x

Σύνδεση

Δεν έχετε λογαριασμό; Εγγραφείτε

Κανονισμός πυροπροστασίας ακινήτων μέσα ή κοντά σε δάση

Το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας έδωσε στη δημοσιότητα τον Κανονισμό πυροπροστασίας ακινήτων πλησίον ή εντός δασικών εκτάσεων

Ο κανονισμός πυροπροστασίας ακινήτων πλησίον ή εντός δασικών εκτάσεων αποσκοπεί στον καθορισμό ενιαίου και υποχρεωτικής εφαρμογής πλαισίου μέτρων και μέσων πυροπροστασίας για τα ακίνητα που ευρίσκονται εντός ή πλησίον δασών και δασικών εκτάσεων.

Καθορίζει μέτρα προληπτικής πυροπροστασίας καθώς και ελάχιστες απαιτήσεις παθητικής και ενεργητικής πυροπροστασίας, τόσο για τα κτίρια, νεοαναγειρόμενα και υφιστάμενα, όσο και για τον περιβάλλοντα χώρο τους, προκειμένου να ενισχυθεί ο βαθμός πυρασφαλείας του ακινήτου, να μειωθεί η τρωτότητά του στη πυρκαγιά και να περιοριστεί η συμβολή του στην διάδοσή της. Παράλληλα, με τα ανωτέρω μέτρα και μέσα προστατεύονται, το φυσικό περιβάλλον, αλλά πρωτίστως η ζωή και υγεία του κοινού.

Ο παρών κανονισμός αντιμετωπίζει ζητήματα προστασίας και ανθεκτικότητας ακινήτων σε δασικές πυρκαγιές και δεν αφορά σε ενέργειες και λήψη μέτρων πυροπροστασίας επί κοινοχρήστων χώρων οικισμών. Επίσης, δεν αφορά σε επιχειρησιακή εφαρμογή σχεδίων που άπτονται της ασφαλούς εκκένωσης περιοχών και γενικώς της αντιμετώπισης καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης.

Τέλος, ο κανονισμός δεν αντιμετωπίζει το εσωτερικό του κτιρίου υπό το πρίσμα των κανονισμών πυροπροστασίας κτιρίων, αλλά είναι αυτοτελής και εισάγει επιπρόσθετες απαιτήσεις:

α. για τον περιβάλλοντα χώρο του ακινήτου και τα στοιχεία που τον αποτελούν (επιστρώσεις ακαλύπτου, φύτευση, διαμορφώσεις, υπαίθριες κατασκευές, κ.λ.π)

β. για τα στοιχεία που απαρτίζουν το κέλυφος του κτιρίου (εξωτερικοί τοίχοι, στέγες, κουφώματα, κ.λ.π) στα οποία επιβάλλονται πρόσθετα μέτρα για την ενίσχυση της πυροπροστασίας τους.

Τα μέτρα που εισάγονται με τον παρόντα, εφαρμόζονται επιπρόσθετα των απαιτήσεων του εκάστοτε κανονισμού πυροπροστασίας κτιρίων και των πυροσβεστικών διατάξεων προληπτικής πυροιπροστασίας και κατισχύουν εφόσον είναι δυσμενέστερα.

 

Αποσπάσματα από τον Κανονισμό

 

Πεδίο εφαρμογής

Οι διατάξεις του παρόντος έχουν εφαρμογή σε ακίνητα που:

α. βρίσκονται μέσα σε δάση, δασικές εκτάσεις και χορτολιβαδικές εκτάσεις και ειδικότερα:

1.σε δάση ή δασικά οικοσυστήματα ή δασικές εκτάσεις των παρ.1, 2 και 3 του άρθρου 3 του ν.998/79, όπως ισχύει.

2.σε χορτολιβαδικές εκτάσεις που βρίσκονται επί ημιορεινών, ορεινών και ανώμαλων εδαφών της παρ. 1 του άρθρου 5 π.δ. 32/2016, είτε είναι δημόσιες, είτε είναι αναγνωρισμένες ως ιδιωτικές.

3.σε πεδινές χορτολιβαδικές εκτάσεις (μη ορεινές ή ημιορεινές και μη κείμενες επί ανώμαλων εδαφών) της παρ. 3 του του άρθρου 5 π.δ. 32/2016.

β. βρίσκονται εν όλω ή εν μέρει εντός ακτίνας τριακοσίων (300) μέτρων από τα όρια των εκτάσεων της ανωτέρω περίπτωσης α.

γ. βρίσκονται μέσα σε περιαστικό πράσινο και σε κηρυγμένες δασωτέες ή αναδασωτέες εκτάσεις, της παρ. 4 του άρθρου 3 του ν.998/79, όπως ισχύει.

δ. βρίσκονται εντός ακτίνας τριακοσίων (300) μέτρων από τα όρια των εκτάσεων της ανωτέρω περίπτωσης γ.

ε. βρίσκονται μέσα σε πάρκα και άλση πόλεων και οικιστικών περιοχών, της παρ. 4 του άρθρου 3 του ν.998/79, όπως ισχύει.

Αδόμητα ακίνητα, καλλιεργούμενες εκτάσεις και βοσκοτόπια τα οποία διέπονται από την 9η

Πυροσβεστική Διάταξη (ΦΕΚ 1923/Β/2021) εξαιρούνται του πεδίου εφαρμογής του παρόντος.

 

Μέτρα Πυροπροστασίας

Στο κεφάλαιο αυτό, καθορίζονται τα μέτρα πυροπροστασίας για τα ακίνητα που βρίσκονται εντός των περιοχών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Τα ανωτέρω μέτρα αφορούν οικόπεδα και γήπεδα στα οποία υπάρχουν ή πρόκειται να ανεγερθούν κτίσματα.

Τα μέτρα πυροπροστασίας διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: προληπτικά μέτρα, μέτρα παθητικής πυροπροστασίας και κατασταλτικά μέτρα (μέτρα ενεργητικής πυροπροστασίας). Αποσκοπούν στην ενίσχυση του βαθμού πυροπροστασίας των ακινήτων και στηρίζονται σε δύο άξονες: α) στην ανέγερση ανθεκτικότερων στην ανάφλεξη κατασκευών ή στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας στη φωτιά των υφιστάμενων κατασκευών και β) στον έλεγχο των καύσιμων υλών εντός της ιδιοκτησίας και στον περιορισμό τους σε ικανή και ασφαλή απόσταση από τα κτίρια και τις κατασκευές. Ο συνδυασμός των δύο αυτών στρατηγικών κρίνεται ως ο αποτελεσματικότερος και οικονομικότερος τρόπος παρέμβασης.

 

Σημεία τρωτότητας ακινήτων και κτιρίων

Τα σημεία τρωτότητας των ακινήτων αφορούν τόσο στα κτίρια που βρίσκονται εντός αυτών, όσο και στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου / γηπέδου που τα περιβάλλει.

Όσον αφορά στον περιβάλλοντα χώρο, σημείο τρωτότητας θεωρείται η μη ελεγχόμενη βλάστηση, ειδικά όταν αυτή βρίσκεται σε επαφή ή κοντά σε κτίσματα και μπορεί να γίνει, πέραν του μέσου τροφοδότησης της φωτιάς καθώς παρέχει συνεχή και άφθονη καύσιμη ύλη, αιτία μετάδοσης της φωτιάς στα κτίσματα.

Μετάδοση της φωτιάς στο κτίριο μπορεί να γίνει και από τυχόν εύφλεκτες κατασκευές στον περιβάλλοντα χώρο αυτού (όπως ξύλινες βεράντες, πέργκολες, μικρές αποθήκες κ.λ.π) στις οποίες προσγειώνονται καύτρες από καιόμενα κωνοφόρα δέντρα ή καιόμενα υλικά κατασκευών που μεταφέρονται οριζόντια για μεγάλη απόσταση από αέρια ρεύματα που δημιουργούνται από μια φωτιά σε εξέλιξη.

Όσον αφορά τα κτίσματα, σημεία τρωτότητας μπορεί να αποτελέσουν η μορφή του περιγράμματός τους (κάτοψη), καθώς και τα δομικά στοιχεία που απαρτίζουν το κέλυφός τους. Γενικά, όσο πιο λιτή είναι η γεωμετρία και μορφή των κατασκευών, τόσο μικρότερη είναι η επιφάνειά τους και τόσο καλύτερη είναι η συμπεριφορά τους στη φωτιά. Πολύπλοκα σχήματα στο κέλυφος που δημιουργούν εσοχές και «ανωμαλίες», όπως ελεύθεροι τοίχοι (παραπέτα), κοιλότητες μεταξύ τεμνόμενων επιπέδων στέγης ή τοίχων, εξώστες, ακόμα και εγκαταστάσεις πάνω στις στέγες (ηλιακοί συλλέκτες, φωτοβολταϊκά πανέλα), λειτουργούν ως σημεία προσέλκυσης και παγίδευσης των μεταφερόμενων αερίων καυτρών.

Οι κατακόρυφες επιφάνειες των κτιρίων είναι επιρρεπείς στην ανάφλεξη, διά της έμμεσης ακτινοβολίας προτού καν έρθουν σε επαφή με τη φωτιά. Ευπαθές σημείο τους αποτελούν τα κουφώματα τα οποία ραγίζουν σε σύντομο χρόνο λόγω της θερμότητας - ακτινοβολίας, συχνά προτού η φωτιά προσβάλλει το κτίριο. Η ακτινοβολία της φλόγας που διέρχεται στο εσωτερικό του κτιρίου από τα παράθυρα ενδέχεται να οδηγήσει σε ανάφλεξη των εύφλεκτων υλικών εντός αυτού. Γενικά, διαπιστώνεται ότι στα παράθυρα μικρών διαστάσεων που εκτίθενται στη φωτιά, τα υαλοστάσια παρά το σπάσιμο παραμένουν στη θέση τους, ενώ στα παράθυρα με μεγάλες διαστάσεις, η ρηγμάτωση οδηγεί σε αποκόλληση τμημάτων του υαλοστασίου με αποτέλεσμα να δημιουργείται κενό που επιτρέπει στη φωτιά να εισέλθει στο κτίριο.

Άλλα κενά του κελύφους από τα οποία μπορεί να μεταφερθεί η φωτιά εντός του κτιρίου είναι τα σημεία εξαερισμού του υπογείου ή της στέγης, καθώς και οι καμινάδες.

Τέλος, σημαντικό σημείο τρωτότητας των κτιρίων συνιστά η επικάλυψή τους (στέγη) η οποία κινδυνεύει και αυτή από τις μεταφερόμενες εναέριες καύτρες.

Ειδικά για τις υδροροές, σημειώνεται ότι αποτελούν κρίσιμο στοιχείο καθώς είναι σε επαφή με το τρωτό σημείο των στεγών, το γείσο.

 

Μέτρα πυροπροστασίας σε νέα κτίρια

2.1Μέτρα προληπτικής πυροπροστασίας

2.1.1Πρόσβαση στο ακίνητο

Η οδός πρόσβασης στο ακίνητο πρέπει να είναι ελεύθερη από εμπόδια και καθαρή από καύσιμες ύλες (κλαδιά, θάμνους, χόρτα, κ.λ.π).

Στην περίπτωση ακινήτων στα οποία η απόσταση μεταξύ της εισόδου στην ιδιοκτησία και του κτιρίου είναι μεγαλύτερη των τριάντα (30) μέτρων, απαιτείται επιπρόσθετα η διασφάλιση διόδου προσπέλασης τροχοφόρων, με ελεύθερο πλάτος τουλάχιστον τρία και μισό (3,5) μέτρα και ελεύθερο ύψος κάτω από οποιοδήποτε στοιχείο τουλάχιστον τρία (3,00) μέτρα.

Το εύρος της εισόδου στο ακίνητο επί του προσώπου του πρέπει να έχει ελάχιστο ελεύθερο πλάτος τέσσερα (4,00) μέτρα.

Σε ακίνητα ευρισκόμενα σε περιοχές εκτός σχεδίου και στα οποία το πλάτος της οδού πρόσβασης είναι μικρότερο των οκτώ (8,00) μέτρων, διασφαλίζεται, επιπρόσθετα των γενικών απαιτήσεων, χώρος για πιθανή στάση οχήματος έκτακτης ανάγκης εντός της ιδιοκτησίας. Ο εν λόγω χώρος διαμορφώνεται είτε ως εσοχή στο πρόσωπο του γηπέδου με ανάλογη υποχώρηση της περίφραξης, είτε στο εσωτερικό του.

2.1.2Δημιουργία ζώνης προστασίας

Σε όλα τα ακίνητα σχεδιάζεται μία περιμετρικής ζώνη προστασίας γύρω από το ή τα κτίρια. Σκοπός της είναι να επιβραδύνει τον ρυθμό και την ένταση της πυρκαγιάς, να δημιουργεί μία περιοχή που να παρέχει τη δυνατότητα ασφαλούς επέμβασης των πυροσβεστών και να αποτρέπει την πιθανότητα εξάπλωσης της πυρκαγιάς. Η περιμετρική ζώνη προστασίας προστατεύει το κτίριο από τη φωτιά όταν αυτή έρχεται από άλλη πηγή, αλλά και σε περίπτωση που η φωτιά ξεκινήσει από το ίδιο το κτίριο, η περιμετρική ζώνη εμποδίζει τη μετάδοσή της στο δάσος, στη δασική έκταση ή και στα όμορα κτίρια.

Η περιμετρική ζώνη προστασίας έχει ελάχιστο πλάτος δέκα (10) μέτρα και υποδιαιρείται σε τρία επίπεδα διαβαθμισμένης προστασίας όπου γίνεται διαδοχική μείωση των καύσιμων υλών (όσο πλησιάζουμε προς το κτίριο) με αντίστοιχη διαφοροποίηση και διαχείριση της βλάστησης, τις ζώνες 1,2 και 3.

Η πρώτη ζώνη (ζώνη 1) που εφάπτεται στο κτίριο έχει ελάχιστο πλάτος δύο (2,00) μέτρα γύρω από αυτό και απαιτεί τη μέγιστη μείωση των τυχόν κινδύνων. Η επίστρωση της ζώνης αυτής γίνεται με άκαυστα σκληρά υλικά, άλλως η ζώνη παραμένει ανεπίστρωτη. Σ' αυτήν, απαγορεύεται κάθε φύτευση, για την προστασία των κουφωμάτων, των τυχόν ανοιγμάτων εξαερισμού υπογείων ή της θεμελίωσης.

Η δεύτερη ζώνη (ζώνη 2) έχει πλάτος τρία (3,00) μέτρα και εφάπτεται στη ζώνη 1. Η επίστρωσή της πρέπει να είναι μη εύφλεκτη, ενώ επιτρέπεται χαμηλή βλάστηση με χλοοτάπητα ή εδαφοκαλυπτικά φυτά και χαμηλούς θάμνους, μεγίστου ύψους ενός (1,00) μέτρου, που να είναι ανθεκτικά στη φωτιά. Στη ζώνη 2 δεν επιτρέπονται δέντρα και ψηλοί θάμνοι, για να μειωθεί ο κίνδυνος πυρκαγιάς.

Η τρίτη ζώνη (ζώνη 3) είναι η πιο απομακρυσμένη από το κτίριο και έχει πλάτος τουλάχιστον πέντε (5,00) μέτρα. Στην περίπτωση οικοπέδων ή γηπέδων μεγάλης επιφάνειας, η ζώνη αυτή εκτείνεται μέχρι τα όριά τους. Στην τρίτη ζώνη προστασίας και για το ελάχιστο πλάτος της πέντε (5,00) μέτρων, επιτρέπεται η βλάστηση με τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Τα δέντρα και οι μεγάλοι θάμνοι απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον τρία (3,00) μέτρα. Η μέτρηση γίνεται από τον μακρύτερο κλάδο ενός δέντρου στον πλησιέστερο κλάδο του επόμενου.

β) Τα δέντρα κλαδεύονται από το έδαφος μέχρι το ύψος των τριών (3,00) μέτρων, ανάλογα με την ηλικία και την κατάστασή τους, αφήνοντας απόσταση τουλάχιστον πέντε (5,00) μέτρων από το κτίριο.

γ) Τα δέντρα απαγορεύεται να βρίσκονται πλησίον ηλεκτροφόρων καλωδίων.

δ) Επιτρέπονται θάμνοι μεμονωμένοι ή σε νησίδες, υπό την προϋπόθεση ότι δεν βρίσκονται

κάτω από δέντρα.

Στην περίπτωση οικοπέδων/γηπέδων στα οποία η ζώνη 3 υπερβαίνει το οριζόμενο πλάτος των πέντε (5,00) μέτρων, είναι επιτρεπτή, μετά το πλάτος αυτό και μέχρι το όριο της ιδιοκτησίας, η σταδιακή αλλά ελεγχόμενη πύκνωση της βλάστησης με κατά προτίμηση χρήση ενδημικών φυτών συναφών με αυτά της δασικής έκτασης.

Αντίθετα, στην περίπτωση μικρών οικοπέδων/γηπέδων στα οποία δεν εξασφαλίζεται το ελάχιστο πλάτος των δέκα (10) μέτρων από το κτίριο που αντιστοιχεί στις τρεις ζώνες προστασίας, εξασφαλίζεται υποχρεωτικά η πρώτη άκαυστη περιμετρική ζώνη πλάτους δύο μέτρων και στη συνέχεια για την εφαρμογή τυχόν τμήματός της ζώνης 2 ή όλης της ζώνης 2 και τυχόν τμήματος της ζώνης 3, εξετάζεται η απόσταση των κτισμάτων των όμορων ακινήτων με τρόπο ώστε να μην προκύπτουν επικαλύψεις ζωνών διαφορετικού βαθμού προστασίας (Σχήμα 6.).

α. Οι ζώνες 3 των δύο όμορων ακινήτων βρίσκονται σε συνέχεια η μία με την άλλη.

β. Το ακίνητο με το κτίριο 1 δεν έχει επαρκές πλάτος για πλήρη ανάπτυξη της ζώνης 2 στα ανατολικά του και τμήμα αυτής (με διαγράμμιση) εμπίπτει εντός της όμορης ιδιοκτησίας, η οποία στη θέση αυτή βάσει των διαμορφώσεων των ζωνών προστασίας, θα μπορούσε να εφαρμόζει τις προϋποθέσεις της ζώνης 3. Η δημιουργία στη θέση αυτή μίας ζώνης 3, αυξάνει τον κίνδυνο μετάδοσης της πυρκαγιάς στο ακίνητο με το κτίριο 1. Ως εκ τούτου, το ακίνητο 2 οφείλει στο τμήμα της επικάλυψης, να διαβαθμίσει τη φύτευσή του με τέτοιο τρόπο ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της ζώνης 2.

Σχήμα 6: Επικαλύψεις ζωνών προστασίας

Στην περίπτωση περιοχών ή συγκροτημάτων στα οποία τα κτίρια της ίδιας ή άλλης ιδιοκτησίας απέχουν μεταξύ τους απόσταση μικρότερη των πέντε (5,00) μέτρων, είναι δυνατή η αντιμετώπισή τους ενιαία, με ενσωμάτωσή τους στο «περίγραμμα» βάσει του οποίου θα προσδιοριστούν οι ζώνες προστασίας 1,2 και 3 (Σχήμα 7). Τα ανωτέρω δύνανται να εφαρμόζονται και στην περίπτωση οικισμών, ώστε το όριο του οικισμού να αποτελέσει το «περίγραμμα» έναρξης εφαρμογής των περιμετρικών ζωνών προστασίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 4.

Στην περίπτωση οικοπέδων/γηπέδων με κλίση μεγαλύτερη από τριάντα ένα τοις εκατό (31 %) καθώς και σε περίπτωση ακινήτων υψηλής ή ιδιαίτερα υψηλής επικινδυνότητας, τα προαναφερόμενα πλάτη των τριών περιμετρικών ζωνών προστασίας, προσαυξάνονται κατά πενήντα τοις εκατό (50%). Στις ίδιες περιπτώσεις ακινήτων, οι αποστάσεις μεταξύ των δέντρων και θάμνων της ζώνης 3 προσαυξάνονται κατά ένα τρίτο (1/3).

Στις περιπτώσεις ακινήτων ιδιαίτερα υψηλής επικινδυνότητας τα οποία εξυπηρετούνται από μοναδική οδό πρόσβασης πλάτους μικρότερου των έξι (6,00) μέτρων, επιβάλλεται η δημιουργία λωρίδας πλάτους δύο μέτρων κατά μήκος του προσώπου του ακινήτου, η οποία να πληροί τις απαιτήσεις και τα χαρακτηριστικά της ζώνης προστασίας 1.

Στο περίγραμμα του κτιρίου για την εφαρμογή των ζωνών προστασίας συνυπολογίζονται και τυχόν εξώστες, μαρκίζες, στέγαστρα που εφάπτονται του κτιρίου, προεξοχές της στέγης ή και βεράντες που επιστρώνονται με μη άκαυστα υλικά.

2.1.3Αποθήκευση υλικών

Απαγορεύεται οποιαδήποτε ελεύθερη αποθήκευση εντός των ζωνών προστασίας 1 και 2. Ειδικότερα επισημαίνεται ότι απαγορεύεται:

•η αποθήκευση καυστών ή εύφλεκτων υλικών και αντικειμένων (έπιπλα, απορρίμματα, καυσόξυλα) κάτω από εξώστες κτιρίων, από υπερυψωμένες βεράντες ή πλησίον των εξωτερικών ανοιγμάτων του κτιρίου,

•η αποθήκευση καυσόξυλων κοντά στο κτίριο ακόμα και το χειμώνα,

•η αποθήκευση καυστών ή εύφλεκτων υλικών, όπως για παράδειγμα καυσίμων για μηχανήματα κηπουρικής, χρωμάτων, κ.α.

Επιτρέπεται η αποθήκευση των ανωτέρων υλικών και αντικειμένων εντός κλειστού χώρου με εφαρμογή για το κέλυφός του, των απαιτήσεων πυραντίστασης και αντίδρασης στη φωτιά του ισχύοντος κανονισμού πυροπροστασίας κτιρίων, εφόσον δεν βρίσκεται κάτω από κόμη δέντρων. Στην περίπτωση που ο εν λόγω χώρος κατασκευάζεται σε απόσταση μικρότερη των πέντε μέτρων από το κτίριο, ενσωματώνεται υποχρεωτικά στο περίγραμμα του κτιρίου βάσει του οποίου εφαρμόζονται οι ζώνες προστασίας της περίπτωσης 1.2 του παρόντος άρθρου.

Η τοποθέτηση δεξαμενών πετρελαίου και φιαλών αερίου επιτρέπεται μόνον εντός πυράντοχης ή μεταλλικής κατασκευής. Η εν λόγω κατασκευή πρέπει να τοποθετείται σε απόσταση μεγαλύτερη των δέκα (10) μέτρων από κτίσματα, εφαρμόζονται για το κέλυφός της οι απαιτήσεις πυραντίστασης και αντίδρασης στη φωτιά του ισχύοντος κανονισμού πυροπροστασίας κτιρίων, ενώ απαγορεύεται να βρίσκεται κάτω από κόμη δέντρων. Σε περίπτωση οικοπέδων με κλίση τοποθετείται ανηφορικά κατά το δυνατόν.

Στις περιοχές υψηλής και ιδιαίτερα υψηλής επικινδυνότητας, απαγορεύονται υπέργειες δεξαμενές αερίων καυσίμων. Στις λοιπές περιπτώσεις ακινήτων χαμηλής και μέσης επικινδυνότητας, επιτρέπεται η τοποθέτησή τους σε απόσταση τουλάχιστον δέκα (10) μέτρων από το κτίριο. Περιμετρικά τους επιβάλλεται η δημιουργία ζώνης πλάτους ενός και μισού (1,50) μέτρου με άκαυστη επικάλυψη του εδάφους. Απαγορεύεται η χρήση βλάστησης πλησίον των δεξαμενών για την οπτική κάλυψη τους.

2.1.4Τακτικός καθαρισμός

Επιβάλλεται ο τακτικός καθαρισμός των αυλών, της στέγης και των υδρορροών από απορρίμματα και υπολείμματα βλάστησης όπως πευκοβελόνες, ξερά φύλλα και χόρτα και η απομάκρυνση αυτών. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στον καθαρισμό της περιοχής των στεγών σε ακτίνα τριών (3,00) μέτρων από καπνοδόχους.

Ειδικότερα, επιβάλλεται:

α) τακτικό κλάδεμα και καθαρισμός δένδρων και θάμνων από τυχόν υπάρχοντα ξερά κλαδιά

(στο εσωτερικό του φυτού και στη βάση του),

β) αραίωμα της μη ανθεκτικής στη φωτιά δενδρώδους βλάστησης,

γ) κοπή κλαδιών που εφάπτονται ή βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη των πέντε (5) μέτρων από τα εξωτερικά δομικά στοιχεία του κτιρίου συμπεριλαμβανομένης και της στέγης του.

Τα χόρτα και το γρασίδι (γκαζόν) να είναι κοντοκομμένα και ποτισμένα. Πευκοβελόνες επί εδάφους πρέπει να καθαρίζονται, διότι συνιστούν κίνδυνο για την εξάπλωση της φωτιάς. Τα υπολείμματα του καθαρισμού πρέπει άμεσα να απομακρύνονται ακολουθώντας τις ισχύουσες διατάξεις του ν.3852/2010 όπως ισχύει και της 9ης Πυροσβεστικής Διάταξης.

Συμπληρωματικά, απαιτείται τακτικός έλεγχος και συντήρηση του αρδευτικού συστήματος.

2.1.5Σχέδιο Προετοιμασίας εκκένωσης

Οι ιδιοκτήτες κάθε ακινήτου που βρίσκεται πλησίον δάσους ή δασικής έκτασης, υποχρεούνται στην κατάρτιση σχεδίου προετοιμασίας εκκένωσης σε περίπτωση συμβάντος πυρκαγιάς, στο οποίο καταγράφονται οι απαραίτητες ενέργειες που πρέπει να γίνουν πριν την εκκένωση του κτιρίου, καθώς και ο τρόπος διαφυγής των χρηστών από το ακίνητο σε ασφαλές μέρος. Ο σκοπός του εν λόγω σχεδίου που μπορεί να συνίσταται σε μία λίστα ελέγχου ενεργειών, είναι να αυξήσει τον βαθμό ετοιμότητας των χρηστών, ώστε να υπάρξει η καλύτερη δυνατή αντιμετώπιση του συμβάντος και κατά το δυνατόν μείωση των δυσμενών επιπτώσεων της πυρκαγιάς για την υγεία των ενοίκων και την περιουσία τους.

Στην περίπτωση ακινήτων με περισσότερες της μίας ιδιοκτησίες το σχέδιο προετοιμασίας εκκένωσης συντάσσεται με ευθύνη των συνιδιοκτητών και αναρτάται σε εμφανές σημείο της συνιδιοκτησίας για την ενημέρωση ενοίκων και κοινού.

Στο Παράρτημα του παρόντος κανονισμού απεικονίζονται ενδεικτικά οι πληροφορίες και τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο ανωτέρω σχέδιο. (Παράρτημα ΣΤ).

 

2.2 Μέτρα παθητικής Πυροπροστασίας

2.2.1 Αρχές Σχεδιασμού

Κατά τον σχεδιασμό κτιρίων εντός και πλησίον δασικών εκτάσεων, υπάρχουν πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν την τελική θέση του κτιρίου, όπως η τοποθεσία, η θέα, η πρόσβαση, ο προσανατολισμός, η αισθητική, η ιδιωτικότητα, κ.ά. Ωστόσο είναι απαραίτητο μεταξύ αυτών να συνεκτιμάται και ο κίνδυνος πυρκαγιάς. Ο βαθμός που θα επιδράσει στον σχεδιασμό ο κίνδυνος πυρκαγιάς εξαρτάται από τη σοβαρότητα του κινδύνου στην άμεση και ευρύτερη περιοχή, η οποία καθορίζεται από τις παραμέτρους επικινδυνότητας που αναλύθηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο.

Γενικά είναι καλό να προσανατολίζεται το κτίριο με την στενή του όψη προς την πλευρά απ' όπου ενδέχεται να έρθει η φωτιά. Στα επίπεδα οικόπεδα/γήπεδα, η φορά του κινδύνου είναι απρόβλεπτη, αλλά στα επικλινή είναι περισσότερο πιθανό ο κίνδυνος να εμφανιστεί από το χαμηλότερο σημείο του οικοπέδου/γηπέδου με φορά ανοδική. Ως εκ τούτου, ενδείκνυται ο μεγαλύτερος άξονας του κτιρίου να ακολουθεί την κλίση, ώστε τυχόν πυρκαγιά να προσβάλλει το κτίριο από τη στενή του πλευρά.

Επίσης, πρέπει να προτιμώνται απλές κτιριακές μορφές και όγκοι που εκτρέπουν τις φλόγες και τα θερμά ρεύματα. Όπως αναλύθηκε στο πρώτο κεφάλαιο, οι πολύπλοκες μορφές στο περίγραμμα και τη στέγη των κτιρίων δημιουργούν εσοχές και εξάρσεις, στο εσωτερικό των οποίων εγκλωβίζεται η φωτιά με αποτέλεσμα να δημιουργούνται θερμοπαγίδες και να εκτίθεται το κτίριο στις φλόγες ή την ακτινοβολία για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Θα πρέπει επίσης να εξετάζεται, αντί της κατασκευής εξωστών που δημιουργούν θερμοπαγίδες στις κοιλότητες στο κάτω μέρος τους, η διαμόρφωση και ογκοπλασία του κτιριακού όγκου με τέτοιον τρόπο ώστε να δημιουργούνται υπαίθριοι βατοί χώροι - δώματα. Γενικότερα ενδείκνυται ο εγκιβωτισμός τυχόν ελεύθερων στοιχείων που εξέχουν των όψεων του κτιρίου ώστε να μην προσβάλλονται ταυτόχρονα και από τη μή βατή (κάτω) επιφάνειά τους, χάνοντας σε συντομότερο χρονικό διάστημα την ακεραιότητα και την ευστάθειά τους. Επίσης, προκρίνεται η χρήση συμπαγών στηθαίων έναντι των κιγκλιδωμάτων στις βεράντες, τα δώματα και τους εξώστες των κτιρίων, επειδή λειτουργούν ως κατακόρυφο φράγμα στην ακτινοβολία και εκτρέπουν τις φλόγες και τα θερμά ρεύματα.

Κατά τον σχεδιασμό των κτιρίων πρέπει να συνεκτιμάται επιπρόσθετα και το γεγονός ότι τυχόν καυστές ανεξάρτητες κατασκευές και στοιχεία σε επαφή με το κτίριο (πέργκολες, βεράντες, στέγαστρα, κ.λ.π) αποτελούν εν δυνάμει καύσιμες ύλες οι οποίες σε περίπτωση πυρκαγιάς διατηρούν, τροφοδοτούν, ενισχύουν τη φωτιά και παράλληλα διευκολύνουν τη διάδοσή της στο κτίριο. Παρόμοιος κίνδυνος υπάρχει και από καυστά στοιχεία που εξέχουν από τις όψεις των κτιρίων ως επεκτάσεις δομικών στοιχείων του (όπως εξώστες, πρόβολοι και γείσα) τα οποία θα πρέπει να εξασφαλίζουν τον ελάχιστο απαιτούμενο δείκτη πυροπροστασίας.

2.2.2 Δομική πυροπροστασία

α) Δείκτης πυραντίστασης.

Ο δείκτης πυραντίστασης για το σύνολο των δομικών στοιχείων του περιβλήματος των κτιρίων είναι ο καθοριζόμενος από τον κανονισμό πυροπροστασίας κτιρίων για την κατά περίπτωση χρήση κτιρίου, ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να υπολείπεται της απαίτησης (R)EI-30 κατά ΕΛΟΤ ΕΝ 13501-2. Εάν πρόκειται για βιομηχανικό-βιοτεχνικό κτίριο ή αποθήκη, τότε για τις περιπτώσεις υψηλής ή ιδιαίτερα υψηλής επικινδυνότητας ο απαιτούμενος δ.π. προσαυξάνεται κατά 30 λεπτά σύμφωνα με το ΕΝ 13501-2 και δεν μπορεί να υπολείπεται των 60 λεπτών (R) EI60.

β) Εξωτερική μετάδοση της φωτιάς.

Η αντίδραση στη φωτιά του περιβλήματος κτιρίων εντός περιοχών υψηλής και ιδιαίτερα υψηλής επικινδυνότητας πρέπει να πληροί την κλάση Α1 ή Α2^1^1 κατά ΕΛΟΤ ΕΝ 13501-1.

Για τα κτίρια εντός περιοχών χαμηλής επικινδυνότητας η ελάχιστη απαίτηση αντίδρασης στη φωτιά του κελύφους ορίζεται σε C-s2,d2. Για τα κτίρια εντός περιοχών μέσης επικινδυνότητας η ελάχιστη απαίτηση αντίδρασης στη φωτιά του κελύφους ορίζεται σε B-s2,d2.

γ) Κουφώματα.

Τα εξωτερικά κουφώματα των κτιρίων πρέπει να είναι πυράντοχα με τον απαιτούμενο κατά περίπτωση δείκτη για τη χρήση του κτιρίου, ο οποίος επιτρέπεται να μειώνεται κατά 30 λεπτά, με ελάχιστη όμως απαίτηση ΕΙ30. Στην περίπτωση που τοποθετούνται σίτες στα κουφώματα πρέπει να είναι από μεταλλικές ίνες.

δ) Στέγη.

Στα ακίνητα υψηλής και ιδιαίτερα υψηλής επικινδυνότητας δεν επιτρέπεται η κατασκευή στέγης με φέροντα οργανισμό από ξύλο. Λοιπά ξύλινα στοιχεία που χρησιμοποιούνται για την επικάλυψη της στέγης δεν πρέπει να είναι εμφανή και καλύπτονται από ειδικά τεμάχια ώστε να μην παραμένουν κενά μεταξύ της τελικής επικάλυψης και του γείσου.

Εξαιρούνται κτίρια που ανεγείρονται εντός προστατευόμενων περιοχών στις οποίες η κατασκευή ξύλινης στέγης είναι υποχρεωτική από τις διατάξεις του θεσμικού πλαισίου προστασίας τους. Στην περίπτωση αυτή, τα ξύλινα φέροντα στοιχεία της στέγης εξασφαλίζουν τον απαιτούμενο δείκτη πυραντίστασης του κτιρίου και η επικάλυψή της την απαίτηση αντίδρασης στη φωτιά.

ε) Διάκενα.

Τα εξωτερικά οικοδομικά διάκενα φράσσονται με κατάλληλα άκαυστα υλικά. Ειδικά τα ανοίγματα εξαερισμού και οι οπές καπνοδόχων που δεν κλείνουν με άλλο τρόπο (π.χ μεταλλικές περσίδες), πρέπει να καλύπτονται με μεταλλικό πλέγμα από σύρματα διαμέτρου τουλάχιστον ενός (1) χιλιοστού και επιφάνεια βρόγχου μικρότερη των είκοσι πέντε (25) τετραγωνικών χιλιοστών. Στόμια εξαερισμού που βρίσκονται κοντά στο έδαφος και ειδικά επί των κατωφερικών όψεων του κτιρίου πρέπει να προστατεύονται επιπρόσθετα και από κατακόρυφα άκαυστα δομικά στοιχεία (όπως τοιχεία από σκυρόδεμα, κτιστούς τοίχους από πέτρα ή τούβλα) κατάλληλου ύψους και σε ικανή απόσταση τέτοια ώστε να διακόπτεται και να εκτρέπεται η ευθεία κίνηση της πυρκαγιάς και η ακτινοβολία προς τα σημεία αυτά. Αντιστοίχως, παρόμοια άκαυστα τοιχεία που λειτουργούν ως ασπίδα στην ακτινοβολία και την εκρηκτική δύναμη της φωτιάς, κατασκευάζονται για την προστασία των κουφωμάτων των υπογείων χώρων των κτιρίων λόγω της γειτνίασής τους με το φυσικό έδαφος.

στ) Περίφραξη.

Στα ακίνητα χαμηλής ή μέσης επικινδυνότητας, κατασκευάζεται περιμετρικά του οικοπέδου/γηπέδου συμπαγής περίφραξη από άκαυστο υλικό ύψους τουλάχιστον ενός (1,00) μέτρου. Ειδικά για τα περιπτώσεις ακινήτων χαμηλής επικινδυνότητας, επιτρέπεται αντί της συμπαγούς περίφραξης η κατασκευή της περίφραξης με χρήση φυτών περιορισμένης καυστότητας ή με μεταλλικά κατακόρυφα ή οριζόντια στοιχεία ή πλέγμα. Στα ακίνητα υψηλής και ιδιαίτερα υψηλής επικινδυνότητας το ελάχιστο ύψος της συμπαγούς περίφραξης προσαυξάνεται στο ένα και μισό (1,50) μέτρο. Επιπρόσθετα, στα ακίνητα ιδιαίτερα υψηλής επικινδυνότητας, επιβάλλεται πάνω από την συμπαγή περίφραξη η κατασκευή μεταλλικού πλέγματος ύψους τουλάχιστον μισού (0,5) μέτρου με άνοιγμα βρόγχου μικρότερο ή ίσο του ενός (1) τετραγωνικού εκατοστού.

ζ) Λοιπά στοιχεία.

Οι υδρορροές της στέγης καθώς και όλες οι εμφανείς σωλήνες δικτύων του κτιρίου πρέπει να είναι κατασκευασμένες από πυράντοχα υλικά.

Εφόσον για μορφολογικούς λόγους επιβάλλεται η χρήση ξύλινων στοιχείων, μπορεί για να επιτευχθεί η πυραντοχή τους να γίνει αύξηση της διατομής τους και βεβαίως απαιτείται να έχουν αντιπυρική επίστρωση και επεξεργασία για την επιβράδυνση της επιφανειακής εξάπλωσης της φλόγας. Εμφανή ξύλινα υποστυλώματα σε επαφή με το έδαφος επενδύονται στη βάση τους με πέτρα ή άλλα άκαυστα τοπικά υλικά. Εναλλακτικά, είναι δυνατή η χρήση σύνθετων συστημάτων αποτελούμενων από άκαυστα υλικά και χρήση του ξύλου ως επένδυση, με κατάλληλη επεξεργασία.

2.3Μέτρα ενεργητικής Πυροπροστασίας

Επιβάλλονται τα ακόλουθα κατασταλτικά μέτρα πυροπροστασίας:

α) Υδροδότηση.

Η εγκατάσταση και τα τεχνικά χαρακτηριστικά των στοιχείων υδροδότησης εξαρτώνται πρωτίστως από τη βλάστηση, τις καιρικές συνθήκες και την τοπογραφία της περιοχής και δύνανται να εξεταστούν για ομάδες κατοικιών ή οικισμούς στο πλαίσιο εφαρμογής δασικής διαχειριστικής μελέτης που μπορεί να εξετάζει επιπλέον μέσα πυροπροστασίας όπως εκτοξευτήρες διαβροχής.

β) Σημεία υδροληψίας.

Εγκατάσταση ενός (1) ή περισσότερων σημείων υδροληψίας στον περιβάλλοντα χώρο της κατασκευής που να διαθέτουν εύκαμπτους ελαστικούς σωλήνες μήκους έως είκοσι (20) μέτρα και διάμετρο τουλάχιστον δεκαπέντε (15) χιλιοστών με ακροφύσιο προς κάλυψη κάθε σημείου του περιβάλλοντος χώρου και της περιμέτρου της κύριας κατασκευής και των τυχόν βοηθητικών κτισμάτων.

Σε εγκαταστάσεις - επιχειρήσεις που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας και διαθέτουν σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία πυρασφαλείας Μόνιμο Υδροδοτικό Πυροσβεστικό Δίκτυο, απαιτείται η επέκταση του δικτύου και στον περιβάλλοντα χώρο της εγκατάστασης - επιχείρησης.

Σε κατασκευές μέσης, υψηλής και ιδιαιτέρως υψηλής επικινδυνότητας που διαθέτουν κολυμβητική, αρδευτική η άλλη αξιόπιστη δεξαμενή ύδατος, απαιτείται η εγκατάσταση φορητής ή σταθερής αντλίας εσωτερικής καύσης ή ηλεκτροκίνητης εφόσον αυτή υποστηρίζεται από γεννήτρια ρεύματος με αντίστοιχο δίκτυο σωληνώσεων και εύκαμπτων ελαστικών σωλήνων με αυλό, προς κάλυψη της περιμέτρου της κατασκευής και του περιβάλλον χώρου αυτής. Επίσης πρέπει να υπάρχει πρόνοια ώστε να είναι εφικτή η πρόσβαση στη δεξαμενή από τα πυροσβεστικά οχήματα για την λήψη ύδατος μέσω σωλήνα αναρρόφησης , εναλλακτικά δύναται να τοποθετείται σωλήνας αναρρόφησης στο κάτω μέρος της πισίνας - δεξαμενής που θα οδηγεί μέσω αγωγού πλησίον του δρόμου για λήψη ύδατος από τα πυροσβεστικά οχήματα.

γ) Σύστημα καταιονισμού ύδατος.

Συνιστάται σε κτίρια εντός ακινήτων ιδιαιτέρως υψηλής επικινδυνότητας η εγκατάσταση συστήματος καταιονισμού ύδατος σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά ή διεθνή πρότυπα (όπως ΕΛΟΤ ΕΝ 16925, ΕΛΟΤ ΕΝ 12845, NFPA 13 και NFPA 13D).

Σε εγκαταστάσεις- επιχειρήσεις υψηλής και ιδιαιτέρως υψηλής επικινδυνότητας που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας και διαθέτουν σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία πυρασφαλείας αυτόματο σύστημα καταιονισμού ύδατος, επιβάλλεται η επέκταση του δικτύου εξωτερικά της εγκατάστασης - επιχείρησης.

 

Στην περίπτωση εγκατάστασης συστήματος καταιονισμού ύδατος, ακολουθούνται οι κάτωθι απαιτήσεις:

1.Γενικές απαιτήσεις:

Εγκατάσταση αυτόματου συστήματος καταιονισμού ύδατος με ανεξάρτητη βαλβίδα ελέγχου, κατά προτίμηση κατασκευασμένου από γαλβανισμένο χάλυβα με ανεστραμμένους, καταιονητήρες ανοικτού τύπου (που ενεργοποιούνται από κατάλληλα σχεδιασμένη διάταξη πυρανίχνευσης) ή αυτόματους, που καλύπτουν την κορυφογραμμή της στέγης ή την περίμετρο αυτής εάν είναι επίπεδη, διαβρέχουν την εξωτερική τοιχοποιία με έμφαση στα κρίσιμα στοιχεία όπως κουφώματα και γείσα, με ελάχιστη πίεση κάθε καταιονητήρα 0,5 bar. Τα στοιχεία κάθε τέτοιου συστήματος που διαθέτει κατάλληλη διάταξη αποστράγγισης, φέρουν επαρκή αντιδιαβρωτική και αντιψυκτική προστασία. Εναλλακτικά, αντί της αυτόματης είναι αποδεκτή η χειροκίνητη ενεργοποίηση εφόσον το σύστημα διαθέτει καταιονητήρες ανοικτού τύπου και ανεξάρτητη βαλβίδα ελέγχου υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει συνεχής επιτήρηση του χώρου, ιδίως κατά την αντιπυρική περίοδο.

2.Πηγή υδροδότησης:

Κάθε σύστημα καταιονισμού ύδατος και υδροληψίας έχει προτεινόμενη ελάχιστη αυτονομία μισής (1/2) ώρας και διαθέτει ως πηγή υδροδότησης ανεξάρτητη δεξαμενή και αντλητικό συγκρότημα που λαμβάνει κίνηση από πετρελαιοκίνητη μηχανή εσωτερικής καύσης ή ηλεκτροπαραγωγό ζεύγος συνδεδεμένο με πετρελαιοκίνητη μηχανή εσωτερικής καύσης. Ο όγκος της δεξαμενής καθορίζεται μεταξύ άλλων από τον αριθμό των καταιονητήρων που αναμένεται να λειτουργήσουν ταυτόχρονα σύμφωνα με το σχεδιασμό. Αποδεκτές, είναι επίσης οι κολυμβητικές, αρδευτικές και άλλες αξιόπιστες δεξαμενές, περιλαμβανομένων των κατασκευασμένων από πλαστικό εφόσον είναι επαρκώς προστατευμένες. Εναλλακτικά δύναται η υδροδότηση να πραγματοποιείται από κατάλληλα σχεδιασμένο αυτόνομο δημοτικό υδροδοτικό δίκτυο.

Το σύνολο των απαιτούμενων και συνιστώμενων μέτρων προληπτικής, παθητικής και ενεργητικής πυροπροστασίας, απεικονίζονται στον πίνακα που ακολουθεί (Πίνακας 4).

 

Κατεβάστε εδώ τον Κανονισμό πυροπροστασίας ακινήτων πλησίον ή εντός δασικών εκτάσεων

 

 

 

Έχει διαβαστεί 4942 φορές