x

Σύνδεση

Δεν έχετε λογαριασμό; Εγγραφείτε

Νόμος 2108/1992 - ΦΕΚ 204/Α/29-12-1992

Κύρωση Διεθνούς Σύμβασης για την καταστολή των παράνομων πράξεων κατά της ασφάλειας της ναυσιπλοΐας και Πρωτοκόλλου για την καταστολή παράνομων πράξεων κατά της ασφάλειας των σταθερών εγκαταστάσεων στην υφαλοκρηπίδα.


ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 2108/1992

ΦΕΚ 204/Α/29-12-1992

 Κύρωση Διεθνούς Σύμβασης για την καταστολή των παράνομων πράξεων κατά της ασφάλειας της ναυσιπλοΐας και Πρωτοκόλλου για την καταστολή παράνομων πράξεων κατά της ασφάλειας των σταθερών εγκαταστάσεων στην υφαλοκρηπίδα.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Άρθρο πρώτο

Κυρώνονται και έχουν την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παράγραφος 1 του Συντάγματος, η ‘Διεθνής Σύμβαση για την καταστολή των παράνομων πράξεων κατά της ασφάλειας της ναυσιπλοΐας’, που υπογράφτηκε στη Ρώμη στις 10 Μαρτίου 1988 και το ‘Πρωτόκολλο για την καταστολή παράνομων πράξεων κατά της ασφάλειας των σταθερών εγκαταστάσεων στην υφαλοκρηπίδα’, που υπογράφτηκε στη Ρώμη σης 10 Μαρτίου 1988, των οποίων το κείμενο σε πρωτότυπο στη γαλλική γλώσσα και σε μετάφραση στην ελληνική έχει ως εξής:

CONVENTION POUR LA REPRESSION D’ACTES ILLICITES CONTRE LA SECURITE- DE LA NAVIGATION MARITIME

 

ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΝΟΜΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΗΣ ΝΑΥΣΙΠΛΟΪΑΣ

Τα Συμβαλλόμενα Κράτη, στην παρούσα Σύμβαση,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τους σκοπούς και τις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, σχετικά με τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας και την προαγωγή των φιλικών σχέσεων και της συνεργασίας μεταξύ των Κρατών,

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ιδιαίτερα ότι καθένας έχει το δικαίωμα πάνω στη ζωή, την ελευθερία και την ασφάλεια του προσώπου του, όπως τούτο ορίζεται από την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και του Διεθνούς Συμφώνου περί των αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων,

ΘΕΩΡΩΝΤΑΣ ΟΤΙ ΤΑ ΑΠΑΣΧΟΛΕΙ ΣΟΒΑΡΑ η ταχεία εξάπλωση, παγκόσμια, των πράξεων τρομοκρατίας, όλων των μορφών, οι οποίες βάζουν σε κίνδυνο ή προσβάλλουν αθώες ανθρώπινες ζωές, βάζοντας σε κίνδυνο τις θεμελιώδεις ελευθερίες και πλήττοντας σοβαρά την αξιοπρέπεια των προσώπων,

ΘΕΩΡΩΝΤΑΣ ότι οι παράνομες πράξεις κατά της ασφάλειας της ναυσιπλοίας βάζουν σε κίνδυνο την ασφάλεια προσώπων και πραγμάτων, παρενοχλούν σοβαρά την εκμετάλλευση των ναυτιλιακών υπηρεσιών και υπονομεύουν την εμπιστοσύνη των λαών της υφηλίου σε ό,τι αφορά την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας,

ΘΕΩΡΩΝΤΑΣ ότι τέτοιες πράξεις απασχολούν σοβαρά το σύνολο της διεθνούς κοινότητας,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΠΕΙΣΘΕΙ ότι είναι επείγουσα ανάγκη να αναπτυχθεί διεθνής συνεργασία μεταξύ των Κρατών σε ό,τι αφορά την επινόηση και υιοθέτηση αποτελεσματικών μέτρων και διαδικασιών για την πρόληψη όλων των παράνομων πράξεων οι οποίες στρέφονται κατά της ασφάλειας της ναυσιπλοΐας, και για τη δίωξη και τιμωρία των δραστών αυτών των πράξεων,

ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ την υπ’ αριθμ. 40/61 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών στις 9 Δεκεμβρίου 1985, με την οποία ειδικά ‘καλούνται όλα τα Κράτη, μονομερώς ή σε συνεργασία με τα υπόλοιπα Κράτη, καθώς και με τα αρμόδια όργανα των Ηνωμένων Εθνών, να συμβάλλουν στον προοδευτικό περιορισμό των αιτιών της διεθνούς τρομοκρατίας οι οποίες υποβόσκουν και να αποδώσουν ιδιαίτερη προσοχή σε κάθε περίπτωση - ιδιαίτερα στον αποικισμό, το ρατσισμό, τις περιπτώσεις οι οποίες είναι απόρροια μαζικών και πρόδηλων παραβιάσεων των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών Ελευθεριών και των Ελευθεριών οι οποίες έχουν σχέση με την ξένη κατοχή - οι οποίες θα μπορέσουν να προκαλέσουν πράξεις διεθνούς τρομοκρατίας και οι οποίες θα μπορούσαν να βάλουν σε κίνδυνο τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια’,

ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ ΕΞΑΛΛΟΥ ότι η υπ’ αριθμ. 40/61 απόφαση ‘καταδικάζει κατηγορηματικά ως εγκληματικές όλες

τις πράξεις, μεθόδους ή πρακτικές τρομοκρατίας, όπου και αν αυτές γίνονται και όποιοι κι αν είναι οι δράστες αυτών των πράξεων, ειδικά αυτές που βάζουν σε κίνδυνο τις φιλικές μεταξύ των Κρατών σχέσεις και την ασφάλεια τους’, ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ ΕΠΙΣΗΣ ότι, με την un’ αριθμ. 40/61 απόφαση, ο Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός εκλήθη για να ‘μελετήσει το πρόβλημα της τρομοκρατίας η οποία ασκείται πάνω σε πλοίο ή εναντίον πλοίου για τη διατύπωση προτάσεων ως προς τα μέτρα τα οποία θα κρίνονταν αναγκαία’,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ την υπ’ αριθμ. Α. 584 (14) απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 1985, της Συνέλευσης του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού ο οποίος ζητούσε να ορισθούν μέτρα για την πρόληψη των παράνομων πράξεων, οι οποίες βάζουν σε κίνδυνο την ασφάλεια του πλοίου και την ασφάλεια των επιβατών και πληρώματος πάνω σε αυτό,

ΣΗΜΕΙΩΝΟΝΤΑΣ ότι η παρούσα Σύμβαση δεν αφορά την τέλεση από το πλήρωμα των πράξεων οι οποίες προκύπτουν από τη συνήθη πάνω στο πλοίο πειθαρχία,

ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΝΤΑΣ ότι επιθυμούν να συνεχίσουν να μελετούν τους κανόνες και τις προδιαγραφές που είναι σχετικές με την πρόληψη και τον έλεγχο των παράνομων πράξεων εναντίον των πλοίων και των προσώπων που βρίσκονται πάνω σε αυτά τα πλοία, για την γνωστοποίηση τους αφού είναι αναγκαίο, και σημειώνοντας με ικανοποίηση, γι’ αυτό, τα μέτρα για την πρόληψη των παράνομων πράξεων κατά των επιβατών και πληρωμάτων των πλοίων, μέτρα τα οποία προτείνονται από την Επιτροπή Ναυτικής Ασφάλειας του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού,

ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΝΤΑΣ ΕΞΑΛΛΟΥ ότι τα ζητήματα τα οποία δεν ρυθμίζονται με την παρούσα Σύμβαση θα συνεχίσουν να διέπονται από τους κανόνες και τις αρχές του γενικού διεθνούς δικαίου,

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ότι είναι αναγκαίο για όλα τα Κράτη, στον αγώνα κατά των παράνομων πράξεων, οι οποίες στρέφονται κατά της ασφάλειας της ναυσιπλοίας, να τηρήσουν αυστηρά τους κανόνες και τις αρχές του γενικού διεθνούς δικαίου.

ΣΥΝΑΠΟΔΕΧΘΗΚΑΝ τα εξής:

ΑΡΘΡΟ ΠΡΩΤΟ

Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης, ‘πλοίο’ θεωρείται ένα σκάφος οποιουδήποτε τύπου, το οποίο δεν είναι μόνιμα προσδεδεμένο στο βυθό της θάλασσας και με το οποίο εννοούνται τα δυναμικώς υποστηριζόμενα σκάφη, τα βυθιζόμενα σκάφη ή κάθε άλλο πλωτό σκάφος.

ΑΡΘΡΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

1. Η παρούσα Σύμβαση δεν εφαρμόζεται: α) στα πολεμικά πλοία,

β) σε αυτά που ανήκουν σε ένα Κράτος ή που εκμεταλλεύεται ένα Κράτος, όταν τα πλοία αυτά χρησιμοποιούνται ως βοηθητικά πολεμικά πλοία ή για τελωνειακούς ή αστυνομικούς σκοπούς ή

γ) στα παροπλισμένα πλοία ή σε αυτά που έχουν αποσυρθεί από τη ναυσιπλοΐα.

Καμία διάταξη της παρούσας Σύμβασης δεν επηρεάζει την ασυλία της οποίας χαίρουν τα πολεμικά πλοία και τα λοιπά κρατικά πλοία τα οποία χρησιμοποιούνται για μη εμπορικούς σκοπούς.

ΑΡΘΡΟ 3

1. Διαπράττει ποινική παράβαση κάθε πρόσωπο που παράνομα και σκόπιμα:

α) με βία ή απειλή βίας καταλαμβάνει το πλοίο ή ασκεί έλεγχο σε αυτό ή

β) προβαίνει σε πράξη βίας εναντίον προσώπου πάνω σε πλοίο, εφόσον αυτή η πράξη θα μπορούσε να βάλει σε κίνδυνο την ασφάλεια του εν λόγω σκάφους εν πλω ή

γ) καταστρέφει πλοίο ή επιφέρει ζημία στο εν λόγω πλοίο ή στο φορτίο του, από την οποία προκύπτει ή μπορεί να προκύψει κίνδυνος σε ό,τι αφορά την ασφαλή ναυσιπλοΐα αυτού του πλοίου ή

δ) τοποθετεί πάνω σε πλοίο συσκευή ή ουσία ή προκαλεί την τοποθέτηση πάνω σε τέτοιο πλοίο με οποιονδήποτε τρόπο, συσκευής ή ουσίας από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος καταστροφής του σκάφους ή κίνδυνος βλάβης του φορτίου του ή πιθανόν να θέσει σε κίνδυνο την ασφαλή ναυσιπλοΐα αυτού του πλοίου ή

ε) καταστρέφει ή επιφέρει σοβαρές ζημίες στις ευκολίες ναυσιπλοίας ή εμποδίζει σοβαρά τη λειτουργία τέτοιων ευκολιών, εφόσον οποιαδήποτε τέτοια πράξη μπορείς να βάλει σε κίνδυνο την ασφαλή ναυσιπλοΐα του πλοίου ή

στ) διαβιβάζει πληροφορίες, τις οποίες γνωρίζει ότι είναι ψευδείς βάζοντας σε κίνδυνο την ασφαλή ναυσιπλοΐα του πλοίου ή

ζ) τραυματίζει ή δολοφονεί πρόσωπο, όταν αυτά τα γεγονότα συνδέονται με οποιαδήποτε παράβαση που προβλέπεται από τα εδάφια α) και στ), είτε αυτή ετελέσθη είτε έγινε απόπειρα τελέσεως της.

2. Τελεί επίσης αξιόποινη παράβαση κάθε πρόσωπο το οποίο:

α) αποπειράται να τελέσει οποιαδήποτε από τις παραβάσεις που προβλέπονται από την παράγραφο 1 ή

β) προτρέπει άλλο πρόσωπο να τελέσει οποιαδήποτε παράβαση από εκείνες, που προβλέπονται από την παράγραφο 1, εφόσον αυτή η παράβαση πράγματι τελείται, ή είναι με οποιονδήποτε τρόπο συνεργός του προσώπου, το οποίο τελεί οποιαδήποτε τέτοια παράβαση ή

γ) απειλεί ότι θα τελέσει οποιαδήποτε παράβαση από εκείνες που προβλέπονται από τα εδάφια β), γ) και ε) της παραγράφου 1, εφόσον οποιαδήποτε τέτοια απειλή μπορεί να βάλει σε κίνδυνο την ασφαλή ναυσιπλοΐα του εν λόγω πλοίου, ανεξάρτητα από το εάν η εν λόγω απειλή συνδυάζεται ή όχι, σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία, με αίρεση η οποία προσβλέπει στον πειθαναγκασμό φυσικού ή νομικού προσώπου να τελέσει ή να απέχει από την τέλεση κάποιας πράξης.

ΑΡΘΡΟ 4

1. Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται εάν το πλοίο ναυσιπλοεί ή σύμφωνα με το σχέδιο πλου πρέπει να πλεύσει σε ύδατα, δια μέσου υδάτων ή από ύδατα τα οποία βρίσκονται πέρα από το εξωτερικό όριο των χωρικών υδάτων ενός Κράτους, ή από τα παράπλευρα όρια των χωρικών του υδάτων με τα παρακείμενα Κράτη.

2. Στις περιπτώσεις στις οποίες η Σύμβαση δεν είναι εφαρμόσιμη σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι διατάξεις της εφαρμόζονται εντούτοις εφόσον ο δράστης ή ο εικαζόμενος δράστης της παραβάσεως ανακαλυφθεί μέσα στην επικράτεια Συμβαλλόμενου Κράτους άλλου από αυτό που

αναφέρεται στην παράγραφο 1.

ΑΡΘΡΟ 5

Κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος καταστέλλει τις προβλεπόμενες από το άρθρο 3 παραβάσεις με κατάλληλες ποινές, οι οποίες λαμβάνουν υπ’ όψη την σοβαρότητα των παραβάσεων αυτών.

ΑΡΘΡΟ 6

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος παίρνει τα αναγκαία μέτρα για την ενάσκηση της δικαιοδοσίας του σε ό,τι αφορά τις παραβάσεις, που προβλέπονται από το άρθρο 3, όταν η παράβαση διαπράττεται:

α) εναντίον ή πάνω σε πλοίο, το οποίο, κατά το χρόνο της τέλεσης της παράβασης, πλέει υπό τη σημαία του Κράτους αυτού ή

β) στο έδαφος του Κράτους αυτού, συμπεριλαμβανόμενων των χωρικών υδάτων αυτού ή

γ) από κάποιον υπήκοο του εν λόγω Κράτους.

2. Ένα Συμβαλλόμενο Κράτος μπορεί επίσης να καθιερώσει τη δικαιοδοσία του σε οποιαδήποτε από τις εν λόγω παραβάσεις:

α) όταν τελείται από πρόσωπο το οποίο είναι άπατρις και έχει τη συνήθη του διαμονή στο Κράτος αυτό ή

β) όταν, κατά την τέλεση αυτής, κάποιος υπήκοος του εν λόγω Κράτους αιχμαλωτίσθηκε, απειλήθηκε, τραυματίσθηκε ή φονεύθηκε ή

γ) όταν τελέσθηκε με το σκοπό να πειθαναγκασθεί το εν λόγω Κράτος να διαπράξει κάποια πράξη ή να απέχει από αυτήν.

3. Κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος, το οποίο ενασκεί τη δικαιοδοσία του στις περιπτώσεις, που αναφέρονται στην παράγραφο 2, αναφέρει τούτο στο Γενικό Γραμματέα του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (από δω και πέρα ‘ο Γενικός Γραμματέας’). Εάν το εν λόγω Συμβαλλόμενο Κράτος καταργεί στη συνέχεια τη νομοθεσία αυτήν, το αναφέρει στο Γενικό Γραμματέα.

4. Κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος θα παίρνει τα αναγκαία μέτρα με σκοπό να ενασκήσει τη δικαιοδοσία του σε ό,τι αφορά τις παραβάσεις που προβλέπονται από το άρθρο 3 στην περίπτωση που ο εικαζόμενος δράστης της παραβάσεως βρίσκεται στο έδαφος του και στην περίπτωση που το εν λόγω Κράτος δεν τον εκδίδει σε ένα από τα Συμβαλλόμενα Κράτη, τα οποία καθιέρωσαν τη δικαιοδοσία τους, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

5. Η παρούσα Σύμβαση δεν αποκλείει οποιαδήποτε πανί κή δικαιοδοσία, που ασκείται σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία.

ΑΡΘΡΟ 7

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος πάνω στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο δράστης ή ο εικαζόμενος δράστης της παράβασης, εφόσον θεωρεί ότι οι περιστάσεις το επιβάλλουν, εξασφαλίζει την κράτηση του προσώπου αυτού ή παίρνει κάθε άλλο αναγκαίο μέτρο για να εξασφαλίσει την παρουσία του. Αυτή η κράτηση και τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι σύμφωνα με τη νομοθεσία του εν λόγω Κράτους και δεν μπορούν να διατηρηθούν παρά μόνο για το αναγκαίο διάστημα για την έναρξη της ποινικής δίωξης ή της διαδι-

κασίας έκδοσης.

2. Το εν λόγω Κράτος οφείλει να διενεργήσει αμέσως, σύμφωνα με τη νομοθεσία του, προανάκριση για να εξακριβώσει τα πραγματικά γεγονότα.

3. Κάθε πρόσωπο εναντίον του οποίου ελήφθησαν τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου θα δικαιούται:

α) να επικοινωνήσει χωρίς καθυστέρηση με τον κοντινότερο αρμόδιο εκπρόσωπο του Κράτους, του οποίου έχει την ιθαγένεια ή διαφορετικά δικαιούται τέτοια επικοινωνία ή εάν είναι άπατρις με το Κράτος στο έδαφος του οποίου έχει τη συνήθη του διαμονή,

β) να δεχθεί την επίσκεψη ενός αντιπροσώπου του εν λόγω Κράτους.

4. Τα δικαιώματα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 θα ασκούνται ανάλογα και σύμφωνα με τους νόμους και τους κανονισμούς του Κράτους, στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο δράστης ή ο εικαζόμενος δράστης της παράβασης, με τον όρο ότι οι προαναφερθέντες νόμοι και κανονισμοί θα μπορούν να έχουν πλήρη εφαρμογή για τους σκοπούς για τους οποίους τα δικαιώματα αυτά παρέχονται σύμφωνα με την παράγραφο 3.

5. Όταν ένα Συμβαλλόμενο Κράτος θέτει σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ένα πρόσωπο υπό κράτηση, θα γνωστοποιεί αμέσως στα Κράτη τα οποία καθιέρωσαν τη δικαιοδοσία τους, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 6, καθώς και οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο Κράτος, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, ότι το πρόσωπο αυτό βρίσκεται υπό κράτηση και τις περιστάσεις στις οποίες θεωρήθηκε αναγκαία η κράτηση του. Το Κράτος το οποίο κάνει την προκαταρκτική ανάκριση, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, θα ανακοινώσει χωρίς καθυστέρηση τα πορίσματα του στα πιο πάνω Κράτη και θα δηλώσει, εάν προτίθεται να ασκήσει τη δικαιοδοσία του.

ΑΡΘΡΟ 8

1. Ο κυβερνήτης πλοίου ενός Συμβαλλόμενου Κράτους (‘Κράτος της σημαίας’) μπορεί να παραδώσει στις Αρχές οποιουδήποτε από τα Συμβαλλόμενα Κράτη (‘Κράτος αποδέκτης’) κάθε πρόσωπο για το οποίο έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι τέλεσε μία από τις προβλεπόμενες από το άρθρο 3 παραβάσεις.

2. Το Κράτος της σημαίας επιλαμβάνεται ώστε ο κυβερνήτης του πλοίου πάνω στο οποίο βρίσκεται κάποιο πρόσωπο, το οποίο προτίθεται να παραδώσει, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1, να μπορεί να γνωστοποιήσει, αμέσως μόλις τούτο είναι πρακτικά εφικτό, και, εάν είναι δυνατόν πριν από την είσοδο στα χωρικά ύδατα του Κράτους - αποδέκτη, στις Αρχές του Κράτους - αποδέκτη την πρόθεση του να παραδώσει το πρόσωπο αυτό και τους λόγους για την ενέργεια του αυτή.

3. Το Κράτος - αποδέκτης θα αποδέχεται την παράδοση του πιο πάνω προσώπου, εκτός εάν έχει λόγους να πιστεύει ότι η Σύμβαση δεν εφαρμόζεται στις περιστάσεις στις οποίες θεωρήθηκε αναγκαία η παράδοση, και θα ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7. Κράτος που αρνείται να δεχθεί πρόσωπο οφείλει να διατυπώνει τους λόγους για την ενέργεια αυτή.

4. Το Κράτος της σημαίας θα επιλαμβάνεται, ώστε ο κυβερνήτης του πλοίου του να μπορεί να γνωστοποιεί στις Αρχές του Κράτους - αποδέκτη τα αποδεικτικά στοιχείο που έχει στη διάθεση του και που είναι σχετικά με την

εικαζόμενη παράβαση.

5. Κράτος - αποδέκτης που αποδέχθηκε την παράδοση προσώπου, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3, θα μπορεί με τη σειρά του να ζητά από το Κράτος της σημαίας την αποδοχή της παράδοσης του προσώπου αυτού. Το Κράτος της σημαίας θα εξετάζει το αίτημα αυτό και, εάν το αποδεχθεί, θα ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7. Άρνηση αποδοχής κάποιου προσώπου θα πρέπει να είναι αιτιολογημένη.

ΑΡΘΡΟ 9

Καμία διάταξη της παρούσας Σύμβασης δεν μπορεί να προσβάλλει με οποιονδήποτε τρόπο τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, που είναι σχετικοί με την άσκηση της δικαιοδοσίας των Κρατών σε ό,τι αφορά την έρευνα ή την τέλεση πάνω σε πλοία, τα οποία δεν πλέουν υπό τη σημαία τους.

ΑΡΘΡΟ 10

1. Το Συμβαλλόμενο Κράτος στην επικράτεια του οποίου ανακαλύφθηκε και κρατείται ο δράστης ή ο εικαζόμενος δράστης της παράβασης, στις περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται το άρθρο 6, εφόσον δεν εκδίδει αυτόν, υποχρεούται χωρίς καθυστέρηση και χωρίς καμία εξαίρεση και ανεξάρτητα από το εάν η παράβαση τελέστηκε ή όχι στην επικράτεια του, να υποβάλει την υπόθεση στις αρμόδιες αρχές του, με σκοπό την ποινική δίωξη και με διαδικασία σύμφωνα με τους νόμους του Κράτους αυτού. Οι Αρχές αυτές θα πάρουν την απόφαση τους σα να επρόκειτο για παράβαση σοβαρής φύσης του κοινού δικαίου, σύμφωνα με τη νομοθεσία του Κράτους αυτού.

2. Κάθε πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει ασκηθεί δίωξη για μια από τις παραβάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3, θα έχει εγγυημένη και δίκαιη μεταχείριση σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και θα απολαμβάνει όλα τα δικαιώματα και τις εγγυήσεις, που προβλέπονται για μια τέτοια διαδικασία από τους νόμους του Κράτους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται αυτός.

ΑΡΘΡΟ 11

1. Οι παραβάσεις που προβλέπονται από το άρθρο 3 θα θεωρηθούν αυτοδίκαια ως παραβάσεις, που υπόκεινται σε έκδοση σε οποιαδήποτε συνθήκη περί εκδόσεως, που έχει συναφθεί μεταξύ των Συμβαλλόμενων Κρατών. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συμπεριλάβουν αυτές τις παραβάσεις ως παραβάσεις, που υπόκεινται σε έκδοση, σε κάθε συνθήκη περί εκδόσεως, που έχει υπογραφεί από αυτά.

2. Εάν ένα από τα Συμβαλλόμενα Κράτη το οποίο εξαρτά την έκδοση από την ύπαρξη σύμβασης, δεχθεί αίτηση έκδοσης από άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος με το οποίο δεν συνδέεται με συνθήκη έκδοσης, το Κράτος που ζητά την έκδοση μπορεί να θεωρήσει ότι η παρούσα Σύμβαση αποτελεί τη νομική βάση για έκδοση, σε σχέση με τις παραβάσεις που προβλέπονται από το άρθρο 3. Η έκδοση θα υπόκειται στους υπόλοιπους όρους που προβλέπονται από το δίκαιο του Συμβαλλόμενου Κράτους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση.

3. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη, που δεν υποχρεούνται σε έκδοση βάσει υπάρχουσας συνθήκης, θα αναγνωρίσουν τις

παραβάσεις που προβλέπονται από το άρθρο 3, ως παραβάσεις που υπόκεινται σε έκδοση, με τους όρους που προβλέπονται από το δίκαιο του Κράτους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση.

4. Εάν είναι αναγκαίο, μεταξύ των Συμβαλλόμενων Κρατών, οι παραβάσεις του άρθρου 3 θεωρούνται για έκδοση σαν να έχουν τελεσθεί, όχι μόνο στον τόπο όπου διαπράχθηκαν, αλλ’ επίσης και στον τόπο όπου καθιερώνει τη δικαιοδοσία του το Συμβαλλόμενο Κράτος που ζητά την έκδοση.

5. Συμβαλλόμενο Κράτος, το οποίο δέχεται περισσότερες από μια αιτήσεις έκδοσης εκ μέρους των Κρατών τα οποία έχουν καθιερώσει τη δικαιοδοσία τους σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 και το οποίο αποφασίζει να μην ασκήσει ποινική δίωξη, θα πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψη του, κατά την επιλογή του Κράτους στο οποίο θα οφείλει να εκδοθεί ο δράστης ή ο εικαζόμενος δράστης, τα συμφέροντα και τις ευθύνες του Συμβαλλόμενου Κράτους υπό τη σημαία του οποίου έπλεε το πλοίο κατά το χρόνο της τέλεσης της παράβασης.

6. Όταν εξετάζει αίτηση έκδοσης του εικαζόμενου δράστη κάποιας παράβασης, αίτηση που έχει υποβληθεί δυνάμει της παρούσας Σύμβασης, θα πρέπει να γνωρίζει το Κράτος στο οποίο απευθύνεται η αίτηση, εάν το εν λόγω πρόσωπο μπορεί να ασκήσει, στο Κράτος που ζητά την έκδοση του, τα δικαιώματα του, όπως αυτά προβλέπονται από την παράγραφο 3 του άρθρου 7.

7. Σε ό,τι αφορά τις παραβάσεις που έχουν ορισθεί στην παρούσα Σύμβαση, οι διατάξεις που προβλέπονται σε όλες τις συνθήκες και συμφωνίες περί έκδοσης που συνάφθηκαν μεταξύ των Συμβαλλόμενων Κρατών, μπορούν να τροποποιηθούν μεταξύ των Συμβαλλόμενων Κρατών, εφόσον αυτές είναι ασυμβίβαστες με την παρούσα Σύμβαση.

ΑΡΘΡΟ 12

1. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη θα παρέχουν αμοιβαία την πιo ευρεία δικαστική συνδρομή σε κάθε ποινική διαδικασία που είναι σχετική με τις παραβάσεις που προβλέπονται από το άρθρο 3, συμπεριλαμβανόμενης και της παροχής αποδείξεων, τις οποίες διαθέτουν, αναγκαίων για την εν γένει διαδικασία.

2. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη εκπληρούν τις υποχρεώσεις τους δυνάμει της παραγράφου 1, σύμφωνα με κάθε συνθήκη περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, η οποία είναι δυνατό να υπάρχει μεταξύ τους. Στην περίπτωση όπου υφίσταται τέτοια συνθήκη, τα Συμβαλλόμενα Κράτη παρέχουν αμοιβαία την εν λόγω δικαστική συνδρομή, σύμφωνα με τις εσωτερικές τους νομοθεσίες.

ΑΡΘΡΟ 13

1. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη θα συνεργαστούν για την πρόληψη των παραβάσεων που προβλέπονται από το άρθρο 3 και ιδιαίτερα:

α) Θα πάρουν όλα τα δυνατά μέτρα της πρόληψης προπαρασκευών στα εδάφη τους για την εκτέλεση τέτοιων παραβάσεων μέσα ή έξω από το έδαφος τους.

β) Θα ανταλλάσουν πληροφορίες σύμφωνα με τις διατάξεις των εσωτερικών τους νομοθεσιών και θα συντονίζουν τη λήψη διοικητικής ή άλλης φύσης μέτρων, τα οποία κρίνουν αναγκαία για την πρόληψη εκτέλεσης τέτοιων παραβάσεων που προβλέπονται από το άρθρο 3.

2. Εάν το ταξίδι πλοίου καθυστερήσει ή διακοπεί από την τέλεση μιας από πς προβλεπόμενες από το άρθρο 3 παραβάσεις, κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος μέσα στην επικράτεια του οποίου ευρίσκεται το πλοίο, οι επιβάτες ή το πλήρωμα, οφείλει να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς αποφυγή ανάρμοστης κράτησης ή καθυστέρησης του πλοίου και των επιβατών, του πληρώματος και του φορτίου πάνω σε αυτό.

ΑΡΘΡΟ 14

Κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος το οποίο έχει λόγους να πιστεύει ότι πρόκειται να τελεστεί μια από τις παραβάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3, παρέχει σύμφωνα με το εσωτερική του δίκαιο, το ταχύτερο δυνατόν, κάθε χρήσιμη πληροφορία την οποία κατέχει στα Κράτη τα οποία πιστεύει ότι είναι τα Κράτη που καθιέρωσαν τη δικαιοδοσία τους σύμφωνα με το άρθρο 6.

ΑΡΘΡΟ 15

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, αναφέρει, το ταχύτερο δυνατόν, στο Γενικό Γραμματέα κάθε σχετική χρήσιμη πληροφορία που κατέχει σε ό,τι αφορά:

α) τις συνθήκες της παράβασης,

β) τα μέτρα που ελήφθησαν κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 13,

γ) τα μέτρα που ελήφθησαν αναφορικά με το δράστη ή τον εικαζόμενο δράστη της παράβασης, και ειδικότερα, τα αποτελέσματα οποιασδήποτε διαδικασίας έκδοσης ή άλλης νομικής διαδικασίας.

2. Το Συμβαλλόμενο Κράτος όπου ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του εικαζόμενου δράστη της παράβασης, θα ανακοινώσει σύμφωνα με την εσωτερική του νομοθεσία το

τελικό αποτέλεσμα της διαδικασίας προς το Γενικό Γραμματέα.

3. Ο Γενικός Γραμματέας θα διαβιβάσει τις πληροφορίες που του ανακοινώθηκαν, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2, προς όλα τα Συμβαλλόμενα Κράτη, τα Μέλη του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (από δω και πέρα ‘ο Οργανισμός’), τα άλλα ενδιαφερόμενα Κράτη και τους αρμόδιους διεθνείς διακυβερνητικούς οργανισμούς.

ΑΡΘΡΟ 16

1. Κάθε διαφορά μεταξύ των Συμβαλλόμενων Κρατών, που αφορά στην ερμηνεία ή την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης, η οποία δεν μπορεί να διευθετηθεί μέσα σε λογική προθεσμία με διαπραγματεύσεις, θα υποβάλλεται με αίτηση του ενός από αυτά σε διαιτησία. Εάν μέσα σε έξι μήνες από την ημερομηνία της αίτησης διαιτησίας, τα μέρη δεν συμφωνήσουν σχετικά με την οργάνωση της διαιτησίας, οποιοδήποτε από τα μέρη αυτά μπορεί να υποβάλει τη διαφωνία στο Δικαστήριο της Διεθνούς Δικαιοσύνης με αίτηση σύμφωνα με το καταστατικό του Δικαστηρίου.

2. Κάθε Κράτος μπορεί κατά την υπογραφή, επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση της παρούσας Σύμβασης ή κατά την προσχώρηση σε αυτή, να δηλώσει ότι δεν θεωρεί ότι δεσμεύεται με οποιαδήποτε διάταξη ή με όλες τις διατάξεις της παραγράφου 1.

Τα άλλα Συμβαλλόμενα Κράτη δε θα θεωρούνται ότι δεσμεύονται με τις πιο πάνω διατάξεις απέναντι σε Συμβαλλόμενο Κράτος, που έχει διατυπώσει τέτοια επιφύλαξη.

3. Οποιοδήποτε Συμβαλλόμενο Κράτος που έχει διατυπώσει επιφύλαξη, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2, μπορεί οποτεδήποτε να αποσύρει την επιφύλαξη αυτή με γνωστοποίηση που να απευθύνεται προς το Γενικό Γραμματέα.

ΑΡΘΡΟ 17

1. Η παρούσα Σύμβαση θα ανοίγει προς υπογραφή στη Ρώμη σης 10 Μαρτίου 1988 από τα Κράτη που συμμετέχουν στη Διεθνή Διάσκεψη περί καταστολής παράνομων πράξεων κατά της ασφάλειας της ναυσιπλοΐας. Η Σύμβαση θα ανάγει προς υπογραφή από όλα τα Κράτη στην Έδρα του Οργανισμού από τις 14 Μαρτίου μέχρι τις 9 Μαρτίου 1988. Η παρούσα Σύμβαση θα είναι ανοικτή προς υπογραφή.

2. Τα Κράτη μπορούν να δηλώσουν ότι επιθυμούν να δεσμευτούν από την παρούσα Σύμβαση με:

α) υπογραφή χωρίς επιφύλαξη που αφορά στην επικύρωση, την αποδοχή ή την έγκριση,

β) υπογραφή με επιφύλαξη επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης την οποία ακολουθεί επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση,

γ) προσχώρηση.

3. Η επικύρωση, η αποδοχή, η έγκριση ή η προσχώρηση συντελούνται με κατάθεση, για το σκοπό αυτόν, εγγράφου στο Γενικό Γραμματέα.

ΑΡΘΡΟ 18

1. Η παρούσα Σύμβαση θα τεθεί σε ισχύ μετά από ενενήντα μέρες από την ημερομηνία υπογραφής της Σύμβασης χωρίς επιφύλαξη που να αφορά στην επικύρωση, την αποδοχή ή την έγκριση, ή της κατάθεσης κάποιου εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης δεκαπέντε Κρατών.

2. Για Κράτος που καταθέτει κάποιο έγγραφο επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης της παρούσας Σύμβασης ή προσχώρησης σε αυτή μετά από την εκπλήρωση των όρων που διέπουν τη θέση σε ισχύ αυτής της Σύμβασης, η επικύρωση, η αποδοχή, η έγκριση ή η προσχώρηση θα τεθεί σε ισχύ ενενήντα μέρες μετά από την ημερομηνία της κατάθεσης.

ΑΡΘΡΟ 19

1. Οποιοδήποτε από τα Συμβαλλόμενα Κράτη, μπορεί να καταγγείλει την παρούσα Σύμβαση οποτεδήποτε μετά από πάροδο ενός έτους από την ημέρα που θα τεθεί σε ισχύ για το Κράτος αυτό η παρούσα Σύμβαση.

2. Η καταγγελία θα συντελείται με κατάθεση εγγράφου καταγγελίας στο Γενικό Γραμματέα.

3. Η καταγγελία θα έχει αποτέλεσμα μετά από πάροδο ενός έτους από την ημέρα λήψης του οργάνου καταγγελίας από το Γενικό Γραμματέα ή από την τελευταία ημέρα της μεγαλύτερης προθεσμίας η οποία αναφέρεται στο έγγραφο αυτό.

ΑΡΘΡΟ 20

1.0 Οργανισμός μπορεί να συγκαλέσει σε διάσκεψη για αναθεώρηση ή τροποποίηση της παρούσας Σύμβασης.

2. Ο Γενικός Γραμματέας συγκαλεί σε διάσκεψη τα Συμβαλλόμενα στην παρούσα Σύμβαση Κράτη για να αναθεωρήσουν ή να τροποποιήσουν τη Σύμβαση, με αίτηση του ενός τρίτου από τα Συμβαλλόμενα Κράτη ή δέκα

Συμβαλλόμενων Κρατών, εφόσον ο τελευταίος αυτός αριθμός είναι μεγαλύτερος.

3. Κάθε έγγραφο επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης που θα κατετίθετο μετά από την ημερομηνία θέσης σε ισχύ τροποποίησης της παρούσας Σύμβασης θεωρείται ότι εφαρμόζεται στην παρούσα Σύμβαση όπως αυτή τροποποιήθηκε.

ΑΡΘΡΟ 21

1. Η παρούσα Σύμβαση κατατίθεται στο Γενικό Γραμματέα.

2. Ο Γ ενικός Γραμματέας:

α) θα γνωστοποιεί προς τα Κράτη που έχουν υπογράψει την παρούσα Σύμβαση ή έχουν προσχωρήσει ο’ αυτήν, καθώς και σε όλα τα Μέλη του Οργανισμού:

i) Κάθε νέα υπογραφή ή κάθε νέα κατάθεση εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης και την ημερομηνία αυτής της υπογραφής ή κατάθεσης.

ii) Την ημερομηνία κατά την οποία η παρούσα Σύμβαση τίθεται σε ισχύ.

iii) Κάθε κατάθεση εγγράφου καταγγελίας της παρούσας Σύμβασης, καθώς και την ημερομηνία της λήψης αυτής και την ημερομηνία κατά την οποία η καταγγελία θα έχει αποτέλεσμα.

ίν) Τη λήψη οποιασδήποτε δήλωσης ή γνωστοποίησης που γίνεται δυνάμει της παρούσας Σύμβασης.

β) Διαβιβάζει τα επικυρωμένα αντίγραφα της παρούσας Σύμβασης σε όλα τα Κράτη που έχουν υπογράψει αυτήν ή έχουν προσχωρήσει σε αυτή.

3. Αμέσως μόλις η παρούσα Σύμβαση τεθεί σε ισχύ, επικυρωμένο αντίγραφο της θα διαβιβασθεί από το θεματοφύλακα προς το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών με την καταχώριση της στα μητρώα και τη δημοσίευση της σύμφωνα με το Αρθρο 102 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.

ΑΡΘΡΟ 22

Η παρούσα Σύμβαση έγινε στην αγγλική, αραβική, κινεζική, ισπανική, γαλλική και ρωσσική γλώσσα και όλα τα κείμενα είναι εξ (σου αυθεντικά, σε ένα μόνο αντίτυπο.

ΣΕ ΠΙΣΤΩΣΗ ΤΩΝ ΠΙΟ ΠΑΝΩ, οι υπογεγραμμένοι πληρεξούσιοι, που έχουν αρμόδια εξουσιοδοτηθεί γι’ αυτό από τις Κυβερνήσεις τους, υπέγραψαν την παρούσα Σύμβαση.

ΕΓΙΝΕ ΣΤΗ ΡΩΜΗ στις 10 Μαρτίου 1988.

PROTOCOLE POUR LA REPRESSION-D’ACTES ILLICITES CONTRE LA SECURITE DES PLATES-FORMES FIXES SITUEES SUR LE PLATEAU CONTINENTAL

Lee Etats Parties au present Protocole,

ETANT PARTIES a la Convention pour la repression d’actes illicites contre la securite de la navigation maritime,

RECONNAISSANT que les raisons pour lesquelles la Convention a ete elaboree s’appliquent egalement aux plates-formes fixes situees sur le plateau continental,

TENANT COMPTE des dispositions de ladite Convention,

AFFIRMANT que les questions qui ne sont pas reglementees par le present Protocole continueront d’etre regies par les regles et principes du droit international general,

SONT CONVENUS de ce qui suit :

ARTICLE PREMIER

1 Les dispositions des articles 5 et 7 et celles des articles 10 a 16 de la Convention pour la repression d’actes illicites contre la securite de la navigation maritime (ci-apres denommee ‘la Convention’) s’appliquent egalement mutatis mutandis aux infractions prevues a l’article 2 du present Protocole lorsque ces infractions sont commises a bord ou a l’encontre de plates-formes fixes situees sur le plateau continental.

2 Dans les cas ou le present Protocole n’est pas applicable conformement au paragraphe 1, ses dispositions sont toutefois applicables si l’auteur ou l’auteur presume de l’infraction est decouvert sur. le territoire d’un Etat Partie autre que l’Etat dans les eaux interieures ou dans la mer territoriale duquel la plate-forme fixe est situee.

3 Aux fins du present Protocole, ‘plate-forme fixe’ designe une Ile artificielle, une installation ou un ouvrage attache en permanence au fond de la mer aux fine de l’ exploration ou de l’ exploitation de ressources ou a d’autres fins economiques.

ARTICLE 2

1 Comnet une infraction penale toute personne qui illicitement et intentionnellement :

s’empare d’une plate-forme fixe ou en exerce le controle par violence ou menace de violence; ou

accomplit un acte de violence a l’ encontre d’une personne se trouvant a bord d’une plate-forme fixe, si cet acte est de nature a compromettre la securite de la plate-forme; ou

detruit une plate-forme fixe ou lui cause des dommages qui sont de nature a compromettre sa securite; ou

place ou fait placer sur une plate-forme fixe, par quelque moyen que ce soit, un dispositif ou une substance propre a detruire la plate-forme fixe ou de nature a compromettre sa securite; ou

blesse ou tue toute personne, lorsque ces faits presentent un lien de connexite avec l’une des infractions prevues aux alineas a) a d), que celle-ci ait ete commise ou tentee.

2 Commet egalement une infraction penale toute personne qui :

a) tente de commettre l’une des infractions prevues au paragraphe 1; ou

b) incite une autre personne a commettre l’une de ces infractions, si l’infraction est effectivement commise, ou est de toute autre maniere le complice de la personne qui commet une telle infraction; ou

c) menace-de commettre l’une quelconque des infractions prevues aux alineas b) et c) du paragraphe 1, si cette menace est de nature a compromettre la securite de la plate-forme fixe, ladite menace etant ou non’assortie, selon la legislation nationale, d’une condition visant a contraindre une personne physique ou morale a accomplir ou a s’abstenir d’accomplir un acte quelconque.

ARTICLE 3

1 Tout Etat Partie prend lea mesures necessaires pour etablir sa competence aux fins de connaitre des infractions prevues a l’article 2 quand l’infraction est commise :

a) a l’encontre ou a bord d’une plate-forme fixe alors qu’elle se trouve sur le plateau continental de cet Etat; ou

b) par un ressortissant de cet Etat’

2 Un Etat Partie peut egalement etablir sa competence aux fins de connaitre de l’une quelconque de ces infractions :

a) lorsqu’elle est commise par une personne apatride qui a sa residence habituelle dans cet Etat;

b) lorsque, au cours de sa perpetration, un ressortissant de cet Etat est retenu, menace, blesse ou tue; ou

c) lorsqu’elle est commise dans le but de contraindre cet Etat a accomplir un acte quelconque ou a s’en abstenir.

3 Tout Etat Partie qui a etabli sa competence pour les cas vises au paragraphe 2 le notifie au Secretaire general de l’Organisation maritime internationale (denomme ci-apres ‘le Secretaire general’). Si ledit Etat Partie abroge ensuite cette legislation, il le notifie au Secretaire general.

4 Tout Etat Partie prend les mesures necessaires pour etablir sa competence aux fins de connaitre des infractions prevues e l’article 2 dans les cas ou l’auteur presume de l’infraction se trouve sur son territoire et ou il ne l’extrade pas vers l’un quelconque des Etats Parties qui ont etabli leur competence conformement aux paragraphes 1 et 2 du present article.

5 Le present Protocole n’ecarte aucune competence penale exercee conformement a la legislation nationale.

ARTICLE 4

Aucune disposition du present Protocole n’affecte de quelque facon que ce soit les regles du droit international concernant les plates-formes fixes situees sur le plateau continental.

ARTICLE 5

1 Le present Protocole est ouvert le 10 mars 1988 a Rome et, du 14 mars 1988 au 9 mars 1989, au Siege de l’Organisation maritime internationale (denommee ci-apres ‘l’ Organisation’), a la signature de tout Etat qui a signe la Convention. Il reste ensuite ouvert a l’adhesion.

2 Les Etats peuvent exprimer leur consentement a etre lies par le present Protocole par :

a) signature sans reserve quant a la ratification, l’acceptation ou l’approbation; ou

b) signature sous reserve de ratification, d’acceptation ou d’ approbation, suivie de ratification, d’acceptation ou d’ approbation; ou

c) adhesion.

3 La ratification, l’ acceptation, l’ approbation ou l’adhesion s’effectuent par le depot d’un instrument a cet effet aupres du Secretaire general.

4 Seul un Etat qui a signe la Convention sans reserve quant a la ratification, l’acceptation ou l’approbation ou qui a ratifie, accepte, approuve la Convention ou y a adhere, peut devenir Partie au present Protocole.

ARTICLE b

1 Le present Protocole entre en vigueur quatre-vingt-dix jours apres la date a laquelle trois Etats ont, soit signe le Protocole sans reserve quant a la ratification,  l’acceptation ou l’approbation,  soit depose un

instrument de ratification, d’acceptation, d’approbation ou d’adhesion. Toutefois, le present Protocole ne peut entrer en vigueur avant l’entree en vigueur de la Convention.

2      Pour un Etat qui depose un instrument de ratification, d’acceptation ou d’approbation du present Protocole ou d’adhesion a celui-ci apres que les conditions regissant son entree en vigueur ont ete remplies, la ratification,  l’acceptation,  l’approbation ou l’adhesion prend effet quatre-vingt-dix jours apres la date du depot.

ARTICLE 7

1 Le present Protocole peut etre denonce par l’un quelconque des Etats Parties a tout moment apres l’expiration d’une periode de un an a compter de la date a laquelle  le present Protocole entre en vigueur a l’egard de cet Etat.

2 La denonciation s’effectue au moyen du’ depot d’un instrument de’ denonciation aupres du Secretaire general.

3 La denonciation prend effet un an apres la date e laquelle le Secretaire general a recu l’instrument de denonciation ou a l’expiration de tout delai plus long enonce dans cet instrument.

4 Une denonciation de la Convention par un Etat Partie eet reputee etre une denonciation du present Protocole par cette Partie.

ARTICLE 8

1 Une conference peut etre convoquee par l’Organisation en vue de reviser ou de modifier le present Protocole.

2 Le Secretaire general convoque une conference dee Etats Parties au present Protocole pour reviser ou modifier le Protocole, a la demande d’un tiers des Etats Parties ou de cinq Etats Parties, si ce dernier chiffre est plus eleve.

3 Tout instrument de ratification, d’ acceptation, d’ approbation ou d’adhesion depose apres la date d’entree en vigueur d’un amendement au present Protocole est repute s’appliquer au Protocole tel que modifie.

ARTICLE 9

1 Le present Protocole est depose aupres du Secretaire general.

2 Le Secretaire general :

a) informe tous les Etats qui ont-signe le present Protocole ou y ont adhere ainsi que tous les Membres de l’Organisation :

i) de toute nouvelle signature ou de tout depot d’un nouvel

instrument de ratification, d’ acceptation, d’ approbation ou d’adhesion, ainsi que de leur date;

ii) de la date d’entree en vigueur du present Protocole;

iii) du depot de tout instrument de denonciation du present

Protocole ainsi que de la date a laquelle il a ete recu et · de la date a laquelle la denonciation prend effet;

iv) de la reception de toute declaration ou notification faite en vertu du present Protocole ou de la Convention, concernant le present Protocole;

b) transmet des copies certifiees conformes du present Protocole a tous les Etats qui l’ont signe ou qui y ont adhere.

3 Des l’entree en vigueur du present Protocole, une copie certifiee conforme en est transmise par le Depositaire au Secretaire general de l’ Organisation des Nations Uniee pour etre enregistree et publiee conformement a l’Article 102 de la Charte des Nations Unies.

ARTICLE 10

Le present Protocole est etabli en un seul exemplaire original en langues anglaise, arabe, chinoise, espagnole, francaise et russe, chaque texte faisant egalement foi.

EN FOI DE QUOI, les soussignes, dument autorises a cet effet par leurs gouvernements respectifs, ont appose leur signature au present Protocole.

FAIT A ROME ce dix mars mil neuf cent quatre-vingt-huit.

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΠΑΡΑΝΟΜΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΣΤΑΘΕΡΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΥΦΑΛΟΚΡΗΠΙΔΑ

Τα Κράτη Μέρη στο παρόν Πρωτόκολλο,

ΗΔΗ ΜΕΡΗ στη Σύμβαση περί καταστολής παράνομων πράξεων κατά της ασφάλειας της ναυσιπλοΐας,

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ότι οι λόγοι για τους οποίους καταρτίστηκε η Σύμβαση ισχύουν και για τις σταθερές εγκαταστάσεις στην υφαλοκρηπίδα,

ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τις διατάξεις της εν λόγω Σύμβασης,

ΒΕΒΑΙΩΝΟΝΤΑΣ ότι τα ζητήματα που δεν ρυθμίζονται από το παρόν Πρωτόκολλο θα συνεχίσουν να διέπονται από τους κανόνες και τις αρχές του γενικού διεθνούς δικαίου,

ΣΥΝΟΜΟΛΟΓΟΥΝ τα εξής:

ΑΡΘΡΟ ΠΡΩΤΟ

1. Οι διατάξεις των άρθρων 5 και 7 και αυτές των άρθρων 10 έως 16 της Σύμβασης για την καταστολή παράνομων πράξεων κατά της ασφάλειας της ναυσιπλοίας (που θα καλείται εφεξής ‘η Σύμβαση’) εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών (mutatis mutandis) και στις προβλεπόμενες στο άρθρο 2 του παρόντος Πρωτοκόλλου παραβάσεις όταν οι παραβάσεις αυτές διαπράττονται επί ή κατά σταθερών εγκαταστάσεων στην υφαλοκρηπίδα.

2. Στις περιπτώσεις που το παρόν Πρωτόκολλο δεν είναι εφαρμόσιμο, σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι διατάξεις του είναι εν τούτοις εφαρμόσιμες εάν ο δράστης ή δ εικαζόμενος δράστης της παράβασης ανακαλύπτεται επί του εδάφους ενός Κράτους Μέρους άλλου από το Κράτος στα εσωτερικά ύδατα ή στη χωρική θάλασσα του οποίου ευρίσκεται η σταθερή εγκατάσταση.

3. Για τους σκοπούς του παρόντος Πρωτοκόλλου, ‘σταθερή εγκατάσταση’ σημαίνει τεχνητό νησί, μόνιμη εγκατάσταση ή έργο που έχει τη βάση του στο βυθό της θάλασσας και που έχει ως σκοπό την έρευνα ή την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών ή άλλους οικονομικούς σκοπούς.

ΑΡΘΡΟ 2

Διαπράττει ποινική παράβαση κάθε πρόσωπο που παράνομα και σκόπιμα:

α) καταλαμβάνει σταθερή εγκατάσταση ή ασκεί έλεγχο επ’ αυτής δια βίας ή απειλής βίας, ή

β) προβαίνει σε πράξη βίας κατά προσώπου που ευρίσκεται επί μιας σταθερής εγκατάστασης, εάν η πράξη αυτή είναι φύσης που να θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια εγκατάστασης,

ή

γ) καταστρέφει τη σταθερή εγκατάσταση ή προξενεί σε αυτή βλάβη από την οποία δύναται να προκύψει κίνδυνος στην ασφάλεια αυτής, ή

δ) τοποθετεί ή προκαλεί την με οιονδήποτε τρόπο τοποθέτηση επί σταθερής εγκατάστασης συσκευής ή ουσίας, η οποία δυνατό να καταστρέψει τη σταθερή εγκατάσταση ή να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια της, ή

ε) τραυματίζει ή φονεύει κάθε πρόσωπο, όταν τα γεγονότα αυτά συνδέονται με μια από τις προβλεπόμενες στα εδάφια α) έως δ) παραβάσεις, ανεξαρτήτως του αν αυτή διαπρά-

χθηκε ή υπήρξε απόπειρα διαπράξεως αυτής.

2. Τελεί ποινική παράβαση επίσης κάθε πρόσωπο που:

α) αποπειράται να τελέσει μια από τις προβλεπόμενες στην παράγραφο 1 παραβάσεις,

β) παρακινεί άλλο πρόσωπο να τελέσει μια από αυτές τις παραβάσεις, εάν η παράβαση πράγματι τελείται, ή εάν είναι καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνεργός του προσώπου που τελεί τέτοια παράβαση, ή

γ) απειλεί ότι θα τελέσει μια οιαδήποτε εκ των προβλεπόμενων στα εδάφια β) και γ) της παραγράφου 1 παραβάσεων, εάν η απειλή αυτή είναι φύσης που να θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια της σταθερής εγκατάστασης, ανεξαρτήτως του εάν η εν λόγω απειλή συνδυάζεται ή όχι σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, με μέτρο που αποβλέπει στην παρεμπόδιση φυσικού ή νομικού προσώπου να τελέσει ή να απέχει της τέλεσης μιας τέτοιας πράξης.

ΑΡΘΡΟ 3

1. Κάθε Κράτος Μέρος παίρνει τα αναγκαία μέτρα για την ενάσκηση της δικαιοδοσίας του επί των παραβάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 2 όταν η παράβαση τελείται:

α) κατά ή επί σταθερής εγκατάστασης όταν αυτή ευρίσκεται στην υφαλοκρηπίδα του Κράτους αυτού, ή β) από υπήκοο του Κράτους αυτού.

2. Ένα Κράτος Μέρος μπορεί επίσης να ενασκήσει τη δικαιοδοσία του επί μιας οιασδήποτε των παραβάσεων αυτών:

α) όταν αυτή τελείται υφ’ ενός απάτριδος προσώπου το οποίο έχει τη συνήθη διαμονή του στο Κράτος αυτό,

β) όταν, κατά το χρόνο διάπραξης της, κρατείται, απειλείται, τραυματίζεται ή φονεύεται υπήκοος του Κράτους αυτού, ή

γ) όταν διαπράττεται με σκοπό να εμποδίσει το Κράτος αυτό να τελέσει οιαδήποτε πράξη ή να απέχει αυτής.

3. Κάθε Κράτος Μέρος που καθιέρωσε τη δικαιοδοσία του νια τις αναφερόμενες στην παράγραφο 2 περιπτώσεις κοινοποιεί τούτο στο Γενικό Γραμματέα του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (που θα καλείται εφεξής ‘ο Γενικός Γραμματέας’). Εάν το εν λόγω Κράτος Μέρος καταργήσει στη συνέχεια τη νομοθεσία αυτήν κοινοποιεί τούτο στο Γενικό Γραμματέα.

4. Κάθε Κράτος Μέρος παίρνει τα αναγκαία μέτρα για την ενάσκηση της δικαιοδοσίας του επί των προβλεπόμενων στο άρθρο 2 παραβάσεων στις περιπτώσεις που ο εικαζόμενος δράστης της παράβασης ευρίσκεται επί του εδάφους του και δεν τον εκδίδει σε ένα εκ των Κρατών Μερών που έχουν καθιερώσει τη δικαιοδοσία τους σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

5. Το παρόν Πρωτόκολλο δεν αίρει ουδεμία ποινική δικαιοδοσία που ενασκείται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

ΑΡΘΡΟ 4

Ουδεμία διάταξη του παρόντος Πρωτοκόλλου και κατ’ ουδέ να τρόπο επηρεάζει τους κανόνες του διεθνούς δικαίου περί σταθερών εγκαταστάσεων στην υφαλοκρηπίδα.

ΑΡΘΡΟ 5

1. Το παρόν Πρωτόκολλο θα είναι ανοικτό προς υπογραφή; υφ’ όλων των Κρατών που υπέγραψαν τη Σύμβαση στις 10 Μαρτίου 1988 στη Ρώμη και, από τις 14 Μαρτίου 1988 έως

τις 9 Μαρτίου 1989, στην Έδρα του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (που θα καλείται εφεξής ‘ο Οργανισμός’). Θα παραμείνει στη συνέχεια ανοικτό για την προσχώρηση.

2. Τα Κράτη μπορούν να εκφράσουν τη συγκατάθεση τους να συνδεθούν με το παρόν Πρωτόκολλο με:

α) υπογραφή χωρίς επιφύλαξη ως προς την επικύρωση, την αποδοχή ή την έγκριση, ή

β) υπογραφή με επιφύλαξη ως προς την επικύρωση, την αποδοχή ή την έγκριση, που ακολουθείται από επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση, ή

γ) προσχώρηση.

3. Η επικύρωση, η αποδοχή, η έγκριση ή η προσχώρηση πραγματοποιούνται με τη κατάθεση για το σκοπό αυτόν ενός οργάνου παρά το Γενικό Γραμματέα.

4. Μόνο τα Κράτη που έχουν υπογράψει τη Σύμβαση χωρίς επιφύλαξη ως προς την επικύρωση, την αποδοχή ή την έγκριση που έχουν επικυρώσει, αποδεχθεί, εγκρίνει τη Σύμβαση ή έχουν προσχωρήσει σε αυτή, δύνανται να γίνουν Μέρη στο παρόν Πρωτόκολλο.

ΑΡΘΡΟ 6

1. Το παρόν Πρωτόκολλο τίθεται σε ισχύ μετά ενενήντα ημέρες από την ημερομηνία κατά την οποία τρία Κράτη, είτε θα υπογράψουν το Πρωτόκολλο χωρίς επιφύλαξη ως προς την επικύρωση, την αποδοχή ή την έγκριση, είτε θα καταθέσουν ένα όργανο επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης.

Πάντως, το παρόν Πρωτόκολλο δεν δύναται να τεθεί σε ισχύ πριν από τη θέση σε ισχύ της Σύμβασης.

2. Για ένα Κράτος που καταθέτει ένα όργανο επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης του παρόντος Πρωτοκόλλου ή προσχώρησης σε αυτό αφού θα έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις που διέπουν τη θέση σε ισχύ αυτού, η επικύρωση, η αποδοχή, η έγκριση ή η προσχώρηση θα έχει αποτέλεσμα την ενενηκοστή ημέρα από της ημερομηνίας κατάθεσης.

ΑΡΘΡΟ 7

1. Το παρόν Πρωτόκολλο δύναται να καταγγελθεί ανά πάσα στιγμή από οιοδήποτε Κράτος εκ των Κρατών Μερών μετά τη λήξη μιας περιόδου ενός χρόνου από της ημέρας θέσης σε ισχύ του παρόντος Πρωτοκόλλου έναντι του Κράτους αυτού.

2. Η καταγγελία πραγματοποιείται με την κατάθεση παρά το Γενικό Γραμματέα ενός οργάνου καταγγελίας.

3. Η καταγγελία θα έχει αποτέλεσμα μετά πάροδο ενός έτους από της ημέρας λήψεως του οργάνου καταγγελίας υπό του Γενικού Γραμματέα ή μετά τη λήξη κάθε μεγαλύτερης προθεσμίας, που αναφέρεται στο όργανο αυτό.

4. Καταγγελία της Σύμβασης εκ μέρους ενός Κράτους Μέρους εκλαμβάνεται ως καταγγελία υπό του Μέρους αυτού του παρόντος Πρωτοκόλλου.

ΑΡΘΡΟ 8

1. Ο Οργανισμός δύναται να συγκαλεί σύνοδο για αναθεώρηση ή τροποποίηση του παρόντος Πρωτοκόλλου.

2. Ο Γενικός Γραμματέας συγκαλεί σύνοδο των Κρατών Μερών στο παρόν Πρωτόκολλο για να αναθεωρήσουν ή να τροποποιήσουν το Πρωτόκολλο εάν αυτό ζητηθεί από το εν τρίτο των Κρατών Μερών ή από πέντε Κράτη Μέρη, εάν ο τελευταίος αυτός αριθμός είναι μεγαλύτερος.

3. Κάθε όργανο επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης που κατατίθεται μετά την ημέρα θέσης σε ισχύ μιας τροπολογίας στο παρόν Πρωτόκολλο θεωρείται ότι εφαρμόζεται στο Πρωτόκολλο, όπως αυτό τροποποιήθηκε.

ΑΡΘΡΟ 9

Το παρόν Πρωτόκολλο κατατίθεται στο Γενικό Γραμματέα. Ο Γενικός Γραμματέας:

α) ενημερώνει όλα τα Κράτη, που έχουν υπογράψει το παρόν Πρωτόκολλο ή έχουν προσχωρήσει σε αυτό, καθώς και όλα τα Μέλη του Οργανισμού:

1 ) για κάθε νέα υπογραφή ή κάθε κατάθεση ενός νέου οργάνου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, καθώς και για τις ημερομηνίες αυτών,

2) για την ημερομηνία θέσης σε ισχύ του παρόντος Πρωτοκόλλου,

3) για την κατάθεση κάθε οργάνου καταγγελίας του παρόντος Πρωτοκόλλου και για την ημερομηνία λήψης του, καθώς και για την ημερομηνία θέσης σε ισχύ της καταγγελίας.

4) για τη λήψη κάθε δήλωσης ή κοινοποίησης που γίνεται δυνάμει του παρόντος Πρωτοκόλλου ή της Σύμβασης που αφορά στο παρόν Πρωτόκολλο,

β) διαβιβάζει ακριβή αντίγραφα του παρόντος Πρωτοκόλλου, ένα ακριβές αντίγραφο διαβιβάζεται από το Θεματοφύλακα στο Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για να καταχωρισθεί και να δημοσιευθεί σύμφωνα με το Άρθρο 102 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.

ΑΡΘΡΟ 10

Το παρόν Πρωτόκολλο έγινε σε ένα πρωτότυπο αντίτυπο στην αγγλική, αραβική, κινεζική, ισπανική, γαλλική και ρωσσική, αμφοτέρων των κειμένων όντων εξ Ισου αυθεντικών.

ΣΕ ΠΙΣΤΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ, οι υπογραφόμενοι δεόντως εξουσιοδοτημένοι υπό των αντίστοιχων Κυβερνήσεων τους, υπέγραψαν το παρόν Πρωτόκολλο.

ΣΥΝΕΤΑΧΘΗ ΣΤΗ ΡΩΜΗ σήμερα στις δέκα Μαρτίου χίλια εννιακόσια ογδόντα οκτώ.

 

Άρθρο δεύτερο

Η λήψη των απαιτούμενων μέτρων προς αντιμετώπιση των εγκλημάτων των προβλεπόμενων στις διατάξεις του παρόντος νόμου στα πλοία, στις σταθερές εγκαταστάσεις στην υφαλοκρηπίδα και χερσαίους χώρους των λιμένων ασκείται από το Λιμενικό Σώμα, το οποίο εκπονεί και εφαρμόζει τα σχετικά σχέδια ασφάλειας για την αποτελεσματική υλοποίηση των οποίων οι λοιπές δημόσιες υπηρεσίες, και τα ν.π.δ.δ. οφείλουν να παρέχουν την αναγκαία συνδρομή και βοήθεια.

 

Άρθρο τρίτο

Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, των δε κυρουμένων κειμένων της Σύμβασης και του Πρωτοκόλλου, από την ολοκλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 18 και του άρθρου 6 αυτών αντίστοιχα.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεση του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 28 Δεκεμβρίου 1992

 


Κατεβάσετε το αρχείο με το πρωτότυπο κείμενο, όπως είναι δημοσιευμένο στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ.) του Εθνικού Τυπογραφείου.


 

 

Έχει διαβαστεί 491 φορές
Προηγούμενο άρθρο
Νόμος 2208/1994 - ΦΕΚ 71/Α/11-5-1994

Τελευταία Νέα