Προεδρικό Διάταγμα 1225/1981 - ΦΕΚ 304/Α/16-10-1981
Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων.
ΠΡΟΣΟΧΗ
Τα άρθρα 124 έως και 168 του π.δ. 1225/1981 (Α’ 304), ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΑΝ με την παρ.β του άρθρου 166 του Ν.4820/2021 - ΦΕΚ 130/Α/23-7-2021
ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑ υπ’ αριθ. 1225/1981
ΦΕΚ 304/Α/16-10-1981
Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων.
Έχοντες υπ’ όψιν:
1.Τας διατάξεις:α)Του άρθρου 87 του Π.Δ/τος 774/1980 «περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου ισχυουσών διατάξεων υπό τον τίτλον «Οργανισμός του Ελεγκτικού Συνεδρίου» (Φ.Ε.Κ. 189/1980), β)του άρθρου 9 παράγρ. ΙΙ του Ν. 1160/1981 «περί αυξήσεως των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων κ.λ.π.» (ΦΕΚ 147/1981).
2.Την από 8 Ιουνίου 1981 γνώμην της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
3. Την υπ’ αριθ. 852/1981 γνωμοδότησιν του Συμβουλίου της Επικρατείας, προτάσει του Υπουργού των Οικονομικών, αποφασίζομεν.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ
ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
Δικαιοδοσία Ελεγκτικού Συνεδρίου
Άρθρον 1.
ΔικαιοδοσίαΑρμοδιότης
Εις την δικαιοδοσίαν του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκουν πάσαι αι υπό των κειμένων διατάξεων ανατεθείσαι εις αυτό διαφοραί και υποθέσεις.
Εν τη ενασκήσει της δικαστικής αυτού δικαιοδοσίας, το Συνέδριον δικαιούται να εξετάζη παρεπιπτόντως τα ανακύπτοντα ζητήματα αρμοδιότητος των λοιπών δικαστηρίων, της επί τούτων αποφάσεως αυτού ισχυούσης μόνον επί της κριθείσης διαφοράς.
Άρθρον 2
Αρμοδιότης ΟλομελείαςΤμημάτων.
1.Την δικαιοδοσίαν ασκεί το Ελεγκτικόν Συνέδριον δια της Ολομελείας, των Τμημάτων και του Κλιμακίου αυτού.
2.Εν Ολομελεία δικάζει και αποφασίζει επί αιτήσεων αναιρέσεως κατ’ αποφάσεων των Τμημάτων αυτού, δια των Τμημάτων δε επί πάσης άλλης περιπτώσεως και δια του Κλιμακίου επί ενστάσεων κατά το άρθρον 5 του ν. 448/1964.
3.Εις περίπτωσιν καθ΄ ην η διαφορά εισήχθη εις Τμήμα διάφορον του αρμοδίου, παραπέμπεται αύτη εις το εις ο υπάγεται αρμόδιον τοιούτον, τυχόν όμως εκδίκασίς της δεν ιδρύει λόγον αναιρέσεως.
Άρθρον 3
Ανάθεσις διαδικαστικών πράξεων εις άλλας Αρχάς.
Το Ελεγκτικόν Συνέδριον δύναται να αναθέτη την ενέργειαν επί μέρους διαδικαστικών πράξεων εις ετέρας κατά τόπον αρμοδίας δικαστικάς ή διοικητικάς αρχάς. Προκειμένου δε περί προσώπων ευρισκομένων εν τη αλλοδαπή εις τας οικείας Προξενικάς αρχάς.
Η παράλειψις εγκαίρου ενεργείας των ως άνω πράξεων, συνιστά πειθαρχικόν αδίκημα παραβάσεως καθήκοντος παντός αρμοδίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄
Εξαίρεσις Δικαστών
Άρθρον 4.
Λόγοι αποκλεισμού-εξαιρέσεως.
(«Οι λόγοι εξαιρέσεως του άρθρου 52 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας ισχύουν και δια τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τον Γενικόν Επίτροπον της Επικρατείας και τον παρ’ αυτώ Αντεπίτροπον, πλήν της περιπτώσεως του εδαφίου ε΄, ο λόγος εξαιρέσεως της οποίας δεν συντρέχει δια τους οπωσδήποτε συμμετασχόντας εις την έκδοσιν της πράξεως ή αποφάσεως κατά της οποίας ασκείται έφεσις, αίτησις αναιρέσεως ή αίτησις αναθεωρήσεως. Κατά πάσαν περίπτωσιν εις τας Συνεδριάσεις της Ολομελείας δεν δύνανται να μετέχουν οι μετασχόντες του αρμοδίου Τμήματος ως Πρόεδρος ή εισηγητής εις την έκδοσιν της καθ’ ης η αίτησις αναιρέσεως αποφάσεως.
Περί της εξαιρέσεως αποφαίνεται η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή το αρμόδιον Τμήμα αυτού.
Οι μετέχοντες τούτων δικασταί, εάν συντρέχη λόγος εξαιρέσεως, οφείλουν να δηλώσουν τούτο εις τον Πρόεδρον του Δικαστηρίου.
Προκειμένου περί του Κλιμακίου αρμόδιος ν’ αποφανθή είναι ο Πρόεδρος αυτού.
Η διάταξις του άρθρου 53 του Κωδ. Πολ. Δικονομίας έχει ανάλογον και εν προκειμένω εφαρμογήν», άρθρον 10 Π.Δ. 774/1980 Φ.Ε.Κ. 189/1980).
Άρθρον 5
Δήλωσις αποχής.
Οι δικασταί, εάν συντρέχη λόγος εξαιρέσεως αυτών, οφείλουν να δηλώσουν τούτο εις τον Πρόεδρον και ο Αντεπίτροπος εις τον Επίτροπον. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αι διατάξεις του άρθρου 10 του Π.Δ. 774/1980.
Άρθρον 6
Διαδικασία εξαιρέσεως.
1.Η περί ης το άρθρον 4 του παρόντος εξαίρεσις προτείνεται τρεις τουλάχιστον ημέρας προς της ορισθείσης δικασίμου, δι’ εγγράφου αιτήσεως του διαδίκου προς τον Πρόεδρον της Ολομελείας ή του οικείου Τμήματος.
Εξαίρεσις δικαστού και μετά την προθεσμίαν ταύτην επιτρέπεται όταν οι λόγοι της εξαιρέσεως προέκυψαν μετά ταύτην ή εγένοντο γνωστοί μεταγενεστέρως εις τον διάδικον και όταν τούτο δύνανται να βεβαιωθή προσηκόντως.
2.Η αίτησις πρέπει να περιέχη επί ποινή απαραδέκτου, σαφώς τους λόγους δι’ ους ζητείται η ε εξαίρεσις, να αναφέρη τα μέσα προς απόδειξιν τούτων και να υπογράφεται παρά του διαδίκου ή του έχοντος ειδικήν πληρεξουσιότητα.
3.Ο Γραμματεύς του Ελεκτικού Συνεδρίου, ανακοινοί αμελλητί την περί εξαιρέσεως αίτησιν εις τον δικαστήν τον οποίον αφορά αύτη, όστις οφείλει να εκφρασθή εγγράφως επ’ αυτής.
4.Η περί εξαιρέσεως αίτησις, υποβαλλομένη διαρκούσης της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, γίνεται δια δηλώσεως καταχωριζομένης εις τα πρακτικά και περιλαμβάνει τους λόγους εξαιρέσεως, συζητείται δε παραχρήμα άνευ συμμετοχής του εξαιρουμένου.
5.Αίτησις εξαιρέσεως ολοκλήρου της Ολομελείας ή Τμήματος ή τόσων δικαστών, ώστε ο υπολειπόμενος αριθμός να μη επαρκή δια την νόμιμον συγκρότησιν τούτων είναι απαράδεκτος.
6.Επί της υποβληθείσης αιτήσεως εξαιρέσεως αποφασίζει η Ολομέλεια ή το αρμόδιον Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά περίπτωσιν, άνευ συμμετοχής του εξαιρουμένου.
7.Ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας δεν εξαιρείται οσάκις ενεργεί ως διάδικος.
Άρθρον 7.
Απόφασις.
1.Η επί της αιτήσεως εξαιρέσεως απόφασις εκδίδεται παραχρήμα επί τη βάσει πιθανολογήσεως των περί εξαιρέσεως λόγων.
2.Βεβαιωθέντος του λόγου εξαιρέσεως, το δικαστήριον διατάσσει, όπως ο εξαιρούμενος δικαστής απέχη της εκτελέσεως των καθηκόντων αυτού εν τη δίκη. Μη βεβαιωθέντος του λόγου εξαιρέσεως, απορρίπτει την αίτησιν ταύτην.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄
Διάδικοι.
Άρθρον 8.
Τίνες οι διάδικοι.
1.Διάδικοι εις την ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου δίκην είναι το Δημόσιον και το φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον, υπέρ ή καθ’ ων εξεδόθη ή έχει συνεπείας η πράξις ή απόφασις.
2.Ικανός να είναι διάδικος, είναι ο έχων την ικανότητα να είναι υποκείμενον δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
Άρθρον 9.
Ικανότης του παρίστασθαι.
1.Η ικανότης του διαδίκου προς το παρίστασθαι ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η εκπροσώπησις των ανικάνων προς το παρίστασθαι και η ανάγκη ειδικής εξουσιοδοτήσεως προς διεξαγωγήν της δίκης ρυθμίζονται κατά τας διατάξεις του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας, εφαρμοζομένας αναλόγως.
2.Οσάκις δια την επί δικαστηρίου ενέργειαν απαιτείται προηγουμένη εξουσιοδότησις, αύτη παρέχεται και προκειμένου περί ενεργείας ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η άνευ περιορισμού παρασχεθείσα εξουσιοδότησις προς διεξαγωγήν της δίκης περιλαμβάνει πάσας τας διαδικαστικάς πράξεις και ενεργείας μέχρι του αμετακλήτου της αποφάσεως.
3.Η ικανότης του παρίστασθαι εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως υπό του δικαστηρίου.
Άρθρον 10.
1.Εάν συντρέχουν ελλείψεις ως προς την ικανότητα των διαδίκων προς το παρίστασθαι επί δικαστηρίου ιδίω ονόματι, ως προς την νόμιμον εκπροσώπησίν των και ως προς την απαιτουμένην δια την διεξαγωγήν της δίκης άδειαν ή εξουσιοδότησιν, δυνάμεναι να συμπληρωθούν, το δικαστήριον αναβάλλει την πρόοδον της δίκης δυνάμενον να τάξη και προθεσμίαν προς συμπλήρωσιν των ελλείψεων.
2.Παρερχομένης απράκτου της προθεσμίας, το Συνέδριον προβαίνει εις την εκδίκασιν της υποθέσεως.
Άρθρον 11.
Εκπροσώπησις Δημοσίου, Νομικών Προσώπων κλπ.
1.Το Δημόσιον εκπροσωπείται εις την δίκην κατά τας κειμένας περί δικών του Δημοσίου διατάξεις.
2.Τα Νομικά Πρόσωπα, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, ως και αι εν αποκεντρώσει δημόσιαι υπηρεσίαι εκπροσωπούνται εις την δίκην κατά τας περί αυτών ισχυούσας διατάξεις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄.
Ομοδικία.
Άρθρον 12
Ομοδικία.
Δύνανται να ασκηθούν από κοινού ένδικα μέσα υπό των ομοδίκων, κατά της εκδοθείσης κατ’ αυτών πράξεως ή αποφάσεως.
Άρθρον 13.
Συνεκδίκασις ή χωρισμός.
1.Δια την ασφαλεστέραν διάγνωσιν και ταχυτέραν εκδίκασιν, το δικαστήριον δύναται να διατάσση την συνεκδίκασιν πλειόνων ενδίκων μέσων ή αιτήσεων καταλογισμού ως προς τας οποίας συντρέχουν αι προυποθέσεις της ομοδικίας.
2.Το δικαστήριον ωσαύτως δύναται να διατάσση τον χωρισμόν της εκδικάσεως επί κοινού ενδίκου μέσου ή αιτήσεως δια πάντα διαδικαστικόν ή ουσιαστικόν λόγον δικαιολογούντα τούτον.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄.
Παρέμβασις.
Άρθρον 14.
Προϋποθέσεις και τρόπος παρεμβάσεως.
1.Πας τρίτος έχων έννομον συμφέρον δύναται να παρέμβη εις εκκρεμή ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου δίκην.
2.Η παρέμβασις ασκείται δια δικογράφου, κατατιθεμένου εν πρωτοτύπω εις τον Γραμματέα του Ελεγκτικού Συνεδρίου οκτώ τουλάχιστον πλήρεις ημέρας προ της ορισθείσης δικασίμου, συντασσομένης της οικείας εκθέσεως. Αντίγραφον της παρεμβάσεως κοινοποιείται εις τους διαδίκους πέντε τουλάχιστον ημέρας προ της συζητήσεως, επιμελεία του παρεμβαίνοντος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ.΄
Παράστασις Διαδίκων Πληρεξουσιότης.
Άρθρον 15.
Παράστασις κατά την συζήτησιν.
1.Το Δημόσιον κατά την συζήτησιν παρίσταται δια του κατά το άρθρον 11 του παρόντος εκπροσωπούντος αυτό.
2.Ενώπιον της Ολομελείας το Δημόσιον παρίσταται δια Συμβούλου ή Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Άρθρον 16.
Οι άλλοι πλήν του Δημοσίου διάδικοι παρίστανται μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου, ενώπιον δε της Ολομελείας εκ των διωρισμένων παρ’ Αρείω Πάγω, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων του Κώδικος περί Δικηγόρων.
Άρθρον 17.
Διορισμός πληρεξουσίου.
1.Ο διορισμός του πληρεξουσίου γίνεται δι’ εγγράφου ή δια προφορικής δηλώσεως ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά την συζήτησιν της υποθέσεως, καταχωριζομένης εις τα Πρακτικά.
2.Το παρέχον την πληρεξουσιότητα έγγραφον δύναται να είναι δημόσιον ή και ιδιωτικόν. Η γνησιότης της υπογραφής του εντολέως πρέπει να βεβαιούται επί του ιδιωτικού εγγράφου υπό συμβολαιογράφου ή υπό δημοσίας, δημοτικής ή κοινοτικής Αρχής.
3.Εάν ο διάδικος είναι αγράμματος, το ιδιωτικόν έγγραφον υπογράφεται υπό δύο μαρτύρων, βεβαιουμένης της γνησιότητος των υπογραφών τούτων κατά τον υπό της προηγουμένης παραγράφου καθοριζόμενον τρόπον ή αναπληρούνται υπό εγγράφου δημοσίας, δημοτικής ή κοινοτικής αρχής, περιέχοντος την ενώπιον αυτών δήλωσιν του αγραμμάτου διαδίκου περί του διοριζομένου πληρεξουσίου αυτού.
4.Τα πληρεξούσια έγγραφα κατατίθενται εις το δικαστήριον.
Άρθρον 18.
Δικαιώματα πληρεξουσίου.
1.Η διδομένη κατά το προηγούμενον άρθρον πληρεξουσιότης παρέχει εις τον πληρεξούσιον το δικαίωμα να παριστά επί δικαστηρίου τον διάδικον και να επιχειρή πάσας τας κυρίας και παρεπομένας πράξεις, τας αφορώσας εις την διεξαγωγήν της δίκης.
2.Πληρεξουσιότης δια πάσας τας δίκας ισχύει μέχρι πέρατος αυτών παρ’ εκτός εάν ανεκλήθη αύτη.
3.Ο πληρεξούσιος είναι υποιχρεωτικώς και αντίκλητος του ενολέως αυτού δια τας αφορώσας την, εις ην παρίσταται, δίκην κοινοποιήσεις, περιλαμβανομένης και της οριστικής αποφάσεως.
4.Η πληρεξουσιότης προς διεξαγωγήν της δίκης ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν περιλαμβάνει, πλήν αν ειδικώς αναφέρεται εν αυτή, την παραίτησιν από δικαιώματος ασκήσεως ενδίκου μέσου ή παραίτησιν από ασκηθέντος ενδίκου μέσου, συνεπαγομένην απώλειαν του δικαιώματος προς άσκησιν νέου τοιούτου. Δεν περιλαμβάνει επίσης το δικαίωμα της προσβολής εγγράφου ως πλαστού.
Άρθρον 19.
Παύσις πληρεξουσιότητος.
Η πληρεξουσιότης παύει α)δια του θανάτου του πληρεξουσίου, β)δια της περατώσεως της δίκης ή της ενεργείας της πράξεως, δι ην παρεσχέθη, γ)δια της παραιτήσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου ή της εκπτώσεως ή της παύσεως αυτού εκ του λειτουργήματος, δ)δια παραιτήσεως εκ της πληρεξουσιότητος, ε)δι’ ανακλήσεως της πληρεξουσιότητος.
Η νομίμως παρασχεθείσα πληρεξουσιότης δεν αίρεται εν περιπτώσει θανάτου ή μεταβολής εις την προσωπικήν κατάστασιν του δόντος αυτήν, εφ’ όσον οι εν τη δίκη διάδοχοι τούτου δεν ανακαλέσουν την πληρεξουσιότητα.
Άρθρον 20.
Παραίτησις και ανάκλησις.
1.Η παραίτησις του πληρεξουσίου και η ανάκλησις της πληρεξουσιότητος, εφ’ όσον δεν γίνονται επ’ ακροατηρίου, ισχύουν έναντι του δικαστηρίου από της καταθέσεως εις την γραμματείαν αυτού δηλώσεως του παραιτουμένου ή του ανακαλούντος, εφ’ ης ισχύουν αναλόγως τα εν παραγράφοις 2 και 3 του άρθρου 17 του παρόντος, έναντι δε του ετέρου των διαδίκων από της κοινοποιήσεως εις αυτόν της παραιτήσεως ή της ανακλήσεως.
2.Η ανάκλησις της πληρεξουσιότητος πρέπει να κοινοποιηθή και εις τον ανακαλούμενον πληρεξούσιον.
3.Ο παραιτούμενος πληρεξούσιος και μετά την παραίτησιν αυτού εφ’ όσον δεν διωρίσθη έτερος, επιχειρεί τας αναγκαίας πράξεις προς αποτροπήν επιζημίων εκ της παραιτήσεως συνεπειών εις τα συμφέροντα του δόντος την πληρεξουσιότητα.
Άρθρον 21.
Νομιμοποίησις πληρεξουσίου.
1.Δια τας προπαρασκευαστικάς πράξεις και κλήσεις μέχρι της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, θεωρείται υπάρχουσα πληρεξουσιότης, δια δε την επ’ ακροατηρίου συζήτησιν απαιτείται ρητή πληρεξουσιότης κατά τους ορισμούς του άρθρου 17 του παρόντος, ης μη υπαρχούσης κηρύσσονται άκυροι όλαι αι πράξεις και αυταί αι πρότερον επιχειρηθείσαι υπό του ενεργήσαντος ως πληρεξουσίου ως και αι κλήσεις προς συζήτησιν.
΄Ενδικα μέσα, υπογεγραμμένα υπό πληρεξουσίου μη νομιμοποιηθέντος το βραδύτερον κατά την πρώτην επ’ ακροατηρίου συζήτησιν, απορρίπτονται.
2.Το Δικαστήριον κατ’ αίτησιν του εμφανιζομένου ως πληρεξουσίου και μη αποδεικνύοντος την πληρεξουσιότητα, δύναται, εκτιμών τας περιστάσεις, να χορηγήση εφ’ άπαξ βραχείαν αναβολήν της συζητήσεως ή να επιτρέψη την προσωρινήν συμμετοχήν αυτού εις την δίκην, ορίζον σύντομον προθεσμίαν δια την νομιμοποίησίν του, έστω και εκ των υστέρων. Εάν εντός της ταχθείσης προθεσμίας δεν προσαχθεί το πληρεξούσιον, το δικαστήριον, δια της εκδιδομένης αποφάσεως, κηρύσσει ακύρους τας επιτραπείσας ως άνω πράξεις, τηρουμένων κατά τα λοιπά των διατάξεων της παραγράφου 1 του παρόντος και του άρθρου 27 κατά περίπτωσιν.
Άρθρον 22.
Έλλειψης Πληρεξουσιότητος.
Η έλλειψις πληρεξουσιότητος εξετάζεται αυτεπαγγέλτως υπό του δικαστηρίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ΄.
Θεμελιώδεις Δικονομικαί Αρχαί.
Άρθρον 23.
Καθήκον αληθείας και κυρώσεις επί παραβάσει τούτου.
Οι διάδικοι, οι παρεμβαίνοντες, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι πληρεξούσιοι αυτών, οφείλουν να ενεργούν κατά τους κανόνας της καλής πίστεως και των χρηστών ηθών και να τηρούν επί παντί το καθήκον της αληθείας.
Άρθρον 24.
Ευπρεπής διατύπωσις εγγράφων των διαδίκων.
Το Δικαστήριον δύναται κατ’ αίτησιν του διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως να διατάσση την εκ των δικογράφων και υπομνημάτων διαγραφήν εξυβριστικών ή άλλων αναρμόστων φράσεων.
Άρθρον 25.
Θεμελιώδεις Κανόνες Διεξαγωγής της Δίκης.
Το Δικαστήριον μεριμνά εξ επαγγέλματος περί προόδου εν γένει της δίκης, διατάσσον πάσαν κατά νόμον απαιτουμένην διαδικαστικήν πράξιν και ενέργειαν δια την διακρίβωσιν της αληθείας και την ταχυτέραν περάτωσιν της δίκης.
Άρθρον 26.
Ισότης Διαδίκων.
1.Οι διάδικοι είναι ίσοι ενώπιον του Δικαστηρίου, δικαιούνται δε να παραστούν κατά πάσαν επ’ ακροατηρίου συζήτησιν της υποθέσεως καλούμενοι προς τούτο.
2.Αίτησις αναβολής της συζητήσεως έστω και αν υποβάλλεται υπό πάντων των διαδίκων δεν υποχρεοί το Ελεγκτικόν Συνέδριον.
Άρθρον 27.
Απουσία Διαδίκου.
Το δικαστήριον εξετάζει και κρίνει τας ενώπιον αυτού εισαγομένας υποθέσεις και απολοιπομένων των ενδιαφερομένων μερών, χωρίς εκ της απουσίας τούτων να τεκμαίρεται ομολογία.
Άρθρον 28.
Δημοσιότης συζητήσεων.
1.Αι προς συζήτησιν των υποθέσεων συνεδριάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου γίνονται δημοσία, παρισταμένων του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας και του Γραμματέως του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή των νομίμων αναπληρωτών αυτών.
2.Αι διασκέψεις του δικαστηρίου προς έκδοσιν αποφάσεων επί των συζητηθεισών υποθέσεων είναι μυστικαί.
3.Κατά τας διασκέψεις της Ολομελείας παρίσταται και ο Γενικός Επίτροπος, όστις δικαιούται να παρίσταται και εις τας τοιαύτας των Τμημάτων προς ανάπτυξιν της γνώμης του, αποχωρών προ πάσης ψηφοφορίας, Οσάκις ασκεί ένδικα μέσα δεν παρίσταται εις τας διασκέψεις τούτων.
4.Κατά τας διασκέψεις, ωσαύτως, της Ολομελείας και των Τμημάτων παρίσταται και ο Γραμματεύς ή ο νόμιμος αναπληρωτής αυτού.
Άρθρον 29.
Προφορική η συζήτησις.
1.Η επ’ ακροατηρίου διαδικασία διεξάγεται προφορικώς.
2.Μέχρι της προτεραίας της συζητήσεως επιτρέπεται εις τους διαδίκους να καταθέσουν εις την Γραμματείαν του Δικαστηρίου υπομνήματα προς ανάπτυξιν των ισχυρισμών αυτών.
Κατόπιν εγκρίσεως του Προέδρου, χορηγουμένης επ’ ακροατηρίου, δύναται να κατατίθενται ταύτα το βραδύτερον εντός πενθημέρου από της συζητήσεως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η΄.
Εκθέσεις και Δικόγραφα.
Άρθρον 30.
Εκθέσεις.
1.Περί πάσης υπό αρμοδίου δικαστού ή δικαστικού υπαλλήλου ή άλλου οργάνου επιχειρουμένης πράξεως αφορώσης εις την διαδικασίαν ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ενεργουμένης υπ’ αυτού ή εν συμπράξει μετ’ άλλου οργάνου, συντάσσεται έκθεσις.
2.Η έκθεσις πρέπει να συντάσσεται επί παρουσία των πραττόντων και άμα τη ενεργεία της δι’ αυτής διαπιστουμένης πράξεως, να αναφέρη τον τόπον και τον χρόνον διενεργείας ταύτης, το ονοματεπώνυμον και την ιδιότητα του συντάσσοντος οργάνου, του συμπράττοντος και των λοιπών νομίμως παραστάντων και να υπογράφεται υπό πάντων τούτων, αφού αναγνωρισθή υπό του συντάξαντος. Εν περιπτώσει αδυναμίας ή αρνήσεως τινός να υπογράψη την έκθεσιν, γίνεται μνεία περί τούτου εν αυτή.
Άρθρον 31.
Απαραίτητα Στοιχεία του Δικογράφου.
1.Τα υπό των διαδίκων εις έτερον επιδιδόμενα ή υποβαλλόμενα εις το Συνέδριον δικόγραφα πρέπει να αναφέρουν:
α)Την Ολομέλειαν ή το Τμήμα ενώπιον του οποίου απευθύνονται, β)το είδος του δικογράφου, γ)το όνομα, το επώνυμον, το όνομα πατρός, την κατοικίαν, μετά προσδιορισμού της συνοικίας, οδού και αριθμού εκάστου των διαδίκων και των νομίμων αντιπροσώπων των, επί νομικών δε προσώπων την επωνυμίαν και και την έδραν αυτών, δ)το αντικείμενον του δικογράφου, κατά τρόπον σαφή, ωρισμένον και ευσύνοπτον και ε)τον τόπον, τον χρόνον συντάξεως αυτού, τον αριθμόν δελτίου ταυτότητος του διαδίκου ή του νομίμου αντιπροσώπου ή του πληρεξουσίου του, ως και την εκδούσαν τούτο αρχήν, προκειμένου δε περί του δημοσίου τον νομίμως εκπροσωπούντα αυτό εις την δίκην και να φέρουν εν τέλει την υπογραφήν του διαδίκου ή του νομίμου αντιπροσώπου ή του πληρεξουσίου των.
2.Πάσα μεταβολή δηλωθείσης διευθύνσεως πρέπει να γνωστοποείται, είτε δια των διαμειβομένων δικογράφων ή των υπομνημάτων, είτε δι’ αυτοτελούς εγγράφου κατατιθεμένου εις την Γραμματείαν του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τιθεμένου δ’ εν τω φακέλλω της δικογραφίας.
Άρθρον 32.
1.Η εις την δηλωθείσαν κατά το προηγούμενον άρθρον διεύθυνσιν της κατοικίας γενομένη επίδοσις εγγράφου αφορώντος εις εκκρεμή δίκην, συμπεριλαμβανομένης και της οριστικής αποφάσεως, είναι έγκυρος και εάν ο προς ον αύτη δεν είχεν, ή δεν έχη πλέον, αυτόθι την κατοικίαν του.
2.Εν παραλείψει δηλώσεως της διευθύνσεως της κατοικίας, ή γνωστοποιήσεως τυχόν μεταβολής ταύτης, πάσαι αι επιδόσεις, συμπεριλαμβανομένης της επιδόσεως της οριστικής αποφάσεως δύναται να γίνωνται προς τον Γενικόν Επίτροπον της Επικρατείας παρά τω Ελεγκτικώ Συνεδρίω εφ’ όσον δεν υπάρχει αντίκλητος, ή υπάρχει μεν άλλ’ είναι άγνωστος η διεύθυνσις αυτού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ΄.
Επιδόσεις.
Άρθρον 33.
Όργανα Επιδόσεως.
1.Αι επιδόσεις από μέρους του ιδιώτου διαδίκου γίνονται δια δικαστικού επιμελητού, αν μη ειδικαί διατάξεις του παρόντος άλλως ορίζουν.
2.Αι επιδόσεις από μέρους του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, ως και αι επιδόσεις ων την επιμέλειαν έχει η Γραμματεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, γίνονται δια δικαστικού επιμελητού ή δια παντός άλλου δημοσίου, δημοτικού ή κοινοτικού οργάνου, ή τοιούτου Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου.
3.Η επίδοσις γίνεται κατόπιν παραγγελίας διδομένης εγγράφως υπό του επιμελουμένου ταύτης.
Άρθρον 34.
Προς τίνας γίνεται η επίδοσις.
Η επίδοσις γίνεται:
1.Εις τον προς ον αύτη ή τον πληρεξούσιον ή τον αντίκλητον αυτού.
2.Επί προσώπων ανικάνων προς το παρίστασθαι επί δικαστηρίου, προς τον νόμιμον αντιπρόσωπον αυτών ή τον πληρεξούσιον ή τον αντίκλητον.
3.Επί προσώπων πνευματικώς ασθενών και μη κηρυχθέντων υπό απαγόρευσιν, προς τον προσωρινόν διαχειριστήν, εφ’ όσον διωρισθή τοιούτος.
4.Επί νομικών προσώπων, προς τον κατά τον Νόμον και το καταστατικόν ή τον οργανισμόν αυτών, εκπρόσωπον τούτων.
5.Επί του Δημοσίου, προς τον εκπροσωπούντα αυτό κατά τας περί δικών του δημοσίου κειμένας διατάξεις.
Άρθρον 35.
Τόπος Επιδόσεως.
1.Η επίδοσις προς το δημόσιον, τα Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. και πάσαν άλλην αρχήν γίνεται εν τω Καταστήματι της Υπηρεσίας του προς ον η επίδοσις, κατά τας καθωρισμένας εργασίμους ώρας.
2.Εις πάσαν άλλην περίπτωσιν η επίδοσις δύναται να γίνη εις πάντα τόπον, εις τον οποίον ευρίσκεται ο προς ον είναι επιδοτέον το έγγραφον.
3.Εάν ο εν τη προηγουμένη παραγράφω έχη εις τον τόπον εις τον οποίον πρόκειται να γίνη η επίδοσις, γνωστήν κατοικίαν ή επαγγελματικήν εγκατάστασιν, ή εργάζεται αυτόθι ως υπάλληλος, εργάτης ή υπηρέτης ή υπό άλλην ιδιότητα, ή εκτός του χώρου της κατοικίας, ή της επαγγελματικής εγκαταστάσεως ή της εργασίας του, επίδοσις δεν δύναται να γίνη άνευ της συναινέσεως αυτού.
4.Εν τω Καταστήματι του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο προς ον η επίδοσις δεν δύναται να αρνηθή ταύτην. Εν αρνήσει, συντάσσεται έκθεσις υπό του ενεργούντος την επίδοσιν, βεβαιούσα την άρνησιν, το δ’ επιδοτέον έγγραφον αποστέλλεται επί αποδείξει δια του ταχυδρομείου.
Η επίδοσις θεωρείται γενομένη από της χρονολογίας της εκθέσεως.
5.Εν ουδεμιά περιπτώσει συγχωρείται να γίνη η επίδοσις εις χώρους λατρείας, κατά τας ώρας των ιεροτελεστιών ή άλλων θρησκευτικών τελετών ή προσευχών, ή εντός αιθούσης δικαστηρίου συνεδριάζοντος.
Άρθρον 36.
Χρόνος Επιδόσεως.
1.Η επίδοσις δεν δύναται να γίνη εν καιρώ νυκτός, ή καθ’ ήμέραν Κυριακήν, ή άλλην εορτήν κατά νόμον εξαιρετέαν, άνευ της συναινέσεως του προς ον αύτη.
2.Η νύξ θεωρείται διαρκούσα από της 7ης εσπερινής μέχρι και της 7ης πρωινής.
Άρθρον 37.
Τρόπος επιδόσεως προς πλείονας.
1.Εάν ο προς ον η επίδοσις παρίσταται ή ενεργή ως νόμιμος αντιπρόσωπος πλειόνων ανικάνων προσώπων, αρκεί η εις αυτόν παράδοσις ενός μόνον αντιγράφου ή πρωτοτύπου του επιδοτέου εγγράφου.
2.Εάν η επίδοσις γίνεται προς ένα αντίκλητον πλειόνων διαδίκων, απαιτείται η παράδοσις ισαρίθμων εγγράφων προς τους υπό του αντικλήτου εκπροσωπουμένους.
Άρθρον 38.
Επίδοσις εν τη Κατοικία.
1.Εάν ο προς ον η επίδοσις δεν ευρίσκεται εν τη κατοικία αυτού, το έγγραφον παραδίδεται είς τινα των μετ’ αυτού συνοικούντων συγγενών ή υπηρετών και εν ελλείψει ή απουσία αυτών πρός τινα των λοιπών συνοίκων, έχοντα, κατά την κρίσιν του επιδίδοντος, συνείδησιν των πραττομένων.
2.Κατοικία είναι η οικία ή το διαμέρισμα αυτής, το προωρισμένον δια διημέρευσιν και διανυκτέρευσιν του προς ον η επίδοσις, και αν προσωρινώς δεν χρησιμοποιήται προς τον σκοπόν τούτον.
3.Ως σύνοικοι θεωρούνται και οι θυρωροί κατοικιών και αι εν αυταίς οικούσαι οικογένειαι τούτων, οι διευθυνταί ξενοδοχείων και οικοτροφείων και το υπαλληλικόν και υπηρετικόν προσωπικόν αυτών.
Δεν θεωρούνται ως σύνοικοι, οι ένοικοι ετέρου διαμερίσματος της αυτής οικίας.
4.Μη ευρισκομένου εν τη κατοικία τινός των εις ους δύναται να γίνη η επίδοσις κατά τας προηγουμένας παραγράφους, το έγγραφον επικολλάται εις την θύραν της κατοικίας επί παρουσία ενός μάρτυρος, γιγνομένης μνείας περί της θυροκολλήσεως εν τη εκθέσει.
Άρθρον 39.
Επίδοσις εν τω Καταστήματι κ.λ.π.
Εάν ο προς ον η επίδοσις δεν ευρίσκεται εις το κατάστημα, γραφείον ή εργαστήριον, όπου ασκεί είτε μόνος είτε μετ’ άλλου το επάγγελμα αυτού ή εργάζεται αυτόθι ως υπάλληλος, εργάτης ή υπηρέτης, το έγγραφον παραδίδεται προς τον διευθυντήν του καταστήματος ή του γραφείου ή του εργαστηρίου ή πρός τινα των συνεταίρων, συνεργατών, υπαλλήλων ή υπηρετών, έχοντα, κατά την κρίσιν του επιδίδοντος, συνείδησιν των πραττομένων. Εάν ουδείς εκ των ανωτέρω αναφερομένων ευρίσκεται αυτόθι, η επίδοσις γίνεται εις την κατοικίαν του προς ον αύτη.
Άρθρον 40.
Ειδικαί περιπτώσεις.
1.Επί αξιωματικών, υπαξιωματικών, οπλιτών ή οργάνων των ενόπλων δυνάμεων της Χώρας και των Σωμάτων Χωροφυλακής και Αστυνομίας Πόλεων, Λιμενικού και Πυροσβεστικού Σώματος, η επίδοσις δύναται να γίνη και προς τον διοικητήν της μονάδος ή τον προϊστάμενον της υπηρεσίας, εις ην ανήκουν, υποχρεούμενον να παραδώση ή διαβιβάση αμελλητί το έγγραφον εις τον προς ον απευθύνεται.
Τοιαύτη επίδοσις δεν συγχωρείται α)προκειμένου περί ανωτάτων αξιωματικών και των διοικητών ή διευθυντών μονάδων και υπηρεσιών και β)προκειμένου περί των τελούντων εν αδεία, διαθεσιμότητι ή αργία.
2.Επί των ανηκόντων εις την υπηρεσίαν φάρων και φανών η επίδοσις δύναται να γίνη προς τον λιμενάρχην της περιφερείας εις την οποίαν ασκούν τα καθήκοντά των.
3.Εάν ο προς ον η επίδοσις νοσηλεύεται εις νοσοκομείον ή κρατήται εις φυλακήν και η μετ’ αυτού επικοινωνία δεν είναι δυνατή κατά την εν τη εκθέσει επιδόσεως σημειουμένην βεβαίωσιν της διευθύνσεως του νοσοκομείου ή της φυλακής, η επίδοσις δύναται να γίνη προς τον διευθυντήν του νοσοκομείου ή της φυλακής, ο οποίος υποχρεούται να εγχειρίση το έγγραφον εις τον προς ον η επίδοσις.
4.Εάν ο προς ον η επίδοσις υπηρετή εις εμπορικόν πλοίον ελλιμενισμένον εις Ελληνικόν λιμένα, αύτη, εν απουσία ή αρνήσει αυτού να παραλάβη το έγγραφον ή αρνήσει ή αδυναμία να υπογράψη την έκθεσιν, γίνεται προς τον πλοίαρχον του πλοίου ή προς τον αναπληρωτήν του, εν απουσία δε ή αρνήσει και τούτων να παραλάβουν τούτο, γίνεται προς τον λιμενάρχην, υποχρεούμενον να ειδοποιήση τον προς ον η επίδοσις.
5.Εάν ο προς ον η επίδοσις υπηρετή εις εμπορικόν πλοίον μη ελλιμενισμένον εις Ελληνικόν λιμένα, αύτη γίνεται εις την κατοικίαν αυτού και εν ελλείψει τοιαύτης, γίνεται κατά τας διατάξεις περί επιδόσεως εις τους αγνώστους διαμονής.
Εν πάση δε περιπτώσει η επίδοσις γίνεται και εις τα εν τη ημεδαπή γραφεία του πλοιοκτήτου ή άλλως του εν τω Ελληνικώ λιμένι Πράκτορος του πλοίου εν υπάρξει τοιούτων.
Άρθρον 41.
Επίδοσις προς τους εν τη αλλοδαπή και τους αγνώστου διαμονής.
1.Εάν ο προς ον η επίδοσις κατοική εν τη αλλοδαπή και είναι γνωστός ο τόπος και η διεύθυνσις της εν τη αλλοδαπή κατοικίας αυτού, η επίδοσις γίνεται, εν ελλείψει αντικλήτου, εις τον Υπουργόν των Εξωτερικών, προς διαβίβασιν του εγγράφου εις τον προς ον απευθύνεται. Η επίδοσις θεωρείται συντελεσθείσα άμα τη εις τον Υπουργόν ή εντεταλμένον παρ’ αυτού υπάλληλον παραδόσει του εγγράφου.
2.Εάν ο προς ον η επίδοσις είναι αγνώστου κατά τον χρόνον της επιδόσεως διαμονής, αύτη, εν ελλείψει αντικλήτου, γίνεται εις τον δήμαρχον ή τον πρόεδρον της κοινότητος της τελευταίας γνωστής κατοικίας ή διαμονής αυτού, ουδεμιάς δε γνωστής τοιαύτης υπαρχούσης, εις τον Δήμαρχον Αθηναίων.
Άρθρον 42.
Εν αρνήσει παραλαβής.
1.Εάν ο προς ον η επίδοσις ή τα εν τοις άρθροις 38 και 39 του παρόντος αναφερόμενα πρόσωπα αρνούνται την παραλαβήν του εγγράφου ή την υπογραφήν της εκθέσεως επιδόσεως, ο επιδίδων επικολλά τούτο επί της θύρας της κατοικίας ή του καταστήματος, γραφείου ή εργαστηρίου, επί παρουσία ενός μάρτυρος, γιγνομένης μνείας περί της θυροκολλήσεως εν τη εκθέσει.
2.Εάν κατά τας περιπτώσεις του προηγουμένου άρθρου τα εν αυτώ αναφερόμενα πρόσωπα αρνούνται την παραλαβήν του εγγράφου ή την υπογραφήν της εκθέσεως επιδόσεως, το έγγραφον παραδίδεται εις τον εισαγγελέα των πρωτοδικών της περιφερείας, εις ην υπάγονται, όστις διαβιβάζει τούτο αυτοίς.
3.Εάν κατά τας περιπτώσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 35 του παρόντος ο εκπρόσωπος της αρχής ή ο εντεταλμένος υπάλληλος αρνηθή την παραλαβήν του εγγράφου ή την υπογραφήν της εκθέσεως, βεβαιούται η άρνησις εν αυτή παραδίδεται το έγγραφον αμελλητί εις τον εν τη έδρα της αρχής ή της υπηρεσίας του υπαλλήλου εισαγγελέα πρωτοδικών, μη υπάρχοντος δ’ εν αυτή πρωτοδικείου, εις τον ειρηνοδίκην, όστις διαβιβάζει τούτο προς την αρχήν ή τον υπάλληλον.
4.Εις τας περιπτώσεις των προηγουμένων παραγράφων 2 και 3 η επίδοσις θεωρείται συντελεσθείσα από της χρονολογίας της εκθέσεως.
Άρθρον 43.
Αντίκλητος.
1.Πας διάδικος εν τη ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου δίκη, εξαιρέσει του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, υποχρεούται δια του πρώτου προς το Συνέδριον απευθυνομένου δικογράφου να διορίση ως αντίκλητον πρόσωπον, έχον την κατοικίαν αυτού εν τη έδρα του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
2.Ο διορισμός πρέπει να περιέχει το ονοματεπώνυμον, το όνομα πατρός, επάγγελμα και ακριβή προσδιορισμόν της διευθύνσεως της κατοικίας και της επαγγελματικής εγκαταστάσεως του αντικλήτου.
Η παράγραφος 2 του άρθου 31 του παρόντος εφαρμόζεται και εν προκειμένω.
3.Ο επιμελούμενος της επιδόσεως και όταν υπάρχη αντίκλητος, αναζητεί κατά πρώτον τον διάδικον ή τον νόμιμον αντιπρόσωπον αυτού προς παράδοσιν του επιδοτέου, μη επιτρεπομένης όμως εν απουσία των τελευταίων τούτων, της επιδόσεως δια θυροκολλήσεως. Εν ουδεμιά περιπτώσει δύναται να προβληθή ακυρότης της επιδόσεως εκ του ότι αύτη εγένετο προς τον διορισθέντα αντίκλητον, πλήν αν ειδική διάταξις απαιτή την προς αυτόν τούτον τον διάδικον ή τον νόμιμον αντιπρόσωπον αυτού παράδοσιν του εγγράφου.
4.Η επίδοσις προς τον αντίκλητον διενεργείται καθ’ ον τρόπον και προς αυτόν τοιούτον τον διάδικον, εφαρμοζομένων αναλόγως και των διατάξεων των άρθρων 38 και 39 και της παραγράφου 1 του άρθρου 42 του παρόντος.
5.Η ιδιότης του αντικλήτου παύει α)δια του θανάτου αυτού, β)δια της περατώσεως της δίκης, γ)δια παραιτήσεως ή δι’ ανακλήσεως του διορισμού.
Αι διατάξεις των άρθρων 19 και 20 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και επί του αντικλήτου.
Ο διάδικος υποχρεούται εις άμεσον αντικατάστασιν του εκλιπόντος, παραιτηθέντος ή ανακληθέντος αντικλήτου δι’ εγγράφου δηλώσεως αυτού, πληρούσης τους όρους της παραγράφου 2 του παρόντος, κατατιθεμένης παρά τη Γραμματεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Άρθρον 44.
Εκθεσις επιδόσεως.
1.Περί πάσης επιδόσεως συντάσσεται υπό του επιδίδοντος έκθεσις, η οποία, πλήν των εν άρθρω 31 του παρόντος οριζομένων στοιχείων, περιέχει:α)την παραγγελίαν προς επίδοσιν, β)το ονοματεπώνυμον και την ιδιότητα του επιδίδοντος, γ)σαφή προσδιορισμόν του επιδοθέντος εγγράφου και των προσώπων εις τα οποία αφορά τούτο, δ)μνείαν του τόπου, χρόνου, ημέρας και της ώρας επιδόσεως, ε)μνείαν του προσώπου εις ο παρεδόθη το έγγραφον και του τρόπου επιδόσεως, εν περιπτώσει απουσίας ή αρνήσεως του προς ον η επίδοσις ή των υπό των άρθρων 38 και 39 του παρόντος οριζομένων προς τούτο προσώπων.
2.Η έκθεσις υπογράφεται υπό του επιδίδοντος και παραλαμβάνοντος το έγγραφον, εν περιπτώσει δε αρνήσεως ή αδυναμίας τούτου και υπό του προσλαμβανομένου προς τούτο μάρτυρος.
3.Επί του επιδιδομένου εγγράφου ο επιδίδων σημειοί την ημέραν και ώραν της επιδόσεως και υπογράφει. Η σημείωσις αύτη αποτελεί απόδειξιν υπέρ του προς ον η επίδοσις.
Εάν υπάρχη διαφορά μεταξύ της εκθέσεως επιδόσεως και της σημειώσεως, κατισχύει η έκθεσις επιδόσεως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι΄.
Δικονομικαί ΠροθεσμίαιΑκυρότητες.
Άρθρον 45.
Προθεσμίαι.
1.Αι υπό του υπ’ αριθμ. 774/1980 Προεδρικού Διατάγματος «περί κωδικοποιήσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου ισχυουσών διατάξεων κ.λ.π.» και του παρόντος προβλεπόμεναι και αι υπό του Ελεγκτικού Συνεδρίου τασσόμεναι προθεσμίαι άρχονται από της επομένης της επιδόσεως ή του κινούντος αυτάς γεγονότος και λήγουν την 7ην μ.μ. ώραν της τελευταίας ημέρας, ή εάν αύτη είναι κατά νόμον εξαιρετέα, της επομένης εργασίμου ημέρας.
Ο υπολογισμός των προθεσμιών γίνεται κατά τα οριζόμενα υπό του Αστικού Κώδικος.
2.Εάν κατά την διάρκειαν προθεσμίας τινός επέλθη διακοπή της δίκης, διακόπτεται η προθεσμία και άρχεται νέα από της επαναλήψεως της δίκης.
3.Εάν διάδικος αποθάνη διαρκούσης της προθεσμίας, αύτη διακόπτεται και άρχεται νέα από της εκ νέου επιδόσεως εις τους κατά νόμον διαδεχθέντες τον θανόντα.
4.Κατά την διάρκειαν των δικαστικών διακοπών αι προθεσμίαι δεν αναστέλλονται.
5.Αι δια της επιδόσεως εγγράφου τινός κινούμεναι προθεσμίαι τρέχουν και κατ’ εκείνου κατά παραγγελίαν του οποίου εγένετο η επίδοσις.
Άρθρον 46.
Δικονομικαί ακυρότητες.
1.Η παράβασις διατάξεως, ρυθμιζούσης την διαδικασίαν και ιδία τον τύπον διαδικαστικής τινός πράξεως, επάγεται ακυρότητα, απαγγελομένην παρά του δικαστηρίου α)αν την τήρησιν της διατάξεως διαγράφη ρητώς ο νόμος επί ποινή ακυρότητος, β)αν δια την παράβασιν χωρή αναίρεσις, γ)εις πάσαν άλλην περίτπωσιν, αν κατά την κρίσιν του δικαστηρίου η παράβασις προυξένησεν εις τον προτείνοντα αυτήν διάδικον βλάβην, μη δυναμένην να επανορθωθή άλλως ή κηρυσσομένης της ακυρότητος.
2.Η ακυρότης απαγγέλεται κατά πρότασιν του διαδίκου, εφ’ όσον δεν επιβάλλεται η αυτεπάγγελτος εξέτασις αυτής υπό του δικαστηρίου. Η πρότασις είναι απαράδεκτος, εάν δεν υποβληθή κατά την πρώτην μετά την παράβασιν συζήτησιν της υποθέσεως.
3.Την ακυρότητα δεν δύναται να προτείνη, όστις προεκάλεσεν αυτήν ή συνετέλεσεν εις ταύτην καθώς και οι κληρονόμοι τούτων, ουδέ ο παραιτηθείς ρητώς ή σιωπηρώς της προτάσεως αυτής.
4.Απαγγελομένης της ακυρότητος, το δικαστήριον διατάσσει την επανάληψιν της πράξεως, πλήν αν επήλθεν απώλεια του δικαιώματος ή άλλως απόκλείεται η επανάληψις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ΄.
Αιτήσεις Καταλογισμού.
Άρθρον 47.
Περιεχόμενον αιτήσεων-Διαδικασία.
1.Αι κατά το άρθρον 46 παράγραφος 5 του Π.Δ. 774/1980 αιτήσεις του παρά τω Ελεγκτικώ Συνεδρίω Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας περί καταλογισμού Δημοσίων Υπαλλήλων και Στρατιωτικών εν γένει, ως και αι ομοίου περιεχομένου αιτήσεις άλλων Κρατικών Αρχών ή Διοικήσεων Ν.Π.Δ.Δ. εχουσών εξ ειδικών διατάξεων το δικαίωμα υποβολής τοιούτων αιτήσεων, περί καταλογισμού υπαλλήλων των πρέπει να περιέχουν εκτός των εν άρθρω 31 του παρόντος οριζομένων στοιχείων και τας ειδικάς διατάξεις υπό των οποίων προβλέπεται η άσκησις αυτών.
2.Αι περί ων η προηγουμένη παράγραφος αιτήσεις, εκδικάζονται υπό του κατά το άρθρον 2 παράγραφος 3 του παρόντος αρμοδίου Τμήματος, εφαρμοζομένων αναλόγως κατά περίπτωσιν των περί πληρεξουσιότητος, διορισμού αντικλήτου, προσδιορισμού της δικασίμου και εκδικάσεως εν γένει του ενδίκου μέσου της εφέσεως διατάξεων του παρόντος, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλως υπό ετέρων διατάξεων αυτού ή του Π.Δ. 774/1980.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ΄.
Ένδικα μέσα.
Εφεσις.
Άρθρον 48.
Δικαίωμα εφέσεως.
Η έφεσις ασκείται υπό παντός έχοντος έννομον συμφέρον ή υπό του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας παρά τω Ελεγκτικώ Συνεδρίω, απευθύνεται δε κατά του εν τη εκκαλουμένη πράξει ή αποφάσει διαδίκου, του τυχόν εκ ταύτης συνδικαιούχου και κατά παντός τρίτου, ως προς ον έχει συνεπείας η δίκη. Ο Πρόεδρος του αρμοδίου Τμήματος δύναται να διατάξη την κλήτευσιν τρίτων εχόντων έννομον συμφέρον εις την δίκην, η δε κλήτευσις τούτων γίνεται δια κοινοποιήσεως αντιγράφου της εφέσεως μετά σημειώσεως προσδιορισμού δικασίμου.
Άρθρον 49.
Ορια ελέγχου της πράξεως ή αποφάσεως.
1.Δια της εφέσεως η υπόθεσις μεταβιβάζεται εις το αρμόδιον Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως προς μεν το νόμω βάσιμον της πράξεως ή αποφάσεως κατά το σύνολον, ως προς δε το ουσία βάσιμον της πράξεως ή αποφάσεως κατά τα δια της εφέσεως και των προσθέτων λόγων καθοριζόμενα όρια.
2.Το δικαστήριον την νομικώς πλημμελή πράξιν ακυροί, εν όλω ή εν μέρει, ή μεταρρυθμίζει αναλόγως, φυλασσομένης της διατάξεως της επομένης παραγράφου. Την ουσιαστικώς εσφαλμένην πράξιν ακυροί ή μεταρρυθμίζει εντός των εν τω εφέσει ορίων, κρίνον περαιτέρω επί της ουσίας της υποθέσεως.
3.Δια της αποφάσεως αυτού το δικαστήριον δεν δύναται να καταστήση χείρονα την θέσιν του εκκαλούντος.
4.Το Δικαστήριον εφαρμόζει τον κατά τον χρόνον της εκδόσεως της εκκαλουμένης πράξεως ή αποφάσεως ισχύοντα νόμον.
5.Εις την κατ’ έφεσιν δίκην επιτρέπεται η επίκλησις και προαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων.
Άρθρον 50.
Προθεσμία.
1.Η έφεσις ασκείται εντός των υπό των διατάξεων των άρθων 30, 53 και 54 του Π.Δ. 774/1980 ή των υπό ειδικών διατάξεων των θεσπιζουσών εκάστοτε το ένδικον μέσον της εφέσεως οριζομένων προθεσμιών.
2.Η έφεσις δύναται να ασκηθή και προ της επιδόσεως της πράξεως ή αποφάσεως.
3.Η εκπροθέσμως ασκηθείσα έφεσις απορρίπτεται ως απαράδεκτος.
Άρθρον 51.
Ανασταλτικόν αποτέλεσμα εφέσεως.
1.Η ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου έφεσις δεν αναστέλλει την εκτέλεσιν της πράξεως ή αποφάσεως εκτός εάν άλλως ειδικώς ορίζεται υπό του νόμου.
Επί τη αιτήσει του εκκαλούντος ή του Γενικού Επιτρόπου δύναται να διαταχθή η αναστολή δι’ αποφάσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου πριν ή τούτο αποφανθή επί της εφέσεως.
Η αίτησις δέον να διαλαμβάνη τους κατά την συγκεκριμένην περίπτωσιν δυναμένους να δικαιολογήσουν την αναστολήν ειδικούς λόγους.
2.Η κατά την προηγουμένην παράγραφον αίτησις αναστολής είναι απαράδεκτος αν δεν αποδεικνύεται ότι ησκήθη νομοτύπως και εμπροθέσμως υπό του αιτούντος και είναι εκκρεμής έφεσις κατά της πράξεως ή αποφάσεως της οποίας διώκεται η αναστολή εκτελέσεως.
3.Ασκηθείσης εφέσεως εξαντλείται η δικαιοδοσία του εκδόντος την πράξιν ή απόφασιν οργάνου.
Άρθρον 52.
Τρόπος ασκήσεως εφέσεως.
1.Το ένδικο μέσον της εφέσεως ασκείται δια δικογράφου κατατιθεμένου παρά τη Γραμματεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, συντασσομένης σχετικής πράξεως, ή δια κοινοποιήσεως δια δικαστικού επιμελητού εις τον Γραμματέα του Δικαστηρίου.
2.Το ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου ένδικον μέσον της εφέσεως ασκείται νομίμως και δια καταθέσεως εις οιανδήποτε δημοσίαν αρχήν, ήτις υποχρεούται αμελλητί να διαβιβάση τούτο εις το Ελεγκτικόν Συνέδριον.
3.Αι εφέσεις, άμα τη εις το Ελεγκτικόν Συνέδριον περιελεύσει των, καταχωρούνται εις το επί τούτω υπό του Γραμματέως του Συνεδρίου τηρούμενον «βιβλίον καταχωρήσεως δικογράφων ενδίκων μέσων» δια τα ενώπιον αυτού ασκούμενα ένδικα μέσα.
4.Αντίγραφον της ασκηθείσης εφέσεως κοινοποιείται, επιμελεία του εκκαλούντος, εις πάντα ενδιαφερόμενον (Δημόσιον, Νομικόν Πρόσωπον ή ιδιώτην).
Άρθρον 53.
Περιεχόμενον της εφέσεως.
1.Το δικόγραφον της εφέσεως δέον να περιέχη, πλήν των εν άρθρω 31 του παρόντος οριζομένων στοιχείων και:
α)τον αριθμό και χρονολογίαν της εκκαλουμένης πράξεως ή αποφάσεως.
β)τους λόγους εφέσεως κατά τρόπον σαφή και ωρισμένον
γ)σαφές και συγκεκριμένον αίτημα και
δ)διορισμόν αντικλήτου, διαμένοντος εν τη έδρα του δικαστηρίου.
Εις το δικόγραφον της εφέσεως δέον να προσαρτάται και το αντίγραφον της προβαλλομένης πράξεως ή αποφάσεως.
2.Το δικόγραφον το μη πληρούν απάσας τας απαιτήσεις της προηγουμένης παραγράφου τότε μόνον είναι άκυρον, όταν, κατά την κρίσιν του δικαστηρίου, αι ελλείψεις καθιστούν τούτο εντελώς αόριστον και ανεπίδεκτον δικαστικής εκτιμήσεως.
Άρθρον 54.
Απαράδεκτον δευτέρας εφέσεως.
Δευτέρα έφεσις παρά του αυτού διαδίκου κατά της αυτής πράξεως ή αποφάσεως, ως προς το αυτό ή άλλο κεφάλαιον δεν επιτρέπεται, εκτός εάν η πρώτη απερρίφθη δια τυπικόν λόγον.
Άρθρον 55.
Πρόσθετοι λόγοι.
1.Πρόσθετοι λόγοι εφέσεως επιτρέπεται να υποβληθούν δι’ ιδίου δικογράφου, όπερ κατατίθεται παρά τη Γραμματεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, συντασσομένης επ’ αυτού πράξεως καταθέσεως.
2.Η κατάθεσις του δικογράφου δύναται να γίνη τουλάχιστον 15 πλήρεις ημέρας προ της ορισθείσης πρώτης δικασίμου, αντιπεφωνημένον δε αντίγραφον αυτού επιδίδεται, επί ποινή απαραδέκτου των προσθέτων λόγων, επιμελεία του υποβαλόντος τούτους και εντός οκτώ ημερών από της καταθέσεως του δικογράφου αυτών, εις τον εφεσίβλητον.
Προπαρασκευή της συζητήσεως.
Ορισμός δικασίμου.
Άρθρον 56.
1.Συμπληρωθέντων των στοιχείων του φακέλλου ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος, κατά περίπτωσιν, προσδιορίζει δια πράξεώς του την δικάσιμον της υποθέσεως.
2.Δύναται να ορισθή δικάσιμος συντομωτέρα της αρχικώς ορισθείσης, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατ’ αίτησιν τινός των διαδίκων.
Άρθρον 57.
Ορισθείσης της δικασίμου η υπόθεσις εγγράφεται αυθημερόν εις το επί τούτω τηρούμενον υπό του Γραμματέως βιβλίον δικαστικών υποθέσεων.
Άρθρον 58.
Εγγραφή εις το πινάκιον και κλήσις προς συζήτησιν.
1.Αι δι’ εκάστην δικάσιμον προσδιορισθείσαι υποθέσεις καταχωρίζονται εις πινάκιον, τηρούμενον υπό του Γραμματέως, όστις εν συνεχεία επιμελείται, υπό την εποπτείαν του αρμοδίου Προέδρου, της κλητεύσεως των διαδίκων, προς εμφάνισιν ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου δια την συζήτησιν και της συντάξεως, δι’ εκάστην δικάσιμον, εκθέματος συζητουμένων υποθέσεων.
2.Επί των αιτήσεων αναστολής εκτελέσεως δεν απαιτείται η τήρησις της προθεσμίας του επομένου άρθρου, δια την συζήτησιν όμως αυτών κλητεύεται, κατά τα εν τω αυτώ άρθρω οριζόμενα, μόνον ο αιτών.
3.Των κατατεθιμένων εφέσεων, των αιτήσεων αναστολής εκτελέσεως, των παρεμβάσεων, ως και των εγγράφων και υπομνημάτων και λοιπών στοιχείων του φακέλλου της υποθέσεως, λαμβάνει γνώσιν ο παρά τω Ελεγκτικώ Συνεδρίω Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας, μερίμνη του Γραμματέως.
4.Ο Γραμματεύς μέχρι της συζητήσεως της υποθέσεως επί τη αιτήσει των διαδίκων, ανακοινοί εις τούτους δι’ απλής επιδείξεως όλα τα έγγραφα της υποθέσεως εξ ων ούτοι δύνανται να λάβουν τας αναγκαιούσας σημειώσεις.
Άρθρον 59.
Τρόπος κλητεύσεως.
Η κλήσις προς συζήτησιν επιδίδεται προς τους διαδίκους τουλάχιστον οκτώ πλήρεις ημέρας προ της συζητήσεως.
Κλήτευσις είναι και η υπό της Γραμματείας προφορική ανακοίνωσις της δικασίμου, εφ’ όσον βεβαιούται δι’ εγγράφου υπογραφομένου υπό του αρμοδίου υπαλλήλου και του προς ον η ανακοίνωσις.
Άρθρον 60.
Έκθεμα συζητουμένων υποθέσεων.
1.Το έκθεμα των συζητουμένων εις εκάστην δικάσιμον υποθέσεων, καταρτιζόμενον επί τη βάσει του πινακίου, αναρτάται, οκτώ, τουλάχιστον, πλήρεις ημέρας προ της ορισθείσης δικασίμου έξωθι της αιθούσης της συνεδριάσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
2.Η μη ανάρτησις του εκθέματος δεν καθιστά άκυρον την συζήτησιν των υποθέσεων της δικασίμου.
Άρθρον 61.
Παράβολον εφέσεως.
1.(«Αι εφέσεις, πλήν των παρά του Γενικού Επιτρόπου και των Υπουργών ασκουμένων, είναι απαράδεκτοι αν δεν προσαρτάται εις ταύτας αποδεικτικόν καταβολής του κατά του οικείους νόμους οριζομένου παραβόλου, και εφ’ όσον τοιούτον δεν ορίζεται δι’ αυτών, παραβόλου ίσου προς το έν τέταρτον τοις εκατόν επί του δια της εφέσεως αμφισβητουμένου ποσού. Το παράβολον τούτο δεν δύναται, εν πάση περιπτώσει, να είναι κατώτερον του ενός τρίτου του κατά το άρθρον 59 απαιτουμένου δια την άσκησιν του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, εις το ποσόν δε τούτο ορίζεται γενικώς επί πάσης εφέσεως κατά πράξεως περί συντάξεως» Π..Δ. 774/80 άρθρ. 56 παρ. 1,Φ.Ε.Κ. 189/1980).
2.Εάν μέχρι της πρώτης επ’ ακροατηρίου συζητήσεως δεν καταβληθή παντάπασι παράβολον ή καταβληθή ελλιπές, το δικαστήριον, κατ’ αίτησιν του εμφανιζομένου κατ’ αυτήν υποχρέου προς τούτο διαδίκου, χορηγεί αυτώ προθεσμίαν μέχρι πέντε (5) ημερών, αρχομένην από της επομένης της συζητήσεως της υποθέσεως, δια την καταβολήν ή την συμπλήρωσιν του παραβόλου και την προσκόμισιν του αποδεικτικού καταθέσεώς του.
Εάν η συζήτησις χωρήση απολειπομένου του υποχρέου, το παράβολον δύναται να καταβληθή και προσκομισθή το αποδεικτικόν καταθέσεώς του, εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών, αρχομένης από τής επομένης της συζητήσεως.
Εάν εντός των ως άνω προθεσμιών δεν καταβληθή το παράβολον ή καταβληθή ελλιπές, η έφεσις απορρίπτεται ως απαράδεκτος.
3.(«Γενομένης δεκτής, εν όλω ή εν μέρει, της εφέσεως, διατάσσεται δια της αποφάσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου η επιστροφή του παραβόλου, απορριπτομένης δε ταύτης διατάσσεται η κατάπτωσις αυτού υπέρ του Δημοσίου» Π.Δ. 774/1980 άρθρ. 56 παρ. 2 Φ.Ε.Κ. 189/80).
Άρθρον 62.
Τέλη.
1.Το δικόγραφον της εφέσεως δια το οποίον απαιτείται καταβολή παραβόλου ως και η αίτησις αναστολής εκτελέσεως, υπόκεινται εις τα κατά νόμον τέλη, υπόκεινται εις τα κατά νόμον τέλη, εφαρμοζομένων των εν άρθρω 51 του Π.Δ/τος 774 του 1980 οριζομένων.
2.Τέλη δεν οφείλονται επί των, μετά παραπομπήν υπό της Ολομελείας, εκδικαζομένων υπό των Τμημάτων υποθέσεων ως και επί υποθέσεων εφ’ ων εξεδόθη προδικαστική απόφασις.
Συζήτησις υποθέσεων.
Άρθρον 63.
Εκφώνησις.
Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτησιν ο διευθύνων ταύτην εκφωνεί τας εν τω πινακίω εγγεγραμμένας υποθέσεις της δικασίμου κατά την εν αυτώ σειράν εγγραφής των και σημειοί εις την οικείαν στήλην, αυτού, εάν η υπόθεσις συζητείται ή αναβάλλεται ή διαγράφεται.
Άρθρον 64.
Αναβολή συζητήσεως.
1.Συντρέχοντος αποχρώντος λόγου, η συζήτησις δύναται να αναβληθή υπό του Ελεγκτικού Συνεδρίου αυτεπαγγέλτως ή τη αιτήσει του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας ή των διαδίκων.
2.Αν η συζήτησις υποθέσεώς τινος αναβληθή ή αν εξ οιουδήποτε λόγου η συνεδρίασις ματαιωθή ή δεν καταστή δυνατή η συζήτησις πασών ή τινών των εν τω πινακίω υποθέσεων, η συζήτησις αυτών γίνεται κατά την αμέσως επομένην συνεδρίασιν της Ολομελείας ή του Τμήματος, εφ’ όσον το Ελεγκτικόν Συνέδριον δεν ώρισε την συζήτησιν αυτών δι’ άλλην ωρισμένην δικάσιμον τακτικήν ή έκτακτον, μη απαιτουμένης νέας κατά το άρθρον 58 του παρόντος, κλήσεως προς συζήτησιν, εάν ο διάδικος ή ο νόμιμος πληρεξούσιος παρέστη κατά την συνεδρίασιν, λαβών ούτω γνώσιν της δι’ ωρισμένην δικάσιμον αναβολής συζητήσεως.
3.Αιτήσει των διαδίκων μόνον άπαξ δύναται να αναβληθή η συζήτησις.
Άρθρον 65.
Αυτεπάγγελτος εξέτασις κλητεύσεως των διαδίκων.
1.Εάν τις των διαδίκων δεν εμφανισθή κατά την συζήτησιν, το δικαστήριον εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν εκλητεύθη νομίμως και εμπροθέσμως.
2.Εάν τις των διαδίκων δεν εκλητεύθη, ή δεν εκλητεύθη νομίμως και εμπροθέσμως, το δικαστήριον κηρύσσει απαράδεκτον την συζήτησιν, ορίζει νέαν τακτήν δικάσιμον, δι’ απλής σημειώσεως επί του πινακίου και διατάσει την κατ’ αυτήν εγγραφήν της υποθέσεως και την νόμιμον κλήτευσιν των διαδίκων, εκτός εάν ο διάδικος εμφανισθή ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την εκφώνησιν και ζητήση την εκδίκασιν της υποθέσεώς του οπότε καλύπτεται η ακυρότης.
3.Εάν εγένετο κλήτευσις των διαδίκων και αύτη κρίνεται νόμιμος και εμπρόθεσμος, η διαδικασία χωρεί και αν ούτοι δεν παρίστανται.
Άρθρον 66.
Μη εμφάνισις ή αποχώρησις των διαδίκων.
1.Διάδικος, μη εμφανισθείς κατά την εκφώνησιν της υποθέσεως, δύναται, προσερχόμενος, να μετάσχη της περαιτέρω συζητήσεως.
2.Η μετά την έναρξιν της συζητήσεως επί της ουσίας της υποθέσεως εκουσία αποχώρησις διαδίκου δεν επηρεάζει την πρόοδον της διαδικασίας. Ως εκουσίως αποχωρών θεωρείται ο διάδικος και όταν προς τήρησιν της τάξεως διαταχθή η απομάκρυνσις αυτού.
3.Η μετ’ απόρριψιν αιτήσεως περί αναβολής εκουσία αποχώρησις διαδίκου δεν κωλύει την συζήτησιν επί της ουσίας της υποθέσεως, πλήν αν δεν εγένετο νόμιμος κλήτευσις αυτού, ότε εφαρμογήν έχουν αι διατάξεις του προηγουμένου άρθρου.
4.Διάδικος μη εμφανισθείς κατά την συζήτησιν ή αποχωρήσας ταύτης, δικαιούται να παρίσταται και να μετέχη εις απάσας τας μετά ταύτα διεξαγομένας συζητήσεις, εις ας προβλέπεται παράστασις των διαδίκων.
Άρθρον 67.
Αι διατάξεις του προηγουμένου άρθρου εφαρμόζονται και επί διαδικαστικών πράξεων εκτός του ακροατηρίου διενεργουμένων.
Άρθρον 68.
Συζήτησις επ’ ακροατηρίου.
1.Ο προεδρεύων διευθύνει την συζήτησιν, κηρύσσει την έναρξιν της συνεδριάσεως, εκφωνεί τας υποθέσεις κατά την καθωρισμένην τάξιν, δίδει τον λόγον εις τους διαδίκους, τους νομίμους αντιπροσώπους και πληρεξουσίους αυτών, αφαιρεί τον λόγον εν περιπτώσει παραβάσεως των όρων της λυσιτελούς και κοσμίας συζητήσεως, εξετάζει τους διαδίκους, τους νομίμους αντιπροσώπους αυτών, και τα λοιπά κλητευθέντα πρόσωπα και κηρύσσει περαιωμένην την συζήτησιν, εφ’ όσον κατά την κρίσιν του επαρκώς ηρευνήθη η υπόθεσις.
2.Η κατά τας συνεδριάσεις τήρησις της ευταξίας και της ευπρεπείας κατά την διεξαγωγήν των συζητήσεων ανήκει εις τον διευθύνοντα την διαδικασίαν, όστις δικαιούται να απομακρύνη εκ του ακροατηρίου πάντα θορυβούντα, ατακτούντα ή ακόσμως συμπεριφερόμενον, εάν δε ούτος είναι δικηγόρος το Δικαστήριον δύναται να εφαρμόση τα άρθρα 70, 71 και 73 του Κώδικος περί δικηγόρων. Αι ανωτέρω αποφάσεις υπόκεινται εις ανάκλησιν υπό του εκδόσαντος αυτάς.
Άρθρον 69.
Διεξαγωγή συζητήσεως.
1.Ο διευθύνων την συζήτησιν δίδει τον λόγον πρώτον εις τον εκκαλούντα προς ανάπτυξιν της εφέσεως και των εγγράφων υπομνημάτων του, είτα δε εις τον καθ’ ου η έφεσις.
Τελευταίος ακούεται ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας εφ’ όσον δεν είναι εκκαλών ή αιτών.
2.Παν μέλος του δικαστηρίου δικαιούται, αδεία του διευθύνοντος την συζήτησιν, να αποτείνη ερωτήσεις προς τους διαδίκους, τους νομίμους αντιπροσώπους αυτών, τους μάρτυρας και τους πραγματογνώμονας και να απαιτή την ανάγνωσιν εγγράφων.
3.Οι διάδικοι δύναται να απευθύνουν ερωτήσεις μόνον αδεία του Προέδρου, όστις δύναται να απαγορεύση ερώτησιν άσκοπον ή μη προσήκουσαν.
4.Ο ιδιώτης διάδικος όταν παρίσταται μετά δικηγόρου, δύναται αδεία του διευθύνοντος την συζήτησιν, να λάβη τον λόγον.
Άρθρον 70.
Προοαπόδειξις-Συμπλήρωσις αποδείξεων.
1.Οι διάδικοι υποχρεούνται όπως τα αποδεικτικά αυτών στοιχεία προσκομίζουν εις την γραμματείαν του δικαστηρίου εντός των εν άρθρω 29 του παρόντος προθεσμιών υποβολής υπομνημάτων.
2.Το δικαστήριον δύναται αυτεπαγγέλτως να αποφασίζη περί συμπληρώσεως των αποδείξεων δια παντός προσφόρου μέσου. Δικαιούται ωσαύτως να διατάξη την εμφάνισιν των διαδίκων ή νομίμων αυτών αντιπροσώπων εις το ακροατήριον, προς υποβολήν ερωτήσεων ή παροχήν διασαφήσεων περί της υποθέσεως.
3.Η διεξαγωγή των αποδείξεων δύναται να ενεργήται εν δημοσία συνεδριάσει του δικαστηρίου. Επίσης δύναται να γίνη ενώπιον εισηγητού οριζομένου ως τοιούτου ενός εκ των μελών του δικαστηρίου ή Παρέδρου τινός του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή άλλης αρχής των εν άρθρω 3 του παρόντος οριζομένων.
4.Το δικαστήριον δύναται να ζητή παρά πάσης δημοσίας, δημοτικής ή κοινοτικής αρχής και παρά παντός νομικού ή φυσικού προσώπου, πληροφορίας και στοιχεία χρησιμεύοντα εις την πληρεστέραν διάγνωσιν της υποθέσεως, παντων τούτων υποχρεουμένων να παρέχουν τας ζητουμένας πληροφορίας και τα στοιχεία.
Άρθρον 71.
Επανάληψις περαιωθείσης συζητήσεως.
Το δικαστλήριον δύναται να διατάξη και την εκ νέου συζήτησιν της υποθέσεως, προς πληρεστέραν αυτής διερεύνησιν, εάν αύτη είναι απαραίτητος, προς διάγνωσιν της διαφοράς.
Η ούτω επαναλαμβανομένη συζήτησις θεωρείται συνέχεια της προηγουμένης.
Άρθρον 72.
Πρακτικά συζητήσεως.
1.Περί της επ’ ακροατηρίου προφορικής συζητήσεως τηρούνται υπό του γραμματέως πρακτικά άτινα περιέχουν α)το ονοματεπώνυμον των δικαστών, του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας, του Γραμματέως, των εμφανισθέντων διαδίκων, των νομίμων αντιπροσώπων και των πληρεξουσίων, β)μνείαν του τόπου και του χρόνου της συζητήσεως, γ)μνείαν περί της δημοσιότητος της συζητήσεως, δ)συνοπτικώς τα κατά την συζήτησιν γενόμενα.
2.Τα πρακτικά συντάσσονται παρά του γραμματέως υπό τας οδηγίας του διευθύνοντος την συζήτησιν και υπογράφονται υπό αμφοτέρων.
3.Εάν ο διευθύνων την συζήτησιν κωλύεται ή παύση να αποτελή μέλος του δικαστηρίου, υπογράφει αντ’ αυτού τα πρακτικά, ο αρχαιότερος των κατά την συζήτησιν λαβόντων μέρος δικαστών, κωλυομένων δε πάντων τούτων, υπογράφει μόνον ο γραμματεύς. Εν κωλύματι του γραμματέως, τα πρακτικά υπογράφονται υπό μόνου του διευθύνοντος την συζήτησιν. Περί των κωλυομένων γίνεται μνεία εις τα πρακτικά.
Άρθρον 73.
Τέλεσις αξιοποίνου πράξεως εν τω ακροατηρίω.
Εάν εν τω ακροατηρίω τελεσθή αξιόποινος πράξις, διωκομένη εξ επαγγέλματος, βεβαιούται αύτη εις τα πρακτικά, απόσπασμα των οποίων διαβιβάζεται εις τον αρμόδιον εισαγγελέα.
Διακοπή και επανάληψις της δίκηςΚατάργησις αυτής.
Άρθρον 74.
Λόγοι διακοπής.
1.Η δίκη διακόπτεται, εάν προ του πέρατος της προφορικής συζητήσεως α)αποθάνη ο διάδικος ή ο νόμιμος αντιπρόσωπος αυτού ή επέλθη άλλη μεταβολή εις το πρόσωπον τινός εξ αυτών, επηρεάζουσα την ικανότητα της επί δικαστηρίου παραστάσεως ή την εξουσίαν του νομίμου αντιπροσώπου προς εκπροσώπησιν, β)αν αποθάνη, απολυθή, εκπέση, παραιτηθή του λειτουργήματός του ή απολέση εν γένει την ικανότητα δια την εκπροσώπησιν και παράστασιν του διαδίκου ο δικαστικός πληρεξούσιος του διαδίκου ή του νομίμου αντιπροσώπου του, πλήν αν ο διάδικος ή ο νόμιμος αντιπρόσωπος αυτού, έχη εις την δίκην πλείονας δικαστικούς πληρεξουσίους λαβόντας μέρος εις αυτήν.
2.Εάν πρόκειται περί θανάτου ή άλλων μεταβολών εις το πρόσωπον του αντιπροσώπου νομικών εν γένει προσώπων, η δίκη δεν διακόπτεται.
Άρθρον 75.
Τρόπος διακοπής και αποτελέσματα αυτής.
1.Η διακοπή επέρχεται από της, δι’ επιδόσεως δικογράφου ή δια προφορικής δηλώσεως επ’ ακροατηρίου ή εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρησιν διαδικαστικής πράξεως, γνωστοποιήσεως προς τον αντίδικον ή προς το παρ’ ω εκκρεμεί η υπόθεσις δικαστήριον του λόγου της διακοπής. Η γνωστοποίησις γίνεται υπό του δικαιουμένου να επαναλάβη την δίκην και συνοδεύεται υποχρεωτικώς υπό των αποδεικτικών στοιχείων του λόγου της διακοπής.
2.Πάσα διαδικαστική πράξις, ενεργηθείσα μετά την διακοπήν της δίκης και προ της επαναλήψεως αυτής, είναι τότε μόνον άκυρος, όταν κατά την κρίσιν του δικαστηρίου, επήλθεν είς τινα των διαδίκων βλάβη, μη δυναμένη άλλως να επανορθωθή ει μη κηρυσσομένης της ακυρότητος, πλήν αν ενεργηθή υπό του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθεν η διακοπή.
Άρθρον 76.
Επανάληψις.
1.Η επανάληψις της διακοπείσης δίκης δύναται να γίνη είτε δια δηλώσεως του δικαιουμένου εις επανάληψιν αυτής, επί πλειόνων δε δικαιουμένων και του ενός έτι τούτων, είτε δια προσκλήσεως τούτου παρά του δικαστηρίου, επιμελεία της γραμματείας αυτού, ενεργούντος αυτεπαγγέλτως, ή κατ’ αίτησιν του ετέρου των διαδίκων.
2.Εάν η επανάληψις της δίκης δεν γίνη υπό των διαδίκων εντός διμήνου, δύναται ο Πρόεδρος εξ επαγγέλματος να ορίζη δικάσιμον προς συνέχισιν αυτής, κατά την οποίαν καλούνται οι διάδικοι.
3.Ο κληρονόμος, ο κληροδόχος ή καταπιστευματοδόχος δεν δύναται να κληθούν προς επανάληψιν διακοπείσης δίκης προ της παρελεύσεως της προς αποποίησιν προθεσμίας ή της οπωσδήποτε άλλως επελθούσης απωλείας του δικαιώματος προς αποποίησιν.
4.Εάν δεν είναι εφικτή η ανεύρεσις του δικαιουμένου να παραστή κατά την επανάληψιν της συζητήσεως, επέχει θέσιν κλητεύσεως αυτού έγγραφος γνωστοποίησις της ορισθείσης δικασίμου, κοινοποιουμένη, επιμελεία της γραμματείας του δικαστηρίου, προς τον δήμαρχον ή τον πρόεδρον της Κοινότητος της κατοικίας του προσώπου, εξ ου προήλθεν ο λόγος διακοπής.
Άρθρον 77.
Κατάργησις.
1.Ο εκκαλών μέχρι της ενάρξεως της πρώτης επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, δύναται να παραιτηθή του δικαιώματος ή του δικογράφου της εφέσεως άνευ συναινέσεως του ετέρου διαδίκου.
2.Παραίτησις βραδύτερον γενομένη είναι απαράδεκτος εφ’ όσον ο αντίδικος αντιλέγει και πιθανολογεί ότι έχει έννομον συμφέρον προς περάτωσιν της δίκης δι’ εκδόσεως οριστικής αποφάσεως.
3.Η παραίτησις γίνεται ή δια δηλώσεως καταχωριζομένης εις τα πρακτικά ή δια δικογράφου κατατιθεμένου εις την γραμματείαν του δικαστηρίου και ανακοινουμένου προς τον έτερον διάδικον.
4.Η παραίτησις από εφέσεως του Δημοσίου γίνεται τηρουμένων των ισχυουσών εκάστοτε δια το δημόσιον ειδικών διατάξεων.
5.Από της καταθέσεως της παραιτήσεως επέρχεται αυτοδικαίως κατάργησις της δίκης.
Απόφασις.
Άρθρον 78.
Σύνθεσις του Δικαστηρίου.
1.Η απόφασις εκδίδεται υπό των δικαστών, οι οποίοι μετέσχον της συνθέσεως του Δικαστηρίου κατά την συζήτησιν.
2.Κωλυομένου ή εκλιπόντος μέλους τινός, εκ των παραστάντων κατά την συζήτησιν, εγκύρως εκδίδεται η απόφασις υπό των υπολοίπων παραστάντων κατά την συζήτησιν μελών εφ’ όσον ο αριθμός τούτων είναι επαρκής δια την συγκρότησιν της Ολομελείας ή του Τμήματος, άλλως ή υπόθεσις εισάγεται εκ νέου προς συζήτησιν.
Άρθρον 79.
Ορισμός Εισηγητού.
1.Μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτησιν ο φάκελλος της υποθέσεως παραπέμπεται υπό του προεδρεύοντος κατά την συζήτησιν εις σύμβουλον ή πάρεδρον, εκ των κατά την συζήτησιν παραστάντων, ίνα εισηγηθή επ’ αυτής, εκτός εάν εισηγηθή ο ίδιος.
2.Ως εισηγητής δεν δύναται να ορισθή ο μετασχών εις την έκδοσιν της προσβαλλομένης πράξεως ή αποφάσεως.
Άρθρον 80.
Διάσκεψις και ψηφοφορία.
1.Προς έκδοσιν της αποφάσεως γίνεται διάσκεψις και ψηφοφορία.
2.Περί της διασκέψεως συντάσσονται πρακτικά υπό του Γραμματέως υπογραφόμενα υπ’ αυτού και του Προέδρου και περιέχουν:
α)Το ονοματεπώνυμον και τον βαθμό των μετασχόντων μελών του Συνεδρίου, του Γενικού Επιτρόπου, εφ’ όσον παρέστη, και του Γραμματέως.
β)Περίληψιν της γενομένης εν εκάστη υποθέσει εισηγήσεως και των τυχόν αναπτυχθεισών κατά ταύτην γνωμών.
γ)Το αποτέλεσμα της κατά την διάσκεψιν επακολουθησάσης ψηφοφορίας και
δ)Την ληφθείσαν απόφασιν.
3.Η διάσκεψις γίνεται υπό την διεύθυνσιν του Προέδρου, εισηγουμένου του υπ’ αυτού ως εισηγητού ορισθέντος δικαστού.
4.Η ψηφοφορία γίνεται ψηφίζοντος πρώτου του εισηγητού, είτα του νεωτέρου κατά διορισμόν δικαστού και τελευταίου του Προέδρου.
5.Το Δικαστήριον αποφαίνεται κατά πλειοψηφίαν των παρόντων, νικώσης εν ισοψηφία της ψήφου του Προέδρου.
Αν κατά την ψηφοφορίαν σχηματισθούν πλείονες των δύο γνωμών, μη καταρτιζομένης ούτω πλειοψηφίας, οι έχοντες μεμονωμένην την γνώμην ή αποτελούντες την ασθενεστέραν, οφείλουν να προσχωρήσουν εις την μίαν των επικρατεστέρων γνωμών» (Π.Δ. 774/1980 αρθρ. 11 παρ. 1 εδαφ. 1 και 2).Η γνώμη της μειοψηφίας καταχωρίζεται εις το αιτιολογικόν της αποφάσεως ως και εις το ειδικόν πρακτικόν της μειοψηφίας, το οποίον υπογράφεται υπό των αυτών ως και το πρακτικόν της διασκέψεως προσώπων.
Άρθρον 81.
Κατάρτησις και δημοσίευσις.
1.Περαιωθείσης της ψηφοφορίας συντάσσεται υπό του εισηγηθέντος δικαστικού σχέδιον της αποφάσεως, περιλαμβάνον το αιτιολογικόν και το διατακτικόν αυτής, όπερ χρονολογείται και υπογράφεται υπό του Προέδρου και του Εισηγητού.
2.Εκ του κατά την παράγραφον 1 σχεδίου δημοσιεύεται η απόφασις εν δημοσία συνεδριάσει. Η απόφασις δύναται να δημοσιευθή και υπό δικαστών μη μετασχόντων εις την συζήτησιν.
3.Η δημοσίευσις της αποφάσεως βεβαιούται εν τέλει ταύτης υπό του προεδρεύσαντος της συνεδριάσεως και του γραμματέως.
Άρθρον 82.
Περιεχόμενον της αποφάσεως.
Η απόφασις πρέπει να αναφέρη α)την σύνθεσιν του δικαστηρίου, μνημονευομένων του
εισηγηθέντος δικαστού, του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας και του Γραμματέως, β)το ονοματεπώνυμον, το επάγγελμα και την κατοικίαν των διαδίκων, των νομίμων αντιπροσώπων και των πληρεξουσίων αυτών, γιγνομένης μνείας εάν ούτοι παρέστησαν, γ)σύντομον περίληψιν του αντικειμένου της δίκης, δ)μνείαν ότι ηκούσθη ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας, ε)το αιτιολογικόν και το διατακτικόν της αποφάσεως και στ)μνείαν της δημοσιεύεως της αποφάσεως.
Άρθρον 83.
Αποφάσεις αφορώσαι εις την συζήτησιν.
1.Αι αφορώσαι εις την διεξαγωγήν της συζητήσεως αποφάσεις δύναται, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλως εν τω παρόντι, να δημοσιεύωνται κατ’ αυτήν, διατυπούμεναι δε συνοπτικώς, καταχωρίζονται μόνον εις τα πρακτικά.
2.Το περιεχόμενον της αποφάσεως αποτελεί πλήρη απόδειξιν ως προς την εμφάνισιν και εκπροσώπησιν των διαδίκων, την υπ’ αυτών προφορικώς επ’ ακροατηρίου προβολήν ισχυρισμών, υποβολήν αιτήσεων και την εξενεχθείσαν γνώμην του δικαστηρίου.
3.Η κατά την παράγραφον 2 του παρόντος άρθρου αποδεικτική δύναμις του περιεχομένου της αποφάσεως δύναται να ανατραπή δια του πρακτικού της συζητήσεως ή δια της προσβολής της αποφάσεως ως πλαστής.
Άρθρον 84.
Αδυναμία εκδόσεως αποφάσεως.
Εάν μετά την συζήτησιν της υποθέσεως καταστή αδύνατος, ένεκα οιουδήποτε λόγου, η έκδοσις της αποφάσεως, η συζήτησις επαναλαμβάνεται κατόπιν ορισμού νέας δικασίμου και κοινοποιήσεως κλήσεως προς συζήτησιν.
Άρθρον 85.
Αι οριστικαί επί της υποθέσεως αποφάσεις ως και πάσαι αι περιέχουσαι οριστικάς διατάξεις, αλλά μόνον ως προς αυτάς, δεν ανακαλούνται μετά την δημοσίευσιν αυτών υπό του εκδόντος ταύτας δικαστηρίου.
Άρθρον 86.
Κοινοποίησις αποφάσεων.
Αι αποφάσεις του δικαστηρίου κοινοποιούνται εις τους διαδίκους επιμελεία της Γραμματείας αυτού.
Άρθρον 87.
Λόγοι διορθώσεως και ερμηνείας.
1.Εάν κατά την σύνταξιν αποφάσεως παρεισέφρησαν λάθη γραφικά ή λογιστικά, ή το διατακτικόν της αποφάσεως διετυπώθη ελλιπώς ή ανακριβώς, το εκδόν ταύτην δικαστήριον δύναται, τη αιτήσει τινός των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως, να προβή εις την διόρθωσιν αυτής.
2.Εάν η διατύπωσις αποφάσεως είναι ασαφής και γεννά αμφιβολίας το εκδόν ταύτην δικαστήριον, κατόπιν αιτήσεως τινός των διαδίκων, δύναται να ερμηνεύση την απόφασιν, ουδέποτε δε η περί ερμηνείας απόφασις δύναται να μεταβάλη το διατακτικόν της εμηνευομένης.
Άρθρον 88.
Περιεχόμενον αιτήσεως.
1.Η αίτησις διορθώσεως αποφάσεως πρέπει να αναφέρη σαφώς τα λάθη, των οποίων ζητείται η διόρθωσις.
2.Η αίτησις ερμνηνείας αποφάσεως πρέπει να περιέχη τα αμφίβολα σημεία ή τας ασαφείας, των οποίων ζητείται η ερμηνεία.
Άρθρον 89.
Κατάθεσις αιτήσεως.
1.Η αίτησις διορθώσεως ή ερμηνείας κατατίθεται εις την Γραμματείαν του εκδόντος την απόφασιν δικαστηρίου.
2.Περί της καταθέσεως της αιτήσεως συντάσσεται εκθεσις, υποβάλλεται δε η αίτησις, αμελλητί, εις τον Πρόεδρον του Δικαστηρίου.
Άρθρον 90.
Συζήτησις και απόφασις.
1.Η αίτησις συζητείται επ’ ακροατηρίου εν δικασίμω οριζομένη υπό του Πρόεδρου, καλουμένων των διαδίκων, επιμελεία της Γραμματείας του Δικαστηρίου, κατά τα εν άρθρω 58 του παρόντος οριζόμενα.
2.Της συνθέσεως του Δικαστηρίου μετέχουν οι εκδόντες την απόφασιν δικασταί. Εν ελλείψει, απουσία ή κωλύματι τούτων το Δικαστήριον συντίθεται εξ άλλων δικαστών, γιγνομένης μνείας τούτου εν τη αποφάσει.
3.Κατά των εκδιδομένων αποφάσεων δύναται να ασκηθούν τα ένδικα μέσα, τα οποία θα ηδύνατο να ασκηθούν κατά της αποφάσεως, της οποίας εγένετο η διόρθωσις ή η ερμηνεία, εις ην δε περίπτωσιν έχουν ασκηθή τοιαύτα, η άσκησις περιορίζεται μόνον εις τα διορθωθέντα ή ερμηνευθέντα κεφάλαια της αποφάσεως.
4.Ο αριθμός της αποφάσεως δια της οποίας γίνεται διόρθωσις ή ερμηνεία αποφάσεως, σημειούται εις το πρωτότυπον της διορθουμένης ή ερμηνευομένης.
5.Εις τα αντίγραφα ή αποσπάσματα της διορθουμένης ή ερμηνευομένης αποφάσεως πρέπει να γίνεται μνεία της αποφάσεως περί διορθώσεως ή ερμηνείας, σημειουμένου του αριθμού και της ημερομηνίας εκδόσεως αυτής.
Άρθρον 91.
Δεδικασμένον.
Αι οριστικαί αποφάσεις των Τμημάτων, αι μη υποκείμεναι εις ανακοπήν, είναι τελεσίδικοι και αποτελούν δεδικασμένον.
Άρθρον 92.
Το δεδικασμένον εκτείνεται επί του κριθέντος ουσιαστικού ζητήματος, εφ’ όσον η απόφασις έκρινεν οριστικώς επί εννόμου σχέσεως. Το δεδικασμένον εκτείνεται επίσης επί του κριθέντος δικονομικού ζητήματος.
Άρθρον 93.
Δεδικασμένον υφίσταται μεταξύ των αυτών διαδίκων υπό την αυτήν ιδιότητα μόνον περί του κριθέντος δικαιώματος και εφ’ όσον πρόκειται περί του αυτού αντικειμένου και της αυτής ιστορικής και νομικής αιτίας.
Άρθρον 94.
Το δεδικασμένον λαμβάνεται υπ’ όψιν και αυτεπαγγέλτως υπό του δικαστηρίου.
Γενικαί διατάξεις.
Άρθρον 95.
Αντικείμενον αποδείξεως.
1.Αντικείμενον αποδείξεως είναι μόνον πραγματικά γεγονότα, ασκούντα ουσιώδη επιρροήν επί της εκβάσεως της δίκης.
2.Πραγματικά γεγονότα κοινώς γνωστά, ή περιελθόντα εις γνώσιν του δικαστηρίου εξ άλλης δικαστικής ενεργείας, λαμβάνονται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως.
3.Τα διδάγματα της κοινής πείρας λαμβάνονται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως υπό του δικαστηρίου και άνευ αποδείξεως.
Άρθρον 96.
Βάρος αποδείξεως.
1.Επιφυλασσομένων των διατάξεων του ουσιαστικού νόμου, έκαστος διάδικος υποχρεούται να αποδείξη τα πραγματικά γεγονότα, εφ’ ων ερείδονται οι ισχυρισμοί αυτού.
Ο έτερος διάδικος δικαιούται εις ανταπόδειξιν.
2.Η επιδίωξις της ανατροπής νομίμου μαχητού τεκμηρίου απόκειται εις τον εκ της εφαρμογής αυτού βλαπτόμενον διάδικον.
Αποδεικτικά Μέσα.
Άρθρον 97.
1.Το Συνέδριον, ασκούν την δικαιοδοσίαν αυτού, δικαιούται προς μόρφωσιν πεποιθήσεως, να κάμη χρήσιν κατά την απόλυτον αυτού κρίσιν, παντός αποδεικτικού μέσου (ομολογίας, τεκμηρίων, αυτοψίας, πραγματογνωμοσύνης, μαρτύρων, όρκου και εγγράφων), εφ’ όσον υπό των διεπουσών την υπό κρίσιν υπόθεσιν ειδικών διατάξεων δεν καθορίζονται ωρισμένα αποδεικτικά μέσα ή δεν περιορίζεται η χρήσις τούτων.
2.Το Συνέδριον δικαιούται να ζητή παρά των Δημοσίων Υπηρεσιών έγγραφα ή να διατάσση την παρά των ενδιαφερομένων μερών προσαγωγήν τοιούτων, ως και την ένορκον, κατά τας διατάξεις της Πολιτικής Δικονομίας, εξέτασιν μαρτύρων.
Δύναται επίσης να καλή επ’ ακροατηρίου τους διαδίκους προς παροχήν εξηγήσεων.
Άρθρον 98.
1.Δια της περί αποδείξεως αποφάσεως του Δικαστηρίου ορίζονται τα προσακτέα έγγραφα και η προθεσμία της παρά των ενδιαφερομένων μερών προσαγωγής τούτων, το αποδεικτέον θέμα, οι εξεταστέοι μάρτυρες και οι παρ’ ου εξετασθήσονται ούτοι (Μέλος του Συνεδρίου ή άλλου Δικαστηρίου ή άλλη Δημοσία Αρχή) οι Δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι θα ενεργήσουν την πραγματογνωμοσύνην, το Μέλος του Συνεδρίου το οποίον θα ενεργήση την αυτοψίαν, η προθεσμία της δόσεως του όρκου, και το Μέλος του Συνεδρίου ή άλλη Δημοσία Αρχή ενώπιον της οποίας θα δοθή ο όρκος ούτος ή ο όρκος των πραγματογνωμόνων. Πραγματογγνώμονες δύναται να ορισθούν και μη δημόσιοι υπάλληλοι, δίδοντες τον όρκον κατά τ’ ανωτέρω.
2.Δια της αποφάσεως του Δικαστηρίου, δι’ ης επιβάλλεται όρκος, δύναται να ορισθή όπως ο όρκος ούτος δοθή ενώπιον του εκδόντος την απόφασιν Τμήματος του Συνεδρίου. Ο τύπος του όρκου είναι ο κατά τας διατάξεις της Πολιτικής Δικονομίας οριζόμενος.
Άρθρον 99.
1.Περί της εξετάσεως των μαρτύρων ή της, τυχόν, κατόπιν προσκλήσεως μη προσελεύσεως τούτων προς εξέτασιν, της ενεργηθείσης αυτοψίας, του δοθέντος όρκου ή της μη εντός της ταχθείσης προθεσμίας δόσεως αυτού, συντάσσεται έκθεσις, ήτις χρονολογουμένη υπογράφεται παρά του εις ον ανετέθη η εξέτασις των μαρτύρων ή η ενέργεια της αυτοψίας ή η ενώπιόν του δόσις του όρκου, συνυπογράφουν δ’ οι εξετασθέντες μάρτυρες και ο κατά τάς πράξεις ταύτας παραστάς ως Γραμματεύς υπάλληλος.
2.Ωσαύτως περί της ενεργηθείσης πραγματογνωμοσύνης συντάσσεται έκθεσις υπογραφομένη υπό των πραγματογνωμόνων.
3.Κατά την εξέτασιν των μαρτύρων, την ενέργειαν της πραγματογνωμοσύνης και αυτοψίας δύναται να παρίστανται και τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Άρθρον 100.
1.Η επιμέλεια της εκτελέσεως των περί αποδείξεως αποφάσεων ανήκει εις τον Γραμματέα του Δικαστηρίου, όστις και αποστέλλει, δι’ εγγράφου του, επίσημον απόσπασμα των αποφάσεων, επί αποδείξει, εις την Αρχήν παρ’ ης ζητούνται έγγραφα, ή εις τον παραγγελλόμενον την εξέτασιν μαρτύρων ή την ενέργειαν της πραγματογνωμοσύνης ή αυτοψίας κ.λ.π.
2.Ούτοι οφείλουν άνευ αναβολής να εκτελέσουν τας αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αποστέλλοντες τα ζητούμενα έγγραφα ή υποβάλλοντες τας περί εξετάσεως των μαρτύρων ή ενεργείας της πραγματογνωμοσύνης ή αυτοψίας εκθέσεις, εφ’ ων ο Γραμματεύς του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σημειοί δια πράξεώς του την χρονολογίαν περιελεύσεώς των εις το Ελεγκτικόν Συνέδριον.
3.Αι αποφάσεις δια των οποίων επιβάλλεται όρκος ή η προσαρμογή εγγράφων παρά διαδίκου, κοινοποιούνται, επιμελεία του αυτού ως άνω Γραμματέως, κατά τα εις τα άρθρα 33 και επόμενα του παρόντος οριζόμενα, εις τον εις ον επιβάλλεται ο όρκος ή εις τον βαρυνόμενον δια την προσαγωγήν των εγγράφων.
Άρθρον 101.
Το Συνέδριον εκτιμά κατ’ ελευθέραν αυτού κρίσιν τας αποδείξεις, εφ’ όσον άλλως δεν ορίζεται υπό των διεπουσών την υπό κρίσιν υπόθεσιν ειδικών διατάξεων ή του παρόντος Διατάγματος.
ΑΝΑΚΟΠΗ
Άρθρον 102.
Υποκείμεναι εις ανακοπήν αποφάσεις.
1.Εις ανακοπήν υπόκεινται αι οριστικαί αποφάσεις των Τμημάτων, εάν τις των διαδίκων δεν παρέστη εις την συζήτησιν ως μη κλητευθείς παντάπασι, κατά παράβασιν των εν άρθρω 58 του παρόντος διατάξεων, ή ως μη κλητευθείς προσηκόντως ή εμπροθέσμως.
2.Δικαίωμα ανακοπής έχει μόνο ο εκ του λόγου τούτου μη παραστάς διάδικος.
3.Ετέρα ανακοπή κατά της αυτής, ή της απορριπτούσης την άπαξ ασκηθείσαν, αποφάσεως δεν επιτρέπεται.
Ασκησις και εκδίκασις της ανακοπής.
Άρθρον 103.
1.Η προθεσμία προς άσκησιν της ανακοπής είναι δεκαπενθήμερος, αρχομένη από της επιδόσεως της αποφάσεως. Εάν ο δικαιούμενος εις άσκησιν της ανακοπής διάδικος είναι αγνώστου διαμονής ή διαμένει εις την αλλοδαπήν, η προθεσμία αύτη είναι εξηκονθήμερος.
2.Η αίτησις της ανακοπής πρέπει να περιέχει τα υπό του άρθρου 53 του παρόντος οριζόμενα στοιχεία και προσέτι, μνείαν της προσβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους της ανακοπής και αίτημα, κατατίθεται δε μεθ’ ενός αντιγράφου.
3.Το πρωτότυπον της ανακοπής μετά της εκθέσεως τίθενται εις τον φάκελλον της υποθέσεως, επί του οποίου σημειούνται ο αριθμός και η χρονολογία της εκθέσεως και το όνομα του ανακόπτοντος.
Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται τα εις τα άρθρα 52, 58, 60 και 61 του παρόντος οριζόμενα.
4.Ο ανακόπτων καλείται εις την συζήτησιν κατά τας διατάξεις του άρθρου 59 του παρόντος.
Άρθρον 104.
Εάν ο λόγος ανακοπής αποδειχθή βάσιμος, εξαφανίζεται η απόφασις και το δικαστήριον προβαίνει αμέσως εις νέαν εξέτασιν της υποθέσεως
ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΙΣ
Άρθρον 105.
Εις αναθεώρησιν υπόκεινται αι οριστικαί αποφάσεις των Τμημάτων κατά τα εις το άρθρον 62 του Π.Δ/τος 774/1980 «περί κωδικοποιήσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου ισχυουσών διατάξεων κ.λ.π.» οριζόμενα.
Αι διατάξεις των άρθρων 61 και 62 του παρόντος εφαρμόζονται και εν προκειμένω.
Άρθρον 106.
Εάν τις των λόγων αναθεωρήσεως κριθή βάσιμος, η προσβληθείσα απόφασις αντιστοίχως εξαφανίζεται και το δικαστήριον προβαίνει αμέσως εις νέαν εξέτασιν της υποθέσεως εντός των ορίων του γενομένου δεκτού λόγου αναθεωρήσεως.
Άρθρον 107.
Η κατ’ αναθεώρησιν εκδοθείσα απόφασις υπόκειται εις τα ένδικα μέσα εις τα οποία υπέκειτο και η αναθεωρηθείσα.
Δευτέρα αίτησις αναθεωρήσεως της αυτής αποφάσεως, δια τον αυτόν ή έτερον λόγον στρεφομένη κατά του αυτού ή ετέρου κεφαλαίου, δεν επιτρέπεται.
Άρθρον 108.
Αι περί προσδιορισμού της δικασίμου και εκδικάσεως εν γένει της εφέσεως διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως και επί του ενδίκου μέσου της αναθεωρήσεως, εφ’ όσον άλλως δεν ορίζεται υπό ετέρων διατάξεων του παρόντος.
ΑΝΑΙΡΕΣΙΣ
Άρθρον 109.
Αποφάσεις υποκείμεναι εις αναίρεσιν.
Αι οριστικαί αποφάσεις των Τμημάτων υπόκεινται εις ένδικον μέσον της αναιρέσεως.
Άρθρον 110.
Παρά τίνων ασκείται η αίτησις αναιρέσεως.
Η αίτησις αναιρέσεως ασκείται υπό παντός έχοντος έννομον συμφέρον ή υπό του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας παρά τω Ελεγκτικώ Συνεδρίω, απευθύνεται δε κατά του εν τη αναιρεσιβαλλομένη αποφάσει διαδίκου, του τυχόν εκ ταύτης συνδικαιούχου και κατά παντός τρίτου, ως προς τον οποίον έχει συνεπείας η δίκη.
Ο αρμόδιος Πρόεδρος δύναται να διατάξη την κλήτευσιν τρίτων εχόντων έννομον συμφέρον εις την δίκην.
Η κλήτευσις γίνεται δια κοινοποιήσεως αντιγράφου της αιτήσεως αναιρέσεως μετά σημειώσεως προσδιορισμού δικασίμου.
Άρθρον 111.
Δευτέρα αίτησις αναιρέσεως υπό του αυτού διαδίκου κατά της αυτής αποφάσεως ως προς το αυτό ή άλλο Κεφάλαιον δεν επιτρέπεται, εκτός εάν η πρώτη απερρίφθη δια τυπικόν λόγον.
Άρθρον 112.
Ανασταλτικόν αποτέλεσμαα αναιρέσεως.
1.Η άσκησις της αιτήσεως αναιρέσεως δεν έχει ανασταλτικόν αποτέλεσμα, εκτός αν άλλως ειδικώς ορίζεται.
2.Εάν εκ της εκτελέσεως της αποφάσεως πιθανολογήται κίνδυνος βλάβης η αποκατάστασις της οποίας δεν είναι ευχερής, δύναται να διαταχθή, κατ’ αίτησιν τινός των διαδίκων, ή εν όλω ή εν μέρει αναστολή της εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπό τον όρον παροχής αναλόγου εγγυήσεως ή και άνευ εγγυήσεως, ή να εξαρτηθή η εκτέλεσις της αποφάσεως εκ της παροχής εγγυήσεως υπό του νικήσαντος διαδίκου.
Άρθρον 113.
Περιεχόμενον δικογράφου.
Το δικόγραφον της αιτήσεως αναιρέσεως δέον να περιέχη πλήν των εν άρθρω 31 του παρόντος οριζομένων στοιχείων και:
α)Τον αριθμόν και χρονολογίαν της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως,
β)τους λόγους αναιρέσεως κατά τρόπον σαφή και ωρισμένον,
γ)διορισμόν αντικλήτου και
δ)σαφές και συγκεκριμένον αίτημα.
Εις το δικόγραφον της αιτήσεως αναιρέσεως δέον να προσαρτάται και αντίγραφον της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
Άρθρον 114.
Προθεσμία.
1.Η αίτησις αναιρέσεως ασκείται εντός προθεσμίας ενός έτους, αρχομένης δια τον ιδιώτην, από της κοινοποιήσεως αυτώ της αποφάσεως, δια το Δημόσιον και τα Νομικά Πρόσωπα, αφ’ ης η απόφασις περιήλθεν εις την υπηρεσίαν αυτών και δια τον Γενικόν Επίτροπον της Επικρατείας, από της εκδόσεως της αποφάσεως.
2.Εάν δεν επεδόθη η απόφασις η προθεσμία της αναιρέσεως είναι τριών ετών, αρχομένη από της δημοσιεύσεως της περατούσης την δίκην αποφάσεως.
3.Εξαιρετικώς και μετά την παρέλευσιν της προς άσκησιν αιτήσεως αναιρέσεως προθεσμίας ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας δύναται να ασκήση αίτησιν αναιρέσεως υπέρ του Νόμου.
Άρθρον 115.
Λόγοι αναιρέσεως.
Η αίτησις αναιρέσεως ασκείται:
α)Δια κακήν σύνθεσιν του δικάσαντος Τμήματος.
β)Δια παράβασιν ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, και
γ)Δι’ εσφαλμένην ερμηνείαν ή πλημμελή εφαρμογήν του διέποντος την επίδικον υπόθεσιν Νόμου.
Άρθρον 116.
Συνέπειαι αναιρέσεως.
Γενομένης δεκτής της αιτήσεως αναιρέσεως δι’ εσφαλμένην ερμηνείαν ή πλημμελή εφαρμογήν του Νόμου, η Ολομέλεια του Συνεδρίου αποφασίζει και περαιτέρω επί της υποθέσεως, εκτός αν αύτη χρήζη διερευνήσεως κατά το πραγματικόν αυτής μέρος, οπότε αναπέμπει ταύτην εις το αρμόδιον Τμήμα.
Αναιρουμένης της αποφάσεως δια πάντα έτερον λόγον, η Ολομέλεια αναπέμπει την υπόθεσιν εις το εκδόν Τμήμα, δια την εκ νέου εξέτασιν κατά το αναιρεθέν μέρος αυτής.
Αναιρουμένης της αποφάσεως και παραπεμπομένης της υποθέσεως εις το αρμόδιον Τμήμα, οι διάδικοι επανέρχονται εις την προ της αναιρεθείσης αποφάσεως κατάστασιν.
Το κατά παραπομπήν δικάζον Τμήμα δεν δύναται, εν πάση περιπτώσει, να αποστή της αποφάσεως της Ολομελείας ως προς τα παρ’ αυτής κριθέντα ζητήματα.
Εις περίπτωσιν αποδοχής αιτήσεως αναιρέσεως ασκηθείσης υπό του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας υπέρ του Νόμου, η αναιρεσιβαλλομένη απόφασις παραμένει ισχυρά και αμετάβλητος μεταξύ των διαδίκων.
Άρθρον 117.
Αι διατάξεις του παρόντος αι αφορώσαι εις τα περί πληρεξουσιότητος, διορισμού αντικλήτου, προσδιορισμού της δικασίμου, καταβολής παραβόλου και εκδικάσεως εν γένει της εφέσεως, εφαρμόζονται αναλόγως κατά περίπτωσιν και επί του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλως υπό ετέρων διατάξεων του παρόντος.
ΤΡΙΤΑΝΑΚΟΠΗ
Άρθρον 118.
Εάν τις δεν συμμετέσχεν εις την δίκην ή δεν προσεκλήθη να μετάσχη εις αυτήν και η εκδοθείσα απόφασις επέφερε βλάβην εις αυτόν ή έθεσε εις κίνδυνον τα έννομα συμφέροντά του, δύναται να ασκήση τριτανακοπήν κατά της εκδοθείσης αποφάσεως του οικείου Τμήματος.
Άρθρον 119.
Η τριτανακοπή εισάγεται ενώπιον του εκδόντος την προσβαλλομένην απόφασιν Τμήματος και απευθύνεται κατά πάντων των διαδίκων μεταξύ των οποίων εξεδόθη η απόφασις.
Άρθρον 120.
Αι διατάξεις περί της ασκήσεως της εφέσεως, περί του περιεχομένου αυτής, περί της εισαγωγής της προς συζήτησιν, περί του παραδεκτού αυτής και του ανασταλτικού της αποτελέσματος, εφαρμόζονται και επί της τριτανακοπής.
Άρθρον 121.
Το αρμόδιον Τμήμα εάν κρίνη την τριτανακοπήν παραδεκτήν και βάσιμον αποφαίνεται ανενεργόν ως προς τον τριτανακόπτοντα την προσβαλλομένην απόφασιν. Η απόφασις διατηρεί την ισχύν αυτής μεταξύ των αρχικών διαδίκων, εκτός εάν, προκειμένου περί συνταξιοδοτικού δικαιώματος, την τριτανακοπήν ασκή συνδικαιούχος του συνταξιοδοτικού αυτού δικαιώματος, οπότε το αρμόδιον Τμήμα διαμορφώνει αναλόγως την απόφασιν.
Άρθρον 122.
Υποχρέωσις εκτελέσεως αποφάσεων.
Η Διοίκησις έχει υποχρέωσιν συμμορφώσεως προς τας αμετακλήτους αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Άρθρον 123.
Ανάλογος εφαρμογήν διατάξεων
«Για κάθε θέμα, το οποίο δεν ρυθμίζεται από τις διατάξεις του παρόντος, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας»
Το άρθρ. 123 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.2 άρθρ. 12 Νόμ. 3472/44 Ιουλ. 2004 (ΦΕΚ Α΄135), Τόμ. 6, σελ. 146,55.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΠΑΡΕΔΡΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ ΩΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΥΤΩΝ
Άρθρον 124.
Επιθεωρηταί-Περιφέρειαι-Χρόνος Επιθεωρήσεως.
1.Η κατά το άρθρον 20 του Π.Δ. 774/80 «περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου ισχυουσών διατάξεων κ.λ.π.» επιθεώρησις των Παρέδρων και Επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των Υπηρεσιών αυτών, ενεργείται κατά το τρίμηνον ΙουλίουΣεμπτεμβρίου εκάστου έτους κατά τα εις τας επομένας διατάξεις οριζόμενα.
2.Η Επιθεώρησις των Παρέδρων και των Υπηρεσιών αυτών ασκείται υπό ενός Αντιπροέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως Γενικού Επιθεωρητού, συνεπικουρουμένου υπό τριών Συμβούλων, εχόντων τουλάχιστον ενιαυσίαν υπηρεσίαν εις τον βαθμόν του Συμβούλου.
3.Οι Επίτροποι του Ελεγκτικού Συνεδρίου και αι υπηρεσίαι αυτών, επιθεωρούνται υπό Συμβούλων αυτού, εις εξαιρετικάς δε περιπτώσεις και υπό Παρέδρων, εχόντων τουλάχιστον διετή υπηρεσίαν εις τον βαθμόν του Παρέδρου.
4.Κατά τον μήνα Ιανουάριον εκάστου έτους δι’ αποφάσεως του Παρέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αι προς επιθεώρησιν Υπηρεσίαι Παρέδρων κατανέμονται μεταξύ των ως Επιθεωρητών οριζομένων κατά την παράγραφον 2 Συμβούλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Δι’ ομοίας αποφάσεως του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου ορίζεται είς Σύμβουλος ή Πάρεδρος μετά του αναπληρωτού του, δι’ έκαστην εκ των εν τω επομένω άρθρω περιφερειών προς επιθεώρησιν των εν τη περιφερεία ταύτη εδρευόντων Επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των υπηρεσιών αυτών.
Αναπλήρωσις χωρεί μόνον λόγω ασθενείας ή σοβαρού υπηρεσιακού κωλύματος διαρκούντων πέραν του διμήνου. Αντικατάστασις Επιθεωρητού επιτρέπεται μόνον δια σοβαράν αιτίαν αναφερομένην ρητώς εις την περί αντικαταστάσεως απόφασιν.
Άρθρον 125.
Δια την επιθεώρησιν των Επιτρόπων αι περιφέρειαι Επιθεωρήσεως ορίζονται εις τέσσαρας (4) εκάστη των οποίων περιλαμβάνει τας εις τας αντιστοίχους Νομαρχίας εδρεούσας υπηρεσίας Επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως κάτωθι:
Α΄ Περιφέρεια. Νομοί:Αχαΐας, Κορινθίας, Αργολίδος, Λακωνίας, Αρκαδίας, Μεσσηνίας, Ηλείας, Ζακύνθου, Κεφαλληνίας, Αιτωλοακαρνανίας, Λευκάδος, Κυκλάδων.
Β΄ Περιφέρεια. Νομοί:Ευβοίας, Βοιωτίας, Φωκίδος, Φθιώτιδος, Ευρυτανίας Πρεβέζης, ΄Αρτης, Ιωαννίνων, Θεσπρωτίας Κερκύρας, Δωδεκανήσου, Καρδίτσης και Τρικάλων.
Γ΄ Περιφέρεια. Νομοί:Καστοριάς, Φλωρίνης, Κοζάνης, Γρεβενών, Πέλλης, Πιερίας, Ημαθίας, Λαρίσης, Μαγνησίας, Ηρακλείου, Χανίων, Ρεθύμνης και Λασιθίου.
Δ΄ Περιφέρεια. Νομοί:Σερρών, Κιλκίς, Δράμας, Καβάλας, Ξάνθης, Ροδόπης, Εβρου, Σάμου, Λέσβου, Χίου και Χαλκιδικής.
Εις την Δ΄ περιφέρειαν περιλαμβάνονται και αι Υπηρεσίαι Παρέδρων παρά τω Υπουργείω Βορείου Ελλάδος και τη Νομαρχία Θεσσαλονίκης.
Άρθρον 126.
1.Οι Επιθεωρηταί Επιτρόπων οφείλουν να καταρτίζουν το πρόγραμμα επιθεωρήσεως των εις αυτούς υπαγομένων υπηρεσιών το αργότερον μέχρι του μηνός Ιουνίου εκάστου έτους και να γνωστοποιούν τούτο δια του παρά τη Κεντρική Υπηρεσία Γραφείου Επιθεωρήσεως εις τας προς επιθεώρησιν υπηρεσίας επί τω τέλει όπως, προς διευκόλησιν της επιθεωρήσεως, προγραμματίζωνται αναλόγως αι άδειαι των Προισταμένων αυτών (Επιτρόπων), ώστε να μη συμπίπτουν προς τον χρόνον της επιθεωρήσεώς των.
Οι Επιθεωρηταί οφείλουν ωσαύτως να μεταβαίνουν εις τας έδρας των επιθεωρουμένων υπηρεσιών κατά τον προγραμματισθέντα χρόνον προς διενέργειαν της Επιθεωρήσεως. Εκτακτοι ή συμπληρωματικαί επιθεωρήσεις διενεργούνται οποτεδήποτε, συντρεχουσών των προϋποθέσεων της επομένης παραγράφου.
2.Ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου δύναται οποτεδήποτε να ενεργήση επιθεώρησιν των ως άνω Υπηρεσιών Παρέδρων και Επιτρόπων και των προϊσταμένων αυτών κατά τας διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου, συντάσσων τας εν τω άρθρω 128 προβλεπομένας εκθέσεις επιθεωρήσεως. Εν τη περιπτώσει ταύτη δεν ενεργείται η υπό των εις τα προηγούμενα άρθρα οριζομένων Επιθεωρητών προβλεπομένη επιθεώρησις δια το αυτό έτος. Δύναται ωσαύτως ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και μετά την ενέργειαν της τακτικής επιθεωρήσεως υπ’ αυτού ή των ορισθέντων επιθεωρητών ή και προ αυτής, να διατάξη την ενέργειαν εκτάκτου ή συμπληρωματικής επιθεωρήσεως είτε υπό του αυτού είτε άλλου επιθεωρητού εφ’ όσον έχει ενδείξεις ή πληροφορίας περί πλημμελούς λειτουργίας της υπηρεσίας προς εξακρίβωσιν καταγγελίας κατά του προϊσταμένου της υπηρεσίας περί πλημμελούς ασκήσεως των καθηκόντων αυτού.
Άρθρον 127.
Περιεχόμενον Επιθεωρήσεως.
1.Κατά την ενέργειαν της επιθεωρήσεως ο επιθεωρητής εξετάζει τον τρόπον καθ’ ον διεξάγεται η υπηρεσία, την συντελεσθείσαν εργασίαν, τας εκδοθείσας πράξεις ή αποφάσεις, εάν υπάρχη ενημερότης της υπηρεσίας εις την διεκπεραίωσιν των υποθέσεων και τον έλεγχον των λογαριασμών ή των ενταλμάτων πληρωμής, εάν τηρούνται ισχύουσαι οδηγίαι περί του τρόπου λειτουργίας της υπηρεσίας, ως και εάν η τελευταία διεχειρίσθη κανονικώς τας τυχόν εις την διάθεσιν αυτής τεθείσας πιστώσεις, έτι δε και αν υφίσταται περίπτωσις πειθαρχικής διώξεως.
2.Η Επιθεώρησις αφορά την εργασίαν του προισταμένου της υπηρεσίας και του υπ’ αυτόν προσωπικού, την συντελεσθείσαν ιδία από της ενεργείας της επιθεωρήσεως του προηγουμένου έτους μέχρι της ημέρας κατά την οποία λαμβάνει χώραν η νέα επιθεώρησις, του επιθεωρητού δυναμένου προς μόρφωσιν ασφαλούς γνώμης περί του ήθους, της επιστημονικής καταρτίσεως, ικανότητος, ευθυκρισίας, φιλοτιμίας και της καλής και ευπρεπούς υπηρεσιακής και κοινωνικής συμπεριφοράς του υπηρετούντος ή υπηρετήσαντος κατά το χρονικόν διάστημα εις το οποίον αφορά η επιθεώρησις Παρέδρου ή Επιτρόπου να ενεργή πάσαν χρήσιμον ή αναγκαίαν, κατά τη κρίσιν του, έρευναν.
Άρθρον 128.
Εκθέσεις Επιθεωρήσεων.
Περί της κατά το προηγούμενον άρθρον ενεργηθείσης επιθεωρήσεως, ο ενεργήσας ταύτην επιθεωρητής συντάσσει α)γενικήν έκθεσιν αφορώσαν εις την καθ’ όλου λειτουργίαν της επιθεωρηθείσης Υπηρεσίας, εις ην απαραιτήτως εκφέρει γνώμην περί του βαθμού αποδόσεως αυτής, υποδεικνύει δε τα τυχόν ληπτέα κατά την κρίσιν του μέτρα προς βελτίωσιν των συνθηκών λειτουργίας της και β)ειδικήν ατομικήν έκθεσιν περί του προισταμένου αυτής Παρέδρου ή Επιτρόπου εις ην λεπτομερώς και ητιολογημένως εκτίθενται αι διαπιστώσεις του επιθεωρητού ως προς την επιστημονικήν κατάρτισιν, το ήθος, την κρίσιν και αντίληψιν, επιμέλειαν, εργατικότητα, υπηρεσιακήν απόδοσιν και την εν γένει συμπεριφοράν και παράστασιν αυτού. Εάν κατά το επιθεωρούμενον χρονικόν διάστημα διετέλεσαν πλείονες προϊστάμενοι συντάσσεται ιδιαιτέρα έκθεσις περί εκάστου εξ αυτών, προσδιοριζομένου ακριβώς του χρονικού διαστήματος κατά το οποίον έκαστος υπηρέτησε.
2.Αι κατά την προηγουμένην παράγραφον εκθέσεις, υποβάλλονται εντός διμήνου από του πέρατος της επιθεωρήσεως εις τον Γενικόν Επιθεωρητήν εις πέντε αντίγραφα εξ ων: α)το πρώτον υποβάλλεται εις τον Πρόεδρον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο οποίος αφού λάβη γνώσιν του περιεχομένου αυτού διαβιβάζει τούτο εις το ως άνω Γραφείον προς φύλαξιν (Αρχείον Επιθεωρήσεως), β)το δεύτερον κοινοποιείται εις τον προς ον αφορά προιστάμενον της επιθωρηθείσης υπηρεσίας, συντασσομένου αποδεικτικού κοινοποιήσεως, όπερ (αποδεικτικόν) αποστέλλεται εις το Γραφείον Επιθεωρήσεως και επισυνάπτεται επί του εις την προηγουμένην περίπτωσιν αναφερομένου πρώτου αντιγράφου, γ)το τρίτον αντίγραφον, μερίμνη του Γραφείου Επιθεωρήσεως, τίθεται εις τον ατομικόν υπηρεσιακόν φάκελλον του προς ον αφορά προισταμένου, δ)το τέταρτον αντίγραφον το αφορών εις την καθ’ όλου λειτουργίαν της επιθεωρηθείσης υπηρεσίας αποστέλλεται εις την επιθεωρηθείσαν υπηρεσίαν και τίθεται εντός ειδικού φακέλλου φέροντος την ένδειξιν «εκθέσεις επιθερήσεων» ε)το πέμπτον αντίγραφον πέμπεται εις τον παρά τω Ελεκτικώ Συνεδρίω Γενικόν Επίτροπον της Επικρατείας παρ’ ου και φυλάσσεται ως απόρρητον έγγραφον.
3.Το Γραφείον Επιθεωρήσεως μετά την συγκέντρωσιν όλων των εκθέσεων εκάστου έτους και την καταχώρησιν αυτών εις τον επί τούτω τηρούμενον ειδικόν βιβλίον, επεξεργάζεται ταύτας, εξετάζει τα τυχόν σημειούμενα ειδικά προβλήματα προς επίλυσιν των οποίων εισηγείται αρμοδίως τα κατάλληλα μέτρα. Εάν εκ των εκθέσεων προκύπτη περίπτωσις επιβάλλουσα, κατά την κρίσιν του Γενικού Επιθεωρητού, την άσκησιν πειθαρχικής διώξεως ανακοινοί τούτου εις τον Πρόεδρον του Ελεγκτικού Συνεδρίου προς την κίνησιν της σχετικής διαδικασίας δια της αρμοδίας υπηρεσίας.
Άρθρον 129
Δια γενικής προς τον Υπουργόν Οικονομικών εκθέσεώς του ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου περιγράφει την κατάστασιν των καθ’ εκάστην Υπηρεσίαν Παρέδρων και Επιτρόπων και υποδεικνύει τα προς βελτίωσιν αυτών ληπτέα μέτρα, προσέτι δε σημειοί τας τυχόν ειδικάς παρατηρήσεις του περί των υπηρετούντων η υπηρετησάντων εις αυτάς Παρέδρων και Επιτρόπων και του προσωπικού αυτών.
Άρθρον 130.
Διόρθωσις Εκθέσεων Επιθεωρήσεως.
Οι προς ους αφορούν αι εκθέσεις προϊστάμενοι των επιθεωρηθεισών υπηρεσιών, δικαιούνται, εντός δέκα πέντε ημερών από της κοινοποιήσεως, δι’ αιτήσεώς των υποβαλλομένης προς τον Πρόεδρον του Ελεγκτικού Συνεδρίου να ζητήσουν την διαγραφήν, διόρθωσιν ή συμπλήρωσιν της εκθέσεως ως προς γεγονότα, άτινα κατά τα υπ’ αυτών υποστηριζόμενα, παρελείφθησαν ή τυγχάνουν αντικειμενικώς ανακριβή. Ο Πρόεδρος ενεργεί παν ό,τι θεωρεί ενδεδειγμένον προς εξακρίβωσιν του βασίμου ή μη των ισχυρισμών του αιτούντος, συντρεχούσης δε περιπτώσεως, μεριμνά περί της τακτοποιήσεως της ατομικής εκθέσεως επιθεωρήσεως του αιτούντος δια πράξεως αυτού, ήτις ακολουθεί την εν παραγράφω 2 του άρθρου 128 του παρόντος οριζομένην κατανομήν αντιγράφων, συσχετιζομένην προς τα αντίστοιχα αντίγραφα της εκθέσεως. Εν εναντία περιπτώσει δια της πράξεως αυτού απορρίπτει με σχετικήν αιτιολόγησιν την αίτησιν του ενδιαφερομένου, ακολουθουμένης κατά τα λοιπά της ως άνω διαδικασίας.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ
ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΜΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
Γενικαί Διατάξεις
Άρθρον 131.
Μη δικαστικά καθήκοντα Ολομελείας.
1.Εις την Ολομέλειαν του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπάγονται, πλην άλλως ειδικώς καθοριζομένων μη δικαστικών καθηκόντων και αι κατά το άρθρον 15 παράγρ. 4, 9, 10 άρθρα 11, παρ. 2, 13, 41 παρ. 3, 42, 74, 78, 82 και 83 του Π.Δ. 774/1980 «περί κωδικοποιήσεως κλπ.» γνωμοδοτήσεις, αποφάσεις και συγκαταθέσεις ως και η διατύπωσις ευχών και γνωμών του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
2.Επί των ανωτέρω περιπτώσεων εκφέρει προηγουμένως την γνώμην του ο παρά τω Ελεγκτικώ Συνεδρίω Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας όστις και διαβιβάζει εις τας αρμοδίας αρχάς τας διατυπουμένας υπό της Ολομελείας γνωμοδοτήσεις, συγκαταθέσεις, αποφάσεις, ευχάς ή εκθέσεις.
3.Ο Πρόεδρος δικαιούται να συγκαλή την Ολομέλειαν όπως αποφαίνεται και επί άλλων ζητημάτων, μη ρητώς εν τω Π.Δ. 774/1980 και τω παρόντι αναφερομένων, εάν ως εκ της γενικότητος και σοβαρότητος αυτών κρίνη τούτο αναγκαίον.
4.Την Ολομέλειαν συγκαλεί επίσης ο Πρόεδρος και οσάκις ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας ήθελε ζητήσει τούτο επί ομοίας φύσεως ζητημάτων.
«5.Η σύγκληση της ολομέλειας είναι υποχρεωτική όταν ζητηθεί εγγράφως από το ένα τρίτο των μελών της. Σε περίπτωση που δεν συγκληθεί μέσα σε πέντε ημέρες, εκείνοι που ζήτησαν την συγκόλησή της μπορούν να συγκαλέσουν την ολομέλεια με αίτηση που γνωστοποιείται σε όλα τα μέλη της».
*Η παρ. 5 προστέθηκε από την παρ. 3 άρθρ. 3 Ν. 1868/1989 (ΦΕΚ Α΄ 230)
Άρθρον 132.
Διεξαγωγή αλληλογραφίας.
1.Το Ελεγκτικόν Συνέδριον εν τη ενασκήσει των καθηκόντων του και της καθ’ όλου διεξαγωγής της αφορώσης αυτό υπηρεσίας, αλληλογραφεί απ’ ευθείας μετά των Υπουργείων και πάσης άλλης αρχής, αρχής, δια του Προέδρου αυτού ή του Προέδρου του οικείου Τμήματος ή του αρμοδίου Κλιμακίου εξαιρέσει των περιπτώσεων, καθ’ ας το Ελεγκτικόν Συνέδριον αλληλογραφεί δια των Διευθυντών και του Γραμματέως αυτού.
2.Το Ελεγκτικόν Συνέδριον αλληλογραφεί επίσης, δια των Συμβούλων ή των Παρέδρων, προκειμένου περί συγκεντρώσεως πληροφοριών, ή στοιχείων επί των υποθέσεων, εφ’ ων ούτοι είναι εισηγηταί, ως και των Παρέδρων και των Επιτρόπων αυτού προκειμένου περί θεμάτων αναγομένων εις τον κύκλον της αρμοδιότητός των κατά τας διατάξεις του Π.Δ. 774/1980 «περί κωδικοποιήσεως κ.λ.π.».
3.Τα της αλληλογραφίας έγγραφα, αποστέλλονται εις αντίγραφα κυρούμενα υπό του Γραμματέως του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εκτός των περιπτώσεων καθ’ ας ο εκδίδων ταύτα κρίνει ότι δέον ν’ αποστέλλωνται εν πρωτοτύπω.
4.Τα αφορώντα την υπηρεσίαν του Ελεγκτικού Συνεδρίου έγγραφα, διευθύνονται απ’ ευθείας εις το Ελεγκτικόν Συνέδριον, οσάκις όμως δι’ αυτών ζητείται η συγκατάθεσις ή γνωμάτευσις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τότε διευθύνονται προς τον Γενικόν Επίτροπον της Επικρατείας.
Άρθρον 133.
Διακίνησις εισερχομένων εγγράφων.
1.Τα εις το Ελεγκτικόν Συνέδριον περιεχόμενα, μη δικαστικής φύσεως έγγραφα, παραδίδονται εις τους προϊσταμένους των οικείων υπηρεσιών προς ενέργειαν.
2.Τα μη υπαγόμενα εις την αρμοδιότητα υπηρεσίας τινός έγγραφα παραδίδονται εις τον Πρόεδρον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εις τον οποίον παραδίδεται και παν άλλο έγγραφον του οποίου, ως εκ του περιεχομένου του δέον ούτος να λάβη αμέσως γνώσιν.
Επί των εγγράφων τούτων ο Πρόεδρος ενεργεί περαιτέρω κατά την κρίσιν του.
Άρθρον 134.
Διαδικασία πληρώσεως κενών θέσεων Συμβούλων ή Παρέδρων.
Ι.Προκειμένης πληρώσεως θέσεων Συμβούλων ή Παρέδρων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο Υπουργός των Οικονομικών δια προσκλήσεώς του, δημοσιευομένης εφ’ άπαξ δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και του ημερησίου Τύπου, καλεί τους έχοντας τα προς τούτο προσόντα και επιθυμούντας να διορισθούν, όπως υποβάλουν σχετικήν αίτησιν μετά των απαιτουμένων δικαιολογητικών, εντός προθεσμίας τουλάχιστον μηνιαίας παρ’ αυτού οριζομένης και αρχομένης από της δημοσιεύσεως εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
2.Μετά την λήξιν της προθεσμίας ταύτης ζητούνται από τας αρμοδίας Αρχάς, δι’ εγγράφου του αυτού Υπουργού, οι ατομικοί φάκελλοι των υποβαλλόντων αιτήσεις, μετά την συγκέντρωσιν των οποίων ο Υπουργός των Οικονομικών διαβιβάζει μετά των αιτήσεων και των ατομικών φακέλλων, σχετικόν ερώτημα προς τον Πρόεδρον του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και προκαλεί την κατά τα άρθρα 69 παρ. Ι και 71 του Π.Δ. 774/1980 «περί κωδικοποιήσεως κ.λ.π.» απόφασιν του Συμβουλίου τούτου. Επί διαφωνίας του Υπουργού των Οικονομικών ή προσφυγής, εφαρμόζονται τα εν τω άρθρω 72, του ρηθέντος Π.Δ/τος.
Άρθρον 135.
Επεξεργασία μη δικαστικών υποθέσεων.
Πάσας εν γένει, τας μη δικαστικής φύσεως υποθέσεις της αρμοδιότητος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, περί των οποίων άλλως δεν ορίζουν αι διατάξεις του Π.Δ./τος 774/1980 «περί κωδικοποιήσεως κ.λ.π.» και του παρόντος, επεξεργάζονται προ της υποβολής των εις την Ολομέλειαν, τα Τμήματα, τα Κλιμάκια ή τους Παρέδρους, οι επί τούτω οριζόμενοι υπάλληλοι των οικείων υπηρεσιών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εξαιρέσει των υποθέσεων εκείνων, αίτινες κατά την κρίσιν του Προέδρου του Συνεδρίου ή του Προέδρου του οικείου Τμήματος ή Κλιμακίου, δέον να παραπεμφθούν εις Σύμβουλον ή Πάρεδρον απ’ ευθείας.
Άρθρον 136.
Έλεγχος Λογαριασμών.
1.Έλεγχον λογαριασμού ενεργούν μόνον οι Διευθυνταί και οι Ελεγκταί, εισηγούμενοι εγγράφως, ως και οι επί βαθμώ 6ω του κλάδου ΑΤ υπάλληλοι, εφ’ όσον εις τους τελευταίους τούτους ήθελον ανατεθή τα καθήκοντα ταύτα δι’ αποφάσεως της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
2.Αι επί των ανωτέρω υποθέσεων εισηγητικαί εκθέσεις υποβάλλονται μετά προσχεδίου πράξεως εις τον Πρόεδρον του οικείου Κλιμακίου, όστις και παραπέμπει ταύτας προς εισήγησιν εις τους Παρέδρους του Κλιμακίου, δικαιούμενος να κρατήση προς εισήγησιν ανάλογον αριθμόν υποθέσεων.
3.Αι ανωτέρω εισηγητικαί εκθέσεις και προσχέδια πράξεως δύναται να ενσωματούνται εις το αυτό έντυπον.
Άρθρον 137.
Εξέτασις νομικού και πραγματικού μέρους επί μη δικαστικών υποθέσεων.
Οι Πρόεδροι των Κλιμακίων και Πάρεδροι ως Εισηγηταί επί των ως άνω υποθέσεων εξετάζουν ταύτας ως προς το νομικόν και το πραγματικόν μέρος αυτών. Προκειμένου όμως περί ελέγχου λογαριασμών, εξετάζουν ταύτας μόνον ως προς το νομικόν μέρος επί τη βάσει των υπό της επεξεργασίας τιθεμένων πραγματικών γεγονότων, δικαιούμενοι εν πάση περιπτώσει να εξετάζουν και ταύτα, εφαρμοζομένης περαιτέρω και της διατάξεως του άρθρου 17 παρ. 3 του Π.Δ. 774/1980.
Άρθρον 138.
Διαδικασία εκδόσεως πράξεων υπό Κλιμακίων.
1.Κατά τας προς έκδοσιν των πράξεων των Κλιμακίων συνεδριάσεις, η ημέρα και η ώρα των οποίων καθορίζονται υπό του Προέδρου του οικείου Κλιμακίου, ο κατά το προηγούμενον άρθρον ορισθείς εισηγητής εισηγείται εγγράφως δια πλήρους εκθέσεως, διαλαμβανούσης το ιστορικόν της υποθέσεως, τα τυχόν προκύπτοντα ζητήματα και την επ’ αυτών ητιολογημένην γνώμην του. Την έκθεσιν ταύτην αναπτύσσει και προφορικώς, παραμένει δε αύτη εις τον φάκελλον της υποθέσεως.
2.Τα Κλιμάκια αποφαίνονται κατ’ απόλυτον πλειοψηφίαν των μετεχόντων εις ταύτα μελών. Εάν σχηματισθούν πλείονες των δύο γνωμών, ο νεώτερος των μετεχόντων του Κλιμακίου Πάρεδρος οφείλει να προσχωρήση εις μίαν των δύο άλλων γνωμών.
3.Αι διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 80 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και επί των υπό των Κλιμακίων συζητουμένων υποθέσεων.
4.Μετά την ψηφοφορίαν ο προεδρεύων σημειοί επί της εκθέσεως του Εισηγητού περίληψιν του δικαστικού της ληφθείσης αποφάσεως, η οποία συντάσσεται υπό του Εισηγητού.
Ο Πρόεδρος δύναται να αναθέση την σύνταξιν της αποφάσεως εις μέλος της πλειοψηφίας εάν εις ταύτην δεν ανήκει ο εισηγητής.
5.Των μη δικαστικών συνεδριάσεων τηρούνται συνοπτικά πρακτικά υπό του Γραμματέως, άτινα, θεωρούμενα και εγκρινόμενα υπό του οικείου Προέδρου, υπογράφονται υπό τούτου και του Γραμματέως.
Άρθρον 139.
Ανακοίνωσις εις Γενικόν Επίτροπον Επικρατείας μη δικαστικών υποθέσεων προς γνωμοδότησιν.
1.Προκειμένου περί μη δικαστικής φύσεως υποθέσεων της αρμοδιότητος των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου ο Πρόεδρος τούτων εντέλλεται τον Γραμματέα όπως ανακοινώση ταύτας εις τον Γενικόν Επίτροπον της Επικρατείας, ίνα ούτος εκφέρη την γνώμην του.
2.Εάν η εκδοθείσα υπό του Τμήματος πράξις δεν είναι σύμφωνος προς την γνώμην ταύτην, ανακοινούται η πράξις εις τον Γενικόν Επίτροπον, επιμελεία της οικείας Διευθύνσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Άρθρον 140.
Διαδικασία ενώπιον των Τμημάτων
Αι διατάξεις των άρθρων 79, 80 και 138 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και επί των Τμημάτων δια την παρ’ αυτών συζήτησιν των μη δικαστικής φύσεως υποθέσεων της αρμοδιότητός των.
Άρθρον 141.
Περιεχόμενον Πράξεων Τμημάτων και Κλιμακίων.
Αι πράξεις των Τμημάτων και των Κλιμακίων εκδίδονται εν διασκέψει και περιέχουν:
α)Το ονοματεπώνυμον των λαβόντων μέρος εις την έκδοσιν της πράξεως μελών, μετά προσδιορισμού των, κατά τα άρθρα 140 και 142 του παρόντος, Εισηγητού και του παραστάντος κατά την διάσκεψιν Γραμματέως, προκειμένου δε περί πράξεων των Τμημάτων, και του παραστάντος Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας.
β)Σύντομον έκθεσιν της υποθέσεως και του περιεχομένου των αιτήσεων των ενδιαφερομένων μερών και το ονοματεπώνυμον αυτών.
γ)Μνείαν του υποβαλόντος την κατά το άρθρον 136 του παρόντος έκθεσιν Διευθυντού ή Ελεγκτού ή την κατά το άρθον 77 παράγρ. 3 του Π.Δ/τος 774/1980 έκθεσιν του Εισηγητού.
δ)Προκειμένου περί πράξεων των Τμημάτων, μνείαν ότι ηκούσθη ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας.
ε)Αιτολογικόν μετά μνείας της τυχόν μειοψηφίας.
στ)Διατακτικόν.
ζ)Την χρονολογίαν της εκδόσεως της πράξεως.
η)Τας υπογραφάς του Προέδρου, του Εισηγητού και του Γραμματέως.
θ)Διάταξιν περί επιστροφής ή εκπτώσεως του κατατεθέντος παραβόλου, εις ας περιπτώσεις κατεβλήθη τοιούτον.
Άρθρον 142.
Πράξεις Παρέδρων-Επιτρόπων.
Ι.Αι πράξεις των Παρέδρων και Επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου περιέχουν:α)Το ονοματεπώνυμον του εκδόντος ταύτας Παρέδρου ή Επιτρόπου, β)Σύντομον έκθεσιν της υποθέσεως, γ)Αιτιολογικόν, δ)Διατακτικόν, ε) Την χρονολογίαν και τον τόπον εκδόσεως της πράξεως και στ)Την υπογραφήν του εκδόντος την πράξιν Παρέδρου ή Επιτρόπου
2.Η πράξις θεωρήσεως των τίτλων πληρωμής περιέχει:
α)το ονοματεπώνυμον του Παρέδρου ή Επιτρόπου και την υπογραφήν αυτών και β)τον τόπον και την χρονολογίαν θεωρήσεως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄
Ειδικαί Διατάξεις
α)Έσοδα
Άρθρον 143.
Παρακολούθησις εσόδων.
1.Το Ελεγκτικόν Συνέδριον παρακολουθεί τα δημόσια έσοδα βάσει των μηναίων και ετησίων λογαριασμών των Ταμειακών υπολόγων και εν συνδυασμώ προς τα υπό του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους διαβιβαζόμενα εις το τέλος εκάστου οικονομικού έτους στοιχεία. Επίσης ασκεί έλεγχον επί των βεβαιωθέντων εσόδων κατά τας διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 3 του Π.Δ/.τος 774/1980.
2.Τας επί της διαδικασίας και της πορείας εισπράξεως των δημοσίων εσόδων παρατηρήσεις και πορίσματά του εκθέτει δια της ετησίας εκθέσεως και της διαδηλώσεως.
β)Έξοδα
Άρθρον 144.
Προληπτικός Έλεγχος.
Οι Πάρεδροι και οι Επίτροποι του Ελεγκτικού Συνεδρίου βοηθούμενοι και υπό των επί τούτω υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ασκούν τον κατά τα άρθρα 19 και 21 του Π.Δ/τος 774 του 1980 προληπτικόν έλεγχον των δαπανών.
Άρθρον 145.
Έλεγχος και θεώρησις δικαιολογητικών ενταλμάτων προπληρωμής.
1.Τα δικαιολογητικά των ενταλμάτων προπληρωμής θεωρούν οι Πάρεδροι ή οι Επίτροποι του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μετά προηγούμενον έλεγχον υπό του επί τούτω ορισθέντος προσωπικού κατά τα εις τα άρθρα 34 και 35 του Π.Δ/τος 774/1980 διαλαμβανόμενα.
Αν ο Πάρεδρος ή ο Επίτροπος δεν ήθελεν εγκρίνη εν όλω ή εν μέρει τα διαβιβασθέντα αυτώ δικαιολογητικά, επιστρέφει ταύτα εις την αποστείλασαν Αρχήν μετ’ αντιγράφου πράξεώς του εις την οποίαν αναγράφονται οι λόγοι της μη εγκρίσεως των ή ζητεί δι’ εγγράφου του την συμπλήρωσιν παρατηρηθεισών ελλείψεων.
Μετά την εκ νέου υποβολήν των δικαιολογητικών ή την συμπλήρωσιν τούτων, ο Πάρεδρος ή ο Επίτροπος, είτε θεωρεί ταύτα, εφ’ όσον ήρθησαν οι λόγοι της μη εγκρίσεώς των, είτε εκδίδει την σχετικήν καταλογιστικήν πράξιν του.
2.Τα πρωτότυπα των κατά την προηγουμένην παράγραφον πράξεων τηρούνται εις το Αρχείον του οικείου Παρέδρου ή Επιτρόπου του Συνεδρίου.
3.Τα δικαιολογητικά των ενταλμάτων προπληρωμής, εξαιρέσει των τοιούτων του Δημοσίου, μετά τον έλεγχον και την θεώρησίν των αφού ακυρωθούν κατά τα κεκανονισμένα, επιστρέφονται εις τα εκδόντα τα χρηματικά εντάλματα προπληρωμής Ν.Π.Δ.Δ. κλπ. δι’ ιδίου εγγράφου εις ο συσχετίζεται το έγγραφον του Ν.Π.Δ. Δικαίου κ.λ.π. δι΄ ου υπεβλήθησαν ταύτα εις τον Πάρεδρον ή Επίτροπον προς θεώρησιν.
Άρθρον 146.
Εξέτασις απολογισμού και γενικού ισολογισμού.
1.Ο έλεγχος της δημοσίας διαχειρίσεως ολοκληρούται δια του ελέγχου του απολογισμού και του γενικού ισολογισμού του Κράτους.
Προς τούτο ο απολογισμός και ο γενικός ισολογισμός της διαχειρίσεως, υπογραφόμενοι παρά του αρμοδίου Διευθυντού και του Γενικού Διευθυντού του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και θεωρούμενοι παρά του Υπουργού των Οικονομικών, αποστέλλονται υπό τούτου εις το Ελεγκτικόν Συνέδριον το βραδύτερον μέχρι τέλους Σεπτεμβρίου εκάστου έτους.
2.Το Ελεγκτικόν Συνέδριον εξετάζει τον απολογισμόν και τον ισολογισμόν του Κράτους, βάσει των κειμένων διατάξεων, κατά τα δι’ αποφάσεως της Ολομελείας αυτού οριζόμενα παραβάλλον τούτους, προς τα παρ’ αυτού εξελεχθέντα σχετικά στοιχεία και τα παρά των Γενικώ Λογιστηρίω του Κράτους βιβλία, μεθ’ ο επιστρέφει αυτούς μετά της επ’ αυτών διαδηλώσεώς του, εις το Γενικόν Λογιστήριον του Κράτους εντός μηνός από της εις αυτό αποστολής των.
3.Αι διαδηλώσεις εκδίδονται υπό της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. (Άρθρον 41 Π.Δ. 774/1980 ΦΕΚ 189/1980).
Άρθρον 147.
Ετήσιαι εκθέσεις.
1.Οι Πάρεδροι και οι Επίτροποι ως και οι Διευθυνταί του Ελεγκτικού Συνεδρίου μετά την λήξιν εκάστου οικονομικού έτους, δι’ εκθέσεώς των προς το Ελεγκτικόν Συνέδριον εκθέτουν το αποτέλεσμα των εργασιών των, σημειούν τας εκ της ασκήσεως των καθηκόντων των διαπιστωθείσας παραβάσεις των κανόνων του προϋπολογισμού, του κώδικος περί δημοσίου λογιστικού, και παντός άλλου συναφούς προς τα αντικείμενά των νόμου ή διατάγματος ή κανονιστικής αποφάσεως, τας γενικάς και ειδικάς παρατηρήσεις των και τας σκέψεις των περί των επενεκτέων μεταρρυθμίσεων και βελτιώσεων της ισχυούσης και σχετικής προς τας αρμοδιότητας του Συνεδρίου νομοθεσίας.
2.Άπαντες οι ανωτέρω και ο Γραμματεύς υποβάλλουν και αναλυτικούς στατιστικούς πίνακας περί της συντελεσθείσης κατά το λήξαν οικονομικόν έτος εργασίας της Διευθύνσεώς των μετά των επί της εργασίας ταύτης παρατηρήσεών των.
3.Αι ανωτέρω εκθέσεις χρησιμεύουν δια την σύνταξιν της κατά το επόμενον άρθρον γενικής εκθέσεως της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Άρθρον 148.
Γενική έκθεσις
Η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, έχουσα υπ’ όψιν τας εν τω προηγουμένω άρθρω εκθέσεις και την εισήγησιν του ως εισηγητού οριζομένου συμβούλου, διατυπώνει την κατά το άρθρον 42 του Π.Δ/τος 774/1980 γενικήν έκθεσίν της, εις την οποίαν εκθέτει το κατά το λήξαν οικονομικόν έτος αποτελέσματα των εργασιών του Συνεδρίου και τας επί τούτων παρατηρήσεις της, σημειώνει πάσας τας κατά το αυτό έτος διαπιστωθείσας εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του Συνεδρίου παραβάσεις των κανόνων του Προυπολογισμού ή άλλων σχετικών προς την εν γένει αρμοδιότητα του Συνεδρίου διατάξεων, υποδεικνύει τα μέσα άτινα θεωρεί ικανά να προλάβουν την επανάληψιν των παραβάσεων τούτων και αναπτύσσει τας σκέψεις αυτής περί των επενεκτέων μεταρρυθμίσεων και βελτιώσεων της σχετικής προς την εν γένει αρμοδιότητα του Συνεδρίου νομοθεσίας.
Άρθρον 149.
Επιτήρησις δημοσίων υππολόγων.
1.Δια την υπό του Ελεγκτικού Συνεδρίου άσκησιν της κατά το άρθρον 39 του Π.Δ/τος 774/80 επιτηρήσεως επί των Δημοσίων υπολόγων και των υπολόγων των παρ’ αυτού ελεγχομένων διαχειρίσεων των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου ως και και την παρακολούθησιν της υποβολής των λογαριασμών των υπολόγων τούτων, αι αρμόδιαι υπηρεσίαι οφείλουν ν’ ανακοινούν εις το Ελεγκτικόν Συνέδριον πάσαν σύστασιν νέας υπολόγου αρχής ή κατάργησιν υφισταμένης τοιαύτης και εν γένει πάσαν μεταβολήν εν τω προσώπω των υπολόγων.
2.Οι υπόλογοι υποχρεούνται να παρέχουν εις το Ελεγκτικόν Συνέδριον πάσαν πληροφορίαν, την οποίαν τούτο ήθελε κρίνει αναγκαίαν, δια την άσκησιν της κατά τ’ ανωτέρω επιτηρήσεως και να υποβάλουν επίσημα αντίγραφα των επί τω αυτώ σκοπώ ζητουμένων παρά τούτων εγγράφων ή και αυτά τα πρωτότυπα, δια την υποβολήν των οποίων παρέχεται εις τούτους, αν το ζητήσουν, απόδειξις.
3.Πάσα έκθεσις ελέγχου διαχειρίσεως δημοσίου υπολόγου ή τοιούτου Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. κοινοποιείται εις το Ελεγκτικόν Συνέδριον, το οποίον, μετ’ επεξεργασίαν ταύτης δια των αρμοδίων υπηρεσιών αυτού, δύναται να επιληφθή εκ νέου του ελέγχου.
Το κλιμάκιον δύναται συντρέχοντος σοβαρού, κατά την κρίσιν του, λόγου, να διατάξη την διενέργειαν ελέγχου οιουδήποτε λογοδοτούντος εις το Ελεγκτικόν Συνέδριον υπολόγου δι’ επί τούτω οριζομένων υπαλλήλων αυτού ή να προκαλή τοιούτον δια των αρμοδίων Οικονομικών Επιθεωρητών.
4.Το Ελεγκτικόν Συνέδριον δύναται να παρέχη κατά την κρίσιν του, οδηγίας προς τους υπολόγους.
Άρθρον 150.
Λογαριασμοί υπολόγων-Κατασταλτικός έλεγχος.
1.Οι υπόλογοι δημοσίων χρηματικών διαχειρίσεων, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως ως και οι τοιούτοι χρηματικών διαχειρίσεων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, οφείλουν ν’ αποδίδουν λογαριασμόν της διαχειρίσεως των εις το Ελεγκτικόν Συνέδριον.
Οφείλουν επίσης ν’ αποδίδουν λογαριασμόν της διαχειρίσεώς των και οι διαχειριζόμενοι υλικόν του Κράτους δημόσιοι λειτουργοί, εφ’ όσον εκ κειμένων διατάξεων κατέστησαν ούτοι υπόλογοι απέναντι του Ελεγκτικού Συνεδρίου δια την διαχείρισιν του υλικού τούτου.
2.Οι λογαριασμοί των κατά το προηγούμενον άρθρον υπολόγων είναι μηνιαίοι, αναφερόμενοι εις διαχείρισιν μηνός και ετήσιοι, αναφερόμενοι εις διαχείρισιν δια χρονικόν διάστημα ενός πλήρους οικονομικού έτους ή ολιγωτέρου, εάν η διαχείρισις έληξε καθ’ οιονδήποτε τρόπον προ του τέλους του οικονομικού έτους.
Ως ετήσιοι λογαριασμοί Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου νοούνται και οι κατά τας κειμένας διατάξεις αναφερόμενοι ως απολογισμοί και ισολογισμοί.
3.Ο τύπος των μηνιαίων και ετησίων λογαριασμών των διαχειρίσεων χρηματικού και υλικού ως και τα εις τούτους επισυναπτέα έγγραφα και δικαιολογητικά τούτων στοιχεία, κανονίζονται δι’ αποφάσεως της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
Άρθρον 151.
Ο κατά το άρθρον 37 του Π.Δ/τος 774/1980 έλεγχος, ασκείται κατά τας διεπούσας το Ελεγκτικόν Συνέδριον διατάξεις και συνίσταται εις την εξακρίβωσιν της νομιμότητος της δαπάνης και της ορθής εκκαθαρίσεως και εντολής πληρωμής, των δι’ επιταγών εις βάρος του Δημοσίου καταβαλλομένων συντάξεων και βοηθημάτων ή άλλων δαπανών.
Άρθρον 152.
1.Το Ελεγκτικόν Συνέδριον παρακολουθεί την εμπρόθεσμον υποβολήν των λογαριασμών των εις τούτο λογοδοτούντων υπολόγων, τηρείται δε προς τούτο παρά των αρμοδίων υπηρεσιών αυτού Γενικόν Μητρώον Υπολόγων.
2.Παρελθουσών απράκτων των εις τα άρθρα 24 παρ. 1, 25 παρ. 4, 5, 6, 7 και 8, 32 παρ. 1 και 2 και 33 παρ. 1 του Π.Δ/τος 774 του 1980 οριζομένων προθεσμιών, το Ελεγκτικόν Συνέδριον δικαιούται δια πράξεως του Κλιμακίου, να επιβάλη εις τον υπόλογον την κατά το άρθρον 26 του ανωτέρω Π.Δ/τος την χρηματικήν ποινήν.
3.Την αυτήν ποινήν δικαιούται το Ελεγκτικόν Συνέδριον να επιβάλη, δια του Κλιμακίου, κατά παντός λογοδοτούντος εις αυτό υπολόγου, δια παραβάσεις σχετιζομένας προς την υπηρεσίαν του ελέγχου ή δια μη συμμόρφωσιν του υπολόγου εις διαταγάς του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σχέσιν εχούσας με τον έλεγχον των διαχειρίσεων.
4.Αι ως άνω ποιναί επιβάλλονται αφού προηγουμένως απευθυνθή προς τον υπόλογον πρόσκλησις εις απολογίαν κατ’ εντολήν του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπό του αρμοδίου Προέδρου του Κλιμακίου, τασσομένης δια την υποβολήν της απολογίας προθεσμίας ουχί ανωτέρας των δέκα πέντε ημερών από της κοινοποιήσεως της προσκλήσεως
Αι ποιναί αύται επιβάλλονται και άνευ της υποβολής της απολογίας, όταν παρέλθη η ταχθείσα προς τούτο δια της προσκλήσεως προθεσμία, εφαρμοζομένων περαιτέρω των διατάξεων του άρθρου 30 του Π.Δ/τος 774/1980.
5.Εν περιπτώσει εμμονής του υπολόγου εις την μη υποβολήν των δικαιολογητικών της διαχειρίσεώς του το Ελεγκτικόν Συνέδριον δύναται να καταλογίση τούτον με το συνολικόν ύψος της διαχειρίσεως δια την οποίαν δεν απεδόθη λογαριασμός.
Άρθρον 153.
1.Τους κατά τ’ ανωτέρω υποβαλλομένους λογαριασμούς των υπολόγων εξελέγχει η αρμοδία υπηρεσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τους μεν μηνιαίους εντός του επομένου από της υποβολής των μηνός, τους δε ετησίους εντός εξαμήνου από της υποβολής των.
2.Η επιμέλεια της εκτυπώσεως των εντύπων των τε μηνιαίων και ετησίων λογαριασμών και της αποστολής τούτων εις τους υπολόγους εξακολουθεί υπαγομένη εις τας αρμοδίας υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών.
Δι πάσαν όμως μεταβολήν του κεκανονισμένου ήδη τύπου των εντύπων απαιτείται απαραιτήτως προηγουμένως έγκρισις της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Άρθρον 154.
Δια πάσαν, κατά την ενέργειαν του ελέγχου, παρατηρουμένην αμφιβολίαν ή έλλείψιν λογιστικών εγγραφών ή εσφαλμένην κατάταξιν εσόδων ή εξόδων και εν γένει εσφαλμένην εγγραφήν, ή δια παράλειψιν της εισπράξεως των κατά νόμον τελών ή προσαυξήσεων εκπροσθέσμου κααταβολής κ.λ.π., η αρμόδια Διεύθυνσις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο Πάρεδρος ή ο Επίτροπος αυτού καλεί τους υπολόγους δια φύλλου μεταβολών και ελλείψεων να παράσχουν τας αναγκαίας πληροφορίας, να επιφέρουν εις τους λογαριασμούς και τα βιβλία αυτών τας ενδεικνυομένας διορθώσεις ή άλλως ν’ αναπληρώσουν την καταδεικνυομένην έλλειψιν, τάσσοντες προς τούτο προθεσμίαν ουχί ανωτέραν των 15 ημερών.
Άρθρον 155.
1.Προκειμένου περί μηνιαίων λογαριασμών των ταμιακών υπολόγων, εάν εκ του ελέγχου προκύψουν αναμφισβήτητοι ελλείψεις ή ανωμαλίαι, συνεπαγόμεναι χρέωσιν ή πίστωσιν του υπολόγου, η αρμοδία Υπηρεσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αφού επιφέρη τας ενδεικνυομένας μεταβολάς εις τους λογαριασμούς του υπολόγου, χρεώνει συγχρόνως τούτον υπό τον λογαριασμόν «υπόλογοι χρεώσται εκ ληψοδοσίας» δια την επί έλαττον χρέωσιν ή επί πλέον πίστωσιν αυτού, ή πιστώνει αυτόν υπό τον λογαριασμόν «υπόλογοι πιστωταί εκ ληψοδοσίας» δια την επί πλέον χρέωσιν ή επί έλαττον πίστωσιν, εν αυτώ δε παραγγέλλει τον υπόλογον δια φύλλου χρεώσεως ή πιστώσεως, προσηκόντως ητιολογημένου, όπως χρεωθή ή πιστωθή ούτος εν τη διαχειρίσει αυτού.
2.Τα φύλλα χρεώσεως και πιστώσεως υπογράφει ο Πρόεδρος του αρμοδίου Κλιμακίου ή ο υπό τούτου οριζόμενος Πάρεδρος, εκ των μετεχόντων του Κλιμακίου, ως επίσης ο Πάρεδρος ή Επίτροπος εις τας περιπτώσεις του άρθρου 22 παρ. 2 του Π.Δ/τος 774/1980 ή ο αρμόδιος Δ/ντής, εφ’ όσον, ως προς τον τελευταίον τούτον, δι’ ειδικής εντολής του αρμοδίου Κλιμακίου ήθελεν ανατεθή αυτώ το δικαίωμα τούτο.
3.Αντίγραφα των κατά την παρ. 1 του παρόντος άρθρου εκδιδομένων φύλλων χρεώσεως και πιστώσεως ως και των κατά το προηγούμενον άρθρον φύλλων μεταβολών και ελλείψεων δια των οποίων επέρχονται μεταβολαί εις την κατάταξιν των λογαριασμών του υπολόγου ή ανακαταλογισμοί εσόδων και εξόδων, αποστέλλονται εις το Γενικόν Λογιστήριον του Κράτους.
Άρθρον 156.
Μετά την περαίωσιν του ελέγχου των μηναίων ταμιακών λογαριασμών και την ενημέρωσιν των προς τούτο τηρουμένων βιβλίων δι’ έκαστον Δημόσιον Ταμείον, η αρμοδία Διεύθυνσις του Ελεγκτικού Συνεδρίου διαβιβάζει εις το Γενικόν Λογιστήριον του Κράτους πάσας εν γένει τας αναλυτικάς και συγκεφαλαιωτικάς καταστάσεις των λογαριασμών ως και αντίγραφα των εκδοθέντων φύλλων πιστώσεως και χρεώσεως.
Άρθρον 157.
Κατά τον έλεγχον των ετησίων λογαριασμών των μηνιαίως λογοδοτούντων υπολόγων η αρμοδία υπηρεσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου εξετάζει αν οι λογαριασμοί ούτοι είναι σύμφωνοι προς τα πορίσματα του ελέγχου των μηνιαίων λογαριασμών και αν επηνέχθησαν επ’ αυτών πάσαι αι υποδειχθείσαι διορθώσεις και μεταβολαί.
Άρθρον 158.
Εις περίπτωσιν αμφιβολιών επί αναφυομένων κατά τον έλεγχον και την επεξεργασίαν των λογαριασμών ζητημάτων, δύναται να προκληθή εκ των προτέρων, δι’ εκθέσεως του οικείου Παρέδρου ή Διευθυντού ή Επιτρόπου προς το αρμόδιον Κλιμάκιον, η γνώμη αυτού επί των ζητημάτων τούτων.
Άρθρον 159.
1.Επί τη βάσει του πορίσματος του ελέγχου των ετησίων εν γένει λογαριασμών των υπολόγων, εν συνδυασμώ προς τας υπό τούτων παρασχεθείσας πληροφορίας επί των κατά το άρθρον 154 του παρόντος φύλλων μεταβολών και ελλείψεων και των κατά το άρθρον 155 τούτου φύλλων χρεώσεως ή πιστώσεως, η αρμοδία υπηρεσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου συντάσσει και υποβάλλει την έκθεσίν της επί της εν γένει διαχειρίσεως του υπολόγου, μετά σχετικού προσχεδίου πράξεως, εις τον Πρόεδρον του οικείου Κλιμακίου ίνα ενεργηθούν περαιτέρω τα εν άρθροις 135142 του παρόντος οριζόμενα.
2.Εάν ο λογοδοτών μηνιαίως υπόλογος ήθελε καθυστερήσει την εκτέλεσιν εκδοθέντος επί των λογαριασμών του φύλλου χρεώσεως πέραν του διμήνου από της εις αυτόν περιελεύσεως τούτου, η κατά την προηγουμένην παράγραφον έκθεσις μετά του προσχεδίου πράξεως δύναται να υποβληθή δια μόνην την εν τω φύλλω τούτω αναφερομένην έλλειψιν, εάν προβλέπεται ότι ο έλεγχος των σχετικών ετησίων λογαριασμών θα βραδύνη να περατωθή, συντρέχει δ’ αποχρών λόγος όπως αποφανθή το Ελεγκτικόν Συνέδριον επί της ελλείψεως ταύτης προ της εκδικάσεως των ετησίων λογαριασμών. Της επί του ως είρηται φύλλου χρεώσεως εκδιδομένης πράξεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου γίνεται απαραιτήτως μνεία εν τη εκδοθησομένη δια τους ετησίους λογαριασμούς σχετική πράξει.
3.Εις περίπτωσιν υποβολής μηναίων λογαριασμών, ουχί δε και ετησίων, η έκθεσις μετά του προσχεδίου πράξεως υποβάλλεται δια τους μηνιαίους τούτους λογαριασμούς.
4.Προκειμένου περί ελλείψεων χαρτοσήμου, εξακριβουμένων κατά τον έλεγχον των διαχειρίσεων και μη αναπληρουμένων υπό των υπολόγων, εκτός του καταλογισμού τούτων δια του ελλείποντος τοιούτου, καταρτίζεται υπό της ελεγχούσης υπηρεσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ίδιος πίναξ αποστελλόμενος εις την αρμοδίαν υπηρεσίαν του Υπουργού Οικονομικών.
Άρθρον 160.
Το αρμόδιον Κλιμάκιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου παρακολουθεί, εποπτεύει και συντονίζει το έργον του κατασταλτικού ελέγχου, των εις αυτό υπαγομένων διαχειρίσεων.
Άρθρον 161.
Το Ελεγκτικόν Συνέδριον έχον υπ’ όψει του την κατά το άρθρον 159 έκθεσιν ως και την κατά το άρθρον 138 του παρόντος εισήγησιν, κηρύσσει δια πράξεώς του ως ορθώς έχοντας τους λογαριασμούς ή καταλογίζει μετά των νομίμων προσαυξήσεων, εις βάρος του υπολόγου το τυχόν έλλειμμα ή το εκ παραλείψεως εισπράξεως πρόσκομμα ή βεβαιοί εις πίστωσιν αυτού το τυχόν πλεόνασμα.
Άρθρον 162.
1.Αι παρά του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας ή των υπολόγων ή των εγγυητών ασκούμενοι κατά τα εν άρθρω 29 του Π.Δ/τος 774 του 1980 αιτήσεις αναθεωρήσεως κατά των επί των λογαριασμών πράξεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, απευθύνονται ενώπιον του εκδόντος τας πράξεις ταύτας Κλιμακίου, Παρέδρου ή Επιτρόπου και περιέχουν αναλόγως τα εν άρθρω 31 του παρόντος αναφερόμενα στοιχεία.
2.Ωσαύτως, τα αυτά στοιχεία δέον να περιέχουν και αι ενώπιον του οικείου Κλιμακίου απευθυνόμεναι αιτήσεις αναθεωρήσεως κατά των υπό του Κλιμακίου τούτου εκδοθεισών πράξεων επί αιτήσεων κανονισμού συντάξεων ως και επί των υπ’ αυτού εκδιδομένων πράξεων του άρθρου 5 του Ν. 4448 του 1964.
Άρθρον 163.
1.Αι πράξεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, των Παρέδρων και των Επιτρόπων αυτού ανακοινούνται εις την αρμοδίαν κατά περίπτωσιν υπηρεσίαν. Προκειμένου όμως περί πράξεων εκδιδομένων επί των υπό του Κλιμακίου ελεγχομένων λογαριασμών, εφαρμόζονται τα εις το άρθρον 28 του Π.Δ/τος 774/1980 οριζόμενα.
2.Αντίγραφα των πράξεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αποστέλλονται εις τας οικείας Αρχάς οσάκις αύται είναι ανάγκη να λάβουν οπωσδήποτε γνώσιν του περιεχομένου των πράξεων ή να προβούν εις ενεργείας επί τούτων.
Άρθρον 164.
Πλην των υπό του παρόντος Διατάγματος οριζομένων βιβλίων εις το Ελεγκτικόν Συνέδριον τηρούνται και πάντα τα δια την διεξαγωγήν της υπηρεσίας του αναγκαία τοιαύτα, οριζόμενα εκάστοτε δι’ αποφάσεων της Ολομελείας αυτού.
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρον 165.
Αι διατάξεις του παρόντος έχουν εφαρμογήν και επί των δια του άρθρου 85 του Π.Δ/τος 774/1980 αιτήσεων επανεξετάσεως.
Άρθρον 166.
1.Αι εκκρεμείς ενώπιον των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου δίκαι, δια τας οποίας κατά την δημοσίευσιν του παρόντος έχει ορισθή ημερομηνία προς συζήτησιν, συνεχίζονται κατά τας διατάξεις του από 18/23 Μαΐου 1955 Δ/τος «περί εκτελέσεως κ.λ.π.» μέχρις εκδόσεως οριστικής αποφάσεως.
2.Αι μετά την έναρξιν ισχύος του παρόντος αναπεμπόμεναι μετ’ αναίρεσιν υπό της Ολομελείας εις τα Τμήματα υποθέσεις δια του παρ’ αυτών εκ νέου εξέτασιν κατά το αναιρεθέν μέρος συμφώνως προς το άρθρον 116 του παρόντος, εκδικάζονται υπό των Τμημάτων τούτων κατά τας διατάξεις του παρόντος.
Άρθρον 167.
Από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος, καταργείται το από 18/23 Μαΐου 1955 «περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων» Διάταγμα, ως τούτο ετροποποιήθη ή συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, επιφυλασσομένης της διατάξεως της παραγράφου 1 του προηγουμένου άρθρου.
Άρθρον 168.
Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της πρώτης του μεθεπομένου από της δημοσιεύσεως αυτού εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μηνός.
Προεδρικό Διάταγμα 1225/1981 - ΦΕΚ 304/Α/16-10-1981
Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων.