Υπουργική Απόφαση 2500/15/135-ι - ΦΕΚ Β-2077/19-9-2011
Διαπίστωση χρήσης οινοπνεύματος, τοξικών ουσιών και φαρμάκων από οδηγούς κατά την οδήγηση οχημάτων, καθώς και από πεζούς που εμπλέκονται σε τροχαία ατυχήματα.
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΥΠΟΔΟΜΩΝ, ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΤΥΩΝ- ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ- ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
Έχοντας υπόψη:
1.Τις διατάξεις του άρθρου 42 του ν. 2696/1999 «Κύρωση Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας» (Α'- 57), όπως αυτό τροποποιήθηκε και ισχύει.
2.Το π.δ. 184/2009 «Σύσταση Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και καθορισμός αρμοδιοτήτων του» (Α'-213).
3.Τις διατάξεις του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ/τος 63/2005 (Α'- 98).
4.Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, αποφασίζουμε:
Άρθρο 1
Επιτρεπόμενα όρια οινοπνεύματος
1. Απαγορεύεται η οδήγηση επιβατηγών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης (ΕΔΧ), φορτηγών αυτοκινήτων με μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος μεγαλύτερο των 3,5 τόνων, σχολικών και λοιπών κατηγοριών λεωφορείων, ασθενοφόρων, οχημάτων μεταφοράς επικίνδυνων εμπορευμάτων, μοτοσικλετών και μοτοποδηλάτων, από οδηγό στον οργανισμό του οποίου υπάρχει οινόπνευμα σε ποσοστό μεγαλύτερο από 0,20 γραμμάρια ανά 1 λίτρο αίματος (0,200γ/Ι) μετρούμενο με τη μέθοδο της αιμοληψίας ή από 0,10 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα , όταν η μέτρηση γίνεται στον εκπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου. Η ίδια απαγόρευση ισχύει και για την οδήγηση οχήματος οποιασδήποτε κατηγορίας από οδηγό που 2 είναι κάτοχος αδείας οδήγησης επί χρονικό διάστημα μικρότερο των δύο ετών.
2.Η διαπίστωση της ύπαρξης οινοπνεύματος στον οργανισμό του οδηγού γίνεται με τη μέθοδο της αιμοληψίας ή με συσκευή αλκοολομέτρου από τον εκπνεόμενο αέρα, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στις διατάξεις του άρθρου 42 του ν.2696/1999 (Α'- 57) όπως ισχύει.
3.Το διοικητικό πρόστιμο που προβλέπει η διάταξη της παραγράφου 7α του άρθρου 42 του ν.2696/1999, όπως ισχύει, επιβάλλεται στους οδηγούς της παρ. 1 του παρόντος άρθρου αν η συγκέντρωση οινοπνεύματος κυμαίνεται από 0,20 έως 0,80 γραμμάρια ανά λίτρο αίματος, μετρούμενη με τη μέθοδο της αιμοληψίας και από 0,10 έως 0,40 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα, όταν η μέτρηση γίνεται στον εκπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου.
Άρθρο 2
Εξέταση οδηγών και πεζών
1.Στην περίπτωση που οι αρμόδιοι ανακριτικοί υπάλληλοι ή αυτοί που ορίζονται με διαταγή της Υπηρεσίας τους είναι εφοδιασμένοι με τα προβλεπόμενα από την παρούσα απόφαση ηλεκτρονικά μέσα για εξέταση των υπόπτων χρήσης οινοπνεύματος, προβαίνουν άμεσα στην εξέταση αυτή. Σε αντίθετη περίπτωση, εφόσον σε οποιαδήποτε από τα αρμόδια όργανα εφαρμογής των διατάξεων του ΚΟ.Κ. δημιουργούνται υπόνοιες, ιδίως από τον τρόπο ομιλίας ή βαδίσματος ή την οσμή οινοπνεύματος, ότι οδηγοί ή πεζοί χρησιμοποίησαν οινοπνευματώδη ποτά πριν ή κατά τον χρόνο της οδήγησης ή του ατυχήματος, προβαίνουν στις απαραίτητες ενέργειες για την εξέτασή τους.
2. Η εξακρίβωση χρήσης οινοπνεύματος από οδηγούς κατά την οδήγηση οχημάτων και σε περιπτώσεις τροχαίων ατυχημάτων από οδηγούς και πεζούς, γίνεται είτε με ηλεκτρονική αλκοολομετρική συσκευή είτε με αιμοληψία.
Άρθρο 3
Εξέταση με ηλεκτρονική αλκοολομετρική συσκευή
1.Ο προσδιορισμός του οινοπνεύματος στον εκπνεόμενο αέρα, γίνεται με τη χρήση ηλεκτρονικών συσκευών, οι οποίες έχουν πιστοποιηθεί από αρμόδιο φορέα χώρας της Ε.Ε. Οι συσκευές αυτές εκτυπώνουν το αποτέλεσμα του ελέγχου, καταγράφοντας σε διπλή τουλάχιστον χαρτοταινία το ποσοστό οινοπνεύματος στον εκπνεόμενο αέρα, που εκφράζεται σε χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα, την ημερομηνία, την ώρα, τον αριθμό του οργάνου, τον αύξοντα αριθμό του ελέγχου και την ημερομηνία και ώρα της τελευταίας βαθμονόμησης. Στην ταινία αυτή ο ανακριτικός υπάλληλος συμπληρώνει τα στοιχεία ελεγχόντων και ελεγχόμενου και τον τόπο ελέγχου. Η ταινία υπογράφεται από τους ανωτέρω και το ένα αντίτυπο αυτής παραδίδεται στον ελεγχόμενο. Οι ταινίες αποτελούν αποδεικτικό υλικό που συνοδεύει την έκθεση -πράξη βεβαίωσης παράβασης, που συντάσσεται από τον υπάλληλο. Σε περίπτωση αδυναμίας ή άρνησης υπογραφής των αποτελεσμάτων της μέτρησης από τον ελεγχόμενο, αρκούν μόνο οι υπογραφές των ελεγχόντων υπαλλήλων οι οποίοι θα βεβαιώνουν την αδυναμία ή άρνηση υπογραφής, καταχωρούντες σχετική εγγραφή στην οικεία θέση.
2.Ο χειριστής θέτει σε λειτουργία τη συσκευή και αφού διαπιστώσει την καλή λειτουργία της από τις ενδείξεις της οθόνης, τοποθετεί στην υποδοχή της συσκευής το επιστόμιο, αφού αφαιρέσει το προστατευτικό κάλυμμα. Το υπό εξέταση άτομο αφού πάρει βαθιά αναπνοή τοποθετεί το άκρο του επιστομίου στο στόμα του και φυσά δυνατά, έως ότου υπάρξει οπτική ένδειξη και ηχητική σήμανση της συσκευής ότι ο εκπνεόμενος αέρας είναι επαρκής για τη σωστή δειγματοληψία.
3.Η δειγματοληψία διενεργείται με επιστόμιο που χρησιμοποιείται μια μόνο φορά και με βαθμονομημένη συσκευή. Η βαθμονόμηση επαναλαμβάνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Η πρώτη δειγματοληψία γίνεται μετά την παρέλευση δέκα πέντε (15) λεπτών από την τελευταία λήψη οινοπνευματωδών ποτών, ώστε να μεσολαβήσει ο απαιτούμενος χρόνος για την απομάκρυνση του οινοπνεύματος από τη στοματική κοιλότητα. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι ο ελεγχόμενος βρίσκεται υπό την επίδραση οινοπνεύματος, τότε επαναλαμβάνεται ο έλεγχος μετά την παρέλευση δέκα πέντε (15) λεπτών από τον πρώτο. Δύο (2) έως τρία (3) λεπτά πριν από την εξέταση, το υπό έλεγχο άτομο δεν πρέπει να καπνίζει.
Άρθρο 4
Ποσοτικός προσδιορισμός οινοπνεύματος στο αίμα
1.Σε περίπτωση θανατηφόρου τροχαίου ατυχήματος, λαμβάνεται υποχρεωτικά από τα θανόντα πρόσωπα (οδηγούς και πεζούς) πάντοτε αίμα για εξέταση, από δε τους ζώντες, εάν δεν υπάρχουν ειδικοί παθολογικοί λόγοι που να το εμποδίζουν. Για την ύπαρξη ή μη των προβαλλομένων πιο πάνω λόγων, χρειάζεται ιατρική πιστοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 3 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. Στην περίπτωση που οι λόγοι αυτοί ευσταθούν, γίνεται χρήση των ηλεκτρονικών αλκοολομετρικών συσκευών ή άλλων επιστημονικά παραδεκτών οργάνων - μεθόδων. Στα λοιπά ατυχήματα, λαμβάνεται αίμα μόνο στις περιπτώσεις που δεν είναι δυνατή η εξέταση των εμπλεκομένων με τις ηλεκτρονικές αλκοολομετρικές συσκευές. Η εξέταση των εμπλεκομένων προσώπων, σε όλες τις περιπτώσεις, γίνεται με την ίδια μέθοδο με την οποία έγινε για το ένα από αυτά (είτε με αιμοληψία, είτε με τις συσκευές). Εάν η λήψη αίματος γίνεται από πτώμα, το αίμα λαμβάνεται από κάποιο περιφερικό αγγείο, λαμβάνονται δε 20ml από αυτό. Η λήψη 10 ml αίματος διενεργείται πάντοτε το ταχύτερο δυνατό μετά το ατύχημα από ιατρό ή νοσηλευτικό προσωπικό υπό την επίβλεψη ιατρού και παρουσία του υπαλλήλου δια της φλεβοκεντήσεως της μεσοβασιλικής ή άλλης φλέβας, με προηγούμενη ασηψία του δέρματος με αντισηπτικό που δεν περιέχει καμία αλκοόλη ή αιθέρα (όπως εξαχλωροφαίνιο ή άλλη αντίστοιχη αντισηπτική ένωση) που θα αναφέρονται με σαφήνεια από τον ιατρό.
2.Το αίμα μοιράζεται σε δύο κατάλληλα φιαλίδια (Δείγματα Α και Β), στα οποία προστίθεται αντιπηκτικό και συντηρητικό (οξαλικό κάλιο και φθοριούχο νάτριο) εφόσον δεν χρησιμοποιούνται προπαρασκευασμένα σωληνάρια που περιέχουν ήδη αντιπηκτικό και συντηρητικό. Τα φιαλίδια αναδεύονται ελαφρώς. Με σκοπό την πρόληψη μεταδοτικών ασθενειών κυρίως σε αυτούς που μεταφέρουν τα δείγματα του αίματος, αυτά τοποθετούνται σε ένα μεγαλύτερο δοχείο ή κοινό περιέκτη πριν τη μεταφορά ή την αποστολή τους.
3.Στα φιαλίδια και στους λοιπούς περιέκτες με τα αποστελλόμενα δείγματα αναγράφεται με ανεξίτηλο μελάνι ο αριθμός πρωτοκόλλου της υπόθεσης ή άλλος κωδικός και αποστέλλονται άμεσα στο αρμόδιο εργαστήριο ή φυλάσσονται σε ψυγείο στους 2-4o c (όχι στην κατάψυξη) μέχρι την αποστολή τους στο εργαστήριο. Όλοι οι περιέκτες με τα αντίστοιχα έγγραφα (διαβιβαστικό) φέρουν μόνο τον κωδικό (αριθμό πρωτοκόλλου ή άλλο) που έχει δοθεί στη συγκεκριμένη υπόθεση και όχι το όνομα του εμπλεκομένου στην υπόθεση. Τα στοιχεία αυτά είναι γνωστά μόνο στην παραγγέλλουσα την εξέταση αρχή. Η μεταφορά των δειγμάτων στο εργαστήριο γίνεται από αρμόδιο υπάλληλο της παραγγέλλουσας αρχής ή από διαπιστευμένη εταιρεία μεταφοράς, με ισοθερμικό δοχείο ή με δοχείο με παγοκύστες. Από τα δύο αποστελλόμενα φιαλίδια αίματος, το πρώτο (Δείγμα Α) χρησιμοποιείται για τον ποσοτικό προσδιορισμό οινοπνεύματος και το δεύτερο (Δείγμα Β) φυλάσσεται στα ψυγεία της αρμόδιας υπηρεσίας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των τριών (3) μηνών από τη λήψη του αίματος όπως αυτή αναγράφεται στο πρωτόκολλο αιμοληψίας.
4.Αρμόδια εργαστήρια για την ανάλυση του αίματος, προς καθορισμό της ληφθείσας ποσότητας οινοπνεύματος, είναι τα εργαστήρια της Δ/νσης Εγκληματολογικών Ερευνών της Ελληνικής Αστυνομίας, των Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών, της Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας των Πανεπιστημίων, καθώς και κάθε άλλο που ορίζεται νομίμως.
5.Για το σκοπό του εντοπισμού και του ποσοτικού προσδιορισμού του οινοπνεύματος στο αίμα χρησιμοποιείται η μέθοδος της αέριας χρωματογραφίας (GLC – head Space) καθώς και κάθε άλλη επιστημονικά αναγνωρισμένη μεθοδολογία.
Άρθρο 5
Εντοπισμός τοξικών ουσιών και φαρμάκων
1.Η διαπίστωση ύπαρξης τοξικών ουσιών ή φαρμάκων που ενδέχεται να επηρεάζουν την ικανότητα του οδηγού γίνεται στα αρμόδια εργαστήρια του προηγούμενου άρθρου με την ταυτόχρονη λήψη αίματος και ούρων.
2.Για την τοξικολογική εξέταση συλλέγονται από ιατρό παρουσία αρμοδίου υπαλλήλου, δύο δείγματα αίματος (Α και Β) και δύο ούρων (Α και Β). Ειδικότερα μετά την αιμοληψία η οποία γίνεται το ταχύτερο δυνατό μετά το ατύχημα, το δείγμα (30 κυβικά εκατοστά) διαμοιράζεται σε ίσες ποσότητες, σε ζυγό αριθμό φιαλιδίων. Τα μισά από αυτά αποτελούν το Δείγμα Α και τα υπόλοιπα το Δείγμα Β. Στα ληφθέντα δείγματα προστίθεται αντιπηκτικό και συντηρητικό (οξαλικό κάλιο και φθοριούχο νάτριο) εφόσον δεν χρησιμοποιούνται προπαρασκευασμένα σωληνάρια του εμπορίου που περιέχουν ήδη αντιπηκτικό και συντηρητικό. Τα φιαλίδια αναδεύονται ελαφρώς. Με σκοπό την πρόληψη μεταδοτικών ασθενειών κυρίως σε αυτούς που μεταφέρουν τα δείγματα του αίματος, αυτά τοποθετούνται σε ένα μεγαλύτερο δοχείο ή κοινό περιέκτη πριν τη μεταφορά ή αποστολή τους. Όσον αφορά τη δειγματοληψία ούρων, λαμβάνεται ποσότητα της τάξεως 100 κυβικών εκατοστών εντός του τελευταίου 12ώρου, η οποία μοιράζεται σε δύο πλαστικούς ουροσυλλέκτες, (Δείγματα Α και Β) από τον ιατρό ή τον ανακριτικό υπάλληλο.
3.Στα φιαλίδια και στους λοιπούς περιέκτες με τα αποστελλόμενα δείγματα αναγράφεται με ανεξίτηλο μελάνι ο αριθμός πρωτοκόλλου της υπόθεσης ή άλλος κωδικός και αποστέλλονται άμεσα στο αρμόδιο εργαστήριο ή φυλάσσονται σε ψυγείο στους 2-4ο C (όχι στην κατάψυξη) μέχρι την αποστολή τους στο εργαστήριο. Όλοι οι περιέκτες με τα αντίστοιχα έγγραφα (όπως το διαβιβαστικό) φέρουν μόνο τον κωδικό (αριθμό πρωτοκόλλου ή άλλον) που έχει δοθεί στη συγκεκριμένη υπόθεση και όχι το όνομα του εμπλεκόμενου στην υπόθεση. Τα στοιχεία αυτά είναι γνωστά μόνο στην παραγγέλλουσα την εξέταση αρχή. Η μεταφορά των δειγμάτων στο Εργαστήριο γίνεται από αρμόδιο υπάλληλο της παραγγέλλουσας αρχής ή από διαπιστευμένη εταιρεία μεταφοράς, με ισοθερμικό δοχείο ή με δοχείο με παγοκύστες, αφού οι υψηλές θερμοκρασίες είναι δυνατό να αλλοιώσουν τα αποστελλόμενα δείγματα. Από τα αποστελλόμενα φιαλίδια αίματος και ούρων, αυτά που έχουν χαρακτηρισθεί ως Δείγμα Α χρησιμοποιούνται για τον εντοπισμό των τοξικών ουσιών ή φαρμάκων, αυτά δε που έχουν χαρακτηρισθεί ως Δείγμα Β φυλάσσονται στα ψυγεία της αρμόδιας υπηρεσίας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των τριών (3) μηνών από τη λήψη του αίματος και ούρων όπως αναγράφεται στα αντίστοιχα πρωτόκολλα.
4.Για τον προσδιορισμό των τοξικών ουσιών ή φαρμάκων εκτελούνται προδοκιμαστικές αναλύσεις (screening tests) και στη συνέχεια τα θετικά αποτελέσματα επιβεβαιώνονται με επιστημονικά αναγνωρισμένες χρωματογραφικές μεθόδους (όπως GLC, GC-MS, HPLC και LC/MS).
5.Αρμόδια εργαστήρια ανάλυσης για τον εντοπισμό των ουσιών ή φαρμάκων του παρόντος άρθρου είναι τα εργαστήρια της Δ/νσης Εγκληματολογικών Ερευνών της Ελληνικής Αστυνομίας, των Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών, της Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας των Πανεπιστημίων, καθώς και κάθε άλλο που ορίζεται νομίμως.
Άρθρο 6
Τελικές διατάξεις
1.Οι αρχές που αποστέλλουν δείγματα αίματος και ούρων για τον προσδιορισμό οινοπνεύματος ή άλλων ουσιών ή φαρμάκων που επηρεάζουν την ικανότητα οδήγησης, υποχρεούνται να ανακοινώνουν εγγράφως στους ελεγχόμενους τα αποτελέσματα της εξέτασης. Οι ελεγχόμενοι μπορούν εντός πέντε ημερών από την ανακοίνωση του αποτελέσματος να ζητήσουν εξέταση του Δείγματος Β το οποίο φυλάσσεται στα ψυγεία της αρμόδιας υπηρεσίας. Η εξέταση του Δείγματος Β είναι αδύνατη μετά την πάροδο τριμήνου από τη λήψη του βιολογικού υλικού (αίμα, ούρα). Η αίτηση υποβάλλεται στο Αστυνομικό Τμήμα της κατοικίας του ενδιαφερομένου ή στην Υπηρεσία του υπαλλήλου που επέδωσε την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων. Δικαίωμα υποβολής αίτησης για εξέταση του Δείγματος Β έχουν οι οικείοι του, (μέχρι β' βαθμού), αν ο ελεγχόμενος δεν μπορεί για λόγους ανωτέρας βίας να την υποβάλει ο ίδιος.
2.Για την επιβολή των ποινικών και διοικητικών κυρώσεων στον ελεγχόμενο, λαμβάνεται υπόψη το αποτέλεσμα του δευτέρου ελέγχου, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 3 και της προηγουμένης παραγράφου του παρόντος.
3.Αντίγραφο του αποτελέσματος της εξέτασης επισυνάπτεται στην πράξη βεβαίωσης παράβασης ή αποστέλλεται στο αρμόδιο δικαστήριο με τη σχετική μήνυση, στις περιπτώσεις ποινικών παραβάσεων, ενώ το πρωτότυπο παραμένει στο αρχείο της υπηρεσίας μαζί με το στέλεχος βεβαίωσης της παράβασης.
4.Τα επισυναπτόμενα ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παρούσας απόφασης.








Άρθρο 7
Καταργούμενες Διατάξεις
Από τη δημοσίευση της παρούσας καταργείται η υπ’ αριθ. 43500/5691 (ΦΕΚ 1055/12-8-2002) κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας και Πρόνοιας, Μεταφορών και Επικοινωνιών και Δημόσιας Τάξης.
Άρθρο 8
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς της παρούσας απόφασης αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 6 Σεπτεμβρίου 2011
Υ.Α.2500/15/135-ι - ΦΕΚ 2077/Β/19.9.2011
Διαπίστωση χρήσης οινοπνεύματος, τοξικών ουσιών και φαρμάκων από οδηγούς κατά την οδήγηση οχημάτων, καθώς και από πεζούς που