x

Σύνδεση

Δεν έχετε λογαριασμό; Εγγραφείτε

Νόμος 1882/1990 - ΦΕΚ 43/Α/23-3-1990 (Κωδικοποιημένος)

Ν.1882/1990 : Μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής, διαρρυθμίσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία και άλλες διατάξεις.

Τρέχουσα ενοποιημένη έκδοση: 26.04.2025. Το Κωδικοποιημένο αρχείο, εκδόθηκε σε ενοποιημένο κείμενο με ενσωματωμένες τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις με τις διατάξεις του Ν.5193/2025 - ΦΕΚ 56/Α/11-4-2025.

Συνδρομητικές Υπηρεσίες
- Το Νομοθέτημα έχει κωδικοποιηθεί σε αρχείο ενιαίο κειμένου, με ενσωματωμένες τις διατάξεις με τις οποίες έχει συμπληρωθεί - τροποποιηθεί μεταγενέστερα.
- Η υπηρεσία προβολής και μεταφόρτωσης κωδικοποιημένων κειμένων είναι διαθέσιμη ΔΩΡΕΑΝ, μόνο στα εγγεγραμμένα μέλη, με πρόσβαση στις Συνδρομητικές Υπηρεσίες.

- Απαιτείται μεγαλύτερο επίπεδο πρόσβασης για την προβολή των Συνδρομητικών Υπηρεσιών.
Εάν είστε μέλος και θέλετε να αποκτήσετε πρόσβαση στις συνδρομητικές Υπηρεσίες, πατήστε ΕΔΩ για Σύνδεση. -Θέματα Βοήθειας και Υποστήριξης για τις συνδρομητικές υπηρεσίες.

 

ΑΡΧΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΦΕΚ

Το παρακάτω κείμενο διατάξεων αποτελεί το αρχικό κείμενο των διατάξεων, όπως ήταν δημοσιευμένες στο Φ.Ε.Κ., οι οποίες έχουν τροποποιηθεί με μεταγενέστερες διατάξεις

ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ. 1882/1990
ΦΕΚ 43/Α/23-3-1990
Μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής, διαρρυθμίσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία και άλλες διατάξεις.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
ΔΙΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΤΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ

 

Άρθρο 1
Προσδιορισμός φορολογητέας ύλης βάσει δαπανών

1. Ο πίνακας του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης β' της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ν.δ.3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
"Φορολογήσιμοι ίπποι Ετήσια τεκμαρτή δαπάνη αυτοκινήτου διαβίωσης βάσει κατοχής αυτοκινήτου σε δραχμές
Μέχρι
7 650.000
8 800.000
9 900.000
10 1.100.000
11 1.300.000
12 1.500.000
13 1.800.000
14 2.200.000
15 2.600.000
16 3.400.000
17 4.100.000
18 4.600.000
19 5.200.000
20 5.800.000
21 7.500.000
22 8.200.000
23 και άνω 9.000.000"2. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης β' της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ν.δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής: «Προκειμένου για εκπαιδευτές οδηγών αυτοκινήτων καθώς και για τις επιχειρήσεις ενοικίασης αυτοκινήτων, που χρησιμοποιούν για το σκοπό αυτόν περισσότερα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής Χρήσης, για τον υπολογισμό της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης λαμβάνεται υπόψη το αυτοκίνητο που δίνει τη μεγαλύτερη τεκμαρτή δαπάνη. Οι διατάξεις της παρούσας περίπτωσης β εφαρμόζονται ανάλογα και για τον προσδιορισμό της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης με βάση το ύψος των ετήσιων εξόδων συντήρησης και κυκλοφορίας αυτοκινήτου μικτής χρήσης.»
3. Η περίπτωση γ' της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ν.δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«γ) Η ετήσια τεκμαρτή δαπάνη βάσει του κυβισμού δίτροχου ιδιωτικής χρήσης αυτοκινούμενου οχήματος, η οποία καθορίζεται στο ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) δραχμών για μοτοσυκλέτα πεντακοσίων (500) κυβικών εκατοστών, προσαυξανόμενη με το ποσό των ογδόντα πέντε χιλιάδων (85.000) δραχμών ανά εκατό (100) κυβικά εκατοστά προκειμένου για μοτοσυκλέτες με κυβισμό πάνω από πεντακόσια (500) κυβικά εκατοστά. Οι διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης εφαρμόζονται ανάλογα και στην παρούσα περίπτωση.»
4. Η υποπερίπτωση αα' της περίπτωσης ε' της παραγράφου 2 ίου άρθρου 5 του ν.δ.3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«αα. Για μηχανοκίνητα σκάφη ανοικτού τύπου ταχύπλοα και μη ολικού μήκους μέχρι πέντε (5) μέτρα στο ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών, που προσαυξάνεται με το ποσό των ογδόντα πέντε χιλιάδων (85.000) δραχμών για κάθε μέτρο μήκους πάνω από τα πέντε (5) μέτρα.»
5. Ο πίνακας του πρώτου εδαφίου της υποπερίπτωσης ββ' της περίπτωσης ε" της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ν.δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
"Μήκος σκάφους Ετήσια τεκμαρτή δαπάνη διαβίωσης
Μέχρι 8 μέτρα 800.000
Πάνω από 8 μέτρα 1.400.000
Πάνω από 10 μέτρα 1.800.000
Πάνω από 12 μέτρα 2.300.000
Πάνω από 14 μέτρα 3.000.000
Πάνω από 16 μέτρα 3.800.000
Πάνω από 18 μέτρα 4.800.000
Πάνω από 20 μέτρα 6.000.000
Πάνω από 22 μέτρα 7.400.000
Πάνω από 24 μέτρα 9.000.000
Πάνω από 26 μέτρα 11.000.000
6. Η περίπτωση στ' της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ν.δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«στ) Η ετήσια τεκμαρτή δαπάνη για αεροσκάφη, ελικόπτερα και ανεμόπτερα κυριότητας ή κατοχής του φορολογουμένου, της συζύγου του ή των προσώπων που συνοικούν μαζί τους και τους βαρύνουν κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου, η οποία ορίζεται ως εξής:
αα. Για αεροσκάφη με κινητήρα κοινό, εσωτερικής καύσης και στροβιλοελικοφόρα, καθώς και ελικόπτερα στο ποσό των τριών εκατομμυρίων (3.000.000) δραχμών για τους εκατό (100) πρώτους Ίππους, που προσαυξάνεται με το ποσό των είκοσι χιλιάδων
(20.0) δραχμών για κάθε (απο πάνω από τους εκατό (100) ίππους του κινητήρα αυτών.
ββ. Για αεροσκάφη αεριοπροωθούμενα (JET) στο ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) δραχμών για κάθε λίμπρα ώθησης.
γγ. Για ανεμόπτερα στο ποσό των τριακοσίων πενήντα χιλιάδων (350.000) δραχμών».
7. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης α' της παραγράφου 5 του άρθρου 5 του ν.δ.3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«Αγορά αυτοκινήτων, δίτροχων ή τρίτροχων αυτοκινούμενων οχημάτων, πλοίων αναψυχής και λοιπών σκαφών αναψυχής, αεροσκαφών και κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας.»
8. Η περίπτωση α' της παραγράφου 6 του άρθρου 5 του ν.δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«α) Προκειμένου για μισθωτούς και συνταξιούχους, εφ' όσον ο φορολογούμενος, η σύζυγός του και τα τέκνα που τους βαρύνουν έχουν εισοδήματα μόνο από μισθωτές υπηρεσίες και διαθέτουν επιβατικό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης μέχρι δέκα (10) φορολογήσιμους ίππους ή και απαλλασσόμενο εισόδημα από ιδιοκατοίκηση κύριας και δευτερεύουσας κατοικίας, σύμφωνα με την περίπτωση β' του κεφαλαίου Α της παραγράφου 1 του άρθρου 7.»
9. Στην παράγραφο 6 του άρθρου 5 του ν.δ. 3323/1955 προστίθεται, μετά την περίπτωση δ' νέα περίπτωση ε' και η περίπτωση ε' αυτής αναριθμείται σε στ' ως εξής:
«ε) Προκειμένου για τεκμαρτή δαπάνη η οποία προκύπτει βάσει ενός επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης μέχρι και 14 φορολογήσιμους ίππους, το οποίο ανήκει στην κυριότητα ή κατοχή πολύτεκνου φορολογουμένου ή της συζύγου του και των προσώπων που συνοικούν με αυτούς και τους βαρύνουν. Η εξαίρεση αυτή δεν ισχύει όταν αυτοί είναι κύριοι ή κάτοχοι και άλλου επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης, ανεξάρτητα από την ιπποδυναμή του ή αν για τα πρόσωπα αυτά εφαρμόζονται οι διατάξεις των περιπτώσεων α' και γ' έως και ζ' της παραγράφου 2.»
10. Στο τέλος της περίπτωσης δ της παραγράφου 7 του άρθρου 8 του ν.δ. 3323/1955 προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής:
«Το αφορολόγητο ποσό αυτής της περίπτωσης, που προέρχεται από δωρεές χρηματικών ποσών, δεν μπορεί να υπερβεί ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του εισοδήματος που προκύπτει σε περίπτωση εφαρμογής της διάταξης της παραγράφου 7 του άρθρου 5.»
11. Στο άρθρο 72 του ν.δ. 3323/1955 προστίθενται παράγραφοι 10, 11, 12, 13, 14 και 15, ως εξής:
«10. Απαγορεύεται η σύνταξη συμβολαιογραφικών εγγράφων, καθώς και η καταχώριση συμβολαιογραφικού ή ιδιωτικού συμφωνητικού (συμφωνίας) για τη μεταβίβαση της κυριότητας ολικά ή μερικά ή της σύστασης άλλου εμπράγματου δικαιώματος επί αυτοκινήτου οχήματος ή μοτοσυκλέτας από 500 κυβικά εκατοστά και πάνω ή σκάφους αναψυχής ή αεροσκάφους ή ελικοπτέρου που αναφέρονται στις περιπτώσεις β', γ\ ε' και στ' της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ν.δ. 3323/1955, σε δημόσια βιβλία ή έγγραφα, καθώς και η θεώρηση των υπογραφών στις σχετικές δηλώσεις ή συμφωνίες από οποιοδήποτε αρχή ή πρόσωπο έχει το δικαίωμα της θεώρησης αυτής, καθώς και η έκδοση οποιουδήποτε δημόσιου εγγράφου που να βεβαιώνει τη μεταβολή της κυριότητας ή τη σύσταση εμπράγματου δικαιώματος επί των παραπάνω περιουσιακών στοιχείων, αν δεν προσκομισθεί βεβαίωση του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ότι τα παραπάνω μεταβιβαζόμενα ή βαρυνόμενα περιουσιακά στοιχεία έχουν περιληφθεί στη δήλωση που υπέβαλε ο υπόχρεος για τη φορολογία του εισοδήματός του που απέκτησε το αμέσως προηγούμενο του έτους της μεταβίβασης ή της σύστασης εμπράγματου δικαιώματος στα παραπάνω περιουσιακά στοιχεία.
11. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζεται το έγγραφο που αναπληρώνει τη βεβαίωση της προηγούμενης παραγράφου και γ^. νικά η διαδικασία που θα ακολουθείται στην περίπτωση που η μεταβίβαση ή η σύσταση εμπράγματου δικαιώματος στα υπόψη περιουσιακά στοιχεία γίνεται με βάση ΓΟ νόμο ή δικαστική απόφαση ή αυτοσύμβαση ή αναγκαστικό (δημόσιο) πλειστηριασμό ή ιδιωτικό συμφωνητικό και δεν προσκομίζεται η βεβαίωση της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
12. Το πρόσωπο, που κατ' εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου χρησιμοποίησε άλλο έγγραφο αντί για τη βεβαίωση της παραγράφου 1, έχει υποχρέωση μέσα σε ένα μήνα από την έκδοση άδειας κυκλοφορίας των υπόψη οχημάτων ή της καταχώρισης στο νηολόγιο ή στο μητρώο αεροσκαφών, των πράξεων μεταβίβασης ή σύστασης εμπράγματου δικαιώματος στα υπόψη περιουσιακά στοιχεία υπέρ αυτού, να προσκομίσει στη Δ.Ο.Υ., που ήταν αρμόδια για την έκδοση της βεβαίωσης της παραγράφου 1, σχετικό πιστοποιητικό της αρμόδιας δημόσιας υπηρεσίας για τη σχετική εγγραφή ή την έκδοση άδειας κυκλοφορίας,• διαφορετικά του επιβάλλεται πρόστιμο μέχρι 200.000 δραχμές.
13. Σε όσους υποβάλλουν εκπρόθεσμα δηλώσεις στις οποίες δηλώνουν δαπάνες των περιπτώσεων β', γ', ε' και στ' της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του παρόντος, επιβάλλεται πρόστιμο έως
200.0 δραχμές, εφ' όσον σε έξι (6) μήνες από την υποβολή της εκπρόθεσμης δήλωσης ζητήσουν το πιστοποιητικό που προβλέπεται από την παράγραφο 10 του παρόντος.
14. Μετά την παραλαβή του πιστοποιητικού της παραγράφου 12 του παρόντος από την οικεία Δ.Ο.Υ.. αν διαπιστωθεί ότι δεν έχει δηλωθεί, αν και υπήρχε υποχρέωση, η τεκμαρτή δαπάνη των περιουσιακών στοιχείων που αναφέρονται στο υπόψη πιστοποιητικό, το πρόστιμο της προηγούμενης παραγράφου διπλασιάζεται.
15. Οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 73 του ν.δ. 3323/1955 εφαρμόζονται ανάλογα.»
12. Η ισχύς των διατάξεων των περιπτώσεων β', γ', δ' και του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 5 του ν.δ. 3323/1955 αρχίζει από το οικονομικό έτος 1992.
13. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 9 του ν.δ. 3323/1955 προστίθενται, μεταξύ του δεύτερου και τρίτου εδαφίου αυτής, δύο νέα εδάφια, ως εξής:
«Το ποσό αυτό μειώνεται, επίσης, ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων που βαρύνουν το φορολογούμενο ή τον άλλο σύζυγο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8, ως εξής:
α) με ποσοστό 30% του φόρου που αναλογεί και για ποσό μείωσης μέχρι 100.000 δραχμές, αν ο φορολογούμενος βαρύνεται με τρία τέκνα,
β) με ποσοστό 40% του φόρου που αναλογεί και για ποσό μείωσης μέχρι 200.000 δραχμές, αν ο φορολογούμενος βαρύνεται με τέσσερα τέκνα,
γ) με ποσοστό 50% του φόρου που αναλογεί και για ποσό μείωσης μέχρι 400.000 δραχμές, αν ο φορολογούμενος βαρύνεται από πέντε τέκνα και πάνω.»

Άρθρο 2
Εισοδήματα από επιχειρήσεις και αγροτικές εκμεταλλεύσεις
1. Η παράγραφος 6 του άρθρου 35 του ν.δ. 3323/1955, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Σε περίπτωση κατά την οποία στα ακαθάριστα έσοδα περιλαμβάνονται και έσοδα που απαλλάσσονται του φόρου του παρόντος νόμου, ή φορολογούνται κατά ειδικό τρόπο με εξάντληση της φορολογικής υποχρεώσεως, για τον υπολογισμό του καθαρού κέρδους της επιχειρήσεως που υπόκειται σε φορολογία, το συνολικό ποσό των δαπανών που πρόκειται να εκπεσθεί μειώνεται κατά το ποσό των δαπανών που βαρύνουν τα ακαθάριστα έσοδα που απαλλάσσονται του φόρου ή φορολογούνται κατά ειδικό τρόπο με εξάντληση της φορολογικής υποχρεώσεως. Το ποσό των δαπανών αυτών καθορίζεται σε ποσοστό τριανταπέντε τοις εκατό (35%) στα ακαθάριστα έσοδα που απαλλάσσονται του φόρου ή φορολογούνται κατά ειδικό τρόπο με εξάντληση της φορολογικής υποχρεώσεως.»
2 Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται σε όλες τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των φορολογικών αρχών και των διοικητικών δικαστηρίων οποιοσδήποτε βαθμού, καθώς και του Συμβουλίου της Επικρατείας. Τα επί πλέον κέρδη, που προκύπτουν με το νέο τρόπο επιμερισμού των δαπανών, δύνανται να δηλωθούν εντός διμήνου από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος, χωρίς καμία κύρωση.
Τυχόν καταβληθέντα επί πλέον ποσά φόρου, λόγω επιμερισμού των δαπανών κατά διάφορο τρόπο με βάση τη δήλωση Φορολογίας εισοδήματος που έχει υποβληθεί, δεν επιστρέφονται, ούτε συμψηφίζονται με άλλους οφειλόμενους φόρους.
3. Μετά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 36α του ν.δ. 3323/1955 προστίθεται νέο εδάφιο, ως εξής:
,Αν όμως το τίμημα που καθορίζεται στα οικεία πωλητήριο συμβόλαια είναι μεγαλύτερο από την πιο πάνω αξία, ως ακαθάριστο έσοδο λαμβάνεται το καθοριζόμενο σε αυτά τα συμβόλαια τίμημα.»
Α. Μετά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 36α του ν.δ. 3323/1955 προστίθενται τρία νέα εδάφια, ως εξής:
«Χρόνος απόκτησης του ακαθάριστου εσόδου, ο οποίος λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό του ύψους αυτού, θεωρείται η ημέρα σύνταξης του οριστικού συμβολαίου. Στην περίπτωση όμως που έχει συνταχθεί συμβολαιογραφικό προσύμφωνο και το οριστικό συμβόλαιο δεν έχει συνταχθεί μέσα σε διάστημα δύο (2) ετών από την ημέρα σύνταξης του συμβολαιογραφικού προσυμφώνου, ως χρόνος απόκτησης του ακαθάριστου εσόδου θεωρείται η ημέρα κατά την οποία συμπληρώνονται δύο (2) έτη από την ημέρα σύνταξης του συμβολαιογραφικού προσυμφώνου. Χρόνος απόκτησης του ακαθάριστου εσόδου, σε προσύμφωνα, τα οποία έχουν συνταχθεί και παρήλθε διετία χωρίς να έχει συνταχθεί το οριστικό συμβόλαιο, θεωρείται το οικονομικό ¿τος 1991.»
5. Τα τρία τελευταία εδάφια της παραγράφου 1 του άρθρου 36α του ν.δ. 3323/1955 αντικαθίστανται ως εξής:
«Σε περίπτωση που η επιχείρηση δεν τηρεί τα βιβλία και στοιχεία που προβλέπονται από τον Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων ή τηρεί βιβλία κατώτερης κατηγορίας από αυτά που ορίζονται από τον ίδιο Κώδικα, ο πιο πάνω συντελεστής προσαυξάνεται κατά εκατό τοις εκατό (100%). Επίσης, αν οι δαπάνες κατασκευής, που εμφανίζονται στα βιβλία και στοιχεία της επιχείρησης ότι πραγματοποιήθηκαν για τις ανεγειρόμενες οικοδομές, βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία σε σχέση με το πραγματικό κόστος κατασκευής, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας δικαιούται να προσαυξήσει τον πιο πάνω συντελεστή καθαρού κέρδους μέχρι εξήντα τοις εκατό (60%). Δεν θεωρείται ότι υπάρχει προφανής δυσαναλογία, όταν η διαφορά μεταξύ των δαπανών κατασκευή , που πραγματοποιήθηκαν και του πραγματικού κόστους κατασκευής είναι μέχρι είκοσι τοις εκατό (20%) του πραγματικού κόστους κατασκευής.»
6. Τα τρία τελευταία εδάφια της παραγράφου 2 του άρθρου 36α του ν.δ. 3323/1955 αντικαθίστανται ως εξής:
«Σε περίπτωση που η επιχείρηση δεν τηρεί τα βιβλία και στοιχεία που προβλέπονται από τον Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων ή τηρεί βιβλία κατώτερης κατηγορίας από αυτά που ορίζονται από τον ίδιο Κώδικα, οι συντελεστές καθαρού κέρδους που προβλέπονται στις πιο πάνω α', β' και γ' περιπτώσεις προσαυξάνονται κατά εκατό τοις εκατό (100%). Επίσης, αν οι δαπάνες κατασκευής που εμφανίζονται στα βιβλία και στοιχεία της επιχείρησης ότι πραγματοποιήθηκαν για την κατασκευή των τεχνικών έργων ή των οικοδομών βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία σε σχέση με το πραγματικό κόστος κατασκευής, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας δικαιούται να προσαυξήσει τους συντελεστές καθαρού κέρδους που προβλέπονται στις πιο πάνω α', β' και Υ περιπτώσεις μέχρι εξήντα τοις εκατό (60%). Δεν θεωρείται ότι υπάρχει προφανής δυσαναλογία, όταν η διαφορά μεταξύ των δαπανών κατασκευής που πραγματοποιήθηκαν και του πραγματικού κόστους κατασκευής είναι μέχρι είκοσι τοις εκατό (20%) του πραγματικού κόστους κατασκευής.»
7. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 35 του ν.δ. 3323/1955 αντικαθίστανται ως εξής:
«Ειδικά, οι δαπάνες συντήρησης, λειτουργίας, επισκευής, κυκλοφορίας και αποσβέσεων των επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης με κυλίνδρισμά κινητήρα μέχρι 1.600 κυβικά εκατοστά, που έχουν στην κυριότητά τους οι επιχειρήσεις ή που έχουν μισθωμένα από τρίτους, εκπίπτουν μέχρι ογδόντα τοις εκατό (80%) του συνολικού ύψους αυτών, εφ' όσον χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες της επιχείρησης. Αν τα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης έχουν κυλίνδρισμά κινητήρα πάνω από 1600 κυβικά εκατοστά ιδιόκτητα ή μισθωμένα, εκπίπτει με τις ίδιες προϋποθέσεις ποσοστό μέχρι σαράντα τοις εκατό (40%) του ύψους των πιο πάνω δαπανών.»
8 . Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του ν.δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν δεν προσάγεται συμφωνητικό ή άλλο στοιχείο που αποδεικνύει τη συμφωνία ή όταν το μίσθωμα που συμφωνήθηκε σε χρήμα ή σε είδος είναι δυσαναλόγως κατώτερο από τη μισθωτική αξία των γαιών ή όταν η εκμετάλλευση των γαιών παραχωρήθηκε σε τρίτο χωρίς αντάλλαγμα, το ακαθάριστο εισόδημα εξευρίσκεται με σύγκριση των γαιών με άλλες γαίες που εκμισθώνονται κάτω από παρόμοιες συνθήκες.»
9. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 11 του ν.δ. 3323/1955 προστίθεται περίπτωση η', η οποία έχει ως εξής:
«η) Όσοι κατέχουν ή καλλιεργούν ορισμένη έκταση γεωργικής γης, καθώς και όσοι εισπράττουν επιστρεφόμενο φόρο προστιθέμενης αξίας. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται η ελάχιστη έκταση, σε σχέση και με το είδος της καλλιέργειας, το ύψος του επιστρεφόμενου φόρου προστιθέμενης αξίας και κάθε άλλη λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της περίπτωσης αυτής.»

Άρθρο 3
Αφορολόγητα ποσά, απαλλαγές και εκπτώσεις από το εισόδημα
1. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης στ' της παραγράφου 6 του άρθρου 8 του ν.δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
"στ) Ποσοστό της δαπάνης του ενοικίου που καταβάλλεται ετησίως για κύρια κατοικία του φορολογουμένου και της οικογένειάς του οριζόμενο σε εξήντα τοις εκατό (60%) μέχρι το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών, τριάντα τοις εκατό (30%) για το ποσό από διακόσιες χιλιάδες μία δραχμές (200.001) μέχρι τετρακόσιες χιλιάδες (400.000) δραχμές και δεκαπέντε τοις εκατό (15%) για το ποσό από τετρακόσιες χιλιάδες μία δραχμές (400.001) μέχρι οκτακόσιες χιλιάδες (800.000) δραχμές.»
2. Τα αναφερόμενα στην προηγούμενη παράγραφο ποσά του ετήσιου ενοικίου δεν υπόκεινται σε τιμαριθμική αναπροσαρμογή για τη χρήση 1990.
3. Η περίπτωση θ’ της παραγράφου 6 του άρθρου 8 του ν.δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«8) Ποσό ίσο με ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) μέχρι το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) δραχμών της ετήσιας δαπάνης που καταβάλλεται για το φορολογούμενο, καθώς και για κάθε τέκνο που βαρύνει αυτόν σε νηπιαγωγεία ή παιδικούς ή βρεφονηπιακούς σταθμούς για τη φύλαξη αυτών, καθώς και για δίδακτρα για την παρακολούθηση ιδιωτικών τεχνικών και επαγγελματικών σχολών, εν γένει φροντιστηρίων ξένων γλωσσών ή μαθημάτων οποιοσδήποτε εκπαιδευτικής βαθμίδας της δημόσιας εκπαίδευσης, ωδείων, μπαλέτων και γυμναστηρίων.»
4. Τα εδάφια πέμπτο και έκτο της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 20 του ν.δ. 3323/1955 αντικαθίστανται ως εξής:
«Επίσης, από το ακαθάριστο εισόδημα από οικοδομές που εκμισθώνονται ως κύρια κατοικία αε πολυμελή οικογένεια, εκπίπτει πρόσθετο πάγιο ποσοστό επί του εισοδήματος αυτού, το οποίο υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των παιδιών που βαρύνουν τον ενοικιαστή της οικοδομής η τον άλλο σύζυγο, σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 3 και ορίζεται σε πέντε τοις εκατό (5%) για το δεύτερο και δέκα τοις εκατό (10%) για το τρίτο και καθένα μετά το τρίτο παιδί και μέχρι το ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%) του εισοδήματος από αυτήν την οικοδομή.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, οι οποίες δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται ία δικαιολογητικά που απαιτούνται για την αναγνώριση του δικαιώματος διενέργειας των πρόσθετων ποσοστών εκπτώσεων, που ορίζονται στην περίπτωση αυτήν, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή αυτού του άρθρου.»
5. Προσαυξάνεται κατά εκατό χιλιάδες (100.000) δραχμές το όριο του καθαρού εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες, το οποίο αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της περίπτωσης α' της παραγράφου 5 του άρθρου 8 του ν.δ. 3323/1955, όπως το όριο αυτό θα διαμορφωθεί την 1η Ιανουαρίου 1991, μετά την τιμαριθμοποίησή του σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 14 του άρθρου 8 του ίδιου νομοθετήματος.

Άρθρο 4
Παρακράτηση, απόδοση και βεβαίωση φόρων
1. Η περίπτωση α' του άρθρου 31 του ν. 1828/1989 καταργείται.
2. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 82071978 (ΦΕΚ Α' 174/1978) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Η χορηγούμενη αναστολή δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη του ενός έτους.»
3. Η παράγραφος 6 του άρθρου 59 του ν.δ. 3323/1955, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 15 του ν. 1828/1989 (ΦΕΚ Α' 2), αντικαθίσταται ως εξής:
Αν δεν επιτεύχθηκε διοικητική επίλυση της διαφοράς και ασκήθηκε από το φορολογούμενο εμπρόθεσμη προσφυγή, βεβαιώνεται αμέσως από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του αμφισβητούμενου κύριου φόρου, πρόσθετου φόρου και λοιπών συμβεβαιούμενων με αυτόν φόρων και τελών. Στην περίπτωση που δεν επιτεύχθηκε διοικητική επίλυση της διαφοράς και ασκήθηκε από το νομικό πρόσωπο ή την ένωση προσώπων εμπρόθεσμη προσφυγή κατά της πράξης που εκδόθηκε με βάση το άρθρο 16α, το ποσοστό αυτό βεβαιώνεται στο όνομα των μελών της ομόρρυθμης, ετερόρρυθμης και περιορισμένης ευθύνης εταιρείας, της κοινοπραξίας, κοινωνίας και αστικής εταιρείας κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Για τον προσδιορισμό του αμφισβητούμενου φόρου, λαμβάνονται υπόψη τα καθαρά κέρδη ή οι ζημίες του νομικού προσώπου ή της ένωσης προσώπων που καθορίζονται με την πράξη του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και αναλογούν σε κάθε μέλος. Το ποσό που βεβαιώνεται με αυτόν τον τρόπο καταβάλλεται σε οκτώ (8) ίσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέσα στον επόμενο μήνα από τη βεβαίωση της οφειλής.»
4. Η παράγραφος 3 του άρθρου 59 του ν.δ.3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Αμελείται η βεβαίωση του ποσού που τελικά οφείλεται με βάση οποιονδήποτε τίτλο βεβαίωσης, εφ’ όσον τούτο δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες (2.000) δραχμές, αθροιστικά λαμβανόμενο για το φορολογούμενο και τη σύζυγό του. Επίσης, αμελείται η βεβαίωση και η καταβολή του ποσού της οφειλής η οποία προκύπτει στο συνολικό εισόδημα του συνταξιούχου, εφ’ όσον τούτο δεν υπερβαίνει το ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών και ο φορολογούμενος έχει υπερβεί την ηλικία των εξήντα πέντε (65) ετών. Αν το συνολικό εισόδημα του συνταξιούχου υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές, το διαθέσιμο εισόδημα που απομένει σε αυτόν, μετά την αφαίρεση της οφειλής, η οποία προκύπτει από το εισόδημά του για κύριο και συμπληρωματικό φόρο, τέλη και εισφορές που συμβεβαιώνονται με το φόρο, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές.»
5. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 9 του άρθρου 9 του ν.δ. 3323/1955 καταργείται.
6. Η παράγραφος 5 του άρθρου 37α του ν.δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«Όσοι παρακρατούν φόρο σύμφωνα με τις διατάξεις των περί πτώσεων β', γ' και δ' της παραγράφου 1 και της παραγράφου 3 αυτού του άρθρου υποχρεούνται να αποδίδουν αυτόν με σχετική δήλωση που πρέπει να υποβάλουν μέσα στον επόμενο από την παρακράτηση μήνα στη δημόσια οικονομική υπηρεσία, στην περιφέρεια της οποίας έγινε η καταβολή των ποσών για τα οποία παρακρατήθηκε ο φόρος. Ο φόρος αποδίδεται εφάπαξ στις περί πτώσεις β' και γ' της παραγράφου 1 και της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού με την υποβολή της οικείας δήλωσης και σε τρεις ίσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται με την υποβολή της δήλωσης, στην περίπτωση δ' της παραγράφου 1.,
7. Η περίπτωση δ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 40 του ν.δ. 3323/1955, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«δ) Η αποζημίωση που καταβάλλεται στους εργαζομένους με βάση μηνιαίο μισθό, σύμφωνα με το ν. 2112)1920 (ΦΕΚ Α' 67) και το άρθρο 94 του ν.δ. 3026/1954 (ΦΕΚ Α' 235), όπως ισχύουν, κατώ το τμήμα αυτής το οποίο αντιστοιχεί στο πολλαπλάσιο των εκατό χιλιάδων (100.000) δραχμών το μήνα, δεν θεωρείται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και δεν υπόκειται σε φόρο. Το υπόλοιπο τμήμα αυτής φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%) και ο φόρος που προκύπτει παρακρατείται κατά την πληρωμή της αποζημίωσης.
Με την επιφύλαξη των διατάξεων της προηγούμενης περίπτωσης γ', οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής εφαρμόζονται ανάλογα και για κάθε εφάπαξ αποζημίωση, που παρέχεται από οποιονδήποτε φορέα και για οποιονδήποτε λόγο διακοπής της σχέσης η οποία συνδέει το φορέα με το δικαιούχο της αποζημίωσης.
Όταν το ποσό της αποζημίωσης, η οποία σύμφωνα με τα ανωτέρω εδάφια υπόκειται σε φόρο, ξεπερνάει το ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών, το πάνω από το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές ποσό αυτής υπόκειται σε φόρο με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) που παρακρατείται κατά την πληρωμή αυτής.
Αν το ποσό που καταβάλλεται στο δικαιούχο της αποζημίωσης υπερβαίνει εκείνο που θα έπρεπε να του καταβληθεί, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, το συνολικό ποσό της αποζημίωσης που καταβάλλεται σε αυτόν, μετά την αφαίρεση του ποσού που δεν θεωρείται εισόδημα, ανάλογα με τους μήνες που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της νόμιμης αποζημίωσης, υπόκειται σε φόρο με τους πιο πάνω συντελεστές. Με τους ίδιους επίσης συντελεστές υπόκειται σε φόρο το ποσό της αποζημίωσης, που καταβάλλεται σε δικαιούχους των οποίων η αποζημίωση υπολογίζεται με ημερομίσθιο, κατά το τμήμα που αυτό υπερβαίνει το ποσό του ημερομισθίου που σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της αποζημίωσης.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται η φορολογική αρχή που είναι αρμόδια για την επιστροφή του φόρου στο δικαιούχο, σε περίπτωση που το ποσό του φόρου που παρακρατήθηκε υπερβαίνει αυτό που οφείλεται.»
8. Η παράγραφος 1 του άρθρου 48 του ν.δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Στο εισόδημα από αμοιβές ελευθέριου επαγγέλματος ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στο ακαθάριστο ποσό των αμοιβών αυτών. Ο φόρος παρακρατείται από τις δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και λοιπά νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, κοινωφελή ιδρύματα, οργανισμούς και επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, δημόσιες επιχειρήσεις, τράπεζες και πιστωτικά ίδρυμα ή πιστωτικούς οργανισμούς, συνεταιρισμούς και ενώσεις τους συλλόγους γενικά και ενώσεις προσώπων ανεξάρτητα από το σκοπό τους, καθώς και από επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες που τηρούν βιβλία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας του Κώδικα  Φορολογικών Στοιχείων, κατά την καταβολή των αμοιβών.
Επίσης] οι υπόχρεοι του προηγούμενου εδαφίου, όταν για την επαγγελματική τους εξυπηρέτηση ή για την εκτέλεση του σκοπού τους καταβάλλουν σε τρίτους, εκτός από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 1 του π.δ.99/1977, προμήθειες, μεσιτείες, αμοιβές ή άλλες κάθε είδους παροχές μη έμμισθης υπηρεσίας, ενοίκια αυτοκινήτων, μηχανημάτων ή άλλων κινητών πραγμάτων, εφ όσον σε αυτές τις περιπτώσεις δεν ορίζεται από το π.δ.99/1977 η έκδοση θεωρημένου αποδεικτικού στοιχείου από το δικαιούχο των αμοιβών αυτών, οφείλουν να παρακρατούν κατά την καταβολή της αμοιβής φόρο, ο οποίος υπολογίζεται με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στο ακαθάριστο ποσό αυτής.
Εξαιρούνται από την παρακράτηση οι προμήθειες που καταβάλλονται από ασφαλιστικές εταιρείες στους νόμιμους αντιπροσώπους ή εξουσιοδοτημένους γενικούς ή απλούς πράκτορές τους.»
9. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 70 του ν.δ.3323/1955 προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να ορίζεται ότι ορισμένες κατηγορίες υποχρέων, αντί για το δεύτερο αντίτυπο αυτής της βεβαίωσης, υποβάλλουν στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας τις ίδιες πληροφορίες σε μαγνητικά μέσα.»
10. Για τις κοινοπραξίες, τις κοινωνίες και τις αστικές εταιρείες, που ασκούν επιχείρηση, οι οφειλές κύριες και πρόσθετες, από φόρους, τέλη, εισφορές και από πρόστιμα για φορολογικές παραβάσεις γενικά που αφορούν αυτές βεβαιώνονται στο όνομά τους, η ευθύνη όμως για την καταβολή των οφειλών αυτών βαρύνει αλληλεγγύως και σε ολόκληρο καθένα από τα μέλη τους.
11. Η διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 79 του ν.4125/1960 εφαρμόζεται και επί προσφυγής που ασκείται από νομικό πρόσωπο, όταν ο εκπρόσωπος αυτού διαμένει, κατά το χρόνο άσκησης της προσφυγής, έξω από την έδρα της φορολογικής αρχής που εξέδωσε τη με αυτή προσβαλλόμενη πράξη.
12. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου καταλαμβάνει και τις προσφυγές που έχουν ασκηθεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, εφ' όσον οι σχετικές υποθέσεις εκκρεμούν είτε ενώπιον της φορολογικής αρχής είτε ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων οποιουδήποτε βαθμού, καθώς και του Συμβουλίου Επικρατείας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
ΜΕΤΡΑ ΠΕΡΙΣΤΟΛΗΣ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ

Άρθρο 5
Φορολογικός έλεγχος
1.  Το  τρίτο  εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 50 του ν.δ.  3323/ 1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«Το δείγμα, το οποίο μπορεί να είναι και τυχαίο,  είναι  δυνατό  να  αφορά  τις  δηλώσεις  στις  οποίες  περιλαμβάνεται  εισόδημα ορισμένων  κλάδων  ή  κατηγοριών  επιχειρήσεων  ή  επαγγελμάτων  ή  τις  δηλώσεις  ορισμένων   επιχειρήσεων  κατά  αρμόδια  δημόσια  οικονομική  υπηρεσία  (Δ.Ο.Υ.). με βάση το ύψος των ακαθάριστων εσόδων ή των καθαρών  κερδών
 ή  άλλων  κριτηρίων. Σε έλεγχο υπόκεινται υποχρεωτικώς όλες οι μεγάλες  επιχειρήσεις ανεξαρτήτως κλάδου.  Το ύψος των  ακαθάριστων  εσόδων  το  οποίο  χαρακτηρίζει  μια  μεγάλη επιχείρηση καθορίζεται με απόφαση του  Υπουργού Οικονομικών».
2. Η περίπτωση α της παραγράφου 7 το άρθρου 50  του  ν.δ.  3323/1955  αντικαθίσταται ως εξής:
«α)  Καθορίζονται  τα  κριτήρια και οι λεπτομέρειες για την επιλογή  του δείγματος, με βάση τα στοιχεία που  προκύπτουν  από  τις  δηλώσεις φορολογίας   εισοδήματος   των  επιχειρήσεων  και  άλλα  στοιχεία  και πληροφορίες  που  έχουν  στη  διάθεσή  τους  οι  δημόσιες  οικονομικές υπηρεσίες,  ο  τρόπος διενέργειας αυτού του ελέγχου ή του επανελέγχου, τα οικονομικά έτη από τα ανέλεγκτα για  τα  οποία  θα  διενεργείται  ο έλεγχος,  καθώς  και  κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 3".3. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 50 του ν.δ. 3323/1955 προστίθεται περίπτωση υπό στοιχείο στ' ως εξής:
«στ) Έπειτα από εκτίμηση επιτροπής αποτελούμενης από τον αρμόδιο επιθεωρητή, τον προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. και τον προϊστάμενο τμήματος ελέγχου των δηλώσεων που υποβλήθηκαν, το περιλαμβανόμενο εισόδημα Δ πηγής θεωρείται ότι είναι καταφανώς κατώτερο του πραγματικού.»
4. Η παράγραφος 3 του άρθρου 50α του ν.δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Η ενέργεια προσωρινού ελέγχου, και αν ακόμα το προσωρινό φύλλο που εκδόθηκε έγινε οριστικό, δεν αποκλείει την ενέργεια και δεύτερου προσωρινού ελέγχου και την έκδοση συμπληρωματικού φύλλου ελέγχου, με εντολή του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. και αντικείμενο ελέγχου το ίδιο ή διαφορετικό του πρώτου προσωρινού ελέγχου, αν από στοιχεία ή πληροφορίες που περιέρχονται σ' αυτόν ή από βάσιμες υπόνοιες ή από τα στοιχεία των φορολογικών δηλώσεων προκύπτει ότι δεν δηλώθηκε ή δηλώθηκε ανακριβώς συγκεκριμένη φορολογητέα ύλη.»

Άρθρο 6
Διοικητική επίλυση της διαφοράς
1. Το άρθρο 53 του ν.δ.3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 53
1. Ο υπόχρεος, σε βάρος του οποίου εκδόθηκε το φύλλο ελέγχου, μπορεί, αν αμφισβητεί την ορθότητά του, να προτείνει τη διοικητική επίλυση της διαφοράς μεταξύ αυτού και του αρμόδιου προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας.
2. Η πρόταση για διοικητική επίλυση της διαφοράς υποβάλλεται προκειμένου για σχολάζουσα κληρονομία από τον κηδεμόνα, για επιδικία από τον προσωρινό διαχειριστή, για μεσεγγύηση από τον μεσεγγυούχο, για πτωχεύσαντα από το σύνδικο, για ανήλικο από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα και επί πλειόνων από τον ένα από αυτούς ή για δικαστικώς ή νομίμως απαγορευμένο ή υπό δικαστική αντίληψη από τον επίτροπο ή τον αντιλήπτορα, κατά περίπτωση και προκειμένου για θανόντα φορολογούμενο από τους κληρονόμους του. Τα πρόσωπα, που κατά το προηγούμενο εδάφιο προτείνουν τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, υπογράφουν και την πράξη που ορίζεται στην παράγραφο 6 του άρθρου αυτού.
3. Η πρόταση υποβάλλεται στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που έχει εκδώσει το φύλλο ελέγχου, με το δικόγραφο της προσφυγής ή με ιδιαίτερη αίτηση που κατατίθεται μέσα στη νόμιμη προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής. Αυτός που υποβάλλει την αίτηση για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς υποχρεούται να προσκομίσει μέσα στην παραπάνω προθεσμία τα αποδεικτικά στοιχεία για την υποστήριξη της αίτησής του και να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του.
4. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, αφού λάβει υπόψη όλα τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, τα στοιχεία που προσκομίζονται από το φορολογούμενο και όσα αναπτύσσονται απ' αυτόν εγγράφως ή προφορικώς, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο, μπορεί, εφ' όσον κρίνει το αίτημα βάσιμο, να αποδεχθεί την ακύρωση του φύλλου ελέγχου ή τη διαγραφή των εισοδημάτων μερικών μόνο πηγών ή τον περιορισμό του συνόλου της φορολογητέας ύλης που αναφέρεται στο φύλλο ελέγχου ή μερικών μόνο πηγών ή της ίδιας πηγής ή του φόρου ή άλλου δικαιώματος.
Ειδικά όταν στο φύλλο ελέγχου περιλαμβάνονται και εισοδήματα που προέρχονται από γεωργικές ή εμπορικές επιχειρήσεις ή από Γην άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος ή μόνο τέτοια εισοδήματα, που προέρχονται όμως αποκλειστικά από άσκηση επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία και στοιχεία της τρίτης κατηγορίας του κώδικα φορολογικών στοιχείων, η διοικητική επίλυση της διαφοράς σε κάθε Δ.Ο.Υ. γίνεται από κοινού από τον αρμόδιο επιθεωρητή, τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή από τους νόμιμους αναπληρωτές τους και εκπρόσωπο του Οικονομικού Επιμελητηρίου ή Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου οριζόμενο με έναν αναπληρωτή από αυτά, κατόπιν εγγράφου του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. και σε περίπτωση αρνήσεως ορίζεται από τον οικείο νομάρχη.
5. Αν συμπέσουν οι απόψεις του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και του υποχρέου προκειμένου για επιχειρήσεις ή ελευθέρια επαγγέλματα που τηρούν βιβλία πρώτης και δεύτερης κατηγορίας του κώδικα φορολογικών στοιχείων, ή του αρμόδιου επιθεωρητή, του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και του εκπροσώπου του Οικονομικού Επιμελητηρίου ή του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου και TOU υποχρέου προκειμένου για επιχειρήσεις ή ελευθέρια επαγγέλματα που τηρούν βιβλία τρίτης κατηγορίας του κώδικα φορολογικών στοιχείων, συντάσσεται και υπογράφεται από όλα τα μέρη σχετική πράξη διοικητικής επίλυσης της διαφοράς. Στην περίπτωση αυτήν ο πρόσθετος φόρος, καθώς και το πρόστιμο, που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 67, περιορίζονται στο ένα τρίτο (1/3) αυτών, αν ο υπόχρεος υπέβαλε ελλειπή ή ανακριβή δήλωση, και στο ένα δεύτερο (1/2) αυτών αν ο υπόχρεος δεν είχε υποβάλει δήλωση. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου έχει εφαρμογή και όταν ο φορολογούμενος αποδεχθεί συνολικά τη φορολογητέα ύλη που προσδιορίζεται με το φύλλο ελέγχου. Με την πράξη αυτή που είναι αμετάκλητη, θεωρείται ότι η διαφορά επιλύθηκε ολικά ή μερικά, κατά περίπτωση, ανάλογα με το αποτέλεσμα που επήλθε από τη σύμπτωση των απόψεων των μερών. Στην περίπτωση αυτήν, η προσφυγή που τυχόν ασκήθηκε δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα ή ισχύει μόνο για το μέρος που δεν επιλύθηκε η διαφορά.
6. Η συζήτηση της αίτησης για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς και η υπογραφή της σχετικής πράξης μπορεί να γίνει και από ειδικό πληρεξούσιο του υποχρέου εφ' όσον κατατεθεί στον αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας πληρεξούσιο έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό με θεώρηση του γνήσιου της υπογραφής από την κατά νόμο αρμόδια αρχή.
Αν ο υπόχρεος είναι αγράμματος, το ιδιωτικό πληρεξούσιο έγγραφο υπογράφεται από δύο μάρτυρες, των οποίων η γνησιότητα των υπογραφών βεβαιώνεται όπως στο προηγούμενο εδάφιο αναφέρεται, ή αναπληρώνεται τούτο από έγγραφο δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής αρχής, το οποίο περιέχει τη δήλωση που έγινε ενώπιον αυτών από τον υπόχρεο.»
2. Όσες υποθέσεις εκκρεμούν ενώπιον των τριμελών επιτροπών που προβλέπονται από το άρθρο 53 του ν.δ. 3323/1955, εφ όσον δεν έχουν συζητηθεί, επαναφέρονται οίκοθεν από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας προς επίλυση κατά τις πιο πάνω διατάξεις. Για το σκοπό αυτόν ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας καλεί το φορολογούμενο εγγράφως να προσέλθει μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών.
Για τις υποθέσεις που έχουν συζητηθεί μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου, ενώπιον των καταργούμενων τριμελών επιτροπών, εκδίδονται οι σχετικές αποφάσεις από τις επιτροπές αυτές.
3. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 47 του ν.δ. 3323/19S5, αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν το εισόδημα που προσδιορίζεται με αυτόν τον τρόπο υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές και είναι ανώτερο του εισοδήματος που δηλώθηκε σε ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) τουλάχιστον, η υπόθεση παραπέμπεται σε τριμελή επιτροπή.»
4. Στο άρθρο 47 του ν.δ. 3323/1955, προστίθεται παράγραφος 11 ως εξής:
«11. Η επιτροπή που προβλέπεται από την παράγραφο 7 αποτελείται από τα ακόλουθα μέλη:
α) Από τον πρόεδρο του διοικητικού πρωτοδικείου, ο οποίος προεδρεύει αυτής ή από διοικητικό δικαστή που ορίζεται από αυτόν. Αν στην έδρα της νομαρχίας δεν εδρεύει διοικητικό πρωτοδικείο, της επιτροπής προεδρεύει ο πρόεδρος των πρωτοδικών ή δικαστής πρωτοδικών ή ειρηνοδίκης ή πάρεδρος που ορίζεται από τον πρόεδρο των πρωτοδικών.
β) Από τον επιθεωρητή δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών που εποπτεύει την αρμόδια φορολογική αρχή ή το νόμιμο αναπληρωτή του ή από υπάλληλο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατηγορίας ΠΕ με βαθμό Α, που ορίζει με απόφασή του ο επιθεωρητής των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών.
γ) Από έναν εκπρόσωπο ή το νόμιμο αναπληρωτή του, του Οικονομικού ή του Εμπορικού και Βιομηχανικού ή Επαγγελματικού ή Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου ή του οικείου επαγγελματικού συλλόγου.
Τα πρόσωπα αυτά ορίζει ο οικείος νομάρχης από πίνακα πέντε (5) τουλάχιστον αντιπροσώπων, τον οποίο υποχρεούται η διοίκηση της οικείας επαγγελματικής οργάνωσης να καταρτίσει και να τον αποστείλει μέχρι τις 20 Ιανουαρίου κάθε έτους. Αν η οικεία επαγγελματική οργάνωση παραλείψει να αποστείλει αυτόν τον πίνακα ή αν δεν υπάρχει στην έδρα της νομαρχίας αντίστοιχη επαγγελματική οργάνωση, ο νομάρχης ορίζει ως τρίτο μέλος της επιτροπής και αναπληρωτή του, ένα φορολογούμενο από κατάσταση που συντάσσεται από τον προϊστάμενο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, η οποία περιλαμβάνει πέντε (5) τουλάχιστο φορολογούμενους.
Εισηγητής της επιτροπής χωρίς δικαίωμα ψήφου ορίζεται ο αρμόδιος προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ με βαθμό Β τουλάχιστον, της οικείας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, οριζόμενος από αυτόν. Χρέη γραμματέα της επιτροπής εκτελεί υπάλληλος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατηγορίας ΠΕ της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που συνεδριάζει η επιτροπή. Η επιτροπή συνεδριάζει στο κατάστημα της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας της έδρας του νομού και για την περιοχή της τέως διοικήσεως πρωτευούσης και της πόλης της Θεσσαλονίκης στο κατάστημα της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ή του οικείου νομάρχη, Η επιτροπή κρίνει χωρίς να δεσμεύεται από τυχόν προσδιορισμό της φορολογικής διαφοράς από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και αποφασίζει κατά πλειοψηφία. Στον πρόεδρο της επιτροπής, τα μέλη, τον εισηγητή και το γραμματέα καταβάλλεται αποζημίωση για κάθε συνεδρίαση, η οποία καθορίζεται με αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών. Η θητεία της επιτροπής είναι ετήσια. Τα μέλη της επιτροπής που δεν είναι δικαστικοί ή δημόσιοι υπάλληλοι οφείλουν πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους να δώσουν ενώπιον του προέδρου της επιτροπής τον όρκο του δημόσιου υπαλλήλου. Σε περίπτωση αναδιορισμού του ίδιου μέλους ο όρκος επαναλαμβάνεται. Αν τα ορισθέντα από τους ιδιώτες μέλη που κλητεύθηκαν επί αποδείξει δεν προσήλθαν κατά την ώρα και ημέρα που έχει ορισθεί για τη συνεδρίαση, ή αν για οποιονδήποτε λόγο δεν είναι εφικτή η σύμπραξη αυτών στην επιτροπή, καλούνται για αναπλήρωσή τους δύο δημόσιοι υπάλληλοι, που υπηρετούν στην έδρα του νομού που συνεδριάζει η επιτροπή από τον πρόεδρο της επιτροπής, ο οποίος ορίζει τον ένα αναπληρωτή του άλλου.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα της λειτουργίας των επιτροπών αυτών καθώς και η συγκρότησή τους, η οποία όμως μπορεί με εξουσιοδότηση του Υπουργού Οικονομικών να ανατεθεί στους κατά τόπους αρμόδιους νομάρχες.»
5. Η παράγραφος 1 του άρθρου 1 του ν.δ. 4600/1966 (ΦΕΚ Α 242) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Δικαστικός συμβιβασμός κατά το παρόν νομοθετικό διάταγμα είναι δυνατός σε όσες περιπτώσεις επιτρέπεται και όπως προβλέπεται διοικητική επίλυση της διαφοράς.»
6. Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 του άρθρου 67 του ν.δ. 3323/1956. όπως ισχύει, αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Οι υπόχρεοι που υποβάλλουν εκπρόθεσμη δήλωση υπόκεινται σε πρόσθετο φόρο, που ορίζεται σε ποσοστό επί του οφειλόμενου με τη δήλωση φόρου, για κάθε μήνα εκπρόθεσμης υποβολή της δήλωσης, που ορίζεται σε τέσσερα τοις εκατό (4%) για κάθε μήνα καθυστέρησης. Ο πρόσθετος φόρος δεν μπορεί να υπερβεί το ογδόντα τοις εκατό (80%) του φόρου που οφείλεται με πιλωση Αν ο υπόχρεος υποβάλει δήλωση μετά πάροδο είκοσι μηνών από της λήξεως της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης υποβάλλεται και αυτοτελές πρόστιμο ανερχόμενο σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%), αν το ποσό του οφειλόμενου με τη δήλωση φόρου ανέρχεται μέχρι διακόσιες χιλιάδες (200.000) δραχμές και σε είκοσι τοις εκατό (20%), αν το ποσό τομ φόρου υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) δραχμές.»
7. Οι υπόχρεοι που υποβάλλουν ανακριβή δήλωση υπόκεινται:
α) Σε πρόσθετο φόρο που ορίζεται σε ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%) του φόρου, του οποίου θα απέφευγε την πληρωμή ο υπόχρεος λόγω ανακριβείας.
β) Σε πρόστιμο υπολογιζόμενο σε ποσοστό: αα) είκοσι τοις εκατό (20%) στο ποσό της διαφοράς του φόρου, του οποίου ο υπόχρεος θα απέφευγε την πληρωμή λόγω ανακριβείας και εφ' όσον η διαφορά αυτή κυμαίνεται από είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) έως πενήντα τοις εκατό (50%) του φόρου που οφείλεται με βάση τη δήλωση, ββ) τριάντα τοις εκατό (30%) στο ποσό της ίδιας διαφοράς και εφ' όσον η διαφορά αυτή υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) του φόρου που οφείλεται με βάση τη δήλωση.
8. Οι υπόχρεοι που δεν υποβάλλουν δήλωση υπόκεινται:
α) Σε πρόσθετο φόρο που ορίζεται σε εκατόν πενήντα τοις εκατό (150%) του φόρου, του οποίου θα απέφευγε την πληρωμή ο υπόχρεος λόγω μη υποβολής της δήλωσης.
β) Σε πρόστιμο, το οποίο υπολογίζεται σε ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%), αν το ποσό του καταλογιζόμενου φόρου κυμαίνεται από εκατό χιλιάδες (100.000) δραχμές έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) δραχμές και σε εξήντα τοις εκατό (60%), αν το ποσό του καταλογιζόμενου φόρου υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) δραχμές».
9. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του ν. 820/1978, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Οι υπόχρεοι που υποβάλλουν ελλειπή δήλωση υπόκεινται σε πρόσθετο φόρο που ορίζεται στο ενενήντα τοις εκατό (90%) της διαφοράς του κυρίου φόρου.»
10. Η παράγραφος 4 του άρθρου 31 του ν. 1591/1986, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Σε περίπτωση υποτροπής το κατώτατο όριο των ως άνω ποινών διπλασιάζεται και επιπροσθέτως δύναται να αφαιρείται η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ή να διατάσσεται το κλείσιμο του καταστήματος για χρονικό διάστημα από ενός (1) μηνός μέχρι και πέντε (5) μηνών.

Άρθρο 7
Λογιστικό Σχέδιο
1. Οι ανώνυμες εταιρείες, οι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης και οι κατά μετοχές ετερόρρυθμες εταιρείες, οι οποίες, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά, υποχρεούνται να επιλέγουν τους ελεγκτές τους από τους ορκωτούς λογιστές του Σώματος Ορκωτών Λογιστών του ν.δ. 3329/1955 (ΦΕΚ Α` 280), για την τήρηση των λογιστικών τους βιβλίων υποχρεούνται να εφαρμόζουν το ελληνικό γενικό Λογιστικό Σχέδιο του π.δ. 1123/1980 (ΦΕΚ Α` 283), όπως ισχύει από την εταιρική χρήση που αρχίζει μετά την 31η Δεκεμβρίου 1990.
Κατ` εξαίρεση, οι εταιρείες, στις δραστηριότητες των οποίων περιλαμβάνεται και η παραγωγή προϊόντων, καθώς και η εκμετάλλευση ξενοδοχείων, υποχρεούνται να εφαρμόζουν το ελληνικό γενικό λογιστικό σχέδιο (π.δ. 1123/1980) από την εταιρική χρήση που αρχίζει μετά την 31η Δεκεμβρίου 1991.
2. Οι τραπεζικές επιχειρήσεις εξαιρούνται από την υποχρέωση που καθιερώνεται με την προηγούμενη παράγραφο.
"Επίσης οι εταιρείες της προηγούμενης παραγράφου, που ο ετήσιος κύκλος εργασιών τους υπερβαίνει το ποσό των τριών (3) δισεκατομμυρίων δραχμών, υποχρεούνται να υπολογίζουν εσωλογιστικά, σε μηνιαία ή τριμηνιαία βάση, το λειτουργικό κόστος, το κόστος παραγωγής και τα αναλυτικά αποτελέσματα.
Οι εταιρείες οι οποίες δεν υποχρεούνται με τις διατάξεις του άρθρου 8 του Κ.Β.Σ. (π.δ, 186/1992) στην τήρηση βιβλίου αποθήκης, είτε με αποφάσεις της Επιτροπής Λογιστικών βιβλίων (άρθρο 37 Κ.Β.Σ.) έχει δοθεί πλήρης ή μερική απαλλαγή από την τήρηση του βιβλίου αποθήκης κατά την εξαγωγή, καθώς και οι εταιρείες των οποίων ο ετήσιος κύκλος εργασιών τους δεν υπερβαίνει τα τρία (3) δισεκατομμύρια δραχμές, απαλλάσσονται από την ενημέρωση των λογαριασμών της αναλυτικής λογιστικής σε μηνιαία ή τριμηνιαία βάση και υπολογίζουν εσωλογιστικά το κόστος (λειτουργικό και παραγωγής) και τα αναλυτικά αποτελέσματα μόνο στο τέλος της χρήσης.
Ειδικές διατάξεις της χρηματιστηριακής νομοθεσίας, που επιβάλλουν πρόσθετες υποχρεώσεις στις εταιρείες των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών, κατισχύουν των διατάξεων των δύο προηγούμενων εδαφίων. Οι επιχειρήσεις αυτές, εφόσον δεν τηρούν βιβλίο αποθήκης κατά την εξαγωγή, θα υπολογίζουν εσωλογιστικά το κόστος και το αναλυτικά αποτελέσματα με διενέργεια τριμηνιαίων απογραφών."

* Τα τρία τελευταία εδάφια προστέθηκαν με την παρ.6 άρθρου 38 Ν.2873/2000,ΦΕΚ Α ΦΕΚ Α` 285/2000

3. Οι εταιρείες της παραγράφου 1, οι οποίες δεν εφαρμόζουν το ελληνικό γενικό Λογιστικό Σχέδιο ή το εφαρμόζουν πλημμελώς, υπόκεινται στις διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 4 του π.δ. 148/1984 (ΦΕΚ Α` 47).
4. Οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 49 του ν. 1041 /1980 (ΦΕΚ Α` 75), όπως αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 1 του άρθρου 10 του ν. 1819/ 1988 (ΦΕΚ Α` 256), εξακολουθούν να ισχύουν.



Άρθρο 8
Διαδικασία υποβολής στοιχείων για τον προσδιορισμό του εισοδήματος των επιτηδευματιών
1. Οι δικηγορικοί σύλλογοι, για κάθε είσπραξη αμοιβής δικηγόρου, για παράσταση στα δικαστήρια, υποχρεούνται να εκδίδουν θεωρημένη από τη δημόσια οικονομική υπηρεσία τετραπλότυπη απόδειξη είσπραξης. Στην απόδειξη εκτός από τα άλλα στοιχεία αναγράφεται το ονοματεπώνυμο, ο αριθμός φορολογικού μητρώου του δικαιούχου δικηγόρου και η Δ.Ο.Υ. που φορολογείται κάθε δικηγόρος. Το πρώτο αντίτυπο παραδίδεται στον καταβάλλοντα την αμοιβή, το δεύτερο και τρίτο επισυνάπτεται στο σχετικό δικόγραφο και το τέταρτο παραμένει στο στέλεχος.
Η γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου δεν θα παραλαμβάνει το δικόγραφο αν δεν επισυνάπτονται σ'αυτό τα ανωτέρω αντίτυπα των αποδείξεων είσπραξης της αμοιβής. Το ένα αντίτυπο των αποδείξεων αυτών, κάθε τρίμηνο θα στέλνεται στο Υπουργείο Οικονομικών στη Διεύθυνση Ελέγχων. Σε περίπτωση είσπραξης αμοιβής, για παράσταση δικηγόρου κατά τη σύνταξη συμβολαίων, θα προσκομίζονται στους συμβολαιογράφους τα δύο αντίτυπα της απόδειξης είσπραξης, η οποία και θα μνημονεύεται στο συμβόλαιο. Οι συμβολαιογράφοι θα στέλνουν το ένα από αυτά στο Υπουργείο Οικονομικών στη Διεύθυνση Ελέγχων. Συμβάσεις που καταρτίζονται μεταξύ δικηγόρων και πελατών αυτών, με τις οποίες η αμοιβή συμφωνείται σε ποσοστό επί του αντικειμένου της αναλαμβανόμενης υποθέσεως, θεωρούνται από την αρμόδια για το φόρο δημόσια οικονομική υπηρεσία μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την ημερομηνία κατάρτισης και υπογραφής, άλλως είναι ανίσχυρες και δεν έχουν κανένα έννομο αποτέλεσμα.
Η Διεύθυνση Ελέγχων θα μεριμνά για τη μηχανογράφηση των παραπάνω αποδείξεων και αποστολή καταστάσεων αμοιβών στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. που φορολογείται κάθε δικηγόρος.
2. Για την τοποθέτηση μετρητών παροχής ηλεκτρικού ρεύματος από τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού απαιτείται υπεύθυνη δήλωση, η οποία συντάσσεται σε δύο αντίτυπα, από τον αδειούχο εγκαταστάτη προς τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (Δ. Ε.Η.) το ένα αντίτυπο θα υποβάλλεται από τον ηλεκτρολόγο στην αρμόδια για τη φορολογία αυτού δημόσια οικονομική υπηρεσία και το άλλο θεωρημένο από την υπηρεσία αυτή θα υποβάλλεται στη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού. Η βεβαίωση αυτή υποβάλλεται σε δύο (2) αντίγραφα από τα οποία το ένα επιστρέφεται θεωρημένο σε αυτόν που το προσκόμισε και το άλλο τίθεται στο φάκελλο του ηλεκτρολόγου.
Η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού δεν θα εγκρίνει την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος αν η βεβαίωση δεν είναι θεωρημένη από την αρμόδια για τη φορολογία του ηλεκτρολόγου δημόσια οικονομική υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) .
Γ ια να γίνει η θεώρηση της ανωτέρω βεβαίωσης από την αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία, θα πρέπει να επισυνάπτονται, στο αντίτυπο που προορίζεται για την υπηρεσία αυτή, ειδικά έντυπα που θα συμπληρώνονται από τον ιδιοκτήτη της οικοδομής με τα στοιχεία των επιτηδευματιών που εκτέλεσαν τις βασικές εργασίες της οικοδομής χωριστά για κάθε επιτηδευματία.
3. Όσοι υποβάλλουν αίτηση για παροχή νερού στις Εταιρίες Υδρεύσεως, υποχρεούνται να υποβάλουν μαζί με την αίτηση και πληροφοριακά στοιχεία για τον υδραυλικό που κατασκεύασε τις σχετικές υδραυλικές εγκαταστάσεις, συμπληρώνοντας ειδικό μηχανογραφικό έντυπο, άλλως η εταιρία δεν θα εγκρίνει την παροχή νερού. Τα έντυπα αυτά κάθε τρίμηνο θα στέλνονται από τις εταιρίες στις αρμόδιες για τη φορολογία κάθε υδραυλικού Δ.Ο.Υ..
4. Οι καταστάσεις που συντάσσονται από τα τουριστικά γραφεία και προορίζονται για τα μεθοριακά φυλάκια των Αστυνομικών Αρχών, θα υποβάλλονται σε δύο αντίτυπα. Το ένα αντίτυπο θα στέλνεται από τις αρμόδιες αρχές στο Υπουργείο Οικονομικών στη Διεύθυνση Ελέγχων.
5. Οι εκπαιδευτές οδηγών αυτοκινήτων υποχρεούνται να προσκομίζουν στις υπηρεσίες του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών καταστάσεις με τα στοιχεία των προς εξέταση υποψήφιων οδηγών, πριν από την εξέταση αυτών.
Οι παραπάνω καταστάσεις θα θεωρούνται από τις υπηρεσίες του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών και θα στέλνονται, στο τέλος κάθε μήνα, στις αρμόδιες για τη φορολογία των εκπαιδευτών δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες.
6. Οι αποζημιώσεις που καταβάλλονται από ασφαλιστικές εταιρίες σε δικαιούχους ασφαλισμένων αυτοκινήτων, για ζημιές που προξενήθηκαν στα αυτοκίνητα αυτά, δεν αναγνωρίζονται για έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων προκειμένου να υπολογιστούν τα καθαρά κέρδη για τη φορολογία του εισοδήματος, αν δεν καλύπτονται από νόμιμα δικαιολογητικά που προβλέπονται από τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων.
Η συζήτηση της κύριας αγωγής κατά ασφαλιστικής εταιρείας ή άλλου υποχρέου για αποζημίωση από ατύχημα που προκλήθηκε με αυτοκίνητο, κηρύσσεται απαράδεκτη αν δεν προσαχθούν τα παραπάνω δικαιολογητικά του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων.
Επίσης για τα ποσά των ανωτέρω αποζημιώσεων που δεν καλύπτονται από νόμιμα δικαιολογητικά, οι ασφαλιστικές εταιρίες υποχρεούνται να αποδώσουν στο Δημόσιο το φόρο προστιθέμενης αξίας ο οποίος δεν αποδόθηκε από τους υπόχρεους λόγω μη εκδόσεως φορολογικών στοιχείων. Για τον καταλογισμό και τη βεβαίωση του φόρου αυτού εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του νόμου 1642/1986.
7. Οι αρμόδιες υπηρεσίες για την έκδοση οικοδομικών αδειών υποχρεούνται να στέλνουν αντίγραφα των αδειών που εκδίδονται από αυτές στην αρμόδια για τη φορολογία του ιδιοκτήτη της οικοδομής δημόσια οικονομική υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.), στο τέλος κάθε τριμήνου για τις άδειες που εκδόθηκαν μέσα στο τρίμηνο αυτό.
8. Οι υπόχρεοι σε υποβολή δηλώσεων φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων με επαχθή αιτία ή αιτία θανάτου, δωρεάς ή γονικής παροχής, υποχρεούνται να υποβάλουν μαζί με τη δήλωση και ειδικό έντυπο με τα στοιχεία του προσώπου προς το οποίο γίνεται η μεταβίβαση του ακινήτου.
9. Στις περιπτώσεις που απαιτείται από τις κείμενες διατάξεις για την άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος, άδεια αστυνομικής ή άλλης δημόσιας αρχής, η άδεια δεν θα χορηγείται αν δεν υποβάλλεται στην αρχή αυτή αντίγραφο της άδειας ασκήσεως επιτηδεύματος της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας.
10. Οι δημόσιες υπηρεσίες, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, οι δημόσιες επιχειρήσεις, οργανισμοί και τράπεζες υποχρεούνται να υποβάλουν στο Υπουργείο Οικονομικών πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με την άσκηση του επαγγέλματος διαφόρων επιτηδευματιών και ελεύθερων επαγγελματιών, τα οποία είναι αναγκαία για το έργο των δημοσίων οικονομικών υπηρεσιών.
Τα στοιχεία που θα υποβάλλονται και οι λεπτομέρειες εφαρμογής της διατάξεως αυτής καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού με την επιφύλαξη των διατάξεων περί τραπεζικού απορρήτου.
11. Κέντρα διασκεδάσεως, ξενοδοχεία και εν γένει επιχειρήσεις οι οποίες παραχωρούν αίθουσες ή χώρους ή αναλαμβάνουν την εξυπηρέτηση ή εφοδιασμό για την πραγματοποίηση κοσμικών συγκεντρώσεων ή δεξιώσεων υποχρεούνται να υποβάλουν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. που υπάγονται μέχρι τέλος Ιανουαρίου του έτους καταστάσεις με στοιχεία κατά πελάτη. Ο τύπος και το περιεχόμενο των καταστάσεων τούτων θα καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.
12. Όποιος αποδέχεται πλαστά ή εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία, για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολο ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο φορολογικό στοιχείο, με σκοπό την απόκρυψη φορολογητέας ύλης και την έκπτωση του φόρου προστιθέμενης αξίας που αναγράφεται στα στοιχεία αυτά από το φόρο που αναλογεί στις ενεργούμενες από αυτόν πράξεις παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών, εκτός των άλλων κυρώσεων υποχρεούται και στην απόδοση στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας αυτού, εφ' όσον δεν αποδόθηκε γιο οποιονδήποτε λόγο από τον εκδότη των στοιχείων.
13. Στις περιπτώσεις που οι πωλήσεις αυτοκινήτων γίνονται από αντιπροσώπους, οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να στέλνουν αντίγραφα των συμβολαίων πώλησης και των σχετικών πληρεξουσίων, στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία για τη φορολογία των αντιπροσώπων. Όσοι παραβαίνουν την υποχρέωση αυτήν υπόκεινται σε πρόστιμο που ορίζεται στο άρθρο 73 του ν.δ. 3323/1955. Την ίδια υποχρέωση υπέχουν οι συμβολαιογράφοι και για τις περιπτώσεις καταρτίσεως συμβολαιογραφικών πληρεξουσίων με σκοπό την πώληση αγροτεμαχίων και εν γένει ακινήτων.
14. Με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο των εντύπων που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, ως και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή αυτών των διατάξεων.
15. Με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και των κατά περίπτωση αρμόδιων υπουργών μπορεί να καθορίζονται παρόμοιες περιπτώσεις για λοιπές κατηγορίες επαγγελμάτων, να διαφοροποιούνται οι υποχρεώσεις, να συμπληρούνται και να αντικαθίστανται τα στοιχεία των αναφερόμενων στις παραπάνω παραγράφους επαγγελμάτων.
16. Συμφωνητικά που καταρτίζονται μεταξύ επιτηδευματιών ή τρίτων για οιανδήποτε συναλλαγή θεωρούνται μέσα σε δέκα (10) ημέρες από της ημερομηνίας καταρτίσεως και υπογραφής από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., άλλως είναι ανίσχυρα και δεν έχουν κανένα έννομο αποτέλεσμα.
17. Με βάση τα αναφερόμενα στις παραπάνω παραγράφους στοιχεία κατά κατηγορίες επαγγελμάτων οι φοροτεχνικές υπηρεσίες ελέγχουν εάν οι επιτηδευματίες έχουν εκδώσει τα από τον Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων προβλεπόμενα στοιχεία για την είσπραξη των αμοιβών και καταχώριση τούτων στα τηρούμενα βιβλία.
18. προσδιορισμός του φορολογητέου εισοδήματος των γιατρών καθώς και των λοιπών ελεύθερων επαγγελματιών δύναται να προσδιοριστεί από την επιτροπή που προβλέπει το άρθρο 47 του ν.δ. 3323/1955. Ο τρόπος, η διαδικασία, τα κριτήρια και κάθε άλλη λεπτομέρεια για τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος από την επιτροπή των ελεύθερων επαγγελματιών καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'
ΚΙΝΗΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Άρθρο 9
Φορολογικά κίνητρα σε συγχωνευόμενες επιχειρήσεις του μεταποιητικού τομέα. Τροποποίηση διατάξεων του ν.δ. 1297/1972 (ΦΕΚ Α' 217)
1. Επί συγχωνεύσεως βιοτεχνικών, βιομηχανικών, μεταλλευτικών ή λατομικών επιχειρήσεων οποιοσδήποτε μορφής, πλην ανώνυμης εταιρείας, με σκοπό τη δημιουργία βιοτεχνικής, βιομηχανικής, μεταλλευτικής ή λατομικής ανώνυμης εταιρείας, απαλλάσσεται της φορολογίας εισοδήματος ποσοστό μέχρι δέκα τοις εκατό (10%) των συνολικών καθαρών κερδών που προκύπτουν από τον ισολογισμό της συνιστώμενης ανώνυμης εταιρείας κατά τ° πρώτα πέντε (5) οικονομικά έτη από το χρόνο της συγχώνευση με την προϋπόθεση ότι η εκ της συγχωνεύσεως προερχόμενη ομώνυμη εταιρεία θα έχει κατά το χρόνο της συγχώνευσης ολοσχερώς καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο όχι κατώτερο των εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) δραχμών και οι μετοχές που αντιστοιχούν στην αξία του εισφερόμενου, στη συνιστώμενη νέα εταιρεία, κεφαλαίου θα είναι υποχρεωτικά ονομαστικές στο σύνολό τους και μη μεταβιβάσιμες κατά ποσοστό εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) του συνόλου τους επί μία πενταετία από τη συγχώνευση.
2. Η προβλεπόμενη από την πιο πάνω παράγραφο απαλλαγή μέρους των κερδών παρέχεται και σε περίπτωση συγχώνευσης δύο ή περισσότερων βιοτεχνικών, βιομηχανικών, μεταλλευτικών και λατομικών ανώνυμων εταιρειών ή μιας εξ αυτών με μία ή περισσότερες βιοτεχνικές, βιομηχανικές, μεταλλευτικές και λατομικές επιχειρήσεις οποιοσδήποτε μορφής, με σκοπό τη σύσταση νέας βιοτεχνικής, βιομηχανικής, μεταλλευτικής και λατομικής ανώνυμης εταιρείας, με την προϋπόθεση ότι η εκ της συγχώνευσης προερχόμενη ανώνυμη εταιρεία θα έχει κατά το χρόνο της συγχώνευσης ολοσχερώς καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο όχι κατώτερο των διακοσίων εκατομμυρίων (200.000.000) δραχμών και οι μετοχές που αντιστοιχούν στην αξία του εισφερόμενου, στη συνιστώμενη νέα εταιρεία, κεφαλαίου θα είναι υποχρεωτικά ονομαστικές στο σύνολό τους και μη μεταβιβάσιμες κατά ποσοστό εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) του συνόλου τους επί μία πενταετία από τη συγχώνευση.
3. Το απαλλασσόμενο ποσό κερδών εμφανίζεται στα βιβλία της ανώνυμης εταιρείας σε ειδικό λογαριασμό αφορολόγητου αποθεματικού και φορολογείται σε περίπτωση διανομής ή διάλυσης της προελθούσας από τη συγχώνευση εταιρείας κατά το χρόνο της διανομής ή της διάλυσης της επιχείρησης αντίστοιχα.
4. Σε περίπτωση μη τήρησης των προϋποθέσεων των αναφερόμενων στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος, αίρεται αυτοδικαίως η παρασχεθείσα απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος των κερδών, καθώς και οι φορολογικές απαλλαγές και διευκολύνσεις που προβλέπονται από. τις διατάξεις του ν.δ. 1297/1972 (ΦΕΚ Α’ 217), εφαρμοζόμενων αναλόγως των διατάξεων του άρθρου 5 του ιδίου νομοθετήματος.
5. Οι διατάξεις των άρθρων 2,3,5,6,8 και 10 του ν.δ. 1297/1972 εφαρμόζονται ανάλογα και επί των συγχωνεύσεων του παρόντος άρθρου.
6. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται για συγχωνεύσεις επιχειρήσεων που θα γίνουν μέχρι την 31.12.1992.
7. Η περίπτωση α' του άρθρου 4 του ν.δ. 1297/1972 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
α) ότι η από τη συγχώνευση ή μετατροπή προερχόμενη εταιρεία θα έχει κατά το χρόνο της συγχώνευσης ή σύστασής της, ολοσχερώς καταβεβλημένο κεφάλαιο όχι κατώτερο, αν μεν είναι ανώνυμη εταιρεία, των εξήντα εκατομμυρίων (60.000.000) δραχμών, αν δε είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, των τριάντα εκατομμυρίων (30.000.000) δραχμών.»
8. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του ν.δ. 1297/1972 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Οι αναφερόμενες στα άρθρα 2 και 3 φορολογικές απαλλαγές παρέχονται, με τις προϋποθέσεις των άρθρων 4 έως και 6, και σε περίπτωση εισφοράς, από λειτουργούσα επιχείρηση ενός ή περισσότερων βιομηχανικών κλάδων αυτής σε λειτουργούσα ή συνιστώμενη ανώνυμη βιομηχανική εταιρεία, με την προϋπόθεση ότι το καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο μετά την εισφορά, της εταιρείας που απορροφά τον κλάδο ή της νέας εταιρείας που συστήνεται, δεν είναι κατώτερο των εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) δραχμών και το κεφάλαιο της εισφέρουσας τον κλάδο επιχείρησης, αν εμπίπτει στις διατάξεις του παρόντος, δεν είναι μικρότερο, μετά την εισφορά του κλάδου, του ελάχιστου ορίου κεφαλαίου που καθορίζει το άρθρο 4 του παρόντος.»
9. Η προθεσμία που προβλέπεται από το άρθρο 1 του ν.δ. 1297/1972 παρατείνεται μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1992.

Άρθρο 10
Μείωση συντελεστή αδιανέμητων κερδών Α.Ε.
«ββ. Για τις ημεδαπές βιομηχανικές, βιοτεχνικές, μεταλλευτικές και λατομικές ανώνυμες εταιρείες, οι οποίες είτε έχουν μετοχές εισηγμένες στο χρηματιστήριο είτε πραγματοποιούν από 1.1.1987 και μετά παραγωγικές επενδύσεις που υπάγονται στο σύστημα των κρατικών επιχορηγήσεων του ν.1262/1982 (ΦΕΚ Α’ 70) ύψους πάνω από πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) δραχμές, καθώς και για εκείνες που έχουν υπαχθεί μέχρι 31.12.1986 στις κρατικές επιχορηγήσεις του ίδιου νόμου, ανεξάρτητα από το ύψος της επένδυσης που πραγματοποιήθηκε, με συντελεστή φορολογίας τριάντα πέντε τοις εκατό (35%).
γγ. Γ ια τις ημεδαπές βιομηχανικές, βιοτεχνικές, μεταλλευτικές και λατομικές ανώνυμες εταιρείες, οι οποίες πραγματοποιούν από 1.1.1990 και μετά παραγωγικές επενδύσεις που υπάγονται στο σύστημα των αφορολόγητων εκπτώσεων του ν. 1262/1982 ύψους πάνω από πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) δραχμές, με συντελεστή φορολογίας τριάντα πέντε τοις εκατό (35%). Γ ια τις μικτές επιχειρήσεις των πιο πάνω υποπεριπτώσεων αα', ββ" και γγ', ο μειωμένος συντελεστής σαράντα τοις εκατό (40%) ή τριάντα πέντε τοις εκατό (35%), κατά περίπτωση, εφαρμόζεται μόνο στα αδιανέμητα κέρδη που προέρχονται από το βιομηχανικό, βιοτεχνικό, μεταλλευτικό και λατομικό κλάδο.
Αν δεν είναι δυνατός ο λογιστικός διαχωρισμός των κερδών που προκύπτουν από κάθε κλάδο, τα αδιανέμητα κέρδη που φορολογούνται με το μειωμένο συντελεστή προσδιορίζονται με επιμερισμό του συνόλου των αδιανέμητων κερδών της ανώνυμης εταιρείας με βάση τα ακαθάριστα έσοδα κάθε κλάδου.
δδ. Γ ια τις λοιπές ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες, οι οποίες είτε πραγματοποιούν από 1.1.1987 και μετά παραγωγικές επενδύσεις που υπάγονται στο σύστημα των κρατικών επιχορηγήσεων του ν. 1262/1982 ύψους πάνω από πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) δραχμές είτε πραγματοποιούν από 1.1.1990 και μετά παραγωγικές επενδύσεις που υπάγονται στο σύστημα των αφορολόγητων εκπτώσεων του ν.1262/1982 ύψους πάνω από το ανωτέρω αναφερόμενα ποσό, καθώς και για εκείνες που' έχουν υπαχθεί μέχρι 31.12.1986 στις κρατικές επιχορηγήσεις του ίδιου νόμου, ανεξάρτητα από το ύψος της επένδυσης που πραγματοποιήθηκε, με συντελεστή φορολογίας σαράντα τοις εκατό (40 %).
Γ ια τις μικτές επιχειρήσεις ο μειωμένος συντελεστής φορολογίας αδιανέμητων κερδών εφαρμόζεται μόνο στα αδιανέμητα κέρδη του κλάδου στον οποίο έχει πραγματοποιηθεί ή πραγματοποιείται η παραγωγική επένδυση.
Για τον προσδιορισμό του ποσού των αδιανέμητων κερδών, τα οποία θα φορολογηθούν με το μειωμένο συντελεστή σαράντα τοις εκατό (40%) εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της υποπερίπτωσης γγ’.
Ως χρόνος έναρξης εφαρμογής του μειωμένου συντελεστή αδιανέμητων κερδών, για τις ανώνυμες εταιρείες που αναφέρονται στις πιο πάνω περιπτώσεις ββ’, γγ’ και δδ’ και οι οποίες πραγματοποιούν επενδύσεις που υπάγονται στο σύστημα των κρατικών επιχορηγήσεων ή των αφορολόγητων εκπτώσεων του ν. 1262/1982 λαμβάνεται ο χρόνος της πραγματοποίησης συνολικού κόστους επένδυσης ύψους τουλάχιστον πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) δραχμών, η διαπίστωση του οποίου γίνεται από τα τηρούμενα βιβλία της επιχείρησης και για τις ανώνυμες εταιρείες που έχουν υπαχθεί μέχρι 31.12.1986 στις κρατικές επιχορηγήσεις του ν. 1262/1982 λαμβάνεται ο χρόνος της ολοκλήρωσης της επένδυσης.»
Η συνολική μείωση του φόρου σε όλες τις περιπτώσεις της παρούσας παραγράφου δεν μπορεί να υπερβεί το 50% του ύψους των επενδύσεων της ανώνυμης εταιρείας.
2. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται για τα καθαρά κέρδη που προκύπτουν από ισολογισμούς που κλείνουν μετά την
30.12.1989 και εφεξής.

Άρθρο 11
Κίνητρα επενδύσεων στις εμπορικές επιχειρήσεις
Κυρώνεται από τότε που ίσχυσε η υπ' αριθμ.1055503/10177/ Β0012/ ΠΟΛ.1119/10-5-1989 (ΦΕΚ Β' 388) απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και το πρώτο εδάφιο της παρ.1 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Απαλλάσσεται της φορολογίας εισοδήματος ποσό μέχρι και είκοσι τοις εκατό (20%) των συνολικών αδιανέμητων καθαρών κερδών των εμπορικών επιχειρήσεων των χρήσεων 1989 έως 1991 (οίκον. έτη 1990 έως 1992), που δηλώνονται με βάση την εμπρόθεσμη δήλωση φορολογίας εισοδήματος, για το σχηματισμό ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού, με σκοπό να χρησιμοποιηθούν για την πραγματοποίηση επενδύσεων, που αναφέρονται στην παράγραφο 2 της παρούσας, διπλάσιας αξίας από το ποσό του σχηματιζόμενου αφορολόγητου αποθεματικού και οι οποίες θα αρχίσουν μέσα στα έτη 1990 έως 1992 αντίστοιχα και θα ολοκληρωθούν εντός τριετίας από το σχηματισμό του αφορολόγητου αποθεματικού.»

Άρθρο 11Α
Ρυθμίσεις για την περιοχή Θράκης
1. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 7 του ν.1262/1982, όπως ισχύει, προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Προκειμένου για επενδύσεις που πραγματοποιούνται στους Νομούς Έβρου, Ροδόπης και Ξάνθης, το ύψος της επιχορήγησης ορίζεται από 45% μέχρι 60% της συνολικής δαπάνης της επένδυσης».
2. Στο άρθρο 12 του ν. 1262/1982, όπως ισχύει, προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Προκειμένου για επενδύσεις που πραγματοποιούνται στους Νομούς Έβρου, Ροδόπης και Ξάνθης, το ποσοστό της αφορολόγητης έκπτωσης ορίζεται στο 100% της αξίας της επένδυσης».
3. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 11 του ν. 1262/1982, όπως ισχύει προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Προκειμένου για επενδύσεις που πραγματοποιούνται στους Νομούς Έβρου, Ροδόπης και Ξάνθης, η επιδότηση επιτοκίου παρέχεται για τα έξι (6) πρώτα χρόνια εξυπηρέτησης του δανείου.»
4. Στις επενδύσεις που πραγματοποιούνται στους Νομούς Έβρου, Ροδόπης και Ξάνθης και μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του ν.1262/1982 αλλά δεν έχουν ολοκληρωθεί, παρέχονται δέκα (10) επί πλέον μονάδες επιχορήγησης πέραν εκείνης που δικαιούνται σύμφωνα με την απόφαση υπαγωγής τους και τα κριτήρια του ν. 1262/82.
Στις επενδύσεις των ιδίων ως άνω Νομών που έχουν υποβληθεί για υπαγωγή τους στις διατάξεις του ν. 1262/1982 μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου αλλά δεν έχουν ακόμα εγκριθεί, παρέχονται, εφ'όσον εγκριθούν, οι παραπάνω δέκα (10) επί πλέον μονάδες επιχορήγησης.
5. Κ προβλεπόμενη από την παράγραφο 1 του άρθρου 22 του ν.1828/1989 (ΦΕΚ Α' 2) απαλλαγή από τη φορολογία εισοδήματος ποσού μέχρι είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) ή τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) των συνολικών αδιανέμητων καθαρών κερδών, αυξάνεται σε σαράντα τοις εκατό (40%) και πενήντα τοις εκατό (50%), αντίστοιχα, για τα αδιανέμητα καθαρά κέρδη των χρήσεων 1989 έως 1991 (οικονομικά έτη 1990 έως Ί992) που θα δηλωθούν από τις επιχειρήσεις της περιοχής Θράκης που αναφέρονται στο άρθρο 2 του ν. 1262/1982 με βάση την εμπρόθεσμη δήλωση φορολογίας εισοδήματος. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι προϋποθέσεις και περιορισμοί που αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου 22 του ν. 1828/1989.
6. Για τις επιχειρήσεις της προηγούμενης παραγράφου που θα κάνουν χρήση του πιο πάνω αφορολόγητου αποθεματικού παρατείνεται η προθεσμία υποβολής δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος μέχρι 30 Μαρτίου 1990.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ
ΔΙΑΝΟΜΗ ΚΕΡΔΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑΣ

Άρθρο 12
Διανομή κερδών ανώνυμης εταιρείας στους εργαζόμενους
1. Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α του άρθρου 4 του ν.δ. 3843/ 1958 αντικαθίσταται ως εξής:

 «Το διανεμόμενο ποσό κερδών σε μετρητά στο εργατοϋπαλληλικό προσωπικό ανώνυμης εταιρείας, δεν μπορεί να είναι ανώτερο του δεκαπέντε τοις εκατό (15%) των ετήσιων καθαρών κερδών κάθε διαχειριστικής χρήσης, όπως αυτά προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 45 του ν. 2190/1920.
Το διανεμόμενο αυτό ποσό κερδών οε κάθε εργατοϋπάλληλο δεν μπορεί να υπερβεί, κατά διαχειριστική χρήση, το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) τών συνολικών ετήσιων ακαθάριστων αποδοχών του, όπως αυτές προκύπτουν από τις μισθολογικές καταστάσεις της επιχείρησης.
Ανώνυμες εταιρίες που προβαίνουν σε διανομή κερδών στο προσωπικό τους, υποχρεούνται να συντάσσουν αναλυτική κατάσταση που θα περιλαμβάνει τους εργαζόμενους που δικαιούνται των διανεμόμενων κερδών, καθώς και τα ποσά που λαμβάνει έκαστος. Αντίγραφο της κατάστασης αυτής θα γνωστοποιείται υποχρεωτικά στο συμβούλιο των εργαζομένων του ν.1767/1988 (ΦΕΚ Α'63) μέσα σε ένα μήνα από το χρόνο της έγκρισης της διάθεσης των κερδών από την τακτική γενική συνέλευση των μετόχων.»
2. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του ν. 1731/1987 (ΦΕΚ Α’ 161) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες μπορούν να διανέμουν σε κάθε διαχειριστική χρήση, με απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων, μέρος των ετήσιων καθαρών κερδών, όπως αυτά προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 45 του ν.2190/1920, με τη μορφή των μετοχών τους στο εργατοϋπαλληλικό προσωπικό.»
3. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται για τα διανεμόμενα κέρδη που προέρχονται από ισολογισμούς που κλείνουν μετά την 30.12.1989 και εφεξής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Άρθρο 13
Φορολογία κληρονομιών, δωρεών
1. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 29 του ν.δ. 118/1973 (ΦΕΚ Α' 202), όπως αυτές ισχύουν, αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Οι δικαιούχοι της κτήσης, ανάλογα με τη συγγενική τους σχέση προς τον κληρονομούμενο, κατατάσσονται στις επόμενες πέντε κατηγορίες, για καθεμία από τις οποίες ισχύει χωριστή φορολογική κλίμακα, ως εξής:

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Α'
Για κληρονομική μερίδα ή κληροδοσία, η οποία περιέρχεται σε:
α) σύζυγο του κληρονομουμένου, β) κατιόντες πρώτου βαθμού (τέκνα από νόμιμο γάμο, τέκνα χωρίς γάμο των γονέων τους μόνο έναντι της μητέρας, αναγνωρισθέντα τέκνα με επιγενόμενο γάμο ή με δικαστική απόφαση έναντι και των δύο γονέων).

ΥΠΕΡΒΑΛΛΟΝ 25
Ειδικά, σε περίπτωση κτήσης περιουσίας με κληρονομία ή κληροδοσία, που δικαιούχοι της είναι ανήλικα τέκνα του κληρονομουμένου, από την αξία της κληρονομικής μερίδας εκπίπτεται και δε φορολογείται ποσό δραχμών: α) 1.474.000, αν ο δικαιούχος της κτήσης είναι ηλικίας μέχρι 13 ετών,
β) 1.250.000, αν διανύει το 14ο έτος της ηλικίας του, γ) 1.000.000, αν διανύει το 15ο έτος της ηλικίας του, δ) 773.000, αν διανύει το 16ο έτος της ηλικίας του, ε) 520.000, αν διανύει το 17ο έτος της ηλικίας του, στ) 395.000, αν διανύει το 18ο έτος της ηλικίας του.
Οι πιο πάνω διατάξεις, που προβλέπουν αύξηση του αφορολόγητου ορίου για τα ανήλικα παιδιά του κληρονομουμένου, δεν εφαρμόζονται σε κτήσεις δωρεάς εν ζωή ή αιτία θανάτου, προίκας, καθώς και στις περιουσιακές παροχές των γονέων προς τα παιδιά τους κατά το άρθρο 1509 Α.Κ.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Β
Για κληρονομική μερίδα ή κληροδοσία που περιέρχεται σε: α) κατιόντες δεύτερου και επόμενων βαθμών, β) ανιόντες οποιουδήποτε βαθμού και γ) εκουσίως ή δικαστικώς αναγνωρισθέντα τέκνα των ανιόντων του πατέρα που τα αναγνώρισε, καθώς και κατιόντες του αναγνωρισθέντος έναντι του αναγνωρίσαντος και των ανιόντων του.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Γ
Για κληρονομική μερίδα ή κληροδοσία που περιέρχεται σε αδελφό του κληρονομουμένου (αμφιθαλή ή ετεροθαλή)
ΥΠΕΡΒΑΛΛΟΝ 50
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Δ
Για κληρονομική μερίδα ή κληροδοσία που περιέρχεται σε: α) συγγενείς εξ αίματος τρίτου βαθμού εκ πλαγίου, β) πατρυιούς και μητριές, γ) τέκνα από προηγούμενο γάμο του συζύγου, καθώς και λοιπά εξ αγχιστείας τέκνα (γαμβρούς, νύφες).
ΥΠΕΡΒΑΛΛΟΝ 27
ΥΠΕΡΒΑΛΛΟΝ 56
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Ε
Για κληρονομική μερίδα ή κληροδοσία που περιέρχεται σε ο-ποιονδήποτε άλλο συγγενή του κληρονομουμένου εξ αίματος ή αγχιστείας ή σε εξωτικό.
ΥΠΕΡΒΑΛΛΟΝ 66   
Στο ποσό του φόρου, που προκύπτει με βάση τις πιο πάνω κλίμακες, περιλαμβάνεται ο φόρος υπέρ του Δημοσίου και οι πρόσθετοι σ' αυτόν: α) 3% υπέρ δήμων και κοινοτήτων, που προβλέπεται από τις διατάξεις του β.δ. 24/9-20/10/1958 (ΦΕΚ Α 171) και β) 7% υπέρ νομαρχιακών ταμείων οδοποιίας, που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 3155/1955 (ΦΕΚ Α 63). Η απόδοση των φόρων υπέρ τρίτων γίνεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 81 του παρόντος.
2. Από την αξία των κληρονομικών μερίδων και κληροδοσιών κληρονόμων που υπάγονται στις Α και Β κατηγορίες εκπίπτεται και δε φορολογείται ποσό ίσο προς το αφορολόγητο, εφ’ όσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η κληρονομική μερίδα ή κληροδοσία αποτελείται, κατά το μισό τουλάχιστον της αξίας της, από γεωργικά ή κτηνοτροφικά περιουσιακά στοιχεία, με συνυπολογισμό και όλων των προγενέστερων δωρεών, γονικών παροχών και προικών που συστάθηκαν από τον κληρονομούμενο προς τον κληρονόμο ή κληροδόχο, β) ο κληρονομούμενος ασχολιόταν κατά κύριο επάγγελμα σε γεωργικές γενικώς εργασίες, γ) ο κληρονόμος είναι ανήλικος ή ασχολείται κατά κύριο επάγγελμα σε γεωργικές γενικώς εργασίες και δ) η περιουσία περιέρχεται σε κατιόντες ή ανιόντες ή σύζυγο του κληρονομουμένου.
Εάν ο κληρονόμος ή κληροδόχος παρουσιάζει αναπηρία τουλάχιστον 67% από διανοητική καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία, από την αξία της κληρονομικής του μερίδας εκπίπτεται και δε φορολογείται ποσό δραχμών:
α) 2.000.000, αν υπάγεται στην Α κατηγορία, β) 1.100.000, αν υπάγεται στη Β κατηγορία, γ) 362.000, αν υπάγεται στη Γ κατηγορία, δ) 262.000, αν υπάγεται στη Δ κατηγορία και ε) 130.000, αν υπάγεται στην Ε κατηγορία. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται -κάθε φορά τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για αναγνώριση της έκπτωσης λόγω της αναπηρίας.
Ειδικά για πρόσωπα με ειδικές ανάγκες, που η κατά τα άνω αναπηρία τους υπερβαίνει το ποσοστό 67% και στερούνται εισοδήματος ή οποιουδήποτε άλλου περιουσιακού στοιχείου, από την αξία της κληρονομικής τους μερίδας εκπίπτεται και δεν φορολογείται ποσό δραχμών δέκα εκατομμυρίων (10.000.000).»
2. Το ποσό των 5.000.000 δραχμών, που ορίζεται με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του δεύτερου άρθρου του ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25), όπως αναπροσαρμόσθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 23 του ν. 1828/1989 (ΦΕΚ Α' 2), ορίζεται σε δώδεκα εκατομμύρια (12.000.000) δραχμές.
3. Οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 23 του ν. 1828/1989 αντικαθίστανται ως εξής:
«Σε περίπτωση μεταβίβασης με γονική παροχή οικίας, διαμερίσματος ή οικοπέδου, εξ ολοκλήρου και κατά πλήρη κυριότητα, με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 17 του ν. 1591/1986 (ΦΕΚ Α' 50), δεν υπόκειται σε φόρο ποσό δραχμών πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) για το δικαιούχο της γονικής παροχής και για καθένα από τα λοιπά μέλη της οικογένειάς του, όπως αυτά ορίζονται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου και νόμου.»
4. Τα δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 1 του άρθρου 17 του ν. 1591/1986 (ΦΕΚ Α' 50), όπως ισχύουν, αντικαθίστανται ως εξής;
«Οικία ή διαμέρισμα, που αποκτάται αιτία θανάτου από σύζυγο ή τέκνα του κληρονομουμένου κατά πλήρη κυριότητα, μπορεί να απαλλαγεί από το φόρο, εφ' όσον ο κληρονόμος ή κληροδόχος ή ο σύζυγος αυτού ή τα ανήλικα τέκνα ή τα τέκνα τους, που σπουδάζουν σε αναγνωρισμένες σχολές της ημεδαπής ή αλλοδαπής και δεν έχουν υπερβεί το 25ο έτος της ηλικίας τους, δεν έχουν δικαίωμα πλήρους κυριότητας ή επικαρπίας ή οίκησης σε άλλη οικία ή διαμέρισμα που να καλύπτει τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειάς τους, κατά το νόμο, ή δικαίωμα πλήρους κυριότητας σε οικόπεδο οικοδομήσιμο, που να βρίσκονται σε πόλη με πληθυσμό άνω των 3.000 κατοίκων ή σε τουριστική περιοχή. Η κατά το προηγούμενο εδάφιο απαλλαγή παρέχεται για ποσό αγοραίας αξίας οικίας ή διαμερίσματος μέχρι πέντε εκατομμύρια (5.000.000) δραχμές για κάθε κληρονόμο ή κληροδόχο. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά δύο εκατομμύρια (2.000.000) δραχμές για καθένα από τα λοιπά μέλη της οικογένειας του κληρονόμου ή κληροδόχου, έστω και αν αυτά δεν είναι κληρονόμοι ή κληροδόχοι, εφ' όσον στο δικαιούχο κληρονόμο ή κληροδόχο περιέρχεται μία μόνο οικία ή ένα μόνο διαμέρισμα εξ ολοκλήρου και κατά πλήρες κυριότητας δικαίωμα και όχι ποσοστό αυτής εξ αδιαιρέτου. Το κατά τα άνω ποσό της απαλλαγής σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερο εκείνου που αντιστοιχεί σε εμβαδόν οικίας ή διαμερίσματος, που κατά το νόμο καλύπτει τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειας του κληρονόμου ή κληροδόχου.»
5. Το πρώτο μέρος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 40 του ν. 814/1978 (ΦΕΚ Α' 144), που τελειώνει στη λέξη «εάν», όπως τούτο αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 19 του ν. 1731/1978 (ΦΕΚ Α' 161), αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Από την αγοραία αξία μεταβιβαζόμενης αιτία θανάτου γεωργικής ή κτηνοτροφικής έκτασης, μαζί με τις εγκαταστάσεις που βρίσκονται πάνω σ' αυτήν και εξυπηρετούν αποκλειστικά την εκμετάλλευσή της, δε φορολογείται για κάθε κληρονόμο ή κληροδόχο ποσό συνολικώς μέχρι 20.000.000 δραχμές και μέχρι 80 στρέμματα μεταβιβαζόμενης έκτασης, εάν».
6. Η παράγραφος 1 του άρθρου 82 του ν.δ. 118/1973 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Με την επιφύλαξη της εφαρμογής των διατάξεων των παραγράφων 5, 6 και 7 του άρθρου αυτού, ο φόρος που βεβαιώνεται σύμφωνα με το άρθρο 81 του παρόντος καταβάλλεται: α) μέχρι διακόσιες σαράντα χιλιάδες (240.000) δραχμές, σε δώδεκα ίσες άτοκες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη πρέπει να καταβληθεί μέχρι τη λήξη του μήνα στον οποίο βεβαιώνεται και δεν μπορεί να είναι μικρότερη από είκοσι χιλιάδες (20.000) δραχμές, β) εφ' όσον υπερβαίνει τις διακόσιες σαράντα χιλιάδες (240.000) δραχμές, σε οκτώ (8) ίσες έντοκες εξαμηνιαίες δόσεις, με τον τόκο που ισχύει κάθε φορά στις καταθέσεις ταμιευτηρίου του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Τα εξάμηνα λογίζονται από Ιανουάριο έως Ιούνιο και από Ιούλιο έως Δεκέμβριο κάθε έτους. Το επιτόκιο που ορίζεται παραπάνω υπολογίζεται και στις ληξιπρόθεσμες, μετά την έναρξη ισχύος της παραγράφου αυτής, δόσεις των φόρων που είναι ήδη βεβαιωμένοι στη δημόσια οικονομική υπηρεσία.
Προκειμένου για φόρο επικαρπίας ή περιοδικής παροχής, ο προϊστάμενος της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μπορεί, με αιτιολογημένη απόφασή του, εφ' όσον πεισθεί ότι ο φορολογούμενος αδυνατεί να τον καταβάλει στις εξαμηνιαίες δόσεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής, να τις αυξήσει μέχρι δώδεκα (12).»
7. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 7 του άρθρου 82 του ν.δ.118/1973 αντικαθίστανται ως εξής:
«7.Η κατά την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού καταβολή του οφειλόμενου φόρου σε δόσεις παρέχεται μόνο αν το ακίνητο, που αποκτήθηκε αιτία θανάτου, βρίσκεται στην κυριότητα του οφειλέτη κληρονόμου. Προκειμένου τούτο να μεταβιβασθεί ή βαρυνθεί με εμπράγματα δικαιώματα, ολόκληρος ο φόρος που επιμεριστικά αναλογεί σ` αυτό καθίσταται απαιτητός και καταβάλλεται πριν από τη χορήγηση πιστοποιητικού, για το οποίο ορίζει το άρθρο 112.
Μπορεί όμως το πιστοποιητικό αυτό να χορηγηθεί και πριν από την ολοσχερή καταβολή του επιμεριστικώς αναλογούντος φόρου, με τη ρητή εντολή ο φόρος να παρακρατηθεί από το συμβολαιογράφο και να αποδοθεί απ` αυτόν στη δημόσια οικονομική υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.), το αργότερο μέσα σε τρεις ημέρες από τη σύνταξη του οικείου συμβολαίου».

8. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 82 του ν.δ. 118/1973 αντικαθίσταται ως εξής:
«8. Αν το σύνολο του φόρου που βεβαιώθηκε, μαζί με τους τυχόν πρόσθετους φόρους υπέρ τρίτων, είναι μέχρι και 500.000 δραχμές, δεν απαιτείται ασφάλεια για την καταβολή του σε δόσεις, αν είναι πάνω από 500.000 δραχμές μέχρι και 1.000.000 δραχμές α αιτείται προσωπική εγγύηση αξιόχρεου, κατά την κρίση του προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, προσώπου και αν είναι πάνω από 1.000.000 δραχμές απαιτείται εμπράγματη ασφάλεια ή εγγυητική επιστολή τράπεζας, αναγνωρισμένης την Ελλάδα.»
9. Οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 82 του ν.δ. 118/1973 αντικαθίστανται ως εξής:
«4. Εάν ο υπόχρεος καταβάλει εφάπαξ το σύνολο των ποσών που βεβαιώθηκαν στο όνομά του μέχρι τη λήξη της προθεσμίας καταβολής της πρώτης μηνιαίας ή και της δεύτερης εξαμηνιαίας δόσης, εκπίπτεται ποσοστό 15%».
10. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου του άρθρου 4. του ν.δ. 118/1973 αντικαθίστανται ως εξής:
«Στην αιτία θανάτου κτήση συνυπολογίζονται και όλες οι δωρεές, γονικές παροχές και προίκες του κληρονομουμένου προς τον κληρονόμο ή κληροδόχο, που έγιναν κατά τα άρθρα 34 ή 46 αντίστοιχα, εφ' όσον η φορολογική γΓ αυτές υποχρέωση γεννήθηκε σε χρόνο που το δικαίωμα του Δημοσίου, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 102, δε λογίζεται παραγραμμένο.»
11. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου του άρθρου 36 του ν.δ. 118/1973 αντικαθίστανται ως εξής:
«Στην κατ’ άρθρο 34 κτήση αιτία δωρεάς συνυπολογίζονται και όλες οι προγενέστερες δωρεές του ίδιου δωρητή προς τον ίδιο δωρεοδόχο, καθώς και οϊ υπέρ αυτού συσταθείσες προίκες, εφ' όσον η φορολογική γΓ αυτές υποχρέωση γεννήθηκε σε χρόνο που το δικαίωμα του Δημοσίου σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 102 δε λογίζεται ως παραγραμμένο.»
12. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου του άρθρου 47 του ν.δ. 118/1973 αντικαθίστανται ως εξής:
«Στην κατ' άρθρο 46 κτήση αιτία προίκας συνυπολογίζονται και όλες οι προγενέστερες δωρεές και προίκες του ίδιου προικοδότη προς την προικιζόμενη, εφ' όσον γι αυτές η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε σε χρόνο που το δικαίωμα του Δημοσίου, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 102, δε λογίζεται παραγραμμένο.»
13. Οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 17 του ν.δ. 118/1973 καταργούνται.
14. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 33 του ν.δ. 118/1973 αντικαθίστανται ως εξής:
«2. Αν, για οποιοδήποτε αιτία, κατά τη δεύτερη αιτία θανάτου κτήση του ίδιου περιουσιακού στοιχείου, ο φόρος που επιμεριστικής το βαρύνει είναι μεγαλύτερος από εκείνον της πρώτης αυτού κτήσης, η επί πλέον διαφορά οφείλεται ολόκληρη.»

Άρθρο 14
Φορολογία μεταβίβασης ακινήτων
1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν.1078/1980 (ΦΕΚ Α' 238), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«Η απαλλαγή που προβλέπεται από την προηγούμενη παράγραφο παρέχεται:
α) Για αγορά οικίας ή διαμερίσματος από άγαμο μέχρι 35 μ2, ή για τη μέχρι 4.200.000 δρχ. αξία τους.
β) Γ ια αγορά οικίας ή διαμερίσματος από έγγαμο μέχρι 70 μ2, ή για τη μέχρι 8.400.000 δρχ. αξία τους.
Η απαλλαγή που δικαιούται ο έγγαμος προσαυξάνεται κατά 15μ2 ή κατά 2.000.000 δραχμές για καθένα από τα παιδιά του.
γ) Για αγορά οικοπέδου από έγγαμο ή άγαμο για ποσό της αξίας αυτού μέχρι ένα εκατομμύριο οκτακόσιες χιλιάδες (1.800.000) δραχμές, εφ' όσον το οικόπεδο βρίσκεται στη διοικητική περιφέρεια οποιουδήποτε νομού της χώρας, εκτός των νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης, και για ποσό μέχρι ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες (1.500.000) δραχμές, εφ' όσον το οικόπεδο βρίσκεται στη διοικητική περιφέρεια των νομών αυτών.»
2. Η περίπτωση β' της παραγράφου 15 του άρθρου 1 του ν. 1078/1980 (ΦΕΚ Α' 238) αντικαθίσταται ως εξής:
«β) για δύο άτομα 70 μ2, προσαυξανόμενα κατά 15 μ2 για καθένα παιδί.»
3. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του ν. 634/1977 (ΦΕΚ Α' 186), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Συμβάσεις αγοράς ή ανταλλαγής κυριότητας γεωργικών και κτηνοτροφικών εκτάσεων, μαζί με τις εγκαταστάσεις τους που εξυπηρετούν αποκλειστικά την εκμετάλλευσή τους, εφ' όσον η κατά στρέμμα αγοραία αξία τους δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) δραχμές, απαλλάσσονται από το φόρο μεταβίβασης ακινήτων για το μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) δραχμές τμήμα της κατά στρέμμα αγοραίας αξίας τους και μέχρι εμβαδόν σαράντα (40) στρεμμάτων συνολικά για κάθε αγοραστή, είτε αυτές συντελούνται με μία είτε με περισσότερες συμβολαιογραφικές πράξεις.»
4. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 1 του α.ν. 1521/1950 (ΦΕΚ Α' 245) προστίθεται περίπτωση η' ως εξής:
η) Η σύσταση, απόσβεση ή η μεταβίβαση μαζί με το δεσπόζον ακίνητο πραγματικής δουλείας από τις προβλεπόμενες από τα άρθρα 1118 επ. του Αστικού Κώδικα.»
5. Η περίπτωση Β στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του α.ν. 1521/1950 (ΦΕΚ Α' 245) καταργείται.
6. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του α.ν. 1521/1950 (ΦΕΚ Α' 245) μέχρι και του στοιχείου (β) αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο φόρος μεταβίβασης που αναλογεί στο τίμημα μεταβίβασης που αναγράφεται στο συμβόλαιο, βαρύνει τον αγοραστή».
7. Η περίπτωση γ’ του άρθρου 6 του α.ν. 1521/1950 (ΦΕΚ Α' 245) αντικαθίσταται ως εξής:
«γ) Η μεταβίβαση, στην οποία αγοραστής είναι το Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ., οι δήμοι, οι κοινότητες, οι ιεροί ναοί και οι ιερές μονές.»
8. Στο άρθρο 3 του α.ν.1521/1950 (ΦΕΚ Α 245) προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:
«θ. Επί μεταβίβασης βάσει ειδικών διατάξεων ακινήτων του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. σε ιδιώτες ως αξία θεωρείται το τίμημα που αναγράφεται στο παραχωρητήριο ή κάθε άλλη σχετική πράξη που εκδίδεται.»
9. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 3 του α.ν.1521/1950 (ΦΕΚ Α’ 245) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν ισχύουν στις περιπτώσεις που για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των ακινήτων εφαρμόζεται το αντικειμενικό σύστημα που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 (ΦΕΚ Α’ 43)».
10. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 (ΦΕΚ Α' 43) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Κατ' εξαίρεση, σε περίπτωση που στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο αναγράφεται τίμημα μεγαλύτερο της αξίας που προκύπτει με εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ο φόρος μεταβίβασης υπολογίζεται με βάση το τίμημα αυτό.»
11. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 41 του ν.1249/1982 (ΦΕΚ Α 43) προστίθεται περίπτωση (γ) ως εξής:
«γ) Η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου και για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των μεταβιβαζόμενων εκτός σχεδίου ακινήτων».
12. Η περίπτωση δ' της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του α.ν. 1521/1950 (ΦΕΚ Α' 245) αντικαθίσταται ως εξής:
δ) απόφασης δικαστικής, με την οποία αναγνωρίζεται η κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο, στο όνομα κάποιου προσώπου, λόγω συμπλήρωσης των όρων της τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία στο όνομα του προσώπου, στο οποίο γίνεται η αναγνώριση, υπάρχει μεταγραμμένος τίτλος για το δικαίωμα αυτό, για το οποίο έχει υποβληθεί η δήλωση που προβλέπεται από το νόμο και».
13. Η περίπτωση (α) της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του α.ν. 1521/1950 (ΦΕΚ Α' 245) αντικαθίσταται ως εξής:
α) Ο εκ προσυμφώνου αγοραστής βαρύνεται με το φόρο που αναλογεί στο τίμημα της μεταβίβασης που αναγράφεται στο προσύμφωνο και».
14. Η παράγραφος 4 του άρθρου 5 του α.ν. 1521/1950 (ΦΕΚ Α' 245) καταργείται.
15. Η λέξη «κειμένου» της προτελευταίας σειράς του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 1078/1980 (ΦΕΚ Α' 238) αντικαθίσταται με τη λέξη «κειμένων».
16. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 1078/1980 (ΦΕΚ Α' 238) καταργείται.
17. Η δεύτερη περίοδος της παραγράφου 14 του άρθρου 1 του ν. 1078/1980 (ΦΕΚ Α' 238) καταργείται.
18. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 (ΦΕΚ Α' 43) προστίθεται εδάφιο, ως εξής:
«Οι κατά το προηγούμενο εδάφιο τιμές αναπροσαρμόζονται το βραδύτερον ανά διετία, με τις κατά την παράγραφο 2 του παρόντος αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών.»

Άρθρο 15
Φορολογία ακίνητης περιουσίας
1. Η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου 11 του άρθρου 25 του ν. 1828/1989 (ΦΕΚ 2 τ.Α) αναστέλλεται μέχρι να εκδοθούν τα προεδρικά διατάγματα που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές.
2. Η περίπτωση α' της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του ν. 1249/1982 (ΦΕΚ 43 Τ.Α) καταργείται.
3. Η περίπτωση β' της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του ν. 1249/1982 (ΦΕΚ 43 τ.Α) αντικαθίσταται ως εξής:
«β) Η ακίνητη περιουσία των ανήλικων άγαμων τέκνων προστίθεται κατά ίσα μέρη στην ακίνητη περιουσία του πατέρα και της μητέρας, εφ’ όσον αυτοί ασκούν από κοινού τη γονική μέριμνα ή μόνο στην περιουσία του γονέα που ασκεί τη γονική μέριμνα.
Κατ’ εξαίρεση δεν υπολογίζεται στην περιουσία των γονέων η ακίνητη περιουσία των ανήλικων άγαμων τέκνων, που περιέρχεται σ' αυτά από κληρονομιά, κληροδοσία ή δωρεά αιτία θανάτου.»
4. Οι διατάξεις της περίπτωσης (η) της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του ν.1249/1982 (ΦΕΚ Α 43) αντικαθίστανται ως εξής:
η) τα ακίνητα που φορολογούνται ως κληρονομιά, για τα οποία ο φόρος είναι καταβλητέος σε εξαμηνιαίες δόσεις, για χρονικό διάστημα τεσσάρων (4) ετών. Το χρονικό αυτό διάστημα αρχίζει από το επόμενο έτος εκείνου, μέσα στο οποίο γεννήθηκε η φορολογική υποχρέωση από την αιτία θανάτου κτήση.»
5. Το πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 23 του ν.1249/1982 (ΦΕΚ Α 43) αντικαθίστανται ως εξής:
«2. Από τη συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας, μετά την αφαίρεση των χρεών της προηγούμενης παραγράφου, παραμένει αφορολόγητο ποσό δραχμών 50.000.000 για τα νομικά πρόσωπα και δραχμών 55.000.000 για τα φυσικά πρόσωπα.
Σε περίπτωση συζύγων, που και οι δύο έχουν ακίνητη περιουσία, δε φορολογείται αξία μέχρι 55.000.000 δραχμές για καθένα απ' αυτούς. Εάν ο ένας από τους συζύγους έχει ακίνητη περιουσία μεγαλύτερη του αφορολόγητου ορίου και ο έτερος των συζύγων μικρότερη ή και μηδενική, η απαλλαγή παρέχεται μέχρι συμπλήρωσης των δύο αφορολόγητων ορίων».
6. Οι διατάξεις του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 (ΦΕΚ Α' 43), πως τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν 1473/1984 (ΦΕΚ Α' 127) και ισχύουν, εφαρμόζονται αναλόγως και κατά τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των ακινήτου στη φορολογία της ακίνητης περιουσίας.
7. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος άρθρου αρχίζει από 1η Ιανουάριου 1991.

Άρθρο 16
Φορολογία αυτόματου υπερτιμήματος
1. Σε κάθε μεταβίβαση με επαχθή αιτία ακινήτου ή εμπάργκο του δικαιώματος επί ακινήτου, επιβάλλεται φόρος αυτόματου υπερτιμήματος στη διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσεως, πληθωρισμένης με το μέσο ετήσιο τιμάριθμο καταναλωτή της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος, και της τιμής πωλήσεώς του ανεξαρτήτως του τρόπου κτήσεως της κυριότητας αυτού.
2. Για την επιβολή του παρόντος φόρου:
α) Η έννοια των ακινήτων και των εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων λαμβάνεται όπως αυτή καθορίζεται κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα,
β) Στην έννοια του όρου μεταβίβαση με επαχθή αιτία περιλαμβάνονται η μεταβίβαση με αντάλλαγμα της πλήρους ή ψιλής κυριότητας, ανεξαρτήτως αν αυτή γίνεται με αναβλητική ή διαλυτική αίρεση ή με τον όρο της εξωθήσεως, και η παραίτηση με αντάλλαγμα από την κυριότητα ακινήτου ή από πραγματικό δικαίωμα επί ακινήτου.
Δεν περιλαμβάνονται στην έννοια του όρου μεταβίβαση με επαχθή αιτία η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων για δημόσια ωφέλεια.
γ) Ως τιμή κτήσεως θεωρείται η αξία του ακινήτου, όπως αυτή προσδιορίστηκε με εφαρμογή των διατάξεων για την επιβολή του φόρου μεταβίβασης ακινήτων με επαχθή αιτία, στην οποία προστίθεται και ο φόρος μεταβίβασης.
Αν το ακίνητο που μεταβιβάζεται αποκτήθηκε χωρίς αντάλλαγμα, ως τιμή κτήσεως θεωρείται η αξία που προσδιορίσθηκε για τη» επιβολή του φόρου κληρονομιών, δωρεών ή γονικών παροχών και προικών, στην οποία προστίθεται και ο αντίστοιχος φόρος.
Ως αξία κτήσεως των ακινήτων που αποκτήθηκαν με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι 31-12-84 λαμβάνεται η καθοριζόμενη την 1-1-85 με το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού, η οποία τιμαριθμοποιείται κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1.
Για ακίνητα που βρίσκονται σε περιοχές όπου το έτος 1985 ίσχυε το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας τους ή τούτο εφαρμόσθηκε μεταγενέστερα ή δεν ισχύει μέχρι το χρόνο πώλησης των ακινήτων, ο φόρος αυτομάτου υπερτιμήματος υπολογίζεται σε ποσοστό επί τον αναλογούντα Φ.Μ.Α.: γα) 5% για αγροτικά ακίνητα, εφ' όσον αυτά δεν βρίσκονται, είτε μερικώς είτε ολικώς, μέσα σε ζώνη ακτίνας 508 μέτρων από το χειμέριο κύμα και γβ) 10% προκειμένου για αστικά ακίνητα και για τα εξαιρούμενα από την προηγούμενη περίπτωση. Γ ια ακίνητα αποκτηθέντα μετά την 1-1-1980 ο ως άνω ειδικό τρόπος φορολογίας του υπερτιμήματος δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση κατά την οποία ο πωλητής προσκομίσει στοιχεία από τα οποία θα προκύπτει οριστική υπεραξία κτήσεως και ο τυχόν καταβληθείς φόρος προκειμένου να τιμαριθμοποιηθεί με τα οριζόμενα στη παράγραφο 1.
δ) Ως τιμή μεταβίβασης θεωρείται η αξία του ακινήτου, όπου αυτή προσδιορίζεται με την εφαρμογή των διατάξεων για την επιβολή του φόρου μεταβίβασης ακινήτων με επαχθή αιτία, από την οποία αφαιρείται η αξία των προσθηκών ή βελτιώσεων που έγιναν στο ακίνητο, μετά την κτήση του, με δαπάνες του υπόχρου στην καταβολή του παρόντος φόρου.
ε) Σε περίπτωση μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου από τον οικοπεδούχο στον εργολάβο κατασκευαστή, ως αξία των ποσοστών αυτών θεωρείται η αξία των διαμέρισμά*« καταστημάτων ή άλλων ανταλλαγμάτων, τα οποία βάσει του εργολαβικού προσυμφώνου περιέρχονται στον οικοπεδούχο, X^F  να λαμβάνουν υπόψη η αξία των ποσοστών του οικοπέδου που αναλογεί σ'αυτά.
αχ) Σε περίπτωση μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου ενός ακινήτου οπό τον ίδιο πωλητή προς τον ίδιο αγοραστή, με περισσότερες από μία μεταβιβαστικές πράξεις, οι οποίες απέχουν μεταξύ τους λιγότερο από είκοσι τέσσερις (24) μήνες, λαμβάνει οι υπόψη η συνολική αξία των περισσότερων αυτών μεταβιβαστικών πράξεων.
3. Ο κατά τον παρόντα νόμο φόρος αυτομάτου υπερτιμήματος βαρύνει τον πωλητή. Αντίθετη τυχόν συμφωνία είναι άκυρη. Ο φόρος αυτομάτου υπερτιμήματος μειούται κατά το ποσό του φόρου ακίνητης περιουσίας που καταβλήθηκε και αναλογεί στο πωληθέν ακίνητο κατά τα πέντε τελευταία έτη.
Η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του α.ν. 1521/1950 (ΦΕΚ Α’ 245) εφαρμόζεται και για την επιβολή του φόρου αυτομάτου υπερτιμήματος του παρόντος νόμου.
4. φόρος καταβάλλεται εξ ολοκλήρου με την υποβολή της δήλωσης υπεραξίας και προ της συντάξεως του μεταβιβαστικού συμβολαίου.
5. Ο φορολογικός συντελεστής ορίζεται σε ποσοστό: α) 25%, ον η μεταβίβαση γίνει μέσα σε πέντε χρόνια από την αγορά, β) 20%, αν η μεταβίβαση γίνει από έξι έως δέκα χρόνια από την αγορά, γ) 15%, αν η μεταβίβαση γίνει από έντεκα έως είκοσι χρόνια από την αγορά και δ) 10%, αν η μεταβίβαση γίνει μετά την πάροδο είκοσι χρόνων από την αγορά, στη διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης και της τιμής πώλησης.
6. Δεν υπόκειται σε φόρο αυτομάτου υπερτιμήματος του παρόντος νόμου η υπεραξία που προκύπτει:
α) από την πώληση διαμερίσματος, γραφείου, καταστήματος και γενικά οικοδομής, που ανεγέρθηκε από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο ασκεί επιχείρηση ανεγέρσεως και πωλήσεως οικοδομών και του οποίου τα καθαρά κέρδη από τις εργασίες αυτές υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος, β) από την πώληση βιομηχανοστασίου ή άλλης επαγγελματικής στέγης, καθώς και από τη μεταβίβαση ακίνητων από οποιοσδήποτε μορφής επιχείρηση, για την οποία υπόκειται σε φόρο εισοδήματος κατά τις διατάξεις των άρθρων 31 παράγραφος 2 και 32 παράγραφος 2 του ν.δ. 3323/1955, γ) από την πώληση ακινήτου που κατά τις διατάξεις του ν. 1642/1986 (ΦΕΚ Α' 125) υπόκειται σε φόρο προστιθέμενης αξίας, δ) από την πώληση οικοπέδου, οικίας ή διαμερίσματος που χρησιμοποιείται από τον πωλητή ως πρώτη κατοικία, με την προϋπόθεση ότι το τίμημα της μεταβίβασης θα διατεθεί ολόκληρο, μέσα σε τρία χρόνια, για την αγορά οικοπέδου, οικίας ή διαμερίσματος, που θα χρησιμοποιηθεί ως πρώτη κατοικία Αν διατεθεί μέρος μόνο τούτου, δε θα υπαχθεί σε φόρο το μέρος αυτό,
8) από εκποίηση συνεπεία αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου.
7. Απαλλάσσονται από το φόρο του παρόντος νόμου το Δημόσιο, οι δήμοι, οι κοινότητες, οι ιεροί ναοί και οι ιερές μονές και τα ν.π.δ.δ..
8. Για την υποχρέωση υποβολής δηλώσεως, την καταβολή του Φόρου, τις συνέπειες της μη δηλώσεως και της ανακριβούς δηλώσεως, τον έλεγχο της δηλώσεως από τη φορολογούσα αρχή, τη διαδικασία επιλύσεως των φορολογικών διαφορών και γενικά για κάθε θέμα που αφορά τη διαδικασία βεβαιώσεως και εισπράξεως του φόρου αυτομάτου υπερτιμήματος εφαρμόζονται οι διατάξεις του α.ν. 1521/1950 (ΦΕΚ Α' 245).,
9. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για τη βεβαίωση και είσπραξη του φόρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ'
ΚΩΔΙΚΑΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Άρθρο 17
Τροποποιήσεις διατάξεων Κ.ΦΧ
1. Η περίπτωση ΣΤ της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του π.δ. 99/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
«ΣΤ) Στην κατηγορία που αντιστοιχεί στα ετήσια ακαθάριστα έσοδά του, όχι όμως σε κατηγορία κατώτερη της δεύτερης: α) ο επιτηδευματίας που διατηρεί κέντρο διασκέδασης ή κατάστημα
γενικά που υπόκειται σε αγορανομική κατάταξη, ανεξάρτητα από την κατηγορία ένταξής του. Κατ' εξαίρεση, τα παραδοσιακά καφενεία που λειτουργούν σε οικισμούς μέχρι τριών χιλιάδων (3.000) κατοίκων εντάσσονται σε κατηγορία τήρησης βιβλίων με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, β) ο συνεταιρισμός επιτηδευματιών, γ) ο επιτηδευματίας που πραγματοποιεί ακαθάριστα έσοδα κατά ποσοστό τουλάχιστον εξήντα στα εκατό (60%) από χονδρικές πωλήσεις ή εξαγωγές ανεξάρτητα από ποσοστό, δ) η κοινοπραξία επιτηδευματιών. Κατ' εξαίρεση, η κοινοπραξία επιτηδευματιών, που ασχολείται με την κατασκευή ιδιωτικών ή δημόσιων τεχνικών έργων και τα καθαρά κέρδη της προσδιορίζονται κατ' ειδικό τρόπο, σύμφωνα με τη νομοθεσία περί φορολογίας εισοδήματος, μπορεί να τηρεί βιβλία δεύτερης κατηγορίας αδιάφορα από το ποσό των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων της, ε) ο επιτηδευματίας, που στο αντικείμενο των εργασιών του περιλαμβάνεται και η πώληση καλλυντικών, οπτικών, παιχνιδιών, λουλουδιών, φυτών, κρυστάλλων, πορσελάνων, γυαλικών, ειδών οικιακής χρήσης, τουριστικών ειδών και ειδών λαϊκής τέχνης, ειδών δώρων, μουσικών οργάνων πάσης φύσεως, ποδηλάτων, μοτοποδηλάτων, μοτοσυκλετών, σιδηρικών, ειδών κιγκαλερίας, φωτογραφικών και κινηματογραφικών ειδών, οργάνων γυμναστικής, κοσμημάτων γενικά, ειδών χρυσοχοΐας και αργυροχοΐας και στ) ο επιτηδευματίας, που στο αντικείμενο των εργασιών του περιλαμβάνεται και η εκμετάλλευση εργαστηρίου ή παρασκευαστηρίου ειδών ζαχαροπλαστικής και συναφών ειδών.»
2. Στο άρθρο 5 του π.δ. 99/1977 προστίθεται νέα παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Ο επιτηδευματίας της δεύτερης κατηγορίας τηρεί και βιβλίο απογραφών εμπορεύσιμων περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 40 και 41 του παρόντος Κώδικα. Κατ'εξαίρεση, απαλλάσσεται από την υποχρέωση αυτή, μόνο για τις απογραφές 31 Δεκεμβρίου 1990 και 31 Δεκεμβρίου 1991, ο επιτηδευματίας που τα ακαθάριστα έσοδά του, σε κάθε μία από τις διαχειριστικές περιόδους 1/1  31/12/1990 και 1/1  31/12/1991, δεν ξεπέρασαν το ποσό των 50.000.000 δραχμών, εκτός από εκείνον που είχε υποχρέωση να συν τάξει απογραφή σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης β' της παραγράφου 3 του άρθρου 56 του ν. 1642/1986.»
3. Η παράγραφος 6 του άρθρου 18 του π.δ. 99/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Όταν χρησιμοποιείται ταμειακή μηχανή για την έκδοση των αποδείξεων λιανικής Πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών μετρητοίς ή και επί πιστώσει από τους επιτηδευματίες, που τηρούν βιβλία δεύτερης κατηγορίας, η ταινία αυτής θεωρείται ως στέλεχος των αποδείξεων αυτών, αν αποτυπώνονται σ' αυτήν όλες οι ενδείξεις που ορίζονται από τον παρόντα Κώδικα για τις αποδείξεις αυτές, εκτός από την αναγραφή και ολογράφως του ποσού της αμοιβής.»
4. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 9 του άρθρου 45 του π.δ. 99/1977 αντικαθίσταται, ως εξής:
«9. Δεν θεωρούνται φορολογικά στοιχεία σε κάθε υπόχρεο, ο οποίος: α) δεν έχει εκπληρώσει ληξιπρόθεσμες και απαιτητές υποχρεώσεις του από παρακρατούμενους φόρους εισοδήματος, φόρο προστιθέμενης αξίας, τέλη χαρτοσήμου γενικά, εισφορές του ν. 4169/1961 (ΦΕΚ Α 81), του άρθρου 3 του ν.1066/1980 (ΦΕΚ Α 183) και του α.ν. 112/1967 (ΦΕΚ Α 147), από δάνεια με την εγγύηση του
Δημοσίου και από πρόστιμα για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος Κώδικα, όταν το σύνολο των υποχρεώσεών του αυτών, χωρίς τις νόμιμες προσαυξήσεις, ξεπερνά τις πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) δραχμές, εκτός αν έχει υπαχθεί σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής των ληξιπρόθεσμων χρεών του από τα κατά νόμο αρμόδια όργανα και είναι απόλυτα συνεπής στην καταβολή των δόσεων αυτών, ή β) δεν έχει υποβάλει δηλώσεις απόδοσης Φ.Π.Α, Φ.Μ.Υ. και φόρο μερισμάτων.
5. Η περίπτωση η' του άρθρου 49 του π.δ. 99/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
η) Ρυθμίζει διαφορετικά τον τρόπο και το χρόνο έκδοσης των αποδείξεων λιανικής πώλησης αγαθών, παροχής υπηρεσιών και των ειδικών στοιχείων και ορίζει διαφορετικά τις προϋποθέσεις, βάσει των οποίων η ταινία της ταμειακής μηχανής δύναται να θεωρείται ως στέλεχος των αποδείξεων και των ειδικών στοιχείων αυτών, για όλους τους υπόχρεους ή για κατηγορίες μόνο αυτών, σε ολόκληρη τη χώρα ή σε τμήματα αυτής.»
6. Στο τέλος του άρθρου 49 του π.δ. 99/1977 προστίθεται νέα περίπτωση ιη', ως εξής:
ιη) Απαλλάσσει από την τήρηση βιβλίου απογραφών της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του παρόντος Κώδικα κατηγορίες επιτηδευματιών σε ολόκληρη τη Χώρα ή σε τμήματα αυτής.»
7. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 1991.

Άρθρο 18
Φορολογικές ταμειακές μηχανές
Το τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 1809/1988 (ΦΕΚ Α' 222) αντικαθίστανται ως εξής:
«Οι επιτηδευματίες αυτοί, αντί να χρησιμοποιούν ηλεκτρονικές ταμειακές μηχανές, μπορούν να εκδίδουν θεωρημένες διπλότυπες αποδείξεις λιανικής πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών με τρόπο μηχανογραφικό, στις οποίες όμως πρέπει να αναγράφονται τα στοιχεία των αποδείξεων των ηλεκτρονικών ταμειακών μηχανών. Κατ'εξαίρεση, επιτρέπεται η έκδοση χειρόγραφων θεωρημένων διπλότυπων αποδείξεων λιανικής πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών, σε ειδικές μόνο περιπτώσεις, για συναλλαγές που πραγματοποιεί ο επιτηδευματίας εκτός του κεντρικού καταστήματος ή του υποκαταστήματός του.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ’
ΕΜΜΕΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ

Άρθρο 19
Ρυθμίσεις στα τέλη χαρτοσήμου και στον ειδικό φόρο τραπεζικών εργασιών
1. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 15α του π.δ. της 28.7.1931 (ΦΕΚ Α’ 239), όπως ισχύει, αντικαθίστανται ως ακολούθως:
(βλέπε ΦΕΚ)

«1. Σε συναλλαγματικές και γραμμάτια σε διαταγή, που εκδίδονται στην Ελλάδα, επιβάλλεται τέλος χαρτοσήμου, το οποίο ορίζεται ως ακολούθως:
Για συναλλαγματικές και γραμμάτια σε διαταγή ονομαστικής αξίας μεγαλύτερης των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) δραχμή το τέλος ορίζεται σε πέντε τοις χιλίοις (5%ο) για την πέρα των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) δραχμών ονομαστική αξία αυτών.
Η οπισθογράφηση, η τριτεγγύηση και η εξόφληση συναλλαγματικής ή γραμματίου σε διαταγή συντάσσονται ατελώς.
2. Το κατά την προηγούμενη παράγραφο τέλος χαρτοσήμου συναλλαγματικές και γραμμάτια σε διαταγή αξίας μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) δραχμές εισπράττεται υποχρεωτικά w χρήση ειδικών εντύπων ενσήμων, για συναλλαγματικές δε  γραμμάτια σε διαταγή αξίας ανώτερης, με χρήση του ειδικού (εντύπου ενσήμου της συναλλαγματικής ή του γραμματίου σε δια. ταγή αξίας πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) δραχμών και με χρήση κινητού επισήματος ή αποδεικτικού πληρωμής της δημόσιας (οικονομικής υπηρεσίας κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 Toy άρθρου 3 του Κώδικα αυτού. Σε όσες περιπτώσεις το αναλογικά τέλος είναι ή περιλαμβάνει κλάσμα της δραχμής αυτό στρογγυλοποιείται σε ακέραιη δραχμή.»
2. Με απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών, που θα δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, θα οριστεί η ημερομηνία θέσης σε κυκλοφορία των ως άνω νέων ειδικών εντύπων ενσήμων συναλλαγματικών και γραμματίων σε διαταγή και θα καθορισθεί ο τύπος και το περιεχόμενο των εντύπων αυτών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή τους,
3. Το πάγιο τέλος χαρτοσήμου, που επιβάλλεται, σύμφωνα m τη διάταξη της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 17 του π.δ/τος της 28 Ιουλίου 1931 στις αιτήσεις ή αναφορές φυσικών ή νομικών προσώπων, καταργείται.
Η κατάργηση αυτή δεν καταλαμβάνει τέλη χαρτοσήμου, που επιβάλλονται σε αιτήσεις ή αναφορές βάσει άλλων διατάξεων.
4. Το πάγιο τέλος χαρτοσήμου, που προβλέπεται από τη διάταξη της περίπτωσης γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 17 του π.δ/τος της 28 Ιουλίου 1931 για τις βεβαιώσεις, τα πιστοποιητικά και αποδεικτικά εν γένει έγγραφα, αυξάνεται από είκοσι (20) οι εκατό (100) δραχμές.
Η αύξηση αυτή δεν καταλαμβάνει το πάγιο τέλος χαρτοσήμου; που επιβάλλεται στα έγγραφα αυτά βάσει άλλων διατάξεων.
5. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου, τα πάγια τέλη χαρτοσήμου αυξάνονται κατά εκατόν πενήντα τοις εκατό (150%). Εάν, μετά την αύξηση αυτή,: σε αξία παγίου τέλους χαρτοσήμου περιλαμβάνεται και μέρος αξίας μικρότερο των δέκα (10) δραχμών, γίνεται στρογγυλοποίηση του μέρους σε δραχμές δέκα (10).
Από την αύξηση αυτή εξαιρούνται τα τέλη χαρτοσήμου, που προ βλέπονται από τις διατάξεις:
α. Της παραγράφου 1 του άρθρου 15α του π.δ/τος της 28 Ιουλίου 1931 και
β. της παραγράφου 4 του άρθρου 4 του ν.δ/τος 1146/1972 (ΦΕΚ Α' 64).
6. Υποχρέωση υποβολής των δηλώσεων, που προβλέπονται οπό τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του ν. 1642/1988 έχουν όλοι όσοι ασκούν οικονομική δραστηριότητα κατά τις διατάξεις των άρθρων 2,3 και 4 του ίδιου νόμου, ανεξάρτητα από HÏÏ υπαγωγή ή μη της δραστηριότητας αυτής σε φόρο προστιθέμενης αξίας. Για τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις αυτές δηλώσεις έναρξης δραστηριότητας χορηγείται υποχρεωτικά από το* αρμόδιο προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας σχετική βεβαίωση.
Η ίδια βεβαίωση χορηγείται και για τις δηλώσεις μεταβολή εφ' όσον αφορούν στην ίδρυση υποκαταστήματος ή είσοδο νέου μέλους, σε υφιστάμενο νομικό πρόσωπο, με οποιοδήποτε οιτίο-
Στις κατά τα ανωτέρω χορηγούμενες βεβαιώσεις επιβάλλει  τέλος χαρτοσήμου, χωρίς τούτο να προσαυξάνεται με εισφορά Ο.Γ.Α., σύμφωνα με τις κατωτέρω διακρίσεις:
Α. Φυσικά πρόσωπα:
α. Δραχμές δύο χιλιάδες (2.000), εφ' όσον ασκούν δραστηριότητα σε χωριά ή κωμοπόλεις μέχρι 2.000 κατοίκους, εκτός από ιΛ τουριστικές περιοχές.
β. Δραχμές πέντε χιλιάδες (5.000) εφ' όσον ασκούν δραστηριότητα σε κωμοπόλεις και πόλεις άνω των 2.000 και μέχρι 10.000 κατοίκου καθώς και σε χωριά ή κωμοπόλεις μέχρι 2.000 κατοίκους που βρίσκονται σε τουριστικές περιοχές.
γ. Δραχμές δέκα χιλιάδες (10.000), εφ' όσον ασκούν δραστηριότητα σε πόλεις άνω των 10.000 και μέχρι 50.000 κατοίκους.
δ. Δραχμές είκοσι χιλιάδες (20.000), εφ' όσον ασκούν δραστηριότητα σε πόλεις άνω των 60.000 κατοίκων.
Β. Ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρείες δραχμές δέκα χιλιάδες (10.000). Για κάθε μέλος των προσώπων αυτών επιβάλλεται επί πλέον με βάση τον τόπο που οι εταιρείες αυτές ασκούν δραστηριότητα:
α. Προκειμένου περί ομόρρυθμων μελών το τέλος που ορίζεται στην κατηγορία Α, κατά τις διακρίσεις αυτής.
β. Προκειμένου περί ετερόρρυθμων μελών το τέλος, που ορίζεται στην κατηγορία Α, κατά τις διακρίσεις αυτής, προσαυξημένο κατά 50%.
Γ. Εταιρείες περιορισμένης ευθύνης δραχμές πενήντα χιλιάδες
(50.0) . Για κάθε μέλος των εταιρειών αυτών επιβάλλεται επί πλέον το τέλος που ορίζεται στην κατηγορία Α, κατά τις διακρίσεις αυτής και με βάση τον τόπο άσκησης δραστηριότητας από τις εταιρείες αυτές, προσαυξημένο κατά πενήντα τοις εκατό (50%).
Δ. Το πάγιο τέλος, που ορίζεται ανωτέρω για τα μέλη των ομόρρυθμων, ετερόρρυθμων και περιορισμένης ευθύνης εταιρειών επιβάλλεται και στη βεβαίωση που εκδίδεται συνεπεία υποβολής από τις εταιρείες αυτές δηλώσεων μεταβολής δραστηριότητας για την είσοδο κάθε νέου μέλους σ' αυτές με οποιοδήποτε αιτία.
Ε. Κοινοπραξίες επιτηδευματιών δραχμές πενήντα χιλιάδες(50.000) .
Για κάθε μέλος, φυσικό ή νομικό πρόσωπο των Κοινοπραξιών της παραγράφου 2'του άρθρου 1 του π.δ. 99/1Θ77 (ΦΕΚ Α' 34) επιβάλλεται επί πλέον το τέλος που ορίζεται στην κατηγορία Α, κατά τις διακρίσεις αυτής και με βάση τον τόπο άσκησης της δραστηριότητας της Κοινοπραξίας.
ΣΤ. Ανώνυμες εταιρείες δραχμές εκατόν πενήντα χιλιάδες(150.000) .
Ζ. Λοιπά πρόσωπα, που ασκούν δραστηριότητα δραχμές δέκα χιλιάδες (10.000). Το ίδιο τέλος επιβάλλεται και στις βεβαιώσεις έναρξης επιτηδεύματος που χορηγούνται στον ιδρυτή νομικού προσώπου ή οποιοσδήποτε άλλης επιχείρησης.
Η. Το τέλος, που ορίζεται στις ανωτέρω περιπτώσεις, με εξαίρεση το τέλος για τα μέλη των ομόρρυθμων, ετερόρρυθμων και περιορισμένης ευθύνης εταιρειών, επιβάλλεται και στις βεβαιώσεις, που εκδίδονται συνεπεία υποβολής δηλώσεως μεταβολής δραστηριότητας, στην περίπτωση ίδρυσης υποκαταστήματος.
Το τέλος, που επιβάλλεται με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, εισπράττεται με αποδεικτικό πληρωμής της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, που εκδίδει την κατά τα ανωτέρω βεβαίωση.
7. Το ποσό των εξακοσίων (600) δραχμών, που ορίζεται στις διατάξεις των παραγράφων 1 και 5 του άρθρου 3 του π.δ/τος της 28 Ιουλίου 1931, και το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) δραχμών, που ορίζεται στη διάταξη της περίπτωσης α' της παραγράφου 2 του άρθρου 35 του ίδιου προεδρικού διατάγματος, αυξάνεται σε χίλιες (1.000) δραχμές.
8. Η ισχύς των διατάξεων των παραγράφων 3, 4, 5, 8 και 7 του άρθρου αυτού αρχίζει μετά 15 ημέρες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
9. Όπου από τις κείμενες διατάξεις ορίζεται, ότι η μη υπαγωγή σε τέλος χαρτοσήμου ιιιας σύμβασης, πράξης, σχέσης ή συναλλαγής ή η υπαγωγή της σε πάγιο τέλος εξαρτάται από την προηγούμενη υπαγωγή κάποιας άλλης σύμβασης, πράξης κ.λπ. στο προσήκον τέλος χαρτοσήμου, θεωρείται, ότι πληρούται η προϋπόθεση αυτή και στην περίπτωση που η σύμβαση πράξη κ.λπ. αυτή έχει υπαχθεί στη ρύθμιση του φόρου προστιθέμενης αξίας ή του ειδικού φόρου τραπεζικών εργασιών.
Η διάταξη της παραγράφου αυτής ισχύει από 1 Ιανουαρίου 1987. Τέλη χαρτοσήμου, που τυχόν καταβλήθηκαν πριν από την ανωτέρω ρύθμιση και μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, θεωρούνται ότι καλώς καταβλήθηκαν και δεν επιστρέφονται.
10. Οι συμβάσεις των εχεγγύων πιστώσεων, που έχουν ήδη ανοιχθεί η θα ανοιχθούν κατ' εντολή της Δημόσιας Επιχείρησης Πετρελαίου, για την προμήθεια πετρελαιοειδών προϊόντων και φυσικού αερίου, απαλλάσσονται από το τέλος χαρτοσήμου.
1.1. Οι δικαιούχοι συμβάσεων’ παροχής πιστώσεων σε ανοικτό λογαριασμό, που καταρτίσθηκαν μέχρι 31.12.1986, έχουν την ευχέρεια να ζητήσουν την υπαγωγή των συμβάσεων αυτών, από την έναρξη της ισχύος της διάταξης αυτής, αντί σε τέλος χαρτοσήμου σε ειδικό φόρο τραπεζικών εργασιών.
12. Η περίπτωση β' του άρθρου 9 του ν. 1876/1988 (ΦΕΚ Α' 204) αντικαθίσταται ως εξής:
«β. Επί παροχής πιστώσεων, για ολόκληρο το ποσό αυτών, κατά το χρόνο της πρώτης εκταμίευσής τους.»
13. Η δεύτερη περίοδος της παραγράφου 3 του άρθρου 23 του ν. 1731/1987 αντικαθίσταται ως εξής:
«Τις ίδιες απαλλαγές έχουν και οι συμβάσεις ρύθμισης ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων από δάνεια ή πιστώσεις τραπεζών ή ειδικών πιστωτικών ιδρυμάτων προς οποιονδήποτε, εφ' όσον η ρύθμιση αυτή προβλέπεται από απόφαση των νομισματικών αρχών.»
Άρθρο 20 Φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίων
1. Στη διάταξη της περίπτωσης γ' της παραγράφου 4 του άρθρου 18 του ν. 1676/1986 προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:
«Εξαιρετικά, υπάγεται στο φόρο η μεταβολή του σκοπού προσώπου του άρθρου 17, στο οποίο, βάσει του προηγούμενου σκοπού του, είχε χορηγηθεί απαλλαγή από το φόρο, ενώ δεν προβλέπεται τέτοια απαλλαγή και βάσει του νέου σκοπού.»
2. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 19 του ν. 1676/1986 προστίθεται περίπτωση δ', που έχει ως εξής:
«δ. για την πράξη του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης γ' της παραγράφου 4 του άρθρου 18, στην αξία των περιουσιακών στοιχείων, που εισφέρθηκαν μέχρι το χρόνο της μεταβολής του σκοπού.»

Άρθρο 21
Καταβολή φόρου κύκλου εργασιών ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
Η καταβολή σε δόσεις του φόρου κύκλου εργασιών, που προ βλέπεται από την απόφαση Μ.10470/1954 του Υπουργού Οικονομικών, καταργείται.
Η ισχύς του άρθρου αυτού αρχίζει από 1 Ιανουαρίου 1990 και καταλαμβάνει ασφάλιστρα και δικαιώματα που καθίστανται απαιτητά από την ημερομηνία αυτή και μετά.

Άρθρο 22
Επανυπολογισμός εφάπαξ πρόσθετου ειδικού τέλους.
Τρόπος καταβολής εισφορών
1. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 του ν. 363/1976 (ΦΕΚ Α' 152), όπως ισχύει, προστίθενται τρία εδάφια που έχουν ως εξής:
«Σε περίπτωση αντικατάστασης κινητήρα αυτοκινήτου με κινητήρα μεγαλύτερου κυλινδρισμού, εφ' όσον η αντικατάσταση λαμβάνει χώρα εντός τριετίας από την έκδοση της πρώτης άδειας κυκλοφορίας, το κατά την προηγούμενη παράγραφο εφάπαξ πρόσθετο ειδικό τέλος επανυπολογίζεται με βάση τον κυλίνδρισμά του νέου κινητήρα και καταβάλλεται η διαφορά κατά την έκδοση της νέας άδειας, με βάση τις διατάξεις, που ισχύουν κατά το χρόνο έκδοσης της άδειας αυτής.
Σε περίπτωση αντικατάστασης κινητήρα αυτοκινήτου προσώπων, που απαλλάχτηκαν από το εφάπαξ πρόσθετο ειδικό τέλος, με κινητήρα μεγαλύτερου κυλινδρισμού από το όριο, που προβλέπεται για την απαλλαγή, ανεξάρτητα από το χρόνο αντικατάστασης, καταβάλλεται ολόκληρο το εφάπαξ πρόσθετο ειδικό τέλος με βάση τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο έκδοσης της νέας άδειας κυκλοφορίας.
'Οσοι προβαίνουν σε αντικατάσταση κινητήρα αυτοκινήτου, προ κειμένου να τους εκδοθεί νέα άδεια κυκλοφορίας, οφείλουν να προσκομίσουν τα σχετικά φορολογικά στοιχεία, που εκδόθηκαν για την αγορά ή τοποθέτηση του κινητήρα»
2. Οι εισφορές, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων
2 και 3 του ν.δ/τος 49/1968 (ΦΕΚ Α' 294), όπως κωδικοποιήθηκε με το άρθρο μόνο του β.δ/τος 281/1973 (ΦΕΚ Α’ 84) και του άρθρου
12 του ν. 383/1976 (ΦΕΚ Α' 182), όπως ισχύουν, εάν δεν υπερβαίνουν τις εξήντα χιλιάδες (60.000) δραχμές, καταβάλλονται εφάπαξ, κατά τη χορήγηση της άδειας κυκλοφορίας. Εάν υπερβαίνουν το ποσό αυτό καταβάλλονται σε δόσεις κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του ν.δ/τος 49/1968 και της παραγράφου 4 του άρθρου 12 του ν.383/1976. Το ποσό όμως κάθε δόσης, πλην της τελευταίας, δεν μπορεί να είναι κατώτερο των σαράντα χιλιάδων (40.000) δραχμών. Αν για την τελευταία δόση προκύπτει ποσό μέχρι είκοσι χιλιάδες (20.000) δραχμές, με το ποσό αυτό προσαυξάνεται το ποσό της προηγούμενης δόσης.
Η ισχύς των διατάξεων του άρθρου αυτού αρχίζει από την πρώτη του επόμενου μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρο 23
Απαλλαγή αυτοκινήτων αναπήρων
1. Το εδάφιο α' της παρ.1 Α του άρθρου 16 του ν. 1798/1988 (ΦΕΚ Α' 166) αντικαθίσταται ώς ακολούθως:
«α) έχουν πλήρη παράλυση των κάτω ή άνω άκρων ή αμφοτερόπλευρο ακρωτηριασμό αυτών».
2. Στο τέλος της παραγράφου 1 TOU άρθρου 16 του ν. 1798/1988 (ΦΕΚ Α' 166) προστίθεται περίπτωση Γ ως ακολούθως:
«Γ. Στους άνω των 4 ετών 'Έλληνες πολίτες οι οποίοι: α. Είναι νοητικά καθυστερημένοι με δείκτη νοημοσύνης κάτω του 40%, ή
β. πάσχουν από αυτισμό, εφ' όσον αυτός συνοδεύεται από επιληπτικές κρίσεις ή πνευματική καθυστέρηση ή οργανικό ψυχοσύνδρομο, οι οποίοι, εξαιτίας των παθήσεων αυτών έχουν καταστεί ανάπηροι, με συνολικό ποσοστό αναπηρίας από εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω, είναι ανίκανοι για εργασία και έχουν ανάγκη βοηθείας ή γ. πάσχουν από μεσογειακή αναιμία ή δ. πάσχουν από νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου».
3. Οι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου 16 του ν. 1798/1988 αντικαθίστανται ως ακολούθως:
«4. Το ποσοστό αναπηρίας θα καθορίζεται με βάση τον πίνακα του άρθρου 33 και την παράγραφο 2 του άρθρου 34 του ν. 1813/1988 (ΦΕΚ Α' 243).
5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθορίζονται οι Υγειονομικές Επιτροπές ή τα όργανα που θα έχουν αρμοδιότητα για την εξέταση των παραπάνω αναπήρων, ως και των αναπήρων που προ βλέπονται από τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 1 του ν. 490/1976 (ΦΕΚ Α' 331), για να διαπιστωθεί αν έχουν τη φύση και τα ποσοστά αναπηρίας, που απαιτούνται για την ατελή εισαγωγή επιβατικού αυτοκινήτου.
Με την ίδια απόφαση ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για τον τρόπο και το χρόνο εξέτασης και επανεξέτασης των παραπάνω αναπήρων.»
4. Στο άρθρο 34 του ν.1731/1987 (ΦΕΚ 161 Α') προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:
«Οι ίδιες παραπάνω διατάξεις του ν.490/1976 (ΦΕΚ 331 Α') επεκτείνονται επίσης και στους ανάπηρους αγωνιστές του Δημοκρατικού Στρατού του ν.1863/1989 (ΦΕΚ Α 204), εφ' όσον κατέστησαν ανάπηροι εξαιτίας της ιδιότητάς τους αυτής κατά τη χρονική περίοδο που αναφέρεται στον παραπάνω νόμο.
Με απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών θα καθοριστούν οι όροι και προϋποθέσεις ως και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του εδαφίου αυτού.»
5. Η ισχύς του άρθρου αυτού αρχίζει μετά την πάροδο ενός μηνός από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρο 24
Αύξηση των κατά αποκοπή συντελεστών Φ.Π.Α. στους αγρότες και τροποποιήσεις διατάξεων του ν. 1642/1986
1. Οι κατά αποκοπή συντελεστές επιστροφής φόρου στους αγρότες που προβλέπονται από τις διατάζεις της παρ. 1 του άρθρου 42 του ν. 1731/1987 (ΦΕΚ 161 Α') »Ρυθμίσεις στην άμεση φορολογία και άλλες διατάξεις», προσαυξάνονται για τα αγροτικά προϊόντα που παραδίδονται και τις αγροτικές υπηρεσίες που παρέχονται από 1ης Ιανουαρίου 1990 κατά μισή (0,5) ποσοστιαία μονάδα.
2. Η περίπτωση β' της παραγράφου 3 του άρθρου 26 του ν. 1642/1986 αντικαθίσταται ως εξής:
«β. σε αφορολόγητες δραστηριότητες εφ' όσον:
αα) η παράδοσή τους απαλλάσσεται από το φόρο,
ββ) η παράδοσή τους γίνεται σε πρόσωπα μη υποκείμενα στο φόρο ή οε απαλλασσόμενα από το φόρο μέσα στη διετία που ακολουθεί την κτήση του αγαθού και με αξία χαμηλότερη της αξίας κτήσης κατά ποσοστό μεγαλύτερο του πενήντα τοις εκατό (50%).
Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται αν τα αγαθά που παραδίδονται αποδεδειγμένα καταστράφηκαν ολικά ή μερικά κατά τη διάρκεια της διετίας.»
3. Η περίπτωση α’ της παραγράφου 4 του άρθρου 26 του ν. 1642/1986 αντικαθίσταται ως εξής:
«α. Τα ενσώματα αγαθά, που ανήκουν κατά κυριότητα στην επιχείρηση και τίθενται από αυτή σε διαρκή εκμετάλλευση, καθώς και τα κτίσματα ή άλλου είδους κατασκευές που κατασκευάζονται από την υποκείμενη στο φόρο επιχείρηση σε ακίνητο που δεν ανήκει κατά κυριότητα σ' αυτήν, αλλά έχει, βάσει οποιοσδήποτε έννομης σχέσης, τη χρήση του ακινήτου αυτού, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον εννέα χρόνων. Αν κατά τη διάρκεια του πενταετούς διακανονισμού λήξει η χρήση TOU ακινήτου, στο οποίο κατασκευάστηκαν τα ανωτέρω κτίσματα ή άλλου είδους κατασκευές, ενεργείται εφάπαξ διακανονισμός κατά τις διατάξεις της προη-γούμενης παραγράφου 3. Στην αξία των αγαθών επένδυσης δεν περιλαμβάνονται οι δαπάνες επισκευής και συντήρησης.»
Η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου αυτής άρχεται από 1-1-1989.
4. Η περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του ν. 1642/1986 αντικαθίσταται ως εξής:
«α.' Να γνωστοποιεί με δήλωσή του στον αρμόδιο προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. την έναρξη, μεταβολή ή παύση των εργασιών του, οποιοδήποτε αλλαγή της επωνυμίας ή του τόπου της επαγγελματικής του εγκατάστασης, καθώς και την αλλαγή της κατηγορίας των βιβλίων που τηρεί ή του καθεστώτος φόρου προστιθέμενης αξίας που ανήκει.»
5. Στο τέλος της περίπτωσης ιζ' του άρθρου 44 του ν. 1828/1989 (ΦΕΚ 2 Α'), όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 49 του ν. 1832/1989 (ΦΕΚ 54 Α'), προστίθενται τα εξής:
«Ειδικά για τα κάθε φύσεως και μορφής κέντρα και καταστήματα όλων των περιπτώσεων της παραγράφου 6 του άρθρου 26 του παρόντος που λειτουργούν μέσα σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις κάθε λειτουργικής μορφής και κατηγορίας, η τελευταία αυτή διάταξη ισχύει από 1 Ιανουαρίου 1991».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η’
ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

Άρθρο 25
Ποινικό αδίκημα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο
1. Η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις ισχύουν κάθε φορά διατάξεις, των χρεών προς το Δημόσιο, που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφ' όσον αυτή αναφέρεται ^γη μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων, ή προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ σε καθυστέρηση καταβολής πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως: α) Τεσσάρων τουλάχιστον μηνών προκειμένου περί παρακρατουμένων ή επιρριπτομένων φόρων και δύο τουλάχιστον μηνών προκειμένου περί των λοιπών φόρων και χρεών γενικά, εφ' όσον το ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες (100.0) δραχμές προκειμένου περί παρακρατούμενων ή επιρριπτόμενων φόρων και τις τριακόσιες χιλιάδες (300.000) δραχμές προκειμένου περί των λοιπών φόρων και χρεών γενικά.
β) Έξι τουλάχιστο μηνών προκειμένου περί παρακρατούμενων ή επιρριπτόμενων φόρων και τεσσάρων τουλάχιστον μηνών προκειμένου περί των λοιπών φόρων και χρεών γενικά, εφ’ όσον το ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) δραχμές προκειμένου περί παρακρατούμενων ή επιρριπτόμενων φόρων και το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές προκειμένου περί των λοιπών φόρων και χρεών γενικά.
γ) Ενός τουλάχιστον έτους προκειμένου περί παρακρατούμενων ή επιρριπτόμενων φόρων και έξι τουλάχιστον μηνών προκειμένου περί των λοιπών φόρων και χρεών γενικά, εφ' όσον το ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με πς κάθε είδους προσαυξήσεις, είναι μεγαλύτερο από ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές προκειμένου περί παρακρατούμενων ή επιρριπτόμενων φόρων και του ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων (1.500.000) δραχμών προκειμένου περί των λοιπών φόρων και χρεών γενικά.
Η παραβίαση της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής δύναται να κριθεί ατιμώρητος εφ' όσον η καθυστέρηση οφείλεται σε λόγους ανωτέρας βίας και το οφειλόμενο ποσό καταβληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης,
2. Στις κατωτέρω περιπτώσεις οφειλετών του Δημοσίου οι προβλεπόμενες ποινές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου επιβάλλονται και:
α) Προκειμένου για ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες, στους διευθύνοντας, ή εντεταλμένους ή συμπράττοντες συμβούλους ή διοικητές ή γενικούς διευθυντές αυτών ή σε κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε αμέσως, είτε εμμέσως, είτε από το νόμο, είτε από ιδιωτική βούληση στη διοίκηση ή διαχείριση των εταιρειών αυτών ή με οποιονδήποτε τρόπο αναμίχθηκε, ολικώς ή μερικώς, στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών, σωρευτικώς ή μη. Αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, οι ποινές επιβάλλονται κατά των προέδρων των διοικητικών συμβουλίων των εταιρειών αυτών, εφ' όσον ασκούν πράγματι, προσωρινώς ή διαρκώς, ένα από τα καθήκοντα των προσώπων που αναφέρονται πιο πάνω, β) προκειμένου για εταιρείες ομόρρυθμες ή ετερόρρυθμες ή περιορισμένης ευθύνης, στους διαχειριστές αυτών και όταν ελλείπουν ή απουσιάζουν αυτοί, σε κάθε εταίρο, σωρευτικώς ή μη, V) προκειμένου για συνεταιρισμούς, στους προέδρους ή γενικούς γραμματείς και διαχειριστές αυτών, σωρευτικώς ή μη, δ) προκειμένου για κοινοπραξίες, κοινωνίες και αστικές εταιρίες, που ασκούν επιχείρηση, στα μέλη αυτών, σωρευτικώς ή μη,  προκειμένου για αλλοδαπές επιχειρήσεις γενικά, στους διευθυντές ή αντιπροσώπους ή πράκτορες που έχουν στην Ελλάδα, σωρευτικώς ή μη, του προκειμένου για νομικά πρόσωπα, εκτός των παραπάνω περιπτώσεων, στους εκπροσώπους αυτών.
3. Για τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου η ποινική δίωξη ασκείται για τα χρέη προς το Δημόσιο που ήταν βεβαιωμένα κατά το χρόνο απόκτησης της πιο πάνω ιδιότητας η βεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια που είχαν τη συγκεκριμένη ιδιότητα, ανεξάρτητα αν μεταγενέστερα απέβαλαν την
ιδιότητα αυτή με οποιονδήποτε τρόπο ή για οποιοδήποτε αιτία, καθώς και για τα χρέη που βεβαιώθηκαν μετά τη λύση των νομικών προσώπων, αλλά γεννήθηκαν ή ανάγονται στο χρόνο που είχαν την ιδιότητα αυτή. Για τα χρέη που ήταν ληξιπρόθεσμα κατά την απόκτησή της ιδιότητας αυτής υπό των ανωτέρω, η ποινική δίωξη ασκείται μετά τρεις μήνες από την απόκτηση της ιδιότητας αυτής.
4. Με την παροχή διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής του χρέους, κατά τις κείμενες διατάξεις, αναστέλλεται η ποινική δίωξη, για όσο χρόνο διαρκεί η ρύθμιση και ο οφειλέτης είναι συνεπής με τους όρους της ρύθμισης, και τελικά εξαλείφεται το αξιόποινο σε περίπτωση ολοσχερούς εξοφλήσεως.
5. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 1867/1989 (ΦΕΚ Α' 227) καταργείται.
6. Το ποινικό αδίκημα που προβλέπουν οι προηγούμενες παράγραφοι του άρθρου αυτού, όοον αφορά ειδικά τα ήδη ληξιπρόθεσμα χρέη κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, διαπράττεται μόλις συμπληρωθούν τέσσερις μήνες από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου.
Η προθεσμία αυτή ισχύει χωρίς καμία παράταση από οποιοδήποτε λόγο και σε περίπτωση εναλλαγής μέσα σ'αυτήν των προσώπων που αναφέρονται στη παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 26
Αποδεικτικό ενημερότητας των χρεών προς το Δημόσιο
1. Με αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επιτρέπεται να επιβάλλονται κατά των οφειλετών, που δεν έχουν εκπληρώσει τις από οποιοδήποτε αιτία οφειλές τους προς το Δημόσιο, περιορισμοί και απαγορεύσεις, που ανάγονται στις κάθε φύσεως συναλλαγές, πράξεις ή ενέργειες αυτών είτε με τους ιδιώτες, είτε με το Δημόσιο, δήμους-κοινότητες, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ιδρύματα κάθε κατηγορίας, οργανισμούς, τράπεζες, επιχειρήσεις δημόσιας ή κοινής ωφέλειας και γενικά τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται από την ισχύουσα νομοθεσία.
2. Ως συναλλαγή, πράξη ή ενέργεια, κατά την παράγραφο 1 του παρόντος, νοείται ενδεικτικώς:
α) Η είσπραξη χρημάτων,
β) η σύναψη συμβάσεων δανείων,
γ) η λήψη διοικητικών αδειών (π.χ. κυκλοφορίας αυτοκινήτων, οικοδομικής, κ.λπ.),
δ) ο εκτελωνισμός εμπορευμάτων,
ε) η αγοραπωλησία ακινήτων ή σύσταση σ'αυτά εμπράγματων δικαιωμάτων, η αγοραπωλησία αυτοκινήτων ή θαλάσσιων σκαφών ή αεροσκαφών, κατά τις ισχύουσες διατάξεις,
στ) η συμμετοχή σε διαγωνισμό ή δημοπρασία.
3. Η εκπλήρωση των οφειλών προς το Δημόσιο, κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος, αποδεικνύεται με αποδεικτικό ενημερότητας, που εκδίδεται από τον αρμόδιο προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. και το οποίο χορηγείται εφ' όσον ο αϊτών έχει καταβάλει ή τακτοποιήσει κατά νόμιμο τρόπο (αναστολή πληρωμής η διευκόλυνση τμηματικής καταβολής που χορηγούνται από τα κατά νόμο αρμόδια όργανα) τις μέχρι τη χρονολογία έκδοσης του αποδεικτικού βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες οφειλές του προς το Δημόσιο.
4. Τα της ισχύος του αποδεικτικού, τα τηρητέα βιβλία η έντυπα, τα του ελέγχου εφαρμογής του μέτρου αυτού, οι τυχόν εξαιρέσεις ή απαλλαγές από την υποχρέωση προσκόμισης rou αποδεικτικού, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, καθορίζονται με τις ως άνω κανονιστικές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών.
5. Αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που έχουν εκδοθεί κατ'εξουσιοδότηση των άρθρων 9 και 10 του ν. 2097/1952 (ΦΕΚ Α' 113) εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την κατάργησή τους.

Άρθρο 27
Απαγόρευση εξόδου από τη χώρα εκπροσώπων νομικών προσώπων
1. Επιτρέπεται η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα των παρακάτω προσώπων, για τα προς το Δημόσιο χρέη των ανωνύμων εταιρειών, των εταιρειών περιορισμένης ευθύνης, των σωματείων ή συνεταιρισμών και των αλλοδαπών νομικών προσώπων, εφ’ όσον τα πρόσωπα αυτά έχουν την ελληνική υπηκοότητα:
α) Των διευθυνόντων ή εντεταλμένων ή συμπραττόντων συμβούλων ή διοικητών ή γενικών διευθυντών των ανωνύμων εταιρειών ή κάθε προσώπου εντεταλμένου, είτε αμέσως ,είτε εμμέσως, είτε από το νόμο, είτε από ιδιωτική βούληση, στη διοίκηση ή διαχείριση των εταιρειών αυτών ή με οποιονδήποτε τρόπο αναμίχθηκε, ολικώς ή μερικώς, στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών, σωρευτικώς ή μη.
Εάν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, το μέτρο λαμβάνεται κατά των προέδρων των διοικητικών συμβουλίων των εταιρειών αυτών, εφ' όσον ασκούν πράγματι, προσωρινώς ή διαρκώς, ένα από τα καθήκοντα των προσώπων που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο.
β) Των διαχειριστών των εταιρειών περιορισμένης ευθύνης και, όταν ελλείπουν ή απουσιάζουν, κάθε εταίρου, σωρευτικώς ή μη.
γ) Των προέδρων και γενικών γραμματέων, των κάθε κατηγο-ρίας και σκοπού συνεταιρισμών ή σωματείων, σωρευτικώς ή μη.
δ) Των, στην Ελλάδα, πρακτόρων, αντιπροσώπων και γενικά εκπροσώπων αλλοδαπών νομικών προσώπων, σωρευτικώς ή μη.
2. Το μέτρο της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα κατά των προσώπων που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο λαμβάνεται για τα προς το Δημόσιο χρέη των εταιρειών και λοιπών νομικών προσώπων πάνω από ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές, τα οποία είτε ήταν βεβαιωμένα στη δημόσια οικονομική υπηρεοία ή το τελωνείο κατά το χρόνο ανάληψης των αρμοδιοτήτων ή καθηκόντων τους, είτε βεβαιώθηκαν ή και απλώς γεννήθηκαν κατά το χρόνο που τα πρόσωπα αυτά είχαν μία από τις ιδιότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος, έστω και αν έληξε αυτή ή την απέβαλαν μεταγενέστερα με οποιονδήποτε τρόπο και για οποιοδήποτε αιτία, καθώς επίσης και για τα χρέη τα οποία βεβαιώθηκαν μετά τη λύση των νομικών προσώπων, έστω και λόγω πτώχευσης, αλλά γεννήθηκαν ή ανάγονται στο χρόνο που είχαν την ιδιότητα αυτή.
3. Για την εφαρμογή του παραπάνω μέτρου, που εντάσσεται στη διαδικασία είσπραξης των δημοσίων εσόδων και τείνει στη θεραπεία του δημόσιου συμφέροντος, δεν απαιτείται οποιοδήποτε προηγούμενη ειδοποίηση ή κλήση των προσώπων στα οποία αναφέρεται το μέτρο αυτό.
4. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται η διαδικασία για τη λήψη του μέτρου, οι προϋποθέσεις για την άρση του, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
Με όμριές αποφάσεις μπορεί να μεταβάλλεται το ύψος των χρεών για το οποίο λαμβάνεται το μέτρο είτε γενικά, είτε κατά κατηγορία οφειλετών νομικών προσώπων.

Άρθρο 28
Προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 6 του ν.δ/τος 356/1974 (ΦΕΚ Α' 90) αντικαθίσταται ως εξής:
«1.Από την πρώτη εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του μήνα που ακολουθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας κατά την οποία, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, γίνονται ληξιπρόθεσμα τα χρέη προς το Δημόσιο, επιβάλλονται σ'αυτά προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής.
Το ποσοστό της προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής ορίζεται σε 2,5% για κάθε μήνα καθυστέρησης και η προσαύξηση δεν μπορεί να υπερβεί το 100% του οφειλόμενου κάθε φορά χρέους.
Για χρέη από συμβάσεις το ποσοστό της προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής και το ανώτατο όριο αυτής ορίζονται ως ανωτέρω, εκτός αν προβλέπεται άλλη ρύθμιση, με ρητό όρο της σύμβασης, και υπολογίζεται από την επόμενη ημέρα της προθεσμίας που πρέπει, σύμφωνα με τη σύμβαση, να καταβληθεί ή οφειλή μερικά ή ολικά.
Ειδικά, για χρέη από παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους, το ποσοστό της προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής ορίζεται σε 3% για κάθε μήνα καθυστέρησης και η προσαύξηση δεν μπορεί να υπερβεί το 120% του οφειλόμενου χρέους.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις εάν η καθυστέρηση καταβολής αναφέρεται σε χρονικό διάστημα μικρότερο του μήνα, υπολογίζεται προσαύξηση εκπρόθεσμης καταβολής για ολόκληρο το μήνα.
Το ποσοστό της προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής, καθώς και το ανώτατο όριο αυτής δύνανται να αναπροσαρμόζονται αυξητικώς με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η αναπροσαρμογή αυτή δύναται να γίνεται είτε γενικώς για κάθε οφειλή προς το Δημόσιο, είτε κατά κατηγορίες οφειλών.»
2. Με τα προβλεπόμενα από την προηγούμενη παράγραφο ποσοστά προσαύξησης εκπρόθεσμης καταβολής και τα ανώτατα όρια αυτών ερρύνονται και τα μέχρι την έναρξη της ισχύος του άρθρου αυτού βεβαιωμένα χρέη προς το Δημόσιο, που εκκρεμούν για είσπραξη.
3. Η ισχύς των διατάξεων του άρθρου αυτού αρχίζει από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρο 29
Απόδοση πλειστηριάσματσς στο Δημόσιο
1. Στο άρθρο 29 του ν.δ/τος 356/1974 (ΦΕΚ Α' 90) προστίθεται παράγραφος 3 που έχει ως εξής:
«3. Η απόδοση στο Δημόσιο του ποσού για το οποίο έχει καταταγεί σε πλειστηριασμό γίνεται με απλή εντολή του υπαλλήλου του πλειστηριασμού και δεν απαιτείται η σύνταξη συμβολαιογραφικής πράξης.»
2. Στο άρθρο 45 του ν.δ/τος 356/1974 (ΦΕΚ Α' 90) προστίθεται παράγραφος 4 που έχει ως εξής:
«4. Οι διατάξεις της παραγράφου 3 τόυ άρθρου 29 του παρόντος ισχύουν και στην προκειμένη περίπτωση.»

Άρθρο 30
Διαγραφή χρεών
Χρέη προς το Δημόσιο και χρέη υπέρ τρίτων, που από το νόμο συμβεβαιώνονται και συνεισπράττονται με αυτό, εφ'όσον το οφειλόμενο βασικό ποσό αυτών, κατά εγγραφή ή κατά σύνολο εγγραφών, δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες (20.000) δραχμές και η βεβαίωση έγινε στις αρμόδιες για την είσπραξη υπηρεσίες μέχρι 31.12.1980, διαγράφονται, με την προϋπόθεση ότι έχει διακοπεί ο προβλεπόμενος, από τις ισχύουσες διατάξεις, χρόνος παραγραφής αυτών, ελλείψει άλλων περιουσιακών στοιχείων, μόνο με κατασχέσεις κινητών πραγμάτων, που η αξία τους, κατά την κατασχετήρια έκθεση, δεν καλύπτει το πιο πάνω χρέος και τα εκ δοθέντα προγράμματα πλειστηριασμού και εντάλματα προσωπικής κράτησης δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα.

Άρθρα 31
Έξοδα εκτέλεσης
Το άρθρο 76 του ν.δ/τος 356/1974 (ΦΕΚ Α' 90) αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 76
'Έξοδα και δικαιώματα εκτέλεσης
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζονται τα δικαιώματα και έξοδα της διοικητικής εκτέλεσης, τα δικαιώματα για την εκτέλεση αποφάσεων προσωπικής κράτησης οφειλετών του Δημοσίου, καθώς και τα δικαιώματα για την επίδοση ατομικών ειδοποιήσεων στους οφειλέτες του Δημοσίου ή τρίτων που τα έσοδά τους εισπράττονται μέσω των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών.
Με τις ίδιες αποφάσεις ορίζεται το ύψος των δικαιωμάτων και εξόδων εκτέλεσης, τα δικαιούχο πρόσωπα, ο τρόπος είσπραξης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
Τα παραπάνω δικαιώματα θεωρούνται ως έξοδα εκτέλεσης»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ θ'
ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 32
Σύσταση βίαιων αναπληρωτών προϊσταμένων στις Δ.Ο.Υ.
Στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) Α' τάξεως, στις οποίες προβλέπονται εννέα (9) τμήματα και πάνω, όπως αυτές έχουν καθοριστεί με το π.δ.551/1988 (ΦΕΚ Α’ 259), συνιστάται μία ϊ. 0ίση αναπληρωτή προϊσταμένου Δ.Ο.Υ..
Η επιλογή και τοποθέτηση του αναπληρωτή προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. γίνεται όπως και των προϊσταμένων οργανικών μονάδων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.1586/1986 (ΦΕΚ Α' 37) όπως ισχύουν. Με προεδρικό διάταγμα καθορίζονται οι αρμοδιότητες του αναπληρωτή προϊσταμένου Δ.Ο.Υ..

Άρθρο 33
Λοιπές διατάξεις
1. Στις περιπτώσεις προληπτικού ελέγχου που γίνεται από τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες και διαπιστώνονται παραβάσεις των διατάξεων του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων, η διαδικασία συντάξεως της έκθεσης ελέγχου και της σχετικής απόφασης επιβολής του προστίμου πρέπει να γίνεται μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που διαπιστώθηκαν οι παραβάσεις.
Επίσης, για τις παραβάσεις του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων που διαπιστώνονται από την ΥΠ.Ε.Δ.Α. ή από δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες σε βάρος φορολογουμένων αρμοδιότητας άλλων δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών, η σύνταξη των εκθέσεων ελέγχου και η αποστολή αυτών στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. πρέπει να γίνεται μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που διαπιστώθηκαν οι παραβάσεις. Στις περιπτώσεις αυτές, η έκδοση της απόφασης επιβολής του προστίμου από τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. πρέπει να γίνεται μέσα σε ένα μήνα από την ημέρα παραλαβής των σχετικών εκθέσεων ελέγχου των υπηρεσιών που διαπίστωσαν τις παραβάοεις.
2. Η αδικαιολόγητη καθυστέρηση των ενεργειών που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα των υπαλλήλων που ευθύνονται για την καθυστέρηση αυτή.
3. Η παράγραφος 3 του άρθρου 11 του ν. 1798/1988 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Μετά την καταβολή των κατά τα ανωτέρω υποχρεώσεων του λογαριασμού Δ.Ε.Τ.Ε. μέσα στο έτος που γεννήθηκαν, τυχόν υπάρχοντα περισσεύματά του θα παραμένουν στο λογαριασμό ΔΕ.Τ.Ε. και στο επόμενο έτος θα περιέρχονται στον κρατικό προϋπολογισμό, θα εμφανίζονται στη συνέχεια σαν έξοδα σε ειδικό κωδικό αριθμό εξόδων και θα διατίθενται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών για την αντιμετώπιση ειδικών αναγκών βελτίωσης, είτε της εν γένει υποδομής της τελωνειακής υπηρεσίας, είτε των χώρων εργασίας των τελωνειακών υπαλλήλων δια ανεγέρσεως νέων κτιρίων. Η χρηματοδότηση της βελτίωσης ή ανέγερσης κτιρίων γίνεται με ειδική επιχορήγηση ίων κατά τόπους οικείων νομαρχιακών ταμείων.
4.Τα πιστοποιητικά που εκδίδονται από τις Δ.Ο.Υ. σχετικά με την υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος ή το ύψος του εισοδήματος των φορολογουμένων για διάφορες χρήσεις κατά τις κείμενες διατάξεις αντικαθίστανται με τα αποστελλόμενα εκάστοτε από το ΚΕ.Π.Υ.Ο. εκκαθαριστικά σημειώματα επί της φορολογίας αυτής.
5. Από 1ης Ιανουαρίου 1991 έκδοση πιστοποιητικών από τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες θα γίνεται μόνο εάν τούτο έχει κριθεί αναγκαίο με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του αρμόδιου κατά περίπτωση υπουργού. Κάθε αντίθετη διάταξη καταργείται.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Μεταφορών και Επικοινωνιών θα καθοριστούν ειδικά τα πιστοποιητικά και ο τρόπο χρησιμοποιήσεως από το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών για την κυκλοφορία των αυτοκινήτων.
β. Στα κοινωφελή ιδρύματα «ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ» και «ΙΔΡΥΜΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ εφαρμόζονται τα άρθρα 1 παράγραφος 1 και 12 παράγραφος 1 του ν. 1610/1986, που αναφέρεται στην έγκριση σύστασης ιδρύματος με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΠΡΟΊ'ΣΤΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΛΑΣΣΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ» και κύρωση του οργανισμού αυτού.

Άρθρο 34
Οργανωτικά θέματα
1. Η μηχανοργάνωση των Δ.Ο.Υ., των τελωνείων και του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, δηλαδή, η ολοκλήρωση των αναγκαίων εργασιών μηχανογράφησης όλων των σχετικών στοιχείων και διαδικασιών, θα ολοκληρωθεί εντός δύο ετών από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι λεπτομέρειες, ως προς την προμήθεια των αναγκαίων μηχανημάτων, τις αναγκαίες πιστώσεις του προγραμματισμού και την ανάθεση μελετών σε δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα.
2. Σε κάθε Δ.Ο.Υ. με μηχανογραφικό εξοπλισμό, συνιστάται, με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών αριθμός θέσεων της απαιτούμενης ειδικότητας φοροτεχνικού κλάδου ανάλογα με το μέγεθος των μηχανογραφικών εφαρμογών της οικείας Δ.Ο.Υ..
Επίσης, στο Υπουργείο Οικονομικών δύναται να συσταθεί αριθμός θέσεων, με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών για την πρόσληψη προσωπικού με υψηλή κατάρτιση στους τομείς της ανάλυσης συστημάτων και προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών.
3. Για τη στελέχωση των κτηματικών υπηρεσιών που συστήθηκαν με το π.δ. 551/1988 (ΦΕΚ 259 Α'), καθώς και των κεντρικών και ειδικών αποκεντρωμένων υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών, με αντικείμενο τη διοίκηση και προστασία των δημοσίων και ανταλλαξίμων κτημάτων και την εφαρμογή της νομοθεσίας περί εθνικών κληροδοτημάτων, στέγαση δημόσιων υπηρεσιών και απαλλοτριώσεων, συστήνονται πεντακόσιες (500) θέσεις ειδικότητας κτηματικών υπαλλήλων των κλάδων ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ φοροτεχνικών. Η κατά κατηγορία και κατά υπηρεσία κατανομή των ανωτέρω θέσεων, ενεργείται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών. Η κατάταξη των υπαλλήλων στην ανωτέρω ειδικότητα ενεργείται με την πράξη διορισμού ή μετάταξης, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις. Προκειμένου για τους κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος υπηρετούντες φοροτεχνικούς υπαλλήλους, η κατάταξη στην ειδικότητα των κτηματικών υπαλλήλων ενεργείται μετά από γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου και αίτηση του υπαλλήλου.
4. Στην έδρα κάθε νομαρχίας, πλην των νομαρχιών Αθηνών, Πειραιά, Θεσσαλονίκης και ΑχαΓας, συστήνεται υποκατάστημα Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων. Στις έδρες των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών (Δ.Ο.Υ.) και των τοπικών γραφείων Δ.Ο.Υ., εφ' όσον στις υπηρεσίες αυτές λειτουργούν, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, γραφεία Παρακαταθηκών, συστήνονται τμήματα ή γραφεία Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, υπαγόμενα στα υποκαταστήματα Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων της οικείας νομαρχίας. Από την έναρξη λειτουργίας κάθε υποκαταστήματος, τμήματος ή γραφείου Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, που θα ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, οι αρμοδιότητες που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου
5 του π.δ. 551/1988 (ΦΕΚ 259 Α’), περιέρχονται σε αυτά κατα προϊστάμενοί τους καθίστανται υπόλογοι, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την οργάνωση και λειτουργία του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων και κατά τα προηγούμενα εδάφια υποκαταστημάτων, τμημάτων και γραφείων αυτού καθορίζεται με τον Οργανισμό του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων μέσα σε αποκλειστική προθεσμία έξι μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος.
5. Από 1η Ιανουαρίου 1991 υπόλογοι για τις πληρωμές των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ο.τ.α.), κατά τις κείμενες διατάξεις, καθίστανται υπάλληλοι των κλάδων ελεγκτών εσόδων  χρίζονται με αποφάσεις του οικείου νομάρχη, … μέχρι την ημερομηνία αυτήν οι υπηρέτες που προβλέπονται με το παρόν. Κάβε άλλη διάταξη γενική ή ειδική …αντίκειται στη διάταξη του εδαφίου αυτού ..

Άρθρο 35
Αναγνώριση δαπανών προμήθειας επαγγελματικών βιβλίων και μετακίνησης φοροτεχνικών υπαλλήλων
1. Η συνδρομή που καταβάλλεται από τους εργαζόμενους στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες για την αγορά του επιστημονικού περιοδικού «ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ» στην ιδιοκτήτρια αυτού Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Π.Ο.Ε.-Δ.Ο.Υ.) βαρύνει τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Οικονομικών. Η διαδικασία και ο τρόπος καταβολής της συνδρομής καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.
2. Η δημιουργία στις Δ.Ο.Υ. βιβλιοθηκών, η προμήθεια και ο εμπλουτισμός αυτών με περιοδικά, βιβλία και έντυπα οικονομικού, δημοσιονομικού και φορολογικού περιεχομένου, βαρύνει τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Οικονομικών.
3. Στο τέλος του άρθρου 12 του ν.δ/τος 65/1973, όπως το άρθρο αυτό συμπληρώθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 13 του ν. 1810/1968 (ΦΕΚ Α' 223), προστίθεται νέο εδάφιο, ως εξής:
«Ειδικώς τα έξοδα κίνησης των φοροτεχνικών και δημοσιονομικών υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών και των υπηρεσιών εσόδων του Ι.Κ.Α., που μετακινούνται σε ακτίνα μέχρι 30 χιλιόμετρα από το κατάστημα που στεγάζεται η υπηρεσία τους για συγκεκριμένη εκτέλεση εργασιών ή ελέγχων, για τις οποίες (μετακινήσεις) δεν δικαιολογείται από τις ισχύουσες διατάξεις περί των δαπανών κινήσεως, ημερήσια αποζημίωση, ορίζονται στο έ-να εκατοστό (1/100) του βασικού μισθού του κλιμακίου 23 του ν.1505/1984, για κάθε ημέρα μετακίνησης, που βεβαιώνεται από τον προϊστάμενο της υπηρεσίας του υπαλλήλου στην οικεία κατάσταση εκκαθάρισης της αποζημίωσης. Η αποζημίωση αυτή καταβάλλεται από την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί το μήνα στον οποίο αναφέρονται οι μετακινήσεις, με τη διαδικασία που ισχύει σήμερα για την πληρωμή των τακτικών αποδοχών των υπαλλήλων. Η διάταξη του πρώτου εδαφίου ισχύει ανάλογα και για τους επιμελητές και δακτυλογράφους που ανήκουν στις διευθύν-σεις Διοικητικού και Προσωπικού Δ.Ο.Υ. της κεντρικής υπηρεσίας ή υπηρετούν στις κεντρικές, ειδικές αποκεντρωμένες και περιφερειακές υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών, οι οποίες (υπηρεσίες) έχουν αρμοδιότητα στην εφαρμογή της νομοθεσίας, για τη φορολογία της είσπραξης των δημόσιων εσόδων και τη διοίκηση και διαχείριση της δημόσιας και κοινωφελούς περιουσίας του Δημοσίου.
4. Ειδικά, για το χρονικό διάστημα από 1η Ιουλίου 1988 και μέχρι την έναρξη της ισχύος των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, αναγνωρίζεται και καταβάλλεται χωρίς πρόσθετες διατυπώσεις σε κάθε φοροτεχνικό υπάλληλο, καθώς και σε κάθε υπάλληλο από τους αναφερόμενους στο τελευταίο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου ποσό δαπάνης πέντε χιλιάδων (5.000) δραχμών κατά μήνα, ως αποζημίωση εξόδων μετακίνησης. Ο χρόνος και η διαδικασία καταβολής της κατά το προηγούμενο εδάφιο δαπάνης ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.

Άρθρο 36
Σύσταση Κέντρου Δημοσιονομικών Ερευνών και Σχολής Επιμόρφωσης
1. Στο Υπουργείο Οικονομικών συνιστάται ειδική υπηρεσία, η οποία υπάγεται στο γραφείο Υπουργού με τον τίτλο «Κέντρο Δημοσιονομικών Ερευνών» (ΚΕΔΕ).
2. Αρμοδιότητα του Κέντρου αυτού είναι η μελέτη επί του δημοσιονομικού συστήματος γενικώς, αλλά και ειδικώς, καθόσον αφορά στην Ελλάδα, η παρακολούθηση των δημοσιονομικών εξελίξεων τόσο στην αλλοδαπή όσο και στην Ελλάδα, καθώς Κ0| η παροχή συμβουλών και υποδείξεων προς τον Υπουργό Οικονομικών για την ορθότερη κατάρτιση του προϋπολογισμού του Δημοσίου και την ενδεδειγμένη εκάστοτε μεταρρύθμιση γ0|ί' φορολογικού συστήματος της χώρας.
3. Το Κέντρο τούτο θα στελεχώνεται τόσο από μόνιμους υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών αποσπωμένων νομίμως, ισο και από προσωπικό, που προσλαμβάνεται επί θητεία.
4. Οι επί θητεία υπάλληλοι του Κέντρου θα προσλαμβάνονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών από πρόσωπα που έχου, πτυχίο μεταπτυχιακών σπουδών, ειδικώς σε δημοσιονομικά θέματα.
5. Οι επί θητεία υπάλληλοι του ανωτέρω Κέντρου θα αμείβονται βάσει μισθολογίου που θα καθοριστεί με κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Οικονομικών.
6. Κάθε λεπτομέρεια για την οργάνωση και λειτουργία του ως άνω Κέντρου θα καθοριστεί με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, οι οποίες δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
7. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού των Οικονομικών, μπορεί να συσταθεί Σχολή Επιμόρφωσης υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I
Διαρρυθμίσεις στον ειδικό φόρο κατανάλωσης των επιβατικών αυτοκινήτων αντιρρυπαντικής τεχνολογίας και άλλες διατάξεις

Άρθρο 37
Ειδικός φάρος κατανάλωσης επιβατικών αυτοκινήτων, ιδιωτικής χρήσης
1. Καινουργή επιβατικά αυτοκίνητα που έχουν κατασκευαστεί με αντιρρυπαντική τεχνολογία, της δασμολογικής κλάσης 87.03 του Ολοκληρωμένου Τελωνειακού Δασμολογίου (ΤΑλΙΟ. με εξαίρεση τα ασθενοφόρα και νεκροφόρα, υποβάλλονται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης επί της φορολογητέας αξίας, όπως αυτή διαμορφώνεται με βάση την παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 363/1976 (ΦΕΚ 152 Α') και του άρθρου 4 του ν. 1573/1985 (ΦΕΚ 201 Α'), όπως ισχύουν.
2. Οι συντελεστές του κατά τα παραπάνω ειδικού φόρου κατανάλωσης ορίζονται ως ακολούθως:
ΚΥΛΙΝΔΡΙΣΜΟΣ ΚΙΝΗΤΗΡΑ ΠΟΣΟΣΤΟ ΦΟΡΟΥ
3. Οι κατά την προηγούμενη παράγραφο συντελεστές αυξάνονται κατά πενήντα τοις εκατό (50%) για αυτοκίνητα αντιρρυπαντικής τεχνολογίας με κινητήρα περιστρεφόμενων εμβόλων
4. Ως αυτοκίνητα αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, για την εφαρμογή του παρόντος κεφαλαίου χαρακτηρίζονται τα καινουργή κατά τον τελωνισμό βενζινοκίνητα επιβατικά αυτοκίνητα, για το οποία έχει εκδοθεί «δελτίο έγκρισης Ε.Ο.Κ.», όσον αφορά τις εκπομπές καυσαερίων, σύμφωνα με τις Οδηγίες 88/76/Ε0Κ, 88/436/ΕΟΚ, 89/458/ΕΟΚ και ειδικότερα εκείνα των οποίων ο\ ε* κατασκευής εκπομπές καυσαερίων, για έγκριση τύπου, είναι (σεί ή μικρότερες από τις κατωτέρω τιμές:
α. Αυτοκίνητα που φέρουν κινητήρα κυβισμού μεγαλύτερου των 200000:
β. Αυτοκίνητα που φέρουν κινητήρα κυβισμού μεγαλυτέρου ή τ(ι)ν 1400  και μικρότερου ή
γ. Αυτοκίνητα που φέρουν κινητήρα κυβισμού μικρότερου των
Επίσης, ως αυτοκίνητα αντιρρυπαντικής τεχνολογίας χαρακτηηβονται και εκείνα που καλύπτουν τις προδιαγραφές καυσαερίων ή ΠΑ '83, όπως περιγράφονται στην παρ.8.3 του παραρτήματος I της Οδηγίας 88/76/ΕΟΚ.
5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και Μεταφορών και Επικοινωνιών οι τιμές της παρ.4 μπορεί να μειωθούν περαιτέρω.
Με όμοια απόφαση καθορίζονται οι διαδικασίες, τα απαιτούμε να δικαιολογητικά για το χαρακτηρισμό των αυτοκινήτων ως α αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, καθώς επίσης και κάθε άλλη λεπτομέρεια εφαρμογής του παρόντος.

Άρθρο 38
Ειδικός φάρος κατανάλωσης επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης (ΤΑΞΙ-ΑΓΟΡΑΙΑ)
1. Τα αυτοκίνητα αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, τα οποία προορίζονται να κυκλοφορήσουν ως αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης και χρησιμοποιούν αμόλυβδη βενζίνη ως καύσιμο, απαλλάσσονται από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης.
Στα αυτοκίνητα αυτά, εφ' όσον φέρουν κατά τον τελωνισμό και συσκευή για τη χρησιμοποίηση υγραερίου ως εναλλακτικού καυσίμου, ο κατά περίπτωση ειδικός φόρος κατανάλωσης της παρ.2 του άρθρου 37 του παρόντος εισπράττεται μειωμένος κατά εξήντα τοις εκατό (60%).
Η διάταξη της παραγράφου αυτής λήγει την 31-12-1992.
2. Τα αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης που παραλαμβάνονται με το φορολογικό καθεστώς της προηγούμενης παραγράφου, εφ' όσον αποχαρακτηρίζονται για να κυκλοφορήσουν ως ιδιωτικής χρήσης πριν περάσει πενταετία από τον τελωνισμό, υπόκεινται στην καταβολή της διαφοράς μεταξύ των φορολογιών που καταβλήθηκαν και των φορολογιών που ίσχυαν κατά το χρόνο του τελωνισμού ως ιδιωτικής χρήσης.
Η παραπάνω διαφορά μειώνεται κατά εξήντα τοις εκατό (60%) μετά παρέλευση πενταετίας από του τελωνισμού.
3. Τα επιβατικά δημόσιας χρήσης (Ε.Δ.Χ.) αυτοκίνητα αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, που έχουν έδρα διοικητική μονάδα στην οποία επιτρέπεται η χρήση υγραερίου, μπορούν να χρησιμοποιούν ως καύσιμο και υγραέριο με τις πιο κάτω προϋποθέσεις:
α. Να καταβάλλεται ο προβλεπόμενος, από την παρ. 1 του παρόντος άρθρου υπέρ του Δημοσίου, ειδικός φόρος κατανάλωσης.
β Τα όρια εκπομπής καυσαερίων με χρήση υγραερίου να είναι ίσα ή μικρότερα των αναφερομένων στην παράγραφο 4 του άρθρου 37.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., Μεταφορών και Επικοινωνιών καθορίζεται ο τρόπος διαπίστωσης των τιμών των εκπομπών καυσαερίων, ο τρόπος διασκευής του κίνητρα, τα αναγκαία δικαιολογητικά, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια για τη χρήση υγραερίου.

Άρθρο 39
Φορολογικές και άλλες ρυθμίσεις αυτοκινήτων ειδικών κατηγοριών του παρόντος. Εξαιρούνται τα αυτοκίνητα των Ενόπλων Δυνάμεων.
2.0ι προβλεπόμενες από τις κείμενες διατάξεις απαλλαγές, από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης για την εισαγωγή ή αγορά από τις εγχώριες αυτοκινητοβιομηχανίες επιβατικών αυτοκινήτων, παρέχονται μόνο εφ’ όσον τα αυτοκίνητα αυτά είναι καινουργή αντιρρυπαντικής τεχνολογίας.
Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζονται για τα εισαγόμενα επιβατικά αυτοκίνητα με βάση τις διατάξεις της Δ.245/88 AYO, που κυρώθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 11 του ν.1839/1989 (ΦΕΚ 90/Α/7-4-89), εφ' όσον συντρέχει η προϋπόθεση του στοιχείου (α) της παραγράφου 1 του άρθρου 5 της απόφασης αυτής.

Άρθρο 40
Κίνητρα για την απόσυρση επιβατικών αυτοκινήτων
1. Για τη θέση σε κυκλοφορία επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, που έχει κυλίνδρισμά κινητήρα μέχρι 1.600 κυβικά εκατοστά, δεν καταβάλλεται το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν.363/1976, όπως ισχύει, εφάπαξ πρόσθετο ειδικό τέλος, ούτε τέλη κυκλοφορίας για το αυτοκίνητο αυτό για πέντε (5) ημερολογιακά έτη, με την προϋπόθεση ότι ο ιδιοκτήτης του θα αποσύρει από την κυκλοφορία και θα καταστρέψει μεταχειρισμένο επιβατικό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης.
Ως πρώτο έτος, για το οποίο δεν καταβάλλονται τέλη κυκλοφορίας, θεωρείται το έτος κατά το οποίο εκδόθηκε η άδεια κυκλοφορίας του αυτοκινήτου αντιρρυπαντικής τεχνολογίας.
Η διάταξη της παραγράφου αυτής καταλαμβάνει αυτοκίνητα που τίθενται σε κυκλοφορία μέχρι 31-12-1992.
2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και Μεταφορών και Επικοινωνιών, θα καθοριστεί η διαδικασία για τη διαπίστωση της απόσυρσης και καταστροφής και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 41
Κυρώσεις - Ποινές
1. Η καθ’ οιονδήποτε τρόπο, αποσύνδεση, τροποποίηση, αχρήστευση του συστήματος αντιρρύπανσης, η χρησιμοποίηση καυσίμου άλλου από εκείνου που αναφέρεται στην άδεια κυκλοφορίας, καθώς και η αντικατάσταση του κινητήρα αυτοκινήτου, που έχει τελωνισθεί με το φορολογικό καθεστώς των επιβατικών αυτοκινήτων αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, δεν επιτρέπεται χωρίς την έγκριση των αρμόδιων αρχών, εφ’ όσον οι πιο πάνω μετατροπές μεταβάλλουν το χαρακτήρα των αυτοκινήτων αυτών από αντιρρυπαντικής τεχνολογίας σε αυτοκίνητα συμβατικής τεχνολογίας.
2. Σε περιπτώσεις μετατροπών της προηγούμενης παραγράφου, που έχουν εγκριθεί από τις αρμόδιες αρχές, καταβάλλονται οι προβλεπόμενες, για τα συμβατικής τεχνολογίας επιβατικά αυτοκίνητα, φορολογικές επιβαρύνσεις, μειωμένες με το ποσό των φορολογιών, που καταβλήθηκαν κατά τον αρχικό τελωνισμό του αυτοκινήτου και τη θέση του σε κυκλοφορία, εφ' όσον τούτο από δεικνύεται από σχετικά παραστατικά έγγραφα.
Επίσης, παύει ισχύουσα και η απαλλαγή από τα τέλη κυκλοφορίας του αυτοκινήτου αυτού.
3. Η μη τήρηση των όρων και προϋποθέσεων ίων παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου συνεπάγεται την εφαρμογή των διατάξεων περί τελωνειακών παραβάσεων και λαθρεμπορίας του ν. 1165/1918 (ΦΕΚ 59 Α').

Άρθρο 42
Μεταβατικές και καταργούμενες διατάξεις
1. Καινουργή επιβατικά αυτοκίνητα, αντιρρυπαντικής τεχνολογίας, που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 του ν.1858/1989 (ΦΕΚ 148 Α') και της σε εκτέλεση αυτού εκδοθείσης αριθμ 12141/89 κοινής υπουργικής απόφασης (ΦΕΚ 377 Β'), υποβάλλονται στον ειδικό φόρο κατανάλωσης της παρ. ζ του άρθρου 37 του παρόντος νόμου, εφ' όσον τα αυτοκίνητα αυτά τελωνισθούν μέχρι 30-8.1Θ90 και με την προϋπόθεση ότι μέχρι και την 27-2-1000:
α. Είχαν κομισθεί στη χώρα,
0. είχαν φορτωθεί σε μεταφορικό μέσο με τελικό προορισμό τους τη χώρα,
γ. είχε ανοιχθεί ενέγγυα ανέκκλητη πίστωση σε ποσό είκοσι τοις εκατό (20%) και πάνω του τιμήματος.
2. Για τα αυτοκίνητα της προηγούμενης παραγράφου εκδίδονται εγκρίσεις τύπου, σύμφωνα με την πιο πάνω κοινή υπουργική απόφαση.
3. Η ισχύς του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 39 του νόμου αυτού αρχίζει μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως
4. Τα παραγόμενα επιβατικά αυτοκίνητα από αναγνωρισμένες εγχώριες αυτοκινητοβιομηχανίες υπάγονται μέχρι 31.8.1990 στους συντελεστές της παραγράφου 2 του άρθρου 37 του παρόντος.
6. Τα παραγόμενα επιβατικά αυτοκίνητα από αναγνωρισμένες εγχώριες αυτοκινητοβιομηχανίες μετά την 31.8,1900 και κυλινδρισμού κάτω των 1400 κυβικών εκατοστών που πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 37 παράγραφος 4 περίπτωση β', υπάγονται μέχρι την 30.6.1991 στους συντελεστές της παραγράφου 2 του άρθρου 37 του παρόντος.
6. Καινούργια επιβατικά αυτοκίνητα συμβατικής τεχνολογίας που έχουν κομισθεί στη χώρα μέχρι 27.2.1990 υποβάλλονται στους κατά περίπτωση συντελεστές ειδικού φόρου'κατανάλωσης του άρθρου 1 του ν. 1858/19Θ9, εφ' όσον τελωνιστούν μέχρι 30.4.1990.
7. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται, με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 2,4 και 6, τα άρθρα 1 και 2 του ν.1858/1989 καθώς επίσης και η αριθμ. 12141/1989 κοινή υπουργική απόφαση.

Άρθρο 43
1. Χορηγείται οικονομική ενίσχυση 900.000.000 δραχμών στα πολιτικά κόμματα που θα μετάσχουν στις βουλευτικές εκλογές του Απριλίου 1900, εφ όσον συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις του άρθρου 2 παρ. 1 του ν.1443/1984 ή εκπροσωπούνται στη Βουλή που προήλθε από τις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου 1989 από έναν τουλάχιστον βουλευτή.
2. Η κρατική οικονομική ενίσχυση κατανέμεται στα πολιτικά κόμματα με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1, 2 και 4 του ν. 1443/1984.

Άρθρο 44
1.Οι κατά την έναρξη της ισχύος αυτού του νόμου υφιστάμενες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου έκτακτου προσωπικού που υπηρετεί στο Δημόσιο, τα ν.π.δ.δ. και τα ν.π.ι.δ. Δημόσιου Τομέα παρατείνεται αυτοδικαίως ως την 30.9.90, κατά παρέκκλιση των διατάξεων των Νόμ. 1735/1987, 1835/1989 και 1874/1990 ή άλλων ειδικών διατάξεων. Από τη ρύθμιση αυτήν εξαιρείται το προσωπικό που έχει προσληφθεί με συμβάσεις ορισμένου χρόνου για την κάλυψη εποχιακών αναγκών καθώς και με συμβάσεις έργου, η κατάσταση του οποίου ρυθμίζεται από τις διατάξεις της παρ. 7 αυτού του άρθρου.
2.Ως την 30.4.90 όλες οι αρμόδιες υπηρεσίες οφείλουν να κοινοποιήσουν στον Υπουργό Προεδρίας της Κυβέρνησης πίνακα των συμβάσεων που περιλαμβάνονται στην κατηγορία του πρώτου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου. Παράβαση της υποχρέωσης αυτής συνεπάγεται την πειθαρχική δίωξη παντός υπευθύνου.
3.Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονομικών και Εργασίας ύστερα από γνώμη των οικείων υπηρεσιακών συμβουλίων και, εν ελλείψει τούτων, του διοικούντος συλλογικού οργάνου του οικείου νομικού προσώπου, και ως την 30.9.90:
α)Καταγράφεται κατά φορέα και ειδικότητα ο αριθμός του προσωπικού του πρώτου εδαφ. της παρ. 1 που καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες της υπηρεσίας.
β)Ιδρύονται νέες κενές θέσεις, "με μόνιμο προσωπικό ή" με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και αορίστου χρόνου, εφ' όσον το απαιτούν οι ανάγκες που προκύπτουν από την πιο πάνω καταγραφή.

*Οι λέξεις "με μόνιμο προσωπικό ή" προστέθηκαν από την παρ. 1 άρθρ.1 Ν. 1895/1990 (ΦΕΚ Α' 116).

γ)Καθορίζονται οι κενές θέσεις που πρόκειται να πληρωθούν "με" μόνιμο προσωπικό ή" με συμβάσεις αορίστου χρόνου.

*Οι λέξεις "με μόνιμο προσωπικό ή" προστέθηκαν από την παρ. 2 άρθρ. 1 Ν. 1895/1990 (ΦΕΚ Α' 116).
 
4.Μέχρι την 30.9.90 κινείται η διαδικασία πλήρωσης των κενών θέσεων της περίπτ. γ' της προηγούμενης παραγράφου. Η διαδικασία αυτή θα στηριχθεί σε πανελλήνιο δημόσιο διαγωνισμό, στον οποίο θα μπορούν να συμμετάσχουν και οι συμβασιούχοι του πρώτου εδαφίου της παρ. 1, με πρόσθετο προσόν την προϋπηρεσία τους και ανεξαρτήτως ανώτατου ορίου ηλικίας πρόσληψης.
5.Με τα π.δ., που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης, καθορίζονται κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων :
α) Οι κάθε είδους όροι προκήρυξης, διεξαγωγής και ολοκλήρωσης του διαγωνισμού της παρ. 4.
β) Τα απαιτούμενα προσόντα των δυναμένων να διαγωνισθούν.
γ) Η τοποθέτηση των επιτυχχόντων στις θέσεις που καταλαμβάνουν.
δ) Η προσαύξηση της συνολικής βαθμολογίας ανάλογα με το χρόνο της προϋπηρεσίας της παρ. 4.
ε) Κάθε άλλη λεπτομέρεια εφαρμογής των διατάξεων της παρ. 4.
6.Με τα π.δ. της παρ. 5 είναι δυνατόν να παρέχεται υπεξουσιοδότηση στον Υπουργό Προεδρίας της Κυβέρνησης για τη ρύθμιση ειδικότερων τεχνικών ή λεπτομερειακών θεμάτων των διατάξεων των παρ. 1, 2, 3 και 4 αυτού του άρθρου.
7.Οι κατά την έναρξη της ισχύος αυτού του νόμου υφιστάμενες συμβάσεις του προσωπικού που έχει προσληφθεί στο Δημόσιο, τα ν.π.δ.δ. και τα ν.π.ι.δ. του Δημόσιου Τομέα για την κάλυψη εποχιακών αναγκών, καθώς και συμβάσεις του προσωπικού με μίσθωση έργου παρατείνονται αυτοδικαίως ως την 31.5.90. Ως την ημερομηνία αυτήν και με βάση τη διαδικασία της παρ. 3 αυτού του άρθρου προσδιορίζεται ο αριθμός των συμβασιούχων του προηγούμενου εδαφίου που καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες των υπηρεσιών και, με βάση τον προσδιορισμό αυτόν, εξειδικεύονται τα άτομα των οποίων οι συμβάσεις μετατρέπονται στην συνέχεια αυτοδικαίως με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που λήγουν την 30.9.90. Κατά τα λοιπά ισχύουν και ως προς αυτούς, κατ' αναλογία, όλες οι διατάξεις των παρ. 26 του παρόντος άρθρου.
8.Η παράταση των συμβάσεων των παρ. 1 εδάφ. α' και 7 δεν μετατρέπει τις συμβάσεις αυτές σε αορίστου χρόνου, μετά δε τη λήξη ισχύος τους λύονται αυτοδικαίως χωρίς άλλη διατύπωση και δίχως καμία αποζημίωση.

Άρθρο 45
Οι παράγραφοι 1 και 3 του άρθρου 3 του ν. 1386/1983 αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Το μετοχικό κεφάλαιο του Ο.Α.Ε. ανέρχεται στο πέντε (5) δις. δρχ., διαιρείται σε 500.000 μετοχές, ονομαστικής αξίας 10.000 δρχ. η καθεμία και έχει καταβληθεί ολόκληρο Δημόσιο».
«3. Ο Ο.Α.Ε. διοικείται από το διοικητικό συμβούλιο που άλείται από τον πρόεδρο και οκτώ μέλη. Ο πρόεδρος και δύο του Δ.Σ. διορίζονται και ανακαλούνται από τον εποπτεύον Υπουργό, ένας εκπρόσωπος της Γ.Σ.Ε.Ε. και ένας εκπρόσωπο Σ.Ε.Β. διορίζονται από τη γενική συνέλευση των μετόχων λη του Δ.Σ. και τα υπόλοιπα εκλέγονται από τη Γ.Σ. των μετόί Η υπόδειξη των μελών από την Γ.Σ.Ε.Ε. και τον Σ.Ε.Β. γβ™ εντός δέκα ημερών από την περιέλευση σ’ αυτούς του εγγΡΐ| του εποπτεύοντος υπουργού, με το οποίο ζητείται η υπόδειξη μελών. η*
Μέχρις ότου υποδειχθούν οι εκπρόσωποι της Γ.Σ.Ε.Ε. και.  το Δ.Σ. λειτουργεί νομίμως με τα λοιπά μέλη.
Η θητεία των μελών του Δ.Σ. και του προέδρου είναι τρι? Επιτρέπεται ο επαναδιορισμός ή η επανεκλογή του προέδρ01 των μελών του Δ.Σ..
μβ απόφαση της Γ.Σ. των μετόχων καθορίζεται η αμοιβή του (|ρ0#ρου και των μελών του Δ.Σ..»

Άρθρο 48
Η περίπτωση 2 του άρθρου 7 του ν. 1386/1983 αντικαθίσταται ως εξής:
Η αναδιάρθρωση υφιστάμενων υποχρεώσεων.

Άρθρο 47
Οι παράγραφοι 1,7 και 8 του άρθρου 8 του ν.1386/1983 αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Σε περίπτωση που αποφασίζεται κατά το άρθρο 7 περίπτωση 1 η ανάληψη της διοίκησης από τον Ο.Α.Ε. νέων επιχειρήσεων, η διοίκηση ασκείται κατά περίπτωση από ένα ή περισσότερα πρόσωπα, που διορίζονται από αυτόν και για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των β μηνών. Παράταση μπορεί να χορηγηθεί με απόφαση του εποπτεύοντος υπουργού μόνο για τρεις μήνες και μετά από αιτιολογημένη γνώμη του Ο.Α.Ε.. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα οι τράπεζες μπορούν να χορηγούν στις επιχειρήσεις αυτές δάνεια ή εγγυήσεις. Όταν η διοίκηση απαρτίζεται από περισσότερα του ενός πρόσωπα, συμμετέχουν σ' αυτήν και από ένας εκπρόσωπος των μετόχων, των πιστωτών και των εργαζομένων στην επιχείρηση. Με την απόφαση που διορίζεται η διοίκηση ή με μεταγενέστερη απόφαση του Ο.Α.Ε. καθορίζεται η αμοιβή ή η αποζημίωση των μελών της που βαρύνει την επιχείρηση. Με τη δημοσίευση της υπουργικής απόφασης του άρθρου 7 παύει η εξουσία τ«ν οργάνων διοίκησης της επιχείρησης. Η Γ.Σ. των μετόχων ή η συνέλευση των εταίρων διατηρείται, αλλά δεν μπορεί να αποφασίζει την ανάκληση των μελών της διοίκησης που διορίζει ο Ο.Α.Ε.. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι κανόνες που διέπουν το συγκεκριμένο εταιρικό τύπο της επιχείρησης, εφ όσον δεν αντιτίθενται στο σκοπό του παρόντος νόμου».
7. Εάν εντός του προβλεπόμενου, κατά την παρ. 1 του παρόντος άρθρου, χρονικού διαστήματος δεν επιτευχθεί συμφωνία, ακολουθεί η κατά τις διατάξεις αυτού του νόμου διαδικασία της εκκαθάρισης».
«8. Κατά τη διάρκεια της προσωρινής διοίκησης μπορεί να αυξάνεται ή να μειώνεται το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας με απόφαση της γενικής συνέλευσης, σύμφωνα με τον ν.2190/1920 και το καταστατικό της εταιρείας».

Άρθρο 48
Το άρθρο 9 του ν.1386/1983 αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 9
1. Εφ' όσον δεν επιτευχθεί η κατά το άρθρο 8 συμφωνία ή δεν εκπληρωθούν οι όροι της, καθώς και στην περίπτωση του άρθρου 7 παρ.3, με αίτηση του Ο.Α.Ε. ή καθενός που έχει έννομο συμφέρον ζητείται από το πολιτικό εφετείο της περιφέρειας της έδρας της επιχείρησης ο διορισμός εκκαθαριστή, που προβαίνει σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού στην εκκαθάριση της περιουσίας της επιχείρησης.
Το εφετείο οφείλει να ορίσει δικάσιμο σε χρόνο όχι μεγαλύτερο από πέντε ημέρες από την κατάθεση της αίτησης και δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Οι τυχόν παρεμβάσεις, οι οποίες ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο, είναι απαράδεκτες αν δεν ασκηθούν 24 τουλάχιστον ώρες πριν από τη συζήτηση της αίτησης και προσδιορίζονται υποχρεωτικά στην ίδια δικάσιμο. Η κατάθεση προτάσεων σε κάθε περίπτωση μπορεί να γ(νει στο ακροατήριο. Η απόφαση του εφετείου πρέπει να εκ δοθεί μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από τη συζήτηση της αίτησης. Η απόφαση αυτή δεν υπόκειται σε τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα και δεν μπορεί να συζητηθεί η αναστολή της ισχύος της για οποιονδήποτε λόγο.
2. Η εκκαθάριση διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου, που συμπληρώνονται από τα άρθρα 18-21 του ν.δ. 3562/1956 «περί υπαγωγής ανωνύμων εταιρειών υπό την διοίκησαν και διαχείριση των πιστωτών και θέσεως αυτών υπό ειδικήν εκκαθάρισιν».
Κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης με απόφαση του εποπτεύοντος υπουργού, μετά από εισήγηση του O.A. Ε., ο εκκαθαριστής μπορεί να συνεχίσει τη λειτουργία της επιχείρησης ή τμημάτων της.
3. Με τη δημοσίευση της απόφασης του εφετείου, που ορίζεται ο εκκαθαριστής, παύει αυτόματα η εξουσία των οργάνων διοίκησης της εταιρείας ή η τυχόν προσωρινή διοίκηση του Ο.Α.Ε., αναστέλλεται η περαιτέρω πτωχευτική διαδικασία, απαγορεύεται η αναγκαστική εκτέλεση και η λήψη προσωρινών, συντηρητικών ή προφυλαχτικών μέτρων και αναστέλλονται οι τυχόν εκκρεμείς σχετικές διαδικασίες. Η διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση της επιχείρησης ανήκει στον εκκαθαριστή. Κατά τις περιπτώσεις που δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες του εκκαθαριστή στρέφονται κατά της εταιρείας ως οφειλέτου, η εκπροσώπηση της τελευταίας γίνεται από το διοικητικό συμβούλιο που είχε νόμιμα εκλεγεί πριν από την τυχόν πτώχευση ή την υπαγωγή της στην προσωρινή διοίκηση του Ο.Α.Ε. ή την υπαγωγή της στις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του νόμου αυτού, κατά περίπτωση. Η θητεία αυτού του διοικητικού συμβουλίου, για την περίπτωση αυτή, θεωρείται ότι είχε ανασταλεί για όσο χρονικό διάστημα διήρκεσαν η πτώχευση ή η προσωρινή διοίκηση και παρατείνεται μέχρι τη λήξη της εκκαθάρισης.
4. Η δήλωση περιγραφής του άρθρου 19 παράγραφος 2 του ν.δ. 3562/1956 καταχωρίζεται, ως προς τα ακίνητα που τυχόν περιλαμβάνει, στα αρμόδια υποθηκοφυλακεία ατελώς.
Αρμόδιοι κατά τόπο για τον καθορισμό της τιμής πρώτης προσφοράς κατά το άρθρο 20 του ν.δ. 3562/1956 όσο και για ιη διενέργεια του πλειστηριασμού είναι αντίστοιχα το δικαστήριο και συμβολαιογράφος της έδρας της εταιρείας, ανεξάρτητα από τη θέση όπου κείνται τα εκπλειστηριαζόμενα περιουσιακά στοιχεία. Η απόφαση του δικαστηρίου που καθορίζει κατά το άρθρο 20 του ν.δ.3562/1956 την τιμή της πρώτης προσφοράς δεν υπόκειται σε τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα και η καθοριζόμενη στην απόφαση αυτή τιμή δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο για διόρθωση του προγράμματος πλειστηριασμού, που εκδίδεται σε εκτέλεσή της.
5. Για την ικανοποίηση των απαιτήσεων ο εκκαθαριστής συντάσσει πίνακα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 975 έως και 979, 1007 του Κ.Πολ.Δ. και του άρθρου 61 του Κ.Ε.Δ.Ε..
Ο πίνακας συντάσσεται ύστερα από αναγγελία των πιστωτών στον εκκαθαριστή. Η αναγγελία πρέπει να γίνεται μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από τη δημοσίευση της ανακοίνωσης σε δύο ημερήσιες εφημερίδες, μία αθηναϊκή και μία, εφ’ όσον υπάρχει, της πρωτεύουσας του νομού όπου εδρεύει η επιχείρηση. Ο πίνακας συντάσσεται μέσα σε δέκα ημέρες από τη λήξη της παραπάνω προθεσμίας αναγγελίας. Κατά τη διανομή των προϊόντων της εκκαθάρισης της περιουσίας της επιχείρησης προτιμιόνται οι απαιτήσεις του Ο.Α.Ε. και των τραπεζών, που δημιουργήθηκαν σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 8 του παρόντος κατά τη διάρκεια της προσωρινής διοίκησης, υπάγονται δε στην Α' τάξη των γενικών προνομίων του άρθρου 975 Κ.Πολ.Δ.».

Άρθρο 49
Το άρθρο 10 του ν.1386/1983 αντικαθίσταται ως εξής: «Άρθρο 10
1. Ο εκκαθαριστής του προηγούμενου άρθρου υποχρεούται αμελλητί και εντός τριών το πολύ ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης να δηλώσει με έγγραφό του στο γραμματέα του δικαστηρίου που τον διόρισε, ότι αποδέχεται το διορισμό του, διαφορετικά θεωρείται ότι τον αποποιήθηκε. Ο εκκαθαριστής οφείλει να ολοκληρώσει τις ενέργειές του για την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων της υπό εκκαθάριση επιχείρησης μέσα σε έξι μήνες από την ημέρα αποδοχής του διορισμού του. Ως ολοκλήρωση των ενεργειών νοείται ο ορισμός της ημερομηνίας του πρώτου πλειστηριασμού των βασικών περιουσιακών στοιχείων (βιομηχανοστάσια και λοιπά περιουσιακά στοιχεία συναπτόμενα μβ την παραγωγική διαδικασία) της επιχείρησης και σε περίπτωση ευδοκίμησης του πλειστηριασμού η σύντηξη του πίνακα κατάταξης.
Mε την πάροδο της παραπάνω προθεσμίας άπρακτης ο εκκαθαριστής εκπίπτει, μέχρι δε τον κατ’ άρθρο β του παρόντος διορισμό ταυ αντικαταστάτη του ασκεί τα απολύτως αναγκαία καθήκοντά του. Ο εκκαθαριστής μπορεί, πριν παρέλθει η παραπάνω εξάμηνη προθεσμία, να ζητήσει από τα δικαστήριο που τον διόρισε, κατά την (δια διαδικασία, τη χορήγηση νέας πρόσθετης προθεσμίας, εκθέτοντας τους λόγους που εμποδίζουν την ολοκλήρωση των ενεργειών του μέσα στην αρχική προθεσμία. Η διαδικασία αυτή μπορεί να επαναληφθεί για μία ακόμη φορά, έτσι ώστε το ανώτατο χρονικό διάστημα που θα καλύπτουν οι οριζόμενες κατά τα παραπάνω προθεσμίες να μην μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβεί το δωδεκάμηνο. Σε κάθε περίπτωση ο Ο.Α.Ε. και καθένας nou έχει έννομο συμφέρον μπορεί και πριν από τη λήξη των ανωτέρω προθεσμιών να ζητήσει από το δικαστήριο την αντικατάσταση του εκκαθαριστή εκθέτοντας τους λόγους που επιβάλλουν την αντικατάσταση.
2. Για τις εκκαθαρίσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη και για τις οποίες δεν έχει οριστεί χρόνος περάτωσης των ενεργειών του εκ καθαριστή, παρέχεται άπαξ τελειωτική προθεσμία έξι μηνών από την ισχύ του παρόντος νόμου για τον ίδιο σκοπό, μετά την πάροδο της οποίας παύουν οι εξουσίες του εκκαθαριστή και ζητείται εντός τριών ημερών από τον Ο.Α.Ε. ο ορισμός νέου εκκαθαριστή κατά τα προηγούμενα.
3. Με κοινή απόφαση του εποπτεύοντος Υπουργού και των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης καθορίζονται ο τρόπος και τα ανώτατα όρια αμοιβών των εκκαθαριστών και των συμβολαιογράφων για τις εκκαθαρίσεις του νόμου αυτού».

Άρθρο 50
Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 11 του ν. 1386/1983 αντικαθίσταται ως εξής:
Η πλήρωση των δύο θέσεων προϊσταμένων τομέων της γραμματείας μπορεί να γίνεται και με ανάθεση καθηκόντων σε μόνιμους υπαλλήλους, βαθμού Α', του Υπουργείου Βιομηχανίας Ενέργειας και Τεχνολογίας.
Ο διορισμός ή η ανάθεση καθηκόντων γίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας και Οικονομικών. Με την (δια απόφαση καθορίζονται και οι αποδοχές αυτών κατά παρέκκλιση από τις ισχύουσες διατάξεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 1258/1982.
0 χρόνος της ανάθεσης καθηκόντων λογίζεται για κάθε συνέπεια ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στην οργανική θέση του υπαλλήλου.
Με απόφαση ταυ Υπουργού Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας ορίζονται τα της αναπλήρωσης TOU ελλείποντος, απόντος ή Κωλυομένου προϊσταμένου της Γ.Ο.Α.Ε. από τους προϊσταμένους τομέων της γραμματείας.»

Άρθρο 51
Κύρωση Αποφάσεων
Κυρώνονται και έχουν ισχύ νόμου από τότε που εκδόθηκαν οι αποφάσεις :
α) Αριθ.Πρωτ. 1106021/2923/0001/1989
β) Αριθ.Πρωτ. 1104893/1989
γ) Αριθ.Πρωτ. 1107949/1989
δ)Αριθ.Πρωτ. 1012280/125/24.2.1989 με θέμα «Καθορισμός διαδικασίας λογισμικής παρακολούθησης της ποσοτικής χείρισης αξιών του Δημοσίου» που δημοσιεύθηκε στο φεκ 153/Τ.Β728.2.1986.
ε) Αριθ. Πρωτ. 1089903/2050/0006/Α710.8.1989 με θέμα -Παρή. ταση λειτουργίας καταργούμενων με το νέο Οργανισμό Τελωνείο κών Υπηρεσιών και αναστολή λειτουργίας νεοσύστατης Τελωνειακής Υπηρεσίας» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ βββ/τ.Β  /13.9.1989.
στ) Αριθ. Πρωτ. 1090443/2055/16.8.1989 με θέμα «Σύσταοη Τελωνειακών Περιφερειών» που δημοσιεύθηκε σιο ΦΕΚ 686/τ.Β' /13.9.1989.
ζ) Αριθ. Πρωτ. 1128765/5835/0014/22.12.1989 με θίμα «Προθεσμία κοινοποίησης φύλλων ελέγχου στη φορολογία κύκλου εργασιών» itou δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 931/τ.Β729.12.1989.
2. Κυρώνονται και έχουν ισχύ νόμου από τότε που εκδόθηκαν οι αποφάσεις:
α)Αριθ. Πρωτ. 1048840/4200/0009/Α/20.4.1989 με θέμα «Επαναφορά σε ισχύ της αριθ. 670/ΠΟΛ. 17/20.1.88 απόφασής μας» nou δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 330/Τ.Β78.5.1989.
β)Αριθ. Πρωτ. 1105135/9049/0009/3.10.1989 με θέμα «Αντικατάσταση του άρθρου 32 του ν.1591/ 88 που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 743/τ.Β'/4.10.89.
γ)Αριθ. Πρωτ. 11005134/9050/0009/3.10.89 με θέμα «Περαίωση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων και παροχή διευκολύνσεων για την υποβολή αρχικών και συμπληρωματικών δηλώσεων» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 743/τ.Β74.10.89.
δ) Αριθ.Πρωτ. 1107166/9280/0009/6.10.1989 με θέμα «Καθορισμός δείγματος 1989», που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 778/τ.Β’ 10.10.1989.
ε) Αριθ.Πρωτ. 1120667/10617/0009/20.11.1989 με θέμα «Παράταση προθεσμίας αποφάσεων για την περαίωση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 873/τ.8722.11.1989.
3. Κυρώνονται και έχουν ισχύ νόμου από τότε που εκδόθηκαν οι αποφάσεις:
α) Αριθ. Πρωτ. 1058886/5051/0010/17.5.1989 με θέμα «Αποκατάσταση εκείνων, που στα δικαιώματά τους, επί ακινήτων τους υποκαταστάθηκαν από το Δημόσιο» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 339/Τ.Β726.5.1989.
β) Αριθ. Πρωτ. 1032058/1555/0010/30.5.1989 με θέμα «Καθορισμός μισθώματος απλής χρήσης αιγιαλού από ξενοδοχεία αε κηρυχθέ ντα τουριστικά δημόσια κτήματα»που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 531/Τ.Β730.8.1989.
γ) Αριθ. Πρωτ. 1106685/8063/0010/6.10.1989 με θέμα «Εκποίηση ανταλλαξίμων ακινήτων»που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 797/Τ.Β711.10.1989.
δ) Αριθ. Πρωτ.3210/212/2.6.1988 με θέμα «Εκποίηση ανταλλαξίμων ακινήτων» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 412/Τ.Β721.6.1988.
4. Κυρώνονται και έχουν ισχύ νόμου από τότε που εκδόθηκαν οι αποφάσεις:
α) Αριθ. Πρωτ. 1092735/1622/0013/24.8.1989 με θέμα «Παροχή διευκολύνσεων για την περαίωση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων μεταβίβασης ακινήτων με αντάλλαγμα ή αιτία θανάτου δωρεάς, γονικής παροχής ή προίκας που βρίσκονται εντός σχεδίου στο δήμο Καλαμάτας» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 851/τ.Β /31.8.1989.
β) Αριθ. Πρωτ. 1097373/1712/0013/6.9.1989 με θέμα «Παροχή διευκολύνσεων για την περάτωση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων μεταβίβασης ακινήτων με αντάλλαγμα ή αιτία θανάτου, δωρεάς
- γονικής παροχής ή προίκας που βρίσκονται εντός σχεδίου στους δήμους Αιγίου, Αγρινίου, Μεσολογγίου, Αιτωλικού, Αταλάντης και Μυτιλήνης και στις Κοινότητες Αγίου Κωνσταντίνου Τριχωνίδας και Αγίου Κωνσταντίνου Λοκρίδας» και δημοσιεύθηκε οτο ΦΕΚ 698/Τ.Β715.9.1989.
γ) Αριθ. Πρωτ. 1098386/1725/0013/11.9.1989 που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 710/τ. Β’/ 25.9.1989.
δ) Αριθ. Πρωτ. 1104719/1829/3.10.1989 με θέμα «Απαλλαγή απ<5 το φόρο των Ελλήνων της αλλοδαπής που συτοαπαοχολούντοι για αγορά ακινήτου με εισαγωγή συναλλάγματος» που δημοαιεύ ^ σχο ΦΕΚ 738ft.B73.10.1989.
ΑΡ. Πρωτ. 1104716/1828/3.10.1989 με θέμα «Διευκολύνσεις γη ρύθμιση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων ακίνητης πε νιουσίας μεταβίβασης ακινήτων με επαχθή αιτία ή αιτία θανάτου, λΜρεώςι γονικής παροχής ή προίκας» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ η74.10.1989. στ) Αριθ Πρωτ. 1113346/1978/0013/24.10.1989 με θέμα «Παρο ^ διευκολύνσεων για την περαίωση εκκρεμών φορολογικών υ-ποθέσεων μεταβίβασης ακινήτων με αντάλλαγμα ή αιτία θανάτου, δωρεάς γονικής παροχής ή προίκας που βρίσκονται εντός σχεδίου στους δήμους Ιερόπετρας, Νεάπολης και Σητείας του νομού Λασηθίου Κρήτης» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 823/τ.Β/26.10.19β9.
5. Κυρώνονται και έχουν ισχύ νόμου από τότε που εκδόθηκαν οι αποφάσεις.
α) Αριθ Πρωτ. 1085751/3289/0014/25.7.1989 με θέμα «Κατάργη υη της διαδικασίας παρακολούθησης της υγροσκοπικότητας και της φύρας κατά το στάδιο της βιομηχανοποίησης του καπνού σε φύλλα για την παραγωγή τσιγάρων» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 699/Τ.Β716.8.1989.
β) Αριθ. Πρωτ. 1108367/752/0015/10.10.1989 με θέμα «Τροποποίηση διάταξης του Κ.Φ.Σ.• που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 797/τ.Β' /11.10.1989.
γ) Αριθ. Πρωτ. 1105195/725/0015/2.10.1989 με θέμα «Τροποποίηση ορισμένων διατάξεων του Κ.Φ.Σ.» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 743rt.B74.10.1989.
δ) Αριθ. Πρωτ. 1062060/270/0015/24.5.1989 με θέμα «Τροποποίηση διατάξεων του άρθρου 47 του Κ.Φ.Σ.» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 389/Τ.Β725.5.1989.
6. Κυρώνονται και έχουν ισχύ νόμου από τότε που εκδόθηκαν οι αποφάσεις:
α) Αριθ. Πρωτ.2062621/7284-20/0016/27.7.1989 με θέμα «Ρύθμιση χρεών προς το Δημόσιο, βεβαιωμένων στις ΔΟΥ Καλαμάτας και Μεσσήνης» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 572/Τ.Β73.8.1909.
β) Αριθ. Πρωτ. 2037935/4200-20/0016/27.4.1989 με θέμα «Παρά-ταση απόφασης αναστολής λήψης αναγκαστικών μέτρων είσπραξης στις σεισμόπληκτες περιοχές Νομών Ηλείας και Ζακύνθου» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 351/Τ.Β712.5.1989.
γ) Αριθ. Πρωτ. 2063736/7392-20/0016/2.8.1989 με θέμα «Παράταση προθεσμιών καταβολής φάρου εισοδήματος φυσικών προσώπων» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 596/τ.Β711.8.1989.
δ) Αριθ. Πρωτ. 2066053/7708-20/0016/18.8.1989 με θέμα «Τροποποίηση της απόφασης αριθ. 2062621/7284-20/0016/27.7.89» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 620/Τ.Β723.8.1989.
ε) Αριθ. Πρωτ. 2066054/7709-20/0016/17.8.1989 με θέμα «Ρύθμιση χρεών προς το Δημόσιο» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 620/τ. Β 723.8.89.
στ) Αριθ. Πρωτ. 2066110/7715-20/0016/17.8.1989 που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 620/τ.Β723.8.1989.
ζ) Αριθ. Πρωτ. 2069053/8122-20/0016/1.9.1989 που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 700/Τ.Β718.9.1989.
η) Αριθ. Πρωτ. 2068320/8039/0016/30.8.1989 με θέμα «Αναστολή εκτέλεσης ενταλμάτων προσωπικής κράτησης για χρέη προς το Δημόσιο» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 685/Τ.Β712.9.1989 θ) Αριθ. Πρωτ. 2069610/8181-20/0016/4.9.1989 με θέμα «Υπαγω Υή οφειλετών στις ρυθμίσεις της απόφασης αριθ. 2034111 /3733-20/19.4.1989» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 700/18.9.1969.
Ο Αριθ. Πρωτ. 2072221/8498-20/0016/12.9.1989 με θέμα «Τροποποίηση αποφάσεων, που αναφέρονται στη ρύθμιση των βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο των σεισμοπλήκτων περιοχών των νομών Μεσσηνίας, Ηλείας, Κορινθίας, Ζακύνθου, Βοιωτίας και της περιοχής Μεγαρίδος Ν. Αττικής» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 724/Τ.Β728.9.1989.
ια) Αριθ. Πρωτ. 2076289/8911-20/0016/29.9.1989 με θέμα «Τροποποίηση αποφάσεων, που αναφέρονται στη ρύθμιση των βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο των σεισμοπλήκτων περιοχών των Νομών Μεσσηνίας, Ηλείας, Κορινθίας, Ζακύνθου, Βοιωτίας, και Τής περιοχής Μεγαρίδος Νομαρχίας Δυτικής Αττικής» που δημοοιεύθηκε στο ΦΕΚ 743/Τ.Β74.10.1989.
ιβ) Αριθ. Πρωτ. 2076835/8989/0016/3.10.1989 μβ θέμα .Αύξηση ποσού που επιστρέφεται από φάρο εισοδήματος φοβικών προσώπων βάσει δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων με επιταγή Ν.277/76» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 753/τ.Β' /β. 10.1989.
ιγ) Αριθ. Πρωτ. 2076636/8990-20/0016/3.10.1989 μ« θέμα «Ρύθμιση τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 743/Τ.Β74.10.19Θ9.
7. Κυρώνονται και έχουν ισχύ νόμου από τότε που εκδόθηκαν οι αποφάσεις:
α) Αριθ. Πρωτ. 1108320/4590/0018/11.10.1969 με θέμα «Τροποποίηση Αποφάσεων Υπ. Οικονομικών α) Δ.247/13/1.3.88 περί προσωρινής εισαγωγής ορισμένων μεταφορικών μέσων και ειδών ατομικής χρήσης β) Δ.1189/149/23.9.87 περί προσωρινής εισαγωγής ειδών οικοσκευής» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 799/τ.Β' /11.10.1989.
β) Αριθ. Πρωτ. 1096107/3995/0018/6.9.1989 με θέμα «Τροποποίηση και συμπλήρωση της Δ.247/13/1.3.1988 AYO για την ποοσωρινή εισαγωγή ορισμένων μεταφορικών μέσων και ειδών ατομικής χρήσης που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 700/Τ.Β718.9.1989.
γ) Αριθ. Πρωτ. 1108476/4593/0018/11.10.1989 με θέμα «Τροποποίηση των διατάξεων της απόφασης Δ.246/12'1.3.88 με τις οποίες παρέχονται απαλλαγές στους Ελληνες Ναυιικους» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Θ11/Τ.Β711.10.1989.
δ) Αριθ. Πρωτ. 1106476/4521/0018/5.10.1989 με θέμα «Τροποποίηση και αντικατάσταση ορισμένων διατάξεων της Δ.245/88» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 754rt.B76.10.1989 και με διορθώσεις σφαλμάτων στο ΦΕΚ 820/Τ.Β725.10.1989.
ε) Αριθ. Πρωτ. 1095208/3939/0018/31.8.1989 με θέμα «Τακτοποίηση εφοδιασμών με τροφοεφόδια τουριστικών πλοίων που εκτελούσαν καθημερινά περιηγητικά ταξίδια με ολική ναύλωση» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 672/Τ.Β78.9.1989.
στ) Αριθ. Πρωτ. 1084626/3303/0018/14.7.1909 με θέμα «Περί τροποποιήσεως του Ν.1684/87 και του Ν. 1402/83» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 653/τ.Β731.8.1989.
ζ) Αριθ. Πρωτ. 1113494/4871/0018/24.10.1989 με θέμα «Τροποποίηση του άρθρου 36 του Ν. 1563/85», που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 855/Τ.Β79.11.1989.
η) Αριθ. Πρωτ. 2076833/16486/3.10.1989 με θέμα «Απόσβεση και διαγραφή οφειλών από δάνεια που έχουν χορηγήσει τράπεζες σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα και επαγγελματίες παραμεθορίων περιοχών» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 747/τ.Β'Λ.10.19β9.
θ) Αριθ. Πρωτ. Γ.4α/Φ15/849/15.3.1988 με θέμα «Χορήγηση επιδόματος καυσίμων στα άτομα με πλήρη παράλυση των κάτω άκρων ή ακρωτηριασμό και των δύο ποδιών» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 168/τ. Β/24.3.1988.
8. Κυρώνονται και έχουν ισχύ νόμου από τότε που εκδόθηκαν οι αποφάσεις:
α) Αριθμ. Πρωτ. 1122641/10870/0009
β) Αριθ. Πρωτ. 1067274/2572
γ) Αριθ Πρωτ. ΕΜΠ. 11536/15
δ) Αριθ.Πρωτ. Οικ.387/1 Αθήνα, 7 Ιανουαρίου 1987 ΘΕΜΑ: «Τροποποίηση διατάξεων
ε) Αριθ.Πρωτ. 1125645/954/0015
στ) Αριθ.Πρωτ.1060681/2239/0014
ζ) Αριθ.Πρωτ.1058141/2104/0014
η) Αριθ.Πρωτ. 1094164/2849
9. Κυρώνονται και έχουν ισχύ νόμου από τότε που εκδόθηκαν
α) Αριθ.Πρωτ.1037957/357/0012
β) Αριθ.Πρωτ. 1046762/456/Α.0012
γ) Αριθ.Πρωτ.1046962/477/Α.0012
δ) Αριθ.Πρωτ.1082606/994/Α.0012
ε) Αριθ.Πρωτ.1084168/1032/Α.0012
ζ) Αριθ.Πρωτ. 1103133/2005/Α0012
στ) Αριθ.Π ρωτ.1099432/1965/Α0012
θ) Αριθ.Πρωτ. 1105403/2049/Α0012
ι) Αριθ.Πρωτ. 1106686/2050/Α0012
ια) Αριθ.Πρωτ. 1106684/2051/Α.0012
ιβ) Αριθ.Πρωτ. 1098920/1977/Α.0012
ιγ) Αριθ.Πρωτ.10693/Ζ2/1151
ιδ) Αριθ.Πρωτ.Ε.10480/447
ιε) Οι διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 876/1979 δεν εφαρμόζονται στις νέες μετοχές που θα εκδοθούν κατά την κεφαλαιοποίηση της υπεραξίας αναπροσαρμογής των ακινήτων».
ιστ) Αριθ.Πρωτ.Ε. 15685/676
ιζ) Αριθ.Πρωτ.1055503/10177/Β0012
ιη) Αριθ.Πρωτ.1084985/10258/80012
10. Κυρώνονται και έχουν ισχύ νόμου από τότε που εκδόθηκαν οι αποφάσεις:
α) Αρ.Πρωτ. 1007352/350/121/0014
β) Αριθ.Πρωτ. 1015865/814/0014
γ) Αριθμ. Πρωτ. 1128309/2314/0013
δ) Αριθ. Πρωτ. Τ. 621/2862/0003
ε) Αριθ. Πρωτ. Δ.342/29/Β0018
στ) Αριθ. Πρωτ. 1005761/295/19.1.1990 με θέμα:
ε) Αριθ. Πρωτ.1009352/574/0009Α


Άρθρο 52
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του νόμου αρχίζει:
α) των διατάξεων των άρθρων 1 παράγραφος 1 έως και 10, 2 παράγραφοι 3,5 έως και 8,3 παράγραφοι 1, 3,4 από 1 Ιανουαρίου 1990, για τα εισοδήματα που αποκτούνται και τα ποσά που δαπανούνται από την ημερομηνία αυτήν και μετά,
β) των διατάξεων των παραγράφων 10, 12 έως και 15 του άρθρου 72 του ν.δ.3323/1955, όπως αυτές προστίθενται με την παράγραφο 11 του άρθρου 1 του παρόντος, από την ημερομηνία δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης που προβλέπεται από την παράγραφο 11 του άρθρου 72 του ν.δ.3323/1955,
γ) των διατάξεων του άρθρου 1 παράγραφος 13 για τα εισοδήματα που αποκτούν οι δικαιούχοι από 1 Ιανουαρίου 1991 και στο εξής,
δ) ίων διατάξεων των άρθρων 4 παράγραφοι 4, 5, 6 από το οικονομικό έτος 1990,
ε) των διατάξεων των εδαφίων πέμπτου και έκτου της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 40 του ν.δ. 3323/1955, όπως αυτά προστίθενται με την παράγραφο 7 του άρθρου 4 του παρόντος, από 1 Ιανουαρίου 1989 και στο εξής,
στ) των διατάξεων της παραγράφου 6 του άρθρου 6, για φορολογικές υποθέσεις οικονομικού έτους 1990 και στο εξής,
ζ) των διατάξεων της παραγράφου 7 του άρθρου 9 μετά την πάροδο δύο (2) μηνών από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
η) των λοιπών διατάξεων από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από αυτές.

Παραγγέλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ας νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 21 Μαρτίου 1990

Κατεβάσετε το αρχείο με το πρωτότυπο κείμενο, όπως είναι δημοσιευμένο στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ.) του Εθνικού Τυπογραφείου


 

Τελευταία ενημέρωση
Έχει διαβαστεί 19504 φορές

Τελευταία Νέα