x

Σύνδεση

Δεν έχετε λογαριασμό; Εγγραφείτε

Προεδρικό Διάταγμα της 13/22-4-1929 - ΦΕΚ 153/Α/22-4-1929 (Κωδικοποιημένο)

Προεδρικό Διάταγμα της 13/22-4-1929 : Περί επικινδύνων οικοδομών.

Στο αρχικό κείμενο έχουν επέλθει μεταβολές. Το Κωδικοποιημένο αρχείο, εκδόθηκε σε επικαιροποιημένο και ενοποιημένο κείμενο, την 14.08.2018 με ενσωματωμένες τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις. Τελευταία ενημέρωση με τις διατάξεις του Ν.4559/2018 - ΦΕΚ 142/Α/3-8-2018

Συνδρομητικές Υπηρεσίες
- Το Νομοθέτημα έχει κωδικοποιηθεί σε αρχείο ενιαίο κειμένου, με ενσωματωμένες τις διατάξεις με τις οποίες έχει συμπληρωθεί - τροποποιηθεί μεταγενέστερα.
- Η υπηρεσία προβολής και μεταφόρτωσης κωδικοποιημένων κειμένων είναι διαθέσιμη ΔΩΡΕΑΝ, μόνο στα εγγεγραμμένα μέλη, με πρόσβαση στις Συνδρομητικές Υπηρεσίες.

- Απαιτείται μεγαλύτερο επίπεδο πρόσβασης για την προβολή των Συνδρομητικών Υπηρεσιών.
Εάν είστε μέλος και θέλετε να αποκτήσετε πρόσβαση στις συνδρομητικές Υπηρεσίες, πατήστε ΕΔΩ για Σύνδεση. -Θέματα Βοήθειας και Υποστήριξης για τις συνδρομητικές υπηρεσίες.

ΑΡΧΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΦΕΚ

Το παρακάτω κείμενο διατάξεων αποτελεί το αρχικό κείμενο των διατάξεων, όπως ήταν δημοσιευμένες στο Φ.Ε.Κ., οι οποίες έχουν τροποποιηθεί με μεταγενέστερες διατάξεις.

Π.Δ. της 13/22-4-1929 - ΦΕΚ 153/Α/22.4.1929
Περί επικινδύνων οικοδομών.

 

Έχοντες υπ’ όψει τας διατάξεις του  Ν.Δ. της 17-7/16-8-1923 - ΦΕΚ 228/Α/16.8.1923  «περί σχεδίων πόλεων, κωμών και συνοικισμών του Κράτους και οικοδομής αυτών», απεφασίσαμεν και διατάσσομεν:

Άρθρον   1
1.Διακρίνονται τέσσαρες περιπτώσεις επικινδύνων οικοδομών. Επικίνδυνοι από απόψεως στατικής και δομικής, από απόψεως υγιεινής, από απόψεως ασφαλείας κατά του πυρός, και από απόψεως κυκλοφορίας του κοινού εις το εσωτερικόν χώρων συναθροίσεως.
2.Οικοδομή και εν γένει κατασκευή τις θεωρείται επικίνδυνος από απόψεως στατικής και δομικής (κοινώς ετοιμόρροπος) όταν λόγω ανεπαρκούς ή κακής θεμελιώσεως, κακής ποιότητος ή συνθέσεως των υλικών εξ ων αποτελείται, κακοτέχνου εργασίας δομήσεως, υποσκαφής ή διαβρώσεως υπό υδάτων ή ετέρων υγρών, ακαταλλήλου διατάξεως ή συνδέσεως ή ανεπαρκών διαστάσεων των στοιχείων αυτής δεν παρουσιάζη εν όλω ή εν μέρει την απαιτουμένην δια τα φορτία, το οποία θα βαστάζη, και εν γένει τον προορισμόν της ασφάλειαν. Δι’ ας περιπτώσεις δεν έχει εκδοθή ειδικός κανονισμός ασφαλείας (ήτοι όρια ασφαλείας υλικών, τηρητέοι κανόνες υπολογισμού, όροι ποιότητος και επεξεργασίας και εφαρμογής υλικών, κανόνες δομήσεως και δοκιμαί υλικών και κατασκευών), λαμβάνονται υπ’ όψιν τα γενικώς εν τη επιστήμη ισχύοντα εν σχέσει προς την ειδικήν φύσιν και επεξεργασίαν των υλικών και τον τρόπον δομήσεως της υπό έλεγχον κατασκευής. Οσάκις υφίστανται σαφείς ενδείξεις του κινδύνου εκδηλούμεναι δια σημαντικών καθιζήσεων, παρεκκλίσεων, αποσυνθέσεων μαζών τοιχοποιίας, ρωγμών δηλωτικών στατικής ανεπαρκείας εις σημείον επικίνδυνον, ο κίνδυνος θεωρείται ως άμεσος και η κατασκευή χαρακτηρίζεται κοινώς ως επικινδύνως ετοιμόρροπος. Το αυτό ισχύει και οσάκις δεν υπάρχουσι μεν τοιαύται εξωτερικαί ενδείξεις, αλλ’ εκ του υπολογισμού ή του τρόπου δομήσεως (δια τα υπό εκτέλεσιν έργα) ή της επενεργείας ωρισμένων γνωστών αιτίων προκύπτη αναμφισβήτητος η ύπαρξις του κινδύνου.
Εις την περίπτωσιν του παρόντος Άρθρον  υ υπάγονται και τα ζητήματα ασφαλείας του εις τους κοινοχρήστους χώρους κυκλοφορούντος κοινού, ήτοι βαθμίδες εισόδων και εξώσται και εν γένει επικίνδυνοι αρχιτεκτονικαί προεξοχαί.
3.Κτίριον ή διαμέρισμα αυτού θεωρείται επικίνδυνον από απόψεως υγιεινής, όταν δεν πληροί τους σχετικούς όρους ους καθορίζει ο οικοδομικός κανονισμός.
4.Κατασκευή τις ή διαμέρισμα αυτής θεωρείται επικίνδυνον απο απόψεως ασφαλείας κατά του πυρός, όταν δεν πληροί τους σχετικούς όρους ους καθορίζει ο οικοδομικός κανονισμός. Εξαιρετικώς δια τους χώρους συναθροίσεως του κοινού, εφ’ όσον δεν έχει εκδοθή ειδικός κανονισμός ασφαλείας κατά του πυρός, εφαρμόζονται τα κατά την κρίσιν της αρχής ενδεικνυόμενα μέτρα κατ’ αναλογίαν προς τα αλλαχού ισχύοντα.
Χώρος συναθροίσεως του κοινού θεωρείται επικίνδυνος από απόψεως κυκλοφορίας του κοινού, όταν δεν πληροί τους απαιτουμένους όρους δια την άνετον και ασφαλή κυκλοφορίαν του κοινού εντός αυτού, την άνετον παρακολούθησιν των εν αυτώ θεαμάτων και ακροαμάτων κλπ. και την ταχείαν και ασφαλή εκκένωσιν εις περίπτωσιν αιφνιδίας ανάγκης. Εφ’ όσον πάντα ταύτα δεν προβλέπει ειδικός κανονισμός, η αρχή δικαιούται να προβαίνη εκάστοτε εις την ρύθμισίν των κατά την κρίσιν της.

Άρθρον   2
1.Πας πολίτης δικαιούται να καταγγέλη την πιθανολογουμένην ύπαρξιν κινδύνου εις τας οικοδομάς, η δε αστυνομική αρχή και η επί της εφαρμογής του σχεδίου υπηρεσία δικαιούνται να θέτωσιν υπό έλεγχον προς εξακρίβωσιν υπάρχοντος τυχόν κινδύνου παν κατασκεύασμα, είτε αποπερατωθέν είτε υπό κατασκευήν διατελούν.
Εν πάση περιπτώσει αρμοδία δια την ενάσκησιν του ελέγχου ως προς τον υφιστάμενον κίνδυνον κατασκευών είναι η επί της εφαρμογής του σχεδίου τεχνική υπηρεσία, εις ην και πρέπει να παραπέμπηται πάσα σχετική καταγγελία ή αίτησις, η δε αστυνομική αρχή οφείλει να επιβάλλη την εκτέλεσιν των υπό της υπηρεσίας ταύτης αποφασιζομένων κατά το παρόν διάταγμα.
3.Οσάκις ο ιδιοκτήτης ή μισθωτής ακινήτου ζητεί τον έλεγχον αυτού υπό της αρχής από απόψεως ασφαλείας δια μελετωμένας εργασίας δομήσεως (οίον προσθήκας ορόφων, μεταρρυθμίσεις, κατεδαφίσεις μεσοτοίχων κλπ.) ή δι’ επαύξησιν της φορτώσεως αυτού οπωσδήποτε, οφείλει να συνυποβάλλη μετά της αιτήσεώς του και σχετικήν έκθεσιν εξετάσεως της κατασκευής υπό δύο ιδιωτών πολιτικών μηχανικών, διπλωματούχων ανωτάτων ανεγνωρισμένων υπό του Κράτους τεχνικών σχολών, και όσα η υπηρεσία θεωρήση αναγκαία σχετικά διαγράμματα, εκτελών εν ανάγκη ιδία δαπάνη και φροντίδι πάσαν απαιτουμένην δοκιμαστικήν εργασίαν.

Άρθρον   3
1.Εις κτίρια επικίνδυνα από απόψεως υγιεινής ή ασφαλείας κατά του πυρός επιβάλλεται η άρσις του κινδύνου ή τα εκ της τυχόν μη τοιαύτης άρσεως αναγκαστικά μέτρα, εφ’ όσον ο οικοδομικός κανονισμός προβλέπει ρητώς τούτο δια την υπό έλεγχον περίπτωσιν. Εάν όμως ο κίνδυνος υφίσταται ως προς την ασφάλειαν της κατασκευής από απόψεως στατικής ή δομικής ή από οιασδήποτε απόψεως εις χώρους συγκεντρώσεως του κοινού, η άρσις αυτού και τα εκ της τυχόν μη άρσεως μέτρα επιβάλλονται αμέσως εις πάσαν περίπτωσιν άνευ ουδεμιάς εξαιρέσεως.

Άρθρον   4

1.Η επί του ελέγχου του κινδύνου υπηρεσία (ο υπό του νομομηχανικού ή προϊσταμένου του επί της εφαρμογής του σχεδίου γραφείου ή του προϊσταμένου των υποτεταγμένων αυτώ γραφείων οριζόμενος τεχνικός υπάλληλος), κατόπιν καταγγελίας ή αιτήσεως ή ειδοποιήσεως υπό της αστυνομικής αρχής ή και οίκοθεν ενεργούσα, προβαίνει εις την αυτοψίαν προς εξακρίβωσιν του κινδύνου, συντάσσουσα περί τούτου σχετικήν έκθεσιν (πρωτόκολλον). Εάν πρόκειται περί λίαν μεμακρυσμένου από της έδρας της τεχνικής υπηρεσίας μέρους και η συγκοινωνία είναι δυσχερής, η αστυνομική αρχή εν συνεννοήσει μετά του προέδρου της κοινότητος δύνανται να αναθέσωσι τον έλεγχον και εις οιονδήποτε άλλον μηχανικόν, εν ελλείψει δε τοιούτου και εις δεδοκιμασμένης ικανότητος εμπειροτέχνην εκ των πλησιεστέρων εις το υπό έλεγχον ακίνητον ευρισκομένων. Ούτοι υποχρεούνται εις την σύνταξιν της εκθέσεως, ήτις παραδίδεται εις την αστυνομίαν, η οποία συν τη κοινοποιήσει αντιγράφου αυτής εις τους ενδιαφερομένους κατά τας διατάξεις του άρθρ. 5 διαβιβάζει το πρωτότυπον εις το γραφείον της ως άνω τεχνικής υπηρεσίας. Τα των ενστάσεων και αναθεωρήσεως των ούτω συντασσομένων εκθέσεων υπάγονται εις τας γενικάς διατάξεις του άρθρ. 5 και εφεξής.
2.Η ως άνω έκθεσις πρέπει να διασαφηνίζη το εξετασθέν ακίνητον και να καθορίζη το είδος και την έκτασιν του κινδύνου, ως επίσης και λεπτομερώς τα εφαρμοστέα προς άρσιν αυτού μέτρα, το αναγκαίον ή ου της εν όλω ή εν μέρει εκκενώσεως των διαμερισμάτων δια την πραγματοποίησιν των μέτρων τούτων, και την προθεσμίαν εντός της οποίας πρέπει ταύτα να αρθώσι (αναλόγως του βαθμού του κινδύνου). Εάν η αυτοψία διαπιστώση ότι πρόκειται περί κινδύνου αναγομένου εις την ασφάλειαν κατά του πυρός ή εις την κυκλοφορίαν χώρων συναθροίσεως του κοινού και τα επιβλητέα προς αποσόβησιν αυτού μέτρα δεν προβλέπωνται υπό ειδικού οικοδομικού κανονισμού, τότε η έκθεσις παραπέμπει την εξέτασιν του ζητήματος εις την κατά το άρθρ. 8 παρ. 1 επιτροπήν. Η έκθεσις, πλην των άλλων, πρέπει να μνημονεύη, εάν η κατεδάφισις επιβάλλεται λόγω αποκλεισμού των επισκευών (ίδε επομένην παρ. 3), ως επίσης να ορίζη σαφώς και λεπτομερώς τας συνεπείας των εν αυτή υποδεικνυομένων (παρ. 4 του παρόντος Άρθρον  υ).
3.Δια την αποτροπήν του κινδύνου πρέπει να υποδεικνύωνται τα ηπιώτερα κατά προτίμησιν μέτρα, οίον επισκευαί, ενισχύσεις, μεταρρυθμίσεις, προσθήκαι κλπ. εν εσχάτη δεν ανάγκη οριστικαί κατεδαφίσεις. Πάντως αι υποδεικνυόμεναι εργασίαι πρέπει να επιτρέπωνται υπό των κειμένων διατάξεων (π.χ. περίπτωσις μη επισκευής αλλά κατεδαφίσεως επισκευασίμου μεν αλλά ρυμοτομουμένου επικινδύνου τμήματος κτιρίου) ή του οικοδομικού κανονισμού, εις περίπτωσιν δε κατεδαφίσεως μεσοτοίχου προς ανοικοδόμησιν ασφαλεστέρου και των εκ ταύτης συνεπειών (Κεφάλαια XVI και XVII οικοδ. κανονισμού) να επιβάλληται μόνιμος τρόπος αποσοβήσεως του κινδύνου και ουχί πρόχειρα μέτρα. Ο ιδιοκτήτης υποχρεούται να εφαρμόζη ταχέως και εμπροθέσμως τα εν τη εκθέσει της αυτοψίας υποδεικνυόμενα μέτρα, δικαιούμενος να πραγματοποιή και ριζικώτερα τοιαύτα. Εφ’ όσον το ακίνητον διατελή υπό αναγκαστικούς όρους μισθώσεως, τα ριζικώτερα καθ’ υπέρβασιν των υποδεικνυομένων μέτρα εφαρμόζονται εφ’ όσον οι εν λόγω όροι επιτρέπουσι το τοιούτον και κατά τας σχετικάς περί αυτών διατάξεις.
4.Μη πραγματοποιούντος του ιδιοκτήτου εμπροθέσμως την εφαρμογήν των εν τη εκθέσει υποδεικνυομένων μέτρων, τότε η αστυνομική αρχή, καθ’ υπόδειξιν της κατά την ανωτέρω παρ. 1 τεχνικής υπηρεσίας, προβαίνει εις άρσιν του κινδύνου, εφαρμόζουσα τα επόμενα μέτρα: α)Την αναγκαστικήν εκκένωσιν και αχρησίαν των επικινδύνων διαμερισμάτων μέχρι της οριστικής άρσεως του κινδύνου υπό του ιδιοκτήτου, εφ’ όσον πρόκειται περί κινδύνου εκ των προβλεπομένων υπό των παρ. 3, 4 και 5 του άρθρ. 1, και η αχρησία κρίνεται ως επαρκές μέτρον δια την αποσόβησιν του κινδύνου. β)Την αναγκαστικήν εκκένωσιν και κατεδάφισιν των επικινδύνων μερών της κατασκευής, εφ’ όσον πρόκειται περί κινδύνου προβλεπομένου υπό της παρ. 2 του άρθρ. 1 ή και των λοιπών παραγράφων του αυτού Άρθρον  υ, εάν η κατά τα ανωτέρω αχρησία δεν κρίνεται επαρκής προς αποσόβησιν του κινδύνου.
Εάν το επικίνδυνον της κατασκευής οφείλεται εις παράβασιν ρητών διατάξεων του οικοδομικού κανονισμού, ων επεβάλλετο η τήρησις, τότε η ως άνω (περίπτωσις α΄) αχρησία δεν είναι επαρκής και επιβάλλεται η κατεδάφισις του επικινδύνου μέρους και η προσαρμογή προς τον οικοδομικόν κανονισμόν.
Δια την ως άνω υπό της αρχής αποσόβησιν του κινδύνου δεν απαιτείται ουδεμία ειδική διατύπωσις, δικαιούται δε αύτη να αχρηστεύη ή και κατεδαφίζη και μη επικίνδυνα τμήματα της κατασκευής, εφ’ όσον το τοιούτον απαιτείται κατά την κρίσιν της δια την αποσόβησιν και άρσιν του κινδύνου εκ των επικινδύνων διαμερισμάτων ή αποτελεί συνέπειαν της κατεδαφίσεως αυτών, της αρχής ουδεμίαν υποχρέωσιν εχούσης δια την υποστήλωσιν, ενίσχυσιν και επισκευήν της κατασκευής.
Προκειμένου περί οικοδομής διατελούσης υπό κατασκευήν ή επισκευήν η σύνταξις της κατά τα ανωτέρω εκθέσεως συνεπάγεται εν γένει αναστολήν των εργασιών μέχρι της οριστικής άρσεως του κινδύνου.

Άρθρον   5
1.Αντίγραφον της κατά το προηγούμενον Άρθρον  ν εκθέσεως κοινοποιείται υπό της τεχνικής υπηρεσίας δια της αστυνομικής αρχής εις τον ιδιοκτήτην και τους τυχόν ενοίκους. Προκειμένουπερί ζητημάτων αναφερομένων εις μεσότοιχον και τας εκ τυχόν κατεδαφίσεως αυτού προς ανοικοδόμησιν συνεπείας (Κεφάλαιον XVII οικοδ. κανονισμού), η έκθεσις κοινοποιείται εις αμφοτέρους τους γείτονας ιδιοκτήτας και τους τυχόν ενοίκους. Οι ενδιαφερόμενοι δικαιούνται να υποβάλωσιν ενστάσεις κατά της τυχόν εκθέσεως της τεχνικής υπηρεσίας εντός ωρισμένης ανατρεπτικής προθεσμίας, οριζομένης εν αυτή τη εκθέσει. Δια τον καθορισμόν της προθεσμίας ταύτης λαμβάνεται υπ’ όψιν ο βαθμός του κινδύνου και η απόστασις του τόπου εν ω το επικίνδυνον ακίνητον από της έδρας της υπηρεσίας. Η ένστασις πρέπει να υποβάληται πάντοτε εις την συντάξασαν την έκθεσιν υπηρεσίαν είτε απ’ ευθείας, είτε δια της αστυνομικής αρχής του τόπου εν ω το ακίνητον, λογίζεται δε η χρονολογία της υποβολής της από της παραδόσεώς της εις την αστυνομίας ή εις την υπηρεσίαν (εάν υπεβλήθη εις την τελευταίαν απ’ ευθείας). Η εμπρόθεσμος υποβολή των ενστάσεων αναστέλλει οίκοθεν την εκτέλεσιν της εκθέσεως (πρωτοκόλου) μέχρις εκδόσεως νεωτέρας αποφάσεως, εάν δε αι ενστάσεις υποβληθώσιν απ’ ευθείας εις την υπηρεσίαν, αύτη οφείλει να ειδοποιή εγκαίρως την αστυνομικήν αρχήν δια την αναστολήν. Ενστάσεις υποβαλλόμεναι εις το υπουργείον ή ετέρας αρχάς δεν δύνανται να ληφθώσιν υπ’ όψιν και διαπέμπονται απλώς εις το συντάξαν την έκθεσιν γραφείον, όπερ ενεργεί επ’ αυτών εφ’ όσον περιέλθωσιν εις τούτο εντός της τεταγμένης ανατρεπτικής προθεσμίας. Εν τη εκθέσει περί επικινδύνου οικοδομής πρέπει, σύν τοις άλλοις, να καθορίζηται ο τρόπος υποβολής των ενστάσεων και να τονίζηται πως πρέπει να υποβληθώσιν αύται, ίνα ληφθώσιν υπ’ όψιν.
2.Υποβληθεισών κανονικώς κατά τα ανωτέρω ενστάσεων εις το συντάξαν την έκθεσιν γραφείον, τούτο επιμελείται της αναθεωρήσεως αυτής. Η αναθεώρησις της αρχικής εκθέσεως πρέπει να ενεργήται πάντοτε υπό ανωτέρου τεχνικού υπαλλήλου των δημοσίων έργων, διπλωματούχου πολιτικού μηχανικού. Αν τοιούτος δεν υπηρετή εν συντάξαντι την αρχικήν έκθεσιν γραφείω, τότε η αναθεώρησις παραπέμπεται υπό του τελευταίου εις το εις ο υπάγεται τούτο προϊστάμενον γραφείον νομομηχανικού ή σχεδίου πόλεως.
Εάν ο εις την αναθεώρησιν προβαίνων μηχανικός καταλήξη εις σύνταξιν εκθέσεως με συμπεράσματα διαφέροντα των της αρχικής, τότε αμφότεραι αι εκθέσεις τίθενται υπ’ όψιν του προϊσταμένου του γραφείου νομομηχανικού ή σχεδίου πόλεως της περιφερείας, όστις κατόπιν αυτοψίας προβαίνει αυτοπροσώπως εις την αναθεώρησιν, εκτός εάν στερήται των κατά τα ανωτέρω προσόντων, οπότε την αναθεώρησιν ενεργεί ο αρχαιότερος εν τω γραφείω πολιτικός μηχανικός. Ομοίως ενεργείται πάντοτε η αναθώρησις και οσάκις πρόκειται περί ενστάσεων αναφερομένων εις κίνδυνον ασφαλείας από στατικής και δομικής απόψεως: α)επί κατασκευής μονολιθικών εκ σκυροκονιάματος ή εξ ωπλισμένου σκυροκονιάματας ή εκ σιδήρου, β)επί σοβαρών θεμλιώσεων και υποθεμελιώσεων, γ)επί των περιπτώσεων περί ων το άρθρ. 2 παρ. 3, και δ)επί μεσοτοίχων και των εις την κατεδάφισιν και ανοικοδόμησιν αυτών εις περίπτωσιν ανεπαρκείας παρομαρτούντων συναφών ζητημάτων ασφαλείας (κεφάλαια XVI και XVII οικοδ. κανονισμού).
3.Η αναθεωρητική έκθεσις συντάσσεται και κοινοποείται καθ’ ον και η αρχική τρόπον, επιτρέπονται δε κα’ αυτής ενστάσεις μόνον εφ’ όσον πρόκειται περί των εις την προηγουμένην παράγραφον αναφερομένων τεσσάρων περιπτώσεων ασφαλείας από στατικής και δομικής απόψεως. Ο τρόπος υποβολής των ενστάσεων κατά της δευτέρας εκθέσεως είναι ο αυτός ως ανωτέρω και διαπέμπονται αύται υπό του εις ο υποβάλλονται γραφείου εις τον αρμόδιον επιθεωρητήν δημοσίων έργων, όστις αποφαίνεται επ’ αυτών τελικώς.
4.Ο οικείος επιθεωρητής δικαιούται και οίκοθεν να ελέγχη τας περί αναγνωρίσεως επικινδύνων οικοδομών πράξεις των τεχνικών υπηρεσιών της περιφερείας του και να προβαίνη εις αναθεώρησιν των σχετικών εκθέσεων, αποφαινόμενος επ’ αυτών τελικώς.
Επί των εις την ανωτέρω παρ. 3 μνημονευομένων τεσσάρων περιπτώσεων ασφαλείας από στατικής και δομικής απόψεως δικαιούνται οι ενδιαφερόμενοι να εφεσιβάλωσι την απόφασιν του επιθεωρητού εις το υπουργείον, ούτινος και ο τελευταίος δύναται, εάν κρίνη αναγκαίον, να ζητή την επέμβασιν, εάν η απόφασις αυτού αντιτίθεται προς έκθεσιν δύο ιδιωτών πολιτικών μηχανικών διπλωματούχων ανωτάτων ανεγνωρισμένων τεχνικών σχολών, συντασσομένων φροντίδι των ενδιαφερομένων. Το υπουργείον αποφαίνεται, αφού εξετάση την υπόθεσιν δι’ επιτροπής και δοκιμών ή καθ’ ον έτερον νομίση κατάλληλον τρόπον.

Άρθρον   6
1.Πάσα οιαδήποτε δαπάνη δια τον έλεγχον των οικοδομών από απόψεως κινδύνου βαρύνει τον ιδιοκτήτην, οφείλοντα να προβαίνει εις πάσαν εργασίαν και πάσαν δοκιμήν ην η τεχνική υπηρεσία ήθελε θεωρήσει αναγκαίαν δια τον έλεγχον.
Προβαινούσης εν αμελεία αυτού της αρχής εις την αναγκαστικήν άρσιν του κινδύνου, επιβαρύνεται ούτος δια των σχετικών δαπανών, αίτινες εισπράττονται παρά του ιδιοκτήτου δι’ απλών καταστάσεων κατά τας περί εισπράξεων δημοσίων εσόδων διατάξεις.
2.Εις περίπτωσιν αναγκαστικής άρσεως του κινδύνου δια παρεμβάσεως της αρχής, οι δήμοι και αι κοινότητες πρέπει να προκαταβάλλωσι τας αναγκαίας σχετικάς δαπάνας και θέλουσιν εισπράττει ταύτας κατά τα ανωτέρω οριζόμενα. Εν ανάγκη δύναται να καταβάλλη ταύτας και το Δημόσιον. Πάντως η αναγκαστική άρσις του κινδύνου υπό της αρχής πρέπει να επιδιώκηται δια του οικονομικωτέρου τρόπου.
3.Ο ιδιοκτήτης της επικινδύνου οικοδομής καθίσταται υπεύθυνος δια πάσαν φθοράν και ζημίαν, η οποία ήθελε προξενηθή εις την ιδίαν ή τας γειτονικάς ιδιοκτησίας ή εις το περιεχόμενον αυτών εις περίπτωσιν παρεμβάσεως της αρχής προς άρσιν του κινδύνου.
4.Εάν ο κίνδυνος οφείλεται εις παράβασιν του οικοδομικού κανονισμού, όστις έδει να τηρηθή κατά την εκτέλεσιν του έργου, πλην της κατά το παρόν Διάταγμα παρεμβάσεως της αρχής προς άρσιν αυτού, εφαρμόζονται εν ανάγκη προς επιβολήν του οικοδομικού κανονισμού και αι περί αυθαιρέτων κατασκευών διατάξεις.
5.Κατά τας περιπτώσεις της πρηγουμένης παραγράφου, ως και εις πάσαν ετέραν περίπτωσιν επικινδύνου οικοδομής, το εκ της οποίας κίνδυνον δεν αίρει ο ιδιοκτήτης εντός της υπό της τελικής εκθέσεως τασσομένης προθεσμίας, η αστυνομική αρχή, τη υποδείξει της αρμοδίας τεχνικής υπηρεσίας, ή και η τελευταία απ’ ευθείας, ασκούσι την ποινικήν δίωξιν κατά του παραβάτου κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρ. 3 του Ν. 3976. Πάντως η ποινική δίωξις απαιτεί όπως η έκθεσις περί του κινδύνου καταστή εκτελεστή λόγω μη εμπροθέσμου υποβολής ή μηδόλως υποβολής ενστάσεων ή εκδοθή η επ’ αυτής τελική απόφασις εις περίπτωσιν ενστάσεων, πρέπει δε αι ποινικαί αύται συνέπειαι να σημειώνται εν τη σχετική εκθέσει λεπτομερώς, προς γνώσιν των ενδιαφερομένων.

Άρθρον   7
1.Εις περίπτωσιν επικινδύνως ετοιμορρόπων κατασκευών (άρθρ. 1 παρ. 2) την έκθεσιν καταρτίζει επιτροπή καταρτιζομένη κατά τα εφεξής οριζόμενα, και μετά τριήμερον από της κοινοποιήσεως αντιγράφου της εκθέσεως αυτής εις τον ιδιοκτήτην και τους ενοίκους προβαίνει η αστυνομική αρχή ευθύς αμέσως εις την κατεδάφισιν της επικινδύνου κατασκευής, αποκλειομένης οιασδήποτε ενστάσεως ή παρεμβάσεως. Εάν η επιτροπή διαπιστώση σοβαρόν και άμεσον κίνδυνον, κατόπιν σχετικής περί τούτου μνείας εν τη εκθέσει της δύναται η εκκένωσις και κατεδάφισις να συντελεσθή παραχρήμα.
«2. Η επιτροπή είναι τριμελής και αποτελείται από δύο πολιτικούς μηχανικούς δημοσίους υπαλλήλους και έναν ιδιώτη αρχιτέκτονα μηχανικό με ειδίκευση ή εμπερία σε θέματα συντήρησης και αποκατάστασης παραδοσιακών κτιρίων. Την επιτροπή διορίζει ο Γενικός Γραμματέας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης.»
 3.Την επιτροπήν διορίζει ο νομάρχης εν συνεννοήσει μετά του οικείου επιθεωρητού δημοσίων έργων, δύναται δε να ορίζηται ιδία τοιαύτη δι’ εκάστην περιφέρειαν, αναλόγως των αποστάσεων και των συγκοινωνιακών μέσων εκείνης, ως και να διορίζωνται πλειότερα μέλη αυτής, ώστε ανάγκης τυχούσης η σύνθεσίς της να είναι πάντοτε ταχεία και εξησφαλισμένη. Ο νομάρχης, εν συνεννοήσει με τον οικείον επιθεωρητήν δημοσίων έργων, πρέπει να τηρώσι πάντοτε πίνακα των καταλληλοτέρων προσώπων της περιφερείας των, άτινα δύνανται να αποτελέσωσι μέλη τοιούτων επιτροπών, και να επιμελώνται του εγκαίρου διορισμού των μελών προς αντικατάστασιν άλλων εκλιπόντων ή καταλληλοτέρων.
4.Τα μέλη των επιτροπών πρέπει να γνωστοποιώνται εις τα γραφεία νομομηχανικών και σχεδίων πόλεων, τα υποτεταγμένα αυτοίς γραφεία και τας κατά τόπους αστυνομικάς αρχάς, καλούνται δε αύται προς ενάσκησιν των καθηκόντων των υπό της τεχνικής υπηρεσίας, ενεργούσης είτε οίκοθεν είτε κατόπιν ειδοποιήσεως. Οσάκις όμως πρόκειται περί μερών λίαν μεμακρυσμένων της έδρας της τεχνικής υπηρεσίας και δυσχερούς συγκοινωνίας και η εκ της μεταβάσεως υπαλλήλου της τεχνικής υπηρεσίας προς διαπίστωσιν της ανάγκης συγκλήσεως της επιτροπής καθυστέρησις δύναται, κατά την κρίσιν της αστυνομίας, να καταστήση αναπόφευκτον την πτώσιν του προφανώς επικινδύνου κατασκευάσματος, η αστυνομική αρχή, εν συνεννοήσει με την οικείαν κοινότητα, δύναται να προσκαλή την επιτροπήν και να εκτελή ακολούθως τας αποφάσεις αυτής. Κατά τας περιπτώσεις ταύτας δύνανται και τα τρία μέλη της επιτροπής να αποτελώνται εξ ιδιωτών μηχανικών ή και εμπειροτεχνών εν ανάγκη. Ο ιδιοκτήτης του επικινδύνου κατασκεύασματος δικαιούται να αξιώση παρά της αστυνομίας την εξέτασιν αυτού υπό της επιτροπής, ης μετέχει και αντιπρόσωπος της υπηρεσίας, εάν προβή οίκοθεν εις την εκκένωσιν του επικινδύνου και εις την ασφαλή περίφραξιν και προσωρινήν υποστύλωσιν αυτού, ώστε εις περίπτωσιν πτώσεως να μη διατρέξωσι κίνδυνον οι εντός αυτού και οι διαβάται.
5.«΄Ινα είναι εκτελεσταί αι αποφάσεις των επιτροπών πρέπει να ώσιν ομόφωνοι. Τυχόν διαφωνία συνεπάγεται άμεσον επανεξέτασιν υπό της επιτροπής μετά την αντικατάστασιν τουλάχιστον των δύο μελών (εις περίπτωσιν δε ιδιωτών αυτών τούτων) αυτής. Εάν και η δευτέρα επιτροπή διαφωνήση, το ζήτημα παραπέμπεται εις τον οικείον επιθεωρητήν, όστις αποφαίνεται τελικώς κατά τας διατάξεις του άρθρ. 5 παρ. 3 κλπ.

Άρθρον   8
1.Οσάκις πρόκειται περί χώρων συναθροίσεως του κοινού και τα επιβλητέα μέτρα ασφαλείας κατά του πυρός και κυκλοφορίας δεν προβλέπονται υπό ειδικού οικοδομικού κανονισμού, αποφαίνεται περί αυτών ειδικώς δι’ εκάστην περίπτωσιν επιτροπή, καταρτιζομένη υπό της αστυνομικής διευθύνσεως και απαρτιζομένη: 1)εκ του διευθυντού της αστυνομίας, 2)εκ του προϊσταμένου του γραφείου νομομηχανικού ή σχεδίου πόλεως, 3)ενός αρχιτέκτονος του Δημοσίου, 4)ενός μηχανικού της μηχανολογικής ή ηλεκτρολογικής υπηρεσίας του Κράτους, και 5)ενός αντιπροσώπου της υγιειονομικής υπηρεσίας του Κράτους. Εάν καθίσταται δυσχερής η επί τόπου σύνθεσις της επιτροπής εκ των ανωτέρω, δύναται να τροποποιήται η σύνθεσις αύτη ως προς τα υπ’ αριθ. 3 και 4 μέλη, οριζομένων ετέρων μηχανικών του Δημοσίου αντ’ αυτών (κατά προτίμησιν των δημοσίων έργων), εν ανάγκη προσλαμβανομένου και μηχανικού του δήμου, και τέλος συμπτυσσομένων των μελών εις ένα.
2.Η αστυνομική αρχή κανονίζει τας ενεργείας της βάσει των αποφάσεων της ως άνω επιτροπής, αίτινες δύνανται να αναθεωρηθώσιν υπό της επιτροπής, συντιθεμένης εκ των ιδίων ή άλλων μελών, κατόπιν σχετικής αποφάσεως της αστυνομικής διεύθυνσεως. Κατά των αποφάσεων της επιτροπής δεν επιτρέπεται πάντως οιαδήποτε προσφυγή εις το υπουργείον.

Άρθρον   9
1.Ειδικώς επί των ακολούθων περιπτώσεων η αστυνομική αρχή, συμβουλευομένη εν ανάγκη την επί της εφαρμογής του σχεδίου τεχνικήν υπηρεσίαν, οφείλει να προβαίνη και απ’ ευθείας εις την υπόδειξιν των αναγκαίων μέτρων, ή εάν ο ιδιοκτήτης παραλείψη να συμμορφωθή εμπροθέσμως προς τας υποδείξεις της, εις την αναγκαστικήν άρσιν του κινδύνου κατά τα εν άρθρ. 4 παρ. 4 κλπ. οριζόμενα: α)Επί παραβάσεων του οικοδομικού κανονισμού ως προς την τοποθέτησιν αποθηκών ύδατος ή φυτειών παρά μεσοτοίχους, την επίστρωσιν ακαλύπτων εκτάσεων των οικοπέδων, την κατασκευήν αποχετευτικών αυλάκων και την επίστρωσιν των κοινών αυλών, β)Επί παραβάσεων του οικοδομικού κανονισμού ως προς την εγκατάστασιν καπναγωγών εντός κατοικησίμων διαμερισμάτων. γ)Επί παραβάσεων του οικοδομικού κανονισμού ως προς την οίκησιν υπογείων διαμερισμάτων και την επικοινωνίαν των υπογείων μετά των λοιπών χώρων. δ)Επί παραβάσεων του οικοδομικού κανονισμού ως προς τα αποχωρητήρια, τους βόθρους, τους αγωγούς της διοχετεύσεως των υγρών των οικοδομών και των ομβρίων υδάτων, την ύδρευσιν και τας αποθήκας ύδατος και τους βόθρους των ζώων. ε)Επί παραβάσεων του οικοδομικού κανονισμού ως προς την εγκατάστασιν ξυλίνων παραπηγμάτων εντός των οικοπέδων, την εγκατάστασιν εστιών επι μεοσοτοίχων, την απομόνωσιν των χώρων εν οις γίνεται χρήσις πυρός εις καταστήματα μη χρησιμοποιούντα εύφλεκτα υλικά και την εγκατάστασιν θερμαστών. στ)Επί παραβάσεων του οικοδομικού κανονισμού ως προς τας ανιούσας και κατιούσας βαθμίδας, τους εξώστας (ως προς προεξοχήν των πέραν της οικοδομικής γραμμής), τα προστεγάσματα, τους επί κοινοχρήστων χώρων φωταγωγούς υπογείων και εν γένει την ρήσιν των υδάτων επί των μεσοτοίχων. ζ)Επί παραβάσεων του οικοδομικού κανονισμού ως προς τας επενδύσεις της περιοχής των οικοπέδων, εν οις εκτελούνται οικοδομικαί εργασίαι, την εγκατάστασιν των εργοταξίων, την απόθεσιν των προϊόντων εκσκαφής και των υλικών δομήσεως, την υποστήριξιν των ορυγμάτων και την διάρκειαν παραμονής των, την εξασφάλισιν των γειτόνων από οχλήσεως και ζημιών εκ καπνών, αναθυμιάσεων, θορύβου, αποχετεύσεων, εκρήξεων κλπ. η)Επί παραβάσεων του οικοδομικού κανονισμού ή των κατά το οικείον Άρθρον  ν διατασσομένων ως προς την ασφάλειαν κατά του πυρός και από απόψεως εσωτερικής κυκλοφορίας εις χώρους συναθροίσεως του κοινού.
2.Ο υπόχρεως δια την άρσιν του κινδύνου κατά τας ανωτέρω περιπτώσεις, ευθύς ως ειδοποιηθή προς τούτο υπό της αστυνομικής αρχής και εντός της εν τη ειδοποιήσει οριζομένης προθεσμίας, δικαιούται να υποβάλη ένστασιν, η οποία γίνεται δεκτή και εξετάζεται μόνον εφ’ όσον υποβληθή εις αυτήν την ειδοποιήσασαν αστυνομικήν αρχήν, άλλως τυγχάνει απαράδεκτος. Αι κανονικώς υποβληθείσαι ενστάσεις διαβιβάζονται εις την επί της εφαρμογής του σχεδίου τεχνικήν υπηρεσίαν, η οποία αποφαίνεται επ’ αυτών ανεκκλήτως και συμφώνως τη αποφάσει αυτής η αστυνομική αρχή ενεργεί τα περαιτέρω δια την άρσιν του κινδύνου υπό του υποχρέου. Κατά των ειδοποιήσεων των ενεργειών τούτων της αστυνομικής αρχής και των σχετικών αποφάσεων της τεχνικής υπηρεσίας αποκλείεται, οιαδήποτε προσφυγή εις οιανδήποτε προϊσταμένην της τεχνικής υπηρεσίας και της αστυνομίας αρχήν και εις το υπουργείον αυτό έτι.
3.Επί των ανωτέρω περιπτώσεων η μεταξύ αστυνομίας και τεχνικής υπηρεσίας συνεννόησις πρέπει να διεξάγεται κατά τον απλούστερον και συντομώτερον τρόπον, πάντως δε η τεχνική υπηρεσία οφείλει και οίκοθεν να υποδεικνύη εις την αστυνομικήν αρχήν τας περιπτώσεις ταύτας και τον τρόπον της επεμβάσεώς της.
4.Επί παραβάσεων ως προς το είδος και τον αριθμόν των διατηρητέων εις τας πόλεις ζώων η αστυνομική αρχή ενεργεί κατά τας υποδείξεις της αρμοδίας υπηρεσίας υγιεινής, αποκλειομένης οιασδήποτε ενστάσεως κατά των ενεργειών αυτής.

Άρθρον   10

1.Επί παραβάσεων του οικοδομικού κανονισμού αναγομένων εις την κατασκευήν διεξόδων προς επικοινωνίαν των εσωτερικών οικοδομών ως προς τας διαστάσεις και το άφλεκτον αυτών, την κατάλληλον διασκευήν των υπογείων δια την κατά την ημέραν διαμονήν ανθρώπων, την ειδικήν διασκευήν του δαπέδου και των τοιχωμάτων των υπγείων των χρησιμοποιουμένων δι’ αποθήκας ή καταστήματα και των υπό καταστήματα κλπ. υπογείων, τον τρόπον κατασκευής των ισογείων διαμερισμάτων, τα διαμερίσματα και τας ειδικάς εγκαταστάσεις των ζώων, την κατασκευήν αφλέκτων τοίχων, την επικάλυψιν των στεγών δι’ αφλέκτου υλικού, την διάταξιν των καπνοδόχων από απόψεως ασφαλείας κατά του πυρός, την υπερύψωσιν των μεσοτοίχων υπέρ τας στέγας, τα ανοίγματα και τας εντοιχίσεις επί των μεσοτοίχων, τον τρόπον κατασκευής των κλιμάκων, κλιμακοστασίων και διαδρόμων και τας διαστάσεις αυτών, τα πατώματα και τας στέγας, τα ελάχιστα ύψη ορόφων, τας αρχιτεκτονικάς και λοιπάς εν γένει προεξοχάς των κτιρίων (πλην των εν άρθρ. 9 παρ. 1 στοιχείον στ΄ αναφερομένων), τα επί κοινοχρήστων χώρων ανακουφιστήρια και λοιπάς επιτρεπομένας κατασκευάς (από απόψεως υγιεινής και ασφαλείας), τα ικριώματα εν γένει, την διάρκειαν των ικριωμάτων κλπ. επί των κοινοχρήστων χώρων, την άντλησιν των υδάτων, την χρήσιν εκρηκτικών υλών κατά τας εξορύξεις, την εγκατάστασιν κινητήρων κατά την εκτέλεσιν οικοδομικών έργων, την ποσότητα φωτισμού και αερισμού των διαμερισμάτων διημερεύσεως και διανυκτερεύσεως και τα ελάχιστα όρια επιφανείας και όγκου αυτών και την επικάλυψιν των εσωτερικών αυλών, αποκλείεται οιαδήποτε τρίτη αναθεώρησις υπό του επιθεωρητού (άρθρ. 5 παρ. 3), θεωρουμένων απαραδέκτων οιωνδήποτε ενστάσεων κατά της αναθεωρητικής εκθέσεως, περί ης το άρθρ. 5 παρ. 2, ούσης ανεκκλήτου.
2.Επί παραβάσεων του οικοδομικού κανονισμού, ή των κατά το άρθρ. 8 διατασσομένων ως προς την ασφάλειαν από απόψεως στατικής και δομικής χώρων συναθροίσεως του κοινού, επιτρέπεται κατ’ εξαίρεσιν η άμεσος εφαρμογή του μέτρου της αχρησίας βάσει της κατά το άρθρ. 4 παρ. 1 αρχικής εκθέσεως, με την επιφύλαξιν της εφαρμογής των ριζικωτέρων μέτρων μετά την πλήρη εξάντλησιν της κατά το παρόν διάταγμα διαδικασίας και ελέγχου.

Άρθρον   11

1.Παν γραφείον της εξωτερικής υπηρεσίας δημοσίων έργων, διαχειριζόμενον τα κατά το παρόν διάταγμα ζητήματα, οφείλει να υποβάλη εις το υπουργείον την πρώτην εκάστου μηνός πίνακα δηλωτικόν των ενεργειών αυτού επί επικινδύνων οικοδομών κατά τον προηγούμενον μήνα, ήτοι πίνακα διαλαμβάνοντα εν τη περιλήψει και κατά πόλεις: α)Το ονοματεπώνυμον του ιδιοκτήτου της επικινδύνου κατασκευής. β)Την θέσιν αυτής (οδός, αριθμός κλπ.). γ)Το είδος της κατασκευής (κατοικία, κατάστημα, περιτοίχισμα, εξώστης κλπ.). δ)Το είδος του κινδύνου (π.χ. κίνδυνος πτώσεως λόγω κακοτέχνου δομήσεως, ή λόγω ανεπαρκών διαστάσεων, κίνδυνος υγείας λόγω οικήσεως του υπογείου, κίνδυνος πυρκαϊάς λόγω ξυλίνου μεσοτοίχου κλπ.). ε)Τας γενομένας ενεργείας (π.χ. κατηρτίσθη και εκοινοποιήθη η αρχική έκθεσις, ή κατόπιν ενστάσεων διετάχθη αναθεώρησις, ή παρεπέμφθη εις επιθεωρητήν προς έλεγχον, ή ήρθη ο κίνδυνος υπό του ιδιοκτήτου, ή μη συμμορφωθέντος του υποχρέου προς τας υποχρεώσεις του ήρθη ο κίνδυνος υπό της αρχής δια κατεδαφίσεως κλπ.).
Προκειμένων περιπτώσεων, καθ’ ας προβλέπεται υπό του παρόντος προσφυγή εις το υπουργείον, το οικείον γραφείον μετά την έκδοσιν της αποφάσεως του επιθεωρητού (άρθρ. 5 παρ. 4) και ασχέτως προς τον άνω πίνακα οφείλει να υποβάλη ευθύς αμέσως εις το υπουργείον αντίγραφα της αρχικής εκθέσεως και των μετέπειτα αναθεωρητικών, της αποφάσεως του επιθεωρητού και τας ενστάσεις των ενδιαφερομένων μετά των τυχόν εκθέσεων ιδιωτών μηχανικών.
2.Επί των περιπτώσεων καθ’ ας απλοποιουμένης της διαδικασίας ενεργεί απ’ ευθείας η αστυνομική αρχή (άρθρ. 9) οφείλει αύτη να υποβάλη εγκαίρως εις την υπηρεσίαν επί της εφαρμογής του σχεδίου της περιφερείας της σημείωμα περί των εκάστοτε σχετικών πεπραγμένων, τα οποία πρέπει επίσης να σημειώνται εις τον κατά την προηγουμένην παράγραφον πίνακα.

Άρθρον   12
1.Το παρόν Δ/μα εφαρμόζεται ασχέτως προς την ύπαρξιν ή ου σχεδίου ρυμοτομίας.
2.Ο επί της Συγκοινωνίας υπουργός δι’ αποφάσεών του, εκδιδομένων εκάστοτε, κανονίζει πάσαν λεπτομέρειαν του παρόντος διατάγματος, δικαιούμενος εν ανάγκη να υπαγάγη εις την απλήν διαδικασίαν των άρθρ. 9 και 10 και ετέρας περιπτώσεις, ως επίσης και να απλοποιή έτι μάλλον την του παρόντος διαδικασίαν.
3.Η ισχύς του παρόντος διατάγματος άρχεται μετά ένα μήνα από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καταργουμένων υπό ταύτης των κάτωθι διαταγμάτων: 1)από 20 Σεπτ. 1852 «περί κατεδαφίσεως επισφαλών οικοδομών», 2)από 16 Οκτ. 1852 «περί των εξόδων κατεδαφίσεως επισφαλών οικοδομών», 3)από 9 Νοεμ. 1867 «περί των αρμοδίων προς χαρακτηρισμόν των ετοιμορρόπων οικοδομημάτων», ως και πάσα ετέρα γενική ή ειδική διάταξις αντικειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος.
 

 


Κατεβάσετε επίσης το αρχείο με το πρωτότυπο κείμενο, όπως είναι δημοσιευμένο στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ.) του Εθνικού Τυπογραφείου.


 

Τελευταία ενημέρωση
Έχει διαβαστεί 18834 φορές