Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές: Νέος νόμος ανάμεσα στις σχέσεις μεταξύ επιχειρήσεων στην αλυσίδα εφοδιασμού γεωργικών προϊόντων και τροφίμων.
Δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ ο νόμος σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στις σχέσεις μεταξύ επιχειρήσεων στην αλυσίδα εφοδιασμού γεωργικών προϊόντων και τροφίμων και λοιπές διατάξεις.
Με το νόμο, αρμοδιότητας του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥΠ.Α.Α.Τ.), ενσωματώνεται στο ελληνικό δίκαιο η Οδηγία (ΕΕ) 2019/633 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Απριλίου 2019 σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές μεταξύ επιχειρήσεων στην αλυσίδα εφοδιασμού γεωργικών προϊόντων και τροφίμων.
Ο εν λόγω νόμος είναι ο 4792/2021-ΦΕΚ 54/Α/9-4-2021,ο οποίος προβλέπει τα εξής:
Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής
(Άρθρο 1 παρ. 1 και 2 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/633)
1. Με το παρόν Μέρος ενσωματώνεται στο ελληνικό δίκαιο η Οδηγία (ΕΕ) 2019/633 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2019, σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στις σχέσεις μεταξύ επιχειρήσεων στην αλυσίδα εφοδιασμού γεωργικών προϊόντων και τροφίμων και θεσπίζονται πρόσθετες διατάξεις για την αποτελεσματική εφαρμογή της Οδηγίας αυτής.
2. Το παρόν Μέρος εφαρμόζεται σε αθέμιτες εμπορικές πρακτικές σε πωλήσεις γεωργικών προϊόντων και τροφίμων από:
α) προμηθευτές με ετήσιο κύκλο εργασιών που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ, σε αγοραστές με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ,
β) προμηθευτές με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ, που δεν υπερβαίνει τα δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ, σε αγοραστές με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) ευρώ,
γ) προμηθευτές με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) ευρώ, που δεν υπερβαίνει τα πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) ευρώ, σε αγοραστές με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) ευρώ,
δ) προμηθευτές με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) ευρώ, που δεν υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα εκατομμύρια (150.000.000) ευρώ, σε αγοραστές με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των εκατόν πενήντα εκατομμυρίων (150.000.000) ευρώ,
ε) προμηθευτές με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των εκατόν πενήντα εκατομμυρίων (150.000.000) ευρώ, που δεν υπερβαίνει τα τριακόσια πενήντα εκατομμύρια (350.000.000) ευρώ, σε αγοραστές με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των τριακοσίων πενήντα εκατομμυρίων (350.000.000) ευρώ,
στ) προμηθευτές με ετήσιο κύκλο εργασιών που δεν υπερβαίνει τα τριακόσια πενήντα εκατομμύρια (350.000.000) ευρώ προς όλους τους αγοραστές που είναι δημόσιες αρχές.
3. Ο ετήσιος κύκλος εργασιών προμηθευτών και αγοραστών νοείται σύμφωνα με τα σχετικά μέρη του παραρτήματος της Σύστασης 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (L 124) και, ιδίως, σύμφωνα με τα άρθρα 3, 4 και 6 αυτού, συμπεριλαμβανομένων των ορισμών της «ανεξάρτητης επιχείρησης», της «συνεργαζόμενης επιχείρησης», της «συνδεδεμένης επιχείρησης», καθώς και άλλων θεμάτων σχετικών με τον ετήσιο κύκλο εργασιών.
4. Το παρόν Μέρος εφαρμόζεται:
α) στις πωλήσεις, όταν είτε ο προμηθευτής είτε ο αγοραστής, ή αμφότεροι, είναι εγκατεστημένοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση,
β) στις υπηρεσίες, που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4, οι οποίες παρέχονται από τον αγοραστή στον προμηθευτή.
5. Το παρόν Μέρος δεν εφαρμόζεται σε συναλλαγές μεταξύ προμηθευτών και καταναλωτών.
Ορισμοί
(Άρθρο 2 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/633)
Για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
α) «Αγοραστής»: οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ή ομάδα προσώπων, ανεξαρτήτως του τόπου εγκατάστασής του(ς), ή οποιαδήποτε δημόσια αρχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που αγοράζει γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα.
β) «Αλλοιώσιμα γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα»: γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα, τα οποία από τη φύση τους ή στο στάδιο της μεταποίησης, ενδέχεται να καταστούν ακατάλληλα προς πώληση εντός τριάντα (30) ημερών από τη συγκομιδή, την παραγωγή ή τη μεταποίηση.
γ) «Γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα»: τα προϊόντα που παρατίθενται στο παράρτημα I της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), καθώς και προϊόντα που δεν παρατίθενται σε αυτό το παράρτημα, αλλά μεταποιούνται για να χρησιμοποιηθούν ως τρόφιμα με τη χρήση προϊόντων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα αυτό,
δ) «Δημόσια αρχή»: οι εθνικές, περιφερειακές, τοπικές αρχές, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι ενώσεις μίας ή περισσότερων από αυτές τις αρχές ή ενός ή περισσότερων από αυτά τα νομικά πρόσωπα που διέπονται από το δημόσιο δίκαιο.
ε) «Εμπορικό απόρρητο»:, όπως ορίζεται στην παρ. 4 του άρθρου 22Α του ν. 1733/1987 (Α’ 171).
στ) «Προμηθευτής»: οποιοσδήποτε παραγωγός γεωργικών προϊόντων, ή οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασής του, που πωλεί γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα. Ο όρος «προμηθευτής» μπορεί να περιλαμβάνει μια ομάδα τέτοιων παραγωγών γεωργικών προϊόντων ή μια ομάδα τέτοιων φυσικών και νομικών προσώπων, όπως οργανώσεις παραγωγών, οργανώσεις προμηθευτών και ενώσεις τέτοιων οργανώσεων.
Απαγόρευση αθέμιτων ρητρών και πρακτικών υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις
(Άρθρο 3 παρ. 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/633)
1. Οι ακόλουθες πρακτικές είναι εξ αντικειμένου αθέμιτες και απαγορεύονται:
α) Στην περίπτωση που ο αγοραστής εξοφλεί τον προμηθευτή:
αα) Όταν η συμφωνία προμήθειας προβλέπει παράδοση των προϊόντων σε τακτική βάση:
i. για τα αλλοιώσιμα γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα, μετά την παρέλευση τριάντα (30) ημερών από τη λήξη συμφωνηθείσας προθεσμίας παράδοσης κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν παραδόσεις, ή μετά την παρέλευση τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία καθορισμού του καταβλητέου ποσού για την προθεσμία παράδοσης, ανάλογα με το ποια από τις δύο ημερομηνίες είναι μεταγενέστερη,
ii. για άλλα γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα, μετά την παρέλευση εξήντα (60) ημερών από τη λήξη συμφωνηθείσας προθεσμίας παράδοσης κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν παραδόσεις ή μετά την παρέλευση εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία καθορισμού του καταβλητέου ποσού για την προθεσμία παράδοσης, ανάλογα με το ποια από τις δύο ημερομηνίες είναι μεταγενέστερη.
Για τους σκοπούς των προθεσμιών πληρωμής που προβλέπονται στην παρούσα υποπερίπτωση, οι συμφωνηθείσες προθεσμίες παράδοσης θεωρείται σε κάθε περίπτωση ότι δεν υπερβαίνουν τον έναν (1) μήνα.
αβ) Όταν η συμφωνία προμήθειας δεν προβλέπει παράδοση των προϊόντων σε τακτική βάση:
i. για τα αλλοιώσιμα γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα, μετά την παρέλευση τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία παράδοσης ή τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία καθορισμού του καταβλητέου ποσού, ανάλογα με το ποια από τις δύο ημερομηνίες είναι μεταγενέστερη,
ii. για άλλα γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα, μετά την παρέλευση εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία παράδοσης ή εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία καθορισμού του καταβλητέου ποσού, ανάλογα με το ποια από τις δύο ημερομηνίες είναι μεταγενέστερη. Όταν ο αγοραστής καθορίζει το καταβλητέο ποσό, οι προθεσμίες πληρωμής που αναφέρονται στην υποπερ. αα) αρχίζουν να υπολογίζονται από τη λήξη της προθεσμίας παράδοσης, κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν παραδόσεις και οι προθεσμίες πληρωμής που αναφέρονται στην υποπερ. αβ) αρχίζουν να υπολογίζονται από την ημερομηνία παράδοσης. Ως ημερομηνία καθορισμού του καταβλητέου ποσού που αναφέρεται στις υποπερ. αα) και αβ) θεωρείται η ημερομηνία έκδοσης του τιμολογίου ή η ημερομηνία παραλαβής του από τον αγοραστή. Δεν θεωρείται εξόφληση κατά την έννοια του παρόντος Μέρους η παράδοση από τον αγοραστή στον προμηθευτή μεταχρονολογημένης επιταγής.
β) Ο αγοραστής ακυρώνει παραγγελίες αλλοιώσιμων γεωργικών προϊόντων και τροφίμων χωρίς έγκαιρη ειδοποίηση, με αποτέλεσμα να αναμένεται ευλόγως ότι ο προμηθευτής αδυνατεί να βρει εναλλακτική λύση για να διαθέσει τα προϊόντα στο εμπόριο ή για να τα χρησιμοποιήσει. Ειδοποίηση σε χρονικό διάστημα μικρότερο των τριάντα (30) ημερών θεωρείται μη έγκαιρη ειδοποίηση.
γ) Ο αγοραστής τροποποιεί μονομερώς τους όρους μιας συμφωνίας προμήθειας ή παροχής υπηρεσιών για γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα ως προς τη συχνότητα, τη μέθοδο, τον τόπο, το χρονοδιάγραμμα ή τον όγκο της προμήθειας ή της παράδοσης των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων, τα πρότυπα ποιότητας, τους όρους πληρωμής ή τις τιμές ή ως προς την παροχή υπηρεσιών, εφόσον οι όροι αυτοί αναφέρονται στο άρθρο 4.
δ) Ο αγοραστής απαιτεί καταβολή πληρωμών από τον προμηθευτή που δεν σχετίζονται με την πώληση των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων του προμηθευτή.
ε) Ο αγοραστής απαιτεί από τον προμηθευτή να πληρώσει για τη χειροτέρευση ή την καταστροφή των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων που επέρχεται στις εγκαταστάσεις του αγοραστή ή αφότου η κυριότητά τους έχει μεταβιβαστεί στον αγοραστή και μολονότι η χειροτέρευση ή καταστροφή δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του προμηθευτή.
στ) Ο αγοραστής αρνείται να αποδεχθεί εγγράφως τους όρους συμφωνίας προμήθειας παρά το αίτημα του προμηθευτή. Η παρούσα περίπτωση δεν ισχύει, όταν η συμφωνία προμήθειας αφορά σε προϊόντα που παραδίδονται από προμηθευτή που έχει την ιδιότητα μέλους οργάνωσης παραγωγών ή και συνεταιρισμού, εάν το καταστατικό της οργάνωσης ή οι κανόνες και οι αποφάσεις της διασφαλίζουν τους όρους της συμφωνίας προμήθειας.
ζ) Ο αγοραστής παράνομα αποκτά, χρησιμοποιεί ή αποκαλύπτει εμπορικό απόρρητο του προμηθευτή, κατά την έννοια των άρθρων 22Α ως 22Κ του ν. 1733/1987 (Α’ 171), όπως προστέθηκαν με το άρθρο 1 του ν. 4605/2019 (Α’ 52).
η) Ο αγοραστής απειλεί να πραγματοποιήσει ή πραγματοποιεί πράξεις εμπορικών αντιποίνων κατά του προμηθευτή, εάν ο προμηθευτής ασκεί συμβατικά ή εκ του νόμου δικαιώματα, μέσω υποβολής καταγγελίας στις αρχές επιβολής ή μέσω συνεργασίας με τις αρχές επιβολής κατά τη διάρκεια έρευνας.
θ) Ο αγοραστής απαιτεί αποζημίωση από τον προμηθευτή για το κόστος εξέτασης καταγγελιών πελατών που σχετίζονται με την πώληση των προϊόντων του προμηθευτή, παρά την απουσία υπαιτιότητας του προμηθευτή.
ι) Ο αγοραστής δεσμεύει τον πωλητή, εγγράφως ή προφορικά, να του πωλήσει ποσότητες προϊόντων, χωρίς ταυτόχρονα να δεσμεύεται ο ίδιος για την τιμή αγοράς τους.
2. Η απαγόρευση της περ. α) της παρ. 1 εφαρμόζεται με την επιφύλαξη:
α) των συνεπειών των καθυστερήσεων πληρωμών και των μέτρων αποκατάστασης, όπως προβλέπονται στην παρ. Ζ’ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α’ 107), που εφαρμόζονται κατά παρέκκλιση από τις προθεσμίες πληρωμής που ορίζονται στον εν λόγω νόμο, βάσει των προθεσμιών πληρωμής που ορίζει το παρόν Μέρος,
β) της επιλογής αγοραστή και προμηθευτή να συμφωνήσουν ρήτρα επιμερισμού της αξίας, κατά την έννοια του άρθρου 172α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των Κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/1972, (ΕΟΚ) αριθ. 234/1979, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου (L 347).
3. Η απαγόρευση της περ. α) της παρ. 1 δεν εφαρμόζεται στις πληρωμές:
α) αγοραστή σε προμηθευτή, εφόσον οι πληρωμές πραγματοποιούνται στο πλαίσιο προγράμματος για τα σχολεία, σύμφωνα με το άρθρο 23 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013, περί ενίσχυσης για την παροχή οπωροκηπευτικών, μεταποιημένων οπωροκηπευτικών και προϊόντων μπανάνας στα παιδιά,
β) νομικών προσώπων του ευρύτερου δημόσιου τομέα που παρέχουν υγειονομική μέριμνα και είναι αναγνωρισμένα για τον σκοπό αυτόν. Σε αυτή την περίπτωση οι προθεσμίες που προβλέπονται στην περ. α) της παρ. 1 μπορεί να παραταθούν έως εξήντα (60) ημέρες,
γ) συμφωνιών μεταξύ προμηθευτών σταφυλιών ή γλεύκους για την παραγωγή οίνου και των αγοραστών τους, εφόσον:
γα) οι ειδικοί όροι πληρωμής για τις συναλλαγές πώλησης περιλαμβάνονται στις τυποποιημένες συμβάσεις που έχουν καταστεί δεσμευτικές από το κράτος μέλος, δυνάμει του άρθρου 164 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 πριν από την 1η Ιανουαρίου 2019 και η εν λόγω επέκταση της ισχύος των τυποποιημένων συμβάσεων ανανεώνεται από τα κράτη μέλη από την ημερομηνία αυτή, χωρίς ουσιώδεις αλλαγές των όρων πληρωμής σε βάρος των προμηθευτών σταφυλιών ή γλεύκους και
γβ) οι συμφωνίες μεταξύ των προμηθευτών σταφυλιών ή γλεύκους για την παραγωγή οίνου και των άμεσων αγοραστών τους είναι ή καθίστανται πολυετείς.
Αδιαφανείς ρήτρες
(Άρθρο 3 παρ. 2 και 3 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/633)
1. Οι ακόλουθες πρακτικές απαγορεύονται, εκτός εάν έχουν συμφωνηθεί προηγουμένως με σαφείς και αδιαμφισβήτητους όρους στη συμφωνία προμήθειας ή σε επακόλουθη συμφωνία μεταξύ προμηθευτή και αγοραστή:
α) Ο αγοραστής επιστρέφει στον προμηθευτή γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα που δεν πωλήθηκαν, χωρίς να πληρώσει για τα εν λόγω προϊόντα ή για τη διάθεση των προϊόντων αυτών ή και για τα δύο,
β) ο αγοραστής επιβάλλει στον προμηθευτή πληρωμή ως προϋπόθεση για να αποθεματοποιήσει, να εκθέσει ή να προσθέσει στους καταλόγους γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα ή να διαθέσει τα προϊόντα αυτά στην αγορά,
γ) ο αγοραστής απαιτεί από τον προμηθευτή να βαρύνεται με το σύνολο ή μέρος του κόστους εκπτώσεων σε γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα που πωλούνται από τον αγοραστή στο πλαίσιο προώθησης, εκτός εάν ο αγοραστής, πριν από την προώθηση, η οποία ξεκινά από τον ίδιο, προσδιορίζει το χρονικό διάστημα της προώθησης και την αναμενόμενη ποσότητα γεωργικών προϊόντων και τροφίμων προς παραγγελία στην τιμή με έκπτωση,
δ) ο αγοραστής απαιτεί από τον προμηθευτή να αναλάβει το κόστος για τη διαφήμιση από τον αγοραστή γεωργικών προϊόντων και τροφίμων,
ε) ο αγοραστής απαιτεί από τον προμηθευτή να πληρώσει για δαπάνες που αφορούν σε προωθητικές ενέργειες πώλησης από τον αγοραστή γεωργικών προϊόντων και τροφίμων,
στ) ο αγοραστής απαιτεί από τον προμηθευτή να αναλάβει το κόστος για το προσωπικό που είναι επιφορτισμένο με τη διαρρύθμιση των χώρων που χρησιμοποιούνται για την πώληση των προϊόντων του προμηθευτή.
2. Όταν απαιτείται πληρωμή από τον αγοραστή για τις καταστάσεις που αναφέρονται στις περ. β), γ), δ), ε) ή στ) της παρ. 1, εάν ζητηθεί από τον προμηθευτή, ο αγοραστής παρέχει στον προμηθευτή εγγράφως εκτίμηση των πληρωμών ανά μονάδα ή των συνολικών πληρωμών, ανάλογα με την περίπτωση και, ως προς τις καταστάσεις που αναφέρονται στις περ. β), δ), ε) ή στ) της παρ. 1, παρέχει, επίσης, εγγράφως εκτίμηση του κόστους για τους προμηθευτές και τη βάση αυτής της εκτίμησης.
Αρχές επιβολής
(Άρθρο 4 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/633)
1. Για την εφαρμογή του παρόντος Μέρους συστήνεται στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων πενταμελής «Επιτροπή Καταπολέμησης Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών», της οποίας προΐσταται πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και ως μέλη της ορίζονται οι προϊστάμενοι των Γενικών Διευθύνσεων α) Αγροτικής Ανάπτυξης, β) Γεωργίας και γ) Τροφίμων, καθώς και ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Οικονομικών Ελέγχων, Επιθεώρησης και Συνεργατισμού του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων με τους αναπληρωτές τους. Η θητεία των μελών της Επιτροπής Καταπολέμησης Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών ορίζεται τριετής.
2. Αρμόδιες αρχές για την επιβολή των απαγορεύσεων, που καθορίζονται στα άρθρα 3 και 4 («αρχές επιβολής»), ορίζονται η Επιτροπή Καταπολέμησης Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών της παρ. 1 και η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Οι αρχές επιβολής έχουν την εξουσία να ενεργούν αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας. Η Επιτροπή Καταπολέμησης Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών της παρ. 1 αποτελεί το ενιαίο σημείο επαφής της χώρας με τις αρχές επιβολής των άλλων κρατών μελών και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
3. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει αρμοδιότητα να εφαρμόζει το παρόν Μέρος: α) όταν κατά τη διάρκεια της τελευταίας χρήσης ο συνολικός κύκλος εργασιών του αγοραστή ανέρχεται σε τουλάχιστον πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) ευρώ και το συνολικό μερίδιο αγοράς των πέντε (5) μεγαλύτερων αγοραστών ανά κανάλι διανομής ή εφοδιασμού στη σχετική αγορά γεωργικών προϊόντων και τροφίμων είναι τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) και β) έχει ήδη επιβληθεί στον αγοραστή, εντός του τελευταίου δεκαοκταμήνου, κατ’ εφαρμογή του παρόντος Μέρους, πρόστιμο ίσο ή μεγαλύτερο του ενός τοις εκατό (1%) του συνολικού κύκλου εργασιών του.
Καταγγελίες και εμπιστευτικότητα
(Άρθρο 5 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/633)
1. Οι προμηθευτές υποβάλλουν καταγγελία είτε στην αρχή επιβολής του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένοι είτε στην αρχή επιβολής του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο καταγγελλόμενος αγοραστής. Η αρχή επιβολής, στην οποία απευθύνεται η καταγγελία, είναι αρμόδια για την εφαρμογή των απαγορεύσεων που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 4.
2. Στην Ελλάδα οι καταγγελίες υποβάλλονται στην Επιτροπή Καταπολέμησης Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων της παρ. 1 του άρθρου 5. Αν διαπιστωθεί ότι έχει ήδη επιβληθεί στον αγοραστή εντός του τελευταίου δεκαοκταμήνου, κατ’ εφαρμογή του παρόντος Μέρους, πρόστιμο ίσο ή μεγαλύτερο του ενός τοις εκατό (1%) του συνολικού κύκλου εργασιών του, η υπόθεση παραπέμπεται στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία είναι αρμόδια να διαπιστώσει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 3 του άρθρου 5 και να επιληφθεί της υπόθεσης εντός διαστήματος που δεν υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής της καταγγελίας από την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Σε περίπτωση άπρακτης παρόδου της παραπάνω προθεσμίας, η αρμοδιότητα παραμένει στην Επιτροπή Καταπολέμησης Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων της παρ. 3 του άρθρου 5.
3. Οργανώσεις παραγωγών, προμηθευτών και ενώσεις οργανώσεων έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν καταγγελία κατόπιν αιτήματος ενός ή περισσοτέρων των μελών τους ή, κατά περίπτωση, ενός ή περισσοτέρων μελών των οργανώσεων μελών τους, όταν τα μέλη θεωρούν ότι επηρεάζονται από την απαγορευμένη εμπορική πρακτική. Οργανώσεις που έχουν έννομο συμφέρον στην εκπροσώπηση προμηθευτών, έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν καταγγελίες, κατόπιν αιτήματος ενός προμηθευτή και προς το συμφέρον του, υπό την προϋπόθεση ότι είναι ανεξάρτητα νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
4. Αν το ζητεί ο καταγγέλλων, η αρχή επιβολής λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία της ταυτότητας του καταγγέλλοντος ή των μελών ή προμηθευτών που αναφέρονται στην παρ. 3, καθώς και για την προστασία κάθε άλλης πληροφορίας, για την οποία ο καταγγέλλων θεωρεί ότι η αποκάλυψή της μπορεί να είναι επιζήμια για τα συμφέροντα του ιδίου ή των μελών της οργάνωσης ή προμηθευτών. Ο καταγγέλλων προσδιορίζει ειδικά τις πληροφορίες για τις οποίες ζητεί εμπιστευτικότητα.
5. Η αρχή επιβολής, που επιλαμβάνεται της καταγγελίας, ενημερώνει τον καταγγέλλοντα, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά από την παραλαβή της, για την πορεία της.
6. Αν η αρχή επιβολής θεωρεί ότι δεν υπάρχουν επαρκείς λόγοι για να προχωρήσει η διαδικασία της καταγγελίας, ενημερώνει σχετικά τον καταγγέλλοντα εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την παραλαβή της, που δεν δύναται να υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημέρες.
7. Αν η αρχή επιβολής θεωρεί ότι υπάρχουν επαρκείς λόγοι για να προχωρήσει η διαδικασία της διερεύνησης πιθανών παραβάσεων των άρθρων 3 και 4, κινεί, διενεργεί και περατώνει την έρευνα εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, που δεν δύναται να υπερβαίνει τις ενενήντα (90) ημέρες από την παραλαβή της καταγγελίας. Σε περίπτωση εφαρμογής του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 6, η προθεσμία των ενενήντα (90) ημερών αρχίζει από τη συμπλήρωση των τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της καταγγελίας από την Επιτροπή Ανταγωνισμού.
8. Αν η αρχή επιβολής διαπιστώνει ότι ένας αγοραστής έχει παραβεί τις απαγορεύσεις που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 4, απαιτεί να παύσει η απαγορευμένη εμπορική πρακτική, υπό την επιφύλαξη των εξουσιών της αρχής επιβολής που προβλέπονται στο άρθρο 7.
Αρμοδιότητες των αρχών επιβολής
(Άρθρο 6 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/633)
1. Κάθε αρχή επιβολής έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α) να κινεί και να διεξάγει έρευνα αυτεπαγγέλτως ή βάσει καταγγελίας, κατά το άρθρο 6,
β) να απαιτεί από τους αγοραστές και τους προμηθευτές ή τρίτους να παρέχουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διεξαγωγή έρευνας,
γ) να διενεργεί, στο πλαίσιο των ερευνών της, αιφνιδιαστικές επιτόπιες επιθεωρήσεις,
δ) να λαμβάνει αποφάσεις, σύμφωνα με τις οποίες διαπιστώνεται παράβαση των απαγορεύσεων που καθορίζονται στα άρθρα 3 και 4 και να απαιτεί από τον αγοραστή να παύσει την απαγορευμένη εμπορική πρακτική. Η αρχή επιβολής δύναται να μην προβεί σε λήψη απόφασης, αν αυτή ενέχει κίνδυνο να αποκαλύψει την ταυτότητα καταγγέλλοντος ή να δημοσιοποιήσει πληροφορίες των οποίων η κοινολόγηση θεωρείται από τον καταγγέλλοντα επιβλαβής για τα συμφέροντά του και υπό την προϋπόθεση ότι ο καταγγέλλων έχει προσδιορίσει αυτές τις πληροφορίες, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 6,
ε) να επιβάλει ή να κινεί διαδικασίες για την επιβολή προστίμων, άλλων ισοδυνάμων κυρώσεων και προσωρινών μέτρων, στον αυτουργό της παράβασης,
στ) να δημοσιεύει κατ’ έτος τις αποφάσεις που έχουν ληφθεί με βάση τις περ. δ) και ε).
2. Η αρχή επιβολής κοινοποιεί προς τον καταγγελλόμενο και τον καταγγέλλοντα εγγράφως αναλυτική περιγραφή των παραβάσεων. Στην κοινοποίηση αυτή προσδιορίζεται και ημερομηνία ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον της αρχής επιβολής. Ο καταγγέλλων και ο καταγγελλόμενος δικαιούνται να λάβουν γνώση των στοιχείων του φακέλου της υπόθεσης, να υποβάλουν εγγράφως τις απόψεις τους επί των διερευνώμενων παραβάσεων με τα αποδεικτικά τους μέσα το αργότερο δέκα (10) ημέρες προ της ημερομηνίας της ακροαματικής διαδικασίας και να παραστούν σε αυτήν ενώπιον της αρχής επιβολής.
3. Αν αρχή επιβολής είναι η Επιτροπή Ανταγωνισμού για την άσκηση των εξουσιών της παρ. 1 και των παρ. 1, 3 και 4 του άρθρου 9, εφαρμόζεται ο ν. 3959/2011 (Α’ 93).
Κυρώσεις επί παραβάσεων
1. Κάθε αρχή επιβολής, εφόσον διαπιστώνει παράβαση, σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4, μπορεί με απόφασή της, σωρευτικά ή διαζευκτικά:
α) να απευθύνει συστάσεις σε περίπτωση παράβασης,
β) να υποχρεώσει στην παύση της παράβασης και στην παράλειψη αυτής στο μέλλον,
γ) να επιβάλλει τη λήψη μέτρων προς συμμόρφωση με τα άρθρα 3 και 4,
δ) να επιβάλλει στους αγοραστές που υπέπεσαν στην παράβαση πρόστιμο που ανέρχεται μέχρι ποσοστού ενάμισι τοις εκατό (1,5%) του συνολικού κύκλου εργασιών τους κατά το οικονομικό έτος που προηγείται της σχετικής απόφασης και, εφόσον είναι υπότροποι ή η διαπιστωθείσα παράβαση προκαλεί ιδιαιτέρως σημαντική διαταραχή στην αγορά, να επιβάλει πρόστιμο που ανέρχεται μέχρι ποσοστού τρία τοις εκατό (3%) του συνολικού κύκλου εργασιών τους κατά το οικονομικό έτος που προηγείται της σχετικής απόφασης,
ε) να απειλήσει πρόστιμο κατά την περ. δ) σε περίπτωση συνέχισης ή επανάληψης της παράβασης,
στ) να επιβάλει το επαπειλούμενο πρόστιμο, όταν με απόφασή της βεβαιώνεται η συνέχιση ή επανάληψη της παράβασης.
2. Εφόσον συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της περ. δ) της παρ. 1 για αγοραστές με κύκλο εργασιών άνω των πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) ευρώ, η Επιτροπή Καταπολέμησης Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, εφόσον επιληφθεί της υπόθεσης, ζητεί τη γνώμη του Γενικού Γραμματέα Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων για την εξεταζόμενη υπόθεση, πριν από την έκδοση της σχετικής απόφασής. Ο Γενικός Γραμματέας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή διατυπώνει και αποστέλλει αιτιολογημένη απάντηση στην Επιτροπή Καταπολέμησης Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών εντός τριάντα (30) ημερών από την παραλαβή του αιτήματος, άλλως η αρχή επιβολής προχωρεί στην έκδοση της απόφασής της χωρίς τη γνώμη του.
3. Κατά την εφαρμογή της παρ. 1, η αρχή επιβολής επιλέγει το μέτρο ή τα μέτρα που κρίνονται ως πρόσφορα και αναλογικά, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα, τη συχνότητα και τη διάρκεια της παράβασης, τις εκτιμώμενες επιπτώσεις της παράβασης στον ανταγωνισμό και τον επιδιωκόμενο αποτρεπτικό χαρακτήρα του μέτρου. Για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου που προβλέπεται στην περ. δ) της παρ. 1, λαμβάνονται υπόψη η βαρύτητα, ο βαθμός υπαιτιότητας, οι συνέπειες από την παράβαση σε βάρος του προμηθευτή, η γεωγραφική έκταση τέλεσης της παράβασης, το περιουσιακό όφελος που αποκόμισε ή σκόπευε να αποκομίσει ο παραβάτης και η υποτροπή του παραβάτη. Τα πρόστιμα που επιβάλλονται από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, εισπράττονται σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974, Α’ 90), βεβαιώνονται από την αρμόδια οικονομική υπηρεσία και αποδίδονται υπέρ του Ταμείου Γεωργίας και Κτηνοτροφίας.
4. Οι αποφάσεις της αρχής επιβολής κοινοποιούνται με επιμέλειά της στον καταγγέλλοντα και στον καταγγελλόμενο.
Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων
1. Η Επιτροπή Καταπολέμησης Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων μπορεί να λαμβάνει κατάλληλα ασφαλιστικά μέτρα, αυτεπαγγέλτως ή κατ’ αίτηση προμηθευτών που έχουν υποβάλει καταγγελία, εφόσον η εξέταση της ενδεχόμενης παράβασης εκκρεμεί ενώπιόν της.
2. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να λαμβάνει κατάλληλα ασφαλιστικά μέτρα, αυτεπαγγέλτως ή κατ’ αίτηση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, καθώς και προμηθευτών που έχουν υποβάλει καταγγελία, εφόσον η εξέταση της ενδεχόμενης παράβασης εκκρεμεί ενώπιόν της.
3. Ασφαλιστικά μέτρα σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 λαμβάνονται, εφόσον πιθανολογείται άμεσος και επικείμενος κίνδυνος ανεπανόρθωτης βλάβης στην αλυσίδα εφοδιασμού των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων ή στο δημόσιο συμφέρον.
4. Η αρχή επιβολής κοινοποιεί προς τον καταγγελλόμενο ειδοποίηση για τα εξεταζόμενα ασφαλιστικά μέτρα, στην οποία επισυνάπτεται η σχετική αίτηση των προμηθευτών ή αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους επιλαμβάνεται αυτεπαγγέλτως. Στην κοινοποίηση αυτή προσδιορίζεται και ημερομηνία ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον της αρχής επιβολής. Οι απόψεις του καταγγέλλοντος και του καταγγελλόμενου, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζουν και επικαλούνται, κατατίθενται στην αρχή επιβολής έως την ημερομηνία της ακροαματικής διαδικασίας.
Η αρχή επιβολής μπορεί να απειλήσει πρόστιμο μέχρι δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης προς την απόφασή της. Το πρόστιμο επιβάλλεται με απόφαση της αρχής επιβολής, που βεβαιώνει τη μη συμμόρφωση. Κατά την επιμέτρηση του προστίμου συνεκτιμώνται, ιδίως, τα οφέλη τα οποία αποκόμισε ο αγοραστής λόγω της μη συμμόρφωσής του, καθώς και η ζημία, η οποία έχει προκληθεί στον θιγόμενο.
5. Με τις διατάξεις του παρόντος δεν θίγεται η αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων προς λήψη ασφαλιστικών μέτρων για την προστασία ιδιωτικών συμφερόντων.
Λοιπές αξιώσεις
1. Οι προβλεπόμενες στο παρόν διαδικασίες επιβολής κυρώσεων, λήψης ασφαλιστικών μέτρων και οι λοιπές αρμοδιότητες των αρχών επιβολής του παρόντος Μέρους δεν αποκλείουν το δικαίωμα του προμηθευτή να ζητεί την παύση κάθε παράβασης, σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4 και την παράλειψή της στο μέλλον, καθώς και να εγείρει κάθε άλλου είδους αξίωσή του κατά του αγοραστή ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων.
2. Το πολιτικό δικαστήριο, μετά από αίτηση του ενάγοντα, διατάσσει, δια του τύπου ή με άλλο πρόσφορο τρόπο, τη δημοσίευση της απόφασής του, στο σύνολό της ή εν μέρει, με δαπάνη του εναγόμενου.
Διαβαστε Αναλυτικά όλο τον νόμο:
ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 4792/2021-ΦΕΚ 54/Α/9-4-2021
Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/633 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Απριλίου 2019 σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στις σχέσεις μεταξύ επιχειρήσεων στην αλυσίδα εφοδιασμού γεωργικών προϊόντων και τροφίμων και λοιπές διατάξεις.