Αποκλεισμός κατηγορούμενου από στοιχεία δικογραφίας (Νομοσχέδιο)
Κατ’ εξαίρεση αποκλεισμός του κατηγορούμενου, αν κριθεί αναγκαίος από την Αστυνομία ή τη Δικαιοσύνη.
Το άρθρο 18 του νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης που έχει κατατεθεί προς ψήφιση, τροποποιεί τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και εισάγει τον κατ’ εξαίρεση αποκλεισμό κατηγορουμένου από την πρόσβαση σε στοιχεία της δικογραφίας που έχει σχηματιστεί σε βάρος του, εάν αυτό κρίνεται αναγκαίο, κατά τη γνώμη των αστυνομικών ή των αρμόδιων εισαγγελικών και δικαστικών λειτουργών.
Το Νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης έχει τίτλο "Καθορισμός αδικημάτων και κυρώσεων σε βάρος φυσικών και νομικών προσώπων για παραβίαση των περιοριστικών μέτρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενσωμάτωση Οδηγίας (ΕE) 2024/1226 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Απριλίου 2024 σχετικά με τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων για την παραβίαση των περιοριστικών μέτρων της Ένωσης και την τροποποίηση της Οδηγίας (ΕΕ) 2018/1673 και λοιπές διατάξεις".
Σύμφωνα με τη συνοδευτική έκθεση Ανάλυσης Συνεπειών του Νομοσχεδίου, με την υπό αξιολόγηση ρύθμιση, χορηγείται η δυνατότητα στην αρμόδια αρχή που επιλαμβάνεται της προδικασίας, να αποφασίζει, σταθμίζοντας κατά προτεραιότητα το δικαίωμα του κατηγορουμένου σε δίκαιη δίκη, τον αποκλεισμό του από μέρος της δικογραφίας, αν η πρόσβασή του σε αυτή ενδέχεται να θέσει σε άμεσο και σοβαρό κίνδυνο τη ζωή ή τα θεμελιώδη δικαιώματα άλλου προσώπου ή αν τέτοια άρνηση είναι απολύτως απαραίτητη για την προστασία σημαντικού δημοσίου συμφέροντος και ιδίως, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η πρόσβαση θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη διεξαγωγή έρευνας ή να βλάψει σοβαρά την εθνική ασφάλεια. Κατά της ενδεχόμενης άρνησης, προβλέπεται η δυνατότητα υποβολής αντιρρήσεων του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει αμετάκλητα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 20 του Συντάγματος, περί δικαιώματος έννομης προστασίας. Η εξαιρετική αυτή δυνατότητα, αιτιολογημένης και μη παρεμποδίζουσας το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου, άρνησης της πρόσβασής του, σε υλικό της δικογραφίας για λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος και πάντα υπό το πρίσμα των αρχών της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας, η οποία είχε συμπεριληφθεί στο άρθρο 101 του προϊσχύσαντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (π.δ. 258/1986, Α΄ 121), εναρμονίζεται με τα άρθρα 7 και 8 της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (L 142), όπως ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 4236/2014 (Α΄ 33).
Ο «κατ’ εξαίρεση αποκλεισμός του κατηγορουμένου από την πρόσβαση σε μέρος της δικογραφίας» που τον αφορά, προβλέπεται με το άρθρο 18 το οποίο εισάγεται ως προσθήκη στην παρ. 3 του άρθρο 100 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και αναφέρει συγκεκριμένα:
Άρθρο 18
Κατ' εξαίρεση αποκλεισμός κατηγορουμένου από την πρόσβαση σε επιμέρους υλικό της δικογραφίας - Προσθήκη παρ. 3 στο άρθρο 100 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας
Στο άρθρο 100 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α' 96), περί του δικαιώματος πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας και ανακοίνωσης των εγγράφων της ανάκρισης, προστίθεται παρ. 3 ως εξής:
«3. Κατά παρέκκλιση από τις παρ. 1 και 2, εφόσον δεν θίγεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, οι αρμόδιες αρχές, κατά την ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση, δύνανται, αιτιολογημένα, να μην επιτρέψουν, την πρόσβαση σε τμήμα του υλικού, αν αυτή ενδέχεται να θέσει σε άμεσο και σοβαρό κίνδυνο τη ζωή ή τα θεμελιώδη δικαιώματα άλλου προσώπου ή αν τέτοια άρνηση είναι απολύτως απαραίτητη για την προστασία σημαντικού δημοσίου συμφέροντος και ιδίως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η πρόσβαση θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη διεξαγωγή έρευνας ή να βλάψει σοβαρά την εθνική ασφάλεια. Κατά της ανωτέρω άρνησης, ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει το δικαίωμα να υποβάλει αντιρρήσεις ενώπιον του αρμοδίου δικαστικού συμβουλίου, το οποίο αποφασίζει αμετάκλητα.»
Να σημειωθεί ότι η διάταξη έχει πυροδοτήσει αντιδράσεις του νομικού κόσμου που κάνουν λόγο για «ανακρίσεις στα κρυφά», για «αντισυνταγματικότητα» και «παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου».