x

Σύνδεση

Δεν έχετε λογαριασμό; Εγγραφείτε

Κανονισμός Ιεράς Συνόδου Εκκλησίας της Ελλάδος 5730/2018/422/2019 - ΦΕΚ 1178/Β/9-4-2019

Περί αναθέσεως και εκτελέσως παρά της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας και των υπαγομένων εις αυτήν εκκλησιαστικών νομικών προσώπων συμβάσεων έργων, μελετών και παροχής συναφών υπηρεσιών.


Κανονισμός Ιεράς Συνόδου  Εκκλησίας της Ελλάδος Αριθμ. 5730/2018/422/2019

ΦΕΚ 1178/Β/9-4-2019

Περί αναθέσεως και εκτελέσως παρά της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας και των υπαγομένων εις αυτήν εκκλησιαστικών νομικών προσώπων συμβάσεων έργων, μελετών και παροχής συναφών υπηρεσιών.

Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ

ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Λαβούσα υπόψη:

1.τα άρθρα 29 παρ. 2 και 46 παρ. 2 του ν. 590/1977 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» (Α' 146), και το άρθρο 68 παρ. 1, υποπαρ. 3 και 6 του ν. 4235/2014,

2.τας υποχρεώσεις της ποιμαινούσης Εκκλησίας προς το χριστεπώνυμον πλήρωμα, αι οποίαι απορρέουν από τας Ευαγγελικάς επιταγάς, τους ιερούς Κανόνας και τους νόμους του Κράτους,

3.τας υφισταμένας κοινωνικάς, ποιμαντικάς και πνευματικάς ανάγκας της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας,

4.την 672/6.12.2018 πρότασιν του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας Γαβριήλ,

5.την από 23/26.12.2018 γνωμοδότησιν της Νομικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και

6.την από 9.1.2019 απόφασιν της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, αποφασίζει:

καθορίζει τον τρόπο αναθέσεως, εκπονήσεως και διενεργείας έργων, μελετών, προμηθειών και υπηρεσιών παρά της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας και των υπαγομένων εις αυτήν εκκλησιαστικών νομικών προσώπων, ως εξής:

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ

αναθέσεως και εκτελέσεως παρά της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας και των υπαγομένων σε αυτήν εκκλησιαστικών νομικών προσώπων συμβάσεων έργων, μελετών και παροχής συναφών υπηρεσιών

 

ΜΕΡΟΣ Α'

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Άρθρο 1

Αντικείμενο πεδίο εφαρμογής

1.Το αντικείμενο του παρόντος Κανονισμού συνίσταται στον καθορισμό των όρων και των προϋποθέσεων επί τη βάσει των οποίων ανατίθενται, συνάπτονται και εκτελούνται συμβάσεις προμήθειας προϊόντων, παροχής υπηρεσιών, έργων, μελετών και συναφών τεχνικών υπηρεσιών της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας, καθώς και των εποπτευόμενων από αυτήν Εκκλησιαστικών Αναθετουσών Αρχών στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων των, συμφώνως προς τις διατάξεις του ν. 590/1977 και τις κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσες αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.

2.Ως Εκκλησιαστικές Αναθέτουσες Αρχές νοούνται τα εποπτευόμενα από την Ιερά Μητρόπολη Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των Ιερών Μονών και των Ησυχαστηρίων και ειδικότερα: α) τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, όπως καθορίζονται στο άρθρο 1 παρ. 4 του ν. 590/1977 και β) τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, ήτοι τα Ησυχαστήρια, τα Εκκλησιαστικά Ιδρύματα και Εκκλησιαστικά Μουσεία, καθώς και τα λοιπά εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου: αα) την διοίκηση των οποίων ορίζει ένα ή περισσότερα εκ των ανωτέρω εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ή ββ) στο μετοχικό κεφάλαιο ή την περιουσία των οποίων μετέχει κατά ποσοστό ίσο ή ανώτερο του 50% ένα ή περισσότερα εκ των ανωτέρω εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή γγ) ελέγχεται υπό ενός ή περισσοτέρων εκ των ανωτέρω εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Οι συναπτόμενες κατ' εφαρμογήν του παρόντος Κανονισμού συμβάσεις ουδόλως αποτελούν «δημόσιες συμβάσεις» κατά την έννοια της σχετικής εθνικής και ενωσιακής νομοθεσίας, καθ' όσον η Ιερά Μητρόπολη Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας και τα εποπτευόμενα από αυτή εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δεν συνιστούν «οργανισμούς δημοσίου δικαίου» κατά την έννοια των οδηγιών 2014/24/ΕΕ ή 2014/25/ΕΕ. Μόνο κατ' εξαίρεση και εφόσον ορίζεται ρητά στην κείμενη νομοθεσία, η Ιερά Μητρόπολη Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας δύναται να αποτελεί «οργανισμό δημοσίου δικαίου» κατά την έννοια των οδηγιών 2014/24/ΕΕ ή 2014/25/ΕΕ και του ν. 4412/2016. Ομοίως και οι ρυθμιζόμενες δια του παρόντος Κανονισμού συμβάσεις δεν υπόκεινται στην προβλεπόμενη για τα νομικά πρόσωπα της Γενικής Κυβερνήσεως και του Δημοσίου Τομέως διαδικασία προσυμβατικού ελέγχου, με την επιφύλαξη όσων ορίζονται κατωτέρω στο άρθρο 8 του παρόντος Κανονισμού.

3.Εφ' όσον τούτο ορίζεται ειδικώς στα εκάστοτε τεύχη του διαγωνισμού και στα συμβατικά τεύχη, δύνανται να εφαρμόζονται αναλόγως και συμπληρωματικώς οι διατάξεις του άρθρου 79 του ν. 4412/2016 για το «Ευρωπαϊκό Ενιαίο Έγγραφο Σύμβασης» και το «Τυποποιημένο Έντυπο Υπεύθυνης Δήλωσης», καθώς και του οικείου δευτερογενούς κανονιστικού πλαισίου της εσωτερικής νομοθεσίας, αναλόγως προσαρμοζομένων προς τις ανάγκες των υπαγόμενων στον παρόντα Κανονισμό Εκκλησιαστικών Αναθετουσών Αρχών.

4.Ομοίως, εφ' όσον τούτο ορίζεται ειδικά στα εκάστοτε τεύχη του διαγωνισμού και στα συμβατικά τεύχη, για τις συμβάσεις έργων, μελετών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών δύνανται να εφαρμόζονται αναλογικά και συμπληρωματικά οι διατάξεις του ν. 4412/2016, καθώς και του οικείου κανονιστικού πλαισίου της εσωτερικής νομοθεσίας, κατά τρόπον προσιδιάζοντα στις ανάγκες των υπαγόμενων στον παρόντα κανονισμό Εκκλησιαστικών Αναθετουσών Αρχών.

 

Άρθρο 2

Γενικές Αρχές

1.Οι Εκκλησιαστικές Αναθέτουσες Αρχές του παρόντος Κανονισμού αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις και ενεργούν με διαφάνεια, τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας, της αμοιβαίας αναγνώρισης, της προστασίας των δικαιωμάτων των ιδιωτών, της προστασίας του ανταγωνισμού, της προστασίας του περιβάλλοντος και της βιώσιμης και αειφόρου αναπτύξεως και λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα των προβλεπόμενων διαδικασιών. Ο σχεδιασμός των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων δεν γίνεται προς τον σκοπό του τεχνητού περιορισμού του ανταγωνισμού.

2.Κατά την εκτέλεση των συμβάσεων, οι οικονομικοί φορείς τηρούν τις υποχρεώσεις τους, που απορρέουν από τις διατάξεις της περιβαλλοντικής, κοινωνικοασφαλιστικής και εργατικής νομοθεσίας, οι οποίες έχουν θεσπισθεί με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το εθνικό δίκαιο, συλλογικές συμβάσεις ή διεθνείς διατάξεις περιβαλλοντικού, κοινωνικού και εργατικού δικαίου.

3.Η τήρηση των υποχρεώσεων της παραγράφου 2 ελέγχεται και βεβαιώνεται από τα όργανα της εκάστοτε Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής, τα οποία επιβλέπουν την εκτέλεση των συμβάσεων, καθώς και από τις οικείες δημόσιες αρχές και υπηρεσίες που ενεργούν εντός των ορίων ευθύνης και αρμοδιότητάς τους.

 

Άρθρο 3

Ορισμοί

1.Οι συναπτόμενες υπό της Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας καθώς και των εποπτευόμενων από αυτή εκκλησιαστικών νομικών προσώπων συμβάσεις προσλαμβάνουν την ακόλουθη έννοια: α) «Σύμβαση προμήθειας προϊόντων»: η σύμβαση, η οποία έχει ως αντικείμενο την αγορά προϊόντων. Μια σύμβαση προμηθειών μπορεί να περιλαμβάνει, παρεμπιπτόντως, εργασίες τοποθετήσεως και εγκαταστάσεως.

β) «Σύμβαση παροχής υπηρεσιών»: η σύμβαση, η οποία έχει ως αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών, είτε αυτές ανάγονται στην εκπλήρωση του αγιαστικού, πνευματικού, πολιτιστικού, φιλανθρωπικού, κοινωνικού, αναπτυξιακού, εκπαιδευτικού και μορφωτικού έργου της Εκκλησίας είτε αποσκοπούν στην εν γένει αξιοποίηση της Εκκλησιαστικής Περιουσίας. Ειδικότερα: αα) ως «συμβάσεις γενικών υπηρεσιών», συμπεριλαμβανομένων των συμβουλευτικών υπηρεσιών, ορίζονται εκείνες οι οποίες έχουν ως αντικείμενο τον σχεδιασμό, προγραμματισμό, οργάνωση, διαχείριση, παρακολούθηση, έλεγχο και αξιολόγηση επιχειρησιακών και αναπτυξιακών δράσεων, έργων και προγραμμάτων σε όλους τους τομείς της οικονομίας, καθώς και σε οριζόντιου χαρακτήρα παρεμβάσεις, την υποστήριξη της υλοποίησής τους με τη μεταφορά της απαραίτητης σχετικής τεχνογνωσίας καθώς και την παροχή εξωγενών υπηρεσιών υλοποιήσεως των ανωτέρω προγραμμάτων και δράσεων. Στις συμβουλευτικές υπηρεσίες υπάγονται ιδίως οι οικονομικές μελέτες, οι κοινωνικές μελέτες, οι μελέτες οργανώσεως και επιχειρησιακής έρευνας, οι περιβαλλοντικές μελέτες, καθώς και οι μελέτες συστημάτων πληροφορικής, εκτός εάν σχετίζονται με έργο ή με εκπόνηση μελετών και παροχή τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών κατά την έννοια της επόμενης παραγράφου.

ββ) Ως «συμβάσεις τεχνικών υπηρεσιών» ή «λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών» ορίζονται εκείνες, των οποίων το αντικείμενο συνίσταται στην παροχή γνώσεων και ικανοτήτων δια της διαθέσεως, κυρίως, συγκεκριμένου επιστημονικού προσωπικού και άλλων μέσων επί ορισμένου χρόνου, που προσδιορίζεται είτε ημερολογιακώς είτε σε συνάρτηση με ορισμένο γεγονός της διαδικασίας παραγωγής εκκλησιαστικού έργου του παρόντος Κανονισμού. Οι τεχνικές υπηρεσίες μπορούν να έχουν ως αντικείμενο ιδίως: α) την σύνταξη των τευχών διαγωνισμού της αναθέσεως μελέτης ή υπηρεσίας, β) τον έλεγχο και την επίβλεψη εκκλησιαστικού έργου ή μελέτης και γ) την υποστήριξη της Ιεράς Μη τροπόλεως και των εποπτευόμενων από αυτή εκκλησιαστικών νομικών προσώπων κατά την διεξαγωγή αναθέσεως συμβάσεως μελέτης, έργου ή υπηρεσίας, κατά την επίβλεψη ή τον έλεγχο μελέτης και κατά την διοίκηση ή επίβλεψη ή έλεγχο εκκλησιαστικού έργου του παρόντος Κανονισμού.

γ) «Σύμβαση εκπόνησης μελετών»: η σύμβαση, η οποία έχει ως αντικείμενο πάσης φύσεως μελέτες ή σχέδια, κυρίως στους τομείς της χωροταξίας, της πολεοδομίας, της αρχιτεκτονικής, των έργων πολιτικού μηχανικού καθώς και κάθε άλλης ειδικότητας μηχανικού (μηχανολόγου, ηλεκτρολόγου κ.ο.κ).

δ) «Σύμβαση εκτέλεσης εκκλησιαστικών έργων»: η σύμβαση, η οποία έχει ως αντικείμενο την εκτέλεση ή, συγχρόνως, τη μελέτη και εκτέλεση εκκλησιαστικών έργων και εργασιών, οι οποίες περιλαμβάνονται στο παράρτημα II της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, είτε αυτά ανάγονται στην εκπλήρωση του αγιαστικού και πνευματικού έργου της Εκκλησίας, είτε αποσκοπούν στην εν γένει αξιοποίηση της Εκκλησιαστικής Περιουσίας. Ως Εκκλησιαστικά έργα νοούνται, ομοίως, και τα προοριζόμενα για την στέγαση Γραφείων, εκκλησιαστικών υπηρεσιών, κατοικιών Αρχιερέων και Ιερέων, ως και εκείνα τα οποία αποβλέπουν στην εκπλήρωση των φιλανθρωπικών, μορφωτικών και επιχειρηματικών σκοπών της Εκκλησίας. Τα ανωτέρω έργα διακρίνονται σε τεχνικά και καλλιτεχνικά και ειδικότερα: αα) Ως «τεχνικό εκκλησιαστικό έργο» ορίζεται το αποτέλεσμα ενός συνόλου οικοδομικών εργασιών ή εργασιών μηχανικού το οποίο επαρκεί αυτό καθ' εαυτό, για την εκπλήρωση μίας οικονομικής ή τεχνικής λειτουργίας. Η εκτέλεση των εργασιών του προηγούμενου εδαφίου απαιτεί, ιδίως, την εφαρμογή μελέτης κατά την έννοια του παρόντος, με τη χρήση τεχνικών γνώσεων και μεθόδων και αφορά νέες κατασκευές, επεκτάσεις, ανακαινίσεις, επισκευές συντηρήσεις κατά τη λειτουργία, κατεδαφίσεις υποδομών, ιδίως στις κατηγορίες οδοποιίας, οικοδομικών, υδραυλικών, ηλεκτρομηχανολογικών, λιμενικών, βιομηχανικών ενεργειακών, δικτύων, πρασίνου, καθαρισμού και επεξεργασίας νερού, υγρών, στερεών και αερίων αποβλήτων, γεωτρήσεων, ειδικών μονώσεων, ανελκυστήρων, ηλεκτρονικού εξοπλισμού, πλωτών έργων και εγκαταστάσεων, ναυπηγείων, αποκαλύψεις μεταλλείων ως και στις υποδομές απο τον συνδυασμόν των ανωτέρω κατηγοριών, ββ) ως «καλλιτεχνικό εκκλησιαστικό έργο»: ορίζεται γενικώς κάθε τι ό,τι δεν περιλαμβάνεται στα τεχνικά έργα, είτε ενσωματώνεται στις δομικές κατασκευές και τις εγκαταστάσεις είτε αποτελεί διακοσμητική εργασία, ως ενδεικτικώς κατωτέρω αναφέρονται, διακοσμήσεις, αγιογραφήσεις, κατασκευή τέμπλων, αμβώνων, δεσποτικών θρόνων, αναλογίων, προσκυνηταρίων, θυρών και παραθύρων ειδικών σχεδίων, παγκαρίων, επίπλων ειδικών σχεδίων, γενικώς ένθετες διακοσμήσεις δαπέδων τοίχων και οροφών, καθώς και περί έργων μνημειακού και καλλιτεχνικού χαρακτήρα.

2.Για τους σκοπούς του παρόντος Κανονισμού ισχύουν περαιτέρω οι ακόλουθοι ορισμοί: α) «Ανάδοχος»: ο προσφέρων που επιλέγεται για την εκτέλεση της σύμβασης.

β) «Εκκλησιαστικές Αναθέτουσες αρχές»: το Μητροπολιτικό Συμβούλιο για την Ιερά Μητρόπολη Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας και τα μη αυτοτελή Μητροπολιτικά Ιδρύματα, το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο για την Ενορία, το Ηγουμενοσυμβούλιο για την Ιερά Μονή και το Διοικητικό Συμβούλιο για τα λοιπά εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα.

γ) «Επιβλέπων»: το αρμόδιο μονομελές ή συλλογικό όργανο για τον συντονισμό, την παρακολούθηση και τον έλεγχο της εκτέλεσης της σύμβασης από τον ανάδοχο, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 52.

δ) «Επιτροπή Διαγωνισμού»: το αρμόδιο συλλογικό όργανο για την αποσφράγιση και αξιολόγηση των προσφορών, και την εισήγηση προς το αρμόδιο αποφαινόμενο όργανο για τη λήψη των αποφάσεων, συμφώνως προς τα οριζόμενα στο άρθρο 24.

ε) «Επιτροπή Παραλαβής»: το αρμόδιο συλλογικό όργανο για την παραλαβή του συμβατικού αντικειμένου.

στ) «Ενδιαφερόμενος»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων που προτίθεται να συμμετάσχει σε διαδικασία αναθέσεως σύμβασης του παρόντος Κανονισμού.

ζ) «Κανονισμός»: ο παρών Κανονισμός.

η) «Συμβατικά τεύχη» ή «έγγραφα της σύμβασης»: το κείμενο της συναπτόμενης σύμβασης, με τα παραρτήματα και προσαρτήματα της, τα τεύχη του διαγωνισμού και η προσφορά του αναδόχου.

θ) «Συμβατικό αντικείμενο»: η προμήθεια, υπηρεσία, το έργο ή/και η μελέτη στην οποία αφορά η συναπτόμενη σύμβαση.

ι) «Τεύχη διαγωνισμού»: η προκήρυξη (διακήρυξη) ή πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος, με την οποία τίθενται οι όροι διεξαγωγής του διαγωνισμού και συμμετοχής των ενδιαφερομένων, με τα παραρτήματα και προσαρτήματά τους.

ια) «Συμμετέχων ή Προσφέρων ή Διαγωνιζόμενος»: ο ενδιαφερόμενος οικονομικός φορέας που έχει υποβάλει φάκελο προσφοράς.

ιβ) «Φάκελος προσφοράς»: ο φάκελος που υποβάλλουν οι συμμετέχοντες σε διαδικασία ανάθεσης συμβάσεως του παρόντος Κανονισμού, στον οποίο περιέχονται τα στοιχεία καταλληλότητας και ποιοτικής επιλογής του υποψηφίου, η τεχνική προσφορά και η οικονομική προσφορά, σύμφωνα με τα κατά περίπτωση οριζόμενα στα τεύχη του διαγωνισμού.

3.Εκτός των 2 ορισμών στην παράγραφο, ειδικά για τις συμβάσεις εκκλησιαστικών έργων ισχύουν και οι ακόλουθοι ορισμοί:

α) Ως «Κύριος του Έργου» ή «Εργοδότης» νοείται το αρμόδιο Εκκλησιαστικό Νομικό Πρόσωπο.

β) Ως «Φορέας κατασκευής του εκκλησιαστικού έργου» νοείται η αρμόδια Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή ή η φέρουσα την ευθύνη της υλοποιήσεως του εκκλησιαστικού έργου υπηρεσία αυτής.

γ) Ως «Προϊσταμένη Αρχή» νοείται το όργανο του φορέα κατασκευής του έργου που εποπτεύει την κατασκευή του ασκώντας για λογαριασμό του αποφασιστικές αρμοδιότητες, ιδίως σε θέματα τροποποίησης των όρων της συμβάσεως.

δ) Ως «Διευθύνουσα Υπηρεσία» ή «Επιβλέπουσα Υπηρεσία» ορίζεται η Τεχνική Υπηρεσία κάθε Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής. Η Τεχνική Υπηρεσία δύναται να στελεχώνεται όχι μόνο εκ μονίμων υπαλλήλων, αλλά και εξ ιδιωτών με σχέση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου, επί συμβάσει παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών ή συμβάσει μισθώσεως έργου ή και επί οιουδήποτε άλλου τρόπου.

ε) Ως «Τεχνικό Συμβούλιο» νοείται το συλλογικό όργανο που έχει την αρμοδιότητα να γνωμοδοτεί για την έκδοση αποφάσεων, όταν προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία ή ζητείται από την Αναθέτουσα ή την Προϊσταμένη Αρχή, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις για τα υπαγόμενα στον παρόντα διαγωνισμό εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα. Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή 

δύναται να ορίζει ως μέλη του Τεχνικού Συμβουλίου τρίτα πρόσωπα, τα οποία δεν υπηρετούν στην Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή ή σε οποιοδήποτε εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο εποπτευόμενα από την Ιερά Μητρόπολη Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας.

4.Με την επιφύλαξη των προηγούμενων παραγράφων οι ορισμοί που αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 4412/2016 εφαρμόζονται ανάλογα και για τους σκοπούς του παρόντος Κανονισμού, εφ' όσον συμφωνούν και δεν έρχονται σε αντίθεση με το περιεχόμενό του.

 

Άρθρο 4

Μεικτές συμβάσεις

1.Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε μεικτές συμβάσεις οι οποίες έχουν ως αντικείμενο διαφορετικά είδη συμβάσεων, το σύνολο των οποίων εμπίπτει στον παρόντα Κανονισμό.

2.Οι συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο δύο ή περισσότερα είδη συμβάσεων (έργα, υπηρεσίες ή προμήθειες) ανατίθενται, συμφώνως προς τις διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται στο είδος εκείνο που χαρακτηρίζει το κύριο αντικείμενο της σχετικής συμβάσεως.

3.Όταν υπό σύναψη σύμβαση έργου έχει ταυτοχρόνως ως αντικείμενο και την διενέργεια προμήθειας ή την παροχή υπηρεσίας ή την εκπόνηση μελέτης, νοείται ως σύμβαση προμήθειας προϊόντων, εφ' όσον η εκτιμώμενη αξία των προϊόντων υπερβαίνει την εκτιμώμενη αξία των κατασκευαστικών εργασιών, περιλαμβανομένων των υλικών κατασκευής, των υπηρεσιών ή των μελετών. Όταν υπό σύναψη σύμβαση έργου έχει ταυτοχρόνως ως αντικείμενο και την διενέργεια προμήθειας ή την παροχή υπηρεσίας ή εκπόνηση μελέτης, νοείται ως σύμβαση παροχής υπηρεσιών ή εκπόνησης μελετών, αντίστοιχα, εφ'όσον η εκτιμώμενη αξία των υπηρεσιών ή των μελετών υπερβαίνει την εκτιμώμενη αξία των έργων ή των προϊόντων. Συμβάσεις το αντικείμενο των οποίων αφορά στην προμήθεια προϊόντων και καλύπτει, παρεμπιπτόντως, εργασίες τοποθέτησης και εγκατάστασης, νοούνται ως συμβάσεις προμήθειας προϊόντων.

4.Όταν τα διάφορα μέρη συγκεκριμένης συμβάσεως δεν μπορούν να χωρισθούν αντικειμενικά, το ισχύον νομικό καθεστώς καθορίζεται με βάση το κύριο αντικείμενο της εν λόγω συμβάσεως.

 

Άρθρο 5

Χρηματικά Όρια

Υπολογισμός εκτιμώμενης αξίας

1.Ως «ενωσιακά όρια» των συναπτόμενων συμβάσεων νοούνται τα προβλεπόμενα από το άρθρο 4 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ κατώτατα χρηματικά όρια, όπως εκάστοτε ισχύουν.

2.Οι Εκκλησιαστικές Αναθέτουσες Αρχές του παρόντος Κανονισμού ενημερώνονται για το εκάστοτε ισχύον ποσοτικό όριο εφαρμογής της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ.

3.Ο υπολογισμός της εκτιμώμενης αξίας μιας σύμβασης βασίζεται στο συνολικό πληρωτέο ποσόν, μη συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος ΦΠΑ, όπως εκτιμάται υπό την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή, συμπεριλαμβανομένου κάθε τυχόν δικαιώματος προαιρέσεως ή κάθε τυχόν παρατάσεων της συμβάσεως, συμφώνως με τα ρητώς διαλαμβανόμενα στα τεύχη του διαγωνισμού και στα έγγραφα της συμβάσεως. Αν η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή προβλέπει απονομή βραβείων ή καταβολή χρηματικών ποσών για τους υποψήφιους ή προσφέροντες, λαμβάνει υπ' όψιν της τα ποσά αυτά κατά τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας της συμβάσεως.

4.Η επιλογή της χρησιμοποιουμένης μεθόδου για τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας μιας συμβάσεως δεν γίνεται για τον σκοπό της αποφυγής της εφαρμογής οιασδήποτε διατάξεως του παρόντος Κανονισμού. Η σύμβαση δεν κατατέμνεται κατά τρόπον, ώστε να αποφεύγεται η εφαρμογή οιασδήποτε διατάξεως του παρόντος Κανονισμού, εκτός αν τούτο δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

5.Η εκτιμωμένη αξία ισχύει τη στιγμή της δημοσιεύσεως της προκηρύξεως του διαγωνισμού ή στις περιπτώσεις, όπου δεν προβλέπεται δημοσίευση προκηρύξεως, τη στιγμή που η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή αρχίζει τη διαδικασία συνάψεως συμβάσεως, ερχόμενη, επί παραδείγματι, σε επαφή με οικονομικούς φορείς προς τον σκοπό αυτόν.

6.Γ ια τις συμφωνίεςπλαίσια και για τα δυναμικά συστήματα αγορών, η αξία που πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν είναι η μεγίστη εκτιμωμένη αξία, άνευ του αναλογούντος ΦΠΑ, του συνόλου των συμβάσεων που προβλέπονται να συναφθούν κατά τη συνολική διάρκεια της συμφωνίας πλαίσιο ή του δυναμικού συστήματος αγορών.

7.Στην περίπτωση συμπράξεων καινοτομίας, η αξία που πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν είναι η μεγίστη εκτιμώμενη αξία, άνευ του αναλογούντος ΦΠΑ, των δραστηριοτήτων έρευνας και αναπτύξεως, οι οποίες θα λάβουν χώρα σε όλα τα στάδια της προβλεπόμενης συμπράξεως, καθώς και των προμηθειών, των υπηρεσιών ή των έργων που θα αναπτυχθούν και θα παρασχεθούν κατά τη λήξη της προβλεπόμενης συμπράξεως.

8.Όταν προτεινόμενο εκκλησιαστικό έργο ή προτεινόμενη παροχή υπηρεσιών μπορεί να οδηγήσει στην ανάθεση συμβάσεων υπό τη μορφή χωριστών τμημάτων, λαμβάνεται υπ' όψιν η συνολική εκτιμώμενη αξία όλων αυτών των τμημάτων. Όταν η συνολική αξία των τμημάτων ισούται ή υπερβαίνει το κατώτατο όριο του παρόντος άρθρου, οι διατάξεις του παρόντος Κανονισμού εφαρμόζονται στην ανάθεση εκάστου τμήματος.

9.Όταν σχέδιο αγοράς για την απόκτηση ομοιογενών αγαθών ή υπηρεσιών μπορεί να οδηγήσει στην ανάθεση συμβάσεων υπό τη μορφή χωριστών τμημάτων, λαμβάνεται υπ' όψιν η συνολική εκτιμώμενη αξία όλων αυτών των τμημάτων. Όταν η συνολική αξία των τμημάτων ισούται ή υπερβαίνει το κατώτατο όριο του άρθρου 5, οι διατάξεις του παρόντος Κανονισμού εφαρμόζονται στην ανάθεση εκάστου τμήματος.

10.Κατά παρέκκλιση των οριζομένων στις παραγράφους 8 και 9, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται να αναθέτει συμβάσεις για μεμονωμένα τμήματα κατά τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού, λαμβάνοντας υπ' όψιν την εκτιμώμενη αξία μόνο του τμήματος, εφ' όσον αυτή, άνευ του αναλογούντος ΦΠΑ, είναι μικρότερη από ογδόντα χιλιάδες ευρώ (80.000,00 €) για προμήθειες ή υπηρεσίες ή από ένα εκατομμύριο ευρώ (1.000.000,00 €) για εκκλησιαστικά έργα. Πάντως, η συνολική αξία των τμημάτων που ανατίθενται δι' αυτού του τρόπου, δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20% της συνολικής αξίας όλων των τμημάτων στις οποίες έχει διαιρεθεί το προτεινόμενο έργο, ή η προτεινόμενη απόκτηση ομοιογενών αγαθών ή η προτεινόμενη παροχή υπηρεσιών.

11.Στην περίπτωση συμβάσεων προμηθειών ή υπηρεσιών οι οποίες έχουν περιοδικό χαρακτήρα ή οι οποίες προβλέπεται να ανανεωθούν μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης: α) Είτε η συνολική πραγματική αξία των διαδοχικών συμβάσεων του ιδίου τύπου οι οποίες συνήφθησαν κατά το προηγούμενο δωδεκάμηνο ή οικονομικό έτος, αναπροσαρμοσμένη, ει δυνατόν, προκειμένου να ληφθούν υπ' όψιν ενδεχόμενες μεταβολές ως προς τις ποσότητες ή την αξία τους κατά τους δώδεκα μήνες που έπονται της αρχικής συμβάσεως.

β) Είτε η εκτιμώμενη συνολική αξία των διαδοχικών συμβάσεων που συνήφθησαν κατά το δωδεκάμηνο που έπεται της πρώτης παραδόσεως ή κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους, εφ' όσον τούτο υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες.

 

Άρθρο 6

Υποδιαίρεση συμβάσεων σε τμήματα

1.Οι Εκκλησιαστικές Αναθέτουσες Αρχές δύνανται να αποφασίζουν την ανάθεση συμβάσεως υπό τη μορφή χωριστών τμημάτων και μπορούν να προσδιορίζουν το μέγεθος και το αντικείμενο των τμημάτων τούτων.

2.Οι Εκκλησιαστικές Αναθέτουσες Αρχές αναφέρουν στην προκήρυξη ή στην πρόσκληση επιβεβαιώσεως ενδιαφέροντος, αν οι προσφορές υποβάλλονται για ένα ή για περισσότερα ή για όλα τα τμήματα.

3.Οι Εκκλησιαστικές Αναθέτουσες Αρχές δύνανται, ακόμη και εάν οι προσφορές είναι δυνατόν να υποβάλλονται για πολλά ή για όλα τα τμήματα, να περιορίζουν τον αριθμό των τμημάτων που μπορούν να ανατεθούν σε έναν προσφέροντα, υπό την προϋπόθεση ότι ο μέγιστος αριθμός των τμημάτων ανά προσφέροντα ορίζεται στην προκήρυξη ή στην πρόσκληση επιβεβαιώσεως ενδιαφέροντος. Στην περίπτωση αυτή αναφέρουν στα έγγραφα της συμβάσεως τα αντικειμενικά και χωρίς διακρίσεις κριτήρια ή τους κανόνες που προτίθενται να εφαρμόσουν για τον προσδιορισμό των τμημάτων που ανατίθενται, εάν η εφαρμογή των κριτηρίων αναθέσεως θα είχε ως αποτέλεσμα την ανάθεση σε έναν προσφέροντα τμημάτων που υπερβαίνουν τον μέγιστο αριθμό.

4.Εάν είναι δυνατή η ανάθεση περισσοτέρων του ενός τμημάτων στον ίδιο προσφέροντα, οι Εκκλησιαστικές Αναθέτουσες Αρχές δύνανται να αναθέτουν συμβάσεις συνδυάζοντας πολλά ή όλα τα τμήματα, στην περίπτωση που έχουν ορίσει στην προκήρυξη ή στην πρόσκληση επιβεβαιώσεως ενδιαφέροντος ότι διατηρούν το δικαίωμα τούτο και αναφέρουν τον τρόπο συνδυασμού των τμημάτων ή ομάδων τμημάτων.

 

Άρθρο 7

Εξαιρούμενες Συμβάσεις

1.Οι διατάξεις του παρόντος τμήματος του Κανονισμού δεν εφαρμόζονται στις διαδικασίες αναθέσεως και εκτελέσεως συμβάσεων που συνάπτουν οι Εκκλησιαστικές Αναθέτουσες Αρχές με αντικείμενο:

α) Τις μισθώσεις ακινήτων.

β) Την εκμετάλλευση ακινήτων.

γ) Τις επενδυτικές συμβάσεις ακινήτων.

δ) Την παραχώρηση υπηρεσιών και έργων.

ε) Τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, σύμφωνα με το άρθρο 8 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ.

στ) Τους διαγωνισμούς μελετών που διοργανώνονται δυνάμει διεθνών κανόνων, σύμφωνα με το άρθρο 9 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ.

ζ) Τις ειδικές εξαιρέσεις για συμβάσεις υπηρεσιών, σύμφωνα με το άρθρο 10 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ και ειδικότερα τις αναφερόμενες στο στοιχ. δ) αυτού νομικές υπηρεσίες.

η) Τις συμβάσεις υπηρεσιών που ανατίθενται βάσει αποκλειστικού δικαιώματος, σύμφωνα με το άρθρο 11 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ.

θ) Τις συμβάσεις με άλλες Εκκλησιαστικές Αναθέτουσες Αρχές, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 12 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ.

ι) Τις εσωτερικές αναθέσεις από Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή προς διάφορη Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή, καθώς και προς νομικά πρόσωπα, στα οποία η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή ασκεί αμέσως ή εμμέσως καθοριστική επιρροή λόγω της κυριότητος ή του ασκούμενου ελέγχου ή της χρηματοδοτικής της επιρροής, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του ίδιου ως άνω άρθρου 12 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ.

 

Άρθρο 8

Υλοποίηση συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων

1.Κατά την ανάθεση συμβάσεων, για τις οποίες οι υπαγόμενες στον παρόντα Κανονισμό Εκκλησιαστικές Αρχές επιχορηγούνται ή χρηματοδοτούνται από εθνικούς ή ευρωπαϊκούς πόρους, δύναται να υπόκεινται στις διατάξεις για τις κρατικές ή δημόσιες συμβάσεις και την εποπτεία και έλεγχο της διαχειρίσεως κρατικών και ευρωπαϊκών πόρων, σύμφωνα με το άρθρο 68 παρ. 1 υποπαρ. 3 του ν. 4235/2014.

2.Στις περιπτώσεις αυτές οι Εκκλησιαστικές Αναθέτουσες Αρχές δύνανται να εφαρμόζουν αναλόγως και συμπληρωματικώς τις διατάξεις του ν. 4412/2016 καθώς και του οικείου κανονιστικού πλαισίου της εσωτερικής νομοθεσίας, προς τον σκοπό της διασφαλίσεως της επιλεξιμότητας των προκαλούμενων δαπανών, συμφώνως προς τους οικείους κανόνες διαχειρίσεως κάθε προγράμματος και όπως θα ορίζεται στα εκάστοτε τεύχη του διαγωνισμού και στα συμβατικά τεύχη.

 

ΜΕΡΟΣ Β'

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΑΝΑΘΕΣΗΣ

 

ΤΙΤΛΟΣ Ι

ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΑΝΑΘΕΣΗ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΑΝΩ ΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΟΡΙΩΝ

 

Άρθρο 9

Διαδικασίες ανάθεσης

1.Για την δημοπράτηση συμβάσεων, οι οποίες εμπίπτουν στον παρόντα Κανονισμό και των οποίων η προυπολογιζόμενη αξία είναι ίση ή ανωτέρα του κατωτάτου ορίου, το οποίο τίθεται υπό των διατάξεων του άρθρου 5, οι Εκκλησιαστικές Αναθέτουσες Αρχές δύνανται να προσφεύγουν, για ανάλογη προσαρμογή: α) στις ανοικτές ή κλειστές διαδικασίες των άρθρων 27 και 28 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ αντίστοιχα ή β) στις συμπράξεις καινοτομίας του άρθρου 31 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ.

2.Επίσης, δύνανται να προσφεύγουν στην ανταγωνιστική διαδικασία με διαπραγμάτευση ή στον ανταγωνιστικό διάλογο, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) Όσον αφορά σε έργα, αγαθά ή υπηρεσίες, που πληρούν ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα κριτήρια: αα) Άν οι ανάγκες δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν χωρίς προσαρμογή των άμεσα διαθέσιμων λύσεων. ββ) Άν περιλαμβάνουν σχεδιασμό ή καινοτόμες λύσεις. γγ) Άν η σύμβαση δεν είναι δυνατόν να ανατεθεί χωρίς προηγούμενες διαπραγματεύσεις λόγω ειδικών περιστάσεων που σχετίζονται με τη φύση, την πολυπλοκότητα ή τη νομική ή χρηματοοικονομική οργάνωση ή λόγω των κινδύνων που συνδέονται με τους ανωτέρω παράγοντες.

δδ) Άν οι τεχνικές προδιαγραφές δεν είναι δυνατόν να προκαθοριστούν με επαρκή ακρίβεια.

β) Όσον αφορά σε έργα, αγαθά ή υπηρεσίες για τα οποία, έπειτα από ανοικτή ή κλειστή διαδικασία, υποβάλλονται μόνο μη κανονικές ή απαράδεκτες προσφορές. Στις περιπτώσεις αυτές η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δεν απαιτείται να δημοσιεύει προκήρυξη συμβάσεως, εφ' όσον στη διαδικασία περιλαμβάνει όλους τους προσφέροντες οι οποίοι πληρούν τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής που ορίζονται στα οικεία τεύχη του διαγωνισμού και δεν εμπίπτουν σε κανέναν οριζόμενο σε αυτά λόγο αποκλεισμού και οι οποίοι, κατά την προηγηθείσα ανοικτή ή κλειστή διαδικασία, υπέβαλαν προσφορές σύμφωνες προς τις τυπικές απαιτήσεις της διαδικασίας συνάψεως συμβάσεως, και μόνον αυτούς.

3.Για την εφαρμογή της ανωτέρω παραγράφου μη κανονικές προσφορές θεωρούνται συγκεκριμένα:

α) όσες δεν πληρούν τις προϋποθέσεις των τευχών του διαγωνισμού,

β) όσες παρελήφθησαν εκπρόθεσμα, γ) όταν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία αθέμιτης πρακτικής, όπως συμπαιγνίας ή διαφθοράς, δ) όσες κρίνονται ως ασυνήθιστα χαμηλές.

4.Ομοίως, ως απαράδεκτες προσφορές θεωρούνται συγκεκριμένα:

α) όσες υποβάλλονται από προσφέροντες οι οποίοι δεν διαθέτουν τα απαιτούμενα προσόντα και β) οι περιλαμβάνουσες τιμήν η οποία υπερβαίνει τον προϋπολογισμό της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής, όπως καθορίσθηκε και τεκμηριώθηκε πριν την έναρξη της διαδικασίας συνάψεως σύμβασης.

5.Ο διαγωνισμός προκηρύσσεται μέσω προκηρύξεως σύμβασης. Όταν η σύμβαση ανατίθεται με κλειστή διαδικασία ή ανταγωνιστική διαδικασία με διαπραγμάτευση, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται να προκηρύσσει διαγωνισμό μέσω προκαταρκτικής προκηρύξεως. Στην περίπτωση αυτή, οι οικονομικοί φορείς που έχουν εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους μετά τη δημοσίευση της προκαταρκτικής προκηρύξεως προσκαλούνται εν συνεχεία να επιβεβαιώσουν το ενδιαφέρον τους γραπτώς, μέσω «προσκλήσεως επιβεβαιώσεως ενδιαφέροντος».

6.Στις ειδικές περιπτώσεις και περιστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 13 κατωτέρω, οι Εκκλησιαστικές Αναθέτουσες Αρχές δύνανται να προσφεύγουν σε διαδικασία με διαπραγμάτευση άνευ προηγούμενης δημοσιεύσεως ή διαγωνισμού.

 

Άρθρο 10

Ανοικτή διαδικασία

1.Στις ανοικτές διαδικασίες, πας ενδιαφερόμενος οικονομικός φορέας δύναται να υποβάλει προσφορά στο πλαίσιο προκηρύξεως διαγωνισμού. Η ελάχιστη προθεσμία παραλαβής των προσφορών ανέρχεται σε 35 ημέρες από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της προκηρύξεως της σύμβασης. Εφ' όσον οι προσφορές δύνανται να συνταχθούν μόνον έπειτα από επιτόπια επίσκεψη ή από επιτόπια εξέταση εγγράφων προσαρτημένων στα έγγραφα της συμβάσεως, καθορίζεται μεγαλύτερη προθεσμία στην οικεία προκήρυξη, κατά τρόπον ώστε όλοι οι ενδιαφερόμενοι οικονομικοί φορείς να δύνανται να λάβουν γνώση όλων των αναγκαίων πληροφοριών για την κατάρτιση των προσφορών τους.

2.Στις περιπτώσεις που η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή έχει δημοσιεύσει προκαταρκτική προκήρυξη η οποία δεν χρησιμοποιήθηκε η ίδια ως μέσο προκηρύξεως του διαγωνισμού, η ελάχιστη προθεσμία για την παραλαβή των προσφορών, όπως ορίζεται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1, δύναται να περιορίζεται σε 15 ημέρες, εφ' όσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) Η προκαταρκτική προκήρυξη περιλάμβανε όλες τις πληροφορίες που οφείλει να περιλαμβάνει η προκήρυξη συμβάσεως, εφ' όσον οι πληροφορίες αυτές ήταν διαθέσιμες κατά τη στιγμή της δημοσιεύσεως της προκαταρκτικής προκήρυξης.

β) Η προκαταρκτική προκήρυξη δημοσιεύτηκε εντός διαστήματος 35 ημερών έως 12 μηνών προ της ημερομηνίας δημοσιεύσεως της προκηρύξεως της σύμβασης.

3.Σε περίπτωση που επείγουσα κατάσταση δεόντως τεκμηριωμένη υπό την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή καθιστά αδύνατη την τήρηση της ελάχιστης προθεσμίας που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1, δύναται να ορίζεται ελάχιστη προθεσμία που δεν είναι μικρότερη των 15 ημερών από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της προκηρύξεως της σύμβασης.

 

Άρθρο 11

Κλειστή διαδικασία

1.Στις κλειστές διαδικασίες, οιοσδήποτε οικονομικός φορέας δύναται να υποβάλει αίτηση συμμετοχής στο πλαίσιο προκηρύξεως διαγωνισμού, παρέχοντας τις πληροφορίες οι οποίες ζητούνται για την ποιοτική επιλογή. Η ελάχιστη προθεσμία παραλαβής των αιτήσεων συμμετοχής ανέρχεται σε 30 ημέρες από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της προκηρύξεως της σύμβασης ή, εάν ως μέσο προκηρύξεως του διαγωνισμού χρησιμοποιείται η προκαταρκτική προκήρυξη, από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της προσκλήσεως επιβεβαιώσεως ενδιαφέροντος.

2.Προσφορά μπορούν να υποβάλουν μόνον οι οικονομικοί φορείς οι οποίοι προσκλήθηκαν από την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή κατόπιν της αξιολογήσεως των πληροφοριών που έχουν παρασχεθεί. Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται να περιορίζει τον αριθμό των κατάλληλων υποψηφίων, οι οποίοι προσκαλούνται να συμμετάσχουν στη διαδικασία, συμφώνως προς τις προϋποθέσεις του άρθρου 65 της Οδηγίας 2014/24/ ΕΕ, εφαρμοζόμενες αναλόγως κατά τον τρόπον που προβλέπεται με τα τεύχη του διαγωνισμού. Η ελάχιστη προθεσμία παραλαβής των προσφορών ανέρχεται σε 30 ημέρες από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της προσκλήσεως υποβολής προσφορών.

3.Στις περιπτώσεις που η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή έχει δημοσιεύσει προκαταρκτική προκήρυξη που δεν χρησιμοποιείται η ίδια ως μέσο προκηρύξεως του διαγωνισμού, η ελάχιστη προθεσμία για την παραλαβή των προσφορών των 30 ημερών που ορίζεται στο τρίτο εδάφιο της παρ. 2, μπορεί να περιορίζεται σε 10 ημέρες, εφ' όσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) η προκαταρκτική προκήρυξη περιλάμβανε όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται, εφ' όσον οι πληροφορίες αυτές ήταν διαθέσιμες κατά τη στιγμή της δημοσιεύσεως της προκαταρκτικής προκηρύξεως,

β) η προκαταρκτική προκήρυξη δημοσιεύτηκε εντός διαστήματος 35 ημερών έως 12 μηνών προ της ημερομηνίας δημοσιεύσεως της προκηρύξεως της σύμβασης.

4.Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται να ορίζει την προθεσμία παραλαβής των προσφορών με αμοιβαία συμφωνία με τους υποψηφίους, εφ' όσον παρέχεται σε όλους τους επιλεγέντες υποψηφίους ίσος χρόνος για την κατάρτιση και την υποβολή των προσφορών τους. Ελλείψει συμφωνίας σχετικά με την προθεσμία παραλαβής των προσφορών, η προθεσμία δεν είναι μικρότερη των 10 ημερών από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της προσκλήσεως υποβολής προσφορών.

5.Η αμοιβαία συμφωνία της παρ. 4 καταρτίζεται κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στα τεύχη του διαγωνισμού, υπό τον όρο ότι διασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των υποψηφίων και τεκμηριώνεται καταλλήλως.

6.Όταν επείγουσα κατάσταση καθιστά αδύνατη την τήρηση των προθεσμιών που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή, διά δεόντως αιτιολογημένης αποφάσεως, δύναται να ορίζει:

α) προθεσμία παραλαβής των αιτήσεων συμμετοχής η οποία δεν είναι μικρότερη των 15 ημερών από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της προκηρύξεως της σύμβασης,

β) προθεσμία παραλαβής των προσφορών η οποία δεν δύναται να είναι μικρότερη των 10 ημερών από την ημερομηνία αποστολής της προσκλήσεως υποβολής προσφορών.

 

Άρθρο 12

Ανταγωνιστική διαπραγμάτευση με δημοσίευση προκηρύξεως

1.Στις ανταγωνιστικές διαδικασίες με διαπραγμάτευση οιοσδήποτε οικονομικός φορέας δύναται να υποβάλει αίτηση συμμετοχής στο πλαίσιο προκηρύξεως διαγωνισμού, η οποία περιλαμβάνει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, παρέχοντας τις πληροφορίες οι οποίες ζητούνται για την ποιοτική επιλογή.

2.Στα έγγραφα της συμβάσεως, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή:

α) Καθορίζει το αντικείμενο της συμβάσεως, περιγράφοντας τις ανάγκες της και τα χαρακτηριστικά που απαιτούνται για τα αγαθά, τα έργα ή τις υπηρεσίες.

β) Προσδιορίζει τα κριτήρια αναθέσεως της συμβάσεως.

γ) Αναφέρει τα στοιχεία της περιγραφής τα οποία συνίστανται στις ελάχιστες απαιτήσεις τις οποίες δέον να πληρούν όλες οι προσφορές.

3.Οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι επαρκώς προσδιορισμένες, ώστε οι οικονομικοί φορείς να μπο ρούν να προσδιορίσουν τη φύση και το εύρος του αντικειμένου της συμβάσεως και να αποφασίσουν αν θα ζητήσουν να συμμετάσχουν στη διαδικασία.

4.Η ελάχιστη προθεσμία παραλαβής των αιτήσεων συμμετοχής ανέρχεται σε 30 ημέρες από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της προκηρύξεως της σύμβασης ή, εάν ως μέσο προκηρύξεως του διαγωνισμού χρησιμοποιείται η προκαταρκτική προκήρυξη, από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της προσκλήσεως επιβεβαιώσεως ενδιαφέροντος.

5.Η ελάχιστη προθεσμία παραλαβής των αρχικών προσφορών ανέρχεται σε 30 ημέρες από την ημερομηνία αποστολής της προσκλήσεως υποβολής προσφορών.

6.Αρχική προσφορά, η οποία αποτελεί τη βάση των επακόλουθων διαπραγματεύσεων, δύνανται να υποβάλλουν μόνον οι οικονομικοί φορείς που έχουν προσκληθεί από την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή, κατόπιν της αξιολόγησης των πληροφοριών που έχουν παρασχεθεί. Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται να περιορίζει τον αριθμό των καταλλήλων υποψηφίων, οι οποίοι προσκαλούνται να συμμετάσχουν στη διαδικασία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 45 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ, εφαρμοζόμενες αναλόγως όπως τούτο ορίζεται στα τεύχη του διαγωνισμού.

7.Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται να διαπραγματεύεται με τους προσφέροντες τις αρχικές και όλες τις επακόλουθες προσφορές που υποβάλλουν, εξαιρουμένης της τελικής προσφοράς κατά την έννοια της παραγράφου 12, προς τον σκοπό της βελτιώσεως του περιεχόμενου τους, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στην ίδια ως άνω παράγραφο. Οι ελάχιστες απαιτήσεις και τα κριτήρια αναθέσεως δεν υπόκεινται σε διαπραγματεύσεις.

8.Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται να αναθέτει συμβάσεις βάσει των αρχικών προσφορών άνευ διαπραγματεύσεως, εφ' όσον έχει αναφέρει στην προκήρυξη της συμβάσεως ή στην πρόσκληση επιβεβαιώσεως ενδιαφέροντος ότι διατηρεί τη δυνατότητα να πράξει τούτο.

9.Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή εξασφαλίζει την ίση μεταχείριση όλων των προσφερόντων. Προς τον σκοπό αυτόν:

α) δεν παρέχει πληροφορίες κατά τρόπο που να δημιουργεί διακρίσεις, οι οποίες ενδέχεται να ευνοούν ορισμένους προσφέροντες έναντι των υπολοίπων,

β) ενημερώνει γραπτώς όλους τους προσφέροντες των οποίων οι προσφορές δεν έχουν αποκλειστεί, σύμφωνα με την παρ. 12, για τυχόν αλλαγές επί των τεχνικών προδιαγραφών ή άλλων εγγράφων της συμβάσεως, πέραν εκείνων διά των οποίων καθορίζονται οι ελάχιστες απαιτήσεις,

γ) παρέχει, κατόπιν των αλλαγών αυτών, επαρκές χρονικό διάστημα στους προσφέροντες, ώστε να τροποποιήσουν και να επανυποβάλουν τροποποιημένες προσφορές, κατά περίπτωση.

10.Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δεν αποκαλύπτει στους λοιπούς συμμετέχοντες εμπιστευτικές πληροφορίες που έχουν διαβιβαστεί από υποψήφιο ή προσφέροντα που συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις, άνευ της έγγραφης συναινέσεώς του. Η εν λόγω συναίνεση δεν λαμβάνει τη μορφή γενικής παραιτήσεως, αλλά παρέχεται σχετικά με την προτιθέμενη γνωστοποίηση των συγκεκριμένων πληροφοριών.

11.Οι ανταγωνιστικές διαδικασίες με διαπραγμάτευση μπορούν να διεξάγονται σε διαδοχικές φάσεις, ούτως ώστε να μειώνεται ο αριθμός των προς διαπραγμάτευση προσφορών με την εφαρμογή των κριτηρίων αναθέσεως, τα οποία ορίζονται στην προκήρυξη της συμβάσεως, στην πρόσκληση επιβεβαιώσεως ενδιαφέροντος ή σε άλλο έγγραφο της σύμβασης. Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή αναφέρει αν θα κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής στην προκήρυξη της συμβάσεως, στην πρόσκληση επιβεβαιώσεως ενδιαφέροντος ή σε άλλο έγγραφο της συμβάσεως.

12.Όταν η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή σκοπεύει να ολοκληρώσει τις διαπραγματεύσεις, ενημερώνει τους εναπομείναντες προσφέροντες και ορίζει κοινή προθεσμία για την υποβολή τυχόν νέων ή αναθεωρημένων προσφορών. Επαληθεύει ότι οι τελικές προσφορές πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις, τις αξιολογεί, βάσει των καθορισθέντων κριτηρίων αναθέσεως και αναθέτει τη σύμβαση, σύμφωνα με τα καθορισθέντα κριτήρια.

 

Άρθρο 13

Διαπραγμάτευση άνευ δημοσιεύσεως προκηρύξεως

1.Στις ειδικές περιπτώσεις και περιστάσεις οι οποίες προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 6, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται να αναθέτει συμβάσεις προσφεύγοντας στη διαδικασία διαπραγματεύσεως άνευ προηγούμενης δημοσιεύσεως προκηρύξεως.

2.Η διαδικασία με διαπραγμάτευση άνευ προηγούμενης δημοσιεύσεως δύναται να χρησιμοποιείται για συμβάσεις έργων, προμηθειών και υπηρεσιών σε οποιαδήποτε από τις κατωτέρω περιπτώσεις:

α) εάν, ύστερα από ανοικτή ή κλειστή διαδικασία είτε δεν υποβλήθηκε καμία προσφορά ή αίτηση συμμετοχής είτε καμία από τις υποβληθείσες προσφορές ή αιτήσεις συμμετοχής δεν είναι κατάλληλη, εφ' όσον δεν έχουν τροποποιηθεί ουσιωδώς οι αρχικοί όροι της συμβάσεως.

Μη κατάλληλη θεωρείται μία προσφορά όταν είναι άσχετη με τη σύμβαση και αδυνατεί προδήλως, χωρίς να τροποποιηθεί ουσιαστικά, να ανταποκριθεί στις ανάγκες και τις απαιτήσεις της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής, όπως προσδιορίζονται στα τεύχη του διαγωνισμού ή στα έγγραφα της συμβάσεως.

Μη κατάλληλη θεωρείται μία αίτηση συμμετοχής όταν στο πρόσωπο του οικονομικού φορέα συντρέχει υποχρεωτικός ή δυνητικός λόγος αποκλεισμού, ή όταν αυτός δεν πληροί τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής που έχει θέσει η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή.

β) εάν τα έργα, τα αγαθά ή οι υπηρεσίες μπορούν να παρασχεθούν μόνον από έναν συγκεκριμένο οικονομικό φορέα για οποιονδήποτε από τους κατωτέρω λόγους: αα) πρόκειται περί εκκλησιαστικών καλλιτεχνικών έργων, οπότε απαιτείται η ανάθεση τούτων σε ειδικούς δοκιμασμένους καλλιτέχνες ή ειδικούς τεχνίτες και ειδικούς κατασκευαστές,

ββ) στόχος της συμβάσεως είναι η δημιουργία ή απόκτηση μοναδικού έργου τέχνης ή καλλιτεχνικής εκδηλώσεως, μη εμπίπτουσας στην έννοιαν του εκκλησιαστικού καλλιτεχνικού έργου,

γγ) απουσία ανταγωνισμού για τεχνικούς λόγους, δδ) για την προστασία αποκλειστικών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας ή για την προστασία απορρήτων της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής, κατόπιν σχετικής αποφάσεώς της.

Οι εξαιρέσεις που ορίζονται στις υποπεριπτώσεις ββ' και γγ' εφαρμόζονται μόνο εάν δεν υπάρχει εύλογη εναλλακτική λύση ή υποκατάστατο και η απουσία ανταγωνισμού δεν είναι αποτέλεσμα τεχνητού περιορισμού των παραμέτρων της συμβάσεως.

γ) στο μέτρο που είναι απολύτως απαραίτητο, εάν λόγω κατεπείγουσας ανάγκης οφειλόμενης σε γεγονότα απρόβλεπτα για την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή, δεν είναι δυνατή η τήρηση των προθεσμιών που προβλέπονται για τις ανοικτές, κλειστές ή ανταγωνιστικές διαδικασίες με διαπραγμάτευση.

3.Η διαδικασία με διαπραγμάτευση άνευ προηγούμενης δημοσιεύσεως δύναται να χρησιμοποιείται για συμβάσεις προμηθειών και υπηρεσιών για την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών, υπό ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους είτε από προμηθευτή που παύει οριστικά τις εμπορικές του δραστηριότητες είτε από τον εκκαθαριστή διαδικασίας αφερεγγυότητας, δικαστικού συμβιβασμού ή ανάλογης διαδικασίας που προβλέπεται σε διατάξεις νόμου.

4.Η διαδικασία με διαπραγμάτευση άνευ προηγούμενης δημοσιεύσεως δύναται να χρησιμοποιείται για συμβάσεις προμηθειών:

α) Όταν τα σχετικά προϊόντα κατασκευάζονται αποκλειστικά για σκοπούς έρευνας, πειραματισμού, μελέτης ή αναπτύξεως· ωστόσο, οι συμβάσεις που ανατίθενται δυνάμει της προκειμένης περιπτώσεως δεν περιλαμβάνουν την παραγωγή ποσοτήτων ικανών να εξασφαλίζουν την εμπορική βιωσιμότητα του προϊόντος ή την απόσβεση των δαπανών έρευνας και ανάπτυξης.

β) Για συμπληρωματικές παραδόσεις οι οποίες πραγματοποιούνται από τον αρχικό προμηθευτή και προορίζονται είτε για τη μερική αντικατάσταση αγαθών ή εγκαταστάσεων είτε για επέκταση υφιστάμενων αγαθών ή εγκαταστάσεων, εφ' όσον η αλλαγή προμηθευτή θα υποχρέωνε την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή να αποκτά αγαθά με διαφορετικά τεχνικά χαρακτηριστικά, τα οποία θα προκαλούσαν ασυμβατότητα ή δυσανάλογες τεχνικές δυσχέρειες στη χρήση και τη συντήρηση τους, υπό την επιπρόσθετη προϋπόθεση ότι η διάρκεια αυτών των συμβάσεων, καθώς και των επαναλαμβανόμενων συμβάσεων, δεν υπερβαίνει κατά κανόνα τα τρία έτη.

γ) Εάν πρόκειται για αγαθά που είναι εισηγμένα και αγοράζονται σε χρηματιστήριο εμπορευμάτων.

5.Η διαδικασία με διαπραγμάτευση άνευ προηγουμένης δημοσιεύσεως δύναται να χρησιμοποιείται για συμβάσεις υπηρεσιών όταν η σχετική σύμβαση έπεται διαγωνισμού μελετών που έχει οργανωθεί σύμφωνα με τις ανωτέρω προϋποθέσεις. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, όλοι οι νικητές του διαγωνισμού πρέπει να καλούνται να συμμετάσχουν στις διαπραγματεύσεις.

6.Η διαδικασία με διαπραγμάτευση άνευ προηγουμένης δημοσιεύσεως δύναται να χρησιμοποιείται για νέα έργα ή υπηρεσίες που συνίστανται στην επανάληψη παρόμοιων έργων ή υπηρεσιών που ανατέθηκαν στον οικονομικό φορέα ανάδοχο της αρχικής συμβάσεως, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά τα έργα ή υπηρεσίες τυγχάνουν, σύμφωνα με μία βασική μελέτη και ότι αυτή η μελέτη αποτέλεσε αντικείμενο αρχικής συμβάσεως, η οποία έχει συναφθεί, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 9.

Στη βασική μελέτη αναγράφεται η έκταση πιθανών συμπληρωματικών έργων ή υπηρεσιών και οι όροι αναθέσεώς τους. Η δυνατότητα προσφυγής σε αυτή τη διαδικασία πρέπει να επισημαίνεται ήδη κατά την πρώτη προκήρυξη διαγωνισμού και το συνολικό προβλεπόμενο ποσό για τη συνέχιση των εργασιών ή υπηρεσιών λαμβάνεται υπ' όψιν από την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή για την εφαρμογή του άρθρου 5. Προσφυγή στη διαδικασία αυτή επιτρέπεται μόνο εντός τριετίας μετά τη σύναψη της αρχικής συμβάσεως.

 

Άρθρο 14

Ανταγωνιστικός διάλογος

1.Στους ανταγωνιστικούς διαλόγους, οιοσδήποτε οικονομικός φορέας δύναται να υποβάλει αίτηση συμμετοχής έπειτα από προκήρυξη συμβάσεως, παρέχοντας τις πληροφορίες οι οποίες ζητούνται από την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή για την ποιοτική επιλογή. Η ελάχιστη προθεσμία παραλαβής των αιτήσεων συμμετοχής ανέρχεται σε 30 ημέρες από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της προκηρύξεως της συμβάσεως. Στο διάλογο δύνανται να συμμετάσχουν μόνον οι οικονομικοί φορείς που έχουν προσκληθεί από την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή, κατόπιν αξιολογήσεως των πληροφοριών που έχουν παρασχεθεί. Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται να περιορίζει τον αριθμό των καταλλήλων υποψηφίων, οι οποίοι προσκαλούνται να συμμετάσχουν στη διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 65 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ, εφαρμοζομένου αναλόγως κατά τον τρόπον που ορίζεται στα τεύχη του διαγωνισμού. Η σύμβαση ανατίθεται αποκλειστικά βάσει του κριτηρίου αναθέσεως της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, από πλευράς βέλτιστης σχέσεως ποιότηταςτιμής.

2.Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δια των τευχών του διαγωνισμού αναφέρει και προσδιορίζει τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της. Ταυτοχρόνως και στα ίδια έγγραφα, παρουσιάζει και προσδιορίζει τα επιλεγέντα κριτήρια αναθέσεως και θέτει ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα.

3.Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή προβαίνει, με τους συμμετέχοντες που επιλέγονται, σε διάλογο, ο σκοπός του οποίου συνίσταται στην διερεύνηση και στον προσδιορισμό των μέσων που μπορούν να ικανοποιήσουν με τον καλύτερο τρόπο τις ανάγκες της. Κατά τη διάρκεια του διαλόγου τούτου, δύναται να συζητεί με τους επιλεγέντες συμμετέχοντες όλες τις πτυχές της συμβάσεως. Κατά τη διάρκεια του διαλόγου η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή εξασφαλίζει την ίση μεταχείριση όλων των συμμετεχόντων. Γ ια τον σκοπό αυτόν, δεν παρέχει, κατά τρόπο που να δημιουργεί διακρίσεις, πληροφορίες που ενδέχεται να ευνοούν ορισμένους συμμετέχοντες έναντι των υπολοίπων και δεν αποκαλύπτει στους λοιπούς συμμετέχοντες τις προτεινόμενες λύσεις ή άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες που έχουν διαβιβαστεί από υποψήφιο ή προσφέροντα που συμμετέχει στο διάλογο άνευ έγγραφης συναινέσεώς του. Η εν λόγω συναίνεση δεν λαμβάνει τη μορφή γενικής παραίτησης, αλλά παρέχεται σχετικά με την προτιθέμενη γνωστοποίηση των συγκεκριμένων πληροφοριών.

4.Εφ' όσον τούτο αναφέρεται στα τεύχη του διαγωνισμού, οι ανταγωνιστικοί διάλογοι μπορούν να διεξάγονται σε διαδοχικές φάσεις, ούτως ώστε να μειώνεται ο αριθμός των υπό εξέταση λύσεων κατά τη φάση του διαλόγου, με την εφαρμογή των προβλεπόμενων κριτηρίων αναθέσεως.

5.Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή συνεχίζει τον διάλογο έως ότου μπορέσει να προσδιορίσει την λύση ή τις λύσεις οι οποίες ενδεχομένως ανταποκρίνονται στις ανάγκες της.

6.Αφού κηρύξει τη λήξη του διαλόγου και ενημερώσει σχετικά τους εναπομείναντες συμμετέχοντες, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή καλεί, σε χρόνο και εντός προθεσμίας που ορίζονται στα τεύχη του διαγωνισμού, κάθε έναν από αυτούς να υποβάλει την τελική προσφορά του βάσει της λύσεως ή των λύσεων που υποβλήθηκαν και προσδιορίστηκαν κατά τη διάρκεια του διαλόγου. Οι προσφορές αυτές περιέχουν όλα τα απαιτούμενα και αναγκαία στοιχεία για την εκτέλεση του σχεδίου. Εφ' όσον το ζητεί η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή, οι προσφορές αυτές μπορούν να αποσαφηνίζονται, να εξειδικεύονται και να βελτιστοποιούνται. Ωστόσο, η αποσαφήνιση, η εξειδίκευση, η βελτιστοποίηση ή οι πρόσθετες πληροφορίες δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα μεταβολές των ουσιωδών στοιχείων της προσφοράς ή της συμβάσεως, συμπεριλαμβανομένων των αναγκών και των απαιτήσεων που προσδιορίζονται στα έγγραφα της συμβάσεως, όταν μεταβολές στα στοιχεία αυτά, στις ανάγκες και στις απαιτήσεις ενδέχεται να προκαλέσουν στρέβλωση του ανταγωνισμού ή να επιφέρουν διακρίσεις.

7.Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή αξιολογεί τις υποβληθείσες προσφορές βάσει των κριτηρίων αναθέσεως που ορίζονται δια των τευχών του διαγωνισμού. Εφ' όσον το ζητεί δύνανται να διεξαχθούν διαπραγματεύσεις με τον προσφέροντα που έχει κριθεί ότι υπέβαλε την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, από πλευράς βέλτιστης σχέσεως ποιότητας τιμής για την επιβεβαίωση των οικονομικών δεσμεύσεων ή άλλων 

όρων που περιέχονται στην προσφορά, οριστικοποιώντας τους όρους της συμβάσεως, εφ' όσον τούτο:

α) δεν συνεπάγεται την ουσιώδη τροποποίηση βασικών στοιχείων της προσφοράς ή της συμβάσεως, συμπεριλαμβανομένων των αναγκών και των απαιτήσεων που προσδιορίζονται στα έγγραφα της συμβάσεως, και

β) δεν ενέχει κίνδυνο στρεβλώσεως του ανταγωνισμού ή εισαγωγής διακρίσεων.

8.Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται να προβλέπει την απονομή βραβείων ή την καταβολή ποσών στους συμμετέχοντες στον διάλογο.

 

Άρθρο 15

Σύμπραξη καινοτομίας

1.Στις συμπράξεις καινοτομίας, οιοσδήποτε οικονομικός φορέας δύναται να υποβάλει αίτηση συμμετοχής κατόπιν προκηρύξεως συμβάσεως, παρέχοντας τις πληροφορίες για την ποιοτική επιλογή οι οποίες ζητούνται από την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή. Στα τεύχη του διαγωνισμού, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή:

α) προσδιορίζει την ανάγκη καινοτόμου προϊόντος, υπηρεσίας ή έργου, η οποία δεν δύναται να ικανοποιηθεί με την αγορά αγαθών, υπηρεσιών ή έργων που διατίθενται ήδη στην αγορά και

β) αναγράφει τα στοιχεία της περιγραφής που ορίζουν τις ελάχιστες απαιτήσεις που πρέπει να πληρούν όλες οι προσφορές.

Οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι επαρκώς προσδιορισμένες, ώστε οι οικονομικοί φορείς να είναι σε θέση να προσδιορίσουν τη φύση και το εύρος της απαιτούμενης λύσεως και να αποφασίσουν αν θα υποβάλουν αίτηση συμμετοχής στη διαδικασία. Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται να αποφασίσει να σχηματίσει τη σύμπραξη καινοτομίας με έναν εταίρο ή με πλείονες εταίρους που εκτελούν χωριστές δραστηριότητες έρευνας και αναπτύξεως. Η ελάχιστη προθεσμία παραλαβής των αιτήσεων συμμετοχής ανέρχεται σε τριάντα (30) ημέρες από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της προκήρυξης. Στη διαδικασία δύνανται να συμμετάσχουν μόνον οι οικονομικοί φορείς που έχουν προσκληθεί από την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή, κατόπιν της αξιολογήσεως των πληροφοριών οι οποίες έχουν υποβληθεί. Οι συμβάσεις ανατίθενται αποκλειστικά βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, από πλευράς βέλτιστης σχέσεως ποιότητας τιμής.

2.Η σύμπραξη καινοτομίας στοχεύει στην ανάπτυξη ενός καινοτόμου προϊόντος, υπηρεσίας ή έργου και την επακόλουθη αγορά των αγαθών, υπηρεσιών ή έργων που προκύπτουν, υπό την προϋπόθεση ότι ανταποκρίνονται στα συμπεφωνημένα, μεταξύ Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής και συμμετεχόντων, επίπεδα επιδόσεων και μεγίστου κόστους. Η σύμπραξη καινοτομίας διαρθρώνεται σε διαδοχικές φάσεις, σύμφωνα με την ακολουθία των βημάτων της διαδικασίας έρευνας και καινοτομίας, η οποία δύναται να περιλαμβάνει την κατασκευή αγαθών, την παροχή των υπηρεσιών ή την ολοκλήρωση των έργων. Η σύμπραξη καινοτομίας ορίζει ενδιάμεσους στόχους προς επίτευξη από τους εταίρους και προβλέπει την καταβολή της αμοιβής σε κατάλληλες δόσεις.

Με βάση τους ανωτέρω στόχους, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται να αποφασίσει μετά από κάθε φάση να λύσει τη σύμπραξη καινοτομίας ή, σε περίπτωση σύμπραξης καινοτομίας με πλείονες από έναν εταίρους, να περιορίσει τον αριθμό των αυτών καταγγέλλοντας επιμέρους συμβάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι έχει αναφέρει στα τεύχη του διαγωνισμού ή στα έγγραφα της σύμβασης τις δυνατότητες τούτες και τους όρους χρήσης τους.

3.Εκτός εάν το παρόν άρθρο ορίζει άλλως, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή διαπραγματεύεται με τους προσφέροντες τις αρχικές και όλες τις επακόλουθες προσφορές που υποβάλλουν, εξαιρουμένης της τελικής προσφοράς, προς τον σκοπό της βελτιώσεως του περιεχόμενου τους. Οι ελάχιστες απαιτήσεις και τα κριτήρια αναθέσεως δεν υπόκεινται σε διαπραγματεύσεις.

4.Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή εξασφαλίζει την ίση μεταχείριση όλων των προσφερόντων. Προς τον σκοπό αυτόν, δεν παρέχει κατά τρόπο συνεπάγοντα διακρίσεις πληροφορίες που ενδέχεται να ευνοούν ορισμένους προσφέροντες έναντι των υπολοίπων. Ενημερώνει γραπτώς, σε χρόνο και εντός προθεσμίας που ορίζονται στα τεύχη του διαγωνισμού, όλους τους προσφέροντες των οποίων οι προσφορές δεν έχουν αποκλειστεί, σύμφωνα με την παράγραφο 5 για τυχόν αλλαγές των τεχνικών προδιαγραφών ή άλλων εγγράφων της συμβάσεως, με την επιφύλαξη εκείνων που καθορίζουν τις ελάχιστες απαιτήσεις. Μετά τις αλλαγές αυτές, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή παρέχει επαρκές χρονικό διάστημα στους προσφέροντες, ώστε να τροποποιήσουν και να υποβάλουν εκ νέου τροποποιημένες προσφορές, κατά περίπτωσιν. Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δεν αποκαλύπτει στους λοιπούς συμμετέχοντες εμπιστευτικές πληροφορίες που έχουν διαβιβαστεί από υποψήφιο ή προσφέροντα που συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις, άνευ της έγγραφης συναινέσεώς του. Η εν λόγω συναίνεση δεν λαμβάνει τη μορφή γενικής παραιτήσεως, αλλά παρέχεται σχετικά με την προτιθέμενη γνωστοποίηση των συγκεκριμένων πληροφοριών.

5.Οι διαπραγματεύσεις κατά τη διάρκεια των διαδικασιών συμπράξεως καινοτομίας δύνανται να διεξάγονται σε διαδοχικές φάσεις, ούτως ώστε να μειώνεται ο αριθμός των προς διαπραγμάτευση προσφορών διά της εφαρμογής των κριτηρίων ανάθεσης που ορίζονται στα τεύχη του διαγωνισμού ή στα έγγραφα της συμβάσεως. Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή αναφέρει εάν θα κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής δια των ανωτέρω τευχών και εγγράφων.

6.Κατά την επιλογή των υποψηφίων, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή εφαρμόζει ιδίως τα κριτήρια που σχετίζονται με την ικανότητα των υποψηφίων στο πεδίο της έρευνας και της αναπτύξεως, καθώς και την ικανότητά τους όσον αφορά την ανάπτυξη και την εφαρμογή καινοτόμων λύσεων. Μόνον οι οικονομικοί φορείς που έχουν προσκληθεί από την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή, κατόπιν της αξιολογήσεως των ζητούμενων πληροφοριών, δύνανται να υποβάλουν σχέδια έρευνας και καινοτομίας για την κάλυψη αναγκών οι οποίες κατά την απόλυτον κρίσιν της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής δεν μπορούν να καλυφθούν μέσω των υφιστάμενων λύσεων. Στα έγγραφα της σύμβασης, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή ορίζει τις συμφωνίες που εφαρμόζονται στα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας. Σε περίπτωση συμπράξεως καινοτομίας με πλείονες του ενός εταίρους, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή, δεν αποκαλύπτει στους λοιπούς εταίρους λύσεις που προτείνονται από εταίρο ή άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες που διαβιβάζονται από αυτόν στο πλαίσιο της συμπράξεως, άνευ της έγγραφης συναινέσεώς του. Η εν λόγω συναίνεση δεν λαμβάνει τη μορφή γενικής παραιτήσεως, αλλά παρέχεται σχετικά με την προτιθέμενη γνωστοποίηση των συγκεκριμένων πληροφοριών.

7.Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή εξασφαλίζει ότι η δομή της συμπράξεως και ιδίως η διάρκεια και η αξία των διαφορετικών φάσεων ανταποκρίνονται στο βαθμό καινοτομίας της προτεινόμενης λύσεως και την ακολουθία των δραστηριοτήτων έρευνας και καινοτομίας που απαιτούνται για την ανάπτυξη μιας καινοτόμου λύσεως που δεν διατίθεται ακόμη στην αγορά. Η εκτιμώμενη αξία των αγαθών, υπηρεσιών ή έργων δεν είναι δυσανάλογη σε σχέση με την επένδυση που απαιτείται για την ανάπτυξή τους.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΑΝΑΘΕΣΗ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΚΑΤΩ ΤΩΝ ΕΝΩΣΙΑΚΩΝ ΟΡΙΩΝ

 

Άρθρο 16

Επιλογή διαδικασίας αναθέσεως

Για την ανάθεση των συμβάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού, η προϋπολογιζόμενη αξία των οποίων, άνευ του αναλογούντος ΦΠΑ, υπολείπεται των οριζομένων στο άρθρο 5 κατώτατων ενωσιακών ορίων, εφαρμόζονται κατά περίπτωση οι ακόλουθες διαδικασίες αναθέσεως:

α) Τακτικός διαγωνισμός με την ανοικτή ή την κλειστή διαδικασία ανάθεσης, καθώς και οι λοιπές προβλεπόμενες εκ του άρθρου 9 διαδικασίες αναθέσεως για συμβάσεις προμήθειας προϊόντων, παροχής υπηρεσιών και εκπόνησης μελετών εκτιμώμενης αξίας άνω των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €) και έως το κατώτατο όριο του άρθρου 5 και διά συμβάσεις έργων εκτιμώμενης αξίας άνω των διακοσίων χιλιάδων ευρώ (200.000,00 €) και έως το κατώτατο όριο του άρθρου 5.

β) Συνοπτικός (Πρόχειρος) διαγωνισμός, με πρόσκληση εκδηλώσεως ενδιαφέροντος, για συμβάσεις εκτιμώμενης αξίας άνω των σαράντα χιλιάδων ευρώ (40.000,00 €) και έως το προβλεπόμενο για της ανωτέρω περιπτώσεως ορίου (α).

γ) Απ' ευθείας ανάθεση, για συμβάσεις προμήθειας προϊόντων, παροχής υπηρεσιών, εκπόνησης μελετών και εκτέλεσης έργων εκτιμώμενης αξίας έως σαράντα χιλιάδες ευρώ (40.000,00 €).

 

Άρθρο 17

Τακτικός Διαγωνισμός

1.Ο τακτικός διαγωνισμός διεξάγεται, σύμφωνα με την ανοιχτή ή την κλειστή διαδικασία επιλογής αναδόχου των άρθρων 10 και 11 αντιστοίχως με ανοικτές ή κλειστές διαδικασίες, στο πλαίσιο των οποίων καλείται να υποβάλει προσφορά πας ενδιαφερόμενος, ο οποίος πληροί τους όρους της προκηρύξεως.

2.Οι βασικοί όροι της υπό σύναψη συμβάσεως περιλαμβάνονται στα τεύχη του διαγωνισμού. Η ανάδειξη του αναδόχου γίνεται κατόπιν αξιολογήσεως των προσφορών των συμμετεχόντων, συμφώνως προς την διαδικασία και τα κριτήρια που ορίζονται στα τεύχη του διαγωνισμού.

3.Η προκήρυξη Τακτικού Διαγωνισμού περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α) την επωνυμία και τα στοιχεία επικοινωνίας της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής, β) την περιγραφή του συμβατικού αντικειμένου, γ) την εκτιμώμενη αξία της συμβάσεως, άνευ του αναλογούντος ΦΠΑ,

δ) την προθεσμία για την υποβολή της προσφοράς, ε) την ημερομηνία διενέργειας του διαγωνισμού, στ) την διαδικασία διεξαγωγής του διαγωνισμού, ζ) τις κατά περίπτωση απαιτούμενες εγγυήσεις συμμετοχής, καλής εκτελέσεως ή/και προκαταβολής, η) τα οριζόμενα κριτήρια αναθέσεως της συμβάσεως, θ) τα κατά περίπτωση απαιτούμενα αποδεικτικά στοιχεία καταλληλότητας (προσωπικής καταστάσεως και ποιοτικής επιλογής),

ι) τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής (οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια, τεχνική ή/και επαγγελματική ικανότητα), εφ' όσον προβλέπονται, ια) το περιεχόμενο της τεχνικής προσφοράς, εφ' όσον προβλέπεται η υποβολή της, ιβ) τα κριτήρια βαθμολογήσεως της τεχνικής προσφοράς, εφ' όσον προβλέπονται, και της συγκριτικής βαρύτητας τούτων,

ιγ) το περιεχόμενο οικονομικής προσφοράς, ιδ) την μέθοδο σταθμίσεως της τεχνικής και οικονομικής αξίας της προσφοράς, εφ' όσον προβλέπεται, ιε) τη διαδικασία υποβολής ενστάσεων, ιστ) τη διάρκεια ισχύος προσφοράς, ιζ) τον τόπο παραδόσεως ή παροχής και ιη) την προβλεπόμενη διάρκεια της συμβάσεως.

4.Η ελάχιστη προθεσμία υποβολής των προσφορών, κατά την ανοιχτή διαδικασία, ανέρχεται σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της περιλήψεως της προκηρύξεως στον τύπο. Η ελάχιστη προθεσμία, κατά την κλειστή διαδικασία, υποβολής των αιτήσεων συμμετοχής ανέρχεται σε δέκα (10) ημέρες από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της περιλήψεως της προκηρύξεως στον τύπο, ενώ η ελάχιστη προθεσμία υποβολής των προσφορών ανέρχεται σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την ημερομηνία αποστολής των προσκλήσεων υποβολής των προσφορών.

 

Άρθρο 18

Συνοπτικός Διαγωνισμός

1.Για τη διενέργεια συνοπτικού διαγωνισμού, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δημοσιεύει Πρόσκληση Εκδηλώσεως Ενδιαφέροντος, η οποία, είτε αναρτάται στον διαδικτυακό τόπο της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής, άλλως στον διαδικτυακό τόπο της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας, είτε αποστέλλεται πρόσκληση σε τρεις (3) συγκεκριμένους οικονομικούς φορείς, εφ' όσον δραστηριοποιούνται στη σχετική αγορά, οι οποίοι και μόνο έχουν δικαίωμα συμμετοχής στη διαγωνιστική διαδικασία. Η πρόσκληση αποστέλλεται δια συστημένης επιστολής ή τηλεομοιοτυπίας ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Η προθεσμία υποβολής προσφοράς δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερη των δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία αναρτήσεως της προσκλήσεως στο διαδίκτυο είτε της αποστολής των προσκλήσεων, αντιστοίχως.

2.Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δικαιούται να αναθέσει τη σύμβαση σε οιονδήποτε εκ των συμμετεχόντων, επί τη βάσει της, κατά τα ορισθέντα στην οικεία πρόσκληση εκδηλώσεως ενδιαφέροντος κριτήρια αναθέσεως, καλύτερης προσφοράς η οποία υποβλήθηκε. Στην περίπτωση της υποβολής μίας μόνον προσφοράς, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δικαιούται να αναθέσει τη σύμβαση βάσει της προσφοράς που υποβλήθηκε.

3.Η αποσφράγιση του φακέλου των δικαιολογητικών συμμετοχής, των τεχνικών προσφορών και των οικονομικών προσφορών δύναται να λάβει χώρα σε μία δημόσια συνεδρίαση, κατά την κρίση της Επιτροπής Διαγωνισμού, εφ'όσον ως κριτήριο ανάθεσης έχει οριστεί αυτό της πλέον συμφέρουσας προσφοράς αποκλειστικά βάσει της τιμής.

4.Οι λεπτομέρειες διενέργειας του συνοπτικού διαγωνισμού καθορίζονται στα τεύχη του διαγωνισμού.

5.Διατάξεις του Κανονισμού, στις οποίες αναφέρεται ο όρος «προκήρυξη», εφαρμόζονται αναλογικά, εφ' όσον το περιεχόμενο αυτών προσιδιάζει στη διαδικασία αναθέσεως του παρόντος άρθρου, νοούμενης ταύτης αντιστοίχως ως «προσκλήσεως εκδηλώσεως ενδιαφέροντος».

 

Άρθρο 19

Απευθείας ανάθεση

1.Προσφυγή στη διαδικασία της απευθείας αναθέσεως επιτρέπεται όταν η εκτιμώμενη αξία της συμβάσεως, άνευ του αναλογούντος ΦΠΑ, είναι ίση ή κατώτερη από το ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000,00 €) ευρώ.

2.Η απευθείας ανάθεση διενεργείται με άμεση επιλογή του αναδόχου από τα αρμόδια όργανα της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής, χωρίς να απαιτείται η αποστολή προσκλήσεως σε πλείονες από έναν υποψηφίους ή η συγκρότηση συλλογικού οργάνου προς τον σκοπό τούτο.

 

Άρθρο 20

Γενόμενες δαπάνες ήσσονος σημασίας

Σε περίπτωση καταστροφής, βλάβης σε περιουσιακό στοιχείο της Αναθέτουσας Αρχής που χρήζει άμεσης επισκευής, αντικατάστασης ή για την αποτροπή αντίστοιχου κινδύνου και, εν γένει, πάσης επείγουσας ανάγκης, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή, κατά την απόλυτον κρίση αυτής, δύναται να συνάπτει συμβάσεις δια προφορικής εντολής και προέγκρισης δαπάνης εκ του αρμοδίου οργάνου, εφ' όσον η αξία της συμβάσεως δεν υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000,00 €) πλέον του νομίμου Φ.Π.Α.

 

Άρθρο 21

Ενέργειες τεχνικής βοήθειας

1.Στην περίπτωση συμβάσεων προμηθειών ή υπηρεσιών κάτω των ορίων, οι οποίες αφορούν δε ενέργειες τεχνικής βοήθειας των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων του ΕΣΠΑ, του ΕΟΧ ή άλλων ενωσιακών ή διεθνών προγραμμάτων ή/και ταμείων, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή, με αιτιολογημένη απόφαση του αρμοδίου οργάνου της δύναται να προσφεύγει, κατόπιν αποστολής προσκλήσεως εκδηλώσεως ενδιαφέροντος, στη σύναψη συμβάσεως προμήθειας αγαθών ή παροχής υπηρεσιών με ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο της επιλογής της εγγεγραμμένο σε κατάλογο προμηθευτών και παρόχων υπηρεσιών, ο οποίος καταρτίζεται και τηρείται προς τον σκοπό εκτέλεσης ενεργειών Τεχνικής Βοήθειας, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. Προσφυγή στη διαδικασία αυτή επιτρέπεται εφ' όσον η εκτιμώμενη αξία της σύμβασης, άνευ του αναλογούντος ΦΠΑ, είναι ίση ή κατώτερη από το ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000,00 €) ευρώ. Το σχετικό συμφωνητικό υπογράφεται από το ως άνω όργανο.

2.Δύναται επιπροσθέτως να προβεί στην σύναψη συμβάσεως προμηθειών ή υπηρεσιών με επιλογή μεταξύ τριών (3) τουλάχιστον προσφορών που λαμβάνονται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα της επιλογής της, εγγεγραμμένα σε κατάλογο προμηθευτών και παρόχων υπηρεσιών, ο οποίος καταρτίζεται και τηρείται προς τον σκοπό εκτέλεσης ενεργειών τεχνικής βοήθειας, κατόπιν αποστολής πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος προς αυτούς. Προσφυγή στη διαδικασία αυτή επιτρέπεται εφ' όσον η εκτιμώμενη αξία της σύμβασης, άνευ του αναλογούντος ΦΠΑ, είναι ίση ή κατώτερη από το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ ή από το εκάστοτε προβλεπόμενο όριο, σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθεσία.

4.Με απόφαση του αρμοδίου οργάνου της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής ρυθμίζεται η διαδικασία καταρτίσεως και τηρήσεως ή και «δανεισμού» των καταλόγων προμηθευτών και παρόχων υπηρεσιών ενεργειών τεχνικής βοήθειας για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, και εξειδικεύονται οι όροι εγγραφής των οικονομικών φορέων σε αυτούς, οι όροι επιλογής του αναδόχου κατά τις παραγράφους 2 και 3, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΥΝΑΨΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ

 

Άρθρο 22

Συμφωνία πλαίσιο

1.Οι Εκκλησιαστικές Αναθέτουσες Αρχές δύνανται να συνάπτουν συμφωνίες πλαίσια, εφ' όσον εφαρμόζουν τις διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα Κανονισμό.

Ως συμφωνία πλαισίου νοείται η συμφωνία μεταξύ της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής και ενός ή πλειόνων οικονομικών φορέων, η οποία αποσκοπεί στον καθορισμό των όρων που θα διέπουν τις συμβάσεις οι οποίες πρόκειται να συναφθούν κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου, ιδίως, όσον αφορά στις τιμές και, ενδεχομένως, στις προβλεπόμενες ποσότητες των. Η διάρκεια μιας συμφωνίας πλαισίου δεν υπερβαίνει τα τέσσερα έτη, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, δεόντως δικαιολογημένων, ιδίως λόγω του αντικειμένου της.

2.Οι συμβάσεις που βασίζονται σε συμφωνία πλαίσιο ανατίθενται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο, καθώς και στις παραγράφους 3 και 4. Οι συμβάσεις που βασίζονται σε συμφωνία πλαίσιο δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να επιφέρουν ουσιώδεις τροποποιήσεις στους όρους της συμφωνίας πλαισίου, ιδίως στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

3.Όταν συνάπτεται συμφωνία πλαίσιο με έναν μόνο οικονομικό φορέα, οι συμβάσεις που βασίζονται στην εν λόγω συμφωνία πλαίσιο ανατίθενται βάσει των όρων που τίθενται σε αυτήν. Για την ανάθεση των συμβάσεων αυτών, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται να διαβουλεύεται γραπτώς με τον αντισυμβαλλόμενο στην συμφωνία πλαίσιο οικονομικό φορέα, ζητώντας του, εάν χρειάζεται, να συμπληρώσει την προσφορά του.

4.Όταν συνάπτεται συμφωνία πλαίσιο με πλείονες του ενός οικονομικούς φορείς, η εν λόγω συμφωνία πλαίσιο εκτελείται με έναν εκ των κατωτέρω τρόπων:

α) συμφώνως προς τους όρους και τις προϋποθέσεις της συμφωνίας πλαίσιο, άνευ προκηρύξεως νέου διαγωνισμού, εφ' όσον αναφέρονται όλοι οι όροι που διέπουν την παροχή των σχετικών έργων, μελετών, υπηρεσιών και αγαθών και οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για τον προσδιορισμό του συμβαλλόμενου στη συμφωνία πλαίσιο οικονομικού φορέα ο οποίος θα τις εκτελέσει· οι εν λόγω προϋποθέσεις αναφέρονται στα τεύχη του διαγωνισμού και στα συμβατικά τεύχη για τη συμφωνία πλαίσιο.

β) όταν στη συμφωνία πλαίσιο αναφέρονται όλοι οι όροι που διέπουν την παροχή των σχετικών έργων, μελετών, υπηρεσιών και αγαθών, εν μέρει άνευ προκηρύξεως νέου διαγωνισμού σύμφωνα με το στοιχείο α) και εν μέρει διά της προκηρύξεως νέου διαγωνισμού μεταξύ των οικονομικών φορέων που είναι συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας σύμφωνα με το στοιχείο γ) εφ' όσον προβλέπεται τέτοια δυνατότητα στα έγγραφα της συμφωνίας πλαισίου. Η επιλογή του κατά πόσον συγκεκριμένα έργα, μελέτες, αγαθά ή υπηρεσίες αποκτώνται κατόπιν προκηρύξεως νέου διαγωνισμού ή άμεσα, σύμφωνα με τους όρους που ορίζονται στη συμφωνία πλαίσιο, γίνεται σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία ορίζονται στα έγγραφα της συμφωνίας πλαισίου . Τα εν λόγω έγγραφα της συμφωνίας πλαισίου προσδιορίζουν επίσης ποιοι όροι δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο νέου διαγωνισμού. Οι δυνατότητες που προβλέπονται στην πρώτη παράγραφο του παρόντος σημείου εφαρμόζονται επίσης σε οιαδήποτε παρτίδα μιας συμφωνίας πλαισίου για την οποία έχουν προβλεφθεί όλοι οι όροι που διέπουν την παροχή των σχετικών έργων, μελετών, υπηρεσιών και αγαθών, ανεξαρτήτως του αν έχουν προβλεφθεί όλοι οι όροι που διέπουν την παροχή των σχετικών έργων, μελετών, υπηρεσιών και αγαθών για τις λοιπές παρτίδες·

γ) σε περίπτωση κατά την οποία στη συμφωνία πλαίσιο δεν προβλέπονται όλοι οι όροι που διέπουν την παροχή έργων, μελετών, υπηρεσιών και αγαθών, με έναρξη νέου διαγωνισμού μεταξύ των οικονομικών φορέων οι οποίοι είναι συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας πλαισίου.

5.Οι διαγωνισμοί που αναφέρονται στην παράγραφο 4 στοιχεία β) και γ) βασίζονται στους ιδίους όρους με αυτούς που ίσχυαν για την ανάθεση της συμφωνίας πλαισίου, και, εφ' όσον χρειαστεί, σε ακριβέστερα διατυπωμένους όρους και, ενδεχομένως, σε άλλους όρους που επισημαίνονται στα έγγραφα της συμφωνίας πλαίσιο, σύμφωνα με την ακόλουθη διαδικασία:

α) Γ ια κάθε σύμβαση που πρόκειται να συναφθεί, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή της συμφωνίας πλαισίου διαβουλεύεται γραπτώς με τους οικονομικούς φορείς οι οποίοι είναι ικανοί να εκτελέσουν τη σύμβαση.

β) Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή ορίζει επαρκή προθεσμία για την υποβολή προσφορών για κάθε συγκεκριμένη σύμβαση, λαμβανομένων υπ' όψιν παραμέτρων όπως η πολυπλοκότητα του αντικειμένου της συμβάσεως και ο απαραίτητος χρόνος για την αποστολή των προσφορών.

γ) Οι προσφορές υποβάλλονται γραπτώς και το περιεχόμενό τους παραμένει σφραγισμένο έως τη λήξη της προβλεπόμενης προθεσμίας απαντήσεως.

δ) Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή αναθέτει κάθε σύμβαση στον προσφέροντα που υπέβαλε την καλύτερη προσφορά, βάσει των κριτηρίων αναθέσεως τα οποία έχουν καθοριστεί στα έγγραφα της συμφωνίας πλαισίου.

 

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ

ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ

 

Άρθρο 23

Αποφαινόμενα όργανα

1.Για την Ιερά Μητρόπολη και τα μη αυτοτελή Μητροπολιτικά Ιδρύματα οι αποφάσεις για την δημοπράτηση και ανάθεση συμβάσεων του παρόντος Κανονισμού, ιδίως η έγκριση της σκοπιμότητας δημοπρατήσεως, η επιλογή της διαδικασίας αναθέσεως, η έγκριση των τευχών του διαγωνισμού, η σύσταση επιτροπών, η κρίση επί των ενστάσεων, η τελική ανάθεση του αποτελέσματος της δημοπρατουμένης συμβάσεως, λαμβάνονται από το Μητροπολιτικό Συμβούλιο. Σε ό,τι αφορά στις λοιπές εκκλησιαστικές αναθέτουσες αρχές οι ανωτέρω αποφάσεις λαμβάνονται από το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο για την Ενορία, το Ηγουμενοσυμβούλιο για την Ιερά Μονή και το Διοικητικό Συμβούλιο για τα λοιπά εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα και υπόκεινται, σε κάθε περίπτωση για τη νομιμότητα αυτών, στην έγκριση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου.

2.Κατόπιν αποφάσεως της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής, δύναται να μεταβιβάζεται μέρος των ανωτέρω αρμοδιοτήτων σχετικώς προς συγκεκριμένη σύμβαση ή ανά κατηγορία ύψους εκτιμώμενης αξίας των οικείων συμβάσεων εις ένα ή περισσότερα όργανα.

3.Όπου στον Κανονισμό γίνεται αναφορά σε απόφαση, πράξη ή παράλειψη της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής, νοείται ότι πρόκειται για τα ανωτέρω καθοριζόμενα εκ της παραγράφου 1 όργανα, εκτός αν η σχετική αρμοδιότητα έχει ρητά μεταβιβαστεί σε άλλα όργανα συμφώνως προς τα οριζόμενα στην παράγραφο.

4.Απόφαση που λήφθηκε ή πράξη που διενεργήθηκε από αναρμόδιο όργανο της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής στο πλαίσιο διαδικασίας αναθέσεως ή εκτελέσεως συμβάσεως του Κανονισμού, δεν πάσχει ακυρότητας, εφ' όσον εγκριθεί από το αρμόδιο όργανο της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 239 του Αστικού Κώδικα.

 

Άρθρο 24

Επιτροπή διαγωνισμού

1.Για την διενέργεια των πράξεων της διαγωνιστικής διαδικασίας, αρμόδια είναι η Επιτροπή Διαγωνισμού, η οποία συγκροτείται ταυτοχρόνως με την απόφαση προκηρύξεως του διαγωνισμού, από τρία (3) έως πέντε (5) τακτικά μέλη, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου και ισάριθμων αναπληρωματικών, εφ' όσον τούτο είναι πρακτικά εφικτό, στην οποία επιτρέπεται η συμμετοχή τεχνικών συμβούλων.

2.Τα ανωτέρω μέλη, τακτικά και αναπληρωματικά, δύνανται να είναι στελέχη της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής ή/και τρίτα πρόσωπα με ειδικά επιστημονικά, τεχνικά, εμπειρικά ή έτερα προσόντα, τα οποία αρμόζουν στο αντικείμενο της αναθέσεως. Με όμοια απόφαση δύναται να ορίζεται Επιτροπή Διαγωνισμού με συγκεκριμένη θητεία για την ανάθεση συγκεκριμένων ειδών συμβάσεων ή συμβάσεων ορισμένης αξίας, η οποία, ωστόσο, δεν αποκλείει τη συγκρότηση επιτροπής διαγωνισμού για συγκεκριμένη σύμβαση. Με απόφαση της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής είναι δυνατόν να ορίζεται αποζημίωση των μελών των ανωτέρω επιτροπών. Οι αποφάσεις συγκρότησης όλων των επιτροπών διαγωνισμού, κοινοποιούνται στα διοριζόμενα μέλη και ανακοινώνονται με τοιχοκόλληση στο κατάστημα της υπηρεσίας που την εκδίδει χωρίς να απαιτείται άλλος τύπος δημοσιότητας.

3.Ειδικώς, επί εκκλησιαστικών έργων, πέραν των ανωτέρω εφαρμόζονται και τα ακόλουθα:

α) Οι φορείς κατασκευής, οι οποίοι συστηματικά δημοπρατούν έργα μπορεί να συγκροτούν σε ετήσια βάση επιτροπές διαγωνισμού για το σύνολο των έργων τους ή κατά κατηγορίες. Στην περίπτωση αυτή διαδικασίες δημοπρασιών που άρχισαν μέσα στο έτος συνεχίζονται και ολοκληρώνονται από την ίδια επιτροπή και μετά τη λήξη του έτους.

β) Εκκλησιαστικές Αναθέτουσες Αρχές που δεν εκτελούν συστηματικά έργα είναι δυνατόν γενικά ή σε συγκεκριμένη περιοχή να μη συστήσουν ιδιαίτερη Επιτροπή Διαγωνισμού, αλλά να απευθύνονται σε Επιτροπή Διαγωνισμού, που έχει συγκροτηθεί από άλλη Μητρόπολη σε αντίστοιχο επίπεδο ή κεντρικό επίπεδο από την Εκκλησία της Ελλάδος. Η Εκκλησία της Ελλάδος συστήνει τέτοιες επιτροπές σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο και για ορισμένο διάστημα θητείας δι' αποφάσεων του αρμοδίου οργάνου αναλόγως προς την αξία της σύμβασης με αποφάσεις δημοσιευόμενες στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

γ) Γ ια τις περιπτώσεις ειδικών ή μεγάλων έργων ή έργων με ειδικό σύστημα υποβολής προσφορών οι Επιτροπές Διαγωνισμού συμπληρώνονται με απόφαση της Προϊσταμένης Αρχής και με άλλα μέλη που έχουν την κατάλληλη επιστημονική κατάρτιση.

4.Η Επιτροπή Διαγωνισμού φέρει τις εξής αρμοδιότητες:

α) Παραλαμβάνει και αποσφραγίζει τις προσφορές.

β) Ελέγχει την πληρότητα των προσφορών και τη συνδρομή των κριτηρίων ποιοτικής επιλογής.

γ) Αξιολογεί το περιεχόμενο των κατά περίπτωση απαιτούμενων τεχνικών προσφορών και των οικονομικών προσφορών.

δ) Συντάσσει πρακτικό με σαφή και αιτιολογημένη πρόταση, την οποία υποβάλει προς το κατά περίπτωση αρμόδιο όργανο για τη λήψη της σχετικής απόφασης.

Εφ' όσον η σχετική αρμοδιότητα δεν έχει μεταβιβαστεί από το αρμόδιο εκ του άρθρου 23 παρ. 1 όργανο, το πρακτικό της Επιτροπής Διαγωνισμού υποβάλλεται προς αυτό για την λήψη σχετικής αποφάσεως. Άλλως υποβάλλεται προς το όργανο υπέρ του οποίου έλαβε χώρα η μεταβίβαση της σχετικής αρμοδιότητας.

Η Επιτροπή μεριμνά, στο πλαίσιο κάθε σταδίου, για την τήρηση των όρων που περιλαμβάνονται στα τεύχη του διαγωνισμού, τις διατάξεις του Κανονισμού και του νομικού πλαισίου της αναθέσεως.

 

Άρθρο 25

Ειδικοί Σύμβουλοι

Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται να αναθέτει, κατά περίπτωση, καθήκοντα Τεχνικού Συμβούλου ή Νομικού Συμβούλου για την υποστήριξη μείζονος σημασίας έργων σε τρίτους οικονομικούς φορείς. Η ανάθεση των καθηκόντων αυτών γίνεται δι' αποφάσεως της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής. Για τις ανάγκες του παρόντος άρθρου η Αναθέτουσα Αρχή δύναται να προβαίνει σε απευθείας αναθέσεις συμβάσεων προϋπολογισμού έως και του οριζόμενου στη διαδικασία του συνοπτικού διαγωνισμού κατ' άρθρον 18 του παρόντος. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι κανόνες του παρόντος Κανονισμού.

 

Άρθρο 26

Τεχνικές προδιαγραφές

1.Με κάθε προκήρυξη σύμβασης προμήθειας επισυνάπτονται οι τεχνικές προδιαγραφές του αγαθού ή αναφέρεται συγκεκριμένο πρότυπο (ευρωπαϊκό ή αναγνωρισμένου οργανισμού) ή προδιαγραφή (ενοποιημένη, ετέρου φορέως), σύμφωνα με τα ακόλουθα:

α) Οι τεχνικές προδιαγραφές καθορίζουν τα απαιτούμενα τεχνικά χαρακτηριστικά, ώστε τα υπό προμήθεια αγαθά να εκπληρούν τον σκοπό, για τον οποίον προορίζονται, όπως τα επίπεδα ποιότητος ή αποδόσεως, την ασφάλεια, τις διαστάσεις, την ορολογία, την συσκευασία, την σήμανση κ.λπ.

β) Δεν επιτρέπεται η αναγραφή στους όρους των προκηρύξεων τεχνικών προδιαγραφών, οι οποίοι αναφέρουν προϊόντα ορισμένης κατασκευής ή προελεύσεως, ή μεθόδους επεξεργασίας, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα να ευνοούν ορισμένες επιχειρήσεις ή προϊόντα, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων κατά τας οποίας δεν είναι δυνατόν να διατυπωθούν διαφορετικώς σαφείς προδιαγραφές της φύσεως των προς προμήθεια ειδών, οπότε δύναται να γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένα εμπορικά σήματα κ.λπ. υπό τον όρον όμως ότι θα συνοδεύεται η αναφορά αυτή με τις λέξεις «ή αντίστοιχο». Ειδικότερα, δεν επιτρέπεται να αναφέρονται οι τεχνικές προδιαγραφές σε εμπορικά σήματα, διπλώματα ευρεσιτεχνιών τύπου ορισμένης προελεύσεως ή παραγωγής, εκτός αν υποχρεωτικώς συνοδεύονται από τις λέξεις «ή αντίστοιχα».

2.Επί συμβάσεων υπηρεσιών οι τεχνικές προδιαγραφές συγκεκριμένης συμβάσεως περιλαμβάνονται στα τεύχη του διαγωνισμού και στα συμβατικά τεύχη και περιλαμβάνουν ενδεικτικώς:

α) Τον σκοπό και το γενικό αντικείμενό τους.

β) Το ειδικό αντικείμενο και τον καθορισμό των χαρακτηριστικών τους.

γ) Τα τυχόν στάδια, φάσεις ή τμήματα υλοποιήσεως τους.

δ) Τη διάρκεια των επί μέρους σταδίων, φάσεων ή τμημάτων και την προβλεπόμενη συνολική διάρκεια υλοποιήσεως τους.

ε) Τον προϋπολογισμό τους.

στ) Την τυχόν κατανομή του προϋπολογισμού στα επί μέρους στάδια, φάσεις ή τμήματα.

ζ) Την τυχόν αναγκαία μεθοδολογία παρακολουθήσεως της προόδου και της παραλαβής της υπηρεσίας.

3.Οι τεχνικές προδιαγραφές της υπό ανάθεση συμβάσεως πρέπει να περιγράφονται κατά τρόπον, ώστε να εξασφαλίζεται η μεγαλύτερα δυνατή συμμετοχή υποψηφίων στη διαδικασία αναθέσεως.

 

Άρθρο 27

Προκαταρκτικές διαβουλεύσεις με την αγορά

1.Πριν από την έναρξη μίας διαδικασίας σύναψης συμβάσεως, οι Εκκλησιαστικές Αναθέτουσες Αρχές δύνανται να διεξαγάγουν διαβουλεύσεις με την αγορά, προκειμένου να προετοιμάσουν τη διαδικασία και να ενημερώσουν τους οικονομικούς φορείς για τα σχέδια και τις απαιτήσεις τους όσον αφορά στις συμβάσεις.

2.Οι εν λόγω συμβουλές μπορούν να χρησιμοποιούνται για τον σχεδιασμό και τη διεξαγωγή της διαδικασίας σύναψης συμβάσεως, εφ' όσον οι εν λόγω συμβουλές δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη στρέβλωση του ανταγωνισμού και την παραβίαση των αρχών της αποφυγής των διακρίσεων και της διαφάνειας.

 

Άρθρο 28

Δημοσιότητα

1.Κατά την διαδικασία ανάθεσης συμβάσεων κάτω των ενωσιακών ορίων του άρθρου 5 του παρόντος Κανονισμού καθώς και κατά την διαδικασία του τακτικού διαγωνισμού, περίληψη της προκηρύξεως ή της προκαταρκτικής προκηρύξεως ή της προσκλήσεως, κατά περίπτωσιν, δημοσιεύεται στον διαδικτυακό τόπο της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής, εφ' όσον δε η ίδια δεν διαθέτει, σε αυτόν της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας, καθώς επίσης και σε μια τουλάχιστον εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας. Τα έξοδα δημοσίευσης στον τύπο βαρύνουν τον εκάστοτε ανάδοχο.

2.Γ ια συμβάσεις άνω των ενωσιακών ορίων η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή, δύναται κατά την απόλυτον κρίση αυτής να ακολουθήσει οικειοθελώς τις διατάξεις της οδηγίας 2014/24/ΕΕ περί δημοσιεύσεως της προκηρύξεως ή της προκαταρκτικής προκηρύξεως ή της προσκλήσεως, κατά περίπτωση, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ένωσης. Στην περίπτωση αυτή κρίσιμη ημερομηνία για τον υπολογισμό των σχετικών προθεσμιών συνιστά η ημερομηνία αποστολής της προκηρύξεως ή της προκαταρκτικής προκηρύξεως ή της προσκλήσεως στην Υπηρεσία της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.Σε περίπτωση διεξαγωγής συνοπτικού διαγωνισμού, τηρείται η δημοσιότητα που αναφέρεται στο άρθρο 18 του παρόντος Κανονισμού, ήτοι η Πρόσκληση Εκδηλώσεως Ενδιαφέροντος, είτε αναρτάται στο διαδικτυακό τόπο της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής, άλλως σε αυτόν της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας, είτε αποστέλλεται σε τρεις (3) συγκεκριμένους οικονομικούς φορείς.

 

Άρθρο 29

Διάθεση των εγγράφων διαγωνισμού

Εφ' όσον τούτο τυγχάνει τεχνικώς δυνατόν η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή προσφέρει ελεύθερη, πλήρη, άμεση και δωρεάν ηλεκτρονική πρόσβαση στα τεύχη του διαγωνισμού από την ημερομηνία δημοσίευσης της προκηρύξεως ή της προκαταρκτικής προκηρύξεως ή της προσκλήσεως, κατά περίπτωση. Όταν είναι αδύνατον να παρασχεθεί ελεύθερη, πλήρης, άμεση και δωρεάν ηλεκτρονική πρόσβαση σε όλα ή ορισμένα έγγραφα των τευχών του διαγωνισμού η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται να αναφέρει στην προκήρυξη ή στην προκαταρκτική προκήρυξη ή στην πρόσκληση, κατά περίπτωση, ότι τα σχετικά έγγραφα της σύμβασης θα διαβιβαστούν ή θα παραδοθούν στους ενδιαφερόμενους δι' άλλου τρόπου.

 

Άρθρο 30

Έγγραφα διαγωνισμού Γλώσσα επικοινωνίας Διευκρινίσεις

1.Κάθε επικοινωνία, παροχή πληροφορίας, αλληλογραφία, γνωστοποίηση, υποβολή ενστάσεως, αιτήσεως κ.λπ. από και προς την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή διατυπώνεται εγγράφως στην ελληνική γλώσσα. Άλλως, τα σχετικά έγγραφα συνοδεύονται από επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα.

2.Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δίδει στους ενδιαφερόμενους κάθε απαραίτητη πληροφορία ή διευκρίνιση για την διεξαγωγή του διαγωνισμού, κατόπιν σχετικής αιτήσεώς τους, κοινοποιούσα αυτή το ταχύτερο και στους λοιπούς διαγωνιζομένους, εκτός εάν άλλως προβλέπεται στα τεύχη του διαγωνισμού.

 

Άρθρο 31

Εμπιστευτικότητα

1. Εφ' όσον με την προσφορά υποβάλλονται στοιχεία και πληροφορίες που σχετίζονται με το τεχνικό ή εμπορικό απόρρητο του υποψηφίου ή μέλους αυτού, η 

γνωστοποίηση των οποίων στους συνυποψήφιους θα έθιγε τα έννομα συμφέροντά του, ο υποψήφιος οφείλει να σημειώνει επ' αυτών την ένδειξη «πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρος» και να ενημερώνει την Επιτροπή Διαγωνισμού κατά την ημερομηνία διενέργειας του διαγωνισμού. Όλες οι πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρος δέον όπως αναφέρονται ανακεφαλαιωτικά σε χωριστό έγγραφο εντός της προσφοράς. Σε αντίθετη περίπτωση, οι συνυποψήφιοι δύναται να λαμβάνουν γνώση των πληροφοριών αυτών. Η έννοια της πληροφορίας εμπιστευτικού χαρακτήρος αφορά μόνο στην προστασία του απορρήτου που καλύπτει ειδικά, επιμέρους τεχνικά ή εμπορικά ζητήματα της επιχείρησης του υποψηφίου, που αναφέρονται στην προσφορά του, και σε καμία περίπτωση δεν αφορά στο σύνολο της τεχνικής προτάσεως ή των σχεδίων που τη συνοδεύουν.

2.Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δεσμεύεται να τηρεί εμπιστευτικά για πέντε (5) έτη τα στοιχεία που τίθενται στην διάθεσή της από τους προσφέροντες, εφ' όσον φέρουν την ένδειξη «πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρος». Παράβαση της εμπιστευτικότητας προκύπτει αποκλειστικά από έγγραφο το οποίον εξέδωσε όργανο της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής.

3.Η εμπιστευτικότητα αίρεται πάντοτε κατόπιν συμφωνίας και, αυτοδικαίως, σε περίπτωση εκκρεμούς ενστάσεως, δίκης ή διαιτησίας, στο απολύτως αναγκαίο μέτρο και αποκλειστικά προς χρήση των μερών, των νομικών παραστατών και των δικαστών ή διαιτητών. Σε ουδεμία περίπτωση η εμπιστευτικότητα δεσμεύει την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή έναντι των αρχών της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΩΝ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΩΝ

 

Άρθρο 32

Δικαίωμα συμμετοχής

1.Υποψήφιοι ή προσφέροντες και, σε περίπτωση ενώσεων, τα μέλη αυτών δύνανται να είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα εγκατεστημένα:

α) Σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

β) Σε κράτος μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Ε.Ο.Χ.).

γ) Σε τρίτες χώρες που έχουν υπογράψει και κυρώσει τη ΣΔΣ, στον βαθμό κατά τον οποίον η υπό ανάθεση σύμβαση καλύπτεται από τα Παραρτήματα 1, 2, 4 και 5 και τις γενικές σημειώσεις του σχετικού με την Ένωση Προσαρτήματος I της ως άνω Συμφωνίας.

δ) Σε τρίτες χώρες που δεν εμπίπτουν στην περίπτωση γ' της παρούσας παραγράφου και έχουν συνάψει διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες με την Ένωση σε θέματα διαδικασιών αναθέσεως δημοσίων συμβάσεων.

Στον βαθμό που καλύπτονται από τα Παραρτήματα 1, 2, 4 και 5 και τις γενικές σημειώσεις του σχετικού με την Ένωση Προσαρτήματος I της ΣΔΣ, καθώς και τις λοιπές διεθνείς συμφωνίες από τις οποίες δεσμεύεται η Ένωση, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή επιφυλάσσει για τα έργα, τα αγαθά, τις υπηρεσίες και τους οικονομικούς φορείς των χωρών οι οποίες έχουν υπογράψει τις εν λόγω συμφωνίες μεταχείριση εξ ίσου ευνοϊκή με αυτή που επιφυλάσσουν για τα έργα, τα αγαθά, τις υπηρεσίες και τους οικονομικούς φορείς της Ενώσεως.

2. Το δικαίωμα συμμετοχής και οι όροι και προϋποθέσεις συμμετοχής όπως ορίζονται στα τεύχη του διαγωνισμού, κρίνονται κατά την υποβολή της αιτήσεως εκδηλώσεως ενδιαφέροντος ή της προσφοράς και κατά την σύναψη της συμβάσεως.

 

Άρθρο 33

Προσωπική κατάσταση, επαγγελματική δραστηριότητα

1.Ένας οικονομικός φορέας αποκλείεται από τη συμμετοχή σε διαδικασία σύναψης συμβάσεως όταν αποδεικνύεται ή είναι γνωστό στην Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δι' οιουδήποτε τρόπου, ότι υφίσταται εις βάρος αυτού αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση για έναν από τους ακόλουθους λόγους:

α) Συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 της απόφασης πλαισίου 2008/841/ ΔΕΥ του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 2008, για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος (ΕΕ L 300 της 11.11.2008 σ.42).

β) Δωροδοκία, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 της σύμβασης περί της καταπολέμησης της διαφθοράς στην οποία ενέχονται υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των κρατών μελών της Ένωσης (ΕΕ C 195 της 25.6.1997, σ. 1) και στην παράγραφο 1 του άρθρου 2 της απόφασης πλαισίου 2003/568/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 22ας Ιουλίου 2003, για την καταπολέμηση της δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα (ΕΕ L 192 της 31.7.2003, σ. 54), καθώς και όπως ορίζεται στην κείμενη νομοθεσία ή στο εθνικό δίκαιο του οικονομικού φορέα.

γ) Απάτη, κατά την έννοια του άρθρου 1 της σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ C 316 της 27.11.1995, σ. 48), η οποία κυρώθηκε με το ν. 2803/2000 (Α' 48).

δ) Τρομοκρατικά εγκλήματα ή εγκλήματα συνδεόμενα με τρομοκρατικές δραστηριότητες, όπως ορίζονται, αντιστοίχως, στα άρθρα 1 και 3 της απόφασης πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2002, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 164 της 22.6.2002, σ. 3) ή ηθική αυτουργία ή συνέργεια ή απόπειρα διαπράξεως εγκλήματος, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 αυτής.

ε) Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 της Οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποιήσεως του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15), η οποία ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία με το ν. 3691/2008 (Α' 166).

στ) Παιδική εργασία και άλλες μορφές εμπορίας ανθρώπων, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 της Οδηγίας 2011/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 2011, για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και για την προστασία των θυμάτων της, καθώς και για την αντικατάσταση της απόφασης πλαισίου 2002/629/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 101 της 15.4.2011, σ. 1), η οποία ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία με το ν. 4198/2013 (Α' 215).

Η υποχρέωση αποκλεισμού οικονομικού φορέα εφαρμόζεται επίσης όταν το πρόσωπο εις βάρος του οποίου εκδόθηκε τελεσίδικη καταδικαστική απόφαση είναι μέλος του διοικητικού, διευθυντικού ή εποπτικού οργάνου του εν λόγω οικονομικού φορέα ή έχει εξουσία εκπροσώπησης, λήψης αποφάσεων ή ελέγχου σε αυτό.

Η υποχρέωση του προηγούμενου εδαφίου αφορά ιδίως:

αα) Στις περιπτώσεις εταιρειών περιορισμένης ευθύνης (Ε.Π.Ε.), ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών (Ι.Κ.Ε.) και προσωπικών εταιρειών (Ο.Ε. και Ε.Ε.), τους διαχειριστές.

ββ) Στις περιπτώσεις ανωνύμων εταιρειών (Α.Ε.), τον διευθύνοντα σύμβουλο, καθώς και όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου.

γγ) Στις περιπτώσεις των συνεταιρισμών τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου.

2.Αποκλείεται από τη συμμετοχή σε διαδικασία σύναψης σύμβασης οποιοσδήποτε οικονομικός φορέας, εάν η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή:

α) Γνωρίζει ότι ο εν λόγω οικονομικός φορέας έχει αθετήσει τις υποχρεώσεις του όσον αφορά στην καταβολή φόρων ή εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως και τούτο έχει διαπιστωθεί εκ δικαστικής ή διοικητικής αποφάσεως με τελεσίδικη και δεσμευτική ισχύ, σύμφωνα με διατάξεις της χώρας όπου είναι εγκατεστημένος ή την εθνική νομοθεσία ή/και

β) Μπορεί να αποδείξει με τα κατάλληλα μέσα ότι ο οικονομικός φορέας έχει αθετήσει τις υποχρεώσεις του όσον αφορά στην καταβολή φόρων ή εισφορών κοινωνικής ασφάλισης.

Αν ο οικονομικός φορέας είναι Έλληνας πολίτης ή έχει την εγκατάστασή του στην Ελλάδα, οι υποχρεώσεις του που αφορούν στις εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως καλύπτουν τόσο την κύρια όσο και την επικουρική ασφάλιση.

Η παρούσα παράγραφος παύει να εφαρμόζεται όταν ο οικονομικός φορέας εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του είτε καταβάλλοντας τους φόρους ή τις εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως που οφείλει, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των δεδουλευμένων τόκων ή των προστίμων είτε υπαγόμενος σε δεσμευτικό διακανονισμό για την καταβολή τους.

γ) Γνωρίζει ή μπορεί να αποδείξει με τα κατάλληλα μέσα ότι έχουν επιβληθεί σε βάρος του οικονομικού φορέα, εντός χρονικού διαστήματος δύο (2) ετών προ της ημερομηνίας λήξεως της προθεσμίας υποβολής προσφοράς ή αιτήσεως συμμετοχής: αα) τρεις (3) πράξεις επιβολής προστίμου από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα του Σώματος Επιθεωρήσεως Εργασίας για παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας που χαρακτηρίζονται, σύμφωνα με την υπουργική απόφαση 2063/Δ1632/2011 (Β' 266), όπως εκάστοτε ισχύει, ως «υψηλής» ή «πολύ υψηλής» σοβαρότητας, οι οποίες προκύπτουν αθροιστικά από τρεις (3) διενεργηθέντες ελέγχους, ή ββ) δύο (2) πράξεις επιβολής προστίμου από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα του Σώματος Επιθεωρήσεως Εργασίας για παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας που αφορούν στην αδήλωτη εργασία, οι οποίες προκύπτουν αθροιστικά από δύο (2) διενεργηθέντες ελέγχους. Οι υπό αα' και ββ' κυρώσεις πρέπει να έχουν αποκτήσει τελεσίδικη και δεσμευτική ισχύ. Ο λόγος αποκλεισμού αυτός εφαρμόζεται όταν η εκτιμώμενη αξία της σύμβασης, χωρίς ΦΠΑ, είναι ανώτερη από το ποσό των των εκατό χιλιάδων (100.000,00) ευρώ.

3.Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή μπορεί να προβλέπει στα έγγραφα της σύμβασης παρέκκλιση από τον υποχρεωτικό αποκλεισμό που προβλέπεται στην παρ. 2 περ. β' και γ, όταν ο αποκλεισμός θα ήταν σαφώς δυσανάλογος, ιδίως όταν μόνο μικρά ποσά των φόρων ή των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως δεν έχουν καταβληθεί ή όταν ο οικονομικός φορέας ενημερώθηκε σχετικά με το ακριβές ποσό που οφείλεται λόγω αθετήσεως των υποχρεώσεών του όσον αφορά στην καταβολή φόρων ή εισφορών κοινωνικής ασφάλισης σε χρόνο κατά τον οποίο δεν είχε τη δυνατότητα να λάβει μέτρα, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2, πριν από την εκπνοή της προθεσμίας αιτήσεως συμμετοχής ή της προθεσμίας υποβολής προσφοράς.

4.Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται να αποκλείει από τη συμμετοχή σε διαδικασία σύναψης σύμβασης οιονδήποτε οικονομικό φορέα σε οιαδήποτε εκ των κατωτέρων καταστάσεων:

α) Εάν η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται να αποδείξει με κατάλληλα μέσα αθέτηση των ισχυουσών υποχρεώσεων που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 2 του παρόντος Κανονισμού.

β) Εάν ο οικονομικός φορέας τελεί υπό πτώχευση ή έχει υπαχθεί σε διαδικασία εξυγιάνσεως ή ειδικής εκκαθαρίσεως ή τελεί υπό αναγκαστική διαχείριση από εκκαθαριστή ή από το δικαστήριο ή έχει υπαχθεί σε διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού ή έχει αναστείλει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες ή εάν βρίσκεται σε οιαδήποτε ανάλογη κατάσταση προκύπτουσα από παρόμοια διαδικασία, προβλεπόμενη σε εθνικές διατάξεις νόμου.

γ) Εάν η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή διαθέτει επαρκώς εύλογες ενδείξεις που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο οικονομικός φορέας συνήψε συμφωνίες με άλλους οικονομικούς φορείς με στόχο τη στρέβλωση του ανταγωνισμού.

δ) Εάν μία κατάσταση συγκρούσεως συμφερόντων, όπως ορίζεται στην οδηγία 2014/24/ΕΕ, δεν δύναται να θεραπευθεί αποτελεσματικά με άλλα, ολιγότερο παρεμβατικά, μέσα.

ε) Εάν μία κατάσταση στρεβλώσεως του ανταγωνισμού από την πρότερη συμμετοχή των οικονομικών φορέων κατά την προετοιμασία της διαδικασίας σύναψης σύμβασης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 41της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ, δεν μπορεί να θεραπευθεί με άλλα, ολιγότερο παρεμβατικά, μέσα.

στ) Εάν ο οικονομικός φορέας έχει επιδείξει σοβαρή ή επαναλαμβανόμενη πλημμέλεια κατά την εκτέλεση ουσιώδους απαιτήσεως στο πλαίσιο προηγούμενης συμβάσεως, που είχε ως αποτέλεσμα την πρόωρη καταγγελία αυτής, αποζημιώσεις ή άλλες παρόμοιες κυρώσεις.

ζ) Εάν ο οικονομικός φορέας έχει κριθεί ένοχος σοβαρών ψευδών δηλώσεων κατά την παροχή των πληροφοριών που απαιτούνται για την εξακρίβωση της απουσίας των λόγων αποκλεισμού ή την πλήρωση των κριτηρίων επιλογής, έχει αποκρύψει τις πληροφορίες αυτές ή δεν είναι σε θέση να προσκομίσει τα δικαιολογητικά που απαιτούνται σε εφαρμογή του άρθρου 59 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ.

η) Εάν ο οικονομικός φορέας επιχειρεί να επηρεάσει με αθέμιτο τρόπο τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής, να αποκτήσει εμπιστευτικές πληροφορίες που ενδέχεται να του αποφέρουν αθέμιτο πλεονέκτημα στη διαδικασία σύναψης συμβάσεως ή να παράσχει εξ αμελείας παραπλανητικές πληροφορίες που ενδέχεται να επηρεάσουν ουσιωδώς τις αποφάσεις που αφορούν στον αποκλεισμό, στην επιλογή ή στην ανάθεση.

θ) Εάν η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται να αποδείξει, με κατάλληλα μέσα, ότι ο οικονομικός φορέας έχει διαπράξει σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα, το οποίο θέτει εν αμφιβόλω την ακεραιότητά του.

5.Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην περίπτωση β' της παρ. 4, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται να μην αποκλείει έναν οικονομικό φορέα, ο οποίος βρίσκεται σε μια από τις καταστάσεις που αναφέρονται στην ανωτέρω περίπτωση, υπό την προϋπόθεση ότι η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή έχει αποδείξει ότι ο εν λόγω φορέας είναι σε θέση να εκτελέσει τη σύμβαση, λαμβάνοντας υπ' όψιν τις ισχύουσες διατάξεις και τα μέτρα για τη συνέχιση της επιχειρηματικής του λειτουργίας, στην περίπτωση των καταστάσεων της περίπτωσης β' της παρ. 4.

6.Σε οιοδήποτε χρονικό σημείο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή αποκλείει έναν οικονομικό φορέα, όταν αποδεικνύεται ότι αυτός εντάσσεται λόγω πράξεων ή παραλείψεων αυτού είτε πριν είτε κατά τη διαδικασία, σε μία από τις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2. Σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας σύναψης σύμβασης, η Αναθέτουσα Αρχή δύναται να αποκλείει οικονομικό φορέα, όταν αποδεικνύεται ότι ο εν λόγω οικονομικός φορέας βρίσκεται λόγω πράξεων ή παραλείψεων αυτού είτε πριν είτε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναθέσεως, σε μία από τις περιπτώσεις της παρ. 4.

7.Οιοσδήποτε οικονομικός φορέας εμπίπτει σε μια από τις καταστάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 γ' και 4 μπορεί να προσκομίζει στοιχεία προκειμένου να αποδείξει ότι τα μέτρα που έλαβε επαρκούν για να αποδείξουν την αξιοπιστία του, παρότι συντρέχει ο σχετικός λόγος αποκλεισμού. Εάν τα στοιχεία κριθούν επαρκή, ο εν λόγω οικονομικός φορέας δεν αποκλείεται από τη διαδικασία σύναψης συμβάσεως. Προς τον σκοπό τούτον, ο οικονομικός φορέας αποδεικνύει ότι έχει καταβάλει ή έχει δεσμευθεί να καταβάλει αποζημίωση για τυχόν ζημίες που προκλήθηκαν από το ποινικό αδίκημα ή το παράπτωμα, ότι έχει διευκρινίσει τα γεγονότα και τις περιστάσεις με ολοκληρωμένο τρόπο, μέσω ενεργού συνεργασίας με τις ερευνητικές αρχές, και έχει λάβει συγκεκριμένα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα, καθώς και μέτρα σε επίπεδο προσωπικού κατάλληλα για την αποφυγή περαιτέρω ποινικών αδικημάτων ή παραπτωμάτων.

Τα μέτρα που λαμβάνονται από τους οικονομικούς φορείς αξιολογούνται σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του ποινικού αδικήματος ή του παραπτώματος. Αν τα μέτρα κριθούν ανεπαρκή, γνωστοποιείται στον οικονομικό φορέα το σκεπτικό της αποφάσεως ταύτης. Οικονομικός φορέας που έχει αποκλειστεί, με τελεσίδικη απόφαση, από τη συμμετοχή σε διαδικασίες σύναψης συμβάσεως δεν μπορεί να κάνει χρήση της δυνατότητας που παρέχεται βάσει της παραγράφου αυτής κατά την περίοδο του αποκλεισμού που ορίζεται στην εν λόγω απόφαση στο κράτος μέλος στο οποίο ισχύει η απόφαση.

8.Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται σε συμβάσεις με εκτιμώμενη αξία ίση ή κατώτερη των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ άνευ του αναλογούντος Φ.Π.Α.

 

Άρθρο 34

Τεχνική καταλληλότητα

1.Στα τεύχη του διαγωνισμού δύναται να προβλέπεται υποχρέωση των υποψηφίων να αποδείξουν συγκεκριμένη τεχνική ή/και επαγγελματική ικανότητα, όταν το αντικείμενο της συμβάσεως απαιτεί την ύπαρξη εμπειρίας του αναδόχου. Στην περίπτωση αυτή, προσδιορίζονται το όριο αποδείξεως της τεχνικής ή/και επαγγελματικής ικανότητας (ελάχιστα προσόντα), τα κατά περίπτωση προσκομιζόμενα έγγραφα και δικαιολογητικά, καθώς και η τυχόν απαιτούμενη προηγούμενη συναφής εμπειρία του υποψηφίου, αποδεικνυόμενη με ακριβή αντίγραφα εκτελεσθεισών συμβάσεων και πιστοποιητικά καλής εκτελέσεως αυτών υπό του εργοδότου.

2.Για τις ενώσεις προσώπων που υποβάλλουν κοινή προσφορά μπορεί να προβλέπεται ότι τα κριτήρια αποδείξεως τεχνικής ή/και επαγγελματικής ικανότητας πληρούνται είτε αθροιστικά από τα μέλη είτε σταθμισμένα, βάσει του ποσοστού συμμετοχής των μελών στην ένωση.

3.Για τη διαπίστωση της τεχνικής ή/και επαγγελματικής ικανότητας των υποψηφίων, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή ελέγχει αποκλειστικά τη συνδρομή ή μη των κριτηρίων αποδείξεως που τέθηκαν στα τεύχη του διαγωνισμού, χωρίς να επιτρέπεται βαθμολόγησή τους.

4.Η τεχνική ικανότητα των οικονομικών φορέων δύναται, κατά τις προβλέψεις των τευχών του διαγωνισμού, να αποδεικνύεται δι' αναλόγου εφαρμογής ενός ή πλειόνων εκ των προβλεπόμενων στο παράρτημα XII μέρος II της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ τρόπων, αναλόγως προς την φύση, την ποσότητα ή τη σπουδαιότητα και τη χρήση των έργων, των αγαθών ή των υπηρεσιών.

 

Άρθρο 35

Οικονομική επάρκεια

1.Στα τεύχη του διαγωνισμού δύναται να προβλέπεται υποχρέωση των υποψηφίων να αποδείξουν συγκεκριμένη οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια, ανάλογη προς τις απαιτήσεις της συμβάσεως. Στην πε

ρίπτωση αυτή, προσδιορίζεται το όριο αποδείξεως της οικονομικής ή χρηματοοικονομικής επάρκειας, καθώς και τα κατά περίπτωση προσκομιζόμενα έγγραφα.

2.Για τις ενώσεις προσώπων που υποβάλλουν κοινή προσφορά μπορεί να προβλέπεται ότι τα κριτήρια αποδείξεως της οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας πληρούνται είτε αθροιστικά από τα μέλη είτε σταθμισμένα, βάσει του ποσοστού συμμετοχής των μελών στην ένωση.

3.Για τη διαπίστωση της οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας των υποψηφίων, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή ελέγχει αποκλειστικά τη συνδρομή ή μη των κριτηρίων αποδείξεως που τέθηκαν στην προκήρυξη, χωρίς να επιτρέπεται βαθμολόγησή τους.

4.Η οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια του οικονομικού φορέα δύναται, κατά τις προβλέψεις των τευχών του διαγωνισμού, να αποδεικνύεται με ένα ή περισσότερα εκ των δικαιολογητικών τα οποία αναφέρονται στο παράρτημα XII μέρος I της Οδηγίας 2014/24/ ΕΕ. Εάν ο οικονομικός φορέας, για βάσιμο λόγο, δεν είναι σε θέση να προσκομίσει τα δικαιολογητικά που ζητεί η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή, μπορεί να αποδεικνύει την οικονομική και χρηματοοικονομική του επάρκεια με οιοδήποτε άλλο έγγραφο, το οποίο η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή κρίνει κατάλληλο.

 

Άρθρο 36

Κανόνες απόδειξης ποιοτικής επιλογής

1.Στα τεύχη του διαγωνισμού προβλέπονται τα δικαιολογητικά που οφείλουν οι συμμετέχοντες να υποβάλουν προς απόδειξη ότι:

α) Δεν βρίσκονται σε μία εκ των καταστάσεων για τις οποίες οι οικονομικοί φορείς αποκλείονται ή μπορούν να αποκλεισθούν.

β) Πληρούν τα σχετικά κριτήρια επιλογής τα οποία έχουν καθοριστεί, με βάση τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού και των τευχών του διαγωνισμού.

γ) Κατά περίπτωση, τηρούν τους αντικειμενικούς κανόνες και τα ποιοτικά κριτήρια που έχουν καθοριστεί στα έγγραφα του διαγωνισμού.

2.Κατά την υποβολή αιτήσεων συμμετοχής ή κατά την υποβολή προσφορών στις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων άνω των ορίων, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται κατ' ανάλογη εφαρμογή και προσαρμογή του περιεχομένου του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα έγγραφα του διαγωνισμού να δέχεται το Ευρωπαϊκό Ενιαίο Έγγραφο Σύμβασης (ΕΕΕΣ) του άρθρου 59 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ, το οποίο αποτελείται από ενημερωμένη υπεύθυνη δήλωση, με τις συνέπειες του ν. 1599/1986 (Α' 75), ως προκαταρκτική απόδειξη προς αντικατάσταση των πιστοποιητικών που εκδίδουν δημόσιες αρχές ή τρίτα μέρη, επιβεβαιώνοντας ότι ο εν λόγω οικονομικός φορέας πληροί τις αναφερόμενες στην παρ. 1 προϋποθέσεις. Στην περίπτωση αυτή είναι δυνατή η ανάλογος εφαρμογή του άρθρου 63 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ, προσαρμοσμένου προς την φύση και τις ανάγκες των υπαγόμενων στον παρόντα Κανονισμό Εκκλησιαστικών Αναθετουσών Αρχών.

3.Κατά την υποβολή αιτήσεων συμμετοχής ή κατά την υποβολή προσφορών στις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων κάτω των ορίων πλην της απευθείας αναθέσεως, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται να ορίσει στα τεύχη του διαγωνισμού ότι δέχεται «Τυποποιημένο Έντυπο Υπεύθυνης Δήλωσης», το οποίο επισυνάπτεται στην εκάστοτε Προκήρυξη ή Πρόσκληση Εκδηλώσεως Ενδιαφέροντος κατάλληλα προσαρμοσμένο κατά περίπτωσιν.

4.Στις ανωτέρω περιπτώσεις των παραγράφων 2 και 3 η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται να ζητεί από τους προσφέροντες και υποψήφιους, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, να υποβάλλουν όλα ή ορισμένα δικαιολογητικά, όταν αυτό απαιτείται για την ορθή διεξαγωγή της διαδικασίας.

 

Άρθρο 37

Στήριξη στις ικανότητες άλλων φορέων - Υπεργολαβία

1.Στα τεύχη του διαγωνισμού ορίζεται εάν και σε ποιον βαθμό ένας οικονομικός φορέας δύναται, εφ' όσον συντρέχει περίπτωση και για συγκεκριμένη σύμβαση, να στηρίζεται στις ικανότητες άλλων φορέων, ασχέτως της νομικής φύσης των δεσμών του με αυτούς, όσον αφορά στα κριτήρια της οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας και στα κριτήρια σχετικά με την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα. Στην περίπτωση αυτή ισχύουν τα ακόλουθα, εφ' όσον δεν ορίζεται άλλως υπό των τευχών του διαγωνισμού:

α) Όσον αφορά, ωστόσο, στα κριτήρια που σχετίζονται με τους τίτλους σπουδών και τα επαγγελματικά προσόντα που ορίζονται στο παράρτημα XII μέρος II στοιχείο στ) της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ ή με τη σχετική επαγγελματική πείρα, οι οικονομικοί φορείς δύνανται να βασίζονται στις ικανότητες άλλων φορέων, εφ' όσον τούτο προβλέπεται στα τεύχη του διαγωνισμού, μόνον εάν αυτοί θα εκτελέσουν τις εργασίες ή τις υπηρεσίες για τις οποίες απαιτούνται οι συγκεκριμένες ικανότητες.

β) Σε περίπτωση που η σχετική δυνατότητα προβλέπεται από τα τεύχη του διαγωνισμού ο οικονομικός φορέας ο οποίος επιθυμεί να στηριχθεί στις ικανότητες άλλων φορέων, αποδεικνύει στην Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή ότι θα έχει στη διάθεσή του τους αναγκαίους πόρους, με την προσκόμιση της σχετικής έγγραφης δέσμευσης των φορέων αυτών προς τον σκοπό αυτόν.

γ) Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή ελέγχει αν πληρούν τα σχετικά κριτήρια επιλογής οι φορείς στις ικανότητες των οποίων ο οικονομικός φορέας προτίθεται να στηριχθεί και αν συντρέχουν λόγοι αποκλεισμού. Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή απαιτεί από τον οικονομικό φορέα να αντικαταστήσει ένα φορέα που δεν πληροί σχετικό κριτήριο επιλογής ή για τον οποίο συντρέχουν υποχρεωτικοί λόγοι αποκλεισμού. Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται να απαιτήσει από τον οικονομικό φορέα να αντικαταστήσει φορέα έναντι του οποίου συντρέχουν μη υποχρεωτικοί λόγοι αποκλεισμού.

δ) Όταν οικονομικός φορέας στηρίζεται στις ικανότητες άλλων φορέων όσον αφορά στα κριτήρια που σχετίζονται με την οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια, η Αναθέτουσα Αρχή ζητεί από τον οικονομικό φορέα και τους φορείς αυτούς να είναι από κοινού υπεύθυνοι για την εκτέλεση της συμβάσεως.

ε) Υπό τους ιδίους όρους, ένας όμιλος οικονομικών φορέων μπορεί να στηρίζεται στις ικανότητες των συμμετεχόντων στον όμιλο ή άλλων φορέων.

στ) Στην περίπτωση συμβάσεων έργων, συμβάσεων υπηρεσιών και εργασιών τοποθέτησης και εγκατάστασης στο πλαίσιο σύμβασης προμηθειών, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται να απαιτεί την εκτέλεση ορισμένων κρίσιμων καθηκόντων απευθείας από τον ίδιο τον προσφέροντα ή, σε περίπτωση που η προσφορά υποβάλλεται από όμιλο οικονομικών φορέων, από έναν εκ των συμμετεχόντων στον όμιλο αυτό.

2.Στα τεύχη του διαγωνισμού δύναται να προβλέπεται η δυνατότητα ανάθεσης τμημάτων της συμβάσεως σε τρίτους, υπό μορφή υπεργολαβίας, σε ποσοστό το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει το 30% της σύμβασης. Στην περίπτωση αυτή, οι υποψήφιοι υποβάλλουν με την προσφορά τους δήλωση με την οποία προσδιορίζουν: α) Το τμήμα ή τα τμήματα της συμβάσεως τα οποία προτίθενται να αναθέσουν υπεργολαβικά.

β) Το ποσοστό της συνολικής αξίας της συμβάσεως το οποίο προτίθενται να αναθέσουν υπεργολαβικά.

γ) Την ταυτότητα, τα νομιμοποιητικά έγγραφα, τα κατά περίπτωση απαιτούμενα στοιχεία επαγγελματικής, τεχνικής ή χρηματοοικονομικής επάρκειας για την εκτέλεση του οικείου τμήματος της συμβάσεως, ως προς τον υπεργολάβο, καθώς και τη συνεισφορά αυτού στην υλοποίηση της σύμβασης. δ) Τους βασικούς όρους της υπεργολαβίας.

Στα τεύχη του διαγωνισμού δύναται να προβλέπεται υποχρέωση των υποψηφίων να συνυποβάλουν δήλωση του υπεργολάβου, ή του νομίμου εκπροσώπου του, περί της αποδοχής του αντικειμένου της υπεργολαβίας, καθώς και το τμήμα της συμβάσεως το οποίο αυτός προτίθεται να αναλάβει. Οι υπεργολάβοι δεν αποκτούν οιαδήποτε συμβατική σχέση με την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή.

Η χρήση υπεργολάβων δεν αίρει ούτε περιορίζει την ευθύνη του αναδόχου για την καλή εκτέλεση του συνόλου της συμβάσεως, σύμφωνα με τους όρους ταύτης, συμπεριλαμβανομένων των τμημάτων που έχουν ανατεθεί στους υπεργολάβους.

Τυχόν υποκατάσταση του υπεργολάβου τελεί πάντοτε υπό την έγκριση και τους όρους της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής.

 

Άρθρο 38

Πρότυπα διασφάλισης ποιότητας

1. Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή, εφ' όσον απαιτεί, εκ των τευχών του διαγωνισμού, την προσκόμιση πιστοποιητικών εκδιδόμενων από ανεξάρτητους οργανισμούς που βεβαιώνουν ότι ο οικονομικός φορέας συμμορφώνεται με ορισμένα πρότυπα διασφαλίσεως ποιότητος, συμπεριλαμβανομένης της προσβασιμότητας για άτομα με ειδικές ανάγκες, παραπέμπει σε συστήματα διασφαλίσεως ποιότητας τα οποία βασίζονται στη σχετική σειρά ευρωπαϊκών προτύπων και έχουν πιστοποιηθεί από διαπιστευμένους οργανισμούς. Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή αναγνωρίζει ισοδύναμα πιστοποιητικά από οργανισμούς εδρεύοντες σε άλλα κράτη μέλη. Επίσης, κάνει δεκτά διάφορα αποδεικτικά στοιχεία για ισοδύναμα μέτρα διασφαλίσεως ποιότητος, εφ' όσον ο ενδιαφερόμενος οικονομικός φορέας δεν είχε τη δυνατότητα να αποκτήσει τα εν λόγω πιστοποιητικά εντός των σχετικών προθεσμιών για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεται ο ίδιος, υπό την προϋπόθεση ότι ο οικονομικός φορέας αποδεικνύει ότι τα προτεινόμενα μέτρα διασφαλίσεως ποιότητος πληρούν τα απαιτούμενα πρότυπα διασφαλίσεως ποιότητος.

2.Εάν η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή απαιτεί την υποβολή πιστοποιητικών εκδιδομένων από ανεξάρτητους οργανισμούς, που να βεβαιώνουν ότι ο οικονομικός φορέας συμμορφώνεται με συγκεκριμένα συστήματα ή πρότυπα όσον αφορά στην περιβαλλοντική διαχείριση, τα τεύχη του διαγωνισμού παραπέμπουν στο σύστημα οικολογικής διαχειρίσεως και ελέγχου (EMAS) της Ένωσης ή σε άλλα συστήματα περιβαλλοντικής διαχειρίσεως, τα οποία έχουν αναγνωριστεί, σύμφωνα με το άρθρο 45 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1221/2009 ή σε άλλα πρότυπα περιβαλλοντικής διαχειρίσεως βασιζόμενα σε αντίστοιχα ευρωπαϊκά ή διεθνή πρότυπα, τα οποία έχουν εκδοθεί από διαπιστευμένους οργανισμούς. Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή αναγνωρίζει ισοδύναμα πιστοποιητικά από οργανισμούς εδρεύοντες σε άλλα κράτη μέλη.

Όταν ο οικονομικός φορέας τεκμηριωμένα δεν έχει πρόσβαση στα εν λόγω πιστοποιητικά ή δεν έχει τη δυνατότητα να τα αποκτήσει εντός των σχετικών προθεσμιών, για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεται ο ίδιος, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή αποδέχεται επίσης άλλα αποδεικτικά μέσα μέτρων περιβαλλοντικής διαχειρίσεως, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος οικονομικός φορέας αποδεικνύει ότι τα συγκεκριμένα μέτρα είναι ισοδύναμα με εκείνα τα οποία απαιτούνται βάσει του εφαρμοστέου συστήματος ή του προτύπου περιβαλλοντικής διαχειρίσεως.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IN

ΑΝΑΘΕΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ

 

Άρθρο 39

Κριτήρια ανάθεσης

1.Με την επιφύλαξη τυχόν νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων σχετικά με την τιμή ορισμένων αγαθών ή την αμοιβή ορισμένων υπηρεσιών, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή βασίζει την ανάθεση των συμβάσεων στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά.

2.H πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά κατά την κρίση της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής προσδιορίζεται αποκλειστικά βάσει της τιμής ή βάσει του κόστους, με χρήση προσέγγισης αποτελεσματικότητας σε σχέση με το κόστος, όπως της κοστολόγησης του κύκλου ζωής, σύμφωνα με το άρθρο 68 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ, αναλόγως εφαρμοζόμενου, και δύναται να περιλαμβάνει τη βέλτιστη σχέση τιμής ποιότητας, η οποία εκτιμάται βάσει κριτηρίων συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, ποιοτικών, περιβαλλοντικών και/ή κοινωνικών πτυχών που συνδέονται με το αντικείμενο της συγκεκριμένης σύμβασης. Στα κριτήρια αυτά δύνανται να περιλαμβάνονται, ενδεικτικώς:

α) Η ποιότητα, περιλαμβανομένης της τεχνικής αξίας, τα αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, η προσβασιμότητα, ο σχεδιασμός για όλους τους χρήστες, τα κοινωνικά, περιβαλλοντικά και καινοτόμα χαρακτηριστικά, η εμπειρία και οι σχετικοί όροι.

β) Η οργάνωση, τα προσόντα και η πείρα του προσωπικού στο οποίο ανατίθεται η εκτέλεση της συμβάσεως, αν η ποιότητα του διατεθέντος προσωπικού μπορεί να έχει σημαντική επίδραση στο επίπεδο απόδοσης αυτής.

γ) Η εξυπηρέτηση μετά την πώληση και η τεχνική βοήθεια, οι όροι παράδοσης, όπως η ημερομηνία παράδοσης, η διαδικασία και η περίοδος παράδοσης, ή η περίοδος εκτέλεσης.

Το στοιχείο του κόστους δύναται επίσης να λαμβάνει τη μορφή σταθεράς τιμής ή κόστους βάσει του οποίου οι οικονομικοί φορείς θα ανταγωνίζονται αποκλειστικά και μόνο βάσει ποιοτικών κριτηρίων.

3.Τα κριτήρια ανάθεσης θεωρούνται ότι συνδέονται με το αντικείμενο της συμβάσεως εφ' όσον συνδέονται με τα έργα, τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που θα παρασχεθούν στο πλαίσιο αυτής σε σχέση με οιαδήποτε πτυχή της και σε οιοδήποτε εκ των σταδίων του κύκλου ζωής της, περιλαμβανομένων και των παραγόντων που εμπλέκονται:

α) Στη συγκεκριμένη διαδικασία παραγωγής, διαθέσεως ή εμπορίας των εν λόγω έργων, αγαθών ή υπηρεσιών, ή β) στη συγκεκριμένη διαδικασία ετέρου σταδίου του κύκλου ζωής της, έστω και αν οι εν λόγω παράγοντες δεν αποτελούν μέρος της υλικής υποστάσεώς της.

4.Τα κριτήρια αναθέσεως διασφαλίζουν τη δυνατότητα αποτελεσματικού ανταγωνισμού και συνοδεύονται από προδιαγραφές που επιτρέπουν την αποτελεσματική επαλήθευση των πληροφοριών οι οποίες παρέχονται από τους προσφέροντες, προκειμένου να αξιολογείται ο βαθμός συμμόρφωσής τους προς τα κριτήρια αναθέσεως. Εάν υπάρχουν αμφιβολίες, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή επαληθεύει αποτελεσματικά την ακρίβεια των πληροφοριών και αποδείξεων τις οποίες παρέχουν οι προσφέροντες.

5.Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή διευκρινίζει στα τεύχη του εκάστοτε διαγωνισμού τη σχετική στάθμιση την οποία προσδίδει σε καθένα από τα κριτήρια που έχουν επιλεγεί για τον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, σε συνάφεια με το φυσικό αντικείμενο της συμβάσεως, εκτός εάν αυτή καθορίζεται αποκλειστικά βάσει της τιμής. Η στάθμιση αυτή μπορεί να εκφράζεται με την πρόβλεψη περιθωρίου διακύμανσης με το κατάλληλο μέγιστο εύρος. Εάν δεν είναι δυνατή η στάθμιση για αντικειμενικούς λόγους, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή επισημαίνει τα κριτήρια με φθίνουσα σειρά σπουδαιότητος.

 

Άρθρο 40

Τρόπος σύνταξης και υποβολής οικονομικών προσφορών

1.Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή διευκρινίζει στα τεύχη του εκάστοτε διαγωνισμού τον τρόπο σύνταξης και υποβολής των οικονομικών προσφορών. Προς τούτον δύναται να προσφύγει σε ανάλογη εφαρμογή των προβλεπόμενων τρόπων υποβολής προσφορών υπό του άρθρου 95, 125 και 126 του ν. 4412/2016, προσαρμοζόμενων καταλλήλως προς τις ανάγκες της.

2.Ειδικώς, επί εκκλησιαστικών έργων, συμβάσεως μελετών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών οι οικονομικές προσφορές δύνανται να συνίστανται στα κατωτέρω:

α) Προσφορά ενιαίου ποσοστού εκπτώσεως επί συμπεπληρωμένου τιμολογίου, προετοιμασμένου υπό της Τεχνικής Υπηρεσίας της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής.

β) Προσφορά επιμέρους ποσοστών εκπτώσεως καθ' ομάδας τιμών επί συμπληρωμένου τιμολογίου ομαδοποιημένων τιμών, προετοιμασμένου υπό της Τεχνικής Υπηρεσίας της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής. Στην περίπτωση αυτή θα γίνεται έλεγχος της ομαλότητας των επιμέρους ποσοστών εκπτώσεως.

γ) Συμπλήρωση ανοικτού τιμολογίου κατ' ελευθέρα εκτίμηση του ενδιαφερομένου. Στην περίπτωση αυτή το τιμολόγιο είναι δυνατόν να περιλαμβάνει αναλυτικές ή περιληπτικές τιμές ή κατ' αποκοπήν τιμή.

δ) Προσφορά για μελέτη και κατασκευή με κατ' αποκοπήν εργολαβικό αντάλλαγμα είτε δι' ολόκληρο το εκκλησιαστικό έργο είτε για τμήματα αυτού. Στο σύστημα αυτό αξιολογείται κατ' αρχάς η ποιότητα της τεχνικής προσφοράς (μελέτης) και στην συνέχεια εξετάζεται η οικονομική προσφορά.

ε) Μειοδοσία μόνον επί ποσοστού οφέλους για την εκτέλεση απολογιστικών εργασιών.

στ) Οιοσδήποτε άλλος πρόσφορος τρόπος συμπλήρωσης και υποβολής οικονομικής προσφοράς, ο οποίος να εξυπηρετεί κατά το βέλτιστο τρόπο την ανάπτυξη ανταγωνισμού κατά την ανάθεση εκάστης σύμβασης. Τα συστήματα αυτά δύνανται να εφαρμοσθούν και συνδυαστικώς μεταξύ τους.

3.Στις τιμές του προϋπολογισμού και του τιμολογίου, τόσο της υπηρεσίας όσο και της προσφοράς, περιλαμβάνεται κάθε σχετική δαπάνη, καθώς και τα γενικά έξοδα και όφελος της εργοληπτικής επιχείρησης. Αν γίνεται ρητή μνεία στα έγγραφα της σύμβασης μπορεί να προστίθεται στην εκτιμώμενη αξία της σύμβασης ποσοστό γενικών εξόδων και οφέλους, που ορίζεται σε δεκαοκτώ τοις εκατόν (18%) ανεξαρτήτως πηγής χρηματοδότησης στο οποίο συμπεριλαμβάνεται η με αρ. πρωτ. 8371/27.7.2016 συμφωνία μεταξύ Εργοληπτικών Ενώσεων και Π.Ο.ΕΜΔΥΔΑΣ, όπως ισχύει ή τυχόν μελλοντικές συμφωνίες.

4.Ο καθορισμός του τρόπου υποβολής των οικονομικών προσφορών για την εκτέλεση έργων, μελετών και συναφών επιστημονικών υπηρεσιών, σύμφωνα με την παρ. 2, λαμβάνει χώρα με απόφαση του αρμοδίου οργάνου της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής μετά από εισήγηση της Τεχνικής Υπηρεσίας. Ειδικώς για την λήψη προσφορών με επιλογήν του συστήματος μελέτης κατασκευής του έργου απαιτείται προηγουμένη απόφαση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου.

5.Το σύστημα προσφοράς που περιλαμβάνει μελέτη κατασκευή δύναται να εφαρμόζεται για παν εκκλησιαστικόν έργο που αφορά είτε σε ανέγερση κτιρίων, είτε σε επισκευή ή συντήρηση ή ανακαίνιση ή αναβάθμιση τούτων είτε σε καλλιτεχνικό εκκλησιαστικό έργο.

 

Άρθρο 41

Ασυνήθιστα χαμηλές προσφορές

1.Όταν οι προσφορές φαίνονται ασυνήθιστα χαμηλές σε σχέση με τα έργα, τα αγαθά ή τις υπηρεσίες, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή απαιτεί από τους οικονομικούς φορείς να εξηγήσουν την τιμή ή το κόστος που προτείνουν στην προσφορά τους, εντός αποκλειστικής προθεσμίας, κατά ανώτατο όριο δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση της σχετικής προσκλήσεως.

2.Οι εξηγήσεις δύνανται να αφορούν ιδίως:

α) Στα οικονομικά χαρακτηριστικά της μεθόδου κατασκευής, της διαδικασίας παρασκευής ή των παρεχόμενων υπηρεσιών.

β) Στις επιλεγείσες τεχνικές λύσεις ή στις εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες τις οποίες διαθέτει ο προσφέρων για την παροχή των προϊόντων ή την παροχή των υπηρεσιών ή την εκτέλεση του έργου.

γ) Στην πρωτοτυπία του έργου, των αγαθών ή των υπηρεσιών που προτείνονται από τον προσφέροντα.

δ) Στη συμμόρφωσή του προς τις υποχρεώσεις της περιβαλλοντικής, κοινωνικοασφαλιστικής και εργατικής νομοθεσίας.

ε) Στη συμμόρφωση των υπεργολάβων προς τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 71 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ.

στ) Στο ενδεχόμενο χορηγήσεως κρατικής ενισχύσεως στον προσφέροντα.

3.Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή αξιολογεί τις παρεχόμενες πληροφορίες, σε συνεννόηση με τον προσφέροντα. Δύναται να απορρίψει την προσφορά μόνον εάν τα παρεχόμενα στοιχεία δεν εξηγούν κατά τρόπον ικανοποιητικό το χαμηλό επίπεδο της τιμής ή του κόστους που προτείνεται, λαμβανομένων υπ' όψιν των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Η Αναθέτουσα Αρχή απορρίπτει την προσφορά, εάν διαπιστώσει ότι η προσφορά είναι ασυνήθιστα χαμηλή, διότι ο οικονομικός φορέας δεν συμμορφώνεται με τις ισχύουσες υποχρεώσεις του εκ της περιβαλλοντικής, κοινωνικοασφαλιστικής και εργατικής νομοθεσίας.

4.Εάν η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή διαπιστώνει ότι μια προσφορά είναι ασυνήθιστα χαμηλή λόγω χορηγήσεως κρατικής ενισχύσεως στον προσφέροντα, η προσφορά δύναται να απορρίπτεται αποκλειστικά γι' αυτό τον λόγο, μόνο μετά από διαβούλευση με τον προσφέροντα και εφ' όσον αυτός δεν είναι σε θέση να αποδείξει, εντός επαρκούς προθεσμίας, την οποία ορίζει η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή, ότι η εν λόγω ενίσχυση είναι σύμφωνη με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107 της ΣΛΕΕ.

5.Στις συμβάσεις έργων, μελετών, παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται να εφαρμόζει εγκύκλιους ή αποφάσεις του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων για την εξειδίκευση των όρων χαρακτηρισμού μίας οικονομικής προσφοράς ως ασυνήθιστα χαμηλής ανά κατηγορία έργου και μελέτης και ανά εκτιμώμενη αξία σύμβασης και για την εκτίμηση των παρεχόμενων κατά τα ανωτέρω εξηγήσεων.

 

Άρθρο 42

Ισότιμες και ισοδύναμες προσφορές

1.Εάν κριτήριο αναθέσεως είναι η πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά αποκλειστικά βάσει τιμής, ισότιμες θεωρούνται οι προσφορές με την ίδια ακριβώς τιμή. Στην περίπτωση αυτή η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή επιλέγει τον ανάδοχο δια κληρώσεως μεταξύ των οικονομικών φορέων που υπέβαλαν ισότιμες προσφορές. Η κλήρωση γίνεται ενώπιον του αρμοδίου οργάνου της Επιτροπής Διαγωνισμού και παρόντων αυτών των οικονομικών φορέων.

2.Εάν κριτήριο αναθέσεως είναι η πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψή προσφορά και δεν προσδιορίζεται αποκλειστικά βάσει της τιμής, ισοδύναμες θεωρούνται οι προσφορές με την ίδια συνολική τελική βαθμολογία μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσφερόντων.

3.Στην περίπτωση της παρ. 2, στις διαδικασίες σύναψης σύμβασης έργου ή μελέτης ή παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή επιλέγει τον ανάδοχο με τη μεγαλύτερη βαθμολογία τεχνικής προσφοράς. Σε περίπτωση ισοβαθμίας και ως προς την τεχνική προσφορά η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή επιλέγει τον ανάδοχο δια κληρώσεως μεταξύ των οικονομικών φορέων που υπέβαλαν τις ισοδύναμες προσφορές. Η κλήρωση γίνεται ενώπιον της Επιτροπής Διαγωνισμού και παρουσία αυτών των οικονομικών φορέων.

4.Στην περίπτωση της παρ. 2, στις διαδικασίες σύναψης σύμβασης προμηθειών ή γενικών υπηρεσιών στα έγγραφα της συμβάσεως ορίζεται ότι η ανάθεση γίνεται είτε στην προσφορά με την μεγαλύτερη βαθμολογία τεχνικής προσφοράς είτε στην προσφορά με τη χαμηλότερη τιμή, ανάλογα με την βαρύτητα του κάθε κριτηρίου, όπως αυτή προκύπτει από την ποσοστιαία αναλογία μεταξύ τους στα έγγραφα της συμβάσεως. Εάν οι ισοδύναμες προσφορές έχουν την ίδια τιμή ή την ίδια βαθμολογία τεχνικής προσφοράς, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή επιλέγει τον ανάδοχο με κλήρωση μεταξύ των οικονομικών φορέων που υπέβαλαν τις ισοδύναμες προσφορές. Η κλήρωση γίνεται ενώπιον της Επιτροπής Διαγωνισμού και παρόντων αυτών των οικονομικών φορέων.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΔΙΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

 

Άρθρο 43

Προσφορές

1.Οι προσφορές υποβάλλονται σε τόπο, ημέρα και ώρα που ορίζονται υπό της προκηρύξεως ή προσκλήσεως, συμφώνως προς τον Κανονισμό και τυχόν ειδικότερους όρους οι οποίοι περιλαμβάνονται στα τεύχη του διαγωνισμού.

2.Κάθε προσφορά υποβάλεται αυτοπροσώπως από τον ενδιαφερόμενο ή από ειδικά εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπό του ή για συστημένης ταχυδρομικής επιστολής ή ταχυμεταφοράς, στη διεύθυνση η οποία αναγράφεται στην προκήρυξη ή στην πρόσκληση. Σε περίπτωση υποβολής με συστημένη ταχυδρομική επιστολή ή με ταχυμεταφορά, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή ουδεμία ευθύνη φέρει για την εμπρόθεσμη παραλαβή της προσφοράς ή για το περιεχόμενο των φακέλων που την συνοδεύουν. Στην οικεία προκήρυξη ή πρόσκληση δύναται να ορίζεται η δυνατότητα ηλεκτρονικής υποβολής των προσφορών. Οι ενδιαφερόμενοι δεν δικαιούνται αποζημίωσης για οποιονδήποτε λόγο, για δαπάνες σχετικές με την κατάρτιση και την υποβολή των προσφορών.

3.Άπασα εκ των προσφορών κατά την παραλαβή της καταχωρίζονται είτε στο γενικό πρωτόκολλο της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής είτε σε ειδικό πρωτόκολλο και επί παντός φακέλου σημειούται ο σχετικός αριθμός πρωτοκόλλου και η ημερομηνία και ώρα καταχωρίσεως. Η υπηρεσία πρωτοκόλλου της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής παραδίδει στην αρμόδια Επιτροπή τις προσφορές, οι οποίες τυχόν απεστάλησαν ταχυδρομικώς έναντι αποδείξεως ή μέσω υπηρεσίας διακινήσεως εγγράφων.

4.Εκπρόθεσμες προσφορές δεν γίνονται αποδεκτές σε ουδεμία περίπτωση από την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή, επιστρέφονται δε στον αποστολέα χωρίς να ανοιχθούν. Η επίδοση των προσφορών που έχει ήδη αρχίσει κατά την καθορισμένη ημέρα και ώρα, συνεχίζεται χωρίς διακοπή μέχρι την ολοκλήρωση της υποβολής των προσφορών όσων εμφανίστηκαν. Η επιστροφή των εκπρόθεσμων προσφορών γίνεται κατόπιν εγγράφου ειδοποιήσεως των ενδιαφερόμενων για την παραλαβή τους, η οποία αναφέρει τον λόγο της επιστροφής. Εάν οι ενδιαφερόμενοι δεν παραλάβουν τις προσφορές τους εντός διμήνου από της ειδοποιήσεώς των, οι προσφορές καταστρέφονται από την αρμόδια Επιτροπή διαγωνισμού.

5.Οι προσφορές κατατίθενται εντός σφραγισμένου φακέλου, ο οποίος περιλαμβάνει επί ποινή αποκλεισμού όλα όσα καθορίζονται στην προκήρυξη ή την πρόσκληση. Ο εν λόγω γενικός φάκελος, εκτός αν ορίζεται άλλως στην προκήρυξη ή την πρόσκληση και τα τεύχη διαγωνισμού, περιέχει τρεις επί μέρους, ανεξαρτήτους, σφραγισμένους υποφακέλους, ήτοι:

(α) «Φάκελο Δικαιολογητικών Συμμετοχής», ο οποίος περιέχει τα νομιμοποιητικά στοιχεία και έτερα απαραίτητα δικαιολογητικά για την ποιοτική επιλογή.

(β) «Φάκελο Τεχνικής Προσφοράς», ο οποίος περιέχει τα στοιχεία της τεχνικής προσφοράς του διαγωνιζομένου και

(γ) «Φάκελο Οικονομικής Προσφοράς», ο οποίος περιέχει την οικονομική προσφορά του διαγωνιζομένου.

Πάντες οι επί μέρους φάκελοι αναγράφουν την επωνυμία του διαγωνιζομένου, τον τίτλο της προς ανάθεση συμβάσεως και τον τίτλο του φακέλου. Απαγορεύεται η χρήση αυτοκολλήτων φακέλων, οι οποίοι είναι δυνατόν να αποσφραγισθούν και να επανασφραγισθούν, χωρίς να αφήσουν ίχνη.

6.Οι φάκελοι προσφοράς φυλάσσονται σφραγισμένοι με ευθύνη της αρμόδιας Επιτροπής Διαγωνισμού.

 

Άρθρο 44

Εγγυήσεις

1.Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή ζητεί από τους προσφέροντες να παράσχουν, κατά περίπτωση, τα ακόλουθα είδη εγγυήσεων:

α) «Εγγύηση συμμετοχής», το ύψος της οποίας καθορίζεται στα έγγραφα της συμβάσεως σε συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, αριθμητικώς και ολογράφως σε ευρώ, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει το 2% της εκτιμώμενης αξίας της συμβάσεως εκτός του αναλογούντος ΦΠΑ, με ανάλογη στρογγυλοποίηση. Σε περίπτωση υποβολής προσφοράς για ένα ή περισσότερα τμήματα της συμβάσεως, το ύψος της εγγύησης συμμετοχής υπολογίζεται επί της εκτιμώμενης αξίας, εκτός του αναλογούντος ΦΠΑ, του/των προσφερομένου/ων τμήματος/τμημάτων. Στην περίπτωση ένωσης οικονομικών φορέων, η εγγύηση συμμετοχής περιλαμβάνει και τον όρο ότι η εγγύηση καλύπτει τις υποχρεώσεις όλων των οικονομικών φορέων που συμμετέχουν στην ένωση. Η εγγύηση συμμετοχής πρέπει να ισχύει τουλάχιστον για τριάντα (30) ημέρες μετά τη λήξη του χρόνου ισχύος της προσφοράς που καθορίζουν τα έγγραφα της συμβάσεως. Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται, προ της λήξεως της προσφοράς, να ζητεί από τον προσφέροντα να παρατείνει τη διάρκεια ισχύος της προσφοράς και της εγγυήσεως συμμετοχής. Δεν απαιτείται εγγύηση συμμετοχής για τη συμμετοχή σε διαδικασίες συνάψεως συμφωνιών πλαισίων, δυναμικού συστήματος αγοράς, σε διαδικασίες απευθείας αναθέσεως, εκτός αν άλλως ορίζεται στα έγγραφα του διαγωνισμού ή της συμβάσεως. Η εγγύηση συμμετοχής καταπίπτει, αν ο προσφέρων αποσύρει την προσφορά του κατά τη διάρκεια ισχύος αυτής, παρέχει ψευδή στοιχεία ή πληροφορίες αναφορικά με τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής, δεν προσκομίσει εγκαίρως τα προβλεπόμενα στα έγγραφα της συμβάσεως δικαιολογητικά ή δεν προσέλθει εγκαίρως για υπογραφή της συμβάσεως. Ειδικά στις διαδικασίες σύναψης συμβάσεως έργου, μελέτης και παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών, οι εγγυήσεις συμμετοχής καταπίπτουν υπέρ του κυρίου του έργου. Η ένσταση του αναδόχου κατά της αποφάσεως δεν αναστέλλει την είσπραξη του ποσού της εγγυήσεως. Η εγγύηση συμμετοχής επιστρέφεται στον ανάδοχο με την προσκόμιση της εγγύησης καλής εκτελέσεως. β) «Εγγύηση καλής εκτελέσεως», το ύψος της οποίας καθορίζεται σε ποσοστό 5% επί της αξίας της συμβάσεως εκτός του αναλογούντος ΦΠΑ και κατατίθεται πριν ή κατά την υπογραφή της συμβάσεως.

Η εγγύηση καλής εκτέλεσης καταπίπτει στην περίπτωση παράβασης των όρων της συμβάσεως, όπως αυτή ειδικότερα ορίζει.

Δεν απαιτείται εγγύηση καλής εκτέλεσης για συμβάσεις αξίας ίσης ή κατώτερης από το ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000,00 €) ευρώ, εκτός αν άλλως ορίζεται στα έγγραφα της συμβάσεως.

Σε περίπτωση τροποποίησης της συμβάσεως, η οποία συνεπάγεται αύξηση της συμβατικής αξίας, ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να καταθέσει προ της τροποποιήσεως, συμπληρωματική εγγύηση, το ύψος της οποίας ανέρχεται σε ποσοστό 5% επί του ποσού της αυξήσεως εκτός του αναλογούντος ΦΠΑ.

Η εγγύηση καλής εκτελέσεως της συμβάσεως καλύπτει συνολικά και χωρίς διάκριση στην εφαρμογή όλων των όρων της συμβάσεως και κάθε απαίτηση της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής ή του κυρίου του έργου έναντι του αναδόχου. Ειδικά στις διαδικασίες σύναψης σύμβασης εκκλησιαστικού έργου, μελέτης και παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών, οι εγγυήσεις καλής εκτελέσεως καταπίπτουν υπέρ του κυρίου του έργου, με αιτιολογημένη απόφαση του αρμοδίου οργάνου της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής, ιδίως μετά την οριστικοποίηση της εκπτώσεως του αναδόχου. Η ένσταση του αναδόχου κατά της αποφάσεως δεν αναστέλλει την είσπραξη του ποσού της εγγυήσεως. Ειδικά για τις συμβάσεις προμηθειών, ο χρόνος ισχύος της εγγυήσεως καλής εκτελέσεως πρέπει να είναι μεγαλύτερος από τον συμβατικό χρόνο φόρτωσης ή παραδόσεως, για το διάστημα που θα ορίζεται στα έγγραφα της συμβάσεως. Οι εγγυήσεις καλής εκτέλεσης επιστρέφονται στο σύνολό τους μετά την οριστική ποσοτική και ποιοτική παραλαβή του συνόλου του αντικειμένου της συμβάσεως.

γ) «Εγγύηση καλής εκτελέσεως συμφωνίας πλαισίου », το ύψος της οποίας ανέρχεται σε ποσοστό 0,5% επί της συνολικής αξίας της συμφωνίας πλαισίου ή του τμήματος της συμφωνίας πλαισίου, εκτός του αναλογούντος ΦΠΑ, η οποία θα αποδεσμεύεται ισόποσα και αναλόγως, κατ' έτος, σε σχέση με τον χρόνο συνολικής διάρκειας της συμφωνίας πλαισίου. Προκειμένου να υπογραφεί η σύμβαση που βασίζεται στη συμφωνία πλαισίου, ο οικονομικός φορέας μπορεί να υποχρεωθεί να καταθέσει εγγύηση καλής εκτελέσεως της σύμβασης αυτής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση β'.

δ) «Εγγύηση προκαταβολής» στην περίπτωση χορήγησης προκαταβολής, ισόποση με την προκαταβολή. Η προκαταβολή είναι έντοκη από της καταβολής, επιβαρυνόμενη με το ύψος επιτοκίου που καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Οταν, σύμφωνα με τα έγγραφα της συμβάσεως, προσκομίζεται και εγγύηση καλής εκτελέσεως, η τελευταία καλύπτει και την παροχή ισόποσης προκαταβολής προς τον ανάδοχο, χωρίς να απαιτείται η κατάθεση εγγυήσεως προκαταβολής. Εάν από τα έγγραφα της συμβάσεως προβλέπεται μεγαλύτερο ύψος προκαταβολής, αυτή λαμβάνεται με την κατάθεση από τον ανάδοχο εγγυήσεως προκαταβολής η οποία θα καλύπτει τη διαφορά μεταξύ του ποσού της εγγυήσεως καλής εκτελέσεως και του ποσού της καταβαλλομένης προκαταβολής. Η απόσβεση της προκαταβολής και η επιστροφή της εγγυήσεως προκαταβολής πραγματοποιούνται, σύμφωνα με τους όρους των εγγράφων της συμβάσεως. Η προκαταβολή και η εγγύηση προκαταβολής δύνανται να χορηγούνται τμηματικώς εφ' όσον τούτο ορίζεται στα έγγραφα της συμβάσεως. Η προκαταβολή απαγορεύεται να χρησιμοποιηθεί για δαπάνες που δεν σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με το αντικείμενο της συμβάσεως.

2.Η εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται να ζητεί από τους προσφέροντες να παράσχουν «Εγγύηση καλής λειτουργίας» για την αποκατάσταση των ελαττωμάτων που ανακύπτουν ή των ζημιών που προκαλούνται από δυσλειτουργία των έργων ή των αγαθών κατά την περίοδο εγγυήσεως καλής λειτουργίας, εφ' όσον προβλέπεται στα έγγραφα της συμβάσεως. Το ύψος της εγγυήσεως καλής λειτουργίας καθορίζεται στα έγγραφα της συμβάσεως σε συγκεκριμένο χρηματικό ποσό.

3.Οι εγγυήσεις των παραγράφων 1 και 2 εκδίδονται από πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν νόμιμα στα κράτη μέλη της Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου ή στα κράτη μέρη της ΣΔΣ και έχουν, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, το δικαίωμα αυτό. Δύνανται, επίσης, να εκδίδονται από το Τ.Μ.ΕΔ.Ε. ή να παρέχονται με γραμ μάτιο του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων με παρακατάθεση σε αυτό του αντίστοιχου χρηματικού ποσού. Αν συσταθεί παρακαταθήκη με γραμμάτιο παρακαταθέσεως χρεογράφων στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, τα τοκομερίδια ή μερίσματα που λήγουν κατά τη διάρκεια της εγγυήσεως επιστρέφονται μετά τη λήξη τους στον υπέρ ου η εγγύηση οικονομικό φορέα.

4.Οι εγγυήσεις του παρόντος άρθρου περιλαμβάνουν κατ' ελάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία: α) την ημερομηνία εκδόσεως, β) τον εκδότη, γ) την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή προς την οποία απευθύνονται, δ) τον αριθμό της εγγυήσεως, ε) το ποσό που καλύπτει η εγγύηση, στ) την πλήρη επωνυμία, τον Α.Φ.Μ. και τη διεύθυνση του οικονομικού φορέα υπέρ του οποίου εκδίδεται η εγγύηση, ζ) τους όρους ότι: αα) η εγγύηση παρέχεται ανέκκλητα και ανεπιφύλακτα, ο δε εκδότης παραιτείται του δικαιώματος της διαιρέσεως και της διζήσεως, και ββ) ότι σε περίπτωση καταπτώσεως αυτής, το ποσό της καταπτώσεως υπόκειται στο εκάστοτε ισχύον τέλος χαρτοσήμου, η) τα στοιχεία της σχετικής διακηρύξεως ή προσκλήσεως εκδηλώσεως ενδιαφέροντος και την ημερομηνία διενέργειας του διαγωνισμού, θ) την ημερομηνία λήξεως ή τον χρόνο ισχύος της εγγυήσεως, ι) την ανάληψη υποχρεώσεως από τον εκδότη της εγγυήσεως να καταβάλει το ποσό αυτής ολικά ή μερικά εντός πέντε (5) ημερών μετά από απλή έγγραφη ειδοποίηση εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται και ια) στην περίπτωση των εγγυήσεων καλής εκτελέσεως και προκαταβολής, τον αριθμό και τον τίτλο της σχετικής συμβάσεως.

5.Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή επικοινωνεί με τους φορείς που φέρονται να έχουν εκδώσει τις εγγυητικές επιστολές προκειμένου να διαπιστώσει την εγκυρότητά τους.

6.Γ ια τις συμβάσεις εκκλησιαστικών έργων, πέραν των ανωτέρω, ισχύουν ειδικότερα τα εξής:

α) Οι κρατήσεις μπορεί να αντικατασταθούν οποτεδήποτε από τον ανάδοχο, μερικά ή ολικά, με ισόποση εγγυητική επιστολή. Οι εγγυήσεις αυτές περιορίζονται κατά ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) επί της αξίας των εργασιών που περιλαμβάνονται στις εγκεκριμένες από την υπηρεσία επιμετρήσεις. Η μείωση αποφασίζεται από τη διευθύνουσα υπηρεσία, μετά από αίτηση του αναδόχου, συνοδευόμενη από ειδικό απολογισμό των εργασιών των οποίων έχουν εγκριθεί οι επιμετρήσεις.

β) Η εγγύηση καλής εκτελέσεως, κατόπιν τροποποιήσεων της συμβάσεως, μειώνεται αμέσως μετά την έγκριση του Πρωτοκόλλου Προσωρινής Παραλαβής, σε ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%). Το σύνολο των εγγυήσεων καλής εκτελέσεως επιστρέφεται χωρίς καθυστέρηση, αμέσως μετά την έγκριση του Πρωτοκόλλου Οριστικής

Παραλαβής και την έγκριση του τελικού λογαριασμού του έργου.

7.Ειδικά για τις συμβάσεις μελετών και παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών, με απόφαση της Διευθύνουσας Υπηρεσίας, που εκδίδεται ύστερα από αίτηση του αναδόχου, αποδεσμεύεται μέρος των εγγυήσεων, ανερχόμενο σε ποσοστό ανάλογο με την αξία των εργασιών περαιωθέντος και εγκριθέντος σταδίου της συμβάσεως. Εάν η σύμβαση αφορά στην παροχή υπηρεσίας χωρίς διακεκριμένα στάδια, μπορεί να ορίζει ότι επιστρέφεται στον ανάδοχο μέρος της εγγυήσεως, μετά την παρέλευση ορισμένου χρόνου ή την ολοκλήρωση τμήματος της συμβάσεως.

8.Για τις συμβάσεις προμηθειών και γενικών υπηρεσιών: α) οι εγγυήσεις προκαταβολής επιστρέφονται μετά την οριστική ποσοτική και ποιοτική παραλαβή των αγαθών ή των υπηρεσιών, β) εάν στο πρωτόκολλο οριστικής και ποσοτικής παραλαβής αναφέρονται παρατηρήσεις ή υπάρχει εκπρόθεσμη παράδοση, η επιστροφή των εγγυήσεων καλής εκτελέσεως και προκαταβολής γίνεται μετά την αντιμετώπιση, κατά τα προβλεπόμενα, των παρατηρήσεων και του εκπρόθεσμου. Αν τα αγαθά ή οι υπηρεσίες είναι διαιρετά και η παράδοση γίνεται, σύμφωνα με την σύμβαση, τμηματικώς, οι εγγυήσεις καλής εκτελέσεως και προκαταβολής αποδεσμεύονται σταδιακά, κατά το ποσόν το οποίον αναλογεί στην αξία του μέρους της ποσότητας των αγαθών ή του τμήματος της υπηρεσίας που παραλήφθηκε οριστικά.

 

Άρθρο 45

Αποσφράγιση και αξιολόγηση προσφορών

1.Η Επιτροπή διαγωνισμού προβαίνει στη διαδικασία αποσφραγίσεως, ελέγχου και αξιολογήσεως των προσφορών σύμφωνα με τους όρους της προκηρύξεως ή της προσκλήσεως, σε ημερομηνία και ώρα η οποία ορίζεται στην προκήρυξη ή στην πρόσκληση ή γνωστοποιείται στους προσφέροντες σύμφωνα με τα οριζόμενα σε αυτή.

2.Η αποσφράγιση των προσφορών διενεργείται σε δημόσια συνεδρίαση, παρόντων των υποψηφίων ή εξουσιοδοτημένων αντιπροσώπων τους. Κατά την αποσφράγιση των προσφορών οι παρευρισκόμενοι λαμβάνουν γνώση των λοιπών υποψηφίων. Τυχόν μη παράσταση των υποψηφίων ή των αντιπροσώπων δεν παρεμποδίζει την έγκυρη συνέχιση της διαδικασίας. Όσοι από τους υποψήφιους επιθυμούν, μπορούν να μελετήσουν το περιεχόμενο των φακέλων των λοιπών υποψηφίων κατά το εκάστοτε στάδιο αξιολογήσεως, μετά από συνεννόηση με την αρμόδια Επιτροπή. Η μελέτη των προσφορών γίνεται χωρίς την απομάκρυνσή τους από την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή.

3.Εφ' όσον δεν ορίζεται διαφορετικά στην προκήρυξη, η αποσφράγιση των φακέλων προσφοράς και των επιμέρους φακέλων διενεργείται ως εξής:

α) Η Επιτροπή παραλαμβάνει και αριθμεί κάθε προσφορά, αποσφραγίζει δημοσίως τους φακέλους προσφοράς και διαπιστώνει την ύπαρξη εντός αυτών των οικείων επιμέρους φακέλων.

β) Στην ίδια ή σε επόμενη δημόσια συνεδρίαση, η Επιτροπή αποσφραγίζει τους φακέλους των δικαιολογητικών συμμετοχής και, εφ' όσον προβλέπεται, της τεχνικής προσφοράς και αριθμεί και μονογράφει τα προσδιοριζόμενα στην προκήρυξη έγγραφα που περιέχονται σε αυτούς. Αρκεί η αρίθμηση και μονογραφή από ένα μέλος της Επιτροπής ή η χρήση ειδικού διατρητικού μηχανήματος.

γ) Σε κλειστή συνεδρίαση, η Επιτροπή ελέγχει το περιεχόμενο των φακέλων των δικαιολογητικών συμμετοχής, προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον οι υποψήφιοι πληρούν το σύνολο των προϋποθέσεων καταλληλότητας. Η Επιτροπή ελέγχει εάν έχει υποβληθεί το σύνολο των απαιτούμενων στοιχείων περί προσωπικής κατάστασης και ποιοτικής επιλογής, σύμφωνα με περιεχόμενο που ορίζεται στην εκάστοτε προκήρυξη/πρόσκληση εκδηλώσεως ενδιαφέροντος. Ο έλεγχος περιορίζεται στη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων καταλληλότητας εκ μέρους των υποψηφίων. Οι προσφορές όσων υποψηφίων δεν πληρούν τα σχετικά κριτήρια απορρίπτονται, χωρίς αξιολόγηση της τεχνικής προσφοράς.

δ) Στην ίδια ή σε επόμενη κλειστή συνεδρίαση, η Επιτροπή ελέγχει το περιεχόμενο των φακέλων τεχνικής προσφοράς όσων υποψηφίων πληρούν τα κριτήρια καταλληλότητας και βαθμολογεί, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στα τεύχη του διαγωνισμού, όσες τεχνικές προσφορές ανταποκρίνονται στις ουσιώδεις απαιτήσεις και τις τεχνικές προδιαγραφές που τέθηκαν σε αυτά.

ε) Μετά το πέρας της αξιολογήσεως των ανωτέρω φακέλων η Επιτροπή συντάσσει πρακτικά στα οποία περιλαμβάνονται τα στοιχεία των υποψηφίων που πληρούν τα κριτήρια καταλληλότητας και αυτών που αποκλείστηκαν, η βαθμολογία κατά φθίνουσα σειρά των τεχνικών προσφορών που αξιολογήθηκαν, οι τεχνικές προσφορές που απερρίφθησαν βάσει των όρων του διαγωνισμού, καθώς και οι κατά περίπτωση λόγοι αποκλεισμού. Τα εν λόγω πρακτικά, υποβάλλονται προς έγκριση στο αρμόδιο όργανο.

στ) Σε επόμενη δημόσια συνεδρίαση, η Επιτροπή αποσφραγίζει τους φακέλους της οικονομικής προσφοράς και αριθμεί και μονογράφει τα έγγραφα που περιέχονται σε αυτούς. Αρκεί η αρίθμηση και μονογραφή από ένα μέλος της Επιτροπής ή η χρήση ειδικού διατρητικού μηχανήματος.

ζ) Σε κλειστή συνεδρίαση, η Επιτροπή ελέγχει το περιεχόμενο των φακέλων οικονομικής προσφοράς και συντάσσει πρακτικό, με το οποίο προτείνει την απόρριψη όσων οικονομικών προσφορών δεν έχουν συνταχθεί σύμφωνα με τους όρους του διαγωνισμού, κατατάσσει τις λοιπές προσφορές, σύμφωνα με τα κριτήρια και τη σταθμισμένη βαθμολογία που προβλέπεται στα οικεία τεύχη, και καταρτίζει πίνακα οριστικής κατάταξης των υποψηφίων κατά φθίνουσα σειρά, βάσει του οποίου προκύπτει ο προτεινόμενος ως ανάδοχος.

4.Η Επιτροπή καλεί τον προτεινόμενο προσωρινό ανάδοχο να καταθέσει σε δήλη ημέρα το σύνολο των δικαιολογητικών κατακυρώσεως τα οποία ορίζονται στα τεύχη του διαγωνισμού. Η εν λόγω πρόσκληση κοινοποιείται σε όλους τους προσφέροντες, των οποίων οι προσφορές κρίθηκαν κατάλληλες και εξετάσθηκαν, οι οποίοι δύνανται οι ίδιοι ή εκπρόσωποί τους να παραστούν κατά τη διαδικασία αποσφραγίσεως των δικαιολογητικών κατακυρώσεως, η οποία λαμβάνει χώρα σε δημόσια συνεδρίαση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 του παρόντος.

5.Τα πρακτικά της Επιτροπής διαγωνισμού διαβιβάζονται από την Επιτροπή στο αρμόδιο, κατά το άρθρο 23 του παρόντος Κανονισμού, όργανο της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσα Αρχής για τη λήψη αποφάσεως ή/και την κατακύρωση του αποτελέσματος.

6.Κατ' εξαίρεση των ανωτέρω, ειδικά για τις συμβάσεις με εκτιμώμενη αξία έως εκατόν χιλιάδες (100.000,00) ευρώ, πλέον ΦΠΑ, ανεξαρτήτως του κριτηρίου ανάθεσης, τα αποτελέσματα κάθε σταδίου της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, επικυρώνονται με μία απόφαση, η οποία κοινοποιείται με επιμέλεια του κατά το άρθρο 23 του παρόντος Κανονισμού οργάνου της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής στους προσφέροντες ή στους συμμετέχοντες.

7.Κατ' εξαίρεση των ανωτέρω, για τις συμβάσεις με κριτήριο ανάθεσης την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, μόνο βάσει τιμής ανεξαρτήτως ποσού και ανεξαρτήτως διαδικασίας, εκδίδεται μια απόφαση, με την οποία επικυρώνονται τα αποτελέσματα:

α) όλων των σταδίων της παραγράφου 3 στην περίπτωση ανοικτής διαδικασίας και β) του δευτέρου σταδίου, ήτοι της υποβολής προσφορών, στην περίπτωση κλειστής διαδικασίας και ανταγωνιστικής διαδικασίας με διαπραγμάτευση.

8.Στις ανοικτές διαδικασίες με κριτήριο αναθέσεως την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά μόνο βάσει τιμής η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται να αποφασίζει να εξετάσει τις οικονομικές προσφορές πριν από την επαλήθευση ή μη της συνδρομής λόγων αποκλεισμού και της πλήρωσης των κριτηρίων επιλογής (αντιστροφή σταδίων αξιολόγησης). Όταν γίνεται χρήση της δυνατότητας αυτής, εξασφαλίζεται ότι ο έλεγχος ή μη της συνδρομής των λόγων αποκλεισμού και πλήρωσης των κριτηρίων επιλογής πραγματοποιείται κατά τρόπο αμερόληπτο και διαφανή ώστε να μην ανατίθεται σύμβαση σε προσφέροντα που θα έπρεπε να είχε αποκλειστεί, ή δεν πληροί τα κριτήρια επιλογής που έχει καθορίσει η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή.

 

Άρθρο 46

Συμπλήρωση και αποσαφήνιση δικαιολογητικών

1.Κατά τη διαδικασία αξιολογήσεως των προσφορών ή αιτήσεων συμμετοχής, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται να καλεί εγγράφως τους προσφέροντες ή τους υποψηφίους να διευκρινίζουν ή να συμπληρώνουν τα έγγραφα ή δικαιολογητικά τα οποία έχουν υποβάλει, μέσα σε εύλογη προθεσμία από την ημερομηνία κοινοποιήσεως σε αυτούς της σχετικής προσκλήσεως. Οιαδήποτε διευκρίνιση ή συμπλήρωση η οποία υποβάλλεται από τους προσφέροντες ή υποψηφίους, χωρίς να έχει ζητηθεί από την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή, δεν λαμβάνεται υπ' όψιν.

2.Η ανωτέρω διευκρίνιση ή η συμπλήρωση αφορά μόνο στις ασάφειες, επουσιώδεις πλημμέλειες ή πρόδηλα τυπικά σφάλματα που επιδέχονται διόρθωση ή συμπλήρωση, ιδίως δε παράλειψη μονογραφών, διακεκομμένη αρίθμηση, ελαττώματα συσκευασίας και σήμανσης του φακέλου και των υποφακέλων των προσφορών ή αιτήσεων συμμετοχής, λεκτικές και φραστικές αποκλίσεις των εγγράφων της προσφοράς από την ορολογία των εγγράφων της συμβάσεως, που δεν επιφέρουν έννομες συνέπειες ως προς το περιεχόμενό τους, ελλείψεις ως προς τα νομιμοποιητικά στοιχεία, πλημμελή σήμανση αντιγράφων που εκδίδονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1του ν. 4250/2014 (Α' 74), μεταφράσεων και λοιπών πιστοποιητικών ή βεβαιώσεων, διαφοροποίηση της δομής των εγγράφων της προσφοράς από τα υποδείγματα, υποχρεωτικά ή μη, που θεσπίζονται με νόμο, κανονιστικές πράξεις ή τα έγγραφα της συμβάσεως. Η συμπλήρωση ή η διευκρίνιση, κατά το πρώτο εδάφιο, δεν επιτρέπεται να έχει ως συνέπεια μεταγενέστερη αντικατάσταση ή υποβολή εγγράφων σε συμμόρφωση με τους όρους της προκηρύξεως ή προσκλήσεως ή των λοιπών εγγράφων του διαγωνισμού, αλλά μόνον τη διευκρίνιση ή συμπλήρωση, ακόμη και με νέα έγγραφα, εγγράφων ή δικαιολογητικών που έχουν ήδη υποβληθεί.

3.Η διευκρίνιση ή η συμπλήρωση δεν πρέπει να εισάγει διακρίσεις, άνιση μεταχείριση των οικονομικών φορέων ή να έχει ως συνέπεια ευνοϊκή μεταχείριση συγκεκριμένου οικονομικού φορέα στη διαδικασία αναθέσεως της συμβάσεως.

4.Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται να καλεί εγγράφως τους προσφέροντες να διευκρινίσουν, μέσα σε εύλογη προθεσμία η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από επτά (7) ημέρες από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της σχετικής προσκλήσεως, το περιεχόμενο της τεχνικής ή οικονομικής προσφοράς το οποίο έχουν υποβάλει, αν περιέχει ασάφειες ή ήσσονος σημασίας ατέλειες, επουσιώδεις παραλείψεις ή πρόδηλα τυπικά ή υπολογιστικά σφάλματα που η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή κρίνει ότι μπορεί να θεραπευθούν. Η διευκρίνιση αυτή δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την ουσιώδη αλλοίωση της προσφοράς και δεν πρέπει να προσδίδει αθέμιτο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στη συγκεκριμένη προσφορά σε σχέση με τις λοιπές.

5.Η παροχή της δυνατότητας διευκρινίσεων στον προσφέροντα ή υποψήφιο, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 4, είναι υποχρεωτική για την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή, αν επίκειται αποκλεισμός του από τη διαδικασία, λόγω ασαφειών των δικαιολογητικών και εγγράφων της προσφοράς.

 

Άρθρο 47

Έλεγχος δικαιολογητικών κατακύρωσης/Κατακύρωση αποτελέσματος

1.Ο προσφέρων στον οποίο πρόκειται να γίνει η κατακύρωση («προσωρινός ανάδοχος»), υποβάλει εντός προθεσμίας, που καθορίζεται στα τεύχη του διαγωνισμού και δεν δύναται να είναι μικρότερη των δέκα (10) ούτε μεγαλύτερη των είκοσι (20) ημερών από την κοινοποίηση της σχετικής έγγραφης κλήσεως σε αυτόν, τα πρωτότυπα ή αντίγραφα που εκδίδονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 4250/2014 (Α' 74) όλων των δικαιολογητικών, όπως καθορίζονται ειδικότερα στα τεύχη του διαγωνισμού, ως αποδεικτικά στοιχεία για τη μη συνδρομή των λόγων αποκλεισμού, καθώς και για την πλήρωση των κριτηρίων ποιοτικής επιλογής. Τα δικαιολογητικά υποβάλλονται στην Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή σε σφραγισμένο φάκελο, ο οποίος παραδίδεται στην οικεία Επιτροπή Διαγωνισμού.

2.Αν δεν προσκομισθούν τα δικαιολογητικά αυτά ή υπάρχουν ελλείψεις σε εκείνα που υποβλήθηκαν, παρέχεται προθεσμία στον προσωρινό ανάδοχο να τα προσκομίσει ή να τα συμπληρώσει εντός πέντε (5) ημερών από την κοινοποίηση σχετικής έγγραφης ειδοποιήσεώς του. Η προθεσμία μπορεί να παρατείνεται, εφ' όσον αιτιολογείται αυτό επαρκώς και κατ' ανώτατο όριο, για δεκαπέντε (15) επιπλέον ημέρες.

3.Αν, κατά τον έλεγχο των μνημονευθέντων δικαιολογητικών διαπιστωθεί ότι α) τα στοιχεία που τυχόν δηλώθηκαν με το ΕΕΕΣ ή το ΤΕΥΔ, εφ' όσον τούτο προβλεπόταν από τα τεύχη του διαγωνισμού, είναι ψευδή ή ανακριβή, ή β) αν ο προσωρινός ανάδοχος δεν υποβάλει στο προκαθορισμένο χρονικό διάστημα τα απαιτούμενα πρωτότυπα ή αντίγραφα, των σχετικών δικαιολογητικών ή γ) αν από τα παραπάνω δικαιολογητικά που προσκομίσθηκαν νομίμως και εμπροθέσμως, δεν αποδεικνύεται η μη συνδρομή των λόγων αποκλεισμού ή η πλήρωση μιας ή πλειόνων εκ των απαιτήσεων των κριτηρίων ποιοτικής επιλογής, ο προσωρινός ανάδοχος κηρύσσεται έκπτωτος και, με την επιφύλαξη τυχόν οψιγενών μεταβολών που δηλώθηκαν εγκαίρως και προσηκόντως σύμφωνα με το άρθρο 48 του παρόντος, καταπίπτει υπέρ της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής η εγγύηση συμμετοχής του, εφ' όσον απαιτείτο, και καλείται ο προσφέρων που υπέβαλε την αμέσως επόμενη πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά βάσει των ειδικότερων κριτηρίων αναθέσεως όπως είχαν οριστεί στα τεύχη του διαγωνισμού, χωρίς να λαμβάνεται υπ' όψιν η προσφορά του προσφέροντος που απορρίφθηκε. Αν κανένας από τους προσφέροντες δεν υπέβαλε αληθή ή ακριβή δήλωση η διαδικασία ανάθεσης ματαιώνεται.

4.Η διαδικασία ελέγχου των ανωτέρω δικαιολογητικών ολοκληρώνεται με τη σύνταξη πρακτικού της Επιτροπής Διαγωνισμού και τη διαβίβαση αυτού μαζί με το πρακτικό αξιολογήσεως της οικονομικής προσφοράς στο αρμόδιο όργανο της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής είτε για τη λήψη απόφασης κατακυρώσεως είτε για την κήρυξη του προσωρινού αναδόχου ως εκπτώτου είτε για τη ματαίωση της διαδικασίας.

5.Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή κοινοποιεί αμελλητί την απόφαση κατακυρώσεως, μαζί με τα οικεία πρακτικά, στον προσωρινό ανάδοχο και σε κάθε προσφέροντα ο οποίος συμμετέχει στο οικείο στάδιο με κάθε πρόσφορο τρόπο.

6.Στην απόφαση κατακυρώσεως συμβάσεων άνω των ορίων του άρθρου 5 του παρόντος Κανονισμού αναφέρονται υποχρεωτικά οι προθεσμίες για την αναστολή της συνάψεως της σύμβασης, σε περίπτωση άσκησης ενστάσεως. Τα έννομα αποτελέσματα της απόφασης κατακυρώσεως των συμβάσεων της παρούσας παραγράφου επέρχονται εφ' όσον και όταν συντρέξουν σωρευτικά τα εξής:

Άπρακτη πάροδος των προθεσμιών άσκησης των προβλεπόμενων ενστάσεων ή έκδοση αποφάσεως επί αυτών και κοινοποίησή της αποφάσεως κατακυρώσεως στον προσωρινό ανάδοχο, εφ' όσον ο τελευταίος υποβάλει επικαιροποιημένα τα δικαιολογητικά του, έπειτα από σχετική πρόσκληση.

 

Άρθρο 48

Χρόνος συνδρομής όρων συμμετοχής Οψιγενείς μεταβολές

1.Το δικαίωμα συμμετοχής και οι όροι και προϋποθέσεις συμμετοχής όπως ορίστηκαν στα τεύχη του διαγωνισμού, κρίνονται κατά την υποβολή της αιτήσεως εκδηλώσεως ενδιαφέροντος ή της προσφοράς, κατά την υποβολή των δικαιολογητικών, και κατά την σύναψη της συμβάσεως. Στις διαδικασίες σύναψης σύμβασης προμηθειών ή παροχής γενικών υπηρεσιών, το αρμόδιο γνωμοδοτικό όργανο, με αιτιολογημένη εισήγησή του, μπορεί να προτείνει την κατακύρωση της συμβάσεως για ολόκληρη ή μεγαλύτερη ή μικρότερη ποσότητα κατά ποσοστό στα εκατό, που θα καθορίζεται στα έγγραφα της συμβάσεως. Το ποσοστό αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει το 30% για διαγωνισμούς προϋπολογισθείσας αξίας μέχρι 100.000,00 ευρώ περιλαμβανομένου Φ.Π.Α. και το 15% για διαγωνισμούς προϋπολογισθείσας αξίας από 100.001,00 ευρώ και άνω περιλαμβανομένου Φ.Π.Α. στην περίπτωση της μεγαλύτερης ποσότητας ή το 50% στην περίπτωση μικρότερης ποσότητας. Για κατακύρωση μέρους της ποσότητας κάτω του καθοριζόμενου από τα τεύχη του διαγωνισμού ποσοστού, απαιτείται προηγούμενη αποδοχή από τον προμηθευτή.

2.Αν επέλθουν μεταβολές στις προϋποθέσεις στις οποίες οι προσφέροντες/υποψήφιοι είχαν δηλώσει ότι πληρούν στην προσφορά τους, είτε δια της υποβολής των ζητουμένων πιστοποιητικών και εγγράφων, είτε για της υποβολής του ΕΕΕΣ ή του ΤΕΥΔ, εφ' όσον τούτο προεβλέφθη ειδικώς, οι οποίες επήλθαν ή για τις οποίες έλαβε γνώση ο προσφέρων/υποψήφιος μετά την υποβολή των πιστοποιητικών ή την δήλωση και μέχρι την ημέρα της έγγραφης ειδοποιήσεως για την προσκόμιση των δικαιολογητικών κατακυρώσεως, οι προσφέροντες/ υποψήφιοι οφείλουν να ενημερώσουν αμελλητί την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή, το αργότερο μέχρι την ημέρα της έγγραφης ειδοποιήσεως για την προσκόμιση των δικαιολογητικών που αφορούν στους λόγους αποκλεισμού και στην οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια των οικονομικών φορέων.

3.Σε περίπτωση έγκαιρης και προσήκουσας ενημέρωσης της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής για οψιγενείς μεταβολές κατά την έννοια της προηγούμενης παραγράφου οι οποίες επήλθαν στο πρόσωπο του προσωρινού αναδόχου, δεν καταπίπτει υπέρ της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής η εγγύηση συμμετοχής του, που είχε προσκομισθεί, αλλά επιστρέφεται στον προσωρινό ανάδοχο. Σε αντίθετη περίπτωση, καταπίπτει υπέρ της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής η εγγύηση συμμετοχής του προσωρινού αναδόχου.

 

Άρθρο 49

Σύναψη σύμβασης

1. Μετά την επέλευση των εννόμων αποτελεσμάτων της αποφάσεως κατακυρώσεως, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή προσκαλεί τον ανάδοχο να προσέλθει για την υπογραφή της συμβάσεως, ζητώντας να προσκομίσει εντός είκοσι (20) ημερών από την κοινοποίηση σχετικής έγγραφης ειδικής προσκλήσεως την απαιτούμενη εγγυητική επιστολή καλής εκτελέσεως καθώς και όσα τυχόν δικαιολογητικά και νομιμοποιητικά έγγραφα, από το φάκελο των «δικαιολογητικών κατακυρώσεων» τα οποία είχαν ήδη σύμφωνα με το άρθρο 47 του παρόντος υποβληθεί από τον ανάδοχο, χρήζουν επικαιροποιήσεως.

2.Εξαιρουμένων των συμβάσεων, των οποίων η αξία είναι μέχρι του ποσού των ευρώ δέκα χιλιάδων (10.000 €), η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή καταρτίζει εγγράφως σύμβαση μετά του αναδόχου, συμφώνως προς τους όρους της προκηρύξεως και την προσφορά του αναδόχου. Η υπογραφή της συμβάσεως έχει αποδεικτικό χαρακτήρα. Τα τεύχη δημοπρατήσεως και άπαντα τα τυχόν συνοδευτικά έγγραφα, τα οποία περιγράφονται στην προκήρυξη αποτελούν αναπόσπαστον μέρος της οικείας συμβάσεως. Η σύμβαση δεν δύναται να περιλαμβάνει όρους αντιθέτους προς το περιεχόμενον των τευχών δημοπρατήσεως του διαγωνισμού.

3.Εάν ο ανάδοχος δεν προσέλθει να υπογράψει τη σύμβαση, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στην ειδική πρόκληση, κηρύσσεται έκπτωτος, καταπίπτει υπέρ της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής η εγγύηση συμμετοχής του και η κατακύρωση γίνεται στον προσφέροντα που υπέβαλε την αμέσως επόμενη πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, με την επιφύλαξη επιτυχούς ολοκληρώσεως του ελέγχου των δικαιολογητικών κατακυρώσεως. Αν κανένας από τους προσφέροντες δεν πληροί τις προϋποθέσεις κατακυρώσεως ή δεν προσέλθει για την υπογραφή της συμβάσεως, η διαδικασία ανάθεσης ματαιώνεται.

 

Άρθρο 50

Ματαίωση διαδικασίας

Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας και έως την υπογραφή της συμβάσεως, να ματαιώσει τη διαδικασία αναθέσεως αζημίως γι' αυτήν, εάν, κατά την ελεύθερη κρίση της, συντρέχει ένας ή πλείονες εκ των ακόλουθων, ενδεικτικά αναφερόμενων, λόγων: α) παράτυπη διεξαγωγή της διαδικασίας αναθέσεως, εφ' όσον από την παρατυπία επηρεάζεται το αποτέλεσμα της διαδικασίας, β) το αποτέλεσμα της διαδικασίας κρίνεται αιτιολογημένα μη ικανοποιητικό για την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή, γ) ο ανταγωνισμός κρίνεται ανεπαρκής ή υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις συνεννόησης των ενδιαφερομένων προς αποφυγή πραγματικού ανταγωνισμού, δ) επήλθε μεταβολή των αναγκών της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής σε σχέση με την υπό ανάθεση σύμβαση.

 

Άρθρο 51

Έννομη Προστασία

1. Για κάθε πράξη ή παράλειψη της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής αναφορικώς προς διενεργούμενο διαγωνισμό είναι δυνατόν να ασκηθεί ένσταση από οιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Οι ενστάσεις απευθύνονται προς την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή, υποβάλλονται στην έδρα της και παραλαμβάνονται από την αρμοδία Επιτροπή Διαγωνισμού. Επ' αυτών αποφαίνονται τα αρμόδια όργανα της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής, συμφώνως προς το άρθρο 23 του παρόντος Κανονισμού, κατόπιν εισηγήσεως της αρμοδίας Επιτροπής.

2.Η ένσταση κατά της Διακηρύξεως ασκείται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από της τελευταίας δημοσιεύσεώς της. Ένσταση κατά της διαδικασίας και των εκτελεστών πράξεων ή παραλείψεων των εκκλησιαστικών αναθετουσών αρχών στο πλαίσιο διαδικασιών ανάθεσης συμβάσεων με προϋπολογισμό ανώτερο των ενωσιακών ορίων κατά τα άρθρα 9 έως και 15 ή στο πλαίσιο τακτικού διαγωνισμού κατ' άρθρον 17 του παρόντος ασκείται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από της δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως της προσβαλλόμενης πράξεως ή της τελέσεως της διαδικαστικής ενεργείας ή παραλείψεως.

3.Ειδικώς για τον συνοπτικό διαγωνισμό, το σύνολο των ανωτέρω προθεσμιών για την άσκηση ενστάσεως ορίζεται σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες.

4.Ενστάσεις στρεφόμενες κατά της συμμετοχής, της αξιολογήσεως προσφοράς υποψηφίου ή της κατακυρώσεως της προμήθειας ή υπηρεσίας εις αυτόν, κοινοποιούνται εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από της ασκήσεως των προς αυτόν για κάθε πρόσφορο μέσο. Αποδεικτικό επιδόσεως της ενστάσεως κοινοποιείται από τον ενιστάμενο προς την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή.

5.Η απόφαση της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής επί της ενστάσεως λαμβάνεται εντός δέκα (10) ημερών από την κατάθεσή της. Μετά την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αυτής, η ένσταση τεκμαίρεται ως σιωπηρώς απορριφθείσα.

6.Κατά των αποφάσεων της Αναθέτουσας Αρχής επί των υποβαλλόμενων ενστάσεων όποιος έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να ασκήσει τα προβλεπόμενα από τον νόμον ένδικα βοηθήματα ενώπιον των αρμοδίων Διοικητικών Δικαστηρίων, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις.

 

ΜΕΡΟΣ Γ'

ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ

 

Άρθρο 52

Παρακολούθηση και εκτέλεση συμβάσεων

1.Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή ορίζει ένα ή περισσότερα πρόσωπα για την παρακολούθηση και τον έλεγχο της εκτελέσεως της συμβάσεως (επιβλέποντες). Ανάλογα με την φύση της σύμβασης είναι δυνατόν να ορίζεται, ως επιβλέπων, εξειδικευμένος εξωτερικός σύμβουλος ή ομάδα εξειδικευμένων συμβούλων. Ως επιβλέποντες κατά την έννοια του παρόντος άρθρου ορίζονται πρόσωπα τα οποία είναι διαφορετικά και ανεξάρτητα από τον υπεύθυνο επί τόπου του έργου, ο οποίος ορίζεται από τον ανάδοχο.

2.Ο επιβλέπων παρακολουθεί και ελέγχει την ποιότητα και ποσότητα των παραδοτέων και την εκτέλεση της συμβάσεως και ιδίως μεριμνά για την τήρηση του χρονοδιαγράμματος παραδόσεως, ελέγχει τους λογαριασμούς και εισηγείται την πληρωμή τους, με την έγκριση του οικείου αρμοδίου οργάνου, καλεί τον ανάδοχο να παρουσιάσει την πρόοδο υλοποιήσεως της συμβάσεως κατά τα τυχόν επιμέρους στάδια ή τμήματα, ζητεί από τον ανάδοχο την παροχή εξηγήσεων και διευκρινίσεων, μεταφέρει σε αυτόν τις οδηγίες, τις κατευθύνσεις και τις παρατηρήσεις της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής και διενεργεί κάθε απαιτούμενο έλεγχο για τη διαπίστωση της εν γένει τηρήσεως των όρων της συμβάσεως από τον ανάδοχο.

3.Ο ανάδοχος υποχρεούται να λαμβάνει υπ' όψιν τις παρατηρήσεις του επιβλέποντος και να συμμορφώνεται μέσα σε εύλογη ή ταχθείσα από τον επιβλέποντα προθεσμία.

 

Άρθρο 53

Εκτέλεση έργων με αυτεπιστασία

1.Με απόφαση του αρμοδίου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 23 οργάνου της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής, είναι δυνατόν να ορίζεται η εκτέλεση συγκεκριμένου έργου ή εργασιών με αυτεπιστασία. Με όμοια απόφαση ορίζεται ο επιβλέπων και έως δύο (2) βοηθοί επίβλεψης από το τεχνικό προσωπικό της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής ή άλλης εκκλησιαστικής αρχής της Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας ή και άλλης Μητροπόλεως.

2.Με μέριμνα του επιβλέποντος συντάσσονται το χρονοδιάγραμμα, το αναλυτικό πρόγραμμα κατασκευής και η προμέτρηση των απαιτουμένων υλικών και καθορίζονται ο αριθμός, οι ειδικότητες και η διάρκεια απασχολήσεως του εργατοτεχνικού προσωπικού, καθώς και ο αριθμός, το είδος και η διάρκεια χρήσης του μηχανικού εξοπλισμού για την εκτέλεση του έργου, τα οποία εγκρίνονται από το αρμόδιο κατά το άρθρο 23 όργανο της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής.

3.Από τις διατιθέμενες για το έργο πιστώσεις καταβάλλονται, με βάση νόμιμα παραστατικά, όλες οι δαπάνες που πραγματοποιούνται για το έργο, όπως μισθοί ή ημερομίσθια του προσωπικού και σχετικές εργοδοτικές επιβαρύνσεις, αμοιβές παροχής υπηρεσιών, δαπάνες προμήθειας μηχανημάτων και εξοπλισμού, δαπάνες διαλογής, αποθηκεύσεως, μεταφοράς, χρήσεως και αξίας υλικών, δαπάνες μισθώσεως, λειτουργίας και ασφαλίσεως μηχανημάτων, καθώς και το τυχόν αντάλλαγμα για την υπεργολαβική εκτέλεση εργασιών με ή χωρίς υλικά. Κατά την περάτωση των εργασιών συντάσσεται επιμέτρησή τους και απολογισμός της σχετικής δαπάνης.

4.Το τυχόν απαιτούμενο πρόσθετο προσωπικό για την κατασκευή και την τεχνικοοικονομική διοίκηση του έργου προσλαμβάνεται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις για την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή. Για την αγορά υλικών και μηχανημάτων, τη μίσθωση μηχανικού εξοπλισμού ή την εκτέλεση μεταφορών εφαρμόζονται οι οικείες διατάξεις της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής.

 

Άρθρο 54

Υποχρεώσεις αναδόχου

1. Ο ανάδοχος τεκμαίρεται, κατά την υπογραφή της συμβάσεως, ότι έχει λάβει πλήρη γνώση του συνόλου των τευχών του διαγωνισμού, των συνθηκών εκτελέσεως της συμβάσεως και τυχόν κινδύνων και ότι αναλαμβάνει την εκτέλεση της συμβάσεως, θεωρώντας τη συμβατική αμοιβή ως εύλογη και επαρκή. Τυχόν παράλειψη ενημερώσεως δεν απαλλάσσει τον ανάδοχο των συμβατικών υποχρεώσεων και ευθυνών του.

2. Ειδικότερα, ο ανάδοχος τεκμαίρεται ότι αναλαμβάνει τις εξής υποχρεώσεις:

α) Ο ανάδοχος ευθύνεται έναντι της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής για την προσήκουσα και άρτια εκτέλεση της συμβάσεως, συμφώνως προς τους κανόνες της επιστή μης και της τέχνης, καθώς και τους όρους της συμβάσεως.

β) Ο ανάδοχος οφείλει να αποκαθιστά κάθε ελάττωμα ή παράλειψη που γνωστοποιείται σε αυτόν στο πλαίσιο της επίβλεψης, εντός εύλογης προθεσμίας που καθορίζεται από τη σύμβαση ή τάσσεται κατά περίπτωση από τον επιβλέποντα. Η υποχρέωση αποκατάστασης των ελαττωμάτων ή παραλείψεων των παραδοτέων ή/και των εκτελούμενων εργασιών υφίσταται τόσο κατά τη διάρκεια της συμβάσεως, όσο και μετά την ολοκλήρωσή της και μέχρι το χρονικό διάστημα που ορίζεται στη σύμβαση. Τυχόν υποβολή αντιρρήσεων κατά της έγγραφης γνωστοποιήσεως δεν απαλλάσσει τον ανάδοχο από την υποχρέωση συμμορφώσεως προς τις δοθείσες εντολές.

γ) Σε περίπτωση είτε άρνησης του αναδόχου να αποκαταστήσει τα διαπιστωθέντα ελαττώματα ή τις παραλείψεις είτε άπρακτης παρελεύσεως της σχετικής ταχθείσας προθεσμίας, η αποκατάσταση δύναται να γίνεται από την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή, οι δε σχετικές δαπάνες βαρύνουν τον ανάδοχο και αφαιρούνται αυτοδίκαια από το συμβατικό αντάλλαγμα ή από τις εγγυήσεις καλής εκτελέσεως ή καλής λειτουργίας, κατά τα οριζόμενα στη σύμβαση, με την επιφύλαξη του δικαιώματος της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής για την κήρυξη του αναδόχου ως έκπτωτου ή τη μερική ή ολική κατάπτωση εγγυήσεως, κατά περίπτωσιν.

δ) Κατά την εκτέλεση συμβάσεων προμήθειας προϊόντων και ως την οριστική παραλαβή τους, ο ανάδοχος φέρει τον κίνδυνο από κάθε ζημία, βλάβη ή αλλοίωσή τους, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση.

ε) Ο ανάδοχος απαλλάσσεται της ευθύνης του μόνο για λόγους ανωτέρας βίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη σύμβαση. Υποχρεούται, πάντως, να γνωστοποιήσει στην Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή χωρίς καθυστέρηση τα περιστατικά που συνιστούν κατά την κρίση του ανωτέρα βία και να προσκομίσει τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία.

στ) Κατά την εκτέλεση συμβάσεων εκκλησιαστικών έργων ο ανάδοχος ευθύνεται έναντι της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής για την προσήκουσα και άρτια εκτέλεση του έργου κατά τους όρους της συμβάσεως, τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης και τις εντολές του επιβλέποντος και υποχρεούται να εφαρμόζει με ακρίβεια τα στοιχεία της μελέτης, καθώς και τα σχέδια και τις τεχνικές προδιαγραφές του έργου. Ο ανάδοχος υποχρεούται καθ' όλη τη διάρκεια της σύμβασης να δηλώνει συγκεκριμένο υπεύθυνο πρόσωπο επί τόπου του έργου, αρμόδιο εκ μέρους του αναδόχου για την απρόσκοπτη εκτέλεση του έργου και για την άμεση τήρηση των εντολών του επιβλέποντος. Οι εντολές του επιβλέποντος είναι υποχρεωτικές για τον ανάδοχο. Ο ανάδοχος δεν δικαιούται αποζημίωση ή αύξηση τιμών για τυχόν μεταβολές κατά την εκτέλεση του έργου, που έγιναν χωρίς έγγραφη εντολή του επιβλέποντος του άρθρου 52 του παρόντος. Σε επείγουσες περιπτώσεις, η εντολή του επιβλέποντος μπορεί να δοθεί προφορικώς και να καταχωρηθεί στο ημερολόγιο του έργου και εφ' όσον εκδοθεί σχετική έγγραφη εντολή το αργότερο εντός τριών (3) ημερών.

ζ) Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση, ο ανάδοχος υποχρεούται να διαθέσει το σύνολο του απαιτούμενου προσωπικού για την προσήκουσα και άρτια εκτέλεση της συμβάσεως, ειδικότερα δε στις συμβάσεις έργων για τη διεύθυνση της κατασκευής και την κατασκευή του έργου, καθώς και το σύνολο των απαιτούμενων υλικών, μηχανημάτων, οχημάτων, εργαλείων, αποθηκευτικών χώρων και οποιωνδήποτε άλλων μέσων. Στη σύμβαση μπορεί να ορίζεται κατ' εκτίμηση ο αριθμός του απαιτούμενου τεχνικού προσωπικού κατά ειδικότητα και βαθμίδα εκπαιδεύσεως. Ο αριθμός αυτός μπορεί να αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις απαιτήσεις του έργου και το χρονοδιάγραμμα κατασκευής του.

η) Ο ανάδοχος σε κάθε περίπτωση βαρύνεται με όλες τις απαιτούμενες δαπάνες για την ολοκλήρωση του έργου, όπως, ενδεικτικά και ανά είδος σύμβασης, δαπάνες μισθών και ημερομισθίων του προσωπικού και σχετικές εργοδοτικές επιβαρύνσεις, δαπάνες μετακίνησης προσωπικού, δαπάνες προμήθειας, μεταφοράς, διαλογής, φύλαξης, φθοράς κ.λπ. των υλικών, δαπάνες λειτουργίας, συντήρησης, απόσβεσης, μίσθωσης μηχανημάτων και οχημάτων, φόρους, τέλη, δασμούς, ασφαλιστικές κρατήσεις ή επιβαρύνσεις, δαπάνες εφαρμογής των σχεδίων κατασκευής των σταθερών σημείων, καταμετρήσεων, δοκιμών, προσπελάσεων προς το έργο και προς θέσεις λήψεως υλικών, δαπάνες σύστασης και διάλυσης εργοταξίων, δαπάνες καταβολής αποζημιώσεων στο προσωπικό του, στον κύριο του έργου ή σε οποιονδήποτε τρίτο και γενικά κάθε είδους δαπάνη απαραίτητη για την καλή και έντεχνη εκτέλεση του έργου.

θ) Ο ανάδοχος υποχρεούται για την τήρηση της εργατικής νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένης της χορήγησης των νομίμων αδειών εργασίας, των κανονισμών προλήψεως ατυχημάτων στο προσωπικό του ή στο προσωπικό του φορέα του έργου ή σε οποιονδήποτε τρίτο, καθώς και για τη λήψη μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος. Ο ανάδοχος υποχρεούται να εκπονεί με ευθύνη του κάθε μελέτη για τη λήψη μέτρων ασφαλείας (όπως, ενδεικτικά, στατική μελέτη ικριωμάτων, μελέτη προσωρινής σήμανσης έργων κ.λπ.) και να λαμβάνει όλα τα σχετικά μέτρα.

ι) Ο ανάδοχος βαρύνεται με φόρους, τέλη, κρατήσεις και οποιεσδήποτε άλλες νόμιμες επιβαρύνσεις, όπως ισχύουν κατά τον χρόνο γενέσεως της υποχρεώσεως καταβολής των. Κατ' εξαίρεσιν, στη σύμβαση δύναται να προβλέπεται ότι τυχόν αυξομειώσεις στο χαρτόσημο τιμολογίων ή άλλων φόρων του Δημοσίου, που βαρύνουν άμεσα την οφειλόμενη αμοιβή ή το εργολαβικό αντάλλαγμα, βαρύνουν τον ανάδοχο μόνο στο μέτρο που ίσχυαν κατά τον χρόνο υποβολής της προσφοράς, ενώ τυχόν μεταγενέστερες αυξομειώσεις, αυξομειώνουν αντίστοιχα την κατά περίπτωση οφειλόμενη αμοιβή ή το εργολαβικό αντάλλαγμα. Στις εξαιρέσεις του προηγούμενου εδαφίου δεν περιλαμβάνονται φόροι εισοδήματος του αναδόχου ή τυχόν παρακρατήσεις έναντι αυτών.

ια) Κατά την εκτέλεση συμβάσεων μελετών, τα παραδοτέα του αναδόχου περιλαμβάνουν υποχρεωτικώς αναλυτική κοστολόγηση της προτεινόμενης τεχνικής λύσεως και, εφ' όσον προβλέπονται, των τυχόν προτεινόμενων εναλλακτικών επιλογών.

 

Άρθρο 55

Ημερολόγιο έργου

Για κάθε έργο τηρείται ημερολόγιο με μέριμνα του αναδόχου, το οποίο συμπληρώνεται καθημερινά και στο οποίο αναγράφεται συνοπτικά κάθε στοιχείο που, κατά την κρίση του αναδόχου και του επιβλέποντος, σχετίζεται με την πρόοδο εκτελέσεως του έργου. Το ημερολόγιο υπογράφεται από τον επιβλέποντα και τον ανάδοχο ή τον εκπρόσωπο του αναδόχου. Για έργα εκτιμώμενης αξίας έως ευρώ σαράντα χιλιάδων (€40.000,00), δύναται να προβλέπεται άλλο χρονοδιάγραμμα τήρησης ημερολογίου ή απαλλαγή του αναδόχου από τη σχετική υποχρέωση, κατά ειδικότερα οριζόμενα στη σύμβαση.

 

Άρθρο 56

Προθεσμίες και ποινικές ρήτρες

1.Ειδικώς επί συμβάσεων προμήθειας προϊόντων, παροχής υπηρεσιών και εκπονήσεως μελετών ισχύουν οι εξής κανόνες:

α) Όλες οι προθεσμίες παράδοσης, συνολικές και τμηματικές, αρχίζουν από την υπογραφή της συμβάσεως, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά σε αυτή.

β) Παράταση των συμβατικών προθεσμιών για την παράδοση του συνόλου ή τμήματος της συμβάσεως, μπορεί να δοθεί με απόφαση και κατά την κρίση του αρμοδίου κατά το άρθρο 23 οργάνου της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής. Η παράταση χορηγείται με κριτήριο το συμφέρον της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής, μετά από σχετικό έγγραφο αίτημα του αναδόχου, στο οποίο στοιχειοθετούνται οι λόγοι της καθυστερήσεως.

γ) Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται να επιβάλει στον ανάδοχο ποινική ρήτρα για κάθε ημέρα υπαίτιας υπέρβασης του συμβατικού χρόνου παραδόσεως του συνόλου ή τμήματος της συμβάσεως ή λόγω απράκτου παρελεύσεως ταχθείσης προθεσμίας για την αντικατάσταση απορριφθέντων παραδοτέων, κατά τη διαδικασία παραλαβής. Το ύψος των ποινικών ρητρών, ο τρόπος επιβολής τους και οι λοιπές συνέπειες λόγω μη έγκαιρης ή μη προσήκουσας παράδοσης, καθορίζεται στα τεύχη του διαγωνισμού και τα έγγραφα της σύμβασης.

δ) Η επιβολή ποινικών ρητρών δεν αίρει το δικαίωμα της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής για την κήρυξη του αναδόχου ως έκπτωτου.

2.Ειδικώς επί συμβάσεων εκκλησιαστικών έργων ισχύουν οι εξής κανόνες:

α) Η περίπτωση α' της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται αναλόγως.

β) Ο ανάδοχος, συντάσσει και υποβάλει στον επιβλέποντα, εντός των οριζόμενων στη σύμβαση προθεσμιών, 

αναλυτικό χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης του συνολικού έργου, συντεταγμένο με τη μέθοδο GANTT, PERT/CDM, ή με οποιασδήποτε άλλη μέθοδο του ζητηθεί, αναλόγως του μεγέθους του εκτελούμενου έργου και των προβλεπόμενων ανά μονάδα χρόνου εργασιών, σύμφωνα με τις υποδείξεις του επιβλέποντος ως προς τη σειρά και διάρκεια εκτελέσεως των εργασιών και τη ροή των σχετικών πιστώσεων.

γ) Το χρονοδιάγραμμα εγκρίνεται από το αρμόδιο όργανο εντός των ορίων των συμβατικών προθεσμιών και αποτελεί το αναλυτικό πρόγραμμα κατασκευής του έργου. Το χρονοδιάγραμμα μπορεί να αναπροσαρμόζεται σε περίπτωση μεταβολής του είδους ή αριθμού των εργασιών ή τυχόν καθυστερήσεως, η οποία οφείλεται σε υπαιτιότητα της Εκκλησιαστικής Αναθετούσης Αρχής.

δ) Στα συμβατικά τεύχη δύνανται να ορίζονται ποινικές ρήτρες σε βάρος του αναδόχου, σε περίπτωση υπερβάσεως της συνολικής ή των τμηματικών προθεσμιών εκτελέσεως του έργου. Σε περίπτωση υπέρβασης της συνολικής προθεσμίας, η ημερήσια ποινική ρήτρα ορίζεται κατ' ελάχιστον σε ποσοστό 10% της μέσης ημερήσιας αξίας του έργου, όπως προκύπτει από τη διαίρεση του συνολικού συμβατικού τιμήματος με τον προβλεπόμενο αριθμό ημερών συμβατικής αποπερατώσεως του έργου, ανά ημέρα καθυστερήσεως. Ποινικές ρήτρες για την υπέρβαση τμηματικών προθεσμιών μπορεί να ορίζονται κατά μέγιστο σε ποσοστό 15% του συμβατικού τιμήματος του αντίστοιχου τμήματος του έργου, αθροιστικά δε σε ποσοστό 10% του συνολικού συμβατικού τιμήματος.

ε) Εφ' όσον στη σύμβαση προβλέπεται καταβολή πρόσθετης αμοιβής στον ανάδοχο (πριμ) για ταχύτερη αποπεράτωση του έργου ή τμήματος αυτού, ειδικοί όροι μπορεί να ορίζουν αυξημένο ποσοστό ποινικής ρήτρας για την αποπεράτωση του συνόλου του έργου ή του κρίσιμου τμήματος, κατά περίπτωση.

στ) Οι ποινικές ρήτρες επιβάλλονται με απόφαση του αρμοδίου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 23, οργάνου της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής και παρακρατούνται από τον αμέσως επόμενο λογαριασμό του έργου ή από τις εγγυητικές επιστολές καλής εκτελέσεως. Με όμοια απόφαση δύνανται να ανακαλούνται επιβληθείσες ποινικές ρήτρες για υπέρβαση τμηματικών προθεσμιών, εφ' όσον το έργο περατωθεί εντός της συνολικής προθεσμίας ή των τυχόν εγκεκριμένων παρατάσεών της.

 

Άρθρο 57

Πληρωμές Επιμετρήσεις

Πρόσθετες καταβολές

1.Αναφορικά με τις συμβάσεις προμήθειας προϊόντων, παροχής υπηρεσιών και εκπονήσεως μελετών ισχύουν τα εξής:

α) Η καταβολή της αμοιβής του αναδόχου γίνεται είτε με πλήρη εξόφληση της συμβατικής αξίας είτε τμηματικά, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στη σύμβαση.

β) Για την πληρωμή της αμοιβής του αναδόχου εκ μέρους της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής, απαιτούνται τα ακόλουθα: βα) πρωτόκολλο παραλαβής του οικείου μέρους του έργου, ββ) τιμολόγιο του αναδόχου, βγ) πιστοποιητικά φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας του αναδόχου, καθώς και βδ) κάθε άλλο δικαιολογητικό που προβλέπεται στα συμβατικά τεύχη ή που τυχόν ζητηθεί από αρμόδιες υπηρεσίες ελέγχου και πληρωμής, όταν η σύμβαση χρηματοδοτείται εν όλω ή εν μέρει από άλλους πόρους, πλην αυτών της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής.

2. Αναφορικά με τις συμβάσεις έργων ισχύουν τα εξής: α) Το ποσοστό για γενικά έξοδα και όφελος του αναδόχου απολογιστικών εργασιών, που υπόκειται σε έκπτωση, ορίζεται σε δεκαοχτώ επί τοις εκατό (18%) και εφαρμόζεται στο σύνολο των δαπανών που πραγματοποιούνται, όπως για προμήθειες υλικών, μισθώσεις μηχανημάτων, καύσιμα και λιπαντικά, μισθούς, ημερομίσθια, λοιπές αποζημιώσεις και ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων και κάθε είδους κράτηση.

β) Την τελευταία ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα ο ανάδοχος υποβάλει προς έγκριση στον επιβλέποντα έγγραφο λογαριασμό στον οποίον περιλαμβάνεται η αξία των εργασιών που εκτελέστηκαν κατά τη διάρκεια του οικείου μήνα. Οι λογαριασμοί συντάσσονται ανακεφαλαιωτικά. Ποσά που πληρώθηκαν σε προηγούμενο λογαριασμό αφαιρούνται από κάθε επόμενο. Η σύμβαση ορίζει τις προθεσμίες εντός των οποίων ο επιβλέπων είτε εγκρίνει τον υποβληθέντα λογαριασμό με ή χωρίς διορθώσεις ή επιστρέφει τον λογαριασμό στον ανάδοχο προς επανασύνταξη. Ο εγκεκριμένος λογαριασμός αποτελεί την πιστοποίηση για την πληρωμή του αναδόχου. Προϋπόθεση πληρωμής της πιστοποιήσεως είναι η προσκόμιση από τον ανάδοχο όλων των απαιτούμενων δικαιολογητικών πληρωμής. Το τιμολόγιο μπορεί να προσκομίζεται μεταγενεστέρως κατά την είσπραξη του ποσού της πιστοποιήσεως.

γ) Ο λογαριασμός συνοδεύεται υποχρεωτικά από τις απαραίτητες αναλυτικές επιμετρήσεις, οι οποίες συντάσσονται με μέριμνα και δαπάνη του αναδόχου και εγκρίνονται από τον επιβλέποντα. Αν ο ανάδοχος δεν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του για τη σύνταξη λεπτομερών επιμετρήσεων κατά τις υποδείξεις του επιβλέποντα, η σύνταξη των επιμετρήσεων μπορεί να γίνεται από την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή με δαπάνες του αναδόχου οι οποίες αφαιρούνται αυτοδίκαια από το εργολαβικό αντάλλαγμα ή τις χορηγηθείσες εγγυήσεις.

δ) Εφ' όσον πρόκειται για εργασίες των οποίων η ποσοτική επαλήθευση δεν είναι δυνατή κατά την τελική μορφή του έργου, όπως, ενδεικτικά, εργασίες που πρόκειται να επικαλυφθούν καθιστάμενες μη εμφανείς, ο χαρακτηρισμός της σκληρότητας εδαφών, ποσότητες που παραλαμβάνονται με ζύγιση κ.λπ., ο ανάδοχος υποχρεούται να καλέσει τον επιβλέποντα σε από κοινού καταμέτρηση, χαρακτηρισμό ή ζύγιση και σύνταξη σχετικού πρωτοκόλλου κατά περίπτωση, όπως ιδίως παραλαβής αφανών εργασιών, χαρακτηρισμού εκσκαφών, ζυγίσεως κ.λπ.

ε) Εντός μηνός από τη βεβαιωμένη περάτωση του έργου, ο ανάδοχος υποχρεούται να υποβάλει προς έγκριση στον επιβλέποντα την τελική επιμέτρηση του έργου. Η τελική επιμέτρηση περιλαμβάνει συνοπτικό πίνακα στον οποίον αναφέρονται ανακεφαλαιωτικά οι ποσότητες των τμηματικών επιμετρήσεων και πρωτοκόλλων.

στ) Μετά τη διενέργεια της οριστικής παραλαβής του συνόλου του έργου, ο ανάδοχος συντάσσει και υποβάλει τελικό λογαριασμό. Με τον τελικό λογαριασμό γίνεται εκκαθάριση του εργολαβικού ανταλλάγματος και όλων των αμοιβαίων απαιτήσεων που σχετίζονται με την εκτέλεση της συμβάσεως.

ζ) Η καταβολή της αμοιβής του αναδόχου γίνεται είτε με πλήρη εξόφληση της συμβατικής αξίας είτε τμηματικά, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στη σύμβαση. Για την πληρωμή της αμοιβής του αναδόχου εκ μέρους της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής, απαιτούνται τα ακόλουθα: αα) πρωτόκολλο παραλαβής του οικείου μέρους του έργου, ββ) τιμολόγιο του αναδόχου, γγ) πιστοποιητικά φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας του αναδόχου, καθώς και δδ) κάθε άλλο δικαιολογητικό που προβλέπεται στα συμβατικά τεύχη ή που τυχόν ζητηθεί από αρμόδιες υπηρεσίες ελέγχου και πληρωμής, ιδίως όταν η σύμβαση χρηματοδοτείται εν όλω ή εν μέρει από άλλους πόρους, πλην αυτών της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής.

η) Εφ' όσον η ταχύτητα εκτέλεσης του έργου έχει ιδιαίτερη σημασία για την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή, στη σύμβαση μπορεί να προβλέπεται η καταβολή πρόσθετης αμοιβής στον ανάδοχο για ταχύτερη περάτωση του έργου ή κρίσιμου τμήματος αυτού, η κατανομή των ποσών κατά χρονική μονάδα και κάθε θέμα σχετικά με την αναγνώριση των προϋποθέσεων για την πραγματοποίηση της πρόσθετης καταβολής. Το συνολικό ύψος της πρόσθετης καταβολής ορίζεται σε ποσοστό επί της προϋπολογιζόμενης δαπάνης του έργου ή του αντίστοιχου τμήματος και κατά μέγιστο σε 5% αυτής, άνευ του αναλογούντος ΦΠΑ. Η πρόσθετη καταβολή θεωρείται συμπληρωματικό εργολαβικό αντάλλαγμα και περιλαμβάνεται στις σχετικές πιστοποιήσεις του έργου. Τυχόν αποφάσεις παράτασης των προθεσμιών εκτέλεσης του έργου ρυθμίζουν κάθε ζήτημα σχετικά με την πρόβλεψη της πρόσθετης καταβολής, ιδίως αν μετατίθεται μερικά ή ολικά ο κρίσιμος για την πρόσθετη καταβολή χρόνος.

 

Άρθρο 58

Αποκλεισμός αναθεώρησης τιμών

1.Ο Ανάδοχος κατά την υπογραφή της σύμβασης αναλαμβάνει την ευθύνη της έγκαιρης αποπεράτωσης του έργου. Δεν συνιστά απρόβλεπτη μεταβολή των συνθηκών ούτε λόγο αναθεώρησης των τιμών ή του συνολικού συμβατικού τιμήματος η μεταβολή, μετά την υπογραφή της συμβάσεως, της τιμής των υλικών ή του ύψους των ημερομισθίων ή των φόρων, τελών, δασμών ή εισφορών προς ασφαλιστικούς οργανισμούς και γενικά των στοιχείων που επηρεάζουν το κόστος εκτελέσεως της σύμβασης.

2.Κατ' εξαίρεσιν επιτρέπεται αναθεώρηση τιμών μόνο σε περίπτωση διαφορετικής ρητής και σαφούς προβλέψεως στη σύμβαση, λόγω καθυστέρησης του χρονοδιαγράμματος πέραν του τριμήνου με αποκλειστική υπαιτιότητα της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής.

 

Άρθρο 59

Τροποποίηση συμβάσεων

1. Οι συμβάσεις και οι συμφωνίες πλαίσια μπορούν να τροποποιούνται χωρίς νέα διαδικασία σύναψης συμβάσεως στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) Όταν οι τροποποιήσεις, ανεξαρτήτως της χρηματικής αξίας τους, προβλέπονται στα έγγραφα της αρχικής συμβάσεως με τη μορφή σαφών, ακριβών και ρητών ρητρών αναθεωρήσεως, συμπεριλαμβανομένων, ενδεχομένως, ρητρών αναθεωρήσεως τιμών ή προαιρέσεων. Οι εν λόγω ρήτρες ορίζουν το πεδίο και τη φύση των ενδεχόμενων τροποποιήσεων ή προαιρέσεων, καθώς και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Δεν προβλέπουν τροποποιήσεις ή προαιρέσεις που θα μπορούσαν να μεταβάλουν τη συνολική φύση της συμβάσεως ή της συμφωνίας πλαισίου .

β) Γ ια συμπληρωματικά έργα, υπηρεσίες ή προμήθειες του αρχικού αναδόχου τα οποία έχουν καταστεί απαραίτητα και δεν περιλαμβάνονταν στην αρχική σύμβαση, όταν η αλλαγή αναδόχου: αα) δεν μπορεί να γίνει για οικονομικούς ή τεχνικούς λόγους, π.χ. απαιτήσεις εναλλαξιμότητας ή διαλειτουργικότητας με τον υφιστάμενο εξοπλισμό, τις υπηρεσίες ή τις εγκαταστάσεις που αποκτήθηκαν με την αρχική σύμβαση, και ββ) θα συνεπαγόταν σημαντική αναστάτωση ή ουσιαστική επικάλυψη δαπανών για την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή.

Όποια αύξηση της τιμής δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% της αξίας της αρχικής συμβάσεως. Όταν επέρχονται διαδοχικές τροποποιήσεις, ο περιορισμός αυτός ισχύει για την αξία κάθε τροποποιήσεως. Οι επακόλουθες τροποποιήσεις δεν αποσκοπούν στην αποφυγή της εφαρμογής του παρόντος Κανονισμού· γ) Όταν πληρούνται οι ακόλουθες σωρευτικές προϋποθέσεις:

αα) Η ανάγκη τροποποιήσεως προέκυψε λόγω περιστάσεων που δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν από μια επιμελή αναθέτουσα αρχή.

ββ) Η τροποποίηση δεν μεταβάλλει τη συνολική φύση της συμβάσεως.

γγ) Η όποια αύξηση της τιμής δεν υπερβαίνει το 50 % της αξίας της αρχικής συμβάσεως ή της συμφωνίας πλαισίου. Όταν επέρχονται διαδοχικές τροποποιήσεις, ο περιορισμός αυτός ισχύει για την αξία κάθε τροποποιήσεως. Οι επακόλουθες τροποποιήσεις δεν αποσκοπούν στην αποφυγή της εφαρμογής του παρόντος Κανονισμού.

δ) Όταν νέος ανάδοχος αντικαθιστά εκείνον στον οποίο ανατέθηκε αρχικά η σύμβαση από την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή, συνεπεία: αα) ρητής ρήτρας αναθεωρήσεως ή προαιρέσεως, σύμφωνα με το στοιχείο α), ββ) μερικής ή ολικής διαδοχής του αρχικού αναδόχου, κατόπιν εταιρικής αναδιαρθρώσεως, περιλαμβανομένων της εξαγοράς, της συγχώνευσης και της αφερεγγυότητας, από άλλο οικονομικό φορέα, ο οποίος πληροί τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής που καθορίστηκαν αρχικά, εφ'όσον η διαδοχή δεν συνεπάγεται άλλες ουσιώδεις τροποποιήσεις της συμβάσεως και δεν έχει στόχο την αποφυγή της εφαρμογής της παρόντος Κανονισμού, ή γγ) όταν η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή αναλαμβάνει η ίδια τις υποχρεώσεις του κύριου εργολάβου έναντι των υπεργολάβων του και η δυνατότητα αυτή προβλέπεται στο εθνικό δίκαιο·

ε) όταν οι τροποποιήσεις, ανεξαρτήτως της χρηματικής αξίας τους, δεν είναι ουσιώδεις κατά την έννοια της παραγράφου 4.

2.Επίσης, και χωρίς να απαιτείται επαλήθευση αν τηρούνται οι προϋποθέσεις των στοιχείων α) έως δ) της παραγράφου 4, οι συμβάσεις μπορούν να τροποποιούνται χωρίς νέα διαδικασία συνάψεως συμβάσεως, όταν η αξία της τροποποιήσεως είναι κατώτερη και των δύο ακόλουθων τιμών:

αα) των ορίων του άρθρου 5 του παρόντος Κανονισμού και ββ) του 10 % της αξίας της αρχικής συμβάσεως όσον αφορά στις συμβάσεις υπηρεσιών και αγαθών και του 15 % της αξίας της αρχικής συμβάσεως όσον αφορά στις συμβάσεις έργων.

Ωστόσο, η τροποποίηση δεν μπορεί να μεταβάλλει τη συνολική φύση της συμβάσεως ή της συμφωνίας πλαισίου. Όταν επέρχονται διαδοχικές τροποποιήσεις, η αξία τους εκτιμάται βάσει της καθαρής σωρευτικής αξίας των διαδοχικών τροποποιήσεων.

3.Γ ια τον υπολογισμό της τιμής που προβλέπεται στην παράγραφο 2 και στα στοιχεία β) και γ) της παραγράφου 1, η προσαρμοσμένη τιμή είναι η τιμή αναφοράς όταν η σύμβαση περιλαμβάνει ρήτρα τιμαριθμικής αναπροσαρμογής.

4.Η τροποποίηση συμβάσεως ή απόφασης πλαισίου κατά τη διάρκειά της θεωρείται ουσιώδης κατά την έννοια του στοιχείου ε) της παραγράφου 1, όταν καθιστά τη σύμβαση ή τη συμφωνία πλαίσιο ουσιωδώς διαφορετική ως προς τον χαρακτήρα από εκείνη η οποία συνήφθη αρχικώς. Εν πάση περιπτώσει, με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 και 2, η τροποποίηση θεωρείται ουσιώδης όταν πληρούται μια από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) Η τροποποίηση εισάγει όρους οι οποίοι, εάν αποτελούσαν μέρος της αρχικής διαδικασίας συνάψεως συμβάσεως, θα είχαν οδηγήσει στη συμμετοχή διαφορετικών υποψηφίων από αυτούς που επιλέχθηκαν αρχικώς ή στην αποδοχή άλλης προσφοράς από εκείνη που επελέγη αρχικώς ή θα προσέλκυαν και άλλους συμμετέχοντες στη διαδικασία σύναψης σύμβασης.

β) Η τροποποίηση αλλάζει την οικονομική ισορροπία της συμβάσεως ή της συμφωνίας πλαισίου υπέρ του αναδόχου κατά τρόπον ο οποίος δεν προβλεπόταν στην αρχική σύμβαση ή συμφωνία πλαίσιο·

γ) Η τροποποίηση επεκτείνει σημαντικά το αντικείμενο της συμβάσεως ή της συμφωνίας

πλαισίου.

δ) Όταν νέος ανάδοχος αντικαθιστά εκείνον στον οποίο είχε ανατεθεί αρχικώς η σύμβαση σε περιπτώσεις διαφορετικές από τις προβλεπόμενες στο στοιχείο δ) της παραγράφου 1.

5.Απαιτείται νέα διαδικασία συνάψεως συμβάσεως για τροποποιήσεις των διατάξεων συμβάσεως ή συμφωνίας πλαίσιο κατά τη διάρκειά της, άλλες από τις προβλεπόμενες στις παραγράφους 1 και 2.

6.Ειδικότερα για τα έργα, εφ' όσον προκύψει ανάγκη εκτέλεσης συμπληρωματικών εργασιών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις προηγούμενες παραγράφους, ο ανάδοχος υποχρεούται να τις εκτελέσει στο μέτρο που η αξία τους δεν υπερβαίνει σε ποσοστό 50% την αξία των συμβατικών εργασιών. Γ ια την εκτέλεση των συμπληρωματικών εργασιών συνάπτεται συμπληρωματική σύμβαση κατόπιν διαπραγματεύσεως με τον ανάδοχο, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 13 του παρόντος. Για την εκτέλεση συμπληρωματικών εργασιών απαιτείται έγγραφη εντολή του επιβλέποντος.

7.Εφ' όσον κατά την εκτέλεση της συμβάσεως καταστεί αναγκαία η εκτέλεση μη προβλεφθεισών συμπληρωματικών εργασιών και στην αρχική σύμβαση δεν προβλέπονται οι τιμές μονάδας προς εκτέλεση αυτών, η τιμή τους καθορίζεται με πρωτόκολλο που καταρτίζεται με ευθύνη του επιβλέποντος με βάση τα πραγματικά στοιχεία κόστους, εγκρίνεται από το αρμόδιο όργανο της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής. Εάν στην αρχική σύμβαση προβλέπονται τιμές για παρόμοιες ή ανάλογες εργασίες, οι τιμές των συμπληρωματικών εργασιών καθορίζονται αναλόγως προς αυτές. Στις ανωτέρω τιμές εφαρμόζεται η έκπτωση της αρχικής συμβάσεως, ρητή ή τεκμαρτή.

8.Κατά την εκτέλεση οιασδήποτε συμβάσεως κατασκευής έργου ο ανάδοχος όταν του δοθεί ειδική εντολή από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία είναι υποχρεωμένος να εκτελέσει και αναγκαίες απολογιστικές εργασίες, μέχρι του ποσού που αντιστοιχεί στο 15% της αξίας της συμβάσεως άνευ του αναλογούντος ΦΠΑ και έως του ορίου του άρθρου 5 του παρόντος Κανονισμού. Στο ανωτέρω ποσοστό περιλαμβάνεται σωρευτικά και η αξία των πρόσθετων επειγουσών εργασιών. Στην περίπτωση αυτή καταβάλλεται στον ανάδοχο και περιλαμβάνεται στην πιστοποίηση η πραγματική δαπάνη που προκύπτει, σύμφωνα με τα νόμιμα αποδεικτικά πληρωμής για την εκτέλεση των εργασιών. Η δαπάνη αυτή δεν υπόκειται στην έκπτωση της δημοπρασίας.

9.Εάν υπάρχει ανάγκη να εκτελεσθούν επείγουσες και απρόβλεπτες πρόσθετες εργασίες μπορεί να εγκριθεί από την προϊσταμένη αρχή η εκτέλεσή τους πριν από τη σύνταξη Ανακεφαλαιωτικού Πίνακα Εργασιών και μέχρι του ποσού που αντιστοιχεί στο 15% της αξίας της συμβάσεως άνευ του αναλογούντος ΦΠΑ. Στο ανωτέρω ποσοστό περιλαμβάνεται σωρευτικά και η αξία των απολογιστικών εργασιών της προηγούμενης παραγράφου. Για την έγκριση αυτή η Διευθύνουσα Υπηρεσία συντάσσει τεχνική περιγραφή των εργασιών, με αιτιολόγηση του επείγοντος και εκτίμηση της δαπάνης, με βάση τις συμβατικές τιμές μονάδας ή ενδεικτικές τιμές για νέες εργασίες. Ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να εκτελέσει τις εργασίες αυτές, που επιτρέπεται να περιλαμβάνονται στις σχετικές πιστοποιήσεις και πριν από την έγκριση Ανακεφαλαιωτικού Πίνακα Εργασιών και που ενσωματώνονται στον επόμενο Ανακεφαλαιωτικό Πίνακα Εργασιών. Οι εργασίες για τις οποίες δεν υπάρχει εγκεκριμένη νέα τιμή περιλαμβάνονται στους σχετικούς λογαριασμούς με τις ενδεικτικές τιμές μειωμένες κατά είκοσι τοις εκατό (20%).

 

Άρθρο 60

Ελαττώματα και ζημίες του έργου

Αν κατά τη διάρκεια της κατασκευής, της περιόδου εγγύησης ή της περιόδου συντηρήσεως του έργου διαπιστωθούν κάθε είδους ελαττώματα στο έργο, συμπεριλαμβανομένης της πλημμελούς τήρησης των πάσης φύσεως κανονισμών ασφαλείας που εφαρμόζονται στο έργο, ο επιβλέπων καλεί εγγράφως τον ανάδοχο να αποκαταστήσει τα ελαττώματα εντός εύλογης προθεσμίας. Σε περίπτωση που τα ελαττώματα δεν αποκαθίστανται 

από τον ανάδοχο, η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή δύναται είτε να προβεί στην αποκατάστασή τους με ίδια μέσα εις βάρος του αναδόχου είτε να μειώσει αντίστοιχα το εργολαβικό αντάλλαγμα είτε να κηρύξει έκπτωτο τον ανάδοχο.

 

Άρθρο 61

Παραλαβή Περίοδος εγγύησης

1. Για την παραλαβή των έργων που διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού ισχύουν τα εξής:

α) Μετά την εκτέλεση των συνολικών εργασιών, που προβλέπονται στη σύμβαση, ο ανάδοχος καλεί τον επιβλέποντα να βεβαιώσει την περάτωση των εργασιών. Ο επιβλέπων ελέγχει την πληρότητα και ποιότητα των εκτελεσθεισών εργασιών και εκδίδει βεβαίωση περάτωσης αυτών, που εγκρίνεται από το αρμόδιο όργανο της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 23, ή εισηγείται την αποστολή ειδικής πρόσκλησης προς τον ανάδοχο να προβεί σε αποκατάσταση τυχόν ελαττωμάτων ή παραλείψεων. Βεβαίωση περάτωσης εργασιών σε τμήμα του έργου μπορεί να προβλέπεται, εφ' όσον η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή προτίθεται να χρησιμοποιήσει το συγκεκριμένο τμήμα πριν από την ολοκλήρωση του έργου.

β) Η προσωρινή παραλαβή του έργου συντελείται μετά την έγκριση της βεβαίωσης περάτωσης των εργασιών, από την Επιτροπή που συνιστάται με απόφαση του αρμοδίου οργάνου της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής. Γ ια την παραλαβή συντάσσεται υποχρεωτικά πρωτόκολλο, που συνοδεύεται από την τελική επιμέτρηση του έργου και υπογράφεται από όλα τα μέλη της επιτροπής, αποκλειομένης της αυτοδίκαιης προσωρινής παραλαβής του έργου.

γ) Ο ανάδοχος καλείται από την επιτροπή να παραστεί στην παραλαβή. Η παραλαβή γίνεται νόμιμα και χωρίς την παρουσία του αναδόχου, εφ' όσον αυτός δεν προσέλθει αν και έχει κληθεί.

δ) Η επιτροπή παραλαβής παραλαμβάνει το έργο ποσοτικά και ποιοτικά, ελέγχει κατά το δυνατόν την επιμέτρηση με γενικές ή σποραδικές και σε κάθε περίπτωση επαρκείς καταμετρήσεις, καταγράφει στο πρωτόκολλο τις ποσότητες της τελικής επιμέτρησης, όπως αυτές τυχόν διορθώνονται κατόπιν των ελέγχων, αιτιολογεί τυχόν τροποποιήσεις στις ποσότητες και καταγράφει τυχόν παρατηρήσεις για εργασίες που έχουν εκτελεσθεί καθ' υπέρβαση των εγκεκριμένων ποσοτήτων ή κατά τροποποίηση των εγκεκριμένων σχεδίων. Η επιτροπή παραλαβής ελέγχει κατά το δυνατόν την ποιότητα των εργασιών και καταγράφει στο πρωτόκολλο τυχόν παρατηρήσεις, ιδίως για εργασίες που είτε κρίνονται απορριπτέες ή ελαττωματικές και πρέπει να αποκατασταθούν είτε κρίνονται μεν ως αποδεκτές αλλά με μείωση της τιμής τους.

ε) Η προσωρινή παραλαβή διενεργείται εντός έξι (6) μηνών από τη βεβαιωμένη περάτωση του έργου και εφ' όσον έχει υποβληθεί από τον ανάδοχο η τελική επιμέτρηση του έρ γου εντός προθεσμίας που έχει ταχθεί. Αν η τελική επιμέτρηση υποβληθεί μεταγενέστερα, η προθεσμία για τη διενέργεια της παραλαβής αρχίζει από την υποβολή της τελικής επιμετρήσεως. Αν δεν υποβληθεί τελική επιμέτρηση από τον ανάδοχο, η προθεσμία για τη διενέργεια της παραλαβής αρχίζει από την κοινοποίηση στον ανάδοχο της τελικής επιμετρήσεως που συντάσσεται από την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή.

στ) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται αναλόγως για την παραλαβή περατωθέντων τμημάτων του έργου που έχουν αυτοτελή χρήση, εφ' όσον τούτο προβλέπεται από τη σύμβαση, καθώς και σε κάθε περίπτωση μη συνέχισης της εργολαβίας, όπως ιδίως λόγω διαλύσεως, εκπτώσεως του αναδόχου κ.λπ.

ζ) Η περίοδος εγγυήσεως, κατά την οποία ο ανάδοχος φέρει τον κίνδυνο του έργου και υποχρεούται στη συντήρησή του, προηγείται της οριστικής παραλαβής του έργου. Για τον προσδιορισμό της διάρκειας εγγυήσεως και υποχρεωτικής συντηρήσεως λαμβάνονται υπ' όψιν, ιδίως, η εκτιμώμενη αξία του έργου και η φύση των εκτελούμενων εργασιών. Εφ' όσον δεν προβλέπεται διαφορετικά στα τεύχη του διαγωνισμού ή στα συμβατικά έγγραφα, η διάρκεια της περιόδου εγγυήσεως και υποχρεωτικής συντηρήσεως ορίζεται σε δεκαοκτώ (18) μήνες από την ημερομηνία υποβολής της τελικής επιμετρή σεως του έργου από τον ανάδοχο ή την κοινοποίηση σε αυτόν της τελικής επιμετρήσεως που συντάχθηκε από την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή.

η) Κατά τη διάρκεια της περιόδου εγγυήσεως και υποχρεωτικής συντηρήσεως, ο ανάδοχος υποχρεούται να διατηρεί το έργο σε καλή κατάσταση και να αποκαθιστά κάθε βλάβη που προκύπτει κατά τη διάρκεια της περιόδου κατασκευής, εγγυήσεως ή της περιόδου συντηρήσεως του έργου. Εργασίες αποκαταστάσεως βλαβών από τη χρήση εκτελούνται με δαπάνη του αναδόχου, εκτός αν η βλάβη οφείλεται σε αποδεδειγμένα κακή χρήση του έργου από την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή.

θ) Η οριστική παραλαβή του έργου διενεργείται το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από τη λήξη της περιόδου εγγυήσεως και συντηρήσεως του έργου σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο. Αν η οριστική παραλαβή δεν διενεργηθεί εντός της ανωτέρω προθεσμίας, θεωρείται ότι έχει συντελεσθεί αυτοδίκαια εξήντα (60) ημέρες μετά την υποβολή από τον ανάδοχο σχετικής οχλήσεως για τη διενέργειά της. Αν η προσωρινή παραλαβή δεν έχει διενεργηθεί μέχρι την οριστική παραλαβή, διενεργείται ταυτόχρονα προσωρινή και οριστική παραλαβή.

ι) Εφ' όσον προβλέπεται στα έγγραφα της σύμβασης, το έργο ή αυτοτελή τμήματα αυτού μπορεί να αποδοθούν σε χρήση αμέσως μετά την ολοκλήρωση των εργασιών κατασκευής τους. Για τη διενέργεια παραλαβής προς χρήση απαιτείται η σύνταξη σχετικού πρωτοκόλλου μεταξύ του αναδόχου και της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής. Στο πρωτόκολλο προσδιορίζεται το έργο ή τα τμήματα που παραλαμβάνονται προς χρήση και συνοπτική περιγραφή της κατάστασης των εργασιών.

ια) Αν ο ανάδοχος κληθεί και δεν παραστεί ή αρνηθεί την υπογραφή του πρωτοκόλλου παραλαβής προς χρήση, τούτο συντάσσεται μονομερώς από την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή και κοινοποιείται στον ανάδοχο, με μνεία των λόγων μονομερούς υπογραφής.

ιβ) Τυχόν παραλαβή προς χρήση δεν αναπληρώνει ούτε υποκαθιστά την διενέργεια της προσωρινής και οριστικής παραλαβής του έργου, αντιστοίχως.

2. Αντιστοίχως, για την παραλαβή του συμβατικού αντικειμένου συμβάσεων προμήθειας προϊόντων, παροχής υπηρεσιών και εκπόνησης μελετών που διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού ισχύουν τα εξής:

α) Στη σύμβαση προσδιορίζεται το αρμόδιο όργανο για την παραλαβή του συμβατικού αντικειμένου. Η παραλαβή γίνεται είτε από τον επιβλέποντα είτε από Επιτροπή παραλαβής που συνιστάται με απόφαση του αρμοδίου, κατά το άρθρο 23, οργάνου της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής. Ο επιβλέπων ή η οικεία Επιτροπή συντάσσει κατά την παραλαβή σχετικό πρωτόκολλο, το οποίο κοινοποιεί στον ανάδοχο.

β) Σε συμβάσεις προμήθειας προϊόντων, διενεργείται κατά την παραλαβή ποσοτικός και ποιοτικός έλεγχος των προϊόντων, στον οποίον μπορεί να παρίσταται ο προμηθευτής. Ο ποιοτικός έλεγχος, εφ' όσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση, μπορεί να διενεργείται με μακροσκοπική ή/και μηχανική εξέταση ή με πρακτική δοκιμασία. Ο συμβατικός χρόνος φορτώσεως ή παραδόσεως των προϊόντων δύναται να παρατείνεται με αίτημα του προμηθευτή και έγκριση της οικείας Επιτροπής, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στη σύμβαση.

 

Άρθρο 62

Ολοκλήρωση σύμβασης

Η σύμβαση θεωρείται ότι εκτελέστηκε όταν συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:

α) Σε περίπτωση προμήθειας παραδόθηκε ολόκληρη η ποσότητα ή, σε περίπτωση διαιρετού υλικού, η ποσότητα που παραδόθηκε υπολείπεται της συμβατικής, κατά μέρος που κρίνεται ως ασήμαντο από το αρμόδιο όργανο. Σε περίπτωση παροχής υπηρεσιών αυτές παρασχέθηκαν στο σύνολο τους ή σε περίπτωση διαιρετής υπηρεσίας, το αντικείμενο που παραδόθηκε υπολείπεται του συμβατικού, κατά μέρος που κρίνεται ως ασήμαντο από το αρμόδιο όργανο και έχει παρέλθει η καταληκτική ημερομηνία για την περαίωση της σύμβασης που έχει τεθεί στην προκήρυξη.

β) Παραλήφθηκαν οριστικά ποσοτικά και ποιοτικά τα υλικά ή οι υπηρεσίες που παραδόθηκαν.

γ) Έγινε η αποπληρωμή του συμβατικού τιμήματος, αφού προηγουμένως επιβλήθηκαν κυρώσεις ή εκπτώσεις.

δ) Εκπληρώθηκαν και οι λοιπές συμβατικές υποχρεώσεις και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη και αποδεσμεύθηκαν οι σχετικές εγγυήσεις κατά τα προβλεπόμενα από τη σύμβαση.

 

Άρθρο 63

Έκπτωση αναδόχου

1. Εφ' όσον ο ανάδοχος δεν εκπληρώνει εγκαίρως ή προσηκόντως τις συμβατικές του υποχρεώσεις, δύναται να κηρύσσεται έκπτωτος με απόφαση του αρμοδίου οργάνου της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής. Πριν από την κήρυξη της εκπτώσεως, αποστέλλεται στον ανάδοχο ειδική πρόσκληση, στην οποία περιγράφεται η παράβαση των όρων της συμβάσεως και ορίζεται εύλογη προθεσμία για την ικανοποίηση των αξιώσεων της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής. Τυχόν ειδικότερη διαδικασία και τυχόν πρόσθετες συνέπειες της εκπτώσεως, πέραν της καταπτώσεως των κατά περίπτωση παρασχεθεισών εγγυήσεων, καθορίζονται στα τεύχη του διαγωνισμού και στα έγγραφα της σύμβασης. Εφ' όσον ο ανάδοχος δεν συμμορφωθεί εντός της τασσόμενης προθεσμίας, υποβάλλεται αιτιολογημένη εισήγηση για την έκπτωση του αναδόχου από την αρμόδια Επιτροπή και τον επιβλέποντα προς το αρμόδιο όργανο για τη λήψη απόφασης. Η έκπτωση καθίσταται οριστική εφ' όσον δεν ασκηθεί ένσταση προς το αρμόδιο όργανο της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση της αποφάσεως στον ανάδοχο ή εφ' όσον αυτή απορριφθεί. Η εμπρόθεσμη άσκηση ενστάσεως αναστέλλει την έκπτωση έως την έκδοση αποφάσεως επ' αυτής.

2. Ειδικά για τις συμβάσεις έργων ισχύουν τα εξής:

α) Ως παραλείψεις εκπληρώσεως των συμβατικών υποχρεώσεων του αναδόχου οι οποίες συνιστούν λόγο εκπτώσεως νοούνται ιδίως η καθυστέρηση ενάρξεως των εργασιών ή υποβολής του χρονοδιαγράμματος, η καθυστέρηση κατά την πρόοδο των εργασιών κατά τρόπον ώστε να είναι εμφανώς αδύνατη η εμπρόθεσμη εκτέλεση του έργου, η χρήση υλικών που δεν ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές, η κατ' επανάληψη εκτέλεση κακότεχνων εργασιών, η μη εφαρμογή των εγκεκριμένων σχεδίων, η συστηματική παράλειψη τήρησης των κανόνων ασφαλείας ή προστασίας του περιβάλλοντος, η παρέλευση της προθεσμίας αποπερατώσεως του έργου χωρίς αυτό να έχει ολοκληρωθεί, καθώς και κάθε άλλος λόγος που προβλέπεται στα συμβατικά τεύχη.

β) Εφ' όσον η έκπτωση καταστεί οριστική, ο ανάδοχος αποξενούται και αποβάλλεται από το έργο. Κατ' εξαίρεση, μπορεί να επιτραπεί στον έκπτωτο ανάδοχο να εκτελέσει συμπληρώσεις ημιτελών εργασιών, ώστε αυτές να μπορεί να επιμετρηθούν ή για την άρση ή αποτροπή κινδύνων.

γ) Γ ια την εκκαθάριση της έκπτωτης εργολαβίας, ο έκπτωτος ανάδοχος καλείται εγγράφως να υποβάλει την επιμέτρηση των εργασιών που έχει εκτελέσει, εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών. Για την οριστική εκκαθάριση της έκπτωτης εργολαβίας λαμβάνεται υπ' όψιν η διαφορά της δαπάνης των υπολειπομένων εργασιών, που θα εκτελεσθούν με νέα εργολαβία, δαπάνη η οποία βαρύνει τον έκπτωτο ανάδοχο.

 

Άρθρο 64

Υποκατάσταση αναδόχου

1. Για την έγκριση υποκατάστασης αναδόχου στην κατασκευή του έργου ή σε τμήμα αυτού υποβάλλεται αίτηση του αναδόχου στην οποία προσδιορίζεται το τμήμα της εργολαβίας για το οποίο ζητείται υποκατάσταση και πιστοποίηση, κατόπιν της οποίας όλες οι πληρωμές θα διενεργούνται απευθείας στο νέο ανάδοχο (υποκατάστατο). Με την αίτηση συνυποβάλλεται δήλωση του υποκατάστατου, ότι αποδέχεται ανεπιφύλακτα το περιεχόμενο της αιτήσεως. Ο υποκατάστατος οφείλει να διαθέτει τα ίδια προσόντα και εχέγγυα κατασκευής που απαιτήθηκαν για την ανάληψη του έργου από τον ανάδοχο.

2.Ο αρχικός ανάδοχος ευθύνεται από κοινού και εις ολόκληρον με τον υποκατάστατο έναντι της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής, του προσωπικού του έργου και οιουδήποτε τρίτο. Κατ' εξαίρεση μπορεί να εγκριθεί υποκατάσταση με απαλλαγή της ευθύνης του αρχικού αναδόχου, αν τούτο επιβάλλεται από το συμφέρον του έργου και ο ανάδοχος βρίσκεται σε αποδεδειγμένη αδυναμία να περατώσει το έργο. Οι εγγυήσεις στο όνομα του αρχικού αναδόχου ή μέρος αυτών, που ορίζεται με την εγκριτική απόφαση, αποδίδονται αφού προηγουμένως προσκομισθούν νέες ισόποσες εγγυήσεις από τον νέο ανάδοχο. Απαλλαγή από την ευθύνη του αρχικού αναδόχου χωρεί μόνον μετά την κατάθεση των εγγυητικών επιστολών του νέου αναδόχου.

3.Αν ο ανάδοχος πτωχεύσει η σύμβαση διαλύεται αυτοδίκαια. Εφ' όσον ανάδοχος είναι προσωπική επιχείρηση και αποβιώσει αυτός πού την ασκεί, η σύμβαση διαλύεται αυτοδίκαια, εκτός αν εγκριθεί από την Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή η αποπεράτωση των εργασιών από τους κληρονόμους του οι οποίοι, στην περίπτωση αυτή, αναλαμβάνουν όλες τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του αναδόχου. Η έγκριση χορηγείται ύστερα από αίτηση των κληρονόμων, που υποβάλλεται υποχρεωτικά εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τον θάνατο του αναδόχου.

 

Άρθρο 65

Λύση Αναστολή της σύμβασης

Ο ανάδοχος δύναται να ζητήσει τη λύση της σύμβασης εφ' όσον, με αποκλειστική υπαιτιότητα της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής, είτε η έναρξη εκτελέσεως της συμβάσεως καθυστερεί πέραν των έξι (6) μηνών από την υπογραφή της είτε παρατηρείται καθυστέρηση κατά την εκτέλεση η οποία υπερβαίνει το ήμισυ της συνολικής συμβατικής προθεσμίας εκτελέσεως αυτής, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στα έγγραφα της σύμβασης.

Η Εκκλησιαστική Αναθέτουσα Αρχή διατηρεί το δικαίωμα να λύσει μονομερώς τη σύμβαση οιαδήποτε χρονική στιγμή, αποζημιώνοντας στην περίπτωση αυτή τον ανάδοχο για θετική ζημία που έχει υποστεί από τη λύση της σύμβασης. Η αποζημίωση του προηγούμενου εδαφίου δεν μπορεί να υπερβαίνει το 10% της αξίας του υπολειπόμενου συμβατικού αντικειμένου. Εάν προβλέπεται ειδικότερα στη σύμβαση, η Αναθέτουσα Αρχή διατηρεί το δικαίωμα λύσης της σύμβασης, μετά την ολοκλήρωση κάθε τμήματος ή φάσης του έργου, χωρίς αποζημίωση του αναδόχου.

Σε περίπτωση ανωτέρας βίας, οι επιπτώσεις της οποίας διαρκούν άνω των έξι (6) μηνών, η σύμβαση μπορεί να λυθεί χωρίς ζημία για τα δύο μέρη. Στην περίπτωση αυτή ο ανάδοχος αποζημιώνεται για το μέρος της σύμβασης που έχει εκτελέσει και έχει εγκριθεί η παραλαβή του από την Αναθέτουσα Αρχή.

Η Αναθέτουσα Αρχή διατηρεί το δικαίωμα να αναστέλλει την εφαρμογή τμήματος ή του συνόλου της συμβάσεως με έγγραφη γνωστοποίηση στον ανάδοχο. Στη γνωστοποίηση προσδιορίζονται οι λόγοι που καθιστούν αναγκαία την αναστολή, η ημερομηνία έναρξης  της αναστολής και η πιθανολογούμενη διάρκειά της. Από την ημερομηνία ενάρξεως της αναστολής, αναστέλλεται προσωρινά η υποχρέωση εκπληρώσεως των αντίστοιχων συμβατικών υποχρεώσεων του αναδόχου, ο ίδιος, ωστόσο, οφείλει να λάβει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα για τον περιορισμό τυχόν ζημίας ή πρόσθετων δαπανών του ιδίου ή της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής.

 

Άρθρο 66

Επίλυση διαφορών

Όλες οι έννομες σχέσεις και οι διαφορές μεταξύ Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής και αναδόχου, που προκύπτουν από την κατάρτιση, εκτέλεση και ερμηνεία συμβάσεων του παρόντος Κανονισμού, καθώς και από πράξη ή παράλειψη οργάνου της Εκκλησιαστικής Αναθέτουσας Αρχής ή συμβαλλομένου της, που σχετίζεται με την οικεία σύμβαση, διέπονται από το ελληνικό ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο. Αποκλειστικά αρμόδια για την επίλυση των ανωτέρω διαφορών είναι τα καθ' ύλην και κατά τόπον, βάσει της έδρας της αναθέτουσας αρχής, αρμόδια δικαστήρια, εκτός εάν ρητά έχει ορισθεί ή συμφωνηθεί διαφορετικά στα τεύχη του διαγωνισμού ή τη συναφθείσα σύμβαση. Οι ανωτέρω διαφορές μπορούν να επιλύονται με διαιτησία, εφ' όσον αυτό προβλέπεται στα τεύχη του διαγωνισμού και στην οικεία σύμβαση.

 

ΜΕΡΟΣ Δ'

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 67

Τροποποίηση του Κανονισμού

1.Τροποποιήσεις ή συμπληρώσεις του Κανονισμού εγκρίνονται και ισχύουν δι' αποφάσεως της Δ.Ι.Σ., μετά από εισήγηση του Μητροπολίτου, και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

2.Εφ' όσον ο Κανονισμός τροποποιηθεί, συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος άρθρου, δεσμεύει τους τρίτους αυτοδικαίως από της ημέρας της δημοσιεύσεώς του δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

 

Άρθρο 68

Έναρξη ισχύος

1.Η ισχύς του παρόντος Κανονισμού άρχεται από της δημοσιεύσεώς του δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Ο Κανονισμός δημοσιεύεται και δια του επίσημου δελτίου «ΕΚΚΛΗΣΙΑ» της Εκκλησίας της Ελλάδος.

2.Συμβάσεις προμηθειών, υπηρεσιών και έργων για τις οποίες έχει δημοσιευθεί προκήρυξη ή έχει υπογραφεί σύμβαση ή παραγγελία προ της θέσεως εν ισχύι του παρόντος Κανονισμού εξαιρούνται της εφαρμογής των διατάξεων του.

3.Από τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Νομικού Προσώπου της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας.

Ο παρών Κανονισμός να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και στο επίσημο Δελτίο «ΕΚΚΛΗΣΙΑ».

Αθήνα, 9 Ιανουαρίου 2019

 

 


Κατεβάσετε το αρχείο με το πρωτότυπο κείμενο, όπως είναι δημοσιευμένο στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ.) του Εθνικού Τυπογραφείου.


 

Έχει διαβαστεί 1311 φορές

Τελευταία Νέα