x

Σύνδεση

Δεν έχετε λογαριασμό; Εγγραφείτε

Αλλαγές στις οργανικές θέσεις των κληρικών - Αλλαγές στο σύστημα προσλήψεων και καθηκόντων των κληρικών

Νέο πλαίσιο κάτω από το οποίο προσλαμβάνονται και επιτελούν τα καθήκοντα τους οι ιερείς προωθεί το υπουργείο Παιδείας με το νομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή. Ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου.

Στο Μέρος Γ (άρθρα 317-346) του Σχεδίου Νόμου του Υπ.Παιδείας και Θρησκευμάτων για τα Πανεπιστήμια,  περιλαμβάνονται ρυθμίσεις που αφορούν την εκκλησία και τους Κληρικούς με επικαιροποίηση της ισχύουσας νομοθεσίας δίνοντας λύση στο πρόβλημα χιλιάδων κληρικών που ενώ είχαν προσληφθεί από το κράτος, υπηρετούν και αμείβονται κανονικά αλλά δεν είχαν οργανική θέση.

ΑΠΟΚΤΗΣΤΕ ΠΛΗΡΗ ΠΡΟΣΒΑΣΗ

Με τον νέο νόμο στις ήδη υπάρχουσες 6.000 θέσεις που προέβλεπε ο νόμος του 1945 προστίθενται άλλες 2.311 μόνιμες οργανικές θέσεις.

Όπως διευκρινίζει το Υπουργείο Παιδείας δεν δημιουργούνται επιπλέον οργανικές θέσεις ιερέων.Πρόκειται για νομοθετική ρύθμιση χωρίς κανένα οικονομικό κόστος για τον κρατικό προϋπολογισμό, σε ένα αρρύθμιστο εδώ και 77 χρόνια τοπίο. Ως σήμερα ισχύει αναγκαστικός νόμος του 1945, με αποτέλεσμα να έχει εκδοθεί ΦΕΚ διορισμού και να μισθοδοτούνται από το Δημόσιο με μόνιμη σχέση εργασίας 3.520 Ιερείς (2.311 της Εκκλησίας της Ελλάδος, 955 της Εκκλησίας της Κρήτης και 254 των Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου) χωρίς να έχουν οργανικές θέσεις.

Αυτό, συν τοις άλλοις, προκαλεί ανασφάλεια συνταξιοδοτική, εργασιακή και ασφαλιστική σε τρεισήμισι χιλιάδες εργαζόμενους του δημοσίου ιερείς, ενώ έχει προκαλέσει και μια κατάσταση ανισότητας μεταξύ των εκκλησιαστικών κλιμάτων στην Ελλάδα, καθώς η Εκκλησία της Ελλάδος έχει οργανικές θέσεις ενώ η Εκκλησία της Κρήτης και οι Μητροπόλεις Δωδεκανήσου δεν έχουν καμία. Η λύση είναι η νομοθετική επικαιροποίηση, ώστε να αντιστοιχισθεί ο αριθμός των Κληρικών που μισθοδοτούνται από το Κράτος και έχει εκδοθεί ΦΕΚ διορισμού τους, με τις οργανικές θέσεις που έχουν συσταθεί νομίμως, χωρίς καμία επιβάρυνση για τον κρατικό προϋπολογισμό.

Επιπλέον, για πρώτη φορά η Πολιτεία «κλειδώνει» το δυνητικό αριθμό μισθοδοτούμενων από τον κρατικό προϋπολογισμό Ιερέων, η μεταβολή του αριθμού των Μητροπόλεων ή των ενοριών ή των ορίων τους δεν θα δημιουργεί καμία υποχρέωση και δεν θα συνεπάγεται καμία σύσταση οργανικής θέσης Κληρικού, οι προσλήψεις Κληρικών εντάσσονται ρητά στην διαδικασία που προβλέπει ο νόμος για τον ετήσιο προγραμματισμό ανθρωπίνου δυναμικού της δημόσιας διοίκησης.

Την κατανομή των οργανικών θέσεων στις Μητροπόλεις της περιφέρειας θα κάνει η Ιερά Σύνοδος και στη συνέχεια θα εκδοθούν τα σχετικά προεδρικά διατάγματα. Ενώ είναι σημαντικό να αναφερθεί πως για να είναι σίγουρο πως οι πραγματικές ανάγκες κάθε τοπικής Εκκλησίας καλύπτονται επαρκώς, οι οργανικές θέσεις δεν θα είναι «προσωπικές» αλλά θεσμικές. Δηλαδή οι οργανικές θέσεις θα ανήκουν στις Μητροπόλεις και όχι στα πρόσωπα.

Εάν ένας κληρικός θέλει να φύγει από μια Μητρόπολη για να υπηρετήσει σε μια άλλη θα μπορεί να το πράξει αυτό εφόσον η Μητρόπολη προορισμού του έχει αντίστοιχη κενή οργανική θέση αφού φεύγοντας δεν θα μπορεί να πάρει «μαζί του» την οργανική θέση του αλλοιώνοντας το οργανόγραμμα της κάθε Μητρόπολης.

Στην περίπτωση που κάποιοι Μητροπολίτες επιθυμούν να προσλάβουν επιπλέον κληρικούς από αυτούς που προβλέπονται στις οργανικές θέσεις που θα αντιστοιχούν στις επαρχίες τους, θα μπορούν να το πράττουν προσλαμβάνοντας ιδιωτικά τους κληρικούς αυτούς στην Μητρόπολη τους. Οι κληρικοί δηλαδή αυτοί, θα υπηρετούν μεν όπου επιθυμούν αλλά εφόσον δεν υπάρχει η αντίστοιχη οργανική θέση θα αμείβονται απευθείας από την Μητρόπολη χωρίς αυτό να επηρεάζει τον τελικό προϋπολογισμό του κράτους.

 

Αναλυτική περιγραφή ανά άρθρο, σύμφωνα με την αιτιολογική συνοδευτική Έκθεση

Άρθρο 335

Η παρ. 1 ορίζει ότι οι Κληρικοί της κατ' άρθρο 3 του Συντάγματος Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού είναι οι έχοντες κανονική χειροτονία ενός εκ των τριών βαθμών της ιεροσύνης (διάκονοι, πρεσβύτεροι επίσκοποι).

Η παρ. 2 καταργεί ρητά από την έναρξη ισχύος του παρόντος όλες τις αναφερόμενες σε αυτήν νομοθετικές και κανονιστικές πράξεις με τις οποίες συστήθηκαν, ανακατανεμήθηκαν, μετατράπηκαν και αναδιανεμήθηκαν οργανικές θέσεις διακόνων (περ. α' - βλ. το άρθρο 1 του ν.δ. 1399/1973 [Α' 112]), ιεροκηρύκων (περ. β' - βλ. άρθρο 25 παρ. 3 του ν. 817/1978 [Α' 170] και εκκλησιαστικών υπαλλήλων (περ. γ' - βλ. π.δ. 225/1985 Α' 85]), στις Ιερές Μητροπόλεις Δωδεκανήσου. Η παράγραφος αυτή στοχεύει εν συνδυασμώ προς την αμέσως επόμενη παρ. 3, να θέσει τέλος στην πανσπερμία των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων που ισχύουν σήμερα και προβλέπουν τις προαναφερόμενες οργανικές θέσεις. Οι θέσεις αυτές κατά καιρούς, όπως ευχερώς προκύπτει από τη διατύπωση της εν λόγω παραγράφου, ανακατανέμονταν, αναδιανέμονταν ή μετατρέπονταν συγκυριακά με διατάξεις που περιλαμβάνονταν σε άσχετα νομοθετήματα ή με κανονιστικές πράξεις με αποτέλεσμα να επιτείνεται η πολυνομία.

Η παρ.3 προβλέπει τη σύσταση στα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου των Ιερών Μητροπόλεων Δωδεκανήσου ισάριθμων οργανικών θέσεων με τις καταργούμενες από την παρ.2 αλλά και μόνιμες οργανικές θέσεις Εφημερίων οι οποίες είναι ίσες με τον αριθμό όσων μισθοδοτούνται από το Δημόσιο και η απόφαση διορισμού τους έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με αυτό τον τρόπο, πλέον, όλες οι οργανικές θέσεις (Μητροπολιτών, Ιεροκηρύκων, Εφημερίων, Διακόνων και εκκλησιαστικών υπαλλήλων) βρίσκονται συγκεντρωμένες σε ένα νομοθέτημα, ενώ καθίσταται απολύτως σαφές ότι μόνον αυτές οι οργανικές θέσεις μισθοδοτούνται από το Δημόσιο και βαρύνουν, κατά συνέπεια, τον κρατικό προϋπολογισμό. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι με την παρ.3 συνιστώνται, για πρώτη φορά, οργανικές θέσεις Εφημερίων στις Ιερές Μητροπόλεις Δωδεκανήσου και στην Πατριαρχική Εξαρχία Πάτμου. Με τον τρόπο αυτό αποκαθίσταται η αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των Εφημερίων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού ανεξαρτήτως εκκλησιαστικού καθεστώτος ενώ συγχρόνως διασφαλίζονται πλήρως τα εργασιακά, ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα των Εφημερίων. Ο αναγκαίος νομοθετικός εξορθολογισμός του καθεστώτος του Εφημεριακού κλήρου των Ιερών Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου και της Πατριαρχικής Εξαρχίας Πάτμου που καθυστέρησε επί 75 έτη, αποτελεί ένα σημαντικότατο βήμα προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος.

Η παρ. 4 ορίζει τα ελάχιστα τυπικά προσόντα που πρέπει να διαθέτουν τα πρόσωπα που θα καταλαμβάνουν τις οργανικές θέσεις εφημερίων, διακόνων, ιεροκηρύκων,

Μητροπολιτών και Πατριαρχικού Εξάρχου Πάτμου. Ειδικά για την κάλυψη οργανικής θέσης Εφημερίων και Διακόνων το ελάχιστο τυπικό προσόν είναι το δίπλωμα μαθητείας των Σχολών Μαθητείας Υποψηφίων Κληρικών του άρθρου 140 του ν. 4823/2021 [Α' 136] (η έναρξη ισχύος του οποίου είναι η 1-1-2026, σύμφωνα με το άρθρο 245 παρ. 4 του ν. 4823/2021). Επίσης, ρητά ορίζεται, για πρώτη φορά, ότι δεν επιτρέπεται να καταλαμβάνουν οργανική θέση εφημερίων, διακόνων και ιεροκηρύκων πρόσωπα τα οποία καταδικάστηκαν αμετάκλητα για κακούργημα ή για τα αναφερόμενα στην παρ. 16 του άρθρου 336 αδικήματα. Η πρόβλεψη αυτή έρχεται ως συνέχεια στην παρ. 3 που ορίζει ότι οι εν λόγω οργανικές θέσεις μισθοδοτούνται από Δημόσιο.

Η παρ. 5 προβλέπει την έκδοση προεδρικού διατάγματος με το οποίο θα καθορίζονται η κατηγορία εκπαίδευσης και η ειδικότητα των εκκλησιαστικών υπαλλήλων.

Η παρ. 6 ορίζει ότι με απόφαση του οικείου Μητροπολίτη ή του Πατριαρχικού Εξάρχου Πάτμου μπορεί να κατανέμονται οι οργανικές θέσεις των Εφημερίων και Διακόνων του πίνακα 2 της παρ. 3, μόνον εφόσον αυτές κενωθούν (ώστε να προστατευθούν οι υπηρετούντες Εφημέριοι από μεταφορά της οργανικής τους θέσης και να διασφαλισθεί ότι δεν θα θιγεί εξαιτίας της σύστασης και κατανομής οργανικής θέσης η υφιστάμενη κατά την ημερομηνία ισχύος του νόμου, υπηρεσιακή τους κατάσταση), με οποιονδήποτε τρόπο, μεταξύ όμως των ενοριών εντός της οικείας Μητρόπολης ή της Πατριαρχικής Εξαρχίας Πάτμου αντίστοιχα. Η παρ. 6 ρυθμίζει την κατανομή και είναι διαφορετική από την παρ. 8 του άρθρου 336 η οποία ρυθμίζει τη μετάθεση τακτικού Εφημερίου. Επίσης με απόφαση του οικείου Μητροπολίτη οι Εφημέριοι και οι Διάκονοι μπορούν να καλύπτουν τις λατρευτικές, τις ποιμαντικές και τις προνοιακές ανάγκες και άλλων ιερών ναών.

Η παρ. 7 ορίζει ότι η πλήρωση των οργανικών θέσεων των εφημερίων, Διακόνων, Ιεροκηρύκων και εκκλησιαστικών υπαλλήλων υπόκειται στη διαδικασία που προβλέπουν οι διατάξεις για τον ετήσιο προγραμματισμό ανθρωπίνου δυναμικού της δημόσιας διοίκησης (βλ. άρθρο 51 του ν. 4622/2019 «Επιτελικό Κράτος» [Α' 133]) όπως κάθε φορά ισχύουν. Ειδικά για το διορισμό σε θέση εκκλησιαστικού υπαλλήλου εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 4765/2021 «Εκσυγχρονισμός του συστήματος προσλήψεων στον δημόσιο τομέα και ενίσχυση του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ)» (Α' 6).

Η παρ. 8 ορίζει ότι η μετατροπή και η μεταφορά οργανικών θέσεων Εφημερίων, Διακόνων, Ιεροκηρύκων και εκκλησιαστικών υπάλληλων εντός του εκκλησιαστικού καθεστώτος της Δωδεκανήσου πραγματοποιείται μόνο με (τυπικό) νόμο κατόπιν σύμφωνης γνώμης των οικείων Μητροπολιτών ή του Πατριαρχικού Εξάρχου Πάτμου και έγκρισης του Οικουμενικού Πατριάρχη και της περί Αυτόν Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Η παρ. 9 ορίζει ότι η μεταβολή του αριθμού των ενοριών ή των Ιερών Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου ή των ορίων αυτών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 329 και 322, αντίστοιχα δεν μεταβάλλει τον συνολικό αριθμό των οργανικών θέσεων, πλην της αυτοδίκαιης σύστασης θέσης Μητροπολίτη σε περίπτωση ίδρυσης νέας Ιεράς Μητρόπολης. Συνεπώς και η τυχόν ίδρυση νέας ενορίας δεν συνεπάγεται αύξηση του αριθμού των οργανικών θέσεων, ήτοι αποσυνδέεται η ίδρυση νέων ενοριών από την δημιουργία οργανικών θέσεων Ιερέων.

Η παρ. 10 ορίζει ότι η εκλογή κληρικού των Ιερών Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου και της Πατριαρχικής Εξαρχίας Πάτμου σε θέση βοηθού επισκόπου χωρίς όμως να υφίσταται αντίστοιχη κενή οργανική θέση, δεν δημιουργεί αξίωση για μεγαλύτερες αποδοχές. Αυτός λαμβάνει μόνον τις αποδοχές της θέσης από την οποία προέρχεται (ΣτΕ 588, 589/2021).

Η παρ. 11 ορίζει ότι οι Ιερές Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου και η Πατριαρχική Εξαρχία Πάτμου μπορούν να προσλαμβάνουν Κληρικούς με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την κάλυψη λατρευτικών, ποιμαντικών και προνοιακών αναγκών καθώς και εκκλησιαστικούς υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (ορισμένου ή αορίστου χρόνου) ή με σύναψη σύμβασης έργου. Η πρόσληψη των Κληρικών και η παροχή υπηρεσιών ή έργου των εκκλησιαστικών υπαλλήλων του προηγουμένου εδαφίου δεν γεννά καμία έννομη σχέση εξαρτημένης εργασίας, σύμβασης έργου ή άλλης εξάρτησης, ή υποχρέωση ή ευθύνη του Δημοσίου και υπόχρεες για την καταβολή των αποδοχών τους είναι αποκλειστικά οι Ιερές Μητροπόλεις και η Πατριαρχική Εξαρχία Πάτμου εξ ιδίων πόρων. Οι Κληρικοί του προηγούμενου εδαφίου, επειδή δεν καταλαμβάνουν οργανικές θέσεις της παρ. 3, δεν επιτρέπεται να μετέχουν στα Μητροπολιτικά και Εκκλησιαστικά Συμβούλια. Επιπλέον η απαγόρευση αυτή διαφυλάττει το κύρος των Μητροπόλεων και των Ενοριών, ως Ν.Π.Δ.Δ. και προστατεύει το Δημόσιο από τυχόν χρηματικές αξιώσεις των προσώπων αυτών για την συμμετοχή τους στα συλλογικά αυτά όργανα.

Η παρ. 12 συνδυάζεται ερμηνευτικά με τις παρ. 2 και 3 του παρόντος άρθρου και αφενός διευκρινίζει - ορίζει ότι η υπηρεσιακή και μισθολογική κατάσταση των υπηρετούντων κληρικών και εκκλησιαστικών υπαλλήλων δεν θίγεται, αφετέρου παραπέμπει στη μεταβατική διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 457.

Η παρ. 13 διευκρινίζει ότι η έννοια της οργανικής θέσης είναι αποκλειστικά και μόνο αυτή που προβλέπεται στην παρ. 3 και η οποία μισθοδοτείται από το Ελληνικό Δημόσιο, συνδυάζεται δε ερμηνευτικά με την παρ. 11, κατά την οποία οι εκεί προσλαμβανόμενοι κληρικοί ή εκκλησιαστικοί υπάλληλοι δεν καταλαμβάνουν οργανική θέση.

Άρθρο 336

Το άρθρο 336 ρυθμίζει θέματα Εφημερίων και Διακόνων, τα οποία ενδεικτικά αφορούν σε απόσπαση, αποχώρηση, μετάθεση, εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση και μισθοδοσία τόσο των Εφημέριων όσο και των Διακόνων.

Ειδικότερα, η παρ. 1 ορίζει ότι ο Εφημέριος μεριμνά για τη λατρευτική και πνευματική ζωή των ενοριτών και για κάθε ζήτημα, το οποίο αφορά στην πνευματική και υλική πρόοδο της Ενορίας.

Στην παρ. 2 γίνεται λόγος για τις κενές οργανικές θέσεις Εφημερίων, οι οποίες καλύπτονται μονίμως από έγγαμους Πρεσβύτερους. Σημειωτέον δε ότι οι βαθμοί ιεροσύνης είναι τρεις (3), ήτοι Διάκονος, Πρεσβύτερος κι Επίσκοπος. Κατ' εξαίρεση του προηγούμενου εδαφίου ισχύει ότι όλως εξαιρετικώς και προσωρινώς, οι κενές οργανικές εφημεριακές θέσεις μπορούν να καλύπτονται από Ιερομόναχους, εγγεγραμμένους σε Ιερά Μονή της οικείας Μητρόπολης, εφ' όσον για τη συγκεκριμένη εφημεριακή θέση δεν ευρίσκεται έγγαμος Πρεσβύτερος. Επιπροσθέτως, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι Ιερομόναχοι δεν καθίστανται αυτοδικαίως τακτικοί ανεξάρτητα από τον χρόνο υπηρεσίας τους.

Στην παρ. 3 προβλέπεται ότι οι έγγαμοι εφημέριοι που συμπληρώνουν πέντε (5) έτη υπηρεσίας σε οργανική εφημεριακή θέση καθίστανται αυτοδικαίως τακτικοί.

Η παρ. 4 επιτρέπει την απόσπαση τακτικού εφημερίου σε άλλη κενή οργανική θέση για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρείς (3) μήνες, διαδοχικούς ή διακεκομμένους εντός του αυτού έτους, εκτός αν υποβάλλεται αίτηση ή έγγραφη συγκατάθεσή του.

Στην παρ. 5 ρυθμίζεται το εξής: οι τακτικοί εφημέριοι μπορούν να αποχωρούν από την υπηρεσία με αίτησή τους μετά τη συμπλήρωση του 70ού έτους της ηλικίας τους. Οι αποχωρήσαντες, κατόπιν αίτησής τους και απόφασης τους οικείου Μητροπολίτη, μπορούν να καλύπτουν, χωρίς καμία επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, λατρευτικές, ποιμαντικές και προνοιακές ανάγκες Ενορίας.

Στην παρ. 6 ισχύει ότι οι τακτικοί εφημέριοι αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία για λόγους ανικανότητας εκτέλεσης των εφημεριακών καθηκόντων τους εξαιτίας ασθένειας τους, η οποία πιστοποιείται σύμφωνα με τις ισχύουσες περί δημοσίων υπαλλήλων διατάξεις. Η εν λόγω διαδικασία άρχεται κατόπιν αιτήσεως των ίδιων ή του οικείου Μητροπολίτη.

Στην παρ. 7 προβλέπεται ότι ο τακτικός εφημέριος δικαιούται κανονική άδεια μετ' αποδοχών με διάρκεια ενός (1) μηνός κατ' έτος. Η χορήγησης της καθίσταται υποχρεωτική και δη εντός του αυτού ημερολογιακού έτους.

Η παρ. 8 ρυθμίζει τη μετάθεση των τακτικών εφημερίων, ήτοι τακτικός εφημέριος μετατίθεται σε άλλη κενή οργανική θέση εντός της οικείας Μητρόπολης ή της Πατριαρχικής Εξαρχίας Πάτμου είτε ύστερα από αίτηση του, είτε μετά από απόφαση του οικείου Μητροπολίτη, είτε εάν του έχει επιβληθεί ποινή τελεσίδικα από το εκκλησιαστικό δικαστήριο του άρθρου 342. Στο δεύτερο και τελευταίο εδάφιο αυτής της παραγράφου προβλέπεται ότι μετάθεση τακτικού εφημερίου σε άλλη Ιερά Μητρόπολη της Δωδεκανήσου ή στην Πατριαρχική Εξαρχία Πάτμου ή της Εκκλησίας της Ελλάδος ή της Εκκλησίας της Κρήτης, επιτρέπεται, εφ' όσον σε αυτήν υπάρχει κενή μόνιμη οργανική θέση εφημερίου.

Η παρ. 9 αναφέρεται στους υπαλλήλους μόνιμους ή αορίστου χρόνου, οι οποίοι ανήκουν σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης και έχουν χειροτονηθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου ή χειροτονούνται διάκονοι ή πρεσβύτεροι και δικαιούνται να υποβάλλουν αίτηση απόσπασης στην οικεία Μητρόπολη ή στην Πατριαρχική Εξαρχία Πάτμου. Περιγράφεται η διαδικασία απόσπασης, ήτοι ότι αυτή διενεργείται κατόπιν αίτησης του υπαλλήλου και σύμφωνης γνώμης του οικείου Μητροπολίτη ή του Πατριαρχικού Εξάρχου Πάτμου, με κοινή απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων και του αρμοδίου Υπουργού, με διάρκεια ενός (1) έτους και δυνατότητα παράτασης αποκλειστικά έως άλλα δύο (2) έτη. Η μισθοδοσία των αποσπασμένων υπαλλήλων καλύπτεται από τον φορέα προέλευσης. Μετά τη λήξη της απόσπασης ή της παράτασης της, οι υπάλληλοι αυτοί δικαιούνται μετά από αίτησή τους να μεταταγούν στην οικεία Μητρόπολη Δωδεκανήσου ή στην Πατριαρχικής Εξαρχία και να λαμβάνουν τις αποδοχές που αντιστοιχούν στη θέση όπου θα μεταταγούν. Η εν λόγω μετάταξη διενεργείται σε κενή οργανική θέση ή- εφ' όσον δεν υφίσταται τέτοια- σε προσωποπαγή θέση που συνιστάται με την απόφαση μετάταξης στον φορέα υποδοχής, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οικείου Μητροπολίτη ή του Πατριαρχικού Εξάρχου Πάτμου με κοινή απόφαση των Υπουργών Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εσωτερικών, Οικονομικών και του συναρμόδιου Υπουργού. Περίληψη της μετάταξης δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η συνιστώμενη προσωποπαγής θέση καταργείται αμέσως με τη με οποιοδήποτε τρόπο αποχώρησή τους. Σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο αυτής της παραγράφου η αίτηση μετάταξης υποβάλλεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας έξι (6) μηνών από τη λήξη της απόσπασης ή της παράτασης της ενώ για την απόσπαση ή μετάταξη των προηγούμενων εδαφίων δεν απαιτείται γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου του φορέα προέλευσης.

Η παρ. 10 αυτού του άρθρου ρυθμίζει την απόσπαση των Εφημέριων, Ιεροκηρύκων και Διακόνων στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ή σε ένα εκ των άλλων Πρεσβυγενών Πατριαρχείων ή στην Ιερά Αρχιεπισκοπή του Σινά. Οι Μητροπολίτες ως επικεφαλής των Ιερών Μητροπόλεων τους δεν αποσπώνται αλλά επιτρέπεται μόνον να μετατίθενται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του άρθρου 324 του παρόντος νόμου. Περάν δε τούτου, οι Εφημέριοι, Ιιεροκήρυκες και διάκονοι των Ιερών Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου και της Πατριαρχικής Εξαρχίας Πάτμου επιτρέπεται να αποσπώνται με σκοπό την κάλυψη ποιμαντικών αναγκών στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ή σε ένα εκ των άλλων Πρεσβυγενών Πατριαρχείων ή στην Ιερά Αρχιεπισκοπή του Σινά. Δεν δικαιούνται επιμίσθιο ή οποιουδήποτε είδους πρόσθετη αμοιβή ή αποζημίωση από το Ελληνικό Δημόσιο για τη μετακίνηση, επιστροφή ή για τη διάρκεια της απόσπασής τους. Η δαπάνη της μισθοδοσίας τους εξακολουθεί να βαραίνει τον φορέα προέλευσης τους. Η απόσπαση πραγματοποιείται με αίτηση του ενδιαφερομένου και απόφαση του οικείου Μητροπολίτη ύστερα από έγκριση του Οικουμενικού Πατριάρχη και της περί Αυτόν Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Με απόφαση του οικείου Μητροπολίτη ύστερα από έγκριση του Οικουμενικού Πατριάρχη και της περί Αυτόν Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου μπορεί να διακοπεί η απόσπαση οποτεδήποτε, χωρίς να καθίσταται υποχρεωτική η προηγούμενη υποβολή σχετικής αίτησης του αποσπασμένου. Σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο οι Εφημέριοι, ιεροκήρυκες και διάκονοι των Ιερών Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου και της Πατριαρχικής Εξαρχίας Πάτμου, οι οποίοι έχουν εκλεγεί κατά τον χρόνο ισχύος του νόμου ή εκλέγονται βοηθοί Επίσκοποι, Επίσκοποι, Μητροπολίτες ή Αρχιεπίσκοποι του Οικουμενικού Πατριαρχείου ή ενός εκ των λοιπών Πρεσβυγενών Πατριαρχείων προβλέπεται να μπορούν να αποσπώνται κατά τα οριζόμενα στην παρούσα και να συνεχίζουν να λαμβάνουν μόνο τις αποδοχές της θέσης από την οποία προέρχονται.

Με την παρ. 11 προβλέπεται ειδική και ορισμένη εξουσιοδοτική διάταξη προκειμένου για την έκδοση προεδρικού διατάγματος δυνάμει του οποίου θεσπίζονται- στη βάση της κανονικής παράδοσης της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, για κάθε Ιερά Μητρόπολη της Δωδεκανήσου ξεχωριστά και της Πατριαρχικής Εξαρχίας Πάτμου- τα προσόντα, η διαδικασία εκλογής και εγκατάστασης των Εφημερίων και Διακόνων, η διαδικασία πλήρωσης των εφημεριακών θέσεων, οι διαδικασίες μετάθεσης και απόσπασης του παρόντος άρθρου, η επιμόρφωση, η αξιολόγηση, τα καθήκοντα και τα δικαιώματα των Εφη μερίων και των Διακόνων. Το εν λόγω προεδρικό διάταγμα προκαλείται από τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, κατόπιν εισήγησης του οικείου Μητροπολίτη ή του Πατριαρχικού Εξάρχου Πάτμου κι έγκρισης του Οικουμενικού Πατριάρχη και της περί Αυτόν Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Στην παρ. 12 ορίζεται ότι κληρικός ο οποίος επιθυμεί να φοιτήσει στις Θεολογικές Σχολές της ημεδαπής και στις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες οφείλει να ζητήσει την άδεια του οικείου Μητροπολίτη, ο οποίος υποχρεούται να τη χορηγήσει αλλά αυτή δεν μπορεί να ξεπερνά τα τέσσερα (4) έτη. Επιπροσθέτως, δεν είναι δυνατόν να μετατεθεί σε άλλη Μητρόπολη κατά τη διάρκεια των σπουδών του και για επιπλέον χρόνο ίσο με το ήμισυ της άδειας που έλαβε, ενώ οφείλει, κατά τη διάρκεια των σπουδών του και στο μέτρο του δυνατού, να εξυπηρετεί τις ανάγκες της ενορίας του.

Η παρ. 13 προβλέπει την έκδοση Κανονισμού, ο οποίος καθορίζει θέματα που αφορούν στην εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των ψαλτών και των νεωκόρων. Ο Κανονισμός αυτός συντάσσεται και υποβάλλεται από την οικεία Μητρόπολη προς έγκριση στον Οικουμενικό Πατριάρχη και στην Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Τέλος, θα πρέπει να δημοσιεύεται στο επίσημο Δελτίο των Επαρχιών του Οικουμενικού Θρόνου της Δωδεκανήσου «Δωδεκάνησος».

Η παρ. 14 θεσπίζει ότι κάθε Ιερά Μητρόπολη και η Πατριαρχική Εξαρχία Πάτμου προβαίνει σε κατάρτιση διαρκούς μητρώου των εν ενεργεία εφημερίων διακόνων και ιεροκηρύκων της. Το μητρώο αυτό επικαιροποιείται με τις αποχωρήσεις ή χειροτονίες κληρικών και τις μεταβολές στην προσωπική κατάστασή τους. Κάθε Ιερά Μητρόπολη της Δωδεκανήσου και η Πατριαρχική Εξαρχία Πάτμου συντάσσουν Κανονισμό αντίστοιχα, ο οποίος καθορίζει τα στοιχεία και δεδομένα που καταχωρίζονται στο μητρώο, τις αρμοδιότητες, τις προϋποθέσεις και τον τρόπο τήρησης, διάρθρωσης, λειτουργίας, ενημέρωσης, διασύνδεσής του με άλλα αρχεία αλλά και τον τρόπο δημοσίευσης στοιχείων του. Ο εν λόγω Κανονισμός εγκρίνεται από τον Οικουμενικό Πατριάρχη και την περί Αυτόν Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, και τέλος δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Οι Ιερές Μητροπόλεις και η Πατριαρχική Εξαρχία Πάτμου υποχρεούνται να ενημερώνουν σχετικά με τους θρησκευτικούς λειτουργούς το μητρώο θρησκευτικών λειτουργών του άρθρου 14 του ν. 4301/2014 (Α' 223) «Οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων και λοιπές διατάξεις», ανεξαρτήτως από τη λειτουργία Μητρώου της οικείας Μητρόπολης ή της Πατριαρχικής Εξαρχίας Πάτμου.

Η παρ. 15 αναφέρει ρητώς ότι η μισθοδοσία των Εφημερίων και των Διακόνων διέπεται από τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις όπως ακριβώς ισχύει και για τους Εφημερίους και Διακόνους της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Εκκλησίας της Κρήτης. Διευκρινίζεται ότι η μισθοδοσία των Εφημερίων από το Κράτος ίσχυσε ήδη από την απελευθέρωση και ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα με επέκταση των σχετικών προβλέψεων του α.ν. 536/1945 και ως εκ τούτου δεν προκαλείται καμία επιπλέον δαπάνη στον κρατικό προϋπολογισμό. Το ίδιο ισχύει και για την μισθοδοσία των Διακόνων αλλά και των Ιεροκηρύκων, όπως και των Αρχιερέων.

Η παρ. 16 συνιστά τομή στην ιστορία της μισθοδοσίας του Κλήρου από το Κράτος (αντίστοιχη πρόβλεψη υπάρχει στο άρθρο 347 παρ. 14 και στο άρθρο 348 παρ. 13 του σχεδίου για τους κληρικούς της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Εκκλησία της Κρήτης, αντίστοιχα). Προβλέπει, για πρώτη φορά, ότι οι κληρικοί που μισθοδοτούνται από το Δημόσιο και σε βάρος των οποίων ασκήθηκε ποινική δίωξη για οποιοδήποτε κακούργημα ή για τα αναφερόμενα στην εν λόγω παράγραφο αδικήματα λαμβάνουν μόνο το 50% των αποδοχών τους, με την έκδοση σχετικής πράξεως από τον εκκαθαριστή αποδοχών. Τα κακουργήματα και τα αδικήματα της παραγράφου αυτής έχουν τέτοια κοινωνική απαξία ώστε θίγουν, αμαυρώνουν την ιδιαίτερη ηθική αξία την οποία ο μέσος κοινωνός απαιτεί από τον θρησκευτικό λειτουργό, όχι μόνο στο θρήσκευμα του οποίου ανήκει αλλά και εν γένει από θρησκευτικούς λειτουργούς οποιουδήποτε θρησκεύματος. Η διάταξη της παρ. 16 ισχύει από τη δημοσίευση του νόμου και δεν έχει αναδρομική ισχύ. Επισημαίνεται ότι ο νομοθέτης δεν μπορεί να επέμβει στην εσωτερική λειτουργία των θρησκευτικών κοινοτήτων και συνεπώς δεν μπορεί να επιβάλλει ποινές που σχετίζονται με την υποχρεωτική ή δυνητική αργία των Ιερέων από τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Ποινές τέτοιες επιβάλλονται μόνο από τα αρμόδια εκκλησιαστικά όργανα., Κρίνεται σκόπιμο ότι η προστασία της ιδιαίτερης ηθικής αξίας και πνευματικής και κοινωνικής σημασίας του λειτουργήματος του Κληρικού επιβάλλει, ως ελάχιστο μέτρο, με την άσκηση της ποινικής δίωξης την προσωρινή περικοπή ή την πλήρη διακοπή της μισθοδοσίας τους εάν καταδικαστούν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση (παρ. 18).

Σύμφωνα με την παρ. 17 οι κληρικοί των Ιερών Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου ή της Πατριαρχικής Εξαρχίας Πάτμου, στους οποίους είχε περικοπεί η μισθοδοσία τους σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο και τελικά αθωωθούν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, λαμβάνουν και το υπόλοιπο πενήντα τοις εκατό (50%) των αποδοχών τους εντόκως σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις περί οφειλών του Ελληνικού Δημοσίου [Βλ. άρθρο 45 του Ν. 4607/2019 (Α' 65) δυνάμει του οποίου εφαρμόζεται ενιαίος τρόπος υπολογισμού του οφειλόμενου από το Δημόσιο τόκου (νομίμου και υπερημερίας) για τις σχετικές οφειλές αυτού ανεξαρτήτως της αιτία τους. Αυτό το μέρος των αποδοχών τους επιστρέφεται ύστερα από αίτηση που πρέπει να υποβάλλουν στον οικείο εκκαθαριστή αποδοχών.

Όμως, σύμφωνα με τα οριζόμενα της παρ. 18 αυτού του άρθρου οι κληρικοί των Ιερών Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου ή της Πατριαρχικής Εξαρχίας Πάτμου, εφ' όσον τελικά καταδικαστούν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση για τα αναφερόμενα στην παρ. 16, παύουν να μισθοδοτούνται και εκδίδεται διαπιστωτική πράξη κένωσης της οργανικής θέσης που καταλαμβάνει. Τέλος, ο μεν Εισαγγελέας, ο οποίος ασκεί την ποινική δίωξη, ενημερώνει παραχρήμα την οικεία Ιερά Μητρόπολη της Δωδεκανήσου ή την Πατριαρχική Εξαρχία Πάτμου και τη Διεύθυνση Θρησκευτικής Διοίκησης του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων προκειμένου περί της ασκήσεως ποινικής δίωξης για κακούργημα ή για αδίκημα της παρ. 16. Η δε

Γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου, το οποίο εκδίδει την αμετάκλητη δικαστική απόφαση της παρ. 18, ενημερώνει αμέσως την οικεία Ιερά Μητρόπολη της Δωδεκανήσου ή την Πατριαρχική Εξαρχία Πάτμου και τη Διεύθυνση Θρησκευτικής Διοίκησης του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων. Οι Ιερές Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου και η Πατριαρχική Εξαρχία Πάτμου πρέπει να λαμβάνουν γνώση υπό την ιδιότητα του εκκαθαριστή των αποδοχών των κληρικών και η αρμόδια Διεύθυνση Θρησκευτικής Διοίκησης του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων πρέπει να ενημερώνεται αμέσως επειδή είναι αρμόδια να τηρεί το Μητρώο Θρησκευτικών Λειτουργών της παραγράφου 2 του άρθρου 14 του ν. 4301/2014.

Άρθρο 337

Το άρθρο 337 προβλέπει ρυθμίσεις για πρώτη φορά για τη σύσταση και λειτουργία των Μητροπολιτικών και Εκκλησιαστικών Συμβουλίων στις Εκκλησιαστικές Επαρχίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Στην παρ. 1 ορίζεται ότι σε κάθε Ιερά Μητρόπολη της Δωδεκανήσου συνιστάται και λειτουργεί Μητροπολιτικό Συμβούλιο με πρόεδρο τον οικείο Μητροπολίτη.

Στην παρ. 2 θεσπίζεται με ρητή διάταξη η σύσταση και λειτουργία Εξαρχικού Συμβουλίου της Εξαρχίας με πρόεδρο τον Πατριαρχικό Έξαρχο.

Ακολούθως, στην παρ. 3 προβλέπεται σε κάθε ενοριακό ιερό ναό η σύσταση και λειτουργία Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, στο οποίο προεδρεύει τακτικός εφημέριος.

Στην παρ. 4 προβλέπεται ρητή και ειδική εξουσιοδοτική διάταξη σύμφωνα με την οποία εκδίδεται προεδρικό διάταγμα που (α) προκαλείται από τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από εισήγηση του οικείου Μητροπολίτη ή του Πατριαρχικού Εξάρχου Πάτμου κι έγκρισης του Οικουμενικού Πατριάρχη και της περί Αυτόν Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, (β) δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και (γ) θεσπίζει γενικούς κανόνες για θέματα αφορώντα τη συγκρότηση του Μητροπολιτικού ή Εξαρχικού Συμβουλίου, του τρόπου σύγκλησης και λειτουργίας του, τις αρμοδιότητες του στη βάση της κανονικής παράδοσης της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού για κάθε Ιερά Μητρόπολη της Δωδεκανήσου και την Πατριαρχική Εξαρχία Πάτμου, τα ένδικα μέσα, τις αρμοδιότητες του Προέδρου και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την οργάνωση, διοίκηση, διαχείριση και λειτουργία του Μητροπολιτικού ή Εξαρχικού Συμβουλίου. Επίσης, η παρούσα παράγραφος προβλέπει ειδική και σαφή εξουσιοδότηση προκειμένου να ρυθμισθούν με προεδρικό διάταγμα θέματα όπως η σύνθεση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, τα καθήκοντα των μελών του, η συγκρότηση και οι συνεδριάσεις οι αρμοδιότητες, ζητήματα οικονομικής διαχείρισης, διάθεσης πόρων, τα τηρούμενα βιβλία και κάθε άλλη λεπτομέρεια σχετικά με την οργάνωση, διοίκηση, διαχείριση και λειτουργία του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου.

Άρθρο 338

Το άρθρο 338 προβλέπει την έκδοση Κανονισμών για τη ρύθμιση θεμάτων και λεπτομερειών αναγκαίων για την διευθέτηση εσωτερικών ζητημάτων που αφορούν στις Ιερές Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου και την Πατριαρχική Εξαρχία Πάτμου και τους φορείς τους. Οι κανονισμοί αυτοί εκδίδονται κατόπιν αποφάσεως των

Μητροπολιτών των ιερών Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου και του Πατριαρχικού Εξάρχου Πάτμου. Οι ως άνω αποφάσεις εγκρίνονται από τον Οικουμενικό Πατριάρχη και την περί Αυτόν Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και στο επίσημο Δελτίο των Επαρχιών του Οικουμενικού Θρόνου της Δωδεκανήσου «Δωδεκάνησο». Οι κανονισμοί ανακοινώνονται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων ενώ τα ειδικά θέματα που ρυθμίζουν αναγράφονται αναλυτικά στην παρ. του άρθρου αυτού.

Άρθρο 339

Το άρθρο 339 προβλέπει ειδικές διατάξεις σχετικά με το επίσημο Δελτίο των Επαρχιών του Οικουμενικού Θρόνου της Δωδεκανήσου που τιτλοφορείται «Δωδεκάνησος».

Η παρ. 1 ρυθμίζει τον τρόπο με τον οποίο καθορίζεται η Ιερά Μητρόπολη της Δωδεκανήσου που θα εκδώσει το επίσημο Δελτίο των Επαρχιών του Οικουμενικού Θρόνου της Δωδεκανήσου που τιτλοφορείται «Δωδεκάνησος».

Με την παρ. 2 ορίζεται ο τρόπος συγκρότησης πενταμελούς συντακτικής επιτροπής για την εν λόγω έκδοση.

Η παρ. 3 δίδει την εξουσιοδότηση στον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων να εκδώσει απόφαση κατόπιν γνώμης της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του οικουμενικού Πατριαρχείου με σκοπό να καθοριστούν όλες οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την έκδοση και κυκλοφορία του εν λόγω Δελτίου, όπως ο καθορισμός της μηνιαίας εισφοράς υπέρ αυτού, ο τρόπος είσπραξης και απόδοσης της και μέχρι τη δημοσίευση της ανωτέρω υπουργικής απόφασης ισχύει η με στοιχεία 162896/Α1/2010 (Β'2173) απόφαση της Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων [Ρύθμιση λεπτομερειών για την απόδοση της εισφοράς των εφημερίων και διακόνων των Ιερών Μητροπόλεων Δωδεκανήσου και της Πατριαρχικής Εξαρχίας Πάτμου υπέρ του επίσημου δελτίου «ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΣ»]. Στο δελτίο «ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΣ» δημοσιεύονται Κανονισμοί, κανονιστικές διατάξεις, πράξεις, αποφάσεις, εγκύκλιοι του Οικουμενικού Πατριάρχη και της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, των Ιερών Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου και της Πατριαρχικής Εξαρχίας Πάτμου καθώς και γεγονότα ή άρθρα θεολογικού, επιστημονικού, εκκλησιαστικού χαρακτήρα.

Στην παρ. 4 ορίζεται ότι η παράλειψη δημοσίευσης πράξεων ή αποφάσεων κανονιστικού ή ατομικού περιεχομένου επιφέρει ακυρότητα της πράξης, εκτός εάν έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ακολούθως, οι εφημέριοι, οι Ιερές Μονές, οι Ενορίες, τα εκκλησιαστικά ιδρύματα και εκκλησιαστικά μουσεία των Ιερών Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου και της Πατριαρχικής Εξαρχίας Πάτμου λαμβάνουν σύμφωνα με την παρ. 5 δωρεάν το επίσημο Δελτίο, του οποίου η ύλη δημοσιεύεται στις ιστοσελίδες των Ιερών Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου και της Πατριαρχικής Εξαρχίας Πάτμου, ενώ υποχρεωτικά στην ιστοσελίδα του σύμφωνα με την παρ. 7.

Η παρ. 6 επιτρέπει την έκδοση και άλλων εκκλησιαστικών εντύπων κατά την οριζόμενη σε αυτή διαδικασία και η παρ. 8 δίνει την εξουσιοδότηση έκδοσης

Κανονισμού επί θεμάτων έκδοσης, σύνταξης, οικονομικής διαχείρισης και άλλων σχετικών θεμάτων του δελτίου «ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΣ».

Άρθρο 340

Το άρθρο 340 αφορά στις ιστοσελίδες των Ιερών Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου και της Πατριαρχικής Εξαρχίας Πάτμου.

Άρθρο 341

Το άρθρο 341 εισάγει ειδικές διατάξεις σχετικές με τις άδειες δόμησης Ιερών Ναών και εκκλησιαστικών ακινήτων.

Άρθρο 342

Το άρθρο 342 προβλέπει ρυθμίσεις για τα εκκλησιαστικά δικαστήρια. Σύμφωνα με την παρ. 1 τα παραπτώματα των κληρικών και μοναχών των Ιερών Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου και της Πατριαρχικής Εξαρχίας Πάτμου τα οποία αφορούν στην εκτέλεση των καθηκόντων και των υποχρεώσεων του δικάζονται από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, τα οποία κατά πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας λειτουργούν ως οιονεί πειθαρχικά συμβούλια και επιλαμβάνονται επί σοβαρών εσωτερικών κανονικών παραπτωμάτων. Τα εκκλησιαστικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία μόνον επί κληρικών και μοναχών και μπορούν να επιβάλλουν μόνο πειθαρχικές ποινές.

Με την παρ. 2 δίδεται ειδική και ορισμένη εξουσιοδότηση για την έκδοση προεδρικού διατάγματος μετά από πρόταση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, κατόπιν εισήγησης του οικείου Μητροπολίτη ή του Πατριαρχικού Εξάρχου κι έγκριση του Οικουμενικού Πατριάρχη και της περί Αυτόν Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το εν λόγω προεδρικό διάταγμα δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ρυθμίζει στη βάση της κανονικής παράδοσης της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού όλα τα ειδικά θέματα που αφορούν στην ίδρυση, οργάνωση, σύνθεση, συγκρότηση, αρμοδιότητα, σύγκλιση και λειτουργία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων. Επιπροσθέτως, προβλέπει την προδικασία και την ακροαματική διαδικασία, τη διαδικασία και τα μέσα απόδειξης, τα κανονικά παραπτώματα και τις επιβαλλόμενες κυρώσεις, τη λήψη, έκδοση κι επίδοση αποφάσεων, τα ένδικα μέσα, τους όρους και τις προϋποθέσεις αναστολής κι εκτέλεσης των αποφάσεων.

Άρθρο 343

Το άρθρο 343 θεσπίζει δύο παραγράφους οι οποίες ρυθμίζουν θέματα επικοινωνίας των Ιερών Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου και της Πατριαρχικής Εξαρχίας Πάτμου αφενός μεν με τις εκτός της Ελληνικής Επικράτειας Εκκλησίες και θρησκευτικές κοινότητες αφετέρου δε με υπηρεσίες και αρχές άλλων Κρατών.

Άρθρο 344

Το άρθρο 344 θεσπίζει διατάξεις οι οποίες αφορούν στο Νομικό Πρόσωπο «Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Ρόδου», την κινητή και ακίνητη περιουσία του, τα κάθε είδους περιουσιακά στοιχεία και αξίες αυτού (παρ. 1, 2). Στην παρ. 3 προβλέπεται διαδικασία αναλυτικής απογραφής της κινητής και ακίνητης περιουσίας του ενώ στην παρ. 4 καταργείται πανηγυρικά από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου η με αριθμό 39143/13-10-1947 απόφαση της Στρατιωτικής Διοίκησης Δωδεκανήσου «περί διατηρήσεως ως νομικού προσώπου της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Ρόδου».

Άρθρο 345

Το άρθρο 345 προβλέπει την αναλογική εφαρμογή άλλων διατάξεων για όσα θέματα δεν προβλέπεται η ρύθμιση τους στον παρόντα νόμο.

Άρθρο 346

Το άρθρο 346 ρυθμίζει σε μία παράγραφο τη σύσταση παλαιών Ενοριών και Ιερών Ναών που υφίστανται μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος. Ορίζει ότι αυτή αποδεικνύεται με διαπιστωτική πράξη του οικείου Μητροπολίτη ή του Πατριαρχικού Εξάρχου Πάτμου. Απαιτείται η δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και η εν λόγω διάταξη προβλέπει τα ειδικά στοιχεία που πρέπει να συμπεριλαμβάνει η σχετική διαπιστωτική πράξη ως ελάχιστο περιεχόμενό της, με σκοπό να αποδεικνύεται η σύσταση παλαιάς Ενορίας ή Ιερού Ναού. Η παρούσα διάταξη ορίζει την υποχρέωση έκδοσης αυτών των διαπιστωτικών πράξεων εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία ισχύος του παρόντος.

 

Δελτίο Τύπου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος

5-7-2022 : Δελτίο περί των διατάξεων για τις οργανικές θέσεις των κληρικών

Εκ του Γραφείου Τύπου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος ανακοινώνεται ότι με ιδιαίτερη ικανοποίηση και χαρά η Ιερά Σύνοδος παρέλαβε Επιστολή εκ της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, διά της οποίας έγινε γνωστό ότι στο νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων με τίτλο: «Νέοι Ορίζοντες στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα: Ενίσχυση της ποιότητας, της λειτουργικότητας και της σύνδεσης των ΑΕΙ με την κοινωνία και άλλες διατάξεις» συμπεριλήφθηκαν διατάξεις που αφορούν στην επίλυση του ζητήματος των οργανικών θέσεων των κληρικών, δηλαδή στην αποκατάσταση της υπάρχουσας νομοθετικής ανακολουθίας.

Σε σχέση με τις ως άνω αναφερόμενες διατάξεις παρατίθενται οι ακόλουθες πληροφορίες που αποσαφηνίζουν την ιστορία του ζητήματος των ρυθμίσεων προς πρόληψη παρανοήσεων:

Α. Το σχέδιο που εκπόνησε το αρμόδιο Υπουργείο (άρθρο 347 νομοσχεδίου) προτείνει μία ενιαία λύση για το πρόβλημα της πολυνομίας, της ανεπίκαιρης νομοθεσίας και της ανάγκης οργάνωσης των θέσεων του εμμίσθου από το Δημόσιο προσωπικού (διακόνων, εφημερίων-πρεσβυτέρων, ιεροκηρύκων, υπαλλήλων Μητροπόλεων) της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Κατά πρώτον, επικαιροποιεί το νομοθετημένο με τον αν. νόμο 536/1945 όριο οργανικών θέσεων εφημερίων κληρικών, το οποίο ήταν τότε στις 6.000, ώστε να είναι ίσο με τον αριθμό των σήμερα διορισμένων και μισθοδοτουμένων εφημερίων.

Το Κράτος είχε προβλέψει με τον νόμο 2200/1940 πληθυσμιακό κριτήριο για την σύσταση μιας Ενορίας (πόσες οικογένειες απαιτούνται για να ιδρυθεί μια Ενορία σε μια περιοχή). Ενορία δεν μπορεί να λειτουργεί χωρίς τον εφημέριο κληρικό του Ναού της.

Βάσει αυτού του νόμου και της αύξησης του πληθυσμού και της δημιουργίας νέων αστικών κέντρων και οικισμών έχουν συσταθεί με προεδρικά διατάγματα 8.168 Ενορίες στις Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος. Έχουν διορισθεί ένας ή περισσότεροι εφημέριοι σε κάθε Ενορία ανάλογα με τον πληθυσμό και τις ανάγκες κάθε περιοχής. Σήμερα οι εφημέριοι που υπηρετούν στις 8.168 Ενορίες (ΝΠΔΔ) είναι 8.311, έχουν εκδοθεί για τον διορισμό τους ισάριθμες αποφάσεις διορισμού σε συγκεκριμένες Ενορίες, έχουν δημοσιευθεί σε ΦΕΚ και αμείβονται από το Δημόσιο μέσω ΕΑΠ (Ενιαίας Αρχής Πληρωμής). Συνεπώς, έπρεπε να επικαιροποιηθεί ο ξεπερασμένος αριθμός 6.000 στον ν. 536/1945, ο οποίος ούτε κατά την εποχή του ίσχυσε (οι εφημέριοι που υπηρετούσαν το 1945 ήταν 7.151 και οι συσταθείσες οργανικές θέσεις 6.000). Οι ήδη νομοθετημένες (6.000) όπως και οι προστιθέμενες με το άρθρο 347 θέσεις εφημερίων κληρικών (2.311) οργανικά υφίστανται στην Εκκλησία της Ελλάδος και όχι στο Δημόσιο, αφού οι εφημέριοι δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι.

Δεύτερον, ο α.ν. 536/1945 όριζε ότι οι 6.000 οργανικές θέσεις θα κατανέμονταν στις τότε Μητροπόλεις της Χώρας με διάταγμα, το οποίο όμως δεν έχει εκδοθεί μέχρι σήμερα. Πλέον το νομοσχέδιο προβλέπει ότι θα εκδοθεί προεδρικό διάταγμα, που θα κατανείμει τις οργανικές θέσεις εφημερίων σε όλες τις Μητροπόλεις, αλλά, για λόγους ενιαίας ρύθμισης και εποπτείας των θέσεων, και τις νομοθετημένες θέσεις διακόνων, ιεροκηρύκων και εκκλησιαστικών υπαλλήλων, όπως είναι σήμερα μοιρασμένες σε κάθε Μητρόπολη και κατέχονται από το προσωπικό τους. Η λύση αυτή προτείνεται γιατί οι οργανικές θέσεις διακόνων, ιεροκηρύκων και εκκλησιαστικών υπαλλήλων είναι νομοθετημένες και κατανεμημένες με δεκάδες νόμους, προεδρικά διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις, που πρέπει να κωδικοποιηθούν σε ενιαίο κείμενο.

Επιτρέπεται στις Μητροπόλεις να προσλαμβάνουν επιπλέον κληρικούς (από τον ανωτέρω νομοθετημένο αριθμό), τους οποίους θα μισθοδοτούν και θα ασφαλίζουν εξ ιδίων πόρων.

Συμπερασματικά, με τις διατάξεις του άρθρου 347 εναρμονίζεται ο αριθμός οργανικών θέσεων που προβλέφθηκε το 1945 με τον πραγματικό αριθμό των διορισμένων και μισθοδοτουμένων εφημερίων σήμερα και προβλέπεται έκδοση διατάγματος, προκειμένου να υπάρχει ένας ενιαίος οργανισμός των Μητροπόλεων ειδικά για τις θέσεις προσωπικού, οι οποίες μισθοδοτούνται από το Κράτος.

Β. Η σχέση της τακτοποίησης των οργανογραμμάτων των Μητροπόλεων με την κρατική μισθοδοσία.

Ο ν. 536/1945 δεν καθιέρωσε την μισθοδοσία του κλήρου αποκλειστικά από το Δημόσιο. Προέβλεψε ότι η μισθοδοσία των εφημερίων προέρχεται από διάφορες πηγές: α) εισφορά από τα ακαθάριστα έσοδα των Ναών ποσοστού 25% (αυξήθηκε από το 1968 σε ποσοστό 35%), β) εισφορά των οικογενειών κάθε Ενορίας (καταργήθηκε το 1962), γ) επιχορήγηση του Δημοσίου για την διατήρηση της μισθοδοσίας σε ορισμένο ύψος, το οποίο αργότερα νομοθετήθηκε ότι θα είναι ίσο με τον εκάστοτε μισθό του δημοσίου υπαλλήλου (ν. 469/1968). Από το 1945 και εφεξής το Δημόσιο δεν ανέλαβε να πληρώνει το 100% της μισθοδοσίας. Το Δημόσιο ανέλαβε πλήρως την μισθοδοσία του Κλήρου το 2004, όταν ο νόμος 3220 κατήργησε την εισφορά 35% από τα ακαθάριστα έσοδα των Ιερών Ναών

Η ύπαρξη οργανικής θέσης στις Μητροπόλεις δεν σημαίνει δυνατότητα άμεσης μισθοδοσίας από το Δημόσιο. Κάθε έτος το Δημόσιο προγραμματίζει τους διορισμούς στις κενές οργανικές θέσεις ανάλογα με τις δημοσιονομικές του δυνατότητες. Στο πλαίσιο αυτό το Υπ. Εσωτερικών ετησίως εγκρίνει στο Υπ. Παιδείας και Θρησκευμάτων ορισμένο αριθμό πιστώσεων για την μισθοδοσία προσωπικού, στους οποίους περιλαμβάνονται και νέοι εφημέριοι. Ακολούθως το ΥΠΑΙΘ κατανέμει τις πιστώσεις αυτές στις Μητροπόλεις. Η ύπαρξη οργανικής θέσης συνεπάγεται δυνατότητα της Μητρόπολης να χειροτονήσει και να διορίσει κληρικό, όχι όμως αντίστοιχα την άμεση και αυτοδίκαιη υποχρέωση του Δημοσίου για μισθοδοσία του χειροτονηθέντος κληρικού.

Με τις νέες διατάξεις προβλέπεται ότι αυξάνεται ο αριθμός των 6.000 οργανικών θέσεων στις 82 Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος (κατά 2.311), έτσι ώστε να είναι ίσος με τον αριθμό των σήμερα διορισμένων και μισθοδοτουμένων κληρικών. Ο παραπάνω αριθμός αποτελεί το ανώτατο αριθμητικό όριο κληρικών, που μπορεί να μισθοδοτεί το Δημόσιο στο μέλλον σε περίπτωση κενώσεως κάποιας θέσεως. Η τυχόν ίδρυση στο μέλλον νέων Ιερών Μητροπόλεων δεν θα μεταβάλει τον αριθμό νομοθετημένων οργανικών θέσεων εφημερίων, τις οποίες μπορεί να μισθοδοτήσει το Δημόσιο.

Κατά συνέπεια, με τις νέες διατάξεις δεν επιβαρύνεται ο κρατικός προϋπολογισμός με επιπλέον πιστώσεις, ούτε επιδιώκεται η ανατροπή του ετήσιου προγραμματισμού μισθοδοσίας του Κράτους.

Εν τέλει, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος εκφράζει την ικανοποίησή Της για την αίσια έκβαση αυτής της εκκρεμότητος με την κατάθεση των εν θέματι διατάξεων στο προς ψήφιση νομοσχέδιο και ευχαριστεί δημοσίως τόσο τον Πρωθυπουργό κ. Κυριάκο Μητσοτάκη, όσο και την αρμόδια Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων κ. Νίκη Κεραμέως, οι οποίοι συμμερίστηκαν την αγωνία των κληρικών όλης της Χώρας.

Υπενθυμίζεται ότι το ζήτημα τυγχάνει ευρείας πολιτικής συναινέσεως, καθώς και η προηγούμενη Κυβέρνηση αναγνώρισε δημοσίως (με το από 12 Φεβρουαρίου 2019 σχέδιο συμφωνίας Πολιτείας - Εκκλησίας) ότι οφείλει να αποκαταστήσει αυτή την νομοθετική ανακολουθία, ενώ και οι εκπρόσωποι των Κομμάτων στις συναντήσεις τους με τους Ιερούς Συνδέσμους κληρικών Ελλάδος και Κρήτης αναγνώρισαν την ανάγκη νομοθετικής εξασφαλίσεως των θέσεων των κληρικών, οπότε αναμένεται η ψήφιση των σχετικών διατάξεων στην Βουλή με ευρύτατη πλειοψηφία.

Εκ του Γραφείου Τύπου

της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος

 

 

Google news
Ακολουθήστε το e-nomothesia.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα Νομοθετικά νέα.

 

Έχει διαβαστεί 5322 φορές

Τελευταία Νέα