμιο δικαστήριο) παύει να έχει αρμοδιότητα για την έκδοση απόφασης σχετικά με μια απαίτηση ή τμήματα μιας απαίτησης που έχουν περιέλθει στην αρμοδιότητα του τμήματος συνεκδίκασης, και οι εργασίες του τμήματος που έχει συγκροτηθεί δυνάμει του άρθρου 3.9 (Πρωτοβάθμιο δικαστήριο) αναστέλλονται ή διακόπτονται αναλόγως.

10.Η απόφαση του τμήματος συνεκδίκασης σχετικά με απαιτήσεις, ή μέρη απαιτήσεων, που έχουν περιέλθει στην αρμοδιότητά του, είναι δεσμευτική για τα τμήματα που έχουν συγκροτηθεί δυνάμει του άρθρου 3.9 (Πρωτοβάθμιο δικαστήριο) όσον αφορά τις εν λόγω απαιτήσεις, από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση καθίσταται τελεσίδικη σύμφωνα με το άρθρο 3.18 παράγραφος 4 (Αποφάσεις) και με το άρθρο 3.19 (Διαδικασία έφεσης) παράγραφος 2 ή παράγραφος 3.

11.Ο προσφεύγων μπορεί να αποσύρει την απαίτησή του, ή μέρος αυτής που υπόκειται σε συνεκδίκαση, από τη διαδικασία επίλυσης διαφορών δυνάμει του παρόντος άρθρου, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω απαίτηση ή μέρος αυτής δεν μπορεί πλέον να υποβληθεί εκ νέου δυνάμει του άρθρου 3.6 (Προσφυγή στο δικαστήριο).

12.Κατόπιν αιτήματος ενός από τα διάδικα μέρη, το τμήμα συνεκδίκασης δύναται να λάβει τα μέτρα που θεωρεί κατάλληλα προκειμένου να διατηρηθεί ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των προστατευόμενων πληροφοριών του εν λόγω διάδικου μέρους έναντι των άλλων διάδικων μερών. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν τη δυνατότητα για υποβολή στα άλλα διάδικα μέρη αναδιατυπωμένων εκδόσεων των εγγράφων που περιέχουν προστατευόμενες πληροφορίες ή ρυθμίσεις ώστε κάποια μέρη της ακρόασης να πραγματοποιηθούν κεκλεισμένων των θυρών.

ΤΜΗΜΑ B

ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

ΑΡΘΡΟ 3.25

Πεδίο εφαρμογής

Το παρόν τμήμα ισχύει για κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών η οποία αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας συμφωνίας, εκτός εάν προβλέπεται ρητώς διαφορετικά.

ΑΡΘΡΟ 3.26

Διαβουλεύσεις

1.Τα συμβαλλόμενα μέρη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίλυση τυχόν διαφορών ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρονται στο άρθρο 3.25 (Πεδίο εφαρμογής) μέσω της διεξαγωγής διαβουλεύσεων καλή τη πίστει με στόχο την επίτευξη αμοιβαία αποδεκτής λύσης.

2.Ένα συμβαλλόμενο μέρος ζητά τη διεξαγωγή διαβουλεύσεων μέσω γραπτού αιτήματος προς το άλλο συμβαλλόμενο μέρος, με αντίγραφο στην επιτροπή, και παρέχει τους λόγους υποβολής του αιτήματος, προσδιορίζοντας μεταξύ άλλων τα επίμαχα μέτρα, τις ισχύουσες διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 3.25 (Πεδίο εφαρμογής) και τους λόγους για τους οποίους τα μέτρα θεωρούνται ότι αντιβαίνουν αυτές τις διατάξεις.

3.Οι διαβουλεύσεις πραγματοποιούνται εντός 30 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος, στο έδαφος του συμβαλλόμενου μέρους κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία, εκτός εάν τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Οι διαβουλεύσεις θεωρείται ότι έχουν ολοκληρωθεί εντός 60 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος, εκτός εάν τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Οι διαβουλεύσεις έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα και διεξάγονται χωρίς να θίγονται τα δικαιώματα των συμβαλλόμενων μερών σε περαιτέρω διαδικασίες.

4.Οι διαβουλεύσεις για επείγοντα ζητήματα διεξάγονται εντός 15 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος και θεωρείται ότι έχουν ολοκληρωθεί εντός 30 ημερών από την ημερομηνία αυτή, εκτός εάν τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά.

5.Εάν το συμβαλλόμενο μέρος στο οποίο υποβάλλεται το αίτημα για διαβουλεύσεις δεν ανταποκριθεί εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του, ή εάν οι διαβουλεύσεις δεν πραγματοποιηθούν στα χρονικά πλαίσια που καθορίζονται στην παράγραφο 3 ή 4 αντίστοιχα, ή εάν οι διαβουλεύσεις ολοκληρωθούν χωρίς να επιτευχθεί αμοιβαία αποδεκτή λύση, το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να ζητήσει τη σύσταση ειδικής ομάδας διαιτησίας σύμφωνα με το άρθρο 3.28 (Εναρξη διαδικασίας διαιτησίας).

ΑΡΘΡΟ 3.27

Διαμεσολάβηση

Κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να υποβάλει προς το άλλο μέρος αίτηση για την έναρξη διαδικασίας διαμεσολάβησης, σύμφωνα με το παράρτημα 10 (Διαδικασία διαμεσολάβησης για διαφορές μεταξύ συμβαλλόμενων μερών),σχετικά με οποιοδήποτε μέτρο το οποίο επηρεάζει δυσμενώς τις επενδύσεις μεταξύ των μερών.

ΑΡΘΡΟ 3.28

Έναρξη διαδικασίας διαιτησίας

1.Σε περίπτωση που τα συμβαλλόμενα μέρη δεν καταφέρουν να επιλύσουν τη διαφορά μέσω διαβουλεύσεων όπως προβλέπεται στο άρθρο 3.26 (Διαβουλεύσεις), το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να ζητήσει τη σύσταση ειδικής ομάδας διαιτησίας σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

2.Το αίτημα για τη σύσταση ειδικής ομάδας διαιτησίας υποβάλλεται γραπτώς στο συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου γίνεται η καταγγελία και στην επιτροπή. Το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος προσδιορίζει στο αίτημά του το συγκεκριμένο επίμαχο μέτρο, και εξηγεί τους λόγους για τους οποίους το εν λόγω μέτρο συνιστά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 3.25 (Πεδίο εφαρμογής) κατά τρόπο αρκούντως αναλυτικό ώστε να παρουσιάζεται με σαφήνεια η νομική βάση της καταγγελίας.

ΑΡΘΡΟ 3.29

Συγκρότηση της ειδικής ομάδας διαιτησίας

1.Συγκροτείται ειδική ομάδα διαιτησίας, η οποία απαρτίζεται από τρεις διαιτητές.

2.Εντός πέντε ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία παραλαμβάνει το αίτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 3.28 (Έναρξη διαδικασίας διαιτησίας), τα συμβαλλόμενα μέρη ξεκινούν διαβουλεύσεις με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με τη σύνθεση της ειδικής ομάδας διαιτησίας.

3.Σε περίπτωση που τα συμβαλλόμενα μέρη δεν καταφέρουν να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με τον πρόεδρο της ειδικής ομάδας διαιτησίας εντός δέκα ημερών από την έναρξη των διαβουλεύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, εντός 20ημερών από την έναρξη των διαβουλεύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, ο πρόεδρος της επιτροπής ή ο εκπρόσωπος του προέδρου, επιλέγει έναν διαιτητή, ο οποίος θα αναλάβει χρέη προέδρου, με κλήρωση από τον κατάλογο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 3.44 (Κατάλογοι διαιτητών).

4.Σε περίπτωση που τα συμβαλλόμενα μέρη δεν καταφέρουν να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με τους διαιτητές εντός δέκα ημερών από την έναρξη των διαβουλεύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2:

α)κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να επιλέξει έναν διαιτητή, ο οποίος δεν θα εκτελεί χρέη προέδρου, μεταξύ των προσώπων στον κατάλογο που θεσπίζεται δυνάμει του άρθρου 3.44 παράγραφος 2 (Κατάλογοι διαιτητών), εντός 15 ημερών από την έναρξη των διαβουλεύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2· και

β)εάν κάποιο εκ των συμβαλλόμενων μερών δεν επιλέξει διαιτητή σύμφωνα με την παράγραφο 4 στοιχείο α), ο πρόεδρος της επιτροπής ή ο εκπρόσωπος του προέδρου επιλέγει τους τυχόν εναπομείναντες διαιτητές με κλήρωση από τα πρόσωπα που προτείνονται από το συμβαλλόμενο μέρος σύμφωνα με το άρθρο 3.44 παράγραφος 2 (Κατάλογοι διαιτητών), εντός 20 ημερών από την έναρξη των διαβουλεύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

5.Εάν ο κατάλογος που προβλέπεται στο άρθρο 3.44 παράγραφος 2 (Κατάλογοι διαιτητών) δεν καταρτιστεί μέσα στο χρονικό διάστημα που απαιτείται για τους σκοπούς της παραγράφου 4:

α)σε περίπτωση που και τα δύο συμβαλλόμενα μέρη έχουν προτείνει πρόσωπα σύμφωνα με το άρθρο 3.44 παράγραφος 2 (Κατάλογοι διαιτητών), κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να επιλέξει έναν διαιτητή, ο οποίος δεν θα εκτελεί χρέη προέδρου, από τα προτεινόμενα πρόσωπα, εντός 15 ημερών από την έναρξη των διαβουλεύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Εάν ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν επιλέξει διαιτητή, ο πρόεδρος της επιτροπής ή ο εκπρόσωπος του προέδρου επιλέγει τον διαιτητή με κλήρωση από τα πρόσωπα που έχει προτείνει το εν λόγω συμβαλλόμενο μέρος· ή

β)σε περίπτωση που μόνο το ένα συμβαλλόμενο μέρος έχει προτείνει πρόσωπα σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 3.44 (Κατάλογοι διαιτητών), κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να επιλέξει έναν διαιτητή, ο οποίος δεν θα εκτελεί χρέη προέδρου, από τα προτεινόμενα πρόσωπα, εντός 15 ημερών από την έναρξη των διαβουλεύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Εάν κάποιο συμβαλλόμενο μέρος δεν επιλέξει διαιτητή, ο πρόεδρος της επιτροπής ή ο εκπρόσωπος του προέδρου επιλέγει τον διαιτητή με κλήρωση από τα προτεινόμενα πρόσωπα.

6.Εάν ο κατάλογος που προβλέπεται στο άρθρο 3.44 παράγραφος 1 (Κατάλογοι διαιτητών) δεν καταρτιστεί μέσα στο χρονικό διάστημα που απαιτείται για τους σκοπούς της παραγράφου 3, ο πρόεδρος επιλέγεται με κλήρο από τα πρώην μέλη του δευτεροβάθμιου οργάνου του ΠΟΕ, με την προϋπόθεση να μην υπάγεται σε κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη.

7.Η ημερομηνία σύστασης της ειδικής ομάδας διαιτησίας είναι η ημερομηνία κατά την οποία επιλέγεται ο τελευταίος από τους τρεις διαιτητές.

8.Η αντικατάσταση των διαιτητών πραγματοποιείται μόνο για τους λόγους και σύμφωνα με τις διαδικασίες που περιγράφονται αναλυτικά στα άρθρα 18 έως 24 του παραρτήματος 9 (Διαδικαστικοί κανόνες διαιτησίας).

ΑΡΘΡΟ 3.30

Προκαταρκτική απόφαση σχετικά με τον χαρακτήρα του επείγοντος

Εφόσον το ζητήσει ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη, η ειδική ομάδα διαιτησίας εκδίδει προκαταρκτική απόφαση εντός δέκα ημερών από τη σύστασή της σχετικά με το αν κρίνει τη συγκεκριμένη υπόθεση ως επείγουσα.

ΑΡΘΡΟ 3.31

Ενδιάμεση έκθεση της ειδικής ομάδας διαιτησίας

1.Το αργότερο 90 ημέρες από την ημερομηνία σύστασης της, η ειδική ομάδα διαιτησίας κοινοποιεί στα συμβαλλόμενα μέρη μια ενδιάμεση έκθεση στην οποία περιέχονται τα πραγματικά περιστατικά, η δυνατότητα εφαρμογής των σχετικών διατάξεων της παρούσας συμφωνίας και η βασική αιτιολόγηση για τυχόν διαπιστώσεις και συστάσεις. Σε περίπτωση που η ειδική ομάδα διαιτησίας κρίνει ότι η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να τηρηθεί, ενημερώνει γραπτώς τα συμβαλλόμενα μέρη και την επιτροπή, αναφέροντας τους λόγους της καθυστέρησης και την ημερομηνία κατά την οποία η ειδική ομάδα διαιτησίας σκοπεύει να κοινοποιήσει την ενδιάμεση έκθεσή της. Η ειδική ομάδα διαιτησίας δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να κοινοποιήσει την ενδιάμεση έκθεσή της σε διάστημα μεγαλύτερο των 120 ημερών από την ημερομηνία σύστασής της.

2.Κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να υποβάλει γραπτό αίτημα στην ειδική ομάδα διαιτησίας προκειμένου να επανεξετάσει συγκεκριμένες πτυχές της ενδιάμεσης έκθεσης εντός 30 ημερών από την κοινοποίησή της.

3.Σε επείγουσες περιπτώσεις, η ειδική ομάδα διαιτησίας καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να ολοκληρώσει την ενδιάμεση έκθεσή της στο ήμισυ των αντίστοιχων χρονικών διαστημάτων που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 και τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να υποβάλουν γραπτό αίτημα για την επανεξέταση από την ειδική ομάδα διαιτησίας συγκεκριμένων πτυχών της ενδιάμεσης έκθεσης εντός 15 ημερών από την κοινοποίησή της.

4.Αφού εξετάσει τυχόν γραπτές παρατηρήσεις των μερών σχετικά με την ενδιάμεση έκθεση, η ειδική ομάδα διαιτησίας δύναται να τροποποιήσει την έκθεσή της και να προβεί σε οποιαδήποτε περαιτέρω εξέταση κρίνει σκόπιμη. Τα πορίσματα της τελικής απόφασης της ειδικής ομάδας διαιτησίας περιλαμβάνουν μια ικανοποιητική ανάλυση των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν στο στάδιο της ενδιάμεσης επανεξέτασης, και απαντούν σαφώς στις γραπτές παρατηρήσεις των δύο συμβαλλόμενων μερών.

ΑΡΘΡΟ 3.32

Απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας

1.Η ειδική ομάδα διαιτησίας κοινοποιεί την απόφασή της στα συμβαλλόμενα μέρη και στην επιτροπή εντός 150 ημερών από την ημερομηνία σύστασής της. Σε περίπτωση που ο πρόεδρος της ειδικής ομάδας διαιτησίας κρίνει ότι η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να τηρηθεί, ενημερώνει γραπτώς τα συμβαλλόμενα μέρη και την επιτροπή, αναφέροντας τους λόγους της καθυστέρησης και την ημερομηνία κατά την οποία η ειδική ομάδα διαιτησίας σκοπεύει να εκδώσει την απόφασή της. Η ειδική ομάδα διαιτησίας δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να εκδώσει την απόφασή της σε διάστημα μεγαλύτερο των 180 ημερών από την ημερομηνία σύστασής της.

2.Σε επείγουσες περιπτώσεις, η ειδική ομάδα διαιτησίας καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να εκδώσει την απόφασή της εντός 75 ημερών από την ημερομηνία σύστασής της. Η ειδική ομάδα διαιτησίας δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να εκδώσει την απόφασή της σε διάστημα μεγαλύτερο των 90 ημερών από την ημερομηνία σύστασής της.

ΑΡΘΡΟ 3.33

Συμμόρφωση με την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας

Τα συμβαλλόμενα μέρη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν καλή τη πίστει με την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας, και καταβάλλουν προσπάθειες για να συμφωνήσουν όσον αφορά το χρονικό διάστημα που απαιτείται για τη συμμόρφωση με την απόφαση.

ΑΡΘΡΟ 3.34

Εύλογο χρονικό διάστημα για τη συμμόρφωση

1.Το αργότερο εντός 30 ημερών από τη στιγμή που τα συμβαλλόμενα μέρη παραλαμβάνουν την κοινοποίηση της απόφασης της ειδικής ομάδας διαιτησίας, το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία ανακοινώνει στο καταγγέλλον μέρος το χρονικό περιθώριο (εφεξής καλούμενο «εύλογο χρονικό διάστημα») που θα απαιτηθεί για τη συμμόρφωση με την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας, αν αυτή δεν μπορεί να επιτευχθεί αμέσως.

2.Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών όσον αφορά το εύλογο χρονικό διάστημα που απαιτείται για τη συμμόρφωση με την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας, το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος, εντός 20 ημερών από την κοινοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 1 από το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία, ζητά γραπτώς από την αρχική ειδική ομάδα διαιτησίας να προσδιορίσει τη διάρκεια του εύλογου χρονικού διαστήματος. Η εν λόγω αίτηση κοινοποιείται ταυτόχρονα στο άλλο μέρος και στην επιτροπή. Η αρχική ειδική ομάδα διαιτησίας κοινοποιεί την απόφασή της στα συμβαλλόμενα μέρη και ειδοποιεί την επιτροπή εντός 20 ημερών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος.

3.Σε περίπτωση που κάποιο μέλος της αρχικής ειδικής ομάδας διαιτησίας δεν είναι πλέον διαθέσιμο, εφαρμόζονται οι διαδικασίες που καθορίζονται στο άρθρο 3.29 (Συγκρότηση της ειδικής ομάδας διαιτησίας). Η προθεσμία για την κοινοποίηση της απόφασης είναι 35 ημέρες από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

4.Το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία ενημερώνει γραπτώς το καταγγέλλον μέρος σχετικά με την πρόοδο που έχει σημειώσει ως προς τη συμμόρφωση με την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας τουλάχιστον έναν μήνα πριν από τη λήξη του εύλογου χρονικού διαστήματος.

5.Το εύλογο χρονικό διάστημα μπορεί να παραταθεί με αμοιβαία συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών.

ΑΡΘΡΟ 3.35

Επανεξέταση των μέτρων που ελήφθησαν για τη συμμόρφωση με την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας

1.Πριν από το τέλος του εύλογου χρονικού διαστήματος, το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία κοινοποιεί στο καταγγέλλον μέρος και στην επιτροπή κάθε μέτρο που έχει λάβει με σκοπό τη συμμόρφωση με την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας.

2.Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών όσον αφορά την ύπαρξη μέτρων κοινοποιηθέντων στο πλαίσιο της παραγράφου 1 ή τη συμφωνία των μέτρων αυτών με τις διατάξεις του άρθρου 3.25 (Πεδίο εφαρμογής), το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να ζητήσει γραπτώς από την αρχική ειδική ομάδα διαιτησίας να αποφανθεί σχετικά με το ζήτημα. Στο αίτημα αυτό προσδιορίζονται το συγκεκριμένο επίμαχο μέτρο και οι διατάξεις του άρθρου 3.25 (Πεδίο εφαρμογής), με τις οποίες θεωρείται ότι δεν συνάδει το εν λόγω μέτρο κατά τρόπο αρκούντως αναλυτικό, ώστε να παρουσιάζεται με σαφήνεια η νομική βάση της καταγγελίας και διευκρινίζεται ο λόγος για τον οποίο το συγκεκριμένο μέτρο δεν συνάδει με τις διατάξεις του άρθρου 3.25 (Πεδίο εφαρμογής). Η αρχική ειδική ομάδα διαιτησίας κοινοποιεί την απόφασή της εντός 45 ημερών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος.

3.Σε περίπτωση που κάποιο μέλος της αρχικής ειδικής ομάδας διαιτησίας δεν είναι πλέον διαθέσιμο, εφαρμόζονται οι διαδικασίες που καθορίζονται στο άρθρο 3.29 (Συγκρότηση της ειδικής ομάδας διαιτησίας). Η προθεσμία για την έκδοση της απόφασης είναι 60 ημέρες από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

ΑΡΘΡΟ 3.36

Προσωρινά μέτρα αποκατάστασης σε περίπτωση μη συμμόρφωσης

1.Εάν, πριν από τη λήξη του εύλογου χρονικού διαστήματος, το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία δεν κοινοποιήσει τη λήψη μέτρου με σκοπό τη συμμόρφωση με την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας, ή εάν η ειδική ομάδα διαιτησίας κρίνει ότι δεν έχει ληφθεί κανένα μέτρο συμμόρφωσης ή ότι το μέτρο που κοινοποιήθηκε δυνάμει της του άρθρου 3.35 παράγραφος 1 (Επανεξέταση των μέτρων που ελήφθησαν για τη συμμόρφωση με την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας) δεν συνάδει με τις υποχρεώσεις αυτού του συμβαλλόμενου μέρους δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 3.25 (Πεδίο εφαρμογής), το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία ξεκινά διαπραγματεύσεις με το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος προκειμένου να καταλήξουν σε αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία για αποζημίωση.

2.Εάν δεν επιτευχθεί καμία συμφωνία για αποζημίωση εντός 30 ημερών από τη λήξη του εύλογου χρονικού διαστήματος ή εντός 30 ημερών από την έκδοση της απόφασης της ειδικής ομάδας διαιτησίας δυνάμει του άρθρου 3.35 (Επανεξέταση των μέτρων που ελήφθησαν για τη συμμόρφωση με την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας) σύμφωνα με την οποία δεν έχει ληφθεί κανένα μέτρο συμμόρφωσης ή το μέτρο που έχει ληφθεί δεν συνάδει με τις διατάξεις του άρθρου 3.25 (Πεδίο εφαρμογής), το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος έχει το δικαίωμα, κατόπιν κοινοποίησης στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος και στην επιτροπή, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα σε επίπεδο ισοδύναμο με την ολική ή μερική αναίρεση των οφελών που προκάλεσε η παραβίαση. Τα μέτρα που πρόκειται να ληφθούν προσδιορίζονται στη σχετική κοινοποίηση. Το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να λάβει τα εν λόγω μέτρα οποιαδήποτε στιγμή μετά την παρέλευση δέκα ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης από το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία, εκτός εάν το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία ζητήσει διαδικασία διαιτησίας δυνάμει της παραγράφου 3.

3.Εάν το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία θεωρεί ότι τα μέτρα που έλαβε το καταγγέλλον μέρος δεν είναι ισοδύναμα με την ολική ή μερική αναίρεση των οφελών που προκάλεσε η παραβίαση, μπορεί να ζητήσει γραπτώς από την αρχική ειδική ομάδα διαιτησίας να αποφανθεί σχετικά με το ζήτημα. Το αίτημα αυτό κοινοποιείται στο καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος και στην επιτροπή πριν από τη λήξη της χρονικής περιόδου των δέκα ημερών που αναφέρεται στην παράγραφο 2. Η αρχική ειδική ομάδα διαιτησίας, αφού πρώτα ζητήσει τη γνώμη εμπειρογνωμόνων, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, κοινοποιεί στα συμβαλλόμενα μέρη και στην επιτροπή την απόφασή της όσον αφορά το επίπεδο αναστολής των υποχρεώσεων εντός 30 ημερών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος. Δεν λαμβάνονται μέτρα μέχρις ότου η αρχική ειδική ομάδα διαιτησίας κοινοποιήσει την απόφασή της, και κάθε μέτρο πρέπει να συνάδει με την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας.

4.Σε περίπτωση που κάποιο μέλος της αρχικής ειδικής ομάδας διαιτησίας δεν είναι πλέον διαθέσιμο, εφαρμόζονται οι διαδικασίες που ορίζονται στο άρθρο 3.29 (Συγκρότηση της ειδικής ομάδας διαιτησίας). Η προθεσμία για την έκδοση της απόφασης είναι 45 ημέρες από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

5.Τα μέτρα που προβλέπονται στο παρόν άρθρο είναι προσωρινά και δεν εφαρμόζονται έπειτα από:

α)την επίτευξη αμοιβαία αποδεκτής λύσης από τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με το άρθρο

3.39 (Αμοιβαία αποδεκτή λύση)· ή

β)την επίτευξη συμφωνίας από τα συμβαλλόμενα μέρη σχετικά με το κατά πόσον το μέτρο που κοινοποιήθηκε δυνάμει της παραγράφου 1 του άρθρου 3.37 (Επανεξέταση των μέτρων που ελήφθησαν για τη συμμόρφωση μετά την εφαρμογή προσωρινών μέτρων αποκατάστασης για τη μη συμμόρφωση) επιτυγχάνει τη συμμόρφωση του συμβαλλόμενου μέρους κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία με τις διατάξεις του άρθρου 3.25 (Πεδίο εφαρμογής)· ή

γ)την απόσυρση τυχόν μέτρων τα οποία κρίθηκαν μη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3.25 (Πεδίο εφαρμογής), ή την τροποποίησή τους με σκοπό τη συμμόρφωσή τους με τις εν λόγω διατάξεις, σύμφωνα με απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει της παραγράφου 2 του άρθρου 3.37 (Επανεξέταση των μέτρων που ελήφθησαν για τη συμμόρφωση μετά την εφαρμογή προσωρινών μέτρων αποκατάστασης για τη μη συμμόρφωση).

ΑΡΘΡΟ 3.37

Επανεξέταση των μέτρων που ελήφθησαν για τη συμμόρφωση μετά την εφαρμογή προσωρινών μέτρων αποκατάστασης για τη μη συμμόρφωση

1.Το συμβαλλόμενο μέρος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία κοινοποιεί στο καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος και στην επιτροπή κάθε μέτρο που έχει λάβει με σκοπό τη συμμόρφωση με την απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας, καθώς και το αίτημά του για τη λήξη των μέτρων που εφαρμόζει το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος.

2.Σε περίπτωση που τα συμβαλλόμενα μέρη δεν καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με το κατά πόσον το κοινοποιηθέν μέτρο επιτυγχάνει τη συμμόρφωση του συμβαλλόμενου μέρους κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία με τις διατάξεις του άρθρου 3.25 (Πεδίο εφαρμογής) εντός 30 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης, το καταγγέλλον μέρος μπορεί να ζητεί γραπτώς από την ειδική ομάδα διαιτησίας να αποφανθεί σχετικά με το ζήτημα. Η εν λόγω αίτηση κοινοποιείται ταυτόχρονα στο άλλο μέρος και στην επιτροπή. Η απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας κοινοποιείται στα συμβαλλόμενα μέρη και στην επιτροπή εντός 45 ημερών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος. Εάν η ειδική ομάδα διαιτησίας αποφασίσει ότι το μέτρο που ελήφθη για τη συμμόρφωση συνάδει με τις διατάξεις του άρθρου 3.25 (Πεδίο εφαρμογής), περατώνονται τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 3.36 (Προσωρινά μέτρα αποκατάστασης σε περίπτωση μη συμμόρφωσης).

ΑΡΘΡΟ 3.38

Αναστολή και λήξη διαδικασιών διαιτησίας

1.Κατόπιν γραπτού αιτήματος και των δύο συμβαλλόμενων μερών, η ειδική ομάδα διαιτησίας αναστέλλει τις εργασίες της ανά πάσα στιγμή για χρονικό διάστημα που συμφωνείται από τα συμβαλλόμενα μέρη και το οποίο δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες, και επαναλαμβάνει τις εργασίες της στο τέλος αυτού του συμφωνηθέντος διαστήματος κατόπιν γραπτού αιτήματος του καταγγέλλοντος συμβαλλόμενου μέρους, ή πριν από το τέλος αυτού του συμφωνηθέντος διαστήματος κατόπιν γραπτού αιτήματος και των δύο συμβαλλόμενων μερών. Σε περίπτωση που το καταγγέλλον συμβαλλόμενο μέρος δεν ζητήσει την επανάληψη των εργασιών της ειδικής ομάδας διαιτησίας πριν από τη λήξη του συμφωνηθέντος διαστήματος αναστολής, τότε οι διαδικασίες διευθέτησης διαφορών που ξεκίνησαν σύμφωνα με το παρόν τμήμα θεωρείται ότι έχουν λήξει. Με την επιφύλαξη του άρθρου 3.45 (Σχέση με τις υποχρεώσεις στο πλαίσιο του ΠΟΕ), η αναστολή και η λήξη των εργασιών της ειδικής ομάδας διαιτησίας δεν θίγουν τα δικαιώματα των συμβαλλόμενων μερών σε άλλες διαδικασίες.

2.Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν, ανά πάσα στιγμή, να συμφωνήσουν γραπτώς στη λήξη των διαδικασιών διευθέτησης διαφορών που ξεκίνησαν σύμφωνα με το παρόν τμήμα.

ΑΡΘΡΟ 3.39

Αμοιβαία αποδεκτή λύση

Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν ανά πάσα στιγμή να καταλήξουν σε αμοιβαία αποδεκτή λύση σχετικά με διαφορά στο πλαίσιο του παρόντος κεφαλαίου. Κοινοποιούν τη λύση αυτή στην επιτροπή και στην ειδική ομάδα διαιτησίας, εάν υπάρχει. Εάν η λύση απαιτεί έγκριση σύμφωνα με τις οικείες εγχώριες διαδικασίες κάποιου συμβαλλόμενου μέρους, τότε η κοινοποίηση περιέχει αναφορά σε αυτή την απαίτηση και οι διαδικασίες διευθέτησης διαφορών που ξεκίνησαν σύμφωνα με το παρόν τμήμα αναστέλλονται. Η διαδικασία λήγει εάν δεν απαιτείται τέτοια έγκριση, ή μετά την κοινοποίηση της ολοκλήρωσης των εγχώριων αυτών διαδικασιών.

ΑΡΘΡΟ 3.40

Διαδικαστικοί κανόνες

1.Οι διαδικασίες επίλυσης διαφορών στο πλαίσιο του παρόντος τμήματος διέπονται από το παράρτημα 9 (Διαδικαστικοί κανόνες διαιτησίας).

2.Οι συνεδριάσεις της ειδικής ομάδας διαιτησίας είναι ανοιχτές στο κοινό σύμφωνα με το παράρτημα 9 (Διαδικαστικοί κανόνες διαιτησίας).

ΑΡΘΡΟ 3.41

Υποβολή στοιχείων

1.Κατόπιν αιτήματος ενός συμβαλλόμενου μέρους ή αυτεπαγγέλτως, η ειδική ομάδα διαιτησίας μπορεί να λαμβάνει πληροφορίες από οποιαδήποτε πηγή, συμπεριλαμβανομένων των μερών που εμπλέκονται στη διαφορά, την οποία θεωρεί κατάλληλη για τη διαδικασία της ειδικής ομάδας διαιτησίας. Η ειδική ομάδα διαιτησίας έχει επίσης το δικαίωμα, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, να ζητήσει τη σχετική γνώμη εμπειρογνωμόνων. Πριν από την επιλογή των εμπειρογνωμόνων, η ειδική ομάδα διαιτησίας προβαίνει σε διαβούλευση με τα συμβαλλόμενα μέρη. Κάθε πληροφορία που συγκεντρώνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο πρέπει να κοινοποιείται και στα δύο συμβαλλόμενα μέρη για τη διατύπωση παρατηρήσεων.

2.Τα ενδιαφερόμενα φυσικά και νομικά πρόσωπα των συμβαλλόμενων μερών μπορούν να υποβάλουν φιλικές παρατηρήσεις (amicus curiae) στην ειδική ομάδα διαιτησίας σύμφωνα με το παράρτημα 9 (Εσωτερικός κανονισμός για τη διαιτησία).

ΑΡΘΡΟ 3.42

Κανόνες ερμηνείας

Η ειδική ομάδα διαιτησίας ερμηνεύει τις διατάξεις του άρθρου 3.25 (Πεδίο εφαρμογής) σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες ερμηνείας του δημόσιου διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των κωδικοποιημένων διατάξεων της Σύμβασης της Βιέννης περί του δικαίου των συνθηκών. Εάν μια υποχρέωση δυνάμει της παρούσας συμφωνίας είναι ταυτόσημη με μια υποχρέωση δυνάμει της συμφωνίας ΠΟΕ, η ειδική ομάδα διαιτησίας λαμβάνει υπόψη οποιαδήποτε σχετική ερμηνεία η οποία ορίζεται στις αποφάσεις του οργάνου επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ (εφεξής καλούμενο «ΘΕΑ»). Οι αποφάσεις της ειδικής ομάδας διαιτησίας δεν αυξάνουν ή μειώνουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 3.25 (Πεδίο εφαρμογής).

ΑΡΘΡΟ 3.43

Αποφάσεις της ειδικής ομάδας διαιτησίας

1.Η ειδική ομάδα διαιτησίας καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να λαμβάνει κάθε απόφαση με συναίνεση. Παρά ταύτα, σε περίπτωση που δεν είναι δυνατό να ληφθεί απόφαση με συναίνεση, η σχετική απόφαση λαμβάνεται με πλειοψηφία.

2.Κάθε απόφαση της επιτροπής διαιτησίας είναι δεσμευτική για τα συμβαλλόμενα μέρη και δεν δημιουργεί δικαιώματα ή υποχρεώσεις για φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Στην απόφαση περιέχονται τα πραγματικά περιστατικά, η δυνατότητα εφαρμογής των σχετικών διατάξεων του άρθρου 3.25 (Πεδίο εφαρμογής) και η αιτιολόγηση για τυχόν διαπιστώσεις και συμπεράσματα που διατυπώνονται σε αυτήν. Η επιτροπή δημοσιοποιεί στο ακέραιο τις αποφάσεις της ειδικής ομάδας διαιτησίας, εκτός εάν αποφασίσει διαφορετικά προκειμένου να διασφαλίσει το απόρρητο πληροφοριών τις οποίες έχει χαρακτηρίσει εμπιστευτικές ένα εκ των δύο συμβαλλόμενων μερών.

ΑΡΘΡΟ 3.44

Κατάλογοι διαιτητών

1. Κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας, τα συμβαλλόμενα μέρη καταρτίζουν κατάλογο πέντε ατόμων τα οποία είναι πρόθυμα και ικανά να αναλάβουν την προεδρία της ειδικής ομάδας διαιτησίας που αναφέρεται στο άρθρο 3.29 (Συγκρότηση της ειδικής ομάδας διαιτησίας).

2.Το αργότερο εντός έξι μηνών από την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας, η επιτροπή καταρτίζει κατάλογο τουλάχιστον δέκα προσώπων τα οποία είναι πρόθυμα και ικανά να εκτελέσουν χρέη διαιτητή. Καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη προτείνει, κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας, τουλάχιστον πέντε πρόσωπα ως διαιτητές.

3.Η επιτροπή εξασφαλίζει τη διατήρηση των καταλόγων των προσώπων που θα εκτελέσουν χρέη προέδρου ή διαιτητή, οι οποίοι καταρτίζονται, αντίστοιχα, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2.

4.Οι διαιτητές διαθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις ή πείρα όσον αφορά το δίκαιο και το διεθνές εμπόριο ή τις διεθνείς επενδύσεις, ή όσον αφορά την επίλυση διαφορών που προκύπτουν από διεθνείς εμπορικές συμφωνίες. Είναι ανεξάρτητοι, συμμετέχουν σε ατομική βάση και δεν συνδέονται με την κυβέρνηση οποιουδήποτε από τα συμβαλλόμενα μέρη, και συμμορφώνονται με το παράρτημα 11 (Κώδικας δεοντολογίας των διαιτητών και των διαμεσολαβητών).

ΑΡΘΡΟ 3.45

Σχέση με τις υποχρεώσεις στο πλαίσιο του ΠΟΕ

1. Η προσφυγή στις διατάξεις του παρόντος τμήματος που αφορούν την επίλυση διαφορών δεν θίγει τη δυνατότητα ανάληψης δράσης στο πλαίσιο του ΠΟΕ, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών επίλυσης διαφορών.

2.Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, εάν ένα συμβαλλόμενο μέρος έχει κινήσει διαδικασία επίλυσης διαφορών σε σχέση με ένα συγκεκριμένο μέτρο, είτε δυνάμει του παρόντος τμήματος είτε δυνάμει της συμφωνίας για τον ΠΟΕ, δεν μπορεί να κινήσει διαδικασία επίλυσης διαφορών σχετικά με το ίδιο μέτρο στο πλαίσιο του άλλου οργάνου πριν περατωθεί η πρώτη διαδικασία. Επιπλέον, ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν μπορεί να κινήσει διαδικασία επίλυσης διαφορών δυνάμει του παρόντος τμήματος και της συμφωνίας για τον ΠΟΕ, εκτός εάν η διαφορά αφορά υποχρεώσεις οι οποίες διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους στο πλαίσιο των δύο συμφωνιών, ή εκτός αν το όργανο που επιλέγεται δεν καταφέρει, για διαδικαστικούς ή δικαιοδοτικούς λόγους, να καταλήξει σε πόρισμα όσον αφορά την απαίτηση για αποκατάσταση σε σχέση με την εν λόγω υποχρέωση, με την προϋπόθεση ότι αυτό δεν οφείλεται σε έλλειψη επιμέλειας ενός διάδικου μέρους.

3.Για τους σκοπούς της παραγράφου 2:

α)οι διαδικασίες επίλυσης των διαφορών δυνάμει της συμφωνίας για τον ΠΟΕ θεωρείται ότι κινούνται όταν ένα συμβαλλόμενο μέρος ζητά τη σύσταση ειδικής ομάδας δυνάμει του άρθρου 6 του μνημονίου συμφωνίας σχετικά με τους κανόνες και τις διαδικασίες που διέπουν την επίλυση των διαφορών, το οποίο περιλαμβάνεται στο παράρτημα 2 της συμφωνίας για τον ΠΟΕ (εφεξής καλούμενο το «ΜΕΔ») και θεωρείται ότι περατώνονται όταν το ΟΕΔ εγκρίνει την έκθεση της ομάδας και την έκθεση του δευτεροβάθμιου οργάνου κατά περίπτωση, σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 17 παράγραφος 14 του ΜΕΔ· και

β)οι διαδικασίες επίλυσης διαφορών δυνάμει του παρόντος τμήματος θεωρείται ότι κινούνται όταν ένα συμβαλλόμενο μέρος ζητά τη σύσταση ειδικής ομάδας διαιτησίας σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 3.28 (Εναρξη διαδικασίας διαιτησίας) και θεωρείται ότι περατώνονται όταν η ειδική ομάδα διαιτησίας κοινοποιήσει την απόφασή της στα συμβαλλόμενα μέρη και στην επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 3.32 (Απόφαση της ειδικής ομάδας διαιτησίας) ή όταν τα συμβαλλόμενα μέρη καταλήξουν σε αμοιβαία αποδεκτή λύση σύμφωνα με το άρθρο 3.39 (Αμοιβαία αποδεκτή λύση).

4.Καμία διάταξη του παρόντος τμήματος δεν εμποδίζει ένα συμβαλλόμενο μέρος να εφαρμόσει την αναστολή υποχρεώσεων που εγκρίνεται από το ΟΕΔ. Κανένα μέρος δεν μπορεί να επικαλεστεί τη συμφωνία για τον ΠΟΕ ή τη συμφωνία ΣΕΣΕΕΣ με σκοπό να εμποδίσει ένα συμβαλλόμενο μέρος να λάβει τα κατάλληλα μέτρα δυνάμει του άρθρου 3.36 (Προσωρινά μέτρα αποκατάστασης σε περίπτωση μη συμμόρφωσης) του παρόντος τμήματος.

ΑΡΘΡΟ 3.46

Προθεσμίες

1.Όλες οι προθεσμίες που προβλέπονται στο παρόν τμήμα, συμπεριλαμβανομένων των προθεσμιών κοινοποίησης των αποφάσεων από τις ειδικές ομάδες διαιτησίας, υπολογίζονται σε ημερολογιακές ημέρες, αρχής γενομένης από την πρώτη ημέρα που έπεται των πράξεων ή των γεγονότων που αφορούν, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά.

2.Όλες οι προθεσμίες που αναφέρονται στο παρόν τμήμα μπορούν να τροποποιηθούν με αμοιβαία συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΣΣΕΡΑ

ΘΕΣΜΙΚΕΣ, ΕΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΑΡΘΡΟ 4.1

Επιτροπή

1.Τα συμβαλλόμενα μέρη συγκροτούν επιτροπή, η οποία περιλαμβάνει εκπροσώπους του συμβαλλόμενου μέρους της ΕΕ και της Σινγκαπούρης (η «επιτροπή»).

2.Η επιτροπή συνέρχεται εναλλάξστην Ένωση ή στη Σινγκαπούρη ανά διετία ή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κατόπιν αιτήματος ενός εκ των συμβαλλόμενων μερών. Καθήκοντα προέδρου στην επιτροπή ασκούν από κοινού ο υπουργός Εμπορίου και Βιομηχανίας της Σινγκαπούρης και το μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που είναι αρμόδιο για το εμπόριο, ή οι αντίστοιχοι εκπρόσωποί τους. Η επιτροπή συμφωνεί σχετικά με το χρονοδιάγραμμα των συνεδριάσεών της, καθορίζει το θεματολόγιό της και μπορεί να θεσπίσει τον εσωτερικό κανονισμό της.

3.Η επιτροπή:

α)διασφαλίζει την ορθή λειτουργία της παρούσας συμφωνίας·

β)επιβλέπει και διευκολύνει την υλοποίηση και την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας και προωθεί τους γενικούς της στόχους·

γ)μελετά τρόπους για την περαιτέρω τόνωση των επενδυτικών σχέσεων μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών·

δ)εξετάζει τις δυσκολίες που ενδεχομένως προκύπτουν κατά την εφαρμογή του Κεφαλαίου Τρία (Επίλυση διαφορών) τμήμα A (Επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και των συμβαλλόμενων μερών) και διερευνά πιθανές βελτιώσεις, ιδιαίτερα υπό το πρίσμα των εμπειριών και των εξελίξεων σε άλλα διεθνή όργανα·

ε)επανεξετάζει τη γενική λειτουργία του Κεφαλαίου Τρία (Επίλυση διαφορών) τμήμα A (Επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και των συμβαλλόμενων μερών), λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, κάθε ζήτημα που προκύπτει από τις προσπάθειες καθιέρωσης του πολυμερούς μηχανισμού για την επίλυση διαφορών που εξετάζεται στο άρθρο 3.12 (Πολυμερής μηχανισμός για την επίλυση διαφορών)·

στ) με την επιφύλαξη των διατάξεων του Κεφαλαίου Τρία (Επίλυση διαφορών), επιδιώκει την επίλυση των προβλημάτων που ενδέχεται να προκύψουν στους τομείς που καλύπτονται από την παρούσα συμφωνία, ή την επίλυση των διαφορών που ενδέχεται να προκύψουν σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας· και

ζ)εξετάζει όλα τα θέματα ενδιαφέροντος που αφορούν τομείς οι οποίοι καλύπτονται από την παρούσα συμφωνία.

4.Κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, και μετά την εκπλήρωση των αντίστοιχων νομικών απαιτήσεων και διαδικασιών τους, η επιτροπή μπορεί να αποφασίζει:

α)τον διορισμό των μελών του δικαστηρίου και των μελών του εφετείου σύμφωνα με το άρθρο 3.9 παράγραφος 2 (Πρωτοβάθμιο δικαστήριο) και το άρθρο 3.10 παράγραφος 2 (Εφετείο), την αύξηση ή τη μείωση του αριθμού των μελών σύμφωνα με τα άρθρα 3.9 παράγραφος 3 και 3.10 παράγραφος 3, και την απομάκρυνση ενός μέλους από το δικαστήριο ή το εφετείο σύμφωνα με το άρθρο 3.11 παράγραφος 5 (Δεοντολογία)·

β)τον καθορισμό, αφενός, της μηνιαίας πάγιας αμοιβής για τα μέλη του δικαστηρίου και του εφετείου, σύμφωνα με τα άρθρα 3.9 παράγραφος 12 και 3.10 παράγραφος 11 και, αφετέρου, του ποσού των ημερήσιων αμοιβών των μελών που ασκούν καθήκοντα σε τμήμα του εφετείου και των προέδρων του δικαστηρίου και του εφετείου, σύμφωνα με τα άρθρα 3.10 παράγραφος 12 και 3.9 παράγραφος 13·

γ)τη μετατροπή της πάγιας μηνιαίας αμοιβής και των λοιπών αμοιβών και δαπανών των μελών του δικαστηρίου και του εφετείου σε τακτικό μισθό, σύμφωνα με τα άρθρα 3.9 παράγραφος 15 και 3.10 παράγραφος 13·

δ)τον καθορισμό τυχόν αναγκαίων μεταβατικών ρυθμίσεων σύμφωνα με το άρθρο 3.12 (Πολυμερής μηχανισμός για την επίλυση διαφορών)·

ε)τη θέσπιση συμπληρωματικών κανόνων για τις αμοιβές, σύμφωνα με το άρθρο 3.21 παράγραφος 5 (Εξοδα)·

στ) την έκδοση ερμηνειών σχετικά με τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας, οι οποίες είναι δεσμευτικές για τα συμβαλλόμενα μέρη και όλους τους φορείς που συγκροτούνται δυνάμει της παρούσας συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένων του δικαστηρίου και του εφετείου που αναφέρονται στο Κεφάλαιο Τρία (Επίλυση διαφορών) τμήμα A (Επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και συμβαλλόμενων μερών), και των ειδικών ομάδων διαιτησίας που αναφέρονται στο Κεφάλαιο Τρία (Επίλυση διαφορών) τμήμα B (Επίλυση διαφορών μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών)· και

ζ)τη θέσπιση κανόνων που συμπληρώνουν τους εφαρμοστέους κανόνες διαιτησίας ή τους κανόνες που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα. Οι εν λόγω κανόνες είναι δεσμευτικοί για το δικαστήριο και το εφετείο που αναφέρονται στο Κεφάλαιο Τρία (Επίλυση διαφορών) τμήμα A (Επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και συμβαλλόμενων μερών), καθώς και για τις ειδικές ομάδες διαιτησίας που αναφέρονται στο Κεφάλαιο Τρία (Επίλυση διαφορών) τμήμα B (Επίλυση διαφορών μεταξύ συμβαλλόμενων μερών).

ΑΡΘΡΟ 4.2

Λήψη αποφάσεων

1.Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να λαμβάνουν αποφάσεις στο πλαίσιο της επιτροπής, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παρούσα συμφωνία. Οι λαμβανόμενες αποφάσεις στην επιτροπή είναι δεσμευτικές για τα συμβαλλόμενα μέρη, τα οποία λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεσή τους.

2.Η επιτροπή μπορεί να διατυπώνει κατάλληλες συστάσεις, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παρούσα συμφωνία.

3.Η επιτροπή εκδίδει τις αποφάσεις τις συστάσεις της κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών.

ΑΡΘΡΟ 4.3

Τροποποιήσεις

1.Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν στην τροποποίηση της παρούσας συμφωνίας. Τροποποιήσεις της παρούσας συμφωνίας τίθενται σε εφαρμογή, αφού τα συμβαλλόμενα μέρη ανταλλάξουν γραπτές κοινοποιήσεις με τις οποίες βεβαιώνουν ότι έχουν ολοκληρώσει τις αντίστοιχες ισχύουσες νομικές απαιτήσεις και διαδικασίες τους, όπως αυτές ορίζονται στην πράξη τροποποίησης.

2.Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, τα συμβαλλόμενα μέρη δύνανται, στο πλαίσιο της επιτροπής, να εγκρίνουν αποφάσεις για την τροποποίηση της παρούσας συμφωνίας, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παρούσα συμφωνία.

ΑΡΘΡΟ 4.4

Προληπτικά μέτρα

1.Καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν μπορεί να ερμηνευθεί έτσι ώστε να εμποδίζει ένα συμβαλλόμενο μέρος να θεσπίσει ή να διατηρήσει σε ισχύ εύλογα μέτρα για προληπτικούς λόγους, όπως:

α)την προστασία των επενδυτών, των καταθετών, των ληπτών ασφάλισης ή των προσώπων τα οποία έχουν καταπιστευματική αξίωση έναντι φορέα παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών

β)τη διαφύλαξη της ασφάλειας, της αξιοπιστίας, της ακεραιότητας ή της χρηματοπιστωτικής ευθύνης των φορέων παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών ή

γ)τη διαφύλαξη της ακεραιότητας και της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος του συμβαλλόμενου μέρους.

2.Τα μέτρα αυτά δεν είναι περισσότερο επαχθή απ’ όσο απαιτείται για την επίτευξη του στόχου τους και δεν συνιστούν μέσο αυθαίρετης ή αδικαιολόγητης διακριτικής μεταχείρισης σε βάρος των παροχών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών του άλλου συμβαλλόμενου μέρους σε σύγκριση με τους δικούς του ομοειδείς παρόχους χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, ή συγκεκαλυμμένο περιορισμό των συναλλαγών στον τομέα των υπηρεσιών.

3.Καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν θεωρείται ότι επιβάλλει στα συμβαλλόμενα μέρη να κοινοποιούν πληροφορίες σχετικά με επιχειρηματικές υποθέσεις και λογαριασμούς μεμονωμένων καταναλωτών, ούτε πληροφορίες εμπιστευτικού ή περιουσιακού χαρακτήρα που έχουν στην κατοχή τους δημόσιοι φορείς.

ΑΡΘΡΟ 4.5

Εξαιρέσεις για λόγους ασφάλειας

Καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν ερμηνεύεται κατά την έννοια ότι:

α)απαιτεί από τα συμβαλλόμενα μέρη να παρέχουν πληροφορίες, την κοινοποίηση των οποίων θεωρούν αντίθετη προς τα ουσιώδη συμφέροντα ασφάλειάς τους·

β)εμποδίζει τα συμβαλλόμενα μέρη να προβαίνουν σε ενέργειες τις οποίες κρίνουν αναγκαίες για την προάσπιση των ουσιωδών συμφερόντων ασφάλειάς τους και οι οποίες:

i)συνδέονται με την παραγωγή ή το εμπόριο όπλων, πυρομαχικών και πολεμικών υλικών, και σχετίζονται με τη διακίνηση άλλων αγαθών και υλικών και με οικονομικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται άμεσα ή έμμεσα με σκοπό τον εφοδιασμό στρατιωτικών εγκαταστάσεων

ii)αφορούν την παροχή υπηρεσιών η οποία αποσκοπεί άμεσα ή έμμεσα στον εφοδιασμό στρατιωτικών εγκαταστάσεων

iii)αφορούν σχάσιμα ή συντήξιμα υλικά ή τα υλικά από τα οποία αυτά παράγονταν ή

iv)λαμβάνονται σε καιρό πολέμου ή άλλης έκτακτης κατάστασης ως προς τις διεθνείς σχέσεις, ή για την προστασία δημόσιων υποδομών ζωτικής σημασίας (ο όρος αυτός αφορά υποδομές τηλεπικοινωνιών, ηλεκτρισμού και ύδρευσης οι οποίες παρέχουν βασικά αγαθά ή υπηρεσίες στο ευρύ κοινό) από σκόπιμες απόπειρες εξουδετέρωσης ή διακοπής τους·

γ)εμποδίζει τα συμβαλλόμενα μέρη να λαμβάνουν μέτρα με σκοπό τη διατήρηση της διεθνούς

ειρήνης και ασφάλειας.

ΑΡΘΡΟ 4.6

Φορολογία

1.Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται στα φορολογικά μέτρα μόνο εφόσον η εφαρμογή αυτή είναι αναγκαία για να παραγάγουν αποτελέσματα οι διατάξεις της παρούσας συμφωνίας1.

Ως «διατάξεις της παρούσας συμφωνίας» νοούνται οι διατάξεις που επιτρέπουν: α)τη μη διακριτική μεταχείριση των επενδυτών, κατά τρόπο και στον βαθμό που προβλέπεται στο άρθρο 2.3 (Εθνική μεταχείριση)· και β)την προστασία των επενδυτών και των επενδύσεών τους από απαλλοτρίωση, κατά τρόπο και στον βαθμό που προβλέπεται στο άρθρο 2.6 (Απαλλοτρίωση).

2.Καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις είτε της Ένωσης ή οποιοσδήποτε κράτους μέλους της Ένωσης είτε τα δικαιώματα και υποχρεώσεις της Σινγκαπούρης , δυνάμει οποιασδήποτε φορολογικής σύμβασης μεταξύ της Ένωσης και της Σινγκαπούρης ή μεταξύ οποιοσδήποτε κράτους μέλους της Ένωσης και της Σινγκαπούρης. Σε περίπτωση ασυμφωνίας ανάμεσα στην παρούσα συμφωνία και οποιαδήποτε τέτοια σύμβαση, η εν λόγω σύμβαση υπερισχύει όσον αφορά την ασυμφωνία. Στην περίπτωση που υπάρχει φορολογική σύμβαση μεταξύ της Ένωσης και της Σινγκαπούρης ή μεταξύ οποιοσδήποτε κράτους μέλους της Ένωσης και της Σινγκαπούρης, οι αρμόδιες αρχές δυνάμει της εν λόγω σύμβασης έχουν την αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφανθούν σχετικά με το αν υπάρχει ασυμφωνία μεταξύ της παρούσας συμφωνίας και της εν λόγω σύμβασης.

3.Καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν εμποδίζει τα συμβαλλόμενα μέρη να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ φορολογικά μέτρα τα οποία διαχωρίζουν τους φορολογουμένους με βάση ορθολογικά κριτήρια, όπως φορολογουμένους που δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, ιδίως όσον αφορά τον τόπο διαμονής τους ή τον τόπο όπου επενδύουν τα κεφάλαιά τους1.

4.Καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν εμποδίζει τη θέσπιση ή τη διατήρηση μέτρων που στοχεύουν στην πρόληψη της φοροαποφυγής ή της φοροδιαφυγής, κατ’ εφαρμογήν φορολογικών διατάξεων που περιέχονται σε συμφωνίες για την αποφυγή της διπλής φορολογίας, σε άλλες φορολογικές ρυθμίσεις ή στην εγχώρια φορολογική νομοθεσία.

Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι τα συμβαλλόμενα μέρη θεωρούν από κοινού ότι καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν εμποδίζει τη λήψη οποιουδήποτε φορολογικού μέτρου το οποίο αποσκοπεί στην κοινωνική πρόνοια, τη δημόσια υγεία και άλλους κοινωφελείς σκοπούς ή στη μακροοικονομική σταθερότητα· επίσης, καμία διάταξη δεν εμποδίζει τη θέσπιση φορολογικών πλεονεκτημάτων τα οποία συνδέονται με τον τόπο σύστασης της εταιρείας και όχι με την ιθαγένεια του ιδιοκτήτη της. Τα φορολογικά μέτρα που αποσκοπούν στη μακροοικονομική σταθερότητα είναι μέτρα τα οποία λαμβάνονται ως απάντηση σε εξελίξεις και τάσεις που παρουσιάζονται στην εθνική οικονομία, με στόχο την αντιμετώπιση ή την πρόληψη συστημικών ανισορροπιών οι οποίες απειλούν σοβαρά τη σταθερότητα της εθνικής οικονομίας.

5.Καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν εμποδίζει τη Σινγκαπούρη να θεσπίζει ή να διατηρεί σε ισχύ φορολογικά μέτρα που είναι αναγκαία για την προστασία ανώτερων δημόσιων συμφερόντων της Σινγκαπούρης, τα οποία προκύπτουν από τους συγκεκριμένους περιορισμούς χώρου που ισχύουν γι’ αυτήν.

ΑΡΘΡΟ 4.7

Ειδική εξαίρεση

Καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν εφαρμόζεται στις δραστηριότητες κεντρικής τράπεζας ή νομισματικής αρχής ή οποιουδήποτε άλλου δημόσιου φορέα κατά την εφαρμογή νομισματικών ή συναλλαγματικών πολιτικών.

ΑΡΘΡΟ 4.8

Κρατικά επενδυτικά ταμεία

Κάθε συμβαλλόμενο μέρος ενθαρρύνει τα κρατικά επενδυτικά ταμεία του ώστε να τηρούν τις γενικώς αποδεκτές αρχές και πρακτικές (αρχές του Σαντιάγο).

ΑΡΘΡΟ 4.9

Κοινοποίηση πληροφοριών

1.Καμία διάταξη του παρόντος άρθρου δεν θεωρείται ότι υποχρεώνει ένα συμβαλλόμενο μέρος να κοινοποιεί εμπιστευτικές πληροφορίες η δημοσιοποίηση των οποίων θα εμπόδιζε την επιβολή του νόμου, θα ήταν με άλλο τρόπο αντίθετη στο δημόσιο συμφέρον ή θα έβλαπτε τα νόμιμα εμπορικά συμφέροντα συγκεκριμένων δημόσιων ή ιδιωτικών επιχειρήσεων.

2.Όταν ένα συμβαλλόμενο μέρος υποβάλλει στην επιτροπή πληροφορίες οι οποίες θεωρούνται εμπιστευτικές σύμφωνα με τη νομοθεσία και τους κανονισμούς του, το άλλο συμβαλλόμενο μέρος αντιμετωπίζει τις πληροφορίες αυτές ως εμπιστευτικές, εκτός εάν το συμβαλλόμενο μέρος που τις υποβάλλει συμφωνήσει διαφορετικά.

ΑΡΘΡΟ 4.10

Εκπλήρωση υποχρεώσεων

Κάθε συμβαλλόμενο μέρος λαμβάνειτα γενικά ή ειδικά μέτρα που απαιτούνται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που υπέχουν δυνάμει της παρούσας συμφωνίας. Μεριμνά για την επίτευξη των στόχων που ορίζονται στην παρούσα συμφωνία.

ΑΡΘΡΟ 4.11

Απουσία άμεσης επίδρασης

Για λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν θεωρείται ότι παρέχει δικαιώματα ή επιβάλλει υποχρεώσεις σε πρόσωπα, πλην των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που δημιουργούνται μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών δυνάμει του δημόσιου διεθνούς δικαίου.

ΑΡΘΡΟ 4.12

Σχέση με άλλες συμφωνίες

1.Η παρούσα συμφωνία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των συνολικών σχέσεων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της, αφενός, και της Σινγκαπούρης, αφετέρου, που διέπονται από την Συμφωνία Εταιρικής Σχέσης και Συνεργασίας και συνιστούν τμήμα κοινού θεσμικού πλαισίου. Αποτελεί ειδική συμφωνία με την οποία παράγουν αποτελέσματα οι διατάξεις περί εμπορίου και επενδύσεων της Συμφωνίας Εταιρικής Σχέσης και Συνεργασίας.

2.Εια λόγους σαφήνειας διευκρινίζεται ότι τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν ότι καμία διάταξη της παρούσας συμφωνίας δεν τα υποχρεώνει να ενεργούν κατά τρόπο μη συμβατό με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει της συμφωνίας για τον ΠΟΕ.

3.α)Κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας, παύουν να ισχύουν οι συμφωνίες

μεταξύ κρατών μελών της Ένωσης και της Σινγκαπούρης που παρατίθενται στο παράρτημα 5 (Συμφωνίες που αναφέρονται στο άρθρο 4.12), συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές, και η παρούσα συμφωνία τις αντικαθιστά και υπερισχύει έναντι αυτών.

β)Σε περίπτωση προσωρινής εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 4.15 (Εναρξη ισχύος), η εφαρμογή των διατάξεων των συμφωνιών που παρατίθενται στο παράρτημα 5 (Συμφωνίες που αναφέρονται στο άρθρο 4.12), καθώς και των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές, αναστέλλεται από την ημερομηνία της προσωρινής εφαρμογής. Σε περίπτωση που η προσωρινή εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας λήξει και η παρούσα συμφωνία δεν τεθεί σε ισχύ, η αναστολή αυτή παύει και οι συμφωνίες που παρατίθενται στο παράρτημα 5 (Συμφωνίες που αναφέρονται στο άρθρο 4.12) τίθενται σε ισχύ.

γ) Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 3 στοιχεία α) και β), είναι δυνατή η προσφυγή σύμφωνα με τις διατάξεις συμφωνίας που παρατίθεται στο παράρτημα 5 (Συμφωνίες που αναφέρονται στο άρθρο 4.12), σχετικά με μεταχείριση που έλαβε χώρα κατά το διάστημα που ίσχυε η εν λόγω συμφωνία, σύμφωνα με τους κανόνες και τις διαδικασίες που καθορίζονται σ’ αυτήν, και υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν παρέλθει περισσότερα από τρία έτη από την ημερομηνία αναστολής της συμφωνίας σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο β), ή, εάν η συμφωνία δεν ανεστάλη σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο β), την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας συμφωνίας.

δ)Κατά παρέκκλιση της παραγράφου στοιχεία α) και β), εάν η προσωρινή εφαρμογή της

παρούσας συμφωνίας λήξει και η παρούσα συμφωνία δεν τεθεί σε ισχύ, είναι δυνατή η προσφυγή σύμφωνα με το Κεφάλαιο Τρία (Επίλυση διαφορών), τμήμα Α (Επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτών και των συμβαλλόμενων μερών), σχετικά με μεταχείριση που έλαβε χώρα κατά το διάστημα προσωρινής εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν παρέλθει περισσότερα από τρία έτη από την ημερομηνία λήξης της προσωρινής εφαρμογής.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, δεν ισχύει ο ορισμός της «έναρξης ισχύος της παρούσας συμφωνίας» που προβλέπεται στην παράγραφο 4 στοιχείο δ) του άρθρου 4.15 (Εναρξη ισχύος).

ΑΡΘΡΟ 4.13

Εδαφική εφαρμογή

Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται:

α)όσον αφορά την Ένωση, στα εδάφη στα οποία ισχύουν η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υπό τους όρους που προβλέπονται στις συνθήκες αυτές· και

β)όσον αφορά τη Σινγκαπούρη, στο έδαφος της.

Οι αναφορές στο πλαίσιο της παρούσας συμφωνίας στον όρο «έδαφος» νοούνται με αυτή την έννοια, εκτός εάν περιέχεται ρητά αντίθετη διάταξη.

ΑΡΘΡΟ 4.14

Παραρτήματα και μνημόνια συμφωνιών

Τα παραρτήματα και τα μνημόνια συμφωνιών της παρούσας συμφωνίας αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτής.

ΑΡΘΡΟ 4.15

Έναρξη ισχύος

1.Η παρούσα συμφωνία εγκρίνεται από τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με τις οικείες διαδικασίες τους.

2.Η παρούσα συμφωνία αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του δεύτερου μήνα μετά τον μήνα κατά τον οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη ανταλλάσσουν γραπτές κοινοποιήσεις με τις οποίες βεβαιώνουν ότι έχουν εκπληρώσει τις αντίστοιχες ισχύουσες νομικές απαιτήσεις και διαδικασίες τους όσον αφορά την έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας. Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν άλλη ημερομηνία.

3.Οι κοινοποιήσεις αποστέλλονται στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στον διευθυντή της Διεύθυνσης Βόρειας Αμερικής και Ευρώπης του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας της Σινγκαπούρης, ή στους αντίστοιχους διάδοχους φορείς τους.

4.α)Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται προσωρινά εάν το συμφωνήσουν τα συμβαλλόμενα

μέρη. Σε αυτή την περίπτωση, η συμφωνία εφαρμόζεται από την πρώτη ημέρα του μήνα μετά την ημερομηνία κατά την οποία η Ένωση και η Σινγκαπούρη κοινοποιούν αμοιβαία την ολοκλήρωση των αντίστοιχων σχετικών διαδικασιών τους. Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν άλλη ημερομηνία.

β)Στην περίπτωση που δεν είναι δυνατή η προσωρινή εφαρμογή ορισμένων διατάξεων

της παρούσας συμφωνίας, το συμβαλλόμενο μέρος το οποίο δεν μπορεί να προβεί στην προσωρινή αυτή εφαρμογή κοινοποιεί στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος τις διατάξεις η προσωρινή εφαρμογή των οποίων δεν είναι δυνατή.

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 4 στοιχείο α), και εφόσον το άλλο συμβαλλόμενο μέρος έχει ολοκληρώσει τις αναγκαίες διαδικασίες και δεν αντιταχθεί στην προσωρινή εφαρμογή εντός δέκα ημερών από την κοινοποίηση της αδυναμίας προσωρινής εφαρμογής ορισμένων διατάξεων, οι διατάξεις της παρούσας συμφωνίας οι οποίες δεν έχουν κοινοποιηθεί εφαρμόζονται προσωρινά από την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την κοινοποίηση.

γ) Η Ένωση ή η Σινγκαπούρη δύναται να περατώσει την προσωρινή εφαρμογή με γραπτή κοινοποίηση στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος. Η περάτωση αυτή αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του δεύτερου μήνα μετά την κοινοποίηση.

δ) Σε περίπτωση προσωρινής εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας ή ορισμένων

διατάξεων αυτής, η φράση «έναρξη ισχύος της παρούσας συμφωνίας» σημαίνει την ημερομηνία προσωρινής εφαρμογής. Η επιτροπή μπορεί να ασκεί τα καθήκοντά της κατά τη διάρκεια της προσωρινής εφαρμογής της παρούσας συμφωνίας. Όλες οι αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιο της άσκησης αυτών των καθηκόντων θα παύσουν να ισχύουν μόνο σε περίπτωση που η προσωρινή εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας περατωθεί και η παρούσα συμφωνία δεν τεθεί σε ισχύ.

ΑΡΘΡΟ 4.16

Διάρκεια ισχύος

1.Η παρούσα συμφωνία είναι αορίστου χρόνου.

2.Είτε το συμβαλλόμενο μέρος της ΕΕ είτε η Σινγκαπούρη μπορεί να ενημερώσει γραπτώς το άλλο συμβαλλόμενο μέρος για την πρόθεσή του να καταγγείλει την παρούσα συμφωνία.

3.Η παρούσα συμφωνία παύει να ισχύει έξι μήνες έπειτα από την κοινοποίηση που προβλέπεται στην παράγραφο 2, με την επιφύλαξη του άρθρου 4.17 (Καταγγελία).

4.Εντός 30 ημερών από την παράδοση κοινοποίησης δυνάμει της παραγράφου 2, κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να ζητήσει διαβουλεύσεις σχετικά με το αν η καταγγελία οποιοσδήποτε διάταξης της παρούσας συμφωνίας θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει σε μεταγενέστερη ημερομηνία από αυτήν που προβλέπεται στην παράγραφο 3. Οι διαβουλεύσεις αυτές αρχίζουν εντός 30 ημερών από την παράδοση του εν λόγω αιτήματος ενός συμβαλλόμενου μέρους.

ΑΡΘΡΟ 4.17

Καταγγελία

Σε περίπτωση καταγγελίας της παρούσας συμφωνίας σύμφωνα με το άρθρο 4.16 (Διάρκεια ισχύος), η παρούσα συμφωνία συνεχίζει να ισχύει για επιπλέον διάστημα είκοσι ετών από την ημερομηνία καταγγελίας της, όσον αφορά τις καλυπτόμενες επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν πριν από την ημερομηνία καταγγελίας της παρούσας συμφωνίας. Το παρόν άρθρο δεν ισχύει σε περίπτωση που η προσωρινή εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας καταγγελθεί και η παρούσα συμφωνία δεν τεθεί σε ισχύ.

ΑΡΘΡΟ 4.18

Προσχώρηση νέων κρατών μελών στην Ένωση

1.Η Ένωση κοινοποιεί στη Σιγκαπούρη, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κάθε αίτημα τρίτης χώρας για προσχώρηση στην Ένωση.

2.Κατά τις διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ένωσης και της υποψήφιας χώρας που ζητεί να προσχωρήσει στην Ένωση, η Ένωση:

α)παρέχει στη Σινγκαπούρη, στο μέτρο του δυνατού, όλες τις πληροφορίες που ζητά η

Σινγκαπούρη σχετικά με οποιοδήποτε ζήτημα καλύπτεται από την παρούσα συμφωνία· και

β)λαμβάνει υπόψη τυχόν ανησυχίες που διατυπώνει η Σινγκαπούρη.

3.Η Ένωση κοινοποιεί, το συντομότερο δυνατό, στη Σινγκαπούρη το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων προσχώρησης με την χώρα που είναι υποψήφια για προσχώρηση στην Ένωση, και της κοινοποιεί την έναρξη ισχύος κάθε προσχώρησης στην Ένωση.

4.Στο πλαίσιο της επιτροπής, και αρκετό χρόνο πριν από την ημερομηνία της προσχώρησης τρίτης χώρας στην Ένωση, τα συμβαλλόμενα μέρη εξετάζουν δυνατές συνέπειες της προσχώρησης αυτής στην παρούσα συμφωνία. Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν, με απόφαση της επιτροπής, να επιφέρουν τυχόν αναγκαίες προσαρμογές ή μεταβατικές ρυθμίσεις.

5.Κάθε νέο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσχωρεί στην παρούσα συμφωνία καταθέτοντας τη σχετική πράξη προσχώρησης στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στον Διευθυντή της Διεύθυνσης Βόρειας Αμερικής και Ευρώπης του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας της Σινγκαπούρης, ή στους αντίστοιχους διάδοχους φορείς τους.

ΑΡΘΡΟ 4.19

Αυθεντικά κείμενα

Η παρούσα συμφωνία συντάσσεται σε δύο αντίτυπα στην αγγλική, βουλγαρική, γαλλική, γερμανική, δανική, ελληνική, εσθονική, ισπανική, ιταλική, κροατική, λετονική, λιθουανική, μαλτέζικη, ολλανδική, ουγγρική, πολωνική, πορτογαλική, ρουμανική, σλοβάκική, σλοβενική, σουηδική, τσεχική και φινλανδική γλώσσα. Όλα τα κείμενα είναι εξίσου αυθεντικά.

(Ακολουθούν Παραρτήματα για τα οποία βλέπε στο οικείο ΦΕΚ)

 

Άρθρο δεύτερο

Έναρξη ισχύος

Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και της Συμφωνίας που κυρώνεται από την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 4.15 αυτής.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 7 Φεβρουαρίου 2021

 


Κατεβάσετε το αρχείο με το πρωτότυπο κείμενο, όπως είναι δημοσιευμένο στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ.) του Εθνικού Τυπογραφείου.


 

Έχει διαβαστεί 682 φορές
Προηγούμενο άρθρο
Νόμος 4774/2021 - ΦΕΚ 20/Α/10-2-2021