Νόμος 5137/2024 - ΦΕΚ 149/Α/19-9-2024
Κύρωση της Σύμβασης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ιαπωνίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας αναφορικά με τους φόρους εισοδήματος και την αποτροπή της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής και του Πρωτοκόλλου αυτής.
ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘΜ. 5137/2024
ΦΕΚ 149/Α/19-9-2024
Κύρωση της Σύμβασης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ιαπωνίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας αναφορικά με τους φόρους εισοδήματος και την αποτροπή της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής και του Πρωτοκόλλου αυτής.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
Άρθρο πρώτο
Κύρωση Σύμβασης και Πρωτοκόλλου
Κυρώνονται και έχουν την ισχύ, που ορίζει η παρ. 1 του άρθρου 28 του Συντάγματος, η Σύμβαση μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ιαπωνίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας αναφορικά με τους φόρους εισοδήματος και την αποτροπή της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής και το Πρωτόκολλο αυτής, που υπογράφηκαν στην Αθήνα, την 1η Νοεμβρίου 2023. Το πρωτότυπο κείμενο της Σύμβασης και του Πρωτοκόλλου στην αγγλική γλώσσα και η μετάφραση στην ελληνική έχουν ως εξής:
ΣΥΜΒΑΣΗ
ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΑΠΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΥΓΗ ΤΗΣ ΔΙΠΛΗΣ
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΟΡΟΥΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΤΡΟΠΗ ΤΗΣ
ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΦΟΡΟΑΠΟΦΥΓΗΣ
Η Ελληνική Δημοκρατία και η Ιαπωνία,
επιθυμώντας να αναπτύξουν περαιτέρω τις οικονομικές τους σχέσεις και να ενισχύσουν τη συνεργασία τους σε φορολογικά θέματα, αποσκοπώντας στη σύναψη Σύμβασης για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας αναφορικά με τους φόρους εισοδήματος χωρίς να δημιουργούνται ευκαιρίες για μη φορολόγηση ή μειωμένη φορολόγηση μέσω φοροδιαφυγής ή φοροαποφυγής (συμπεριλαμβανομένης της αναζήτησης ευνοϊκότερης σύμβασης («treaty-shopping») που αποσκοπεί στην εξασφάλιση ελαφρύνσεων που προβλέπονται στην παρούσα Σύμβαση προς έμμεσο όφελος των κατοίκων τρίτων Κρατών),
συμφώνησαν τα ακόλουθα:
ΑΡΘΡΟ 1
ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΙ
1. Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται σε πρόσωπα που είναι κάτοικοι ενός ή και των δύο Συμβαλλομένων Κρατών.
2. Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης, εισόδημα που αποκτάται από ή μέσω οντότητας ή διευθέτησης που αντιμετωπίζεται εν όλω ή εν μέρει ως φορολογικά διαφανής σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία οποιουδήποτε από τα δύο Συμβαλλόμενα Κράτη θεωρείται εισόδημα κατοίκου του ενός Συμβαλλομένου Κράτους αλλά μόνο στον βαθμό που το εισόδημα αντιμετωπίζεται, για σκοπούς φορολόγησης από αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος, ως εισόδημα κατοίκου αυτού του Συμβαλλομένου Κράτους.
3. Η παρούσα Σύμβαση δεν επηρεάζει τη φορολόγηση, από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος, των κατοίκων του, με εξαίρεση τα προνόμια που χορηγούνται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 9 και τα άρθρα 18, 19, 22, 23, 24 και 27.
ΑΡΘΡΟ 2
ΦΟΡΟΙ ΠΟΥ ΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΙ
1. Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται σε φόρους εισοδήματος που επιβάλλονται για
λογαριασμό ενός Συμβαλλομένου Κράτους ή των πολιτικών υποδιαιρέσεών του ή των τοπικών αρχών αυτού, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο επιβάλλονται.
2. Θεωρούνται φόροι εισοδήματος όλοι οι φόροι που επιβάλλονται σε συνολικό εισόδημα ή σε στοιχεία εισοδήματος, συμπεριλαμβανομένων των φόρων που επιβάλλονται επί της ωφέλειας από την εκποίηση οποιασδήποτε περιουσίας, καθώς και φόρων επί της υπεραξίας που προκύπτει από την ανατίμηση κεφαλαίου.
3. Οι υφιστάμενοι φόροι στους οποίους εφαρμόζεται η Σύμβαση είναι οι εξής:
(α) στην Ελληνική Δημοκρατία:
(i) ο φόρος εισοδήματος επί φυσικών προσώπων, και
(ii) ο φόρος εισοδήματος επί νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων (εφεξής καλούμενος ως «ελληνικός φόρος»)·
(β) στην Ιαπωνία:
(i) ο φόρος εισοδήματος,
(ii) ο φόρος εταιρειών,
(iii) ο ειδικός φόρος εισοδήματος για την ανασυγκρότηση,
(iv) ο τοπικός φόρος εταιρειών, και
(v) οι κατά τόπους φόροι των κατοίκων (εφεξής καλούμενος ως «ιαπωνικός φόρος»).
4. Η Σύμβαση εφαρμόζεται επίσης σε οποιουσδήποτε ταυτόσημους ή ουσιωδώς παρόμοιους φόρους που επιβάλλονται μετά την ημερομηνία υπογραφής της παρούσας Σύμβασης επιπροσθέτως, ή στη θέση των υφιστάμενων φόρων. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών θα γνωστοποιούν η μία στην άλλη οποιεσδήποτε ουσιώδεις μεταβολές έχουν επέλθει στους αντίστοιχους φορολογικούς νόμους τους.
ΑΡΘΡΟ 3
ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ
1. Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης, εκτός εάν το κείμενο ορίζει διαφορετικά:
(α) Οι όροι «το ένα Συμβαλλόμενο Κράτος» και «το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος», υποδηλώνουν την Ελληνική Δημοκρατία ή την Ιαπωνία, όπως ορίζει το κείμενο,
(β) ο όρος «Ελληνική Δημοκρατία», όταν χρησιμοποιείται με γεωγραφική έννοια, σημαίνει το έδαφος της Ελληνικής Δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένων των χωρικών υδάτων και του εναερίου χώρου της, καθώς και των θαλασσίων περιοχών, επί των οποίων η Ελληνική
Δημοκρατία ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα ή δικαιοδοσία σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο,
(γ) ο όρος «Ιαπωνία», όταν χρησιμοποιείται με γεωγραφική έννοια, σημαίνει όλη την επικράτεια της Ιαπωνίας, συμπεριλαμβανομένων των χωρικών της υδάτων, στην οποία ισχύουν οι νόμοι που αφορούν τον ιαπωνικό φόρο, καθώς και όλη την περιοχή πέραν των χωρικών της υδάτων, συμπεριλαμβανομένου του βυθού και του υπεδάφους της, επί της οποίας η Ιαπωνία έχει κυριαρχικά δικαιώματα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και στην οποία ισχύουν οι νόμοι που αφορούν τον ιαπωνικό φόρο,
(δ) ο όρος «πρόσωπο» περιλαμβάνει ένα φυσικό πρόσωπο, μια εταιρεία και οποιαδήποτε άλλη ένωση προσώπων,
(ε) ο όρος «εταιρεία» σημαίνει κάθε νομικό πρόσωπο ή κάθε οντότητα που αντιμετωπίζεται ως νομικό πρόσωπο για φορολογικούς σκοπούς,
(στ) ο όρος «επιχείρηση» αφορά την άσκηση οποιασδήποτε επιχειρηματικής δραστηριότητας,
(ζ) οι όροι «επιχείρηση ενός Συμβαλλομένου Κράτους» και «επιχείρηση του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους» σημαίνουν αντιστοίχως μία επιχειρηματική δραστηριότητα που ασκείται από κάτοικο του ενός Συμβαλλομένου Κράτους και επιχειρηματική δραστηριότητα που ασκείται από κάτοικο του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους,
(η) ο όρος «διεθνείς μεταφορές» σημαίνει κάθε μεταφορά με ένα πλοίο ή αεροσκάφος, εκτός αν το πλοίο ή το αεροσκάφος εκτελεί δρομολόγια αποκλειστικά μεταξύ τοποθεσιών του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους και η επιχείρηση η οποία εκμεταλλεύεται το πλοίο ή το αεροσκάφος δεν είναι επιχείρηση του εν λόγω Συμβαλλομένου Κράτους,
(θ) ο όρος «αρμόδια αρχή» σημαίνει:
(i) στην Ελληνική Δημοκρατία, τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών ή τον εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπό του,
(ii) στην Ιαπωνία, τον Υπουργό Οικονομικών ή τον εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπό του,
(ι) ο όρος «υπήκοος», σε σχέση με ένα Συμβαλλόμενο Κράτος, σημαίνει:
(i) οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο που κατέχει την εθνικότητα εκείνου του Συμβαλλομένου Κράτους, και
(ii) οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο, προσωπική εταιρεία ή ένωση που αντλεί την ιδιότητά του ως τέτοιο από τους ισχύοντες νόμους σε εκείνο το Συμβαλλόμενο Κράτος,
(ια) ο όρος «επιχείρηση» περιλαμβάνει την παροχή επαγγελματικών υπηρεσιών και άλλων δραστηριοτήτων ανεξάρτητου χαρακτήρα,
(ιβ) ο όρος «αναγνωρισμένο συνταξιοδοτικό ταμείο» ενός Συμβαλλομένου Κράτους σημαίνει μία οντότητα ή διευθέτηση που έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του εν λόγω
Συμβαλλόμενου Κράτους και αντιμετωπίζεται ως ξεχωριστό πρόσωπο σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία του εν λόγω Συμβαλλομένου Κράτους και:
(i) το οποίο έχει συσταθεί και λειτουργεί αποκλειστικώς ή σχεδόν αποκλειστικώς για τη διαχείριση ή την παροχή συνταξιοδοτικών παροχών και επικουρικών ή παρεπομένων παροχών ή άλλων παρόμοιων αμοιβών σε ιδιώτες και το οποίο ρυθμίζεται ως τέτοιο από το εν λόγω Συμβαλλόμενο Κράτος ή μία από τις πολιτικές υποδιαιρέσεις του ή τις τοπικές αρχές, ή
(ii) το οποίο έχει συσταθεί και λειτουργεί αποκλειστικώς ή σχεδόν αποκλειστικώς για την επένδυση κεφαλαίων προς όφελος άλλων αναγνωρισμένων συνταξιοδοτικών ταμείων του εν λόγω Συμβαλλομένου Κράτους.
Σε περίπτωση κατά την οποία μία οντότητα ή διευθέτηση που έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός Συμβαλλομένου Κράτους θα αποτελούσε αναγνωρισμένο συνταξιοδοτικό ταμείο σύμφωνα με την παράγραφο (i) ή (ii) εάν αντιμετωπιζόταν ως ξεχωριστό πρόσωπο σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία του εν λόγω Συμβαλλομένου Κράτους, θα θεωρείται, για τους σκοπούς της Σύμβασης, ως ξεχωριστό πρόσωπο που αντιμετωπίζεται ως τέτοιο σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία του εν λόγω Συμβαλλομένου Κράτους και όλα τα περιουσιακά στοιχεία και το εισόδημα της οντότητας ή της διευθέτησης θα αντιμετωπίζονται ως περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται και εισόδημα που αποκτάται από το εν λόγω ξεχωριστό πρόσωπο και όχι από άλλο πρόσωπο.
2. Όσον αφορά στην εφαρμογή της Σύμβασης σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή από ένα
Συμβαλλόμενο Κράτος κάθε όρος που δεν καθορίζεται σε αυτή, εκτός εάν το κείμενο ορίζει διαφορετικά ή οι αρμόδιες αρχές συμφωνήσουν διαφορετική έννοια σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24, έχει την έννοια που του αποδίδεται εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του Κράτους σχετικά με τους φόρους στους οποίους εφαρμόζεται η Σύμβαση, λαμβάνοντας υπόψη ότι η έννοια που αποδίδεται από την εφαρμοζόμενη φορολογική νομοθεσία αυτού του Συμβαλλόμενου Κράτους υπερισχύει εκείνης που αποδίδεται σε αυτόν τον όρο από οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου αυτού Κράτους.
ΑΡΘΡΟ 4
ΚΑΤΟΙΚΟΣ
1. Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης ο όρος «κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Κράτους» σημαίνει κάθε πρόσωπο το οποίο, σύμφωνα με τους νόμους αυτού του Συμβαλλομένου Κράτους, υπόκειται σε φόρο στο κράτος αυτό λόγω της διαμονής του, της κατοικίας του, του τόπου της έδρας ή του κεντρικού γραφείου του, του τόπου διαχείρισης των δραστηριοτήτων του, ή οποιουδήποτε άλλου κριτηρίου παρόμοιας φύσεως και επίσης συμπεριλαμβάνει αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος όπως και τις πολιτικές του υποδιαιρέσεις ή τις τοπικές ή περιφερειακές αρχές αυτού, καθώς και ένα αναγνωρισμένο συνταξιοδοτικό ταμείο αυτού του Συμβαλλόμενου Κράτους. Εντούτοις, ο όρος αυτός δεν συμπεριλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο που υπόκειται σε φόρο σε αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος αναφορικά μόνο με εισόδημα από πηγές σε αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος.
2. Εάν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1, ένα φυσικό πρόσωπο είναι κάτοικος και των δύο Συμβαλλομένων Κρατών, τότε η κατάστασή του καθορίζεται ως ακολούθως:
(α) θεωρείται ότι είναι κάτοικος μόνο του Συμβαλλομένου Κράτους στο οποίο έχει μόνιμη κατοικία, αν αυτός διαθέτει μόνιμη κατοικία και στα δύο Συμβαλλόμενα Κράτη· θεωρείται κάτοικος μόνο του Συμβαλλομένου Κράτους με το οποίο διατηρεί στενότερους προσωπικούς και οικονομικούς δεσμούς (κέντρο ζωτικών συμφερόντων),
(β) εάν το Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο έχει το κέντρο των ζωτικών του συμφερόντων δεν μπορεί να καθορισθεί ή εάν δεν διαθέτει μόνιμη κατοικία σε κανένα από τα δύο Κράτη, θεωρείται κάτοικος μόνο του Κράτους όπου έχει τη συνήθη διαμονή του,
(γ) εάν έχει συνήθη διαμονή και στα δύο Συμβαλλόμενα Κράτη ή σε κανένα από αυτά, θεωρείται κάτοικος μόνο του Συμβαλλομένου Κράτους του οποίου είναι υπήκοος,
(δ) εάν είναι υπήκοος και των δύο Συμβαλλομένων Κρατών ή κανενός από αυτά, οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών διευθετούν το ζήτημα με αμοιβαία συμφωνία.
3. Εάν κατά τις διατάξεις της παραγράφου 1, ένα πρόσωπο, εκτός από φυσικό πρόσωπο, είναι κάτοικος και των δύο Συμβαλλομένων Κρατών, οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών θα καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να καθορίσουν με αμοιβαία συμφωνία το Συμβαλλόμενο Κράτος του οποίου το πρόσωπο αυτό θεωρείται κάτοικος για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης, λαμβάνοντας υπόψη τον τόπο της έδρας ή του κεντρικού του γραφείου, τον τόπο της πραγματικής του διοίκησης, τον τόπο όπου έχει ιδρυθεί ή συσταθεί με άλλο τρόπο και κάθε άλλο σχετικό παράγοντα. Ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, το πρόσωπο αυτό δεν θα δικαιούται καμία ελάφρυνση ή απαλλαγή από τον φόρο που προβλέπεται από τη Σύμβαση.
ΑΡΘΡΟ 5
ΜΟΝΙΜΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
1. Για τους σκοπούς αυτής της Σύμβασης ο όρος «μόνιμη εγκατάσταση» σημαίνει έναν
καθορισμένο τόπο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μέσω του οποίου οι δραστηριότητες μίας επιχείρησης διεξάγονται εν όλω ή εν μέρει.
2. Ο όρος «μόνιμη εγκατάσταση» περιλαμβάνει ειδικότερα:
(α) τόπο διοίκησης,
(β) υποκατάστημα,
(γ) γραφείο,
(δ) εργοστάσιο,
(ε) εργαστήριο, και
(στ) ορυχείο, πηγή πετρελαίου ή αερίου, λατομείο ή κάθε άλλο τόπο εξόρυξης φυσικών πόρων.
3. Ένα εργοτάξιο, ένα έργο κατασκευής ή εγκατάστασης ή εποπτικές δραστηριότητες σε σχέση με αυτά συνιστούν μόνιμη εγκατάσταση μόνον εάν το εν λόγω εργοτάξιο, έργο ή δραστηριότητες διαρκέσουν επί περισσότερο από έξι (6) μήνες.
4. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, μία επιχείρηση θεωρείται ότι έχει μόνιμη εγκατάσταση σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος και ότι ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα σε αυτό μέσω της μόνιμης αυτής εγκατάστασης, εάν διεξάγει έρευνα ή εκμετάλλευση φυσικών πόρων υπεράκτια σε αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος για περίοδο ή περιόδους που υπερβαίνουν συνολικά τις τριάντα (30) ημέρες σε οποιαδήποτε δωδεκάμηνη περίοδο που αρχίζει ή λήγει στο οικείο φορολογικό έτος.
5. Ανεξάρτητα από τις προηγούμενες διατάξεις του παρόντος άρθρου, ο όρος «μόνιμη εγκατάσταση» θεωρείται ότι δεν περιλαμβάνει:
(α) τη χρήση εγκαταστάσεων αποκλειστικώς για τον σκοπό αποθήκευσης ή έκθεσης αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση,
(β) τη διατήρηση αποθέματος αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση αποκλειστικώς για τον σκοπό αποθήκευσης ή έκθεσης,
(γ) τη διατήρηση αποθέματος αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση αποκλειστικώς για τον σκοπό επεξεργασίας από κάποια άλλη επιχείρηση,
(δ) τη διατήρηση ενός καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικώς για τον σκοπό αγοράς αγαθών ή εμπορευμάτων ή συλλογής πληροφοριών για την επιχείρηση,
(ε) τη διατήρηση ενός καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικώς για τον σκοπό διεξαγωγής, για την επιχείρηση, κάθε άλλης δραστηριότητας που δεν αναφέρεται στις περιπτώσεις α) έως δ), υπό την προϋπόθεση ότι η δραστηριότητα αυτή έχει προπαρασκευαστικό ή βοηθητικό χαρακτήρα,
(στ) τη διατήρηση ενός καθορισμένου τόπου εργασιών αποκλειστικώς για οποιονδήποτε συνδυασμό δραστηριοτήτων που αναφέρονται στις περιπτώσεις (α) έως (ε), υπό την προϋπόθεση ότι η συνολική δραστηριότητα του καθορισμένου τόπου εργασιών που προκύπτει από αυτόν τον συνδυασμό είναι προπαρασκευαστικού ή βοηθητικού χαρακτήρα.
6. Η παράγραφος 5 δεν εφαρμόζεται σε καθορισμένο τόπο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που χρησιμοποιείται ή διατηρείται από μία επιχείρηση, εάν η ίδια επιχείρηση ή μία στενά συνδεδεμένη με αυτήν επιχείρηση ασκεί επιχειρηματικές δραστηριότητες στον ίδιο τόπο ή σε άλλο τόπο στο ίδιο Συμβαλλόμενο Κράτος και
(α) αυτός ο τόπος ή άλλος τόπος αποτελεί μόνιμη εγκατάσταση για την επιχείρηση ή τη στενά συνδεδεμένη επιχείρηση σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, ή
(β) η συνολική δραστηριότητα που προκύπτει από τον συνδυασμό των δραστηριοτήτων που ασκούνται από τις δύο επιχειρήσεις στον ίδιο τόπο, ή από την ίδια επιχείρηση ή από στενά συνδεδεμένες με αυτήν επιχειρήσεις στους δύο τόπους, δεν έχει προπαρασκευαστικό ή βοηθητικό χαρακτήρα,
υπό την προϋπόθεση ότι οι επιχειρηματικές δραστηριότητες που ασκούνται από τις δύο επιχειρήσεις στον ίδιο τόπο ή από την ίδια επιχείρηση ή από στενά συνδεδεμένες επιχειρήσεις στους δύο τόπους, αποτελούν συμπληρωματικές λειτουργίες που αποτελούν μέρος μίας συνεκτικής επιχειρηματικής δραστηριότητας.
7. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, αλλά με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 8, όταν ένα πρόσωπο ενεργεί σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος για λογαριασμό μίας επιχείρησης και, ως εκ τούτου, συστηματικά συνάπτει συμβάσεις ή συστηματικά διαδραματίζει τον κύριο ρόλο που οδηγεί στη σύναψη συμβάσεων που συνάπτονται σε τακτική βάση χωρίς ουσιώδεις τροποποιήσεις από την επιχείρηση, και οι συμβάσεις αυτές συνάπτονται
(α) στο όνομα της επιχείρησης, ή
(β) για τη μεταβίβαση της κυριότητας ή την παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης περιουσίας που ανήκουν στην εν λόγω επιχείρηση ή που η επιχείρηση έχει δικαίωμα χρήσης, ή
(γ) για την παροχή υπηρεσιών από την εν λόγω επιχείρηση,
η επιχείρηση αυτή θεωρείται ότι έχει μόνιμη εγκατάσταση σε αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος σε σχέση με οποιεσδήποτε δραστηριότητες που το πρόσωπο αυτό αναλαμβάνει για την επιχείρηση, εκτός εάν οι δραστηριότητες του προσώπου αυτού περιορίζονται σε εκείνες που αναφέρονται στην παράγραφο 5 οι οποίες, εάν ασκούνταν μέσω καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων (εκτός από καθορισμένο τόπο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στον οποίο θα εφαρμοζόταν η παράγραφος 6), δεν θα καθιστούσαν αυτόν τον καθορισμένο τόπο μόνιμη εγκατάσταση σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5.
8. Η παράγραφος 7 δεν εφαρμόζεται όταν το πρόσωπο που ενεργεί σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος για λογαριασμό μίας επιχείρησης του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα στο πρώτο μνημονευόμενο Συμβαλλόμενο Κράτος ως ανεξάρτητος αντιπρόσωπος και
ενεργεί για την επιχείρηση στο πλαίσιο της συνήθους άσκησης αυτής της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ωστόσο, όταν ένα πρόσωπο ενεργεί αποκλειστικώς ή σχεδόν αποκλειστικώς για λογαριασμό μίας ή περισσότερων επιχειρήσεων με τις οποίες συνδέεται στενά, το πρόσωπο αυτό δεν θεωρείται ανεξάρτητος αντιπρόσωπος κατά την έννοια της παρούσας παραγράφου σε σχέση με οποιαδήποτε τέτοια επιχείρηση.
9. Το γεγονός ότι μία εταιρεία, η οποία είναι κάτοικος ενός Συμβαλλομένου Κράτους, ελέγχει ή ελέγχεται από μία εταιρεία που είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους ή ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα σε αυτό το άλλο Κράτος (είτε μέσω μόνιμης εγκατάστασης είτε διαφορετικά), δεν αρκεί, αυτό καθ' εαυτό, για να χαρακτηρίσει την οποιαδήποτε από αυτές τις εταιρίες ως μόνιμη εγκατάσταση της άλλης.
10. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ένα πρόσωπο ή μία επιχείρηση συνδέεται στενά με μία επιχείρηση εάν, βάσει όλων των συναφών γεγονότων και περιστάσεων, το ένα ελέγχει το άλλο ή αμφότερα τελούν υπό τον έλεγχο των ιδίων προσώπων ή επιχειρήσεων. Σε κάθε περίπτωση, ένα πρόσωπο ή μία επιχείρηση θεωρείται ότι συνδέεται στενά με μία επιχείρηση εάν το ένα κατέχει άμεσα ή έμμεσα περισσότερο από το πενήντα τοις εκατό (50%) των πραγματικών συμμετοχών ή δικαιωμάτων στο άλλο (ή, στην περίπτωση εταιρείας, περισσότερο από το πενήντα τοις εκατό (50%) των συνολικών δικαιωμάτων ψήφου και της συνολικής αξίας των μετοχών της εταιρείας ή των πραγματικών συμμετοχών στα ίδια κεφάλαια της εταιρείας) ή εάν άλλο πρόσωπο ή επιχείρηση κατέχει αμέσως ή εμμέσως περισσότερο από το πενήντα τοις εκατό (50%) των πραγματικών συμμετοχών ή δικαιωμάτων (ή, στην περίπτωση εταιρείας, περισσότερο από το πενήντα τοις εκατό (50%) των συνολικών δικαιωμάτων ψήφου και της συνολικής αξίας των μετοχών της εταιρείας ή των πραγματικών συμμετοχών στα ίδια κεφάλαια της εταιρείας) στο πρόσωπο και την επιχείρηση ή στις δύο επιχειρήσεις.
ΑΡΘΡΟ 6
ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΑΠΟ ΑΚΙΝΗΤΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ
1. Το εισόδημα που αποκτάται από κάτοικο ενός Συμβαλλομένου Κράτους από ακίνητη περιουσία (συμπεριλαμβανομένου και εισοδήματος από γεωργία ή δασοκομία) η οποία βρίσκεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, μπορεί να φορολογείται σε αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος.
2. Ο όρος «ακίνητη περιουσία» έχει την έννοια που ορίζεται από τη νομοθεσία του Συμβαλλομένου Κράτους στο οποίο βρίσκεται η εν λόγω περιουσία. Ο όρος, σε κάθε περίπτωση, περιλαμβάνει τα παραρτήματα της ακίνητης περιουσίας, ζώα και εξοπλισμό που χρησιμοποιούνται στη γεωργία και δασοκομία, δικαιώματα, στα οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις του γενικού δικαίου για την έγγειο ιδιοκτησία, επικαρπία επί ακίνητης περιουσίας, δικαιώματα κυμαινόμενων ή μεταβλητών προσόδων ως αντάλλαγμα για την εκμετάλλευση ή για το δικαίωμα για εκμετάλλευση, μεταλλευτικών κοιτασμάτων, πηγών και άλλων φυσικών πόρων. Πλοία και αεροσκάφη δεν θεωρούνται ακίνητη περιουσία.
3. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται σε εισόδημα που προέρχεται από την άμεση χρήση, εκμίσθωση ή οποιασδήποτε άλλης μορφής χρήση της ακίνητης περιουσίας.
Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 εφαρμόζονται επίσης στο εισόδημα από ακίνητη περιουσία μίας επιχείρησης.
ΑΡΘΡΟ 7
ΚΕΡΔΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
1. Τα κέρδη μίας επιχείρησης ενός Συμβαλλόμενου Κράτους φορολογούνται μόνο σε αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος, εκτός εάν η επιχείρηση ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος μέσω μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται σε αυτό. Εάν η επιχείρηση ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα, όπως προαναφέρθηκε, τα κέρδη της επιχείρησης μπορούν να φορολογηθούν στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, αλλά μόνο κατά το μέρος αυτών που αποδίδεται σε αυτή τη μόνιμη εγκατάσταση.
2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 3, αν μία επιχείρηση ενός Συμβαλλομένου Κράτους ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος μέσω μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται σε αυτό, σε κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος θα αποδίδονται στη μόνιμη αυτή εγκατάσταση τα κέρδη τα οποία αναμένεται ότι θα πραγματοποιούσε, εάν ήταν διαφορετική και ξεχωριστή επιχείρηση που ασχολείται με τις ίδιες ή παρόμοιες δραστηριότητες υπό τους ίδιους ή παρόμοιους όρους και συναλλασσόταν εντελώς ανεξάρτητα με την εταιρεία της οποίας είναι μόνιμη εγκατάσταση.
3. Κατά τον προσδιορισμό των κερδών μίας μόνιμης εγκατάστασης επιτρέπονται ως έκπτωση,
έξοδα που πραγματοποιούνται για τους σκοπούς μίας μόνιμης εγκατάστασης,
συμπεριλαμβανομένων διοικητικών και γενικών διαχειριστικών εξόδων που πραγματοποιούνται κατ' αυτόν τον τρόπο, είτε στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση είτε αλλού.
4. Δεν αποδίδονται κέρδη σε μία μόνιμη εγκατάσταση λόγω της απλής αγοράς από τη μόνιμη αυτή εγκατάσταση αγαθών ή εμπορευμάτων για την επιχείρηση.
5. Για τους σκοπούς των προηγουμένων παραγράφων, τα κέρδη που αποδίδονται στη μόνιμη εγκατάσταση θα καθοριστούν με την ίδια μέθοδο κάθε έτος, εκτός εάν υπάρξει βάσιμος και επαρκής λόγος για το αντίθετο.
6. Εάν τα κέρδη περιλαμβάνουν στοιχεία εισοδήματος για τα οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία σε άλλα άρθρα της παρούσας Σύμβασης, τότε οι διατάξεις αυτών των Άρθρων δεν επηρεάζονται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
ΑΡΘΡΟ 8
ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΕΣ ΚΑΙ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ
1. (α) Τα κέρδη μίας επιχείρησης ενός Συμβαλλομένου Κράτους από την εκμετάλλευση πλοίων
που δραστηριοποιούνται σε διεθνείς μεταφορές φορολογούνται μόνο σε αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος εκτός εάν τα πλοία είναι νηολογημένα ή έχουν εφοδιαστεί με ναυτιλιακά έγγραφα από το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος. Εάν τα πλοία είναι νηολογημένα ή έχουν εφοδιαστεί με ναυτιλιακά έγγραφα όπως προαναφέρθηκε, τα κέρδη που
προέρχονται από την εκμετάλλευση των πλοίων στις διεθνείς μεταφορές μπορούν να φορολογούνται σε αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος.
(β) Τα κέρδη μίας επιχείρησης ενός Συμβαλλομένου Κράτους από την εκμετάλλευση αεροσκαφών σε διεθνείς μεταφορές φορολογούνται μόνο σε αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος.
2. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 2, μία επιχείρηση ενός Συμβαλλομένου Κράτους απαλλάσσεται όσον αφορά την εκμετάλλευση πλοίων ή αεροσκαφών στις διεθνείς μεταφορές, στην περίπτωση επιχείρησης της Ελληνικής Δημοκρατίας, από τον φόρο επιχειρήσεων της Ιαπωνίας, και, στην περίπτωση επιχείρησης της Ιαπωνίας, από κάθε φόρο παρόμοιο με τον φόρο επιχειρήσεων της Ιαπωνίας, ο οποίος επιβάλλεται μετά την ημερομηνία υπογραφής της παρούσας Σύμβασης στην Ελληνική Δημοκρατία. Στην περίπτωση εκμετάλλευσης πλοίων που απασχολούνται σε διεθνείς μεταφορές που ασκείται από επιχείρηση ενός Συμβαλλομένου Κράτους, η απαλλαγή που προβλέπεται από την παρούσα παράγραφο δεν εφαρμόζεται σε σχέση με την εκμετάλλευση πλοίων που είναι νηολογημένα, ή έχουν εφοδιαστεί με ναυτιλιακά έγγραφα, από το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος.
3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 εφαρμόζονται επίσης σε κέρδη από τη συμμετοχή σε ομάδα («pool»), σε κοινοπρακτικής μορφής εκμετάλλευση ή σε πρακτορείο που λειτουργεί σε διεθνές επίπεδο.
ΑΡΘΡΟ 9
ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
1. Εάν
(α) μία επιχείρηση ενός Συμβαλλομένου Κράτους συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα στη διοίκηση, στον έλεγχο ή στο κεφάλαιο μίας επιχείρησης του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους, ή
(β) τα ίδια πρόσωπα συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στη διοίκηση, στον έλεγχο ή στο κεφάλαιο μίας επιχείρησης ενός Συμβαλλομένου Κράτους και μίας επιχείρησης του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους,
και σε καθεμία από τις δύο περιπτώσεις τίθενται ή επιβάλλονται μεταξύ των δύο επιχειρήσεων στις εμπορικές ή οικονομικές τους σχέσεις όροι οι οποίοι διαφέρουν από αυτούς που θα επικρατούσαν μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων, τότε οποιαδήποτε κέρδη τα οποία θα είχαν πραγματοποιηθεί από μία από τις επιχειρήσεις, αλλά, λόγω των όρων αυτών, δεν έχουν προκύψει, μπορούν να συμπεριληφθούν στα κέρδη αυτής της επιχείρησης και να φορολογούνται αναλόγως.
2. Εάν ένα Συμβαλλόμενο Κράτος περιλαμβάνει στα κέρδη μίας επιχείρησης του Συμβαλλομένου αυτού Κράτους - και φορολογεί αναλόγως - κέρδη, για τα οποία μία επιχείρηση του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους έχει φορολογηθεί σε αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος και τα κέρδη που περιλαμβάνονται κατ' αυτόν τον τρόπο είναι κέρδη που θα είχαν πραγματοποιηθεί από την επιχείρηση του πρώτου αναφερθέντος Κράτους, εάν οι όροι που τέθηκαν μεταξύ των δύο επιχειρήσεων ήταν αυτοί που θα είχαν τεθεί και μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων, τότε το άλλο
Κράτος θα προβεί στην κατάλληλη προσαρμογή του ποσού του φόρου που έχει επιβληθεί επί των κερδών αυτών. Κατά τον καθορισμό μιας τέτοιας προσαρμογής, δέουσα προσοχή πρέπει να δίνεται στις άλλες διατάξεις της παρούσας Σύμβασης και οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών, εάν κριθεί απαραίτητο, συμβουλεύονται η μία την άλλη.
ΑΡΘΡΟ 10
ΜΕΡΙΣΜΑΤΑ
1. Τα μερίσματα που καταβάλλονται από εταιρεία που είναι κάτοικος ενός Συμβαλλομένου Κράτους σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους μπορούν να φορολογούνται σε αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος.
2. Ωστόσο, τα μερίσματα που καταβάλλονται από εταιρεία που είναι κάτοικος ενός Συμβαλλομένου Κράτους μπορούν επίσης να φορολογούνται σε αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτού του Συμβαλλομένου Κράτους, αλλά εάν ο πραγματικός δικαιούχος των μερισμάτων είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους, ο φόρος που επιβάλλεται με τον τρόπο αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει:
(α) πέντε τοις εκατό (5%) του ακαθάριστου ποσού των μερισμάτων, εάν ο πραγματικός δικαιούχος είναι εταιρεία η οποία κατείχε άμεσα ή έμμεσα, καθ' όλη τη διάρκεια εξάμηνης περιόδου που περιλαμβάνει την ημερομηνία κατά την οποία καθορίζεται το δικαίωμα στα μερίσματα (για τον υπολογισμό της περιόδου αυτής, δεν λαμβάνονται υπόψη οι μεταβολές στην ιδιοκτησία που θα προέκυπταν άμεσα από εταιρική αναδιοργάνωση, όπως συγχώνευση ή διαιρετική αναδιάρθρωση, της εταιρείας που είναι ο πραγματικός δικαιούχος των μερισμάτων ή που καταβάλλει τα μερίσματα), τουλάχιστον το δέκα τοις εκατό (10%) του:
(i) κεφαλαίου ή του δικαιώματος ψήφου της εν λόγω εταιρείας, στην περίπτωση που η εταιρεία που καταβάλλει τα μερίσματα είναι κάτοικος της Ελληνικής Δημοκρατίας,
(ii) δικαιώματος ψήφου της εν λόγω εταιρείας, στην περίπτωση που η εταιρεία που καταβάλλει τα μερίσματα είναι κάτοικος Ιαπωνίας,
(β) δέκα τοις εκατό (10%) του ακαθάριστου ποσού των μερισμάτων σε όλες τις άλλες περιπτώσεις.
3. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου 2, όταν τα μερίσματα που καταβάλλονται από εταιρεία που είναι κάτοικος ενός Συμβαλλομένου Κράτους εκπίπτουν κατά τον υπολογισμό του φορολογητέου εισοδήματος της εταιρείας αυτής σε αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος, τα μερίσματα αυτά μπορούν να φορολογούνται σε αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος σύμφωνα με τους νόμους αυτού του Συμβαλλομένου Κράτους, αλλά αν ο πραγματικός δικαιούχος των μερισμάτων είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους, ο φόρος που επιβάλλεται με τον τρόπο αυτό δεν θα υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) του ακαθάριστου ποσού των μερισμάτων.
4. Οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 δεν επηρεάζουν τη φορολόγηση της εταιρείας όσον αφορά στα κέρδη από τα οποία καταβάλλονται τα μερίσματα.
5. Ο όρος «μερίσματα», όπως χρησιμοποιείται στο παρόν άρθρο, σημαίνει εισόδημα από μετοχές ή άλλα δικαιώματα που δεν είναι απαιτήσεις χρεών, συμμετοχή σε κέρδη, καθώς και εισόδημα από άλλα δικαιώματα τα οποία υπόκεινται στην ίδια φορολογική αντιμετώπιση όπως το εισόδημα από μετοχές από τους νόμους του Συμβαλλομένου Κράτους του οποίου η εταιρεία που κάνει τη διανομή είναι κάτοικος.
6. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 δεν εφαρμόζονται εάν ο πραγματικός δικαιούχος των μερισμάτων, όντας κάτοικος ενός Συμβαλλομένου Κράτους, ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος του οποίου η εταιρεία που καταβάλλει τα μερίσματα είναι κάτοικος μέσω μίας μόνιμης εγκατάστασης σε αυτό και η συμμετοχή (holding) σε σχέση με την οποία καταβάλλονται τα μερίσματα είναι ουσιαστικά συνδεδεμένη με την εν λόγω μόνιμη εγκατάσταση. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7.
7. Εάν μία εταιρεία η οποία είναι κάτοικος ενός Συμβαλλομένου Κράτους αποκομίζει κέρδη ή εισόδημα από το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος δεν μπορεί να επιβάλει κανένα φόρο στα μερίσματα που καταβάλλονται από την εταιρεία, εκτός από τον βαθμό στον οποίο τα μερίσματα αυτά καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου αυτού Συμβαλλομένου Κράτους ή εάν η συμμετοχή (holding) σε σχέση με την οποία καταβάλλονται τα μερίσματα είναι ουσιαστικά συνδεδεμένη με μία μόνιμη εγκατάσταση που βρίσκεται σε αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, ούτε μπορεί να υπαγάγει τα μη διανεμηθέντα κέρδη της εταιρείας σε φόρο μη διανεμηθέντων κερδών, ακόμα και αν τα μερίσματα που καταβάλλονται ή τα μη διανεμηθέντα κέρδη αποτελούνται συνολικώς ή εν μέρει από κέρδη ή εισόδημα που προκύπτει στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος.
ΑΡΘΡΟ 11
ΤΟΚΟΙ
1. Τόκοι που προκύπτουν σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους μπορούν να φορολογούνται σε αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος.
2. Ωστόσο, οι τόκοι που προκύπτουν σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος μπορούν επίσης να φορολογούνται σε αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτού του Συμβαλλομένου Κράτους, αλλά εάν ο πραγματικός δικαιούχος των τόκων είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους, ο φόρος που επιβάλλεται με τον τρόπο αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) του ακαθάριστου ποσού των τόκων.
3. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου 2, τόκοι που προκύπτουν σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος φορολογούνται μόνο στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος εάν:
(α) ο πραγματικός δικαιούχος των τόκων είναι αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, μία πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού, η κεντρική τράπεζα του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους ή οποιοδήποτε ίδρυμα που ανήκει πλήρως σε αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος ή μία πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού· ή
(β) ο πραγματικός δικαιούχος των τόκων είναι κάτοικος αυτού του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους σε σχέση με απαιτήσεις χρεών που εγγυάται, ασφαλίζει ή χρηματοδοτεί έμμεσα
αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, μία πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού, η κεντρική τράπεζα αυτού του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους ή οποιοδήποτε ίδρυμα που ανήκει πλήρως σε αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος ή μία πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού.
4. Ο όρος «τόκοι», όπως χρησιμοποιείται στο παρόν άρθρο, σημαίνει εισόδημα από απαιτήσεις χρεών οποιουδήποτε είδους, είτε εξασφαλίζονται με υποθήκη είτε όχι, και είτε παρέχουν δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη του οφειλέτη είτε όχι, και ειδικότερα, εισόδημα από κρατικά χρεόγραφα και εισόδημα από ομολογίες ή χρεωστικούς τίτλους με ασφάλεια ή όχι, συμπεριλαμβανομένων των υπερτιμημάτων (premiums) και ειδικών παροχών που συνοδεύουν αυτά τα χρεόγραφα, ή ομολογίες ή χρεωστικούς τίτλους με ασφάλεια ή όχι, καθώς και άλλο εισόδημα που υπόκειται στην ίδια φορολογική μεταχείριση με το εισόδημα από δάνεια, σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλομένου Κράτους στο οποίο προκύπτει το εισόδημα. Το εισόδημα που εξετάζεται στο άρθρο 10 δεν θεωρείται ως τόκοι για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου.
5. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 δεν εφαρμόζονται εάν ο πραγματικός δικαιούχος των τόκων, ο οποίος είναι κάτοικος ενός Συμβαλλομένου Κράτους, ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο προκύπτουν οι τόκοι μέσω μίας μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται σε αυτό και η απαίτηση σε σχέση με την οποία καταβάλλονται οι τόκοι είναι ουσιαστικά συνδεδεμένη με αυτή τη μόνιμη εγκατάσταση. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7.
6. Τόκοι θεωρούνται ότι προκύπτουν σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος, όταν ο καταβάλλων είναι κάτοικος αυτού του Συμβαλλομένου Κράτους. Εάν, ωστόσο, το πρόσωπο που καταβάλλει τους τόκους, είτε είναι κάτοικος ενός Συμβαλλομένου Κράτους είτε όχι, έχει σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος μία μόνιμη εγκατάσταση σε σχέση με την οποία προέκυψε η οφειλή για την οποία καταβάλλονται οι τόκοι, και οι τόκοι αυτοί βαρύνουν τη μόνιμη αυτή εγκατάσταση, τότε οι τόκοι αυτοί θεωρείται ότι προκύπτουν στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση.
7. Όταν, λόγω ειδικής σχέσης μεταξύ του καταβάλλοντος και του πραγματικού δικαιούχου ή μεταξύ αμφοτέρων και κάποιου άλλου προσώπου, το ποσό των τόκων όσον αφορά στην απαίτηση για την οποία καταβάλλονται, υπερβαίνει το ποσό, το οποίο θα είχε συμφωνηθεί μεταξύ του καταβάλλοντος και του πραγματικού δικαιούχου ελλείψει μιας τέτοιας σχέσης, οι διατάξεις αυτού του άρθρου εφαρμόζονται μόνο στο τελευταίο αναφερόμενο ποσό. Στην περίπτωση αυτή, το υπερβάλλον μέρος των πληρωμών φορολογείται σύμφωνα με τους νόμους ενός εκάστου Συμβαλλομένου Κράτους, λαμβανομένων υπόψη και των λοιπών διατάξεων της παρούσας Σύμβασης.
ΑΡΘΡΟ 12
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
1. Δικαιώματα που προκύπτουν σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο
του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους μπορούν να φορολογούνται σε αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος.
Ωστόσο, αυτά τα δικαιώματα που προκύπτουν σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος μπορούν επίσης να φορολογούνται σε αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτού του Συμβαλλόμενου Κράτους, αλλά εάν ο πραγματικός δικαιούχος των δικαιωμάτων είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους, ο φόρος που επιβάλλεται με τον τρόπο αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) του ακαθάριστου ποσού των δικαιωμάτων.
3. Ο όρος «δικαιώματα» όπως χρησιμοποιείται σε αυτό το άρθρο, σημαίνει πληρωμές κάθε είδους που λαμβάνονται ως αντάλλαγμα για τη χρήση ή για το δικαίωμα χρήσης, οποιουδήποτε δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright) επί λογοτεχνικού, καλλιτεχνικού, ή επιστημονικού έργου συμπεριλαμβανομένων κινηματογραφικών ταινιών, ή οποιουδήποτε διπλώματος ευρεσιτεχνίας, εμπορικού σήματος, σχεδίου ή μοντέλου, σχεδιαγράμματος, ή μυστικού τύπου ή διαδικασίας, για τη χρήση ή το δικαίωμα χρήσης βιομηχανικού, εμπορικού ή επιστημονικού εξοπλισμού, ή για πληροφορίες που αφορούν σε βιομηχανική, εμπορική ή επιστημονική εμπειρία.
4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται εάν ο πραγματικός δικαιούχος των δικαιωμάτων, όντας κάτοικος ενός Συμβαλλομένου Κράτους, διεξάγει επιχειρηματική δραστηριότητα στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο προκύπτουν τα δικαιώματα μέσω μίας μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται σε αυτό και το δικαίωμα ή η περιουσία σε σχέση με τα οποία καταβάλλονται τα δικαιώματα είναι ουσιαστικά συνδεδεμένα με την εν λόγω μόνιμη εγκατάσταση. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7.
5. Τα δικαιώματα θεωρείται ότι προκύπτουν σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος όταν ο καταβάλλων είναι κάτοικος αυτού του Συμβαλλομένου Κράτους. Εάν, ωστόσο, το πρόσωπο που καταβάλλει τα δικαιώματα, είτε είναι κάτοικος ενός Συμβαλλομένου Κράτους είτε όχι, έχει σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος μία μόνιμη εγκατάσταση σε σχέση με την οποία προέκυψε η υποχρέωση καταβολής των δικαιωμάτων και τα δικαιώματα αυτά βαρύνουν τη μόνιμη αυτή εγκατάσταση, τότε τα δικαιώματα αυτά θεωρείται ότι προκύπτουν στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση.
6. Όπου, λόγω ειδικής σχέσης που υπάρχει μεταξύ του καταβάλλοντος και του πραγματικού δικαιούχου ή μεταξύ αυτών των δύο και κάποιου άλλου προσώπου, το ποσό των δικαιωμάτων, σχετικά με τη χρήση, το δικαίωμα ή τις πληροφορίες για τα οποία καταβάλλονται, υπερβαίνει το ποσό που θα είχε συμφωνηθεί μεταξύ του καταβάλλοντος και του πραγματικού δικαιούχου, ελλείψει μιας τέτοιας σχέσης, οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται μόνο στο τελευταίο αναφερόμενο ποσό. Στην περίπτωση αυτή, το υπερβάλλον μέρος της πληρωμής φορολογείται σύμφωνα με τους νόμους ενός εκάστου Συμβαλλομένου Κράτους, λαμβανομένων υπόψη και των λοιπών διατάξεων αυτής της Σύμβασης.
ΑΡΘΡΟ 13
ΩΦΕΛΕΙΑ ΑΠΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
1. Ωφέλεια που αποκτάται από κάτοικο ενός Συμβαλλομένου Κράτους από την εκποίηση ακίνητης περιουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 6 και βρίσκεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος μπορεί να φορολογείται σε αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος.
2. Ωφέλεια από την εκποίηση οποιασδήποτε περιουσίας, πλην της ακίνητης περιουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 6, η οποία αποτελεί μέρος της επιχειρηματικής περιουσίας μίας μόνιμης εγκατάστασης την οποία επιχείρηση ενός Συμβαλλόμενου Κράτους κατέχει στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, συμπεριλαμβανομένης της ωφέλειας από την εκποίηση μιας τέτοιας μόνιμης εγκατάστασης (μόνης ή μαζί με όλη την επιχείρηση), μπορεί να φορολογείται σε αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος.
3. (α) Ωφέλεια μίας επιχείρησης ενός Συμβαλλομένου Κράτους η οποία εκμεταλλεύεται πλοία
που απασχολούνται σε διεθνείς μεταφορές και προκύπτει από τη μεταβίβαση κυριότητας των εν λόγω πλοίων ή οποιασδήποτε περιουσίας, εκτός από την ακίνητη περιουσία που αναφέρεται στο άρθρο 6, που αφορά στην εκμετάλλευση των πλοίων αυτών, φορολογείται μόνο σε αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος, εκτός εάν τα πλοία είναι νηολογημένα, ή έχουν εφοδιαστεί με προσωρινά ναυτιλιακά έγγραφα, στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος. Εάν τα πλοία είναι νηολογημένα ή έχουν εφοδιαστεί με προσωρινά ναυτιλιακά έγγραφα όπως προαναφέρθηκε, η ωφέλεια που προέρχεται από τη μεταβίβαση κυριότητας των πλοίων ή οποιασδήποτε περιουσίας, εκτός από την ακίνητη περιουσία που αναφέρεται στο άρθρο 6, που αφορά την εκμετάλλευση των πλοίων αυτών, μπορεί να φορολογείται σε αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος.
(β) Ωφέλεια μίας επιχείρησης ενός Συμβαλλομένου Κράτους η οποία εκμεταλλεύεται αεροσκάφη που δραστηριοποιούνται σε διεθνείς μεταφορές και προκύπτει από τη μεταβίβαση κυριότητας των εν λόγω αεροσκαφών ή οποιασδήποτε περιουσίας, εκτός από την ακίνητη περιουσία που αναφέρεται στο άρθρο 6, που αφορά στην εκμετάλλευση των αεροσκαφών αυτών, φορολογείται μόνο σε αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος.
4. Ωφέλεια που αποκτά κάτοικος του ενός Συμβαλλομένου Κράτους από τη μεταβίβαση κυριότητας μετοχών μίας εταιρείας ή συγκρίσιμων συμφερόντων, όπως μερίδια σε εταιρία ή καταπίστευμα, μπορούν να φορολογούνται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, εάν, σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή κατά τη διάρκεια των 365 ημερών που προηγούνται της μεταβίβασης κυριότητας, η αξία αυτών των μετοχών ή των συγκρίσιμων συμφερόντων προερχόταν κατά τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) άμεσα ή έμμεσα από ακίνητη περιουσία, όπως ορίζεται στο άρθρο 6, που βρίσκεται σε αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, εκτός εάν οι μετοχές ή τα συγκρίσιμα συμφέροντα είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο και ο κάτοικος και τα πρόσωπα που συνδέονται με αυτόν τον κάτοικο κατέχουν συνολικά το πέντε τοις εκατό (5%) ή λιγότερο της κατηγορίας αυτών των μετοχών ή των συγκρίσιμων συμφερόντων.
5. Ωφέλεια από την εκποίηση οποιασδήποτε περιουσίας εκτός από την αναφερόμενη στις παραγράφους 1, 2, 3 και 4, φορολογείται μόνο στο Συμβαλλόμενο Κράτος του οποίου είναι κάτοικος ο εκποιών.
ΑΡΘΡΟ 14
ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΑΠΟ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 15, 17 και 18, μισθοί, ημερομίσθια και άλλες
παρόμοιες αμοιβές που αποκτά κάτοικος ενός Συμβαλλομένου Κράτους έναντι εξαρτημένης απασχόλησης φορολογούνται μόνο σε αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος, εκτός εάν η απασχόληση ασκείται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος. Εάν η απασχόληση ασκείται κατ' αυτό τον τρόπο, η αμοιβή που αποκτάται από αυτήν, μπορεί να φορολογείται σε αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος.
2. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου 1, αμοιβή που αποκτάται από κάτοικο ενός Συμβαλλόμενου Κράτους σχετικά με μία εξαρτημένη απασχόληση που ασκείται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος φορολογείται μόνο στο πρώτο Συμβαλλόμενο Κράτος εάν:
(α) ο δικαιούχος της αμοιβής βρίσκεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος για μία περίοδο ή περιόδους που δεν ξεπερνούν συνολικά τις 183 ημέρες σε οποιαδήποτε δωδεκάμηνη περίοδο που ξεκινά ή λήγει εντός του οικείου φορολογικού έτους, και
(β) η αμοιβή καταβάλλεται από ή για λογαριασμό εργοδότη που δεν είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους, και
(γ) η αμοιβή δεν βαρύνει μία μόνιμη εγκατάσταση που διατηρεί ο εργοδότης στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος.
3. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, αμοιβή που αποκτάται από κάτοικο ενός Συμβαλλομένου Κράτους σχετικά με μία εξαρτημένη απασχόληση, ως μέλος του τακτικού πληρώματος πλοίου ή αεροσκάφους, η οποία ασκείται σε πλοίο ή αεροσκάφος που εκτελεί διεθνείς μεταφορές, εκτός από πλοίο ή αεροσκάφος που εκτελεί πτήσεις αποκλειστικώς εντός του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους, φορολογείται μόνο στο πρώτο Συμβαλλόμενο Κράτος.
ΑΡΘΡΟ 15
ΑΜΟΙΒΕΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΩΝ
Οι αμοιβές των διευθυντών και άλλες παρόμοιες πληρωμές που αποκτώνται από κάτοικο ενός Συμβαλλομένου Κράτους υπό την ιδιότητά του ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου ή ενός παρόμοιου οργάνου μίας εταιρείας που είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους μπορεί να φορολογούνται σε αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος.
ΑΡΘΡΟ 16
ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΕΣ
1. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 14, εισόδημα που αποκτάται από κάτοικο ενός Συμβαλλομένου Κράτους ως πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας, όπως καλλιτέχνης θεάτρου, κινηματογράφου, ραδιοφώνου ή τηλεόρασης ή ως μουσικός ή αθλητής, από την άσκηση των προσωπικών δραστηριοτήτων του κατοίκου αυτού στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, μπορεί να φορολογείται σε αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος.
2. Αν το εισόδημα από την άσκηση προσωπικών δραστηριοτήτων από πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας ή αθλητή, υπό την ιδιότητά του αυτή, δεν περιέρχεται σε αυτό το πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας ή αθλητή, αλλά σε κάποιο άλλο πρόσωπο, το εισόδημα αυτό μπορεί, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 14, να φορολογηθεί στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο ασκούνται οι δραστηριότητες του προσώπου που παρέχει την ψυχαγωγία ή του αθλητή.
ΑΡΘΡΟ 17
ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ
ΜΕ την Επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 18, συντάξείς και άλλες παρόμοίες αμοιβές, πραγματικός δικαιούχος των οποίων Είναι κάτοικος Ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, φορολογούνται μόνο ΣΕ αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος.
ΑΡΘΡΟ 18
ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ
1. (α) Μισθοί, ημερομίσθια και άλλΕς παρόμοιες αμοιβές που καταβάλλονται από ένα
Συμβαλλόμενο Κράτος ή μία πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού ΣΕ ένα φυσικό πρόσωπο ΣΕ σχέση με υπηρεσίες που παρασχέθηκαν σε αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος ή πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή φορολογούνται μόνο ΣΕ αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος.
(β) Ωστόσο, αυτοί οι μισθοί, ημερομίσθια και άλλες παρόμοιες αμοιβές φορολογούνται μόνο στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος Εάν οι υπηρεσίες παρέχονται Εντός αυτού του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους και το φυσικό πρόσωπο Είναι κάτοικος αυτού του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους και:
(i) Είναι υπήκοος αυτού του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, ή
(ii) ΔΕΝ κατέστη κάτοικος αυτού του Συμβαλλόμενου Κράτους μόνο για τον σκοπό παροχής των υπηρεσιών.
2. (α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου 1, συντάξεις και άλλες παρόμοιες αμοιβές
που καταβάλλονται από, ή μέσω ταμείων τα οποία δημιουργούνται από ή στα οποία καταβάλλονται Εισφορές από, ένα Συμβαλλόμενο Κράτος ή μία πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού ΣΕ ένα φυσικό πρόσωπο ΣΕ σχέση με υπηρεσίες που παρασχέθηκαν ΣΕ αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος ή πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή φορολογούνται μόνο ΣΕ αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος.
(β) Ωστόσο, οι συντάξεις αυτές φορολογούνται μόνο στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος αν το φυσικό πρόσωπο Είναι κάτοικος και υπήκοος αυτού του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους.
3. Οι διατάξεις των άρθρων 14, 15, 16, και 17 έχουν Εφαρμογή ΣΕ μισθούς, ημερομίσθια, συντάξεις και άλλες παρόμοιες αμοιβές καταβαλλόμενες για υπηρεσίες που παρέχονται ή έχουν παρασχεθεί ΣΕ σχέση με επιχειρηματική δραστηριότητα που διεξάγεται από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος ή πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού.
ΑΡΘΡΟ 19
ΣΠΟΥΔΑΣΤΕΣ
Οι πληρωμές που λαμβάνει για τη συντήρηση, Εκπαίδευση ή Εξάσκησή του ένας
σπουδαστής ή μαθητευόμενος, ο οποίος είναι ή ήταν αμέσως πριν από τη μετάβασή του σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος κάτοικος του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους και παρίσταται στο πρώτο Συμβαλλόμενο Κράτος μόνο για τον σκοπό της εκπαίδευσής του ή μαθητείας του, δεν φορολογούνται σε αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος, αρκεί οι πληρωμές αυτές να προκύπτουν από πηγές εκτός αυτού του Συμβαλλομένου Κράτους. Στην περίπτωση μαθητευόμενου, η απαλλαγή που προβλέπεται από το παρόν άρθρο εφαρμόζεται μόνον για περίοδο που δεν υπερβαίνει το ένα έτος από την ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει για πρώτη φορά την εκπαίδευσή του σε αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος.
ΑΡΘΡΟ 20
ΑΦΑΝΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις της παρούσας Σύμβασης, κάθε εισόδημα που αποκτάται από κάτοικο ενός Συμβαλλομένου Κράτους σε σχέση με εισφορές που καταβάλλονται σύμφωνα με σύμβαση αφανούς εταιρείας (στην περίπτωση της Ιαπωνίας, Tokumei Kumiai) ή άλλη παρόμοια σύμβαση μπορεί να φορολογείται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτού του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους, υπό την προϋπόθεση ότι το εισόδημα αυτό προκύπτει σε αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος και εκπίπτει κατά τον υπολογισμό του φορολογητέου εισοδήματος του καταβάλλοντος σε αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος.
ΑΡΘΡΟ 21
ΑΛΛΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΑ
1. Είδη εισοδήματος των οποίων πραγματικός δικαιούχος είναι κάτοικος ενός Συμβαλλομένου Κράτους, οπουδήποτε και εάν προκύπτουν, των οποίων η φορολογική μεταχείριση δεν ρυθμίζεται με τα προηγούμενα άρθρα αυτής της Σύμβασης, φορολογούνται μόνο σε αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος.
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζονται σε εισόδημα, εκτός από εισόδημα από ακίνητη περιουσία όπως ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 6, αν ο πραγματικός δικαιούχος αυτού του εισοδήματος, ο οποίος είναι κάτοικος ενός Συμβαλλομένου Κράτους, διεξάγει επιχειρηματική δραστηριότητα στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος μέσω μίας μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται σε αυτό και το δικαίωμα ή η περιουσία σχετικά με την οποία καταβάλλεται το εισόδημα συνδέεται ουσιαστικά με τη μόνιμη αυτή εγκατάσταση. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 7.
3. Όπου, λόγω ειδικής σχέσης μεταξύ του καταβάλλοντα και του πραγματικού δικαιούχου ή μεταξύ αμφοτέρων και κάποιου άλλου προσώπου, το ποσό του εισοδήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 υπερβαίνει το ποσό, το οποίο θα είχε συμφωνηθεί από τον καταβάλλοντα και τον πραγματικό δικαιούχο εάν δεν υπήρχε η σχέση αυτή, οι διατάξεις αυτού του άρθρου εφαρμόζονται μόνο στο τελευταίο αναφερόμενο ποσό. Στην περίπτωση αυτή, το υπερβάλλον μέρος του εισοδήματος φορολογείται σύμφωνα με τους νόμους ενός εκάστου Συμβαλλομένου Κράτους, λαμβανομένων υπόψη και των λοιπών διατάξεων αυτής της Σύμβασης.
ΑΡΘΡΟ 22
ΑΠΟΦΥΓΗ ΤΗΣ ΔΙΠΛΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
1. Στην Ελληνική Δημοκρατία, η διπλή φορολογία αποφεύγεται ως εξής:
(α) Εάν κάτοικος της Ελληνικής Δημοκρατίας αποκτά εισόδημα το οποίο, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της Σύμβασης, μπορεί να φορολογηθεί στην Ιαπωνία, η Ελληνική Δημοκρατία, αναγνωρίζει ως έκπτωση από τον ελληνικό φόρο εισοδήματος αυτού του κατοίκου, ποσό ίσο με τον ιαπωνικό φόρο που καταβλήθηκε στην Ιαπωνία. Η έκπτωση αυτή σε κάθε περίπτωση δεν θα υπερβαίνει το μέρος του ελληνικού φόρου, όπως υπολογίζεται πριν δοθεί η έκπτωση, το οποίο αντιστοιχεί στο εισόδημα το οποίο μπορεί να φορολογηθεί στην Ιαπωνία.
(β) Εάν σύμφωνα με οποιαδήποτε διάταξη της Σύμβασης, εισόδημα που αποκτά κάτοικος της Ελληνικής Δημοκρατίας εξαιρείται από φόρο στην Ελληνική Δημοκρατία, η Ελληνική Δημοκρατία μπορεί ωστόσο κατά τον υπολογισμό του ποσού του φόρου επί του υπολοίπου εισοδήματος αυτού του κατοίκου να λάβει υπόψη το εξαιρούμενο εισόδημα.
2. Στην Ιαπωνία, η διπλή φορολογία αποφεύγεται ως εξής:
Με την επιφύλαξη των διατάξεων της νομοθεσίας της Ιαπωνίας σχετικά με εκπτώσεις ως πίστωση έναντι του ιαπωνικού φόρου του φόρου που καταβάλλεται σε οποιαδήποτε χώρα εκτός της Ιαπωνίας, όταν κάτοικος της Ιαπωνίας αποκτά εισόδημα από την Ελληνική Δημοκρατία το οποίο μπορεί να φορολογηθεί στην Ελληνική Δημοκρατία σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης, το ποσό του ελληνικού φόρου που πρέπει να καταβληθεί σε σχέση με το εισόδημα αυτό επιτρέπεται ως πίστωση έναντι του ιαπωνικού φόρου που επιβάλλεται στον εν λόγω κάτοικο. Το ποσό της πίστωσης, ωστόσο, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό του ιαπωνικού φόρου που αναλογεί στο εισόδημα αυτό.
ΑΡΘΡΟ 23
ΜΗ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ
1. Οι υπήκοοι ενός Συμβαλλομένου Κράτους δεν υπόκεινται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος σε οποιαδήποτε φορολογία ή οποιαδήποτε σχετική με αυτή διαδικασία, η οποία είναι διαφορετική ή περισσότερο επαχθής από τη φορολογία και τις σχετικές διαδικασίες στις οποίες θα υπόκεινται ή μπορούν να υπαχθούν οι υπήκοοι αυτού του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους υπό τις ίδιες συνθήκες, ιδίως όσον αφορά στη κατοικία. Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 1, εφαρμόζονται επίσης σε πρόσωπα που δεν είναι κάτοικοι του ενός ή αμφοτέρων των Συμβαλλομένων Κρατών.
2. Η φορολογία που επιβάλλεται σε μία μόνιμη εγκατάσταση την οποία μία επιχείρηση ενός Συμβαλλομένου Κράτους έχει στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, δεν επιβάλλεται κατά τρόπο λιγότερο ευνοϊκό σε αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος από τη φορολογία που επιβάλλεται σε επιχειρήσεις αυτού του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους που διεξάγουν τις ίδιες δραστηριότητες. Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου δεν θα ερμηνεύονται κατά τρόπο που να υποχρεώνει ένα Συμβαλλόμενο Κράτος να παράσχει στους κατοίκους του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους οποιεσδήποτε προσωπικές εκπτώσεις, ελαφρύνσεις και μειώσεις για φορολογικούς σκοπούς λόγω προσωπικής κατάστασης ή οικογενειακών υποχρεώσεων τις οποίες παρέχει στους δικούς του κατοίκους.
3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 9, της παραγράφου 7 του άρθρου 11, της παραγράφου 6 του άρθρου 12 ή της παραγράφου 3 του άρθρου 21, τόκοι, δικαιώματα και άλλες πληρωμές που καταβάλλονται από μία επιχείρηση ενός Συμβαλλομένου Κράτους σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους, για τον σκοπό υπολογισμού των φορολογητέων κερδών αυτής της επιχείρησης, θα εκπίπτουν υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, όπως εάν είχαν καταβληθεί σε κάτοικο του πρώτου μνημονευόμενου Συμβαλλομένου Κράτους.
4. Επιχειρήσεις ενός Συμβαλλομένου Κράτους, το κεφάλαιο των οποίων εν μέρει ή ολικώς κατέχεται ή ελέγχεται, άμεσα ή έμμεσα, από έναν ή περισσοτέρους κατοίκους του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους δεν υπόκεινται στο πρώτο μνημονευόμενο Κράτος σε οποιαδήποτε φορολογία ή διαδικασία σχετικά με αυτή, η οποία είναι διάφορη ή περισσότερο επαχθής από τη φορολογία και τις σχετικές διαδικασίες στις οποίες υπόκεινται ή μπορούν να υπαχθούν παρόμοιες επιχειρήσεις του πρώτου μνημονευόμενου Συμβαλλομένου Κράτους.
5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 2, σε φόρους κάθε είδους και περιγραφής που επιβάλλονται για λογαριασμό ενός Συμβαλλομένου Κράτους ή των πολιτικών υποδιαιρέσεών του ή των τοπικών αρχών.
ΑΡΘΡΟ 24
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΜΟΙΒΑΙΟΥ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ
1. Εάν ένα πρόσωπο θεωρεί ότι οι πράξεις ενός ή αμφοτέρων των Συμβαλλομένων Κρατών έχουν ή θα έχουν γι' αυτόν ως αποτέλεσμα την επιβολή φορολογίας που δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης, μπορεί, ανεξάρτητα από τα μέσα θεραπείας που παρέχονται από το εσωτερικό δίκαιο των Συμβαλλομένων Κρατών αυτών, να θέσει την υπόθεσή του στην αρμόδια αρχή οιουδήποτε εκ των δύο Συμβαλλομένων Κρατών. Η υπόθεση πρέπει να τεθεί εντός τριών (3) ετών από την πρώτη κοινοποίηση της πράξης, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την επιβολή φορολογίας που δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της Σύμβασης.
2. Η αρμόδια αρχή προσπαθεί, αν θεωρήσει ότι η ένσταση είναι βάσιμη και εάν δεν μπορεί από μόνη της να φτάσει σε μία ικανοποιητική λύση, να επιλύσει την υπόθεση με αμοιβαία συμφωνία με την αρμόδια αρχή του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους με σκοπό την αποφυγή φορολογίας που δεν είναι σύμφωνη με τη Σύμβαση. Οποιαδήποτε συμφωνία επιτευχθεί, εφαρμόζεται ανεξάρτητα από τις προθεσμίες που ορίζονται στο εσωτερικό δίκαιο των Συμβαλλομένων Κρατών.
3. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών προσπαθούν να επιλύουν με αμοιβαία συμφωνία οποιεσδήποτε δυσχέρειες ή αμφιβολίες ανακύπτουν ως προς την ερμηνεία ή την εφαρμογή της Σύμβασης. Μπορούν επίσης να συμβουλεύονται η μία την άλλη για την αποφυγή της διπλής φορολογίας σε περιπτώσεις που δεν προβλέπονται από τη Σύμβαση.
4. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους απευθείας, συμπεριλαμβανομένης και επικοινωνίας μέσω μίας κοινής επιτροπής η οποία θα αποτελείται από τις αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών ή εκπροσώπους αυτών, για τον σκοπό επίτευξης συμφωνίας κατά την έννοια των προηγουμένων παραγράφων του παρόντος άρθρου.
5. Εάν,
(α) σύμφωνα με την παράγραφο 1, ένα πρόσωπο έχει θέσει μία υπόθεση στην αρμόδια αρχή ενός Συμβαλλομένου Κράτους βάσει του ότι οι ενέργειες ενός ή αμφοτέρων των Συμβαλλομένων Κρατών έχουν ως αποτέλεσμα να υποστεί το εν λόγω πρόσωπο φορολόγηση που δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης, και
(β) οι αρμόδιες αρχές δεν μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία για την επίλυση της εν λόγω υπόθεσης σύμφωνα με την παράγραφο 2 εντός τριών (3) ετών από την ημερομηνία κατά την οποία όλες οι πληροφορίες που απαιτούνται από τις αρμόδιες αρχές για τη διαχείριση της υπόθεσης έχουν παρασχεθεί σε αμφότερες τις αρμόδιες αρχές,
τυχόν ανεπίλυτα ζητήματα που προκύπτουν από την υπόθεση υποβάλλονται σε διαιτησία, εφόσον το πρόσωπο το ζητήσει εγγράφως. Τα ανεπίλυτα αυτά ζητήματα δεν υποβάλλονται, ωστόσο, σε διαιτησία εάν έχει ήδη εκδοθεί απόφαση επί των ζητημάτων αυτών από δικαστήριο ή δικαιοδοτικό όργανο οποιουδήποτε Συμβαλλομένου Κράτους. Εκτός εάν ένα πρόσωπο που επηρεάζεται άμεσα από την υπόθεση δεν αποδέχεται την αμοιβαία συμφωνία που θέτει σε εφαρμογή τη διαιτητική απόφαση, η απόφαση αυτή είναι δεσμευτική για αμφότερα τα Συμβαλλόμενα Κράτη και εφαρμόζεται ανεξάρτητα από τις προθεσμίες που προβλέπονται στην εσωτερική νομοθεσία των εν λόγω Συμβαλλομένων Κρατών. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών ρυθμίζουν με αμοιβαία συμφωνία τον τρόπο εφαρμογής της παρούσας παραγράφου.
ΑΡΘΡΟ 25
ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
1. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών ανταλλάσσουν πληροφορίες που είναι ευλόγως συναφείς για την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της Σύμβασης ή τη διαχείριση ή την επιβολή του εσωτερικού δικαίου ενός εκάστου Συμβαλλομένου Κράτους σχετικά με τους κάθε είδους και τύπου φόρους που επιβάλλονται για λογαριασμό των Συμβαλλομένων Κρατών ή των πολιτικών τους υποδιαιρέσεων ή των τοπικών αρχών, εφόσον η φορολογία βάσει αυτών δεν αντίκειται στη Σύμβαση. Η ανταλλαγή πληροφοριών δεν περιορίζεται από τα άρθρα 1 και 2.
2. Κάθε πληροφορία που λαμβάνεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος θα αντιμετωπίζεται ως απόρρητη, όπως και οι πληροφορίες που συλλέγονται σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία αυτού του Συμβαλλομένου Κράτους και θα γνωστοποιείται μόνο σε πρόσωπα ή αρχές (συμπεριλαμβανομένων δικαστηρίων και διοικητικών οργάνων) που είναι επιφορτισμένες με τη βεβαίωση ή είσπραξη, αναγκαστική εκτέλεση ή δίωξη ή την εκδίκαση προσφυγών, σε σχέση με τους φόρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ή την εποπτεία των ανωτέρω. Τα πρόσωπα ή οι αρχές αυτές χρησιμοποιούν τις πληροφορίες μόνο για τους ως άνω σκοπούς. Μπορούν να αποκαλύψουν τις πληροφορίες στο δικαστήριο κατά την επ' ακροατηρίω διαδικασία ή σε δικαστικές αποφάσεις. Ανεξάρτητα από τα ανωτέρω, οι πληροφορίες που λαμβάνονται από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος μπορούν να χρησιμοποιηθούν για άλλους σκοπούς, όταν οι πληροφορίες αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τέτοιους άλλους σκοπούς σύμφωνα με
τη νομοθεσία αμφοτέρων των Συμβαλλόμενων Κρατών και η αρμόδια αρχή του Συμβαλλόμενου Κράτους που παρέχει τις πληροφορίες επιτρέπει τη χρήση αυτή.
3. Σε καμία περίπτωση οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν ερμηνεύονται ότι επιβάλλουν σε ένα από τα Συμβαλλόμενα Κράτη την υποχρέωση:
(α) να λαμβάνει διοικητικά μέτρα αντίθετα με τη νομοθεσία και τη διοικητική πρακτική αυτού ή του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους,
(β) να παράσχει πληροφορίες που δεν μπορούν να ληφθούν σύμφωνα με τους νόμους ή κατά τη συνήθη διοικητική πρακτική αυτού ή του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους,
(γ) να παράσχει πληροφορίες που αποκαλύπτουν οποιοδήποτε συναλλακτικό, επιχειρηματικό, βιομηχανικό, εμπορικό ή επαγγελματικό απόρρητο ή συναλλακτική διαδικασία, ή πληροφορία, η γνωστοποίηση των οποίων είναι αντίθετη με κανόνα δημόσιας τάξης (ordre public).
4. Εάν ζητηθούν πληροφορίες από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος σύμφωνα με το παρόν άρθρο, το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος χρησιμοποιεί τα μέτρα συλλογής πληροφοριών που διαθέτει για να αποκτήσει τις αιτούμενες πληροφορίες, ακόμη και αν το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος ενδέχεται να μην χρειάζεται τις πληροφορίες αυτές για τους δικούς του φορολογικούς σκοπούς. Η υποχρέωση που περιλαμβάνεται στην προηγούμενη πρόταση υπόκειται στους περιορισμούς της παραγράφου 3, αλλά σε καμία περίπτωση οι περιορισμοί αυτοί δεν ερμηνεύονται ότι επιτρέπουν σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος να αρνηθεί να παράσχει πληροφορίες αποκλειστικώς και μόνον επειδή δεν έχει εσωτερικό ενδιαφέρον για τις πληροφορίες αυτές.
5. Σε καμία περίπτωση οι διατάξεις της παραγράφου 3 δεν πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο που να επιτρέπουν σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος να αρνηθεί την παροχή πληροφοριών αποκλειστικώς και μόνον επειδή οι πληροφορίες κατέχονται από τράπεζα, άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο ή πρόσωπο που ενεργεί με την ιδιότητα του πράκτορα ή του θεματοφύλακα ή επειδή αφορούν ιδιοκτησιακά συμφέροντα ενός προσώπου.
ΑΡΘΡΟ 26
ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΦΟΡΩΝ
1. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη παρέχουν αμοιβαία συνδρομή για την είσπραξη των φορολογικών απαιτήσεων. Η συνδρομή αυτή δεν περιορίζεται από τα άρθρα 1 και 2. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών μπορούν να ρυθμίσουν με αμοιβαία συμφωνία τον τρόπο εφαρμογής του παρόντος άρθρου.
2. Ο όρος «φορολογική απαίτηση», όπως χρησιμοποιείται στο παρόν άρθρο, σημαίνει χρηματικό ποσό οφειλόμενο σε σχέση με τους ακόλουθους φόρους, εφόσον η φορολόγηση βάσει αυτών δεν αντίκειται στην παρούσα Σύμβαση ή σε οποιαδήποτε άλλη πράξη στην οποία τα Συμβαλλόμενα Κράτη είναι μέρη, καθώς και τόκους, διοικητικές κυρώσεις και έξοδα είσπραξης ή διαφύλαξης που σχετίζονται με το ποσό αυτό:
(α) στην Ελληνική Δημοκρατία:
(i) τους φόρους που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 περίπτωση (α),
(ii) τον φόρο προστιθέμενης αξίας,
(iii) τον φόρο κληρονομιάς,
(iv) τον φόρο δωρεάς,
(v) τον φόρο μεταβίβασης ακινήτων,
(vi) τον φόρο επί των ακινήτων,
(vii) τον φόρο στα είδη πολυτελείας,
(viii) τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης αγαθών και υπηρεσιών, και
(ix) τα τέλη κυκλοφορίας των μηχανοκίνητων οχημάτων,
(β) στην Ιαπωνία:
(i) τους φόρους που αναφέρονται στις υποπεριπτώσεις i) έως iv) της περίπτωσης (β) της
παραγράφου 3 του άρθρου 2,
(ii) τον ειδικό φόρο εταιρειών για την ανασυγκρότηση,
(iii) τον φόρο κατανάλωσης,
(iv) τον τοπικό φόρο κατανάλωσης,
(v) τον φόρο κληρονομιάς, και
(vi) τον φόρο δωρεάς,
(γ) κάθε άλλο φόρο που μπορεί να συμφωνηθεί κατά καιρούς μεταξύ των Κυβερνήσεων των Συμβαλλομένων Κρατών με ανταλλαγή διπλωματικών διακοινώσεων, και
(δ) οποιουσδήποτε πανομοιότυπους ή ουσιαστικά παρόμοιους φόρους που επιβάλλονται μετά την ημερομηνία υπογραφής της Σύμβασης επιπλέον ή αντί των φόρων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α), β) ή γ).
3. Όταν μία φορολογική απαίτηση του ενός Συμβαλλομένου Κράτους είναι εκτελεστή
σύμφωνα με τη νομοθεσία του εν λόγω Συμβαλλομένου Κράτους και οφείλεται από πρόσωπο το οποίο, τη δεδομένη χρονική στιγμή, δεν δύναται, σύμφωνα με τη νομοθεσία του εν λόγω Συμβαλλομένου Κράτους, να εμποδίσει την είσπραξή της, η εν λόγω φορολογική απαίτηση, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής του εν λόγω Συμβαλλομένου Κράτους, γίνεται δεκτή για τους σκοπούς της είσπραξης από την αρμόδια αρχή του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους. Η εν λόγω φορολογική απαίτηση εισπράττεται από αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του που εφαρμόζονται για την επιβολή και την είσπραξη των δικών του φόρων, σαν να επρόκειτο για φορολογική απαίτηση του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους που πληροί τις προϋποθέσεις που επιτρέπουν στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος να υποβάλει αίτημα σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.
4. Όταν μία φορολογική απαίτηση ενός Συμβαλλομένου Κράτους αποτελεί απαίτηση αναφορικά με την οποία αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος δύναται, σύμφωνα με τη νομοθεσία του, να λάβει διασφαλιστικά μέτρα με σκοπό τη διασφάλιση της είσπραξης, για αυτή τη φορολογική απαίτηση είναι δυνατόν, μετά από αίτηση της αρμόδιας αρχής αυτού του Συμβαλλομένου Κράτους, να ληφθούν διασφαλιστικά μέτρα από την αρμόδια αρχή του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους. Αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος επιβάλλει διασφαλιστικά μέτρα αναφορικά με αυτή τη φορολογική απαίτηση σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του, ως εάν αυτή η φορολογική απαίτηση να ήταν φορολογική απαίτηση αυτού του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους ακόμη και αν τη δεδομένη χρονική στιγμή που εφαρμόζονται τέτοια μέτρα, η φορολογική απαίτηση δεν είναι εκτελεστή στο πρώτο μνημονευόμενο Συμβαλλόμενο Κράτος ή οφείλεται από πρόσωπο το οποίο έχει δικαίωμα να εμποδίσει την είσπραξή του.
5. Ανεξαρτήτως των διατάξεων των παραγράφων 3 και 4, μία φορολογική απαίτηση η οποία είναι αποδεκτή από την αρμόδια αρχή ενός Συμβαλλομένου Κράτους για τους σκοπούς των παραγράφων 3 και 4 δεν υπόκειται σε αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος, στους χρονικούς περιορισμούς ή σε οποιεσδήποτε προτεραιότητες που εφαρμόζονται σε μία φορολογική απαίτηση, σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτού του Συμβαλλομένου Κράτους λόγω της φύσης της. Επιπρόσθετα, μία φορολογική απαίτηση που γίνεται αποδεκτή από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος, για τους σκοπούς των παραγράφων 3 ή 4, δεν μπορεί να έχει, σε αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος, οποιαδήποτε προτεραιότητα εφαρμόζεται σε αυτή τη φορολογική απαίτηση σύμφωνα με τη νομοθεσία του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους.
6. Πράξεις που εκτελούνται από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος κατά την είσπραξη φορολογικής απαίτησης που έχει γίνει δεκτή από την αρμόδια αρχή του εν λόγω Συμβαλλομένου Κράτους για τους σκοπούς της παραγράφου 3 ή 4 και οι οποίες, εάν εκτελούνταν από το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, θα είχαν ως αποτέλεσμα την αναστολή ή τη διακοπή των προθεσμιών που ισχύουν για τις φορολογικές απαιτήσεις σύμφωνα με τη νομοθεσία του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους, θα έχουν τα ίδια αποτελέσματα σύμφωνα με τη νομοθεσία του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους. Η αρμόδια αρχή του πρώτου Συμβαλλομένου Κράτους ενημερώνει την αρμόδια αρχή του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους για τις πράξεις στις οποίες προέβη το πρώτο Συμβαλλόμενο Κράτος για την είσπραξη της φορολογικής απαίτησης.
7. Δεν κινούνται διαδικασίες αναφορικά με την ύπαρξη, την εγκυρότητα ή το ποσό μιας φορολογικής απαίτησης ενός Συμβαλλόμενου Κράτους ενώπιον των δικαστηρίων ή των διοικητικών οργάνων του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους.
8. Όταν, σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, μετά από αίτηση ενός Συμβαλλομένου Κράτους, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 ή 4 και πριν το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος εισπράξει και εμβάσει τη σχετική φορολογική απαίτηση στο πρώτο μνημονευόμενο Συμβαλλόμενο Κράτος, αυτή η απαίτηση παύει να υφίσταται
(α) στην περίπτωση αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο 3, μία φορολογική απαίτηση του πρώτου μνημονευόμενου Συμβαλλομένου Κράτους, η οποία είναι εκτελεστή σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτού του Συμβαλλομένου Κράτους και οφείλεται από πρόσωπο το οποίο, την δεδομένη χρονική στιγμή, δεν είναι δυνατόν σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτού του Συμβαλλομένου Κράτους, να εμποδίσει την είσπραξη, ή
(β) στην περίπτωση αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο 4, μία φορολογική απαίτηση του πρώτου μνημονευόμενου Συμβαλλομένου Κράτους αναφορικά με την οποία αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος μπορεί, σύμφωνα με τη νομοθεσία του, να λάβει συντηρητικά μέτρα με σκοπό να διασφαλίσει την είσπραξη.
η αρμόδια αρχή του πρώτου μνημονευόμενου Συμβαλλομένου Κράτους γνωστοποιεί εγκαίρως στην αρμόδια αρχή του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους αυτό το γεγονός, και, κατά την επιλογή αυτού του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους, το πρώτο μνημονευόμενο Συμβαλλόμενο Κράτος είτε αναστέλλει είτε αποσύρει την αίτησή του.
9. Σε καμία περίπτωση οι διατάξεις αυτού του άρθρου δεν θεωρείται ότι επιβάλλουν σε ένα
Συμβαλλόμενο Κράτος την υποχρέωση:
(α) να λαμβάνει διοικητικά μέτρα αντίθετα με τη νομοθεσία και τη διοικητική πρακτική αυτού ή του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους,
(β) να λαμβάνει μέτρα, τα οποία θα ήταν αντίθετα με κανόνα δημόσιας τάξης (ordre public),
(γ) να παρέχει βοήθεια, αν το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος δεν έχει εφαρμόσει όλα τα εύλογα μέτρα είσπραξης ή συντηρητικά μέτρα, όπως απαιτεί η περίσταση, που είναι διαθέσιμα σύμφωνα με τη νομοθεσία του ή τη διοικητική του πρακτική,
(δ) να παρέχει βοήθεια στις περιπτώσεις εκείνες όπου προκύπτει δυσανάλογη διοικητική επιβάρυνση στη διοίκηση αυτού του Συμβαλλομένου Κράτους σε σχέση με το ευεργέτημα που αποκτάται από το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος.
ΑΡΘΡΟ 27
ΜΕΛΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΞΕΝΙΚΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΏΝ
Κανένα άρθρο αυτής της Σύμβασης δεν επηρεάζει τα φορολογικά προνόμια των διπλωματικών αποστολών ή των προξενικών αρχών τα οποία προβλέπονται από τους γενικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου ή από διατάξεις ειδικών συμφωνιών.
ΑΡΘΡΟ 28
ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΩΝ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
1. Αν σύμφωνα με οποιεσδήποτε διατάξεις της παρούσας Σύμβασης το εισόδημα που
αποκτάται από κάτοικο του ενός Συμβαλλομένου Κράτους ελαφρύνεται φορολογικά ή απαλλάσσεται από τον φόρο στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος και, σύμφωνα με τη νομοθεσία του πρώτου μνημονευόμενου Συμβαλλομένου Κράτους, ο κάτοικος αυτός υπόκειται σε φόρο με βάση το ποσό αυτού που εμβάζεται σε ή λαμβάνεται από αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος και όχι με βάση το πλήρες ποσό αυτού, τότε η φορολογική ελάφρυνση ή η απαλλαγή που προβλέπεται από τη Σύμβαση στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος εφαρμόζεται μόνο στο μέρος του εισοδήματος αυτού που φορολογείται στο πρώτο μνημονευόμενο Συμβαλλόμενο Κράτος.
2. (α) Όπου
(i) μία επιχείρηση του ενός Συμβαλλομένου Κράτους αποκτά εισόδημα από το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος και το πρώτο μνημονευόμενο Συμβαλλόμενο Κράτος αντιμετωπίζει το εισόδημα αυτό ως αποδιδόμενο σε μόνιμη εγκατάσταση της επιχείρησης που βρίσκεται σε τρίτη δικαιοδοσία, και
(ii) τα κέρδη που αποδίδονται στην εν λόγω μόνιμη εγκατάσταση απαλλάσσονται από τον φόρο στο πρώτο μνημονευόμενο Συμβαλλόμενο Κράτος,
τα προνόμια που απορρέουν από την παρούσα Σύμβαση δεν εφαρμόζονται σε οποιοδήποτε στοιχείο εισοδήματος επί του οποίου ο φόρος στην τρίτη δικαιοδοσία είναι μικρότερος από το εξήντα τοις εκατό (60%) του φόρου που θα επιβαλλόταν στο πρώτο μνημονευόμενο Συμβαλλόμενο Κράτος επί του εν λόγω στοιχείου εισοδήματος εάν η μόνιμη εγκατάσταση βρισκόταν στο πρώτο μνημονευόμενο Συμβαλλόμενο Κράτος. Στην περίπτωση αυτή, κάθε εισόδημα στο οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου παραμένει φορολογητέο σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους, ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις της Σύμβασης.
(β) Οι διατάξεις της υποπαραγράφου (α) δεν εφαρμόζονται εάν το εισόδημα που προέρχεται από το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος που περιγράφεται στην εν λόγω υποπαράγραφο προέρχεται από ή είναι παρεπόμενο της ενεργού άσκησης μίας επιχειρηματικής δραστηριότητας που ασκείται μέσω της μόνιμης εγκατάστασης (εκτός από την επιχειρηματική δραστηριότητα της πραγματοποίησης, διαχείρισης ή απλώς κατοχής επενδύσεων για λογαριασμό της επιχείρησης, εκτός εάν οι δραστηριότητες αυτές είναι τραπεζικές, ασφαλιστικές ή δραστηριότητες κινητών αξιών που ασκούνται από τράπεζα, ασφαλιστική επιχείρηση ή εγγεγραμμένο διαπραγματευτή κινητών αξιών, αντιστοίχως).
(γ) Εάν τα προνόμια δυνάμει της Σύμβασης δεν χορηγούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της υποπαραγράφου α) αναφορικά με ένα στοιχείο του εισοδήματος που αποκτάται από κάτοικο ενός Συμβαλλομένου Κράτους, η αρμόδια αρχή του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους μπορεί, ωστόσο, να χορηγήσει τα προνόμια αυτά σε σχέση με το εν λόγω στοιχείο του εισοδήματος, εάν, σε απάντηση σε αίτηση του εν λόγω κατοίκου, η εν λόγω αρμόδια αρχή κρίνει ότι η χορήγηση των προνομίων αυτών δικαιολογείται υπό το πρίσμα των λόγων για τους οποίους ο εν λόγω κάτοικος δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις των υποπαραγράφων (α) και (β) (όπως η ύπαρξη ζημιών). Η αρμόδια αρχή του Συμβαλλομένου Κράτους στο οποίο έχει υποβληθεί αίτηση σύμφωνα με την προηγούμενη πρόταση από κάτοικο του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους συμβουλεύεται την αρμόδια αρχή του άλλου Συμβαλλομένου Κράτους πριν από είτε την ικανοποίηση είτε την απόρριψη της αίτησης.
3. Ανεξάρτητα από τις λοιπές διατάξεις της παρούσας Σύμβασης, δεν χορηγείται προνόμιο
βάσει της Σύμβασης αναφορικά με ένα στοιχείο του εισοδήματος, εάν είναι εύλογο να συναχθεί το συμπέρασμα, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα σχετικά πραγματικά περιστατικά και τις περιστάσεις, ότι η απόκτηση της παροχής αυτής ήταν ένας από τους κύριους σκοπούς οποιασδήποτε διευθέτησης ή συναλλαγής που οδήγησε άμεσα ή έμμεσα στο προνόμιο αυτό, εκτός εάν αποδεικνύεται ότι η χορήγηση του προνομίου αυτού υπό αυτές τις συνθήκες θα ήταν σύμφωνη με το αντικείμενο και τον σκοπό των σχετικών διατάξεων της Σύμβασης.
ΑΡΘΡΟ 29
ΘΕΣΗ ΣΕ ΙΣΧΥ
1. Η παρούσα Σύμβαση εγκρίνεται σύμφωνα με τις νομικές διαδικασίες ενός εκάστου Συμβαλλομένου Κράτους και τίθεται σε ισχύ την τριακοστή ημέρα μετά την ημερομηνία ανταλλαγής διπλωματικών διακοινώσεων που γνωστοποιούν την έγκριση αυτή.
2. Η παρούσα Σύμβαση έχει εφαρμογή:
(α) στην Ελληνική Δημοκρατία:
(i) αναφορικά με τους φόρους που παρακρατούνται στην πηγή, για ποσά που καταβάλλονται ή πιστώνονται από την 1η Ιανουαρίου του ημερολογιακού έτους που έπεται εκείνου κατά το οποίο τίθεται σε ισχύ η Σύμβαση,
(ii) αναφορικά με άλλους φόρους, για φόρους που επιβάλλονται για περιόδους που αρχίζουν την 1η Ιανουαρίου του ημερολογιακού έτους που έπεται εκείνου κατά το οποίο τίθεται σε ισχύ η Σύμβαση,
(β) στην Ιαπωνία:
(i) αναφορικά με τους φόρους που επιβάλλονται βάσει φορολογικού έτους, για τους φόρους για κάθε φορολογικό έτος που αρχίζει την ή μετά την 1η Ιανουαρίου του ημερολογιακού έτους που έπεται εκείνου κατά το οποίο τίθεται σε ισχύ η Σύμβαση,
(ii) αναφορικά με τους φόρους που επιβάλλονται όχι βάσει φορολογικού έτους, για τους φόρους που επιβάλλονται από την 1η Ιανουαρίου του ημερολογιακού έτους που έπεται εκείνου κατά το οποίο τίθεται σε ισχύ η Σύμβαση.
3. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου 2, οι διατάξεις των άρθρων 25 και 26 θα εφαρμόζονται από την ημερομηνία θέσης σε ισχύ της παρούσας Σύμβασης, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία επιβολής των φόρων ή το φορολογικό έτος στο οποίο αναφέρονται οι φόροι.
ΑΡΘΡΟ 30
ΛΗΞΗ
Η Σύμβαση παραμένει σε ισχύ μέχρι να καταγγελθεί από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος.
Οποιοδήποτε από τα Συμβαλλόμενα Κράτη μπορεί να καταγγείλει τη Σύμβαση, επιδίδοντας έγγραφη καταγγελία μέσω της διπλωματικής οδού τουλάχιστον έξι (6) μήνες πριν από το τέλος οποιουδήποτε ημερολογιακού έτους που αρχίζει μετά το πέρας πέντε (5) ετών από την ημερομηνία της θέσης σε ισχύ αυτής της Συμφωνίας. Σε αυτή την περίπτωση, η Σύμβαση παύει να ισχύει:
(α) στην Ελληνική Δημοκρατία:
(i) αναφορικά με τους φόρους που παρακρατούνται στη πηγή, για λογαριασμό ποσών που καταβλήθηκαν ή πιστώθηκαν κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου, του ημερολογιακού έτους που ακολουθεί αυτό κατά το οποίο επιδόθηκε η έγγραφη καταγγελία, και
(ii) αναφορικά με τους άλλους φόρους, για φόρους που επιβλήθηκαν για περιόδους που αρχίζουν κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου του ημερολογιακού έτους που ακολουθεί αυτό κατά το οποίο επιδόθηκε η έγγραφη καταγγελία.
(β) στην Ιαπωνία:
(i) αναφορικά με τους φόρους που επιβάλλονται βάσει φορολογικού έτους, για τους φόρους για κάθε φορολογικό έτος που αρχίζει την ή μετά την 1η Ιανουαρίου του ημερολογιακού έτους που έπεται εκείνου κατά το οποίο επιδόθηκε η έγγραφη καταγγελία,
(ii) αναφορικά με τους φόρους που επιβάλλονται όχι βάσει φορολογικού έτους, για τους φόρους που επιβάλλονται από την 1η Ιανουαρίου του ημερολογιακού έτους που έπεται εκείνου κατά το οποίο επιδόθηκε η έγγραφη καταγγελία.
ΣΕ ΠΙΣΤΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ, οι υπογεγραμμένοι, δεόντως εξουσιοδοτημένοι προς τούτο από τις αντίστοιχες Κυβερνήσεις τους, υπέγραψαν την παρούσα Σύμβαση.
Συντάχθηκε σε δύο πρωτότυπα στην Αθήνα την πρώτη ημέρα του Νοεμβρίου 2023, στην αγγλική γλώσσα.
Για την Ελληνική Δημοκρατία:
Κωνσταντίνος Χατζηδάκης NAKAYAMA Yasunori
Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών
Έκτακτος και Πληρεξούσιος Πρέσβυς της Ιαπωνίας στην Ελληνική Δημοκρατία
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ
Κατά την υπογραφή της παρούσας Σύμβασης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ιαπωνίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την αποτροπή της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής αναφορικά με τους φόρους εισοδήματος (εφεξής, η «Σύμβαση»), η Ελληνική Δημοκρατία και η Ιαπωνία συμφώνησαν ότι οι ακόλουθες διατάξεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της Συμφωνίας.
1. Είναι ευνόητο ότι, για τους σκοπούς της Σύμβασης, ο όρος «πλοίο» περιλαμβάνει και το σκάφος.
2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 4 του άρθρου 13 της Σύμβασης, ο όρος «αναγνωρισμένο χρηματιστήριο» σημαίνει:
(α) κάθε χρηματιστήριο που έχει συσταθεί και ρυθμίζεται ως τέτοιο σύμφωνα με τη νομοθεσία οποιουδήποτε από τα Συμβαλλόμενα Κράτη, και
(β) οποιοδήποτε άλλο χρηματιστήριο συμφωνηθεί από τις αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών.
3. Αναφορικά με την παράγραφο 5 του άρθρου 24 της Σύμβασης:
(α) (i) Εάν η αρμόδια αρχή ενός Συμβαλλομένου Κράτους έχει αναστείλει τη διαδικασία επίλυσης μίας υπόθεσης με αμοιβαία συμφωνία δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 24 της Σύμβασης (εφεξής στην παρούσα παράγραφο αναφέρεται ως «διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού») σε σχέση με μία υπόθεση επειδή εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου ή δικαιοδοτικού οργάνου μία υπόθεση σχετικά με ένα ή περισσότερα από τα ίδια θέματα, η προθεσμία που προβλέπεται στην περίπτωση β) της παραγράφου 5 του εν λόγω άρθρου σταματά να τρέχει έως ότου ανασταλεί ή αποσυρθεί η υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του δικαστηρίου ή δικαιοδοτικού οργάνου.
(ii) Εάν το πρόσωπο που παρουσίασε την υπόθεση και η αρμόδια αρχή ενός Συμβαλλομένου Κράτους έχουν συμφωνήσει να αναστείλουν τη διαδικασία αμοιβαίου διακανονισμού, η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 24 παράγραφος 5 περίπτωση (β) της Σύμβασης παύει να τρέχει έως ότου αρθεί η αναστολή.
(iii) Εάν οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών συμφωνήσουν ότι ένα πρόσωπο που επηρεάζεται άμεσα από την υπόθεση δεν έχει παράσχει εγκαίρως οποιαδήποτε πρόσθετη σημαντική πληροφορία που ζητήθηκε από οποιαδήποτε από τις δύο αρμόδιες αρχές μετά την έναρξη της περιόδου που προβλέπεται στο άρθρο 24 παράγραφος 5 περίπτωση (β) της Σύμβασης, η περίοδος αυτή παρατείνεται για χρονικό διάστημα ίσο με την περίοδο που αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες και λήγει την ημερομηνία κατά την οποία οι πληροφορίες
αυτές παρασχέθηκαν.
(β) (i) Οι ακόλουθοι κανόνες διέπουν τον διορισμό των διαιτητών:
(αα) Η επιτροπή διαιτησίας αποτελείται από τρεις μεμονωμένους διαιτητές με εμπειρογνωμοσύνη ή πείρα σε θέματα διεθνούς φορολογίας.
(ββ) Καθεμία από τις αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών διορίζει έναν διαιτητή. Οι δύο διαιτητές που διορίζονται με τον τρόπο αυτό διορίζουν τον τρίτο διαιτητή, ο οποίος εκτελεί χρέη Προέδρου της επιτροπής διαιτησίας. Ο Πρόεδρος δεν είναι υπήκοος ή κάτοικος κανενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη.
(γγ) Κάθε διαιτητής πρέπει να είναι αμερόληπτος και ανεξάρτητος από τις αρμόδιες αρχές, τις φορολογικές διοικήσεις και τα υπουργεία Οικονομικών των Συμβαλλομένων Κρατών και από όλα τα πρόσωπα που επηρεάζονται άμεσα από την υπόθεση (καθώς και από τους συμβούλους τους) κατά τη στιγμή της αποδοχής του διορισμού, να διατηρεί την αμεροληψία και την ανεξαρτησία του καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας διαιτησίας και να αποφεύγει για εύλογο χρονικό διάστημα μετά από αυτήν κάθε συμπεριφορά που μπορεί να βλάψει την εμφάνιση της αμεροληψίας και της ανεξαρτησίας των διαιτητών σε σχέση με τη διαδικασία διαιτησίας.
(ii) Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών διασφαλίζουν ότι οι διαιτητές και το προσωπικό τους συμφωνούν εγγράφως, πριν από τη δράση τους στη διαδικασία διαιτησίας, να μεταχειρίζονται κάθε πληροφορία που αφορά στη διαδικασία διαιτησίας σύμφωνα με τις υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας και μη δημοσιοποίησης που προβλέπονται στο άρθρο 25 παράγραφος 2 της Σύμβασης και την ισχύουσα νομοθεσία των Συμβαλλομένων Κρατών.
(iii) Αποκλειστικώς για τους σκοπούς της εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 24 και 25 της Σύμβασης και των εσωτερικών νομοθεσιών των Συμβαλλομένων Κρατών που αφορούν στην ανταλλαγή πληροφοριών, την εμπιστευτικότητα και τη διοικητική συνδρομή, οι διαιτητές και το πολύ τρεις υπάλληλοι ανά διαιτητή (και οι υποψήφιοι διαιτητές μόνο στον βαθμό που είναι απαραίτητο για να εξακριβωθεί η ικανότητά τους να πληρούν τις απαιτήσεις των διαιτητών) θεωρούνται πρόσωπα ή αρχές στις οποίες μπορούν να κοινοποιηθούν πληροφορίες. Οι πληροφορίες που λαμβάνει η επιτροπή διαιτησίας ή οι υποψήφιοι διαιτητές και οι πληροφορίες που λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών από την επιτροπή διαιτησίας θεωρούνται πληροφορίες που ανταλλάσσονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 παράγραφος 1 της Σύμβασης.
(γ) (i) Η διαιτητική απόφαση είναι οριστική.
(ii) Η διαιτητική απόφαση δεν είναι δεσμευτική για κανένα από τα δύο Συμβαλλόμενα Κράτη, εάν οριστική απόφαση των δικαστηρίων ενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη κρίνει ότι η διαιτητική απόφαση είναι άκυρη. Στην περίπτωση αυτή, η αίτηση διαιτησίας σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 5 της Σύμβασης θεωρείται ότι δεν
έχει υποβληθεί και η διαδικασία διαιτησίας θεωρείται ότι δεν έχει διεξαχθεί (εκτός από τους σκοπούς των υποπεριπτώσεων ii) και iii) της περίπτωσης β) και της περίπτωσης στ)). Στην περίπτωση αυτή, μπορεί να υποβληθεί νέα αίτηση διαιτησίας, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών συμφωνήσουν ότι δεν πρέπει να επιτραπεί η υποβολή νέας αίτησης.
(iii) Η διαιτητική απόφαση δεν έχει ισχύ δεδικασμένου.
(δ) (i) Εάν ένα πρόσωπο που επηρεάζεται άμεσα από την υπόθεση δεν αποδέχεται την αμοιβαία συμφωνία που εφαρμόζει την διαιτητική απόφαση, η υπόθεση δεν είναι επιλέξιμη για περαιτέρω εξέταση από τις αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών.
(ii) Η αμοιβαία συμφωνία που υλοποιεί τη διαιτητική απόφαση για την υπόθεση θεωρείται ότι δεν έχει γίνει αποδεκτή από πρόσωπο που επηρεάζεται άμεσα από την υπόθεση, εάν οποιοδήποτε πρόσωπο που επηρεάζεται άμεσα από την υπόθεση δεν αποσύρει, εντός εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία αποστολής της κοινοποίησης της αμοιβαίας συμφωνίας στο πρόσωπο αυτό, όλα τα ζητήματα που επιλύονται στην αμοιβαία συμφωνία που υλοποιεί την διαιτητική απόφαση από την εξέταση από οποιοδήποτε δικαστήριο ή δικαιοδοτικό όργανο ή δεν τερματίσει με άλλο τρόπο κάθε εκκρεμή δικαστική ή διοικητική διαδικασία σχετικά με τα ζητήματα αυτά κατά τρόπο που να συνάδει με την εν λόγω αμοιβαία συμφωνία.
(ε) Για τους σκοπούς του άρθρου 24 της Σύμβασης και της παρούσας παραγράφου, η διαδικασία διαιτησίας, καθώς και, στην περίπτωση των υποπεριπτώσεων i) και ii), η διαδικασία αμοιβαίας συμφωνίας, σε σχέση με μία υπόθεση περατώνεται εάν, ανά πάσα στιγμή μετά την υποβολή της αίτησης διαιτησίας και πριν η επιτροπή διαιτησίας εκδώσει την απόφασή της προς τις αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών:
(i) οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών καταλήγουν σε αμοιβαία συμφωνία για την επίλυση της υπόθεσης σύμφωνα με το άρθρο 24, παράγραφος 2 της Σύμβασης,
(ii) το πρόσωπο που υπέβαλε την υπόθεση αποσύρει την αίτηση διαιτησίας ή την αίτηση για τη διαδικασία αμοιβαίας συμφωνίας, ή
(iii) απόφαση σχετικά με τα ανεπίλυτα ζητήματα που προκύπτουν από την υπόθεση εκδίδεται από δικαστήριο ή δικαιοδοτικό όργανο ενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη.
(στ) Καθεμία από τις αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών αναλαμβάνει τα δικά της έξοδα και τα έξοδα του διαιτητή που έχει διορίσει. Εκτός εάν συμφωνηθεί διαφορετικά από τις αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών, το κόστος του προέδρου της επιτροπής διαιτησίας και άλλα έξοδα που συνδέονται με τη διεξαγωγή της διαδικασίας διαιτησίας βαρύνουν τις αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών σε ίσα μερίδια.
(ζ) Οι διατάξεις του άρθρου 24 παράγραφος 5 της Σύμβασης και η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζονται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(i) περιπτώσεις που εμπίπτουν στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της Σύμβασης,
(ii) περιπτώσεις που αφορούν την εφαρμογή των γενικών αντικαταχρηστικών κανόνων που περιέχονται στο άρθρο 38 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4987/2022) της Ελληνικής Δημοκρατίας και κάθε μεταγενέστερη ρύθμιση που αντικαθιστά, τροποποιεί ή επικαιροποιεί τους κανόνες αυτούς,
(iii) περιπτώσεις που αφορούν την εφαρμογή των διατάξεων της νομοθεσίας της Ιαπωνίας οι οποίες είναι ουσιαστικά παρόμοιες με τους γενικούς αντικαταχρηστικούς κανόνες της Ελληνικής Δημοκρατίας που αναφέρονται στην υποπερίπτωση (ii),
(iv) περιπτώσεις που αφορούν στοιχεία εισοδήματος τα οποία δεν φορολογούνται σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος επειδή, σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία του εν λόγω Συμβαλλομένου Κράτους, τα εν λόγω στοιχεία εισοδήματος δεν περιλαμβάνονται στη φορολογητέα βάση ή υπόκεινται σε απαλλαγή ή μηδενικό φορολογικό συντελεστή, και
(v) υποθέσεις που αφορούν συμπεριφορά για την οποία ένα πρόσωπο που επηρεάζεται άμεσα από την υπόθεση έχει κριθεί ένοχο με οριστική απόφαση δικαστηρίου οποιουδήποτε Συμβαλλομένου Κράτους για φορολογική απάτη ή άλλο ποινικό αδίκημα.
ΣΕ ΠΙΣΤΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ οι υπογεγραμμένοι, δεόντως εξουσιοδοτημένοι προς τούτο από τις αντίστοιχες Κυβερνήσεις τους, υπέγραψαν το παρόν Πρωτόκολλο.
Συντάχθηκε σε δύο πρωτότυπα στην Αθήνα την πρώτη ημέρα του Νοεμβρίου 2023, στην αγγλική γλώσσα.
Άρθρο δεύτερο
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και της Σύμβασης και του Πρωτοκόλλου που κυρώνονται από την πλήρωση των προϋποθέσεων της παρ. 1 του άρθρου 29 της Σύμβασης.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 19 Σεπτεμβρίου 2024
Νόμος 5137/2024 - ΦΕΚ 149/Α/19-9-2024
Κύρωση της Σύμβασης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ιαπωνίας για την αποφυγή της διπλής φορολογίας αναφορικά με τους φόρους εισοδήματος και την αποτροπή της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής και του Πρωτοκόλλου αυτής.