x

Σύνδεση

Δεν έχετε λογαριασμό; Εγγραφείτε

Προεδρικό Διάταγμα 277/1986 - ΦΕΚ 127/Α/21-8-1986

Διαδικασία των πειθαρχικών οργάνων του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος (Ο.Ε.Ε.).


Προεδρικό Διάταγμα 277/1986

ΦΕΚ 127/Α/21-8-1986

Διαδικασία των πειθαρχικών οργάνων του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος (Ο.Ε.Ε.).

 

Έχοντας υπόψη τις διατάξεις:

1.α) του άρθρου 11 παρ. 4 του Ν. 1100/1980 (ΦΕΚ 295/Α/27.12.1980) «περί ιδρύσεως Οικονομικού Επιστημονικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος»,

β) του άρθρου 24 παρ. 5 του Ν. 1558/1985 «Κυβέρνηση και Κυβερνητικά Όργανα» (ΦΕΚ 137/τ. Α'/26.7.85) κλπ. (γν. Σ.Τ.Ε.).

2.Την αριθ. ΔΚ 20862/2.8.85 (ΦΕΚ 481/τ.Β/2.8.85) κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στους Υφυπουργούς Εθνικής Οικονομίας».

3.Την αριθ.5442/16.5.86 (ΦΕΚ 343/τ.Β/86) κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Οικονομικών».

4.Τις γνωμοδοτήσεις του Σ.τ.Ε. με αριθ.67/1985, 738/1985 και 197/1986 μετά από πρόταση του Υπουργού Προεδρίας της κυβέρνησης και των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, αποφασίζουμε :

 

 

Άρθρο 1.

Πειθαρχικά Συμβούλια.

Τα Πειθαρχικά παραπτώματα των μελών του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας (ΟΕΕ) (άρθρο 10 παρ. 2 του Ν. 1100/80), εκδικάζονται σε πρώτο βαθμό από το Πειθαρχικό Συμβούλιο και σε δεύτερο βαθμό, μετά από έφεση κατά της απόφασης όπου αυτή επιτρέπεται, από το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο.

 

Άρθρο 2.

1. Τα μέλη της Κεντρικής Διοίκησης του Ο.Ε.Ε. που μετέχουν στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, επιλέγονται και διορίζονται από την Κεντρική Διοίκηση του Ο.Ε.Ε. με απόφαση της.

2. Ο Σύμβουλος Διοίκησης του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και ο αναπληρωματικός αυτού που μετέχει στο Πειθαρχικό Συμβούλιο διορίζονται από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας.

 

Άρθρο 3.

Εισηγητές του Πειθαρχικού Συμβουλίου.

1. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο ορίζει για κάθε υπόθεση εισηγητή, μέλος του Ο.Ε.Ε., με βάση Πίνακα εισηγητών που εκλέγονται από τη Συνέλευση των Αντιπροσώπων, με την απλή αναλογική. Ο πίνακας περιλαμβάνει τουλάχιστον 20 εισηγητές και ισχύει ως το τέλος της θητείας της Συνέλευσης των Αντιπροσώπων. Η κατάταξη στον πίνακα γίνεται με κλήρωση, η δε ανάθεση υποθέσεων με τη σειρά του πίνακα. Σε περίπτωση εξάντλησης του πίνακα, κατά την ανάθεση υποθέσεων επαναλαμβάνεται η ίδια σειρά.

2. Οι εισηγητές που έχουν εκκρεμείς υποθέσεις κατά τον χρόνο λήξης της θητείας τους, συνεχίζουν μέχρι την περάτωση τους, έγκυρα, εισηγούμενοι και παριστάμενοι στο Πειθαρχικό Συμβούλιο.

 

Άρθρο 4.

Εξαίρεση μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου και των εισηγητών

1. Η αίτηση εξαίρεσης ενός μόνο μέλους του Πειθαρχικού Συμβουλίου και του εισηγητή απευθύνεται στο Πειθαρχικό Συμβούλιο και υποβάλλεται στην Γραμματεία του. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίζει για την αίτηση αυτή. Στη συζήτηση μπορεί να παραστεί και ο αιτών. 2. Σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης εξαίρεσης εισηγητή, το Πειθαρχικό Συμβούλιο ορίζει συγχρόνως άλλο εισηγητή.

3. Επιτρέπεται αίτηση εξαίρεσης μέχρι δύο (2) τακτικών και δύο (2) αναπληρωματικών μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Στην περίπτωση αυτή η σχετική αίτηση απευθύνεται στο Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο και κατατίθεται στην Γραμματεία. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφαίνεται για το βάσιμο ή όχι της αίτησης εξαίρεσης. Στη συζήτηση μπορεί να παραστεί και ο αιτών.

4. Ο πειθαρχικά διωκόμενος, μόνο μία φορά και κατά βαθμό δικαιοδοσίας μπορεί να ζητήσει εξαίρεση μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου πριν από την έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης. Μία φορά επίσης μπορεί να ζητήσει την εξαίρεση εισηγητή, μέσα σε προθεσμία πέντε ημερών από την κοινοποίηση σ' αυτόν του διορισμού του εισηγητή.

5. Κατά τα λοιπά οι διατάξεις της Πολιτικής Δικονομίας για την εξαίρεση Δικαστών ισχύουν για τον Πρόεδρο, για τα μέλη του πειθαρχικού Συμβουλίου και για τους εισηγητές.

 

Άρθρο 5.

Άσκηση δίωξης και διαδικασία

1. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο επιλαμβάνεται της δίωξης αυτεπάγγελτα ή μετά από έγγραφη αίτηση Δημόσιας Αρχής ή μετά από αναφορά του προέδρου του Ο.Ε.Ε. ή μετά από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον.

2. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο ορίζει εισηγητή στον οποίο τάσσει προθεσμία για την υποβολή της έκθεσης του. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί από το Πειθαρχικό Συμβούλιο μόνο εφόσον συντρέχουν σοβαροί λόγοι. Μετά την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας ο εισηγητής αντικαθίσταται.

3. Ο εισηγητής ενεργεί κάθε αναγκαία εξέταση ή αυτοψία, δικαιούται να καλεί και εξετάζει μάρτυρες κατά την κρίση του και να ζητά έγγραφα από τις Αρχές και τα Δικαστήρια.

Ο εγκαλούμενος μπορεί να προτείνει μέχρι τρείς (3) μάρτυρες, οι οποίοι εξετάζονται υποχρεωτικά από τον εισηγητή.

4. Ο εισηγητής καλεί τον διωκόμενο με κλήση που επιδίδεται σ αυτόν σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, για να λάβει γνώση του κατηγορητηρίου και της μέχρι τότε δικογραφίας και να απολογηθεί εμπρόθεσμα. Η προθεσμία για την απολογία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δεκαπέντε (15) ημερών από την επίδοση της κλήσης. Η απολογία μπορεί να γίνει και με υπόμνημα που κατατίθεται στην Γραμματεία των Πειθαρχικών Συμβουλίων.

5. Μετά την υποβολή της απολογίας ή την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας για απολογία, ο εισηγητής αφού περατώσει την ανάκριση, συντάσσει τη σχετική έκθεση την οποία ανακοινώνει στον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου ο οποίος ορίζει ημέρα και ώρα συνεδρίασης αυτού. Σ' αυτήν παρίσταται και ο εισηγητής για παροχή διευκρινίσεων επί της εισήγησης του. Ο διωκόμενος καλείται με πράξη του Προέδρου που κοινοποιείται σ' αυτόν, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τουλάχιστον πέντε (5) ημέρες πριν την εκδίκαση και δικαιούται να παραστεί ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου ο ίδιος ή με πληρεξούσιο δικηγόρο. Επίσης καλείται να παραστεί ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου ο ίδιος ή με πληρεξούσιο δικηγόρο. Επίσης καλείται να παραστεί και ο εγκαλών.

6. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο, κατά την ημέρα της εκδίκασης μπορεί κατά την κρίση του να εξετάσει ή να επανεξετάσει μάρτυρες. Μετά από προφορική ενώπιον του απολογία του διωκόμενου ή σε περίπτωση μη εμφάνισης του μετά από την διαπίστωση της νόμιμης κλήτευσης του, το Πειθαρχικό Συμβούλιο, εκδίδει την απόφαση του. Μπορεί όμως, αν κρίνει αναγκαίο, να διατάξει τη συμπλήρωση του κατηγορητηρίου και της ανάκρισης. Στην περίπτωση αυτή ο διωκόμενος καλείται και πάλι κατά τα οριζόμενα στην παρ. 4. Το Πειθαρχικό.

 

Άρθρο 6.

Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο.

1. Κατά των αποφάσεων του Πειθαρχικού Συμβουλίου εφόσον αυτές δεν απαγγέλουν ποινή επίπληξης και προστίμου, οπότε είναι ανέκκλητες, επιτρέπεται έφεση ενώπιον του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου κατατιθέμενη στην Γραμματεία των Πειθαρχικών Συμβουλίων του Ο.Ε.Ε. μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες μετά από την κοινοποίηση τους. Δικαίωμα έφεσης κατά της απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου έχει ο καταδικασθείς και δύο (2) τουλάχιστον μέλη της Κεντρικής Διοίκησης που συμμετέχουν στο Πειθαρχικό Συμβούλιο υπογράφοντα από κοινού το σχετικό έγγραφο. Η προθεσμία προς έφεση και η άσκηση της έφεσης έχουν ανασταλτική δύναμη.

2. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί να διατάξει νέα ανάκριση. Με την απόφαση του επικυρώνει, μεταρρυθμίζει ή εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση του καταδικασθέντος σε πρώτο βαθμό μέλους. Οι αποφάσεις του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι αμετάκλητες.

3. Η παράγραφος 5 του άρθρου 4 που αναφέρεται στην εξαίρεση των δικαστών, εφαρμόζεται ανάλογα στο Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Επιτρέπεται αίτηση εξαίρεσης μέχρι και δύο (2) μελών του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Επί της αιτήσεως αποφασίζει το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο.

4. Τα μη αιρετά μέλη του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζονται μαζί με τα αναπληρωματικά σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 1479/1984.

5. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο συνεδριάζει με την παρουσία του προέδρου ή του Αναπληρωτή του και τεσσάρων (4) τουλάχιστον από τα μέλη του. Οι αποφάσεις παίρνονται με πλειοψηφία των παρόντων. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται ανάλογα η παράγραφος του άρθρου 5.

6. Τα αιρετά μέλη του Ανωτάτου Πειθαρχικού συμβουλίου και τα ισάριθμα αναπληρωματικά εκλέγονται από τη Συνέλευση των Αντιπροσώπων σύμφωνα με τις διαδικασίες εκλογής των μελών της Κεντρικής Διοίκησης που προβλέπονται από τις διατάξεις του Π.Δ. 326/1983.

7. Σε περίπτωση κωλύματος των μη αιρετών μελών του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου, καλούνται τα αναπληρωματικά μέλη που έχουν ορισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 αυτού του άρθρου.

8. Σε περίπτωση κωλύματος των αιρετών τακτικών μελών του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου καλούνται τα αναπληρωματικά μέλη κατά τη σειρά της εκλογής τους, όπως αυτή αναφέρεται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου.

 

Άρθρο 7.

1. Καθήκοντα Γραμματέα του Πειθαρχικού Συμβουλίου και του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου εκτελούν υπάλληλοι του Ο.Ε.Ε. οριζόμενοι μαζί με τους αναπληρωτές τους με πράξη του Προέδρου της Κεντρικής Διοίκησης. Η διεξαγωγή της όλης υπηρεσίας των Πειθαρχικών Συμβουλίων διενεργείται από την Γραμματεία στην οποία τοποθετείται με όμοια πράξη του Προέδρου της Κεντρικής Διοίκησης το απαραίτητο για τη λειτουργία της προσωπικό, από το προσωπικό του Ο.Ε.Ε.

2. Οι αποφάσεις του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου κοινοποιούνται με επιμέλεια του Προέδρου αυτού προς τη Γραμματεία της Κεντρικής Διοίκησης του Ο.Ε.Ε. για τη δημοσίευση στο Δελτίο του Ο.Ε.Ε. και για την υποβολή τους στις αρμόδιες Αρχές προς γνώση και εκτέλεση. Τα ίδια ισχύουν και για τις ανέκκλητες, εξαιτίας ποινής ή εξαιτίας παρόδου της για άσκηση έφεσης προθεσμίας, αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου.

 

Άρθρο 8.

Η ισχύς του Διατάγματος αυτού αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

Αθήνα, 26 Ιουλίου 1986

 

 


Κατεβάσετε επίσης το αρχείο με το πρωτότυπο κείμενο, όπως είναι δημοσιευμένο στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ.) του Εθνικού Τυπογραφείου.


 

Έχει διαβαστεί 813 φορές