x

Σύνδεση

Δεν έχετε λογαριασμό; Εγγραφείτε

Απόφαση 222/1/2.11.2023 - ΦΕΚ 6438/Β/10-11-2023

Υιοθέτηση των Κατευθυντήριων Γραμμών της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών σχετικά με τους δείκτες των σχεδίων ανάκαμψης (EBA/GL/2021/11) - Κατάργηση της ΠΕΕ 99/18.7.2016 (B' 2550).


Απόφαση Αριθμ. 222/1/2.11.2023

ΦΕΚ 6438/Β/10-11-2023

Υιοθέτηση των Κατευθυντήριων Γραμμών της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών σχετικά με τους δείκτες των σχεδίων ανάκαμψης (EBA/GL/2021/11) - Κατάργηση της ΠΕΕ 99/18.7.2016 (B' 2550).

Η ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Αφού έλαβε υπόψη:

α) τα άρθρα 28 και 55Α του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος (Α' 298/1927),

β) το άρθρο 2 «Ανάκαμψη και εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση οδηγίας 2014/59/ΕΕ, EE L 173) και άλλες διατάξεις» του ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4334/2015 (Α' 80)» (Α' 87), και ιδίως την παρ. 6 του εσωτερικού άρθρου 3, την παρ. 2 και την περ. β) της παρ. 4 του εσωτερικού άρθρου 5 και τα εσωτερικά άρθρα 6 έως 9 αυτού,

γ) τον Κανονισμό (EE) 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της

απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331/12 της 15.12.2010), και ιδίως το άρθρο 16 αυτού, δ) τον Κανονισμό (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 2013 για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287/63, 29.10.2013), και ιδίως τα άρθρα 4 και 6 αυτού, ε) τον κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμό (ΕΕ) 2016/1075 της Επιτροπής της 23ης Μαρτίου 2016 για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό του περιεχομένου των σχεδίων ανάκαμψης, των σχεδίων εξυγίανσης και των σχεδίων εξυγίανσης ομίλων, των ελάχιστων κριτηρίων που πρέπει να αξιολογεί η αρμόδια αρχή όσον αφορά τα σχέδια ανάκαμψης και τα σχέδια ανάκαμψης ομίλων, των προϋποθέσεων για τη χρηματοπιστωτική στήριξη ομίλου, των απαιτήσεων για τους ανεξάρτητους εκτιμητές, της συμβατικής αναγνώρισης των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής, των διαδικασιών και του περιεχομένου των απαιτήσεων κοινοποίησης και της ειδοποίησης αναστολής, καθώς και του τρόπου λειτουργίας των σωμάτων εξυγίανσης (EE L 184/1,8.7.2016), και ιδίως τα άρθρα 2 έως 21 αυτού, στ) τις Κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών της 9ης Νοεμβρίου 2021 σχετικά με τους δείκτες των σχεδίων ανάκαμψης (EBA/GL/2021/11), ζ) ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκαλεί- ται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, αποφασίζει:

την εξειδίκευση των διατάξεων που αφορούν τα σχέδια ανάκαμψης ως εξής:

Κεφάλαιο Α. Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί

1. Οι διατάξεις της παρούσας εφαρμόζονται από τα ακόλουθα πρόσωπα (εφεξής «ιδρύματα»): α. τα πιστωτικά ιδρύματα με έδρα στην Ελλάδα σε ατομική βάση εφόσον δεν υπόκεινται σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τα άρθρα 104 και 105 του ν. 4261/2014 «Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις.» (Α' 107),

β. τις μητρικές επιχειρήσεις της ΕΕ, κατά την έννοια της περ. 64 της παρ. 1 του εσωτερικού άρθρου 2 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4334/2015 (Α' 80)» (Α' 87), σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με την παράγραφο 1 του εσωτερικού άρθρου 7 του άρθρου 2 του εν λόγω νόμου,

γ. τις εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης, τις εταιρείες παροχής πιστώσεων και τις εταιρείες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων που υπόκεινται σε ατομική βάση στην εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος αλλά δεν αποτελούν μέλος ομίλου που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τα άρθρα 104 και 105 του ν. 4261/2014, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, και οι οποίες καταρτίζουν σχέδια ανάκαμψης σε ατομική βάση σύμφωνα με την παρ. 7 του εσωτερικού άρθρου 5 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015,

δ. τα υποκαταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε χώρα εκτός του Ε.Ο.Χ. τα οποία λειτουργούν στην Ελλάδα.

2. Διευκρινίζεται ότι για τα χρηματοδοτικά ιδρύματα εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρούσας εκτός από τις ενότητες Ι και ΙΙ του Κεφαλαίου Ε σχετικά με τους δείκτες κεφαλαίου και ρευστότητας με την επιφύλαξη τυχόν αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος.

3. Στην περίπτωση πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία αποτελούν μέρος ομίλου που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τα άρθρα 104 και 105 του ν. 4261/2014, η παρούσα εφαρμόζεται στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης της ΕΕ, κατά την έννοια του σημείου 64 της παρ. 1 του εσωτερικού άρθρου 2 του ν. 4335/2015, και στο επίπεδο των θυγατρικών της.

4. Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά, οι όροι που χρησιμοποιούνται και ορίζονται στον ν. 4261/2014 και στο άρθρο 2 του ν. 4335/2015 έχουν την ίδια έννοια και στην παρούσα. Επίσης, κάθε αναφορά στην Τράπεζα της Ελλάδος νοείται με την ιδιότητά της ως αρμόδιας αρχής κατά την έννοια του σημείου 5 της παρ. 1 του εσωτερικού άρθρου 2 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 (εφεξής «αρμόδια αρχή») εκτός εάν γίνεται ρητή αναφορά στην ιδιότητά της ως αρχής εξυγίανσης όπως ορίζεται στην παρ. 1 του εσωτερικού άρθρου 3 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 (εφεξής «αρχή εξυγίανσης»).

5. Επιπλέον, για τους σκοπούς της παρούσας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α. «συνολική δυνατότητα ανάκαμψης»: η ικανότητα αποκατάστασης της χρηματοοικονομικής θέσης ενός ιδρύματος ή ενός ομίλου στο σύνολό της μετά από σημαντική επιδείνωση,

β. «σχέδιο ανάκαμψης»: το σχέδιο ανάκαμψης που ορίζεται στα εσωτερικά άρθρα 5 και 6 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 και το σχέδιο ανάκαμψης ομίλου που ορίζεται στα εσωτερικά άρθρα 7 και 8 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015,

γ. «δείκτες σχεδίου ανάκαμψης»: αναφέρονται σε ποιοτικούς και ποσοτικούς δείκτες που καθορίζονται από κάθε ίδρυμα σύμφωνα με την παρούσα προκειμένου να προσδιορίζονται τα σημεία ενεργοποίησης στα οποία είναι δυνατό να ληφθούν οι αναφερόμενες στο σχέδιο ανάκαμψης κατάλληλες δράσεις, σύμφωνα με το οριζόμενα στην παρ. 1 του εσωτερικού άρθρου 9 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015.

Κεφάλαιο Β. Πλαίσιο σχεδίων ανάκαμψης

Ι. Γενικές διατάξεις

1. Τα σχέδια ανάκαμψης επικαιροποιούνται ετησίως και μέχρι την 30η Σεπτεμβρίου κάθε έτους υποβάλλονται στην Τράπεζα της Ελλάδος.

2. Τα σχέδια ανάκαμψης επικαιροποιούνται, επίσης, από τα ιδρύματα έπειτα από κάθε μεταβολή στη νομική ή την οργανωτική τους δομή, στις δραστηριότητές τους ή στην χρηματοοικονομική τους κατάσταση η οποία θα μπορούσε να έχει ουσιώδη επίδραση στο σχέδιο ανάκαμψης ή να απαιτεί την τροποποίησή του. Τα επικαιροποιημένα σχέδια υποβάλλονται στην Τράπεζα της Ελλάδος εντός μηνός από την επέλευση του γεγονότος του προηγούμενου εδαφίου.

3. Σε κάθε περίπτωση η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να απαιτεί επικαιροποίηση των σχεδίων ανάκαμψης σε συχνότερη βάση.

4. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί επίσης να εξειδικεύει τις διατάξεις της παρούσας, όλες ή μέρος αυτών, για τα ιδρύματα που υπόκεινται σε απλουστευμένες υποχρεώσεις όσον αφορά στα σχέδια ανάκαμψής τους σύμφωνα με το εσωτερικό άρθρο 4 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015.

II Ειδικές διατάξεις

1. Το πλαίσιο των δεικτών του σχεδίου ανάκαμψης καθορίζεται από τα ιδρύματα και αξιολογείται από την Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια που καθορίζονται στην παρούσα.

2. Τα ιδρύματα μεριμνούν ώστε κάθε σχέδιο ανάκαμψης περιλαμβάνει ένα πλαίσιο δεικτών, ποιοτικής και ποσοτικής φύσης.

3. Στο σχέδιο ανάκαμψης περιλαμβάνονται επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τη διαδικασία λήψης αποφάσεων σχετικά με την ενεργοποίησή του ως ουσιώδους στοιχείου της δομής διακυβέρνησης, με βάση μια διαδικασία παραπομπής σε ανώτερη βαθμίδα της ιεραρχικής κλίμακας, χρησιμοποιώντας το πλαίσιο δεικτών του σχεδίου ανάκαμψης και σύμφωνα με την παρ. 1 του εσωτερικού άρθρου 9 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015.

4. Κατά την θέσπιση του εν λόγω πλαισίου, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τους ότι σε περιπτώσεις παραβίασης των δεικτών του σχεδίου ανάκαμψης δεν ενεργοποιείται αυτόματα κάποια συγκεκριμένη επιλογή ανάκαμψης αλλά υποδεικνύεται ότι θα πρέπει να ξεκινήσει μία διαδικασία παραπομπής σε ανώτερη βαθμίδα της ιεραρχικής κλίμακας ώστε να αποφασιστεί εάν θα ληφθεί δράση ή όχι.

5. Κατά τον καθορισμό των κατώτατων ορίων για τους ποσοτικούς δείκτες του σχεδίου ανάκαμψης, τα ιδρύματα για λόγους συνέπειας του σχεδίου ανάκαμψης με το γενικό πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων, όπως αυτή προβλέπεται στην παρ. 4 του άρθρου 5 του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμό (ΕΕ) 2016/1075, χρησιμοποιούν προοδευτικά κριτήρια μέτρησης («μέθοδος του φωτεινού σηματοδότη») προκειμένου να ενημερώνεται το Διοικητικό Συμβούλιο ότι υπάρχει πιθανότητα προσέγγισης των κατώτατων ορίων των εν λόγω δεικτών.

ΙΙΙ. Κατηγορίες δεικτών σχεδίου ανάκαμψης

1. Τα ιδρύματα περιλαμβάνουν στα σχέδια ανάκαμψης:

α. τουλάχιστον τις ακόλουθες υποχρεωτικές κατηγορίες δεικτών των ενοτήτων I, II, III και IV του Κεφαλαίου Ε της παρούσας, ήτοι α) δείκτες κεφαλαίου, β) δείκτες ρευστότητας, γ) δείκτες κερδοφορίας, και δ) δείκτες ποιότητας στοιχείων ενεργητικού, εκτός από τα ιδρύματα της περ. γ) της παρ. 1 του Κεφαλαίου Α για τα οποία υποχρεωτικές κατηγορίες δεικτών συνιστούν αποκλειστικά οι δείκτες κερδοφορίας και δείκτες ποιότητας στοιχείων ενεργητικού,

β. τις κατηγορίες δεικτών των ενοτήτων V και VI του Κεφαλαίου Ε της παρούσας, ήτοι α) δείκτες που βασίζονται στην αγορά και β) μακροοικονομικούς δείκτες, εκτός εάν αιτιολογούν επαρκώς στην Τράπεζα της Ελλάδος τους λόγους για τους οποίους οι εν λόγω κατηγορίες δεν σχετίζονται με τη νομική δομή, το προφίλ κινδύνου, το μέγεθος και/ή την πολυπλοκότητα του ιδρύματος (δηλαδή υφίσταται μαχητό τεκμήριο), γ. τους ειδικούς δείκτες ανά κατηγορία όπως παρατίθενται στο Παράρτημα Ν της παρούσας, εκτός εάν αιτιολογούν επαρκώς στην Τράπεζα της Ελλάδος τους λόγους για τους οποίους ο εκάστοτε δείκτης δεν σχετίζεται με τη νομική δομή, το προφίλ κινδύνου, το μέγεθος και/ή την πολυπλοκότητα του ιδρύματος ή δεν μπορεί να εφαρμοστεί λόγω των χαρακτηριστικών της αγοράς στην οποία δραστηριοποιείται το ίδρυμα (δηλαδή υφίσταται μαχητό τεκμήριο).

2. Όταν ένα ίδρυμα ανατρέψει το τεκμήριο, όπως ορίζεται στην περ. γ) της προηγούμενης παρ.1 για οποιονδήποτε από τους δείκτες που ορίζονται στο Παράρτημα ΙΙ, εφόσον είναι δυνατόν τον αντικαθιστά με άλλον δείκτη της ίδιας κατηγορίας που είναι καταλληλότερος για το εν λόγω ίδρυμα. Όταν δεν είναι δυνατή η αντικατάσταση ενός δείκτη από το Παράρτημα II, τα ιδρύματα περιλαμβάνουν στα σχέδια ανάκαμψής τους τουλάχιστον έναν δείκτη από καθεμία από τις κατηγορίες που ορίζονται στην περ. α) της προηγούμενης παρ. 1.

3. Τα ιδρύματα δεν περιορίζουν το σύνολο των δεικτών τους στον ελάχιστο κατάλογο που παρατίθεται στο Παράρτημα ΙΙ και εξετάζουν το ενδεχόμενο προσθήκης και άλλων ειδικών δεικτών σε συμμόρφωση με τις αρχές της παρούσας. Για τον σκοπό αυτό, στο Παράρτημα III περιλαμβάνεται μη εξαντλητικός κατάλογος με παραδείγματα πρόσθετων δεικτών σχεδίου ανάκαμψης, κατανεμημένων κατά κατηγορίες.

4. Το πλαίσιο δεικτών που περιλαμβάνονται στο σχέδιο ανάκαμψης πρέπει:

α. να είναι προσαρμοσμένο στο επιχειρηματικό μοντέλο και στη στρατηγική του ιδρύματος, να είναι κατάλληλο για το προφίλ κινδύνου του και να προσδιορίζει τα κυριότερα σημεία που είναι πιθανότερο να επηρεάσουν τη χρηματοοικονομική κατάσταση του ιδρύματος, β. να είναι κατάλληλο για τη νομική δομή, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα του ιδρύματος. Ειδικότερα, ο αριθμός των δεικτών πρέπει να είναι επαρκής ώστε να προειδοποιείται το ίδρυμα για την επιδείνωση των συνθηκών σε διάφορους τομείς. Επίσης, ο αριθμός των δεικτών πρέπει να είναι κατάλληλα στοχοθετημένος και διαχειρίσιμος από τα ιδρύματα, γ. να εναρμονίζεται με το συνολικό πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων και με τους υφιστάμενους δείκτες σχεδίων έκτακτης ανάγκης σε θέματα ρευστότητας ή κεφαλαίου, καθώς και με τους δείκτες σχεδίων επιχειρησιακής συνέχειας,

δ. να επιτρέπει την τακτική παρακολούθηση και να ενσωματώνεται στη διακυβέρνηση του ιδρύματος και στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και παραπομπής σε ανώτερη βαθμίδα της ιεραρχικής κλίμακας, και ε. να περιλαμβάνει δείκτες μελλοντικών προβλέψεων.

IV. Απαιτήσεις για τη βαθμονόμηση των δεικτών των σχεδίων ανάκαμψης

1. Για τη βαθμονόμηση του πλαισίου δεικτών, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα: α. Τη συνολική δυνατότητα ανάκαμψης των διαθέσιμων επιλογών: ιδρύματα με περιορισμένη συνολική δυνατότητα ανάκαμψης εξετάζουν το ενδεχόμενο πρόωρης παραβίασης των δεικτών του σχεδίου ανάκαμψης, ώστε να μεγιστοποιούνται οι πιθανότητες επιτυχούς εφαρμογής των εν λόγω επιλογών ανάκαμψης, β. Το χρονοδιάγραμμα και την πολυπλοκότητα της εφαρμογής των επιλογών ανάκαμψης, λαμβανομένων υπόψη των ρυθμίσεων διακυβέρνησης, των εγκρίσεων από τις αρμόδιες αρχές που απαιτούνται σε όλες τις σχετικές περιοχές δικαιοδοσίας και των πιθανών επιχειρησιακών εμποδίων στην εκτέλεση. Τα ιδρύματα που βασίζονται σε επιλογές ανάκαμψης που είναι πιο περίπλοκες στην εκτέλεσή τους και ενδέχεται να απαιτούν περισσότερο χρόνο για την εφαρμογή τους προσαρμόζουν αναλόγως τους δείκτες τους με πιο συντηρητικό τρόπο, ώστε να υπάρχει επαρκής εκ των προτέρων προειδοποίηση, γ. Σε ποιο στάδιο της κρίσης μπορεί ρεαλιστικά να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά η συγκεκριμένη επιλογή ανάκαμψης. Τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι για ορισμένα είδη επιλογών ανάκαμψης τα πλήρη οφέλη μπορεί να είναι δυσκολότερο να επιτευχθούν όσο δυσχεραίνει η χρηματοοικονομική τους κατάσταση σε αντίθεση με την έγκαιρη εφαρμογή των εν λόγω επιλογών. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της επιλογής ανάκαμψης «άντλησης κεφαλαίων από την αγορά», τα ιδρύματα πρέπει να εξετάζουν εάν και πότε αυτό μπορεί ρεαλιστικά να επιτευχθεί, καθώς είναι αναμενόμενο ότι όσο πιο κοντά βρίσκονται στην παραβίαση των κεφαλαιακών απαιτήσεων τόσο δυσκολότερη καθίσταται η άντληση εξωτερικών κεφαλαίων, δ. Το ρυθμό επιδείνωσης μιας κρίσης. Τα ιδρύματα αναγνωρίζουν ότι, ενώ ο ρυθμός της επιδείνωσης θα εξαρτηθεί τελικά από τις ειδικές περιστάσεις της κρίσης, τα ειδικά χαρακτηριστικά των ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των ιδρυμάτων με λιγότερο διαφοροποιημένο επιχειρηματικό μοντέλο, καθώς και άλλων μεμονωμένων περιστάσεων, μπορεί να οδηγήσουν σε ταχύτερη επιδείνωση της χρηματοπιστωτικής τους θέσης και σε πιο σύντομο χρονικό πλαίσιο για την εφαρμογή των επιλογών ανάκαμψης. Στο πλαίσιο αυτό, τα ιδρύματα πρέπει επίσης να εξετάζουν τη χρήση δεικτών που αποτυπώνουν την επιδείνωση με την πάροδο του χρόνου με στόχο τον εντοπισμό καταστάσεων στις οποίες επέρχεται ταχεία και ουσιαστική επιδείνωση της χρηματοοικονομικής θέσης ενός ιδρύματος (π.χ. κεφάλαιο). Όταν είναι δύσκολο να καθοριστεί ένα μοναδικό χρονικό σημείο όπου απαιτείται παραπομπή σε ανώτερη βαθμίδα της ιεραρχικής κλίμακας, τα ιδρύματα παρακολουθούν την εξέλιξη του εκάστοτε δείκτη,

ε. Το πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων (συμπεριλαμβανομένης της Διαδικασίας Αξιολόγησης Επάρκειας Εσωτερικού Κεφαλαίου (ΔΑΕΕΚ), εφόσον συντρέχει περίπτωση) και το πλαίσιο διάθεσης ανάληψης κινδύνων. Τα ιδρύματα διασφαλίζουν ότι η βαθμονόμηση των δεικτών του σχεδίου ανάκαμψης συνάδει με το πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων και διάθεσης ανάληψης κινδύνων (π.χ. πλαίσιο έγκαιρης προειδοποίησης, σχέδια έκτακτης ανάγκης και συνέχισης των δραστηριοτήτων).

2. Τα ιδρύματα πρέπει να είναι σε θέση να παρέχουν ικανοποιητική αιτιολόγηση στην Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με τον τρόπο με τον οποίον έχει προσδιοριστεί η βαθμονόμηση των δεικτών του σχεδίου ανάκαμψης και να τεκμηριώνουν ότι το χρονικό σημείο παραβίασης των κατώτατων ορίων που έχει ορίσει είναι αρκούντως έγκαιρο ώστε να είναι αποτελεσματικό.

3. Τα ιδρύματα παρακολουθούν τακτικά την καταλληλότητα των βαθμονομήσεων των δεικτών του σχεδίου ανάκαμψης και, σύμφωνα με την παρ. 2 του εσωτερικού άρθρου 5 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015, την επικαιροποιούν τουλάχιστον μία φορά ετησίως ή συχνότερα, όταν η επικαιροποίηση αυτή, όπως προτείνεται από το ίδρυμα, είναι αναγκαία λόγω μεταβολής της χρηματοοικονομικής και επιχειρηματικής κατάστασης του ιδρύματος. Κάθε επικαιροποίηση στη βαθμονόμηση των δεικτών του σχεδίου ανάκαμψης πρέπει αμελλητί να γνωστοποιείται, να τεκμηριώνεται και να αιτιολογείται δεόντως στην Τράπεζα της Ελλάδος. Η σχετική επικαιροποίηση λαμβάνεται υπόψη από την Τράπεζα της Ελλάδος κατά την αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης.

4. Η Τράπεζα της Ελλάδος, υπό την ιδιότητά της αφενός ως αρμόδια αρχή και αφετέρου ως αρχή εξυγίανσης, δύναται να λάβει προσωρινά μέτρα ελάφρυνσης με στόχο την ελάφρυνση από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το ισχύον νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο σε περίπτωση συστημικής κρίσης, η οποία επηρεάζει αρνητικά την ικανότητα των ιδρυμάτων να συνεχίσουν να στηρίζουν την πραγματική οικονομία. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο χαρακτήρας και ο ειδικός σκοπός των ανωτέρω μέτρων που λαμβάνει η Τράπεζα της Ελλάδος, υπό την ιδιότητά της αφενός ως αρμόδια αρχή και αφετέρου ως αρχή εξυγίανσης, είναι προσωρινός, τυχόν λήψη τέτοιων μέτρων στήριξης δεν επιφέρει αυτόματη αλλαγή στη βαθμονόμηση των δεικτών των σχεδίων ανάκαμψης των ιδρυμάτων.

5. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να αποδεχθεί την επικαιροποίηση της βαθμονόμησης των δεικτών του σχεδίου ανάκαμψης σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, όπως οι εξής:

α. Οι αναβαθμονομημένοι δείκτες συμμορφώνονται με τις γενικές απαιτήσεις για τη βαθμονόμηση των δεικτών του σχεδίου ανάκαμψης, όπως περιγράφονται στην παρ. 1 της παρούσας ενότητας,

β. Οι αλλαγές αυτές αντικατοπτρίζουν τις αλλαγές στο επιχειρηματικό και χρηματοοικονομικό προφίλ του ιδρύματος και ευθυγραμμίζονται με το εσωτερικό πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων και διάθεσης ανάληψης κινδύνων του ιδρύματος,

γ. Η αναβαθμονόμηση δεν έρχεται σε αντίθεση με τους σκοπούς των εποπτικών μέτρων ελάφρυνσης της Τράπεζας της Ελλάδος,

δ. Οι δείκτες κεφαλαίου βαθμονομούνται ανά πάσα στιγμή σε επίπεδα που υπερβαίνουν το σχετικό ποσό ιδίων κεφαλαίων που απαιτείται σύμφωνα με το Τρίτο, Τέταρτο και Έβδομο Μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το Κεφάλαιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 και την περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 του ν. 4261/2014, κατά περίπτωση.

Κεφάλαιο Γ. Ενέργειες και γνωστοποιήσεις σε περίπτωση παραβίασης δείκτη

1. Σε περίπτωση παραβίασης δείκτη του σχεδίου ανάκαμψης και προκειμένου να είναι αποτελεσματικές οι δυνατότητες προειδοποίησης που έχουν σχεδιάσει τα ιδρύματα, σύμφωνα με τις εσωτερικές διαδικασίες που καθορίζονται στα σχέδια ανάκαμψής τους σύμφωνα με την περ. α) της παρ. 3 του άρθρου 5 του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού (EE) αριθ. 1075/2016, τα ιδρύματα αμέσως και σε κάθε περίπτωση:

α. εντός μίας εργάσιμης ημέρας από την παραβίαση του δείκτη, ειδοποιούν το Διοικητικό Συμβούλιο του ιδρύματος ενεργοποιώντας την κατάλληλη διαδικασία παραπομπής σε ανώτερη βαθμίδα της ιεραρχικής κλίμακας προκειμένου να διασφαλιστεί ότι εξετάζεται η εν λόγω παραβίαση και, κατά περίπτωση, να ληφθούν οι αντίστοιχες ενέργειες, και

β. το αργότερο εντός μίας επιπλέον εργάσιμης ημέρας μετά την εσωτερική παραπομπή σε ανώτερη βαθμίδα της ιεραρχικής κλίμακας που αναφέρεται στην περίπτωση α) ανωτέρω, γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος την παραβίαση του δείκτη του σχεδίου ανάκαμψης.

2. Σε περίπτωση παραβίασης ενός δείκτη σχεδίου ανάκαμψης, το Διοικητικό Συμβούλιο του ιδρύματος, επίσης βάσει της παρ. 1 του εσωτερικού άρθρου 9 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015, αξιολογεί την κατάσταση, αποφασίζει εάν θα πρέπει να ληφθούν μέτρα ανάκαμψης και αμελλητί γνωστοποιεί την απόφασή του στην Τράπεζα της Ελλάδος.

3. Η απόφαση που λαμβάνεται από το ίδρυμα σύμφωνα με την προηγούμενη παρ. 2 βασίζεται σε αιτιολογημένη ανάλυση των περιστάσεων που αφορούν την παραβίαση. Εάν αυτή η απόφαση αφορά την ανάληψη δράσης σύμφωνα με το σχέδιο ανάκαμψης, το ίδρυμα παρέχει στην Τράπεζα της Ελλάδος: α) σχέδιο δράσης το οποίο θα βασίζεται σε κατάλογο πιθανών αξιόπιστων και εφικτών επιλογών ανάκαμψης προς χρήση σε αυτή την ακραία κατάσταση και β) χρονοδιάγραμμα ενεργειών για την αποκατάσταση της παραβίασης. Εάν το ίδρυμα δεν αποφασίσει να λάβει μέτρα ανάκαμψης τεκμηριώνει στην Τράπεζα της Ελλάδος με σαφήνεια τους λόγους για τους οποίους δεν προχώρησε σε λήψη μέτρων και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, τους τρόπους με τους οποίους είναι δυνατή η αποκατάσταση των συγκεκριμένων δεικτών και των παραβιάσεών τους χωρίς τη χρήση μέτρων ανάκαμψης.

4. Τα ιδρύματα ενημερώνουν την Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με κάθε ενέργεια ή επιλογή που πραγματοποίησαν ή εξέτασαν μετά από μία παραβίαση δείκτη, ακόμη και αν αυτή δεν είχε συμπεριληφθεί στο σχέδιο ανάκαμψης. Ενδεικτικά, για τον σκοπό αυτό, οι επιλογές ανάκαμψης περιλαμβάνουν μέτρα έκτακτης φύσης, καθώς και μέτρα που θα μπορούσαν επίσης να ληφθούν στο πλαίσιο της συνήθους επιχειρηματικής δραστηριότητας, σύμφωνα με το άρθρο 8 του κατ' εξουσιοδότηση Κανονισμού (EE) αριθ. 1075/2016 (π.χ. από μέτρα έκτακτης ανάγκης έως και πιο ακραίες και δραστικές επιλογές ανάκαμψης).

5. Η τελική απόφαση σχετικά με την πιθανή ενεργοποίηση του σχεδίου ανάκαμψης εναπόκειται στο ίδρυμα και δεν ενεργοποιείται αυτόματα με την παραβίαση ενός δείκτη. Η Τράπεζα της Ελλάδος μετά την γνωστοποίηση της εν λόγω παραβίασης, παρακολουθεί ενεργά το ίδρυμα.

6. Για τους σκοπούς της προηγούμενης παρ. 5, η Τράπεζα της Ελλάδος παρακολουθεί: α) την κατάλληλη και έγκαιρη ενεργοποίηση των διαδικασιών παραπομπής σε ανώτερη βαθμίδα της ιεραρχικής κλίμακας και β) το κατά πόσον η συζήτηση σχετικά με την πιθανή ενεργοποίηση του σχεδίου ανάκαμψης πραγματοποιείται στο κατάλληλο επίπεδο διοίκησης του ιδρύματος. Η Τράπεζα της Ελλάδος αξιολογεί κατά πόσον η τεκμηρίωση της απόφασης του ιδρύματος σχετικά με την εφαρμογή ή όχι των επιλογών ανάκαμψης είναι διαφανής και επαρκώς αιτιολογημένη.

Κεφάλαιο Δ. Ρυθμίσεις για την παρακολούθηση των δεικτών του σχεδίου ανάκαμψης

1. Τα ιδρύματα παρακολουθούν την πορεία των δεικτών του σχεδίου ανάκαμψης με επαρκή συχνότητα και μεριμνούν για την έγκαιρη υποβολή τους στην Τράπεζα της Ελλάδος όποτε αυτό τους ζητηθεί.

2. Τα ιδρύματα παρέχουν στην Τράπεζα της Ελλάδος, όποτε αυτό ζητηθεί εκ μέρους της και τουλάχιστον σε μηνιαία βάση, τις τιμές για όλους τους δείκτες του σχεδίου ανάκαμψης (είτε έχουν παραβιαστεί είτε όχι) ακόμη και στην περίπτωση που οι τιμές τους δεν έχουν μεταβληθεί, με εξαίρεση τα ιδρύματα της περ. γ) της παρ. 1 του Κεφαλαίου Α τα οποία υποβάλουν τις εν λόγω πληροφορίες μόνο όταν ζητηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ζητά από τα ιδρύματα, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, συχνότερα τις εν λόγω πληροφορίες, ιδίως σε καταστάσεις κρίσης ή όταν έχουν παραβιαστεί ένας ή περισσότεροι δείκτες του σχεδίου ανάκαμψης, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και την ταχύτητα της κρίσης (ταχεία ή βραδεία εξέλιξη) και το είδος του δείκτη (π.χ. δείκτες ρευστότητας).

Κεφάλαιο Ε. Δείκτες σχεδίου ανάκαμψης

Ι. Δείκτες κεφαλαίου

1. Οι δείκτες κεφαλαίου προσδιορίζουν τυχόν τρέχουσα σημαντική και πιθανή μελλοντική υποβάθμιση της ποσότητας και της ποιότητας του κεφαλαίου σε συνθήκες συνεχούς λειτουργίας του ιδρύματος, περιλαμβανομένης της αύξησης του επιπέδου μόχλευσης.

2. Κατά την επιλογή των δεικτών κεφαλαίου, το ίδρυμα εξετάζει:

α) τρόπους αντιμετώπισης των ζητημάτων που προκύπτουν από το γεγονός ότι η ικανότητα έγκαιρης αντίδρασης που προσφέρουν οι εν λόγω δείκτες μπορεί να είναι μικρότερη από την αντίστοιχη άλλων δεικτών, και

β) ότι ορισμένα μέτρα για την αποκατάσταση της κεφαλαιακής θέσης του ιδρύματος μπορεί να προϋποθέτουν περιόδους υλοποίησης μεγαλύτερης διάρκειας ή με μεγαλύτερη ευαισθησία στην αγορά και άλλες συνθήκες. Ενδεικτικά, αυτό μπορεί να επιτευχθεί με το σχηματισμό προβλέψεων, στις οποίες λαμβάνονται υπόψη οι συμβατικές ληκτότητες που σχετίζονται με κεφαλαιακά μέσα.

3. Οι δείκτες κεφαλαίου ενσωματώνονται επίσης στη Διαδικασία Αξιολόγησης Επάρκειας Εσωτερικού Κεφαλαίου (ΔΑΕΕΚ) του άρθρου 65 του ν. 4261/2014.

4. Τα ιδρύματα βαθμονομούν τα κατώτατα όρια για τους δείκτες που βασίζονται στις κανονιστικές κεφαλαιακές απαιτήσεις σε κατάλληλα επίπεδα προκειμένου να διασφαλίζεται επαρκής διαφορά από ενδεχόμενη παραβίαση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που ισχύουν για αυτά (περιλαμβανομένων των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο άρθρο 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και των πρόσθετων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που επιβάλλονται δυνάμει της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 του ν. 4261/2014).

5. Σύμφωνα με τον στόχο της διαδικασίας ανάκαμψης και την ευελιξία των ιδρυμάτων να ενεργούν ανεξάρτητα από το εάν παραβιάζονται δείκτες, οι δείκτες κεφαλαίου πρέπει να καθορίζονται σε επίπεδο υψηλότερο από εκείνο που επιτρέπει την εποπτική παρέμβαση.

6. Τα ιδρύματα βαθμονομούν τους κεφαλαιακούς του δείκτες πάνω από τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας. Σε διαφορετική περίπτωση, τα ιδρύματα τεκμηριώνουν με σαφήνεια στο σχέδιο ανάκαμψης ότι οι επιλογές ανάκαμψης μπορούν να εφαρμοστούν στις περιπτώσεις όπου τα αποθέματα ασφαλείας έχουν χρησιμοποιηθεί πλήρως ή εν μέρει.

7. Τα ιδρύματα ευθυγραμμίζουν τα κατώτατα όρια για τους δείκτες που σχετίζονται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στα εσωτ. άρθρα 45γ και 45δ του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 σχετικά με την ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (εφεξής MREL) και στα άρθρα 92α ή 92β του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σχετικά με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων για G-SIIs (εφεξής TLAC), εκπεφρασμένα σε ποσοστά του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο (Total Risk Exposure Amount, εφεξής TREA) και του μέτρου συνολικού ανοίγματος (Total Exposure Measure, εφεξής TEM), με τη βαθμονόμηση των κανονιστικών δεικτών κεφαλαίου και τα καθορίζουν σε επίπεδο υψηλότερο από εκείνο που επιτρέπει την άσκηση εξουσίας από την Τράπεζα της Ελλάδος υπό την ιδιότητά της ως αρχή εξυγίανσης σύμφωνα με το εσωτ. άρθρο 24α του άρθρου 2 του ν. 4335/2015. Σε κάθε περίπτωση, τα ιδρύματα βαθμονομούν το κατώτατο όριο πάνω από τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας όταν αυτό εξετάζεται επιπροσθέτως α) της ελάχιστης απαίτησης TLAC και β) της τελικής απαίτησης MREL ή των δεσμευτικών ενδιάμεσων επιπέδων-στόχων MREL (εάν διαφέρουν) εκπεφρασμένων σε ποσοστά του TREA. Τα ιδρύματα κατά τον καθορισμό των εν λόγω απαιτήσεων λαμβάνουν επίσης υπόψη τυχόν πρόσθετα στοιχεία που θεωρούν συναφή, συμπεριλαμβανομένης της απαίτησης χαμηλότερης εξοφλητικής προτεραιότητας (subordination requirement), κατά περίπτωση. Αν ένα ίδρυμα αποφασίσει να βαθμονομήσει τους δείκτες που σχετίζονται με MREL και TLAC εντός των αποθεμάτων ασφαλείας, τότε τεκμηριώνει με σαφήνεια στο σχέδιο ανάκαμψης ότι οι επιλογές ανάκαμψής μπορούν να εφαρμοστούν στις περιπτώσεις όπου τα αποθέματα ασφαλείας έχουν χρησιμοποιηθεί πλήρως ή εν μέρει.

8. Τα κατώτατα όρια των δεικτών λαμβάνουν υπόψη τη χρονολογική διάρθρωση ληκτότητας των επιλέξιμων υποχρεώσεων και την ικανότητα του ιδρύματος να τις ανανεώσει. Για ομίλους με στρατηγική εξυγίανσης πολλαπλών σημείων έναρξης (Multiple Point of Entry), όπου τα πεδία εφαρμογής προληπτικής εποπτείας και εξυγίανσης ενδέχεται να διαφέρουν, το ίδρυμα προσαρμόζει τους δείκτες MREL ή TLAC, κατά περίπτωση, σε ενοποιημένο επίπεδο για καθεμία από τις οντότητες/ ομίλους εξυγίανσης.

9. Η βαθμονόμηση του κατώτατου ορίου για το δείκτη που σχετίζεται με το MREL συμφωνείται από την Τράπεζα της Ελλάδος υπό την ιδιότητά της αφενός ως αρμόδια αρχή και αφετέρου ως αρχή εξυγίανσης κατά την αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης. Σε περίπτωση παραβίασης του δείκτη MREL, το ίδρυμα ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος υπό την ιδιότητά της αφενός ως αρμόδια αρχή και αφετέρου ως αρχή εξυγίανσης, δεδομένης της σημασίας του δείκτη ΜREL για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης σύμφωνα με το εσωτ. άρθρο 31 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015.

ΙΙ. Δείκτες ρευστότητας

1. Οι δείκτες ρευστότητας των ιδρυμάτων αντικατοπτρίζουν την πραγματική ή ενδεχόμενη επιδείνωση της ικανότητάς τους να ανταποκρίνονται στις τρέχουσες και προβλεπόμενες ανάγκες τους σε ρευστότητα και χρηματοδότηση.

2. Οι δείκτες ρευστότητας των ιδρυμάτων αναφέρονται τόσο στις βραχυπρόθεσμες όσο και στις μακροπρόθεσμες ανάγκες για ρευστότητα και χρηματοδότηση, και να αποτυπώνουν την εξάρτησή τους από τις αγορές χονδρικής και τις καταθέσεις λιανικής, διακρίνοντας, κατά περίπτωση, μεταξύ βασικών νομισμάτων.

3. Οι δείκτες ρευστότητας πρέπει να ενσωματώνονται στις στρατηγικές, στις πολιτικές, στις διαδικασίες και στα συστήματα που αναπτύσσουν τα ιδρύματα σύμφωνα με το άρθρο 78 του ν. 4261/2014, καθώς και στο υφιστάμενο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων τους.

4. Οι δείκτες ρευστότητας καλύπτουν, επίσης, άλλες πιθανές ανάγκες ρευστότητας και χρηματοδότησης, όπως τα χρηματοδοτικά ανοίγματα εντός του ομίλου, καθώς και εκείνες που προκύπτουν από στοιχεία εκτός ισολογισμού.

5. Τα κατώτατα όρια για τους δείκτες ρευστότητας βαθμονομούνται από τα ιδρύματα σε επαρκή επίπεδα, ώστε να είναι σε θέση να τα ενημερώνουν σχετικά με τους πραγματικούς η ενδεχόμενους κινδύνους μη συμμόρφωσης με τις σχετικές ελάχιστες απαιτήσεις (συμπεριλαμβανομένων των πρόσθετων απαιτήσεων ρευστότητας σύμφωνα με το άρθρο 98 του ν. 4261/2014, εφόσον συντρέχει περίπτωση).

6. Tα κατώτατα όρια για τους δείκτες που βασίζονται σε κανονιστικές απαιτήσεις ρευστότητας (δείκτης κάλυψης ρευστότητας (LCR) και δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης (NSFR) βαθμονομούνται πάνω από τις ελάχιστες απαιτήσεις του 100%.

7. Για τη βαθμονόμηση των κατώτατων ορίων της θέσης ρευστότητας, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τις μετρήσεις ρευστότητας που χρησιμοποιούν για σκοπούς εσωτερικής παρακολούθησης, ενσωματώνοντας τις δικές τους παραδοχές σχετικά με τη ρευστότητα, από πηγές που ενδεχομένως δεν λαμβάνονται υπόψη στις κανονιστικές απαιτήσεις. Γ ια τον σκοπό αυτό, τα ιδρύματα μπορούν να λάβουν υπόψη την ικανότητα αντιστάθμισης (counterbalancing capacity), άλλες πηγές ρευστότητας (π.χ. καταθέσεις σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα) και τυχόν άλλες σχετικές προσαρμογές. Κατά τον καθορισμό μελλοντικών (forward looking) δεικτών, τα ιδρύματα αξιολογούν ποια ληκτότητα θα λάβουν υπόψη βάσει του προφίλ κινδύνου τους, και στη συνέχεια υπολογίζουν τις εκτιμώμενες εισροές και εκροές.

ΙΙΙ. Δείκτες κερδοφορίας

1. Οι δείκτες κερδοφορίας αποτυπώνουν κάθε πτυχή που σχετίζεται με τα έσοδα των ιδρυμάτων που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ταχεία επιδείνωση της χρηματοοικονομικής θέσης τους μέσω μειωμένων κερδών (ή ζημιών) εις νέο επηρεάζοντας τα ίδια κεφάλαιά τους.

2. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει επίσης δείκτες σχεδίου ανάκαμψης οι οποίοι αναφέρονται σε ζημίες που σχετίζονται με το λειτουργικό κίνδυνο και ενδέχεται να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην κατάσταση αποτελεσμάτων χρήσης, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, σε ζητήματα που σχετίζονται με τη συμπεριφορά, την εξωτερική και εσωτερική απάτη και/ή άλλα γεγονότα.

IV. Δείκτες ποιότητας στοιχείων ενεργητικού

1. Με τους δείκτες ποιότητας στοιχείων ενεργητικού διασφαλίζεται η μέτρηση και η παρακολούθηση της εξέλιξης της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού των ιδρυμάτων. Ειδικότερα, οι εν λόγω δείκτες καταδεικνύουν πότε η επιδείνωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού μπορεί να οδηγήσει στο σημείο στο οποίο τα ιδρύματα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο ανάληψης κάποιας δράσης που περιγράφεται στο σχέδιο ανάκαμψης.

2. Οι δείκτες ποιότητας στοιχείων ενεργητικού μπορούν να περιλαμβάνουν δείκτη αποθεμάτων και δείκτη ροών των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προκειμέ- νου να αποτυπώνουν το επίπεδο και τη δυναμική τους.

3. Οι δείκτες ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού καλύπτουν πτυχές όπως τα ανοίγματα εκτός ισολογισμού και τον αντίκτυπο των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού.

V. Δείκτες που βασίζονται στην αγορά

Με τους δείκτες που βασίζονται στην αγορά επιδιώκεται η αποτύπωση των προσδοκιών των συμμετεχόντων στην αγορά στην περίπτωση ταχέως επιδεινούμενης χρηματοοικονομικής κατάστασης του ιδρύματος που θα μπορούσε δυνητικά να οδηγήσει σε διαταραχές της πρόσβασης σε χρηματοδότηση και κεφαλαιαγορές. Σύμφωνα με τον στόχο αυτό, το πλαίσιο ποιοτικών και ποσοτικών δεικτών περιλαμβάνει:

α. δείκτες που βασίζονται στο μετοχικό κεφάλαιο, οι οποίοι αποτυπώνουν τις μεταβολές στην τιμή μετοχής των εισηγμένων εταιρειών, ή δείκτες που μετρούν τη σχέση μεταξύ της λογιστικής και της αγοραίας αξίας του μετοχικού κεφαλαίου,

β. δείκτες που βασίζονται στο χρέος, οι οποίοι αποτυπώνουν τις προσδοκίες των παρόχων χονδρικής χρηματοδότησης, όπως τα περιθώρια συμφωνιών ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (CDS) ή οι διαφορές απόδοσης χρέους,

γ. δείκτες που σχετίζονται με το χαρτοφυλάκιο, οι οποίοι αποτυπώνουν τις προσδοκίες σε σχέση με συγκεκριμένες κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού που έχουν σημασία για το εκάστοτε ίδρυμα (π.χ. ακίνητα),

δ. περιπτώσεις υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας (μακροπρόθεσμης και/ή βραχυπρόθεσμης), καθώς αντικατοπτρίζουν τις προσδοκίες των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που μπορούν να οδηγήσουν σε ταχείες μεταβολές των προσδοκιών των συμμετεχόντων στην αγορά όσον αφορά τη χρηματοοικονομική θέση των ιδρυμάτων.

VI. Μακροοικονομικοί Δείκτες

1. Με τους μακροοικονομικούς δείκτες επιδιώκεται ο εντοπισμός ενδείξεων επιδείνωσης των οικονομικών συνθηκών στις οποίες λειτουργεί το ίδρυμα, ή των συγκεντρώσεων ανοιγμάτων ή χρηματοδότησης.

2. Οι μακροοικονομικοί δείκτες βασίζονται σε κριτήρια μέτρησης που επηρεάζουν τις επιδόσεις των ιδρυμάτων σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές ή επιχειρηματικούς τομείς που έχουν σημασία για αυτά.

3. Οι μακροοικονομικοί δείκτες περιλαμβάνουν:

α) γεωγραφικούς μακροοικονομικούς δείκτες, που σχετίζονται με διάφορες περιοχές δικαιοδοσίας στις οποίες είναι εκτεθειμένο το ίδρυμα, λαμβανομένων επίσης υπόψη των κινδύνων που απορρέουν από πιθανά νομικά εμπόδια, και

β) τομεακούς μακροοικονομικούς δείκτες, που σχετίζονται με σημαντικούς ειδικούς τομείς οικονομικής δραστηριότητας στους οποίους είναι εκτεθειμένο το ίδρυμα (π.χ. ναυτιλία, ακίνητα).

Κεφάλαιο ΣΤ. Τελικές διατάξεις

1. Οι διατάξεις της παρούσας ισχύουν από την ημερομηνία δημοσίευσής της.

2. Από τη δημοσίευση της παρούσας καταργείται η ΠΕΕ 99/18.7.2016 «Εξειδίκευση των πληροφοριών που πρέπει να περιλαμβάνονται στα σχέδια ανάκαμψης -ποιοτικοί και ποσοτικοί δείκτες που χρησιμοποιούνται στα σχέδια ανάκαμψης των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων» (B' 2550) και οποιαδήποτε υφιστάμενη αναφορά στις διατάξεις που καταργούνται με την παρούσα νοείται στο εξής ως αναφορά στις αντίστοιχες διατάξεις της παρούσας.

3. Εξουσιοδοτείται η Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος να παρέχει οδηγίες και διευκρινίσεις για την εφαρμογή της παρούσας.

ΠαράρτημαΙ-

Κατηγορίες δεικτών σχεδίου ανάκαμψης Υποχρεωτικές κατηγορίες

1. Δείκτες κεφαλαίου

2. Δείκτες ρευστότητας

3. Δείκτες κερδοφορίας

4. Δείκτες ποιότητας στοιχείων ενεργητικού Κατηγορίες για τις οποίες υφίσταται μαχητό τεκμήριο

5. Δείκτες που βασίζονται στην αγορά

6. Μακροοικονομικοί δείκτες

Παράρτημα II -

Ελάχιστος κατάλογος δεικτών σχεδίου ανάκαμψης

1. Δείκτες κεφαλαίου

α) Δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας Ι β) Συνολικός δείκτης κεφαλαίου γ) Δείκτης μόχλευσης δ) MREL και TLAC (κατά περίπτωση)

2. Δείκτες ρευστότητας

α) Δείκτης κάλυψης κινδύνου ρευστότητας β) Δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης γ) Διαθέσιμα μη βεβαρημένα στοιχεία ενεργητικού επιλέξιμα από κεντρική τράπεζα δ) Θέση ρευστότητας

3. Δείκτες κερδοφορίας

α) (Απόδοση στοιχείων ενεργητικού) ή (Απόδοση ιδίων κεφαλαίων)

β) Σημαντικές λειτουργικές ζημίες

4. Δείκτες ποιότητας στοιχείων ενεργητικού

α) Ρυθμός αύξησης ακαθάριστων μη εξυπηρετούμενων δανείων

β) Δείκτης κάλυψης [Προβλέψεις/(Σύνολο μη εξυπηρετούμενων δανείων)]

5. Δείκτες που βασίζονται στην αγορά

α) Αξιολόγηση υπό αρνητική αναθεώρηση ή υποβάθμιση πιστοληπτικής διαβάθμισης β) Περιθώριο συμφωνιών ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (CDS)

γ) Μεταβολή τιμής μετοχών

6. Μακροοικονομικοί δείκτες α) Μεταβολές ΑΕγχΠ

β) Συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (CDS) κρατών

Παράρτημα III -

Ενδεικτικός κατάλογος πρόσθετων δεικτών σχεδίου ανάκαμψης

1. Δείκτες κεφαλαίου

α) (Κέρδη εις νέον και αποθεματικά)/Σύνολο ιδίων κεφαλαίων

β) Αρνητικές πληροφορίες σχετικά με τη χρηματοοικονομική θέση σημαντικών αντισυμβαλλομένων

2. Δείκτες ρευστότητας

α) Συγκέντρωση ρευστότητας και πηγές χρηματοδότησης

β) Κόστος συνολικής χρηματοδότησης (λιανικής και χονδρικής χρηματοδότησης) γ) Μέση διάρκεια χονδρικής χρηματοδότησης

δ) Αναντιστοιχία συμβατικής ληκτότητας ε) Κόστος χονδρικής χρηματοδότησης

3. Δείκτες κερδοφορίας

α) Δείκτης εξόδων/εσόδων (Λειτουργικά έξοδα/Λειτουργικά έσοδα) β) Καθαρό περιθώριο επιτοκίου

4. Δείκτες ποιότητας στοιχείων ενεργητικού

α) Καθαρά μη εξυπηρετούμενα δάνεια/Ίδια κεφάλαια β) (Ακαθάριστα μη εξυπηρετούμενα δάνεια)/Σύνολο δανείων

γ) Ρυθμός αύξησης της απομείωσης χρηματοοικονομικών στοιχείων του ενεργητικού δ) Μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανά σημαντική γεωγραφική ή τομεακή συγκέντρωση ε) Ανοίγματα υπό ρύθμιση/Σύνολο ανοιγμάτων

5. Δείκτες που βασίζονται στην αγορά α) Δείκτης τιμής προς λογιστική αξία

β) Απειλή για τη φήμη του ιδρύματος ή σημαντική ζημία για τη φήμη του ιδρύματος

6. Μακροοικονομικοί δείκτες

α) Αξιολόγηση υπό αρνητική αναθεώρηση ή υποβάθμιση πιστοληπτικής διαβάθμισης κρατών β) Ποσοστό ανεργίας

Η πράξη αυτή και τα Παραρτήματα Ι, ΙΙ και ΙΙΙ αυτής, που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της, να δημοσιευθούν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να αναρτηθούν στον ιστότοπο της Τράπεζας της Ελλάδος.

 

 


 

 

Έχει διαβαστεί 392 φορές

Τελευταία Νέα