x

Σύνδεση

Δεν έχετε λογαριασμό; Εγγραφείτε

Νόμος 1916/1990 - ΦΕΚ 187/Α/28-12-1990 (Καταργημένος)

Για την προστασία της κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα.

ΠΡΟΣΟΧΗ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ
Ο Νόμος 1916/1990 - ΦΕΚ 187/Α/28-12-1990 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 35 του Νόμος 2172/1993 - ΦΕΚ 207/Α/16-12-1993


ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ. 1916/1990

ΦΕΚ 187/Α/28-12-1990

Για την προστασία της κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον' ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’

Άρθρο 1

1.Όποιος συγκροτεί ή συμμετέχει σε οργάνωση ή ομάδα δύο ή περισσότερων προσώπων, με σκοπό τη διάπραξη κατ’ εξακολούθηση ή σωρευτικά:

α. ανθρωποκτονίας,

β. επικίνδυνης ή βαρείας σωματικής βλάβης με τη χρήση όπλου ή εκρηκτικών ή εμπρηστικών υλών,

γ. αρπαγής ή παράνομης κατακράτησης προσώπων ή κατάληψης συγκοινωνιακού μέσου, εντός του οποίου βρίσκονται πρόσωπα, με σκοπό τη χρησιμοποίηση των προσώπων αυτών ως ομήρων ή την καταβολή λύτρων ή τον εξαναγκασμό της αρχής σε πράξη, παράλειψηή ανοχή πράξεως ή τον εκφοβισμό του κοινού,

δ. εγκλημάτων που περιλαμβάνονται στο νόμο «περί προλήψεως και καταστολής πράξεων κατά της ασφαλείας της αεροπλοοίας»,

ε. εγκλημάτων που τελούνται με τη χρήση βομβών ή χειροβομβίδων ή ρουκετών ή πυροβόλων όπλων ή άλλων εκρηκτικών ή εμπρηστικών υλών ή παγιδευμένων πραγμάτων ή χημικών ή βιολογικών υλών, εφ’ όσον με την πράξη αυτήν τίθεται σε κίνδυνο πρόσωπο ή πράγμα, ζ. παράνομης κατακράτησης προστατευόμενου προσώπου κατά το άρθρο 157 του Ποινικού Κώδικα,·

η. εμπρησμού,

θ. επιθέσεως ή διαρπαγής σε βάρος αστυνομικών ή στρατιωτικών εγκαταστάσεων,

ι. εμπορίας ή διακίνησης ναρκωτικών ή μέσων χημικού ή βιολογικού πολέμου,

τιμωρείται: α) με κάθειρξη:

β) με ισόβια κάθειρξη σε περίπτωση τέλεσης των αναφερόμενων πιο πάνω υπό στοιχεία α' έως και ι' πράξεων.

2.Ο δημιουργός, αρχηγός ή ηθικός αυτουργός των κατά την παράγραφο 1 οργανώσεων ή ομάδων τιμωρείται σε κάθε περίπτωση με ισόβια κάθειρξη.

3.Σε περίπτωση τελέσεως ή απόπειρας τελέσεως εγκλήματος της παραγράφου 1 περ. α’ έως και Γτου παρόντος επιβάλλεται προσθέτως και η αρμόζουσά για το έγκλημα αυτό ποινή, εφαρμοζομένων περαιτέρω των διατάξεων της παραγράφου 1 τού άρθρου 94 του Ποινικού Κώδικα.

 

Άρθρο 2

Όποιος κατασκευάζει, προμηθεύεται, παραδίδει, παραλαμβάνει, φυλάσσει ή αποκρύπτει ή μεταφέρει όπλα, εκρηκτικές ή εμπρηστικές ύλες ή εκρηκτικά μηχανήματα, με σκοπό τον εφοδιασμό της εγκληματικής οργάνωσης ή ομάδας, τιμωρείται με κάθειρξη.

 

Άρθρο 3

Όποιος με πρόθεση χρηματοδοτεί ή με οποιονδήποτε τρόπο ενισχύει με άλλα υλικά μέσα οργανώσεις ή ομάδες της παραγράφου 1 του παρόντος ή μέλητους για την πραγματοποίηση του σκοπού τους τιμωρείται με κάθειρξη, αν δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.

Υποστήριξη και διευκόλυνση Άρθρο 4 ·

1.Όποιος με πρόθεση υποστηρίζει ή διευκολύνει τις ανωτέρω εγκληματικές οργανώσεις ή ομάδες, παρέχοντας ή συλλέγοντας πληροφορίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την πραγματοποίηση του σκοπού τους ή υποθάλπει ή παρέχει κατοικία ή άλλο χώρο σε συνεργούς ή αυτουργούς ή προτρέπει άλλον με πειθώ ή φορτικότητα να καταστεί μέλος τέτοιων οργανώσεων ή ομάδων ή καταρτίζει ή διανέμει ανακοινώσεις ή αποκρύπτει προϊόντα ή κινητή ή ακίνητη περιουσία, που προέρχονται από τη δραστηριότητα των οργανώσεων ή των ομάδων αυτών ή που χρησιμοποιήθηκαν από την οργάνωση ή την ομάδα κατά τη. διάπραξη των ως άνω εγκλημάτων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 2 ετών, αν με άλλη διάταξη δεν τιμωρείται βαρύτερα.

2.Η παράγραφος 2 του άρθρου 231 του Π.Κ. εφαρμόζεται αναλόγως,

 

Άρθρο 5

1.Όποιος με πρόθεση παραλείπει να αποκαλύψει πληροφορίες τις οποίες έλαβε κατά τρόπο άξιο πίστεως ή να παραδώσει αποδεικτικά στοιχεία, μέσα σε εύλογο χρόνο, στις αρμόδιες αρχές, σχετικώς με την πρόληψη της τελέσεως από άλλον εγκλήματος που αναφέρεται στο άρθρο 1 του παρόντος ή την εξασφάλιση της διώξεως, συλλήψεως ή καταδίκης άλλου για κάποιο από τα εγκλήματα αυτά, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.

2.Η παρ. 2 του άρθρου 232 του Π.Κ. εφαρμόζεατι αναλόγως.

 

Άρθρο 6

Δημοσίευσεις ή ανακοινώσεις

1.Ο αρμόδιος εισαγγελέας μπορεί να απαγορεύσει τη δημοσίευση δια του τύπου και δια των μέσων μαζικής ενημέρωσης ανακοινώσεων, προκηρύξεων και κάθε είδους δηλώσεων των οργανώσεων ή ομάδων της παραγράφου 1 του άρθρου ί του παρόντος ή των μελών τους.

2.Η απαγορευτική διάταξή της προηγούμενης παραγράφου ισχύει από της ανακοινώσεώς της από τα κρατικά μέσα μαζικής ενημέρωσης. Οι υπεύθυνοι των μέσων αυτών υποχρεούνται σε άμεση ανακοίνωση, άλλως τιμωρούνται με ποινή φυλακίσεως και χρηματική ποινή τουλάχιστον 1.000.000 δραχμών.

3.Η παράβαση της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον 3 μηνών και χρηματική ποινή 5.000.000 μέχρι 50.000.000 δραχμών. Η εξ αμελείας παράβαση τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως μέχρις 6 μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 1.000.000 δραχμών.

4.Σε περίπτωση καταδίκης ίο δικαστήριο επιβάλλει αναστολή λειτουργίας μέχρις 6 μηνών του ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού, που έκανε τη μετάδοση,

5.Ως υπεύθυνοι για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, θεωρούνται για μεν τον τύπο, τις εφημερίδες και τα περιοδικά οι αναφερόμενοι στα άρθρα 45 (46) και 46 (47) του αν.ν. 1092/1938 »περί τύπου», για δε τα ραδιοτηλεπτικά μέσα ο ιδιοκτήτης και ο διευθυντής ειδήσεων, προκειμένου δε περί νομικού προσώπου οι νόμιμοι εκπρόσωποι αυτού.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’

Δικονομικές διατάξεις

Αρμόδιο δικαστήριο

 

Άρθρο 7

1.Τα κατά τον παρόντα νόμο κακουργήματα και τα συναφή προς αυτά κακουργήματα και πλημμελήμματα, εξαιρέσει των του εδαφ. Τ της παρ. 1 του άρθρου 1, δικάζονται, ανεξάρτητα από τον τόπο τελέσεως, αποκλειστικά από δικαστήριο του Εφετείου Αθηνών, με πενταμελή σύνθεση, έστω και αν τα συναφή κακουργήματα τιμωρούνται βαρύτερα.

2.Αρμόδιο σε δεύτερο βαθμό είναι δικαστήριο του Εφετείου Αθηνών με επταμελή σύνθεση.

3.Η σύνθεση του δικαστηρίου καθορίζεται με κλήρωση, που ενεργείται τρεις ημέρες πριν από τη δίκη.

 

Άρθρο 8

Προστασία δικαστικών λειτουργών και μαρτύρων

1.Στους δικαστικούς λειτουργούς, που ασκούν καθήκοντα σχετικά με τη δίωξη, ανάκριση και εκδίκαση εγκλημάτων του παρόντος νόμου, ως και στα μέλη των οικογενειών τους παρέχεται ειδική και αναγκαία προστασία από το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης.

2.Ανάλογη προστασία παρέχεται και στους μάρτυρες με αίτηση της αρμόδιας εισαγγελικής αρχής.

 

Αρμόδιος εισαγγελέας

Άρθρο 9

1. Αρμόδιος εισαγγελέας, που εποπτεύει το όλο έργο της ανακρίσεως, προανακρίσεως και προκαταρκτικής εξετάσεως για τα εγκλήματα του παρόντος νόμου και τα συναφή προς αυτά, είναι αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίζεται με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου για μια διετία, που μπορεί να ανανεωθεί. Ο πιο πάνω αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να διενεργήσει και ο ίδιος προκαταρκτική εξέταση ή προανακριτικές πράξεις στις περιπτώσεις του άρθρου 243 παρ. 2 του Κ.Ι1.Δ. για τα εγκλήματα αυτά, μετά δε το πέρας της προκαταρκτικής εξετάσεως ή προανακρίσεως παραγγέλλει, αν συντρέχει περίπτωση, στον αρμόδιο εισαγγελέα να ασκήσει την ποινική δίωξη. Ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να αναθέσει τη διεξαγωγή ορισμένων από τις ανωτέρω πράξεις σε εισαγγελικό λειτουργό του πρώτου ή του δεύτερου βαθμού ή σε ανακριτικό υπάλληλο.

Στην περίπτωση που ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ενεργεί ο ίδιος, κατά τα ανωτέρω, προκαταρκτική εξέταση ή προανακριτικές

πράξεις, τη σχετική εποπτεία έχει ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου.

2.Στην περίπτωση που ο αρμόδιος κατά τόπον εισαγγελέας έχει επιληφθεί των σχετικών εγκλημάτων, υποχρεούται πάραυτα να αναφέρει τούτο στον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

3.Οι διατάξεις του παρόντος νόμου, που αναφέρονται στον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, δεν θίγουν κατά τα λοιπά τις διατάξεις των άρθρων 24 και 25 του οργανισμού των δικαστηρίων και γενικότερα τις υπηρεσιακές σχέσεις του αντεισαγγελέα αυτού προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

 

Δικαιώματα κατηγορουμένου. Έρευνες

Άρθρο 10

1.Τα εγκλήματα, που προβλέπσνται από το άρθρο 1 του παρόντος, είναι αυτόφωρα έως ότου παρέλθει ολόκληρος η τέταρτη ημέρα από την επόμενη της τελέσεώς τους.

2.Στην περίπτωση αυτόφωρου εγκλήματος κατά την προηγούμενη παράγραφο, για το οποίο ενεργείται προανάκριση χωρίς παραγγελία του εισαγγελέα, ο κατηγορούμενος δικαιούται να παρίσταται με συνήγορο και να επικοινωνεί ελευθέρως μαζί του, πριν από την απολογία του. Αν, κατά την κρίση εκείνου που ενεργεί την προανάκριση, βλάπτεται το έργο της ανάκρισης σε ό,τι αφορά την αποκάλυψη της αλήθειας, μπορεί, ύστερα από έγκριση του αρμόδιου αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, να μην επιτραπεί στον κατηγορούμενο η άσκηση των δικαιωμάτων των άρθρων 100 παρ. 1, 2 και 4,101, 102 και 103 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εκτός από το δικαίωμα να παρίσταται με συνήγορο.

3.Κατά τη διάρκεια ανακρίσεως ή προκαταρκτικής εξετάσεως για πράξεις που έχουν σχέση με τις πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 του παρόντος, μπορεί να γίνεται έρευνα σε κατοικία, πάντοτε παρουσία δικαστικού λειτουργού όταν κατά την κρίση του ενεργούντος την ανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση υπάρχει βάσιμη υπόνοια ότι η βεβαίωση του εγκλήματος ή η αποκάλυψη ή η σύλληψη του δράστη ή η ανεύρεση σχετικών πειστηρίων είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί ή διευκολυνθεί με αυτόν τον τρόπο. Αν η έρευνα αυτή γίνεται κατά τη διάρκειά της νύχτας, στα πλαίσια προανακρίσεως ή προκαταρκτικής εξετάσεως, απαιτείται έγκριση του αρμόδιου αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

4.Τα κατασχεθέντα πειστήρια φυλάσσονται στην οικεία αστυνομική αρχή για περαιτέρω εκμετάλλευση και τίθενται πάντοτε στη διάθεση της δικαστικής αρχής.

5.Η ανάκριση περατώνεται μέσα σε τρεις (3) μήνες, μπορεί όμως το συμβούλιο πλημμελειοδικών να την παρατείνει για δύο (2) ακόμη μήνες ύστερα από αίτηση του ανακριτή, που υποβάλλεται πριν από τη λήξη της αρχικής προθεσμίας.

6.Η περάτωση της ανακρίσεως και η εισαγωγή των υποθέσεων αυτών στο ακροατήριο γίνεται με απευθείας κλήση κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 20 και 21 του ν. 663/1977.·

. Απόφαση αποδέσμευσης απορρήτων £ Άρθρο 11

1.0 εισαγγελέας, που ενεργεί προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση και ο ανακριτής, που ενεργεί τακτική ανάκριση για εγκλήματα του παρόντος νόμου, αν κρίνουν ότι επιβάλλεται από τις ανάγκες της ανακρίσεως ή της προκαταρκτικής εξετάσεως η αποδέσμευση από το απόρρητο των επιστολών, των τηλεγραφημάτων, των τηλετυπικών μηνυμάτων και της με κάθε άλλο μέσο ανταπόκρισης, μπορούν με σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που εποπτεύει τις σχετικές ανακρίσεις, να αποφασίσουν αποδέσμευση από το απόρρητο αυτό. Σε περίπτωση διαφωνίας αποφαίνεται το Συμβούλιο Εφετών, στο οποίο εισάγεται η υπόθεση με πρόταση του εισαγγελέα εφετών. Δικαίωμα να αποφασίσει την αποδέσμευση από το απόρρητο έχει και ο αρμόδιος αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, όταν ενεργεί ο ίδιος προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση.

2.Η απόφαση που επιτρέπει την αποδέσμευση από το απόρρητο ορίζει και τη χρονική διάρκεια αυτής, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες, το σκοπό για τον οποίο διατάσσεται η αποδέσμευση, τα αρμόδια όργανα, ως και τον τρόπο εκτέλεσης της απόφασης. Παράταση της αποδέσμευσης αυτής πέραν των δύο (2) μηνών μπορεί να γίνει από τον ενεργούντα την προανάκριση ή προανακριτική εξέταση μόνο με σύμφωνη γνώμη του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ύστερα από αίτηση των διαλαμβανομένων στην παράγραφο 1 οργάνων.

 

3.Απαγορεύεται η χρησιμοποίηση του περιεχομένου της νόμιμα παραβιασθείσης επιστολής ή με άλλο μέσο ανταπόκρισης για σκοπό διαφορετικό από εκείνο που ορίζεται στην απόφαση αποδεσμεύσεως.

4.Οι παραβάτες της προηγούμενης παραγράφου τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών.

 

Άρθρο 12

1.Κατά τη διάρκεια ανάκρισης που ενεργείται για τα εγκλήματα του παρόντος αίρετάι με διάταξη του αρμόδιου ανακριτή το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων και λογαριασμών του κατηγορουμένου και τα ποσά αυτών δεσμεύονται. Κατά την προανάκριση μπορεί να διαταχθεί η άρση του απορρήτου τραπεζικών τοποθετήσεων και λογαριασμών του κατηγορουμένου και να δεσμευτούν τα ποσά αυτών με σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Τα δεσμευθέντα ποσά δημεύονται αν σχετίζονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τα τελεσθέντα από τον κατηγορούμενο εγκλήματα ή προορίζονται νά διατεθούν για τη διάπραξη των εγκλημάτων του παρόντος ή να διευκολύνουν την τέλεση αυτών. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 373 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

2.Σε περίπτωση καταδίκης για έγκλημα του άρθρου 1 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 272 Α' του Ποινικού Κώδικα.

 

Άρθρο 13

Τα προϊόντα ή η περιουσία που δημεύονται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο περιέρχονται σε ειδικό ταμείο, που ιδρύεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού της Δικαιοσύνης εντός έξι μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος. Το ταμείο θα παρέχει την αποζημίωση που προβλέπεται από το ν. 1897/1990, οικονομική βοήθεια σε κέντρα αποκαταστάσεως τοξικομανών και πόρους για τον εκσυγχρονισμό και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της ποινικής, δίωξης.

Προστασία κατηγορουμένων Άρθρο 14·

Προς το σκοπό προστασίας της ζωής κατηγορουμένου, του οποίου διατάσσεται η προσωρινή κράτηση για το έγκλημα του παρόντος νόμου, ο αρμόδιος αντεισαγγελέας τού Αρείου Πάγου μπορεί να διατάξει να γίνει η κράτηση του κατηγορουμένου αυτού σε ασφαλή πτέρυγα των φυλακών ή σε κατάλληλο αστυνομικό κατάστημα.

Στην τελευταία όμως περίπτωση, η κράτηση δεν μπορεί να ύπερβεί τις δεκαπέντε ημέρες.

 

Αποκλεισμός ευεργετικών διατάξεων

Άρθρο 15

1.Οι καταδικασμένοι για κακούργημα που αναφέρεται στον παρόντα νόμο δεν μπορούν να τύχουν απολύσεως υπό όρο ή ευεργετικού υπολογισμού ημερών εργασίας.

2.Αντικατάσταση προσωρινής κρατήσεως, που διατάχτηκε για κακούργημα που αναφέρεται στον παρόντα νόμο, με περιοριστικούς όρους δεν επιτρέπεται. Μπορεί όμως να διαταχθεί οποτεδήποτε η άρση της. προσωρινής κράτησης, αν από την πρόοδο της ανακρίσεως προκόψει ότι δεν υπάρχουν πλέον αποχρώσες ενδείξεις σε βάρος του πρόσωρινώς κρατουμένου.

 

Χρηματικές αμοιβές

Άρθρο 16

1.Όποιος, χωρίς να είναι αυτουργός ή συμμέτοχος εγκλημάτων που

αναφέρονται στο άρθρο 1 του παρόντος, συμβάλλει στη σύλληψη επικηρυχθέντος ή όχι δράστη των εγκλημάτων αυτών δικαιούται χρηματικής αμοιβής τουλάχιστον 25.000.000 δρχ., ανεξάρτητα από το ποσό της επικηρύξεως."

2.Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της προηγούμενης παραγράφου και το ύψος της αμοιβής για κάθε περίπτωση καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης.

 

Ελαφρυντικές περιστάσεις

Άρθρο 17

1. Όποιος διέπραξε εγκλήματα που αναφέρονται στον παρόντα νόμο

ή άλλα συναφή προς αυτά απαλλάσσεται από κάθε ποινή, αν, πριν ασκηθεί η ποινική δίωξη εναντίον του, αποχωρήσει από την ομάδα ή την οργάνωση και δώσει πληροφορίες για τα πρόσωπα, την οργανωτική δομή και τη  δραστηριότητά τους και κατ’ αυτόν τον τρόπο συντελέσει στην εξάρθρωσή τους.

Σε περίπτωση που δεν συντελεσθεί η εξάρθρωση της ομάδας ή της οργάνωσης ή όι πληροφορίες συντέλεσαν μόνο στη ματαίωση σχεδιαζόμενης εγκληματικής πράξης, το προβλεπόμενο στο νόμο ανώτατο όριο ποινής μειώνεται στο ήμισυ, επί δε ισόβιας κάθειρξης επιβάλλεται ποινή κάθειρξης μέχρι 15 ετών, μη αποκλειομένης της εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 84 του Ποινικού Κώδικα.

Μπορεί όμως το δικαστήριο, εκτιμώντας τη μεταμέλεια, τις ειδικές περιστάσεις και την προσωπικότητα του δράστη, να τον κρίνει ατιμώρητο.

2.Οι διατάξεις του πρώτου και δεύτερου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης και μέχρι να καταδικασθεί αμετακλήτως έδωσε τις ανωτέρω πληροφορίες.

3.Η παροχή των πληροφοριών, που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο, από τον αμετακλήτως καταδικασμένο συνιστά λόγο υποβολής προτάσεως για την απονομή σ’ αυτόν χάριτος για την ολική ή μερική μείωση της ποινής του.

4.Στα πιο πάνω πρόσωπα το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης παρέχει την αναγκαία προστασία.

5.Στις πιο πάνω περιπτώσεις δεν εφαρμόζεται η παράγραφος 1 του άρθρου 15.

 

Άρθρο 18

Η εφαρμογή των διατάξεων του Κεφαλαίου Β', άρθρα 6 έως και 15, του ν. 1805/1988 «Εκσυγχρονισμός του θεσμού του Ποινικού Μητρώου κ.λπ.», που έχει ανασταλεί μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1990 (ν. 1868/1989 ΦΕΚ 230 Α'), αναστέλλεται μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1991.

 

Άρθρο 19

Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 28 Δεκεμβρίου 1990

 


Κατεβάσετε το αρχείο με το πρωτότυπο κείμενο, όπως είναι δημοσιευμένο στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ.) του Εθνικού Τυπογραφείου.


 

 

Έχει διαβαστεί 1236 φορές
Προηγούμενο άρθρο
Νόμος 1977/1991 - ΦΕΚ 185/Α/5-12-1991

Τελευταία Νέα