x

Σύνδεση

Δεν έχετε λογαριασμό; Εγγραφείτε

Νόμος 1339/1983 - ΦΕΚ Α-35/18-3-1983 (Κωδικοποιημένος)

Νόμος 1339/1983 : Αποκατάσταση του προσωπικού των Σωμάτων Ασφαλείας και του Λιμενικού Σώματος που διώχθηκε για πολιτικούς λόγους και ρύθμιση θεμάτων του προσωπικού των Σωμάτων αυτών που είναι στην ενέργεια.

Στο αρχικό κείμενο έχουν επέλθει μεταβολές. Το Κωδικοποιημένο αρχείο, εκδόθηκε σε ενοποιημένο κείμενο, την 07.11.2017 με ενσωματωμένες τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις.

Συνδρομητικές Υπηρεσίες
- Το Νομοθέτημα έχει κωδικοποιηθεί σε αρχείο ενιαίο κειμένου, με ενσωματωμένες τις διατάξεις με τις οποίες έχει συμπληρωθεί - τροποποιηθεί μεταγενέστερα.
- Η υπηρεσία προβολής και μεταφόρτωσης κωδικοποιημένων κειμένων είναι διαθέσιμη ΔΩΡΕΑΝ, μόνο στα εγγεγραμμένα μέλη, με πρόσβαση στις Συνδρομητικές Υπηρεσίες.

- Απαιτείται μεγαλύτερο επίπεδο πρόσβασης για την προβολή των Συνδρομητικών Υπηρεσιών.
Εάν είστε μέλος και θέλετε να αποκτήσετε πρόσβαση στις συνδρομητικές Υπηρεσίες, πατήστε ΕΔΩ για Σύνδεση. -Θέματα Βοήθειας και Υποστήριξης για τις συνδρομητικές υπηρεσίες.

 

ΑΡΧΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΦΕΚ

Το παρακάτω κείμενο διατάξεων αποτελεί το αρχικό κείμενο των διατάξεων, όπως ήταν δημοσιευμένες στο Φ.Ε.Κ., οι οποίες έχουν τροποποιηθεί με μεταγενέστερες διατάξεις

ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 1339/1983
(ΦΕΚ Α-35/18.3.1983)
Αποκατάσταση του προσωπικού των Σωμάτων Ασφαλείας και του Λιμενικού Σώματος που διώχθηκε για πολιτικούς λόγους και ρύθμιση θεμάτων του προσωπικού των Σωμάτων αυτών που είναι στην ενέργεια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α':
ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΔΙΩΧΘΕΝΤΩΝ


Άρθρο  1
Παράταση - Χορήγηση προθεσμιών

1. Οι διατάξεις των νομοθετικών διαταγμάτων 119/1974 και 198/1974, όπως τροποποιήθηκαν με τους νόμους 14/1975 και 81/1975, εφαρμόζονται και για όσους από το Προσωπικό των Σωμάτων Ασφαλείας αποστρατεύθηκαν, απολύθηκαν, αποτάχθηκαν, εξαναγκάσθηκαν σε παραίτηση ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο διώχθηκαν για πολιτικούς λόγους κατά το χρονικό διάστημα από 15 Ιουλίου 1965 μέχρι 23 Ιουλίου 1974. Το ίδιου δικαίωμα επανάκρισης παρέχεται και σε όσους ζήτησαν αποκατάσταση σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων αυτών και η αίτησή τους απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή αλλά θεωρούν ότι η αποκατάστασή τους δεν ήταν πλήρης. 2. Οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να υποβάλουν σχετική αίτηση στο οικείο Αρχηγείο μέσα σε 60 ημέρες από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού. Η ίδια προθεσμία ισχύει και για την άσκηση της αίτησης ακύρωσης από όσους εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν.Δ/τος 198/1974, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 του Ν. 14/1975.

Άρθρο  2
Επανάκριση υποθέσεων

1. Οσοι από το προσωπικό των Σωμάτων Ασφαλείας κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και εξαιτίας της αντίθεσής τους προς αυτή εκτοπίσθηκαν ή φυλακίσθηκαν ή προφυλακίσθηκαν ή σχηματίσθηκε σε βάρος τους δικογραφία για παραπομπή σε Στρατοδικείο, ανεξάρτητα από την παραπομπή τους ή όχι στο ακροατήριο και το αποτέλεσμα της δίκης, προάγονται χωρίς κρίση στο βαθμό στον οποίο έχει προαχθεί νεώτερός τους, όχι όμως πέραν του βαθμού του υποστράτηγου και αντιστοίχου. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και για όσους κατά το χρόνο της εκτόπισης, της φυλάκισης, της προφυλάκισης ή του σχηματισμού της δικογραφίας δεν ήσαν στην ενέργεια.
2. α. Όσοι από το προσωπικό των Σωμάτων Ασφαλείας από 15.7.1965 μέχρι την 23.7.1974 παρακωλύθηκαν για πολιτικούς λόγους να συμμετάσχουν σε εξετάσεως των παραγωγικών Σχολών ή σε προαγωγικές εξετάσεως, είτε υπηρετούντες, είτε απομακρυσθέντες από τα Σώματα Ασφαλείας, είτε ευρισκόμενοι στο εξωτερικό, εξαιτίας της αντίθεσής τους προς τη δικτατορία, καθώς και οι αποπεμφθέντες από τις Σχολές αυτές κατά το χρόνο της φοίτησής των, προάγονται στο βαθμό τον οποίο κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού κατέχουν εκείνοι που φοίτησαν στην Παραγωγική Σχολή κατα την παραπάνω χρονική περίοδο και είχαν αποκτήσει τα ίδια έστω και αν δεν υπάρχουν κενές οργανικές θέσεις, εφόσον μέχρι την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού αποφοίτησαν από την Παραγωγική Σχολή ή απόκτησαν το βαθμό για τον οποίο θα έδιναν προαγωγικές εξετάσεις. Η αρχαιότητα των αποκαθισταμένων σύμφωνα με το άρθρο αυτό καθορίζεται με βάση το βαθμό αποφοίτησής τους από την Παραγωγική Σχολή. Οι αποκαθιστάμενοι εντάσσονται μεταξύ των εχόντων μεγαλύτερο και μικρότερο βαθμό αποφοίτησης συναδέλφων τους της περιόδου κατά την οποία είχαν δικαίωμα συμμετοχής στις εισαγωγικές εξετάσεις. Σε περίπτωση ισοβαθμίας εντάσσονται προ του έχοντος ίσο βαθμό αποφοίτησης, τηρούνται δε και οι διατάξεις που ισχύουν για τις περιπτώσεις ισοβαθμίας των αποφοιτούντων από της Παραγωγικές Σχολές.
Ως βαθμός αποφοίτησης για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός που έλαβαν στα κοινά και από απόψεως συντελεστών αξιολόγησης αμετάβλητα μαθήματα.
Όσοι αποπέμφθηκαν από Παραγωγική Σχολή, εάν δεν αποφοίτησαν μεταγενέστερα από αυτή, εντάσσονται στην επετηρίδα των αποφοιτησάντων από τη Σχολή συμμαθητών τους, με βάση τη σειρά επιτυχίας αυτών κατά τις εξετάσεις για την είσοδό τους στη Σχολή και προάγονται στο βαθμό τον οποίο φέρει ο αμέσως αρχαιότερός τους.
β. Προκειμένου περί ανθυπασπιστών, ανθυπαστυνόμων και πυρονόμων που έχουν τα τυπικά προσόντα εισαγωγής στη Σχολή Μετεκπαίδευσης αυτών και συντρέχουν οι προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου της παραγράφου αυτής, η μη φοίτηση στη Σχολή αυτή δεν αποτελεί κώλυμα για την προαγωγή και την εξέλιξή τους.
γ. Εάν η αρχαιότητα των αποκαθισταμένων δεν είναι δυνατό να καθορισθεί με άλλο τρόπο, κανονίζεται με βάση τη χρονολογία και τη σειρά της κατάταξης.
 3. Οσοι από το προσωπικό των Σωμάτων Ασφαλείας κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και εξαιτίας της αντίθεσης προς αυτή απομακρύνθηκαν από την υπηρεσία ή εξαναγκάσθηκαν σε παραίτηση επανήλθαν δε στην ενέργεια μετά την 23.7.1974, δικαιούνται να ζητήσουν επανάκριση της υπόθεσης τους από το αρμόδιο δευτεροβάθμιο συμβούλιο του άρθρου 4 του νόμου αυτού για το χρονικό διάστημα από 24.7.1974 μέχρι την οριστική του έξοδο, αν κατά το χρονικό αυτό διάστημα θεωρούν ότι κρίθηκαν δυσμενώς ή εξαναγκάσθηκαν σε παραίτηση.

Άρθρο  3
Διαδικασία αποκατάστασης

1. Οι προαγωγικές ή άλλης μορφής αποκαταστάσεις που θα γίνουν κατ' εφαρμογή του νόμου αυτού ενεργούνται για μεν τους αξιωματικούς με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης για δε τους κατώτερους με απόφαση του οικείου Αρχηγού. Με όμοιες αποφάσεις καταργούνται ή ανακαλούνται οι διοικητικές πράξεις που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση αυτών που θα αποκατασταθούν. Όσοι αποκατασταθούν κατ' εφαρμογή του νόμου αυτού προάγονται εν αποστρατεία στον επόμενο της αποκατάστασης τους βαθμό, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τους ομοιόβαθμους του που είναι στην ενέργεια.
2. Οι προαγωγές ή άλλης μορφής αποκαταστάσεις που θα γίνουν σύμφωνα με το νόμο αυτόν δεν δημιουργούν δικαίωμα για αναδρομική λήψη αποδοχών ή σύνταξης. Ο εκτός υπηρεσίας χρόνος αυτών που θα αποκατασταθούν δεν αναγνωρίζεται ως χρόνος συμμετοχής στους φορείς ασφάλισης του προσωπικού των Σωμάτων Ασφαλείας, οι σχέσεις δε τούτων προς του ασφαλιστικούς αυτούς φορείς ρυθμίζονται ως εξής:
α. Όσοι δεν θα επανέλθουν στην ενέργεια δικαιούνται του μερίσματος που αναλογεί στο βαθμό στον οποίο θα αποκατασταθούν, δεν δικαιούνται όμως να ζητήσουν αναπροσαρμογή του εφάπαξ βοηθήματος που τους είχε χορηγηθεί κατά την έξοδό τους από την Υπηρεσία.
β. Για όσους θα επανέλθουν στην ενέργεια αρχίζει νέα ασφάλιση στα οικεία Ταμεία, όταν δε εξέλθουν οριστικά από την υπηρεσία θα λάβουν το μέρισμα που αναλογεί στο βαθμό της οριστικής εξόδου τους και το εφάπαξ βοήθημα που αντιστοιχεί στα έτη της νέας ασφάλισής τους. γ. Οι υπέρ των Ταμείων τούτων κρατήσεις για τον εκτός υπηρεσίας χρόνο δεν αναζητούνται.
δ. Οι αποκαθιστάμενοι δεν υποχρεούνται να επιστρέφουν τα ποσά που έχουν λάβει ως μερίσματα.
3. Οι ανθυπασπιστές Χωροφυλακής, οι οποίοι έλαβαν αποδοχές αξιωματικών και αποστρατεύθηκαν μέχρι τη χρονολογία που άρχισε να ισχύει ο Ν. 1167/1981, δικαιούνται από το Ταμείο Αρωγής Αξιωματικών και Ανθυπασπιστών εφάπαξ βοηθήματος του βαθμού του ανθυπασπιστού και όχι του βαθμού του αξιωματικού, την σύνταξη του οποίου λαμβάνουν. Η διάταξη της παραγράφου αυτήν ισχύει από την έναρξη της ισχύος του Ν.Δ. 445/1974.

Άρθρο  4
Σύσταση Συμβουλίων και Επιτροπών

1. Για την κρίση σε πρώτο βαθμό των αιτήσεων που θα υποβληθούν σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 παρ. 2 και 3 του νόμου αυτού συνιστώνται σε καθένα από τα Σώματα Ασφαλείας και συγκροτούνται με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, τα ακόλουθα συμβούλια, τα οποία λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις των Ν.Δ. 119/1974 και 198/1974 και των Ν. 14/1975 και 81/1975.
α. Συμβούλιο κρίσης υποθέσεων ανθυπασπιστών, ανθυπαστυνόμων και πυρονόμων και κατώτερων από αυτούς. Τακτικά μέλη ορίζονται για τη Χωροφυλακή ένας συνταγματάρχης ως πρόεδρος και δύο αντισυνταγματάρχες ως μέλη με αναπληρωτές τους ένα συνταγματάρχη και αντισυνταγματάρχη, για δε την Αστυνομία Πόλεων και το Πυροσβεστικό Σώμα αξιωματικοί αντίστοιχων βαθμών.
β. Συμβούλιο κρίσης αξιωματικών. Τακτικά μέλη ορίζονται για τη Χωροφυλακή ένας ταξίαρχος και δύο συνταγματάρχες με αναπληρωτές τους έναν ταξίαρχο και ένα συνταγματάρχη, για δε την Αστυνομία Πόλεων και το Πυροσβεστικό Σώμα αξιωματικοί αντίστοιχων βαθμών. Εάν ο αιτών έχει βαθμό συνταγματάρχη, αστυνομικό διευθυντή Α' ή πύραρχο ή ανώτερο από αυτούς, ή εάν πρόκειται να προαχθεί σε βαθμό ανώτερω του συνταγματάρχη και αντίστοιχο των άλλων Σωμάτων, το Συμβούλιο συγκροτείται από τον Αρχηγό του οικείου Σώματος και δύο από τους νεώτερους υποστρατήγους για τη Χωροφυλακή δύο δε υπαργηγούς Αστυνομίας Πόλεων για την Αστυνομία Πόλεων και προκειμένου για το Πυροσβεστικό Σώμα από τον υπαρχηγό του και έναν υπαρχηγό Αστυνομίας Πόλεων. Οι επανακρίσεις των υποθέσεων αυτών, αν συντέξει περίπτωση, γίνονται από το Ανώτατο Συμβούλιο του οικείου Σώματος.
2. Για την κρίση σε δεύτερο βαθμό των αιτήσεων που θα απορριφθούν από τα συμβούλια της προηγούμενης παραγράφου, ως και εκείνων που θα γίνουν εν μέρει δέκτες, συγκροτούνται τα ακόλουθα συμβούλια:
α. Συμβούλιο επανάκρισης υποθέσεων ανθυπασπιστών, ανθυπαστυνόμων και πυρονόμων και κατώτερων από αυτούς. Τακτικά μέλη ορίζονται για τη Χωροφυλακή ένας ταξίαρχος ως πρόεδρος και οι δύο συνταγματάρχες ως μέλη, με αναπληρωτές ένα ταξίαρχο και ένα συνταγματάρχη, για δε την Αστυνομία Πόλεων και το Πυροσβεστικό Σώμα αξιωματικοί αντίστοιχων βαθμών.
β. Συμβούλιο επανάρκρισης υποθέσεων αξιωματικών. Πρόεδρος ορίζεται ο Αρχηγός του οικείου Σώματος , ως μέλη ορίζονται δε για τη Χωροφυλακή δύο υποστράτηγοι, για την Αστυνομία Πόλεων ένας υπαρχηγός και ένας γενικός αστυνομικός διευθυντής και για το Πυροσβεστικό Σώμα ο υπαρχηγός του και ένας υπαρχηγός Αστυνομίας Πόλεων. Ως αναπληρωματικά μέλη ορίζονται αντιστοίχως ένας υποστράτηγος ένας υπαρχηγός Αστυνομίας Πόλεων και ένας γενικός αστυνομικός διευθυντής.
3. Οι αξιωματικοί που μετέχουν στο δευτεροβάθμιο συμβούλιο πρέπει να είναι αρχαιότεροι των τυχόν ομοιοβάθμων τους που μετέχουν στο πρωτοβάθμιο συμβούλιο. Στα συμβούλια του Πυροσβεστικού Σώματος, εάν δεν υπάρχουν υπαρχηγός ή αρχιπύραρχος ή πύραρχοι, μετέχουν αντιστοίχως υπαρχηγός Αστυνομίας Πόλεων, γενικός αστυνομικός διευθυντής και αστυνομικοί διευθυντές Α'.
4. Για την κρίση των αιτήσεων που θα υποβληθούν σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 4 του Ν. 81/1975 ανασυνιστάται η επιτροπή που προβλέπεται από τη διάταξη αυτή. Κατά την ίδια διαδικασία συγκροτείται και δευτεροβάθμια επιτροπή για την επανάκριση των αιτήσεων που απορρίφθηκαν ή θα απορριφθούν.
5. Γραμματέας των Συμβουλίων και Επιτροπών ορίζεται με την απόφαση της συγκρότησής των αξιωματικός του οικείου Σώματος. Στους προέδρους, τα μέλη και του γραμματείς των Συμβουλίων και Επιτροπών του άρθρου αυτού δεν χορηγείται αμοιβή ή αποζημίωση οποιασδήποτε μορφής. Οι αποφάσεις των Συμβουλίων είναι υποχρεωτικές για την Υπηρεσία.
6. Σε περίπτωση που θα ακυρωθεί από Διοικητικό Δικαστήριο απόφαση Συμβουλίου του άρθρου αυτού, αρμόδιο να επανακρίνει την υπόθεση είναι το οικείο συμβούλιο προαγωγών καθενός από τα Σώματα Ασφαλείας.

Άρθρο  5
Επανακατατάξεις - Επανακρίσεις πειθαρχικών υποθέσεων

1. α. Κατά την πρώτη εφαρμογή του νόμου αυτού επιτρέπεται ή επανακατάταξη υπαξιωματικών των Σωμάτων Ασφαλείας, χωροφυλάκων και πυροσβεστών, που εξήλθαν του Σώματος με αίτησή τους, κατά το χρονικό διάστημα από 24.7.1974 μέχρι την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού, εφόσον οι ενδιαφερόμενοι έχουν τα προσόντα που απαιτούνται για την αρχική κατάταξη και μέχρι την 31.12.1982 δεν έχουν υπερβεί το 36ο έτος της ηλικίας τους.
β. Η αίτηση για επανακατάταξη πρέπει να υποβληθεί από τον ενδιαφερόμενο μέσα σε 60 ημέρες από τη δημοσίευση του νόμου αυτού.
2. α. Υπαξιωματικοί των Σωμάτων Ασφαλείας, χωροφυλακής, αστυφύλακες και πυροσβέστες, οι οποίοι αποτάχθηκαν ή απολύθηκαν από την υπηρεσία διότι κρίθηκαν ακατάλληλοι για μονιμοποίηση κατά το χρονικό διάστημα από 24.7.1974 μέχρι την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού, εάν μέχρι την 31.12.1982 δεν συμπλήρωσαν το 36ο έτος της ηλικίας τους, συγκεντρώνουν τα προσόντα που απαιτούνται για την αρχική τους κατάταξη και επιθυμούν να επανέλθουν στην υπηρεσία, έχουν δικαίωμα να ζητήσουν επανάκριση των υποθέσεων αυτών, εάν υποβάλουν σχετική αίτηση μέσα σε 60 ημέρες από τη δημοσίευση του νόμου αυτού. β. Η επανάκριση γίνεται από συμβούλιο ομοειδές με εκείνο που αποφάνθηκε τελεσίδικα για την απόλυση. Η παραπομπή της υποθέσεως στο συμβούλιο αυτό γίνεται με απόφαση του οικείου Αρχηγού. Σε περίπτωση που η απόφαση του συμβουλίου δικαιολογεί την επαναφορά των κρινόμενων στην Υπηρεσία, το ίδιο Συμβούλιο αποφασίζει και για μετατροπή των ποινών που επιβλήθηκαν.
3. Ο εκτός υπηρεσίας χρόνος αυτών που θα επανακαταταγούν ή θα επανέλθουν στην ενέργεια σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού δεν αναγνωρίζεται ως χρόνος πραγματικής ή συντάξιμης υπηρεσίας ούτε ως χρόνος συμμετοχής στους φορείς ασφάλισης του προσωπικού των Σωμάτων Ασφάλειας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β
ΡΥΘΜΙΣΗ ΘΕΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΠΟΥ ΥΠΗΡΕΤΕΙ

Άρθρο  6
Απόλυση πριν από τη λήξη της θητείας.

1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων περί στρατολογίας υπαξιωματικοί των Σωμάτων Ασφαλείας και οι χωροφύλακες, αστυφύλακες και πυροσβέστες δικαιούνται να ζητήσουν την απόλυσή τους και πριν από τη λήξη του χρόνου της υποχρεωτικής υπηρεσίας που έχουν αναλάβει είτε λόγω της αρχικής κατάταξης τους είτε λόγω εκπαίδευσής τους με δαπάνες του Δημοσίου, εάν η παραμονή τους στην Υπηρεσία αποβαίνει ιδιαίτερα επαχθής για την επαγγελματική τους σταδιοδρομία σε άλλους τομείς ή παρακωλύει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους, εφόσον έχουν διανύσει τα 2/3 του χρόνου της υποχρεωτικής υπηρεσίας.
Η απόλυση διατάσσεται με απόφαση του οικείου Αρχηγού μετά από σύμφωνη γνωμοδότηση του πρωτοβάθμιου συμβουλίου που είναι αρμόδιο για τη μονιμοποίηση των χωροφυλάκων, αστυφυλάκων και πυροσβεστών. Το συμβούλιο συνέρχεται εντός 10 ημερών από τη χρονολογία που θα περιέλθει στο Αρχηγείο η αίτηση. Κατά της δυσμενούς γνωμοδότηση ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να προσφύγει στο δευτεροβάθμιο συμβούλιο μονιμοποίησης των χωροφυλάκων, αστυφυλάκων και πυροσβεστών εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 15 ημερών από την κοινοποίηση της γνωμοδότησης του πρωτοβάθμιου συμβουλίου.
2. Όσοι έχουν αναλάβει υποχρέωση υπηρεσίας σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 683/1977, εάν απολυθούν κατά τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, υποχρεούνται να καταβάλουν στο Δημόσιο την αποζημίωση που προβλέπεται από το άρθρο 10 του Ν. 683/1977.

Άρθρο  7
Προσόντα υποψηφίων

1. Σε όσες περιπτώσεις οι διατάξεις των οργανικών νόμων των Σωμάτων Ασφαλείας προβλέπουν την πλήρωση θέσεων αξιωματικών ειδικών υπηρεσιών των Σωμάτων Ασφαλείας με απευθείας πρόσληψη ιδιωτών με το βαθμό μοιράρχου, αστυνόμου Β' ή πυραγού εισαγωγικός βαθμός των εφεξής προσλαμβανομένων ορίζεται ο βαθμός του υπομοιράρχου, υπαστυνόμου Α' και υποπυραγού, οι θέσεις δε των δυο αυτών βαθμών καθίστανται ενιαίες. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις που διέπουν την πρόσληψη των προσωπικού αυτού.
2. Του δικαιώματος εισαγωγής καθ' υπέρβαση, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 1348/1973, οι ενδιαφερόμενοι δικαιούνται να κάνουν χρήση είτε στη Σχολή υπαξιωματικών είτε στη Σχολή αξιωματικών των Σωμάτων Ασφαλείας. Το αυτό δικαίωμα έχουν και όσοι από το προσωπικό των Σωμάτων Ασφαλείας είναι οι ίδιοι πολύτεκνοι γονείς.
3. Τα προσόντα των υποψηφίων για κατάταξη ως χωροφυλάκων, αστυφυλάκων και πυροσβεστών καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Έως ότου εκδοθούν οι αποφάσεις αυτές δικαίωμα συμμετοχής στις εξετάσεις έχουν οι κάτοχοι τουλάχιστον απολυτήριου 3τάξιου γυμνασίου η άλλης ισότιμης δημόσιας η αναγνωρισμένης σχολής, ή Μέσης Τεχνικής Σχολής, για τα δε λοιπά προσόντα εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για το θέμα αυτό κατά την έναρξη της ισχύος του νόμού αυτού.
4.    Οί χήρες τού προσωπικού Χωροφυλακής, ’Αστυνομίας Πόλεων καί Πυροσβεστικοϋ Σώματος, τών όποιων ό σύζυγος άπ£βίω< κατά τήν έκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας η ενεκα αύτής. προσλαμβάνονται κατόπιν αίτήσεώς τους στα Σώματα «ύτά ώς χωροφύλακες ή άστυφΰλακες χωρίς προηγούμενη εκπαίδευση ή διοικητικοί ΐϋπάληλοι ή μέ όποιαδήποτε σχέση έργασίας σέ θέση άνάλογα μέ τά προσόντα τ, εφόσον Ιχουν στή ζωή ενα τουλάχιστον παιδί. Ή διάταξη ισχύει άναίρομικά άπό 1.1.1978.
5. Οι διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 περ. β, 2 παρ. 2 και 3 παρ. 2 περ. δ του Ν.Δ. 121/1974 εφαρμόζονται και για τους πτυχιούχους της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής.
6.Το άρθρο 2 του Ν.Δ. 1348/1973 "Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί Σχολών Χωροφυλακής και Αστυνομίας Πόλεων διατάξεων", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 121/1974, αντικαθίσταται ως εξής : ( Παραλείπεται ως καταργημένο ).
7. Οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 3 του Ν.Δ. 121/1974, όπως τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα, αντικαθίστανται , ως εξής : (Παραλείπεται ως καταργημένο) .
8. Για την εισαγωγή αστυνομικών στη Σχολή Αρχιφυλάκων της Αστυνομίας Πόλεων, από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού απαιτείται απολυτήριο τουλάχιστον 3τάξιου γυμνάσιου ή άλλης ισότιμης δημόσιας ή αναγνωρισμένης αναγνωρισμένης σχολής και μη συμπλήρωση του 35ου έτους της ηλικίας κατά το χρόνο προκήρυξης του εισιτήριου διαγωνισμού. Η διάταξη αυτή θα ισχύσει για 3 χρόνια από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, μετά την παρέλευση των οποίων δικαίωμα συμμετοχής στις εξετάσεις θα έχουν οι απόφοιτοι τουλάχιστο Λυκείου ή άλλης ισότιμης δημόσιας ή αναγνωρισμένης σχολής που δεν συμπληρώνουν το 35ο έτος της ηλικίας τους κατά το χρόνο προκήρυξης του εισιτηρίου διαγωνισμού.
9. Στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης συνιστάται 7μελές Συμβούλιο Εκπαίδευσης, αποτελούμενο από καθηγητές των παραγωγικών σχολών και δυο ανώτατους ή ανώτερους αξιωματικούς των Σωμάτων Ασφαλείας. Η συγκρότηση και λειτουργία του συμβουλίου αυτού γίνεται με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης. Το Συμβούλιο Εκπαίδευσης είναι συμβουλευτικό όργανο του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, σε θέματα εκπαίδευσης. μετεκπαίδευσης και επιμόρφωσης του προσωπικού των Σωμάτων Ασφαλείας.

Άρθρο  8
Ρύθμιση θεμάτων των Υγειονομικών Υπηρεσιών

1. Οι θέσεις των υγειονομικών αξιωματικών της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας Πόλεων και των αστυκτηνιάτρων και χημικών αξιωματικών με βαθμό ταγματάρχη. αντισυνταγματάρχη, και συνταγματάρχη, αστυνόμου Α' και αστυνομικού διευθυντή Β' και Α' γίνονται ενιαίες.
2. Όσοι από το προσωπικό των Σωμάτων Ασφαλείας έχουν ή αποκτούν πτυχίο Ιατρικής ή Οδοντιατρικής Σχολής μετατάσσονται, εφόσον το επιθυμούν, στην υγειονομική υπηρεσία του Σώματος στο οποίο ανήκουν με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης. Οι αξιωματικοί μετατάσσονται με το βαθμό που έχουν. οι ανθυπασπιστές, ανθυπαστυνόμοι, πυρονόμοι και οι κατώτεροι αυτών με το βαθμό του ανθυπομοιράρχου και αντιστοίχων και εφόσον έχουν αποκτήσει την κατά νόμο ειδικότητα με το βαθμό του υπομοιράρχου και αντιστοίχων και καταλαμβάνουν τις κενές θέσεις που υπάρχουν. Εάν δεν υπάρχουν κενές θέσεις, διατηρούνται ως υπεράριθμοι μέχρι να ενταχθούν σε οργανικές θέσεις. Οι ανθυπομοίραρχοι και οι αντίστοιχοι προς αυτούς προάγονται στον επόμενο βαθμό όταν συμπληρώσουν ένα έτος στο βαθμό τους. Οσοι από τους αστυνομικούς των Σωμάτων Ασφαλείας κατέχουν πτυχίο ιατρικής ή οδοντιατρικής σχολής και προσφέρουν υπηρεσίες της ειδικότητας τους στο Σώμα μετατάσσονται στην Υγειονομική Υπηρεσία, εφόσον το επιθυμούν, ανεξαρτήτως βαθμού με τον εισαγωγικό βαθμό.
3. Με Προεδρικό Διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, επιτρέπεται να συνιστώνται υγειονομικές επιτροπές από υγειονομικούς αξιωματικούς της Χωροφυλακής για την κρίση της σωματικής ικανότητας του προσωπικού της Χωροφυλακής και των υποψήφιων για κατάταξη στο Σώμα αυτό και να καθορίζονται οι αρμοδιότητές τους.

Άρθρο  9
Μετάταξη στην υπηρεσία γραφείου

1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του Ν. 671/1977 αντικαθίσταται ως εξής : «3.0ι αξιωματικοί πού τίθενται στην κατάσταση τής υπηρεσίας γραφείου προάγονται μέχρι τό βαθμό του συνταγματάρχη, αστυνομικού διευθυντή Α' και πυράρχου. Όσοι άπ’ αυτούς προαχθούν στο βαθμό τού συνταγματάρχη, αστυνομικού διευθυντή Α' και πυράρχου προάγονται στον επόμενο βαθμό ένα μήνα πριν από την έξοδό τους από την υπηρεσία σύμφωνα με όσα διέπουν τούς λοιπούς όμοιοβάθμους τους».
2. Οι υπαξιωματικοί των Σωμάτων Ασφαλείας, οι χωροφύλακες, αστυφύλακες και πυροσβέστες, που κρίνονται ανίκανοι για την ενεργό υπηρεσία για λόγους υγείας διατηρούνται στην ενέργεια σε θέσεις που συνιστώνται με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης και καταργούνται με την αποχώρησή τους από την υπηρεσία. Οι διατηρούμενοι διατίθενται σε γραφική ή άλλη υπηρεσία ανάλογα με τα προσόντα τους, εφόσον η οικεία υγειονομική επιτροπή κρίνει ότι μπορούν να εκτελούν υπηρεσία γραφείου. Η διατήρηση στην ενέργεια γίνεται με απόφαση του οικείου αρχηγού ύστερα από σύμφωνη γνωμοδότηση του Συμβουλίου προαγωγών υπαξιωματικών του οικείου Σώματος.

Άρθρο  10
Ρύθμιση ειδικών θεμάτων

1. Οι υπηρεσίες των Σωμάτων Ασφαλείας και οι θέσεις των υπηρεσιών αυτών στις οποίες πρέπει να υπηρετήσουν οι αξιωματικοί για να αποκτήσουν τα κατά τα άρθρα 11 του Ν. 671/1977 και 1 του Ν. 1145/1981 ειδικά τυπικά προσόντα προαγωγής καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης.
2. Η διετής υπηρεσία σε θέση διοικητή η υποδιοικητή των Υπηρεσιών του άρθρου 11 παρ. 1 του Ν. 671/1977 που απαιτείται για την προαγωγή των μοιράρχων, αστυνόμων Β' και πυραγών πρέπει να έχει διανυθεί είτε στον κατεχόμενο βαθμό είτε στους προηγούμενους βαθμούς. 3. Σε όλα τα υπηρεσιακά συμβούλια των Σωμάτων Ασφαλείας διορίζονται με την πράξη της συγκρότησής τους και αναπληρωματικά μέλη ισάριθμα προς τα τακτικά, καθώς και γραμματέας με τον αναπληρωτή του, εκτός εάν η ειδική διάταξη που καθορίζει τη συγκρότηση του κάθε συμβουλίου προβλέπει τη συμμετοχή αναπληρωματικών μελών και γραμματέα.
4. Οι αξιωματικοί και οι κατώτεροι αυτών του Πυροσβεστικού Σώματος επιτρέπεται να αποσπώνται σε άλλη πόλη για υπηρεσιακούς λόγους και για χρονικό διάστημα μέχρι 4 μήνες κάθε έτος. Οι αποσπάσεις διατάσσονται από τον Αρχηγό του Σώματος για τους μέχρι του βαθμού του επιπυραγού για τους λοιπούς δε από τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης.
5. Η  παράγραφος 6 του άρθρου 5 του Ν. 1234/1982 "για τη ρύθμιση θεμάτων του προσωπικού των Σωμάτων Ασφαλείας"  αντικαθίσταται ως εξής : «6. Οί υπαξιωματικοί των Σωμάτων Ασφαλείας, οί χωροφύλακες, αστυφύλακες και πυροσβέστες που απολύθηκαν ή αποτάχθηκαν για τέλεση γάμου χωρίς άδεια της υπηρεσίας επαναφέρονται στην ενεργεία με το βαθμό πού είχαν κατά την έξοδό τους, ύστερα από αίτησή τους, αν δεν έχουν υπερβεί το 36ο έτος τής ηλικίας τους μέχρι 31.12.1982 και συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις πού απαιτούνται για την αρχική τους κατάταξη».
6. Το άρθρο 35 του Ν. 4101/1960 αντικαθίσταται ως εξής : «Άρθρο 35.
Οί υποψήφιοι για κατάταξη στο Σώμα τής Χωροφυλακής εξετάζονται από Συμβούλια ’Επιλογής των οποίων ο αριθμός, η σύνθεση, ο χρόνος και ο τόπος  λειτουργίας τους και οι άλλες σχετικές λεπτομέρειες ρυθμίζονται με απόφαση του 'Υπουργού Δημόσιας Τάξης μετά από πρόταση τού Αρχηγού Χωροφυλακής»..
7. Οί άξιωαατικοί  τών Σωμάτων Άσφαλείας irpu είναι γραμμένοι στα στελέχη τής εφεδρείας είναι δυνατό νά καλοΰνται στην (ενέργεια μέ απόφαση τοΰ Υπουργού Δημόσιας Τάξης, όταν συντρέχουν είδικοί υπηρεσιακοί λόγοι. Οί άναικαλοόμενοι έπαναφέρονται μέ τό βαθμό πού τούς άπονεμήμα κατά την αποστρατεία τους, έάν εχει προαχθε.ί νεώτερύς τους. Διαφορετικά οΝον.αλιοΰνται με τό βαθμό που είχαν όταν ήταν στήν ενέργεια.
8. Το όριο ηλικίας των αξιωματικών των Σωμάτων Ασφαλείας που καθορίζεται στο άρθρο 40 παρ. 1 του Ν. 671/1977 των βαθμών υπομοιράρχου μέχρι και του ταγματάρχη και των αντιστοιχούντων της Αστυνομίας Πόλεων και του Πυροσβεστικού Σώματος αυξάνεται κατά ένα έτος για κάθε βαθμό. 9. Καταργείται η Διεύθυνση Επιθεώρησης της Υπηρεσίας Αγροφυλακής που προβλέπεται από το άρθρο 2 του Π.Δ. 543/1977 "περί Οργανισμού της Γενικής Διευθύνσεως Αγροφυλακής του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης". Οι θέσεις επιθεωρητών Αγροφυλακής με βαθμό 3ο εως 2ο, που προβλέπονται από το άρθρο 12 του Π.Δ/τος τούτου, καθίστανται θέσεις διοικητών Αγροφυλακής με βαθμό 3ο και 2ο.

Άρθρο  11
Μισθολογικές προαγωγές - Ρύθμιση οικονομικών θεμάτων

1. Οι μισθολογικές προαγωγές και προσαυξήσεις, που προβλέπονται από διατάξεις νόμου, χορηγούνται ύστερα από απόφαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου που είναι αρμόδιο για τη βαθμολογική προαγωγή του δικαιούχου. Κατά της απορριπτικής απόφασης δεν επιτρέπεται προσφυγή, η υπόθεση όμως εξετάζεται και πάλι ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, όταν συμπληρώνεται εξάμηνο από τη χρονολογία της τελευταίας απορριπτικής απόφασης. Δεν απαιτείται απόφαση συμβουλίου για μισθολογική προαγωγή εκείνων που έχουν εγγραφεί σε πίνακα προακτέων ή διατηρητέων.
2. Οι διατάξεις του Π.Δ. 934/1980 "περί χορηγήσεως παγίων οδοιπορικών εξόδων στους στρατιωτικούς των Ενόπλων Δυνάμεων" (ΦΕΚ τ. Α' 237/1980), όπως τροποποιήθηκε το Π.Δ/γμα 1135/1981 (ΦΕΚ τ. Α' 270/1981), δεν εφαρμόζονται για το προσωπικό των Σωμάτων Ασφαλείας.
3. Το Συντονιστικό Επιτελείο του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης καταρτίζει ιδιαίτερο προϋπολογισμό, στον οποίο εγγράφονται οι πιστώσεις που απαιτούνται για τη λειτουργία αυτού και
α) της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας του Υπουργείου τούτου.
β) της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Υπηρεσιών και
γ) της Υπηρεσίας Πολιτικής Σχεδίασης Έκτακτης Ανάγκης. Ο προϋπολογισμός αυτός εκτελείται από τη Διεύθυνση Οικονομικού του Συντονιστικού Επιτελείου σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν το θέμα αυτό ως προς το Σώμα της Χωροφυλακής. Η Διεύθυνση αυτή ανασυγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης.
4. Στον προϋπολογισμό των φορέων του Υπουργείου Δημοσίας Τάξης εγγράφονται οι αναγκαίες πιστώσεις για την προμήθεια συγγραμμάτων ή άλλων εκπαιδευτικών βοηθημάτων για τους εκπαιδευόμενους στις Παραγωγικές Σχολές των Σωμάτων Ασφαλείας δοκίμους υπαξιωματικούς και δοκίμους αξιωματικούς, στους οποίους χορηγούνται δωρεάν.

Άρθρο  12
Πειθαρχικές ποινές προσωπικού

1.Στους υπαξιωματικούς των Σωμάτων Ασφαλείας στους χωροφύλακες, αστυφύλακες και πυροσβέστες επιβάλλεται με απόφαση του οικείου Αρχηγού η πειθαρχική ποινή της αργίας με πρόσκαιρη παύση διάρκειας από 15 μέρες μέχρι 3 μήνες για τα εξής παραπτώματα: α. Παράβαση της υπηρεσιακής εχεμύθειας. β. Σοβαρή παραμέληση της εκτέλεσης των καθηκόντων τους. γ. Ανάρμοστη ενέργεια ή συμπεριφορά κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. δ. Κάθε ενέργεια ή παράλειψη που αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο οι κατώτερες πειθαρχικές ποινές κρίνονται ανεπαρκείς.
2. Τα παραπτώματα της προηγούμενης παραγράφου βεβαιώνονται με ένορκη διοικητική εξέταση η οποία ενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.Δ. 935/1971. Ο χρόνος αργίας με πρόσκαιρη παύση είναι χρόνος υπηρεσίας ως προς όλες τις συνέπειες. Για την παραγραφή εφαρμόζονται οι διατάξεις που διέπουν την παραγραφή των παραπτωμάτων που επισύρουν την ποινή αργίας με απόλυση.
3. Όσοι τιμωρούνται με ποινή αργίας με πρόσκαιρη παύση λαμβάνουν το 80% των αποδοχών τους. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται ό,τι ισχύει για τους όσους τιμωρούνται με ποινή της αργίας με απόλυση.
4. Στους αξιωματικούς και τους κατώτερους αυτών των Σωμάτων Ασφαλείας επιβάλλονται οι εξής κατώτερες πειθαρχικές ποινές, οι οποίες καταχωρούνται στα ατομικά τους έγγραφα. α. Παραίτηση. β. Επίπληξη. γ. Πρόστιμο μέχρι ενός βασικού μηνιαίου μισθού του τιμωρουμένου.
5. Τα παραπτώματα που επισύρουν τις ποινές της προηγούμενης παραγράφου, τα όργανα που τις επιβάλλουν και η αρμοδιότητα καθενός από αυτά καθορίζονται από τους Κανονισμούς της Χωροφυλακής και του Πυροσβεστικού Σώματος. Εώς ότου αναμορφωθούν οι κανονισμοί αυτοί εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν. Για την Αστυνομία Πόλεων εφαρμόζονται οι διατάξεις του οργανικού της νόμου.
6. Τα χρηματικά ποσά των προστίμων περιέρχονται, ανάλογα με το βαθμό του τιμωρουμένου στα Ταμεία Αρωγής Αξιωματικών και Ανθυπασπιστών Χωροφυλακής και στο Ταμείο Αρωγής Οπλιτών Χωροφυλακής. Για τα άλλα Σώματα Ασφαλείας εφαρμόζονται οι ισχύουσες διατάξεις.
7. Τα παραπτώματα για τα οποία επιβάλλονται οι ποινές της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού παραγράφονται μετά δύο (2) χρόνια από την ημέρα που τελέσθηκαν.

Άρθρο  13
Ρύθμιση θεμάτων προαγωγών προσωπικού

1. Οι γυναίκες ανθυπομοίραρχοι και υπαστυνόμοι Β' προέρχονται από απόφοιτες της αντίστοιχης Παραγωγικής Σχολής των ανδρών ομοιοβάθμων τους, στην οποία εισάγονται ύστερα από εξετάσεις και σύμφωνα με όσα διέπουν την εισαγωγή στη σχολή αυτή του άρρενος προσωπικού. Ο αριθμός των γυναικών που εισάγεται στη Σχολή Αξιωματικών του κάθε Σώματος ορίζεται ίσος προς 10% των προκηρυσσόμενων θέσεων, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα κλασματικά υπόλοιπά, σε καμία όμως περίπτωση ο αριθμός των εισαγωμένων, στη Σχολή δεν μπορεί να είναι μικρότερος των
2. Οι θέσεις των γυναικών αξιωματικών Χωροφυλακής και Αστυνομίας Πόλεων που υπάρχουν κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού προστίθενται στις θέσεις των ανδρών αξιωματικών των αντίστοιχων βαθμών και ενοποιούνται με τις θέσεις αυτές.
2. Οι υπαρχιπυροσβέστες, που κατατάχθηκαν στο Πυροσβεστικό Σώμα πριν από την ισχύ του Ν.Δ.974/1971 και έχουν προαχθεί στο βαθμό τους κατ' εφαρμογή του άρθρου 18 του Ν. 772/1978, προάγονται στο βαθμό του αρχιπυροσβέστη όταν συμπληρώσουν 10ετή υπηρεσία στο βαθμό τους. Οσοι προάγονται στο βαθμό του αρχιπυροσβεστη σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, καθώς και οι αρχιπυροσβέστες που έχουν προαχθεί στο βαθμό τους σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν.Δ. 146/1974, προάγονται στο βαθμό του πυρονόμου όταν συμπληρώσουν εννιά (9) χρόνια στο βαθμό τους ή δέκα πέντε (15) χρόνιά ως υπαξιωματικοί. Οι διατάξεις του άρθρου 18 του Ν. 772/1978 εφαρμόζονται και για όσους κατά την έναρξη της ισχύος του είχαν αποκτήσει το βαθμό του αρχιπυροσβέστη λόγω αποφοίτησης από την Παραγωγική Σχολή Αρχιπυροσβεστών ή του υπαξιωματικού Ειδικών Υπηρεσιών, εφόσον προέρχονται από μετάταξη.
3. Οι αποστρατευόμενοι μόνιμοι αξιωματικοί των Σωμάτων Ασφαλείας, όταν ανακαλούνται στην ενέργεια ως έφεδροι, προάγονται, κατά ένα βαθμό οι ανώτεροι όχι όμως πέρα από το βαθμό του συνταγματάρχη και κατά δυο βαθμούς οι κατώτεροι, εφόσον κρίνονται προακτέοι από το αρμόδιο Συμβούλιο. Εάν ο αξιωματικός κριθεί μη προακτέος, δικαιούται προσφυγής στο Δευτεροβάθμιο Συμβούλιο σύμφωνα με όσα ισχύουν για τους μόνιμους αξιωματικούς.
4. Οι αξιωματικοί που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο προάγονται, εάν μετά την ανάκλησή τους στην εφεδρεία έχουν συμπληρώσει το χρόνο παραμονής στο βαθμό που προβλέπεται για τους μόνιμους εν ενεργεία ομοιοβάθμους τους και έχει προαχθεί μόνιμος ομοιόβαθμός τους, ο οποίος κατά το χρόνο αποστρατείας των εφέδρων ήταν νεώτερός τους.
5. Οι ταγματάρχες και οι αντίστοιχοι αυτών των Σωμάτων Ασφαλείας προάγονται "κατ εκλογή" και "κατ' αρχαιότητα" με αναλογία 7/10 "κατ'εκλογή" και 3/10 "κατ' αρχαιότητα".
6. Κατά τις τακτικές κρίσεις των αξιωματικών των Σωμάτων Ασφαλείας του έτους 1983 και μέχρι να λήξει η ισχύς των πινάκων που θα συνταχθούν σ' αυτές, οι αστυνομικοί διευθυντές Β' κρίνονται και προάγονται όταν συμπληρώνουν 18 έτη υπηρεσίας αξιωματικού από τα οποία ένα έτος στο βαθμό τους μέχρι το τέλος του έτους κατά το οποίο ενεργούνται οι κρίσεις.
7. Ο χρόνος παραμονής στο βαθμό για την προαγωγή των αντιπυράρχων Γενικών Υπηρεσιών ορίζεται σε ένα έτος. Η διάταξη της παραγράφου αυτής ισχύει για δυο χρόνια από την έναρξη της ισχύος του νόμου τούτου.
8. Στα συνεκτιμώμενα κατά τις ισχύουσες διατάξεις προσόντα για τις προαγωγές των αξιωματικών των Σωμάτων Ασφαλείας διαλαμβάνεται και η επίδοση αυτών κατά τη φοίτησή τους στις υπηρεσιακές σχολές μετεκπαίδευσης και ξένων γλωσσών .Η επίδοση αυτή, ανάλογα με τη βαθμολογία, χαρακτηρίζεται ως εξής: ΜΕΤΡΙΟΣ από 10 έως και 12, ΚΑΛΩΣ από 12 έως 15, ΛΙΑΝ ΚΑΛΟΣ από 15 έως και 18, ΑΡΙΣΤΟΣ από 18 έως και 20, κάτω των 10 ΑΠΟΤΥΧΩΝ.

Άρθρο  14
Προσφυγή δυσμενώς κρινομένων - Προαγωγές

1. Αξιωματικοί των Σωμάτων Ασφαλείας. οι οποίοι κατά το χρόνο των τακτικών κρίσεων του έτους 1982 δεν είχαν συμπληρώσει το χρόνο παραμονής στο βαθμό για προαγωγή που ορίζεται στο άρθρο 10 του Ν. 671/1977, εάν εντός τετραμήνου από την κύρωση των πινάκων των τακτικών κρίσεων του έτους τούτου έχουν προαχθεί προς πλήρωση κενής θέσης, λογίζεται ότι έχουν προαχθεί αναδρομικά από τη χρονολογία της προαγωγής ομοιοβάθμων τους που είχαν συμπληρώσει στο χρόνο προαγωγής, χωρίς δικαίωμα να λάβουν αποδοχές αναδρομικώς.
2. Οι αξιωματικοί οι οποίοι δικαιούνται προαγωγής σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 2 του Ν. 671/1977, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 1145/1981, προάγονται εντός 30 ημερών από την κύρωση των πινάκων που συντάσσονται κατά τις τακτικές κρίσεις του έτους που συμπληρώνουν το χρόνο που καθορίζεται από τις διατάξεις αυτές. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται από 1.4.1982.
3. Οι αξιωματικοί που εγγράφονται σε πίνακα διατηρητέων και παραλείπονται κατά τις προαγωγές ή παραλείφθηκαν από τότε που άρχισε να ισχύει ο Ν. 1234/1982, καθώς και αυτοί που αποστρατεύονται ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους, δικαιούνται να προσφύγουν στο δευτεροβάθμιο συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 37 του Ν. 671/1977. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν εφαρμόζονται για όσους αποστρατεύονται ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους λόγω 35ετούς υπηρεσίας ή παράλειψής τους κατά την επιλογή Αρχηγού.
4. Οι αξιωματικοί των Σωμάτων Ασφαλείας, οι οποίοι λογίζονται διατηρητέοι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 9 του Ν. 1145/1981 και 3 παρ. 7 του Ν. 1234/1982, εάν κατά την επιλογή τους για προαγωγή παραλειφθούν σε δυο συνεχείς τακτικές κρίσεις, λογίζονται ως παραμένοντες στον αυτόν βαθμό. Για όσους, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, λογίζονται ως παραμένοντες στο βαθμό, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 29 παράγραφος 6 και 37 του Ν. 671/1977.
5. Οι ανθυπασπιστές χωροφυλακής, οι ανθυπαστυνόμοι, οι πυρονόμοι και οι κατώτεροι αυτών που κρίνονται δυσμενώς κατά τις κρίσεις για προαγωγή δικαιούνται να ζητήσουν την επανάκριση της υπόθεσής τους, σύμφωνα με όσα ορίζονται από τις ισχύουσες διατάξεις, έστω και αν η δυσμενής κρίση αποφασίζεται με παμψηφία.
6. Αντισυνταγματάρχες, αστυνομικοί διευθυντές Β' και αντιπύραρχοι, που έχουν εγγραφεί σε πίνακα διατηρητέων, εάν δικαιούνται προαγωγής κατ' εφαρμογή του άρθρου 28 παράγραφος 2 του Ν. 671/1977. προάγονται χωρίς την τήρηση της διαδικασίας που καθορίζεται στο άρθρο 3 παρ. 7 του Ν.1234/1982.
7. Στο άρθρο 39 του Ν. 671/1977 "περί ιεραρχίας, προαγωγών, αποστρατείας και μεταθέσεων μονίμων Αξιωματικών των Σωμάτων Χωροφυλακής, Αστυνομίας Πόλεων και Πυροσβεστικού" προστίθεται παράγραφος 4, ως εξής : «4. Σέ πιερίπτωση κατά τήν όποία λόγω έκδόσεως ακυρωτικής αποφάσεως από το Συμβούλιο τής ’Επικρατείας. που άφορά στήν προαγωγή σέ θέση ’Αρχηγού τών Σωμάτων Χωροφυλακής, ’Αστυνομίας Πόλεων καί Πυροσβεστικού Σώματος, απαιτείται αναπομπή τής υπόθεσης ενώπιον του Κ.Υ.Σ.Ε.Α., αύτή ένεργείται μέσα σέ 60 ημέρες απο την κοινοποίηση της αποφάσεως τοΰ Συμβουλίου τής ’Επικρατείας στο οικείο Αρχηγείο. Σε περίπτωση που τ΄ ΚΥ.Σ.Ε.Α. θ΄ άποφανθεί υπέρ τής προαγωγής του επιτυχόντος την ακύρωση, αυτός προάγεται άναδρομικώς ώς υπεράριθμος καί αποστρατεύεται μέ το ίδιο Προεδρικό Διάταγμα από τότε πού προήχθη ό έναντίον του όποιου έγινε ή «κύρωση»


Άρθρο  15
Βαθμολογική εξέλιξη ανθυπασπιστών

1. Οι ανθυπασπιστές, ανθυπαστυνόμοι και πυρονόμοι Γενικών Υπηρεσιών εισάγονται στη Σχολή Μετεκπαίδευσης αυτών που προβλέπεται από το Ν.Δ. 649/1970: α) με εξετάσεις και β) κατά τη σειρά αρχαιότητας, σύμφωνα με όσα καθορίζονται στις επόμενες παραγράφους.
2. Το μήνα Ιανουάριο κάθε έτους ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης με απόφασή του, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του οικείου Αρχηγού, καθορίζει τον αριθμό των θέσεων των αξιωματικών που θα πληρωθούν μέσα στο επόμενο έτος με προαγωγή αποφοίτων της Σχολής Μετεκπαίδευσης ανθυπασπιστών, ανθυπαστυνόμων και πυρονόμων. Ο αριθμός των θέσεων αυτών δεν μπορεί να είναι μικρότερος του 10% ούτε μεγαλύτερος του 20% του συνόλου των οργανικών θέσεων των αξιωματικών της κατηγορίας αυτής στο καθένα από τα Σώματα Ασφαλείας κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης. Ειδικά για το Πυροσβεστικό Σώμα, εκδίδεται απόφαση μόνο αν το έτος της έκδοσης της ενεργηθούν εξετάσεις για τη Σχολή Ανθυποπυραγών.
3. Από τις θέσεις που καθορίζονται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο τα 2/5 πληρούνται με προαγωγή ανθυπασπιστών, ανθυπαστυνόμων και πυρονόμων που εισάγονται στη Σχολή Μετεκπαίδευσης κατά τη διαδικασία που καθορίζεται στο Ν Δ 649/1970, τα δε 3/5 με προαγωγή ομοιοβάθμων τους που εισάγονται στη Σχολή με εξετάσεις. Τα κλασματικά υπόλοιπα που προκύπτουν κατά τον καθορισμό των θέσεων των παραγραφών 2 και 3 του άρθρου αυτού στρογγυλοποιούνται στην αμέσως επόμενη μονάδα. Η πλήρωση ή συμπλήρωση των θέσεων που αναλογούν σε κάθε κατηγορία εισαγομένων στη Σχολή από υποψηφίους της άλλης κατηγορίας απαγορεύεται.
4. Στις εξετάσεις για την εισαγωγή στη Σχολή Μετεκπαίδευσης ανθυπασπιστών, ανθυπαστυνόμων και πυρονόμων, δικαιούνται να μετέχουν οι ανθυπασπιστές και οι ομοιόβαθμοί τους που έχουν απολυτήριο Λυκείου η εξαταξίου Γυμνασίου ή άλλης ισότιμης αναγνωρισμένης Σχολής και 4ετη τουλάχιστον υπηρεσία στο βαθμό τους κατά το χρόνο της έναρξης των εξετάσεων, εφόσον κρίνονται κατάλληλοι και έχουν ηλικία κατά την έναρξη των εξετάσεων 38 -ως 42 η ετών η οποία λογίζεται, με βάση τη χρονολογία της γέννησής τους. Για τρία χρόνια από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού, δικαιούνται να λάβουν μέρος στις εξετάσεις και όσο έχουν υπερβεί το 42ο έτος της ηλικίας τους.
5. Με απόφαση του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης ρυθμίζονται τα θέματα διενέργειας των εξετάσεων της προηγούμενης παραγράφου, ιδίως δε τα εξεταζόμενα μαθήματα, ο χρόνος των εξετάσεων και ο τρόπος υποβολής των προτάσεων συμμετοχής σ' αυτές.
6. Οι ανθυπασπιστές, ανθυπαστυνόμοι και πυρονόμοι που έχουν πτυχίο αναγνωρισμένης σχολής ή Παιδαγωγικής Ακαδημίας ή ανώτερης σχολής 3ετούς φοίτησης και έχουν υπερβεί το όριο ηλικίας μέχρι το οποίο επιτρέπεται η συμμετοχή στις εξετάσεις για την Παραγωγική Σχολή Αξιωματικών, εισάγονται στη Σχολή Μετεκπαίδευσης χωρίς εξετάσεις, ανεξάρτητα από τη σειρά αρχαιότητας τους και την ηλικία τους και πέρα από τον αριθμό θέσεων που καθορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου αυτού.
7. Οι ανθυπασπιστές, ανθυπαστυνόμοι και πυρονόμοι που αποφοιτούν από τη Σχολή Μετεκπαίδευσης αυτών, προάγονται στον επόμενο βαθμό, έστω και αν δεν υπάρχουν κενές οργανικές θέσεις, όσοι δε προάγονται σε μη κενές οργανικές θέσεις διατηρούνται ως υπεράριθμοι μέχρι να καταλάβουν κενή θέση. Πάντως σε καμιά περίπτωση ο συνολικός αριθμός των υπαξιωματικών που προέρχονται από την Παραγωγική Σχολή των ανθυπασπιστών, ανθυπαστυνόμων και πυρονόμων Γενικών Υπηρεσιών και των αξιωματικών που προέρχονται απ' αυτούς δεν πρέπει να υπερβαίνει το σύνολο των οργανικών θέσεων των βαθμών αυτών.
8. Η αρχαιότητα στο βαθμό του αξιωματικού αυτών που αποφοιτούν από τη Σχολή Μετεκπαίδευσης ανθυπασπιστών, ανθυπαστυνόμων και πυρονόμων καθορίζεται με βάση το βαθμό αποφοίτησης από τη Σχολή.
9. Οι ανθυπασπιστές, ανθυπαστυνόμοί και πυρονόμοι που έχουν αποφοιτήσει από τη Σχολή Μετεκπαίδευσης και δεν έχουν προαχθεί μέχρι την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού προάγονται στο βαθμό του ανθυπομοιράρχου, υπαστυνόμου Β' και ανθυποπυραγού, εφόσον κρίνονται προακτέοι από το αρμόδιο συμβούλιο σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 7 του άρθρου αυτού, έστω και αν δεν υπάρχουν κενές θέσεις. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου αυτού.
10. Για τους αξιωματικούς που προέρχονται από ανθυπασπιστές, ανθυπαστυνόμους και πυρονόμους Γενικών Υπηρεσιών λογίζεται ως χρόνος αξιωματικού και ο χρόνος που διανύθηκε από τότε που αποφοίτησαν από τη Σχολή Μετεκπαίδευσης αυτών μέχρι την προαγωγή τους στο βαθμό του ανθυπομοιράρχου, υπαστυνόμου Β' και ανθυποπυραγού.
11. Οι διατάξεις του Ν.Δ. 649/1970, όπως τροποποιούνται με το άρθρο αυτό, εφαρμόζονται και για τις γυναίκες ανθυπασπιστές και ανθυπαστυνόμους. Ο αριθμός των γυναικών που εισάγονται στη Σχολή Μετεκπαίδευσης ορίζεται ίσος προς 10% των θέσεων που προκηρύσσονται κάθε φορά χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα κλασματικά υπόλοιπα. Σε καμιά περίπτωση οι εισαγόμενες δεν πρέπει να είναι λιγότερες από 2. Εάν οι εισαγόμενες είναι 2, η μία εισάγεται με εξετάσεις και η άλλη κατά τη σειρά αρχαιότητάς της. Εάν είναι περισσότερες, εφαρμόζεται η παρ. 3 του άρθρου αυτού.

Άρθρο  16
Η Χωροφυλακή και Αστυνομία Πόλεων αποτελούν ιδιαίτερα Ένοπλα Σώματα, που έχουν σαν αποστολή τη διαχείριση της δημόσιας και εθνικής ασφάλειας, την τήρηση της δημόσιας τάξης και γενικά την άσκηση της αστυνομίας. Τα Σώματα αυτά λειτουργούν με βάση μόνο τους δικούς τους οργανικούς νόμους και δεν εφαρμόζονται σ' αυτά οι διατάξεις που αφορούν τους δημόσιους πολιτικούς και γενικά τους υπόλοιπους υπαλλήλους.

Άρθρο  17
1. α. Οι διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3 παρ. 1 και 2 πλην της περ. (α), 4 και 5 του νόμου αυτού εφαρμόζονται ανάλογα και για το προσωπικό του Λιμενικού Σώματος. Οπου στο νόμο αυτόν αναφέρονται τα Ν.Δ. 119/1974 και 198/1974, για το προσωπικό του Λιμενικού Σώματος νοούνται το Ν.Δ. 197/'1974, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 322/1976 και ο Ν. 2/1975. Οπου, σύμφωνα με το άρθρο 4 του νόμού αυτού, προβλέπεται συμμετοχή σε Συμβούλια δυο υποστράτηγων, μετέχει ο υπαρχηγός του Λιμενικού Σώματος και ένας απόστρατος υποναύαρχος του Λιμενικού Σώματος με αναπληρωτή του που ανακαλούνται στην ενέργεια με απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και απολύονται μόλις τελειώσει το έργο του συμβουλίου. β. Οσοι από το προσωπικό του Λιμενικού Σώματος δεν θα επανέλθουν στην ενέργεια δεν δικαιούνται να ζητήσουν αναπροσαρμογή των εφάπαξ βοηθημάτων που τους είχαν χορηγηθεί κατά την έξοδό τους από την υπηρεσία ούτε διαφορά μερίσματος για το βαθμό που θα αποκατασταθούν.
2. Αντικαθίσταται η παρ. 3 του άρθρου 23 του Ν. 773/1978 "περί προσόντων Υπαξιωματικών Λιμενικού Σώματος (Λ.Σ.), συγκροτήσεως και λειτουργίας Συμβουλίων Κρίσεως αυτών και άλλων τινών διατάξεων" (ΦΕΚ 59 Α'/ 25.4.78)
3. α. Για τους αρχιπλοιάρχους του Λιμενικού Σώματος το αρμόδιο Συμβούλιο Κρίσεως συντάσσει τους εξής πίνακες: (ι) Πίνακα "Διατηρητέων". (ιι) Πίνακα "Ευδοκίμως τερματισάντων τη σταδιοδρομία τους". (ιιι) Πίνακα "Αποστρατευτέων". β. (ι) "Διατηρητέοι" κρίνονται οι θεωρούμενοι κατάλληλοι για την αποκλειστική άσκηση των καθηκόντων του βαθμού τους. (ιι) "Ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους" κρίνονται όσοι κατά την κρίση των αρμόδιων συμβουλίων δεν συγκεντρώνουν σε απόλυτο βαθμό τα ουσιαστικά προσόντα για την κάλυψη ανώτέρης θέσης ή δεν αποδίδουν σε απόλυτο βαθμό. γ. Αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν. 525/1977 (ΦΕΚ 17 Α'/20.1.77)
4. Όταν κενώνεται η θέση του υποναυάρχου - υπαρχηγού του Λιμενικού Σώματος και μέχρι πληρώσεως αυτής, τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες του υπαρχηγού Λ.Σ. ασκούνται από τον αρχαιότερο αρχιπλοίαρχο Λ.Σ.
5. ’Αρχιπλοίαρχοι Λ.Σ. πού έχουν κριθεί «διατηρητέοι» καί πλοίαρχοι Λ.Σ. πού έχουν κριθεί «κατ’ εκλογήν», έφόσον έχουν συμπληρώσει Ινα χρόνο υπηρεσίας στό βαθμό καί υποβάλουν οποτεδήποτε αίτηση άποστρατείας, προάγονται στόν έπΌμενο βαθμό έκτος οργανικών θέσεων και άποστρατεύονται μετα ενα μήνα άπό την προαγωγή τους.
6. Οι αξιωματικοί, ανθυπασπιστές, υπαξιωματικοί του Λιμενικού Σώματος και Λιμενοφύλακες απαγορεύεται να υπηρετούν σε Λιμενικές Αρχές, καθώς και σε τμήματα ή φυλάκια Λιμενικών Αρχών, η έδρα των οποίων συμπίπτει με τον τόπο γεννήσεως αυτών ή των συζύγων τους.
7. Η απαγόρευση της προηγούμενης παραγράφου δεν ισχύει αν ο τόπος γεννήσεως των αξιωματικών, ανθυπασπιστών. υπαξιωματικών, λιμενοφυλάκων και των συζύγων τους είναι πόλη, η οποία με βάση την ισχύουσα απογραφή έχει πληθυσμό πάνω από 20.000 κατοίκους.

Άρθρο  18
Ως Σώματα Ασφαλείας νοούνται στο νόμο αυτόν η Χωροφυλακή, η Αστυνομία Πόλεων και το Πυροσβεστικό Σώμα.

Άρθρο  19
1.Γιά τις ανάγκες ασφάλειας ή φρούρησης όποιασδήποτε εγκατάστασης η χώρων Ν.Π.Δ.Δ., οργανισμών χοινή; ωφέλειας χαί επιχειρήσεων, καθώς καί γιά τή συνοδεία χρηματαποστολών αύτών, επιτρέπεται ή πρόσληψη καί ιδιωτών, ποΰ έχουν τά Απαιτούμενα γιά το σκοπό αύτόν προσόντα, μέ απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης καί με δαπάνη τών ίδιων τών Ν.Π.Δ.Δ., οργανισμών καί επιχειρήσεων.
2.Ό τρόπος πρόσληψης, τά προσόντα πού πρέπει νά συγκεντρώνοον χαί ό έλεγχος τών προσόντων τών υποψηφίων. ύ υποχρεώσεις τους, ή δυνατότητα όπλοφορίας καί έκπαιδευσής τους στις Άστνν. Σχολές, καθώς χαί όποιαϊήποτε άλλη λεπτομέρεια ρυθμίζονται με άπόφαση τού 'Υπουργού Δημόσιας Τάξης.

Άρθρο  20
1.Η παρ. 5 του άρθρου 4 του Ν.1145/1981 "περί τροποποιήσεως διατάξεων του Ν. 671/1977 περί ιεραρχίας, προαγωγών, αποστρατείας και μεταθέσεων των μονίμων αξιωματικών των Σωμάτων Χωροφυλακής, Αστυνομίας Πόλεων και Πυροσβεστικού και άλλων τινών διατάξεων", αντικαθίσταται ως εξής : «5. ’Αστυνομικοί διευθυντές Α' τάξης, γενικοί αστυνομικοί διευθυντές καί ύπαρχηγοί τής ’Αστυνομίας Πόλεων, όταν παραλείπονται κατά τήν έπιλογή γενικού αστυνομικού διευθυντή ύπαρχηγοϋ ή άρχηιγοϋ, κρίνονται σαν παραμένοντες στον οώτόν βαθμό. Οί αρχαιότεροι άπό αύτους που έπιλέγονται γιά τό βαθμό τοϋ γενικού αστυνομικού διευθυντή, υπαρχηγού ή αρχηγού προάγονται, πλήν τοϋ ύπαρχηγοϋ, στον αμέσως ανώτερο βαθμό μαζί μβ αυτούς, εκτός οργανικών - θέσεων, 30 δέ ήμερες μετά άπό τήν προαγωγή τους αυτή άποστρατεύονται αύτεπάγγελτα σαν εΰδοκίμως τερματίσαντες τή σταδιοδρομία τους».
2. Η παρ. 7 εδ. γ' και παρ. 9 του άρθρου 4 του Ν. 1145/1981 καταργούνται κατά το μέρος που αφορούν την Αστυνομία Πόλεων.

Άρθρο  21
Η κατά τη δημοσίευση του παρόντος υφισταμένη οργανική δύναμη Υπηρεσιών των Σωμάτων Ασφαλείας αυξάνεται για τη Χωροφυλακή κατά 180 ανθ/ρχους και 200 χωροφύλακες και για την Αστυνομία Πόλεων κατά 120 υπαστυνόμους Β' και 300 αστυφύλακες. Επίσης αυξάνονται κατά οκτώ (8) οι οργανικές θέσεις των αντιπυράρχων με αντίστοιχη μείωση των οργανικών θέσεων των επιπυραγών και τοποθετούνται ως υποδιοικητές Διοίκησης ή Διοικητές Σταθμών Α' Τάξεως.

Άρθρο  22
Οι διατάξεις της παρ. 5 της ΠΥΣ 261 της 25.11.1966 (ΦΕΚ 276/1966 τ. Α') "περί αναλήψεως υπό του δημοσίου των δαπανών αντιμισθίας του υπηρεσιακού προσωπικού των εν τη Σχολή Οπλιτών Χωροφυλακής και τοις Παραρτήμασι αυτής εκπαιδευομένων Δοκίμων Χωροφυλάκων", που κυρώθηκε με τον Α.Ν. 580/1968 (ΦΕΚ 225/1968 τ. Α'), επεκτείνονται και για τους δοκίμους αστυφύλακες και δόκιμους πυροσβέστες. Το προβλεπόμενο ποσό μπορεί να αυξομειώνεται κάθε φορά με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης.

Άρθρο  23
Αξιωματικοί, ανθυπασπιστές, ανθυπαστυνόμοι και πυρονόμοι των Σωμάτων Ασφαλείας, οι οποίοι διανύουν περίοδο διαθεσιμότητας κατ' εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 1 περ. γ' του Ν Δ. 343/1969, επειδή εκκρεμεί ενώπιον του οικείου Δικαστηρίου η εκδίκαση προσφυγής ή αίτηση ακυρώσεως αυτών κατά πράξεως επιβολής ποινής απόταξης ή αργίας δι' απολύσεως, επανέρχονται στην κατάσταση της ενέργειας αυτοδικαίως μόλις δημοσιευθεί ο νόμος αυτός και εκτίουν την ποινή τους.

Άρθρο  24
Καταργούμενες διατάξεις

1. Από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού καταργούνται:
α. Η περίπτωση γ του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν.Δ. 343/1969.
β. Τα άρθρα 222 και 223 του Ν. 3365/1955.
γ. Το άρθρο 2 παραγρ. 4 του Ν. 1009/1980.
2. Καταργείται επίσης κάθε διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις του νόμου αυτού ή ρυθμίζει διαφορετικά θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν.

Άρθρο  25
Έναρξη ισχύος

Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίσει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός από τις διατάξεις που ορίζουν διαφορετικό χρόνο έναρξης της ισχύος τους. Παραγγέλλομεν να δημοσιευθή στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το κείμενον του παρόντος και να εκτελεσθή ως νόμος του Κράτους.

Αθήνα, 17 Μαρτίου 1983
 


Κατεβάσετε επίσης το αρχείο με το πρωτότυπο κείμενο, όπως είναι δημοσιευμένο στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ.) του Εθνικού Τυπογραφείου


 

Τελευταία ενημέρωση
Έχει διαβαστεί 9238 φορές

Τελευταία Νέα