x

Σύνδεση

Δεν έχετε λογαριασμό; Εγγραφείτε

Νόμος 4512/2018 - ΦΕΚ 5/Α/17-1-2018 (Άρθρα 100 - 238)

Ρυθμίσεις για την εφαρμογή των Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής και άλλες διατάξεις.


Άρθρα 1 έως 99   ||   Άρθρα 100 έως 238   ||    Άρθρα 239 έως 406


ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 4512/2018 (Άρθρα 100 έως 238)

ΦΕΚ 5/Α/17-1-2018

Ρυθμίσεις για την εφαρμογή των Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής και άλλες διατάξεις.

 

ΤΜΗΜΑ Β΄

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

 

ΜΕΡΟΣ Α΄

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 2251/1994 «ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ»

 

Άρθρο 100

1. Πριν από το άρθρο 1 του ν. 2251/1994 προστίθεται τίτλος ως εξής:

«ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ-ΟΡΙΣΜΟΙ»

2. Ο τίτλος του άρθρου 1 του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 1

Αντικείμενο - Πεδίο Εφαρμογής»

3. Η παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Σκοπός του παρόντος νόμου είναι:

α) η προάσπιση των δικαιωμάτων των καταναλωτών,

β) η προστασία της υγείας, της ασφάλειας και των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών,

γ) η προαγωγή της πληροφόρησης και της επιμόρφωσης των καταναλωτών, ώστε να επηρεάζουν σε όφελός τους τις εξελίξεις στην αγορά,

δ) η υποστήριξη της οργάνωσης των καταναλωτών σε ενώσεις και της ακρόασης αυτών σε θέματα που τους αφορούν,

ε) η διαμόρφωση υγιούς καταναλωτικής συνείδησης και προτύπων ορθής καταναλωτικής συμπεριφοράς.»

4. Η παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«4. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται σε κάθε προμηθευτή, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οποιασδήποτε μορφής, του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Ειδικότερα, εφαρμόζονται στους εξής τομείς:

α) σε συμβάσεις που περιέχουν γενικούς όρους συναλλαγών,

β) σε συμβάσεις πώλησης καταναλωτικών αγαθών και εγγυήσεων,

γ) στη διαφήμιση,

δ) σε αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων,

ε) σε συμβάσεις πώλησης καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών από απόσταση, καθώς και εκτός και εντός εμπορικού καταστήματος,

στ) σε συμβάσεις εμπορίας χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση.»

5. Μετά το άρθρο 1 του ν. 2251/1994 προστίθεται άρθρο 1α ως εξής:

« Άρθρο 1α

Ορισμοί

Με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων του παρόντος, νοούνται ως:

1. καταναλωτής: κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα,

2. προμηθευτής: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από το αν διέπεται από το ιδιωτικό ή δημόσιο δίκαιο, το οποίο ενεργεί ακόμη και μέσω κάθε άλλου προσώπου που ενεργεί στο ονόμά του ή για λογαριασμό του, για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με τις εμπορικές, επιχειρηματικές, βιοτεχνικές ή επαγγελματικές του δραστηριότητες,

3. πωλητής: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο πωλεί καταναλωτικά αγαθά με σύμβαση που συνάπτει κατά την άσκηση της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας,

4. παραγωγός: ο κατασκευαστής ενός καταναλωτικού αγαθού, ο εισαγωγέας του καταναλωτικού αγαθού σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε), και κάθε πρόσωπο που παρουσιάζεται ως παραγωγός θέτοντας επί αυτού το όνομά του, το σήμα του ή άλλο διακριτικό σημείο,

5. αγαθό: κάθε ενσώματο κινητό πράγμα, εκτός από τα πράγματα τα οποία μεταβιβάζονται στο πλαίσιο μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης ή αντίστοιχης νόμιμης διαδικασίας. Το νερό, το φυσικό αέριο και η ηλεκτρική ενέργεια θεωρούνται «αγαθά» κατά την έννοια του παρόντος, εφόσον διατίθενται προς πώληση σε περιορισμένο όγκο ή σε καθορισμένη ποσότητα,

6. αγαθό κατασκευασμένο σύμφωνα με τις προδιαγραφές του πελάτη: κάθε αγαθό το οποίο δεν είναι προκατασκευασμένο και κατασκευάζεται σύμφωνα με την ατομική επιλογή ή απόφαση του πελάτη,

7. σύμβαση πώλησης: κάθε σύμβαση δυνάμει της οποίας ο προμηθευτής μεταβιβάζει ή αναλαμβάνει να μεταβιβάσει την κυριότητα αγαθών στον καταναλωτή, ο δε καταναλωτής καταβάλλει ή αναλαμβάνει να καταβάλει το τίμημα, καθώς και κάθε σύμβαση που έχει ως αντικείμενο την παροχή αγαθών και υπηρεσιών ταυτόχρονα,

8. σύμβαση παροχής υπηρεσιών: κάθε σύμβαση, εκτός από τη σύμβαση πώλησης, δυνάμει της οποίας ο προμηθευτής παρέχει ή αναλαμβάνει να παράσχει υπηρεσία στον καταναλωτή, ο δε καταναλωτής καταβάλλει ή αναλαμβάνει να καταβάλει το τίμημα,

9. χρηματοοικονομική υπηρεσία: κάθε υπηρεσία τραπεζικής, πιστωτικής, ασφαλιστικής ή επενδυτικής φύσης ή σχετική με ατομικές συντάξεις, επενδύσεις ή πληρωμές,

10. σύμβαση χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση: κάθε σύμβαση που αφορά χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, η οποία συνάπτεται μεταξύ ενός προμηθευτή και ενός καταναλωτή χωρίς την ταυτόχρονη φυσική τους παρουσία, στο πλαίσιο συστήματος από απόσταση πώλησης ή παροχής υπηρεσιών που οργανώνεται από τον προμηθευτή, ο οποίος χρησιμοποιεί αποκλειστικά για τη σύμβαση αυτή ένα ή περισσότερα μέσα επικοινωνίας από απόσταση, μέχρι και τη στιγμή σύναψης της σύμβασης,

11. σταθερό μέσο: κάθε μέσο που επιτρέπει στον καταναλωτή ή στον προμηθευτή να αποθηκεύει πληροφορίες που απευθύνονται προσωπικά σε αυτόν κατά τρόπο προσπελάσιμο για μελλοντική πρόσβαση για επαρκές χρονικό διάστημα σε σχέση με τους σκοπούς που εξυπηρετούν οι πληροφορίες και το οποίο επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών, όπως το χαρτί, τα κλειδιά USB, τα CD-ROM, τα DVD, οι κάρτες μνήμης ή οι σκληροί δίσκοι υπολογιστών, και τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου,

12. μέσο επικοινωνίας από απόσταση : κάθε μέσο το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί, χωρίς την αυτοπρόσωπη και ταυτόχρονη παρουσία του προμηθευτή και του καταναλωτή, για την από απόσταση εμπορία υπηρεσίας μεταξύ των μερών αυτών, όπως αναφέρεται στο Μέρος Τρίτο,

13. φορέας ή προμηθευτής μέσου επικοινωνίας από απόσταση: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου, του οποίου η εμπορική ή η επαγγελματική δραστηριότητα συνίσταται στη διάθεση ενός ή περισσότερων μέσων επικοινωνίας από απόσταση στους προμηθευτές,

14. ψηφιακό περιεχόμενο: δεδομένα που παράγονται και παρέχονται σε ψηφιακή μορφή,

15. νόμιμη εγγύηση: η ευθύνη του πωλητή για πραγματικά ελαττώματα και έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 5 του παρόντος και τα άρθρα 534 επ. του Αστικού Κώδικα,

16. εμπορική εγγύηση: κάθε ανάληψη υποχρέωσης από τον πωλητή ή τον παραγωγό (εγγυητή) προς τον καταναλωτή πλέον της νόμιμης εγγύησης, για επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος ή για αντικατάσταση, επισκευή ή συντήρηση με οποιοδήποτε τρόπο των αγαθών αν αυτά δεν ικανοποιούν τις προδιαγραφές ή οποιαδήποτε άλλη απαίτηση, οι οποίες αναφέρονται στη δήλωση της εγγύησης ή στη σχετική διαφήμιση και είναι διαθέσιμες κατά τη στιγμή ή πριν από τη σύναψη της σύμβασης.».

 

Άρθρο 101

1. Πριν από το άρθρο 2 του ν. 2251/1994, ο τίτλος «ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ» αντικαθίσταται ως εξής:

«ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ»

2. Η παρ. 10 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 αναριθμείται σε παρ. 9 και αντικαθίσταται ως εξής:

«9. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε κάθε σύμβαση, ανεξάρτητα από το αν ο αντισυμβαλλόμενος του προμηθευτή είναι καταναλωτής, όταν πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) η σύμβαση περιλαμβάνει όρους οι οποίοι δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών,

β) ο αντισυμβαλλόμενος του προμηθευτή πληροί τα κριτήρια της πολύ μικρής επιχείρησης, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 4308/2014 (Α΄ 251), και

γ) ο αντισυμβαλλόμενος του προμηθευτή συμβάλλεται ως τελικός αποδέκτης των παρεχόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών.

Θεωρείται ότι ο όρος δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, όταν ο αντισυμβαλλόμενος του προμηθευτή δεν μπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόμενό του. Το γεγονός ότι για ορισμένα στοιχεία κάποιου όρου ή για ένα μεμονωμένο όρο υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση δεν αποκλείει την εφαρμογή του παρόντος άρθρου στο υπόλοιπο της σύμβασης, αν από το σύνολο των περιστάσεων προκύπτει ότι πρόκειται για σύμβαση προσχώρησης.

Ο προμηθευτής φέρει το βάρος απόδειξης ότι υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση ενώ ο αντισυμβαλλόμενος του προμηθευτή φέρει το βάρος απόδειξης ότι πληροί τις προϋποθέσεις των περιπτώσεων β΄ και γ΄ που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.».

 

Άρθρο 102

1. Πριν από το άρθρο 3 του ν. 2251/1994 προστίθεται τίτλος ως εξής:

«ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΑΠΟ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΟΣ»

2. Τo άρθρο 3 του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς των διατάξεων των άρθρων 3 έως 4, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1. σύμβαση από απόσταση: κάθε σύμβαση η οποία συνάπτεται μεταξύ του προμηθευτή και του καταναλωτή στο πλαίσιο ενός οργανωμένου συστήματος πωλήσεων από απόσταση ή παροχής υπηρεσιών χωρίς την ταυτόχρονη φυσική παρουσία του προμηθευτή και του καταναλωτή, με αποκλειστική χρήση ενός ή περισσότερων μέσων επικοινωνίας από απόσταση, όπως το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, το τηλέφωνο, η τηλεομοιοτυπία ή το διαδίκτυο, μέχρι και τη στιγμή σύναψης της σύμβασης,

2. σύμβαση εκτός εμπορικού καταστήματος: κάθε σύμβαση μεταξύ του προμηθευτή και του καταναλωτή η οποία πληροί διαζευκτικά τις εξής προϋποθέσεις:

α) συνάπτεται με ταυτόχρονη φυσική παρουσία του προμηθευτή και του καταναλωτή σε χώρο που δεν είναι το εμπορικό κατάστημα του προμηθευτή,

β) συνάπτεται κατόπιν προσφοράς από τον καταναλωτή α΄,

γ) συνάπτεται στο εμπορικό κατάστημα του προμηθευτή ή με χρήση οποιουδήποτε μέσου επικοινωνίας από απόσταση αμέσως μετά από προσωπική και ατομική επαφή με τον καταναλωτή σε χώρο που δεν είναι το εμπορικό κατάστημα του προμηθευτή, με την ταυτόχρονη φυσική παρουσία του προμηθευτή και του καταναλωτή,

δ) συνάπτεται στη διάρκεια εκδρομής που έχει οργανωθεί από τον προμηθευτή με σκοπό ή αποτέλεσμα τη διαφήμιση και πώληση αγαθών ή υπηρεσιών στον καταναλωτή,

3. εμπορικό κατάστημα:

α) κάθε ακίνητος χώρος λιανικής πώλησης όπου ο προμηθευτής πραγματοποιεί τη δραστηριότητά του σε μόνιμη βάση,

β) κάθε κινητός χώρος λιανικής πώλησης όπου ο προμηθευτής πραγματοποιεί τη δραστηριότητά του σε συνήθη βάση,

4. δευτερεύουσα σύμβαση: μια σύμβαση με την οποία ο καταναλωτής αποκτά αγαθά ή υπηρεσίες που συνδέονται με σύμβαση από απόσταση ή με σύμβαση εκτός εμπορικού καταστήματος και κατά την οποία τα εν λόγω αγαθά ή οι υπηρεσίες παρέχονται από τον προμηθευτή ή από ένα τρίτο μέρος με βάση μια ρύθμιση μεταξύ του εν λόγω τρίτου μέρους και του προμηθευτή,

5. δημόσιος πλειστηριασμός: μέθοδος πώλησης κατά την οποία τα αγαθά ή οι υπηρεσίες προσφέρονται από τον προμηθευτή σε καταναλωτές, οι οποίοι συμμετέχουν ή έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν στον πλειστηριασμό οι ίδιοι, μέσω διαφανούς ανταγωνιστικής διαδικασίας προσφορών που διεξάγεται από έναν εκπλειστηριαστή και ο πλειοδότης δεσμεύεται να αγοράσει τα αγαθά ή τις υπηρεσίες.»

3. Η περίπτωση θ΄ της παρ. 3 του άρθρου 3α του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«θ) οι οποίες καταρτίζονται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 5 του Κώδικα Συμβολαιογράφων ν. 2830/2000 (Α΄96)».

4. Στην περίπτωση η΄ της παρ. 1 του άρθρου 3β΄ του ν. 2251/1994 οι λέξεις «του ν. 2251/1994 Για την προστασία των καταναλωτών» αντικαθίστανται με τις λέξεις «του παρόντος».

5. Η περίπτωση ιβ΄ της παρ. 1 του άρθρου 3β΄ του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«ιβ) υπενθύμιση της ύπαρξης της ευθύνης του πωλητή για πραγματικά ελαττώματα και έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 5 του παρόντος και τα άρθρα 534 επ. του Αστικού Κώδικα».

6. Στην περίπτωση ιδ΄ της παρ. 1 του άρθρου 3β του ν. 2251/1994 οι λέξεις «του ν. 2251/1994» αντικαθίστανται με τις λέξεις «του παρόντος».

7. Στην παρ. 4 του άρθρου 3β του ν. 2251/1994 οι λέξεις «του ν. 2251/1994» αντικαθίστανται με τις λέξεις «του παρόντος».

8. Στην περίπτωση α΄ της παρ. 1 του άρθρου 3ζ του ν. 2251/1994 οι λέξεις «του ν. 2251/1994» αντικαθίστανται με τις λέξεις «του παρόντος».

9. Στην παρ. 3 του άρθρου 3ζ΄ του ν. 2251/1994 οι λέξεις «του ν. 2251/1994» αντικαθίστανται με τις λέξεις «του παρόντος».

10. Η περίπτωση ε΄ της παρ. 1 του άρθρου του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«ε) επιπλέον της υπενθύμισης της ύπαρξης νόμιμης εγγύησης, την ύπαρξη τεχνικής εξυπηρέτησης μετά την πώληση και, κατά περίπτωση, την παροχή εμπορικών εγγυήσεων μαζί με τις σχετικές προϋποθέσεις»

11. Στο άρθρο 4ζ του ν. 2251/1994 οι λέξεις «του ν. 2251/1994» αντικαθίστανται με τις λέξεις «του παρόντος».

12. Το άρθρο 4θ του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 4θ

Εμπορία από απόσταση χρηματοοικονομικών υπηρεσιών

1. Πεδίο εφαρμογής: Όσον αφορά τις συμβάσεις που αφορούν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, οι οποίες περιλαμβάνουν μια αρχική συμφωνία παροχής υπηρεσίας και ακολούθως διαδοχικές πράξεις ή σειρά διακριτών πράξεων της αυτής φύσεως που κλιμακώνονται χρονικά, οι διατάξεις αυτού του άρθρου εφαρμόζονται μόνο στην αρχική συμφωνία. Αν δεν υπάρχει αρχική συμφωνία παροχής υπηρεσίας αλλά οι διαδοχικές ή διακριτές πράξεις της αυτής φύσεως που κλιμακώνονται χρονικά, διενεργούνται μεταξύ των ίδιων συμβαλλομένων μερών, οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται μόνο κατά τη διενέργεια της πρώτης πράξης. Όταν όμως δεν έχει διενεργηθεί πράξη της ίδιας φύσης για διάστημα άνω του ενός έτους, η διενέργεια της επόμενης πράξης θεωρείται ως η πρώτη μιας νέας σειράς πράξεων και, συνεπώς, εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος.

2. Πληροφόρηση του καταναλωτή πριν από τη σύναψη σύμβασης χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση:

Α. Πριν από τη σύναψη σύμβασης χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση ο προμηθευτής πρέπει να ενημερώνει τον καταναλωτή, με τα μέσα επικοινωνίας από απόσταση, κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, τηρουμένων των αρχών της καλής πίστης κατά τις εμπορικές συναλλαγές και των διατάξεων που διέπουν το κύρος των δικαιοπραξιών, για τα ακόλουθα στοιχεία, ο εμπορικός σκοπός των οποίων πρέπει να καθίσταται σαφής:

α. Πληροφορίες που αφορούν τον προμηθευτή:

αα. την ταυτότητα και την κύρια δραστηριότητα του προμηθευτή, τη διεύθυνση στην οποία είναι εγκατεστημένος ο προμηθευτής, καθώς και κάθε άλλη διεύθυνση που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τις σχέσεις του καταναλωτή με τον προμηθευτή,

ββ. την ταυτότητα του αντιπροσώπου του προμηθευτή που είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα και τη διεύθυνση που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τις σχέσεις του καταναλωτή με τον αντιπρόσωπο, όταν υπάρχει αντιπρόσωπος,

γγ. αν οι επαγγελματικές επαφές του καταναλωτή έγιναν με άλλον επαγγελματία πλην του προμηθευτή, την ταυτότητα του εν λόγω επαγγελματία, την ιδιότητα με την οποία ενεργεί έναντι του καταναλωτή, και τη διεύθυνση που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τις σχέσεις μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία,

δδ. όταν ο προμηθευτής είναι καταχωρημένος σε εμπορικό ή αντίστοιχο δημόσιο μητρώο, το εμπορικό μητρώο στο οποίο είναι εγγεγραμμένος ο προμηθευτής και τον αριθμό καταχώρισής του ή ισοδύναμο μέσο αναγνώρισης στο εν λόγω μητρώο,

εε. όταν η δραστηριότητα του προμηθευτή υπόκειται σε καθεστώς έγκρισης, τα στοιχεία της αρμόδιας εποπτεύουσας αρχής.

β. Πληροφορίες που αφορούν τη χρηματοοικονομική υπηρεσία:

αα. περιγραφή των κυριότερων χαρακτηριστικών στοιχείων της χρηματοοικονομικής υπηρεσίας,

ββ. το συνολικό τίμημα που πρέπει να πληρώσει ο καταναλωτής στον προμηθευτή για τη χρηματοοικονομική υπηρεσία, συμπεριλαμβανομένων όλων των συναφών τελών, επιβαρύνσεων και δαπανών και όλων των φόρων που εισπράττονται μέσω του προμηθευτή ή, αν δεν μπορεί να προσδιοριστεί το ακριβές τίμημα, τη βάση υπολογισμού του, κατά τρόπο ώστε να μπορεί να το ελέγξει ο καταναλωτής,

γγ. εφόσον συντρέχει περίπτωση, προειδοποίηση η οποία αναφέρει ότι η χρηματοοικονομική υπηρεσία συνδέεται με τίτλους που συνεπάγονται ειδικούς κινδύνους συνδεόμενους με τα ειδικά χαρακτηριστικά ή τις πράξεις που πρέπει να εκτελεστούν ή των οποίων η τιμή εξαρτάται από τις διακυμάνσεις στις κεφαλαιαγορές επί των οποίων ο προμηθευτής δεν έχει καμία επίδραση, καθώς και ότι οι αποδόσεις του παρελθόντος δεν αποτελούν δείκτη για τις μελλοντικές αποδόσεις,

δδ. μνεία της ενδεχόμενης ύπαρξης άλλων φόρων ή/και δαπανών που δεν εισπράττονται μέσω του προμηθευτή ούτε χρεώνονται από αυτόν,

εε. τους τυχόν χρονικούς περιορισμούς της ισχύος των παρεχόμενων πληροφοριών,

στστ. τις ρυθμίσεις σχετικά με την πληρωμή και την εκτέλεση,

ζζ. το τυχόν ειδικό επιπλέον κόστος που συνεπάγεται για τον καταναλωτή η χρήση των μέσων επικοινωνίας από απόσταση, εάν αυτό το επιπλέον κόστος χρεώνεται.

γ. Πληροφορίες που αφορούν τη σύμβαση χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση:

αα. την ύπαρξη ή μη δικαιώματος υπαναχώρησης, όπως προβλέπεται στην παρ. 5 του παρόντος άρθρου και, αν υφίσταται το δικαίωμα αυτό, τη διάρκεια και τις προϋποθέσεις άσκησής του, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών για το ποσό που ενδέχεται να υποχρεωθεί να πληρώσει ο καταναλωτής σύμφωνα με την περίπτ. β΄ της παρ. 6, καθώς επίσης και τις συνέπειες της μη άσκησης αυτού του δικαιώματος,

ββ. την ελάχιστη διάρκεια της σύμβασης χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση, εάν πρόκειται για σύμβαση παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών σε μόνιμη ή περιοδική βάση,

γγ. πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα που μπορεί να έχουν τα μέρη να προκαλέσουν την πρόωρη ή μονομερή λύση της σύμβασης χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης αυτής, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών κυρώσεων που προβλέπονται στις περιπτώσεις αυτές από τη σύμβαση,

δδ. πρακτικές οδηγίες για την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης και υπόδειγμα δήλωσης υπαναχώρησης, όπου να αναγράφεται, μεταξύ άλλων, η διεύθυνση στην οποία πρέπει να απευθύνεται η δήλωση υπαναχώρησης,

εε. το κράτος-μέλος ή τα κράτη-μέλη, στη νομοθεσία των οποίων βασίζεται ο προμηθευτής για τη δημιουργία σχέσεων με τον καταναλωτή πριν από τη σύναψη της σύμβασης χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση,

στστ. οποιαδήποτε συμβατική ρήτρα σχετικά με το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σύμβαση χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση ή και το αρμόδιο δικαστήριο,

ζζ. τη γλώσσα ή τις γλώσσες στις οποίες διατυπώνονται οι όροι της σύμβασης και η αναφερόμενη στην παρούσα παράγραφο εκ των προτέρων πληροφόρηση, καθώς και τη γλώσσα ή τις γλώσσες στις οποίες ο προμηθευτής, σε συμφωνία με τον καταναλωτή, αναλαμβάνει την υποχρέωση να επικοινωνεί κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης.

δ. Πληροφορίες που αφορούν την προσφυγή:

αα. την ύπαρξη μηχανισμών εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών, όπως ο Συνήγορος του Καταναλωτή, σύμφωνα με την υπ΄ αρ. 70330/2015 (Β΄1421) ΚΥΑ, στους οποίους έχει πρόσβαση ο καταναλωτής που είναι συμβαλλόμενος στην από απόσταση σύμβαση και τον τρόπο με τον οποίο έχει πρόσβαση ο καταναλωτής,

ββ. την ύπαρξη κεφαλαίων εγγύησης ή άλλων ρυθμίσεων για την παροχή αποζημιώσεων, που δεν καλύπτονται από συστήματα εγγύησης καταθέσεων, σύμφωνα με το ν. 2832/2000 (Α΄ 141) και αποζημίωσης των επενδυτών, σύμφωνα με τον ν. 2533/1997 (Α΄ 228).

Β. Στην περίπτωση τηλεφωνικών επικοινωνιών, οι οποίες ηχογραφούνται υποχρεωτικά σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18 του ν. 3340/2005 (Α΄ 112) και του ν. 3471/2006 (Α΄ 133), πρέπει να δηλώνεται σαφώς, στην αρχή οποιασδήποτε συνομιλίας με τον καταναλωτή, ότι αυτή μαγνητοφωνείται, η ταυτότητα του προμηθευτή και ο εμπορικός σκοπός του τηλεφωνήματος.

Επιπρόσθετα, εφόσον συγκατατίθεται ρητά ο καταναλωτής, είναι υποχρεωτική η παροχή σε αυτόν των ακόλουθων πληροφοριών που αφορούν:

α. στην ταυτότητα του προσώπου που έρχεται σε επαφή με τον καταναλωτή και στη σχέση του με τον προμηθευτή,

β. στην περιγραφή των κυριότερων στοιχείων της χρηματοοικονομικής υπηρεσίας,

γ. στο συνολικό τίμημα που πρέπει να πληρώσει ο καταναλωτής στον προμηθευτή για τη χρηματοοικονομική υπηρεσία, συμπεριλαμβανομένων όλων των φόρων που εισπράττονται μέσω του προμηθευτή ή αν δεν μπορεί να προσδιοριστεί το ακριβές τίμημα, στη βάση υπολογισμού του, κατά τρόπον που επιτρέπει στον καταναλωτή να το ελέγξει,

δ. στην ενδεχόμενη ύπαρξη άλλων φόρων ή και δαπανών που δεν εισπράττονται μέσω του προμηθευτή ούτε χρεώνονται από αυτόν,

ε. στην ύπαρξη ή μη δικαιώματος υπαναχώρησης, όπως προβλέπεται στην παρ. 5 του παρόντος άρθρου, και, αν υφίσταται το δικαίωμα αυτό, τη διάρκεια και τις προϋποθέσεις άσκησής του, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών για το ποσό που ενδέχεται να υποχρεωθεί να πληρώσει ο καταναλωτής σύμφωνα με την περίπτ. β΄ της παρ. 6 του παρόντος.

Ο προμηθευτής οφείλει να πληροφορεί τον καταναλωτή ότι, ύστερα από αίτημά του, μπορεί να λάβει και άλλες πληροφορίες, καθώς και να ενημερωθεί για τη φύση των πληροφοριών αυτών. Σε κάθε περίπτωση, ο προμηθευτής του παρέχει όλες τις πληροφορίες, όταν εκτελεί τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την παρ. 4 του παρόντος.

Γ. Οι πληροφορίες σχετικά με συμβατικές υποχρεώσεις, οι οποίες πρέπει να ανακοινώνονται στον καταναλωτή κατά την περίοδο πριν από τη σύναψη της σύμβασης, πρέπει να είναι σύμφωνες με τις συμβατικές υποχρεώσεις που θα απέρρεαν από τη νομοθεσία που θα εφαρμοζόταν κατά τεκμήριο στη σύμβαση από απόσταση, αν η τελευταία είχε συναφθεί.

Δ. Σύμβαση χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση είναι άκυρη υπέρ του καταναλωτή, αν, πριν από τη σύναψη της, αυτός δεν ενημερώθηκε, με τα μέσα και τον τρόπο που προβλέπονται στο παρόν άρθρο για τα στοιχεία τα οποία ορίζονται στις υποπαρ. A΄ και Β΄ της παρ. 2 του παρόντος άρθρου.

3. Απαιτήσεις εκ των προτέρων πληροφόρησης, πέραν αυτών της υποπαρ. Α΄ της παρ. 2 του παρόντος άρθρου, οι οποίες απορρέουν από ειδικές διατάξεις της ενωσιακής νομοθεσίας που διέπουν τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, εξακολουθούν να ισχύουν. Η Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή κοινοποιεί τις εθνικές διατάξεις σχετικά με τις απαιτήσεις εκ των προτέρων πληροφόρησης στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι προμηθευτές υποχρεούνται να διαβιβάζουν αμελλητί στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή τους σχετικούς τύπους συμβάσεων, περιλαμβανομένων και των γενικών όρων συναλλαγών.

4. Γνωστοποίηση των συμβατικών όρων:

α. Η σύμβαση χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση είναι άκυρη υπέρ του καταναλωτή, αν αυτός δεν λάβει εγκαίρως, και, σε κάθε περίπτωση, πριν από τη δέσμευσή του από τη σύμβαση αυτή, όλους τους όρους της, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που αναφέρονται στις υποπαρ. Α΄ και Β΄ της παρ. 2 και στην παρ. 3 του παρόντος άρθρου, εγγράφως ή με άλλο σταθερό μέσο στο οποίο έχει πρόσβαση.

β. Ο προμηθευτής εκπληρώνει την υποχρέωση που προβλέπεται στην περίπτωση α΄ της παρούσας παραγράφου αμέσως μετά τη σύναψη της σύμβασης από απόσταση, αν αυτή έχει συναφθεί ύστερα από αίτημα του καταναλωτή με τη χρησιμοποίηση μέσου επικοινωνίας από απόσταση το οποίο δεν επιτρέπει να ανακοινωθούν οι συμβατικοί όροι και οι πληροφορίες σύμφωνα με την περίπτ. α΄ της παρούσας παραγράφου.

γ. Σε κάθε περίπτωση, συμβατικοί όροι που δεν γνωστοποιήθηκαν κατά τα οριζόμενα στις περίπτ. α΄ και β΄ της παρούσας παραγράφου στον καταναλωτή δεν τον δεσμεύουν, έστω και αν δεν αποτελούν κρίσιμους παράγοντες για τη διαμόρφωση της δικαιοπρακτικής βούλησής του.

δ. Όσο διαρκεί η συμβατική σχέση, ο καταναλωτής δικαιούται, ύστερα από αίτημά του, να λαμβάνει τους συμβατικούς όρους εγγράφως. Επιπλέον, ο καταναλωτής δικαιούται να αλλάζει το χρησιμοποιούμενο μέσο επικοινωνίας από απόσταση, εκτός αν αυτό είναι ασυμβίβαστο με τη συναφθείσα σύμβαση από απόσταση ή με τη φύση της παρεχόμενης χρηματοοικονομικής υπηρεσίας.

5. Δικαίωμα υπαναχώρησης:

α. Σε κάθε σύμβαση από απόσταση, ο καταναλωτής έχει το δικαίωμα να υπαναχωρήσει μέσα σε δεκατέσσερις (14) ημερολογιακές ημέρες, χωρίς καμία ποινή και χωρίς να αναφέρει αιτιολογία.

Η προθεσμία αυτή παρατείνεται σε τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες προκειμένου περί συμβάσεων από απόσταση με αντικείμενο ασφαλίσεις ζωής, όπως αυτές ρυθμίζονται στο άρθρο 5 του ν. 4364/2016 (Α΄ 13), καθώς και στις συνταξιοδοτικές ασφαλίσεις.

Για την άσκηση του δικαιώματος αυτού η προθεσμία αρχίζει:

αα. είτε από την ημέρα σύναψης της σύμβασης από απόσταση, εκτός αν πρόκειται για ασφαλίσεις ζωής, για τις οποίες η προθεσμία αρχίζει την ημέρα που ο καταναλωτής πληροφορήθηκε τη σύναψη της σύμβασης από απόσταση,

ββ. είτε από την ημέρα που ο καταναλωτής παρέλαβε τους συμβατικούς όρους και τις πληροφορίες, σύμφωνα με τις περίπτ. α΄ και β΄ της παρ. 4 του παρόντος άρθρου,, εφόσον αυτή η τελευταία ημερομηνία είναι μεταγενέστερη από την αναφερόμενη στην υποπερίπτ. αα΄ της παρούσας παραγράφου.

β. Το δικαίωμα υπαναχώρησης δεν ασκείται:

αα. σε χρηματοοικονομικές υπηρεσίες η τιμή των οποίων εξαρτάται από διακυμάνσεις της κεφαλαιαγοράς επί των οποίων ο προμηθευτής δεν έχει καμία επίδραση και μπορεί να επέλθουν κατά τη διάρκεια της προθεσμίας υπαναχώρησης, όπως είναι οι υπηρεσίες που αφορούν πράξεις συναλλάγματος, τίτλους της χρηματαγοράς, διαπραγματεύσιμους τίτλους, μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, προθεσμιακές χρηματοοικονομικές συμβάσεις (futures), συμπεριλαμβανομένων των ισοδύναμων τίτλων που παρέχουν δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς, προθεσμιακά συμβόλαια επιτοκίου (FRA), συμβάσεις ανταλλαγής (swaps) με αντικείμενο επιτόκιο ή συνάλλαγμα ή συνδεόμενες με μετοχές ή με δείκτη μετοχών (equity swaps),προαιρέσεις (options) αγοράς ή πώλησης οιουδήποτε τίτλου από τους αναφερόμενους στην παρούσα περίπτωση, συμπεριλαμβανομένων των ισοδύναμων τίτλων που παρέχουν δικαίωμα εκκαθαρίσεως τοις μετρητοίς.

Συμπεριλαμβάνονται, ιδίως, στην κατηγορία αυτή οι προαιρέσεις συναλλάγματος και επιτοκίων.

ββ. σε ασφαλιστήρια συμβόλαια ταξιδιών και αποσκευών ή παρόμοια βραχυπρόθεσμα ασφαλιστήρια συμβόλαια με διάρκεια μικρότερη του ενός (1) μηνός,

γγ. στις συμβάσεις των οποίων η εκτέλεση έχει ολοκληρωθεί πλήρως και από τα δύο μέρη με ρητή αίτηση του καταναλωτή προτού ασκήσει ο καταναλωτής το δικαίωμα υπαναχώρησης.

γ. Ο καταναλωτής ασκεί το δικαίωμα υπαναχώρησης με σχετική δήλωση του, σύμφωνα με τις πρακτικές οδηγίες που του έχουν δοθεί κατά την υποπερίπτωση δδ΄, της περίπτωση γ΄ της υποπαρ. Α της παρ. 2 του παρόντος άρθρου, πριν από την εκπνοή της ανωτέρω προθεσμίας που ορίζεται στην περίπτωση α΄ της παρούσας παραγράφου, εγγράφως ή με άλλο σταθερό μέσο το οποίο τίθεται στη διάθεση του αποδέκτη και στο οποίο αυτός έχει πρόσβαση.

Η προθεσμία θεωρείται ότι έχει τηρηθεί εφόσον η κοινοποίηση της δήλωσης υπαναχώρησης αποσταλεί πριν από την εκπνοή της προθεσμίας.

δ. Οι περιπτώσεις α΄ έως γ΄ της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται στις πιστωτικές συμφωνίες που καταγγέλλονται δυνάμει των άρθρων 3ια και 4γ και της παρ. 2 του άρθρου 11 της υπ΄ αριθμ. Ζ1-130/11 (Β΄ 295) κοινής υπουργικής απόφασης.

ε. Αν με τη σύμβαση από απόσταση μίας χρηματοοικονομικής υπηρεσίας συνδέεται άλλη σύμβαση από απόσταση η οποία είναι σχετική με χρηματοοικονομικές υπηρεσίες που παρέχονται από τον προμηθευτή ή από τρίτο δυνάμει συμφωνίας του τρίτου με τον προμηθευτή, η πρόσθετη αυτή σύμβαση καταγγέλλεται από τον καταναλωτή, αζημίως, όταν αυτός ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην περίπτωση α΄ της παρούσας παραγράφου.

στ. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν θίγουν τις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις που διέπουν την καταγγελία, τη διακοπή ή το μη εκτελεστό συμβάσεως από απόσταση ή το δικαίωμα του καταναλωτή να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις πριν από την ημερομηνία που ορίζεται στη σύμβαση από απόσταση. Οι διατάξεις αυτές ισχύουν ανεξάρτητα από τους όρους και τα νομικά αποτελέσματα της λύσεως της σύμβασης.

6. Πληρωμή για υπηρεσία που έχει παρασχεθεί πριν από την υπαναχώρηση:

α. Η εκπλήρωση της σύμβασης χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση αρχίζει μόνο μετά από γραπτή δήλωση του καταναλωτή, με την οποία παρέχεται η σχετική συναίνεσή του.

β. Αν ο καταναλωτής ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης που προβλέπεται στην περίπτωση α΄ της παρ. 5 του παρόντος άρθρου, υποχρεούται να πληρώσει αποκλειστικά, το συντομότερο δυνατόν, το τίμημα για τη χρηματοοικονομική υπηρεσία που του έχει παράσχει ο προμηθευτής σύμφωνα με τη σύμβαση από απόσταση. Το πληρωτέο ποσό δεν μπορεί:

αα. να υπερβαίνει ποσό ανάλογο με την έκταση της υπηρεσίας που ήδη παρασχέθηκε, σε σχέση με το σύνολο των παροχών που προβλέπει η σύμβαση από απόσταση,

ββ. σε καμία περίπτωση να είναι τέτοιο που να μπορεί να εκληφθεί ως ποινή.

γ. Ο προμηθευτής δεν μπορεί να απαιτήσει από τον καταναλωτή να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό σύμφωνα με την περίπτωση β΄ της παρούσας παραγράφου εκτός αν μπορεί να αποδείξει ότι ο καταναλωτής είχε δεόντως ενημερωθεί για το πληρωτέο ποσό, σύμφωνα με την υποπερίπτωσης αα΄ της περίπτωσης γ΄ της υποπαραγράφου Α΄ της παρ. 2 του παρόντος άρθρου. Ο προμηθευτής δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να απαιτήσει την πληρωμή αυτή, αν έχει αρχίσει να εκτελεί τη σύμβαση πριν από την εκπνοή της προθεσμίας υπαναχώρησης, που ορίζεται στην περίπτ. α΄ της παρ. 6 του παρόντος, χωρίς προηγούμενη σχετική γραπτή δήλωση του καταναλωτή.

δ. Ο προμηθευτής υποχρεούται να επιστρέψει στον καταναλωτή, το ταχύτερο δυνατόν και το αργότερο εντός τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών, οποιοδήποτε ποσό έχει λάβει από αυτόν σύμφωνα με τη σύμβαση χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση, με εξαίρεση το ποσό που αναφέρεται στην περίπτωση β΄ της παρούσας παραγράφου. Η προθεσμία αρχίζει από την ημέρα που ο προμηθευτής έλαβε τη δήλωση υπαναχώρησης.

ε. Ο καταναλωτής επιστρέφει στον προμηθευτή, το ταχύτερο δυνατόν και το αργότερο εντός τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών, οποιοδήποτε χρηματικό ποσό ή προϊόν έχει λάβει από αυτόν. Η προθεσμία αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία ο καταναλωτής απέστειλε τη δήλωση υπαναχώρησης.

7. Μη αιτηθείσες υπηρεσίες:

Απαγορεύεται η παροχή στον καταναλωτή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση χωρίς προηγούμενο σχετικό αίτημά του, όταν καλείται να τις αποκτήσει έναντι άμεσης ή μεταγενέστερης πληρωμής. Αν η παροχή των υπηρεσιών αυτών πραγματοποιηθεί, ο καταναλωτής απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση και δεν οφείλει οποιοδήποτε τίμημα, εκτός αν η παροχή υπηρεσιών οφείλεται σε προφανές λάθος, οπότε ο καταναλωτής θέτει την υπηρεσία, εφόσον η φύση της το επιτρέπει, για εύλογο χρόνο στη διάθεση του προμηθευτή. Η μη απάντηση του καταναλωτή δεν συνιστά σε καμία περίπτωση συναίνεση του.

8. Αυτόκλητη επικοινωνία:

α. Η χρησιμοποίηση των τεχνικών επικοινωνίας πρέπει να γίνεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην προσβάλλεται η ιδιωτική ζωή του καταναλωτή.

β. Ειδικότερα, για μη ζητηθείσα επικοινωνία εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 3471/2006.

9. Κυρώσεις:

Ανεξάρτητα από την επιβολή των κυρώσεων των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 13α του παρόντος νόμου, ο καταναλωτής μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από απόσταση οποτεδήποτε, χωρίς έξοδα και ποινές, όταν ο προμηθευτής δεν τηρεί τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

10. Αναγκαστικός χαρακτήρας του παρόντος άρθρου:

Ρήτρες με τις οποίες ο καταναλωτής παραιτείται από την άσκηση των δικαιωμάτων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο ή ο προμηθευτής απαλλάσσεται των ευθυνών που απορρέουν από το άρθρο αυτό είναι άκυρες.

11. Το βάρος της απόδειξης:

α. Με την επιφύλαξη της περίπτωσης γ΄ της παρ. 6 του παρόντος άρθρου, το βάρος απόδειξης σχετικά με την τήρηση των υποχρεώσεων πληροφόρησης του καταναλωτή από τον προμηθευτή, καθώς και τη γραπτή δήλωση του καταναλωτή για τη σύναψη της σύμβασης και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, για την εκτέλεση της, φέρει ο προμηθευτής.

β. Συμβατική ρήτρα η οποία προβλέπει ότι το βάρος της απόδειξης για την τήρηση, εκ μέρους του προμηθευτή, του συνόλου ή μέρους των υποχρεώσεων του κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, φέρει ο καταναλωτής, θεωρείται άκυρη ως καταχρηστική.».

 

Άρθρο 103

1. Πριν το άρθρο 5 του ν. 2251/1994 προστίθεται τίτλος ως εξής:

«ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΠΩΛΗΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ»

2. Το άρθρο 5 του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 5

Ευθύνη κατά την πώληση καταναλωτικών αγαθών

(νόμιμη εγγύηση)

1. Σε κάθε πώληση ο πωλητής υποχρεούται να παραδώσει στον καταναλωτή τα αγαθά με τις συνομολογημένες ιδιότητες και χωρίς πραγματικά ελαττώματα, σύμφωνα με τα άρθρα 534 επ. του Αστικού Κώδικα.

2. Σε περίπτωση πώλησης μεταχειρισμένων αγαθών, ο πωλητής και ο καταναλωτής μπορούν να συμφωνήσουν μικρότερη χρονική περίοδο για την παραγραφή της ευθύνης του πωλητή από αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 554 του Αστικού Κώδικα. Σε κάθε περίπτωση, η περίοδος αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ενός (1) έτους.

3. Παραίτηση του καταναλωτή από την προστασία του πριν από την εμφάνιση του ελαττώματος ή της έλλειψης της συνομολογημένης ιδιότητας είναι άκυρη.».

3. Μετά το άρθρο 5 του ν. 2251/1994 προστίθεται άρθρο 5α ως εξής:

«Άρθρο 5α

Εμπορική εγγύηση

1. Κάθε πωλητής ή παραγωγός μπορεί να παρέχει εμπορική εγγύηση, η οποία συνίσταται στην ανάληψη από μέρους του κάθε μορφής υποχρέωση έναντι του καταναλωτή, επιπλέον της νόμιμης εγγύησης, για επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος, αντικατάσταση, επισκευή ή φροντίδα με οποιονδήποτε τρόπο του καταναλωτικού αγαθού, χωρίς επιπλέον επιβάρυνση, αν αυτό δεν ανταποκρίνεται στα χαρακτηριστικά που αναφέρονται στη δήλωση εγγύησης ή στη σχετική διαφήμιση.

2. Ο πωλητής ή παραγωγός παρέχει την εγγύηση της προηγούμενης παραγράφου εγγράφως ή πάνω σε άλλο σταθερό μέσο αποτύπωσης το οποίο είναι διαθέσιμο και προσιτό στον καταναλωτή. Η εγγύηση περιλαμβάνει, με απλή, ευανάγνωστη και κατανοητή διατύπωση στην ελληνική γλώσσα, τουλάχιστον την επωνυμία και τη διεύθυνση του εγγυητή, το αγαθό στο οποίο αναφέρεται η εγγύηση, το ακριβές περιεχόμενό της, τη διάρκεια και την έκταση της εδαφικής της ισχύος. Στην εγγύηση αυτή δηλώνονται με σαφήνεια και πληρότητα τα δικαιώματα του καταναλωτή και διευκρινίζεται ότι τα δικαιώματα αυτά δεν θίγονται από την εμπορική εγγύηση. Η εγγύηση πρέπει να είναι σύμφωνη με τους κανόνες της καλής πίστης και να μην αναιρείται από υπερβολικές ρήτρες εξαιρέσεων.

3. Η παράβαση των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου δεν θίγει το κύρος της εγγύησης, την οποία ο καταναλωτής μπορεί να επικαλεστεί και να απαιτήσει την τήρησή της. Όταν για διαρκή καταναλωτικά αγαθά με εκτιμώμενη πιθανή διάρκεια ζωής άνω των δύο (2) ετών δεν παρέχεται εμπορική εγγύηση, ο πωλητής το γνωστοποιεί στον καταναλωτή με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο εγγράφως ή πάνω σε σταθερό μέσο πριν από την πώληση και ταυτόχρονα γνωστοποιεί με τον ίδιο τρόπο ότι σε κάθε περίπτωση ισχύουν τα δικαιώματά του καταναλωτή από τη διετή νόμιμη εγγύηση, όπως αυτά εξειδικεύονται στο άρθρο 5 του παρόντος νόμου και στα άρθρα 534 επ. του Αστικού Κώδικα. H πιθανή διάρκεια ζωής του αγαθού είναι ο εύλογα αναμενόμενος χρόνος κατά τον οποίο μπορεί να χρησιμοποιείται σύμφωνα με τον προορισμό του, έστω και έπειτα από επισκευή ή αντικατάσταση ανταλλακτικών, μέχρις ότου η φθορά από την τακτική χρήση καταστήσει το προϊόν άχρηστο ή την περαιτέρω χρήση του οικονομικά ασύμφορη. Ο πωλητής φέρει το βάρος απόδειξης ότι έλαβε χώρα η ενημέρωση αυτή.

4. Σε περίπτωση αντικατάστασης του αγαθού ή ανταλλακτικού του, η εμπορική εγγύηση αυτόματα ανανεώνεται για όλη τη διάρκειά της ως προς το νέο αγαθό ή ανταλλακτικό, εκτός αν σε αυτή ορίζεται διαφορετικά. Αν κατά τη διάρκεια ισχύος της εμπορικής εγγύησης, η οποία παρέχει επισκευή καταναλωτικού αγαθού, το αγαθό εμφανίσει κάποιο ελάττωμα και ο απαιτούμενος χρόνος επισκευής του υπερβαίνει τις δεκαπέντε (15) εργάσιμες ημέρες, ο καταναλωτής δικαιούται να ζητήσει την προσωρινή αντικατάστασή του για όσο χρόνο διαρκεί η επισκευή.».

4. Μετά το άρθρο 5α του ν. 2251/1994, όπως αυτό προστίθεται με την παρ. 3 του παρόντος άρθρου, προστίθεται άρθρο 5β ως εξής:

«Άρθρο 5β

Οδηγίες χρήσης και τεχνική υποστήριξη μετά την πώληση

1. Ο παραγωγός οφείλει να παρέχει στον καταναλωτή σαφείς και πλήρεις οδηγίες για τη χρήση, τη διατήρηση, τη συντήρηση και την πλήρη αξιοποίηση του αγαθού κατά τη χρήση και τη διατήρησή του. Οι οδηγίες αυτές πρέπει να παρέχονται στην ελληνική γλώσσα ή με σύμβολα διεθνώς καθιερωμένα εγγράφως ή πάνω σε σταθερό μέσο αποτύπωσης, που είναι διαθέσιμο και προσιτό στον καταναλωτή. Από την εφαρμογή των προηγούμενων εδαφίων εξαιρούνται τα προϊόντα που είναι απλά στην κατασκευή, τη χρήση και τη συντήρησή τους, εφόσον για τα προϊόντα αυτά δεν παρέχονται από τον κατασκευαστή οδηγίες σε οποιαδήποτε γλώσσα.

2. Οι παραγωγοί και οι πωλητές καινούργιων διαρκών καταναλωτικών αγαθών εξασφαλίζουν στους καταναλωτές τη συνεχή παροχή τεχνικών υπηρεσιών για τη συντήρηση και την επισκευή τους, καθώς και την ευχερή προμήθεια ανταλλακτικών και άλλων αγαθών που απαιτούνται για τη χρήση τους σύμφωνα με τον προορισμό τους, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δύο (2) ετών από την παράδοση του αγαθού.».

 

Άρθρο 104

1. Πριν από το άρθρο 7 του ν.2251/1994 προστίθεται τίτλος ως εξής:

«ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ

ΥΓΕΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ»

2. Η παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου ισχύουν οι ορισμοί του παραγωγού και του διανομέα όπως αυτοί ορίζονται στην υπ΄ αριθμ. Ζ3-2810/2004 (Β΄1885) κοινή υπουργική απόφαση. Οι παραγωγοί υποχρεούνται να διαθέτουν στην αγορά μόνο ασφαλή προϊόντα.».

3. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 7 του

ν. 2251/1994 η λέξη «προμηθευτές» αντικαθίσταται με τη φράση «παραγωγοί και οι διανομείς».

4. Η παρ. 9 του άρθρου 7 του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«9. Όταν οι παραγωγοί και διανομείς γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν, από πληροφορίες που διαθέτουν και την επαγγελματική τους πείρα, ότι αγαθό που έχουν διαθέσει στην αγορά παρουσιάζει κινδύνους για τον καταναλωτή που είναι ασυμβίβαστοι με τις απαιτήσεις ασφάλειας, οφείλουν να ενημερώνουν αμελλητί τη Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης και κάθε άλλη αρμόδια αρχή, για την πρόληψη των κινδύνων αυτών.».

5. Στην παρ. 10 του άρθρου 7 του ν. 2251/1994 η λέξη «προμηθευτές» αντικαθίσταται με τη φράση «παραγωγοί και διανομείς».

6. Μετά την παρ. 11 του άρθρου 7 του ν. 2251/1994 προστίθεται παρ. 11α ως εξής:

«11α. Οι αρμόδιες αρχές, όπως αυτές ορίζονται στην υπ΄ αριθμ. Ζ3-2810/2004 (Β΄ 1885) κοινή υπουργική απόφαση, ελέγχουν αν τα προϊόντα που διατίθενται στην αγορά είναι ασφαλή.

α) Οι αρμόδιες αρχές ενεργούν ανάλογα με τη σοβαρότητα του κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της προφύλαξης.

β) Οι γενικές αρχές για την επίθεση της σήμανσης CE προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 30 του Κανονισμού 765/2008/ΕΚ. Η σήμανση CE τοποθετείται μόνο σε προϊόντα για τα οποία προβλέπεται η επίθεσή της. Οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν την ορθή εφαρμογή της επίθεσης της σήμανσης CE και λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα όταν γίνεται ανάρμοστη χρήση της. Όταν η σήμανση CE τοποθετείται σε προϊόντα στα οποία δεν προβλέπεται η επίθεσή της, η αρμόδια αρχή για τη γενική ασφάλεια προϊόντων, επιβάλλει με απόφασή της την προσωρινή απαγόρευση της διάθεσης του προϊόντος ή την απόσυρσή του από την αγορά και κυρώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13α. Το προϊόν θα διατεθεί και πάλι στην αγορά, μόνο αν συμμορφώνεται με την ανωτέρω νομοθεσία (αφαίρεση της σήμανσης CE).»

7. Η παρ. 12 του άρθρου 7 του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«12. Οι αποφάσεις των παραγράφων 6 και 11α του παρόντος άρθρου κοινοποιούνται στον ενδιαφερόμενο, με απόδειξη παραλαβής, με πρόσκληση για απάντηση από τον ενδιαφερόμενο, με κάθε πρόσφορο τρόπο, συμπεριλαμβανομένης και της επίδοσης δια του ταχυδρομείου, της τηλεομοιοτυπίας και του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Κατά των αποφάσεων αυτών επιτρέπεται η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης. Ο Υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης αποφαίνεται επί της προσφυγής μέσα σε αποκλειστική προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την άσκησή της.».

8. Η παρ. 13 του άρθρου 7 του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«13. Δημόσιες υπηρεσίες και αρχές οι οποίες, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, διαπιστώνουν την ύπαρξη μη ασφαλών ή επικίνδυνων αγαθών υποχρεούνται να διαβιβάζουν αμέσως τα σχετικά στοιχεία στη Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης.».

 

Άρθρο 105

1. Ο τίτλος του άρθρου 7α του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 7α

Ψυχική υγεία των ανήλικων καταναλωτών»

2. Η παρ. 1 του άρθρου 7α του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«1.α) Οι προμηθευτές υποχρεούνται να διαθέτουν στην αγορά προϊόντα τα οποία, ως εκ του προορισμού, της χρήσης ή των συνθηκών διάθεσης δεν ενέχουν κινδύνους για την ψυχική, πνευματική ή ηθική ανάπτυξη των ανηλίκων. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, προμηθευτής είναι και ο παραγωγός καταναλωτικού προϊόντος, κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 6 του παρόντος νόμου, ο αντιπρόσωπός του, ο εισαγωγέας καταναλωτικού προϊόντος σε κράτος-μέλος της Ε.Ε. και κάθε επαγγελματίας που συμμετέχει στην αλυσίδα εφοδιασμού της αγοράς καταναλωτικού προϊόντος και μπορεί να επηρεάσει τα χαρακτηριστικά της ασφάλειας του, καθώς και ο διανομέας.

β) Οι προμηθευτές οφείλουν να προβάλλουν τα προϊόντα που απευθύνονται σε ανήλικους με τρόπο ώστε να μη στρεβλώνεται άμεσα ή έμμεσα η εικόνα της παιδικής ηλικίας αλλοιώνοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της και να μην ενισχύεται το αίσθημα του καταναλωτισμού με την προβολή της ευδαιμονίας ως αποκλειστικά συνδεόμενης με την απόκτηση των συγκεκριμένων προϊόντων.

γ) Οι προμηθευτές υποχρεούνται να διαθέτουν στην αγορά προϊόντα, τηρουμένων των διατάξεων για τα προσωπικά δεδομένα των ανηλίκων.»

3. Η περίπτωση ε΄ της παρ. 2 του άρθρου 7α του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«ε) καλλιεργούν διακρίσεις λόγω φυλής, φύλου, θρησκείας, ιθαγένειας, αναπηρίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού.».

4. Στην παρ. 2 του άρθρου 7α του ν. 2251/1994 προστίθενται περιπτώσεις ζ΄ και η΄ ως εξής:

«ζ) εγείρουν άμεσα ή έμμεσα, πρόωρα, τον ερωτισμό μέσω λεκτικών ή εικονικών αναπαραστάσεων με σεξουαλικά μηνύματα που δεν συνάδουν με την εικόνα της παιδικής ηλικίας και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής ή αναπαράγουν έμφυλα στερεότυπα,

η) εξοικειώνουν, άμεσα ή έμμεσα, τους ανηλίκους με ανήθικες ή ασεβείς πράξεις.»

5. Η παρ. 3 του άρθρου 7α του ν. 2251/1994 αναριθμείται σε παρ. 7 και αντικαθίσταται ως εξής:

«7. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης, ύστερα από γνωμοδότηση της Επιτροπής της παρ. 5, επιβάλλονται για την προστασία των ανηλίκων περιοριστικά και διορθωτικά μέτρα στην κυκλοφορία προϊόντων, βιομηχανικών προϊόντων και ηλεκτρονικών προϊόντων, όπως αναφέρονται στην παρ. 3, τα οποία, υπό συνήθεις ή ευλόγως προβλέψιμες συνθήκες, ενέχουν σοβαρούς κινδύνους για την ψυχική, πνευματική ή ηθική ανάπτυξη των ανηλίκων, όπως τροποποίηση της επισήμανσής τους ή υπαγωγή της εμπορίας τους σε όρους. Η απόφαση αυτή υπόκειται στην ενδικοφανή προσφυγή της παρ. 12 του άρθρου 7, που εφαρμόζεται αναλόγως».

6. Η παρ. 4 του άρθρου 7α του ν. 2251/1994 αναριθμείται σε παρ. 5 και αντικαθίσταται ως εξής:

«5. Στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης συνιστάται Επιτροπή Προστασίας Ανηλίκων, η οποία αποτελεί συμβουλευτικό και γνωμοδοτικό όργανο του Γενικού Γραμματέα Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή για θέματα εφαρμογής του παρόντος. Η Επιτροπή αυτή, η οποία συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης, αποτελείται από τα κάτωθι μέλη και ισάριθμα αναπληρωματικά τους:

α) έναν εκπρόσωπο του Συνηγόρου του Πολίτη,

β) έναν εκπρόσωπο του Συνηγόρου Καταναλωτή,

γ) έναν εκπρόσωπο του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού,

δ) ένα μέλος Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) ή Επιστημονικού Προσωπικού (ΕΠ) Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (ΑΕΙ) με εξειδικευμένες γνώσεις σε θέματα παιδοψυχολογίας ή κοινωνιολογίας,

ε) έναν εκπρόσωπο του Εθνικού Συμβουλίου Αγοράς και Καταναλωτή που προέρχεται από τις ενώσεις καταναλωτών,

στ) έναν εκπρόσωπο της Κεντρικής Ένωσης των Επιμελητηρίων Ελλάδος,

ζ) έναν εκπρόσωπο του Συνδέσμου Βιοτεχνών Παιχνιδιών,

η) έναν εκπρόσωπο της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας,

θ) έναν εκπρόσωπο της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή.

Τα μέλη της Επιτροπής, πλην του μέλους ΔΕΠ ή ΕΠΑΕΙ, προτείνονται, με τους αναπληρωτές τους, από τους οικείους φορείς μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση σε αυτούς σχετικής πρόσκλησης του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης. Το μέλος ΔΕΠ ή ΕΠ ΑΕΙ προτείνεται εντός της ίδιας προθεσμίας από τον Υπουργό Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων. Αν οι φορείς ή ο Υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων δεν προτείνουν τους εκπροσώπους τους μέσα στην προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου, αυτοί ορίζονται από τον Υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης. Τα μέλη της Επιτροπής, με τους αναπληρωτές τους, ο Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος, καθώς και ο γραμματέας αυτής ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης, με θητεία δύο (2) ετών. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης ρυθμίζονται τα ειδικότερα θέματα αρμοδιότητας και λειτουργίας της Επιτροπής, καθώς και κάθε σχετικό θέμα».

7. Η παρ. 5 του άρθρου 7α του ν. 2251/1994 αναριθμείται σε παρ. 3 και αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Οι παραγωγοί ηλεκτρονικών προϊόντων ψυχαγωγίας και απασχόλησης κατά τον ελεύθερο χρόνο, όπως ηλεκτρονικών παιχνιδιών και βιντεοπαιχνιδιών, υποχρεούνται να προβάλλουν τα προϊόντα αυτά ανάλογα με τις ηλικιακές ομάδες προς τις οποίες απευθύνονται.».

8. Η παρ. 6 του άρθρου 7α του ν. 2251/1994 αναριθμείται σε παρ. 4 και αντικαθίσταται ως εξής:

«4. Επιχειρήσεις που διαθέτουν δωρεάν ή έναντι αμοιβής τη χρήση ηλεκτρονικών παιχνιδιών και λοιπών ψηφιακών εφαρμογών στους καταναλωτές σε χώρους όπου έχουν πρόσβαση και ανήλικοι υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τα προβλεπόμενα στην παρ. 3 του παρόντος άρθρου.».

9. Στο άρθρο 7α του ν. 2251/1994 προστίθεται παρ. 4α ως εξής:

«4α. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης εκδίδεται Κώδικας Δεοντολογίας για τις επιχειρήσεις της παρ. 4 του παρόντος άρθρου, ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Προστασίας Ανηλίκων της παρ. 5 του παρόντος.».

10. Μετά την παρ. 5 του άρθρου 7α του ν. 2251/1994, όπως αυτή αντικαθίσταται με το παρόν άρθρο, προστίθεται παρ. 6 ως εξής:

«6. Η Επιτροπή, κατά τη διάρκεια των εργασιών της και εφόσον αυτό κρίνεται σκόπιμο ανάλογα με την υπό εξέταση καταγγελία, ζητά τη συνδρομή ή και τη συμμετοχή στις συνεδριάσεις άλλων φορέων ή οργανισμών των οποίων οι αρμοδιότητες άπτονται ή είναι συναφείς με την υπό εξέταση υπόθεση.».

10. Η παρ. 7 του άρθρου 7α του ν. 2251/1994 αναριθμείται σε παρ. 8.

 

Άρθρο 106

Πριν το άρθρο 8 του ν. 2251/1994 προστίθεται τίτλος ως εξής:

«ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ

ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ»

 

Άρθρο 107

1. Πριν το άρθρο 9 του ν. 2251/1994 προστίθεται τίτλος ως εξής:

«ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ - ΑΘΕΜΙΤΕΣ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ»

2. Η περίπτωση β΄ της παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 2251/1994 καταργείται και η περίπτωση γ΄ αναριθμείται σε περίπτωση β΄.

3. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 9 αντικαθίσταται ως εξής:

«Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, οι τηλεοπτικοί σταθμοί λογίζονται ως προμηθευτές κατά την έννοια του άρθρου 1α.».

4. Η παρ. 8 του άρθρου 9 του ν. 2251/1994 καταργείται.

5. Οι περιπτώσεις α΄ και β΄ του άρθρου 9α του ν. 2251/1994 καταργούνται. Η περίπτωση γ΄ αναριθμείται σε περίπτωση α΄, η περίπτωση δ΄ αναριθμείται σε περίπτωση β΄, η περίπτωση ε΄ αναριθμείται σε περίπτωση γ΄, η περίπτωση στ΄ αναριθμείται σε περίπτωση δ΄, η περίπτωση ζ΄ αναριθμείται σε περίπτωση ε΄, η περίπτωση η΄ αναριθμείται σε περίπτωση στ΄, η περίπτωση θ΄ αναριθμείται σε περίπτωση ζ΄, η περίπτωση ι΄ αναριθμείται σε περίπτωση η΄, η περίπτωση ια΄ αναριθμείται σεπερίπτωση θ΄, η περίπτωση ιβ΄ αναριθμείται σε περίπτωση ι΄.

6. Η περίπτωση ιβ΄ του άρθρου 9α του ν. 2251/1994 όπως αναριθμήθηκε σε περίπτωση ι΄ σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, αντικαθίσταται ως εξής:

«ι) νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα, επαγγελματική δραστηριότητα ή ομάδα επαγγελματικών δραστηριοτήτων η πρόσβαση στην οποία ή η άσκησή της ή ένας από τους τρόπους άσκησής της προϋποθέτει, άμεσα ή έμμεσα, ειδικά επαγγελματικά προσόντα σύμφωνα με το π.δ. 38/2010 (Α΄ 78), τον ν. 3919/2011 (Α΄ 32), ή ειδικότερα νομοθετήματα.».

7. Στην περίπτωση γ΄ του άρθρου 9 του ν. 2251/1994 η φράση «της παραγράφου 6 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου και» καταργείται.

8. Στην περίπτωση στ΄ του άρθρου 9 του ν. 2251/1994 η φράση «εκτός αν τα προϊόντα αυτά αποτελούν υποκατάστατα σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 4» αντικαθίσταται με τη φράση «σύμφωνα με τα άρθρα 4β και 4ζ, εκτός αν τα προϊόντα αυτά αποτελούν υποκατάστατα».

9. Η παράγραφοι 1, 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 9θ του ν. 2251/1994 αναριθμούνται σε παραγράφους 2, 3, 4, 5 και 6 και προστίθεται παράγραφος 1 ως εξής:

«Όταν παραβιάζονται οι διατάξεις του παρόντος μέρους εφαρμόζονται, συμπληρωματικά με τις κυρώσεις του άρθρου 13α του παρόντος νόμου, οι διατάξεις των επόμενων παραγράφων.».

10. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 9θ΄ του ν. 2251/1994, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την προηγούμενη παράγραφο του παρόντος άρθρου, αντικαθίσταται ως εξής:

«Κάθε καταναλωτής ή ένωση καταναλωτών έχει το δικαίωμα, όταν παραβιάζονται οι διατάξεις των άρθρων 9 και 9γ έως 9η, να ζητά την δικαστική παύση κάθε αθέμιτης εμπορικής πρακτικής και την παράλειψή της στο μέλλον, καθώς και αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη εξαιτίας της πρακτικής αυτής.».

 

Άρθρο 108

1. Μετά το άρθρο 9θ του ν. 2251/1994, ο τίτλος «ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ» του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ

ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»

2. Στο άρθρο 10 του ν. 2251/1994 προστίθεται τίτλος ως εξής:

«Άρθρο 10

Ενώσεις καταναλωτών - Συλλογικά μέσα

προστασίας»

3. Στην περίπτωση ε΄ της παρ. 6 του άρθρου 10 του ν. 2251/1994 μετά τη φράση «διεθνείς ενώσεις καταναλωτών» προστίθεται η φράση:

«, καθώς και δωρεές, χορηγίες, ενισχύσεις από επιστημονικούς φορείς, ιδρύματα, νομικά πρόσωπα με κοινωνικό ή κοινωφελή σκοπό.»

4. Στην περίπτωση ζ΄ της παρ. 6 του άρθρου 10 του ν. 2251/1994 μετά τη λέξη «εκδηλώσεων» προστίθεται η φράση «σεμιναρίων, ερευνών και εκθέσεων.»

5. Η παρ. 8 του άρθρου 10 του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«8. Απαγορεύεται στις ενώσεις καταναλωτών να δέχονται δωρεές, εισφορές και ενισχύσεις κάθε είδους από προμηθευτές ή οργανώσεις τους, καθώς και από πολιτικά κόμματα ή άλλες πολιτικές οργανώσεις οποιασδήποτε μορφής. Στην έννοια του προμηθευτή περιλαμβάνονται και τα φυσικά πρόσωπα που κατέχουν θέση προέδρου, διευθύνοντος ή εντεταλμένου συμβούλου ή νόμιμου εκπροσώπου εταιριών. Κατ΄ εξαίρεση, επιτρέπεται στις ενώσεις καταναλωτών να δέχονται ενισχύσεις από τις αναγνωρισμένες πανελλήνιες και περιφερειακές ενώσεις προμηθευτών, όπως τα επιμελητήρια και οι δευτεροβάθμιες ή τριτοβάθμιες ενώσεις αυτών (ομοσπονδίες ή συνομοσπονδίες, πανελλήνιους ή περιφερειακούς συνδέσμους).».

6. Η παρ. 9 του άρθρου 10 του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«9. Οι ενώσεις καταναλωτών οποιουδήποτε βαθμού δεν επιτρέπεται να στεγάζονται σε χώρους που χρησιμοποιούνται ως κατοικία ή επαγγελματική στέγη νομικών ή φυσικών προσώπων που συμμετέχουν σε αυτές. Οι ενώσεις καταναλωτών επιτρέπεται να στεγάζονται σε χώρους του Δημοσίου ή σε χώρους των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, πρώτου και δεύτερου βαθμού, ή άλλων δημόσιων νομικών προσώπων.».

7. Στην παρ. 16 του άρθρου 10 του ν. 2251/1994 προστίθεται περίπτωση λλ΄ ως εξής:

«λλ) του ν. 4438/2016 (Α΄ 220)»

8. Το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο της παρ. 22 του άρθρου 10 του ν. 2251/1994 καταργούνται.

9. Η παρ.1 του άρθρου 11 του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Στην έδρα κάθε Περιφερειακής Ενότητας, καθώς και στην έδρα κάθε επαρχείου, συστήνεται από τον οικείο Αντιπεριφερειάρχη επιτροπή φιλικού διακανονισμού για την εξώδικη επίλυση διαφορών ανάμεσα σε προμηθευτές και σε καταναλωτές ή ενώσεις καταναλωτών.»

10. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 11 του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«Ο γραμματέας της επιτροπής και ο αναπληρωτής του, προέρχονται από το τμήμα Εμπορίου της Διεύθυνσης Ανάπτυξης της οικείας Περιφερειακής Ενότητας και προτείνονται στον Συνήγορο του Καταναλωτή από τον οικείο Αντιπεριφερειάρχη.»

11. Στην παρ. 9 του άρθρου 11 του ν. 2251/1994 η λέξη «Ν.Α.» αντικαθίσταται με τις λέξεις «Περιφερειακές Ενότητες».

12. Στην παρ. 10 του άρθρου 11 του ν. 2251/1994 η λέξη «Νομάρχη» αντικαθίσταται με τη λέξη «Περιφερειάρχη».

13. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 12 του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«Η θητεία των μελών του Ε.Σ.Κ.Α. λήγει σε περίπτωση θανάτου, παραίτησης, διακοπής της συμμετοχής τους στο φορέα που εκπροσωπούν, αποβολής της οικείας ένωσης καταναλωτών, σύμφωνα με την παρ. 27 του άρθρου 10, ή αν ο φορέας κοινοποιήσει στον Υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης έγγραφη δήλωσή του για την αντικατάσταση του τακτικού ή του αναπληρωματικού μέλους που έχει ορίσει και τον ορισμό νέου μέλους στη θέση αυτού.».

 

Άρθρο 109

1. Πριν το άρθρο 13α του ν. 2251/1994 προστίθεται τίτλος ως εξής:

«ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ»

2. Η παρ. 1 του άρθρου 13α του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Οι καταγγελίες των καταναλωτών εναντίον προμηθευτή, πωλητή, παραγωγού ή διανομέα που υποβάλλονται στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, κοινοποιούνται, με απόδειξη παραλαβής, στον προμηθευτή, πωλητή, παραγωγό ή διανομέα με πρόσκληση για απάντηση, με κάθε πρόσφορο τρόπο, συμπεριλαμβανομένης και της επίδοσης δια του ταχυδρομείου, της τηλεομοιοτυπίας και του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Ο προμηθευτής, πωλητής, παραγωγός ή διανομέας υποχρεούται να απαντά εγγράφως ή με άλλο σταθερό μέσο, στις καταγγελίες μέσα στην προθεσμία που τάσσεται από τη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή, η οποία αρχίζει από την επίδοση της σχετικής πρόσκλησης».

3. Η παρ. 2 του άρθρου 13α του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και των Κανόνων Ρύθμισης της Αγοράς Προϊόντων και της Παροχής Υπηρεσιών, σε βάρος των προμηθευτών, πωλητών, παραγωγών ή διανομέων που παραβαίνουν τις διατάξεις του παρόντος νόμου επιβάλλεται, με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης, κατόπιν καταγγελίας ή και αυτεπαγγέλτως, μια ή περισσότερες από τις παρακάτω κυρώσεις:

α) σύσταση για συμμόρφωση εντός οριζόμενης προθεσμίας, άρση της προσβολής και παράλειψή της στο μέλλον ή, αν ο προμηθευτής, πωλητής, παραγωγός ή διανομέας έχει ήδη συμμορφωθεί πριν από τη σύσταση, σύσταση παράλειψης της προσβολής στο μέλλον.

β) πρόστιμο από χίλια πεντακόσια (1.500) έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ. Σε περίπτωση που εκδοθούν σε βάρος του ίδιου προμηθευτή, πωλητή, παραγωγού ή διανομέα περισσότερες από τρεις (3) αποφάσεις επιβολής προστίμου, το ανώτατο όριο προστίμου διπλασιάζεται.

γ) προσωρινή διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης ή τμήματός της για χρονικό διάστημα από τρεις (3) μήνες έως ένα (1) έτος σε περίπτωση που εκδοθούν σε βάρος του ίδιου προμηθευτή, πωλητή, παραγωγού ή διανομέα περισσότερες από τρεις (3) αποφάσεις επιβολής προστίμου.».

4. Η παρ. 3 του άρθρου 13α του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Σε βάρος του προμηθευτή, πωλητή, παραγωγού ή διανομέα, ο οποίος δεν απαντά σε καταγγελίες καταναλωτών σύμφωνα με την παρ. 1, ο Υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης μπορεί να προβεί σε:

α) σύσταση για συμμόρφωση εντός οριζόμενης προθεσμίας, άρση της προσβολής και παράλειψή της στο μέλλον ή, αν ο προμηθευτής, πωλητής, παραγωγός ή διανομέας έχει ήδη συμμορφωθεί πριν από τη σύσταση, σύσταση παράλειψης της προσβολής στο μέλλον με προειδοποίηση επιβολής προστίμου,

β) επιβολή προστίμου από πεντακόσια (500) ευρώ έως πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ.».

5. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 13α του ν. 2251/1994 η λέξη «προμηθευτές» αντικαθίσταται με τη φράση: «προμηθευτές, πωλητές, παραγωγούς ή διανομείς».

6. Στο άρθρο 13β του ν. 2251/1994 προστίθεται τίτλος ως εξής:

«Άρθρο 13β

Διαχείριση καταγγελιών-παραπόνων-

ερωτημάτων καταναλωτών»

7. Το πέμπτο εδάφιο της περίπτωσης γ΄ του άρθρου 13β του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«Ο Υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης ή ο Γενικός Γραμματέας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή κατά το στάδιο διερεύνησης της καταγγελίας μπορεί να ζητήσει αιτιολογημένη γνώμη από το Συνήγορο του Καταναλωτή, ο οποίος την παρέχει μέσα σε δύο (2) μήνες από την υποβολή του σχετικού ερωτήματος.»

8. Το έκτο εδάφιο της περίπτωσης γ΄ του άρθρου 13β του ν. 2251/1994 καταργείται.

Άρθρο 110

1. Η παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«3. α) Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης κωδικοποιούνται, σε ενιαίο κείμενο, οι διατάξεις του παρόντος καθώς και όλων των συναφών νόμων, προεδρικών διαταγμάτων και κανονιστικών αποφάσεων που ρυθμίζουν θέματα προστασίας των καταναλωτών (νομοθετική κωδικοποίηση). Κατά την κωδικοποίηση επιτρέπεται νέα αρίθμηση των άρθρων και διάρθρωση των διατάξεών τους, η διαγραφή, η σύμπτυξη ή η διεύρυνση των άρθρων και του αριθμού τους, καθώς και η μεταγλώττιση και οποιαδήποτε αναγκαία φραστική μεταβολή των κειμένων, χωρίς αλλοίωση της εννοίας τους.

β) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης κωδικοποιούνται οι διατάξεις του παρόντος, όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν σε ενιαίο κείμενο (διοικητική κωδικοποίηση).».

2. Το τρίτο και το τέταρτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 14 του ν. 2251/1994 καταργούνται.

3. Η παρ. 7 του άρθρου 14 του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«7. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η προστασία της ασφάλειας και των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών, η διαφάνεια στη λειτουργία της αγοράς, η ενίσχυση του ανταγωνισμού και ιδίως η απόδοση του οικονομικού οφέλους από αυτόν στους καταναλωτές, καθώς και η διασφάλιση της ενημέρωσης και η ενίσχυση της ικανότητας των καταναλωτών για σύγκριση και επιλογή προϊόντων ή υπηρεσιών σύμφωνα με τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του τυχόν κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού καθορίζονται και εξειδικεύονται:

α) οι απαιτήσεις ασφάλειας και επισήμανσης των προϊόντων που διατίθενται στην αγορά, εκτός των τροφίμων και με την επιφύλαξη κανόνων κοινοτικού δικαίου,

β) οι υποχρεώσεις ενημέρωσης των καταναλωτών από προμηθευτές, παραγωγούς, πωλητές ή διανομείς προς τους καταναλωτές σχετικά με τα χαρακτηριστικά, τις ιδιότητες και την τιμή πώλησης των προσφερόμενων προϊόντων ή παρεχόμενων υπηρεσιών, τον τρόπο αναγραφής της τιμής και τη διαμόρφωση αυτής και

γ) όροι διαφάνειας στην προώθηση, πώληση ή προμήθεια προϊόντων και υπηρεσιών στους καταναλωτές.».

3. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 14 του ν. 2251/1994 καταργείται.

4. Η παρ. 9 του άρθρου 14 του ν. 2251/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«9. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης, ρυθμίζονται ο τύπος και οι όροι των συμβάσεων που συνάπτουν οι καταναλωτές με επιχειρήσεις αδυνατίσματος και γυμναστηρίων, και ιδίως το δικαίωμα υπαναχώρησης, ο τρόπος καταβολής του τιμήματος, οι κυρώσεις που επιβάλλονται, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων της απόφασης που εκδίδεται κατά την παράγραφο αυτή, και κάθε ειδικότερο θέμα και σχετική λεπτομέρεια.»

5. Οι παράγραφοι 12 και 13 του άρθρου 14 του ν. 2251/1994 καταργούνται.

 

Άρθρο 111

Μεταβατική διάταξη

Τα άρθρα 100 έως 110 (Κεφάλαιο Α΄ του παρόντος Τμήματος) δεν εφαρμόζονται στις συμβάσεις που έχουν συναφθεί έως την έναρξη ισχύος των άρθρων αυτών, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 126 του παρόντος, παρά μόνο στις ανανεώσεις των συμβάσεων αυτών.

 

ΜΕΡΟΣ Β΄

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΕΚΘΕΣΕΩΝ

 

Άρθρο 112

Ορισμοί

1. Για τους σκοπούς του παρόντος Κεφαλαίου νοούνται ως:

α) εκθέτης: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο συμμετέχει σε εμπορική έκθεση με σκοπό την επίδειξη και προώθηση προϊόντων ή υπηρεσιών.

β) εμπορικός επισκέπτης: κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο επισκέπτεται εμπορική έκθεση ως νόμιμος ή εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος εταιρίας ή ατομικής επιχείρησης, με απώτερο σκοπό τη σύναψη εμπορικής συμφωνίας.

γ) εκθεσιακός χώρος: η έκταση η οποία διαθέτει μόνιμα στεγασμένο χώρο μικτού εμβαδού τουλάχιστον πεντακοσίων (500) τετραγωνικών μέτρων και άδεια καταλληλότητας για τη διενέργεια εμπορικών εκθέσεων.

δ) εκθεσιακό κέντρο: η έκταση η οποία διαθέτει μόνιμα στεγασμένο χώρο μικτού εμβαδού τουλάχιστον δύο χιλιάδων (2.000) τετραγωνικών μέτρων και άδεια καταλληλότητας για τη διενέργεια εμπορικών εκθέσεων.

ε) εμπορική έκθεση: σύντομης διάρκειας εκδήλωση κατά την οποία, προϊόντα, υπηρεσίες και πληροφορίες, εκτός έργων τέχνης, επιδεικνύονται και προωθούνται από σημαντικό αριθμό εκθετών σε εμπορικούς επισκέπτες και ενδεχομένως στο ευρύ κοινό και διενεργείται αποκλειστικά εντός εκθεσιακού χώρου ή εκθεσιακού κέντρου, ανεξαρτήτως του διακριτικού τίτλου ή της επωνυμίας που φέρει.

στ) διεθνής εμπορική έκθεση: η εμπορική έκθεση η οποία λαμβάνει χώρα αποκλειστικά εντός εκθεσιακού χώρου ή εκθεσιακού κέντρου και στην οποία συμμετέχει σημαντικός αριθμός διεθνών εκθετών ή την επισκέπτεται σημαντικός αριθμός διεθνών εμπορικών επισκεπτών.

 

Άρθρο 113

Ανακοίνωση λειτουργίας εμπορικών εκθέσεων

1. Προκειμένου να λειτουργήσουν εμπορικές εκθέσεις απαιτείται ανακοίνωση γνωστοποίηση στον οικείο Δήμο ή στην περίπτωση διεθνών εκθέσεων, στην οικεία Περιφέρεια.

2. Η ανακοίνωση της λειτουργίας εμπορικών εκθέσεων υποβάλλεται από το διοργανωτή στο Δήμο ή στην περίπτωση διεθνών εμπορικών εκθέσεων, στην Περιφέρεια, στα όρια των οποίων πρόκειται να διεξαχθεί η εμπορική έκθεση.

3. Η ανακοίνωση υποβάλλεται τουλάχιστον ένα (1) μήνα πριν από την προγραμματισμένη ημερομηνία λειτουργίας της εμπορικής έκθεσης και περιλαμβάνει υποχρεωτικά, τα εξής:

α) τον αριθμό δελτίου αστυνομικής ταυτότητας του φυσικού προσώπου που διοργανώνει την εμπορική έκθεση ή, όταν διοργανώνεται από νομικό πρόσωπο, τον αριθμό δελτίου αστυνομικής ταυτότητας του νομίμου εκπροσώπου του,

β) την επωνυμία και το διακριτικό τίτλο, την έδρα, τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ), την Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (ΔΟΥ) και αριθμό Γενικού Εμπορικού Μητρώου (ΓΕΜΗ) της εταιρίας ή της ατομικής επιχείρησης που διοργανώνει την εμπορική έκθεση,

γ) τον διακριτικό τίτλο της εμπορικής έκθεσης και διευκρίνιση αν απευθύνεται μόνο σε εμπορικούς επισκέπτες ή και στο ευρύ κοινό,

δ) τον αριθμό πρωτοκόλλου άδειας καταλληλότητας, του άρθρου 114, των εγκαταστάσεων του εκθεσιακού χώρου ή του εκθεσιακού κέντρου όπου θα λάβει χώρα η εμπορική έκθεση,

ε) υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986 (Α΄ 75) από το φυσικό πρόσωπο διοργανωτή ή στην περίπτωση νομικού προσώπου από τον νόμιμο εκπρόσωπό του, όπου δηλώνει ότι:

αα) δεν έχει καταδικαστεί για τα αδικήματα της απάτης, υπεξαίρεσης, χρεοκοπίας, πλαστογραφίας ή φοροδιαφυγής, λαθρεμπορίας, παράβασης των νόμων για τα ναρκωτικά και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση,

ββ) στην έκθεση θα παρευρίσκεται γενικός ιατρός ή διπλωματούχος νοσοκόμος, προκειμένου να διασφαλίζεται η παροχή πρώτων βοηθειών κατά τη διάρκεια λειτουργίας της έκθεσης,

γγ) συνεργάζεται με κατάλληλα αδειοδοτημένο συλλέκτη για τα απόβλητα που θα προκύψουν από τη δραστηριότητα. Εφόσον τα απόβλητα που θα προκύψουν από τη διαμόρφωση του εκθεσιακού χώρου ή του εκθεσιακού κέντρου και τη λειτουργία της έκθεσης εμπίπτουν στο ν. 2939/2001 (Α΄ 179), ο διοργανωτής υποχρεούται να διαχειρίζεται τα απόβλητα αυτά μέσω εγκεκριμένων συστημάτων εναλλακτικής διαχείρισης,

δδ) τηρούνται όλα τα μέτρα ασφαλείας που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία,

εε) το πλάτος των διαδρόμων επισκεπτών (εξαιρουμένων των βοηθητικών διαδρόμων) είναι τουλάχιστον δύο (2) μέτρα, προκειμένου για εκθέσεις που απευθύνονται μόνο σε εμπορικούς επισκέπτες ή τουλάχιστον τρία (3) μέτρα, προκειμένου για εκθέσεις που απευθύνονται και στο ευρύ κοινό.

Οι διαστάσεις των διαδρόμων επισκεπτών, θα πρέπει να πληρούν σε κάθε περίπτωση τις ελάχιστες απαιτήσεις των πολεοδομικών διατάξεων.

ζ) Τον ακριβή καθορισμό του είδους των εκθεμάτων ή του κλάδου που θα προβληθεί,

η) το ωράριο λειτουργίας και το ακριβές χρονικό διάστημα λειτουργίας της εμπορικής έκθεσης, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τριάντα (30) συναπτές ημέρες,

θ) τον κανονισμό συμμετοχής των εκθετών, ο οποίος συντάσσεται από τον διοργανωτή και περιγράφει τους ειδικότερους όρους συμμετοχής των εκθετών και ενοικίασης και χρήσης του εκθετηρίου χώρου.

4. Οι υπηρεσίες των Δήμων ή των Περιφερειών στις οποίες κατατίθεται η ανακοίνωση, αναζητούν υπηρεσιακώς εντός δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών αντίγραφο της άδειας καταλληλότητας των εγκαταστάσεων του εκθεσιακού χώρου ή του εκθεσιακού κέντρου στις οποίες θα λάβει χώρα η εμπορική έκθεση. Σε περίπτωση που δεν έχει εκδοθεί η ως άνω άδεια οφείλουν να ενημερώσουν τον διοργανωτή αμελλητί, με κάθε πρόσφορο μέσο, συμπεριλαμβανομένης και της επίδοσης διά του ταχυδρομείου, της τηλεομοιοτυπίας και του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, και με απόδειξη παραλαβής ότι η εμπορική έκθεση δεν μπορεί να διοργανωθεί στις συγκεκριμένες εγκαταστάσεις.

5. Η υπηρεσία, στην οποία κατατίθεται η υπεύθυνη δήλωση της περίπτωσης ε΄ της παρ. 3 ενεργεί δειγματοληπτικό έλεγχο, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 10 του ν. 3230/2004 (Α΄ 44).

6. Απαγορεύεται η χρήση των όρων «έκθεση», «εμπορική έκθεση», «διεθνής έκθεση» και «διεθνής εμπορική έκθεση», καθώς και των αντίστοιχων αγγλικών όρων «exhibition», «commercial exhibition», «international exhibition» και «international commercial exhibition» στο διακριτικό τίτλο οποιασδήποτε εκδήλωσης λαμβάνει χώρα εκτός εκθεσιακού κέντρου ή εκθεσιακού χώρου.

 

Άρθρο 114

Διαδικασία χορήγησης άδειας καταλληλότητας εκθεσιακών κέντρων και χώρων

1. Προκειμένου να διοργανωθούν εμπορικές εκθέσεις απαιτείται άδεια καταλληλότητας εκθεσιακών κέντρων ή εκθεσιακών χώρων.

2. Η άδεια καταλληλότητας των εκθεσιακών κέντρων ή εκθεσιακών χώρων χορηγείται από τις αρμόδιες υπηρεσίες των Δήμων ύστερα από αίτηση του κυρίου, νομέα ή κατόχου της εγκατάστασης που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ως χώρος για τη διοργάνωση εμπορικών εκθέσεων.

3. Η αίτηση περιλαμβάνει υποχρεωτικά τα παρακάτω στοιχεία και δικαιολογητικά:

α) Την επωνυμία και το διακριτικό τίτλο, την έδρα, το ΑΦΜ, τη ΔΟΥ και τον αριθμό ΓΕΜΗ της εταιρίας ή της ατομικής επιχείρησης που είναι ο κύριος, νομέας, ή κάτοχος της εγκατάστασης που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ως χώρος για τη διοργάνωση εμπορικών εκθέσεων ή σε περίπτωση που ο κύριος, νομέας η κάτοχος είναι φυσικό πρόσωπο τον αριθμό δελτίου ταυτότητας, το ΑΦΜ και τη ΔΟΥ αυτού.

β) Αντίγραφο της οικοδομικής άδειας ή της άδειας δόμησης, από όπου να προκύπτει ότι επιτρέπεται η χρήση του χώρου για τη διοργάνωση εμπορικής έκθεσης, μαζί με το εγκεκριμένο τοπογραφικό και διάγραμμα κάλυψης ή δόμησης που τη συνοδεύει, καθώς και αντίγραφα τυχόν πρόσθετων τακτοποιήσεων χώρων σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία περί αυθαιρέτων, συνοδευόμενες από την βεβαίωση χώρου κύριας χρήσης της παρ. 8 του άρθρου 107 του ν. 4495/2017 (Α΄ 167), στην οποία βεβαιώνεται επιπρόσθετα ότι η χρήση του χώρου για την διοργάνωση εμπορικής έκθεσης στο εν λόγω ακίνητο είναι επιτρεπτή.

γ) Διάγραμμα διάταξης του χώρου που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για τη διενέργεια εμπορικών εκθέσεων, καθώς και σε κατάλληλη κλίμακα ο κύριος εκθεσιακός, αποθηκευτικός και βοηθητικός χώρος, οι έξοδοι κινδύνου, οι παρεμβάσεις για τη διασφάλιση προσβασιμότητας σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, οι χώροι πυρασφάλειας και οι χώροι υγιεινής.

Το σχεδιάγραμμα πρέπει να συνοδεύεται από βεβαίωση διπλωματούχου μηχανικού, από την οποία να προκύπτει η καταλληλότητα του χώρου για τη διενέργεια εμπορικών εκθέσεων και η τήρηση των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας για τη διασφάλιση προσβασιμότητας ατόμων με ειδικές ανάγκες (ΑΜΕΑ).

Τα εκθεσιακά κέντρα και οι εκθεσιακοί χώροι πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις του οικοδομικού κανονισμού και του κτιριοδομικού κανονισμού, όπως εξειδικεύεται σε επιμέρους τεχνικούς κανονισμούς και πρέπει να έχουν ελεύθερο ύψος τουλάχιστον τέσσερα (4) μέτρα σε ποσοστό τουλάχιστον εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) της συνολικής επιφάνειάς τους.

δ) Στοιχεία του φορέα έκδοσης απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων και αριθμό πρωτοκόλλου αυτής, ώστε να αναζητηθεί υπηρεσιακά εφόσον απαιτείται σύμφωνα με τον ν. 4014/2011 (Α΄ 209).

ε) Υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986 του κυρίου, νομέα ή κατόχου της εγκατάστασης που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ως χώρος για τη διοργάνωση εμπορικών εκθέσεων όπου να δηλώνεται ότι εξασφαλίζεται η δυνατότητα πρόσβασης ή εισόδου φορτηγών και γερανών, η ύπαρξη χώρου στάθμευσης φορτηγών και Ι.Χ. αυτοκινήτων, σύμφωνα με την παρ. 4, και η ύπαρξη αποθηκών για υλικά συσκευασίας.

στ) Πιστοποιητικό πυροπροστασίας από την αρμόδια πυροσβεστική Υπηρεσία για το χώρο, όπως αυτός διαμορφώνεται σύμφωνα με την περίπτωση γ΄.

ζ) Βεβαίωση της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας της οικείας Περιφέρειας για τη διασφάλιση των κατάλληλων συνθηκών υγιεινής.

η) Βεβαίωση ασφαλιστικής εταιρίας ή αντίγραφο ισχύοντος ασφαλιστήριου συμβολαίου, από τα οποία να αποδεικνύεται η κάλυψη αστικής ευθύνης για τυχόν ατυχήματα σε τρίτους (θάνατος, σωματική βλάβη ή/και υλική ζημία) και πυρός.

4. Η αναλογία των θέσεων στάθμευσης πρέπει να είναι μία (1) θέση ανά τριάντα πέντε (35) τ.μ. επιφάνειας της έκθεσης (συνολική επιφάνεια μικτού εκθεσιακού κέντρου ή χώρου). Σε κάθε περίπτωση ο ελάχιστος αριθμός θέσεων στάθμευσης δεν μπορεί να είναι μικρότερος από είκοσι πέντε (25) θέσεις για εκθεσιακούς χώρους και από εκατό (100) για εκθεσιακά κέντρα. Εφόσον οι θέσεις στάθμευσης εντός του ακινήτου του εκθεσιακού κέντρου ή εκθεσιακού χώρου δεν επαρκούν για την κάλυψη των αναγκών του, αυτή μπορεί να γίνεται με χρήση νομίμων χωρών στάθμευσης σε απόσταση μέχρι οκτακόσια (800) μέτρα από αυτόν. Όταν ο χώρος στάθμευσης βρίσκεται σε μεγαλύτερη απόσταση από την αναφερόμενη στο προηγούμενο εδάφιο, απαιτείται η χρήση λεωφορείων αποκλειστικά για την μεταφορά εκθετών επισκεπτών, χωρίς επιβάρυνση για αυτούς. Στην περίπτωση αυτή οι χώροι στάθμευσης και τα σχετικά αποδεικτικά χρήσης τους και μίσθωσης λεωφορείων υποβάλλονται με την αναγγελία κάθε έκθεσης στον οικείο Δήμο.

5. Η άδεια καταλληλότητας των εκθεσιακών κέντρων ή εκθεσιακών χώρων χορηγείται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πενήντα (50) ημερολογιακών ημερών από την αίτηση του ενδιαφερομένου. Μετά την άπρακτη πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας η αίτηση για χορήγηση άδειας καταλληλότητας των εκθεσιακών κέντρων ή εκθεσιακών χώρων θεωρείται ότι έγινε δεκτή.

6. Η άδεια καταλληλότητας των εκθεσιακών κέντρων ή εκθεσιακών χώρων ισχύει για πέντε (5) έτη.

7. Η άδεια καταλληλότητας των εκθεσιακών κέντρων ή εκθεσιακών χώρων δύναται να ανανεώνεται για αντίστοιχο χρονικό διάστημα, αφού προσκομιστεί από κάθε ενδιαφερόμενο υπεύθυνη δήλωση του κυρίου, νομέα ή κατόχου ότι δεν έχουν μεταβληθεί ή παύσει να συντρέχουν οι όροι και προϋποθέσεις δυνάμει των οποίων χορηγήθηκε η αρχική άδεια και διενεργηθεί αυτοψία από την αρμόδια υπηρεσία του Δήμου. Η δήλωση υποβάλλεται το αργότερο δύο (2) μήνες πριν από την λήξη ισχύος της άδειας.

8. Σε περίπτωση που μεταβληθεί το πρόσωπο του κυρίου, νομέα ή κατόχου του εκθεσιακού κέντρου ή εκθεσιακού χώρου, η άδεια καταλληλότητας ισχύει μέχρι να συμπληρωθεί ο χρόνος ισχύος της, με την προϋπόθεση ότι η σχετική μεταβολή έχει γνωστοποιηθεί εγγράφως στην αρμόδια υπηρεσία του Δήμου και έχει σημειωθεί στην άδεια.

 

Άρθρο 115

Λοιπές ρυθμίσεις

1. Επιτρέπεται η λιανική πώληση προϊόντων σε διακριτούς χώρους εντός του εκθεσιακού κέντρου ή εκθεσιακού χώρου κατά τη διάρκεια λειτουργίας εμπορικών εκθέσεων ή διεθνών εκθέσεων που απευθύνονται στο ευρύ κοινό. Ο διοργανωτής της εμπορικής έκθεσης οφείλει να γνωστοποιεί στην οικεία ΔΟΥ κατάλογο ο οποίος θα περιλαμβάνει την επωνυμία και το διακριτικό τίτλο, την έδρα, το ΑΦΜ, τη ΔΟΥ και τον αριθμό ΓΕΜΗ των νομικών προσώπων ή των ατομικών επιχειρήσεων που πρόκειται να προβούν σε λιανική πώληση προϊόντων. Η ανωτέρω γνωστοποίηση λαμβάνει χώρα τουλάχιστον δύο (2) εργάσιμες ημέρες πριν από την έναρξη της εμπορικής έκθεσης.

2. Μεταβολή της ημερομηνίας ή του εκθεσιακού κέντρου ή εκθεσιακού χώρου διεξαγωγής της εμπορικής έκθεσης είναι δυνατή, υπό την προϋπόθεση ότι ο διοργανωτής υποβάλλει ανακοίνωση προς την αρμόδια Υπηρεσία του οικείου Δήμου ή Περιφέρειας κατά περίπτωση, τουλάχιστον επτά (7) ημερολογιακές ημέρες πριν από την προγραμματισμένη ημερομηνία έναρξης της εμπορικής έκθεσης. Όταν υποβάλλεται αίτημα μεταβολής του εκθεσιακού κέντρου ή χώρου διεξαγωγής της εμπορικής έκθεσης, στην ανακοίνωση επισυνάπτεται συμπληρωματικά η άδεια καταλληλότητας του νέου κέντρου ή χώρου.

3. Μεταβολή του είδους των εκθεμάτων ή του κλάδου που προβάλλεται στην εμπορική έκθεση είναι δυνατή, αν ο διοργανωτής υποβάλλει ανακοίνωση προς την αρμόδια Υπηρεσία του οικείου Δήμου ή Περιφέρειας κατά περίπτωση, τουλάχιστον τέσσερις (4) ημερολογιακές ημέρες πριν από την προγραμματισμένη ημερομηνία έναρξης της εμπορικής έκθεσης.

4. Αν για οποιοδήποτε λόγο, η προγραμματισμένη εμπορική έκθεση δεν διεξαχθεί, ο διοργανωτής έχει υποχρέωση να ενημερώσει άμεσα τον αρμόδιο Δήμο ή, στην περίπτωση διεθνών εκθέσεων, την αρμόδια Περιφέρεια.

5. Σε εμπορικές εκθέσεις με αντικείμενο εκρηκτικά εύφλεκτα υλικά, οι εκθέτες έχουν υποχρέωση να παρουσιάζουν τα εκθέματά τους με τη μορφή ομοιωμάτων από μη αυθεντικά υλικά ή με γραφικές απεικονίσεις - εικονικές αναπαραστάσεις ως προς το είδος, τη λειτουργία και τη χρήση τους ή άλλα παρεμφερή μέσα όπως διαφημιστικά έντυπα, βιντεοσκοπημένο υλικό και αφίσες.

6. Οι Δήμοι και οι Περιφέρειες δημοσιεύουν στο διαδικτυακό τους τόπο πληροφορίες σχετικά με τις λειτουργούσες εμπορικές εκθέσεις και όσες προγραμματίζεται να διεξαχθούν, τυχόν μεταβολές στις προγραμματισθείσες εκθέσεις, σύμφωνα με τις παρ. 2, 3 και 4, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τον τόπο διεξαγωγής, τον χαρακτήρα των εκθέσεων, το χρονικό διάστημα λειτουργίας τους, το είδος των εκθεμάτων και τα στοιχεία των διοργανωτών. Οι ίδιες πληροφορίες κοινοποιούνται σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή στη Διεύθυνση Θεσμικών Ρυθμίσεων της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης.

7. Για την καταγραφή, παρακολούθηση και εποπτεία της εκθεσιακής αγοράς, δημιουργείται στην Γενική Γραμματεία Εμπορίου του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης ηλεκτρονικό μητρώο όπου καταχωρούνται όλες οι εμπορικές εκθέσεις που διεξάγονται στην Επικράτεια. Στο ίδιο μητρώο καταχωρούνται τα στοιχεία των εκθεσιακών κέντρων ή χώρων της επικράτειας και άλλα δεδομένα που έχουν σχέση με την εκθεσιακή αγορά της χώρας. Το σύνολο ή τμήμα των στοιχείων που καταχωρούνται στο μητρώο είναι προσβάσιμο μέσω διαδικτύου για την πληροφόρηση των ελληνικών και ξένων επιχειρήσεων για τις δυνατότητες προβολής και διάδοσης των προϊόντων τους και την ανάπτυξη των επιχειρηματικών συνεργασιών.

8. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης ρυθμίζεται η διαδικασία δήλωσης, καταχώρισης και επεξεργασίας των στοιχείων που θα περιλαμβάνει το ηλεκτρονικό μητρώο της παρ. 7 καθώς και τα στοιχεία εκείνα του ηλεκτρονικού μητρώου που θα δημοσιεύονται μέσω διαδικτύου.

9. Επιτρέπεται η διοργάνωση εκθεσιακών δραστηριοτήτων σε αμιγώς υπαίθριους δημόσιους ή δημοτικούς χώρους υπό τις εξής προϋποθέσεις:

α) ο διοργανωτής της εκδήλωσης συνάπτει Έγγραφο Δεσμεύσεων με τον οικείο δήμο για τη διοργάνωση εκθεσιακών δραστηριοτήτων σε αμιγώς υπαίθριους δημόσιους χώρους. Σε αυτό καθορίζονται με λεπτομέρεια το τυχόν οικονομικό αντάλλαγμα για τη διάθεση του χώρου και οι όροι λειτουργίας της εκδήλωσης σε σχέση ιδίως με την προσβασιμότητα, την πυροπροστασία, την υγιεινή και ασφάλεια των επισκεπτών και την καθαριότητα του χώρου.

β) δεν χρησιμοποιούνται οι όροι «έκθεση», «εμπορική έκθεση» και «διεθνής εμπορική έκθεση» καθώς και οι αντίστοιχοι αγγλικοί όροι «exhibition», «commercial exhibition», «international exhibition» και «international commercial exhibition» στον διακριτικό τίτλο τέτοιων εκδηλώσεων.

10. Επιτρέπεται η διοργάνωση εκθεσιακών δραστηριοτήτων σε αμιγώς υπαίθριους ιδιωτικούς χώρους υπό τις εξής προϋποθέσεις:

α) ο οικείος Δήμος εκδίδει Κανονισμό Λειτουργίας του χώρου, ύστερα από αίτημα του διοργανωτή της εκδήλωσης. Ο Κανονισμός Λειτουργίας ρυθμίζει όλα τα σχετικά ζητήματα και ιδίως την προσβασιμότητα, την πυροπροστασία, την τήρηση των κανόνων υγιεινής και ασφάλειας των επισκεπτών καθώς και την καθαριότητα του χώρου.

β) δεν χρησιμοποιούνται οι όροι «έκθεση», «εμπορική έκθεση» και «διεθνής εμπορική έκθεση» καθώς και οι αντίστοιχοι αγγλικοί όροι «exhibition», «commercial exhibition», «international exhibition» και «international commercial exhibition» στο διακριτικό τίτλο τέτοιων εκδηλώσεων.

11. Στις εκθεσιακές δραστηριότητες των παραγράφων 9 και 10 απαγορεύεται η λιανική πώληση εκθεμάτων.

 

Άρθρο 116

Κυρώσεις

1. Αν λειτουργεί εμπορική έκθεση χωρίς να έχει προηγηθεί η διαδικασία ανακοίνωσης-γνωστοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 113, επιβάλλεται, με απόφαση του οικείου Δημοτικού ή Περιφερειακού Συμβουλίου, σε βάρος του διοργανωτή της έκθεσης χρηματικό πρόστιμο ύψους δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ.

2. Στους διοργανωτές που χρησιμοποιούν τους όρους «έκθεση», «εμπορική έκθεση» και «διεθνής εμπορική έκθεση» κατά παράβαση της παρ. 6 του άρθρου 113 και των παραγράφων 9 και 10 του άρθρου 115, επιβάλλεται με απόφαση του οικείου Δημοτικού ή Περιφερειακού Συμβουλίου, χρηματικό πρόστιμο ύψους δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.

3. Στους διοργανωτές που παραβιάζουν τις απαιτήσεις της παρ. 1 του άρθρου 115, επιβάλλεται με απόφαση του οικείου Δημοτικού ή Περιφερειακού Συμβουλίου, χρηματικό πρόστιμο ύψους δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.

4. Αν διαπιστωθεί ότι ο κύριος, νομέας ή κάτοχος του εκθεσιακού κέντρου ή εκθεσιακού χώρου έχει περιλάβει στην αίτηση που υπέβαλε σύμφωνα με οριζόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 114 ανακριβή στοιχεία ή δικαιολογητικά, προκειμένου να του χορηγηθεί ή ανανεωθεί από την αρμόδια υπηρεσία του οικείου Δήμου σχετική άδεια, τότε επιβάλλεται σε αυτόν με απόφαση του οικείου Δημοτικού Συμβουλίου, χρηματικό πρόστιμο ύψους είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και η χορηγηθείσα άδεια ανακαλείται προσωρινά. O κύριος, νομέας ή κάτοχος του εκθεσιακού κέντρου ή εκθεσιακού χώρου, δύναται να διορθώσει τα ανακριβή στοιχεία ή δικαιολογητικά εντός ενενήντα (90) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης του προηγούμενου εδαφίου, οπότε και αίρεται η ανάκληση. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου, η χορηγηθείσα άδεια ανακαλείται οριστικά.

5. Ο έλεγχος για την τήρηση των διατάξεων των άρθρων 113 και 115 και η διαπίστωση των παραβάσεων γίνεται ως εξής:

α) για τις εμπορικές εκθέσεις, από τα όργανα του Δήμου, κατά λόγο αρμοδιότητας, στα όρια του οποίου λειτουργούν τα εκθεσιακά κέντρα ή οι εκθεσιακοί χώροι.

β) για τις διεθνείς εμπορικές εκθέσεις από τα όργανα της Περιφέρειας, κατά λόγο αρμοδιότητας, στα όρια της οποίας λειτουργούν τα εκθεσιακά κέντρα ή οι εκθεσιακοί χώροι.

6. Το συνολικό ποσό των επιβληθέντων διοικητικών προστίμων βεβαιώνεται και εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων υπέρ του Δήμου ή της Περιφέρειας, τα όργανα του οποίου επέβαλαν το πρόστιμο.

 

Άρθρο 117

Μεταβατικές διατάξεις

1. Το άρθρο 4 του ν. 4442/2016 (Α΄ 230) εφαρμόζεται για τη διαδικασία χορήγησης άδειας καταλληλότητας εκθεσιακών χώρων και κέντρων.

2. Άδειες καταλληλότητας εκθεσιακών κέντρων ή εκθεσιακών χώρων που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις, ισχύουν μέχρι την ημερομηνία λήξης τους. Μετά το πέρας της ισχύος τους εκδίδονται εκ νέου, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

3. Έως την έκδοση της απόφασης της παρ. 8 του άρθρου 115, οι Δήμοι ή οι Περιφέρειες υποχρεούνται να γνωστοποιήσουν εγγράφως στις αρμόδιες υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης απολογιστικά στοιχεία, σε ετήσια βάση, σχετικά με τον αριθμό των εκθέσεων, των εκθετών και των επισκεπτών, καθώς και την ονομασία του χώρου διεξαγωγής τους, όπου είναι διαθέσιμα.

 

ΜΕΡΟΣ Γ΄

ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Άρθρο 118

1. Η υποπερίπτωση 22 της περίπτωσης γ΄ της παρ. Ι του άρθρου 75 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων

(ν. 3463/2006, Α΄ 114), καταργείται.

2. Στην περίπτωση Δ΄ της παρ. ΙΙ του άρθρου 186 (τομέας αρμοδιοτήτων Απασχόλησης-Εμπορίου-Τουρισμού) του ν. 3852/2010 (Α΄ 87), προστίθεται υποπερίπτωση 22 ως εξής:

«22. Η σύσταση επιτροπής φιλικού διακανονισμού στην έδρα κάθε Περιφερειακής Ενότητας και όπου υφίστανται Επαρχεία στις έδρες αυτών, για την εξώδικη επίλυση των διαφορών ανάμεσα σε προμηθευτές και σε καταναλωτές ή ενώσεις καταναλωτών, η τήρηση αρχείων των πορισμάτων της οικείας επιτροπής καθώς και η τήρηση μητρώου καταναλωτών».

3. Η παρ. 4 του άρθρου 3 του ν. 3297/2004 (Α΄ 259), αντικαθίσταται ως εξής:

«Οι επιτροπές του άρθρου 11 του ν. 2251/1994 (Α΄ 191) για την εξώδικη επίλυση των διαφορών μεταξύ προμηθευτών και καταναλωτών ή ενώσεων καταναλωτών επιλαμβάνονται των αιτήσεων που υποβάλλονται από καταναλωτές ή ενώσεις καταναλωτών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 5 και 6 του άρθρου 11 του ν. 2251/1994. Οι επιτροπές υπάγονται στον Συνήγορο του Καταναλωτή, τα δε μέλη τους διορίζονται και παύονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του ν. 2251/1994. Αρμόδιος για την τήρηση των διατάξεων του άρθρου 11 του ν. 2251/1994, αναφορικά με τη σύσταση και τη λειτουργία των ως άνω επιτροπών είναι ο Αντιπεριφερειάρχης στην έδρα του οποίου συστήνονται, ενώ για τον πειθαρχικό έλεγχο σε περίπτωση μη τήρησης των σχετικών διατάξεων ισχύουν οι διατάξεις του ν. 3852/2010 (Α΄ 87). Η γραμματειακή υποστήριξη των επιτροπών αυτών παρέχεται από τις οικείες Περιφερειακές Ενότητες, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 11 του ν. 2251/1994.».

 

Άρθρο 119

Τροποποίηση του άρθρου 28 του ν. 2843/2000 (Α΄ 219)

Η παρ. 10 του άρθρου 28 του ν. 2843/2000 αντικαθίσταται ως εξής:

«10. Οι ανάγκες της εταιρείας σε προσωπικό μπορούν να καλύπτονται και με απόσπαση υπαλλήλων μόνιμων ή με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου που υπηρετούν στο δημόσιο τομέα του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 1256/1982 (Α΄ 65). Η απόσπαση γίνεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού κατά παρέκκλιση των ισχυουσών διατάξεων. Η διάρκεια της απόσπασης ορίζεται μέχρι δύο (2) έτη και μπορεί να παραταθεί με κοινή απόφαση των Υπουργών του προηγούμενου εδαφίου μία φορά και για χρονικό διάστημα μέχρι δύο (2) έτη κατά παρέκκλιση κάθε άλλης αντίθετης διάταξης. Οι αποδοχές των αποσπασμένων κατά τα ανωτέρω υπαλλήλων καθορίζονται στο ύψος των πάσης φύσεως αποδοχών που ελάμβαναν από το φορέα προέλευσής τους και βαρύνουν την εταιρεία και ο χρόνος υπηρεσίας τους στην εταιρεία θεωρείται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στην οργανική τους θέση για οποιαδήποτε υπηρεσιακή συνέπεια. Οι υπάλληλοι αποσπώνται στην εταιρεία με το βαθμό και το μισθολογικό κλιμάκιο το οποίο κατέχουν.».

 

Άρθρο 120

Τροποποίηση του ν. 4412/2016 (Α΄ 147)

1. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 72 του ν. 4412/2016 μετά τη λέξη «πιστωτικά» προστίθενται οι λέξεις «ή χρηματοδοτικά».

2. Η περίπτωση γ΄ της παρ. 5 του άρθρου 200 του

ν. 4412/2016 καταργείται.

3. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 302 του ν. 4412/2016 μετά τη λέξη «πιστωτικά» προστίθενται οι λέξεις «ή χρηματοδοτικά».

 

Άρθρο 121

Τροποποίηση του ν. 4497/2017 (Α΄ 171)

1. Το άρθρο 18 του ν. 4497/2017 αντικαθίσταται ως εξής:

«Αρμόδια αρχή έκδοσης και θεώρησης των αδειών επαγγελματιών πωλητών είναι ο δήμος μόνιμης κατοικίας του αδειούχου. Για τις επαγγελματικές άδειες πωλητών λαϊκών αγορών που έχουν εκδοθεί από τους πρώην Οργανισμούς Λαϊκών Αγορών Αττικής και Θεσσαλονίκης, αρμόδιες αρχές θεώρησης ορίζονται η Περιφέρεια Αττικής και η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας αντίστοιχα. Ειδικά, για τις νέες άδειες που εκδίδονται για τη στελέχωση των λαϊκών αγορών της Περιφέρειας Αττικής και της Μητροπολιτικής Ενότητας Θεσσαλονίκης, αρμόδιες είναι οι Περιφέρειες Αττικής και Κεντρικής Μακεδονίας αντίστοιχα. Για την έκδοση και τη θεώρηση της άδειας ο επαγγελματίας καταθέτει υπέρ της αρμόδιας αρχής παράβολο».

2. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 59 του ν. 4497/2017, στη φράση «νέων αδειών υπαιθρίου εμπορίου» μετά τη λέξη «νέων» προστίθεται η λέξη «επαγγελματικών».

3. Η παρ. 10 του άρθρου 100 του ν. 4497/2017 αντικαθίσταται από τις 13 Νοεμβρίου 2017, ως εξής:

«10. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου τίθενται σε ισχύ από την έκδοση των αποφάσεων της παρ. 5, οπότε και καταργείται το άρθρο 40 του ν. 4155/2013 (Α΄ 120). Υποθέσεις που κατά την ημερομηνία κατάργησης του άρθρου 40 του ν. 4155/2013 εκκρεμούν στο ΣΥΚΑΠ μεταφέρονται στο ΣΥΚΕΑΑΠ.».

 

Άρθρο 122

Τροποποίηση του άρθρου 2 του ν. 3894/2010 (Α΄ 204)

Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3894/2010 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Συνιστάται Διυπουργική Επιτροπή Στρατηγικών Επενδύσεων (Δ.Ε.Σ.Ε.), στην οποία μετέχουν ως Πρόεδρος ο Υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης ή ο νόμιμος αναπληρωτής του και ως μέλη οι Υπουργοί Οικονομικών, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ο Υπουργός Επικρατείας με αρμοδιότητα να συνδράμει τον Πρωθυπουργό για το συντονισμό, παρακολούθηση και έλεγχο της κυβερνητικής πολιτικής που αφορά την προώθηση, επιτάχυνση και υλοποίηση επενδύσεων, ο Υφυπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης με αρμοδιότητα σε θέματα στρατηγικών και ιδιωτικών επενδύσεων, καθώς και οι αρμόδιοι κατά περίπτωση Υπουργοί, οι οποίοι διατηρούν δικαίωμα ψήφου και εισηγούνται προς τον Πρόεδρο της Δ.Ε.Σ.Ε. επί των θεμάτων αρμοδιότητάς τους, ή οι νόμιμοι αναπληρωτές τους. Σε περίπτωση ισοψηφίας κατισχύει η ψήφος του Προέδρου της Δ.Ε.Σ.Ε.»

 

Άρθρο 123

Ρύθμιση θεμάτων Οργανισμού Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας

1. Η παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 1733/1987 (Α΄ 171) αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Συνιστάται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας» (Ο.Β.Ι.) που εδρεύει στην Αθήνα και εποπτεύεται από το Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης.».

2. Στο άρθρο 7 του ν. 1733/1987 προστίθενται παράγραφοι 10α και 10β ως εξής:

«10α. Δικαίωμα παράστασης ή κατάθεσης εγγράφων ενώπιον του Οργανισμού Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας (Ο.Β.Ι.) έχει όποιος αντλεί δικαίωμα από αίτηση ευρεσιτεχνίας, αίτηση Πιστοποιητικού Υποδείγματος Χρησιμότητας (Π.Υ.Χ) ή ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ή ο εξουσιοδοτημένος για το σκοπό αυτό πιστοποιημένος σύμβουλος ευρεσιτεχνίας.

10β. Ο Ο.Β.Ι. δύναται να καταρτίζει προγραμματικές συμφωνίες με διεθνείς οργανισμούς, ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ελλάδας, με την επιφύλαξη του άρθρου 48 του ν. 4485/2017 (Α΄ 114), και του εξωτερικού ή άλλους φορείς με αντικείμενο την κατάρτιση και εκπαίδευση των συμβούλων ευρεσιτεχνίας.».

3. Μετά το άρθρο 7 του ν. 1733/1987 προστίθεται άρθρο 7Α ως εξής:

«Άρθρο 7Α

1. Από 2.5.2018 η κατάθεση στον Ο.Β.Ι. των αιτήσεων για χορήγηση κάθε είδους τίτλων και πιστοποιητικών βιομηχανικής ιδιοκτησίας, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων για τη βιομηχανική ιδιοκτησία γίνεται αποκλειστικά με ηλεκτρονικό τρόπο. Τα σχετικά τέλη καταβάλλονται αποκλειστικά μέσω ηλεκτρονικών πληρωμών. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Β.Ι., που δημοσιεύεται στην επίσημη ιστοσελίδα του, καθορίζονται οι διαδικασίες, οι τεχνικές προδιαγραφές και κάθε άλλο σχετικό με την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου θέμα.

2. Η κατάθεση με ηλεκτρονική αλληλογραφία δεν επιτρέπεται στις περιπτώσεις των εφευρέσεων του ν. 4325/1963 (Α΄ 156).

3. Μέχρι την έναρξη εφαρμογής της παρ. 1, η κατάθεση στον Ο.Β.Ι. των αιτήσεων για χορήγηση κάθε είδους τίτλων και πιστοποιητικών βιομηχανικής ιδιοκτησίας δύναται να γίνει με αυτοπρόσωπη παρουσία του νόμιμου καταθέτη ή με συστημένη επιστολή ή με τη χρήση τηλεομοιοτυπίας ή ηλεκτρονικά μέσω διαδικτύου. Τα σχετικά τέλη καταβάλλονται αποκλειστικά μέσω ηλεκτρονικών πληρωμών.».

4. Η παρ. 1 του άρθρου 19 του π.δ. 77/1988 (Α΄33) αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Κατ’ εφαρμογή του παρόντος προεδρικού διατάγματος δικαίωμα παράστασης ή κατάθεσης εγγράφων ενώπιον του Ο.Β.Ι., έχει μόνο όποιος αντλεί δικαιώματα από ευρωπαϊκή αίτηση ή ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ή ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ή ο εξουσιοδοτημένος για το σκοπό αυτό πιστοποιημένος σύμβουλος ευρεσιτεχνίας.».

5. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται το άρθρο 79 του ν. 4144/2013 (Α΄ 88), η παρ. 1 του άρθρου 3 της Υ.Α. 15928/ΕΦΑ/1253/1987 (Β΄ 778) και κάθε άλλη αντίθετη γενική ή ειδική διάταξη.

 

Άρθρο 124

Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται εντός έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος και ύστερα από πρόταση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης και Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις πιστοποίησης των συμβούλων ευρεσιτεχνίας, ο φορέας κατάρτισης, το περιεχόμενο των σχετικών προγραμμάτων βασικής εκπαίδευσης, κατάρτισης και μετεκπαίδευσης, η διάρκειά τους, η διαδικασία πιστοποίησης και έκδοσης των σχετικών διοικητικών πράξεων και κάθε άλλη απαραίτητη λεπτομέρεια.

 

Άρθρο 125

Καταργούμενες διατάξεις

1. Από την έναρξη ισχύος των άρθρων 100 έως 111 (Κεφάλαιο Α΄ του παρόντος Τμήματος) καταργείται η υπ΄ αριθμ. Ζ1-629/2005 κοινή υπουργική απόφαση (Β΄ 720) και η παρ. 4 του άρθρου 14 του ν. 4242/2014 (Α΄ 50), που αντικατέστησε την περίπτωση α΄ της παρ. 14 του άρθρου 4 του ν. 2251/1994.

2. Από τη δημοσίευση του παρόντος καταργούνται τα άρθρα 36, 37 και 38 (Κεφάλαιο Η΄) του ν. 4264/2014 (Α΄ 118), η υπ΄ αριθμ. Κ1-3508/2011 κοινή υπουργική απόφαση (Β΄ 3009) και η υπ΄ αριθμ. Κ1-1480/2014 υπουργική απόφαση (Β΄ 2330).

 

Άρθρο 126

Έναρξη ισχύος

Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις του και εκτός από τα άρθρα 100 έως 109 και το άρθρο 111, η ισχύς των οποίων αρχίζει δύο (2) μήνες μετά την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

ΜΕΡΟΣ Δ΄

ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΠΡΟΪΌΝΤΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

 

Άρθρο 127

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1. Με το παρόν θεσπίζεται το γενικό πλαίσιο και οι γενικές αρχές για την άσκηση εποπτείας και τη διαδικασία ελέγχου των οικονομικών δραστηριοτήτων και των προϊόντων.

2. Με τις διατάξεις του παρόντος καθορίζονται:

α) Οι κοινές αρχές και το πλαίσιο για την άσκηση εποπτείας στις οικονομικές δραστηριότητες και στα προϊόντα.

β) Οι γενικοί κανόνες και οι διαδικασίες που ισχύουν για την άσκηση εποπτείας.

γ) Η μεθοδολογία και τα εργαλεία άσκησης της εποπτείας.

δ) Οι αρμοδιότητες και υποχρεώσεις των εποπτευουσών αρχών και τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των ελεγχόμενων οικονομικών φορέων.

ε) Τα μέτρα και οι κυρώσεις στο πλαίσιο της άσκησης εποπτείας.

στ) Άλλα ζητήματα σχετικά με τη λειτουργία του συστήματος άσκησης εποπτείας.

3. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται σε όλες τις οικονομικές δραστηριότητες και προϊόντα, καθώς και σε ό,τι αφορά την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων. Από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος εξαιρούνται οι φορολογικές, οι τραπεζικές, οι χρηματιστηριακές δραστηριότητες, η ασφάλεια της πολιτικής αεροπορίας και η τήρηση της εργατικής νομοθεσίας.

4. Η εποπτεία ασκείται στα εξής πεδία:

α) Ασφάλεια και συμμόρφωση προϊόντων

β) Ασφάλεια τροφίμου

γ) Προστασία καταναλωτή και σύννομη (ή προσήκουσα) παροχή υπηρεσιών

δ) Ασφάλεια υποδομών και κατασκευών

ε) Δημόσια υγεία

στ) Ασφάλεια και υγεία εργαζομένων

ζ) Προστασία του περιβάλλοντος

η) Προστασία δημοσίων εσόδων.

 

Άρθρο 128

Ορισμοί

Για την εφαρμογή του παρόντος ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1. Οικονομική δραστηριότητα: η δραστηριότητα που ασκείται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα με σκοπό τον προσπορισμό εισοδήματος και κέρδους στο πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς, όπως ενδεικτικά η παραγωγή και διακίνηση αγαθών, η παροχή υπηρεσιών, η διεξαγωγή εμπορίου και η εκτέλεση έργων.

2. Τομέας δραστηριότητας: το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων που προσδιορίζονται με τετραψήφιο Κωδικό Αριθμό Δραστηριότητας (ΚΑΔ).

3. Οικονομικός φορέας: φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο ασκεί οικονομική δραστηριότητα στην Ελληνική Επικράτεια.

4. Προϊόν: αντικείμενο που διατίθεται στην αγορά για διανομή, κατανάλωση ή χρήση στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας.

5. Εγκατάσταση: ο χώρος όπου ασκείται οικονομική δραστηριότητα που φέρει έναν ή περισσότερους Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας (ΚΑΔ) και η οποία μπορεί να ταξινομηθεί ως προς τον κίνδυνο για τη δημόσια υγεία και ασφάλεια, το περιβάλλον ή άλλες πτυχές του δημόσιου συμφέροντος. Στην έννοια της εγκατάστασης για τους σκοπούς του παρόντος νοείται και το κινητό μέσο, στο οποίο ή μέσω του οποίου ασκείται οικονομική δραστηριότητα.

6. Εποπτεία: Οι ενέργειες που πραγματοποιούνται από δημόσια αρχή προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι οικονομικοί φορείς, οι εγκαταστάσεις και τα προϊόντα συμμορφώνονται με την κείμενη νομοθεσία και δεν θέτουν σε κίνδυνο την υγεία, την ασφάλεια, το περιβάλλον ή άλλες πτυχές προστασίας του δημοσίου συμφέροντος. Στην εποπτεία συμπεριλαμβάνονται ο σχεδιασμός, προγραμματισμός και η διενέργεια ελέγχων, η παροχή κατευθυντήριων οδηγιών και πληροφόρησης, τα μέτρα που λαμβάνονται για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης και την άμεση προστασία του δημοσίου συμφέροντος, καθώς και οι κυρώσεις που επιβάλλονται στην περίπτωση παραβίασης της ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας.

7. Εποπτεύουσα αρχή: η δημόσια αρχή που έχει αρμοδιότητα άσκησης εποπτείας στους οικονομικούς φορείς και τα προϊόντα. Καθήκοντα εποπτεύουσας αρχής μπορεί να ασκεί η Αρχή Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού και η Αρχή Εφαρμογής Εποπτείας και Διαχείρισης Ελέγχου του άρθρου 130.

8. Πεδίο εποπτείας: Μια συγκεκριμένη πτυχή του δημοσίου συμφέροντος, για την προστασία της οποίας απαιτείται εποπτεία ως προς την τήρηση της ενωσιακής και της εθνικής νομοθεσίας.

9. Έλεγχος: Κάθε ενέργεια που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της εποπτείας για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης μιας οικονομικής δραστηριότητας και περιλαμβάνει την εξέταση ή αξιολόγηση της συμμόρφωσης των προϊόντων, υπηρεσιών ή εργασιών με την κείμενη νομοθεσία.

10. Ελεγκτής: α) ο δημόσιος υπάλληλος της εποπτεύουσας αρχής με αρμοδιότητα την άσκηση εποπτείας,

β) το φυσικό πρόσωπο που έχει εγγραφεί σε μητρώο της εποπτεύουσας αρχής, στο οποίο ανατίθεται η άσκηση εποπτείας.

11. Εντολή διενέργειας ελέγχου: έγγραφο που περιγράφει το περιεχόμενο του ελέγχου που πρέπει να πραγματοποιηθεί σε συγκεκριμένο οικονομικό φορέα από τον ελεγκτή στον οποίο έχει ανατεθεί.

12. Φύλλο ελέγχου: φύλλο αξιολόγησης της συμμόρφωσης που περιέχει κατ΄ ελάχιστο τις κύριες απαιτήσεις ή τις κατηγορίες απαιτήσεων που υποχρεούνται να τηρούν οι φορείς οικονομικών δραστηριοτήτων σχετικά με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους.

13. Έκθεση ελέγχου: η αναφορά ή κάθε έγγραφο που συντάσσεται σε συνέχεια του ελέγχου και καταγράφει τα αποτελέσματά του. Τα αποτελέσματα του ελέγχου μπορούν να ενσωματώνονται στο φύλλο ελέγχου και να εκδίδεται ενιαίο έγγραφο.

14. Αρχείο ελέγχου: βάση δεδομένων του πληροφοριακού συστήματος διαχείρισης και ελέγχων όπου καταχωρούνται οι εκθέσεις ελέγχων.

15. Κίνδυνος: η πιθανή βλάβη που δύναται να προκληθεί σε μια πτυχή του δημοσίου συμφέροντος, ως αποτέλεσμα οικονομικής δραστηριότητας ή της προοριζόμενης χρήσης των προϊόντων. Ο κίνδυνος προσδιορίζεται ιδίως από το μέγεθος της πιθανότητας επέλευσης της βλάβης, τη σοβαρότητα και το μέγεθος αυτής, καθώς και από τη συχνότητα επανάληψης της μη συμμορφούμενης συμπεριφοράς του οικονομικού φορέα.

16. Αξιολόγηση κινδύνου: η διαδικασία αναγνώρισης, ανάλυσης και εκτίμησης της επικινδυνότητας των οικονομικών δραστηριοτήτων και των προϊόντων, που αποσκοπεί στην οργάνωση και την άσκηση των κατάλληλων ενεργειών ελέγχου και εποπτείας.

17. Κριτήρια κατάταξης σε κατηγορία κινδύνου: τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά οικονομικών δραστηριοτήτων και προϊόντων που χρησιμοποιούνται ως κριτήρια για την κατάταξη των οικονομικών φορέων σε κατηγορίες κινδύνου.

18. Συλλογή και αξιολόγηση δεδομένων εποπτείας: η οργανωμένη επαλήθευση ή μελέτη ορισμένου τύπου κινδύνου που αποσκοπεί στη συλλογή δεδομένων για την αναγνώριση υφιστάμενων ή δυνητικών προβλημάτων σε διαφορετικές οικονομικές δραστηριότητες και, όταν καθίσταται αναγκαίο, στη προετοιμασία στρατηγικής με στόχο τη πρόληψη, μείωση ή εξάλειψη συγκεκριμένου επαπειλούμενου κινδύνου και τη στατιστική αξιοποίηση αυτών.

19. Κατευθυντήριες οδηγίες για τη συμμόρφωση: η επίσημη πληροφορία της εποπτεύουσας αρχής ή των ελεγκτών που δίδεται σε συγκεκριμένη περίπτωση προς τον οικονομικό φορέα καθώς και οι επεξηγήσεις που παρέχει η εποπτεύουσα αρχή ή οι ελεγκτές για την ορθή εφαρμογή και συμμόρφωση με τις κείμενες διατάξεις είτε παρέχονται σε συνέχεια του ελέγχου που διενεργήθηκε είτε παρέχονται σε ανεξάρτητο χρόνο.

20. Πληροφόρηση: η επικοινωνία και ανακοίνωση των δεδομένων που παρέχονται από την εποπτεύουσα αρχή προς τους οικονομικούς φορείς και το ευρύ κοινό.

 

Άρθρο 129

Γενικές αρχές για την άσκηση της εποπτείας

1. Ο έλεγχος πρέπει να είναι αναλογικός, αποτρεπτικός και αποτελεσματικός.

2. Για τους σκοπούς του παρόντος, η άσκηση της εποπτείας διέπεται από τις εξής αρχές:

α. Υποστήριξη της συμμόρφωσης από την εποπτεύουσα αρχή: Οι εποπτεύουσες αρχές και υπάλληλοι παρέχουν στους οικονομικούς φορείς τις κατευθυντήριες γραμμές, τις οδηγίες και την πληροφόρηση που απαιτείται για να πραγματωθεί η συμμόρφωση, πριν από την επιβολή των οποιωνδήποτε μέτρων και κυρώσεων.

Εξαιρούνται οι περιπτώσεις όπου η άμεση επιβολή μέτρων και κυρώσεων είναι αναγκαία για επιτακτικούς λόγους προστασίας του δημοσίου συμφέροντος.

β. Επιλογή ενεργειών για τη μείωση ή αποτροπή του κινδύνου: Οι εποπτεύουσες αρχές και υπάλληλοι τους πρέπει να επιλέγουν την πλέον αναλογική και πρόσφορη ενέργεια, προκειμένου να μειωθεί ή να αποτραπεί ο κίνδυνος.

γ. Γνωστοποίηση των υποχρεώσεων του εποπτευόμενου: Οι εποπτεύουσες αρχές δημοσιοποιούν τις απαιτήσεις συμμόρφωσης που απαιτούνται από την κείμενη νομοθεσία με τρόπο σαφή και κατανοητό παρέχοντας τις απαιτούμενες διευκρινίσεις όπου απαιτείται.

δ. Αποδοτικότητα: Οι εποπτεύουσες αρχές διασφαλίζουν την χρηστή διαχείριση των διαθέσιμων πόρων και την επιλογή ενεργειών που συνεπάγονται το λιγότερο δυνατό κόστος για τις αρχές και τους εποπτευόμενους.

ε. Αρωγή και επικουρία μεταξύ των εποπτευουσών αρχών: Οι εποπτεύουσες αρχές όλων των πεδίων εποπτείας συνεργάζονται μεταξύ τους και ανταλλάσσουν πληροφορίες για την υποβοήθηση του έργου τους και για την μείωση του χρόνου και διοικητικού βάρους προς τους εποπτευόμενους.

στ. Θέσπιση κανόνων δεοντολογίας: Οι εποπτεύουσες αρχές εκδίδουν Κώδικες Δεοντολογίας σύμφωνα με τους οποίους διενεργούνται οι δράσεις τους.

ζ. Αναλογική επιβολή μέτρων και κυρώσεων: Οι εποπτεύουσες αρχές και οι υπάλληλοι επιβάλουν μέτρα και κυρώσεις με σκοπό την επίτευξη στα προβλεπόμενα από την κείμενη νομοθεσία επίπεδα συμμόρφωσης και προστασίας του δημοσίου συμφέροντος σε σχέση με την αξιολόγηση του κινδύνου και με τη μικρότερη δυνατή βλάβη στην οικονομική δραστηριότητα, λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις στην άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας και ιδίως τα λειτουργικά κόστη, τη βιωσιμότητα, την ανάπτυξη και την απασχόληση.

η. Μη επικάλυψη αρμοδιοτήτων εποπτείας: Οι εποπτεύουσες αρχές συντονίζουν τις δράσεις τους με σκοπό την αποφυγή των αλληλοεπικαλύψεων και τη μη επιβολή μέτρων ή ελέγχων για το ίδιο ζήτημα από περισσότερες από μία κάθε φορά αρχές.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ

 

Άρθρο 130

Εποπτεύουσες αρχές

1. Οι εποπτεύουσες αρχές διακρίνονται σε Αρχές Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού και σε Αρχές Εφαρμογής Εποπτείας και Διαχείρισης.

2. Ως Αρχή Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού ορίζεται η εποπτεύουσα αρχή που είναι αρμόδια για το σύνολο ενός πεδίου εποπτείας σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. Η Αρχή Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού είναι αρμόδια για τον συντονισμό και την οργάνωση των θεμάτων που αφορούν πρωτίστως σε οριζόντια ζητήματα υλοποίησης του παρόντος νόμου, όπως: ενέργειες εποπτείας και υποστήριξη συμμόρφωσης, κατανομή προϋπολογισμού και προσωπικού, μεθοδολογία σχεδιασμού ενεργειών εποπτείας, αξιολόγηση και κατάταξη κινδύνου, σχεδιασμός συστήματος διαχείρισης καταγγελιών, κατάρτιση φύλλων ελέγχου. Εάν δικαιολογείται από τη φύση του πεδίου εποπτείας, μπορεί να ορίζονται περισσότερες από μία αρχές με τις αρμοδιότητες της Αρχής Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού εφόσον εξειδικεύονται ρητά τα υποπεδία αρμοδιότητάς τους. Ως Αρχή Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού μπορεί να ορίζεται και το εκάστοτε υπουργείο ή φορέας που συνιστά εποπτεύουσα αρχή κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση κδ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 132.

3. Ως Αρχή Εφαρμογής Εποπτείας και Διαχείρισης ορίζεται η αρχή στην οποία η Αρχή Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού αναθέτει τον έλεγχο συγκεκριμένου τομέα οικονομικών δραστηριοτήτων ή υποκατηγορίας αυτού για συγκεκριμένο πεδίο εποπτείας σύμφωνα και με τα οριζόμενα στην κείμενη νομοθεσία. Η Αρχή Εφαρμογής Εποπτείας και Διαχείρισης συνεργάζεται με την Αρχή Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού για την απρόσκοπτη υποστήριξη και εφαρμογή του συνόλου των ενεργειών εποπτείας ανά πεδίο εποπτείας.

4. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του εκάστοτε αρμόδιου Υπουργού και του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης ορίζεται για κάθε ένα από τα πεδία εποπτείας της παραγράφου 4 του άρθρου 127 η Αρχή ή οι Αρχές Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού καθώς και η Αρχή ή οι Αρχές Εφαρμογής Εποπτείας και Διαχείρισης. Με το ίδιο διάταγμα καθορίζεται το πεδίο εποπτείας κάθε εποπτεύουσας αρχής, το αντικείμενο εποπτείας και το σύνολο των ενεργειών εποπτείας επί των οποίων οι αρχές αυτές έχουν αρμοδιότητα για την εφαρμογή του παρόντος νόμου. Τα ως άνω μπορούν να ορίζονται σε ένα ή σε επιμέρους Προεδρικά Διατάγματα για κάθε ένα πεδίο εποπτείας.

 

Άρθρο 131

Γενικές λειτουργίες εποπτευουσών αρχών

1. Οι εποπτεύουσες αρχές εκτελούν τις εξής γενικές λειτουργίες:.

α) Προωθούν και ελέγχουν τη συμμόρφωση με την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία.

β) Ενημερώνουν το κοινό για τους πιθανούς κινδύνους.

γ) Καταρτίζουν πρόγραμμα ελέγχων με σκοπό την επίτευξη των στόχων για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και μεριμνούν για την έγκρισή του. Το πρόγραμμα ελέγχων περιλαμβάνει κατ΄ ελάχιστο τον αριθμό των προγραμματισμένων ελέγχων, τις προτεραιότητες της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου και τα κριτήρια κινδύνου που λαμβάνονται υπόψη.

δ) Καταρτίζουν τα φύλλα ελέγχου και τις κατευθυντήριες οδηγίες για τη συμμόρφωση.

ε) Αναλύουν τα αποτελέσματα μεμονωμένων ελέγχων, καθώς και όλων των ελέγχων που πραγματοποιούνται ετησίως και δημοσιοποιούν τα αποτελέσματα της σχετικής ανάλυσης.

στ) Διεξάγουν αξιολόγηση κινδύνου, αναπτύσσουν κριτήρια κατάταξης σε κατηγορία κινδύνου και μεριμνούν για την έγκρισή τους.

ζ) Καταρτίζουν Μοντέλο Ενεργειών Συμμόρφωσης (ΜΕΣ).

η) Διοργανώνουν και παρέχουν κατάλληλη εκπαίδευση στους ελεγκτές.

θ) Διεξάγουν έρευνες και μελέτες για την αξιολόγηση νέων κινδύνων ή αλλαγών σε υφιστάμενους κινδύνους.

ι) Συνεργάζονται με άλλες εποπτεύουσες αρχές και φορείς της Διοίκησης για τους σκοπούς της δράσης τους.

ια) Συλλέγουν και ενημερώνουν τα δεδομένα ελέγχου των οικονομικών φορέων και εγκαταστάσεων και τις πληροφορίες σχετικά με τον κίνδυνο αυτών για τους σκοπούς της ανταλλαγής πληροφοριών και της αξιολόγησης κινδύνου.

ιβ) Προτείνουν τροποποιήσεις της νομοθεσίας που αφορά στις απαιτήσεις συμμόρφωσης.

ιγ) Συντάσσουν αναφορά για τη δράση και λειτουργία τους κατά τα οριζόμενα στο άρθρο.

ιδ) Υποστηρίζουν τη συμμόρφωση, μέσω παροχής κατευθυντήριων οδηγιών και πληροφόρησης των οικονομικών φορέων και κάθε ενδιαφερόμενου.

ιε) Ορίζουν τους ελεγκτές που ασκούν την εποπτεία των φορέων οικονομικών δραστηριοτήτων και των προϊόντων.

2. Οι λειτουργίες της παραγράφου 1 εκτελούνται με στόχο τη μείωση του κινδύνου που μπορεί να προκαλείται προς για την ανθρώπινη υγεία, την ασφάλεια, το περιβάλλον και για οποιαδήποτε άλλη πτυχή του δημοσίου συμφέροντος. Οι λειτουργίες εκτελούνται με τρόπο που προάγει τη σχέση εμπιστοσύνης με τους οικονομικούς φορείς και βασίζονται στην ορθή επικοινωνία μεταξύ τους.

 

Άρθρο 132

Υπηρεσίες επιφορτισμένες με την εποπτεία

1. Εποπτεύουσες αρχές, για τον έλεγχο των οικονομικών δραστηριοτήτων και τομέων που εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος είναι οι εξής:

α) Οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.

β) Ο Ενιαίος Φορέας Ελέγχου Τροφίμων.

γ) Οι αρμόδιες υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης.

δ) Οι αρμόδιες υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή και Εμπορίου του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης.

ε) Οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών.

στ) Οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας.

ζ) Οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Εργασίας.

η) Το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Αλληλεγγύης.

θ) Οι αρμόδιες Υπηρεσίες του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.

ι) Το Σώμα Επιθεώρησης Περιβάλλοντος, Δόμησης, Ενέργειας και Μεταλλείων.

ια) Το Πυροσβεστικό Σώμα Ελλάδος.

ιβ) Η Ελληνική Αστυνομία.

ιγ) Οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Εσωτερικών.

ιδ) Οι αρμόδιες Υπηρεσίες των κατά τόπο Περιφερειών και Περιφερειακών Ενοτήτων.

ιε) Οι αρμόδιες υπηρεσίες των κατά τόπο Δήμων.

ιστ) Οι Υπηρεσίες του Λιμενικού Σώματος, στη ζώνη δικαιοδοσίας τους.

ιζ) Οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Τουρισμού

ιη) Οι Περιφερειακές Υπηρεσίες Τουρισμού (ΠΥΤ).

κα) Οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού.

κβ) Η Ειδική Γραμματεία Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος.

κγ) Το Σώμα Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας (ΣΕΥΠ).

κδ) Το Υπουργείο ή άλλος φορέας που εποπτεύει τις παραπάνω αρχές.

κε) κάθε άλλη αρχή που ασκεί εποπτεία κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

2. Νέες υπηρεσίες, αρχές ή φορείς που αποκτούν αρμοδιότητες εποπτείας ή νέες αρμοδιότητες εποπτείας που κατανέμονται και καθορίζονται σε υφιστάμενες υπηρεσίες, αρχές ή φορείς μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου προστίθενται στην παράγραφο 1 με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού εντός 30 ημερών από την ανάληψη της αρμοδιότητας.

3. Η Διεύθυνση Συντονισμού και Παρακολούθησης του κανονιστικού πλαισίου για το επιχειρηματικό περιβάλλον του άρθρου 133 συνεργάζεται με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) στο πλαίσιο εφαρμογής του παρόντος νόμου. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης και του Διοικητή της ΑΑΔΕ μπορεί να καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για την ανταλλαγή πληροφοριών, δεδομένων και στατιστικών στοιχείων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την συνεργασία αυτή.

 

Άρθρο 133

Διεύθυνση Συντονισμού και Παρακολούθησης του κανονιστικού πλαισίου για το επιχειρηματικό περιβάλλον

1. Στη Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης συστήνεται Διεύθυνση Συντονισμού και Παρακολούθησης του κανονιστικού πλαισίου για το επιχειρηματικό περιβάλλον.

Επιχειρησιακός στόχος της Διεύθυνσης είναι:

α. Η παρακολούθηση και ο συντονισμός των μεταρρυθμιστικών ενεργειών για την απλοποίηση της αδειοδότησης και την αναμόρφωση της άσκησης εποπτείας στις οικονομικές δραστηριότητες και την αγορά προϊόντων, καθώς και η αξιολόγηση της εφαρμογής των ενεργειών αυτών, προκειμένου να υποστηρίζεται και να ενισχύεται η συμμόρφωση των επιχειρήσεων, να εμπεδώνονται σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και να επιτυγχάνεται η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.

β. Ο σχεδιασμός, η οργάνωση, η υποστήριξη και η παρακολούθηση της λειτουργίας του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος Άσκησης Δραστηριοτήτων και Ελέγχων (ΟΠΣ-ΑΔΕ) του άρθρου 14 του ν. 4442/2016, σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές.

2. Η Διεύθυνση υπάγεται στη Γενική Διεύθυνση Eφαρμογής Κανονισμών, Υποδομών και Ελέγχου και αποτελείται από τα ακόλουθα τμήματα:

α. Τμήμα Απλοποίησης Αδειοδότησης Οικονομικών Δραστηριοτήτων

β. Τμήμα Συντονισμού Εποπτείας Οικονομικών Δραστηριοτήτων και Προϊόντων

γ. Τμήμα Υποστήριξης Λειτουργίας Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος Άσκησης Δραστηριοτήτων και Ελέγχων (ΟΠΣ- ΑΔΕ).

3. Η Διεύθυνση έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες, οι οποίες κατανέμονται μεταξύ των τμημάτων της ως εξής:

α. Τμήμα Απλοποίησης Αδειοδότησης Οικονομικών Δραστηριοτήτων:

αα. Παρακολουθεί και συντονίζει τις ενέργειες για τη διασφάλιση της οριζόντιας εφαρμογής των θεσμικών παρεμβάσεων, καθώς και της συνοχής της μεταρρύθμισης σχετικά με την απλοποίηση της αδειοδότησης των οικονομικών φορέων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Γενικό Μέρος του ν. 4442/2016.

ββ. Διαμορφώνει, σε συνεργασία με τα συναρμόδια Υπουργεία, τη στρατηγική προσέγγιση των μεταρρυθμίσεων σε σχέση με θέματα απλούστευσης της αδειοδότησης των οικονομικών φορέων.

γγ. Υποστηρίζει την Ομάδα Διαχείρισης Έργου του άρθρου 16 του ν. 4442/2016.

δδ. Σχεδιάζει και προωθεί, σε συνεργασία με τα συναρμόδια Υπουργεία, νομοθετικές και άλλες πρωτοβουλίες για την περαιτέρω απλοποίηση και βελτίωση των διαδικασιών αδειοδότησης των οικονομικών δραστηριοτήτων.

εε. Συνεργάζεται με αδειοδοτούσες αρχές και φορείς εκπροσώπησης των επιχειρήσεων - κοινωνικούς εταίρους για τη διαμόρφωση πολιτικών βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.

στστ. Παρέχει διευκρινίσεις και οδηγίες προς τις αρμόδιες αρχές, σε συνεργασία με τα συναρμόδια Υπουργεία, για τη διασφάλιση της ομοιόμορφης νομοθετικής ερμηνείας και εφαρμογής των μεταρρυθμιστικών ενεργειών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Γενικό Μέρος του ν. 4442/2016.

ζζ. Αναλύει και αξιολογεί τις επιπτώσεις της εφαρμογής των μεταρρυθμιστικών ενεργειών και λειτουργεί ως αποθετήριο τεχνογνωσίας και εμπειρίας, όσον αφορά την αδειοδότηση οικονομικών δραστηριοτήτων.

ηη. Συνεργάζεται με τα Τμήματα Β΄ και Γ΄ της Διεύθυνσης με σκοπό την ανατροφοδότηση, ανταλλαγή και επεξεργασία δεδομένων που δύνανται να χρησιμοποιηθούν για βελτιωτικές προτάσεις επί του θεσμικού πλαισίου.

θθ. Συμβάλλει στη διάχυση των μεταρρυθμιστικών ιδεών, την εκπαίδευση του προσωπικού των αρμόδιων αρχών και προωθεί και διαδίδει τις καλές πρακτικές, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του για την απλοποίηση της αδειοδότησης.

β. Τμήμα Συντονισμού Εποπτείας Οικονομικών Δραστηριοτήτων και Προϊόντων:

αα. Παρακολουθεί και συντονίζει, σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο, τις ενέργειες για τη διασφάλιση της οριζόντιας εφαρμογής των θεσμικών παρεμβάσεων, καθώς και της συνοχής της μεταρρύθμισης σχετικά με την εποπτεία των οικονομικών δραστηριοτήτων και της αγοράς προϊόντων, σε συνεργασία με τις Αρχές Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού και τις Αρχές Εφαρμογής Εποπτείας και Διαχείρισης, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 130.

ββ. Υποστηρίζει τις ανωτέρω αρχές για την έκδοση της δευτερογενούς νομοθεσίας και την αποτελεσματική εφαρμογή των προτεινόμενων προσεγγίσεων και εργαλείων του παρόντος νόμου.

γγ. Διαμορφώνει σε συνεργασία με τα συναρμόδια Υπουργεία και τις εποπτεύουσες αρχές τη στρατηγική προσέγγιση των μεταρρυθμίσεων σε σχέση με θέματα εποπτείας των οικονομικών δραστηριοτήτων και της αγοράς προϊόντων.

δδ. Υποστηρίζει την Ομάδα Διαχείρισης Έργου του άρθρου 134.

εε. Παρέχει διευκρινίσεις και οδηγίες προς τις αρμόδιες αρχές για τη διασφάλιση της ομοιόμορφης νομοθετικής ερμηνείας και εφαρμογής της μεθοδολογίας και των εργαλείων εποπτείας του παρόντος.

στστ. Αναλύει και αξιολογεί τις επιπτώσεις της εφαρμογής των μεταρρυθμιστικών ενεργειών και λειτουργεί ως αποθετήριο τεχνογνωσίας και εμπειρίας όσον αφορά την εποπτεία των οικονομικών δραστηριοτήτων και της αγοράς προϊόντων.

ζζ. Συνεργάζεται με τα τμήματα Α΄ και Γ΄ της Διεύθυνσης με σκοπό την ανατροφοδότηση, ανταλλαγή και επεξεργασία δεδομένων που δύνανται να χρησιμοποιηθούν για βελτιωτικές προτάσεις επί του θεσμικού πλαισίου.

ηη. Συμβάλλει στη διάχυση των μεταρρυθμιστικών ιδεών, την εκπαίδευση του προσωπικού των αρμόδιων αρχών και προωθεί και διαδίδει τις καλές πρακτικές, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του για την αναμόρφωσης της άσκησης εποπτείας στις οικονομικές δραστηριότητες και την αγορά προϊόντων.

γ. Τμήμα Υποστήριξης Λειτουργίας Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος Άσκησης Δραστηριοτήτων και Ελέγχων (ΟΠΣ- ΑΔΕ):

αα. Προσδιορίζει τις προδιαγραφές λειτουργίας του ΟΠΣ-ΑΔΕ του άρθρου 14 του ν. 4442/2016, με σκοπό την αποτελεσματική εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου αδειοδότησης και εποπτείας οικονομικών δραστηριοτήτων και αγοράς προϊόντων. Στο πλαίσιο αυτό το τμήμα συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές αδειόδοτησης και εποπτείας, καθώς και με τη Γενική Δ/νση Ψηφιακής Πολιτικής και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης.

ββ. Μεριμνά για τη διαχείριση του συστήματος, τη διασφάλιση της παραγωγικής του λειτουργίας και των βελτιώσεών του.

γγ. Διασφαλίζει, μέσω του περιεχομένου του ΟΠΣ-ΑΔΕ, τη διαθεσιμότητα επικαιροποιημένων δεδομένων, στατιστικών στοιχείων, αναφορών, κατευθύνσεων για την εφαρμογή της μεθοδολογίας εποπτείας, σχετικών υποδειγμάτων των χρησιμοποιούμενων εργαλείων και εν γένει πληροφόρησης για την απλοποίηση της αδειοδότησης και την εποπτεία των οικονομικών δραστηριοτήτων και της αγοράς προϊόντων.

δδ. Επεξεργάζεται τα δεδομένα του ΟΠΣ-ΑΔΕ με στόχο την υποστήριξη της παρακολούθησης και αξιολόγησης της εφαρμογής των ενεργειών αρμοδιότητας των τμημάτων Α΄ και Β΄ της ίδιας Δ/νσης και γενικότερα με σκοπό τη διατύπωση βελτιωτικών προτάσεων επί του θεσμικού πλαισίου.

εε. Υποστηρίζει τις αρμόδιες αρχές εφαρμογής και τις ελεγχόμενες επιχειρήσεις -μέσω λειτουργίας help desk ή άλλων εργαλείων και λειτουργιών- σχετικά με την αναζήτηση πληροφοριών και οδηγιών για τη χρήση του ΟΠΣ-ΑΔΕ.

4. Για την επαρκή στελέχωση των τμημάτων της Διεύθυνσης προβλέπεται η αύξηση των οργανικών θέσεων του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης κατά 22 με τις κάτωθι ειδικότητες:

ΠΕ Μηχανικών (6)

ΠΕ Περιβάλλοντος (4)

ΠΕ Γεωτεχνικών (1)

ΠΕ Διοικητικού Οικονομικού (6)

ΠΕ Πληροφορικής (2)

ΤΕ Πληροφορικής (1)

ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων (2)

Οι ως άνω θέσεις προσωπικού μπορούν να καλύπτονται και με αποσπάσεις ή μετατάξεις μονίμων υπαλλήλων ή υπαλλήλων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου από φορείς της Γενικής Κυβέρνησης ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα, κατόπιν δημοσίευσης σχετικής πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος, στην οποία μπορεί να καθορίζονται πρόσθετα προσόντα διορισμού κατά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα.

 

Άρθρο 134

Σύσταση Ομάδας Διαχείρισης Έργου για την εποπτεία (Ο.Δ.Ε.).

1. Με πραξη του Υπουργικου Συμβουλιου συνιστάται Ομαδα Διαχειρισης Έργου (Ο.Δ.Ε) για την εποπτεία των οικονομικών δραστηριοτήτων και της αγοράς προϊόντων, στην οποια μετεχουν:

α) Ο Γενικος Γραμματεας Βιομηχανιας, ως Προεδρος

β) Εκπροσωπος της Γενικης Γραμματειας Πρωθυπουργου

γ) Εκπροσωπος του Υπουργειου Οικονομιας και Αναπτυξης

δ) Ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων

ε) Ο Πρόεδρος του Ενιαίου Φορέα Ελέγχου Τροφίμων

στ) Ο Γενικός Γραμματέας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή

ζ) Ο Γενικός Γραμματέας Υποδομών

η) Ο Γενικός Γραμματέας Μεταφορών

θ) Ο Γενικός Γραμματέας Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Υγείας

ι) Ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Αλληλεγγύης

ια) Ο Ειδικός Γραμματέας Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης

ιβ) Ο Γενικός Γραμματέας Περιβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας

ιγ) Ο Γενικός Γραμματέας Χωρικού Σχεδιασμού και Αστικού Περιβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας

ιδ) Ο Γενικός Γραμματέας Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας

ιε) Ο Ειδικός Γραμματέας Υδάτων του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας

ιστ) Ο Ειδικός Γραμματέας του Σώματος Επιθεωρητών και Ελεγκτών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας

ιζ) Ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εσωτερικών.

ιη) Ο Γενικός Γραμματέας Δημόσιας Τάξης του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη/Εσωτερικών

ιθ) Ο Αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας

κ) Ο Αρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος

κα) Ο Αρχηγός του Λιμενικού Σώματος

κβ) Ο Γενικός Γραμματέας Τουριστικής Πολιτικής και Ανάπτυξης

κγ) Ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού

κδ) Ο Ειδικός Γραμματέας του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος

2. α. Η Ο.Δ.Ε. για την εποπτεία προγραμματιζει, παρακολουθει, συντονιζει και προωθει τις απαραιτητες δρασεις για την εφαρμογη του παροντος. Η ΟΔΕ αποτελεί γνωμοδοτικό, επιτελικό και συμβουλευτικό όργανο προς τους αρμόδιους υπουργούς για τον στρατηγικό σχεδιασμό και τη συντονισμένη χάραξη της εθνικής πολιτικής για την εποπτεία των οικονομικών δραστηριοτήτων και της αγοράς προϊόντων ως προς το σύνολο των πεδίων εποπτείας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος, την παρακολούθηση της ενιαίας εφαρμογής του καθώς και για κάθε θέμα σχετικό με την βελτίωσή του.

β. Η Ο.Δ.Ε. προσδιορίζει τους βραχυπρόθεσμους, μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους για την εποπτεία, και τις απαραίτητες δράσεις για την υλοποίηση τους.

γ. Η Ο.Δ.Ε. είναι αρμόδια για την υποβολή προτάσεων σχετικών με τη χρηματοδότηση των ενεργειών εποπτείας, και συνεργάζεται προς τούτο με το Υπουργείο Οικονομικών.

 

Άρθρο 135

Κατανομή του προϋπολογισμού και του προσωπικού

Οι δαπάνες για την άσκηση της εποπτείας βαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό. Για το σκοπό αυτό οι εποπτεύουσες αρχές μεριμνούν για την κατανομή και την εγγραφή των σχετικών πιστώσεων.

2. Το ύψος του προϋπολογισμού και ο αριθμός θέσεων που κατανέμονται σε συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα πεδία εποπτείας, όπως αυτά προσδιορίζονται στο άρθρο 127, βασίζεται σε ετήσιο ή πολυετές πρόγραμμα εποπτείας. Οι εκτιμώμενες δαπάνες εγγράφονται στον κρατικό προϋπολογισμό.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

ΕΠΟΠΤΕΙΑ - ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ

 

Άρθρο 136

Ενέργειες που συνιστούν εποπτεία

Στις ενέργειες που συνιστούν εποπτεία περιλαμβάνονται:

α) Η αξιολόγηση του κινδύνου, για την κατάταξη των οικονομικών δραστηριοτήτων σε βαθμούς επικινδυνότητας και ο σχεδιασμός των ελέγχων.

β) Ο καθορισμός της συχνότητας, ο προγραμματισμός και η διενέργεια ελέγχων.

γ) Η διαχείριση των καταγγελιών.

δ) Η ενημέρωση, η πληροφόρηση, η παροχή κατευθυντήριων γραμμών και οδηγιών και η διενέργεια προληπτικών δράσεων, με στόχο την συμμόρφωση και τον περιορισμό ή τη μείωση των κινδύνων.

ε) Η έκδοση απόφασης για επιβολή μέτρων και κυρώσεων.

στ) Η αξιολόγηση των πληροφοριών και δεδομένων που συλλέγονται και αφορούν τις οικονομικές δραστηριότητες, τους οικονομικούς φορείς και τα προϊόντα, καθώς και η διενέργεια παρακολούθησης και μελετών, όπου απαιτείται, για την εκτίμηση νέων κινδύνων ή πιθανών αλλαγών σε υφιστάμενους κινδύνους.

ζ) Η αξιολόγηση από την εποπτεύουσα αρχή του ασκούμενου ελεγκτικού έργου από τους ελεγκτές.

 

Άρθρο 137

Αξιολόγηση κινδύνου και κατάταξη των οικονομικών δραστηριοτήτων σε βαθμούς επικινδυνότητας

1. Οι έλεγχοι σχεδιάζονται κατόπιν αξιολόγησης του κινδύνου, βάσει της οποίας οι ελεγχόμενες οικονομικές δραστηριότητες κατατάσσονται σε βαθμό επικινδυνότητας ως προς την προστασία του δημοσίου συμφέροντος. Με βάση την κατάταξη αυτή καταρτίζεται το πρόγραμμα ελέγχων.

2. Η αξιολόγηση κινδύνου γίνεται ως εξής:

α) Η εποπτεύουσα αρχή διεξάγει αξιολογήσεις κινδύνου με βάση το επίπεδο πιθανότητας επέλευσης αυτού σε σχέση με το εύρος της επίπτωσης που μπορεί να προκαλούν οι δραστηριότητες και η λειτουργία των οικονομικών φορέων και εγκαταστάσεων και η διάθεση των προϊόντων στην υγεία, ασφάλεια, το περιβάλλον και σε οποιαδήποτε άλλη πτυχή του δημοσίου συμφέροντος.

β) Η εποπτεύουσα αρχή σχεδιάζει και εφαρμόζει μεθοδολογία βαθμολόγησης για την κατάταξη σε βαθμό επικινδυνότητας. Η βαθμολόγηση έχει τη μορφή πυραμίδας, με κατάταξη της επικινδυνότητας από τον υψηλότερο στον χαμηλότερο βαθμό.

3. Η κατάταξη των οικονομικών φορέων, των εγκαταστάσεων και των προϊόντων σε βαθμούς επικινδυνότητας ως προς την προστασία του δημοσίου συμφέροντος, γίνεται με τα εξής, κατά περίπτωση, κριτήρια:

α) την εγγενή επικινδυνότητα των δραστηριοτήτων και των διαδικασιών τους, και των προϊόντων

β) το μέγεθος της οικονομικής δραστηριότητας της εγκατάστασης

γ) την ομάδα και τον αριθμό των καταναλωτών για τους οποίους προορίζεται το προϊόν

δ) το ιστορικό συμμόρφωσης του οικονομικού φορέα ή της εγκατάστασης.

δ) το προφίλ επικινδυνότητας του οικονομικού φορέα, της εγκατάστασης και του προϊόντος, βάσει των φύλλων ελέγχου και των τυχόν αναθεωρημένων χαρακτηριστικών που προέκυψαν κατόπιν ελέγχου

ε) την ύπαρξη αξιόπιστου συστήματος διαχείρισης και λειτουργίας.

στ) τις συστάσεις που έχουν γίνει, τα μέτρα και τις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στον οικονομικό φορέα.

4. Η κατάταξη των οικονομικών φορέων και των εγκαταστάσεων σε βαθμό επικινδυνότητας σύμφωνα με τα παραπάνω κριτήρια, γίνεται σε τρεις κατηγορίες κινδύνου: α) χαμηλού, β) μεσαίου και γ) υψηλού.

5. Με κοινή απόφαση του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού και του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης, ύστερα από εισήγηση της εποπτεύουσας αρχής, εξειδικεύονται τα κριτήρια αξιολόγησης του κινδύνου και η κατάταξη σε βαθμό επικινδυνότητας. Με την ίδια απόφαση μπορεί να καθορίζονται περισσότερα κριτήρια και να ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες για την κατάταξη των δραστηριοτήτων. Τα κριτήρια και η κατάταξη αναθεωρούνται κάθε πέντε (5) έτη το ανώτερο.

6. Αν δικαιολογείται από το αντικείμενο μιας οικονομικής δραστηριότητας, στην απόφαση της προηγούμενης παραγράφου μπορεί να ορίζεται μόνο η γενική προσέγγιση της ανάπτυξης των κριτηρίων και του τρόπου κατάταξης.

7. Πληροφορίες για τον βαθμό επικινδυνότητας των δραστηριοτήτων καταχωρίζονται και αναρτώνται στο Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα Άσκησης Δραστηριοτήτων και Ελέγχων (ΟΠΣ-ΑΔΕ) από την αρμόδια εποπτεύουσα αρχή και είναι διαθέσιμες προς όλες τις εποπτεύουσες αρχές και τους οικονομικούς φορείς.

 

Άρθρο 138

Συχνότητα ελέγχων

1. Η εποπτεύουσα αρχή καθορίζει τη συχνότητα των ελέγχων κατ΄ ελάχιστον από τα εξής κριτήρια:

α) τον βαθμό κινδύνου.

β) την αναμενόμενη διάρκεια ελέγχου στην εκάστοτε κατηγορία κινδύνου.

γ) την διαθεσιμότητα ανθρώπινων πόρων.

δ) την υποχρεωτική προτεραιότητα ελέγχου δραστηριοτήτων υψηλού κινδύνου.

2. Η εποπτεύουσα αρχή μπορεί να προσαρμόζει τη συχνότητα των ελέγχων σε σχέση με τις υπάρχουσες συνθήκες και να πραγματοποιεί δειγματοληπτικούς ελέγχους σε χαμηλού ρίσκου δραστηριότητες, καθώς και άλλους ελέγχους που ανεξαρτήτως της κατηγοριοποίησης κινδύνου προκύπτουν στο πλαίσιο άμεσης αντιμετώπισης και διαχείρισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης.

 

Άρθρο 139

Πρόγραμμα ελέγχων

1. Οι έλεγχοι διεξάγονται σύμφωνα με το πρόγραμμα ελέγχων που καταρτίζεται από την εποπτεύουσα αρχή.

2. Το πρόγραμμα ελέγχων είναι ετήσιο ή πολυετές και καταρτίζεται με βάση πληροφορίες που συλλέγονται κατά τη διαδικασία αδειοδότησης, έγκρισης ή γνωστοποίησης της οικονομικής δραστηριότητας, πληροφορίες που περιλαμβάνονται σε μητρώα ή συλλέγονται μέσω των ελέγχων από την αρμόδια εποπτεύουσα αρχή ή προκύπτουν μέσω καταγγελιών ή άλλων στοιχείων εφόσον κρίνονται επαρκώς αξιόπιστα και προκύπτει άμεσος κίνδυνος σημαντικής βλάβης του δημοσίου συμφέροντος. Τα πολυετή προγράμματα ελέγχων κοινοποιούνται στην Ομάδα Διαχείρισης Έργου (Ο.Δ.Ε) του άρθρου 134.

3. Το πρόγραμμα ελέγχων περιλαμβάνει:

α) τις ενέργειες εποπτείας που πρέπει να διενεργηθούν εντός της διάρκειάς του,

β) τους στόχους που πρέπει να επιτευχθούν,

γ) τα γενικά χαρακτηριστικά των οικονομικών φορέων που υπόκεινται σε εποπτεία,

δ) τους ειδικούς στόχους και τους σχετικούς δείκτες ανά πεδίο εποπτείας,

ε) πρόβλεψη για τη διενέργεια κοινών ελέγχων με άλλες εποπτεύουσες αρχές.

4. Για την καλύτερη εκτέλεσή του, το πρόγραμμα ελέγχων μπορεί να υλοποιείται με επιμέρους σχεδιασμό κάθε εποπτεύουσας αρχής ώστε να καλύπτει μικρότερα χρονικά διαστήματα.

5. Το πρόγραμμα ελέγχων μπορεί να τροποποιείται και να προσαρμόζεται καταλλήλως εφόσον κατά την εκτέλεσή του προκύπτουν νέα στοιχεία είτε από συλλογή πληροφοριών είτε από τη διεξαγωγή ελέγχων.

6. Η μεθοδολογία κατάρτισης του προγράμματος ελέγχων των εγκαταστάσεων βασίζεται στο συνδυασμό του μεγέθους της εγκατάστασης και της πιθανότητας επέλευσης κινδύνου από τη λειτουργία της και βασίζεται ιδίως σε τέσσερα κριτήρια:

α) το βαθμό κινδύνου κάθε οικονομικής δραστηριότητας.

β) το μέγεθος της οικονομικής δραστηριότητας του φορέα ή της εγκατάστασης.

γ) το ιστορικό συμμόρφωσης του οικονομικού φορέα ή της εγκατάστασης.

δ) την ύπαρξη συστήματος διαχείρισης κινδύνων ή την έλλειψη αυτού.

7. H μεθοδολογία κατάρτισης του προγράμματος ελέγχων των προϊόντων βασίζεται στο συνδυασμό της πιθανότητας επέλευσης και της σοβαρότητας της βλάβης που το προϊόν μπορεί να επιφέρει στη δημόσια υγεία και ασφάλεια, στο περιβάλλον και κάθε άλλη πτυχή του δημοσίου συμφέροντος και περιλαμβάνει ιδίως δύο κριτήρια:

α) τον βαθμό κινδύνου του προϊόντος ο οποίος προσδιορίζεται με βάση την περιγραφή, τα χαρακτηριστικά και τη σκοπούμενη χρήση του, το συνολικό χρόνο ζωής του και την ύπαρξη ή μη προειδοποιητικών ετικετών και επισημάνσεων, στο προϊόν. Για τον προσδιορισμό του βαθμού κινδύνου λαμβάνονται υπόψη πληροφορίες από την αξιολόγηση της συμμόρφωσης για παρόμοια προϊόντα μέσω των ενωσιακών μηχανισμών ανταλλαγής πληροφοριών.

β) την ομάδα και τον αριθμό των καταναλωτών για τους οποίους προορίζεται το προϊόν. Ιδίως εξετάζεται εάν το προϊόν χρησιμοποιείται ή όχι από ευάλωτες ομάδες καταναλωτών.

8. Με κοινή απόφαση του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού και του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης εξειδικεύεται η μεθοδολογία σχεδιασμού των ενεργειών εποπτείας που περιλαμβάνει την γενική διαδικασία προγραμματισμού, την μεθοδολογία για την παρακολούθηση μετά τη διενέργεια του ελέγχου, τον προσδιορισμό των περιπτώσεων για τις οποίες απαιτείται επανάληψη του επιτόπιου ελέγχου και των περιπτώσεων στις οποίες οι εποπτεύουσες αρχές μπορούν να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν από τον οικονομικό φορέα και ρυθμίζεται κάθε άλλη απαραίτητη λεπτομέρεια.

 

Άρθρο 140

Διαχείριση καταγγελιών

1. Καταγγελίες σχετικά με τη δραστηριότητα οικονομικού φορέα ή εγκατάστασης μπορεί να υποβληθούν από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο προς την αρμόδια εποπτεύουσα αρχή με κάθε πρόσφορο μέσο επικοινωνίας (ηλεκτρονικά, εγγράφως, τηλεφωνικώς κ.λπ.)

2. Οι καταγγελίες αξιολογούνται με τα εξής κριτήρια:

α) τη συμβατότητα με το πεδίο αρμοδιότητας της εποπτεύουσας αρχής.

β) το προφανώς αβάσιμο και αστήρικτο του περιεχομένου τους.

γ) την κατάθεση των απαραίτητων στοιχείων που επιτρέπουν τη διεξαγωγή επιτόπιου ελέγχου ή έρευνας

δ) την κατ΄ αρχήν εκτίμηση ότι η αναφορά στοιχειοθετεί παράβαση νομοθεσίας.

ε) την επαναληψιμότητα του περιστατικού.

στ) τον χρόνο που έχει παρέλθει από την διαπίστωση του προβλήματος.

ζ) την εκτίμηση του βαθμού επικινδυνότητας ως προς τις άμεσες ή έμμεσες επιδράσεις στο κοινό ή σε άλλη πτυχή δημοσίου συμφέροντος.

η) την ομάδα καταναλωτών που εκτίθενται σε κίνδυνο και την τυχόν χρήση από ευαίσθητες ομάδες.

θ) τη συνεκτίμηση των αποτελεσμάτων εξέτασης προσκομισθέντος δείγματος.

ι) την αξιοπιστία τους όταν προέρχονται από επανειλημμένη υποβολή τους από τον ίδιο καταγγέλλοντα χωρίς να αποδεικνύεται σε προγενέστερους ελέγχους η ακρίβειά τους.

3. Μετά την αξιολόγηση της προηγούμενης παραγράφου και ανάλογα με τη σοβαρότητα της καταγγελίας η εποπτεύουσα αρχή προβαίνει σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω ενέργειες: α) αρχειοθέτηση της καταγγελίας, β) καταγραφή της καταγγελίας για την εν λόγω δραστηριότητα που ενδεχομένως να εξετασθεί στο πλαίσιο του ευρύτερου προγραμματισμού ελέγχων, γ) άμεση διερεύνηση κατά προτεραιότητα η οποία μπορεί να περιλαμβάνει και τη διεξαγωγή επιτόπιου ελέγχου και δ) ενημέρωση της αρμόδιας αρχής εάν πρόκειται για καταγγελία που υποβλήθηκε αναρμοδίως.

4. Οι εποπτεύουσες αρχές δεν υποχρεούνται να απαντούν μεμονωμένα ή να διεξάγουν επιτόπιο έλεγχο μετά από κάθε καταγγελία και να κοινοποιούν απάντηση προς τον καταγγέλλοντα, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στην κείμενη νομοθεσία για κάποιο πεδίο εποπτείας.

6. Η εποπτεύουσα αρχή παρέχει τους απαραίτητους ανθρώπινους και υλικούς πόρους για τη διαχείριση και την αξιολόγηση των καταγγελιών που σχετίζονται με τη δραστηριότητα των οικονομικών φορέων. Η εποπτεύουσα αρχή παρέχει κατάλληλη εκπαίδευση στο προσωπικό που διενεργεί την αξιολόγηση των καταγγελιών.

7. Η εποπτεύουσα αρχή μπορεί να αξιολογεί αυτεπαγγέλτως και άλλες πληροφορίες που τίθενται σε γνώση της, όπως δημοσιεύσεις στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή σε άλλο μέσο, η διαχείριση των οποίων πραγματοποιείται αναλογικά με τον τρόπο που η εποπτεύουσα αρχή αξιολογεί τις καταγγελίες.

8. Με απόφαση του προϊσταμένου της αρμόδιας εποπτεύουσας αρχής καθορίζονται οι διαδικασίες και τα ειδικότερα κριτήρια, πλέον αυτών της παρ. 2, και ο συνδυασμός αυτών για την αξιολόγηση της καταγγελίας και για την παραπομπή της, εφ΄ όσον αυτό κρίνεται απαραίτητο, στο επόμενο στάδιο διαχείρισης και κάθε άλλο σχετικό θέμα.

 

Άρθρο 141

Κατευθυντήριες οδηγίες

για την υποστήριξη της συμμόρφωσης

1. Οι εποπτεύουσες αρχές παρέχουν κατευθυντήριες οδηγίες για την κατανόηση και εφαρμογή των κείμενων διατάξεων από τους ελεγχόμενους με σκοπό τη συμμόρφωσή τους.

2. Η υποστήριξη της συμμόρφωσης μέσω των κατευθυντήριων οδηγιών πραγματοποιείται με κάθε πρόσφορο μέσο, όπως μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (email), με ηλεκτρονικές αναρτήσεις (online), με ανταλλαγή επιστολών ή με τηλεφωνική επικοινωνία καθώς και με επιτόπου επίσκεψη του χώρου δραστηριότητας.

3. Οι κατευθυντήριες οδηγίες είναι δεσμευτικές για τον ελεγχόμενο οικονομικό φορέα. Αν κριθούν μη επαρκείς σε μεταγενέστερο έλεγχο μπορούν να παρασχεθούν νέες κατευθυντήριες οδηγίες, σύμφωνα με τις οποίες ο ελεγχόμενος θα πρέπει να συμμορφωθεί, ωστόσο, εφόσον ο ελεγχόμενος ενήργησε σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες που του παρασχέθηκαν κατά τον πρώτο έλεγχο, δεν επιβάλλονται μέτρα και κυρώσεις.

 

Άρθρο 142

Πληροφόρηση

1. Οι Αρχές Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού πληροφορούν το κοινό για θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο εποπτείας τους, εκδίδοντας γενικές οδηγίες οι οποίες είναι κατανοητές και προσβάσιμες σε όλους τους ενδιαφερόμενους.

2. Οι αρχές πληροφορούν για τα εξής:

α) τις απαιτήσεις του νόμου για συμμόρφωση και τον τρόπο ερμηνείας τους

β) τις διαδικασίες συμμόρφωσης και αξιολόγησης κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών και των κατευθυντήριων οδηγιών για τη συμμόρφωση που αφορούν τις νόμιμες υποχρεώσεις των ελεγχόμενων,

γ) τα μέσα και τις διαδικασίες επικοινωνίας με τις αρχές,

δ) την παροχή πληροφοριών και κατευθυντήριων οδηγιών από τις αρχές για συμμόρφωση,

ε) τη διεξαγωγή των ελέγχων, συμπεριλαμβανομένων των προγραμμάτων τους, των ειδών του ελέγχου, των λιστών ελέγχου και της διαδικασίας,

στ) τις ενέργειες σε περίπτωση διαπίστωσης παραβάσεων,

ζ) τη διαδικασία καταγγελιών,

η) τα ένδικα μέσα που μπορεί να ασκήσει ο ελεγχόμενος.

3. Η πληροφόρηση και η παροχή οριζόντιων κατευθυντήριων οδηγιών για τη συμμόρφωση μπορούν να πραγματοποιούνται με έναν ή περισσότερους από τους παρακάτω τρόπους:

α) την πρόβλεψη κοινής πληροφόρησης για συγκεκριμένα ζητήματα

β) την επεξεργασία και δημοσιοποίηση οδηγών ορθής πρακτικής και άλλων εγγράφων παροχής κατευθυντήριων οδηγιών για τη συμμόρφωση που επεξηγούν στους φορείς με ποιους τρόπους μπορούν να συμμορφώνονται με τις κείμενες διατάξεις σε κάθε κλάδο,

γ) την οργάνωση εκπαιδευτικών σεμιναρίων,

δ) την πρόβλεψη συστάσεων και παροχής κατευθυντήριων οδηγιών για τη συμμόρφωση για το πώς επιτυγχάνεται η συμμόρφωση και για την μείωση και αποφυγή παραβάσεων κατά τη διάρκεια του ελέγχου.

 

Άρθρο 143

Πληροφοριακό Σύστημα Διαχείρισης Ελέγχου

1. Η ηλεκτρονική υποστήριξη των διαδικασιών εποπτείας του παρόντος πραγματοποιείται μέσω του Πληροφοριακού Συστήματος Διαχείρισης Ελέγχων (ΠΣ-ΔΕ), το οποίο συνιστά το Υποσύστημα Διαχείρισης Ελέγχων της περίπτωσης γ΄ της παρ. 3 του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος Άσκησης Δραστηριοτήτων και Ελέγχων (ΟΠΣ-ΑΔΕ) του άρθρου 14 του ν. 4442/2016.

2. Το ΠΣ-ΔΕ συνιστά ολοκληρωμένη πλατφόρμα και σε αυτό καταχωρούνται όλοι οι έλεγχοι, από το στάδιο προγραμματισμού, επί τη βάσει του κινδύνου, μέχρι την καταγραφή των αποτελεσμάτων με τη χρήση των φύλλων ελέγχου.

3. Η χρήση του ΠΣ-ΔΕ είναι υποχρεωτική για όλες τις εποπτεύουσες αρχές. Στο ΠΣ-ΔΕ καταγράφονται όλα τα δεδομένα σχετικά με τον προγραμματισμό των ελέγχων καθώς και τα αποτελέσματα αυτών. Σε περίπτωση που εποπτεύουσα αρχή χρησιμοποιεί δικό της πληροφοριακό σύστημα, το σύστημα αυτό διασυνδέεται ή ενσωματώνεται υποχρεωτικά με το ΠΣ-ΔΕ.

 

Άρθρο 144

Αξιολόγηση της απόδοσης

1. Η εποπτεύουσα αρχή συντάσσει αναφορές αυτο-αξιολόγησης σχετικά με τις δράσεις και λειτουργίες της, οι οποίες υποβάλλονται στον καθ΄ ύλην αρμόδιο υπουργό.

2. Για την αξιολόγηση χρησιμοποιούνται δείκτες απόδοσης που αντικατοπτρίζουν την επίτευξη των στόχων των εποπτευουσών αρχών όπως αυτές περιγράφονται στο άρθρο και κατά συνέπεια το επίπεδο συμμόρφωσης, αποτροπής κινδύνου και διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος. Τα δεδομένα που συλλέγονται για το σκοπό αυτό πρέπει να είναι αξιόπιστα, αντικειμενικά και ακριβή.

3. Τα κριτήρια περιλαμβάνουν κατ΄ ελάχιστον:

α) Πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή των ενεργειών εποπτείας της εποπτεύουσας αρχής όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 130.

β) Τα αποτελέσματα σχετικά με τη συμμόρφωση των οικονομικών φορέων και εγκαταστάσεων

γ) Τα αποτελέσματα σχετικά με την επίτευξη των στόχων ως προς τη σταδιακή μείωση του επιπέδου κινδύνου και τη βελτίωση δεικτών ασφάλειας στο συγκεκριμένο πεδίο εποπτείας.

4. Η συχνότητα των ελέγχων, ο αριθμός και το ύψος των κυρώσεων καθώς και άλλοι δείκτες που σχετίζονται με την επιβολή κυρώσεων σε οικονομικούς φορείς δεν αποτελούν κριτήρια για την αξιολόγηση της απόδοσης και της αποτελεσματικότητας των εποπτευουσών αρχών και των ελεγκτών τους.

5. Στο τέλος του έτους, κάθε εποπτεύουσα αρχή προετοιμάζει και υποβάλλει στον καθ΄ ύλην αρμόδιο υπουργό ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων, η οποία δημοσιεύεται στο Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα Άσκησης Δραστηριοτήτων και Ελέγχων (ΟΠΣ-ΑΔΕ) και περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α) Πληροφορίες και λεπτομέρειες σχετικά με τις ασκηθείσες δραστηριότητες εποπτείας, συμπεριλαμβανομένου του κόστους των δραστηριοτήτων αυτών, καθώς και προτάσεις για αναγκαίες αλλαγές εντός του επόμενου έτους,

β) αριθμό, είδος και διάρκεια των ελέγχων που διενεργήθηκαν εντός του έτους,

γ) αξιολόγηση του κινδύνου και του επιπέδου της ασφάλειας και άλλων δημοσίων αγαθών εντός του πεδίου εποπτείας για το οποίο είναι αρμόδια η εποπτεύουσα αρχή,

δ) τις πιο σημαντικές παραβάσεις που διαπιστώθηκαν και τις βλάβες που προκλήθηκαν ή που θα μπορούσαν να προκληθούν καθώς και την έκτασή τους,

ε) προτάσεις για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, την τροποποίηση της νομοθεσίας, την εξάλειψη επικαλύψεων, τη μείωση του διοικητικού φόρτου για τους οικονομικούς φορείς και για τη βελτίωση της οργάνωσης, του συντονισμού, της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας της εποπτείας,

στ) πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες εποπτείας που επηρέασαν σημαντικά τους δείκτες των αποτελεσμάτων.

6. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, ορίζονται οι μακροπρόθεσμοι και ετήσιοι στόχοι και εξειδικεύονται οι δείκτες απόδοσης και τα κριτήρια με τα οποία αξιολογείται η απόδοση των εποπτευουσών αρχών και η επίτευξη των στόχων και κάθε άλλο σχετικό ζήτημα.

 

Άρθρο 145

Μηχανισμός Ανατροφοδότησης

1. Οι εποπτεύουσες αρχές, για την άσκηση εποπτείας και προγραμματισμού λαμβάνουν υπόψη πληροφορίες και σχόλια από τους εκπροσώπους των οικονομικών και των δημόσιων φορέων.

2. Οι πληροφορίες μπορεί να προκύπτουν και από την αξιολόγηση των καταγγελιών του άρθρου 140.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄

ΕΛΕΓΧΟΙ

 

Άρθρο 146

Προετοιμασία του ελέγχου

1. Οι έλεγχοι διενεργούνται ύστερα από απόφαση της εποπτεύουσας αρχής, η οποία αναφέρει κατ΄ ελάχιστον τον εποπτευόμενο οικονομικό φορέα, το προϊόν, την εγκατάσταση, το αντικείμενο του ελέγχου, την ημερομηνία του ελέγχου, τα ονόματα των ελεγκτών, τα φύλλα ελέγχου που θα χρησιμοποιηθούν και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του εποπτευόμενου φορέα.

2. Αντίγραφο της απόφασης κοινοποιείται στον εποπτευόμενο φορέα πριν από τη διενέργεια του ελέγχου, εφόσον κατά την κρίση της εποπτεύουσας αρχής η κοινοποίηση δεν ματαιώνει τον σκοπό του ελέγχου.

3. Πριν από τη διενέργεια του ελέγχου σχηματίζεται φάκελος που περιλαμβάνει πληροφορίες για τον οικονομικό φορέα, την εγκατάσταση και το προϊόν με βάση τα δεδομένα που συλλέγονται από το Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα Άσκησης Δραστηριοτήτων και Ελέγχων (ΟΠΣ-ΑΔΕ) του άρθρου 14 του ν. 4442/2016. Μέχρι την ολοκλήρωση του ΟΠΣ-ΑΔΕ τα δεδομένα συλλέγονται από το ηλεκτρονικό πληροφοριακό σύστημα της εκάστοτε αρχής ή άλλα διαθέσιμα αρχεία.

 

Άρθρο 147

Φύλλα ελέγχου

1. Ο έλεγχος διενεργείται υποχρεωτικά με τη χρήση του φύλλου ελέγχου.

2. Τα φύλλα ελέγχου εκδίδονται από τις αρμόδιες Αρχές Οργάνωσης, Εποπτείας και Συντονισμού για το πεδίο ή τα πεδία της εποπτείας τους και είναι διαθέσιμα στην επίσημη ιστοσελίδα της αρχής και προσβάσιμα σε κάθε ενδιαφερόμενο. Οι εποπτεύουσες αρχές μπορούν να εκδίδουν φύλλα ελέγχου ανά αντικείμενο (π.χ. τομέας, κλάδος, δραστηριότητα, κατηγορία προϊόντων) εάν κάποιο αντικείμενο ελέγχου απαιτεί διαφορετικό φύλλο ελέγχου για να καταστεί αποτελεσματικότερη η εποπτεία ή εάν διαφορετικά αντικείμενα ελέγχου ανήκουν στην εποπτεία που ασκείται από άλλη αρχή.

3. Τα φύλλα ελέγχου περιλαμβάνουν τα στοιχεία που προβλέπονται στις κείμενες διατάξεις και αποσκοπούν στην αποτροπή ή μείωση του κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια, το περιβάλλον και κάθε άλλη πτυχή του δημοσίου συμφέροντος σε σχέση με την ελεγχόμενη δραστηριότητα και το συγκεκριμένο είδος ελέγχου. Τα φύλλα ελέγχου καταρτίζονται προκειμένου να ελεγχθούν τα στοιχεία, υλικά, πρακτικές και συστήματα διαχείρισης που είναι άμεσα συνδεδεμένα με τους ως άνω κινδύνους.

4. Κατά τη διαδικασία του ελέγχου εξετάζεται η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις ή τις κατηγορίες απαιτήσεων του νόμου που περιλαμβάνονται στο φύλλο ελέγχου. Εάν διαπιστώνεται μη συμμόρφωση με απαιτήσεις που δεν περιλαμβάνονται στο φύλλο ελέγχου, και μόνον εφόσον εμπίπτουν στο πεδίο εποπτείας του ελεγκτή ο ελεγκτής σημειώνει τη μη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις αυτές στην έκθεση ελέγχου και ακολούθως παρέχονται συστάσεις για συμμόρφωση εντός συγκεκριμένης προθεσμίας.

5. Με απόφαση του αρμόδιου υπουργού ή με πράξη του ανώτατου ιεραρχικά προϊστάμενου ή διοικητικού οργάνου της αρμόδιας εποπτεύουσας αρχής καθορίζονται τα ειδικότερα στοιχεία που πρέπει να αναγράφονται στα φύλλα ελέγχου.

 

Άρθρο 148

Διαδικασία διενέργειας ελέγχου

1. Κατά την έναρξη του ελέγχου, ο ελεγκτής επιδεικνύει τα έγγραφα ταυτοποίησής του ως εντεταλμένος της αρμόδιας εποπτεύουσας αρχής, την εντολή ελέγχου ή άλλα διοικητικά έγγραφα που αποδεικνύουν την σχετική εντολή διεξαγωγής ελέγχου. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις για τις οποίες προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία η διεξαγωγή ελέγχου χωρίς την αποκάλυψη των στοιχείων των ελεγκτών.

2. Κατά την έναρξη του ελέγχου ο ελεγκτής ενημερώνει τον οικονομικό φορέα για τα κύρια σημεία του επικείμενου ελέγχου. Μετά το πέρας του ελέγχου ενημερώνει για τα αποτελέσματα του ελέγχου και παρέχει κατευθυντήριες γραμμές, οδηγίες και πληροφόρηση για την συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του νόμου.

3. Ο έλεγχος διενεργείται με τη χρήση του σχετικού φύλλου ελέγχου. Το φύλλο ελέγχου υπογράφεται από όλα τα μέρη στο τέλος του ελέγχου. Σε περίπτωση άρνησης του εποπτευόμενου να υπογράψει το φύλλο ελέγχου ο ελεγκτής καταχωρίζει σχετική επισήμανση στο φύλλο ή στην έκθεση ελέγχου. Το φύλλο ελέγχου έχει ηλεκτρονική μορφή εφόσον αυτό είναι εφικτό.

4. Ο εποπτευόμενος οικονομικός φορέας θέτει στη διάθεση του ελεγκτή τα στοιχεία που σχετίζονται με το αντικείμενο του ελέγχου και παρέχει γραπτή ή προφορική εξήγηση για τα ζητήματα που ανακύπτουν κατά τον έλεγχο. Σε περίπτωση παράδοσης πρωτότυπων εγγράφων στον ελεγκτή, αυτά επιστρέφονται στον φορέα μετά το πέρας του ελέγχου.

5. Οι έλεγχοι διενεργούνται κατά τις εργάσιμες ημέρες και ώρες του ελεγχόμενου οικονομικού φορέα εκτός κι αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι που σχετίζονται με το σκοπό του ελέγχου, τα ειδικά χαρακτηριστικά του ελεγχόμενου οικονομικού φορέα ή την επικινδυνότητα των προϊόντων και δικαιολογούν τυχόν παρέκκλιση. Ο διενεργούμενος έλεγχος θα πρέπει, κατά το δυνατόν, να μην παρακωλύει ή επιβαρύνει την συνήθη λειτουργία του ελεγχόμενου οικονομικού φορέα.

6. Ο ελεγκτής μπορεί να ελέγχει κάθε χώρο της εγκατάστασης και κάθε όχημα που εξυπηρετεί τις λειτουργίες της, να λαμβάνει πληροφορίες και δείγματα και να φωτογραφίζει τους χώρους και τα προϊόντα.

7. Οι δαπάνες για τη διενέργεια ελέγχου, τη δειγματοληψία και τη δειγματοληπτική εξέταση βαρύνουν την εποπτεύουσα αρχή εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικότερες διατάξεις. Οι δαπάνες για τον εργαστηριακό έλεγχο βαρύνουν τον ελεγχόμενο οικονομικό φορέα μόνο στην περίπτωση που αποδειχθεί μη συμμόρφωση, άλλως βαρύνουν την εποπτεύουσα αρχή.

8. Με απόφαση του κατά περίπτωση αρμόδιου ανά πεδίο εποπτείας Υπουργού μπορεί να ορίζονται οι διαδικασίες λήψης δείγματος, εργαστηριακής ή άλλης εξέτασής του, η διαδικασία και τα δικαιώματα προσφυγής ή ένστασης του ελεγχομένου και κάθε άλλο σχετικό θέμα.

9. Η άρνηση του οικονομικού φορέα να επιτρέψει την πρόσβαση στους διάφορους χώρους της εγκατάστασης, στα οχήματα που εξυπηρετούν λειτουργίες της εγκατάστασης και στις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με την εγκατάσταση και τα ελεγχόμενα προϊόντα ή η άρνηση του οικονομικού φορέα για λήψη εκ μέρους του ελεγκτή δειγμάτων ή άλλων τεχνικών μέσων όπως φωτογραφιών, εφόσον αυτά κρίνονται δικαιολογημένα και απαραίτητα, επισημαίνεται στις παρατηρήσεις ή το αντίστοιχο τμήμα της έκθεσης του ελέγχου.

10. Εάν κατά τη διάρκεια του ελέγχου υποπέσει στην αντίληψη του ελεγκτή γεγονός που μπορεί να συνιστά παράβαση αρμοδιότητας άλλης εποπτεύουσας αρχής ενημερώνεται χωρίς καθυστέρηση η αρμόδια εποπτεύουσα αρχή.

 

Άρθρο 149

Διαδικασία ενεργειών συμμόρφωσης - Μοντέλο Ενεργειών Συμμόρφωσης (ΜΕΣ)

1. Κάθε Αρχή Οργάνωσης Εποπτείας και Συντονισμού, όπως αυτή ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 130, καταρτίζει Μοντέλο Ενεργειών Συμμόρφωσης («ΜΕΣ») που περιλαμβάνει τις διαδικασίες και τις οδηγίες για την καθοδήγηση των ενεργειών και των αποφάσεων των ελεγκτών που λαμβάνονται σε συνέχεια του ελέγχου. Το ΜΕΣ υιοθετείται με απόφαση της εποπτεύουσας αρχής και δημοσιεύεται στον ηλεκτρονικό της ιστότοπο.

2. Το ΜΕΣ καταρτίζεται με τρόπο που προάγει την ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας και το ενιαίο της αντιμετώπισης των ελέγχων και λοιπών δραστηριοτήτων εποπτείας θέτοντας τα βασικά στοιχεία και τις παραμέτρους για την λήψη αποφάσεων. Η κατάρτιση του ΜΕΣ γίνεται με τα εξής κριτήρια:

α) τη διασφάλιση της νομιμότητας των αποφάσεων μέσω της έκδοσής τους αποκλειστικά επί τη βάσει των τεθειμένων κριτηρίων κινδύνου.

β) τον καθορισμό πλαισίου διαφάνειας κατά τη λήψη των αποφάσεων προκειμένου να είναι εφικτός ο έλεγχος της διαδικασίας που ακολουθήθηκε για τη λήψη τους.

γ) την παροχή καθοδήγησης προς τους ελεγκτές κατά την διαδικασία επιβολής μέτρων και κυρώσεων, όπως ορίζονται στην παρ. 5 του άρθρου 151 και στην κείμενη νομοθεσία, παρέχοντας κριτήρια και ενδείξεις για την επιλογή του ορθότερου και αναλογικότερου μέτρου.

δ) την προώθηση καλών πρακτικών.

3. Η λήψη αποφάσεων μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου γίνεται με τα εξής κριτήρια:

α) τη μείωση των πιθανών κινδύνων και την αποτροπή ή μείωση των παραβάσεων και των παρατυπιών ή την άρση τους, χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα μέσα, προθεσμίες για την παροχή κατευθυντήριων γραμμών, οδηγιών και πληροφόρησης για τη συμμόρφωση.

β) τη συμπεριφορά και το βαθμό συνεργασίας του ελεγχόμενου οικονομικού φορέα

4. Η απόφαση επί του ελέγχου στηρίζεται στα συμπεράσματα του ελέγχου, τα έγγραφα που εξετάσθηκαν, τα αποτελέσματα του φύλλου ελέγχου, και την ανάλυση που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια ή μετά το πέρας του ελέγχου. Η απόφαση περιλαμβάνει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ελεγχόμενου και καθορίζει τις διοικητικές διαδικασίες προστασίας του ελεγχόμενου.

5. Τα αποτελέσματα του ελέγχου, οι επιβληθείσες διοικητικές κυρώσεις και τα χρηματικά πρόστιμα καταχωρίζονται στο Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα Άσκησης Δραστηριοτήτων και Ελέγχων (ΟΠΣ-ΑΔΕ). Μέχρι την ολοκλήρωση του ΟΠΣ-ΑΔΕ τα αποτελέσματα καταχωρίζονται στα ηλεκτρονικά πληροφοριακά συστήματα της εκάστοτε αρχής ή σε άλλα διαθέσιμα αρχεία.

6. Όταν από τον έλεγχο διαπιστώνεται σοβαρός κίνδυνος, η εποπτεύουσα αρχή μεριμνά για την άμεση ενημέρωση και προειδοποίηση του κοινού, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της παράβασης, τις ανάγκες ενημέρωσης του κοινού και τα νόμιμα δικαιώματα του ελεγχόμενου.

 

Άρθρο 150

Διεξαγωγή κοινών ελέγχων

1. Οι εποπτεύουσες αρχές μπορούν να αποφασίζουν τη διεξαγωγή κοινών ελέγχων.

2. Ο κοινός έλεγχος διεξάγεται σε μέρος ή στο σύνολο της εγκατάστασης προκειμένου να εκτιμηθεί η συμμόρφωση του ελεγχόμενου φορέα με τις κείμενες διατάξεις και να αντιμετωπιστούν θέματα που αφορούν περισσότερα από ένα πεδία εποπτείας ιδίως για τις οικονομικές δραστηριότητες και τα προϊόντα υψηλού κινδύνου για την ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια και το περιβάλλον.

 

Άρθρο 151

Κοινά μέτρα και κυρώσεις

1. Όταν σε συνέχεια ελέγχου διαπιστώνεται απειλή ή βλάβη για το δημόσιο συμφέρον, ο αρμόδιος ελεγκτής επιβάλλει τα αναγκαία μέτρα και κυρώσεις.

2. Εάν η έλλειψη συμμόρφωσης είναι ασήμαντη ή δεν δημιουργεί κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια, για το περιβάλλον ή για οποιαδήποτε άλλη πτυχή του δημοσίου συμφέροντος ο ελεγκτής μπορεί να παράσχει κατευθυντήριες γραμμές, οδηγίες και πληροφόρηση για τη συμμόρφωση του οικονομικού φορέα.

3. Τα μέτρα και οι κυρώσεις που επιβάλλονται συνοδεύονται από πράξη (απόφαση) που εκδίδεται από την εποπτεύουσα αρχή, η οποία επικυρώνει την επιβολή τους. Από την υποχρέωση του προηγούμενου εδαφίου εξαιρούνται οι προειδοποιήσεις προς συμμόρφωση.

4. Τα μέτρα και οι κυρώσεις που επιβάλλονται πρέπει να είναι αναλογικά και εύλογα και να στηρίζονται στην αξιολόγηση του κινδύνου που η παράβαση επιφέρει στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος. Ο ελεγκτής δίνει προτεραιότητα και βαρύτητα στην παροχή ορθής πληροφόρησης και οδηγιών τάσσοντας προθεσμία για τη συμμόρφωση του οικονομικού φορέα. Αν μετά την παρέλευση της προθεσμίας ο οικονομικός φορέας δεν συμμορφώνεται τότε προχωρά στην επιβολή των κατάλληλων μέτρων και κυρώσεων. Η διαδικασία αυτή δεν εφαρμόζεται όταν η παράβαση ενέχει κίνδυνο για το δημόσιο συμφέρον που δεν μπορεί να αποτραπεί χωρίς άμεση ενέργεια εκ μέρους του ελεγκτή.

5. Τα μέτρα και οι κυρώσεις είναι τα ακόλουθα:

α) Γραπτή σύσταση για συμμόρφωση εντός προθεσμίας, επανέλεγχος εντός προθεσμίας, προειδοποίηση επιβολής κυρώσεων όπου προβλέπεται.

β) Προσωρινή ή οριστική διακοπή λειτουργίας, όπου προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία.

γ) Κατάσχεση, δέσμευση, σφράγιση, απόσυρση, ανάκληση, περιορισμός και απαγόρευση της κυκλοφορίας και της διαθεσιμότητας στην αγορά ή καταστροφή των προϊόντων που προκαλούν κίνδυνο στην ανθρώπινη υγεία και ασφάλεια και στο περιβάλλον ή διατίθενται χωρίς να πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, όπου προβλέπεται από την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία.

δ) Επιβολή προστίμου όπου προβλέπεται από την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία.

ε) Αναφορά στην Εισαγγελική Αρχή, εφόσον από τις κείμενες διατάξεις προβλέπεται ποινική κύρωση για τη συγκεκριμένη παράβαση.

στ) Διοικητικά μέτρα και κυρώσεις που προβλέπονται από ειδικότερες διατάξεις.

6. Τα μέτρα των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της παραγράφου 5 επιβάλλονται εφόσον κρίνονται αναγκαία για την άρση σοβαρού κινδύνου για το δημόσιο συμφέρον και κανένα άλλο μέτρο δεν επαρκεί για την αποτροπή του. Η επιβολή των μέτρων του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να αφορά μόνο το τμήμα της επιχείρησης ή το μέρος των προϊόντων που παρουσιάζουν έλλειψη συμμόρφωση. Όπου η κείμενη νομοθεσία προβλέπει την άμεση επιβολή των μέτρων των περιπτώσεων β΄ και γ΄, εκδίδεται πράξη του οργάνου ή του ανώτερου ιεραρχικώς οργάνου που επικυρώνει την επιβολή τους αμελλητί. Μέσα σε εύλογο χρόνο από την επιβολή του μέτρου η εποπτεύουσα αρχή εξετάζει εάν εξακολουθεί να υφίσταται η έλλειψη συμμόρφωσης, προκειμένου να αποφασιστεί η άρση ή όχι του μέτρου που επιβλήθηκε.

7. Αν η έλλειψη συμμόρφωσης δεν μπορεί να αρθεί άμεσα, τίθεται προθεσμία για επανέλεγχο λαμβάνοντας υπόψη τις πραγματικές συνθήκες και τη φύση της παράβασης.

8. Με απόφαση του καθ΄ ύλην αρμόδιου Υπουργού και του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης εξειδικεύονται και προσαρμόζονται τα μέτρα και οι κυρώσεις που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία σύμφωνα με τις επιταγές του παρόντος άρθρου, ορίζονται οι διαδικασίες επιβολής μέτρων ή κυρώσεων, ορίζονται τα πρόσθετα μέτρα που δεν προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία και οι όροι επιβολής τους καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΛΕΓΚΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΠΟΠΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΦΟΡΕΩΝ

 

Άρθρο 152

Ελεγκτές

1. Οι ελεγκτές ορίζονται από την αρμόδια εποπτεύουσα αρχή.

2. Καθήκοντα εποπτείας ανατίθενται σε ελεγκτές που διαθέτουν τις απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες και επαρκή εμπειρία στη διεξαγωγή του ελέγχου ή επαρκή εμπειρία στο αντικείμενο εποπτείας της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας ή ομάδων οικονομικών δραστηριοτήτων ή προϊόντων.

3. Οι ελεγκτές ασκούν τις ενέργειες εποπτείας που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της εποπτεύουσας αρχής την οποία αντιπροσωπεύουν. Σε περίπτωση που, κατά τη διενέργεια του ελέγχου, αντιληφθούν στοιχεία χρήσιμα για άλλη αρμόδια εποπτεύουσα αρχή, ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση την αρχή αυτή. Στην περίπτωση αυτή διεξάγονται κοινοί έλεγχοι, σύμφωνα με το άρθρο 140, εφόσον αυτό είναι εφικτό.

4. Όλοι οι ελεγκτές με καθήκοντα εποπτείας παρακολουθούν επιμορφωτικά σεμινάρια σχετικά με συγκεκριμένες διαδικασίες ελέγχου και ζητήματα επαγγελματικής δεοντολογίας.

Η Διεύθυνση Συντονισμού Κανονιστικού Πλαισίου και Εποπτείας Οικονομικών Δραστηριοτήτων και Προϊόντων σε συνεργασία με τις εποπτεύουσες αρχές διοργανώνει τακτικά επιμορφωτικά σεμινάρια για την βελτίωση των δεξιοτήτων και γνώσεων των ελεγκτών τους. Οι εποπτεύουσες αρχές μεριμνούν για τη διοργάνωση εξειδικευμένων σεμιναρίων για ελεγκτές, σε περιπτώσεις αλλαγών της κείμενης νομοθεσίας και των προβλεπόμενων διαδικασιών του αντικειμένου αρμοδιότητάς τους.

5. Νέοι ελεγκτές, για περίοδο έξι (6) μηνών από την ανάθεση των καθηκόντων τους διεξάγουν ελέγχους υπό την επίβλεψη ελεγκτών με μεγαλύτερη εμπειρία.

6. Οι εποπτεύουσες αρχές είναι υπεύθυνες για την ποιότητα της εργασίας των ελεγκτών τους, παρακολουθούν το έργο τους και παρέχουν συστάσεις για βελτίωση με βάση την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα της εργασίας.

7. H αξιολόγηση της απόδοσης των ελεγκτών οδηγεί στη διατύπωση συστάσεων σχετικά με την επιμόρφωση ή καθοδήγησή τους.

 

Άρθρο 153

Δικαιώματα των ελεγκτών

Κατά την άσκηση εποπτείας οι ελεγκτές:

α. έχουν ελεύθερη πρόσβαση, κατά περίπτωση και εφόσον σχετίζεται με το αντικείμενο εποπτείας, στα κτίρια, εγκαταστάσεις, γραφεία, εξοπλισμό, προϊόντα, βιβλία, έγγραφα, και άλλα στοιχεία,

β. έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την διεξαγωγή του ελέγχου, σε έλεγχο των βιβλίων και των εγγράφων του οικονομικού φορέα και σε χορήγηση αντιγράφων

γ. λαμβάνουν γραπτές εξηγήσεις από τον ελεγχόμενο οικονομικό φορέα ή το νόμιμο εκπρόσωπό του.

δ. λαμβάνουν δείγματα των ελεγχόμενων προϊόντων και άλλων υλικών της συγκεκριμένης παραγωγής, της υπηρεσίας ή του εμπορίου για ανάλυση, πραγματοποίηση δοκιμών και διεξαγωγή μετρήσεων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία.

ε. λαμβάνουν φωτογραφίες για την τεκμηρίωση παραβάσεων που διαπιστώνουν, με την προϋπόθεση ότι είναι σε γνώση του ελεγχόμενου και καταγράφεται στην έκθεση ελέγχου.

 

Άρθρο 154

Καθήκοντα ελεγκτών

Κατά την άσκηση του έργου τους οι ελεγκτές έχουν τα εξής καθήκοντα και περιορίζονται από τις εξής απαγορεύσεις:

α. ασκούν εποπτεία, μόνο μετά από υπηρεσιακή, έγγραφη ή προφορική, εντολή και ανάθεση διεξαγωγής ελέγχου,

β. ασκούν τα καθήκοντά τους, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, χωρίς να επηρεάζονται από τρίτους, και τηρούν τους κανόνες δεοντολογίας,

γ. προτείνουν την εξαίρεσή τους από τη συμμετοχή σε άσκηση εποπτείας οικονομικού φορέα, αν υπάρχουν γεγονότα που εγείρουν εύλογη αμφιβολία για την αμεροληψία τους λόγω της σχέσης τους με τον οικονομικό φορέα, ή άλλων περιστάσεων που μπορεί να οδηγήσουν σε σύγκρουση ιδιωτικού και δημοσίου συμφέροντος,

δ. σέβονται το έννομο συμφέρον και τη φήμη του οικονομικού φορέα και τηρούν εχεμύθεια για τα εμπιστευτικά στοιχεία που περιέρχονται σε γνώση τους κατά την άσκηση της εποπτείας, εκτός αν άλλως προβλέπεται ρητά,

ε. μεριμνούν για την ελάχιστη δυνατή παρεμπόδιση της οικονομικής δραστηριότητας, σε περιπτώσεις που ο κίνδυνος για την ασφάλεια, τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον είναι μικρός,

στ. πληροφορούν τον εποπτευόμενο οικονομικό φορέα για τα δικαιώματά του σχετικά με τη διαδικασία εποπτείας και τις έννομες συνέπειες των πράξεων ή παραλείψεών του σε σχέση με τη διαδικασία,

ζ. διεξάγουν τον έλεγχο με βάση το φύλλο ελέγχου, όπου αυτό απαιτείται, και να καταγράφουν τα αποτελέσματα του ελέγχου τηρώντας σχετικές διατάξεις και οδηγίες,

η. παρέχουν στον οικονομικό φορέα ή στους υπαλλήλους του κατευθυντήριες οδηγίες για την απαιτούμενη συμμόρφωση,

θ. έχουν την αποκλειστική ευθύνη του ελέγχου και της καταγραφής των αποτελεσμάτων του, το περιεχόμενο των εγγράφων που συντάσσουν, και την ορθότητα των αποδεικτικών στοιχείων, και γνωστοποιούν τα αποτελέσματα του ελέγχου στην αρμόδια εποπτεύουσα αρχή. Η εποπτεύουσα αρχή μεριμνά για την κοινοποίηση των αποτελεσμάτων του ελέγχου και κάθε σχετικής απόφασης στον οικονομικό φορέα ή το νόμιμο εκπρόσωπό του, εντός της εκάστοτε προβλεπόμενης νόμιμης προθεσμίας.

ι. τηρούν την αρχή της αναλογικότητας στις κυρώσεις και τα μέτρα που επιβάλλουν, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία του ελέγχου, και τα στοιχεία που τηρεί και υποβάλει ο οικονομικός φορέας,

ια. συντάσσουν έκθεση ελέγχου ή αναφοράς.

 

Άρθρο 155

Δικαιώματα των εποπτευόμενων οικονομικών φορέων

Κατά τη διενέργεια εποπτείας ο οικονομικός φορέας, ο νόμιμος εκπρόσωπός του και κάθε άλλο πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον μπορεί :

α. να λαμβάνει γνώση των προτύπων των φύλλων ελέγχου, τα οποία δημοσιεύονται και είναι προσβάσιμα στους οικονομικούς φορείς, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 147.

β. να αρνείται την υποβολή του σε έλεγχο ή σε τμήμα του ελέγχου, αν ο ελεγκτής υπερβαίνει το πεδίο εποπτείας ή το πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του. Στην περίπτωση αυτή, ο ελεγκτής καταγράφει στην έκθεση ελέγχου την άρνηση αυτή, την οποία υπογράφει ο ελεγχόμενος,

γ. να συμμετέχει ο ίδιος ή ο εκπρόσωπός του σε όλες τις διαδικασίες εποπτείας και να παρέχει εξηγήσεις σχετικά με τις δραστηριότητες που καλύπτονται από τον έλεγχο,

δ. να υποβάλει συμπληρωματικές πληροφορίες, να παρέχει εξηγήσεις και να εκφράζει τη γνώμη του σε ζητήματα που προκύπτουν κατά τη διάρκεια του ελέγχου,

ε. να αρνείται να συμμορφωθεί σε αίτημα ελεγκτή σχετικά με την επίδειξη εγγράφων και υλικών, αν αυτά δεν σχετίζονται με τον έλεγχο ή αν ο ελεγκτής δεν έχει δικαίωμα να ελέγξει τα έγγραφα αυτά,

στ. να απαιτεί την τήρηση εχεμύθειας για πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα, στις οποίες ο ελεγκτής έχει πρόσβαση κατά τη διάρκεια του ελέγχου,

ζ. να προβαίνει σε καταγγελία, σύμφωνα με την παρ. 9 του άρθρου 157, αν ο ελεγκτής υποδεικνύει ανάρμοστη ή παράνομη συμπεριφορά, ή αν προκύπτει σύγκρουση ιδιωτικού και δημοσίου συμφέροντος,

η. να αιτείται την εξαίρεση του ελεγκτή, αν υπάρχει εύλογη και αιτιολογημένη αμφιβολία για την αμεροληψία του,

θ. να λαμβάνει γνώση και αντίγραφα όλων των εγγράφων και αποτελεσμάτων του ελέγχου, να διατυπώνει απόψεις, να υποβάλει εξηγήσεις ή ενστάσεις, ακόμα και κατά τη διενέργεια του ελέγχου.

 

Άρθρο 156

Υποχρεώσεις εποπτευόμενων οικονομικών φορέων

Κατά την άσκηση της εποπτείας, ο εποπτευόμενος οικονομικός φορέας ή ο εκπρόσωπός του, υποχρεούται :

α. να συμμορφώνεται με το σύνολο της κείμενης νομοθεσίας που διέπει την οικονομική του δραστηριότητα, να διαθέτει εσωτερικές διαδικασίες για την ενημέρωση και την εκπαίδευση της διοίκησης και των εργαζομένων και για την πρόληψη και αποκατάσταση των παραβάσεων,

β. να διευκολύνει και να μην παρακωλύει με οποιοδήποτε τρόπο τους ελεγκτές κατά την άσκηση της εποπτείας,

γ. να χορηγεί, εάν απαιτείται από τον έλεγχο, τα απαιτούμενα έγγραφα και υλικά, και να παρέχει την αναγκαία πρόσβαση σε οχήματα, εμπορικές περιοχές, αποθήκες, χώρους παραγωγής, επεξεργασίας και άλλους χώρους και εγκαταστάσεις,

δ. να διευκολύνει τη διεξαγωγή του ελέγχου, τη λήψη δειγμάτων, φωτογραφιών από τους ελεγκτές και κάθε άλλη ενέργεια στο πλαίσιο της εποπτείας,

ε. να παρέχει γραπτές ή προφορικές εξηγήσεις επί θεμάτων σχετικών με τον έλεγχο μετά από αίτημα των ελεγκτών,

στ. να υποδεικνύει το επίπεδο εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που συλλέγονται κατά τη διάρκεια του ελέγχου,

ζ. να συμμορφώνεται με τις συστάσεις των ελεγκτών σχετικά με την παύση παράνομων ενεργειών, να λαμβάνει τα σχετικά μέτρα και να αναφέρει τα αποτελέσματα της λήψης μέτρων εντός της προκαθορισμένης προθεσμίας.

 

Άρθρο 157

Καταγγελία που αφορά τη συμπεριφορά ελεγκτή

1. Οικονομικός φορέας ή εκπρόσωπός του ή άλλο πρόσωπο, που εμπλέκεται στο πλαίσιο της εποπτείας, μπορεί να υποβάλει καταγγελία για τη συμπεριφορά του ελεγκτή. Η καταγγελία υποβάλλεται στην αρμόδια εποπτεύουσα αρχή με κάθε πρόσφορο μέσο επικοινωνίας, ηλεκτρονικά, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με επιστολή ή και τηλεφωνικώς.

2. Η εποπτεύουσα αρχή διαβιβάζει αρμοδίως την καταγγελία στην εισαγγελική αρχή εφόσον πιθανολογείται τέλεση αξιόποινων πράξεων και στα πειθαρχικά όργανα του ν. 3528/2007 (Α΄26).

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄

ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΜΕΤΑΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ

 

Άρθρο 158

Μετά το άρθρο 48 του ν. 4442/2016 προστίθεται Κεφάλαιο Θ΄ ως εξής:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ΄

ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΜΕΤΑΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ

Άρθρο 48Α

1. Στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Κεφαλαίου εμπίπτουν οι δραστηριότητες που διέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 17 έως 40 του ν. 3982/2011

(Α΄ 143) με την επιφύλαξη του άρθρου 20 του ν. 3982/ 2011.

2. Δεν απαιτείται έγκριση εγκατάστασης για τις δραστηριότητες της παρ. 1 του άρθρου 19 του ν. 3982/2011, οι οποίες υπάγονται στο καθεστώς γνωστοποίησης του άρθρου 6.

Άρθρο 48Β

Έγκριση εγκατάστασης

1. Ως έγκριση εγκατάστασης νοείται η έγκριση για την εγκατάσταση της δραστηριότητας σε συγκεκριμένη θέση βάσει του προσδιορισμού του είδους της δραστηριότητας και της κατάταξής της σε βαθμό όχλησης, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά χρήσεις γης και τους λοιπούς χωρικούς περιορισμούς. Λοιποί περιορισμοί που αφορούν στις προϋποθέσεις λειτουργίας της δραστηριότητας δεν εξετάζονται κατά το στάδιο της έγκρισης εγκατάστασης.

2. Όπου στην κείμενη νομοθεσία, που αφορά στην αδειοδότηση μεταποιητικών και συναφών δραστηριοτήτων, γίνεται λόγος για άδεια εγκατάστασης νοείται εφεξής η έγκριση εγκατάστασης.

Άρθρο 48Γ

Τροποποίηση διατάξεων του ν. 3982/2011 (Α΄ 143)

1. α) Η παράγραφος 11 του άρθρου 17 του ν. 3982/ 2011 αντικαθίσταται ως εξής:

«11. Δραστηριότητες υψηλής, μέσης ή χαμηλής όχλησης είναι αυτές που αναφέρονται στην οικ. 3137/191/Φ.15/2012 (Β΄ 1048) κ.υ.α.».

β) Μετά την παράγραφο 11 του άρθρου 17 του ν. 3982/2011 προστίθεται παράγραφος 11Α ως εξής:

«11Α. Έγκριση εγκατάστασης είναι η έγκριση κατά την έννοια των διατάξεων του Κεφαλαίου Θ΄ του ν. 4442/ 2016 (Α΄ 230), που χορηγεί η αδειοδοτούσα αρχή σε οικονομικό φορέα για την εγκατάσταση συγκεκριμένης δραστηριότητας και αφορά ολόκληρο τον βαθμό όχλησης στον οποίο εμπίπτει η δραστηριότητα. Η έγκριση χορηγείται για συγκεκριμένη τιμή του κριτηρίου όχλησης που χρησιμοποιείται για την κατάταξη της δραστηριότητας, σύμφωνα με το αίτημα του φορέα, με δυνατότητα μεταβολών αυτής της τιμής εντός των ορίων του βαθμού όχλησης, χωρίς να απαιτείται νέα έγκριση. Έγκριση εγκατάστασης απαιτείται:

α) στην ίδρυση συγκεκριμένης δραστηριότητας,

β) στην επέκταση/εκσυγχρονισμό δραστηριότητας που συνίσταται σε αλλαγή ή προσθήκη δραστηριότητας,

γ) στις λοιπές περιπτώσεις επέκτασης/εκσυγχρονισμού δραστηριότητας που οδηγούν σε μετάπτωση της δραστηριότητας σε διαφορετικό βαθμό όχλησης,

δ) σε κάθε περίπτωση επέκτασης/εκσυγχρονισμού δραστηριότητας μετά τη λήξη χορηγηθείσας έγκρισης εγκατάστασης.».

2. α) Η παράγραφος 1 του άρθρου 19 του ν. 3982/2011 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Απαλλάσσονται από την υποχρέωση έγκρισης εγκατάστασης και άδειας λειτουργίας τα επαγγελματικά εργαστήρια, οι μηχανολογικές εγκαταστάσεις παροχής υπηρεσιών χαμηλής όχλησης και οι αποθήκες χαμηλής όχλησης, εφόσον η κινητήρια ή η θερμική ισχύς του μηχανολογικού εξοπλισμού τους δεν υπερβαίνει τα όρια που καθορίζονται στην περ. α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 17.

Για την εγκατάσταση των δραστηριοτήτων υποβάλλεται γνωστοποίηση εγκατάστασης σύμφωνα με το άρθρο 6 του ν. 4442/2016 (Α΄ 230) και για την έναρξη λειτουργίας υποβάλλεται στην αδειοδοτούσα αρχή υπεύθυνη δήλωση, η οποία συνοδεύεται από τις απαραίτητες εγκρίσεις και δικαιολογητικά. Η κατάθεση της δήλωσης βεβαιώνεται σε αντίγραφό της από την αδειοδοτούσα αρχή, το οποίο υποχρεούται να τηρεί ο φορέας. Η αδειοδοτούσα αρχή δύναται να διενεργεί εκ των υστέρων κατά περίπτωση επιτόπιο έλεγχο σχετικά με τη γνωστοποίηση εγκατάστασης προ ή μετά την έναρξη λειτουργίας και σχετικά με την ορθότητα του περιεχομένου της ως άνω υπεύθυνης δήλωσης μετά την έναρξη λειτουργίας. Ο έλεγχος αφορά τη θέση, τη δραστηριότητα, την ισχύ της εγκατάστασης και την τήρηση των περιβαλλοντικών όρων.».

β) Η παράγραφος 8 του άρθρου 19 του ν. 3982/2011 αντικαθίσταται ως εξής:

«8. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης καθορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο των υπεύθυνων δηλώσεων των παραγράφων 1 και 3, ο τύπος και το περιεχόμενο της έγκρισης εγκατάστασης, καθώς και της γνωστοποίησης εγκατάστασης για τις περιπτώσεις της παραγράφου 1, της άδειας λειτουργίας, της απόφασης χορήγησης προθεσμίας για μεταφορά ή για τεχνική ανασυγκρότηση, ο τύπος και το περιεχόμενο των τροποποιήσεων και ανανεώσεων των αποφάσεων αυτών, τα δικαιολογητικά που τις συνοδεύουν και η διαδικασία που πρέπει να τηρείται. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται το ύψος της εγγυητικής επιστολής, που προβλέπεται στην παράγραφο 4 και οι περιπτώσεις κατάπτωσής της, τα κριτήρια, η διαδικασία και η συχνότητα διενέργειας επιθεωρήσεων των όρων εγκατάστασης και λειτουργίας των μεταποιητικών και συναφών δραστηριοτήτων από την αδειοδοτούσα αρχή.».

3. α) Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 20 του ν. 3982/2011 αντικαθίσταται ως εξής:

«Η άδεια εγκατάστασης ισχύει για πέντε (5) χρόνια και μπορεί να παραταθεί μέχρι τη συμπλήρωση μίας δεκαετίας.».

β) Μετά την παράγραφο 6 του άρθρου 20 του ν. 3982/ 2011 προστίθενται παράγραφοι 6Α έως 6Ε ως εξής:

«6Α. Μετά την έναρξη λειτουργίας, που τεκμαίρεται με τη χορήγηση της άδειας ή έγκρισης λειτουργίας ή τη γνωστοποίηση λειτουργίας ή την υποβολή υπεύθυνης δήλωσης ή την ενημέρωση της αδειοδοτούσας αρχής, αναλόγως του καθεστώτος που διέπει τη δραστηριότητα, η οποία πρέπει να έχει πραγματοποιηθεί εντός των προθεσμιών της παραγράφου 6, η διάρκεια της έγκρισης εγκατάστασης καθορίζεται, χωρίς να απαιτείται νέα διοικητική πράξη, ως εξής:

α) έως τη συμπλήρωση είκοσι (20) ετών από την ημερομηνία χορήγησης της έγκρισης εγκατάστασης, εφόσον πρόκειται για εγκατάσταση εντός περιοχής με καθορισμένες χρήσεις γης,

β) έως τη συμπλήρωση δέκα (10) ετών από την ημερομηνία χορήγησης της έγκρισης εγκατάστασης, εφόσον πρόκειται για εγκατάσταση εκτός περιοχής με καθορισμένες χρήσεις γης.

6Β. Η έγκριση χορηγείται για το ανώτατο όριο της κατηγορίας όχλησης, στην οποία εμπίπτει η δραστηριότητα. Για τυχόν μεταβολές της δραστηριότητας κατά τη διάρκεια ισχύος της έγκρισης, δεν απαιτείται ενέργεια του φορέα, εφόσον οι μεταβολές αυτές δεν επιφέρουν μετάπτωση της δραστηριότητας σε διαφορετικό βαθμό όχλησης από αυτόν που αναγράφεται στην έγκριση εγκατάστασης. Εφόσον η αδειοδοτούσα αρχή, μετά την παρέλευση των χρονικών ορίων της παραγράφου 6, διαπιστώσει ότι η δραστηριότητα κατατάσσεται σε χαμηλότερο βαθμό όχλησης σε σχέση με τον αναφερόμενο στη χορηγηθείσα έγκριση εγκατάστασης, η τελευταία τροποποιείται αναλόγως.

6Γ. Εντός των προθεσμιών της παρ. 6Α η δραστηριότητα προστατεύεται από τυχόν αλλαγές των χρήσεων γης.

6Δ. Μετά τη λήξη της προθεσμίας της παρ. 6Α δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των παρ. 6Β και 6Γ. Για την επέκταση ή τον εκσυγχρονισμό της δραστηριότητας μετά τη λήξη των προθεσμιών αυτών, απαιτείται νέα έγκριση εγκατάστασης.

6Ε. Διακοπή λειτουργίας της δραστηριότητας που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη και που πραγματοποιείται εντός των προθεσμιών της παραγράφου 6Α, ανεξαρτήτως αν η διακοπή αφορά την παραγωγική λειτουργία ή τη διακοπή των εργασιών ενώπιον της φορολογικής αρχής, δεν θίγει τα οριζόμενα στις προηγούμενες παραγράφους.»

4.α) Μετά την παράγραφο 1 του άρθρου 25 του ν. 3982/2011 προστίθεται παράγραφος 1Α ως εξής:

«1Α. Ειδικά αν η αίτηση αφορά σε χορήγηση έγκρισης εγκατάστασης δραστηριότητας χαμηλής ή μέσης όχλησης σε περιοχή με καθορισμένες χρήσεις γης και εντός σχεδίου πόλεως, η έγκριση χορηγείται εντός τριάντα (30) ημερών από την κατάθεση πλήρους φακέλου. Αν η προθεσμία παρέλθει άπρακτη, τεκμαίρεται η χορήγηση της έγκρισης και ο αιτών μπορεί να προβεί στην εγκατάσταση της δραστηριότητας, εφόσον επιτρέπεται βάσει των χρήσεων γης. Αν ο φάκελος είναι ελλιπής η αδειοδοτούσα αρχή ενημερώνει εγγράφως τον αιτούντα για την προσκόμιση των απαιτούμενων δικαιολογητικών.» Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία διακόπτεται έως την προσκόμιση των δικαιολογητικών.».

β) Η παράγραφος 3 του άρθρου 25 του ν. 3982/2011 αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Οι συναρμόδιες υπηρεσίες εκδίδουν τις απαιτούμενες εγκρίσεις για την εγκατάσταση και λειτουργία των δραστηριοτήτων των παραγράφων 1, 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 17 μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών και για τις περιπτώσεις της παραγράφου 1Α μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών, εφόσον είναι διαθέσιμα τα απαιτούμενα για τις εγκρίσεις δικαιολογητικά. Οι υπηρεσίες και φορείς, των οποίων ζητείται η γνώμη για τη χορήγηση των εγκρίσεων, γνωμοδοτούν προς την αρμόδια υπηρεσία, το αργότερο εντός τριάντα (30) ημερών και εντός δεκαπέντε (15) ημερών για τις περιπτώσεις της παραγράφου 1Α από τη λήψη του σχετικού ερωτήματος. Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας τεκμαίρεται θετική γνωμοδότηση και η αρμόδια υπηρεσία εξετάζει το αίτημα για τη χορήγηση της έγκρισης.».

5. Η παράγραφος 2 του άρθρου 26 του ν. 3982/2011 αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Η αδειοδοτούσα αρχή διενεργεί δειγματοληπτικές επιθεωρήσεις βάσει ετήσιου προγράμματος ή ύστερα από καταγγελία με βάση κριτήρια κινδύνου και συντάσσει εκθέσεις σχετικά με την τήρηση των όρων λειτουργίας των μεταποιητικών και συναφών δραστηριοτήτων. Όταν η Αρχή κρίνει ότι η καταγγελία είναι ανυπόστατη, αόριστη ή προδήλως αβάσιμη, την αρχειοθετεί χωρίς να διενεργήσει επιθεώρηση.».

6. Το β.δ. της 15/21.10.1922 (Α΄ 208) καταργείται.

Άρθρο 48Δ

Εξουσιοδοτική διάταξη

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης καθορίζονται ο τύπος και το περιεχόμενο της αίτησης για τη χορήγηση έγκρισης εγκατάστασης, ο τύπος και το περιεχόμενο της γνωστοποίησης εγκατάστασης, τα δικαιολογητικά που τις συνοδεύουν, τα τυχόν έγγραφα που τηρούνται στην έδρα της δραστηριότητας, ο τρόπος γνωστοποίησης των στοιχείων σε περίπτωση επικείμενης μεταβολής τους, οι αρχές στις οποίες κοινοποιείται η γνωστοποίηση προκειμένου να ασκήσουν τις ελεγκτικές τους αρμοδιότητες και η διαδικασία που πρέπει να τηρείται, ο τρόπος επιβολής των κυρώσεων εντός των ορίων του άρθρου 15, η διαδικασία επιβολής τους και κάθε άλλο σχετικό με τη γνωστοποίηση ή έγκριση θέμα.

Άρθρο 48Ε

Μεταβατικές διατάξεις

1. Αιτήσεις για χορήγηση άδειας εγκατάστασης που κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου είναι σε εκκρεμότητα, διεκπεραιώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.

2. Οι άδειες εγκατάστασης που είναι σε ισχύ κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου διατηρούν το περιεχόμενό τους και η διάρκειά τους παρατείνεται μέχρι τη συμπλήρωση πέντε (5) ετών από την έκδοσή τους. Στην περίπτωση που έχει χορηγηθεί παράταση σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις, αυτή ισχύει μέχρι τη συμπλήρωση πέντε (5) ετών.

Εκκρεμείς αιτήσεις για παράταση των αδειών εγκατάστασης που έχουν υποβληθεί σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 20 του ν. 3982/2011, δεν εξετάζονται και η άδεια εγκατάστασης παρατείνεται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο. Αιτήματα για παράταση των αδειών εγκατάστασης που υποβάλλονται μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου εξετάζονται αφού υποβληθεί το αίτημα της επόμενης παραγράφου με σκοπό την υπαγωγή στο καθεστώς έγκρισης εγκατάστασης.

3. Δραστηριότητες που διαθέτουν άδεια εγκατάστασης μπορούν να υπαχθούν στο καθεστώς έγκρισης εγκατάστασης, μετά από σχετικό αίτημα του φορέα τους στην αδειοδοτούσα αρχή. Το αίτημα εξετάζεται με βάση τα στοιχεία που έχουν υποβληθεί από το φορέα για την έκδοση της αρχικής άδειας εγκατάστασης και η έγκριση εγκατάστασης που εκδίδεται ισχύει:

α) μέχρι τη συμπλήρωση των προθεσμιών της παρ. 6 του άρθρου 20 από την αρχική έκδοση της άδειας εγκατάστασης ή από τη χορήγηση παράτασης αντίστοιχα και

β) μέχρι τη συμπλήρωση των προθεσμιών των παραγράφων 6Α έως 6Ε του άρθρου 20 από την αρχική έκδοση της άδειας εγκατάστασης.».

 

ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΟΔΙΑΣΤΙΚΗ

 

Άρθρο 159

Μετά το άρθρο 50 του ν. 4442/2016, προστίθενται άρθρα 50Α και 50Β ως εξής:

«Άρθρο 50Α

Κυκλοφοριακή σύνδεση / Είσοδος - έξοδος οχημάτων

1. Για τη λειτουργία των οικονομικών δραστηριοτήτων που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα απαιτείται υπεύθυνη δήλωση αρμόδιου μηχανικού ότι η κυκλοφοριακή σύνδεση ή η είσοδος - έξοδος της εγκατάστασης υλοποιήθηκε σύμφωνα με τα εγκεκριμένα σχέδια αυτής.

2. Οι φορείς των ανωτέρω δραστηριοτήτων υποχρεούνται να τηρούν τους όρους και προϋποθέσεις που περιγράφονται στην κείμενη νομοθεσία για την οδική ασφάλεια.

3. Οι αρμόδιες αρχές για τη συντήρηση της οδού, μόλις λάβουν γνώση των στοιχείων της οικονομικής δραστηριότητας, μπορούν να προβούν σε σχετικό έλεγχο.

4. Όπου στην κείμενη νομοθεσία απαιτείται βεβαίωση της υπηρεσίας που έχει την ευθύνη για τη συντήρηση της οδού ότι η κυκλοφοριακή σύνδεση ή η είσοδος-έξοδος εκτελέσθηκε καλώς, προσκομίζεται εφεξής υπεύθυνη δήλωση αρμόδιου μηχανικού.

Άρθρο 50Β

Τροποποίηση διατάξεων του β.δ. 465/1970 (Α΄ 150)

1. α) Η παράγραφος 2 του άρθρου 30 του β.δ. 465/1970 αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Η Τεχνική Υπηρεσία που έχει την ευθύνη κατασκευής ή συντήρησης της οδού μπορεί να πραγματοποιεί επιτόπια εξέταση προτού διαβιβάσει τα θεωρημένα σχέδια με τις παρατηρήσεις της για έγκριση στην αρμόδια υπηρεσία, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 6.».

β) Η παράγραφος 5 του άρθρου 30 του β.δ. 465/1970 αντικαθίσταται ως εξής:

«5. Η έγκριση κυκλοφοριακής σύνδεσης ή η έγκριση εισόδου-εξόδου οχημάτων των εγκαταστάσεων του άρθρου 24 ισχύει για τέσσερα (4) έτη και για το είδος της εγκατάστασης που αναφέρεται σε αυτήν. Κατ’ εξαίρεση η έγκριση κυκλοφοριακής σύνδεσης ή η έγκριση εισόδου - εξόδου οχημάτων ισχύει για έξι (6) έτη για εγκαταστάσεις του άρθρου 24 που αφορούν κτίρια συνολικής επιφάνειας μεγαλύτερης των πέντε χιλιάδων (5.000) τετραγωνικών μέτρων.

Αν μετά την παρέλευση των τεσσάρων (4) ετών από την έγκριση δεν έχουν ολοκληρωθεί οι εργασίες κατασκευής της εγκεκριμένης κυκλοφοριακής σύνδεσης ή της εισόδου - εξόδου οχημάτων, χορηγείται εφάπαξ παράταση για τέσσερα (4) επιπλέον έτη μετά από αίτηση που υποβάλλεται πριν από τη λήξη της αρχικής προθεσμίας και εφόσον δεν έχουν αλλάξει οι κυκλοφοριακές συνθήκες της οδού. Αν οι κυκλοφοριακές συνθήκες της οδού έχουν μεταβληθεί απαιτείται νέα έγκριση. Για μετατροπή του είδους της εγκατάστασης ή επέκταση αυτής ή προσθήκης νέων εγκαταστάσεων, ο ενδιαφερόμενος ενημερώνει την αρμόδια για τη συντήρηση της οδού υπηρεσία.»

2. Το άρθρο 32 του β.δ. 465/1970 αντικαθίσταται ως εξής:

« Άρθρο 32

Άδεια λειτουργίας εγκαταστάσεων

1. Για τη λειτουργία των εγκαταστάσεων εκτός των προβλεπομένων από άλλες διατάξεις εγκρίσεων αρμόδιων υπηρεσιών, απαιτείται υπεύθυνη δήλωση αρμόδιου μηχανικού ότι η κυκλοφοριακή σύνδεση υλοποιήθηκε σύμφωνα με τα εγκεκριμένα σχέδια αυτής.

2. Η υπεύθυνη δήλωση της προηγούμενης παραγράφου υποβάλλεται στην αρμόδια υπηρεσία και αποτελεί προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας της εγκατάστασης. Οι αδειοδοτούσες υπηρεσίες κοινοποιούν την άδεια λειτουργίας της εγκατάστασης στην αρμόδια για τη συντήρηση της οδού υπηρεσία, προκειμένου αυτή να λάβει γνώση για την έναρξη λειτουργίας της εγκατάστασης.».

3. Το άρθρο 34 του β.δ. 465/1970 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 34

Έγκριση κυκλοφοριακής σύνδεσης κατά παρέκκλιση

1. Σε εγκαταστάσεις που λειτουργούν με εγκεκριμένη κυκλοφοριακή σύνδεση κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων, επιτρέπονται νέες προσθήκες και αλλαγή της χρήσης μόνον εφόσον, κατόπιν μελέτης κυκλοφοριακών επιπτώσεων, αποδειχθεί ότι η νέα χρήση δεν επιφέρει αύξηση του κυκλοφοριακού φόρτου σε σχέση με την προηγούμενη χρήση.

2. Επιτρέπεται η έγκριση κυκλοφοριακής σύνδεσης κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων μόνον εφόσον, εξαιτίας των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του οικοπέδου της εγκατάστασης, δεν είναι εφικτή η τήρηση των προϋποθέσεων του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να υποβληθεί μελέτη από μηχανικό που τεκμηριώνει ότι η διαφοροποίηση στην κατασκευή της κυκλοφοριακής σύνδεσης εξασφαλίζει την οδική ασφάλεια, προκειμένου να εγκριθεί από την αρμόδια για τη συντήρηση της οδού υπηρεσία.»

 

Άρθρο 160

Μετά το άρθρο 48Ε του ν. 4442/2016 προστίθεται Κεφάλαιο Ι΄ ως εξής:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι΄

ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΣΗ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΑΣΚΗΣΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΕΝΤΟΣ ΚΕΝΤΡΩΝ ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΝΟΜΗΣ

Άρθρο 48ΣΤ

Πεδίο εφαρμογής

Στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Κεφαλαίου εμπίπτουν:

α) Δραστηριότητες χονδρικού εμπορίου με Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας (ΚΑΔ) 45 και 46 (6η ομάδα του Παραρτήματος) και δραστηριότητες αποθήκευσης με ΚΑΔ 52.10 (7η ομάδα του Παραρτήματος), που ασκούνται εντός Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής του ν. 4302/2014 (Α΄ 225). Εξαιρούνται δραστηριότητες με ΚΑΔ 46.71 και 46.77 (της 6ης ομάδας του Παραρτήματος).

β) Δραστηριότητες πλυντηρίων-λιπαντηρίων και συνεργείων οχημάτων με ΚΑΔ 45.20, εφόσον αυτές ασκούνται προς εξυπηρέτηση των οχημάτων εντός των Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής του ν. 4302/2014.

γ) Κέντρα Διανομής Τσιμέντου του άρθρου 1, υποπαράγραφος ΣΤ.10 του ν. 4254/2014 (Α΄ 85).

δ) Αστικά Κέντρα Ενοποίησης Εμπορευμάτων του άρθρου 4 του ν. 4302/2014.

Άρθρο 48Ζ

Εγκατάσταση και λειτουργία Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής

1. Για την εγκατάσταση Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής, που, ανεξάρτητα από την ύπαρξη μηχανολογικού εξοπλισμού, κατατάσσονται στις υποκατηγορίες Α1 και Α2 του άρθρου 1 του ν. 4014/2011 (Α΄ 209) και των κατ` εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών πράξεων, απαιτείται έγκριση εγκατάστασης κατά τα οριζόμενα στο Κεφάλαιο Θ΄ του παρόντος. Για τη λειτουργία των Κέντρων αυτών, απαιτείται γνωστοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 6.

2. Τα Κέντρα Αποθήκευσης και Διανομής που, ανεξάρτητα από την ύπαρξη μηχανολογικού εξοπλισμού, δεν κατατάσσονται στις κατηγορίες Α1 και Α2 του άρθρου 1 του ν. 4014/2011 και των κατ΄ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών πράξεων, απαλλάσσονται από την υποχρέωση άδειας ή έγκρισης, εφόσον η εγκατάσταση βρίσκεται εντός περιοχών που καθορίζονται από εγκεκριμένα χωρικά σχέδια (ΓΠΣ, ΣΧΟΟΑΠ, ΤΧΣ, ΖΟΕ) με τη γενική κατηγορία χρήσης των άρθρων 5, 6 και 7 του π.δ. 23.2/6.3.1987 (Δ΄ 166). Για τη λειτουργία των Κέντρων αυτών απαιτείται γνωστοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 6.

3. Τα Κέντρα Αποθήκευσης και Διανομής που, ανεξάρτητα από την ύπαρξη μηχανολογικού εξοπλισμού, δεν κατατάσσονται στις κατηγορίες Α και Β του άρθρου 1 του ν. 4014/2011 και των κατ΄ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών πράξεων, απαλλάσσονται από την υποχρέωση άδειας ή έγκρισης εγκατάστασης. Για τη λειτουργία των Κέντρων αυτών απαιτείται γνωστοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 6.

4. Για την επέκταση ή τον εκσυγχρονισμό Κέντρου Αποθήκευσης και Διανομής που δεν κατατάσσεται στην κατηγορία Α του άρθρου 1 του ν. 4014/2011 και των κατ` εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών πράξεων, απαιτείται έγκριση εγκατάστασης, εφόσον η επικείμενη επέκταση ή ο εκσυγχρονισμός επιφέρει κατάταξη του Κέντρου Αποθήκευσης και Διανομής στην κατηγορία Α.

5. Αν, εκτός της κύριας δραστηριότητας, στο Κέντρο Αποθήκευσης και Διανομής ασκείται και δευτερεύουσα συμπληρωματική δραστηριότητα κατά την έννοια των διατάξεων της περίπτωσης β΄ του άρθρου 1 του ν. 4302/2014 (Α΄ 225), η οποία δεν κατατάσσεται στην κατηγορία Α του άρθρου 1 του ν. 4014/2011 και των κατ` εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών πράξεων, απαιτείται μόνο γνωστοποίηση της μεταβολής που επέρχεται με την προσθήκη της δευτερεύουσας δραστηριότητας.

6. Απαλλάσσονται από την υποχρέωση άδειας ή έγκρισης εγκατάστασης τα Κέντρα Αποθήκευσης και Διανομής που εγκαθίστανται σε ΒΙ.ΠΕ., οι όποιες έχουν οργανωθεί σύμφωνα με το ν. 4458/1965 (Α΄ 33), σε Βιομηχανικές και Επιχειρηματικές Περιοχές που έχουν οργανωθεί σύμφωνα με το ν. 2545/1997 (Α΄ 254) και σε Επιχειρηματικά Πάρκα που οργανώνονται σύμφωνα με το ν. 3982/2011 (Α΄ 143).

7. Η γνωστοποίηση υποβάλλεται ηλεκτρονικά και αποτελεί προϋπόθεση για τη νόμιμη άσκηση της δραστηριότητας. Μετά τη γνωστοποίηση ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ξεκινήσει τη λειτουργία της δραστηριότητας. Τα απαιτούμενα από την κείμενη νομοθεσία δικαιολογητικά τηρούνται στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης. Οι έλεγχοι από τις αρμόδιες αρχές διενεργούνται μετα τη γνωστοποίηση ή από το χρόνο που υπήρχε υποχρέωση για την υποβολή της.

8. Η αλλαγή του φορέα Κέντρου Αποθήκευσης και Διανομής πραγματοποιείται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 9.

9. Για την έγκριση εγκατάστασης απαιτείται η καταβολή παραβόλου της περίπτωης Α΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 της οικ. 14684/914/Φ15/2012 κ.υ.α. (Β΄ 3533). Για τη γνωστοποίηση απαιτείται η καταβολή παραβόλου, σύμφωνα με την την υποπερ. i της περ. Β΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 της κοινής υπουργικής απόφασης του προηγούμενου εδαφίου.

Άρθρο 48Η

Εγκαταστάσεις πλυντηρίων, λιπαντηρίων και συνεργείων οχημάτων εντός των Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής

1. Για τη λειτουργία των εγκαταστάσεων πλυντηρίων, λιπαντηρίων και συνεργείων οχημάτων εντός των Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής δεν απαιτείται η βεβαίωση νόμιμης λειτουργίας που προβλέπεται στην οικ. 81590/1446/Φ/42/2015 (Β΄ 3002) κ.υ.α.

2. Οι εγκαταστάσεις πλυντηρίων, λιπαντηρίων και συνεργείων επισκευής οχημάτων εντός των Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής λειτουργούν νόμιμα μετά τη γνωστοποίηση του άρθρου 6 για τα Κέντρα Αποθήκευσης και Διανομής.

Άρθρο 48Θ

Πιστοποιητικό ενεργητικής πυροπροστασίας Κέντρου Αποθήκευσης και Διανομής

1. Εφόσον για τις επιμέρους δραστηριότητες από τις κείμενες διατάξεις απαιτείται η σύνταξη μελέτης ενεργητικής πυροπροστασίας, οι φορείς των Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής συντάσσουν ενιαία μελέτη για το σύνολο της εγκατάστασης, συμπεριλαμβανομένων των κύριων, δευτερευουσών και λοιπών δραστηριοτήτων που ασκούνται στο Κέντρο Αποθήκευσης και Διανομής, πλην των πρατηρίων καυσίμων. Η ενιαία μελέτη αφορά κάθε επιμέρους δραστηριότητα και χρήση, καθώς και τα αντίστοιχα μέτρα και μέσα πυροπροστασίας.

2. Το πιστοποιητικό ενεργητικής πυροπροστασίας εκδίδεται για το σύνολο της εγκατάστασης, πλην των πρατηρίων καυσίμων, και ισχύει για πέντε (5) έτη.

Άρθρο 48Ι

Αναλογική εφαρμογή του ν. 3982/2011 (Α΄ 143)

1. Οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για τη χορήγηση έγκρισης εγκατάστασης Κέντρου Αποθήκευσης και Διανομής, καθώς και η διενέργεια ελέγχων και επιθεωρήσεων διέπεται από τα άρθρα 19, 20, 22 και 24 έως 28 του

ν. 3982/2011, που εφαρμόζονται αναλόγως.

2. Αν το Κέντρο Αποθήκευσης και Διανομής λειτουργεί κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, επιβάλλονται οι κυρώσεις του άρθρου 29 του

ν. 3982/2011, που εφαρμόζεται αναλόγως.

Άρθρο 48ΙΑ

Εξουσιοδότηση

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομίας και Ανάπτυξης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Υποδομών και Μεταφορών καθορίζονται ο τύπος και το περιεχόμενο της έγκρισης εγκατάστασης Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής, ο τύπος και το περιεχόμενο των τροποποιήσεων και ανανεώσεών της και τα δικαιολογητικά που συνοδεύουν την αίτηση για τη χορήγησή της. Με την ίδια απόφαση καθορίζεται το περιεχόμενο και η διαδικασία της γνωστοποίησης για τα Κέντρα Αποθήκευσης και Διανομής και τις λοιπές εγκαταστάσεις που πρόκειται να λειτουργήσουν εντός αυτών, τα έγγραφα που τηρούνται στην έδρα της δραστηριότητας, η διαδικασία και τα δικαιολογητικά για την έγκριση της μελέτης και τη χορήγηση πιστοποιητικού ενεργητικής πυροπροστασίας και ο τρόπος γνωστοποίησης των στοιχείων σε περίπτωση μεταβολής τους, οι αρχές στις οποίες κοινοποιείται η γνωστοποίηση, η διαδικασία επιβολής των κυρώσεων εντός των ορίων της παραγράφου 1 του άρθρου 15 και κάθε άλλο σχετικό με τη γνωστοποίηση θέμα, σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 6.

Άρθρο 48ΙΒ

Τροποποίηση διατάξεων του ν. 4302/2014 (Α΄ 225)

1. Η περ. ε΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 4302/2014 καταργείται.

2. Ο τίτλος του άρθρου 4 του ν. 4302/2014 αντικαθίσταται ως εξής:

«Αστικά Κέντρα Ενοποίησης Εμπορευμάτων».

3. Το άρθρο 5 του ν. 4302/2014 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 5

Πράσινη Εφοδιαστική

1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Υποδομών και Μεταφορών καθορίζονται οι όροι λειτουργίας του συστήματος καταγραφής των περιβαλλοντικών επιδόσεων των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Εφοδιαστική, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται το αποτύπωμα άνθρακα και οι τρόποι γνωστοποίησης στην αγορά και στο ευρύ κοινό των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Εφοδιαστική, οι οποίες διατηρούν ή επαυξάνουν τις περιβαλλοντικές τους επιδόσεις ή εφαρμόζουν σύστημα περιβαλλοντικής διαχείρισης πιστοποιημένο από αρμόδιο φορέα.

2. Στο Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών δημιουργείται κεντρική βάση δεδομένων όπου καταγράφονται οι περιβαλλοντικές επιδόσεις των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Εφοδιαστική. Με απόφαση του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών καθορίζονται η διαδικασία δημιουργίας και τήρησης της βάσης, οι όροι επεξεργασίας και δημοσιότητας των δεδομένων, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.».

3. Το άρθρο 8 του ν. 4302/2014 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 8

Εγκατάσταση και Λειτουργία Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής

Η εγκατάσταση και λειτουργία Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής πραγματοποιείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Κεφάλαιο Θ΄ του ν. 4442/2016 (Α΄ 230).».

4. Στο άρθρο 9 του ν. 4302/2014 προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:

«5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης, Υποδομών και Μεταφορών και Περιβάλλοντος και Ενέργειας, οι δραστηριότητες που ασκούνται στα Κέντρα Αποθήκευσης και Διανομής κατατάσσονται σε κατηγορίες ανάλογα με το βαθμό όχλησης, με βάση τα κριτήρια και τις κατευθύνσεις της απόφασης 11508/2009 (ΑΑΠ 151) του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων.».

5. Το άρθρο 11 του ν. 4302/2014 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 11

Λοιπές εγκαταστάσεις Κέντρου Αποθήκευσης και Διανομής

Σε κάθε Κέντρο Αποθήκευσης και Διανομής μπορεί να λειτουργούν και εγκαταστάσεις αμιγών ή μικτών πρατηρίων πεπιεσμένου ή υγροποιημένου φυσικού αερίου (CNG ή LNG), υγρών καυσίμων και υγραερίου (LPG) υπό οποιονδήποτε συνδυασμό αυτών, πλυντηρίων, λιπαντηριων και κεκλιμένων επίπεδων επιθεώρησης, συνεργείων επισκευής οχημάτων, καθώς και μικρής κλίμακας κτιριακές εγκαταστάσεις διανυκτέρευσης οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων, εφόσον εξασφαλίζεται για καθεμία από αυτές τις εγκαταστάσεις ο σχετικός χώρος, πέραν της οριζόμενης ελάχιστης συνολικής ωφέλιμης επιφάνειας των κτιριακών εγκαταστάσεων και των χώρων στάθμευσης και ελιγμών, και εφόσον τηρούνται οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας για την εγκατάσταση και λειτουργία των λοιπών αυτών εγκαταστάσεων.».

6. Τα άρθρα 12 και 13 του ν. 4302/2014 και οι παράγραφοι 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11 του άρθρου 50 του ν. 4442/2016 καταργούνται.».

 

Άρθρο 161

Τροποποίηση διατάξεων του ν.δ. 3077/1954 (Α΄ 243)

1. Το άρθρο 3 του ν.δ. 3077/1954 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 3

1. Η άδεια ίδρυσης γενικής αποθήκης χορηγείται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης μετά από γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται η υπό ίδρυση αποθήκη.

2. Με την απόφαση της προηγούμενης παραγράφου ορίζονται:

α) το ακριβές σημείο στο οποία ιδρύεται η γενική αποθήκη,

β) η χρονική διάρκεια της άδειας,

γ) οι κατηγορίες εμπορευμάτων που θα αποθηκεύονται στην γενική αποθήκη,

δ) το ποσό και το είδος της εγγύησης, καθώς και ο τρόπος καταβολής της μετά από γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος,

ε) κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.».

2. Το άρθρο 4 του ν.δ. 3077/1954 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 4

Για την ίδρυση και λειτουργία γενικής αποθήκης υποβάλλεται αίτηση στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης, στην οποία αναφέρονται οι κατηγορίες εμπορευμάτων που μπορούν να εναποτίθενται στη γενική αποθήκη, η ημερομηνία για την οποία ζητείται η έναρξη λειτουργίας και η χρονική διάρκεια λειτουργίας της γενικής αποθήκης, καθώς και οι εγγυήσεις που θα δοθούν στο Δημόσιο, τους αποθέτες και σε όσους έλκουν δικαιώματα από αυτούς και το είδος αυτών. Η αίτηση συνοδεύεται από τα εξής:

α) Αρχιτεκτονικά σχεδιαγράμματα των κτιρίων με περιγραφή των αποθηκευτικών χώρων, τις στεγασμένες και μη στεγασμένες επιφάνειες και των δικαιωμάτων επί των κτιρίων αυτών. Εάν ο αιτών είναι μισθωτής των κτιρίων συνυποβάλλει αντίγραφο του συμφωνητικού μίσθωσης.

β) Υπόμνημα που αναφέρει τον τόπο, τον εξοπλισμό και τα μέσα πρόσβασης στις εγκαταστάσεις της γενικής αποθήκης.

γ) Κανονισμό που καθορίζει τις σχέσεις μεταξύ της γενικής αποθήκης και των πελατών της.

δ) Προκειμένου περί νομικού προσώπου, αντίγραφο του καταστατικού και πίνακα των μετόχων ή των εταίρων που κατέχουν άνω του 10% του εταιρικού κεφαλαίου.

ε) Αιτιολογημένη έκθεση επιτροπής που απαρτίζεται από τρεις (3) μηχανικούς, η οποία εξετάζει με δαπάνη του αιτούντος τα κτίρια και αποφαίνεται περί της στατικής επάρκειας και της ανέγερσης των κτιρίων σύμφωνα με τα υποβληθέντα σχεδιαγράμματα. Η επιτροπή συστήνεται κάθε φορά με απόφαση του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών. Ένα από τα μέλη της επιτροπής μπορεί να υποδεικνύεται από τον αιτούντα στην αίτησή του.

στ) Αντίγραφο δελτίου αστυνομικής ταυτότητας ή διαβατηρίου του αιτούντος φυσικού προσώπου.».

3. Τα άρθρα 6, 8 και το πρώτο και δεύτερο εδάφιο του άρθρου 12 του ν.δ. 3077/1954 καταργούνται.

4. Το άρθρο 14 του ν.δ. 3077/1954 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 14

Για την επέκταση των εγκαταστάσεων υφιστάμενης Γενικής Αποθήκης ή για την επέκταση της άδειας και σε άλλα εμπορεύματα απαιτείται απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης. Η απόφαση εκδίδεται μετά από αίτηση που συνοδεύεται από αρχιτεκτονικό σχεδιάγραμμα, στο οποίο αποτυπώνονται οι νέοι χώροι στους οποίους θα επεκταθεί η εγκατάσταση.»

5. Οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 18 του ν.δ. 3077/

1954 αντικαθίστανται ως εξής:

«2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης, κατόπιν αίτησης του ενδιαφερόμενου μπορεί να παρατείνεται η διάρκεια λειτουργίας της γενικής αποθήκης και να καθορίζεται διαφορετικό ποσό εγγύησης από το αρχικώς ορισθέν.».

 

Άρθρο 162

Τροποποίηση διατάξεων του ν. 4254/2014 (Α΄ 85) - Κέντρα Διανομής Τσιμέντου

1. Η υποπερ. γ΄ της περ. 2 της υποπαραγράφου ΣΤ. 10 της παραγράφου ΣΤ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/ 2014 (Α΄ 85) αντικαθίσταται ως εξής:

«γ. Η συμμόρφωση των Κέντρων Διανομής Τσιμέντων με τις απαιτήσεις της παρ. 9 του προτύπου ΕΛΟΤ ΕΝ 197-2 και τις διατάξεις της παρούσας υποπαραγράφου βεβαιώνεται με τη χορήγηση πιστοποιητικού από Φορέα Πιστοποίησης, ο οποίος έχει εγκριθεί για το πεδίο δραστηριότητας του Κανονισμού 305/2011 και του

π.δ 334/1994 και για το πρότυπο ΕΛΟΤ ΕΝ 1971, σύμφωνα με τη διαδικασία της υπουργικής απόφασης οικ. 3354/91/8.2.2001 (Β΄ 149). Ο παραπάνω Φορέας Πιστοποίησης διενεργεί τους απαιτούμενους ελέγχους και δοκιμές σύμφωνα με το σύστημα αξιολόγησης της συμμόρφωσης των τσιμέντων με το πρότυπο ΕΛΟΤ ΕΝ 1972, όπως εκάστοτε ισχύει.».

2. Η υποπερίπτωση δ΄ της περίπτωσης 2 της υποπαραγράφου ΣΤ. 10 της παραγράφου ΣΤ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 αντικαθίσταται ως εξής:

«δ. Το Πιστοποιητικό της παραπάνω υποπερίπτωσης γ΄ μπορεί να ανακληθεί εφόσον διαπιστωθεί από το Φορέα Πιστοποίησης ότι δεν εφαρμόζονται από το ελεγχόμενο Κέντρο Διανομής Τσιμέντων τα απαιτούμενα μέτρα, οι σχετικές διαδικασίες ελέγχου και γενικότερα δεν τηρούνται οι απαιτήσεις της σχετικής νομοθεσίας. Ο Φορέας Πιστοποίησης κοινοποιεί την απόφαση ανάκλησης στη Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την έκδοσή της.».

3. Η υποπερίπτωση γ΄ της περίπτωσης 3 της υποπαραγράφου ΣΤ. 10 της παραγράφου ΣΤ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 καταργείται και οι υποπεριπτώσεις δ΄ και ε΄ αναριθμούνται σε γ΄ και δ΄ αντίστοιχα.

4. Η υποπερίπτωση δ΄ της περίπτωσης 3 της υποπαραγράφου ΣΤ. 10 της παραγράφου ΣΤ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014, που μετά την αναρίθμηση της προηγούμενης παραγράφου έγινε υποπερίπτωση γ΄, αντικαθίσταται ως εξής:

«γ. Το Πιστοποιητικό της υποπερίπτωσης γ΄ της περίπτωσης 2 της παρούσας υποπαραγράφου ΣΤ.10 αποτελεί δικαιολογητικό για τη λειτουργία, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, Κέντρου Διανομής Τσιμέντων.».

5. Το τρίτο εδάφιο της υποπερίπτωσης β΄ και η υποπερίπτωση γ΄ της περίπτωσης 5 της υποπαραγράφου ΣΤ. 10 της παραγράφου ΣΤ του άρθρου πρώτου του

ν. 4254/2014 καταργούνται.

6. Η περίπτωση 6 της υποπαραγράφου ΣΤ.10 της παραγράφου ΣΤ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 αντικαθίσταται ως εξής:

«6. Υφιστάμενα Κέντρα Διανομής Τσιμέντων που κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου λειτουργούν νόμιμα οφείλουν, έως την 31η Ιανουαρίου 2019, να προσαρμόσουν τη λειτουργία τους σύμφωνα με τις απαιτήσεις των διατάξεων του παρόντος και να εφοδιαστούν με το Πιστοποιητικό Κέντρου Διανομής Τσιμέντων της παρούσας υποπαραγράφου.».

 

Άρθρο 163

Ρυθμίσεις για υφιστάμενα Κέντρα Αποθήκευσης και Διανομής

1. Οι υφισταμένες εγκαταστάσεις που αποτελούν Κέντρα Αποθήκευσης και Διανομής κατά την έννοια του παρόντος Κεφαλαίου και έχουν αδειοδοτηθει σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 επ. του π.δ. 79/2004 (Α΄ 62) ή τις διατάξεις του ν. 3982/2011 (Α΄ 143) θεωρείται ότι συμμορφώνονται με τον παρόντα νόμο. Για την επέκταση ή τον εκσυγχρονισμό τους εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος νόμου.

2. Σε υφισταμένες εγκαταστάσεις που αποτελούν Κέντρα Αποθήκευσης και Διανομής κατά την έννοια του παρόντος Κεφαλαίου και δεν είναι εφοδιασμένες με άδεια εγκατάστασης ή λειτουργίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 επ. του π.δ. 79/2004 (Α’ 62) ή τις διατάξεις του ν. 3982/2011, χορηγείται έγκριση εγκατάστασης, όπου απαιτείται. Εφόσον ο φορέας της εγκατάστασης υποβάλει στην αδειοδοτούσα αρχή όλα τα νόμιμα δικαιολογητικά σε προθεσμία δύο (2) ετών από την έναρξη ισχύος της απόφασης του άρθρου 48ΙΑ, η έγκριση εγκατάστασης χορηγείται χωρίς την επιβολή προστίμου. Μετά την έγκριση εγκατάστασης, ο φορέας υποχρεούται στην υποβολή της γνωστοποίησης.

3. Η παρ. 1 του άρθρου 75 του ν. 3982/2011 εφαρμόζεται και για τις δραστηριότητες που αποτελούν Κέντρα Αποθήκευσης και Διανομής κατά την έννοια του παρόντος νόμου.

 

Άρθρο 164

Μεταβατικές διατάξεις

1. Αιτήσεις για τη χορήγηση άδειας εγκατάστασης Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής κατά τις διατάξεις του ν. 4302/2014, άδειας εγκατάστασης ή λειτουργίας κατά τις διατάξεις του ν. 3982/2011 ή τις διατάξεις του π.δ. 79/2004 που αφορούν τους Σταθμούς Φορτηγών Αυτοκινήτων ή Εμπορευματικούς Σταθμούς Τύπου Β, οι οποίες είναι εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, εξετάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 48Ε του ν. 4442/2016.

2. Μέχρι την έκδοση της κοινής υπουργικής απόφασης του άρθρου 48ΙΑ του ν. 4442/2016 εφαρμόζεται η οικ. 53346/645/Φ.61/2017 ΚΥΑ (Β΄ 1668).

 

ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΠΥΡΟΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΥΡΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

 

Άρθρο 165

Ρυθμίσεις πυροπροστασίας και πυρασφάλειας

1. Η κοινή υπουργική απόφαση της παραγράφου 3 του άρθρου 24 του ν. 4442/2016 εκδίδεται μέσα σε δύο (2) μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος.

2. Στο άρθρο 49 του ν. 4442/2016 προστίθενται παράγραφοι 5, 6 και 7 ως εξής:

«5. Απαλλάσσονται από την υποχρέωση εφοδιασμού με μελέτη ενεργητικής πυροπροστασίας και πιστοποιητικό ενεργητικής πυροπροστασίας οι εγκαταστάσεις συνεργείων οχημάτων με επιφάνεια μικρότερη των 2.500 τ.μ. και οι εγκαταστάσεις πλυντηρίων, λιπαντηρίων οχημάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής α) της οικ. 81590/1446/Φ.4.2. (Β΄ 3002) ΚΥΑ και β) της οικ. 16085/Φ.700.1. (Β΄ 770) ΚΥΑ.

6.α. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 14 του β.δ. 465/1970 (Α΄ 150) αντικαθίσταται ως εξής:

«Η διάρκεια ισχύος του πιστοποιητικού πυροπροστασίας είναι πέντε (5) χρόνια.»

β. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 14 του π.δ. 1224/1981 (Α΄ 303) αντικαθίσταται ως εξής:

«Η διάρκεια ισχύος του πιστοποιητικού πυροπροστασίας είναι πέντε (5) χρόνια.».

γ. Η περίπτωση 4.5 της παρ. 4 του άρθρου 4 του ν. 2801/2000 (Α΄ 46) αντικαθίσταται ως εξής:

«Το πιστοποιητικό πυρασφάλειας για τους σταθμούς και τα πρατήρια ανανεώνεται κάθε πέντε (5) έτη και κατατίθεται στην αρμόδια Υπηρεσία Μεταφορών και Επικοινωνιών. Σε περίπτωση μη έγκαιρης προσκόμισης του πιστοποιητικού, η αρμόδια υπηρεσία προχωρεί αυτεπάγγελτα στην προσωρινή ανάκληση της άδειας λειτουργίας της εγκατάστασης.

Τα ως άνω μέτρα των περιπτώσεων 4.1 έως και 4.5 οφείλουν να λάβουν και οι σταθμοί αυτοκινήτων με αντλίες καυσίμων, αμιγείς ως προς τη χρήση, δηλαδή σταθμοί που στεγάζονται σε κτίρια των οποίων όλοι οι όροφοι χρησιμοποιούνται είτε ως χώροι στάθμευσης είτε για εξυπηρέτηση του σταθμού (π.χ. αποθήκες, πλυντήρια, λιπαντήρια).»

δ. Το έκτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 4 του ν. 2801/2000 αντικαθίσταται ως εξής:

«Η διάρκεια ισχύος του Πιστοποιητικού Πυροπροστασίας είναι πενταετής.»

ε. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 9 της οικ. 13935/930/2014 (Β΄ 674) απόφασης του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων αντικαθίσταται ως εξής:

«Η διάρκεια ισχύος του πιστοποιητικού πυροπροστασίας είναι πέντε (5) χρόνια.»

7. Το πιστοποιητικό ενεργητικής πυροπροστασίας που χορηγείται σε πρατήρια καυσίμων ανεξαρτήτως του είδους ή του τύπου του πρατηρίου, έχει διάρκεια ισχύος πέντε (5) ετών.»

 

ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄

ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΑ ΠΑΡΚΑ

 

Άρθρο 166

Τροποποίηση διατάξεων του ν. 3982/2011 (Α΄143)

1. Στην παρ. 1 του άρθρου 41 του ν. 3982/2011 προστίθεται περίπτωση ζ΄ ως εξής:

«ζ. Επιχειρηματικό Πάρκο Μεμονωμένης Μεγάλης Μονάδας (ΕΠΜΜΜ): ως Επιχειρηματικό Πάρκο Μεμονωμένης Μεγάλης Μονάδας νοείται το Επιχειρηματικό Πάρκο που καθορίζεται, οριοθετείται και οργανώνεται σε περιοχή όπου υπάρχει ή πρόκειται να ιδρυθεί μεμονωμένη μεγάλη μονάδα, για την οποία δεν απαιτείται πολεοδόμηση. Για τη δημιουργία του προβλέπονται ειδικοί όροι προσαρμοσμένοι στα χαρακτηριστικά του, οι οποίοι στοχεύουν κυρίως στη βελτιστοποίηση της σχέσης του με τον περιβάλλοντα ευρύτερο χώρο, ήτοι τη μείωση των αρνητικών επιπτώσεων, περιβαλλοντικού ή άλλου χαρακτήρα όχλησης από τη λειτουργία της μονάδας.»

2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 44 του ν. 3982/2011 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Τα Επιχειρηματικά Πάρκα των περιπτώσεων α΄ έως δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 41 αναπτύσσονται σε χώρους υποδοχής επιχειρήσεων, όπως ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 41. Κατά τη διαδικασία εκπόνησης, τροποποίησης και αναθεώρησης των Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων (ΓΠΣ) και Σχεδίων Οικιστικής Οργάνωσης Ανοιχτής Πόλης (ΣΧΟΟΑΠ) δεν μπορούν να τροποποιηθούν τα όρια, οι χρήσεις γης και οι όροι δόμησης των εγκεκριμένων Οργανωμένων Υποδοχείων Μεταποιητικών και Επιχειρηματικών Δραστηριοτήτων (ΟΥΜΕΔ), χωρίς την σύμφωνη γνώμη του φορέα ανάπτυξης ή διαχείρισης του ΟΥΜΕΔ και των αρμόδιων υπηρεσιών που ενέκριναν την ανάπτυξη του ΟΥΜΕΔ.»

3. Η παρ. 3 του άρθρου 47 του ν. 3982/2011 αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Σε κάθε περίπτωση η κοινή υπουργική απόφαση της παρ. 1 εκδίδεται, ύστερα από κοινή σύσκεψη των αρμόδιων υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος και Ενέργειας, και σύνταξη σχετικού πρακτικού μέσα σε προθεσμία εβδομήντα πέντε (75) ημερών από την υποβολή της αίτησης στην αρμόδια Διεύθυνση της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης, αν ο φάκελος είναι πλήρης, άλλως από την ημέρα που θα καταστεί ο φάκελος πλήρης με την προσκόμιση των ελλειπόντων δικαιολογητικών. Αν η θέση ανάπτυξης του Επιχειρηματικού Πάρκου προβλέπεται ρητά σε ΓΠΣ, ΣΧΟΟΑΠ, ΖΟΕ, ΤΧΣ, ΕΧΣ ως χώρος υποδοχής των σχετικών δραστηριοτήτων, η αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας συμμετέχει στην κοινή σύσκεψη χωρίς να απαιτείται η έκδοση γνωμοδότησης.

4.α. Στην παρ. 2 του άρθρου 52 του ν. 3982/2011 προστίθενται περιπτώσεις δ΄ και ε΄ ως εξής:

«δ. Σε περίπτωση αδυναμίας υλοποίησης όλων των απαιτούμενων θέσεων στάθμευσης, είναι δυνατή η μείωση αυτών έως και 50%, μετά από σύμφωνη γνώμη του φορέα διαχείρισης του επιχειρηματικού πάρκου, ο οποίος γνωμοδοτεί λαμβάνοντας υπόψη τη δραστηριότητα που πρόκειται να εγκατασταθεί, τον αριθμό των εργαζομένων καθώς και την πιθανή προσέλευση πρόσθετων οχημάτων για εξυπηρέτηση της εγκατάστασης. Η μείωση των θέσεων στάθμευσης εγκρίνεται από τον Γενικό Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της σύμφωνης γνώμης του φορέα διαχείρισης του πάρκου.

ε. Κατ’ εξαίρεση, είναι δυνατή η καθ’ ύψος υπέρβαση για την ανέγερση αποθηκών κατακόρυφου τύπου (SILOS) συναρμολογούμενων (βιδωτών), δεξαμενών υγρών καυσίμων, καθώς και καμινάδων βιομηχανικών εγκαταστάσεων. Το ύψος αυτό δεν δύναται να υπερβαίνει τα τριάντα δύο (32) μέτρα.»

β. Η περίπτωση γ΄ της παρ. 3 του άρθρου 52 του ν. 3982/2011 αντικαθίσταται ως εξής:

«γ) Με την επιφύλαξη της παραγράφου 9, η εγκεκριμένη πράξη εφαρμογής κοινοποιείται από την ΕΑΝΕΠ στην αρμόδια Διεύθυνση της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση της απόφασης της παραγράφου 1 του άρθρου 47. Παράταση της προθεσμίας αυτής χορηγείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος και Ενέργειας και για χρονικό διάστημα που δεν ξεπερνά τα δύο (2) έτη. Με όμοια απόφαση χορηγείται παράταση για χρονικό διάστημα που δεν ξεπερνά τα δύο (2) έτη και στις περιπτώσεις που δεν έχει εκδοθεί η διαπιστωτική πράξη της παραγράφου 1 του άρθρου 61.»

5. Η παρ. 3 του άρθρου 53 του ν. 3892/2011 αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης ύστερα από επιτόπιο έλεγχο οργάνου και σύνταξη της έκθεσης ελέγχου της προηγούμενης παραγράφου, διαπιστώνεται η ολοκλήρωση των έργων υποδομής. Η απόφαση αυτή αποτελεί την άδεια λειτουργίας του Επιχειρηματικού Πάρκου. Επιτρέπεται η τμηματική διαπίστωση ολοκλήρωσης των έργων υποδομής, εφόσον αυτό είναι δυνατό από τεχνική άποψη. Αν η συνολική έκταση του Επιχειρηματικού Πάρκου υπερβαίνει τα χίλια (1.000) στρέμματα, η υλοποίηση της ανάπτυξης και λειτουργίας αυτού μπορεί να γίνεται σε δύο φάσεις, σε δύο διακριτά τμήματα αυτού, σύμφωνα με το Επιχειρηματικό Σχέδιο, η υλοποίηση όμως της πρώτης φάσης του Επιχειρηματικού Σχεδίου λαμβάνει χώρα στις προθεσμίες της παραγράφου 4. Η τμηματική διαπίστωση ολοκλήρωσης των έργων υποδομής, εφόσον αυτό είναι δυνατό από τεχνική άποψη, εφαρμόζεται και στους Οργανωμένους Υποδοχείς Μεταποιητικών και Επιχειρηματικών Δραστηριοτήτων, των οποίων οι κοινές υπουργικές αποφάσεις έχουν εκδοθεί κατ΄ εξουσιοδότηση των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν.2545/1997 (Α΄ 254) και για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί διαπιστωτική απόφαση ανάκλησης της παρ. 4 του άρθρου 5 του ίδιου νόμου.»

6. Στο άρθρο 56 του ν. 3982/2011 προστίθεται παρ. 13 ως εξής:

«13. Στις περιοχές όπου υπάρχουν ή πρόκειται να ιδρυθούν μεμονωμένες μεγάλες μονάδες, μπορεί να ιδρυθεί Επιχειρηματικό Πάρκο Μεμονωμένης Μεγάλης Μονάδας (ΕΠΜΜΜ). Ως μεμονωμένες μεγάλες μονάδες που υπάγονται στην παρούσα περίπτωση θεωρούνται αυτές που ασκούν δραστηριότητες υπαγόμενες στο Δεύτερο Μέρος του παρόντος νόμου και έχουν έκταση τουλάχιστον εκατόν πενήντα (150) στρέμματα για δραστηριότητες υψηλής όχλησης και εκατό (100) στρέμματα για δραστηριότητες μέσης όχλησης.

Η διαδικασία καθορισμού, οριοθέτησης και οργάνωσης, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, ο τρόπος λειτουργίας και διαχείρισης αυτής της κατηγορίας των Επιχειρηματικών Πάρκων, καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος και Ενέργειας.»

7. Η απόφαση της παραγράφου 13 του άρθρου 56 του ν. 3982/2011, όπως η παρ. αυτή προστίθεται με την παρ. 6 του παρόντος άρθρου, εκδίδεται εντός έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

 

ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄

ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΑΡΤΟΠΟΙΕΙΑ

 

Άρθρο 167

Τροποποίηση διατάξεων του ν. 3526/2007 (Α΄ 24)

1. Η παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 3526/2007 (Α΄ 24) αντικαθίσταται ως εξής:

«5. α) Το κτίριο ή το τμήμα αυτού στα οποία εγκαθίστανται και λειτουργούν δραστηριότητες των περιπτώσεων β΄, στ΄, ι΄ και ια΄ του άρθρου 1, υπάγονται στην κατηγορία «Βιομηχανία - Βιοτεχνία.», σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κτιριοδομικού Κανονισμού (ΥΑ 304/1989, Δ΄ 59). Απαγορεύεται η εγκατάσταση των ως άνω δραστηριοτήτων σε χώρους κτιρίων, οι οποίοι χαρακτηρίζονται στην οικοδομική άδεια ως βοηθητικοί ή κοινόχρηστοι.

β) Εντός του ενιαίου χώρου του κτιρίου, όπως προσδιορίζεται στις περιπτώσεις β΄ και στ΄ του άρθρου 1, περιλαμβάνονται τα εξής διαμερίσματα και χώροι: ζυμωτήριο, πρατήριο άρτου ή αποθήκη άρτου, αποθήκη αλεύρων, κλίβανος παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας και θερμοθάλαμος με χώρο εκκλιβάνισης, αποθήκη στερεών καυσίμων, όπου απαιτείται, αποδυτήριο, αποχωρητήριο, και λουτρό εργαζομένων. Τα διαμερίσματα και οι χώροι του ζυμωτηρίου, του πρατηρίου άρτου ή της αποθήκης άρτου και του κλιβάνου παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας και θερμοθαλάμου με χώρο εκκλιβάνισης, δεν επιτρέπεται να αποτελούν διαμερίσματα ή χώρους υπογείου. Η αποθήκη αλεύρων μπορεί να βρίσκεται και σε υπόγειο χώρο, εφόσον υφίστανται μηχανικά μέσα ανυψώσεως αλεύρων. Αν τα διαμερίσματα του ζυμωτηρίου και της αποθήκης αλεύρων βρίσκονται σε διαφορετικούς ορόφους, απαιτείται η εγκατάσταση αναβατορίου, ανελκυστήρα φορτίων ή άλλων μηχανικών μέσων για τη μεταφορά των αλεύρων. Ο κλίβανος παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας - θερμοθάλαμος με το χώρο εκκλιβάνισης μπορεί να αποτελούν συνέχεια του διαμερίσματος του ζυμωτηρίου. Στην περίπτωση αυτή, ο χώρος που καταλαμβάνει ο θερμοθάλαμος αποτελεί χώρο του ζυμωτηρίου.

γ) Η ελάχιστη συνολική επιφάνεια των διαμερισμάτων και των χώρων της προηγούμενης περίπτωσης, για δυναμικότητα κλιβάνου παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας μέχρι και τρεις χιλιάδες (3.000) χιλιόγραμμα ανά εικοσιτετράωρο, ορίζεται σε εβδομήντα (70) τετραγωνικά μέτρα. Η ελάχιστη επιφάνεια και οι προδιαγραφές για το αποχωρητήριο, με τον προθάλαμο και το λουτρό εργαζομένων, είναι αυτές που ορίζει ο Κτιριοδομικός Κανονισμός και οι υγειονομικές διατάξεις. Το ελάχιστο ύψος των διαμερισμάτων του ζυμωτηρίου, του πρατηρίου άρτου και του χώρου εκκλιβάνισης ορίζεται σε δύο μέτρα και ογδόντα εκατοστά (2,80). Το ελάχιστο ύψος των λοιπών διαμερισμάτων και χώρων καθορίζεται, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κτιριοδομικού Κανονισμού και τις υγειονομικές διατάξεις.

δ) Για δυναμικότητα κλιβάνου παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας από τρεις χιλιάδες (3.000) μέχρι πέντε χιλιάδες (5.000) χιλιόγραμμα ανά εικοσιτετράωρο, η ελάχιστη επιφάνεια των διαμερισμάτων και χώρων της περίπτωσης γ` αυξάνεται κατά είκοσι επί τοις εκατό (20%) και το ελάχιστο ύψος των διαμερισμάτων και χώρων ορίζεται σε τρία μέτρα (3,00).

ε) Για δυναμικότητα κλιβάνου παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας από πέντε χιλιάδες (5.000) μέχρι οκτώ χιλιάδες (8.000) χιλιόγραμμα ανά εικοσιτετράωρο, η ελάχιστη επιφάνεια των διαμερισμάτων και χώρων της περίπτωσης γ` αυξάνεται κατά τριάντα επί τοις εκατό (30%) και το ελάχιστο ύψος των διαμερισμάτων και χώρων του ζυμωτηρίου, του πρατηρίου του άρτου και του χώρου εκκλιβάνισης ορίζεται σε τέσσερα (4) μέτρα. Το ελάχιστο ύψος των λοιπών διαμερισμάτων και χώρων ορίζεται, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κτιριοδομικού Κανονισμού και τις κείμενες υγειονομικές διατάξεις.

στ) Για δυναμικότητα κλιβάνου παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας πάνω από οκτώ χιλιάδες (8.000) χιλιόγραμμα ανά εικοσιτετράωρο, οι ελάχιστες επιφάνειες που ορίζονται στην περίπτωση ε΄, αυξάνονται κατά επτά επί τοις εκατό (7%) ανά χίλια χιλιόγραμμα πρόσθετης δυναμικότητας παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας. Σε περίπτωση επέκτασης και εκσυγχρονισμού των αρτοποιείων και των βιομηχανικών - βιοτεχνικών εγκαταστάσεων παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας που αναφέρονται στις περιπτώσεις γ΄ και δ΄, που συνεπάγονται αύξηση της δυναμικότητας του κλιβάνου παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας, ισχύουν για την περίπτωση γ΄ τα ελάχιστα όρια επιφάνειας που ορίζονται για την περίπτωση δ΄ και για την περίπτωση δ΄ τα ελάχιστα όρια επιφάνειας που ορίζονται για την περίπτωση ε΄.

ζ) Σε περίπτωση που τα αρτοποιεία χρησιμοποιούν υγρά καύσιμα ή υγραέριο ή φυσικό αέριο, εφαρμόζονται ο Κτιριοδομικός Κανονισμός, καθώς και οι διατάξεις των κοινών υπουργικών αποφάσεων με αριθμούς: α) Φ15/οίκ. 1589/104/2006 (Β΄90) και η από 29.7.1991 (Β΄578),

β) Δ3/14858/1993 (Β΄477) και γ) Δ3/Α/11346/2003 (Β΄ 963) ή Δ3/5286/1997 (Β΄ 236).   

η) Κατά τους υπολογισμούς των ανωτέρω διαστάσεων (επιφανειών και ύψους) για καθεμία από τις ως άνω κατηγορίες αρτοποιείου, εφόσον προκύπτει απόκλιση, γίνεται αποδεκτή, υπό την προϋπόθεση ότι δεν ξεπερνά το 10% της απαιτούμενης διάστασης και σε κάθε περίπτωση δεν είναι μικρότερο του κατώτερου ύψους που προβλέπεται στον Κτιριοδομικό Κανονισμό.

θ) Η δυναμικότητα όλων των κλιβάνων υπολογίζεται σύμφωνα με την υ.α. 4730/209/Φ17.1.2008 (Β΄ 1519).

ι) Τα πρατήρια άρτου, οι βιομηχανικές-βιοτεχνικές εγκαταστάσεις αρτοποιίας, τα επαγγελματικά εργαστήρια παραγωγής ζύμης, καθώς και τα αρτοποιεία που λειτουργούν νόμιμα κατά τη δημοσίευση του παρόντος, οφείλουν να συμμορφωθούν με τις διατάξεις του παρόντος νόμου εντός ενός (1) έτους από τη δημοσίευσή του. Μέχρι την πάροδο τού διαστήματος αυτού εξακολουθούν να λειτουργούν νόμιμα και διέπονται από τους όρους της άδειας εγκατάστασης και λειτουργίας τους κατά περίπτωση.»

2. Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 3526/2007 προστίθεται τέταρτο εδάφιο ως εξής:

«Ειδικά για την περίπτωση πώλησης διατηρημένων προϊόντων αρτοποιίας και άρτου από ενδιάμεσα προϊόντα αρτοποιίας κατά παράβαση των διατάξεων περί της διάθεσής τους, επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο 5.000 ευρώ.»

 

ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄

ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΕΙΣ

 

Άρθρο 168

Το άρθρο 1 του ν. 2882/2001 (Α΄17) αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 1

Τρόπος κήρυξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης

1. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου, καθώς και η σύσταση εμπράγματου δικαιώματος σε βάρος αυτού για δημόσια ωφέλεια, εφόσον επιτρέπεται από το νόμο, κηρύσσεται : α. Με απόφαση του αρμοδίου Υπουργού, ανάλογα με το σκοπό της απαλλοτρίωσης, β. με απόφαση του Περιφερειακού Συμβουλίου για έργα αρμοδιότητας της οικείας Περιφέρειας, πλην της περίπτωσης κατά την οποία η απαλλοτριούμενη έκταση βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως και είναι μικρότερη των 15.000 τετραγωνικών μέτρων για το σύνολο των απαιτήσεων του έργου σε χώρο, οπότε κηρύσσεται με απόφαση του Περιφερειάρχη, γ. με κοινή απόφαση του εποπτεύοντα Υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών, όταν κηρύσσεται υπέρ νομικού προσωπικού είτε του Δημοσίου είτε ιδιωτικού ή η δαπάνη της απαλλοτρίωσης βαρύνει τις πιστώσεις του Τακτικού Προϋπολογισμού.

2. Τα παραπάνω όργανα, μπορούν, λόγω ιδιαιτεροτήτων του έργου, να εισηγούνται αιτιολογημένα τη συναρμοδιότητα του Υπουργού Οικονομικών εφόσον η απαλλοτρίωση αφορά σε έργα της Κεντρικής Διοίκησης ή του Υπουργού Εσωτερικών και του Υπουργού Οικονομικών εφόσον αφορά έργα της Περιφέρειας.

3. Τα κατά περίπτωση αρμόδια, για τη κήρυξη της απαλλοτρίωσης, όργανα της παραγράφου 1 αποστέλλουν στο Υπουργείο Οικονομικών, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης κήρυξης, δύο (2) αντίτυπα του οικείου κτηματολογικού πίνακα και του διαγράμματος σε αναλογική μορφή και ένα (1) σε ηλεκτρονική μορφή. Επίσης, από ένα (1) αντίτυπο αναλογικού και ηλεκτρονικού αρχείου των κτηματολογικών στοιχείων, αποστέλλεται εντός της ίδιας προθεσμίας από το αρμόδιο όργανο της παραγράφου 1 στην οικεία Κτηματική Υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομικών προς γνώση της για τη σύνταξη έκθεσης, εάν υπάρχουν καταγεγραμμένα δικαιώματα του Δημοσίου ή του Παλαιού Εκκλησιαστικού Ταμείου (ΠΕΤ) επί της απαλλοτριούμενης ζώνης, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 32 του ν. 1473/1984 (Α΄ 127) και στην οικεία Δασική Υπηρεσία για σύνταξη έκθεσης εάν υπάρχουν δικαιώματα του Δημοσίου επί ακινήτων που φέρονται ως ιδιωτικά ή διεκδικούνται από ιδιώτες, ενώ εμπίπτουν στο καθεστώς προστασίας του ν. 3208/2003 (Α΄303), με βάση τα στοιχεία που τηρεί. Αμφότερες οι υπηρεσίες του προηγούμενου εδαφίου διαβιβάζουν τις εκθέσεις τους στην Αρχή που κήρυξε την απαλλοτρίωση και στον βαρυνόμενο με τη δαπάνη αυτής, εντός τριμήνου από την υποβολή του σχετικού αιτήματος. Οι εκθέσεις αυτές δύναται να συντάσσονται και πριν τη κήρυξη της απαλλοτρίωσης ύστερα από την υποβολή σχετικού αιτήματος του αρμόδιου για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης οργάνου της παραγράφου 1 κατά τη σύνταξη του κτηματολογικού πίνακα και διαγράμματος, εφόσον έχει οριστικοποιηθεί το εύρος της απαλλοτριούμενης ζώνης.

4. Η απόφαση κήρυξης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ακινήτου δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και θεωρείται ότι κηρύχθηκε από τη δημοσίευσή της.»

 

Άρθρο 169

Η παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 2882/2001 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Για την έκδοση απόφασης κήρυξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης απαιτούνται: α) κτηματολογικό διάγραμμα, στο οποίο απεικονίζονται η απαλλοτριούμενη έκταση και οι ιδιοκτησίες που περιλαμβάνονται σε αυτήν, β) κτηματολογικός πίνακας ο οποίος να εμφανίζει τους εικαζόμενους ιδιοκτήτες των απαλλοτριούμενων ακινήτων, το εμβαδόν κάθε ιδιοκτησίας, καθώς και όλα τα κύρια προσδιοριστικά στοιχεία των κατασκευών και λοιπών συστατικών που τυχόν υπάρχουν σε κάθε ιδιοκτησία και γ) τήρηση των διαδικασιών για την περιβαλλοντική αδειοδότηση του έργου ή της δραστηριότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4014/2011 (Α΄209) και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδιδόμενων κανονιστικών πράξεων, όπως ισχύουν κάθε φορά, εφόσον το έργο για το οποίο θα κηρυχθεί απαλλοτρίωση περιλαμβάνεται μεταξύ των αναφερομένων στις διατάξεις αυτές. Η τήρηση των διαδικασιών αυτών μπορεί να παραλείπεται όταν η συγκεκριμένη θέση του έργου έχει ήδη ειδικά προβλεφθεί σε κείμενο ευρύτερου χωροταξικού ή πολεοδομικού σχεδιασμού. Σε επείγουσες περιπτώσεις, οι οποίες αιτιολογούνται επαρκώς από τον φορέα εκτέλεσης του έργου, η απαλλοτρίωση μπορεί να κηρύσσεται με απλό διάγραμμα οριζοντιογραφίας, κλίμακας ανάλογης προς την πυκνότητα των ακινήτων, επί του οποίου δέον να εμφαίνεται, ευκρινώς και με σχετική ακρίβεια, το όριο της απαλλοτρίωσης και να έχει υπολογισθεί το συνολικό εμβαδό της απαλλοτριούμενης έκτασης. Στην περίπτωση αυτή, το κτηματολογικό διάγραμμα και ο πίνακας ιδιοκτησιών πρέπει να συντάσσονται και εγκρίνονται από την αρμόδια Υπηρεσία που πρότεινε την κήρυξη της απαλλοτρίωσης, εντός εννέα (9) μηνών από την κήρυξη της απαλλοτρίωσης, άλλως η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδίκαια.».

 

Άρθρο 170

Στο τέλος του άρθρου 15 του ν. 2882/2001 προστίθεται παράγραφος 8 ως εξής:

«8. Όλα τα εκτιμητικά όργανα του παρόντος, καθώς και εκείνα που προβλέπονται από τις ειδικές διατάξεις του τέταρτου άρθρου του ν. 3555/07 (Α΄81) και του άρθρου 12 του ν. 3894/10 (Α΄ 204) των οποίων οι εκθέσεις αποτελούν στοιχείο προδικασίας, αποφαίνονται επί της μείωσης αξίας των απομενόντων ακινήτων μετά την απαλλοτρίωση, κατ’ άρθρο 13 παράγραφος 4 του παρόντος ή της άρσης της ωφέλειας των παρόδιων ιδιοκτητών κατ’ άρθρο 33 του ν. 2971/01 (Α΄285), μόνο ύστερα από αίτημα κάθε ενδιαφερόμενου θιγομένου.»

 

Άρθρο 171

Η παρ. 4 του άρθρου 19 του ν. 2882/2001 αντικαθίσταται ως εξής:

«4. Όταν εκείνοι που φέρονται ως ιδιοκτήτες στον κτηματολογικό πίνακα υπερβαίνουν τους πενήντα (50), η κλήτευσή τους γίνεται κατά τα οριζόμενα στα επόμενα εδάφια της παρούσας. Η αίτηση, μαζί με την πράξη προσδιορισμού της δικασίμου, τοιχοκολλάται, δεκαπέντε (15) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη δικάσιμο, στο κατάστημα του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και στο κατάστημα του δήμου ή της κοινότητας, στην περιφέρεια των οποίων βρίσκονται τα απαλλοτριούμενα. Η τοιχοκόλληση πιστοποιείται με έκθεση που συντάσσεται από το γραμματέα του δικαστηρίου και το γραμματέα του δήμου ή της κοινότητας, αντιστοίχως. Η ειδοποίηση, στην οποία μνημονεύονται το δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται η αίτηση, η τοιχοκόλληση αυτής, η δικάσιμος, περίληψη του αιτήματος και περίληψη της απαλλοτριωτικής πράξης, δημοσιεύεται δεκαπέντε τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη δικάσιμο, σε τρεις (3) ημερήσιες εφημερίδες που εκδίδονται στην Αθήνα ή σε δύο που εκδίδονται στην Αθήνα και σε μία (1) που εκδίδεται στη Θεσσαλονίκη, όταν η απαλλοτριούμενη έκταση ή το μεγαλύτερο τμήμα αυτής βρίσκεται στα όρια αρμοδιότητας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας Θράκης, καθώς και σε μία (1) εφημερίδα που εκδίδεται στην πρωτεύουσα του νομού στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η απαλλοτριούμενη έκταση ή το μεγαλύτερο μέρος αυτής. Εάν η συζήτηση αναβληθεί για σοβαρό λόγο κατά την παράγραφο 6, δεν απαιτείται η επανάληψη της ανωτέρω διαδικασίας, εκτός αν ο λόγος της αναβολής συνίσταται στην πλημμελή, ατελή ή εκπρόθεσμη πραγματοποίηση των παραπάνω δημοσιεύσεων.».

 

Άρθρο 172

Το άρθρο 24 του ν. 2882/01 αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 24

1. Η προσωρινά καθορισμένη αποζημίωση αποδίδεται ελεύθερα σε ποσοστό 70%. Το υπόλοιπο μπορεί να αποδοθεί ύστερα από προσκόμιση ισόποσης εγγυητικής επιστολής πιστωτικού ιδρύματος της ημεδαπής ή της αλλοδαπής που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα, χωρίς καμία άλλη διατύπωση. Ο δικαιούχος της αποζημίωσης μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο προσωρινού καθορισμού ή αναγνώρισης των δικαιούχων, τη μείωση ή την αντικατάσταση της εγγυητικής επιστολής με άλλο είδος εγγύησης και στην περίπτωση αυτή ορίζεται το μέγεθος και ο τρόπος εγγυοδοσίας. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται αναλογικά και για τις καταβαλλόμενες δικηγορικές αμοιβές των πληρεξούσιων Δικηγόρων.

2. Κατά το μέρος που επήλθε η περίπτωση για την οποία δόθηκε η εγγύηση, αυτή καταπίπτει υπέρ εκείνου προς χάρη του οποίου δόθηκε, αλλιώς αποδίδεται, μετά τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης σε εκείνον που την έδωσε ή παύει να ισχύει εφεξής. Κάθε διαφορά σχετική με την κατάπτωση ή την απόδοση εγγύησης λύεται οριστικά από το δικαστήριο της παρ. 2 του άρθρου 26 του ν. 2882/2001 κατά τη διαδικασία των άρθρων 683 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.».

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄

ΕΦΑΡΜΟΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Άρθρο 173

Προθεσμίες έκδοσης δευτερογενούς νομοθεσίας

1. Το προεδρικό διάταγμα της παραγράφου 4 του άρθρου 130 εκδίδεται εντός είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος.

2. Η απόφαση της παραγράφου 5 του άρθρου 137 εκδίδεται εντός δεκαοκτώ (18) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος.

3. Η απόφαση της παραγράφου 8 του άρθρου 139 εκδίδεται εντός δώδεκα (12) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος.

4. Η απόφαση της παραγράφου 8 του άρθρου 140 εκδίδεται εντός δώδεκα (12) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος.

5. Η απόφαση της παραγράφου 6 του άρθρου 144 εκδίδεται εντός δεκαοκτώ (18) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος.

6. Η απόφαση της παραγράφου 5 του άρθρου 147 εκδίδεται εντός είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος.

7. Η απόφαση της παραγράφου 8 του άρθρου 148 εκδίδεται εντός δώδεκα (12) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος.

8. Η απόφαση της παραγράφου 1 του άρθρου 149 εκδίδεται εντός δώδεκα (12) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος.

9. Η απόφαση της παραγράφου 8 του άρθρου 150 εκδίδεται εντός είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος.

 

Άρθρο 174

Μεταβατικές και τελικές διατάξεις

1. Οι διατάξεις των Κεφαλαίων Α΄ έως και Ε΄ δεν εφαρμόζονται εφόσον η εντολή ελέγχου έχει εκδοθεί πριν από την έναρξη ισχύος τους.

2. Mε την έκδοση της δευτερογενούς νομοθεσίας και των υπουργικών αποφάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 173, καταργούνται οι διατάξεις που αντιτίθενται στις διατάξεις των Κεφαλαίων Α΄ έως και Ε ΄του παρόντος.

3. Με απόφαση του αρμόδιου ανά πεδίο εποπτείας υπουργού, καταργούνται οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας που αντίκεινται στα Κεφάλαια Α΄ έως και Ε΄, αν παρέλθουν άπρακτες οι προθεσμίες του άρθρου 173.

4. Μέχρι την έκδοση του προεδρικού διατάγματος της παραγράφου 4 του άρθρου 130 ως εποπτεύουσες αρχές νοούνται όλες οι αρχές που κατά τις κείμενες διατάξεις ασκούν εποπτεία.

5. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας ορίζεται η έναρξη λειτουργίας του ΠΣ-ΑΔ και κάθε σχετικό θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων των Κεφαλαίων Α΄ έως και Ε΄ του παρόντος.

6. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται οι περιπτώσεις α΄, β΄ της παρ. 1, η περίπτωση δ΄ της παραγράφου 2 και περίπτωση δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 50 του π.δ. 147/2017 (Α΄ 192).

 

Άρθρο 175

Έναρξη ισχύος

Η ισχύς του παρόντος Τμήματος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν άλλως ορίζεται σε επιμέρους διατάξεις.

 

 

ΤΜΗΜΑ Γ΄

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

 

Άρθρο 176

Τροποποιήσεις Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για την κατάταξη των πιστωτών

1. Μετά το άρθρο 977 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται νέο άρθρο 977A με τίτλο «Σειρά κατάταξης υπερπρονομιούχων, προνομιούχων και μη», ως εξής:

«Άρθρο 977Α

Σειρά κατάταξης υπερπρονομιούχων,

προνομιούχων και μη

1. Αν μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου γεννηθούν εξ ολοκλήρου απαιτήσεις και συσταθεί για την εξασφάλισή τους ενέχυρο επί μη βεβαρημένου κατά την ανωτέρω ημερομηνία πράγματος, αυτές κατατάσσονται, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 και αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτέλεσης, με την εξής σειρά:

α) απαιτήσεις του άρθρου 976 αριθμ. 1 και 2

β) απαιτήσεις του άρθρου 975 και απαιτήσεις του άρθρου 976 αριθμ. 3

γ) μη προνομιούχες απαιτήσεις.

2. Απαιτήσεις οι οποίες προέκυψαν πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού και αφορούν μη καταβληθέντες μισθούς έως έξι (6) μηνών από παροχή εξαρτημένης εργασίας και έως του ποσού το οποίο ισούται ανά μήνα οφειλόμενου μισθού και ανά εργαζόμενο με το νόμιμο κατώτατο μισθό υπαλλήλου άνω των είκοσι πέντε (25) ετών επί 275% ικανοποιούνται προνομιακά πριν από κάθε άλλη απαίτηση (υπερ-προνόμιο) και μετά την αφαίρεση των εξόδων της εκτέλεσης.

3. Σε περίπτωση ύπαρξης περισσότερων βεβαρημένων πραγμάτων, οι απαιτήσεις της παραγράφου 2 του παρόντος, εφόσον έχουν αναγγελθεί, ικανοποιούνται από το ποσό των πλειστηριασμάτων που πρέπει να διανεμηθούν στους πιστωτές ως εξής: α) συμμέτρως, εφόσον οι πλειστηριασμοί διενεργήθηκαν ταυτοχρόνως ή β) κατά τη σειρά διενέργειας των πλειστηριασμών και έως την ολοσχερή εξόφλησή τους, εφόσον οι πλειστηριασμοί διενεργήθηκαν διαδοχικώς. Στην περίπτωση β΄ του προηγούμενου εδαφίου, οι ειδικοί προνομιούχοι πιστωτές σε βάρος των οποίων ικανοποιήθηκαν εν όλω ή εν μέρει οι απαιτήσεις αυτές, υποκαθίστανται για το επιπλέον της αναλογίας τους στο πλειστηρίασμα από τον πλειστηριασμό των υπόλοιπων πραγμάτων.

4. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος, αν υπάρχουν περισσότερες απαιτήσεις από αυτές που αναφέρονται στα άρθρα 975 ή 976, η απαίτηση της προηγούμενης τάξης προτιμάται από την απαίτηση της επόμενης τάξης και αν είναι της ίδιας τάξης ικανοποιούνται συμμέτρως. Αν συντρέχουν περισσότερες απαιτήσεις από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 976 αριθμ. 2, ακολουθείται η κατά το ουσιαστικό δίκαιο σειρά.

5. Μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων που έχουν προνόμιο, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, οι μη προνομιούχοι πιστωτές ικανοποιούνται συμμέτρως από το υπόλοιπο του ποσού του πλειστηριάσματος που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές.»

2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 1007 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας τροποποιείται ως εξής:

«1. Για την κατάταξη των δανειστών εφαρμόζονται τα άρθρα 975 έως 978, εκτός από την διάταξη του άρθρου 976 αρ. 3. Τη θέση των απαιτήσεων του άρθρου 976 αρ. 2 και της παραγράφου 1 του άρθρου 977Α, παίρνουν οι ενυπόθηκες απαιτήσεις. Η απαίτηση υπέρ της οποίας έχει εγγραφεί προσημείωση κατατάσσεται τυχαίως.»

3. Το άρθρο 1018 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας τροποποιείται ως εξής:

«Σε περίπτωση που ο πλειστηριασμός ακυρώθηκε και διενεργηθεί νέος, η απαίτηση του υπερθεματιστή του πλειστηριασμού που ακυρώθηκε να αναλάβει το πλειστηρίασμα που διανεμήθηκε κατατάσσεται μετά τα έξοδα της εκτέλεσης του νέου πλειστηριασμού και πριν από τις απαιτήσεις των άρθρων 975, 976, 977Α, 1007, 1012 παράγραφος 3 και 1015 παράγραφος 3. Για να ικανοποιηθεί αυτή η απαίτηση, ο υπερθεματιστής μπορεί να επισπεύσει πλειστηριασμό με βάση την απόφαση που ακύρωσε την εκτέλεση και πιστοποίηση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού ότι το πλειστηρίασμα έχει καταβληθεί και διανεμηθεί.»

4. Η παράγραφος 3 του άρθρου 1030 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας τροποποιείται ως εξής:

«3. Αν υπάρχουν και άλλοι δανειστές, αναγγέλλονται με έγγραφη δήλωση που επιδίδεται στο διαχειριστή και σε εκείνον κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση. Ο διαχειριστής κάθε τρίμηνο συντάσσει πίνακα διανομής. Η κατάταξη των δανειστών γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 975, 977 παράγραφοι 2 και 3, 977Α και 1024 παράγραφος 2. Για την κατάταξη των απαιτήσεων του άρθρου 975, αντί της ημέρας του πλειστηριασμού λαμβάνεται υπόψη η ημέρα που άρχισε η διαχείριση.»

 

Άρθρο 177

Τροποποίηση του Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 3588/2007, Α΄153) για τη συρροή

υπερπρονομιούχων, προνομιούχων και μη

1. Μετά το άρθρο 156 του του Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 3588/2007, Α΄153) προστίθεται νέο άρθρο 156A με τίτλο «Συρροή υπερπρονομιούχων, προνομιούχων και μη», ως εξής:

«Άρθρο 156Α

Συρροή υπερπρονομιούχων, προνομιούχων και μη

1. Αν μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου γεννηθούν εξ ολοκλήρου απαιτήσεις και συσταθεί για την εξασφάλισή τους ενέχυρο ή υποθήκη επί μη βεβαρημένου κατά την ανωτέρω ημερομηνία πράγματος, αυτές κατατάσσονται, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 και μετά την αφαίρεση των δικαστικών εξόδων, των εξόδων της διοίκησης της πτωχευτικής περιουσίας, στα οποία περιλαμβάνεται και η προσωρινή και οριστική αντιμισθία του διαχειριστή αφερεγγυότητας και των τυχόν ομαδικών πιστωμάτων, με την εξής σειρά:

α) απαιτήσεις της περίπτωσης α΄ του άρθρου 154,

β) απαιτήσεις των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 155,

γ) λοιπές απαιτήσεις του άρθρου 154 και της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 155,

δ) μη προνομιούχες απαιτήσεις.

2. Απαιτήσεις οι οποίες προέκυψαν πριν από την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης και αφορούν μη καταβληθέντες μισθούς έως έξι (6) μηνών από παροχή εξαρτημένης εργασίας και έως του ποσού το οποίο ισούται ανά μήνα οφειλόμενου μισθού και ανά εργαζόμενο με το νόμιμο κατώτατο μισθό υπαλλήλου άνω των είκοσι πέντε (25) ετών επί 275% ικανοποιούνται προνομιακά πριν από κάθε άλλη απαίτηση (υπερ-προνόμιο) και μετά την αφαίρεση των δικαστικών εξόδων, των εξόδων της διοίκησης της πτωχευτικής περιουσίας, στα οποία περιλαμβάνεται και η προσωρινή και οριστική αντιμισθία του διαχειριστή αφερεγγυότητας και των τυχόν ομαδικών πιστωμάτων.

3. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, αν υπάρχουν περισσότερες απαιτήσεις από αυτές που αναφέρονται στα άρθρα 154 ή 155, η απαίτηση της προηγούμενης τάξης προτιμάται από την απαίτηση της επόμενης τάξης και αν είναι της ίδιας τάξης ικανοποιούνται συμμέτρως. Αν συντρέχουν περισσότερες απαιτήσεις από εκείνες που αναφέρονται στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 155, ακολουθείται η κατά το ουσιαστικό δίκαιο σειρά.

4. Μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων που έχουν προνόμιο, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, ικανοποιούνται οι μη προνομιούχοι πιστωτές συμμέτρως από το υπόλοιπο του προϊόντος της πτωχευτικής εκποίησης που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές.

5. Με σκοπό την κατά το δυνατό ταχύτερη ικανοποίηση των απαιτήσεων της παραγράφου 2 του παρόντος, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας οφείλει, πριν από την εκποίηση των βεβαρημένων πραγμάτων, να προβαίνει αμελλητί σε κάθε πρόσφορη ενέργεια, όπως ιδίως στην καταβολή χρημάτων και τη διανομή χρημάτων από την εκποίηση μη βεβαρημένων κινητών ή ακινήτων πραγμάτων.

6. Σε περίπτωση ύπαρξης περισσότερων βεβαρημένων πραγμάτων, οι απαιτήσεις της παραγράφου 2 του παρόντος, εφόσον έχουν επαληθευτεί στα χρέη της πτώχευσης, ικανοποιούνται ως εξής: α) συμμέτρως, εφόσον οι εκποιήσεις διενεργήθηκαν ταυτοχρόνως ή β) κατά τη σειρά πραγματοποίησης των εκποιήσεων και έως την ολοσχερή εξόφλησή τους, εφόσον οι εκποιήσεις πραγματοποιήθηκαν διαδοχικώς. Στην περίπτωση β΄ του προηγούμενου εδαφίου, οι ειδικοί προνομιούχοι πιστωτές σε βάρος των οποίων ικανοποιήθηκαν εν όλω ή εν μέρει οι απαιτήσεις αυτές, υποκαθίστανται για το επιπλέον της αναλογίας τους στο προϊόν εκποίησης των υπόλοιπων πραγμάτων.».

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΟ ΘΕΣΜΟ ΤΗΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ

 

ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

 

Άρθρο 178

Σκοπός

Το Κεφάλαιο αυτό έχει σκοπό τη ρύθμιση του θεσμού της διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθώς και την περαιτέρω εναρμόνιση της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 για θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ως και σε υποθέσεις διασυνοριακών διαφορών.

Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου δεν εφαρμόζονται στη δικαστική μεσολάβηση, όπως αυτή ρυθμίζεται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

 

Άρθρο 179

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος Κεφαλαίου ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1. Ως ιδιωτική διαφορά καλείται η αμφισβήτηση για την ύπαρξη, την έκταση, το περιεχόμενο ή τα υποκείμενα ιδιωτικού δικαιώματος και ως ιδιωτικά δικαιώματα θεωρούνται όσα αναγνωρίζονται από το ιδιωτικό δίκαιο.

2. Ως διαμεσολάβηση νοείται μια διαρθρωμένη διαδικασία ανεξαρτήτως ονομασίας και με βασικά χαρακτηριστικά την εμπιστευτικότητα, την ιδιωτική αυτονομία, την ουδετερότητα και αμεροληψία του διαμεσολαβητή, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη επιχειρούν εκουσίως με καλόπιστη συμπεριφορά και συναλλακτική ευθύτητα να επιλύσουν με συμφωνία μία διαφορά τους με τη βοήθεια διαμεσολαβητή.

3. Ως διαμεσολαβητής νοείται τρίτο πρόσωπο σε σχέση με τους διαδίκους και τη διαφορά, που αναλαμβάνει να διαμεσολαβήσει με κατάλληλο, αποτελεσματικό και αμερόληπτο τρόπο, διευκολύνοντας τα συμμετέχοντα μέρη να βρουν μια κοινά αποδεκτή λύση της διαφοράς τους. Ο διαμεσολαβητής πρέπει να είναι νόμιμα διαπιστευμένος στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4. Ως διασυνοριακή διαφορά νοείται εκείνη στην οποία τουλάχιστον ένα από τα μέρη κατοικεί μονίμως ή διαμένει συνήθως σε κράτος-μέλος διαφορετικό από εκείνο οποιουδήποτε άλλου μέρους κατά την ημερομηνία στην οποία:

α) τα μέρη συμφωνούν να προσφύγουν σε διαδικασία διαμεσολάβησης, αφότου ανέκυψε η διαφορά,

β) έχει διαταχθεί η διαμεσολάβηση από δικαστήριο κράτους-μέλους,

γ) κατατίθεται ένδικο βοήθημα, για το παραδεκτό της συζήτησης του οποίου υφίσταται υποχρέωση διαμεσολάβησης δυνάμει του εθνικού δικαίου ή

δ) κληθούν τα μέρη από αρμόδιο δικαστήριο.

Για τους σκοπούς του παρόντος Κεφαλαίου, ως διασυνοριακή διαφορά νοείται και εκείνη για την οποία αρχίζουν δικαστικές διαδικασίες ή διαιτησία ύστερα από διαμεσολάβηση μεταξύ των μερών σε κράτος-μέλος άλλο από εκείνο της μόνιμης κατοικίας ή συνήθους διαμονής των μερών, κατά την ημερομηνία που προβλέπεται στις περιπτώσεις α΄, β΄ ή γ΄ της παρούσας παραγράφου.

 

Άρθρο 180

Υπαγόμενες διαφορές

Στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, εκτός από τις διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 182 του παρόντος, μπορούν να υπαχθούν και οι αστικές και εμπορικές διαφορές ιδιωτικού δικαίου, υφιστάμενες ή μέλλουσες, μετά από έγγραφη συμφωνία των μερών, αν αυτά έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. Η συμφωνία υπαγωγής της διαφοράς στη διαμεσολάβηση πρέπει να περιληφθεί στα πρακτικά του δικαστηρίου στην περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 181 του παρόντος. Η συμφωνία των μερών για υπαγωγή της διαφοράς τους στη διαδικασία της διαμεσολάβησης πρέπει να περιγράφει το αντικείμενο αυτής και διέπεται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου για τις συμβάσεις.

 

Άρθρο 181

Προσφυγή στη διαμεσολάβηση

1. Προσφυγή στη διαμεσολάβηση χωρεί:

α) αν τα μέρη συμφωνήσουν να προσφύγουν στη διαδικασία της διαμεσολάβησης και πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 179 και 180,

β) αν τα μέρη κληθούν να προσφύγουν στη διαμεσολάβηση και συναινούν σε αυτή, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου,

γ) αν η υπαγωγή συγκεκριμένης διαφοράς στη διαμεσολάβηση διαταχθεί από δικαστική αρχή άλλου κράτους- μέλους και η σχετική υπαγωγή δεν προσβάλλει τα χρηστά ήθη και την ελληνική δημόσια τάξη,

δ) αν η υπαγωγή της διαφοράς στη διαδικασία της διαμεσολάβησης επιβάλλεται από το νόμο.

2. Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί ιδιωτική διαφορά που είναι δυνατόν να υπαχθεί στη διαδικασία της διαμεσολάβησης σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 180, μπορεί, σε κάθε στάση της δίκης, ανάλογα με την περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη, κατά την ελεύθερη κρίση του, όλες τις περιστάσεις της κρινόμενης υπόθεσης, να καλεί τα μέρη να προσφύγουν στη διαδικασία της διαμεσολάβησης για να επιλύσουν τη διαφορά. Εφόσον τα μέρη συμφωνούν, η σχετική έγγραφη συμφωνία συμπεριλαμβάνεται στα πρακτικά του Δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή το Δικαστήριο αναβάλλει υποχρεωτικά τη συζήτηση της υπόθεσης σε δικάσιμο μετά την πάροδο τριμήνου και όχι πέραν του εξαμήνου, μη συνυπολογιζόμενου του χρονικού διαστήματος των δικαστικών διακοπών. Εφόσον τα διάδικα μέρη ή ένα εξ αυτών παρίστανται ενώπιον του Δικαστηρίου διά πληρεξουσίου δικηγόρου, η πληρεξουσιότητα αυτή καλύπτει και τη συμφωνία περί υπαγωγής της διαφοράς στη διαμεσολάβηση.

3. Η υπαγωγή μιας διαφοράς ιδιωτικού δικαίου στη διαδικασία της διαμεσολάβησης δεν αποκλείει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για αυτήν, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

4. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών, στα πλαίσια της άσκησης των καθηκόντων του σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της παρ. 4 του άρθρου 25 του ν. 1756/1988 (Α΄ 35), δικαιούται να συστήνει σε όσους φιλονικούν, να προσπαθήσουν να επιλύσουν τη διαφορά τους διά του θεσμού της διαμεσολάβησης, όπου αυτό είναι δυνατόν.

 

Άρθρο 182

Υποχρεωτικότητα

Η υποχρεωτική υπαγωγή ιδιωτικών διαφορών στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, καθώς και η υποχρέωση ενημέρωσης από τον πληρεξούσιο δικηγόρο για αυτές, ρυθμίζεται ως εξής:

1. Διαφορές που υπάγονται υποχρεωτικά στη διαδικασία διαμεσολάβησης.

Επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης του ενδίκου βοηθήματος, οι παρακάτω ιδιωτικές διαφορές υπάγονται στη διαδικασία της διαμεσολάβησης:

α) Οι διαφορές ανάμεσα στους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων από τη σχέση οροφοκτησίας, οι διαφορές από τη λειτουργία απλής και σύνθετης κάθετης ιδιοκτησίας, οι διαφορές αφενός ανάμεσα στους διαχειριστές ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους και κάθετης ιδιοκτησίας και αφετέρου στους ιδιοκτήτες ορόφων, διαμερισμάτων και κάθετων ιδιοκτησιών, καθώς επίσης και διαφορές που εμπίπτουν στο ρυθμιστικό πεδίο των άρθρων 1003 έως 1031 του ΑΚ.

β) Οι διαφορές που αφορούν απαιτήσεις αποζημίωσης οποιασδήποτε μορφής για ζημίες από αυτοκίνητο, ανάμεσα στους δικαιούχους ή τους διαδόχους τους και εκείνους που έχουν υποχρέωση για αποζημίωση ή τους διαδόχους τους, όπως και απαιτήσεις από σύμβαση ασφάλισης αυτοκινήτου, ανάμεσα στις ασφαλιστικές εταιρείες και τους ασφαλισμένους ή τους διαδόχους τους, εκτός αν από το ζημιογόνο συμβάν επήλθε θάνατος ή σωματική βλάβη.

γ) Οι διαφορές από αμοιβές του άρθρου 622Α του ΚΠολΔ.

δ) Οι οικογενειακές διαφορές, εκτός από αυτές της παραγράφου 1 περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ και της παραγράφου 2 του άρθρου 592 ΚΠολΔ.

ε) Οι διαφορές που αφορούν σε απαιτήσεις αποζημίωσης ασθενών ή των οικείων τους σε βάρος ιατρών, οι οποίες ανακύπτουν κατά την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας των τελευταίων.

στ) Οι διαφορές που δημιουργούνται από την προσβολή εμπορικών σημάτων, διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, βιομηχανικών σχεδίων ή υποδειγμάτων.

ζ) Οι διαφορές από χρηματιστηριακές συμβάσεις.

2.Α. Εξαιρούνται από την υποχρεωτική υπαγωγή σε διαμεσολάβηση της αμέσως προηγούμενης παραγράφου 1Α:

α) η κύρια παρέμβαση που ασκείται σε συνάφεια με το αντικείμενο των διαφορών αυτών,

β) οι διαφορές στις οποίες διάδικο μέρος είναι το Δημόσιο ή Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ.,

γ) οι διάδικοι που δικαιούνται νομικής βοήθειας κατά το ν. 3226/2004, όπως ισχύει, ή στους οποίους παρέχεται το ευεργέτημα της πενίας κατά τα άρθρα 194 και 195 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας,

δ) οι δίκες οι σχετικές με την εκτέλεση,

ε) η ανακοπή των άρθρων 632 και 633 παρ. 2 ΚΠολΔ,

στ) κάθε άλλη περίπτωση στην οποία δεν προβλέπεται αναστολή εκτέλεσης κατά τις κείμενες διατάξεις του νόμου,

ζ) οι διαφορές του ν. 3869/2010,

η) οι διαταγές πληρωμής,

Β. Δικαιώματα ή αξιώσεις των μερών της εν γένει διαφοράς, που δεν περιλαμβάνονται στις προαναφερόμενες περιπτώσεις, δεν υπάγονται στην, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης του ενδίκου βοηθήματος, διαδικασία της διαμεσολάβησης.

Άμα το ανεπιτυχές πέρας της διαδικασίας διαμεσολάβησης και της σύνταξης του σχετικού πρακτικού, κάθε μέρος της διαφοράς προσκομίζει αυτό στο δικαστήριο, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης. Το ίδιο δικαίωμα έχει κάθε μέρος της διαφοράς για κάθε κεφάλαιο των απαιτήσεών του το οποίο δεν συζητήθηκε στη διαδικασία της διαμεσολάβησης από υπαιτιότητα του άλλου μέρους, καίτοι αυτό υπαγόταν υποχρεωτικά στη διαδικασία της διαμεσολάβησης ανεξαρτήτως του αποτελέσματος αυτής. Αν το ένα μέρος της διαφοράς δεν προσέρχεται στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, παρότι έχει κληθεί προς τούτο με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή τηλεομοιοτυπία (φαξ) ή συστημένη επιστολή, ο διαμεσολαβητής συντάσσει πρακτικό και το άλλο μέρος προσκομίζει αυτό στο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση της αγωγής ή άλλου ένδικου βοηθήματος. Στην τελευταία περίπτωση, με την απόφαση του Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της διαφοράς, δύναται να επιβληθεί στο διάδικο μέρος που δεν προσήλθε στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, αν και κλήθηκε προς τούτο, όπως ανωτέρω, χρηματική ποινή, η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη από εκατόν είκοσι (120) ευρώ και μεγαλύτερη από τριακόσια (300) ευρώ, συνεκτιμωμένης της εν γένει συμπεριφοράς του στη μη προσέλευση στη διαδικασία της διαμεσολάβησης και επιπλέον χρηματική ποινή μέχρι ποσοστού 0,2% επί του αντικειμένου της διαφοράς ανάλογα με την έκταση της ήττας αυτού. Οι χρηματικές ποινές του προηγούμενου εδαφίου περιέρχονται στο ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. στο οποίο κοινοποιείται με επιμέλεια του γραμματέα του Δικαστηρίου αντίγραφο της απόφασης.

Γ. Για τη διαδικασία προσφυγής στη διαμεσολάβηση εφαρμόζονται οι ρυθμίσεις της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.

3. Υποχρέωση ενημέρωσης από τον δικηγόρο.

Πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να ενημερώσει τον εντολέα του εγγράφως, για τη δυνατότητα απόπειρας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις προσφυγής σε διαμεσολάβηση, καθώς και για την τυχόν υποχρεωτική υπαγωγή της διαφοράς ή μέρους αυτής στη διαδικασία της διαμεσολάβησης επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης του ενδίκου βοηθήματος. Το ενημερωτικό έγγραφο, το οποίο συντάσσεται από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης μετά την σύσταση και έναρξη λειτουργίας της, συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και κατατίθεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής ή άλλου ένδικου βοηθήματος επί ποινή απαράδεκτου της συζήτησής του.

4. Διαδικασία Προσφυγής στη Διαμεσολάβηση.

Α. Για τις διαφορές της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ο δικηγόρος του αιτούμενου δικαστική προστασία υποχρεούται, ανεξάρτητα από την αξία του ένδικου αντικειμένου, να υποβάλλει σε διαμεσολαβητή από τη λίστα διαπιστευμένων διαμεσολαβητών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αίτημα προσφυγής στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, παραδίδοντάς του συμπληρωμένο ενημερωτικό έντυπο, το οποίο συντάσσεται από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης μετά τη σύσταση και έναρξη λειτουργίας της. Ο διαμεσολαβητής γνωστοποιεί στο άλλο ή στα άλλα μέρη το κατά τα ανωτέρω αίτημα προσφυγής στη διαδικασία της διαμεσολάβησης και συνεννοείται με αυτά για την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της συνεδρίας διαμεσολάβησης. Η γνωστοποίηση μπορεί να γίνει εγγράφως με συστημένη επιστολή ή ηλεκτρονικά ή με κάθε άλλο νόμιμο τρόπο, αρκεί να αποδεικνύεται το περιεχόμενό της και η ημερομηνία της. Η συνεδρία λαμβάνει χώρα το αργότερο εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την επομένη της γνωστοποίησης της αίτησης του προσφεύγοντος στο άλλο ή τα άλλα μέρη, ενώ η διαμεσολάβηση θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί εντός των επομένων τριάντα (30) ημερών, που εκκινούν από την επομένη της λήξης της ανωτέρω προθεσμίας. Τα μέρη δύνανται να συμφωνούν παράταση της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημέρες. Το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται στις παραπάνω προθεσμίες. Τα μέρη παρίστανται υποχρεωτικά, μετά των πληρεξούσιων δικηγόρων τους πλην των περιπτώσεων των καταναλωτικών διαφορών και μικροδιαφορών.

Β. Αν δεν είναι δυνατή η φυσική παρουσία αμφοτέρων των μερών και του διαμεσολαβητή στον ίδιο τόπο και χρόνο, η συνεδρία της διαμεσολάβησης μπορεί να πραγματοποιηθεί με τη διαδικασία της τηλεδιάσκεψης μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή ή άλλου συστήματος τηλεδιάσκεψης, στο οποίο έχει πρόσβαση το άλλο ή τα άλλα μέρη της διαφοράς. Η διαδικασία τηλεδιάσκεψης μπορεί να πραγματοποιείται και μέσω γραφείου άλλου διαπιστευμένου διαμεσολαβητή που εδρεύει στον τόπο της κατοικίας, εγκατάστασης ή έδρας του άλλου ή των άλλων μερών της διαφοράς.

Η διαδικασία της τηλεδιάσκεψης μπορεί να πραγματοποιηθεί και μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, η οποία εγκρίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης, Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ρυθμίζει κάθε αναγκαία τεχνική, διοικητική ή άλλη λεπτομέρεια.

Γ. Αν κατά την αρχική συνεδρία της διαμεσολάβησης τα μέρη της διαφοράς δεν συμφωνήσουν να προχωρήσουν σε διαδικασία διαμεσολάβησης, τότε θεωρείται ότι έχει πληρωθεί η υποχρέωση του παρόντος άρθρου και συντάσσεται πρακτικό.

5. Η υποχρεωτική υπαγωγή στη διαδικασία της διαμεσολάβησης δεν εφαρμόζεται όταν η πρόσκληση για προσφυγή σε αυτή περιλαμβάνει πρόσωπο ή πρόσωπα αγνώστου διαμονής.

6. Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία της διαμεσολάβησης δεν μπορεί να υπερβαίνει συνολικά τις είκοσι τέσσερις (24) ώρες, εκτός εάν τα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά.

7. Αν συναφθεί συμφωνία υπαγωγής στη διαμεσολάβηση, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου, ακολουθείται η διαδικασία της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

 

Άρθρο 183

Διαδικασία διαμεσολάβησης

1. Στη διαδικασία διαμεσολάβησης τα μέρη παρίστανται μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους.

2. Ο διαμεσολαβητής ορίζεται από τα μέρη ή από τρίτο πρόσωπο της κοινής τους επιλογής. Ο διαμεσολαβητής είναι ένας (1), εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν εγγράφως ότι οι διαμεσολαβητές θα είναι περισσότεροι. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία ως προς το πρόσωπο του διαμεσολαβητή και τον τόπο διεξαγωγής της διαμεσολάβησης αυτοί ορίζονται, κατά αποκλειστικότητα μετά από αίτηση οποιουδήποτε από τα μέρη, από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης του άρθρου 186, με αιτιολογημένη απόφασή της. Η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης λαμβάνει υπόψη της το είδος της διαφοράς που άγεται προς διαμεσολάβηση, τις διατάξεις του ΚΠολΔ για την κατά τόπο αρμοδιότητα , τις ειδικές δεξιότητες του διαμεσολαβητή, όπως αυτές περιγράφονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 203 και τον αριθμό των διαμεσολαβήσεων που έχει διεξάγει, όπως αυτός προκύπτει σύμφωνα με το άρθρο 197.

3. Ο χρόνος, τόπος και λοιπές διαδικαστικές λεπτομέρειες της διεξαγωγής της διαμεσολάβησης καθορίζονται από το διαμεσολαβητή σε συμφωνία με τα μέρη. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία των μερών για τα παραπάνω, ο διαμεσολαβητής δύναται να διεξάγει τη διαμεσολάβηση με τον τρόπο που κρίνει προσφορότερο, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της διαφοράς.

4. Η διαδικασία της διαμεσολάβησης έχει εμπιστευτικό χαρακτήρα και δεν τηρούνται πρακτικά εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Ο διαμεσολαβητής μπορεί, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να επικοινωνεί και να συναντά καθένα από τα μέρη είτε χωριστά είτε από κοινού. Πληροφορίες που αντλεί ο διαμεσολαβητής κατά τις χωριστές επικοινωνίες του με το ένα μέρος δεν κοινολογούνται στο άλλο μέρος χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του άλλου μέρους. Οι ενέργειες του διαμεσολαβητή και των μερών για την επίτευξη συμβιβαστικής επίλυσης της μεταξύ τους διαφοράς διέπονται από τις αρχές της καλής πίστης και ειλικρίνειας και της διαρκούς αμεροληψίας του διαμεσολαβητή έναντι αυτών. Τα μέρη μπορούν, σε κάθε περίπτωση, να συμφωνήσουν ως διαδικασία διαμεσολάβησης τη διαδικασία και τους ειδικότερους κανόνες που προβλέπουν κέντρα και οργανισμοί διαμεσολάβησης.

5. Πριν από την έναρξη της διαδικασίας όλοι οι συμμετέχοντες συμφωνούν εγγράφως περί του εμπιστευτικού ή μη χαρακτήρα της διαδικασίας. Η συμφωνία αυτή διέπεται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. Τα μέρη δύνανται να συμφωνήσουν ότι θα τηρήσουν εμπιστευτικό και το περιεχόμενο της συμφωνίας, στην οποία ενδέχεται να καταλήξουν από τη διαδικασία της διαμεσολάβησης, εκτός αν η κοινολόγηση του περιεχομένου της είναι απαραίτητη για την εκτέλεσή της ή αυτό επιβάλλεται για λόγους δημόσιας τάξης.

6. Οι διαμεσολαβητές, τα μέρη, οι πληρεξούσιοι αυτών και όσοι συμμετείχαν με οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία της διαμεσολάβησης δεν εξετάζονται ως μάρτυρες ενώπιον των Δικαστηρίων ή σε διαιτητικές διαδικασίες, εκτός αν αυτό επιβάλλεται για λόγους δημόσιας τάξης, για την προστασία της ανηλικότητας ή της σωματικής ακεραιότητας και ψυχικής υγείας φυσικού προσώπου.

7. Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των ποινικών Δικαστηρίων, των Ανακριτών και των Εισαγγελέων, καθώς και της αντίθετης και ρητής συμφωνίας των μερών, οι συζητήσεις και οι προτάσεις που εκφράστηκαν από τα μέρη κατά τη διαδικασία της διαμεσολάβησης, οι απόψεις του διαμεσολαβητή προς τα μέρη για την επίτευξη συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, η εκφρασθείσα βούληση των μερών, καθώς και όποιες δηλώσεις των μερών στο πλαίσιο της διαδικασίας διαμεσολάβησης, δεν μπορούν να αποτελέσουν αποδεικτικά μέσα ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου ή διαιτητικού δικαστηρίου σε περίπτωση αποτυχίας της διαδικασίας διαμεσολάβησης. Η παραπάνω απαγόρευση δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις της προηγουμένης παραγράφου.

8. Ο διαμεσολαβητής δεν υποχρεούται να αποδεχθεί το διορισμό του και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ευθύνεται μόνο για δόλο ή βαρεία αμέλεια, ανεξαρτήτως της τυχόν πειθαρχικής ή ποινικής ευθύνης του.

 

Άρθρο 184

Εκτελεστότητα των συμφωνιών που προκύπτουν από τη διαμεσολάβηση

1. Ο διαμεσολαβητής συντάσσει πρακτικό διαμεσολάβησης που πρέπει να περιέχει:

α) το ονοματεπώνυμο, τον αριθμό φορολογικού μητρώου και τον αριθμό μητρώου κοινωνικής ασφάλισης του διαμεσολαβητή,

β) τον τόπο και το χρόνο της διαμεσολάβησης,

γ) τα πλήρη στοιχεία των μερών που προσέφυγαν στη διαμεσολάβηση και τα ονόματα των πληρεξούσιων δικηγόρων τους,

δ) τη συμφωνία με την οποία τα μέρη προσέφυγαν στη διαμεσολάβηση,

ε) τα πλήρη στοιχεία τυχόν άλλων προσώπων που μετείχαν με οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία της διαμεσολάβησης,

στ) τη συμφωνία στην οποία κατέληξαν τα μέρη κατά τη διαμεσολάβηση ή τη διαπίστωση της αποτυχίας της διαμεσολάβησης.

2. Μετά το πέρας της διαδικασίας διαμεσολάβησης, το πρακτικό υπογράφεται από τον διαμεσολαβητή, τα μέρη και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους και κάθε μέρος δικαιούται να παραλάβει από ένα ισόκυρο πρακτικό, το οποίο και δύναται να καταθέσει οποτεδήποτε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης για την οποία έλαβε χώρα η διαμεσολάβηση. Κατά την κατάθεση υποβάλλεται παράβολο ποσού πενήντα (50) ευρώ, το ύψος του οποίου μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η δαπάνη για το παράβολο βαρύνει τον καταθέτη, εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά.

3. Σε περίπτωση αποτυχίας της διαμεσολάβησης, το πρακτικό μπορεί να υπογράφεται μόνο από το διαμεσολαβητή, ο οποίος οφείλει να μνημονεύσει ότι τα μέρη δεν κατέληξαν σε συμφωνία.

4. Από την κατάθεση στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου, το πρακτικό διαμεσολάβησης, εφόσον περιέχει συμφωνία των μερών για ύπαρξη αξίωσης που μπορεί να εκτελεστεί αναγκαστικά, αποτελεί τίτλο εκτελεστό σύμφωνα με την περίπτωση γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 904 του ΚΠολΔ. Το απόγραφο για την εκτέλεση εκδίδεται, σύμφωνα με τα άρθρα 915 έως 918 του ΚΠολΔ, από τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου, στη γραμματεία του οποίου κατετέθη το πρακτικό διαμεσολάβησης, χωρίς να επιβάλλονται άλλα έξοδα υπέρ του Δημοσίου στον επισπεύδοντα διάδικο.

5. Αν η συμφωνία που περιέχεται στο πρακτικό διαμεσολάβησης περιλαμβάνει και διατάξεις που αφορούν δικαιοπραξίες οι οποίες υπόκεινται εκ του νόμου σε συμβολαιογραφικό τύπο, οι διατάξεις αυτές πρέπει να περιβληθούν το συμβολαιογραφικό τύπο. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι ρυθμίσεις που διέπουν τη σύνταξη τέτοιων συμβολαιογραφικών εγγράφων και τη μεταγραφή τους.

 

Άρθρο 185

Αποτελέσματα της διαμεσολάβησης στην παραγραφή και τις αποσβεστικές προθεσμίες

Η γνωστοποίηση του αιτήματος του προσφεύγοντος στο άλλο ή τα άλλα μέρη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 182 παράγραφος 4Α του παρόντος, αναστέλλει την παραγραφή και την αποσβεστική προθεσμία άσκησης των αξιώσεων και δικαιωμάτων, εφόσον αυτές έχουν αρχίσει σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, καθώς και τις δικονομικές προθεσμίες, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας της διαμεσολάβησης. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 261, 262 και 263 του ΑΚ, η παραγραφή και η αποσβεστική προθεσμία που ανεστάλησαν, αρχίζουν και πάλι έξι (6) μήνες μετά τη σύνταξη του πρακτικού αποτυχίας της διαμεσολάβησης ή από την επίδοση δήλωσης αποχώρησης από τη διαμεσολάβηση από το ένα μέρος στο άλλο και τον διαμεσολαβητή ή από την με οποιοδήποτε τρόπο ολοκλήρωση ή κατάργηση της διαμεσολάβησης. Αν η συμφωνία που περιέχεται στο πρακτικό διαμεσολάβησης περιλαμβάνει αιρέσεις ή προθεσμίες (άρθρα 201, 202, 210 ΑΚ) ή οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση ισχύος της, η παραγραφή και η αποσβεστική προθεσμία που ανεστάλησαν, εκκινούν και πάλι τρεις (3) μήνες μετά την πλήρωση της αιρέσεως ή την παρέλευση της προθεσμίας ή της προϋπόθεσης.

 

Άρθρο 186

Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης

1. Η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης αποτελείται από τα παρακάτω μέλη, που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ως εξής:

α) Πέντε δικαστικούς ή εισαγγελικούς λειτουργούς της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, εκ των οποίων ένας με βαθμό Αρεοπαγίτη ή Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και οι λοιποί με βαθμό τουλάχιστον Προέδρου Πρωτοδικών ή Εισαγγελέα Πρωτοδικών με εμπειρία ή εξειδίκευση στη διαμεσολάβηση, μετά από γνώμη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.

β) Δύο καθηγητές, εν ενεργεία ή ομότιμους, ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με εμπειρία στη διαμεσολάβηση, προερχόμενους από περισσότερα του ενός εκπαιδευτικά ιδρύματα, τουλάχιστον δε ένας από Νομική Σχολή.

γ) Δύο εκπροσώπους της ολομέλειας των δικηγορικών συλλόγων της χώρας, μετά από σύμφωνη γνώμη της εν λόγω ολομέλειας.

δ) Τρεις εκπροσώπους του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από τους υπηρετούντες στην Κεντρική Υπηρεσία ή στο πολιτικό γραφείο του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως ειδικό επιστημονικό προσωπικό ή ως ειδικοί συνεργάτες.

ε) Έναν διαμεσολαβητή εκπρόσωπο επαγγελματικών φορέων της χώρας, μετά από πρόσκληση ενδιαφέροντος που αναρτάται στον ιστότοπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

στ) Δύο διαμεσολαβητές, μετά από πρόσκληση ενδιαφέροντος που αναρτάται στον ιστότοπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

2. Πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης ορίζεται ο αρχαιότερος από τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς.

3. Για κάθε τακτικό μέλος της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης ορίζεται και ένα αναπληρωματικό με την ίδια διαδικασία.

4. Τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης, καθώς και τρίτα πρόσωπα που διορίζονται ως μέλη στην Επιτροπή του άρθρου 187 παράγραφος 3 περίπτωση δ’, απαγορεύεται να διατηρούν ή να διατηρούσαν, τουλάχιστον τους τελευταίους δώδεκα (12) μήνες, οποιαδήποτε σχέση συνεργασίας με φορείς εκπαίδευσης του παρόντος νόμου ή να συνάπτουν με αυτούς οποιαδήποτε συνεργασία έξι (6) μήνες μετά την αποχώρησή τους από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης.

5. Η θητεία του Προέδρου και των μελών είναι τριετής και μπορεί να ανανεώνεται άπαξ. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης δεν αντικαθίστανται αν απολέσουν την ιδιότητα με την οποία διορίσθηκαν σε αυτήν.

6. Χρέη Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης εκτελεί ένας ή περισσότεροι υπάλληλοι της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή των Δικαστηρίων ή άλλης Δημόσιας Υπηρεσίας ή ΝΠΔΔ, οι οποίοι διατίθενται με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση από την Υπηρεσία τους στην Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης. Για τη διάθεση εκδίδεται Υπουργική Απόφαση κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης περί απόσπασης ή διάθεσης και με τη σύμφωνη γνώμη του Προέδρου της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης.

 

Άρθρο 187

Αρμοδιότητες Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης

1. Η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης είναι αρμόδια να επιλαμβάνεται κάθε ζητήματος που αφορά την εφαρμογή του θεσμού της διαμεσολάβησης, ακόμη και αν αυτό δεν αναφέρεται ρητά στον παρόντα νόμο.

2. Η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης δύναται να συστήνει, κατά την κρίση της, υποεπιτροπές για την ταχεία επίλυση ζητημάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος νόμου. Οι ανωτέρω υποεπιτροπές απαρτίζονται από μέλη της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης, εκτός αν στον παρόντα νόμο ορίζεται διαφορετικά, χωρίς να υφίσταται ο περιορισμός συμμετοχής κάποιου μέλους σε παραπάνω από μία υποεπιτροπή. Οι υποεπιτροπές αυτές εξουσιοδοτούνται ρητά από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης για την οριστική διευθέτηση των ζητημάτων που επιλαμβάνονται, εκτός αν ειδικότερα ορίζεται στον παρόντα νόμο ότι αρμόδια είναι η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης σε ολομέλεια.

3. Σε κάθε περίπτωση, η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης συγκροτεί υποχρεωτικά τέσσερις (4) βασικές υποεπιτροπές, η θητεία των οποίων είναι διετής, εκτός αν άλλως ορίζεται ειδικότερα, με τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

α) «Επιτροπή Μητρώου Διαμεσολαβητών», η οποία είναι αρμόδια για την τήρηση του Μητρώου των Διαμεσολαβητών, για κάθε σχετικό ζήτημα ή έκδοση πράξης που αφορά το τηρούμενο Μητρώο και για τη συγκέντρωση των ετήσιων Εκθέσεων Πεπραγμένων, σύμφωνα με το άρθρο 192.

β) «Επιτροπή Δεοντολογίας και Πειθαρχικού Ελέγχου», η οποία είναι αρμόδια για τη συμμόρφωση των διαμεσολαβητών με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον παρόντα νόμο και για την εφαρμογή του Πειθαρχικού Δικαίου και την επιβολή πειθαρχικών ποινών. Η σύνθεση της υποεπιτροπής αυτής γίνεται σύμφωνα με την παράγραφο Ε.1. του άρθρου 193.

γ) «Επιτροπή Ελέγχου Φορέων Εκπαίδευσης», η οποία είναι αρμόδια για κάθε ζήτημα που αφορά τους Φορείς Κατάρτισης Διαμεσολαβητών.

δ) «Επιτροπή Εξετάσεων», η οποία είναι αρμόδια και έχει την ευθύνη για τη διεξαγωγή των γραπτών και προφορικών εξετάσεων και τη βαθμολόγηση των εξεταζόμενων προς τον σκοπό της διαπίστευσης των υποψήφιων διαμεσολαβητών. Η Επιτροπή Εξετάσεων απαρτίζεται από τρία (3) μέλη, τα οποία προέρχονται από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, με ισάριθμους αναπληρωτές, από τα οποία ένα, τουλάχιστον, είναι δικαστικός λειτουργός που προεδρεύει της επιτροπής. Η Επιτροπή Εξετάσεων δύναται, ανάλογα με τον εκάστοτε συνολικό αριθμό των εξεταζόμενων, να ορίζει δύο (2) επιπλέον μέλη, χωρίς αναπληρωτές, τα οποία πρέπει να έχουν την ιδιότητα του διαπιστευμένου διαμεσολαβητή.

4. Η διαδικασία συμμετοχής των μελών και των νόμιμων αναπληρωτών τους στις παραπάνω υποεπιτροπές και ο αριθμός των μελών που τις απαρτίζουν καθορίζεται ελεύθερα από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, εκτός αν άλλως καθορίζεται ειδικότερα. Για τη συμμετοχή των ανωτέρω μελών στις υποεπιτροπές λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, ζητήματα που άπτονται της σύγκρουσης συμφερόντων και αρμοδιοτήτων των μελών αυτών με άλλες ισχύουσες διατάξεις και κανονισμούς του κύριου επαγγέλματός τους.

5. Όπου στον παρόντα νόμο αναφέρεται η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, ενώ έχει συσταθεί ειδικότερη υποεπιτροπή και έχει εξουσιοδοτηθεί από την πρώτη για τη διευθέτηση ζητημάτων του παρόντος νόμου, αρμόδια κρίνεται η υποεπιτροπή, εκτός αν λόγω ειδικότερης περίπτωσης αρμόδια κρίνεται η πρώτη σε ολομέλεια.

 

ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΩΝ - ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ - ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

 

Άρθρο 188

Προσόντα διαμεσολαβητών

1. Οι διαμεσολαβητές πρέπει να είναι: α) απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή κάτοχοι ισοδύναμου πτυχίου της αλλοδαπής, β) εκπαιδευμένοι από Φορέα εκπαίδευσης διαμεσολαβητών αναγνωρισμένο από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης ή κάτοχοι τίτλου διαπίστευσης από άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γ) διαπιστευμένοι από αυτήν και εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Διαμεσολαβητών που τηρείται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αν απόφοιτος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή κάτοχος ισοδύναμου πτυχίου της αλλοδαπής είναι και κάτοχος μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου ΑΕΙ ή ισοδυνάμου τίτλου της αλλοδαπής με αντικείμενο την διαμεσολάβηση, δεν απαιτείται, προκειμένου να διαπιστευθεί, περαιτέρω εκπαίδευσή του από Φορέα εκπαίδευσης διαμεσολαβητών, ούτε συμμετοχή του στις εξετάσεις. Αποκλείονται της άσκησης του επαγγέλματος του διαμεσολαβητή όσοι έχουν διατελέσει δικαστικοί λειτουργοί.

2. Ο διαμεσολαβητής αναλαμβάνει καθήκοντα μόνο εφόσον κατά την κρίση του, μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της συγκεκριμένης διαμεσολάβησης σύμφωνα με την κατάλληλη επαγγελματική κατάρτιση, την πρακτική εξάσκηση και τις δεξιότητες που κατέχει.

3. Ο διαμεσολαβητής διεξάγει τη διαμεσολάβηση τηρώντας τον κώδικα δεοντολογίας.

4. Ο διαμεσολαβητής δύναται να προβάλλει τις υπηρεσίες που προσφέρει, υπό τον όρο ότι ενεργεί κατά τρόπο επαγγελματικό, ειλικρινή και αξιοπρεπή.

 

Άρθρο 189

Αμεροληψία - Ουδετερότητα

1. Ο διαμεσολαβητής υποχρεούται να ενεργεί έναντι των μερών κατά τρόπο απαλλαγμένο από προσωπικές προτιμήσεις, πεποιθήσεις και προκαταλήψεις και να μεριμνά για την ισότιμη συμμετοχή και διευκόλυνση όλων των μερών στο πλαίσιο της διαμεσολάβησης.

Ο διαμεσολαβητής υποχρεούται να μην αναλαμβάνει τη διενέργεια διαμεσολάβησης και, εάν έχει ήδη αναλάβει, να μην την συνεχίσει, προτού γνωστοποιήσει στα μέρη περιστάσεις που ενδέχεται να επηρεάσουν ή να δώσουν την εντύπωση ότι επηρεάζουν την αμεροληψία του. Σε τέτοια περίπτωση ο διαμεσολαβητής επιτρέπεται να αναλάβει καθήκοντα διαμεσολάβησης ή να εξακολουθεί να τα ασκεί μόνο με τη ρητή συγκατάθεση των μερών και εφόσον είναι βέβαιος ότι είναι σε θέση να διεξαγάγει τη διαμεσολάβηση με πλήρη αμεροληψία.

2. Ο διαμεσολαβητής είναι υποχρεωμένος να παραμένει ουδέτερος ως προς το αποτέλεσμα της διαμεσολάβησης και δεν επιτρέπεται να κατευθύνει τα μέρη και να τους επιβάλλει τη λύση που ο ίδιος προκρίνει. Δύναται να διατυπώνει την προσωπική του άποψη, η οποία δεν είναι δεσμευτική, μόνο εφόσον όλα τα μέρη το επιθυμούν.

 

Άρθρο 190

Ανεξαρτησία - Σύγκρουση συμφερόντων

1. Ο διαμεσολαβητής δεν επιτρέπεται να αναλαμβάνει τη διενέργεια διαμεσολάβησης και, εάν την έχει ήδη αναλάβει δεν επιτρέπεται να τη συνεχίσει, προτού γνωστοποιήσεις τυχόν περιστάσεις που ενδέχεται να επηρεάσουν ή να δώσουν την εντύπωση ότι επηρεάζουν την ανεξαρτησία του.

2. Ο διαμεσολαβητής υποχρεούται να μην αναλαμβάνει καθήκοντα και, εάν έχει ήδη αναλάβει, να μην εξακολουθήσει να τα ασκεί, σε περίπτωση σύγκρουσης των συμφερόντων του με τη διαμεσολάβηση.

Σύγκρουση συμφερόντων υπάρχει, ιδίως, στις περιπτώσεις:

α) προσωπικής ή επαγγελματικής σχέσης του διαμεσολαβητή με ένα από τα μέρη ή τους δικηγόρους τους ή λήψης αμοιβής στο παρελθόν για παροχή υπηρεσιών σε οποιοδήποτε από τα μέρη,

β) οποιουδήποτε οικονομικού ή άλλου συμφέροντος, άμεσου ή έμμεσου, από την έκβαση της διαμεσολάβησης,

γ) ανάμιξης του διαμεσολαβητή, κατά οποιοδήποτε τρόπο, στο αντικείμενο της διαφοράς,

δ) ενέργειας, κατά το παρελθόν, του ίδιου του διαμεσολαβητή ή συνεργάτη του ή άλλου στελέχους της εταιρίας για την οποία εργάζεται, για κάποιο από τα μέρη, με ιδιότητα άλλη πλην του διαμεσολαβητή,

ε) οποιασδήποτε μορφής επαγγελματικής συνεργασίας του διαμεσολαβητή με φυσικά ή νομικά πρόσωπα που εμπλέκονται στην παροχή συμβουλών σε ένα από τα συμμετέχοντα μέρη για θέματα που αφορούν το αντικείμενο της διαμεσολάβησης.

3. Ο διαμεσολαβητής υποχρεούται πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του να γνωστοποιήσει στα μέρη εάν συντρέχει περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων. Την ίδια υποχρέωση έχει και εάν αναφανεί τέτοια περίπτωση μετά την ανάληψη των καθηκόντων του και κατά τη διεξαγωγή της διαμεσολάβησης.

4. Σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων ο διαμεσολαβητής επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση να αναλάβει καθήκοντα και, εάν τα έχει ήδη αναλάβει να εξακολουθήσει να τα ασκεί, μόνο με τη ρητή συγκατάθεση των μερών και εφόσον είναι βέβαιος ότι είναι σε θέση να διεξαγάγει τη διαμεσολάβηση με τρόπο που να μην υπονομεύει την ακεραιότητα της διαδικασίας.

5. Μετά την περάτωση της διαμεσολάβησης και ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά της, δεν επιτρέπεται στο διαμεσολαβητή να επιληφθεί υπό άλλη επαγγελματική ιδιότητα για τη συγκεκριμένη υπόθεση, στην οποία άσκησε καθήκοντα διαμεσολαβητή, μεταξύ των ίδιων μερών.

 

Άρθρο 191

Αρχή της ελεύθερης βούλησης των μερών - Διαδικασία

1. Ο διαμεσολαβητής υποχρεούται να διεξάγει τη διαμεσολάβηση με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας των μερών. Ο διαμεσολαβητής μεριμνά ώστε τα μέρη να κατανοούν τα χαρακτηριστικά της διαδικασίας που πρόκειται να ακολουθηθεί, καθώς και τον ρόλο αυτού και όλων των συμμετεχόντων και να ενημερώνει τα μέρη ότι είναι ελεύθερα ανά πάσα στιγμή να αποχωρήσουν από τη διαδικασία χωρίς αιτιολογία ή ποινή.

2. Ο διαμεσολαβητής βεβαιώνεται, ιδίως, ότι πριν από την έναρξη της διαμεσολάβησης τα μέρη έχουν κατανοήσει και συμφωνήσει ρητώς τους όρους και τις προϋποθέσεις της συμφωνίας για υπαγωγή της διαφοράς τους στη διαμεσολάβηση, συμπεριλαμβανομένων ιδίως των διατάξεων που ενδεχομένως διέπουν τις υποχρεώσεις εχεμύθειας που βαρύνουν το διαμεσολαβητή και τα μέρη.

3. Ο διαμεσολαβητής μεριμνά για την προσήκουσα διεξαγωγή της διαδικασίας και διασφαλίζει ότι τα μέρη έχουν επαρκή δυνατότητα συμμετοχής σε αυτή.

4. Ο διαμεσολαβητής μπορεί να περατώσει τη διαμεσολάβηση, μετά από αιτιολογημένη ενημέρωση των μερών, εφόσον:

α) επέρχεται διευθέτηση της διαφοράς που είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη ή τη δημόσια τάξη, ή

β) θεωρεί ότι η συνέχιση της διαμεσολάβησης είναι απίθανο να οδηγήσει στη διευθέτηση της διαφοράς.

5. Ο διαμεσολαβητής λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η διευθέτηση που θα εξευρεθεί για την επίλυση της διαφοράς είναι προϊόν γνώσης και εμπεριστατωμένης συναίνεσης όλων των μερών, καθώς επίσης και ότι όλα τα μέρη κατανοούν τους όρους της συμφωνίας.

6. Ο διαμεσολαβητής οφείλει να ενημερώνει τα μέρη για τον τρόπο που μπορούν να καταστήσουν τη μεταξύ τους συμφωνία εκτελεστή, όπου αυτό είναι δυνατό.

 

Άρθρο 192

Εχεμύθεια

1. Ο διαμεσολαβητής υποχρεούται να τηρεί απόρρητες τις πληροφορίες που έχουν προκύψει από τη διαμεσολάβηση ή σε σχέση με αυτήν, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι πρόκειται να διεξαχθεί ή έχει διεξαχθεί διαμεσολάβηση, εκτός αν υποχρεούται να πράξει διαφορετικά από διάταξη νόμου ή για λόγους δημόσιας τάξης ή τα μέρη συναινούν ρητά στην αποκάλυψη των πληροφοριών.

2. Ο διαμεσολαβητής διέπεται από επαγγελματικό απόρρητο.

 

Άρθρο 193

Πειθαρχικό Δίκαιο

Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

1. Η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από κάθε άλλη.

2. Οι πειθαρχικές ποινές επιβάλλονται από την Επιτροπή Δεοντολογίας και Πειθαρχικού Ελέγχου ή και από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης.

3. Κανένας δεν διώκεται για δεύτερη φορά για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα, για το οποίο επιβάλλεται μόνο μία πειθαρχική ποινή. Νέα πειθαρχική δίωξη για το ίδιο παράπτωμα είναι απαράδεκτη.

4. Η με οποιονδήποτε τρόπο άρση του ποινικά κολάσιμου της πράξης ή η ολική ή μερική άρση των συνεπειών της ποινικής καταδίκης, δεν αίρουν το πειθαρχικά κολάσιμο της πράξης.

Β. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΑ

1. Πειθαρχικό παράπτωμα μπορεί να τελεσθεί με πράξη ή παράλειψη του διαμεσολαβητή στο πλαίσιο της διαμεσολάβησης που είναι αντίθετη προς τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τον νόμο και συνδέονται άρρηκτα με τη διαμεσολάβηση καθώς και από τον κώδικα δεοντολογίας διαμεσολαβητών.

2. Πειθαρχικά παραπτώματα του διαμεσολαβητή αποτελούν, ιδίως η χρησιμοποίηση της ιδιότητας του για την επιδίωξη παράνομων σκοπών και η εν γένει αναξιοπρεπής ή απρεπής συμπεριφορά του.

3. Κάθε κακούργημα που τελείται από διαμεσολαβητή ως και κάθε εκ δόλου πλημμέλημα ασυμβίβαστο με την ιδιότητα του διαμεσολαβητή είναι και αυτοτελές πειθαρχικό παράπτωμα.

4. Η μη τήρηση της αρχής της αμεροληψίας από μέρους του διαμεσολαβητή συνιστά σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα.

Γ. ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ

1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα παραγράφονται δύο (2) έτη μετά την τέλεσή τους.

2. Ο χρόνος της παραγραφής αναστέλλεται με την υποβολή της αναφοράς, για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες.

Δ. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ

1. Οι πειθαρχικές ποινές είναι:

α) η σύσταση,

β) η έγγραφη επίπληξη,

γ) η προσωρινή ανάκληση της διαπίστευσης έως και ένα (1) έτος,

δ) η οριστική ανάκληση της διαπίστευσης.

2. Η ποινή της οριστικής ανάκλησης της διαπίστευσης επιβάλλεται μόνο σε ιδιαίτερα βαριές περιπτώσεις πειθαρχικών παραπτωμάτων. Τέτοιες προϋποθέσεις συντρέχουν αν ο διαμεσολαβητής:

α) καταδικάστηκε αμετάκλητα για κακούργημα ή για οποιοδήποτε εκ δόλου πλημμέλημα, ασυμβίβαστο με τον θεσμό της διαμεσολάβησης,

β) τιμωρήθηκε ήδη με ποινή προσωρινής παύσης τουλάχιστον έξι (6) μηνών την τελευταία τριετία για άλλη, χρονικά προηγούμενη πράξη.

3. Όταν πρόκειται για παράπτωμα που οφείλεται σε ελαφρά αμέλεια, η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης μπορεί να μην επιβάλει ποινή, εκτιμώντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έχει τελεστεί.

Δ. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΠΑΥΣΗΣ

1. Ο διαμεσολαβητής, στον οποίο έχει επιβληθεί ανάκληση διαπίστευσης και παύση από τα καθήκοντα διαμεσολαβητή, οριστική ή προσωρινή, για όσο χρόνο αυτή διαρκεί, δεν επιτρέπεται να ενεργεί ως διαμεσολαβητής.

2. Το κύρος της επιτυχούς έκβασης της διαμεσολάβησης και του συμφωνητικού που καταρτίστηκε δεν θίγεται από την ποινή που του επιβλήθηκε.

3. Η αρμόδια για την κατάρτιση του μητρώου διαμεσολαβητών Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης οφείλει να ενημερώνει το μητρώο διαμεσολαβητών για την επιβληθείσα προσωρινή ή οριστική ανάκληση της διαπίστευσης του διαμεσολαβητή από τα καθήκοντά του.

Ε. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ

1. Η Επιτροπή Δεοντολογίας και Πειθαρχικού Ελέγχου διακρίνεται σε πρωτοβάθμια μονομελούς σύνθεσης και δευτεροβάθμια τριμελούς σύνθεσης, με ισάριθμα αναπληρωματικά μέλη, και ορίζεται από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης. Η θητεία των μελών της είναι διετής και μπορεί να ανανεώνεται. Μέλος της δευτεροβάθμιας επιτροπής δεν μπορεί να είναι το μέλος που εξέδωσε την πρωτοβάθμια πειθαρχική απόφαση. Αν τα ανωτέρω όργανα κρίνουν ότι πρέπει να επιβληθεί η ποινή της οριστικής ανάκλησης της άδειας του διαμεσολαβητή, τότε αρμόδια προς τούτο είναι η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης σε ολομέλεια.

2. Οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για δηλώσεις αποχής και εξαίρεσης των δικαστών ισχύουν αναλογικά.

3. Αίτηση εξαίρεσης είναι απαράδεκτη όταν αφορά τόσα μέλη του πειθαρχικού οργάνου ώστε να καθίσταται αδύνατη η νόμιμη συγκρότησή του.

4. Για τη διαδικασία σε κάθε θέμα του πειθαρχικού ελέγχου αποφασίζει η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, οι τελεσίδικες αποφάσεις της οποίας εκτελούνται με επιμέλεια του Προέδρου της ή του μέλους της που ορίσθηκε από αυτόν.

5. Για την υποβολή αναφοράς κατά διαμεσολαβητή, απαιτείται επί ποινή απαραδέκτου η κατάθεση παράβολου, ποσού πενήντα (50) ευρώ, το ύψος του οποίου αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

Άρθρο 194

Αμοιβή

1. Η αμοιβή του διαμεσολαβητή ορίζεται ελεύθερα με γραπτή συμφωνία των μερών.

2. Εάν δεν υπάρχει γραπτή συμφωνία, η αμοιβή ορίζεται ως εξής:

α) Για απασχόληση έως δύο (2) ωρών η ελάχιστη αμοιβή ορίζεται στα εκατόν εβδομήντα (170) ευρώ,

β) Για απασχόληση από δύο (2) ώρες και πάνω η ελάχιστη ωριαία αμοιβή ορίζεται στα εκατό (100) ευρώ.

Τα ποσά των περιπτώσεων α΄ και β΄ μπορούν να αναπροσαρμόζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

3. α) Αν η διαφορά της περίπτωσης δ΄ της παρ. 1Α του άρθρου 182 αφορά διατροφή, ο υπόχρεος της διατροφής καταβάλλει στον διαμεσολαβητή ελάχιστη αμοιβή ποσού εκατόν εβδομήντα (170) ευρώ. Τυχόν επιπλέον αμοιβή καταβάλλεται με ελεύθερη συμφωνία των μερών.

β) Στις διαφορές του άρθρου 466 και στις ειδικές διαδικασίες ΚΠολΔ η ελάχιστη αμοιβή του διαμεσολαβητή ορίζεται στο ποσό των πενήντα (50) ευρώ.

Αν στις περιπτώσεις α΄ και β΄ η διαφορά αχθεί ενώπιον του δικαστηρίου και εφόσον ο υπόχρεος νικήσει εν όλω ή εν μέρει, το καταβληθέν ποσό της ελάχιστης αμοιβής, αναζητείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 176 επ. ΚΠολΔ., λογιζόμενο ως δικαστικό έξοδο.

4. Ο διαμεσολαβητής οφείλει να παρέχει στα μέρη πλήρη ενημέρωση για τον τρόπο αμοιβής του.

 

Άρθρο 195

Κωδικός Αριθμός Δραστηριότητας (ΚΑΔ)

Επιτρέπεται η άσκηση αποκλειστικά και μόνο του επαγγέλματος του διαμεσολαβητή. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζεται η δημιουργία Κωδικού Αριθμού Δραστηριότητος (ΚΑΔ) για το επάγγελμα του διαπιστευμένου διαμεσολαβητή για όσους επιθυμούν να το ασκήσουν και δεν διαθέτουν άλλον.

 

Άρθρο 196

Παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης

Ενώσεις προσώπων πιστοποιημένων διαμεσολαβητών με σκοπό την παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης συνιστώνται και λειτουργούν με τη συμμετοχή διαμεσολαβητών, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις.

 

Άρθρο 197

Υποχρέωση ετήσιας έκθεσης

Κάθε διαπιστευμένος διαμεσολαβητής υποχρεούται μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του μηνός Ιουλίου κάθε έτους να ενημερώνει για τα πεπραγμένα του αμέσως προηγούμενου χρονικού διαστήματος την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, η οποία προβαίνει στον έλεγχό τους. Η ενημέρωση πραγματοποιείται αποκλειστικά μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με την αποστολή ανωνυμοποιημένης Έκθεσης Πεπραγμένων, όπως αυτή διαμορφώνεται από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης και αναρτάται στον ηλεκτρονικό ιστότοπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η Έκθεση Πεπραγμένων περιλαμβάνει, κατ΄ ελάχιστο, τον αριθμό των διαμεσολαβήσεων που πραγματοποίησε ο διαμεσολαβητής, το αποτέλεσμα και τη διάρκεια κάθε διαμεσολάβησης, τη φύση της υπόθεσης και την κατάθεση ή μη πρακτικού στο Πρωτοδικείο. Η υποχρέωση αποστολής της Έκθεσης Πεπραγμένων είναι προσωποπαγής και αποστέλλεται από κάθε εγγεγραμμένο στο Μητρώο διαμεσολαβητή, ανεξαρτήτως αν έχει διεξάγει διαμεσολαβήσεις ή όχι.

 

ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

ΦΟΡΕΙΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ - ΔΙΑΠΙΣΤΕΥΣΗ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΩΝ

 

Άρθρο 198

Φορείς κατάρτισης

1. Φορέας κατάρτισης διαμεσολαβητών (εφεξής «Φορέας»), που λειτουργεί με άδεια που χορηγείται κατόπιν ειδικής και αιτιολογημένης απόφασης της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης, είναι:

Α. Αστική εταιρία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, δικαίωμα σύστασης της οποίας έχουν:

α) ένας δικηγορικός σύλλογος ή περισσότεροι από κοινού της αυτής Εφετειακής Περιφέρειας,

β) ένας ή περισσότεροι δικηγορικοί σύλλογοι της αυτής εφετειακής περιφέρειας, σε σύμπραξη με επιστημονικούς, εκπαιδευτικούς ή επαγγελματικούς φορείς ή επιμελητήρια.

Στις περιπτώσεις α΄ και β΄ είναι δυνατή η σύμπραξη και με φορέα κατάρτισης της αλλοδαπής εγνωσμένου κύρους και διεθνούς αναγνώρισης και εμπειρία στην παροχή εκπαίδευσης διαμεσολάβησης και γενικότερα στις εναλλακτικές μεθόδους επίλυσης διαφορών ή στη διενέργεια διαμεσολαβήσεων.

Οι ανωτέρω φορείς θα ασκούν τη λειτουργία τους εντός της περιφέρειας της εφετειακής έδρας τους.

Β. Κέντρο Επιμόρφωσης και Διά Βίου Μάθησης (Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ.) ΑΕΙ, το οποίο παρέχει σχετικό πρόγραμμα, η δε λειτουργία του διέπεται αποκλειστικά από τις οικείες διατάξεις περί λειτουργίας των ΑΕΙ.

2. Ο Φορέας έχει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια, εκτός των Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ.

3. Ο Φορέας υποχρεούται να απασχολεί κατ’ ελάχιστον το ακόλουθο διευθυντικό προσωπικό: α) έναν (1) Διευθυντή του Φορέα και β) έναν (1) Διευθυντή Κατάρτισης. Οι ανωτέρω πρέπει να κατέχουν τίτλο σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της ημεδαπής ή αντίστοιχο τίτλο σπουδών σχολής της αλλοδαπής.

4. Ο Φορέας υποχρεούται να απασχολεί διοικητικό προσωπικό για γραμματειακή υποστήριξη.

5. O σκοπός του Φορέα είναι:

α) ο σχεδιασμός προγραμμάτων και η παροχή υπηρεσιών βασικής εκπαίδευσης κατ΄ ελάχιστο ογδόντα (80) ωρών, ως και,

β) ο σχεδιασμός προγραμμάτων μετεκπαίδευσης πέραν των ογδόντα (80) ωρών της βασικής εκπαίδευσης των υποψηφίων διαμεσολαβητών, για την περαιτέρω απόκτηση γνώσεων, δεξιοτήτων και επιμόρφωσης αυτών, αναγκαίων για την άσκηση της διαμεσολάβησης.

6. Ο Φορέας Κατάρτισης υποχρεούται να συνεργάζεται με ικανό αριθμό εκπαιδευτών προκειμένου να παρέχει ποιοτική εκπαίδευση. Οι εκπαιδευτές πρέπει να είναι διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές. Ο εκπαιδευτής πρέπει να έχει τετραετή επαγγελματική εμπειρία στο γνωστικό του αντικείμενο και

α) να κατέχει μεταπτυχιακό ή διδακτορικό τίτλο στον τομέα της εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών ή,

β) να κατέχει μεταπτυχιακό ή διδακτορικό τίτλο σε συναφή επιστημονικό κλάδο (ιδίως νομικής επιστήμης, ή επιστημών οικονομίας ή διοίκησης, ή κοινωνικών επιστημών, ή τεχνολογίας και κατασκευών) και να έχει τουλάχιστον ογδόντα (80) ώρες εκπαίδευσης επιπλέον της βασικής εκπαίδευσης στη διαμεσολάβηση ή,

γ) να διαθέτει εμπειρία στη διαμεσολάβηση, η οποία προκύπτει είτε λόγω συμμετοχής στην εκπαίδευση διαμεσολαβητών, είτε λόγω συμμετοχής σε διαδικασίες διαμεσολάβησης ως διαμεσολαβητής ή βοηθός διαμεσολαβητή ή νομικός παραστάτης, είτε λόγω συμμετοχών σε συνέδρια, σεμινάρια, ερευνητικά προγράμματα συναφή με τη διαμεσολάβηση.

δ) Σε δικαστικούς ή εισαγγελικούς λειτουργούς με τουλάχιστον οκταετή υπηρεσία και εφόσον αυτοί έχουν δικαστική εμπειρία ή επιστημονική εξειδίκευση στη διαμεσολάβηση, μπορούν να ανατίθενται καθήκοντα εκπαίδευσης υποψηφίων διαμεσολαβητών και δικαστικών μεσολαβητών, αποκλειστικά και μόνον σε Κέντρα Επιμόρφωσης και Διά Βίου Μάθησης (Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ.) των ΑΕΙ. Τα καθήκοντα αυτά λογίζονται ως δικαστικά, εφαρμοζόμενης αναλόγως της διατάξεως του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 41 του ν. 1756/1988, όπως κάθε φορά ισχύει, μη εμπίπτοντα σε καμία περίπτωση στα ασυμβίβαστα του άρθρου αυτού.

7. Ο αριθμός των υποψήφιων διαμεσολαβητών που συμμετέχουν σε κάθε εκπαιδευτικό κύκλο στα προγράμματα βασικής εκπαίδευσης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους είκοσι ένα (21). Οι εκπαιδευτές δεν δύνανται να είναι λιγότεροι από δύο (2) για κάθε εκπαιδευτικό κύκλο.

 

Άρθρο 199

Αδειοδότηση Φορέων κατάρτισης

1. Ο ενδιαφερόμενος Φορέας, προκειμένου να λάβει άδεια λειτουργίας, υποβάλλει στην Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης φάκελο που περιλαμβάνει:

α) την αίτησή του για αδειοδότηση,

β) επικυρωμένο αντίγραφο του καταστατικού του, από το οποίο προκύπτει με σαφήνεια ο σκοπός αυτού,

γ) θεωρημένο αντίγραφο βεβαίωσης έναρξης εργασιών του από την αρμόδια ΔΟΥ. Η υποχρέωση αυτή δεν υφίσταται για τα Κέντρα Επιμόρφωσης και Δια Βίου Μάθησης (Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ.) ΑΕΙ.

δ) κατάλογο με το εκπαιδευτικό προσωπικό, με πλήρη βιογραφικά αυτών, καθώς και το λοιπό προσωπικό,

ε) οποιοδήποτε νόμιμο δικαιολογητικό που αποδεικνύει νομή, κατοχή, χρήση ή κυριότητα του χώρου εκπαίδευσης,

στ) διάγραμμα κάτοψης του χώρου εκπαίδευσης υπογεγραμμένο από πολιτικό μηχανικό ή τοπογράφο μηχανικό ή αρχιτέκτονα μηχανικό, στο οποίο εμφαίνεται ότι ο εν λόγω χώρος διαθέτει τουλάχιστον τρεις χωριστές αίθουσες διδασκαλίας και ειδικότερα δύο αίθουσες κατάλληλες για τη διεξαγωγή των μαθημάτων και προσομοιώσεων και μία αίθουσα διαλέξεων, καθώς και κατάλογο του αναγκαίου υλικοτεχνικού εξοπλισμού,

ζ) υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986 υπογεγραμμένη από τον νόμιμο εκπρόσωπό του, στην οποία βεβαιώνεται ότι οι αίθουσες διδασκαλίας έχουν επαρκή υλικοτεχνική υποδομή και είναι κατάλληλες για το σκοπό της εκπαίδευσης και πληρούν τους ισχύοντες κάθε φορά όρους ασφαλείας.

η) παράβολο χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, το οποίο μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

θ) Οι ήδη αδειοδοτημένοι Φορείς θεωρούνται ότι πληρούν τις προϋποθέσεις του παρόντος νόμου και η αδειοδότησή τους εξακολουθεί να ισχύει. Δύναται όμως η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης να ζητήσει από αυτούς συμπληρωματικά στοιχεία της λειτουργίας τους και να τους καλέσει να συμμορφωθούν εντός εύλογης προθεσμίας αν κρίνει ότι υπάρχουν ελλείψεις που επηρεάζουν δυσμενώς αυτή.

2. Η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης εντός δύο (2) μηνών από την κατάθεση πλήρους φακέλου, ελέγχει την πληρότητά του. Σε περίπτωση που τα δικαιολογητικά είναι ελλιπή, ζητείται εγγράφως από τον αντίστοιχο Φορέα να αποστείλει, εντός τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών από τη γνωστοποίηση, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά δεόντως συμπληρωμένα. Μετά την παραλαβή, τα δικαιολογητικά εξετάζονται εκ νέου και η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης αποφαίνεται για την πληρότητα και συμβατότητά τους.

3. Σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος Φορέας είτε δεν προσκομίσει τα δικαιολογητικά εντός της ανωτέρω προθεσμίας των τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών, είτε αυτά που προσκομίζει δεν είναι πλήρη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1, η αίτηση χαρακτηρίζεται ελλιπής και απορρίπτεται με αιτιολογημένη απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης. Ο ενδιαφερόμενος Φορέας του οποίου απορρίφθηκε η σχετική αίτηση δύναται να επανέλθει με νέα αίτηση.

4. Ο ενδιαφερόμενος Φορέας, του οποίου ο φάκελος κρίνεται πλήρης υπόκειται στη συνέχεια σε αξιολόγηση.

5. Η αξιολόγηση του ενδιαφερόμενου Φορέα γίνεται με απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης, βάσει των ακόλουθων τεσσάρων κριτηρίων:

α) Οργάνωση, Λειτουργία

β) Επιστημονικό και λοιπό Προσωπικό

γ) Υλικοτεχνική Υποδομή

δ) Εκπαιδευτικό πρόγραμμα

ε) Επιθεώρηση του χώρου εκπαίδευσης.

6. Εφόσον πληρούνται οι κατά τα ανωτέρω όροι και προϋποθέσεις, χορηγείται στον ενδιαφερόμενο Φορέα άδεια λειτουργίας, διαφορετικά, η αίτησή του απορρίπτεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης. Ο ενδιαφερόμενος Φορέας, μπορεί να επανέλθει με νέα αίτηση.

7. Οι Φορείς ανά έτος και εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου του Ιουλίου, υποβάλλουν στην Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης αναλυτική έκθεση αναφορικά με την λειτουργία τους, η οποία προβαίνει σε έλεγχο και αξιολόγηση της κατάστασης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν και σε περίπτωση ανεπάρκειας επιβάλλει τις ποινές της παραγράφου 9.

8. Αν διαπιστωθεί ότι, προκειμένου να επιτευχθεί η αδειοδότηση και λειτουργία του Φορέα, δηλώθηκαν ή κατατέθηκαν στοιχεία ανακριβή, η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης ανακαλεί οριστικά την άδεια λειτουργίας του Φορέα.

9. Σε περίπτωση μη τήρησης των νόμιμων υποχρεώσεων του Φορέα κατά το στάδιο λειτουργίας του και μετά από προηγούμενη ακρόασή του η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, δύναται να επιβάλλει για κάθε παράβαση, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, το βαθμό υπαιτιότητας των οργάνων του και την τυχόν υποτροπή, μία από τις παρακάτω κυρώσεις:

α) σύσταση προς συμμόρφωση,

β) προσωρινή ανάκληση της άδειας του Φορέα από ένα (1) μήνα έως και έξι (6) μήνες ή/και,

γ) οριστική ανάκληση της άδειας του Φορέα.

Οι ανωτέρω διοικητικές κυρώσεις επιβάλλονται με αιτιολογημένη απόφαση μετά από έγγραφη κλήτευση του Φορέα για παροχή εξηγήσεων.

 

Άρθρο 200

Υποψήφιοι διαμεσολαβητές

Οι υποψήφιοι διαμεσολαβητές υποβάλλουν αίτηση στον Φορέα για τη συμμετοχή τους σε προγράμματα βασικής εκπαίδευσης, εφόσον προσκομίσουν τίτλο σπουδών ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος της ημεδαπής ή αντίστοιχου τίτλου σπουδών σχολών της αλλοδαπής, νόμιμα αναγνωρισμένου στην ημεδαπή και απόσπασμα ποινικού μητρώου που αποδεικνύει ότι δεν συντρέχουν τα κωλύματα του άρθρου 8 του ν. 3528/2007 (Α΄ 26).

 

Άρθρο 201

Πρόγραμμα σπουδών

Α. Το ελάχιστο περιεχόμενο του βασικού εκπαιδευτικού προγράμματος σπουδών και της εξεταστέας ύλης υποψηφίων διαμεσολαβητών, απαιτεί τουλάχιστον ογδόντα (80) ώρες διδασκαλίας και έχει ως εξής:

• Η διαμεσολάβηση και λοιπές μορφές εναλλακτικής επίλυσης διαφορών. Η εξέλιξη του θεσμού διεθνώς.

• Η Οδηγία 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.

• Θεμελιώδη χαρακτηριστικά, βασικές έννοιες και αρχές, ως και ορισμός του θεσμού της διαμεσολάβησης κατά το ελληνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο.

• Θεμελιώδεις έννοιες Ιδιωτικού Δικαίου.

• Πεδίο εφαρμογής - Προϋποθέσεις υπαγωγής διαφορών στη διαμεσολάβηση.

• Τρόποι προσφυγής στη διαμεσολάβηση - Συμφωνία υπαγωγής στη διαμεσολάβηση - Συνέπειες.

• Διαδικασία διεξαγωγής της διαμεσολάβησης. Στάδια. Νομικοί παραστάτες και άλλα πρόσωπα.

• Πρακτικό διαμεσολάβησης - Εκτελεστότητα.

• Διαμεσολαβητής - Ρόλος - Ευθύνη διαμεσολαβητή.

• Κώδικας Πειθαρχικός και Δεοντολογίας.

• Δεξιότητες και τεχνικές διαμεσολάβησης - Τεχνικές Διαπραγμάτευσης και Επικοινωνίας - Βασικές έννοιες της ψυχολογίας στη διαμεσολάβηση.

• Προσομοιώσεις διαμεσολάβησης. Πρακτική Εφαρμογή αυτών.

• Γενικό Εμπορικό Δίκαιο, Εταιρείες, Αξιόγραφα.

Β. Μετεκπαίδευση διαμεσολαβητών:

Η μετεκπαίδευση των διαπιστευμένων διαμεσολαβητών συνίσταται στην τακτική προαγωγή και διατήρηση των γνώσεων και δεξιοτήτων τους ανά τριετία και με ελάχιστο αριθμό εκπαίδευσης είκοσι (20) ωρών, η οποία παρέχεται από αδειοδοτημένους φορείς ή από αναγνωρισμένους φορείς της αλλοδαπής ή με διεξαγωγή από αυτούς τουλάχιστον πέντε (5) διαμεσολαβήσεων στο παραπάνω χρονικό διάστημα. Η μη συμμόρφωση προς αυτή την υποχρέωση συνεπάγεται αναστολή της ιδιότητας του διαμεσολαβητή μέχρι την ενημέρωση της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης για την ικανοποίηση της υποχρέωσης αυτής. Η παρακολούθηση της παραπάνω υποχρέωσης ανήκει στην αρμοδιότητα της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης, η οποία δύναται να κρίνει ως επαρκείς και άλλες επιστημονικές δραστηριότητες και εκπαιδεύσεις, ιδία δε επιμορφώσεις με συμμετοχή σε σεμινάρια της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, συγγραφικό έργο ή δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά.

 

Άρθρο 202

Διαπίστευση διαμεσολαβητών

1. Η διαπίστευση των διαμεσολαβητών και η εγγραφή τους στο οικείο Μητρώο της παρ. 2 του άρθρου 203, γίνεται από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης κατόπιν εξετάσεων, πλην της περίπτωσης του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 188, οπότε δεν απαιτείται συμμετοχή στις εξετάσεις και των ήδη διαπιστευμένων, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, διαμεσολαβητών, οι οποίοι διατηρούν τη διαπίστευσή τους.

2. Οι εξετάσεις των υποψηφίων διαμεσολαβητών διενεργούνται από την Επιτροπή Εξετάσεων όπως αυτή έχει ορισθεί από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, κατά την κρίση της, τουλάχιστον όμως δύο φορές το χρόνο. Οι εξετάσεις είναι γραπτές και προφορικές και συμπεριλαμβάνεται αξιολόγηση σε προσομοιώσεις.

Α. Εξετάσεις - Γραμματειακή υποστήριξη

1. Η Επιτροπή Εξετάσεων συνεδριάζει κατά την περίοδο των εξετάσεων. Χρέη Γραμματέα της Επιτροπής εκτελεί ένας ή περισσότεροι υπάλληλοι της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή των Δικαστηρίων ή άλλης δημόσιας υπηρεσίας ή Ν.Π.Δ.Δ., οι οποίοι διατίθενται από την Υπηρεσία τους στην Επιτροπή Εξετάσεων μετά από σχετικό αίτημά της. Η Γραμματεία μεριμνά για όλα τα καθήκοντα που της αναθέτει η Επιτροπή Εξετάσεων.

Β. Τρόπος, κριτήρια, προϋποθέσεις και όροι εξετάσεων ενώπιον της Επιτροπής Εξετάσεων

1. Ο τόπος, ο χρόνος και ο τρόπος διεξαγωγής των εξετάσεων καθορίζονται με απόφαση της Επιτροπής Εξετάσεων, η οποία κοινοποιείται στους αδειοδοτημένους φορείς κατάρτισης και αναρτάται στην οικεία ιστοσελίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων τουλάχιστον πριν από τριάντα (30) ημέρες.

2. Προϋπόθεση για τη συμμετοχή των υποψηφίων στις εξετάσεις είναι η υποβολή στην Επιτροπή Εξετάσεων αίτησης, η οποία πρέπει να συνοδεύεται από πιστοποιητικό του φορέα κατάρτισης, στο οποίο βεβαιώνεται ότι οι υποψήφιοι διαμεσολαβητές έχουν λάβει τη βασική εκπαίδευση και κατάρτιση, κατά τα οριζόμενα στον νόμο. Η Επιτροπή Εξετάσεων ορίζει τους τρόπους υποβολής της αίτησης καθώς και των συνοδευτικών εγγράφων. Σε κάθε περίπτωση η αίτηση συνοδεύεται από παράβολο εκατό (100) ευρώ υπέρ του Δημοσίου, το οποίο μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

3. Στις γραπτές εξετάσεις οι υποψήφιοι διαγωνίζονται σε εβδομήντα (70) ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής και δύο (2) ερωτήσεις με απαντήσεις σύντομης ανάπτυξης έως εκατό πενήντα (150) λέξεων η κάθε μία. Η βαθμολόγηση γίνεται σε κλίμακα των εκατό (100) μονάδων. Κάθε σωστή απάντηση στις ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής αντιστοιχεί σε μία μονάδα. Τα αποτελέσματα των γραπτών εξετάσεων ανακοινώνονται υποχρεωτικά εντός τριάντα ημερών από το πέρας τους.

4. Αν ένας από τους υποψήφιους δεν είναι παρών στην αίθουσα κατά την στιγμή της έναρξης εκφώνησης των θεμάτων αποκλείεται από τις εξετάσεις. Οι υποψήφιοι γράφουν σε ομοιόμορφο χαρτί, που τους χορηγείται από την Επιτροπή Εξετάσεων και φέρει τη μονογραφή ενός εκ των μελών της Επιτροπής. Το γραπτό δεν πρέπει να φέρει στο σώμα αυτού υπογραφή ή άλλο διακριτικό γνώρισμα πλην των ατομικών στοιχείων του υποψηφίου στο πάνω αριστερό μέρος της πρώτης σελίδας του γραπτού. Αφού γίνει η παραβολή με επίδειξη του δελτίου αστυνομικής ταυτότητας ή άλλου αποδεικτικού ταυτοπροσωπίας, οι ενδείξεις των ατομικών στοιχείων του καλύπτονται με αδιαφανή ταινία, η οποία αφαιρείται μόνο μετά την οριστικοποίηση της βαθμολογίας παρουσία όλων των μελών της Εξεταστικής Επιτροπής.

5. Μετά την ολοκλήρωση των γραπτών εξετάσεων κατά τα οριζόμενα στις προηγούμενες παραγράφους, οι επιτυχόντες σε αυτές υποψήφιοι καλούνται εντός πέντε εργασίμων ημερών σε προφορικές εξετάσεις ενώπιον της Επιτροπής Εξετάσεων προς διαπίστωση της επάρκειας των γνώσεων και δεξιοτήτων για διεξαγωγή διαμεσολάβησης. Οι προφορικές εξετάσεις συνίστανται στην εξέταση από τουλάχιστον δύο μέλη της Επιτροπής Εξετάσεων επί των τεχνικών της διαμεσολάβησης με χρησιμοποίηση ρόλων και προσομοιώσεων κατά τα συνήθη πρότυπα που εφαρμόζονται διεθνώς. Η επίδοση των υποψηφίων στις προφορικές εξετάσεις αξιολογείται με βάση συγκεκριμένα κριτήρια αξιολόγησης, τα οποία ορίζονται από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης μετά την σύσταση και έναρξη λειτουργίας της. Επάρκεια συντρέχει, όταν ο υποψήφιος διαμεσολαβητής έχει ανταποκριθεί επιτυχώς σε περισσότερες από τις μισές απαιτούμενες διαμεσολαβητικές ικανότητες και δεξιότητες βάσει των κριτηρίων αξιολόγησης και δεν έχει επιδείξει κάποια μορφή απαγορευμένης συμπεριφοράς σύμφωνα με την βαθμολόγηση των εξεταστών.

6. Επιτυχόντες είναι εκείνοι που έχουν επιτύχει μέσο όρο των δύο εξετάσεων, γραπτών και προφορικών, τουλάχιστον 70%. Οι προφορικές και οι γραπτές εξετάσεις ολοκληρώνονται σε μία περίοδο.

7. Η απόφαση της Επιτροπής Εξετάσεων γνωστοποιείται στην Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, η οποία διαπιστεύει τους οριστικούς επιτυχόντες.

8. Ο υποψήφιος διαμεσολαβητής που απέτυχε σε τρεις (3) εξεταστικές περιόδους, οφείλει να προσκομίσει νέο πιστοποιητικό εκπαίδευσης από φορέα κατάρτισης, προκειμένου να έχει εκ νέου δικαίωμα συμμετοχής στις εξετάσεις.

9. Μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων και εντός 15 ημερών, η Επιτροπή Εξετάσεων ορίζει ημερομηνία κατά την οποία οι αποτυχόντες υποψήφιοι δύναται να λάβουν γνώση των γραπτών τους και της προφορικής τους βαθμολογίας, χωρίς να έχουν δικαίωμα αναβαθμολόγησης. Μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας τα γραπτά και οι προφορικές βαθμολογίες καταστρέφονται.

10. Για την επίλυση οποιουδήποτε ζητήματος ανακύπτει σχετικά με την εφαρμογή ή ερμηνεία του παρόντος άρθρου αρμόδια είναι η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης.

 

Άρθρο 203

Ενημέρωση κοινού - Μητρώο

1. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε συνεργασία με την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης παρέχει πληροφόρηση στο ευρύ κοινό σχετικά με τον θεσμό της διαμεσολάβησης και τον τρόπο πρόσβασης στις υπηρεσίες των διαμεσολαβητών.

2. Η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης καταρτίζει και τηρεί Μητρώο Διαμεσολαβητών, σε ηλεκτρονική μορφή, στο οποίο εγγράφονται όλοι οι διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές κατ΄ απόλυτη αλφαβητική σειρά και το οποίο αναρτάται στον ιστότοπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

3. Σε κάθε διαπιστευμένο διαμεσολαβητή αποδίδεται ένας μοναδικός αριθμός μητρώου.

4. Το Μητρώο Διαμεσολαβητών περιέχει υποχρεωτικά και κατ’ ελάχιστο τις ακόλουθες πληροφορίες του διαπιστευμένου διαμεσολαβητή:

α) τα προσωπικά στοιχεία της ταυτότητας του, την ηλεκτρονική διεύθυνση και τα λοιπά στοιχεία επικοινωνίας του, τον αριθμό μητρώου του και τον ΚΑΔ, εφόσον έχει και ασκεί το επάγγελμα του διαμεσολαβητή,

β) το είδος της βασικής επαγγελματικής του δραστηριότητας, τον τίτλο των βασικών σπουδών και τους τυχόν μεταπτυχιακούς τίτλους του,

γ) τον Φορέα εκπαίδευσης διαμεσολαβητών το εκπαιδευτικό πρόγραμμα σπουδών του οποίου ολοκλήρωσε και τις ώρες διδασκαλίας του προγράμματος αυτού,

δ) τυχόν μετεκπαιδεύσεις και άλλες επιστημονικές δραστηριότητες του, συναφείς με την διαμεσολάβηση.

5. Ο διαμεσολαβητής είναι υποχρεωμένος να ενημερώνει άμεσα την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης για κάθε αλλαγή των κατά τα ανωτέρω στοιχείων του, η οποία ελέγχει αυτά και δύναται να καλεί τον διαμεσολαβητή σε διευκρινίσεις.

6. Διαμεσολαβητής, ο οποίος έχει διαπιστευθεί σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τηρώντας τις διατάξεις που προβλέπονται στο κράτος-μέλος ώστε νομίμως να ασκεί το επάγγελμα του διαμεσολαβητή, δύναται να εγγραφεί στο Μητρώο Διαμεσολαβητών που τηρείται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ύστερα από αίτησή του. Η αίτηση θα συνοδεύεται από την προσκόμιση των απαραίτητων δικαιολογητικών εγγράφων που πιστοποιούν αυτή του την ιδιότητα και θα πραγματοποιείται η εγγραφή του έπειτα από έλεγχο αυτών και έγκριση της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης. Η τελευταία εξετάζει τη νομιμότητα των εγγράφων που προσκόμισε ο ενδιαφερόμενος, κάνοντας κατά την κρίση της χρήση οποιουδήποτε πρόσφορου, προς τούτο, μέσου και τρόπου.

 

Άρθρο 204

Εκούσια παραίτηση - Αναστολή άσκησης καθηκόντων διαμεσολάβησης

1. Κάθε διαμεσολαβητής έχει το δικαίωμα παραίτησης από την ιδιότητα αυτή. Η αίτηση παραίτησης υποβάλλεται με ηλεκτρονικό τρόπο προς την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, η οποία επικυρώνει την βούληση του διαμεσολαβητή και τον διαγράφει από το σχετικό Μητρώο. Για το χρονικό διάστημα ισχύος της παραίτησης του διαμεσολαβητή, το οποίο ξεκινά από την ημερομηνία κατάθεσης της σχετικής αίτησης, επέρχεται αυτοδικαίως και η αναστολή των υποχρεώσεών του, με εξαίρεση την υποχρέωση για υποβολή Έκθεσης Πεπραγμένων για το χρονικό διάστημα που ασκούσε τα καθήκοντά του και με την επιφύλαξη τυχόν έναρξης πειθαρχικής διαδικασίας σε βάρος του.

2. Διαμεσολαβητής που παραιτήθηκε από τα καθήκοντά του δύναται να επανεγγραφεί στο Μητρώο, εφόσον δεν έχουν παρέλθει τέσσερα (4) χρόνια από την παραίτησή του ή και μετά την πάροδο της τετραετίας, υπό την προϋπόθεση ότι ασκούσε καθήκοντα συναφή με τη βασική του επαγγελματική δραστηριότητα. Για την επανεγγραφή του υποχρεούται να υποβάλλει με ηλεκτρονικό τρόπο αίτηση προς την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης και να συμπληρώσει τον ελάχιστο απαιτούμενο χρόνο μετεκπαίδευσης, όπως ορίζεται ανωτέρω.

3. Δεν επιτρέπεται επανεγγραφή διαμεσολαβητή που απώλεσε την ιδιότητα, αν του έχει επιβληθεί ποινή οριστικής ανάκλησης της διαπίστευσης κατά την πειθαρχική διαδικασία.

4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου ισχύουν και στην περίπτωση που διαμεσολαβητής επιθυμεί να προβεί σε μερική αναστολή των καθηκόντων του.

5. Για τις παραπάνω περιπτώσεις δεν απαιτείται έκδοση απόφασης επί της αποδοχής παραίτησης, αναστολής καθηκόντων ή επαναδιορισμού από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και αρκεί η διαγραφή ή η επανεγγραφή του διαμεσολαβητή στο Μητρώο διαμεσολαβητών που τηρείται στον επίσημο ιστότοπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

6. Σε περίπτωση διαγραφής διαπιστευμένου διαμεσολαβητή από το Μητρώο λόγω θανάτου, δεν προκαλείται αντίστοιχη έκδοση υπουργικής απόφασης.

 

Άρθρο 205

Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργείται κάθε αντίθετη διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά θέματα σχετικά με τη διαμεσολάβηση. Οι διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3898/2010 διατηρούνται σε ισχύ.

 

Άρθρο 206

Έναρξη ισχύος

Η ισχύς του παρόντος Κεφαλαίου Β΄ αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, πλην του άρθρου 182 που τίθεται σε ισχύ εννέα (9) μήνες από τη δημοσίευσή του και καταλαμβάνει τα εισαγωγικά της δίκης δικόγραφα στον πρώτο βαθμό, τα οποία κατατίθενται μετά την παρέλευση του ανωτέρω χρονικού διαστήματος των εννέα (9) μηνών.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

Άρθρο 207

1. Το άρθρο 927 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 927

Η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται με επιμέλεια εκείνου που έχει δικαίωμα να την ενεργήσει, ο οποίος δίνει, επάνω στο απόγραφο, τη σχετική εντολή σε ορισμένο δικαστικό επιμελητή και ορίζει τον τρόπο και αν είναι δυνατό και τα αντικείμενα επάνω στα οποία θα γίνει η εκτέλεση. Αν πρόκειται για κατάσχεση κινητού ή ακινήτου, ορίζει ως υπάλληλο, ενώπιον του οποίου θα διενεργηθεί ηλεκτρονικά ο πλειστηριασμός, συμβολαιογράφο της περιφέρειας του τόπου όπου θα γίνει η κατάσχεση. Εάν, για οποιονδήποτε λόγο, δεν είναι δυνατό να ορισθεί συμβολαιογράφος του τόπου εκτέλεσης, τότε ο επισπεύδων περιλαμβάνει στην εντολή τη δήλωση να οριστεί συμβολαιογράφος διορισμένος στην περιφέρεια του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης ή, αν και αυτό δεν είναι δυνατό, του συμβολαιογραφικού συλλόγου της πρωτεύουσας του κράτους. Η εντολή πρέπει να χρονολογείται και να υπογράφεται από το δικαιούχο ή τον πληρεξούσιο του και δίνει την εξουσία να ενεργηθούν όλες οι πράξεις της εκτέλεσης, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε αυτήν.»

2. Η παρ. 3 του άρθρου 933 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Αρμόδιο κατά τόπο είναι πάντοτε το δικαστήριο της περιφέρειας του τόπου της εκτέλεσης εφόσον μετά την επίδοση της επιταγής ακολούθησαν και άλλες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας, αλλιώς αρμόδιο είναι το δικαστήριο του άρθρου 584. Αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, τόπος εκτέλεσης είναι ο τόπος κατάσχεσης, ακόμη και εάν έχει οριστεί υπάλληλος του πλειστηριασμού συμβολαιογράφος που έχει την έδρα του σε άλλη περιφέρεια.».

3. Η παρ. 3 του άρθρου 943 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Αν δεν υπάρχουν τα πρόσωπα της παραγράφου 2 ή αν αρνούνται να παραλάβουν τα κινητά πράγματα, ο δικαστικός επιμελητής τα παραδίδει σε μεσεγγυούχο τον οποίο διορίζει ο ίδιος και, ύστερα από άδεια του ειρηνοδίκη της περιφέρειας του τόπου της εκτέλεσης που δικάζει κατά τις διατάξεις των άρθρων 686 επ. πλειστηριάζει τα κινητά πράγματα. Ο ειρηνοδίκης που δίνει την άδεια ορίζει συνάμα τον τόπο, τον υπάλληλο, την ημέρα και ώρα του πλειστηριασμού. Εάν, για οποιονδήποτε λόγο, δεν είναι δυνατό να ορισθεί συμβολαιογράφος του τόπου όπου βρίσκονται τα κινητά, ως υπάλληλος του πλειστηριασμού μπορεί να οριστεί συμβολαιογράφος διορισμένος στην περιφέρεια του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης ή, αν και αυτό δεν είναι δυνατό, του συμβολαιογραφικού συλλόγου της πρωτεύουσας του κράτους. Ο πλειστηριασμός δεν μπορεί να οριστεί πριν περάσουν δέκα (10) ημέρες αφότου προσκληθεί εγγράφως εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση να παραλάβει τα πράγματα. Το πλειστηρίασμα κατατίθεται δημόσια, αφού αφαιρεθούν τα έξοδα.».

4. Οι παράγραφοι 2 και 4 του άρθρου 954 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Η κατασχετήρια έκθεση πρέπει να περιέχει, εκτός από τα ουσιώδη που απαιτούνται από το άρθρο 117 και α) ακριβή περιγραφή του κατασχεμένου πράγματος, ώστε να μη γεννιέται αμφιβολία για την ταυτότητά του, β) αναφορά της εκτίμησης του κατασχεμένου που έκανε ο δικαστικός επιμελητής ή ο πραγματογνώμονας, γ) τιμή πρώτης προσφοράς που πρέπει να είναι τουλάχιστον τα δύο τρίτα της αξίας, στην οποία εκτιμήθηκε το κατασχεμένο κινητό πράγμα, δ) αναφορά του εκτελεστού τίτλου στον οποίο βασίζεται η εκτέλεση, της επιταγής που επιδόθηκε στον οφειλέτη και του ποσού για το οποίο γίνεται η κατάσχεση, ε) αναφορά της ημέρας του πλειστηριασμού, η οποία ορίζεται υποχρεωτικά επτά (7) μήνες από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση οκτώ (8) μηνών από την ημέρα αυτή, του τόπου του πλειστηριασμού, καθώς και του ονόματος του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. Στην έκθεση αναφέρονται επίσης οι όροι που τυχόν έθεσε, σχετικά με τον πλειστηριασμό, ο υπέρ ου η εκτέλεση με την κατά το άρθρο 927 εντολή, καθώς επίσης και η τυχόν διενέργειά του ενώπιον συμβολαιογράφου διορισμένου στην περιφέρεια του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης ή του συμβολαιογραφικού συλλόγου της πρωτεύουσας του κράτους. Ο δικαστικός επιμελητής βεβαιώνει στην κατασχετήρια έκθεση το λόγο της αδυναμίας ορισμού συμβολαιογράφου του τόπου εκτέλεσης ή της περιφέρειας του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης.».

«4. Ύστερα από ανακοπή του επισπεύδοντος ή του καθ’ ου η εκτέλεση ή οποιουδήποτε άλλου έχει έννομο συμφέρον, το αρμόδιο κατά το άρθρο 933 δικαστήριο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., μπορεί να διατάξει τη διόρθωση της έκθεσης, ιδίως ως προς την περιγραφή του κατασχεθέντος, την εκτίμηση και την τιμή πρώτης προσφοράς. Η ανακοπή είναι απαράδεκτη αν δεν κατατεθεί το αργότερο δεκαπέντε (15) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12:00 το μεσημέρι της όγδοης πριν από τον πλειστηριασμό ημέρας και αναρτάται την ίδια ημέρα με επιμέλεια της γραμματείας στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων.».

5. Από το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 955 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας διαγράφεται η φράση «και την τυχόν διενέργεια αυτού με ηλεκτρονικά μέσα, σύμφωνα με την εντολή για εκτέλεση του άρθρου 927». Στην παρ. 2 του άρθρου 955 του ΚΠολΔ προστίθεται τρίτο εδάφιο ως εξής:

«Στο απόσπασμα περιλαμβάνεται και η τυχόν βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή σχετικά με τη αδυναμία ορισμού συμβολαιογράφου του τόπου εκτέλεσης ή της περιφέρειας του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης.».

6. Το άρθρο 959 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 959

1. Τα κατασχεμένα πράγματα πλειστηριάζονται με ηλεκτρονικά μέσα ενώπιον συμβολαιογράφου της περιφέρειας του τόπου όπου έγινε η κατάσχεση. Εάν, για οποιονδήποτε λόγο, δεν είναι δυνατό να ορισθεί συμβολαιογράφος του τόπου εκτέλεσης (κατάσχεσης), τα κατασχεμένα πράγματα πλειστηριάζονται ενώπιον συμβολαιογράφου της περιφέρειας του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης ή, αν και αυτό δεν είναι δυνατό, του συμβολαιογραφικού συλλόγου της πρωτεύουσας του κράτους. Ο πλειστηριασμός των κατασχεμένων διενεργείται μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων πλειστηριασμού από τον πιστοποιημένο, για το σκοπό αυτόν, υπάλληλο του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού. Ο πλειστηριασμός διενεργείται ενώπιον του ίδιου συμβολαιογράφου που ορίστηκε αρχικά και στην περίπτωση πολλαπλών κατασχέσεων.

2. Η κυριότητα, διοίκηση και διαχείριση των ηλεκτρονικών συστημάτων πλειστηριασμού ανήκει στους κατά τόπον αρμοδίους συμβολαιογραφικούς συλλόγους.

3. Τα ηλεκτρονικά συστήματα πλειστηριασμού περιέχουν όλα τα πληροφοριακά στοιχεία τα οποία περιλαμβάνονται στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης.

4. Στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό λαμβάνουν μέρος υποψήφιοι πλειοδότες που έχουν προηγουμένως πιστοποιηθεί στα ηλεκτρονικά συστήματα πλειστηριασμών. Πλειοδοσία περισσότερων από κοινού δεν είναι δυνατή.

5. Κάθε υποψήφιος πλειοδότης δηλώνει τη συμμετοχή του σε συγκεκριμένο πλειστηριασμό, σύμφωνα με τους όρους αυτού, αφού έχει καταβάλει την εγγύηση της παραγράφου 1 του άρθρου 965 και έχει υποβάλει ηλεκτρονικά το πληρεξούσιο της παραγράφου 2 του άρθρου 1003, μέχρι ώρα 15:00, δύο (2) εργάσιμες ημέρες πριν την ορισθείσα ημέρα του πλειστηριασμού. Οι προσφορές, με ποινή ακυρότητας, δεν πρέπει να περιλαμβάνουν αίρεση ή όρο, και είναι ανέκκλητες. Το τέλος χρήσης των συστημάτων για τη διενέργεια του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού καταβάλλεται από τον υπερθεματιστή. Η κατάθεση της εγγύησης, του τέλους χρήσης των ηλεκτρονικών συστημάτων πλειστηριασμών και του πλειστηριάσματος γίνεται αποκλειστικά σε ειδικό ακατάσχετο επαγγελματικό λογαριασμό που θα διατηρείται σε ελληνικό τραπεζικό ίδρυμα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Κάθε υποψήφιος πλειοδότης διορίζει με ηλεκτρονική δήλωση αντίκλητο που κατοικεί στην περιφέρεια του πρωτοδικείου του τόπου της εκτέλεσης μέχρι ώρα 15:00 δύο (2) εργάσιμες ημέρες πριν την ορισθείσα ημέρα του πλειστηριασμού, διαφορετικά αντίκλητος θεωρείται ο γραμματέας του πρωτοδικείου του τόπου της εκτέλεσης. Το τελευταίο εδάφιο εφαρμόζεται, ακόμη και όταν ο πλειστηριασμός διενεργείται ενώπιον συμβολαιογράφου διορισμένου στην περιφέρεια του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης ή του συμβολαιογραφικού συλλόγου της πρωτεύουσας του κράτους.

6. Ο υπάλληλος του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού μετά το πέρας της προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου ελέγχει τα υποβαλλόμενα αρχεία διαπιστώνει με πράξη του, μέχρι ώρα 17:00 της προηγούμενης του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού ημέρας, την τήρηση των διατυπώσεων που ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους και υποβάλλει στα ηλεκτρονικά συστήματα πλειστηριασμού κατάλογο των υποψήφιων πλειοδοτών που δικαιούνται να λάβουν μέρος.

7. Αν τα κατασχεμένα πράγματα βρίσκονται στην περιφέρεια περισσότερων ειρηνοδικείων, ο πλειστηριασμός διενεργείται, κατ’ επιλογή του επισπεύδοντος, στην περιφέρεια οποιουδήποτε εκ των άνω ειρηνοδικείων. Εάν ο πλειστηριασμός μπορεί να γίνει ηλεκτρονικά σε μία μόνο από αυτές, επιλέγεται υποχρεωτικά η περιφέρεια του συγκεκριμένου ειρηνοδικείου και αν, για οποιονδήποτε λόγο, δεν μπορεί να διενεργηθεί σε καμία από αυτές, επιλέγεται η περιφέρεια του συμβολαιογραφικού συλλόγου της πρωτεύουσας του κράτους. Αρμόδιο για την επίλυση των διαφορών που αναφύονται από τη διενέργεια του πλειστηριασμού είναι το δικαστήριο του τόπου εκτέλεσης.

8. Οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί διενεργούνται μόνο εργάσιμη ημέρα Τετάρτη ή Πέμπτη ή Παρασκευή, από τις 10:00 π.μ. έως τις 14:00 ή από τις 14:00 έως τις 18:00. Σε περίπτωση υποβολής προσφοράς κατά το τελευταίο λεπτό του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, ήτοι από ώρα 13:59:00 έως 13:59:59 ή από ώρα 17:59:00 έως 17:59:59 δίδεται αυτόματη παράταση πέντε (5) λεπτών. Για κάθε προσφορά που υποβάλλεται κατά το τελευταίο λεπτό της παράτασης, δίδεται νέα αυτόματη παράταση πέντε (5) λεπτών, εφόσον υποβληθεί μεγαλύτερη προσφορά. Οι παρατάσεις μπορούν να συνεχισθούν για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των δύο (2) ωρών από την ορισθείσα ώρα λήξης του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, οπότε ολοκληρώνεται η διαδικασία υποβολής προσφορών. Ηλεκτρονικός πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει από 1η Αυγούστου έως 31 Αυγούστου, καθώς και την προηγούμενη και την επομένη εβδομάδα της ημέρας των εκλογών για την ανάδειξη βουλευτών, αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Οργάνων Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η απαγόρευση αυτή ισχύει και για τις επαναληπτικές εκλογές και μόνο για τις περιφέρειες που διεξάγονται τέτοιες, εκτός αν πρόκειται για πλοία, αεροσκάφη και για πράγματα που μπορούν να υποστούν φθορά.

9. Ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός είναι ανοικτού πλειοδοτικού τύπου κατά τον οποίο υποβάλλονται διαδοχικές προσφορές. Οι συμμετέχοντες υποβάλλουν συνεχώς προσφορά μεγαλύτερη από την εκάστοτε μέγιστη έως το χρόνο λήξης της υποβολής προσφορών. Στα ηλεκτρονικά συστήματα καταγράφονται όλες οι υποβληθείσες κατά τα ανωτέρω προσφορές.

10. Με την υποβολή της προσφοράς, οι υποψήφιοι πλειοδότες ενημερώνονται αμέσως από τα συστήματα για το ποσό της προσφοράς τους, τον ακριβή χρόνο υποβολής της, καθώς και ότι αυτή έχει καταγραφεί. Ο υποψήφιος πλειοδότης ενημερώνεται για την εκάστοτε μέγιστη υποβληθείσα προσφορά.

11. Όλοι οι υποψήφιοι πλειοδότες που λαμβάνουν μέρος στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό ενημερώνονται αμέσως από τα συστήματα για τυχόν αναστολή, ματαίωση ή διακοπή του πλειστηριασμού, καθώς και για το λόγο αυτής.

12. Μετά τη λήξη της διαδικασίας υποβολής των πλειοδοτικών προσφορών, ανακοινώνεται το αποτέλεσμα του πλειστηριασμού μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων. Όσοι έχουν λάβει μέρος στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό ενημερώνονται αμελλητί για το αποτέλεσμά του. Ο υπάλληλος του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού συντάσσει την έκθεση της παρ. 2 του άρθρου 965, κατακυρώνοντας τα πράγματα στον πλειοδότη.

13. Στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό κινητών, ο υπερθεματιστής έχει υποχρέωση να καταβάλει στον ειδικό τραπεζικό επαγγελματικό λογαριασμό του υπαλλήλου του πλειστηριασμού το πλειστηρίασμα και το τέλος χρήσης το αργότερο την τρίτη εργάσιμη ημέρα από τον πλειστηριασμό. Με την καταβολή του πλειστηριάσματος και του τέλους χρήσης, το κατακυρωμένο πράγμα παραδίδεται στον υπερθεματιστή. Η παράδοση του πράγματος στον υπερθεματιστή δεν μπορεί να γίνει πριν την καταβολή του πλειστηριάσματος και του τέλους χρήσης. Ο υπάλληλος του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού οφείλει, το αργότερο την πέμπτη εργάσιμη ημέρα από τον πλειστηριασμό, να καταθέσει το πλειστηρίασμα στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Η κατάθεση του πλειστηριάσματος είναι ακατάσχετη, δεν εμπίπτει στην πτωχευτική περιουσία και δεν υπόκειται στις δεσμεύσεις που επιβάλλει το Δημόσιο για τη διασφάλιση των συμφερόντων του. Εντός της επόμενης εργάσιμης ημέρας από την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού αποδίδει το τέλος χρήσης στον οικείο συμβολαιογραφικό σύλλογο του οποίου αυτός είναι μέλος. Εντός τριών (3) εργασίμων ημερών, μέρος του ανωτέρω ποσού, το οποίο καθορίζεται με την απόφαση της παραγράφου 14 του παρόντος, αποδίδεται από τον οικείο συμβολαιογραφικό σύλλογο στο ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. Οι ειδικότεροι όροι της τήρησης των επαγγελματικών τραπεζικών λογαριασμών των υπαλλήλων των πλειστηριασμών ορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

14. Με αποφάσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθορίζονται οι ειδικότεροι όροι λειτουργίας των ηλεκτρονικών συστημάτων πλειστηριασμού, οι λεπτομέρειες υποβολής των πλειοδοτικών προσφορών, η διαδικασία πιστοποίησης και εγγραφής χρηστών στα συστήματα, το ύψος και ο τρόπος καθορισμού, επιμερισμού, είσπραξης και απόδοσης του τέλους χρήσης των συστημάτων, αναπροσαρμογής του τέλους χρήσης και του μέρους αυτού που αποδίδεται στο ΤΑ.Χ.ΔΙΚ., καθώς και κάθε σχετική λεπτομέρεια.».

7. Το άρθρο 959Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας καταργείται.

8. Το άρθρο 964 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

«Εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, ορίζει εγγράφως, εφόσον το επιθυμεί, προς τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, τη σειρά με την οποία θα κατακυρώνονται τα κατασχεμένα πράγματα, το αργότερο δύο (2) ημέρες πριν τη διενέργεια του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δύναται να ορίσει ο ίδιος σε περίπτωση μη έγγραφης ειδοποιήσεως του καθ’ ου η εκτέλεση την σειρά κατακύρωσης. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού ενημερώνει τα ηλεκτρονικά συστήματα για τη σειρά κατακύρωσης των κατασχεμένων πραγμάτων. Από τη στιγμή που το πλειστηρίασμα καλύψει το ποσό της απαίτησης εκείνου υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση και των δανειστών που αναγγέλθηκαν, καθώς και τα έξοδα της εκτέλεσης, δεν γίνεται κατακύρωση για τα λοιπά κατασχεθέντα και δεν συντάσσεται ως προς αυτά έκθεση πλειστηριασμού και κατακύρωσης.».

9. Το άρθρο 965 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 965

1. Η πλειοδοσία αρχίζει με βάση την τιμή της πρώτης προσφοράς. Δεν μπορούν να πλειοδοτήσουν ο οφειλέτης, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και οι υπάλληλοί του και περισσότεροι πλειοδότες από κοινού. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει, αν προβληθεί εγγράφως πριν την έναρξη της διαδικασίας αντίρρηση από τον επισπεύδοντα ή τον καθ’ ου η εκτέλεση ή από οποιονδήποτε πλειοδότη να αποκλείσει από την πλειοδοσία κάθε πρόσωπο εις βάρος του οποίου επισπεύδεται αναπλειστηριασμός, εφόσον το γεγονός αυτό προκύπτει από δημόσιο έγγραφο ή ομολογείται. Κάθε πλειοδότης οφείλει να καταθέτει, σε μετρητά ή με μεταφορά πίστωσης στον ειδικό τραπεζικό επαγγελματικό λογαριασμό του υπαλλήλου του πλειστηριασμού ή με εγγυητική επιστολή τράπεζας, διάρκειας τουλάχιστον ενός (1) μήνα ή με επιταγή που έχει εκδοθεί από τράπεζα ή άλλο πιστωτικό ίδρυμα, εγγυοδοσία ίση προς το τριάντα τοις εκατό (30%) της τιμής της πρώτης προσφοράς. Αν υπερθεματιστής αναδείχθηκε άλλος ή αν η κατακύρωση ματαιώθηκε από οποιονδήποτε λόγο, η εγγυοδοσία επιστρέφεται σε εκείνον που την είχε καταθέσει αμέσως μετά το πέρας του πλειστηριασμού.

2. Τα πράγματα που πλειστηριάζονται κατακυρώνονται στον πλειοδότη που προσφέρει τη μεγαλύτερη τιμή. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού πρέπει να καταχωρίζει στην έκθεσή του όλες τις προσφορές που έγιναν.

3. Ο υπερθεματιστής έχει υποχρέωση να καταβάλει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού το πλειστηρίασμα σε μετρητά ή με μεταφορά πίστωσης στον ειδικό τραπεζικό επαγγελματικό λογαριασμό του υπαλλήλου του πλειστηριασμού ή με επιταγή έκδοσης τράπεζας που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα, την τρίτη εργάσιμη μέρα από τον πλειστηριασμό και αμέσως μετά του παραδίδεται το κατακυρωμένο πράγμα. Η παράδοση του πράγματος στον υπερθεματιστή δεν μπορεί να γίνει πριν αυτός καταβάλει το πλειστηρίασμα και το τέλος χρήσης.

4. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει, το αργότερο την πέμπτη εργάσιμη ημέρα από τον πλειστηριασμό, να καταθέσει εντόκως το πλειστηρίασμα στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Οι αναλογούντες επί του πλειστηριάσματος τόκοι υπολογίζονται από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και αποδίδονται από κοινού με το πλειστηρίασμα με εντολή του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι όροι και η διαδικασία και οι αναγκαίες λεπτομέρειες που αφορούν στην απόδοση του πλειστηριάσματος στους δικαιούχος, καθώς και άλλο σχετικό ζήτημα. Η κατάθεση είναι ακατάσχετη, δεν εμπίπτει στην πτωχευτική περιουσία και δεν υπόκειται στις δεσμεύσεις που επιβάλλει το Δημόσιο για τη διασφάλιση των συμφερόντων του.

5. Αν ο υπερθεματιστής δεν καταβάλει εμπροθέσμως το πλειστηρίασμα και το τέλος χρήσης, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει μέσα στις επόμενες δύο (2) εργάσιμες ημέρες να τον οχλήσει με εξώδικη πρόσκληση που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή.

Αν ο υπερθεματιστής δεν καταβάλει το πλειστηρίασμα μέσα στις επόμενες από την όχληση πέντε (5) εργάσιμες ημέρες, η κατακύρωση σε αυτόν ανατρέπεται, η εγγυοδοσία που έχει καταθέσει καταπίπτει, καλούνται δε οι επόμενοι πλειοδότες, η προσφορά των οποίων, αθροιζομένη με το ποσό της εγγυοδοσίας που κατέπεσε, είναι ίση με το πλειστηρίασμα, να καταβάλουν σε τακτή ημέρα που ορίζεται στην πρόσκληση, το ποσό που είχαν προσφέρει. Η πρόσκληση επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή. Αν εμφανισθούν περισσότεροι ενδιαφερόμενοι συντάσσεται σχετική έκθεση από τον συμβολαιογράφο και η κατακύρωση γίνεται σε εκείνον που είχε προσφέρει κατά τον πλειστηριασμό το μεγαλύτερο ποσόν. Το πλειστηρίασμα συνίσταται στο άθροισμα του ποσού που καταβλήθηκε και της εγγυοδοσίας του αρχικού υπερθεματιστή που κατέπεσε. Αν, κατά την ελεύθερη κρίση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, η κατά τα προηγούμενα εδάφια πρόσκληση των επόμενων πλειοδοτών είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής για λόγους που εκτίθενται σε σχετική έκθεση, καθώς και σε κάθε περίπτωση που η διαδικασία αυτή δεν τελεσφόρησε, γίνεται αναπλειστηριασμός κατά τις διατάξεις των επόμενων εδαφίων. Η επίσπευση του αναπλειστηριασμού γίνεται είτε με επιμέλεια του υπαλλήλου του πλειστηριασμού είτε από τον υπέρ ου ή από τον καθ’ ου η εκτέλεση ή από κάθε δανειστή που έχει αναγγελθεί με τίτλο εκτελεστό. Ο αναπλειστηριασμός επισπεύδεται με πράξη του υπαλλήλου του πλειστηριασμού ή με δήλωση προς τον υπάλληλο του πλειστηριασμού του υπέρ ου ή του καθ’ ου ή του δανειστή, για την οποία συντάσσεται πράξη. Περίληψη της πράξης, η οποία περιέχει και όσα πρέπει να περιλαμβάνονται στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, δημοσιεύεται με επιμέλεια του υπαλλήλου του πλειστηριασμού στην Ιστοσελίδα Δημοσιεύσεων Πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων. Η διάταξη του άρθρου 959 παράγραφος 8 εφαρμόζεται αναλόγως και η σχετική προθεσμία υπολογίζεται αφότου συνταχθεί η πράξη. Ο αρχικός υπερθεματιστής, που δεν κατέβαλε το πλειστηρίασμα, δεν μπορεί να πλειοδοτήσει, δικαιούται όμως, έως ότου αρχίσει η πλειοδοσία, να καταβάλει το οφειλόμενο πλειστηρίασμα, με τον τόκο υπερημερίας, καθώς και τα έξοδα του αναπλειστηριασμού και να ζητήσει να του κατακυρωθεί το πράγμα.

6. Αν κατά τον αναπλειστηριασμό δεν επιτευχθεί το ίδιο πλειστηρίασμα, ο πρώτος υπερθεματιστής, που δεν κατέβαλε, ευθύνεται για τη διαφορά εντόκως, με το επιτόκιο υπερημερίας. Η εγγυοδοσία που είχε καταθέσει, με τους τυχόν τόκους της, καταλογίζεται στη διαφορά για την οποία ευθύνεται. Αν απομένει επιπλέον διαφορά, η έκθεση του αναπλειστηριασμού αποτελεί εναντίον του τίτλο εκτελεστό για τη συμπλήρωση. Αν έγιναν περισσότεροι αναπλειστηριασμοί, όλοι οι προηγούμενοι διαδοχικοί υπερθεματιστές, που δεν κατέβαλαν, εξακολουθούν να ευθύνονται εις ολόκληρον για την τυχόν διαφορά μεταξύ του αρχικού πλειστηριάσματος και του πλειστηριάσματος που τελικά επιτεύχθηκε και καταβλήθηκε, χωρίς όμως η ευθύνη του καθενός να υπερβαίνει το ποσόν της διαφοράς από τη δίκη του οφειλή. Οι εγγυοδοσίες που είχαν κατατεθεί από τους προηγούμενους διαδοχικούς υπερθεματιστές δεν επιστρέφονται έως ότου καταβληθεί το πλειστηρίασμα από τον τελικό υπερθεματιστή, προκειμένου να γίνει ο ως άνω καταλογισμός στην τυχόν διαφορά. Ο υπερθεματιστής που δεν κατέβαλε δεν δικαιούται, αν κατά τον αναπλειστηριασμό επιτεύχθηκε μεγαλύτερο πλειστηρίασμα, να απαιτήσει το επιπλέον.

7. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού μπορεί, αν κρίνει ότι υπάρχει ανάγκη, να ζητεί κατά τη διεξαγωγή του πλειστηριασμού την επιβαλλόμενη από τις περιστάσεις συνδρομή και προστασία αστυνομικού οργάνου, στο οποίο παρέχει τις αναγκαίες οδηγίες και υποβάλλει αιτήματα για την τήρηση της τάξης και την αποκατάσταση της ομαλής διενέργειας και συνέχισης του πλειστηριασμού.».

10. Το άρθρο 966 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 966

1. Αν δεν παρουσιαστούν πλειοδότες ή δεν υποβληθούν προσφορές, το πράγμα που πλειστηριάζεται κατακυρώνεται στην τιμή της πρώτης προσφοράς σε εκείνον υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση, αν το ζητήσει. Αν δεν υποβληθεί αίτηση, γίνεται νέος πλειστηριασμός μέσα σε σαράντα ημέρες.

2. Αν στο νέο πλειστηριασμό δεν γίνει κατακύρωση, το αρμόδιο δικαστήριο του άρθρου 933 που δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να διατάξει να γίνει νέος πλειστηριασμός μέσα σε τριάντα ημέρες, με την ίδια ή κατώτερη τιμή πρώτης προσφοράς ή να επιτρέψει μέσα στην ίδια προθεσμία να πωληθεί ελεύθερα το πράγμα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού σε εκείνον υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση ή σε τρίτον, με τίμημα που ορίζεται από το δικαστήριο, το οποίο μπορεί να ορίσει και να πληρωθεί με δόσεις μέρος του τιμήματος.

3. Αν και ο νέος πλειστηριασμός έμεινε χωρίς αποτέλεσμα ή δεν κατέστη δυνατή η ελεύθερη εκποίηση, το αρμόδιο δικαστήριο του άρθρου 933, που δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να άρει την κατάσχεση ή να διατάξει να γίνει αργότερα νέος πλειστηριασμός με την ίδια ή κατώτερη τιμή πρώτης προσφοράς.

4. Αν καταστεί ανέφικτη ή διακοπεί η διενέργεια του πλειστηριασμού, για λόγους τεχνικής αδυναμίας λειτουργίας των ηλεκτρονικών συστημάτων διενέργειας αυτού, η διαδικασία θεωρείται ότι παραμένει σε εκκρεμότητα και συνεχίζεται με εντολή του επισπεύδοντος, κατόπιν ανάρτησης αναγγελίας από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού στο ηλεκτρονικό σύστημα δέκα (10) εργάσιμες ημέρες πριν την ημερομηνία συνέχισης. Τυχόν προσφορές πλειοδοτών που είχαν υποβληθεί πριν τη διακοπή της διαδικασίας παραμένουν ισχυρές.».

11. Στην παρ. 2 του άρθρου 969 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μετά τη λέξη «αναγγέλθηκαν» προστίθεται η φράση «καθώς και το τέλος χρήσης του ηλεκτρονικού συστήματος πλειστηριασμού».

12. Στην περίπτωση β΄ της παρ. 1 του άρθρου 972 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας η φράση «πέντε ημέρες (5) πριν από τον πλειστηριασμό» αντικαθίσταται από τη φράση «δέκα πέντε (15) ημέρες μετά τον πλειστηριασμό».

13. Στο άρθρο 988 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται στην μεν παράγραφο 1 προτελευταίο εδάφιο στη δε παράγραφο 2 τελευταίο εδάφιο, ως εξής:

«Εάν, για οποιονδήποτε λόγο, δεν είναι δυνατό να ορισθεί συμβολαιογράφος του τόπου εκτέλεσης, αρμόδιος για τη διανομή μπορεί να οριστεί και συμβολαιογράφος διορισμένος στην περιφέρεια του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης ή, αν και αυτό δεν είναι δυνατό, του συμβολαιογραφικού συλλόγου της πρωτεύουσας του κράτους.».

14. Από το μεν δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 995 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας διαγράφεται η φράση «και την τυχόν διενέργεια αυτού με ηλεκτρονικά μέσα», η δε παράγραφος 6 του άρθρου 995 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας καταργείται.

Στην παρ. 4 του άρθρου 995 του ΚΠολΔ προστίθεται τρίτο εδάφιο ως εξής:

«Στο απόσπασμα περιλαμβάνεται και η τυχόν βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή, σχετικά με την αδυναμία ορισμού συμβολαιογράφου του τόπου εκτέλεσης ή της περιφέρειας του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης.»

15. Το άρθρο 998 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 998

1. Το κατασχεμένο ακίνητο πλειστηριάζεται με ηλεκτρονικά μέσα ενώπιον του συμβολαιογράφου της περιφέρειας όπου βρίσκεται το ακίνητο. Εάν, για οποιονδήποτε λόγο, δεν είναι δυνατό να ορισθεί συμβολαιογράφος του τόπου εκτέλεσης (κατάσχεσης), το κατασχεμένο ακίνητο πλειστηριάζεται ενώπιον συμβολαιογράφου διορισμένου στην περιφέρεια του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης ή, αν και αυτό δεν είναι δυνατό, του συμβολαιογραφικού συλλόγου της πρωτεύουσας του κράτους. Το άρθρο 959 εφαρμόζεται και στον πλειστηριασμό ακινήτων.

2. Ο πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει από την 1η έως και τις 31 Αυγούστου, καθώς και την προηγουμένη και την επομένη εβδομάδα της ημέρας των εκλογών για την ανάδειξη βουλευτών, αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Οργάνων Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η απαγόρευση αυτή ισχύει και για τις επαναληπτικές εκλογές και μόνο για τις περιφέρειες που διεξάγονται τέτοιες.

3. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου σχετικά με την απαγόρευση πλειστηριασμού από την 1η έως και τις 31 Αυγούστου δεν εφαρμόζεται, όταν πρόκειται για πλοία και αεροσκάφη.

4. Αν τα κατασχεμένα πράγματα βρίσκονται στην περιφέρεια περισσότερων ειρηνοδικείων, ο πλειστηριασμός διενεργείται, κατ’ επιλογή του επισπεύδοντος, στην περιφέρεια οποιουδήποτε εκ των άνω ειρηνοδικείων. Εάν ο πλειστηριασμός μπορεί να γίνει ηλεκτρονικά σε μία μόνο από αυτές, επιλέγεται υποχρεωτικά η περιφέρεια του συγκεκριμένου ειρηνοδικείου, και, αν για οποιονδήποτε λόγο, δεν μπορεί να διενεργηθεί σε καμία από αυτές, τότε επιλέγεται η περιφέρεια του συμβολαιογραφικού συλλόγου της πρωτεύουσας του κράτους. Αρμόδιο για την επίλυση των διαφορών που αναφύονται από τη διενέργεια του πλειστηριασμού είναι το δικαστήριο του τόπου εκτέλεσης.

5. Ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, το δικαστήριο του άρθρου 933, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., μπορεί να διατάξει να γίνει ταυτόχρονα η πώληση του κατασχεμένου ακινήτου, ολόκληρου ή τμηματικά, με βάση σχεδιάγραμμα ή σχέδιο μηχανικού ή γεωμέτρηση, που υποβάλλεται μαζί με την αίτηση. Στην περίπτωση αυτή η κατακύρωση τότε μόνο γίνεται τμηματικά σε όποιους πλειοδοτούν τμηματικά, όταν το σύνολο των προσφορών τους είναι μεγαλύτερο από την τιμή που προσφέρεται για να πωληθεί συνολικά.

6. Μετά από αίτηση του οφειλέτη, το δικαστήριο του άρθρου 933, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., μπορεί να επιτρέψει να πωληθεί ελεύθερα το ακίνητο με τίμημα το οποίο ορίζεται από το δικαστήριο. Η πώληση αυτή γίνεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού το αργότερο δέκα (10) ημέρες πριν από τον πλειστηριασμό με ταυτόχρονη εξόφληση του τιμήματος. Αν η πώληση δεν πραγματοποιηθεί κατά το προηγούμενο εδάφιο, ο πλειστηριασμός διεξάγεται κατά την ορισθείσα ημερομηνία.».

16. Το άρθρο 998Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας καταργείται.

17. Το άρθρο 1001 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 1001

Αν με την ίδια έκθεση κατασχέθηκαν περισσότερα ακίνητα που βρίσκονται στην ίδια περιφέρεια, αυτά πλειστηριάζονται χωριστά την ίδια ημέρα. Εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, εφόσον το επιθυμεί, ορίζει εγγράφως προς τον υπάλληλο του πλειστηριασμού τη σειρά με την οποία θα κατακυρώνονται τα κατασχεμένα πράγματα, το αργότερο δύο (2) ημέρες πριν τη διενέργεια του πλειστηριασμού. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δύναται να ορίσει ο ίδιος, σε περίπτωση μη έγγραφης ειδοποιήσεως του καθ’ ου η εκτέλεση, τη σειρά κατακύρωσης. Από τη στιγμή που το πλειστηρίασμα καλύψει το ποσό της απαίτησης εκείνου υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση και των δανειστών που αναγγέλθηκαν, καθώς και τα έξοδα της εκτέλεσης, δεν γίνεται κατακύρωση για τα λοιπά κατασχεθέντα ακίνητα και δεν συντάσσεται ως προς αυτά έκθεση πλειστηριασμού και κατακύρωσης.».

18. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 1002 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μετά τη λέξη «έξοδα» προστίθεται η φράση «και το τέλος χρήσης του ηλεκτρονικού συστήματος πλειστηριασμού.»

19. Το άρθρο 1004 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Στον πλειστηριασμό ακινήτων ο υπερθεματιστής έχει υποχρέωση να καταβάλει στον ειδικό τραπεζικό επαγγελματικό λογαριασμό του υπαλλήλου του πλειστηριασμού το πλειστηρίασμα και το τέλος χρήσης το αργότερο τη δέκατη εργάσιμη ημέρα από τον πλειστηριασμό. Ο υπάλληλος του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού οφείλει, το αργότερο τη δωδέκατη εργάσιμη ημέρα από τον πλειστηριασμό, να καταθέσει το πλειστηρίασμα στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Η κατάθεση του πλειστηριάσματος είναι ακατάσχετη, δεν εμπίπτει στην πτωχευτική περιουσία και δεν υπόκειται στις δεσμεύσεις που επιβάλλει το Δημόσιο για τη διασφάλιση των συμφερόντων του. Εντός της επόμενης εργάσιμης ημέρας από την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού αποδίδει το τέλος χρήσης στον οικείο συμβολαιογραφικό σύλλογο του οποίου αυτός είναι μέλος. Εντός τριών (3) εργασίμων ημερών, μέρος του ανωτέρω ποσού, το οποίο καθορίζεται με την απόφαση της παραγράφου 14 του άρθρου 959, αποδίδεται από τον Συμβολαιογραφικό Σύλλογο στο ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.

2. Αν ο υπερθεματιστής είναι ενυπόθηκος δανειστής, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού μπορεί να επιτρέψει να μην καταβάλει το ποσό του πλειστηριάσματος που αναλογεί στην ενυπόθηκη απαίτησή του ή μέρος του ποσού αυτού, ώσπου να γίνει η οριστική κατάταξη, με εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση. Κατά τα λοιπά και σε ό,τι αφορά την κατάθεση του πλειστηριάσματος στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και τον υπολογισμό της τοκοδοσίας εφαρμόζεται αναλογικά το άρθρο 965

παράγραφος 4, με εξαίρεση όσα ρυθμίζονται ειδικά στην παρούσα διάταξη.».

20. Στην παρ. 1 του άρθρου 1012 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μετά το πρώτο εδάφιο προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Εάν για οποιονδήποτε λόγο δεν είναι δυνατό να οριστεί συμβολαιογράφος του τόπου της κατάσχεσης, ο πλειστηριασμός γίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου διορισμένου στην περιφέρεια του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης ή, αν και αυτό δεν είναι δυνατό, του συμβολαιογραφικού συλλόγου της πρωτεύουσας του κράτους.».

21. Στην παρ. 1 του άρθρου 1015 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής:

«Εάν για οποιονδήποτε λόγο δεν είναι δυνατό να οριστεί συμβολαιογράφος του τόπου της κατάσχεσης, ο πλειστηριασμός γίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου διορισμένου στην περιφέρεια του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης ή, αν και αυτό δεν είναι δυνατό, του συμβολαιογραφικού συλλόγου της πρωτεύουσας του κράτους.».

22. Το άρθρο 1021 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

«Όταν σύμφωνα με διάταξη νόμου ή με δικαστική απόφαση ή με συμφωνία των μερών γίνεται εκούσιος πλειστηριασμός ενώπιον συμβολαιογράφου, η διαδικασία αρχίζει με έκθεση περιγραφής, η οποία συντάσσεται από δικαστικό επιμελητή και περιέχει όσα ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 955, αν πρόκειται για κινητό, ή του άρθρου 995, αν πρόκειται για ακίνητο. Ο εκούσιος πλειστηριασμός πραγματοποιείται με τη διαδικασία είτε του άρθρου 959, αν πρόκειται για κινητό, είτε του άρθρου 998, αν πρόκειται για ακίνητο. Περαιτέρω, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 954 παράγραφος 4, 955 παράγραφοι 1 και 2 εδάφιο β΄, 965, 966, 967, 969 παράγραφος 1, 995 παράγραφος 4 εδάφιο β΄, 1002, 1003 παράγραφοι 1, 2 και 4, 1004, 1005 παράγραφοι 1 και 2 και 1010. Ο εκούσιος πλειστηριασμός γίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου της περιφέρειας όπου βρίσκεται το κινητό ή το ακίνητο. Εάν για οποιονδήποτε λόγο δεν είναι δυνατό να οριστεί συμβολαιογράφος της περιφέρειας όπου βρίσκεται το κινητό ή το ακίνητο, ο πλειστηριασμός γίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου διορισμένου στην περιφέρεια του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης ή, αν και αυτό δεν είναι δυνατό, του συμβολαιογραφικού συλλόγου της πρωτεύουσας του κράτους. Σε περίπτωση διενέργειας εκούσιου πλειστηριασμού με τη διαδικασία του άρθρου 959, με συμφωνία των μερών ή με απόφαση του ειρηνοδικείου της περιφέρειας όπου βρίσκεται το πράγμα ή το ακίνητο, η οποία εκδίδεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., μπορεί, αν το ζητήσει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, να οριστεί άλλος τόπος πλειστηριασμού.»

 

Άρθρο 208

1. Το άρθρο 60 του ν. 4472/2017 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«Άρθρο 60

Διεξαγωγή του πλειστηριασμού με ηλεκτρονικά

μέσα σε εκκρεμείς διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης

1. Από τις 21.2.2018 οι πλειστηριασμοί διεξάγονται αποκλειστικά και μόνο με ηλεκτρονικά μέσα, ανεξάρτητα από τον χρόνο επίδοσης της επιταγής και επιβολής της κατάσχεσης.

2. Για τους πλειστηριασμούς που έχει ήδη οριστεί να πραγματοποιηθούν με φυσικό τρόπο οποτεδήποτε μετά τις 21.2.2018 και έχει ήδη συντελεστεί η σχετική προδικασία του πλειστηριασμού, αυτοί διενεργούνται με ηλεκτρονικά μέσα, από τις 14:00 έως τις 18:00, εφόσον δεν αλλάζει η ημερομηνία διενέργειας και ο υπάλληλος του πλειστηριασμού. 0 πλειστηριασμός διενεργείται κατόπιν ανάρτησης αναγγελίας από τον συμβολαιογράφο στο ηλεκτρονικό σύστημα δέκα (10) εργάσιμες ημέρες πριν την ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού, χωρίς άλλη διατύπωση. Εφόσον αλλάζει η ημερομηνία διενέργειας ή ο υπάλληλος του πλειστηριασμού κατά την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, ο επισπεύδων είναι υποχρεωμένος να γνωστοποιήσει τη μεταβολή του τρόπου και του χρόνου διενέργειάς τους με σχετική εντολή προς τον δικαστικό επιμελητή για την έκδοση νέου αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης. Στο νέο απόσπασμα γίνεται μνεία μόνον της αρχικής κατασχετήριας έκθεσης και της μεταβολής του τρόπου και του χρόνου διενέργειας του πλειστηριασμού. Ο δικαστικός επιμελητής επαναλαμβάνει την προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά τα άρθρα 955 και 995 μόνο ως προς τις επιδόσεις και δημοσιεύσεις του νέου αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης. Αν έχουν επιβληθεί περισσότερες κατασχέσεις ή έχουν κατατεθεί αναγγελίες, ο επισπεύδων δανειστής οφείλει να γνωστοποιήσει τη μεταβολή του τρόπου και του χρόνου διενέργειας του πλειστηριασμού στους λοιπούς κατασχόντες ή απλώς αναγγελθέντες δανειστές. Ο ως άνω πλειστηριασμός είναι άκυρος, αν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις των προηγούμενων εδαφίων, το αργότερο δέκα (10) ή είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες, κατά τις προεκτεθείσες διακρίσεις πριν από την ορισθείσα αρχικά ημερομηνία διενέργειας του φυσικού πλειστηριασμού.

3. Στην εντολή του επισπεύδοντος κατά την παράγραφο 2 μπορεί να περιλαμβάνεται και δήλωσή του για την αντικατάσταση του συμβολαιογράφου που είχε οριστεί αρχικά ως υπάλληλος του πλειστηριασμού, εφόσον ο τελευταίος δεν έχει πιστοποιηθεί ή δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του για οποιονδήποτε λόγο. Με την ως άνω δήλωσή του, ο επισπεύδων μπορεί να επιλέξει πιστοποιημένο συμβολαιογράφο του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης ή, αν αυτό δεν είναι δυνατό, του συμβολαιογραφικού συλλόγου της πρωτεύουσας του κράτους. Η σχετική εντολή του επισπεύδοντος μνημονεύεται υποχρεωτικά στο νέο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης που εκδίδει ο δικαστικός επιμελητής του τόπου εκτέλεσης.

4. Η ανακοπή του άρθρου 954 παράγραφος 4 κατατίθεται, με ποινή απαραδέκτου, δεκαπέντε (15) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση εκδίδεται υποχρεωτικά έως τις 12:00 το μεσημέρι της προηγούμενης ημέρας του πλειστηριασμού.

5. Ο πλειστηριασμός διεξάγεται αποκλειστικά με ηλεκτρονικά μέσα και σε κάθε άλλη περίπτωση κατάθεσης δήλωσης συνέχισης ή υποκατάστασης κατά το άρθρο 973 ή ορισμού νέας ημερομηνίας πλειστηριασμού, κατά το άρθρο 966 παράγραφοι 3 και 4 και στον αναπλειστηριασμό κατά το άρθρο 965 παράγραφος 5.

6. Μεταβολή είναι δυνατή ακόμη και εάν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου έχει ασκηθεί η ανακοπή των άρθρων 933, 954 παράγραφος 4 ή η αίτηση αναστολής του πλειστηριασμού κατά το άρθρο 1000.

7. Ο επισπεύδων δανειστής, καθώς και κάθε άλλος δανειστής που επισπεύδει εκ νέου τον πλειστηριασμό κατά το άρθρο 973, μπορεί να ζητήσει την αντικατάσταση του συμβολαιογράφου που είχε οριστεί αρχικά ως υπάλληλος του πλειστηριασμού, εφόσον ο τελευταίος δεν έχει πιστοποιηθεί ή δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του για οποιονδήποτε λόγο. Με την ως άνω δήλωσή του, ο επισπεύδων μπορεί να επιλέξει πιστοποιημένο συμβολαιογράφο του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης ή, αν αυτό δεν είναι δυνατό, του συμβολαιογραφικού συλλόγου της πρωτεύουσας του κράτους. Η αντικατάσταση πραγματοποιείται με τη δήλωση του άρθρου 973 παράγραφοι 2 και 3, η οποία επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή του τόπου εκτέλεσης στον αρχικά ορισθέντα υπάλληλο του πλειστηριασμό και υποβάλλεται στον αντικαταστάτη του, ο οποίος συντάσσει σχετική πράξη. Αν ο πλειστηριασμός επισπεύδεται από άλλο δανειστή, πλην του επισπεύδοντος, η σχετική δήλωση επιδίδεται εντός τριών (3) ημερών από τη δήλωση στον αρχικό επισπεύδοντα. Ο νέος υπάλληλος του πλειστηριασμού μεριμνά ώστε να αναρτηθεί η γνωστοποίηση της δήλωσης και η ημέρα του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων. Εάν εμφανιστούν ταυτόχρονα περισσότεροι δανειστές που επιθυμούν να επισπεύσουν την εκτέλεση, θα εφαρμοστεί η παράγραφος 5 του άρθρου 973.

8. Εφόσον αντικατασταθεί, ο αρχικά ορισθείς συμβολαιογράφος αυτός υποχρεούται να παραδώσει αμέσως και χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στον αντικαταστάτη του ή σε νόμιμα εξουσιοδοτημένο από αυτόν πρόσωπο τα έγγραφα που αναφέρονται στα άρθρα 955 παράγραφος 2 και 995 παράγραφος 4, καθώς και κάθε άλλο έγγραφο που σχετίζεται με την εκκρεμή διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, περιλαμβανομένων των αναγγελιών που έχουν καταθέσει άλλοι δανειστές του καθ’ ου η εκτέλεση. Η μη παράδοση των παραπάνω εγγράφων αποτελεί για τον αρχικό υπάλληλο του πλειστηριασμού πειθαρχικό παράπτωμα, χωρίς να αποκλείεται ευθύνη με βάση άλλες διατάξεις.

9. Οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί που είχαν οριστεί να διεξαχθούν πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου διενεργούνται σύμφωνα με τους όρους τους, χωρίς οποιαδήποτε μεταβολή.

10. Με ηλεκτρονικά μέσα διεξάγεται ο εκούσιος πλειστηριασμός του άρθρου 1021, εφαρμοζομένων αναλόγως των άρθρων 959 και 998 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

11. Πλειστηριασμοί και συναφείς δικαστικές και εξώδικες πράξεις που θα διενεργηθούν μέχρι 21.2.2018 διέπονται από τις προϊσχύσασες καταργούμενες ή τροποποιούμενες διατάξεις με βάση το προηγούμενο άρθρο του παρόντος νόμου.

12. Οι καταργούμενες ή τροποποιούμενες διατάξεις με το άρθρο 207 του παρόντος, αναφορικά με την κύρια διαδικασία των φυσικών πλειστηριασμών, διατηρούνται σε ισχύ ειδικά για τους διενεργούμενους κατά ΚΕΔΕ φυσικούς πλειστηριασμούς έως 30.4.2018.».

2. Η κατά την παρ. 2 του άρθρου 60 του ν. 4472/2017 προδικασία μπορεί να διενεργηθεί αμέσως μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προθεσμία της κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου προδικασίας εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος, διαδικασίες μετατροπής του φυσικού πλειστηριασμού σε ηλεκτρονικό, καθώς επίσης και σε ματαιωθέντες για οποιονδήποτε λόγο πλειστηριασμούς. Μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος, η προδικασία και η κύρια διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος.

 

Άρθρο 209

Η παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 2830/2000 (Κώδικας Συμβολαιογράφων), ως εξής:

«1. Ο συμβολαιογράφος ασκεί τα καθήκοντά του σε όλη την περιφέρεια του ειρηνοδικείου στην οποία είναι διορισμένος, όπως κάθε φορά η περιφέρεια του ειρηνοδικείου ορίζεται, με την επιφύλαξη τυχόν ειδικότερων διατάξεων που διέπουν τη διενέργεια αναγκαστικού ή εκούσιου πλειστηριασμού, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας.».

 

ΤΜΗΜΑ Δ΄

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

 

Άρθρο 210

O Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.) δεν χορηγεί δάνειο ή οποιαδήποτε οικονομική βοήθεια συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε μορφής εγγύησης ή ασφάλειας σε Φορείς ιδιωτικού δικαίου με ή χωρίς νομική προσωπικότητα.

 

Άρθρο 211

Ποσοστό απαρτίας για συζήτηση και λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας

Μετά το τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 8 του

ν. 1264/1982 (Α΄ 79) προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Ειδικά για τη συζήτηση και τη λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον του ενός δευτέρου (½) των οικονομικά τακτοποιημένων μελών.».

 

Άρθρο 212

Αυθεντική ερμηνεία της παρ. 2 του άρθρου 34 του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179)

Η αληθής έννοια της παρ. 2 του άρθρου 34 του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179) είναι ότι ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει τη δαπάνη που προβλέπεται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 και τη διαφορά μεταξύ του ποσού της, κατά τον Αστικό Κώδικα, αποζημίωσης και των χορηγητέων ασφαλιστικών παροχών που προβλέπεται στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 2, εφόσον, με δικαστική απόφαση, διαπιστώνεται ότι το ατύχημα, κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή του προστεθέντος από αυτόν προσώπου, είτε ως προς το αποτέλεσμα του ατυχήματος καθεαυτό είτε ως προς τη μη τήρηση διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που ορίζουν μέτρα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία, εάν το ατύχημα συνδέεται αιτιωδώς με παραβάσεις των διατάξεων αυτών.

 

Άρθρο 213

Τροποποίηση του π.δ. 246/2006 (Α΄ 261)

1. Το άρθρο 27 του π.δ. 246/2006 (Α΄ 261) αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Με αποφάσεις των Διοικητικών Συμβουλίων ή άλλων εντεταλμένων οργάνων εκάστου ΚΤΕΛ καταρτίζονται, αναρτώνται, εφαρμόζονται, υποβάλλονται αρμοδίως και ελέγχονται τα από τις ισχύουσες διατάξεις προβλεπόμενα στοιχεία, για τον προγραμματισμό και την παροχή εργασίας του προσωπικού εκάστου ΚΤΕΛ.

2. Ο Πρόεδρος του ΚΤΕΛ ή ο εντεταλμένος από το Δ.Σ. αυτού υπάλληλος, υποχρεούται να καταχωρεί σε πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης τις υπερωρίες του προσωπικού, μηνιαίο πίνακα εβδομαδιαίων αναπαύσεων του προσωπικού κίνησης και τα ημερήσια στοιχεία προσωπικού και δρομολογίων για κάθε λεωφορείο.

3. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται η διαδικασία καταχώρισης, τα στοιχεία που γνωστοποιούνται και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

4. Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης της παραγράφου 3 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.»

2. α) Οι ιδιοκτήτες των Τουριστικών Λεωφορείων ή οι νόμιμοι εκπρόσωποί τους υποχρεούνται, για κάθε τουριστικό λεωφορείο, να καταχωρούν σε πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης τα στοιχεία που προβλέπονται στην υ.α. 51266/2955/1975 (Β΄ 1458) και στις ισχύουσες διατάξεις.

β) Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται η διαδικασία καταχώρισης, τα στοιχεία που γνωστοποιούνται και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.

γ) Η ισχύς της παρούσας παραγράφου αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης της περίπτωσης β΄ στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

Άρθρο 214

1. Θεσπίζεται επίδομα παιδιού, το οποίο αντικαθιστά τα καταργούμενα με την παράγραφο 15 επιδόματα.

2. Το επίδομα παιδιού καταβάλλεται λαμβάνοντας υπόψη τον αριθμό των εξαρτώμενων τέκνων, το ισοδύναμο οικογενειακό εισόδημα και την κατηγορία ισοδύναμου οικογενειακού εισοδήματος.

3. Ως ισοδύναμο οικογενειακό εισόδημα ορίζεται το συνολικό, πραγματικό ή τεκμαρτό, εισόδημα από κάθε πηγή ημεδαπής και αλλοδαπής προέλευσης προ φόρων, μετά την αφαίρεση των εισφορών για κοινωνική ασφάλιση, εξαιρουμένων των επιδομάτων που δεν προσμετρώνται στο φορολογητέο εισόδημα, όλων των μελών της οικογένειας, διαιρούμενο με την κλίμακα ισοδυναμίας.

4. Η κλίμακα ισοδυναμίας, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, προκύπτει από το σταθμισμένο άθροισμα των μελών της οικογένειας, σύμφωνα με την ακόλουθη στάθμιση:

α) πρώτος γονέας: στάθμιση 1,

β) δεύτερος γονέας: στάθμιση 1/2,

γ) κάθε εξαρτώμενο τέκνο: στάθμιση 1/4.

Ειδικά για τις μονογονεϊκές οικογένειες, το πρώτο εξαρτώμενο τέκνο έχει στάθμιση 1/2 και κάθε επόμενο εξαρτώμενο τέκνο 1/4.

5. Για τον καθορισμό των δικαιούχων οικογενειών προσδιορίζονται τρεις κατηγορίες ισοδύναμου οικογενειακού εισοδήματος, ως εξής:

α) πρώτη κατηγορία: έως έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ,

β) δεύτερη κατηγορία: από έξι χιλιάδες και ένα (6.001) ευρώ έως δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ,

γ) τρίτη κατηγορία: από δέκα χιλιάδες και ένα (10.001) ευρώ έως δεκαπέντε χιλιάδες 15.000) ευρώ.

6. Το ποσό του επιδόματος, ανάλογα με τον αριθμό των εξαρτώμενων τέκνων και την κατηγορία ισοδύναμου οικογενειακού εισοδήματος, προσδιορίζεται ως εξής:

Για την πρώτη κατηγορία:

α) εβδομήντα (70) ευρώ ανά μήνα για το πρώτο εξαρτώμενο τέκνο,

β) επιπλέον εβδομήντα (70) ευρώ ανά μήνα για το δεύτερο εξαρτώμενο τέκνο,

γ) επιπλέον εκατόν σαράντα (140) ευρώ ανά μήνα για το τρίτο και κάθε εξαρτώμενο τέκνο πέραν του τρίτου.

Για τη δεύτερη κατηγορία:

α) σαράντα δύο (42) ευρώ ανά μήνα για το πρώτο εξαρτώμενο τέκνο,

β) επιπλέον σαράντα δύο (42) ευρώ ανά μήνα για το δεύτερο εξαρτώμενο τέκνο,

γ) επιπλέον ογδόντα τέσσερα (84) ευρώ ανά μήνα για το τρίτο και κάθε εξαρτώμενο τέκνο πέραν του τρίτου.

Για την τρίτη κατηγορία:

α) είκοσι οκτώ (28) ευρώ ανά μήνα για το πρώτο εξαρτώμενο τέκνο,

β) επιπλέον είκοσι οκτώ (28) ευρώ ανά μήνα για το δεύτερο εξαρτώμενο τέκνο,

γ) επιπλέον πενήντα έξι (56) ευρώ ανά μήνα για το τρίτο και κάθε εξαρτώμενο τέκνο πέραν του τρίτου.

7. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση του επιδόματος είναι η υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος κάθε έτος. Για τον υπολογισμό της κατηγορίας ισοδύναμου οικογενειακού εισοδήματος λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα που αναφέρεται στο εκκαθαριστικό του τρέχοντος οικονομικού έτους.

8. Ως εξαρτώμενα τέκνα για την καταβολή του επιδόματος παιδιού νοούνται τα τέκνα προερχόμενα από γάμο, φυσικά, θετά ή αναγνωρισμένα, εφόσον είναι άγαμα και δεν υπερβαίνουν το 18ο έτος της ηλικίας τους, ή το 19ο έτος, αν φοιτούν στη μέση εκπαίδευση. Ειδικά για τα τέκνα που φοιτούν στην ανώτερη ή ανώτατη εκπαίδευση, στο «Μεταλυκειακό έτος - Τάξη Μαθητείας» των Επαγγελματικών Λυκείων (ΕΠΑ.Λ.), καθώς και σε Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης (Ι.Ε.Κ.), το επίδομα καταβάλλεται κατά τη διάρκεια φοίτησής τους και σε καμία περίπτωση μετά τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους. Επιπλέον, ως εξαρτώμενα τέκνα, για θεμελίωση του δικαιώματος λήψης του επιδόματος, λαμβάνονται υπόψη τα τέκνα με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω, καθώς και το ορφανό τέκνο ή τα ορφανά τέκνα, που αποτελούν ιδία οικογένεια όταν έχει επέλθει θάνατος και των δύο γονέων.

9. Σε περίπτωση θανάτου του δικαιούχου γονέα ή υπαίτιας εγκατάλειψης των τέκνων του και οριστικής διακοπής της συγκατοίκησης ή διαζυγίου, το επίδομα καταβάλλεται σε όποιον έχει ανατεθεί με δικαστική απόφαση η άσκηση της επιμέλειας των τέκνων, προκειμένου δε για ενήλικα τέκνα, σε όποιον έχει την κύρια ευθύνη διατροφής. Μέχρι την έκδοση δικαστικής απόφασης επιμέλειας, το επίδομα χορηγείται στο γονέα που έχει την κύρια ευθύνη διατροφής, όπως αυτό προκύπτει από κοινή υπεύθυνη δήλωση των γονέων.

10. Το επίδομα παιδιού χορηγείται από τον Οργανισμό Γεωργικών Ασφαλίσεων κατόπιν αίτησης και το δικαίωμα αναγνωρίζεται: α) από την 1η Ιανουαρίου του έτους υποβολής της αίτησης, για τέκνα γεννημένα μέχρι 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους υποβολής της αίτησης, β) από την 1η του επόμενου μήνα εκείνου της γέννησής τους για τέκνα γεννημένα εντός του έτους υποβολής της αίτησης, γ) από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους εγγραφής τους σε σχολή της παραγράφου 8 του παρόντος, για φοιτητές ή σπουδαστές. Για τη διακοπή του επιδόματος, λόγω συμπλήρωσης των οριζομένων στην παράγραφο 8, κατά περίπτωση, ορίων, ως ημέρα γέννησης των τέκνων θεωρείται η 31η Δεκεμβρίου τους έτους γέννησής τους και, προκειμένου περί φοιτητών ή σπουδαστών, η λήξη του ακαδημαϊκού ή σπουδαστικού έτους.

11. Το επίδομα παιδιού χορηγείται στις ακόλουθες κατηγορίες προσώπων εφόσον διαμένουν νόμιμα και μόνιμα στην ελληνική επικράτεια τα τελευταία πέντε (5) έτη πριν από το έτος υποβολής της αίτησης, όπως αυτό προκύπτει από την υποβολή δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος των ιδίων ή των συζύγων τους ή των γονέων τους (εφόσον οι ίδιοι δεν ήταν υπόχρεοι φορολογικής δήλωσης) και τα εξαρτώμενα τέκνα τους βρίσκονται στην Ελλάδα:

α) Έλληνες πολίτες που διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα,

β) ομογενείς αλλοδαπούς που διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα και διαθέτουν δελτίο ομογενούς,

γ) πολίτες κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα,

δ) πολίτες των χωρών που ανήκουν στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (Νορβηγία, Ισλανδία και Λιχτενστάιν) και Ελβετούς πολίτες που διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα,

ε) αναγνωρισμένους πρόσφυγες που διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα, των οποίων το καθεστώς παραμονής στην Ελλάδα διέπεται από τις διατάξεις της Σύμβασης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων (ν.δ. 3989/1959, Α΄ 201), όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων (α.ν. 389/1968, Α΄ 125),

στ) ανιθαγενείς, των οποίων το καθεστώς παραμονής στην Ελλάδα διέπεται από τις διατάξεις της Σύμβασης του 1954 για το Καθεστώς των Ανιθαγενών (ν. 139/1975, Α΄ 176),

ζ) δικαιούχους του ανθρωπιστικού καθεστώτος,

η) πολίτες άλλων κρατών που διαμένουν νόμιμα και μόνιμα στην Ελλάδα.

12. Το επίδομα παιδιού απαλλάσσεται από κάθε φόρο, τέλος, εισφορά ή κράτηση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτου, συμπεριλαμβανομένης και της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης του άρθρου 29 του ν. 3986/2011 (Α΄152) και δεν προσμετράται στο συνολικό, πραγματικό ή τεκμαρτό, οικογενειακό εισόδημα παρά μόνον εάν ρητά προβλέπεται από το νομοθετικό πλαίσιο οικονομικών ενισχύσεων κοινωνικής προστασίας.

13. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ρυθμίζονται τα θέματα διαδικασίας χορήγησης και καταβολής του επιδόματος, οι αρμόδιες υπηρεσίες και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την εφαρμογή του παρόντος.

14. Οι σχετικές πιστώσεις εγγράφονται στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και για το σκοπό αυτόν επιχορηγείται ο Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων.

15. Οι διατάξεις της παραγράφου ΙΑ, υποπαράγραφος ΙΑ2 του ν. 4093/2012 (Α΄222) και το άρθρο 40 του ν. 4141/2013 (Α΄81) παύουν να ισχύουν από την έναρξη ισχύος του παρόντος, όσον αφορά στη χορήγηση και καταβολή των προϋφιστάμενων επιδομάτων. Οι κατ’ εξουσιοδότηση των ανωτέρω υπουργικές αποφάσεις και κάθε άλλη απόφαση με την οποία ρυθμίζεται η καταβολή των επιδομάτων που αντικαθίστανται με το επίδομα παιδιού του παρόντος, καταργούνται με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της κοινής υπουργικής απόφασης της παραγράφου 13.

16. Το επίδομα παιδιού καταβάλλεται από την 1.1.2018.

 

Άρθρο 215

1. Τίθεται σε εφαρμογή εντός του Φεβρουαρίου 2018 πιλοτική διαδικασία απονομής προνοιακών παροχών σε χρήμα για τα άτομα με αναπηρία από τον Οργανισμό Γεωργικών Ασφαλίσεων και τα Κέντρα Πιστοποίησης Αναπηρίας, μέσω ηλεκτρονικής διαδικασίας αξιολόγησης της αναπηρίας και απονομής της προνοιακής παροχής, με παράλληλη προσθήκη, στη σημερινή εκτίμηση της αναπηρίας, δεδομένων για τις καθημερινές δραστηριότητες του ατόμου με αναπηρία.

2. Η ανωτέρω πιλοτική διαδικασία υλοποιείται μέχρι την 30ή Ιουνίου 2018, εφαρμόζεται και αφορά σε άτομα με αναπηρία που υποβάλλουν για πρώτη φορά αίτηση για την ένταξή τους στις ως άνω προνοιακές παροχές και διαμένουν μόνιμα στην Περιφέρεια Αττικής.

3. Αρμόδιος φορέας υλοποίησης της διαδικασίας της παραγράφου 1 είναι ο Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων σε συνεργασία με τα κατά τόπον αρμόδια Κέντρα Πιστοποίησης Αναπηρίας του ν. 3863/2010. Η καταβολή των προνοιακών παροχών σε χρήμα για τα άτομα με αναπηρία διενεργείται από τον Οργανισμό Γεωργικών Ασφαλίσεων. Οι αναγκαίες πιστώσεις μεταφέρονται από τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εσωτερικών στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και για τον σκοπό αυτόν επιχορηγείται ο Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων.

4. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών, Εσωτερικών, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και κάθε συναρμόδιου Υπουργού ρυθμίζονται η διαδικασία ηλεκτρονικής υποβολής, διαβίβασης και αξιολόγησης της αίτησης, ο τρόπος συνυποβολής δικαιολογητικών εφόσον προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, οι αρμόδιες υπηρεσίες υλοποίησης της διαδικασίας και οι αρμοδιότητές τους, τα Κέντρα Πιστοποίησης Αναπηρίας που συμμετέχουν, η διαδικασία εντός των Κέντρων Πιστοποίησης Αναπηρίας, για την εκτίμηση της δυνατότητας των ατόμων με αναπηρία να φέρουν σε πέρας δραστηριότητες σε διάφορους τομείς της καθημερινής τους ζωής, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής των παροχών σε χρήμα καθώς και κάθε άλλο ζήτημα λεπτομερειακού ή τεχνικού χαρακτήρα του παρόντος.

5. Συνίσταται στην Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση Κοινωνικής Ασφάλισης Α.Ε. (Η.ΔΙ.Κ.Α. Α.Ε.) του ν. 3607/2007 (Α΄245) και λειτουργεί στον Οργανισμό Γεωργικών Ασφαλίσεων πληροφοριακό σύστημα διαχείρισης και απονομής προνοιακών παροχών το οποίο διασυνδέεται με τα Κέντρα Κοινότητας του άρθρου 4 του ν. 4445/2016 και τα Κέντρα Πιστοποίησης Αναπηρίας του ν. 3863/2010. Επιδιωκόμενος σκοπός είναι η βελτίωση της πρόσβασης και της εξυπηρέτησης ατόμων με αναπηρία στις προνοιακές υπηρεσίες με ηλεκτρονικά μέσα και η αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών κοινωνικής φροντίδας, Ως υπεύθυνος επεξεργασίας για την τήρηση και επεξεργασία των δεδομένων του πληροφοριακού συστήματος ορίζεται ο Πρόεδρος ΔΣ και Διοικητής του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων ο οποίος ορίζει ειδικώς εξουσιοδοτημένο προσωπικό για τη διαχείριση των δεδομένων αυτών.

6. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζονται: α. οι τεχνικές και λειτουργικές απαιτήσεις του πληροφοριακού συστήματος, β. ζητήματα διασύνδεσης και διαλειτουργικότητας του πληροφοριακού συστήματος με άλλα πληροφοριακά συστήματα, γ. οργανωτικά και τεχνικά θέματα απορρήτου και πολιτικής ασφάλειας της επεξεργασίας των δεδομένων του παρόντος άρθρου, όπως δικαίωμα πρόσβασης και χρήσης, κρυπτογράφηση δεδομένων, ασφάλεια επικοινωνιών, εμπιστευτικότητα, και δ. κάθε άλλο θέμα σχετικό με την ανάπτυξη και λειτουργία του πληροφοριακού συστήματος.

 

ΤΜΗΜΑ Ε΄

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΥΠΟΔΟΜΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ

 

Άρθρο 216

Τροποποίηση του ν. 3651/2008 (Α΄ 44)

1. Το άρθρο 1 του ν. 3651/2008 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«Άρθρο 1

Ορισμοί

1. Οδική βοήθεια οχημάτων είναι η δραστηριότητα που περιλαμβάνει τις ακόλουθες εργασίες, οι οποίες εκτελούνται σε όχημα σε περίπτωση ατυχήματος ή βλάβης που το ακινητοποιεί ή δυσχεραίνει την κυκλοφορία του:

α) Η επί τόπου επισκευή του οχήματος.

β) Η μεταφορά του οχήματος, μέχρι τον πλησιέστερο ή καταλληλότερο τόπο για την επί τόπου επισκευή του.

γ) Η μεταφορά του οχήματος σε συνεργείο επισκευής οχημάτων επιλογής του ιδιοκτήτη του, καθώς και η μεταφορά του οδηγού και των επιβατών του οχήματος μέχρι τον πλησιέστερο τόπο από τον οποίο θα μπορέσουν να επιβιβαστούν σε άλλα μέσα κατά την επιλογή του δικαιούχου της παροχής οδικής βοήθειας, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που ανέλαβε η επιχείρηση οδικής βοήθειας και οι οποίες προβλέπονται στη Σύμβαση οδικής βοήθειας.

δ) Η μεταφορά του οχήματος, καθώς και του οδηγού και των επιβατών του μέχρι την κατοικία τους, το σημείο εκκίνησης ή τον αρχικό προορισμό τους εντός της Ελλάδας, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που ανέλαβε η επιχείρηση οδικής βοήθειας.

Οδική βοήθεια δύναται να προσφερθεί και στους σταθμούς παραμονής και μεταφόρτωσης που ορίζονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 2 του παρόντος.

Οδική βοήθεια οχημάτων θεωρείται και η παροχή βοήθειας σε δίκυκλα ή τρίκυκλα οχήματα.

2. Μέσα οδικής βοήθειας οχημάτων είναι ο υλικός και μηχανολογικός εξοπλισμός, το ανθρώπινο δυναμικό και τα αναλώσιμα υλικά που χρησιμοποιούνται από την επιχείρηση για την παροχή οδικής βοήθειας οχημάτων.

3. Σύμβαση οδικής βοήθειας οχημάτων είναι η συμφωνία για την παροχή οδικής βοήθειας από την επιχείρηση προς τον δικαιούχο και αποδεικνύεται με έγγραφο που εκδίδεται από την επιχείρηση. Δικαιούχος οδικής βοήθειας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συνάπτει με την επιχείρηση οδικής βοήθειας σύμβαση οδικής βοήθειας.

4. Ποσό καλύψεως για την παροχή της οδικής βοήθειας είναι:

α) Το ασφάλιστρο που καταβάλλεται στην ασφαλιστική εταιρία για την παροχή της οδικής βοήθειας.

β) Η συνδρομή που καταβάλλεται στις μη ασφαλιστικές επιχειρήσεις οδικής βοήθειας.

γ) Το εφάπαξ ποσό που καταβάλλεται σε επιχείρηση οδικής βοήθειας ή συνεργάτη για την εξυπηρέτηση μη συνδρομητή για συγκεκριμένο περιστατικό.

δ) Το εφάπαξ ποσό που καταβάλλεται σε επιχείρηση γερανών δημοσίας χρήσεως για συγκεκριμένο περιστατικό και αφορά μόνο την ανέλκυση ή ρυμούλκηση ή μεταφορά του ακινητοποιηθέντος οχήματος.

5. Σταθμοί παραμονής και μεταφόρτωσης είναι οι κατάλληλα διαμορφωμένοι χώροι, τους οποίους διαθέτουν, με ίδια μέσα ή με σύμβαση συνεργασίας, οι επιχειρήσεις οδικής βοήθειας και στους οποίους επιχειρούν την αποκατάσταση της βλάβης με ασφάλεια και άνετες συνθήκες για τους επιβάτες του οχήματος που υπέστη βλάβη.

6. Συνεργάτης οδικής βοήθειας οχημάτων είναι η επιχείρηση, η οποία παρέχει οδική βοήθεια οχημάτων άνευ συνδρομής είτε ως συμβαλλόμενη με τις λοιπές επιχειρήσεις οδικής βοήθειας, είτε μετά από κλήση για συγκεκριμένο περιστατικό.

7. Επιχείρηση οδικής βοήθειας οχημάτων είναι η επιχείρηση οποιασδήποτε νομικής μορφής, που παρέχει οδική βοήθεια οχημάτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.».

2. Το άρθρο 2 του ν. 3651/2008 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«Άρθρο 2

Υποχρεώσεις

1. Οι επιχειρήσεις οδικής βοήθειας οχημάτων:

α) Βρίσκονται σε διαρκή ετοιμότητα καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου και όλες τις ημέρες του χρόνου.

β) Παρέχουν άμεση και ποιοτική οδική βοήθεια οχημάτων, δηλαδή ανταπόκριση με το κατάλληλο προσωπικό και όχημα εντός μίας (1) ώρας από την κλήση.

γ) Διαθέτουν τηλεφωνικό κέντρο εικοσιτετράωρης λειτουργίας με καταγραφή κλήσεων.

δ) Διαθέτουν ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης. Η επιχείρηση έχει ατομική ή ομαδική ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης έναντι των πελατών της για σωματικές βλάβες και υλικές ζημιές από την παροχή υπηρεσιών οδικής βοήθειας οχημάτων. Η ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης καλύπτει την επιχείρηση, τις εγκαταστάσεις της καθώς και το προσωπικό και τον εξοπλισμό που χρησιμοποιεί. Το ελάχιστο ποσό κάλυψης ανά ατύχημα ορίζεται ίσο με το ποσό κάλυψης ευθύνης από αυτοκινητιστικό ατύχημα που ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 6 του π.δ. 237/1986 (Α΄ 110). Η συνδρομή της ανωτέρω προϋπόθεσης αποδεικνύεται με βεβαίωση ασφαλιστικής κάλυψης από την ασφαλιστική εταιρεία από την οποία προκύπτουν τα στοιχεία του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, οι ασφαλιζόμενοι κίνδυνοι, η διάρκεια και τα ποσά κάλυψης. Η προϋπόθεση δεν καταλαμβάνει τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις οδικής βοήθειας.

2. Οι επιχειρήσεις οδικής βοήθειας διαθέτουν τουλάχιστον ένα (1) φορτηγό όχημα (πλατφόρμα, γερανοφόρο) το οποίο έχει εγκαταστημένο σύστημα γεωχωρικού εντοπισμού (GPS), κατά νομό δραστηριότητας, μικτού βάρους άνω των τεσσάρων (4) τόνων.

Εάν η επιχείρηση οδικής βοήθειας δραστηριοποιείται σε ηπειρωτικούς νομούς στους οποίους υπάγονται και νησιά, υποχρεούται να διαθέτει ένα επιπλέον όχημα σε κάθε νησί που δραστηριοποιείται.

Εκτός των ανωτέρω ελαχίστων υποχρεωτικών οχημάτων, οι επιχειρήσεις δικαιούνται να διαθέτουν απεριόριστο αριθμό παντός είδους οχημάτων (όπως αυτοκίνητα, φορτηγά ή δίκυκλα), που κυκλοφορούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Όχημα οδικής βοήθειας θεωρείται και ο γεωργικός ελκυστήρας (τρακτέρ), καθώς και τα ειδικοποιημένα ερπυστριοφόρα οχήματα προς αντιμετώπιση χιονιού, πάγου, λάσπης, άμμου, κατά τις επιλογές της επιχείρησης.

Τα οχήματα είναι δυνατόν να εξοπλίζονται με μηχανήματα ανέλκυσης, ρυμούλκησης και να φέρουν διάφορα εργαλεία και ανταλλακτικά πρώτης ανάγκης.

3. Τα οχήματα οδικής βοήθειας:

α) Ανήκουν στις επιχειρήσεις κατά πλήρη κυριότητα ή κατέχονται με παρακράτηση της κυριότητας ή δυνάμει σύμβασης μίσθωσης ή χρηματοδοτικής μίσθωσης ή άλλης έννομης σχέσης.

β) Χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά του οδηγού και των επιβατών του ακινητοποιηθέντος οχήματος, ανάλογα με τις θέσεις καθήμενων που διαθέτει το όχημα της επιχείρησης.

γ) Μπορούν να κυκλοφορούν σε όλη την Ελληνική Επικράτεια.

4. Οι επιχειρήσεις υποχρεούνται να απασχολούν τεχνικό προσωπικό ως ακολούθως:

α) Έναν τουλάχιστον διευθυντή τεχνικού τμήματος, μηχανολόγο - μηχανικό, πτυχιούχο ανωτέρας ή ανωτάτης σχολής, ο οποίος παρέχει τις υπηρεσίες του κυρίως στην έδρα της επιχείρησης.

β) Σε κάθε ηπειρωτικό νομό, στους νομούς της Κρήτης, αλλά και στα νησιά Εύβοια, Ρόδο, Κέρκυρα, Λέσβο, Ζάκυνθο, Κεφαλονιά, Χίο, Κω, που δραστηριοποιούνται τουλάχιστον τέσσερις (4) εργαζόμενους εκ των οποίων το 50% τουλάχιστον να είναι ειδικότητας μηχανοτεχνιτών ή ηλεκτροτεχνιτών οδηγών και το υπόλοιπο οδηγών.

γ) Οι επιχειρήσεις που προσφέρουν οδική βοήθεια και σε άλλα νησιά, εκτός των προαναφερομένων, τουλάχιστον δύο (2) εργαζόμενους εκ των οποίων το 50% τουλάχιστον να είναι ειδικότητας μηχανοτεχνιτών ή ηλεκτροτεχνιτών οδηγών και οι υπόλοιποι οδηγών.

δ) Έναν (1) μηχανοτεχνίτη ή ηλεκτροτεχνίτη οδηγό στους σταθμούς παραμονής και μεταφόρτωσης που διαθέτουν.

Στα παραπάνω πρόσωπα της παραγράφου αυτής, μπορούν να συμπεριληφθούν και να προσμετρηθούν ο ιδιοκτήτης ή οι ιδιοκτήτες της επιχείρησης, εφόσον διαθέτουν τα ανάλογα προσόντα που αναφέρονται στην επόμενη παράγραφο του παρόντος άρθρου.

5. Οι μηχανοτεχνίτες ή ηλεκτροτεχνίτες οδηγοί:

α) Δύναται να έχουν οποιασδήποτε μορφής σχέση εργασίας με την επιχείρηση.

β) Συνάπτουν συμβάσεις πλήρους ή μερικής απασχόλησης κατά τρόπο, ώστε να μη διαταράσσεται η συνεχής επί 24ώρου βάσεως ετοιμότητα της επιχείρησης.

γ) Διαθέτουν τουλάχιστον τα εξής προσόντα:

αα) Κατέχουν άδεια οδήγησης, ανάλογης κατηγορίας, σύμφωνα με το είδος του οχήματος που οδηγούν.

ββ) Διετή τουλάχιστον αποδεδειγμένη προϋπηρεσία σε συνεργείο αυτοκινήτων ως μηχανοτεχνίτες ή ηλεκτροτεχνίτες αυτοκινήτων.

Σε περίπτωση που διαθέτουν πτυχίο κατώτερης τεχνικής σχολής, πρέπει να έχουν προϋπηρεσία τουλάχιστον ενός (1) έτους.

Σε περίπτωση που διαθέτουν πτυχίο ανώτερης τεχνικής σχολής δεν απαιτείται προϋπηρεσία.

6. Οι επιχειρήσεις υποχρεούνται να διαθέτουν, με ίδια μέσα ή με σύμβαση συνεργασίας, τουλάχιστον έναν (1) Σταθμό παραμονής και μεταφόρτωσης σε κάθε νομό της ηπειρωτικής Ελλάδας, καθώς και στα νησιά που δραστηριοποιούνται.

Οι Σταθμοί παραμονής και μεταφόρτωσης πρέπει να διαθέτουν:

α) ισόγειο χώρο, για γραφείο και αίθουσα αναμονής, ικανού εμβαδού για την υποδοχή των επιβατών των οχημάτων, με

β) τουλάχιστον ένα (1) WC,

γ) τουλάχιστον μία τηλεφωνική σύνδεση,

δ) ηλεκτρονικό υπολογιστή,

ε) συσκευή ασύρματης επικοινωνίας με τα οχήματα της οδικής βοήθειας,

στ) στεγασμένο ισόγειο χώρο ικανού εμβαδού, με τάφρο επιθεώρησης ή ανυψωτικό μηχάνημα,

ζ) χώρο στάθμευσης για τα οχήματα της επιχείρησης.

7. Οι ασφαλιστικές εταιρίες μπορούν να παρέχουν την οδική βοήθεια σε είδος ή και σε χρήμα, ενώ οι μη ασφαλιστικές επιχειρήσεις οδικής βοήθειας μόνο σε είδος.

8. Οι επιχειρήσεις οδικής βοήθειας και οι συνεργάτες μπορούν να παρέχουν οδική βοήθεια σε μη συνδρομητή κατόπιν κλήσης για συγκεκριμένο περιστατικό εφόσον αποκτήσουν άδεια άσκησης επαγγέλματος οδικού μεταφορέα σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ)1071/2009 και διαθέτουν φορτηγά δημόσιας χρήσης.».

3. Το άρθρο 3 του ν. 3651/2008 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«Άρθρο 3

Επιχειρήσεις οδικής βοήθειας οχημάτων

1. Οι επιχειρήσεις οδικής βοήθειας δραστηριοποιούνται είτε με ίδια μέσα είτε με συνεργάτες.

2. Σε όσους νομούς δραστηριοποιείται η επιχείρηση οδικής βοήθειας και δεν υπάρχει σύμβαση συνεργασίας με συνεργάτη, η υποψήφια επιχείρηση οδικής βοήθειας υποχρεούται να καλύψει τις περιοχές αυτές με δικά της μέσα και να δραστηριοποιείται η ίδια στους νομούς αυτούς.

3. Η επιχείρηση οδικής βοήθειας υποβάλλει στην αρμόδια Υπηρεσία Μεταφορών και Επικοινωνιών της Περιφέρειας ή στην Τράπεζα της Ελλάδος εφόσον είναι ασφαλιστική, αναγγελία έναρξης λειτουργίας συνοδευόμενη από τα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων λειτουργίας της. Η επιχείρηση εκδίδει τις άδειες κυκλοφορίας των φορτηγών της στο όνομά της πριν την πάροδο τριμήνου από την αναγγελία, αλλιώς η αρμόδια αρχή απαγορεύει την άσκηση της δραστηριότητας και ενημερώνει την αρμόδια αρχή των συνεργατών.

4. Τα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν τη νόμιμη λειτουργία της επιχείρησης οδικής βοήθειας είναι τα εξής:

α) Για την επιχείρηση:

αα) Φωτοαντίγραφο Αστυνομικής ταυτότητας του ιδιοκτήτη ή καταστατικό και έγγραφο διορισμού νομίμου εκπροσώπου της επιχείρησης, προκειμένου για νομικό πρόσωπο.

ββ) Απόσπασμα ποινικού μητρώου γενικής χρήσης του φυσικού προσώπου ή του νομίμου εκπροσώπου από το οποίο να προκύπτει ότι δεν έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για τα εγκλήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 11.

γγ) Βεβαίωση ασφαλιστικής κάλυψης από την ασφαλιστική εταιρεία από την οποία προκύπτουν τα στοιχεία της περίπτωσης γ της παραγράφου 1 του άρθρου 2.

δδ) Αντίγραφο της σύμβασης οδικής βοήθειας που τυχόν έχει συνάψει η επιχείρηση με ασφαλιστική εταιρεία και με την οποία έχει αναλάβει την παροχή οδικής βοήθειας στους ασφαλισμένους της.

εε) Αντίγραφο της σύμβασης οδικής βοήθειας που η επιχείρηση παραδίδει στους συνδρομητές.

στστ) Αντίγραφο της σύμβασης συνεργασίας με τους συνεργάτες.

ζζ) Κατάσταση των συνεργατών της επιχείρησης με συνημμένη για κάθε συνεργάτη τη βεβαίωση νόμιμης λειτουργίας.

β) Για το Προσωπικό:

αα) Αντίγραφο ισχύουσας κατάστασης προσωπικού νομίμως κατατεθειμένης.

ββ) Πίνακας με κατανομή προσωπικού ανά περιοχή δραστηριοποίησης της επιχείρησης.

γ) Για κάθε σταθμό παραμονής και μεταφόρτωσης:

αα) Συμφωνητικό μίσθωσης ή χρησιδανείου του χώρου ή συμβόλαιο ιδιοκτησίας.

ββ) Τοπογραφικό διάγραμμα υπογεγραμμένο και σφραγισμένο από αρμόδιο μηχανικό.

γγ) Κάτοψη των χώρων υπογεγραμμένη και σφραγισμένη από αρμόδιο μηχανικό.

δδ) Κατάσταση με τις ακριβείς διευθύνσεις και τα τηλέφωνα των σταθμών παραμονής και μεταφόρτωσης που διαθέτει η επιχείρηση.

δ) Για τα οχήματα:

αα) Αντίγραφα των αδειών κυκλοφορίας των οχημάτων μικτού βάρους άνω των 4 τόνων που διαθέτει.

ββ) Πίνακας με τους αριθμούς πλαισίου ή τους αριθμούς κυκλοφορίας των οχημάτων άνω των τεσσάρων (4) τόνων κατανεμημένα κατά περιοχή και υπεύθυνη δήλωση ότι η ελάχιστη προβλεπόμενη κατανομή των οχημάτων είναι συνεχής και σύμφωνη προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

5. Σε περίπτωση που υπάρχουν μεταβολές στα ανωτέρω δικαιολογητικά, εντός του μηνός Νοεμβρίου κάθε έτους υποβάλλεται υπεύθυνη δήλωση από το φυσικό πρόσωπο ή το νόμιμο εκπρόσωπο του νομικού προσώπου με την οποία δηλώνονται οι όποιες μεταβολές.

6. Η σύμβαση οδικής βοήθειας προς τους συνδρομητές συνάπτεται αποκλειστικά με την επιχείρηση οδικής βοήθειας και όχι με τον συνεργάτη και παραδίδεται το αποδεικτικό της έγγραφο το αργότερο εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών στον δικαιούχο από την επιχείρηση, που εισέπραξε τα χρήματα της συνδρομής.

7. Σε περίπτωση εκτάκτων καταστάσεων, εξαιτίας καιρικών συνθηκών, σεισμών, αυξημένης κίνησης κατά την τουριστική περίοδο και γενικά σε περιστάσεις που απαιτείται η ενίσχυση του δυναμικού ορισμένων περιοχών της χώρας, οι επιχειρήσεις οδικής βοήθειας και οι συνεργάτες τους, δύνανται να μετακινούν οχήματα και προσωπικό, προκειμένου να εξυπηρετηθούν όσο το δυνατόν καλύτερα οι έχοντες ανάγκη την οδική βοήθεια, με την προϋπόθεση ότι δεν θα μένουν άλλες περιοχές με λιγότερα οχήματα ή προσωπικό από ό,τι προβλέπεται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

Σε περίπτωση εκτάκτων αναγκών ή βλαβών οχημάτων των συνεργατών, η επιχείρηση δύναται να διαθέτει προσωρινά δικά της οχήματα προς τους συνεργάτες.

8. Οι ημεδαπές και αλλοδαπές ασφαλιστικές επιχειρήσεις ζημιών, οι οποίες δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και στον κλάδο 18 Βοήθεια, μπορούν να προσφέρουν οδική βοήθεια οχημάτων, σύμφωνα με το ν.δ. 400/1970 (Α΄ 10) και με τον παρόντα νόμο.

9. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να προσφέρουν οδική βοήθεια είτε οι ίδιες ως επιχειρήσεις οδικής βοήθειας οχημάτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος είτε χρησιμοποιώντας άλλες επιχειρήσεις οδικής βοήθειας οχημάτων, ασφαλιστικές ή μη.

10. Η ασφαλιστική εταιρία υποχρεούται να παραδίδει ασφαλιστήριο οδικής βοήθειας στον ασφαλισμένο, στο οποίο περιέχονται όλες οι υποχρεώσεις της και τα στοιχεία του άρθρου 9 του παρόντος.

Εφόσον η ασφαλιστική εταιρία δεν διαθέτει η ίδια τα μέσα, αλλά συνεργάζεται με άλλη επιχείρηση οδικής βοήθειας οχημάτων, στο ασφαλιστήριο αναγράφονται, εκτός των στοιχείων που προβλέπονται από το άρθρο 10 και όλα τα στοιχεία της επιχείρησης οδικής βοήθειας οχημάτων που την εξυπηρετεί.

Εφόσον η ασφαλιστική εταιρία δεν διαθέτει ίδια μέσα, στο ασφαλιστήριο αναγράφονται και τα στοιχεία των συνεργατών της, σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος, οι οποίοι θα προσφέρουν τις υπηρεσίες οδικής βοήθειας.

11. Οι ασφαλιστικές εταιρίες που δεν προσφέρουν με δικά τους μέσα οδική βοήθεια οχημάτων και έχουν συνάψει συμβάσεις αλληλοεξυπηρέτησης με επιχειρήσεις άλλων κρατών για εξυπηρέτηση των οχημάτων των πελατών τους, εφόσον έχει υποστεί βλάβη στον ελληνικό χώρο όχημα πελάτη της ξένης εταιρίας, μπορούν να εξυπηρετούν τα οχήματα αυτά με τη συνεργαζόμενη επιχείρηση οδικής βοήθειας οχημάτων που έχουν συνάψει σύμβαση, αποζημιώνοντας την κατά περιστατικό ή χρησιμοποιώντας γερανούς Δημοσίας Χρήσεως.»

4. Τα άρθρα 4 και 5 του ν. 3651/2008 καταργούνται.

5. Το άρθρο 6 του ν. 3651/2008, αναριθμείται σε 4, και αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«Άρθρο 4

Συνεργάτες οδικής βοήθειας οχημάτων

1. Οι συνεργάτες οδικής βοήθειας οχημάτων υποχρεούνται να διαθέτουν οι ίδιοι στους νομούς όπου δραστηριοποιούνται την οργάνωση, τον εξοπλισμό και το προσωπικό του άρθρου 2. Ο έλεγχος της λειτουργίας των συνεργατών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, ασκείται από τις κατά τόπους Διευθύνσεις Μεταφορών και Επικοινωνιών των Περιφερειών.

2. Ο συνεργάτης οδικής βοήθειας υποβάλλει στην αρμόδια Υπηρεσία Μεταφορών και Επικοινωνιών της Περιφέρειας αναγγελία έναρξης λειτουργίας συνοδευόμενη από τα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν τη συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων λειτουργίας του. Ο συνεργάτης εκδίδει τις άδειες κυκλοφορίας των φορτηγών του στο όνομά του πριν την πάροδο τριμήνου από την αναγγελία, αλλιώς η Υπηρεσία απαγορεύει την άσκηση της δραστηριότητας και ενημερώνει την αρμόδια αρχή της επιχείρησης οδικής βοήθειας.

3. Τα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν τη νόμιμη λειτουργία του συνεργάτη οδικής βοήθειας είναι τα εξής:

α) Για την επιχείρηση:

αα) Φωτοαντίγραφο Αστυνομικής ταυτότητας του ιδιοκτήτη όταν η επιχείρηση είναι φυσικό πρόσωπο ή καταστατικό και έγγραφο διορισμού νομίμου εκπροσώπου της επιχείρησης, προκειμένου για νομικό πρόσωπο.

ββ) Απόσπασμα ποινικού μητρώου γενικής χρήσης του φυσικού προσώπου ή του νομίμου εκπροσώπου από το οποίο να προκύπτει ότι δεν έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για τα εγκλήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 12,

γγ) Αντίγραφο της σύμβασης συνεργασίας που έχει συνάψει με επιχειρήσεις οδικής βοήθειας.

β) Για το Προσωπικό:

αα) Αντίγραφο ισχύουσας κατάστασης προσωπικού νομίμως κατατεθειμένης.

ββ) Πίνακας με κατανομή προσωπικού ανά περιοχή δραστηριοποίησης της επιχείρησης.

γ) Για τους σταθμούς παραμονής και μεταφόρτωσης:

αα) Συμφωνητικό μίσθωσης ή χρησιδανείου του χώρου ή συμβόλαιο ιδιοκτησίας.

ββ) Τοπογραφικό διάγραμμα υπογεγραμμένο και σφραγισμένο από αρμόδιο μηχανικό.

γγ) Κάτοψη των χώρων υπογεγραμμένη και σφραγισμένη από αρμόδιο μηχανικό.

δδ) Κατάσταση με τις ακριβείς διευθύνσεις και τα τηλέφωνα των σταθμών παραμονής και μεταφόρτωσης που διαθέτει η επιχείρηση.

δ) Για τα οχήματα:

αα) Αντίγραφα των αδειών κυκλοφορίας των οχημάτων μικτού βάρους άνω των 4 τόνων που διαθέτει

ββ) Πίνακας με τους αριθμούς πλαισίου ή τους αριθμούς κυκλοφορίας των οχημάτων άνω των τεσσάρων (4) τόνων που διαθέτει κατανεμημένα κατά περιοχή και υπεύθυνη δήλωση ότι η ελάχιστη προβλεπόμενη κατανομή των οχημάτων είναι συνεχής και σύμφωνη προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

4. Σε περίπτωση που υπάρχουν μεταβολές στα ανωτέρω δικαιολογητικά, εντός του μηνός Νοεμβρίου κάθε έτους υποβάλλεται υπεύθυνη δήλωση από το φυσικό πρόσωπο ή τον νόμιμο εκπρόσωπο του νομικού προσώπου με την οποία δηλώνονται οι όποιες μεταβολές.

5. Οι συνεργάτες υποχρεούνται να χρησιμοποιούν στα οχήματα οδικής βοήθειας και στους σταθμούς παραμονής και μεταφόρτωσης το διακριτικό τίτλο και τα σήματα που κατέχουν οι επιχειρήσεις οδικής βοήθειας, με τις οποίες συνεργάζονται, σύμφωνα με τη σύμβαση που έχει υπογραφεί μεταξύ τους.

6. Η παροχή οδικής βοήθειας από συνεργάτη επιτρέπεται είτε για λογαριασμό της επιχείρησης οδικής βοήθειας σύμφωνα με τη σύμβαση που έχει υπογραφεί μεταξύ τους, είτε μετά από κλήση για συγκεκριμένο περιστατικό.»

6. Το άρθρο 7 του ν. 3651/2008, αναριθμείται σε 5 και αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«Άρθρο 5

Επιχειρήσεις οδικής βοήθειας βαρέων οχημάτων

1. Οι επιχειρήσεις οδικής βοήθειας βαρέων οχημάτων ασφαλιστικές ή μη ασφαλιστικές, υποχρεούνται να διαθέτουν την οργάνωση που προβλέπεται στο άρθρο 2, εκτός από τα οχήματα της παραγράφου 2 αντί των οποίων πρέπει να διαθέτουν τουλάχιστον ένα (1) φορτηγό αυτοκίνητο άνω των δεκαεννέα (19) τόνων (πλατφόρμα, γερανοφόρο).

2. Σε περίπτωση που το έργο της επιχείρησης δεν περιορίζεται μόνο στην παροχή οδικής βοήθειας βαρέων οχημάτων, εφαρμόζονται οι λοιπές διατάξεις του παρόντος νόμου ανάλογα με το είδος της επιχείρησης.»

7. Στην παρ. 5 του άρθρου 8 του ν. 3651/2008, διαγράφονται όλα τα εδάφια πλην των δύο τελευταίων.

8. Στο άρθρο 11 του ν. 3651/2008, διαγράφεται η παράγραφος 2 και οι παράγραφοι 3 και 4 αναριθμούνται σε 2 και 3 αντίστοιχα.

9. Στον τίτλο του άρθρου 13 του ν. 3651/2008, η λέξη «χορήγηση αδειών» αντικαθίσταται από τις λέξεις «όροι λειτουργίας».

10. Στην παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 3651/2008, οι λέξεις «Οι άδειες οδικής βοήθειας, που προβλέπονται από τον παρόντα νόμο, δεν χορηγούνται» αντικαθίσταται από τις λέξεις «Απαγορεύεται η λειτουργία επιχείρησης οδικής βοήθειας ή συνεργάτη οδικής βοήθειας» και προστίθεται εδάφιο στο τέλος της παραγράφου 1 ως εξής «Με απόφαση του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών καθορίζεται η διαδικασία διακοπής της λειτουργίας σε περίπτωση συνδρομής της προϋπόθεσης του παραπάνω εδαφίου.».

11. Στην παρ. 2 του άρθρου 13 του ν. 3651/2008, οι λέξεις «νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων» αντικαθίσταται από τις λέξεις «Περιφερειακών Ενοτήτων».

12. Τα άρθρα 8, 9, 10, 11, 12 και 13 του ν. 3651/2008, αναριθμούνται σε 6, 7, 8, 9, 10 και 11 αντίστοιχα.

13. Το άρθρο 14 του ν. 3651/2008, αναριθμείται σε 12 και αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«Άρθρο 12

Κυρώσεις

1. Τιμωρούνται με διοικητικό πρόστιμο φυσικά ή νομικά πρόσωπα:

α) από δέκα χιλιάδες (10.000) έως πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, που προσφέρουν οδική βοήθεια οχημάτων χωρίς τη σχετική βεβαίωση νόμιμης λειτουργίας,

β) από πέντε χιλιάδες (5.000) έως δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ, που δηλώνουν ψευδή στοιχεία στις αρμόδιες υπηρεσίες,

γ) από δύο χιλιάδες (2.000) έως πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ οι συνεργάτες της παραγράφου 6 του άρθρου 1, που δηλώνουν ψευδή στοιχεία προς την επιχείρηση οδικής βοήθειας με την οποία έχουν συμβληθεί,

δ) από πέντε χιλιάδες (5.000) έως είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ και οριστική αφαίρεση της άδειας κυκλοφορίας του οχήματος για κάθε παράβαση της παραγράφου 4 του άρθρου 1,

ε) από πέντε χιλιάδες (5.000) έως είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ για κάθε παράβαση των διατάξεων του άρθρου 8,

στ) από πέντε χιλιάδες (5.000) έως είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ, οι επιχειρήσεις οδικής βοήθειας οιαδήποτε μορφής, καθώς και οι τυχόν συνεργάτες τους, εφόσον δεν εκπληρώνουν τις κατά νόμο υποχρεώσεις τους ή τις εκπληρώνουν κατά τρόπο πλημμελή.

2. Σε περίπτωση υποτροπής τα πρόστιμα της παραγράφου 1 διπλασιάζονται.

3. Τα διοικητικά πρόστιμα αποτελούν έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού και εισπράττονται κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ (ν.δ. 356/1974, Α΄ 90). Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υποδομών και Μεταφορών μπορεί να καθορίζονται λεπτομέρειες της διαδικασίας για την διαπίστωση των παραβάσεων, τον καταλογισμό, την επιβολή και είσπραξη των διοικητικών προστίμων και την απόδοσή τους στον κρατικό προϋπολογισμό, καθώς και μπορούν να καθορίζονται και άλλα αρμόδια όργανα για τη διαπίστωση των παραβάσεων.

4. Αρμόδιο όργανο για τη διαπίστωση και την επιβολή των παραπάνω διοικητικών κυρώσεων είναι ο οικείος Περιφερειάρχης ή η Τράπεζα της Ελλάδος προκειμένου για ασφαλιστική εταιρεία.»

14. Το άρθρο 15 του ν. 3651/2008, αναριθμείται σε 13.

15. Το άρθρο 16 του ν. 3651/2008, αναριθμείται σε 14.

16. Από τη δημοσίευση του παρόντος καταργούνται οι υπουργικές αποφάσεις Α7/οικ. 42961/3496/2008 (Β΄ 1632) και Α7/οικ. 69835/ 5832/2008 (Β΄ 2592). Οι επιχειρήσεις που ήδη λειτουργούν οφείλουν να προσαρμοστούν στις διατάξεις του παρόντος εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος.

 

Άρθρο 217

Κεντρικό Ηλεκτρονικό Σύστημα Παρακολούθησης Τεχνικών Έργων (Κ.Η.Σ.ΠΑ.Τ.Ε.)

1.α. Συνιστάται στη Γενική Γραμματεία Υποδομών (Γ.Γ.Υ.) του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών Κεντρικό Ηλεκτρονικό Σύστημα Παρακολούθησης Τεχνικών Έργων (Κ.Η.Σ.ΠΑ.Τ.Ε.) του συνόλου των ιδιωτικών και δημοσίων έργων. Σκοπός του παρόντος είναι η θέσπιση νομοθετικού πλαισίου εκσυγχρονισμού της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης μέσω της δημιουργίας ηλεκτρονικού συστήματος παρακολούθησης της παραγωγής έργων, με σκοπό τη διαφάνεια, την επιτάχυνση των διοικητικών διαδικασιών, την εξοικονόμηση δημοσίων πόρων και τον εξορθολογισμό του κόστους παραγωγής δημοσίων και ιδιωτικών έργων. Οι, κατά τις κείμενες διατάξεις, διοικητικές διαδικασίες συνεχίζουν να ισχύουν, όπως προβλέπονται σε αυτές, χωρίς να δημιουργούν περαιτέρω διοικητικό βάρος και νέες υποχρεώσεις ιδιωτών ή δημοσίου, απλώς επαναδιοργανώνουν μέσω του παρόντος ηλεκτρονικού συστήματος τη διαδικασία.

β. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται: α) στα δημόσια και ιδιωτικά έργα, που ανατίθενται από αναθέτουσες αρχές και φορείς του Βιβλίου Ι και ΙΙ του ν. 4412/ 2016 (Α΄ 147), από λοιπούς φορείς του δημοσίου τομέα της παραγράφου 1 α του άρθρου 14 του Κεφαλαίου Α΄ του Μέρους Β΄ του ν. 4270/2014 (Α΄ 143) και από ιδιώτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα και β) στα έργα παραχώρησης του ν. 4413/2016 (Α΄148).

γ. Για τους σκοπούς του παρόντος ως «δημόσιο έργο», «ιδιωτικό έργο», και «έργο παραχώρησης» νοείται το δημόσιο και ιδιωτικό έργο και το έργο παραχώρησης κατά τους ορισμούς της παρ.1 του άρθρου 118 του ν. 4472/2017 (Α΄ 74).

δ. Από τις διατάξεις του παρόντος εξαιρούνται:

A) Οι δημόσιες συμβάσεις που εμπίπτουν στους τομείς της Άμυνας και της Ασφάλειας του Μέρους Δεύτερου του ν. 3978/2011 (Α΄ 137) και οι δημόσιες συμβάσεις στις οποίες δεν εφαρμόζεται το Μέρος Δεύτερο του ν. 3978/2011 (Α΄137), σύμφωνα με το άρθρο 17 και το άρθρο 24 του εν λόγω νόμου.

Β) Οι συμβάσεις του άρθρου 346 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σ.Λ.Ε.Ε.), συμπεριλαμβανομένων και των συμβάσεων που συνάπτονται από τις Αρχές Εξωτερικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών και από την Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών και χαρακτηρίζονται ως απόρρητες ή η σύναψη και εκτέλεσή τους πρέπει να συνοδεύονται από ιδιαίτερα μέτρα ασφαλείας.

2. α. Στο Κ.Η.Σ.ΠΑ.Τ.Ε. καταχωρούνται σε ηλεκτρονική διαδικτυακή φόρμα για κάθε δημόσιο και ιδιωτικό έργο όλα τα επιμέρους στοιχεία που το προσδιορίζουν σε τεχνικό και οικονομικό επίπεδο από το σχετικό αίτημα προγραμματισμού μέχρι και την οριστική παραλαβή του για το δημόσιο έργο ή την ηλεκτροδότησή του για το ιδιωτικό έργο. Η καταχώρηση των στοιχείων στο Κ.Η.Σ.Π.Α.Τ.Ε. γίνεται είτε αυτομάτως μέσω της ηλεκτρονικής διασύνδεσης των ηλεκτρονικών συστημάτων της παρ. 3 είτε με την ηλεκτρονική μεταφόρτωση του εγγράφου, που αντικαθιστά τη τήρηση της έγγραφης διοικητικής διαδικασίας ή την υποχρέωση του πολίτη να προσέλθει στην αρμόδια διοικητική αρχή για τη διεκπεραίωση της υπόθεσής του.

β. Ενδεικτικά, καταχωρούνται μέσω της ηλεκτρονικής διασύνδεσης των ηλεκτρονικών συστημάτων της παραγράφου 3: ο κύριος του έργου, ο φορέας υλοποίησης, οι αναθέτουσες αρχές ή φορείς, ο αναθέτων ιδιώτης, η ομάδα μελέτης, το αντικείμενο και ο χρόνος απασχόλησης του κάθε μέλους της ομάδας μελέτης, η ομάδα επίβλεψης, το αντικείμενο και ο χρόνος απασχόλησης του κάθε μέλους της ομάδας επίβλεψης, η ομάδα τεχνικού συμβούλου, το αντικείμενο και ο χρόνος απασχόλησης του κάθε μέλους της ομάδας τεχνικού συμβούλου, οι συντελεστές παραγωγής του έργου (ανάδοχοι, κατασκευαστές, υπεργολάβοι, προμηθευτές, συνεργεία, μηχανήματα), οι συντελεστές διοίκησης του έργου (επιβλέποντες, διευθύνουσα υπηρεσία, προϊσταμένη αρχή κ.λπ.), η κατηγορία του, ο τίτλος, το φυσικό αντικείμενο (κατηγορία έργου και βασικά χαρακτηριστικά), ο χρονικός προγραμματισμός υλοποίησής του, το ιδιοκτησιακό καθεστώς, ο προϋπολογισμός του, η σύμβαση ανάθεσης του έργου, τα εγκεκριμένα στοιχεία της μελέτης, συμπεριλαμβανομένης και της μελέτης εφαρμογής και οποιαδήποτε τροποποίηση αυτών, οι εγκεκριμένοι λογαριασμοί (πιστοποιήσεις) και οι πληρωμές, αποφάσεις της διευθύνουσας υπηρεσίας και προϊσταμένης αρχής (εγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, παρατάσεις, εγκρίσεις επιμετρήσεων, πρωτόκολλα αφανών εργασιών, πρωτόκολλα κανονισμού τιμών μονάδων νέων εργασιών - Π.Κ.Τ.Μ.Ν.Ε., των Ανακεφαλαιωτικών Πινάκων, συμπληρωματικών συμβάσεων, αποφάσεις έκπτωσης κ.λπ.), οι διοικητικές πράξεις ελέγχου, οι διακοπές εργασιών και εν γένει όλα τα στοιχεία των περιπτ. α΄ έως και ζ΄ της παρ. 3 του άρθρου 45 του ν. 4412/2016. Η ηλεκτρονική βάση δεδομένων της παραγράφου 6 του άρθρου 45 του ν. 4412/2016, εμπεριέχεται στην ηλεκτρονική εφαρμογή του παρόντος. Οι χρήστες του συστήματος έχουν δικαίωμα πρόσβασης σε συγκεκριμένα δεδομένα του συστήματος, που αφορούν στο έργο, τα οποία τους διευκολύνουν στην παρακολούθηση της εξέλιξης της όλης διαδικασίας και τους ενημερώνουν για τυχόν αλλαγές αυτής, που καθορίζεται με την παράγραφο 7 του παρόντος.

γ. Στο ηλεκτρονικό σύστημα ο ανάδοχος δημοσίου έργου αναρτά τις τριμηνιαίες συνοπτικές ανακεφαλαιωτικές εκθέσεις του για την πορεία του έργου της παρ. 15 του άρθρου 138 του ν. 4412/2016, το περιεχόμενο των οποίων είναι ανάλογο των αντίστοιχων εκθέσεων της διευθύνουσας Υπηρεσίας της παρ. 8 του άρθρου 136 του ν. 4412/2016, καθώς επίσης τηρεί και το ημερολόγιο του έργου κατά το άρθρο 146 του ν. 4412/2016.

δ. Με απόφαση του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών, που εκδίδεται εντός εννέα (9) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, προσδιορίζονται οι τεχνικές λεπτομέρειες και τα ειδικότερα στοιχεία των προηγούμενων εδαφίων που εντάσσονται στο Κ.Η.Σ.ΠΑ.Τ.Ε.

3. Το Κ.Η.Σ.ΠΑ.Τ.Ε. για την αποτελεσματικότερη παρακολούθηση των τεχνικών έργων, σε όλα τα στάδια προγραμματισμού και υλοποίησής τους, διασυνδέεται λειτουργικά ιδίως: α) με την ηλεκτρονική εφαρμογή του τρόπου έκδοσης οικοδομικών αδειών του ν. 4495/2017 (Α΄ 167), από την οποία αντλούνται τα απαραίτητα στοιχεία για τα κτιριακά έργα, δημόσια και ιδιωτικά, β) με το Εθνικό Σύστημα Ηλεκτρονικών Δημοσίων Συμβάσεων (Ε.Σ.Η.ΔΗ.Σ.) και με το Κεντρικό Ηλεκτρονικό Μητρώο Δημοσίων Συμβάσεων (Κ.Η.Μ.Δ.Η.Σ.) των άρθρων 37 και 38 του ν. 4412/2016 (Α΄ 147), γ) με την εφαρμογή της Ηλεκτρονικής Ταυτότητας Κτιρίου του ν. 4495/2017 (Α΄ 167), δ) με την εφαρμογή Ηλεκτρονικoύ Συστήματος Καταγραφής, Λειτουργίας και Συντήρησης Δημοσίων και Ιδιωτικών Έργων κατά τις κείμενες διατάξεις, ε) με την εφαρμογή Κεντρικού Ηλεκτρονικού Συστήματος Αδειοδοτήσεων κατά τις κείμενες διατάξεις, στ) με την εφαρμογή του Ηλεκτρονικού μητρώου συντελεστών παραγωγής δημοσίων και ιδιωτικών τεχνικών έργων (ΜΗ.Τ.Ε.) του άρθρου 118 του ν. 4472/2017 (A΄ 74), ζ) με το σύστημα αμοιβών και το μητρώο μελών του Τ.Ε.Ε., η) με το πρόγραμμα Διαύγεια, θ) με το Μητρώο Δεσμεύσεων, ι) με τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων και τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών (σύστημα TAXIS) και ια) με τα συστήματα των φορέων που τα μέλη τους εγγράφονται στα μητρώα του άρθρου 118 του ν. 4472/2017 (Α΄ 74).

4. Η άντληση των στοιχείων μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων της προηγούμενης, γίνεται για τα δημόσια έργα με ευθύνη των αρμοδίων οργάνων της αναθέτουσας αρχής. Σε περίπτωση που δεν είναι εφικτή η διαλειτουργικότητα για τεχνικούς λόγους, η καταχώρηση γίνεται με την ηλεκτρονική μεταφόρτωση του εγγράφου που αντικαθιστά την τήρηση της έγγραφης διοικητικής διαδικασίας ή την υποχρέωση του πολίτη να προσέλθει στην αρμόδια διοικητική αρχή για τη διεκπεραίωση της υπόθεσής του.

5. Τα στοιχεία της εφαρμογής παραμετροποιούνται κατά τρόπο ώστε να είναι διαχειρίσιμα σε διάφορες κλίμακες εθνικού, περιφερειακού, ή τοπικού επιπέδου, καθώς και με κριτήρια τεχνικού αντικειμένου, γεωγραφικού προσδιορισμού, αναδόχου, αναθέτουσας αρχής ή φορέα, προϋπολογισμού ή οποιασδήποτε άλλης παραμέτρου αναζήτησης.

6. Μέσα σε διάστημα έξι (6) μηνών από την έναρξη λειτουργίας του Κ.Η.Σ.ΠΑ.Τ.Ε. καταχωρούνται, κατά προτεραιότητα, τα εν εξελίξει δημόσια έργα για τα οποία δεν έχει συντελεσθεί η οριστική παραλαβή και τα ιδιωτικά για τα οποία δεν έχει γίνει η ηλεκτροδότηση.

7. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών και των κατά περίπτωση αρμοδίων Υπουργών, που εκδίδεται εντός δώδεκα (12) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, ρυθμίζονται τα ειδικότερα τεχνικά ζητήματα που αφορούν στη λειτουργία και διαχείριση του Κ.Η.Σ.ΠΑ.Τ.Ε. και συγκεκριμένα οι όροι και τεχνικές λεπτομέρειες διασύνδεσής του με άλλες εφαρμογές, οι όροι και προϋποθέσεις πρόσβασης και χρήσης των πληροφοριών, οι παραμετροποιήσεις της παραγράφου 5, καθώς και κάθε άλλο θέμα συναφές με τα ανωτέρω.

8. Στις διαδικτυακές πύλες του συστήματος του παρόντος, τα θέματα ασφαλείας και προστασίας των προσωπικών δεδομένων αντιμετωπίζονται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 11 και 13 του Παραρτήματος Ι της ΥΑΠ/Φ.40.4/989/2012 (Β΄ 1301) «Κύρωση Πλαισίου Παροχής Υπηρεσιών Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης» στην οποία περιλαμβάνεται και η ασφαλής αποθήκευση του αρχειακού υλικού σε τουλάχιστον δύο διαφορετικά σημεία και με τα οριζόμενα στο π.δ. 25/2014 (Α΄ 44) «ηλεκτρονικό αρχείο και ψηφιοποίηση εγγράφων», ενώ διασφαλίζεται η προσβασιμότητα σε αυτά των ατόμων με ειδικές ανάγκες κατά τις διατάξεις του ν. 3979/2011 (Α΄ 138) «Για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση και λοιπές διατάξεις».

 

Άρθρο 218

Σώμα Ειδικών Επιμετρητών δημοσίων και ιδιωτικών έργων

1. Συνιστάται Σώμα Ειδικών Επιμετρητών δημοσίων και ιδιωτικών έργων για την επιβοήθηση διενέργειας των απαραίτητων κατά τις κείμενες διατάξεις επιμετρήσεων και συναφών προς αυτές υπηρεσιών δημοσίων έργων, καθώς και της προαιρετικής επιμέτρησης ιδιωτικού έργου, εφόσον το επιθυμεί ο αναθέτων.

2. Οι Ειδικοί Επιμετρητές Δημοσίων και Ιδιωτικών έργων εγγράφονται σε καταλόγους Σώματος Ειδικών Επιμετρητών δημοσίων και ιδιωτικών έργων που τηρούνται στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας (Τ.Ε.Ε.) και στο Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, κατόπιν αδειοδότησής τους, που πραγματοποιείται μετά την παρακολούθηση σχετικών σεμιναρίων και επιτυχούς συμμετοχής σε εξετάσεις που διενεργούνται στο Τ.Ε.Ε.

3. Με απόφαση του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών, μετά από γνώμη των νομικών προσώπων της παραγράφου 2, που εκδίδεται εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος, καθορίζονται τα απαραίτητα προσόντα, όπως ιδίως η απαιτούμενη εμπειρία, οι κανόνες και οι αρχές που διέπουν το έργο τους, η διάρκεια των απαραίτητων σεμιναρίων της παραγράφου 2, ο τρόπος και η διαδικασία αξιολόγησής τους, τα κριτήρια κατηγοριοποίησής τους για την επιλογή τους μέσω ηλεκτρονικής κλήρωσης, οι ιδιότητες που είναι ασυμβίβαστες με το έργο τους, τα όργανα επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση μη εφαρμογής των σχετικών με το έργο τους διατάξεων, η αμοιβή για την παροχή των υπηρεσιών τους η οποία βαρύνει την αναθέτουσα αρχή, το είδος της σύμβασης μεταξύ των Ειδικών Επιμετρητών και της αναθέτουσας αρχής, καθώς και κάθε άλλο θέμα σχετικό με τα ανωτέρω. Εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών μετά από την έκδοση της Υπουργικής απόφασης, τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 2 συγκροτούν το Σώμα Ειδικών Επιμετρητών.

4. Ειδικά για συγχρηματοδοτούμενα από το ΕΣΠΑ έργα ύδρευσης, αποχέτευσης και επεξεργασίας λυμάτων και διαχείρισης στερεών αποβλήτων, όταν η αξία σύμβασης είναι ανώτερη του ποσού των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ, και αναθέτουσα αρχή ή αναθέτων φορέας είναι δήμος με πληθυσμό έως δέκα χιλιάδες (10.000) κατοίκους ή νομικό πρόσωπο αυτού, με αρμοδιότητα υλοποίησης έργων των ανωτέρω κατηγοριών η επιλογή ειδικού επιμετρητή είναι υποχρεωτική. Η επιλογή ειδικού επιμετρητή είναι υποχρεωτική και για τα έργα του προηγούμενου εδαφίου που κατά την έναρξη λειτουργίας του Σώματος έχουν ανεκτέλεστο τμήμα σύμβασης ανώτερο των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ.

 

Άρθρο 219

Η προθεσμία του άρθρου 31 του ν. 4474/2017 (Α΄ 80) περί προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2376 και άλλες διατάξεις, παρατείνεται έως την 30ή Απριλίου 2018 και στους υπαλλήλους- εξεταστές υποψηφίων οδηγών και οδηγών θα καταβάλλεται μηνιαία αποζημίωση, όπως αυτή έχει καθορισθεί στην κ.υ.α. 75186/10428/15.11.2016 (Β΄4080).

 

Άρθρο 219Α

Επιτρέπεται στα τουριστικά γραφεία και στα γραφεία ενοικιάσεως αυτοκινήτων, όπως ορίζονται στις περιπτώσεις γ΄ και δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 4276/2014 (Α΄ 155), και σε εταιρείες και συνεταιρισμούς Επιβατηγών Δημόσιας Χρήσης Αυτοκινήτων, που έχουν συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 6 του ν. 3109/2003 (Α` 38) και το άρθρο 87 του ν. 4070/2012 (Α΄ 82), η ολική εκμίσθωση με οδηγό μέσω προκρατήσεως με αντίστοιχη σύμβαση ελαχίστου διάρκειας τριών (3) ωρών, Επιβατηγών Ιδιωτικής Χρήσης (Ε.Ι.Χ.) Αυτοκινήτων απαγορευομένης της μεταφοράς επιβατών με κόμιστρο με τα αυτοκίνητα αυτά.

 

Άρθρο 219Β

Τροποποίηση του άρθρου δεύτερου του ν. 4388/2016 (Α΄ 93)

Μετά το τέλος της παραγράφου 13 του άρθρου δεύτερου του ν. 4388/2016 (Α΄ 93) προστίθεται παράγραφος 14 ως ακολούθως:

«14. Η συσταθείσα με το π.δ. 123/2017 «Οργανισμός του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών» (Α΄ 210) Ειδική Υπηρεσία Δημοσίων Έργων Κατασκευής Συγκοινωνιακών Έργων με Σύμβαση Παραχώρησης (ΕΥΔΕ/ ΚΣΕΣΠ), ασκεί τα καθήκοντα και υποχρεώσεις της Αναθέτουσας Αρχής έως την κατακύρωση και υπογραφή της υπό δημοπράτηση σύμβασης για την εγκατάσταση πλήρους ηλεκτρονικού συστήματος αναλογικής χρέωσης διοδίων τελών, δορυφορικής τεχνολογίας με οπτική αναγνώριση, καθώς και σε κάθε άλλη συναφθείσα ή προς σύναψη σύμβαση αναγκαίας υποστηρικτικής δράσης στα πλαίσια της υπόψη δημοπράτησης και για το ίδιο χρονικό διάστημα.».

 

ΤΜΗΜΑ ΣΤ΄

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΨΗΦΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ, ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ

ΑΔΕΙΟΔΟΤΗΣΗ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΩΝ ΣΤΑΘΜΩΝ ΕΠΙΓΕΙΑΣ ΨΗΦΙΑΚΗΣ

ΕΥΡΥΕΚΠΟΜΠΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΛΗΨΗΣ

 

Άρθρο 220

Έννοια και λειτουργία ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών επίγειας ψηφιακής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης

1. Η λειτουργία των ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών που μεταδίδουν το πρόγραμμά τους σε ελεύθερη λήψη μέσω επίγειας ψηφιακής ευρυεκπομπής, υπόκειται σε αδειοδότηση, η οποία γίνεται κατόπιν διαγωνιστικής διαδικασίας μέσω δημοπρασίας. Η διαδικασία αδειοδότησης διενεργείται από το Ε.Σ.Ρ., το οποίο εκδίδει τη σχετική προκήρυξη.

2. Oι άδειες διακρίνονται σε εθνικής και περιφερειακής εμβέλειας. Εθνικής εμβέλειας είναι οι άδειες που καλύπτουν πληθυσμιακά την επικράτεια και περιφερειακής εμβέλειας οι άδειες που καλύπτουν πληθυσμιακά τις Περιοχές Απονομής, όπως καθορίζονται με τον εκάστοτε ισχύοντα Χάρτη Συχνοτήτων επίγειας ψηφιακής ραδιοφωνικής ευρυεκπομπής.

3. Οι ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί επίγειας ψηφιακής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης διακρίνονται αναλόγως του χαρακτήρα του προγράμματός τους σε ενημερωτικούς και μη ενημερωτικούς και βάσει αυτού αδειοδοτούνται αντιστοίχως.

 

Άρθρο 221

Πλαίσιο διαδικασίας αδειοδότησης

1. Η διενέργεια και η ολοκλήρωση της διαδικασίας αδειοδότησης του παρόντος νόμου γίνεται σύμφωνα με τον εκάστοτε ισχύοντα Χάρτη Συχνοτήτων επίγειας ψηφιακής ραδιοφωνικής ευρυεκπομπής.

2. Ο Χάρτης Συχνοτήτων επίγειας ψηφιακής ραδιοφωνικής ευρυεκπομπής της παραγράφου 1 εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 9 και 10 του άρθρου 13 του ν. 3592/2007 (Α΄ 61), όπως ισχύει.

3. Για τη χορήγηση δικαιωμάτων χρήσης ραδιοσυχνοτήτων επίγειας ψηφιακής ραδιοφωνικής ευρυεκπομπής ισχύουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 13 του ν. 3592/ 2007 (Α΄ 61).

4. Με απόφαση του Υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, μετά από σύμφωνη γνώμη του Ε.Σ.Ρ. και δημόσια διαβούλευση, καθορίζεται ο αριθμός των δημοπρατούμενων αδειών ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών επίγειας ψηφιακής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης ανά κατηγορία εμβέλειας (εθνικής και περιφερειακής) και προγράμματος (ενημερωτικού ή μη ενημερωτικού).

5. H τιμή εκκίνησης των δημοπρατούμενων αδειών ανά κατηγορία εμβέλειας και προγράμματος, καθώς και ανά Περιοχή Απονομής, καθορίζεται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, μετά από σύμφωνη γνώμη του Ε.Σ.Ρ.

6. Η χρονική διάρκεια των αδειών ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών επίγειας ψηφιακής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης είναι δέκα (10) έτη από την ημερομηνία της έκδοσής τους.

7. Η διαδικασία της αδειοδότησης μέσω δημοπρασίας διεξάγεται με την έκδοση προκήρυξης από το Ε.Σ.Ρ., σύμφωνα με τους όρους του παρόντος. Προκηρύξεις από το Ε.Σ.Ρ. είναι δυνατό να εκδίδονται ξεχωριστά ανά κατηγορία αδειών.

8. Οι υποψήφιοι για τη χορήγηση άδειας ιδιωτικού ραδιοφωνικού σταθμού επίγειας ψηφιακής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης υποχρεούνται να δηλώσουν με την κατατεθείσα αίτηση συμμετοχής τους στη διαδικασία αδειοδότησης την εμβέλεια για την οποία ζητούν να τους χορηγηθεί η άδεια (εθνική ή περιφερειακή) και το είδος προγράμματος (ενημερωτικού ή μη ενημερωτικού).

 

Άρθρο 222

Προϋποθέσεις συμμετοχής - Νομική μορφή υποψηφίων

1. Δικαίωμα συμμετοχής στη διαδικασία αδειοδότησης που διεξάγεται μέσω δημοπρασίας έχουν:

α) Κεφαλαιουχικές εταιρίες οποιασδήποτε μορφής της ημεδαπής ή κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ε.Ο.Χ., οι οποίες δραστηριοποιούνται στον τομέα των μέσων ενημέρωσης και έχουν ως εταιρικό σκοπό την λειτουργία ιδιωτικού ραδιοφωνικού σταθμού επίγειας ψηφιακής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης.

β) Οι επιχειρήσεις των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), με ειδικό σκοπό την λειτουργία ιδιωτικού ραδιοφωνικού σταθμού επίγειας ψηφιακής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης και έδρα εντός της Περιοχής Απονομής, για την οποία προκηρύσσονται οι αντίστοιχες άδειες. Για τη σύσταση, την οργάνωση και τη λειτουργία των επιχειρήσεων αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 3463/2006 (Α΄ 114), όπως ισχύει, τηρουμένων των διατάξεων του ν. 3852/2010 (Α΄ 87).

γ) Κοινοπραξίες, που δραστηριοποιούνται αποκλειστικά στον τομέα των μέσων ενημέρωσης και έχουν ως εταιρικό σκοπό την λειτουργία ιδιωτικού ραδιοφωνικού σταθμού επίγειας ψηφιακής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης. Το κοινοπρακτικό έγγραφο σύστασης κατατίθεται κατά την υποβολή της υποψηφιότητας. Σε περίπτωση που χορηγηθεί άδεια ιδιωτικού ραδιοφωνικού σταθμού επίγειας ψηφιακής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης σε κοινοπραξία, τα μέλη της οφείλουν, μετά την ανάδειξή της ως αδειούχου, να συστήσουν εταιρία, να την υποβάλουν στις προβλεπόμενες κατά νόμο διατυπώσεις δημοσιότητας και να καταθέσουν τα σχετικά έγγραφα, εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την χορήγηση της άδειας λειτουργίας. Εταίροι της συσταθησόμενης, από τα μέλη της κοινοπραξίας, εταιρίας μπορούν να είναι μόνο όσοι συμμετείχαν στην υποψηφιότητα, κατά την υποβολή της.

2. Οι υποψήφιοι οφείλουν, με την αίτηση συμμετοχής τους, να συνυποβάλουν τα προβλεπόμενα νομιμοποιητικά έγγραφα που αποδεικνύουν τη σύσταση της εταιρίας ή της κοινοπραξίας και των μελών αυτής, καθώς και κάθε άλλο σχετικό έγγραφο που καθορίζεται με την προκήρυξη του Ε.Σ.Ρ.

 

Άρθρο 223

Εταιρικό κεφάλαιο υποψηφίων

1. Το ελάχιστο καταβεβλημένο εταιρικό κεφάλαιο των υποψηφίων για τη χορήγηση άδειας ιδιωτικού ραδιοφωνικού σταθμού επίγειας ψηφιακής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης, καθορίζεται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης ανάλογα με την κατηγορία εμβέλειας και προγράμματος, μετά από σύμφωνη γνώμη του Ε.Σ.Ρ.

2. Οι υποψήφιοι των οποίων το καταβεβλημένο κεφάλαιο, στο σύνολο του ή μερικώς, δεν αντιστοιχεί στο ελάχιστο απαιτούμενο κατά τα ως άνω κεφάλαιο, υποχρεούνται να προσκομίσουν με την υποψηφιότητά τους εγγυητική επιστολή για το συνολικό ή το υπολειπόμενο ποσό, η οποία προέρχεται από αναγνωρισμένο τραπεζικό ή πιστωτικό ίδρυμα ή άλλο νομικό πρόσωπο, που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ε.Ο.Χ. και έχει το δικαίωμα έκδοσης εγγυητικών επιστολών, σύμφωνα με τη νομοθεσία των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ε.Ο.Χ. Με την προκήρυξη του Ε.Σ.Ρ. καθορίζονται οι λεπτομέρειες έκδοσης, τύπου, διάρκειας, υποβολής, επιστροφής και κατάπτωσης της ως άνω εγγυητικής επιστολής.

3. Οι υποψήφιοι οφείλουν, με την αίτηση συμμετοχής τους, να συνυποβάλουν τα κατά νόμο έγγραφα που πιστοποιούν την καταβολή του εταιρικού κεφαλαίου σε μετρητά καθώς και κάθε άλλο σχετικό έγγραφο που καθορίζεται με την προκήρυξη του Ε.Σ.Ρ.

 

Άρθρο 224

Ιδιοκτησιακό καθεστώς υποψηφίων

1. Οι εταιρίες που υποβάλλουν αίτηση είτε αυτοτελώς είτε ως μέλη κοινοπραξίας για χορήγηση άδειας ιδιωτικού ραδιοφωνικού σταθμού επίγειας ψηφιακής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης, καθώς και οι συμμετέχουσες σε αυτές εταιρίες, ανήκουν σε τελικό βαθμό σε φυσικά πρόσωπα. Εφόσον οι ανωτέρω εταιρίες είναι ανώνυμες, οι μετοχές τους είναι ονομαστικές στο σύνολό τους μέχρι φυσικού προσώπου.

2. Οι υποψήφιοι οφείλουν, με την αίτηση συμμετοχής τους, να συνυποβάλουν έγγραφα που αποδεικνύουν τη σύνθεση του εταιρικού ή μετοχικού κεφαλαίου τους και το ποσοστό συμμετοχής του κάθε εταίρου ή μετόχου μέχρι φυσικού προσώπου, καθώς και κάθε άλλο έγγραφο που σχετίζεται με το ιδιοκτησιακό καθεστώς των υποψηφίων και την τήρηση των ως άνω προϋποθέσεων, όπως καθορίζεται με την προκήρυξη του Ε.Σ.Ρ. Στην περίπτωση ανωνύμων εταιριών που δεν προβλέπεται υποχρέωση ονομαστικοποίησης των μετοχών κατά το δίκαιο της χώρας στην οποία έχουν την έδρα τους, προσκομίζεται σχετική βεβαίωση από αρμόδια αρχή της χώρας αυτής, εφόσον υπάρχει σχετική πρόβλεψη, διαφορετικά προσκομίζεται υπεύθυνη δήλωση του υποψηφίου. Η υποχρέωση ονομαστικοποίησης μέχρι φυσικού προσώπου δεν ισχύει για τις μετοχές των εισηγμένων στα Χρηματιστήρια των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.) εταιριών.

 

Άρθρο 225

Αρνητικές προϋποθέσεις - Ασυμβίβαστες ιδιότητες - Πόθεν έσχες υποψηφίων

1. Οι εταίροι ή οι μέτοχοι, οι νόμιμοι εκπρόσωποι των εταιριών που συμμετέχουν στη διαδικασία αδειοδότησης καθώς και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου σε περίπτωση που η αίτηση υποβάλλεται από ανώνυμη εταιρία, πρέπει να μην έχουν καταδικαστεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, για δωροδοκία, απάτη, τρομοκρατικά εγκλήματα ή εγκλήματα συνδεόμενα με τρομοκρατικές δραστηριότητες, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 57 παρ. 1 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ, όπως ισχύει και η οποία έχει ενσωματωθεί στο εσωτερικό δίκαιο με το άρθρο 73 του ν. 4412/2016. Επίσης δεν θα πρέπει να έχουν καταδικαστεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση για κακούργημα και σε οποιαδήποτε ποινή για υπεξαίρεση, εκβίαση, πλαστογραφία, ψευδορκία και δόλια χρεωκοπία. Το Ε.Σ.Ρ. στο πλαίσιο της διαδικασίας αδειοδότησης οφείλει να ζητά και να λαμβάνει αντίγραφα ποινικού μητρώου για τα πρόσωπα που έχουν τις ως άνω ιδιότητες είτε από τους υποψηφίους είτε από τις αρμόδιες αρχές.

2. Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο συμμετοχή των άνω προσώπων σε επιχειρήσεις ερευνών της ραδιοτηλεοπτικής αγοράς και σε διαφημιστικές επιχειρήσεις, τα πρόσωπα δε αυτά οφείλουν, προκειμένου να αποδείξουν τη συνδρομή της προϋπόθεσης αυτής, να προσκομίσουν αντίστοιχες υπεύθυνες δηλώσεις, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής τους ή των νομίμων εκπροσώπων τους από αρμόδια αρχή, όπως καθορίζεται ειδικότερα με την προκήρυξη του Ε.Σ.Ρ. Οι υποβληθείσες δηλώσεις θα ελέγχονται μέσω των στοιχείων του Μητρώου Διαφάνειας που τηρεί το Ε.Σ.Ρ.

3. Οι εταιρίες και οι μέτοχοι ή οι εταίροι των εταιριών που συμμετέχουν στη διαδικασία αδειοδότησης, υπόκεινται σε έλεγχο για τη διαφάνεια του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των επιχειρήσεων Μ.Μ.Ε. που λειτουργούν στην ημεδαπή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 του ν. 3592/2007, τηρουμένων των ενωσιακών κανόνων για την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και την ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών. Οι εν λόγω εταίροι ή μέτοχοι πρέπει να είναι πραγματικοί δικαιούχοι των οικονομικών μέσων που διέθεσαν για τη συμμετοχή τους στο κεφάλαιο της υποψήφιας εταιρίας, συμπεριλαμβανομένων και των δανείων που αποκτήθηκαν από αναγνωρισμένους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Τα οικονομικά μέσα που διέθεσαν οι μέτοχοι ή οι εταίροι για τη συμμετοχή τους στο κεφάλαιο της υποψήφιας εταιρίας δεν επιτρέπεται να αποτελούν προϊόν εγκληματικής δραστηριότητας, κατά την έννοια της παραγράφου 1, που διαπιστώνεται με δικαστική απόφαση που έχει ισχύ δεδικασμένου, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 3 του ν. 3414/2005 (Α΄ 279).

4. Η αίτηση για τη χορήγηση άδειας συνοδεύεται από στοιχεία, τα οποία αποδεικνύουν τον τρόπο απόκτησης των οικονομικών μέσων που διατέθηκαν ή προγραμματίζεται να διατεθούν για τη λειτουργία του ιδιωτικού ραδιοφωνικού σταθμού από την υποψήφια εταιρία και τους εταίρους ή μετόχους της. Τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για τον ανωτέρω έλεγχο προσδιορίζονται με την προκήρυξη του Ε.Σ.Ρ.

 

Άρθρο 226

Τεχνολογικός εξοπλισμός

1. Οι υποψήφιοι προς αδειοδότηση οφείλουν να διαθέτουν κατάλληλο τεχνολογικό εξοπλισμό που τους εξασφαλίζει την άρτια και υψηλή τεχνική εκπομπή του προγράμματός τους και τη μεταφορά του σήματός τους στις εγκαταστάσεις του παρόχου δικτύου.

2. Για το σύνολο του εγκατεστημένου τεχνολογικού εξοπλισμού οι υποψήφιοι υποχρεούνται να τηρούν τους εκάστοτε ισχύοντες κανονισμούς ηλεκτρομαγνητικής συμβατότητας της Διεθνούς Ένωσης Τηλεπικοινωνιών (International Telecommunication Union - ITU) και τους σχετικούς κανόνες ασφάλειας του προσωπικού.

3. Οι υποψήφιοι προς αδειοδότηση υποχρεούνται να υποβάλουν υπεύθυνη δήλωση με την οποία βεβαιώνουν ότι εντός χρονικού διαστήματος έξι (6) μηνών από τη χορήγηση της άδειας θα διαθέτουν τον τεχνολογικό εξοπλισμό της παραγράφου 1.

 

Άρθρο 227

Περιεχόμενο μεταδιδόμενου προγράμματος

1. Η διάρκεια του προγράμματος που υποχρεούται να μεταδίδει ημερησίως ο υποψήφιος προς αδειοδότηση ραδιοφωνικός σταθμός πρέπει να καλύπτει το σύνολο του εικοσιτετραώρου.

2. Η κύρια γλώσσα μετάδοσης είναι η ελληνική.

3. Το ελάχιστο περιεχόμενο του προγράμματος ενημερωτικού σταθμού, περιλαμβάνει:

α) Καθημερινά τακτά πρωτότυπα δελτία ειδήσεων, συνολικής ημερήσιας διάρκειας τουλάχιστον εξήντα (60) λεπτών, εκ της οποίας, ως προς τους σταθμούς περιφερειακής εμβέλειας, ποσοστό τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) αφορά σε θέματα τοπικού ενδιαφέροντος, που αφορούν το σύνολο των γεωγραφικών και διοικητικών ενοτήτων που καλύπτει ο σταθμός.

β) Είκοσι πέντε (25) τουλάχιστον ώρες εβδομαδιαίως ενημερωτικών εκπομπών και σχολιασμού της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής επικαιρότητας (ελληνικής και διεθνούς), εκ των οποίων, ως προς τους σταθμούς περιφερειακής εμβέλειας, ποσοστό τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) αφορά σε θέματα τοπικού ενδιαφέροντος, που αφορούν το σύνολο των γεωγραφικών και διοικητικών ενοτήτων που καλύπτει ο σταθμός.

4. Το ελάχιστο περιεχόμενο του προγράμματος μη ενημερωτικού σταθμού, περιλαμβάνει θεματολογία του ειδικού προσανατολισμού του σταθμού.

5. Με την προκήρυξη του Ε.Σ.Ρ. καθορίζονται τα απαιτούμενα δικαιολογητικά έγγραφα που υποχρεούνται να υποβάλουν οι υποψήφιοι προς απόδειξη των ανωτέρω προϋποθέσεων ανά κατηγορία εμβέλειας και προγράμματος.

6. Οι υποψήφιοι προς αδειοδότηση υποχρεούνται να υποβάλουν υπεύθυνη δήλωση με την οποία βεβαιώνουν ότι εντός χρονικού διαστήματος έξι (6) μηνών από τη χορήγηση της άδειας θα μεταδίδουν το κατά τις ανωτέρω διακρίσεις πρόγραμμα.

 

Άρθρο 228

Οικονομική βιωσιμότητα

1. Οι υποψήφιοι προς αδειοδότηση πρέπει να είναι οικονομικά βιώσιμοι, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στην εκ του άρθρου 15 παράγραφος 2 του Συντάγματος αποστολή για την παροχή υψηλού επιπέδου ραδιοφωνικών υπηρεσιών, διασφαλίζοντας την ποιότητα, την πολυφωνία και την αντικειμενικότητα στην ενημέρωση.

2. Η οικονομική βιωσιμότητα των υποψηφίων προς αδειοδότηση αποδεικνύεται από το επιχειρησιακό τους σχέδιο, με βάση την οικονομοτεχνική μελέτη βιωσιμότητας της επιχείρησής τους για τα έτη της χρονικής διάρκειας ισχύος της άδειας, που αξιολογείται ως προς την αξιοπιστία του και την αποδοτικότητα της σχεδιαζόμενης επένδυσης. Η οικονομοτεχνική μελέτη βιωσιμότητας περιλαμβάνει την προσδοκώμενη ακροαματικότητα, τις προβλεπόμενες λειτουργικές δαπάνες, τα προσδοκώμενα έσοδα, την προβλεπόμενη κερδοφορία, την αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων και τις ταμειακές ροές.

3. Με την προκήρυξη του Ε.Σ.Ρ. εξειδικεύονται τα κριτήρια και οι παράμετροι, βάσει των οποίων αξιολογείται η βιωσιμότητα των υποψηφίων, η αποδοτικότητα και η αξιοπιστία της σχεδιαζόμενης επένδυσης, καθορίζονται όλα τα σχετικά δικαιολογητικά έγγραφα που πρέπει να προσκομίσουν οι υποψήφιοι προς αδειοδότηση, κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

 

Άρθρο 229

Λοιποί όροι συμμετοχής

1. Οι υποψήφιοι προς αδειοδότηση και οι εταίροι ή μέτοχοι των υποψηφίων δεν πρέπει να τελούν υπό πτώχευση ή πτωχευτικό συμβιβασμό ή να έχουν υπαχθεί στην προπτωχευτική διαδικασία του άρθρου 99 του Πτωχευτικού Κώδικα ή ανάλογη διαδικασία προβλεπόμενη από το δίκαιο της χώρας στην οποία έχουν την έδρα τους, ούτε να τελούν υπό εκκαθάριση και υπό αναγκαστική διαχείριση.

2. Οι υποψήφιοι προς αδειοδότηση, οι εταίροι ή μέτοχοι των υποψηφίων και οι νόμιμοι εκπρόσωποι των υποψηφίων, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησής τους, πρέπει να είναι ασφαλιστικά, φορολογικά και τραπεζικά ενήμεροι.

3. Οι υποψήφιοι προς αδειοδότηση δεν πρέπει να εμπίπτουν στην απαγόρευση συγκέντρωσης ελέγχου που προβλέπεται στα άρθρα 3 και 5 του ν. 3592/2007.

4. Με την προκήρυξη του Ε.Σ.Ρ. καθορίζονται όλα τα δικαιολογητικά έγγραφα που πρέπει να προσκομίσουν οι υποψήφιοι προς αδειοδότηση, προκειμένου να αποδείξουν τη συνδρομή των ανωτέρω οριζομένων στις παραγράφους 1 έως 3, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των άρθρων αυτών.

5. Οι υποψήφιοι προς αδειοδότηση οφείλουν να καταβάλουν για την εξέταση της υποψηφιότητάς τους παράβολο του Ελληνικού Δημοσίου, το ποσό του οποίου καθορίζεται με την προκήρυξη. Σε περίπτωση που δεν υποβληθεί το σχετικό παράβολο η αίτηση συμμετοχής του υποψηφίου δεν γίνεται δεκτή.

6. Οι υποψήφιοι προς αδειοδότηση, με την υποβολή αίτησης συμμετοχής τους στη διαδικασία, αποδέχονται ανεπιφύλακτα όλους τους όρους της προκήρυξης και δηλώνουν ότι αποδέχονται όλους τους όρους της δημοπρασίας και της άδειας που θα τους χορηγηθεί.

 

Άρθρο 230

Όροι Προκήρυξης Ε.Σ.Ρ.

1. Η διαδικασία αδειοδότησης των ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών επίγειας ψηφιακής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης αρχίζει με τη δημοσίευση της σχετικής προκήρυξης από το Ε.Σ.Ρ.

2. Στην προκήρυξη καθορίζονται οι όροι και η διαδικασία χορήγησης των αδειών και ειδικότερα κατ’ ελάχιστον τα εξής:

α) Ο αριθμός των προκηρυσσόμενων αδειών ανά κατηγορία εμβέλειας.

β) Η κατηγορία του προγράμματος που αφορούν οι προκηρυσσόμενες άδειες.

γ) Η χρονική διάρκεια της άδειας.

δ) Η προθεσμία υποβολής των αιτήσεων.

ε) Το χρονοδιάγραμμα, τα στάδια και ο τρόπος διενέργειας της διαδικασίας χορήγησης των αδειών μέσω της δημοπρασίας.

στ) Η τιμή εκκίνησης των δημοπρατούμενων αδειών.

ζ) Οι προϋποθέσεις συμμετοχής των υποψηφίων στη διαδικασία τόσο της προεπιλογής όσο και της τελικής φάσης της δημοπρασίας και η διαδικασία ελέγχου της συνδρομής αυτών.

η) Τα έγγραφα που απαιτείται να υποβάλλουν οι υποψήφιοι προκειμένου να αποδείξουν τη συνδρομή των προβλεπόμενων από τον παρόντα νόμο θετικών και αρνητικών προϋποθέσεων, βάσει των οποίων θα γίνει η προεπιλογή τους για να αποκτήσουν το δικαίωμα συμμετοχής στην τελική φάση της δημοπρασίας.

θ) Ο τρόπος ανακήρυξης των αδειούχων και οι υποχρεώσεις αυτών.

3. Προκηρύξεις από το Ε.Σ.Ρ. είναι δυνατόν να εκδίδονται ξεχωριστά ανά κατηγορία αδειών, καθώς και ανά Περιοχή Απονομής. Το πλήρες κείμενο της προκήρυξης στην ελληνική και στην αγγλική γλώσσα αναρτάται στην ιστοσελίδα του Ε.Σ.Ρ. και της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

4. Η συμμετοχή στη διαδικασία χορήγησης αδειών ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών επίγειας ψηφιακής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης συνεπάγεται πλήρη αποδοχή των όρων της σχετικής προκήρυξης και δεν είναι επιτρεπτή η συμμετοχή με επιφύλαξη ή υπό αίρεση. Όλα τα στοιχεία, που υποβάλλονται στο πλαίσιο της διαδικασίας χορήγησης αδειών, θεωρούνται δεσμευτικά για τους υποψήφιους καθ΄ όλη τη διάρκεια της διαγωνιστικής διαδικασίας μέχρι την ανακήρυξη υπερθεματιστή συμπεριλαμβανομένων των υποβαλλόμενων οικονομικών προσφορών.

 

Άρθρο 231

Προεπιλογή αιτήσεων συμμετοχής

1. Το Ε.Σ.Ρ. εξετάζει στο στάδιο της προεπιλογής τις αιτήσεις συμμετοχής των υποψηφίων και τα δικαιολογητικά έγγραφα που τις συνοδεύουν προκειμένου να διαπιστώσει τη συνδρομή των θετικών και των αρνητικών προϋποθέσεων του δικαιώματος συμμετοχής στη δημοπρασία (ανά κατηγορία εμβέλειας και προγράμματος), όπως αυτές ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 222 έως και 229. Ακολούθως το Ε.Σ.Ρ. συντάσσει κατάλογο των υποψηφίων που πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις συμμετοχής στην κάθε δημοπρασία, καθώς και εκείνων οι οποίοι αποκλείονται της περαιτέρω συμμετοχής τους στη διαδικασία αυτή. Οι κατάλογοι αυτοί αναρτώνται στην ιστοσελίδα του Ε.Σ.Ρ. και ταυτόχρονα ενημερώνονται και οι υποψήφιοι με συστημένη επιστολή.

2. Το Ε.Σ.Ρ. μπορεί να καλέσει τους υποψήφιους να υποβάλουν συμπληρωματικές πληροφορίες ή διευκρινίσεις σχετικά με τα ήδη υποβληθέντα δικαιολογητικά έγγραφα.

3. Κατόπιν της κοινοποίησης του καταλόγου των προεπιλεγέντων που συμμετέχουν στην κάθε δημοπρασία, το Ε.Σ.Ρ. αποστέλλει προς καθένα από αυτούς δελτίο συμμετοχής στη δημοπρασία, με το οποίο τους γνωστοποιεί την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δημοπρασίας, καθώς και το σχετικό πρόγραμμά της.

4. Συμμετέχοντες οι οποίοι αποκλείονται από την προεπιλογή έχουν δικαίωμα υποβολής ένστασης στο Ε.Σ.Ρ.

Η προθεσμία υποβολής ένστασης καθώς και η προθεσμία εντός της οποίας το Ε.Σ.Ρ. υποχρεούται να κρίνει

επ΄ αυτής, καθορίζονται με την προκήρυξη.

5. Εφόσον ο αριθμός των προεπιλεγέντων είναι ίσος ή μικρότερος του αριθμού των προκηρυσσόμενων αδειών, το τίμημα που καταβάλουν οι υπερθεματιστές ισούται με την τιμή εκκίνησης.

 

Άρθρο 232

Διαδικασία δημοπρασίας

1. Η διεξαγωγή της δημοπρασίας γίνεται μέσω διαδικασίας πολλαπλών γύρων με αυξανόμενο τίμημα επί της, σύμφωνα με το άρθρο 221 παράγραφος 4, καθοριζόμενης τιμής εκκίνησης. Η διεξαγωγή της δημοπρασίας αρχίζει από την ημερομηνία εκκίνησής της και ολοκληρώνεται την ημερομηνία ανακήρυξης των υπερθεματιστών αδειούχων. Η διάρκεια του κάθε γύρου, ο καθορισμός της προσαύξησης της τιμής προσφοράς ανά γύρο, οι υποχρεώσεις των συμμετεχόντων, ο τρόπος υποβολής των προσφορών από τους συμμετέχοντες, η ανακήρυξη των υπερθεματιστών, ο τρόπος καταβολής του τιμήματος και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη διεξαγωγή της καθορίζονται από την προκήρυξη του Ε.Σ.Ρ.

2. Πριν την ανακήρυξη των υπερθεματιστών για κάθε δημοπρατούμενη άδεια διεξάγεται από το Ε.Σ.Ρ., ως προς την υψηλότερη υποβληθείσα προσφορά, έλεγχος της προέλευσης και του τρόπου απόκτησης των οικονομικών μέσων που θα διαθέσει ο υποψήφιος για την καταβολή της. Ο έλεγχος διενεργείται με βάση τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο φάκελο που ήδη έχει καταθέσει ο υποψήφιος με την αίτησή του. Σε περίπτωση που το Ε.Σ.Ρ. κρίνει ότι από τα στοιχεία αυτά δεν δικαιολογείται ο τρόπος απόκτησης των οικονομικών μέσων του υποψηφίου, υποχρεούται να ζητήσει από τον υποψήφιο πρόσθετα δικαιολογητικά. Με την προκήρυξη καθορίζεται κάθε σχετική λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, καθώς και ο χρόνος ολοκλήρωσης του ως άνω ελέγχου, ο οποίος δεν μπορεί να υπερβεί τις σαράντα πέντε (45) ημέρες από την υποβολή της προσφοράς. Σε περίπτωση που δεν δικαιολογείται η υποβληθείσα οικονομική προσφορά, ο ως άνω υποψήφιος δεν ανακηρύσσεται υπερθεματιστής και τη θέση του λαμβάνει ο επόμενος πλειοδότης, κατόπιν του προβλεπόμενου ελέγχου του προηγούμενου εδαφίου.

3. Το τίμημα κάθε άδειας καταβάλλεται από τον υπερθεματιστή σε τρεις (3) ισόποσες δόσεις, με ισάριθμες τραπεζικές επιταγές που εκδίδονται σε διαταγή του Ελληνικού Δημοσίου, εντός των κατωτέρω προθεσμιών:

α. Η πρώτη δόση εντός δέκα πέντε (15) ημερών από την ανακήρυξή του σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, β. η δεύτερη δόση εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία χορήγησης της άδειας και γ. η τρίτη δόση εντός είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την ημερομηνία χορήγησης της άδειας. Σε περίπτωση που ο υπερθεματιστής δεν καταβάλλει την πρώτη δόση του τιμήματος εντός της ανωτέρω οριζόμενης προθεσμίας, εκπίπτει και τη θέση του λαμβάνει ο επόμενος πλειοδότης. Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής οιασδήποτε εκ των επόμενων δόσεων του τιμήματος, ανακαλείται αυτοδικαίως η χορηγηθείσα άδεια.

4. Μέρος του καταβαλλόμενου τιμήματος αδείας κατά τη διαδικασία του παρόντος νόμου αποδίδεται μέσω του Κρατικού Προϋπολογισμού στο Ε.Σ.Ρ. Για κάθε άδεια αποδίδεται ποσοστό 1,5 επί τοις εκατό (1,5%) του καταβαλλόμενου τιμήματος.

5. Μετά τη λήξη της διαδικασίας ανακοινώνονται στην ιστοσελίδα του Ε.Σ.Ρ. οι υπερθεματιστές στην κάθε δημοπρασία ανά κατηγορία εμβέλειας και προγράμματος, στους οποίους χορηγείται η αντίστοιχη άδεια.

6. Η μη υποβολή ή μη προεπιλογή υποψηφιότητας για τη συμμετοχή σε κάθε δημοπρασία ή η υποβολή λιγότερων υποψηφιοτήτων σε σχέση με τις προκηρυσσόμενες άδειες συνεπάγεται την εν όλω ή εν μέρει ματαίωση της αντίστοιχης διαδικασίας αδειοδότησης από το Ε.Σ.Ρ. για τις συγκεκριμένες άδειες και την επαναπροκήρυξή τους. Σε κάθε περίπτωση το Ε.Σ.Ρ. μπορεί να ματαιώσει τη διαγωνιστική διαδικασία αναφέροντας τους λόγους ματαίωσης, χωρίς το γεγονός αυτό να επιφέρει οποιαδήποτε απαίτηση των υποψηφίων.

7. Οι υποψήφιοι δεν δικαιούνται αποζημίωσης για δαπάνες σχετικές με τη σύνταξη και υποβολή των στοιχείων που απαιτούνται για τη συμμετοχή τους σε κάθε στάδιο της διαδικασίας αδειοδότησης.

8. Οι διαφορές που αναφύονται κατά τη διενέργεια της διαγωνιστικής διαδικασίας διέπονται από τις διατάξεις του ν. 4412/2016 (Α΄ 147), οι οποίες εφαρμόζονται αναλογικά. Οι προβλεπόμενες από το ν. 4412/2016 προδικαστικές προσφυγές των υποψηφίων ασκούνται ενώπιον του Ε.Σ.Ρ. Η αποκλειστική αρμοδιότητα για την εκδίκαση όλων των διαφορών που αναφύονται κατά τη διαγωνιστική διαδικασία ανήκει στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

 

Άρθρο 233

Όροι χορηγούμενων αδειών

1. Οι αποφάσεις με τις οποίες χορηγούνται άδειες, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, καταχωρούνται κατά χρονολογική σειρά έκδοσης σε ειδικό βιβλίο που τηρείται στο Ε.Σ.Ρ., στο οποίο τηρούνται τα πρωτότυπα στελέχη αυτών. Αντίγραφα των αδειών αποστέλλονται στην Ε.Ε.Τ.Τ. και στην αρμόδια Περιφέρεια κάθε αδειούχου εταιρίας.

2. Στις άδειες πρέπει να αναγράφονται τουλάχιστον τα κάτωθι:

α. ο φορέας της άδειας,

β. ο καθορισμός της υπηρεσίας,

γ. ο διακριτικός τίτλος του σταθμού και το λογότυπό του,

δ. η χρονική διάρκεια της άδειας,

ε. η κατηγορία της άδειας και η εμβέλειά της,

στ. η ελάχιστη διάρκεια του εκπεμπόμενου προγράμματος.

3. Η άδεια τελεί υπό τους ακόλουθους όρους:

α) Απαγορεύεται η αλλαγή της χρήσης της άδειας, καθώς και η μεταβίβαση της. Η μεταβίβαση της επιχείρησης που κατέχει άδεια ραδιοφωνικού σταθμού ή των μετοχών ή εταιρικών μεριδίων αυτής γνωστοποιείται μέσα σε δέκα (10) ημέρες στο Ε.Σ.Ρ. με κατάθεση αντιγράφου της σχετικής σύμβασης και πρέπει να περιβάλλεται το συμβολαιογραφικό τύπο.

β) Ο αδειούχος ραδιοφωνικός σταθμός υποχρεούται να συμβληθεί εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία χορήγησης της άδειας με πάροχο δικτύου, ο οποίος αναλαμβάνει την υποχρέωση να καλύπτει πληθυσμιακά την Περιοχή Απονομής για την οποία χορηγείται η άδεια σε ποσοστό που καθορίζεται με τον εκάστοτε ισχύοντα Χάρτη Συχνοτήτων.

γ) Ο αδειούχος ραδιοφωνικός σταθμός υποχρεούται να παραδίδει τεχνικά άρτια το ψηφιακό σήμα του στις εγκαταστάσεις του παρόχου δικτύου και σύμφωνα με τα τεχνικά χαρακτηριστικά που καθορίζονται στον ισχύοντα Χάρτη Συχνοτήτων.

δ) Οι αδειούχοι ραδιοφωνικοί σταθμοί πρέπει να διασφαλίζουν την αδιάλειπτη μετάδοση και μεταφορά του προγράμματός τους προς τον πάροχο δικτύου. Κάθε διακοπή του προγράμματός τους που γίνεται με ευθύνη του αδειούχου ραδιοφωνικού σταθμού πέραν της μίας ώρας εντός ενός εικοσιτετραώρου πρέπει να αιτιολογείται επαρκώς με την υποβολή σχετικής έκθεσης στο Ε.Σ.Ρ. εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών.

4. Οι αδειούχοι ραδιοφωνικοί σταθμοί δεν μπορούν να αναθέτουν τη διαχείριση ή την εκμετάλλευση του ραδιοφωνικού σταθμού ή της επιχείρησης σε τρίτους, μπορούν όμως να αναθέτουν την παραγωγή του προγράμματός τους σε εταιρίες του ίδιου ομίλου, κατά την έννοια της παρ. 11 του άρθρου 5 του ν. 3592/2007. Επιτρέπεται επίσης η ανάθεση παραγωγής συγκεκριμένων προγραμμάτων σε επιχειρήσεις παραγωγής προγράμματος, καθώς και η ανάθεση παραγωγής εκπομπών σε ανεξάρτητους παραγωγούς.

5. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί υποχρεούνται:

α. να τηρούν τις γενικές αρχές ραδιοφωνικών μεταδόσεων και να συμμορφώνονται προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου, του άρθρου 8 του ν. 2328/1995 (Α΄ 159), του π.δ. 109/2010 (Α΄ 190) και τους ισχύοντες κώδικες δημοσιογραφικής δεοντολογίας, δεοντολογίας προγραμμάτων και διαφημίσεων, καθώς και κάθε άλλης διάταξης της κείμενης ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας,

β. να τηρούν τις υφιστάμενες υποχρεώσεις τους που απορρέουν από την ευρωπαϊκή και ημεδαπή νομοθεσία για την πνευματική ιδιοκτησία και τα συγγενικά δικαιώματα, ιδίως ως προς τη σύναψη συμβάσεων με τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης και προστασίας των δικαιωμάτων αυτών,

γ. να καταθέτουν, κατά την έναρξη της ραδιοφωνικής περιόδου στο Ε.Σ.Ρ. περίληψη των κατηγοριών των προγραμμάτων που θα μεταδίδουν την εκάστοτε τρέχουσα περίοδο.

6. Επιτρέπεται η δικτύωση παρόχων περιεχομένου περιφερειακής εμβέλειας με όχι περισσότερους από τρεις παρόχους περιεχομένου περιφερειακής εμβέλειας, μετά από ειδική άδεια του Ε.Σ.Ρ., στο οποίο υποβάλλεται αντίγραφο της συμφωνίας δικτύωσης. Δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συμφωνίας δικτύωσης πρόγραμμα, το οποίο ο πάροχος περιεχομένου αναμεταδίδει μέσω δικτύωσης από έτερο πάροχο περιεχομένου περιφερειακής εμβέλειας. Οι πάροχοι περιεχομένου που δικτυώνονται μπορούν να μεταδίδουν το πρόγραμμα του παρόχου ή των παρόχων με τους οποίους τελούν σε δικτύωση, για πέντε (5) ώρες ημερησίως κατ’ ανώτατο όριο και υπό την προϋπόθεση ότι κατά το χρόνο της δικτύωσης θα αναφέρεται ανά μισή ώρα εκπομπής ο διακριτικός τίτλος του παρόχου περιεχομένου με τον οποίο υπάρχει δικτύωση και εφόσον δεν αναιρείται ο χαρακτήρας του προγράμματος.

7. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί υποχρεούνται καθ’ όλη τη διάρκεια της άδειάς τους να διατηρούν εγκατάσταση στην ελληνική επικράτεια ή σε άλλο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ε.Ο.Χ. Υποχρεούνται, επίσης, να δηλώνουν αντίκλητο εγκατεστημένο στην ελληνική επικράτεια για την κοινοποίηση των, απευθυνόμενων στο ραδιοφωνικό σταθμό, εγγράφων.

8. Τροποποίηση των όρων της άδειας απαγορεύεται.

9. Η παράβαση των όρων της άδειας ελέγχεται από το Ε.Σ.Ρ. σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 2863/2000 (Α΄ 262).

 

Άρθρο 234

Λόγοι ανάκλησης αδειών

1. Ανάκληση της άδειας των ραδιοφωνικών σταθμών χωρεί υποχρεωτικά με απόφαση του Ε.Σ.Ρ. στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) Μη εμπρόθεσμη υποβολή των απαιτούμενων κατ’ άρθρο 222 παράγραφος 1 δικαιολογητικών σύστασης των υποψηφίων εταιριών ή κοινοπραξιών.

β) Μείωση του ελάχιστου καταβεβλημένου εταιρικού κεφαλαίου κάτω από τα προβλεπόμενα από τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 223 όρια.

γ) Τροποποίηση της χρήσης της χορηγηθείσας άδειας κατά παράβαση της διάταξης της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 233.

δ) Μη εμπρόθεσμη σύναψη σύμβασης με πάροχο δικτύου, όπως προβλέπεται από τη διάταξη της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 233.

2. Με απόφαση του Ε.Σ.Ρ. ανακαλείται η άδεια σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις, που ανέλαβαν οι υποψήφιοι δια των υπευθύνων δηλώσεων, που προβλέπονται στις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 226 και της παραγράφου 6 του άρθρου 227.

3. Σε περίπτωση ανάκλησης άδειας κατά τα ανωτέρω, το Ε.Σ.Ρ. δύναται να την επαναπροκηρύξει.

 

Άρθρο 235

Μετάβαση στην επίγεια ψηφιακή ευρυεκπομπή

1. Με απόφαση του Υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, μετά από σύμφωνη γνώμη της Ε.Ε.Τ.Τ. και δημόσια διαβούλευση, καθορίζεται η διαδικασία μετάβασης στην ψηφιακή ραδιοφωνική ευρυεκπομπή. Ειδικότερα καθορίζονται τα στάδια μετάβασης, η έναρξη και ολοκλήρωσή καθενός από αυτά, τα κριτήρια υλοποίησης κάθε σταδίου βάσει της επίτευξης συγκεκριμένων ποσοστώσεων υλοποίησης του δικτύου του ψηφιακού παρόχου, πληθυσμιακής και γεωγραφικής κάλυψης και διείσδυσης του ψηφιακού ραδιοφώνου στο κοινό, καθώς και οι απαιτούμενες σε κάθε στάδιο ενέργειες προς υλοποίηση.

2. Μετά από σύμφωνη γνώμη του Ε.Σ.Ρ. και δημόσια διαβούλευση, με απόφαση του Υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης ρυθμίζονται τα θέματα που αφορούν στη λειτουργία των ραδιοφωνικών σταθμών κατά τη διαδικασία μετάβασης στην ψηφιακή ραδιοφωνική ευρυεκπομπή, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1.

3. Μετά την ολοκλήρωση από το Ε.Σ.Ρ. της αδειοδοτικής διαδικασίας των ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών επίγειας ψηφιακής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης και την πιστοποίηση από την Ε.Ε.Τ.Τ. της ολοκλήρωσης του τελικού σταδίου της μετάβασης στην ψηφιακή ραδιοφωνική ευρυεκπομπή, με απόφαση του Υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, μετά από σύμφωνη γνώμη του Ε.Σ.Ρ., διακόπτεται η αναλογική εκπομπή των ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών.

 

Άρθρο 236

Καταργούμενες διατάξεις

Καταργούνται οι παράγραφοι 4, 5 και 6 του άρθρου 13 του ν. 3592/2007 και οι παράγραφοι 7, 8, 9 του άρθρου 13 αναριθμούνται σε 4, 5 και 6 αντίστοιχα.

 

Άρθρο 237

Καταργείται η παρ. 14 του άρθρου 8 του ν. 3592/2007 (Α΄ 161).

 

Άρθρο 238

Έναρξη ισχύος

Η ισχύς του παρόντος Τμήματος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 


Άρθρα 1 έως 99   ||   Άρθρα 100 έως 238   ||    Άρθρα 239 έως 406


 Κατεβάσετε το αρχείο με το πρωτότυπο κείμενο, όπως είναι δημοσιευμένο στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ.) του Εθνικού Τυπογραφείου.


 

Έχει διαβαστεί 16461 φορές
Ετικέτες: νόμος 4512/2018 45122018