x

Σύνδεση

Δεν έχετε λογαριασμό; Εγγραφείτε

Νόμος 2789/2000 - ΦΕΚ 21/Α/11-2-2000 (Κωδικοποιημένος)

Νόμος 2789/2000 : Προσαρμογή του ελληνικού δικαίου προς την οδηγία αριθ. 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19.5.1998 σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών

Τρέχουσα ενοποιημένη έκδοση: 01.04.2023. Το Κωδικοποιημένο αρχείο, εκδόθηκε σε ενοποιημένο κείμενο με ενσωματωμένες τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις με τις διατάξεις του Ν.5036/2023 - ΦΕΚ 77/Α/28-3-2023.

Συνδρομητικές Υπηρεσίες
- Το Νομοθέτημα έχει κωδικοποιηθεί σε αρχείο ενιαίο κειμένου, με ενσωματωμένες τις διατάξεις με τις οποίες έχει συμπληρωθεί - τροποποιηθεί μεταγενέστερα.
- Η υπηρεσία προβολής και μεταφόρτωσης κωδικοποιημένων κειμένων είναι διαθέσιμη ΔΩΡΕΑΝ, μόνο στα εγγεγραμμένα μέλη, με πρόσβαση στις Συνδρομητικές Υπηρεσίες.

- Απαιτείται μεγαλύτερο επίπεδο πρόσβασης για την προβολή των Συνδρομητικών Υπηρεσιών.
Εάν είστε μέλος και θέλετε να αποκτήσετε πρόσβαση στις συνδρομητικές Υπηρεσίες, πατήστε ΕΔΩ για Σύνδεση. -Θέματα Βοήθειας και Υποστήριξης για τις συνδρομητικές υπηρεσίες.

 

ΑΡΧΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΦΕΚ

Το παρακάτω κείμενο διατάξεων αποτελεί το κείμενο των διατάξεων, οι οποίες ενδέχεται να έχουν καταργηθεί ή να έχουν τροποποιηθεί με μεταγενέστερες διατάξεις.

ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ΑΡΙΘ. 2789/2000
ΦΕΚ 21/Α/11-2-2000

Προσαρμογή του ελληνικού δικαίου προς την οδηγία αριθ. 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19.5.1998 σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

 

Άρθρο 1
Για τους σκοπούς του παρόντος νοούνται ως: α. Σύστημα:
1.Η νομοθετικά, κανονιστικά ή συμβατικά ρυθμιζόμενη σχέση με κοινούς και τυποποιημένους κανόνες:
(ι) μεταξύ τριών ή περισσότερων συμμετεχόντων, στους οποίους δεν συναριθμείται ο τυχόν διακανονιστής, ο τυχόν κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, το τυχόν συμψηφιστικό γραφείο ή ο τυχόν εμμέσως συμμετέχων, το αντικείμενο της οποίας συνίσταται στην εκτέλεση εντολών μεταβίβασης μεταξύ των συμμετεχόντων σε αυτήν και
(ιι) η οποία διέπεται από το δίκαιο του Κράτους Μέλους που έχουν επιλέξει οι συμμετέχοντες σε αυτήν, υπό την προϋπόθεση ότι σε αυτό το Κράτος Μέλος βρίσκεται η κεντρική διοίκηση ενός τουλάχιστον των συμμετεχόντων και (ιιι) η οποία σχέση έχει ανακοινωθεί ως Σύστημα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή από Κράτος Μέλος το οποίο έχει κρίνει τους κανόνες του συστήματος ως ικανοποιητικούς.
2.Η νομοθετική ή κανονιστική ρύθμιση ή σύμβαση που πληροί τις παραπάνω προϋποθέσεις και έχει ως αντικείμενο την εκτέλεση εντολών μεταβίβασης που αναφέρονται στην παράγραφο θ' περ. (ιι) του παρόντος άρθρου και σε περιορισμένη κλίμακα την εκτέλεση εντολών με αντικείμενο άλλα μέσα της κεφαλαιαγοράς, όπως συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων, η οποία έχει χαρακτηρισθεί ως Σύστημα από Κράτος Μέλος και έχει ανακοινωθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
3. Η νομοθετική ή κανονιστική ρύθμιση ή σύμβαση μεταξύ δύο συμμετεχόντων, στους οποίους δεν συναριθμούνται ο τυχόν διακανονιστής, ο τυχόν κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, το τυχόν συμψηφιστικό γραφείο ή ο τυχόν εμμέσως συμμετέχων, η οποία έχει χαρακτηριστεί ως Σύστημα από Κράτος Μέλος και έχει ανακοινωθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
β. Ίδρυμα:
(0 Το πιστωτικό ίδρυμα, όπως αυτό ορίζεται στην παρ.1 του άρθρου 2 του ν. 2076/1992, συμπεριλαμβανομένων και των πιστωτικών ιδρυμάτων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 3 του ίδιου νόμου, καθώς και των ιδρυμάτων που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 2 της οδηγίας 77/780/Ε.Ο.Κ,
(ιι) Η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, όπως αυτή ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 2 τού ν. 2396/1996, με εξαίρεση τα ιδρύματα που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 3 του ίδιου νόμου και στην παρ. 2 στοιχεία α' έως ια' του άρθρου 2 της οδηγίας 93/22/Ε.Ο.Κ.,
(ιιι) Το Δημόσιο ή επιχειρήσεις με εγγύηση του Δημοσίου.
(tv) Το ίδρυμα, η κεντρική διοίκηση του οποίου βρίσκεται εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης και που το αντικείμενό του είναι ανάλογο των Πιστωτικών Ιδρυμάτων ή των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, όπως ορίζονται ανωτέρω, εφόσον τελεί υπό αντίστοιχη με αυτά εποπτεία,
(ν) Επιχειρήσεις που έχουν χαρακτηρισθεί ως ιδρύματα σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 11 παρ, 1 για τα ημεδαπά συστήματα, καθώς και επιχειρήσεις που έχουν χαρακτηριστεί ως ιδρύματα με ανάλογες διαδικασίες για Συστήματα των άλλων Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον συμμετέχουν σε Σύστημα και ευθύνονται για την εκπλήρωση υποχρεώσεων που προκύπτουν από Εντολές μεταβίβασης στο πλαίσιο του συστήματος αυτού.
γ. Κεντρικός Αντισυμβαλλόμενος:
Ο οργανισμός ο οποίος παρεμβάλλεται μεταξύ των ιδρυμάτων ενός Συστήματος και ο οποίος δρα ως ο αποκλειστικός αντισυμβαλλόμενος αυτών των ίδρυμάτων όσον αφορά τις εντολές τους μεταβίβασης, δ. Δίακανονιστής:
Ο οργανισμός ο οποίος παρέχει σε ιδρύματα ή/και σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που συμμετέχουν σε συστήματα, λογαριασμούς διακανονισμού μέσω των οποίων γίνεται ο διακανονισμός εντολών μεταβίβασης στο πλαίσιο των συστημάτων αυτών και ο οποίος, αν συντρέχει περίπτωση, παρέχει πίστωση στα εν λόγω ιδρύματα ή/και κεντρικούς αντισυμβαλλομένους με σκοπό το διακανονισμό, ε. Συμψηφιστικό Γραφείο:
Ο οργανισμός που είναι υπεύθυνος για τον υπολογισμό της καθαρής θέσης των ιδρυμάτων, του τυχόν κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή/και τυχόν διακανονιστή. στ. Συμμετέχων:
Ίδρυμα, κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, διακανονιστής ή συμψηφιστικό γραφείο.
Σύμφωνα με τους κανόνες του Συστήματος, ο ίδιος συμμετέχων δύναται να δρα ως κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, δίακανονιστής ή γραφείο συμψηφισμού ή να εκτελεί μέρος ή το σύνολο αυτών των καθηκόντων, ζ. Εμμέσως Συμμετέχων:
Πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια της παραγράφου β' περ. (ι) του παρόντος άρθρου, το οποίο έχει συμβατική σχέση με ίδρυμα που συμμετέχει σε Σύστημα πληρωμών σύμφωνα με την παράγραφο θ' περ. (ι) του παρόντος άρθρου και, ως εκ τούτου, δύναται να δίδει εντολές μεταβίβασης μέσω του Συστήματος. η. Χρηματοπιστωτικά μέσα:
Τα μέσα που αναφέρονται στο εδάφιο α' της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 2396/1996. θ. Εντολή μεταβίβασης:
(ι) κάθε οδηγία Συμμετέχοντος να τεθεί στη διάθεση ενός αποδέκτη χρηματικό ποσό μέσω λογιστικής εγγραφής στους λογαριασμούς πιστωτικού ιδρύματος, κεντρικής τράπεζας ή διακανονιστή ή κάθε εντολή Συμμετέχοντος, η οποία συνεπάγεται την ανάληψη ή την εκπλήρωση οφειλής πληρωμής, όπως ορίζεται από τους κανόνες του συστήματος ή (u) κάθε οδηγία Συμμετέχοντος να μεταβιβασθεί η κυριότητα ή άλλο εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα επί χρηματοπιστωτικού μέσου, μέσω λογιστικής εγγραφής σε μητρώο ή με άλλον τρόπο. ι. Διαδικασία Αφερεγγυότητας:
Κάθε συλλογικό μέτρο που προβλέπεται από το δίκαιο Κράτους Μέλους ή τρίτης χώρας και συνεπάγεται την απαγόρευση ή τον περιορισμό της εξουσίας διάθεσης, όπως η πτώχευση, η ειδική εκκαθάριση ή η εξυγίανση, ία. Συμψηφισμός:
Η μετατροπή σε καθαρή απαίτηση ή καθαρή οφειλή, απαιτήσεων και οφειλών που προκύπτουν από εντολές μεταβίβασης, τις οποίες ένας συμμετέχων ή συμμετέχοντες απευθύνουν προς ή λαμβάνουν από έναν ή περισσότερους άλλους συμμετέχοντες με τελικό εξαγόμενο μία μόνο καθαρή απαίτηση ή καθαρή οφειλή. ιβ. Λογαριασμός διακανονισμού:
Ο λογαριασμός σε κεντρική τράπεζα, διακανονιστή ή κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που χρησιμοποιείται για την κατοχή κεφαλαίων και χρηματοπιστωτικών μέσων, καθώς και για το διακανονισμό συναλλαγών μεταξύ των συμμετεχόντων σε Σύστημα.
ιγ. Ασφάλεια:
Όλα τα ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία ή χρήμα που παρέχονται δυνάμει ενεχύρου, εγγυοδοσίας, σύμβασης πωλήσεως με σύμφωνο επαναγοράς ή παρεμφερούς συμφωνίας ή με άλλον τρόπο, για την εξασφάλιση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ενδέχεται να προκύψουν σε συνάρτηση με Σύστημα ή που παρέχονται στις κεντρικές τράπεζες των Κρατών Μελών ή στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
(δ. Αρμόδιες αρχές:
Οι αρχές που έχουν ορισθεί από τα λοιπά Κράτη Μέλη και έχουν γνωστοποιηθεί από αυτά στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως αρμόδιες για την ενημέρωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου κάθε Κράτους Μέλους, με τις οποίες επήλθε εναρμόνιση στις διατάξεις του άρθρου 6 της οδηγίας 98/26/Ε.Κ.. ιε. Ημεδαπά Συστήματα:
Τα Συστήματα του άρθρου 2 παρ. 1 του παρόντος, καθώς και εκείνα, που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 10 του παρόντος, στο πλαίσιο των οποίων οι εντολές μεταβίβασης εκτελούνται εντός Ελλάδος ή είναι διασυνοριακές.

Άρθρο 2
Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται, ανεξαρτήτως του νομίσματος ή των νομισμάτων διενέργειας των πράξεων:
1.Στα Συστήματα που ορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 10 του παρόντος και στα εξής Συστήματα:
α) Στο Σύστημα Διακανονισμού Εντολών Πληρωμής σε Συνεχή Χρόνο ΕΡΜΗΣ, από την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του, όπως προβλέπεται από την υπ' αρ. 10/22.12.1998 Πράξη Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος.
β) Στο Σύστημα Διακανονισμού Εντολών Πληρωμής σε Ευρώ σε Συνεχή Χρόνο (ΕΥΡΩΕΡΜΗΣ), το οποίο αποτελεί μέχρι την ημερομηνία ένταξης στο τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (Ο.Ν.Ε.), τμήμα του Συστήματος ΕΡΜΗΣ, σύμφωνα με την ως άνω Πράξη Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος.
γ) Στις πληρωμές μέσω του μηχανισμού διασύνδεσης («INTERLINKING»») του Διευρωπαΐκού Συστήματος Διακανονισμού Εντολών Πληρωμής σε Συνεχή Χρόνο («TARGET»*) από Kat προς το ΕΥΡΩΕΡΜΗΣ, Kat μετά την κατάργηση ή συγχώνευσή του με το Σύστημα ΕΡΜΗΣ, στις πληρωμές από και προς το Σύστημα αυτό.
δ) Στο Σύστημα Παρακολούθησης Συναλλαγών επί Τίτλων σε Λογιστική Μορφή (ΑΥΛΟΙ ΤΙΤΛΟΙ), που προβλέπεται από το ν. 2198/1994 και βρίσκεται υπό τη διαχείριση και την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ε) Στο Γραφείο Συμψηφισμού Αθηνών, στ) Στο Σύστημα Άυλων Τίτλων (ΣΑΤ.), που τελεί υπό τη διαχείριση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΑΠΟΘΕΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ Α.Ε.» και την εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και προβλέπεται από την υπ' αρ. 9820 απόφαση της 154/16.3,1999 Συνεδρίασης Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (ΦΕΚ 900 Β') και
ζ) Στο Σύστημα Εκκαθάρισης Συναλλαγών Επί Παραγώγων, που τελεί υπό τη διαχείριση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Εταιρεία Εκκαθάρισης Συναλλαγών Επί Παραγώγων Α.Ε.» (ΕΤ.Ε.Σ.Ε.Π.) και την επιθητεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και προβλέπεται από τις διατάξεις του ν. 2533/1997 (ΦΕΚ 228 Α'), όπως ισχύει, και της απόφασης της 25ης/4.8.1999 συνεδρίασης του Δ.Σ. της ΕΤ.Ε.Σ.Ε.Π. (ΦΕΚ 1630 Β').
2.Στους ημεδαπούς και αλλοδαπούς Συμμετέχοντες σε Ημεδαπά Συστήματα, καθώς και στους ημεδαπούς Συμμετέχοντες σε Συστήματα άλλων Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
3.Στην Ασφάλεια, κατά την έννοια της παραγράφου ιγ  του άρθρου 1 του παρόντος που παρέχεται σε συνάρτηση με Συστήματα, καθώς και με τις πράξεις νομισματικής πολιτικής Kat τις λοιπές πράξεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της Τράπεζας της Ελλάδος και των άλλων κεντρικών τραπεζών της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό την ιδιότητά τους ως κεντρικών τραπεζών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β
ΣΥΜΨΗΦΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΝΤΟΛΕΣ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ

Άρθρο 3
1.Οι Εντολές μεταβίβασης και ο Συμψηφισμός ισχύουν και αντιτάσσονται έναντι κάθε τρίτου ακόμη και σε περίπτωση Διαδικασίας Αφερεγγυότητας, κατά Συμμετέχοντος, εφόσον οι Εντολές μεταβίβασης εισήχθησαν στο Σύστημα πριν από την έναρξη της Διαδικασίας Αφερεγγυότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 του παρόντος.
Αν οι Εντολές μεταβίβασης εισέλθουν στο Σύστημα μετά τη στιγμή της έναρξης της Διαδικασίας Αφερεγγυότητας και υπό την προϋπόθεση ότι η εκκαθάρισή τους αρχίζει την ημέρα έναρξης της Διαδικασίας Αφερεγγυότητας, οι εντολές αυτές είναι ισχυρές και αντιτάσσονται έναντι κάθε τρίτου , εφόσον ο διαχειριστής του Συστήματος (Διακανονιστής, Κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή το Συμψηφιστικό γραφείο) αποδείξει ότι δεν είχε λάβει γνώση για την έναρξη της Διαδικασίας Αφερεγγυότητας, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 6 του παρόντος.
2.Το κύρος του Συμψηφισμού δεν θίγεται από διατάξεις που προβλέπουν την ακύρωση των δικαιοπραξιών που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη της Διαδικασίας Αφερεγγυότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 του παρόντος.
3.Τα Ημεδαπά Συστήματα διέπονται από σαφείς κανόνες που ορίζουν το χρόνο εισαγωγής μιας Εντολής μεταβίβασης στο Σύστημα, καθώς και τη χρονική στιγμή μετά την οποία η Εντολή αυτή δεν ανακαλείται ούτε από Συμμετέχοντα ούτε από τρίτο.

Άρθρο 4
Κεφάλαια ή χρηματοπιστωτικά μέσα του Συμμετέχοντος που είναι διαθέσιμα στο Λογαριασμό διακανονισμού του και χρησιμοποιούνται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του στο Σύστημα, που έχουν γεννηθεί μέχρι και την ημέρα έναρξης της Διαδικασίας Αφερεγγυότητας, Η παρασχεθείσα στο Συμμετέχοντα στο Σύστημα πιστωτική διευκόλυνση έναντι διαθέσιμης υφιστάμενης Ασφάλειας μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκπλήρωση των κατά το προηγούμενο εδάφιο υποχρεώσεών του στο Σύστημα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ

Άρθρο 5
1.Χρόνος έναρξης της Διαδικασίας Αφερεγγυότητας είναι το χρονικό σημείο κατά το οποίο δημοσιεύεται η σχετική απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου ή της αρμόδιας διοικητικής αρχής.
2.Το δικαστήριο που δημοσιεύει την απόφαση ή η διοικητική αρχή που εκδίδει τη διοικητική πράξη με την οποία αρχίζει Διαδικασία Αφερεγγυότητας, την επιδίδουν αμελλητί στην Τράπεζα της Ελλάδος. Η επίδοση αυτή πρέπει να έχει πραγματοποιηθεί: α) εντός της ίδιας ημέρας κατά την οποία δημοσιεύθηκε η απόφαση του δικαστηρίου ή β) πριν η απόφαση της διοικητικής αρχής δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
3.Αποφάσεις Δικαστηρίων με τις οποίες αρχίζει Διαδικασία Αφερεγγυότητας αναγράφουν με ακρίβεια την ώρα δημοσιεύσεώς τους και διατάσσουν την επίδοσή τους στην Τράπεζα της Ελλάδος.
4.Αίτηση πτωχεύσεως ή εν γένει αίτηση ενάρξεως Διαδικασίας Αφερεγγυότητας κατά Συμμετέχοντος σε Συστήματα του άρθρου 10 παρ. 1 του παρόντος επιδίδεται επί ποινή απαραδέκτου στην Τράπεζα της Ελλάδος.

Άρθρο 6
1.Η Τράπεζα της Ελλάδος ειδοποιεί αμέσως, οπωσδήποτε εντός της ημέρας κστά την οποία επιδόθηκε σε αυτήν απόφαση για την έναρξη Διαδικασίας Αφερεγγυότητας, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 του παρόντος, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις Αρμόδιες Αρχές.
2.Συμμετέχοντες που έχουν την έδρα τους ή οποιοσδήποτε μορφής εγκατάσταση στην Ελλάδα, ανακοινώνουν αμέσως στην Τράπεζα της Ελλάδος τη συμμετοχή τους σε Σύστημα. Οι Συμμετέχοντες του προηγούμενου εδαφίου υποχρεούνται να προβούν στην ανακοίνωση του προηγούμενου εδαφίου εντός τριάντα (30) ημερών από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου.
3.Η Τράπεζα της Ελλάδος ειδοποιεί αμελλητί τα Ημεδαπά Συστήματα για την έναρξη Διαδικασίας Αφ ε ρεγγυότητας Συμμετέχοντος σε αυτά:
α) όταν επιδίδεται σε αιπήν απόφαση δικαστηρίου ή διοικητικής αρχής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 5 παρ. 1 του παρόντος, με την οποία αρχίζει Διαδικασία Αφερεγγυότητας και
β) όταν λαμβάνει ανακοίνωση από τις Αρμόδιες Αρχές, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την έναρξη Διαδικασίας Αφερεγγυότητας Συμμετέχοντος σε Ημεδαπά Συστήματα.

Άρθρο 7
Δικαιώματα και υποχρεώσεις Συμμετέχοντος σε Ημεδαπό Σύστημα, τα οποία προκύπτουν από ή συνδέονται με τη συμμετοχή του σε αυτό και έχουν γεννηθεί πριν από την κατά το άρθρο 6 παρ. 3 του παρόντος ειδοποίηση του Συστήματος αυτού για την έναρξη της Διαδικασίας Αφερεγγυότητας, δεν θίγονται αναδρομικά από τη διαδικασία αυτήν.

Άρθρο 8
Το δίκαιο που διέπει το Σύστημα εφαρμόζεται και σε περίπτωση ενάρξεως Διαδικασίας Αφερεγγυότητας κατά Συμμετέχοντος ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη συμμετοχή του στο Σύστημα ή που συνδέονται με αυτήν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΥΠΕΡ ΩΝ Η ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΧΩΡΟΥΝΤΟΣ

Άρθρο 9
1.Η Ασφάλεια που έχει παρασχεθεί:
α) σε Συμμετέχοντα στο πλαίσιο λειτουργίας Συστήματος ή
β) στις κεντρικές τράπεζες των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν υπόκειται σε λύση, άρση ή απόσβεση ούτε θίγεται καθ' οιονδήποτε τρόπο από τη διαδικασία αφερεγγυότητας του Συμμετέχοντος ή του αντισυμβαλλομένου των κεντρικών τραπεζών των Κρατών Μελών ή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που παρέσχε την ασφάλεια.
2.Εφόσον υφίσταται οφειλή Συμμετέχοντος σε Σύστημα στο πλαίσιο λειτουργίας του ή αντισυμβαλλομένου κεντρικής τράπεζας των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ληξιπρόθεσμη για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι τεσσάρων ωρών, τα εισηγμένα σε οργανωμένη αγορά χρηματοπιστωτικά μέσα επί των οποίων έχει συσταθεί Ασφάλεια, επιτρέπεται, κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί αναγκαστικής εκποίησης και αφού ο οφειλέτης ενημερωθεί με έγγραφο βεβαίας χρονολογίας, να εκποιούνται από τον Διακανονιστή ή τον Κεντρικό Αντισυμβαλλόμενο του Συστήματος, την κεντρική τράπεζα ή την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή, εφόσον οι τίτλοι είναι ληξιπρόθεσμοι και απαπητοί, να εισπράττονται οι εξ αυτών απαιτήσεις από τον Διακανονιστή ή τον Κεντρικό Αντισυμβαλλόμενο του Συστήματος, την κεντρική τράπεζα ή την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ιδίω ονόματι. Η εκποίηση γίνεται χρηματιστηριακώς, μέσω μέλους του χρηματιστηρίου που ορίζει ο Διακανονιστής, ο Κεντρικός Αντισυμβαλλόμενος, η κεντρική τράπεζα ή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή και εξωχρηματιστηριακώς, εφόσον αντικείμενο της Ασφάλειας είναι τίτλοι του Δημοσίου ή τίτλοι που δεν είναι εισηγμένοι στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Το προϊόν της εκποιήσεως διατίθεται κατά προτεραιότητα για την ικανοποίηση της ασφαλιζόμενης απαιτήσεως. 'Οταν η Ασφάλεια έχει παρασχεθεί με τη μορφή συμβάσεως πωλήσεως τίτλων με σύμφωνο επαναγοράς και ο υπόχρεος σε επαναγορά Συμμετέχων ή αντισυμβαλλόμενος καταστεί υπερήμερος ως προς την εκπλήρωση της υποχρεώσεώς του για την καταβολή του τιμήματος, ο Διακανονιστής, η κεντρική τράπεζα ή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δύνανται αμέσως να διαθέτουν ελεύθερα τους τίτλους που είχαν αγοράσει.
3.Οι διατάξεις της νομοθεσίας που εφαρμόζονται κατά τη σύσταση ενεχύρου υπέρ της Τράπεζας της Ελλάδος, την αναγκαστική εκποίηση του ενεχύρου αυτού και τη διανομή του πλειστηριάσματος ισχύουν και για τη σύσταση και την αναγκαστική εκποίηση ενεχύρου επί άυλων τίτλων Δημοσίου υπέρ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των κεντρικών τραπεζών των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και για τη διανομή του πλειστηριάσματος.
4.Όταν συνιστάται Ασφάλεια επί χρηματοπιστωτικών μέσων ή επί δικαιωμάτων σε χρηματοπιστωτικά μέσα υπέρ Συμμετέχοντος στο πλαίσιο λειτουργίας Συστήματος ή υπέρ κεντρικής τράπεζας Κράτους Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή υπέρ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με νόμιμη καταχώριση του δικαιώματος του υπέρ ου η Ασφάλεια σε Σύστημα ή σε μητρώο ή σύστημα καταχώρισης ή λογαριασμό ή βιβλία κεντρικής τράπεζας Κράτους Μέλους ή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το εν λόγω δικαίωμα, ιδίως ως προς τη νόμιμη σύστασή του, την εγκυρότητα του και τη διαδικασία αναγκαστικής εκποίησης, διέπεται από το ουσιαστικό δίκαιο του Κράτους Μέλους στο οποίο έγινε η καταχώρισή TOU. Η παραπάνω διάταξη ισχύει και στην περίπτωση που ο υπέρ ου η Ασφάλεια Συμμετέχων ενεργεί ιδίω ονόματι αλλά για λογαριασμό τρίτου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε'
ΟΡΙΣΜΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ, ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΩΝ

Άρθρο 10
1.Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 2 περ. 1 του παρόντος, με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, ύστερα από εισήγηση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ως προς τα εποπτευόμενα ή επιβλεπόμενα από κάθε αρχή Συστήματα, ορίζονται τα Συστήματα που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου. Η απόφαση αυτή, στην οποία συμπεριλαμβάνονται και τα Συστήματα του άρθρου 2 περ. 1, δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
2.Για την υπαγωγή Συστήματος στις διατάξεις του παρόντος νόμου πρέπει τούτο: α) να διέπεται από το ελληνικό δίκαιο ή να λειτουργεί στην Ελλάδα και β) η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να έχουν εισηγηθεί την υπαγωγή του Συστήματος στις διατάξεις του παρόντος νόμου, αν κρίνουν ότι οι κανόνες που διέπουν το προτεινόμενο Σύστημα είναι ικανοποιητικοί. Ειδικότερα, για τα συστήματα των περιπτώσεων 2 και 3 του άρθρου 1 παράγραφος α’ του παρόντος, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, προκειμένου να εισηγηθούν την υπαγωγή των Συστημάτων αυτών σπς διατάξεις του παρόντος νόμου, θα πρέπει να έχουν διαπιστώσει ότι υφίστανται ικανοποιητικοί μηχανισμοί αποτροπής συστημικού κινδύνου σε αυτά.
3.Ο Κατάλογος των Συστημάτων της παραγράφου 1 γνωστοποιείται με επιμέλεια της Τράπεζας της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στις Αρμόδιες Αρχές.
4.Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, ύστερα από εισήγηση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, τροποποιείται ο κατάλογος της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και δύνανται να προστίθενται νέα ή να αφαιρούνται από αυτόν υφιστάμενα Συστήματα, συμπεριλαμβανομένων και των Συστημάτων του άρθρου 2 περ. 1 του παρόντος. Η απόφαση αυτή, με το νέο πλήρη κατάλογο των Συστημάτων δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο νέος κατάλογος ανακοινώνεται αμελλητί, με επιμέλεια της Τράπεζας της Ελλάδος, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στις Αρμόδιες Αρχές.

Άρθρο 11
1.Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορούν να χαρακτηρίσουν Ιδρύματα, κατά την έννοια του παρόντος, επιχειρήσεις που συμμετέχουν οε Συστήματα που εποπτεύουν ή επιβλέπουν, τα οποία εκτελούν μόνο Εντολές μεταβίβασης και σχετικές πληρωμές που αναφέρονται στην παρ. θ’ περ. ii του άρθρου 1 του παρόντος, εφόσον:
α) οι επιχειρήσεις αυτές ευθύνονται για τις οικονομικές υποχρεώσεις που απορρέουν από τις παραπάνω Εντολές μεταβίβασης,
β) τρεις τουλάχιστον Συμμετέχοντες στα Συστήματα αυτά είναι ιδρύματα κατά την έννοια των εδαφίων (ι) έως και (ιν) της περ. β ’ του άρθρου 1 του παρόντος και
γ) υφίστανται ικανοποιητικοί μηχανισμοί αποτροπής συστημικού κινδύνου στα Συστήματα αυτά, όπως διαπιστώνεται κατόπιν υποβολής των απαραίτητων στοιχείων, πληροφοριών και σχεδίου διαχείρισης κινδύνων.
2.Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, ύστερα από εισήγηση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, μπορεί να επεκταθεί η εφαρμογή του παρόντος και σε Εμμέσως Συμμετέχοντες σε Σύστημα, εάν αυτό δικαιολογείται με κριτήριο το συστημικό κίνδυνο και υπό τον όρο ότι ο Εμμέσως Συμμετέχων είναι γνωστός στο Σύστημα.
3.Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, κατόπιν εισηγήσεως του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, μπορεί να επεκταθεί η εφαρμογή του παρόντος και σε ελληνικά Ιδρύματα, που συμμετέχουν άμεσα σε Συστήματα τρίτης, εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, χώρας και στην Ασφάλεια που παρέχεται σε συνάρτηση με τη συμμετοχή στα Συστήματα αυτά, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερόμενού Ιδρύματος.

Άρθρο 12
1.Τα Ημεδαπά Συστήματα αποστέλλουν στην Τράπεζα της Ελλάδος κατάλογο των Συμμετεχόντων και των Εμμέσως Συμμετεχόντων σε αυτά και την ενημερώνουν αμέσως για κάθε νέο ή απερχόμενο Συμμετέχοντα ή Εμμέσως Συμμετέχοντα, αποστέλλοντας κάθε φορά νέο πλήρη κατάλογο.
2.Η Τράπεζα της Ελλάδος και τα Συστήματα ενημερώνουν οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον ως προς το αν Ίδρυμα είναι Συμμετέχων ή Εμμέσως Συμμετέχων σε Σύστημα, καθώς και για τους βασικούς κανόνες που διέπουν τη λειτουργία του Συστήματος, ιδίως δε τον Κανονισμό Λειτουργίας του.
3.Ίδρυμα υποχρεούται να ενημερώσει οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον για το αν είναι Συμμετέχων ή Εμμέσως Συμμετέχων σε Σύστημα.

Άρθρο 13
1.Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, ύστερα από εισήγηση της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, μπορούν να ρυθμίζονται ειδικά θέματα και αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου. Η διάταξη αυτή δεν θίγει αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την έκδοση κανονιστικών αποφάσεων ως προς Συστήματα, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας.
2.Τα Συστήματα γνωστοποιούν αμελλητί στην Τράπεζα της Ελλάδος κάθε επιδοθείσα σε αυτά απηση, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 4 του παρόντος.
3.Η Τράπεζα της Ελλάδος γνωστοποιεί αμελλητί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε ανακοίνωση που περιέρχεται σε αυτήν για Ίδρυμα εποπτευόμενο από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
4.Το τραπεζικό και επαγγελματικό απόρρητο δεν ισχύει έναντι του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την παροχή σε αυτούς από τα Συστήματα και τους Συμμετέχοντες των ανακοινώσεων που προβλέπονται στον παρόντα νόμο, καθώς κάι κάθε στοιχείου ή πληροφορίας που κρίνονται απαραίτητα για την ορθή και ασφαλή εφαρμογή του.

Άρθρο 14
1.Με την επιφύλαξη των διατάξεων της νομοθεσίας που προβλέπουν την επιβολή κυρώσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύνανται να επιβάλλουν πρόστιμο ύψους μέχρι 50.000.000 δραχμών στους εποπτευόμενους ή επιβλεπόμενους από αυτές Συμμετέχοντες, εφόσον αυτοί παραβιάζουν τις διατάξεις του παρόντος. Σε περίπτωση σοβαρών υποτροπών, το πρόστιμο δύναται να ανέρχεται σε 100.000.000 δραχμές.
2.Σε περίπτωση παράβασης των καθηκόντων που απορρέουν από την εκτέλεση των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 5 του παρόντος επιβάλλεται κατά των εντεταλμένων οργάνων πρόστιμο έως 20.000.000 δραχμές, με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, μετά από εισήγηση της Τράπεζας της Ελλάδος.

Άρθρο 15
Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 και της παραγράφου 3 του άρθρου 11 του ν. 2548/1997 δεν ισχύουν προκειμένου περί Συστημάτων που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ'
ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 16
Θέματα Ε.Α.Β.

1.α. Συστήνεται νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία «Ε.Α,Β. ΠΑΠΩΝ», που τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Οικονομικών. Ως σκοπός του νομικού αυτού προσώπου ορίζεται η διαχείριση, συντήρηση και εκμετάλλευση της περιουσίας του.
β. Η περιουσία της «Ε Α Β. ΠΑΠΩΝ» αποτελείται από τα ακίνητα και κινητά περιουσιακά στοιχεία (πάγια) της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας Α. Ε. (Ε Α Β. Α. Ε.), τα οποία μεταβιβάζονται σε αυτή χωρίς αντάλλαγμα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην υποπαράγραφο γ.
γ. Το διοικητικό συμβούλιο της Ε.Α.Β. Α. Ε. με απόφασή του, που εγκρίνεται από τη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρείας, προσδιορίζει τα μεταβιβαζόμενα στην «Ε.Α.Β. ΠΑΠΩΝ» περιουσιακά στοιχεία και αναθέτει τη σύνταξη σχετικής έκθεσης στο οριζόμενο από αυτό όργανο. Στην έκθεση αι/τή καθορίζονται και εξειδικεύονται πλήρως τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία με ειδικότερους προσδιορισμούς, οι οποίοι, για τα ακίνητα, θα είναι τουλάχιστον το είδος, η θέση και τα όριά τους. Η παραπάνω έκθεση, μετά την έγκρισή της από το διοικητικό συμβούλιο της Ε.Α.Β. Α. Ε. και τον Υπουργό Οικονομικών αποτελεί τίτλο μεταβίβασης, απόσπασμα του οποίου μεταγράφεται ατελώς, κατά τις κείμενες διατάξεις, στα οικεία βιβλία μεταγραφών του αρμόδιου υποθηκοφυλακείου.
Η ανωτέρω μεταβίβαση απαλλάσσεται από την καταβολή κάθε φόρου, τέλους χαρτοσήμου, άλλου τέλους, εισφοράς υπέρ του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή άλλου τρίτου, Ομοίως απαλλάσσεται από κάθε φόρο υπεραξίας που τυχόν θα προκύψει από τη μεταβίβαση αυτήν.
δ. Η «Ε.Α.Β. ΠΑΓΙΩΝ» από της συστάσεώς της υπεισέρχεται αυτοδικαίως στα δικαιώματα και υποχρεώσεις της Ε.Α.Β. Α.Ε., οι οποίες προκύπτουν από δανειακές συμβάσεις.
ε. Τα πάσης φύσεως προνόμια που έχουν παρασχεθεί στην Ε.Α. Β. Α. Ε. με το ν. 43/1975 ισχύουν και υπέρ της «ΕΑΒ. ΠΑΠΩΝ».στ. Με σύμβαση που συνάτττεται μεταξύ της Ε.Α.Β. Α.Ε. και της «Ε Α Β. ΠΑΠΩΝ», παραχωρείται η χρήση του συνόλου ή μέρους των περιουσιακών στοιχείων που περιέρχονται στη δεύτερη έναντι ανταλλάγματος. Με την ίδια σύμβαση μπορεί να συμφωνηθεί η ανάληψη της συντήρησης των παραπάνω στοιχείων από την πρώτη.
ζ. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Οικονομικών, ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την εν γένει οργάνωση και λειτουργία της «Ε.Α. Β. ΠΑΠΩΝ», τον αριθμό των μελών του διοικητικού της συμβουλίου, τον τρόπο διορισμού αυτών, ως και το αρμόδιο προς τούτο όργανο, τις αρμοδιότητες του διοικητικού συμβουλίου και των λοιπών οργάνων της, τους πόρους της, τη διάρθρωση των υπηρεσιών της και τον τρόπο λειτουργίας τους, ως και κάθε άλλο σχετικό με τα ανωτέρω θέμα και μπορεί να προβλέπεται η σύσταση μέχρι δέκα (10) θέσεων προσωπικού και κατανομή των θέσεων αυτών κατά κατηγορίες, κλάδους και ειδικότητες. Για την προσωρινή πλήρωση των παραπάνω θέσεων επιτρέπεται η απόσπαση προσωπικού της Ε.Α.Β. Α.Ε. για διάστημα μέχρι ενός (1) έτους. Η παρ απάνω απόσπαση γίνεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου της Ε.Α.Β. Α.Ε., κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων.
2.α. Η παράγραφος 2 του άρθρου 1 του ν. 43/1975 αντικαθίσταται ως εξής:
«Το Ελληνικό Δημόσιο δύναται να μεταβιβάσει ποσοστό μέχρι σαράντα εννέα τοις εκατό (49%) του μετοχικού κεφαλαίου της Εταιρίας σε τρίτο, οτον οποίο μπορεί να αναθέσει και τη διαχείριση της Εταιρίας. Σε κάθε περίπτωση το ποσοστό της συμμετοχής του Ελληνικού Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρίας δεν μπορεί να είναι κατώτερο του πενήντα ενός τοις εκατό (51%).»
β. Οι παράγραφοι 3, 4 και 5 του άρθρου 1 του ν. 43/1975 καταργούνται.
γ. Διατάξεις του καταστατικού της Ε.Α.Β. Α.Ε. και αποφάσεις των οργάνων της, εφόσον έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, παύουν να ισχύουν.
3.Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν τις κείμενες διατάξεις νόμων Kat τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας που ρυθμίσουν τις εργασιακές σχέσεις της Ε.Α.Β Α.Ε..

Άρθρο 17
Θέματα Χ.Π.Α.

1.Η περίπτωση β ‘της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2533/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«β. Το υποψήφιο μέλος διαθέτει μετοχικό κεφάλαιο τουλάχιστον ίσο με τριακόσια εκατομμύρια δραχμές. Σε περίπτωση που το υποψήφιο μέλος είναι μέλος του Χ.Α.Α., πρέπει να διαθέτει μετοχικό κεφάλαιο τουλάχιστον ίσο με πεντακόσια εκατομμύρια δραχμές. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, τα παραπάνω ποσά μπορούν να αναπροσαρμόζονται.»
2.Η παράγραφος 2 του άρθρου 10 του ν. 2533/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Κάθε σύμβαση επί παραγώγων στο Χ.Π.Α. καταρτίζεται μεταξύ της Εταιρείας Εκκαθάρισης Συναλλαγών Επί Παραγώγων (ΕΤ.Ε.Σ.Ε.Π.) και των παραγγελέων, οι οποίοι εκπροσωπούνται από τα Μέλη του Χ.Π.Α..»
3.Η περίπτωση β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 21 Του ν. 2533/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«β. Το υποψήφιο μέλος διαθέτει μετοχικό κεφάλαιο τουλάχιστον ίσο με ένα δισεκατομμύριο δραχμές, εφόσον εκκαθαρίζει αποκλειστικά συναλλαγές πού διενεργεί το ίδιο ως μέλος του Χ.Π.Α.. Σε περίπτωση που το υποψήφιο μέλος της Εταιρείας Εκκαθάρισης Συναλλαγών Επί Παραγώγων (ΕΤ.Ε.Σ.Ε.Π.) εκκαθαρίζει και/ή συναλλαγές που διενεργούν άλλα μέλη του Χ.Π.Α., το υποψήφιο μέλος πρέπει να διαθέτει μέτοχό κεφάλαιο τουλάχιστον ίσο με τέσσερα δισεκατομμύρια δραχμές, να καταρτίζει με τα μέλη του Χ.Π.Α. τις σχετικές συμβάσεις για τη μετάθεση της εκκαθάρισης και να ικανοποιεί τις προϋποθέσεις που εκάστοτε θέτει το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας Εκκαθάρισης Συναλλαγών Επί Παραγώγων (ΕΤ.Ε.Σ.Ε.Π.). Με απόφαση του Υπουργού, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, τα παραπάνω ποσά μπορούν να αναπροσαρμόζονται.»
4.Υφιστάμενα, κατά το χρόνο θέσης σε ισχύ του παρόντος νόμου, μέλη της Εταιρείας Εκκαθάρισης Συναλλαγών Επί Παραγώγων (ΕΤ.Ε.Σ.Ε.Π.) δικαιούνται να εκκαθαρίζουν χρηματιστηριακές συναλλαγές επί παραγώγων επί έξι (6) μήνες μετά τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του παρόντος νόμου, ακόμη και αν δεν πληρούν τις οριζόμενες στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου προϋποθέσεις ύψους κεφαλαίου.
5.Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 24 του ν. 2533/1997 καταργείται.
6.Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 2533/1997προστίθεται νέο εδάφιο nou έχει ως εξής:
«Η ολοκλήρωση του χρηματικού διακανονισμού από την Εταιρεία Εκκαθάρισης Συναλλαγών Επί Παραγώγων (ΕΤ.ΕΧΕ.Π.) προς τα μέλη της συνιστά εκπλήρωση των χρηματικών της υποχρεώσεων από τις συναλλαγές επί παραγώγων έναντι των αντισυμβαλλομένων της παραγγελέων.»
7.Στο άρθρο 25 του ν. 2533/1997 προστίθεται νέα παράγραφος 3, που έχει ως εξής:
«3. Σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης μετάθεσης εκκαθάρισης που προβλέπεται στην περίπτωση β' της παρ. 1 του άρθρου 21 του παρόντος, το μέλος της Εταιρείας Εκκαθάρισης Συναλλαγών Επί Παραγώγων (ΕΤ.Ε.Σ.Ε.Π.) έχει υποχρέωση να εκκαθαρίζει κατά τις διατάξεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου τις καταρτισθείσες συναλλαγές μέχρι και την ημέρα της κοινοποίησης της καταγγελίας της σύμβασης στην Εταιρεία Εκκαθάρισης Συναλλαγών Επί Παραγώγων (ΕΤ.Ε.Σ.Ε.Π.).»
8,Η παρ. 3 του άρθρου 29 του ν. 2533/1997 καταργείται.
9.Στο τέλος του τελευταίου εδαφίου του στοιχείου η’ της παρ. 4 του άρθρου 31 του ν. 2533/1997 προστίθενται οι λέξεις:
« ή σε άλλο φορέα Συστήματος Παρακολούθησης Αυλών Τίτλων».

Άρθρο 18
Θέματα λιμένων

1.Τα Λιμενικά Ταμεία της χώρας δύνανται να υπάγονται στις διατάξεις του ν. 2414/1996 (ΦΕΚ 135 Α). Για κάθε Λιμενικό Ταμείο που προκρίνεται να υπαχθεί στις διατάξεις αυτές, εκδίδεται προεδρικό διάταγμα, με πρόταση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομικών ;<αι Εμπορικής Ναυτιλίας, με το οποίο προβλέπεται η υπαγωγή αυτή και η"μετατροπή του σέ ανώνυμη εταιρία (Α.Ε.) και καταρτίζεται το καταστατικό αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, του ν. 2414/1966 και του κ.ν. 2190/1920. Έδρα της Α.Ε. ορίζεται η έδρα που είχε το Λιμενικό Ταμείο που μετατρέπεται. Οι διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 2738/1999 (ΦΕΚ 180 Α') δεν θίγονται.
2.Οι Α.Ε. της παραγράφου 1 είναι ανώνυμες εταιρίες κοινής ωφέλειας, με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, λειτουργούν κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνουν διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελούν υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος και του κ.ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του ν. 2414/1996, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν κάθε φορά. Οι διατάξεις του β.δ. 14/19.1.1939 και του α.ν. 2344/1940 (ΦΕΚ 154 Α'), όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν κάθε φορά, εφαρμόζονται αναλόγως στις Α.Ε. του παρόντος, εκτός εκείνων που αναφέρονται σε θέματα τα οποία ρυθμίζονται διαφορετικά από τις διατάξεις του παρόντος και των νόμων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.
3.α) Η κινητή και ακίνητη περιουσία του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που μετατρέπεται κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου περιέρχονται στην Α.Ε., η οποία υπεισέρχεται αυτοδικαίως σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του. Προκειμένου περί ακινήτων ή εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων του Λιμενικού Ταμείου, ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, που περιέρχονται στην Α.Ε., η επερχόμενη, από την έναρξη της ισχύος του προεδρικού διατάγματος υπαγωγής, μετατροπή και υποκατάσταση σημειώνεται ατελώς στα βιβλία μεταγραφών των αρμόδιων υποθηκοφυλακείων. Οι μεταβιβάσεις αυτές απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος, τέλος χαρτοσήμου, εισφοράς, καθώς και δικαιώματα υπέρ οποιουδήποτε τρίτου.
β) Οι εκκρεμείς δίκες του Λιμενικού Ταμείου, ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, συνεχίζονται από την Α.Ε., χωρίς να επέρχεται βίαια διακοπή τους και χωρίς να απαιτούνται άλλες ειδικότερες διατυπώσεις ή ενέργειες για τη συνέχισή τους. Προβλήματα δικαιοδοσίας που μπορεί να προκύψουν επιλύονται από τα δικαστήρια στα οποία εκκρεμούν οι υποθέσεις.
4.Οι Α.Ε. του παρόντος άρθρου υπόκεινται μόνο σε φόρο εισοδήματος και απολαμβάνουν όλα τα προνόμια που απολαμβάνει το Δημόσιο στις δημόσιες και ιδιωτικές σχέσεις και συναλλαγές του. Στις ίδιες Α.Ε. εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 28 του ν. 2579/1998 (ΦΕΚ 31 Α').
5.Η μελέτη και εκτέλεση έργων στην περιοχή αρμοδιότητας των Α.Ε. του παρόντος άρθρου εγκρίνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Α.Ε., προκειμένου, όμως, για έργα εθνικού επιπέδου, απαιτείται η έγκριση της πράξης του Διοικητικού Συμβουλίου, πριν την εκτέλεσή της, και από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, ο οποίος εποπτεύει τις Α.Ε. στον τομέα των έργων, εφαρμοζομένων σε αυτά των διατάξεων του π.δ. 649/1977 (ΦΕΚ 212 Α') και του π.δ. 427/1987 (ΦΕΚ 191 Α').
6.Τα κατά το άρθρο 14 του α.ν. 2344/1940 (ΦΕΚ 154 Α') λιμενικά έργα, καθώς και προσχώσεις στη θάλασσα προς εξυπηρέτηση της επιβατικής και εμπορικής κίνησης των λιμένων αρμοδιότητας των Α.Ε. του παρόντος άρθρου, εκτελούνται ύστερα από την έκδοση κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και Εμπορικής Ναυτιλίας, μετά από σύμφωνη γνώμη του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού και κατά παρέκκλιση του άρθρου 9 του προαναφερόμενού νόμου.
7.Οι αναγκαίοι για την εκπλήρωση του σκοπού των Α.Ε. του παρόντος άρθρου κανονισμοί εκδίδονται από το Διοικητικό Συμβούλιο, μετά από εισήγηση του Διευθύνοντα Συμβούλου. Μέχρι την έκδοση των κανονισμών του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται οι οικείες διατάξεις που ίσχυαν κατά την έναρξη ισχύος του προεδρικού διατάγματος υπαγωγής.
8.Οι Α.Ε. του παρόντος άρθρου μπορούν:
α) Να συνιστούν, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, θυγατρικές εταιρίες και να συμμετέχουν σε άλλες εταιρίες ή επιχειρήσεις που έχουν σκοπό την εκμετάλλευση των χώρων και ανάπτυξη δραστηριοτήτων και σε άλλους λιμένες εντός ή εκτός της χώρας ή έχουν παρεμφερή με το δικό τους σκοπό και γενικά έχουν σκοπούς συναφείς ή υποβοηθητικούς της δραστηριότητάς τους, καθώς και να συνεργάζονται με αυτές.
β) Να παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα, κράτη ή διεθνείς οργανισμούς, ιδίως στον τομέα των μεταφορών.
γ) Να φροντίζουν για την επαγγελματική εκπαίδευση των εργαζομένων σε αυτήν.
δ) Να δημιουργούν κατάλληλη ερευνητική υποδομή και να εκπονούν πάσης φύσεως έρευνες και μελέτες για θέματα που άπτονται των σκοπών τους.
ε) Να συμμετέχουν σε δραστηριότητες που έχουν στόχο την προώθηση των θεμάτων που άπτονται του σκοπού τους είτε στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε σε εθνικό ή παγκόσμιο επίπεδο.
στ) Να ιδρύουν ή να συμμετέχουν σε εταιρίες επιχειρηματικού κεφαλαίου.
9.α) Οι μετοχές των Α.Ε. του παρόντος άρθρου μπορεί να εισαχθούν προς διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ή και σε οποιοδήποτε διεθνώς αναγνωρισμένο Χρηματιστήριο Αξιών με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων, με την προϋπόθεση ότι το ποσοστό συμμετοχής του Ελληνικού Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρίας παραμένει τουλάχιστον 51%.
β) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας δύναται να τίθενται όρια μεταβίβασης μετοχών των Α.Ε. του παρόντος άρθρου ανά επενδυτή, για το ποσοστό του κεφαλαίου τους που*απομένει πέραν του ελάχιστου ποσοστού του 51% που ανήκει στο Δημόσιο.
10.α) Εντός έτους από την έναρξη ισχύος του προεδρικού διατάγματος υπαγωγής συντάσσεται και τίθεται σε εφαρμογή, μετά από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Ε. και γνώμη της πλέον αντιπροσωπευτικής δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης υπαλλήλων, ο Κανονισμός Εσωτερικής Οργάνωσης και Λειτουργίας (Κ.Ε.Ο.Λ.) της Εταιρίας, ο οποίος δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στον Κ.Ε.Ο.Λ. καθορίζονται οι υπηρεσιακές μονάδες της Εταιρίας και ο τρόπος λειτουργίας τους.
β) Εντός έτους από την έναρξη ισχύος του προεδρικού διατάγματος υπαγωγής συντάσσεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Α.Ε. ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικού (Γ.Κ.Π.) της Εταιρίας, ο οποίος μετά από γνώμη της πλέον αντιπροσωπευτικής δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης υπαλλήλων εγκρίνεται με κοινή απόφαση των αρμόδιων Υπουργών και· δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
γ) Αν η γνώμη που προβλέπεται στις περιπτώσεις α' και β ’ δεν διατυπωθεί μέσα σε ένα (1) μήνα από την ημέρα που θα ζητηθεί, δεν είναι απαραίτητη. Αν η γνώμη που προβλέπεται στην περίπτωση β' είναι αρνητική, ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία περί διαιτησίας.
δ) Μέχρι τη δημοσίευση του Κ.Ε.Ο.Λ. και του Γ.Κ.Π. και την κατάρτιση της πρώτης Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, που πρέπει να καταρτιστεί εντός έτους από τη δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος υπαγωγής και υπογράφεται από την πλέον αντιπροσωπευτική δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων στην Εταιρία, εξακολουθούν να εφαρμόζονται στην Εταιρία οι κανονισμοί και οι διατάξεις που ίσχυαν κατά την έναρξη ισχύος του προεδρικού διατάγματος υπαγωγής.
11.Στις κάθε είδους, τύπου, φύσης και περιεχομένου δικαιοπραξίες, που έχουν συναφθεί και ευρίσκονται σε ισχύ μέχρι την έναρξη ισχύος του προεδρικού διατάγματος υπαγωγής, σπς οποίες το μοναδικό ή ένα από τα Συμβαλλόμενα Μέρη είναι το μετατρεπόμενο Λιμενικό Ταμείο ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, υπεισέρχεται ως καθολικός διάδοχος το νομικό πρόσωπο της Α. Ε., χωρίς κανένα από τα Συμβαλλόμενα Μέρη να δικαιούται να ζητήσει για το λόγο αυτόν τη λύση των ανωτέρω δικαιοπραξιών ή τη μη εκτέλεση αυτών ή τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του, που απορρέουν από αυτές.
12.Όπου στην ισχύουσα νομοθεσία ή σε έγγραφα δημόσια ή ιδιωτικά, αναγράφεται η επωνυμία του Λιμενικού Ταμείου που μετατρέπεται, νοείται, από την έναρξη ισχύος του προεδρικού διατάγματος υπαγωγής, η Α.Ε..
13.Οι νόμοι και τα προεδρικά διατάγματα, ως και οι υπουργικές αποφάσεις που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση αυτών, που ισχύουν σήμερα και αφορούν το Λιμενικό Ταμείο που μετατρέπεται, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, εξακολουθούν να ισχύουν εφόσον δεν καταργούνται ή τροποποιούνται από τον παρόντα νόμο ή δεν αντίκεινται σε αυτόν ή στο ν. 2414/1996 και τον κ.ν. 2190/1920.
14.Οι Α.Ε. του παρόντος άρθρου εξασφαλίζουν όλες τις λιμενικές εξυπηρετήσεις στις δημόσιες υπηρεσίες και ένοπλες δυνάμεις. Τα σκάφη του Λ.Σ. απαλλάσσονται της καταβολής τελών και δικαιωμάτων για την εξυπηρέτησή τους στις εγκαταστάσεις των Α.Ε..
'15. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας δύναται να ανατίθεται σε ελεγκτικές εταιρίες ο διαχειριστικός έλεγχος των Α.Ε. του παρόντος άρθρου.
16.Το μετοχικό κεφάλαιο των Α.Ε. του παρόντος άρθρου που θα αναγράφεται στο καταστατικό τους αφορά λογισπκή διευκόλυνση των Εταιριών και δεν θα καταβάλλεται σε χρήμα ούτε δα συμψηφίζεται κατά οποιονδήποτε τρόπο με την αξία των περιουσιακών στοιχείων, με την οποία θα σχηματιστεί οριστικά το τελικό μετοχικό τους κεφάλαιο.
17.Οι διατάξεις τουκ.ν. 5167/1932καιτου ν.δ. 1254/1949, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, καθώς και οι λοιπές διατάξεις περί φορτοεκφορτώσεων στα λιμάνια της χώρας ισχύουν και για τις Α.Ε. του παρόντος άρθρου.
18.Προκειμένου να υπολογιστούν οι εκπιπτόμενες, από τα ακαθάριστα έσοδα των Α. Ε. του παρόντος άρθρου, αποσβέσεις επί της αξίας των εισφερόμενων από τα Λιμενικά Ταμεία πάγιων περιουσιακών στοιχείων, ως βάση θα λαμβάνεται η αναπόσβεστη αξία ή η ορισπκώς αναγνωρισθείσα, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις, εκάστου πάγιου περιουσιακού στοιχείου, προσαυξημένη κατά την αναλογούσα σε αυτήν υπεραξία, η οποία προέκυψε κατά τη μετατροπή. Οι υπολογιζόμενες αποσβέσεις επί της υπεραξίας, η οποία αναλογεί στην αποσβεσθείσα αξία των εισφερόμενων από τα Λιμενικά Ταμεία πάγιων περιουσιακών στοιχείων, δεν εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα των εκ μετατροπής προερχόμενων Α.Ε., προκειμένου να υπολογιστούν τα καθαρά κέρδη αυτών με βάση τις ισχύουσες διατάξεις. Στο τακτικό προσωπικό του Λιμενικού Ταμείου που μετατρέπεται σε ανώνυμη εταιρεία, καθώς και το προσωπικό που προσλαμβάνεται σπς ανώνυμες εταιρείες του παρόΊ^ος άρθρου, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 12, 13, 14 παράγραφος 3 και 17 παράγραφος 3 του V. 2688/1999 (ΦΕΚ 40 Α').
19.Σε κάθε εργασία φάρτωσης και εκφάρτωσης που εκτελείται στην περιοχή τοπικής αρμοδιότητας της Επιτροπής Ρυθμίσεως Φορτοεκφορτώσεων Λιμένα (Ε.Ρ.ΦΑ) Ελευσίνας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 1473/1950 (ΦΕΚ 169 Α'), η καταγραφή, η παραλαβή και η παράδοση των εμπορευμάτων και εμπορευματοκιβωτίων από και προς τα πλοία γίνεται από τους ειδικούς υπαλλήλους παραλαβής και παράδοσης εμπορευμάτων (σημειωτές) που είναι εφοδιασμένοι από τον Οργανισμό Λιμένα Πειραιά με σχετική άδεια άσκησης επαγγέλματος και σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από τον Κανονισμό Εργασίας, ο οποίος έχει εγκριθεί με την 3422.36/1/92/ 18.12.1992 (ΦΕΚ 753 Β’) απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας.
Ο καθορισμός των τιμολογίων εργασίας για την εφαρμογή του παρόντος γίνεται από την ανωτέρω Ε.Ρ.ΦΑ.

Άρθρο 19
Ειδικές ρυθμίσεις για την υπαγωγή στο ν. 2601/1998 επενδύσεων ή και προγραμμάτων χρηματοδοτικής

μίσθωσης εξοπλισμού για τη μετεγκατάσταση και αποκατάσταση των ζημιών των μεταποιητικών επιχειρήσεων των Νομών Αττικής και Βοιωτίας, αντίστοιχα, που επλήγησαν από το σεισμό της 7.9.1999
1.Oι ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογή για την υπαγωγή στο ν. 2601/1998 επενδύσεων ιγ και προγραμμάτων χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού, που αφορούν μεταποιητικές επιχειρήσεις του άρθρου 3 παρ. 1, περίπτωση α' του ως άνω νόμου, που οι εγκαταστάσεις τους βρίσκονται στις περιοχές των Νομών Αττικής και Βοιωτίας, οι οποίες σύμφωνα με τις σχετικές κοινές υπουργικές αποφάσεις έχουν χαρακτηρισθεί σεισμόπληκτες λόγωτου σεισμού της 7.9.1999, θα καθοριστούν ονομαστικά ως σεισμόπληκτες επιχειρήσεις με αποφάσεις του Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, που δημοσιεύονται στο Φ.Ε.Κ, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 της υπ’ αριθ.’* ΟΙΚ3751/ ΤΠ31/ 10.9.99 κοινής υπουργικής απόφασης (ΦΕΚ 1712/BV10.9.1999), εφόσον:
ί. Τα βιομηχανοστάσιά τους έχουν καταστραφεί από το σεισμό αυτόν ή έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές από τον ίδιο σεισμό και έχει συνταχθεί γι' αυτά Πρωτόκολλο «Επικινδύνως Ετοιμορρόπου Κτίσματος» από τον Τομέα Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων Βιομηχανίας {Τ.Α.Σ.Β,) του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων ή
ίί. Τα βιομηχανοστάσιά τους έχουν μεν χαρακτηριστεί ως επισκευάσιμα (κίτρινα), αλλά έχουν υποστεί μεγάλες ζημιές στο φέροντα οργανισμό τους από τον εν λόγω σεισμό και η επισκευή τους κρίνεται ασύμφορη σύμφωνα με σχετική γνωμάτευση του Τ.Α.Σ.Β., Με κοινή απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων καθορίζονται οι όροι και προϋποθέσεις βάσει των οποίων στη δεύτερη αυτήν περίπτωση κρίνεται ασύμφορη η επισκευή των βιομηχανοστασίων, καθώς και οι αναγκαίες διαδικασίες, δικαιολογητικά και λοιπές λεπτομέρειες.
Οι ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται τόσο στις περιπτώσεις που τα βιομηχανοστάσια των επιχειρήσεων είναι ιδιόκτητα, όσο και στις περιπτώσεις που αυτά είναι μισθωμένα.
2.Οι επενδύσεις ή/και προγράμματα χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού των ως άνω επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στο Νομό Αττικής πρέπει να αφορούν στη μετεγκατάστασή τους μέσα σε ΒΙΟ.ΠΑ. ή σε Τεχνολογικά Πάρκα του ίδιου νομού ή τη Ζώνη Λαυρεωτικής, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 4 του ν. 2601/1998.
Ot επενδύσεις ή/και προγράμματα χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού των ως άνω επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στο Νομό Βοιωτίας πρέπει να αφορούν μόνο στην αποκατάσταση των ζημιών τους για την επαναλειτουργία τους στην ίδια θέση.
Ως επένδυση ή/και πρόγραμμα χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού, νοείται η μετεγκατάσταση και επαναδημιουργία της καταστραφείσας μονάδας με το βιομηχανοστάσιό της, τις εγκαταστάσεις της και τον εξοπλισμό της, προκειμένου για τις μονάδες που είναι εγκατεστημένες στο Νομό Αττικής και η αποκατάσταση
των ζημιών προκειμένου για τις μονάδες που είναι εγκατεστημένες στο Νομό Βοιωτίας.
Με τις ως άνω επενδύσεις ή/και προγράμματα χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού δεν μπορεί να δήμιουργείται στη μονάδα συνολική ισχύς και κινητήρια δύναμη μεγαλύτερη εκείνης που σύμφωνα με την άδεια λειτουργίας της υπήρχε προ του σεισμού.
Στα πλαίσια των επενδύσεων ή/και προγραμμάτων χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού του παρόντος άρθρου, ενισχυόμενες δαπάνες είναι εκείνες που καθορίζονται στην περίπτωση (α) της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 2601/1998, όπως ισχύει, εκτός από εκείνες που καθορίζονται στις υποπεριπτώσεις χν, χνί, xvii, χνίίί, xtx, χχ, χχί και xxii.
Τα επενδυτικά έργα ή/και συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης που πραγματοποιήθηκαν μετά τις 7.9.1999 και μέχρι την υποβολή της αίτησης υπαγωγής στις διατάξεις του ν. 2601/1998, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου, θεωρούνται ενισχυόμενα, μη ισχύουσας εν προκειμένω της προϋπόθεσης του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης α'της παρ. 8 του άρθρου 6 του ν, 2601/1998.·
3.Η υποβολή των αιτήσεων υπαγωγής στο ν. 2601/1998 των επενδύσεων ή/και προγραμμάτων χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού, που εντάσσονται σπς ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου, μπορεί να γίνεται το αργότερο εντός έτους από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου στο Φ.Ε.Κ., μη ισχύουσας γι* αυτές της χρονικής περιόδου που ορίζεται στην παρ. 1(α) του άρθρου 8 του ν. 2601/1996. Κατά την υποβολή της αίτησης υπαγωγής δεν απαιτείται η καταβολή του χρηματικού ποσού που καθορίζεται στην παρ. 4 του άρθρου 8 του ν. 2601/1998. Με την ολοκλήρωση της επένδυσης μετεγκατάστασης πρέπει να έχουν κατεδαφιστεί τα ετοιμόρροπα παλαιά βιομηχανοστάσια και να έχει ανακληθεί η άδεια λειτουργίας της μετεγκστασταθείσας μονάδας οτην παλαιά θέση.
4.Στο πλαίσιο εφαρμογής των ρυθμίσεων του παρόντος άρθρου, κάθε επιχείρηση δικαιούται μίας μόνο υπαγωγής στο ν. 2601/1998 επένδυσης ή/και προγράμματος χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού.
5.Το ελάχιστο ύψος των επενδύσεων ή/και προγραμμάτων χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού για την υπαγωγή στις διατάξεις του ν. 2601/1998 σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου, ορίζεται στο ποσά των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών προκειμένου για τις βιοτεχνικές επιχειρήσεις και στο ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών για τις λοιπές μεταποιητικές επιχειρήσεις, μη εφαρμοζομένου του κατά περίπτωση ελάχιστου ύψους που ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 2601/1998.
6.Το ενισχυόμενο κόστος επένδυσης ή/και προγράμματος χρηματοδοτικής μίσθωσης, που μπορεί να υπαχθεί στο ν. 2601/1998 στο πλαίσιο των ρυθμίσεων του παρόντος άρθρου, δεν μπορεί να υπερβεί το ένα δισεκατομμύριο (1.000.000.000) δρχ., έστω και αν συνολικά πραγματοποιείται επένδυση ή/και πρόγραμμα χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού μεγαλύτερου ύψους.
7.Στις επενδύσεις ή/και προγράμματα χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού που εντάσσονται στις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου παρέχονται μόνο οι ενισχύσεις της επιχορήγησης και επιδότησης τόκων ή/και επιδότησης χρηματοδοτικής μίσθωσης του ν, 2601/1998 σε τριάντα επί τοις εκατό (30%) αντίστοιχα, μη εφαρμοζομένων εν προκειμένω των ρυθμίσεων της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 2601/1998 και των ρυθμίσεων των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 5 του ίδιου νόμου με εξαίρεση τις ρυθμίσεις εκείνες της παραγράφου 3, σύμφωνα με τις οποίες παρέχονται ποσοστά επιχορήγησης και επιδότησης τόκων ή/και επιδότησης χρηματοδοτικής μίσθωσης μεγαλύτερα του 30%.
8.Για τις επενδύσεις ή/και προγράμματα χρηματοδοτικής μίσθωσης που υπάγονται στις διατάξεις του ν. 2601/1998 βάσει των ρυθμίσεων του παρόντος άρθρου δεν έχει εφαρμογή ο περιορισμός των δεκαπέντε εκατομμυρίων (15.000.000) δραχμών για κάθε νέα μόνιμη θέση απασχόλησης όπως ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 2601/1998.
Οι επιχειρήσεις που υπάγονται στις διατάξεις του ν. 2601/1998, βάσει των ρυθμίσεων του παρόντος άρθρου, υποχρεούνται να δημιουργήσουν ή/και διατηρήσουν τις θέσεις απασχόλησης που προϋπήρχαν του σεισμού της 7.9.1999 για μία τουλάχιστον πενταετία από την ημερομηνία πιστοποίησης έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας της μονάδας σύμφωνα με το ν. 2601/1998.
9.Για τις επενδύσεις ή/και προγράμματα χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού που υπάγονται στις διατάξεις του ν. 2601/1998, βάσει των ρυθμίσεων του παρόντος άρθρου, δεν έχουν εφαρμογή τα κριτήρια προτεραιότητας υπαγωγής της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2601/1998. Η υπαγωγή των επενδύσεων ή/και προγραμμάτων αυτών στο ν. 2601/1998 γίνεται εφόσον εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα της επιχείρησης σύμφωνα με τα κριτήρια της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 7του ως άνω νόμου.
10.Οι επιχειρήσεις δεν υπόκεινται στις υποχρεώσεις της παραγράφου 6β του άρθρου 11 του ν. 2601/1998 και του αντίστοιχου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του ν. 1892/1990, για τη μερική ή ολική επιστροφή ενισχύσεων που είχαν χορηγηθεί για επενδύσεις των μονάδων τους που επλήγησαν από το σεισμό της 7.9.1999 και έπαυσε η λειτουργία τους προ της συμπλήρωσης της προβλεπόμενης προθεσμίας, εφόσον για την επαναλειτουργία τους υπαχθούν στις διατάξεις του ν. 2601/1998 βάσει των ρυθμίσεων του παρόντος άρθρου.
11.Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις του ν. 2601/1998.
12.Κατ’ εξαίρεση της ρύθμισης της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του π.δ. 84/1984 σε περιπτώσεις πρόκλησης σοβαρών ζημιών και προβλημάτων λειτουργίας λόγω εκδήλωσης των αναφερόμενων στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 του ν. 2344/1995 (ΦΕΚ 212 Α*) φαινομένων ή γεγονότων, επιτρέπεται η μετεγκατάσταση βιοτεχνικών, βιομηχανικών, εμπορικών μονάδων ή επαγγελματικών εργαστηρίων σε ΒΕΠΕ, ΒΙΠΕ, ΒΙΠΑ, Β!ΟΠΑ, Τεχνολογικά Πάρκα και Επιστημονικά Τεχνολογικά Πάρκα, καθώς και σε περιοχές αντίστοιχων χρήσεων γης ή σε υφιστάμενα κτίρια της περιοχής (Α) του π.δ. 707/1979 με την προϋπόθεση ότι υφίσταται οικοδομική άδεια για αντίστοιχες χρήσεις και εγκεκριμένη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
13.Δεν θεωρείται ίδρυση σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 84/1984 η ανακατασκευή κηριακών εγκαταστάσεων στη θέση κτιρίων που κατέρρευσαν ή κρίθηκαν κατεδαφιστέα ή ακατάλληλα για χρήση, λόγω εκδήλωσης των αναφερόμενων στην παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 2344/1995 (ΦΕΚ 212 Α') φαινομένων ή γεγονότων, εφόσον στη θέση αυτή θα επαναλειτουργήσει η ίδια δραστηριότητα από τον ίδιο επιχειρηματικό φορέα και με την προϋπόθεση ότι η συνολική ισχύς και η κινητήρια δύναμη της νέας μονάδας δεν θα υπερβούν τις υφιστάμενες προ της φυσικής καταστροφής. Σε περίπτωση μελλοντικού εκσυγχρονισμού της νέας μονάδας ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του π.δ. 84/1984.
14.Οι όροι, οι προϋποθέσεις, η έκταση και η διαδικασία εφαρμογής των ανωτέρω, καθώς και κάθε άλλη λεπτόμέρεια καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων.

Άρθρο 20
1.Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του ν. 2367/1995 { ΦΕΚ 261 ΑΟ αντικαθίσταται ως εξής:
«Εξαιρούνται σε κάθε περίπτωση κτηματικές εταιρείες, επιχειρήσεις τυχερών παιγνίων, αθλητικά σωματεία και οργανισμοί κοινής ωφέλειας.»·
2.Η περίπτωση δ' της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του ν. 2367/1995 αντικαθίσταται ως εξής:
«δ. Να τοποθετεί τα διαθέσιμό της σε καταθέσεις και βραχυχρόνιες κινητές αξίες σε δραχμές ή συνάλλαγμα, που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στη χρηματαγορά και στην κεφαλαιαγορά, καθώς και σε τοποθετήσεις σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.»
3.Η παράγραφος 3 του άρθρου 5 του ν. 2367/1995 τροποποιείται ως εξής:
«3. Η Εταιρεία Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.) μπορεί, επίσης, κατ’ εξαίρεση, να συμμετέχει στο κεφάλαιο επιχειρήσεων, των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες σε χρηματιστήριο, εφόσον η επένδυση της Εταιρείας Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ,) είναι αποτέλεσμα της άσκησης δικαιώματος που απορρέει από προϋπάρχουσα επένδυση της Εταιρείας Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.ΕΧ) στην επιχείρηση και για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των πέντε (5) ετών από την εισαγωγή σε χρηματιστήριο.»
4.Στο τέλος της παραγράφου 6 του άρθρου 6 του ν. 2367/1995 προστίθεται εδάφιο, το οποίο έχει ως εξής:
«Στον υπολογισμό του ανωτέρω ποσοστού 50% συμπεριλαμβάνεται τέλος και το προϊόν από τη ρευστοποίηση των παραπάνω συμμετοχών και για δώδεκα (12) μήνες από το τέλος της χρήσης εντός της οποίας γίνεται η ρευστοποίησή τους.»

Άρθρο 21
Το άρθρο 8 του ν. 2367/1995 (ΦΕΚ 261 Α') αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι κείμενες διατάξεις περί φορολογίας εισοδήματος, όπως ισχύουν κάθε φορά, εφαρμόζονται και στις Εταιρείες Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.) με τις εξής παρεκκλίσεις:
1.Αντικείμενο του φόρου εισοδήματος σπς Εταιρείες Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.) είναι τα μερίσματα που διανέμονται με οποιοδήποτε μορφή μετά την αναγωγή τους σε μικτό ποσό με την προσθήκη του φόρου που αναλογεί επί τούτων, εξαιρουμένου του τμήματος των μερισμάτων αυτών που προέρχονται: α) από μερίσματα ημεδαπών ανωνύμων εταιριών γενικά ή από κέρδη από συμμετοχή σε ημεδαπές εταιρίες περιορισμένης ευθύνης, τα οποία σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2238/1994 φορολογούνται στο όνομα των εταιριών τούτων και β) από κέρδη του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης ζ' της παραγράφου 1 του άρθρου 103 του ίδιου ως άνω νόμου.
Για την εξεύρεση του πιο πάνω εξαιρούμενου τμήματος μερισμάτων λαμβάνεται ποσό διανεμημένων μερισμάτων ίσο με τη σχέση μεταξύ του ύψους των παραπάνω υπό στοιχεία α' και β" μερισμάτων και κερδών και του ύψους των κερδών του ισολογισμού.
2.Ο συντελεστής φορολογίας των Εταιρειών Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.) ορίζεται σε είκοσι τοις εκατό (20%) σε κάθε περίπτωση.
3.Από το ποσό του φόρου που προκύπτει σύμφωνα με τα παραπάνω εκπίπτουν: α) ο φόρος που παρακρατήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 114 του ν. 2238/ 1994 και ο οποίος αναλογεί επί των σχετικών εισοδημάτων που εμπεριέχονται στα φορολογικά κέρδη των Εταιρειών Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.), β) ο φόρος που παρακρατήθηκε ή καταβλήθηκε για τα εισοδήματα τα οποία αφ’ ενός μεν φορολογούμαι με ειδικό τρόπο και εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης, αφ’ ετέρου δε εμπεριέχονται στα φορολογητέα κέρδη των Εταιρειών Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.) και γ) ο φόρος που αποδεδειγμένα καταβλήθηκε στην αλλοδαπή για τα εισοδήματα που προέκυψαν σε αυτή και ο οποίος αναλογεί επί των εισοδημάτων τούτων που εμπεριέχονται στα φορολογητέα κέρδη των Εταιρειών Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.), μη δυνάμενος ο φόρος αυτός να είναι μεγαλύτερος από το φόρο που προκύπτει με την εφαρμογή επί των εν λάγω εισοδημάτων του συντελεστή φορολογίας των Εταιρειών Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.).
Για την εξεύρεση των προαναφερόμενων εισοδημάτων που εμπεριέχονται στα φορολογητέα κέρδη των Εταιρειών Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.) εφαρμόζεται ανάλογα το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης β ’ της παραγράφου 1.
4.Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται η λογιστική εμφάνιση Kat ο τρόπος παρακολούθησης των αποθεματικών που σχηματίζουν οι Εταιρείες Κεφαλαίων Επιχειρημαπκών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.) από τα κέρδη κάθε χρήσης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
5.Τα κέρδη που διανέμουν οι Εταιρείες Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.) με τη μορφή αμοιβών και ποσοστών, εκτός μισθού, στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, καθώς και αμοιβών στο έργατοϋπαλληλικό προσωπικό, εξαιρουμένου του τμήματος των κερδών αυτών που προέρχονται από τα εισοδήματα των υποπεριπτώσεων α' και β'της παραγράφου 1, το οποίο εξευρίσκεται με την ανάλογη εφαρμογή του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1, φορολογούνται στο όνομα των Εταιρειών Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.) μετά την αναγωγή τους σε μικτό ποσό με την προσθήκη του φόρου που αναλογεί επί τούτων. Ο φόρος υπολογίζεται με συντελεστή τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) ή σαράντα τοις εκατό (40%) σε κάθε περίπτωση, ανάλογα αν οι μετοχές των Εταιρειών Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.) κατά τη λήξη της διαχειριστικής χρήσης είναι εισηγμένες ή μη εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Για την εξεύρεση του οφειλόμενου φόρου της παρούσας περίπτωσης εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 3,
6.Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 5 του άρθρου 111 του ν. 2238/1994 δεν εφαρμόζονται στις Εταιρείες Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.).
7.Τα μερίσματα που διανέμουν οι Εταιρείες Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.) στους μετόχους τους με οποιοδήποτε μορφή δεν υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος στο όνομα των τελευταίων, μη ισχυούσης οποιοσδήποτε άλλης διάταξης η οποία ορίζει κάτι διαφορετικό. Το ίδιο ισχύει και όταν οι μέτοχοι των Εταιρειών Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.) είναι νομικά πρόσωπα τα οποία διανέμουν περαιτέρω τα ως άνω μερίσματα στους εταίρους ή μετόχους αυτών.
Το πρώτο εδάφιο της παρούσας περίπτωσης εφαρμόζεται ανάλογα και για τα διανεμόμενα κέρδη της παραγράφου 5.»

Άρθρο 22
Χρονικό όριο χρήσεως της εξουσιοδοτήσεως πλαισίου του άρθρου 4 του ν. 1338/1983 (ΦΕΚ 34 Α’) «Εφαρμογές του κοινοτικού δικαίου»», όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 του ν. 1440/1984 (ΦΕΚ 70 Α') και τροποποιήθηκε από το άρθρο 7 του ν. 1775/1988 (ΦΕΚ 101 Α’), από το άρθρο 31 του ν. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α') και από το άρθρο 19 του ν. 2367/1995 (ΦΕΚ 261 Α'), ορίζεται η 31η Δεκεμβρίου 2005.

Άρθρο 23
Στις διατάξεις του άρθρου 1 παράγραφοι 4 και 7 και του άρθρου 3 παρ. 2 εδάφιο 5 και παρ. 9 εδάφια 1 και 3 του ν. 2687/1999 (ΦΕΚ 39 Α‘/1.3.1999), όπου προβλέπεται η σύμπραξη του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, αυτή διαγράφεται
Η διάταξη αυτή ισχύει από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρο 24
1.Από 1.1.2000 το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία προκαταβάλλουν στα νοσηλευτικά ιδρύματα δημοσίου δικαίου (ν.δ. 2592/1953) το 75% του συνολικού ποσού που προκύπτει από τα υποβαλλόμενα μηνιαίως, για δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης των ασφαλισμένων τους, σχετικά δικαιολογητικά, το αργότερο εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία υποβολής τους. Η οριστική εκκαθάριση και εξόφληση της συνολικής δαπάνης ολοκληρώνεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών (3) μηνών από την υποβολή των δικαιολογητικών.
2.Σε περίπτωση μη εξόφλησης εντός των ως άνω προθεσμιών, τα νοσηλευτικά ιδρύματα μπορούν να απευθύνονται στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους για την παρακράτηση υπέρ αυτών των υφιστάμενων απαιτήσεών τους, από τις εγγεγραμμένες στον Κρατικό Προϋπολογισμό πιστώσεις για επιχορηγήσεις ή για αποδόσεις εσόδων στα ασφαλιστικά ταμεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 2469/1997, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 του ν, 2606/1998.
3.Ειδικότερα για τα υποβληθέντα στα οικεία ασφαλιστικά ταμεία, μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου, δικαιολογητικά δαπανών υγειονομικής περίθαλψης των ασφαλισμένων τους, το ποσοστό προκαταβολής της παραγράφου 1 καταβάλλεται εντός προθεσμίας πενήντα (50) ημερών.
4.Στην περίπτωση δ'της παρ. 5 του άρθρου 13 του ν. 2469/1997 (ΦΕΚ 38 Α') προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως ακολούθως:
«Επίσης δύναται να αναθέτει στους ανωτέρω φορείς την υποστήριξη των διαδικασιών ανάπτυξης, συντήρησης και αξιοποίησης του Ενιαίου Μητρώου Ανασφαλίστων και Οικονομικά Αδυνάτων.»

Άρθρο 25
Η παρ. 1 του άρθρου 3 του α.ν. 148/1967 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Αι ανώνυμοι εταιρείαι υποχρεούνται να διανέμουν εις μετρητά, κατά έτος εις τους μετόχους ποσοστόν τουλάχιστον τριάκοντα πέντε επί τοις εκατόν (35%) επί των καθαρών κερδών, μετά την αφαίρεσιν μόνον του τακτικού αποθεματικού και των κερδών από την εκποίηση μετοχών οι οποίες κατέχονται τουλάχιστον από δεκαετίας και αντιπροσωπεύουν συμμετοχήν ανωτέρω του 20% επί του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου θυγατρικής των εταιρείας, εφ' όσον το κατά το παρόν άρθρο διανεμητέον τμήμα κερδών είναι μεγαλύτερον από το προκύπτον εκ της εφαρμογής της διατάξεως της περιπτώσεως (β) της παραγράφου 2 του άρθρου 45 του ν. 2190/ 1920 «περί Ανωνύμων Εταιρειών», ως ούτως εκωδικοποιήθη δια του β.δ. 174/1963 «περί κωδικοποιήσεως των διατάξεων του ν. 2190/1920» και ισχύει.
Η παρούσα διάταξη ισχύει για ισολογισμούς οι οποίοι κλείουν από 31.12.1999 και εφεξής.»

Άρθρο 26
Φορολογικά και οργανωτικά θέματα

1.Οι προθεσμίες που ορίζονται στις περιπτώσεις Α' και Γ' του άρθρου 14 του ν. 2753/1999 (ΦΕΚ 249 Α'), παρατείνονται από τη λήξη τους μέχρι και την 31η Μαίου 2000.
2.Για την εφαρμογή της περίπτωσης Β' του άρθρου 14 του ν. 2753/1999, οι προθεσμίες υποβολής της δήλωσης αποδοχής της φορολογητέας αξίας των ακινήτων παρατείνονται μέχρι και 31 Μαΐου 2000, για πς υποθέσεις που οι προθεσμίες λήγουν πριν την ημερομηνία αυτήν.
3.Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 5 της περίπτωσης Α' του άρθρου 14 του ν. 2753/1999 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου από τη βεβαίωση μήνα και οι υπόλοιπες μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα των μηνών που ακολουθούν.»
4.Το πρώτο εδάφιο της παρ. 6 της περίπτωσης Α' του άρθρου 14 του ν. 2753/1999 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Αν εξοφληθεί ολόκληρος ο οφειλόμενος φόρος μεταβίβασης ακινήτων και μεγάλης ακίνητης περιουσίας μέσα στην προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσης, παρέχεται έκπτωση ποσοστού πέντε τις εκατό (5%).»
5.Στο πρώτο εδάφιο της περίπτωσης Γ' του άρθρου 14 του ν. 2753/1999 διαγράφεται η λέξη «αρχική» και στο τέλος αυτού προστίθεται η φράση : «και δεν έχει κοινοποιηθεί η οικεία πράξη ή φύλλο ελέγχου.»
6.Στο άρθρο 14 του ν. 2753/1999 προστίθεται περίπτωση Δ' που έχει ως ακολούθως:
«Δ. Οι διατάξεις των περιπτώσεων Α', Β', και Γ’ του άρθρου 14 του ν. 2753/1999, όπως ισχύουν για τις υποθέσεις φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας των άρθρων 21 έως 35 του ν. 2459/1997, εφαρμόζονται και για τις υποθέσεις φόρου ακίνητης περιουσίας των άρθρων 19 έως 36 του ν. 1249/1982. Για την εφαρμογή της περίπτωσης Γ' στις υποθέσεις ακίνητης περιουσίας που αφορούν ακίνητα που βρίσκονται σε περιοχές όπου εφαρμόζεται το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της αξίας τους κατά τις διατάξεις των άρθρων 41 και 41α του ν. 1249/1982, λαμβάνονται υπόψη υποχρεωτικά οι αξίες αυτές.»
7.Η ισχύς των διατάξεων των Παραγράφων 3,4, 5 και 6του παρόντος άρθρου αρχίζει από 17 Νοεμβρίου 1999.
8.Ομολογίες εκδιδόμενες από εταιρείες ή επιχειρήσεις που εδρεύουν οτην Ελλάδα έχουν την ίδια φορολογική μεταχείριση με τις ομολογίες που εκδίδει το Ελληνικό Δημόσιο.
9.Η προθεσμία που αναφέρεται στην παρ. 4 του άρθρου 25 του ν. 2753/1999 (ΦΕΚ 249 Α'), για την απόδοση του οφειλόμενου τέλους έξι τοις εκατό (6%), παρατείνεται και ισχύει από τότε που έληξε μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του Ιουνίου του έτους 2000, χωρίς την επιβολή οποιοσδήποτε κύρωσης.
10.Η περίπτωση β' της παρ. 1 του άρθρου 63 του ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α 0 αντικαθίσταται ως εξής:
«β) Για τα πρόσωπα που είναι κάτοικοι αλλοδαπής και έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν δήλωση στην Ελλάδα, εφόσον δεν υπάγονται στην περίπτωση α', αρμόδιος είναι ο προϊστάμενος της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Κατοίκων Εξωτερικού ή ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που ορίζεται κάθε φορά με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.»

Άρθρο 27
Εγγράφεται στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων ποσό 2,75 δισεκατομμυρίων δραχμών προς ρύθμιση εκκρεμοτήτων της Ελληνικής Βιομηχανίας Αλουμίνας Α. Ε..
Το ποσό αυτό θα χορηγηθεί στην Ε.Τ.Β.Α. Α.Ε., η οποία και θα το εκταμιεύσει στην Ελληνική Βιομηχανία Αλουμίνας Α.Ε. ως κάλυψη ισόποσης αύξησης του μετοχικού της κεφαλαίου.
Η καταβολή του εν λόγω ποσού από την Ελληνική Βιομηχανία Αλουμίνας Α.Ε. προς την Ρωσική Εταιρεία ISC «V/Ο Zarubezhtsvetrner», εν όψει συμβιβαστικής επίλυσης των συνολικών μεταξύ τους διαφορών των προερχομένων από τη σύμβαση υπό στοιχεία ELVA No ES101/7.4.1987, δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος στην Ελλάδα ούτε σε Φ.Π.Α..

Άρθρο 28
Θέματα φορολογίας εισοδήματος

1.Τα καθαρά εισοδήματα των επιχειρήσεων πώλησης ή παραγωγής που τηρούν βιβλία και στοιχεία δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, που προκύπτουν από το λογιστικό προσδιορισμό των αποτελεσμάτων τους, όπως αυτός ορίζεται από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 33 του ν. 2238/1994, όπως ισχύει, δεν μπορεί να είναι ανώτερα από τα καθαρά κέρδη που προσδιορίζονται εξωλογιστικά προσαυξημένα κατά Ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) αυτών.
2.Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή και στις επιχειρήσεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 33 του ν. 2238/1994, όπως ισχύει, για τον προσδιορισμό των φορολογούμενων κερδών του κλάδου πώλησης ή παραγωγής αυτών.
3.Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων ισχύουν για τα εισοδήματα που έχουν αποκτηθεί κατά τη διαχειριστική περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1999 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1999.
4.Η προθεσμία υποβολής συμπληρωματικών δηλώσεων της παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 2238/1994 από τους υπόχρεους που αναφέρονται στην παρ. 7 του άρθρου 3 του ν. 2753/1999 παρατείνεται για τέσσερις (4) ακόμη μήνες και λήγει στις 17 Ιουνίου του 2000.

Άρθρο 29
1.Από την εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 7 του άρθρου 19 του π.δ. 774/1980 «Περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου ισχυουσών διατάξεων κ.λπ.» (ΦΕΚ 189 Α'), όπως προστέθηκε με το άρθρο 15 του ν. 2145/1993 (ΦΕΚ 88 Α') και αντικαταστάθηκε από το άρθρο 8 του ν, 2741/1999 (ΦΕΚ 199 Α'), εξαιρούνται οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών που συνάπτονται κατά την παρ, 3 του άρθρου 5 του ν. 2000/1991 (ΦΕΚ 206 Α'), όπως ισχύει, την παρ. 3 του άρθρου 1, παρ. 1 του άρθρου 3 και παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 2526/1997 (ΦΕΚ 205 Α), όπως ισχύει, την παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2628/1998 (ΦΕΚ 151 Α') και την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν.δ. 483/1974 (ΦΕΚ 184 Α').
Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από 28.9.1999.
2.Στο άρθρο 10 του ν. 2768/1999 (ΦΕΚ 273 Α') προστίθεται παράγραφος 7 με το ακόλουθο περιεχόμενο:
«7. Η αντιμισθία του Προέδρου του ΟΠΑΔ για την προσφερόμενη διοικητική εργασία, καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και βαρύνει, μέχρι την έναρξη της κύριας δραστηριότητας του Οργανισμού, τις πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομικών.»

Άρθρο 30
1.Κατ’ εξαίρεση των κειμένων διατάξεων, η συνολική οφειλή από τόκους σε καθυστέρηση που παρήχθησαν από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που έχουν συνομολογηθεί με πιστωτικά ιδρύματα δεν δύναται να υπερβεί το πιο κάτω αναφερόμενο πολλαπλάσιο της απαίτησης, όπως αι/τη έχει διαμορφωθεί κατά το χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης, ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, κατά το χρόνο του οριστικού κλεισίματος αυτών ή, όπου δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, από τότε που η απαίτηση κατέστη εν όλω ή εν μέρει ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατά τους όρους της οικείας σύμβασης ή κατά το νόμο:
α) το τετραπλάσιο, εάν τα ως άνω περιστατικά συνέβησαν, μέχρι την 31.12.1985,
β) το τριπλάσιο, εάν συνέβησαν μετά την υπό α’ ημερομηνία και μέχρι την 31.12.1990,
γ) το διπλάσιο, εάν συνέβησαν μετά την υπό β' ημερομηνία και μέχρι τη 15.4.1998.
Προκειμένου για οφειλές από συμβάσεις δανείων στη βάση υπολογισμού του προηγούμενου εδαφίου δεν περιλαμβάνονται τόκοι από ανατοκισμό.
2.Καταβολές που έχουν γίνει υπό των οφειλετών ή τρίτων χάριν αυτών, μετά τις ημερομηνίες της προηγούμενης παραγράφου, αφαιρούνται από την εκ τόκων οφειλή, όπως αυτή θα προσδιοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος, προαφαιρουμένων από αυτές των εξόδων που έχουν πράγματι εκταμιευτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα. Το αυτό ισχύει και για εισπραχθέντα από τα πιστωτικά ιδρύματα ποσά από διαδικασίες ατομικής ή συλλογικής εκτέλεσης, τηρουμένων κατά τα λοιπά των διατάξεων του Κ.Πολ.Δ.. Καταβληθέντα οποτεδήποτε ποσά, ανεξαρτήτως ύψους, από τους οφειλέτες ή τρίτους είτε εκουσίως, είτε κατόπιν συμφωνίας ή οποιοσδήποτε ρύθμισης, είτε συνεπεία διαδικασιών ατομικής ή συλλογικής εκτέλεσης, δεν αναζητούνται σε καμία περίπτωση και για καμία αιτία.
3.Υφιστάμενες ασφάλειες κάθε μορφής, που έχουν παρασχεθεί στα πιστωτικά ιδρύματα από τους οφειλέτες, εγγυητές ή τρίτους, εξακολουθούν να ισχύουν και ασφαλίζουν εφεξής το κεφάλαιο και τους τόκους που προκύπτουν από την αναπροσαρμογή κατά τις παραγράφους 1 και 2, πλέον των τυχόν τόκων της παραγράφου 5.
4.Από της ισχύος του παρόντος νόμου τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται:
α) Να γνωστοποιούν, εντός προθεσμίας ενενήντα (90) ημερών από την υποβολή σχετικής αίτησης, στους οφειλέτες που οι οφειλές τους εμπίπτουν στη ρύθμιση της παραγράφου 1, το ύψος της οφειλής τους κατά κεφάλαιο και τόκους.
β) Να μη λογίζουν τόκους για τη συνολική οφειλή, όπως αυτή θα διαμορφωθεί μετά την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, μέχρι τις 30 Απριλίου 2000 και να μην αρχίσουν διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης, ούτε να συνεχίσουν διαδικασίες που έχουν αρχίσει, μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2000.
5.Το ποσό της οφειλής, όπως θα διαμορφωθεί κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, θα εκτοκίζεται, από 1.5.2000 και επί ένα εξάμηνο, με το εκάστστε ισχύον κυμαινόμενο επιτόκιο χορηγήσεων της ίδιας κατηγορίας, εκτός εάν για τη συγκεκριμένη κατηγορία δανείου δεν συνσμολογείται κυμαινόμενο επιτόκιο, οπότε θα εφαρμόζεται το ισχύον σταθερό επιτόκιο της κατηγορίας αυτής. Μετά την πάροδο της ως άνω εξαμηνιαίας περιόδου, εάν δεν συμφωνηθεί διαφορετικά, η ως άνω οφειλή θα εκτοκίζεται με το εκάστοτε επιτόκιο υπερημερίας και οι παραγόμενοι τόκοι θα ανατοκίζονται σύμφωνα με το άρθρο 12 του V. 2601/1998.
6.Τα πιστωτικά ιδρύματα με τους περιορισμούς των παραγράφων 1 και 5 του παρόντος δύνανται να συμφωνούν με τους οφειλέτες τους όρους και τρόπο εξόφλησης των οφειλών που ορίζονται σπς παραγράφους 1 και 2.
7.Από 1.11.2000 αίρεται η αναστολή της έναρξης ή της συνέχισης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση των απαιτήσεων που υπάγονται στη ρύθμιση της παραγράφου 1, εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά κστά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 6 και με την προϋπόθεση ότι το πιστωτικό ίδρυμα, με δήλωσή του, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, θα προσδιορίζει το οφειλόμενο, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ποσό της απαίτησης.
8.Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν όσα είτε κρίθηκαν, οποτεδήποτε, τελεσίδικα, εκτός αν εκκρεμουν κατά την ημερομηνία ψήφισης του παρόντος στον Άρειο Πάγο, είτε ρυθμίστηκαν με διάταξη νόμου ή με συμβιβασμό, αναγνώριση χρέους ή άλλη συμφωνία μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και οφειλετών για συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος και οι σχετικές συμφωνίες εξακολουθούν να δεσμεύουν τα μέρη. Καταβληθέντα οποτεδήποτε ποσά, ανεξαρτήτως ύψους, από τους οφειλέτες ή τρίτους είτε εκουσίως, επε κατόπιν συμφωνίας είτε οποιοσδήποτε ρύθμισης, είτε συνεπεία διαδικασιών ατομικής ή συλλογικής εκτέλεσης δεν αναζητούνται σε καμία περίπτωση και για καμία αιτία.
Κατ' εξαίρεση, προκειμένου περί οφειλών κατά κύριο επάγγελμα αγροτών προς την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε., που έχουν ρυθμισθεί με οποιονδήποτε τρόπο και οι ρυθμίσεις αυτές εξακολουθούν να ισχύουν κατά τη δημοσίευση του παρόντος, παρέχεται η ευχέρεια στους οφειλέτες, με γραπτή δήλωσή τους προς την Τράπεζα, να επιλέξουν είτε την εξακολούθηση εφαρμογής της υφιστάμενης ρύθμισης είτε την υπαγωγή τους στην παράγραφο 1 του παρόντος. Το δικαίωμα της επιλογής πρέπει να ασκηθεί εντός τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος, διαφορετικά εξακολουθεί να ισχύει η ρύθμιση. Ποσά που έχουν καταβληθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος δεν αναζητούνται. Υποχρεώσεις του Ελληνικού Δημοσίου που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο ρύθμισης χρεών προς την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος με διάταξη νόμου δεν θίγονται.
9,Δεν υπάγονται στις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου:
α) Οφειλές επιχειρήσεων για τις οποίες έχουν εκδοθεί ατομικές ή γενικές υπουργικές αποφάσεις για τη ρύθμισή τους με ειδικούς όρους.
β) Οφειλές προς τα πιστωτικά ιδρύματα οι οποίες έχουν υπαχθεί ή διέπονται από τις διατάξεις των νόμων 2000/1991, 1386/1983, 1892/1990, 1641/1986, ν.δ. 1138/ 1972, όπως ισχύουν.
γ) Οφειλές εκ πρωτοφειλής ή εξ εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή του Ο.Α.Ε..
δ) Απαιτήσεις εκ δανείων ή πιστώσεων το ύψος των οποίων υπερβαίνει τα επτακόσια πενήντα εκατομμύρια (750.000.000) δραχμές, όπως οι απαιτήσεις αυτές έχουν διαμορφωθεί την 31.12.1999 με υπολογισμό της οφειλής σύμφωνα με το άρθρο 12 του ν. 2601/1998 κατά τράπεζα, δηλαδή αφαιρουμένων των τόκων εξ ανατοκισμών.
10.Εάν κατά την εφαρμογή των ανωτέρω διαγραφούν ποσά τόκων εμφανιζόμενα στα λογιστικά βιβλία των πιστωτικών ιδρυμάτων, τούτο δεν θα επιφέρει σε καμία περίπτωση επιβολή προστίμων, προσαυξήσεων ή τελών που προβλέπονται με διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, Οι σχετικές διαγραφές θα βαρύνουν τη χρήση κατά τη διάρκεια της οποίας θα πραγματοποιηθούν. Οι αναλογούντες επί των διαγραφόμενων ποσών των τόκων και οι καταβληθέντες από τα πιστωτικά ιδρύματα στο Δημόσιο πάσης φύσεως φόροι συμψηφίζονται με οφειλόμενους φόρους εντός της χρήσης κατά την οποία θα γίνει η διαγραφή ή των αμέσως επομένων αυτής τριών κατ' ανώτατο όριο χρήσεων.
11.Το Ελληνικό Δημόσιο αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει στα πιστωτικά ιδρύματα που χορήγησαν δάνεια βάσει του ν. 1641/1986 και του ν.δ. 113871972 τις υφιστάμενες κοπτά τη δημοσίευση του παρόντος ληξιπρόθεσμες οφειλές των μη εξυπηρετηθέντων από τους δικαιούχους στεγαστικών δανείων εργατικής κατοικίας. Στο Ελληνικό Δημόσιο εκχωρούνται μόνο οι οφειλές προς την Εθνική Τράπεζα οι οποίες έχουν καλυφθεί από τα ίδια διαθέσιμα της πρώην ΕΚΤΕ, νυν Εθνικής.
Η καταβολή των αντίστοιχων ποσών θα πραγματοποιηθεί με την έκδοση από το Ελληνικό Δημόσιο ειδικού ισόποσου ομολογιακού δανείου (άρθρα 31 και 32 του ν. 1914/1990), οι ομολογίες του οποίου θα δοθούν στα πιστωτικά ιδρύματα.
Τα πιστωτικά ιδρύματα θα εκχωρήσουν στο Ελληνικό Δημόσιο τις ως άνω ληξιπρόθεσμες οφειλές τις οποίες τούτο θα ρυθμίσει σε εξήντα (60) μηνιαίες άτοκες δόσεις.
Τα απομένοντα ανεξόφλητα υπόλοιπα των δανείων του ν. 1641/1986 θα εκτοκίζονται του λοιπού από τα πιστωτικά ιδρύματα με το εκάστοτε κυμαινόμενο επιτόκιο.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις έκδοσης του ανωτέρω ομολογιακού δανείου.
Η παράδοση των ομολογιών θα γίνει μετά τη βεβαίωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών που εκχωρούνται στο Ελληνικό Δημόσιο.

Άρθρο 31
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σπς επί μέρους διατάξεις.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως Νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 10 Φεβρουαρίου 2000



 

Τελευταία ενημέρωση
Έχει διαβαστεί 3194 φορές
Προηγούμενο άρθρο
Νόμος 2832/2000 - ΦΕΚ 141/Α/13-6-2000