Νόμος 5225/2025 - ΦΕΚ 152/Α/2-9-2025
Αναμόρφωση του πειθαρχικού δικαίου των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα, σύσταση Ελληνικού Κέντρου Εμπειρογνωμοσύνης Διοικητικών Μεταρρυθμίσεων και λοιπές διατάξεις.
ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘΜ. 5225/2025
ΦΕΚ 152/Α/2-9-2025
Αναμόρφωση του πειθαρχικού δικαίου των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα, σύσταση Ελληνικού Κέντρου Εμπειρογνωμοσύνης Διοικητικών Μεταρρυθμίσεων και λοιπές διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΜΕΡΟΣ Α'
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΤΗΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ
Άρθρο 1
Σκοπός
Σκοπός του παρόντος Μέρους είναι η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και της ταχύτητας της πειθαρχικής δικαιοσύνης, καθώς και η διαμόρφωση ενός σύγχρονου πλαισίου που διέπει τη δημόσια διοίκηση και την πειθαρχική διαδικασία.
Άρθρο 2
Αντικείμενο
Αντικείμενο του παρόντος Μέρους είναι, ιδίως: α) η τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26) και ειδικότερα: αα) η σύσταση ενός νέου πειθαρχικού οργάνου με τη συμμετοχή λειτουργών από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, αβ) η αξιοποίηση ψηφιακών τεχνολογιών στην πειθαρχική διαδικασία, αγ) η προσθήκη της δυνατότητας πειθαρχικής συνδιαλλαγής στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας και αδ) ειδικότερες ρυθμίσεις που αφορούν στην υπηρεσιακή κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων και των υπαλλήλων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και β) η τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α' 143), που αφορούν στην υπηρεσιακή κατάσταση των δημοτικών και κοινοτικών υπαλλήλων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΚΑΙ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ Ν.Π.Δ.Δ.
Άρθρο 3
Κωλύματα διορισμού - Τροποποίηση άρθρου 8 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 8 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί της ποινικής καταδίκης και της στερητικής ή επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στον τίτλο προστίθενται οι λέξεις «, ανάκληση διορισμού», β) στην παρ. 1, βα) οι περ. α) έως δ) αντικαθίστανται, ββ) προστίθεται περ. ε), γ) προστίθεται παρ. 1Α και μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις το άρθρο 8 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 8
Ποινική καταδίκη, στερητική ή επικουρική δικαστική συμπαράσταση, ανάκληση διορισμού
1. Δεν διορίζονται υπάλληλοι:
α) Όσοι καταδικάσθηκαν για κακούργημα και σε οποιαδήποτε ποινή για κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, απάτη με υπολογιστή, εκβίαση, πλαστογραφία, πλαστογραφία πιστοποιητικών, απιστία δικηγόρου, απιστία, δωροληψία, δωροδοκία, παράνομη βεβαίωση ή είσπραξη δικαιωμάτων του Δημοσίου, παράβαση καθήκοντος, ψευδή βεβαίωση, υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, υπεξαγωγή εγγράφων, οποιοδήποτε άλλο έγκλημα σχετικά με την υπηρεσία, οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, οποιοδήποτε έγκλημα του Τέταρτου και Πέμπτου Κεφαλαίου του Δεύτερου Βιβλίου του Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019, Α' 95), περί εγκλημάτων κατά των πολιτειακών και πολιτικών οργάνων, κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας, της Βουλής, της Κυβέρνησης και οργάνων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, και περί προσβολών κατά της πολιτειακής εξουσίας, αντίστοιχα, οποιοδήποτε έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, εγκληματική οργάνωση, τρομοκρατικές πράξεις - τρομοκρατική οργάνωση, αξιόποινη υποστήριξη, παραβίαση της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, λαθρεμπορίας, όπλων, πυρομαχικών και τυχερών παιχνιδιών, τουλάχιστον δύο (2) φορές για συκοφαντική δυσφήμηση ή τουλάχιστον δύο (2) φορές για ψευδή καταμήνυση,
β) όσοι έχουν παραπεμφθεί με τελεσίδικο βούλευμα ή με απευθείας κλήση για κακούργημα ή με τελεσίδικο βούλευμα για πλημμέλημα της περ. α' έστω και αν το αδίκημα έχει παραγραφεί,
γ) αυτοί στους οποίους έχει επιβληθεί η παρεπόμενη ποινή της αποστέρησης δημόσιας θέσης ή δημόσιου ή αυτοδιοικητικού αξιώματος, που κατέχουν, και όσοι έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα, για όσο χρόνο διαρκεί η στέρηση αυτή,
δ) όσοι τελούν υπό στερητική δικαστική συμπαράσταση (πλήρη ή μερική), υπό επικουρική δικαστική συμπαράσταση (πλήρη ή μερική) και υπό τις δύο αυτές καταστάσεις,
ε) αυτοί των οποίων έχει ανακληθεί ο διορισμός, εφόσον προκλήθηκε με δόλο ή παρανομία από τους ίδιους σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 20 ή άλλη αντίστοιχη διάταξη, αν δεν παρέλθει δεκαετία από την ανάκληση. Γ ια τη διαπίστωση του ως άνω κωλύματος εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 9.
1Α. Το κώλυμα των περ. α) και β) της παρ. 1 αφορά και σε περιπτώσεις καταδίκης ή παραπομπής για απόπειρα τέλεσης ή για συμμετοχή στην τέλεση των ποινικών αδικημάτων που αναφέρονται στην περ. α) της παρ. 1.
2. Η ανικανότητα προς διορισμό αίρεται μόνο με την έκδοση του προεδρικού διατάγματος κατά την παρ. 1 του άρθρου 47 του Συντάγματος, που αίρει τις συνέπειες της ποινής.»
Άρθρο 4
Τροποποίηση της χρονικής περιόδου για διορισμό σε περίπτωση απόλυσης για πειθαρχικούς λόγους και επέκταση του κωλύματος διορισμού λόγω επιβολής της ποινής της οριστικής παύσης μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης - Τροποποίηση άρθρου 9 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 9 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί της απόλυσης από άλλη θέση για πειθαρχικούς λόγους, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο πρώτο εδάφιο, αα) μετά τις λέξεις «δημόσιου τομέα,» προστίθενται οι λέξεις «όπως αυτός οριοθετείται στην περ. α' της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α' 143), ή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου του δημόσιου τομέα που δεν περιλαμβάνεται στη Γενική Κυβέρνηση, όπως αυτή ορίζεται στο ανωτέρω άρθρο,», αβ) η λέξη «πενταετία» αντικαθίσταται από τη λέξη «δεκαετία», β) προστίθεται τρίτο εδάφιο και το άρθρο 9 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 9
Απόλυση από άλλη θέση για πειθαρχικούς λόγους
Δεν διορίζονται υπάλληλοι όσοι απολύθηκαν από θέση δημόσιας υπηρεσίας ή Ο.Τ.Α. ή άλλου νομικού προσώπου του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται στην περ. α'της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α' 143), ή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου του δημόσιου τομέα που δεν περιλαμβάνεται στη Γενική Κυβέρνηση, όπως αυτή ορίζεται στο ανωτέρω άρθρο, λόγω επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης ή λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας για σπουδαίο λόγο, οφειλόμενο σε υπαιτιότητα του εργαζομένου, αν δεν παρέλθει δεκαετία από την απόλυση. Γ ια τη διαπίστωση του ως άνω κωλύματος διορισμού υποβάλλεται υπεύθυνη δήλωση από τον ενδιαφερόμενο, το αληθές περιεχόμενο της οποίας ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από την αρμόδια υπηρεσία διορισμού με βάση τα στοιχεία που τηρούνται στο Μητρώο Απογραφής Ελληνικού Δημοσίου. Το παρόν ισχύει και για όσους υπαλλήλους απώλεσαν την υπαλληλική τους ιδιότητα και ακολούθως τους επιβλήθηκε αμετάκλητα η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης λόγω συνέχισης της πειθαρχικής διαδικασίας μετά τη λύση της υπαλληλικής τους σχέσης.»
Άρθρο 5
Προθεσμία για την ολοκλήρωση της διαδικασίας ανάκλησης του διορισμού - Προσθήκη παρ. 5 στο άρθρο 20 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 20 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
(ν. 3528/2007, Α' 26), περί της ανάκλησης διορισμού, προστίθεται παρ. 5 και μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις το άρθρο 20 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 20 Ανάκληση διορισμού
1. Η πράξη διορισμού ανακαλείται υποχρεωτικά, εάν ο διοριζόμενος δεν αποδέχτηκε τον διορισμό ρητώς ή σιωπηρώς ή δεν εκπλήρωσε άλλες νόμιμες πρόσθετες υποχρεώσεις πριν από την ανάληψη υπηρεσίας.
2. Η πράξη διορισμού, που έγινε κατά παράβαση νόμου, ανακαλείται εντός διετίας από τη δημοσίευσή της. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής η πράξη διορισμού ανακαλείται, εάν αυτός που διορίστηκε προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία ή εάν ο διορισμός του έγινε κατά παράβαση των άρθρων 4 και 8 του παρόντος Κώδικα.
3. Ο υπάλληλος, του οποίου η πράξη διορισμού ανακλήθηκε κατά την παρ. 2, υπέχει τις ευθύνες των δημοσίων υπαλλήλων για τον χρόνο κατά τον οποίο άσκησε τα καθήκοντά του και οι πράξεις του είναι έγκυρες.
4. Οι διατάξεις της παρ. 2 για απαγόρευση ανάκλησης της πράξης διορισμού μετά την πάροδο διετίας δεν εφαρμόζονται, όταν η πράξη διορισμού ακυρώνεται δικαστικώς.
5. Η διάρκεια της διαδικασίας ανάκλησης του διορισμού από το αρμόδιο όργανο δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις (3) μήνες.»
Άρθρο 6
Χρόνος αναστολής άσκησης καθηκόντων και αργίας μη υπολογιζόμενος για προαγωγή - Τροποποίηση άρθρου 89 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 89 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί του χρόνου που δεν υπολογίζεται για προαγωγή, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην περ. β), αα) οι λέξεις «αργίας που επήλθε» αντικαθίστανται από τις λέξεις «αναστολής άσκησης καθηκόντων ή/και της αργίας που επιβλήθηκε», αβ) μετά τη λέξη «κατέληξε» προστίθεται, σε δύο σημεία, η λέξη «αμετάκλητα», β) η περ. στ), περί του χρόνου αναστολής άσκησης καθηκόντων, καταργείται και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 89 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 89
Χρόνος μη υπολογιζόμενος για προαγωγή
Στον χρόνο για προαγωγή δεν υπολογίζονται: α) ο χρόνος της διαθεσιμότητας, β) ο χρόνος της αναστολής άσκησης καθηκόντων ή/και της αργίας που επιβλήθηκε είτε εξαιτίας ποινικής δίωξης που κατέληξε αμετάκλητα σε οποιαδήποτε καταδίκη είτε εξαιτίας πειθαρχικής δίωξης που κατέληξε αμετάκλητα σε πειθαρχική ποινή τουλάχιστον προστίμου αποδοχών τριών (3) μηνών, γ) ο χρόνος της αδικαιολόγητης αποχής από τα καθήκοντα, δ) ο χρόνος της προσωρινής παύσης και ε) ο χρόνος της άδειας άνευ αποδοχών που δεν αποτελεί χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας.»
Άρθρο 7
Διεύρυνση των περιπτώσεων θέσης υπαλλήλου σε αυτοδίκαιη αργία - Τροποποίηση παρ. 1 και 2 άρθρου 103 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 103 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί της αυτοδίκαιης αργίας, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 1, αα) στην περ. α), (i) μετά τις λέξεις «προσωρινής κράτησης» προστίθενται οι λέξεις «ή βούλευμα ή», (ii) μετά τις λέξεις «με εγγύηση» προστίθενται οι λέξεις «ή ανεστάλη η εκτέλεση της ποινής ή της απόφασης ή ο υπάλληλος στον οποίο επιβλήθηκε κατ' οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση ή περιοριστικοί όροι σε αντικατάσταση προσωρινής κράτησης», αβ) προστίθεται περ. δ), β) στην παρ. 2 προστίθεται δεύτερο εδάφιο και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 103 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 103
Αυτοδίκαιη αργία
1. Τίθεται αυτοδίκαια σε αργία:
α) Ο υπάλληλος, ο οποίος στερήθηκε την προσωπική του ελευθερία, ύστερα από ένταλμα προσωρινής κράτησης ή βούλευμα ή δικαστική απόφαση, έστω και αν απολύθηκε με εγγύηση ή ανεστάλη η εκτέλεση της ποινής ή της απόφασης ή ο υπάλληλος στον οποίο επιβλήθηκε κατ' οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση ή περιοριστικοί όροι σε αντικατάσταση προσωρινής κράτησης.
β) Ο υπάλληλος, στον οποίο επιβλήθηκε η ποινή της οριστικής παύσης. Η αργία αρχίζει από την κοινοποίηση της πειθαρχικής απόφασης και λήγει την τελευταία ημέρα της προθεσμίας άσκησης προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή την ημέρα που δημοσιεύθηκε η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφόσον έχει ασκηθεί προσφυγή.
γ) Ο υπάλληλος, σε βάρος του οποίου ασκήθηκε ποινική δίωξη για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή για οποιοδήποτε έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής.
δ) Ο υπάλληλος, σε βάρος του οποίου ασκήθηκε ποινική δίωξη για οποιοδήποτε κακούργημα.
2. Ο υπάλληλος επανέρχεται αυτοδίκαια στα καθήκοντά του, εάν εκλείψει ο λόγος για τον οποίο έχει τεθεί σε αργία. Υπάλληλος, ο οποίος τέθηκε σε αργία σύμφωνα με τις περ. γ) και δ) της παρ. 1 επανέρχεται αυτοδίκαια στα καθήκοντά του, αν αθωωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.
3. Η διαπιστωτική πράξη θέσης σε αργία ή επανόδου εκδίδεται από το αρμόδιο για τον διορισμό όργανο.»
Άρθρο 8
Άρση αναστολής άσκησης καθηκόντων, αρμόδιο όργανο έκδοσης πράξης δυνητικής αργίας ή επαναφοράς στα καθήκοντα υπαλλήλου - Δυνατότητα υποχρεωτικής μετακίνησης ή μετάθεσης υπαλλήλου ως διοικητικού μέτρου - Τροποποίηση άρθρου 104 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 104 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί της δυνητικής θέσης σε αργία και της αναστολής άσκησης καθηκόντων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στον τίτλο, προστίθενται οι λέξεις «- Μετακίνηση ή μετάθεση υπαλλήλου», β) στην παρ. 1, βα) στο εισαγωγικό εδάφιο, μετά τις λέξεις «σε αργία» προστίθενται οι λέξεις «, κατόπιν γνωμοδότησης του πειθαρχικού συμβουλίου,», ββ) στο πρώτο εδάφιο της περ. α' προστίθενται οι λέξεις «με την επιφύλαξη των περ. γ' και δ' της παρ. 1 του άρθρου 103», γ) στην παρ. 2, γα) το δεύτερο εδάφιο, περί του χρόνου γνωμοδότησης από το πειθαρχικό συμβούλιο για τη θέση του υπαλλήλου σε αργία, καταργείται και γβ) το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται, δ) στην παρ. 3, στο πρώτο εδάφιο, μετά τις λέξεις «οικείο Υπουργό» προστίθενται οι λέξεις «ή τον επικεφαλής της Ανεξάρτητης Αρχής», ε) στην παρ. 5, στο δεύτερο εδάφιο, πριν από τις λέξεις «της πειθαρχικής απόφασης» προστίθενται οι λέξεις «την κοινοποίηση», στ) προστίθεται παρ. 6 και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 104 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 104
Δυνητική θέση σε αργία - Αναστολή άσκησης καθηκόντων - Μετακίνηση ή μετάθεση υπαλλήλου
1. Αν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος μπορεί να τίθεται σε αργία, κατόπιν γνωμοδότησης του πειθαρχικού συμβουλίου, ο υπάλληλος, κατά του οποίου:
α) Έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για αδίκημα, το οποίο μπορεί να επισύρει την έκπτωση από την υπηρεσία με την επιφύλαξη των περ. γ' και δ' της παρ. 1 του άρθρου 103. Ειδικά, προκειμένου για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος ο υπάλληλος μπορεί να τίθεται σε αργία, εφόσον έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο για το αδίκημα αυτό.
β) Έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη για παράπτωμα, το οποίο μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης.
γ) Υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για έκνομη διαχείριση, οι οποίες στηρίζονται σε έκθεση της προϊσταμένης αρχής ή αρμόδιου επιθεωρητή.
2. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος και πριν γνωμοδοτήσει το πειθαρχικό συμβούλιο, μπορεί να επιβληθεί στον υπάλληλο από το ανώτατο μονοπρόσωπο όργανο διοίκησης του φορέα, όπου υπηρετεί, το μέτρο της αναστολής άσκησης των καθηκόντων του. Η αναστολή άσκησης των καθηκόντων αίρεται αυτοδίκαια, εάν μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την κοινοποίηση στον υπάλληλο του μέτρου της αναστολής δεν του κοινοποιηθεί η πράξη της παρ. 3 κατόπιν γνωμοδότησης του πειθαρχικού συμβουλίου.
3. Η πράξη, με την οποία ο υπάλληλος τίθεται σε δυνητική αργία ή επαναφέρεται στα καθήκοντά του, εκδίδεται από τον οικείο Υπουργό ή τον επικεφαλής της Ανεξάρτητης Αρχής ή το ανώτατο μονομελές όργανο διοίκησης των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή, αν δεν υπάρχει, από τον Πρόεδρο του συλλογικού οργάνου διοίκησης των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ύστερα από γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου. Για τη θέση του υπαλλήλου σε αργία απαιτείται προηγούμενη ακρόαση αυτού από το πειθαρχικό συμβούλιο.
4. Εντός τρίμηνης αποκλειστικής προθεσμίας από την πάροδο ενός (1) έτους από τη θέση σε αργία, το πειθαρχικό συμβούλιο υποχρεούται να γνωμοδοτήσει, ύστερα από ερώτημα του αρμόδιου διοικητικού οργάνου για τη συνέχιση ή μη της αργίας, άλλως η αργία αίρεται. Σε κάθε περίπτωση, η αργία αίρεται αυτοδίκαια μετά από την πάροδο δύο (2) ετών από την έκδοση της απόφασης θέσης του υπαλλήλου σε αργία.
5. Η αργία αρχίζει από την κοινοποίηση στον υπάλληλο της σχετικής πράξης. Ο υπάλληλος επανέρχεται στα καθήκοντά του από την κοινοποίηση της πράξης επαναφοράς ή αυτοδίκαια από την τελεσιδικία της ποινικής απόφασης που δεν συνεπάγεται έκπτωση ή την κοινοποίηση της πειθαρχικής απόφασης, η οποία δεν επιβάλλει την ποινή της οριστικής παύσης ή από τη συμπλήρωση της διετίας κατά την παρ. 4.
6. Σε περιπτώσεις δημοσίου συμφέροντος, ο υπάλληλος δύναται, με απόφαση του αρμόδιου οργάνου, να μετακινείται υποχρεωτικά ή να μετατίθεται κατόπιν σύμφωνης γνώμης του υπηρεσιακού συμβουλίου από την οργανική μονάδα, όπου υπηρετεί, για τη διασφάλιση της αντικειμενικότητας της διαδικασίας διερεύνησης διάπραξης πειθαρχικού παραπτώματος ή ποινικού αδικήματος και της εύρυθμης λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας. Σε περίπτωση μετάθεσης, το υπηρεσιακό συμβούλιο εξετάζει κατ' απόλυτη προτεραιότητα το ερώτημα και γνωμοδοτεί εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών.»
Άρθρο 9
Προσθήκη της αναστολής καθηκόντων στις περιπτώσεις αποχής υπαλλήλου από τα υπηρεσιακά καθήκοντα - Δυνατότητα επιστροφής στην οργανική μονάδα σε περίπτωση υποχρεωτικής μετακίνησης ή μετάθεσης - Τροποποίηση άρθρου 105 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 105 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί των συνεπειών της αργίας, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στον τίτλο, προστίθενται οι λέξεις «, αναστολής άσκησης καθηκόντων - υποχρεωτικής μετακίνησης ή μετάθεσης», β) στην παρ. 1, μετά τις λέξεις «ο οποίος» προστίθενται οι λέξεις «έχει τεθεί σε αναστολή καθηκόντων ή», γ) στην παρ. 2, γα) στο δεύτερο εδάφιο, i) η λέξη «τελεσίδικη» αντικαθίσταται από τη λέξη «αμετάκλητη», ii) οι λέξεις «με πειθαρχική ποινή κατώτερη από την οριστική παύση» αντικαθίστανται από τις λέξεις «αμετάκλητα με πειθαρχική ποινή προστίμου αποδοχών έως τεσσάρων (4) μηνών», γβ) στο τρίτο εδάφιο, οι λέξεις «από κάθε πειθαρχική ευθύνη» αντικαθίστανται από τις λέξεις «αμετάκλητα από κάθε πειθαρχική ευθύνη ή δεν επιβληθεί πειθαρχική ποινή», και γγ) στο τέταρτο εδάφιο, ο αριθμός «2» αντικαθίσταται από τον αριθμό «5», δ) στην παρ. 3, δα) μετά τη λέξη «επιβλήθηκε» προστίθενται οι λέξεις «από το πειθαρχικό συμβούλιο», δβ) οι λέξεις «για το παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων του, δεν» αντικαθίστανται από τις λέξεις «, παύει να», ε) η παρ. 4 αντικαθίσταται, στ) προστίθεται παρ. 5 και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 105 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 105
Συνέπειες αργίας, αναστολής άσκησης καθηκόντων - υποχρεωτικής μετακίνησης ή μετάθεσης
1. Ο υπάλληλος, ο οποίος έχει τεθεί σε αναστολή καθηκόντων ή τελεί σε κατάσταση αργίας, απέχει από την άσκηση των κύριων και παρεπόμενων καθηκόντων του.
2. Στον υπάλληλο που τελεί σε κατάσταση αργίας ή αναστολής άσκησης καθηκόντων καταβάλλεται το ήμισυ των αποδοχών του. Το υπόλοιπο ή μέρος αυτού μπορεί να αποδοθεί σε αυτόν, μετά από ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου, εφόσον απαλλαγεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή τιμωρηθεί αμετάκλητα με πειθαρχική ποινή προστίμου αποδοχών έως τεσσάρων (4) μηνών. Εάν ο υπάλληλος απαλλαγεί αμετάκλητα από κάθε πειθαρχική ευθύνη ή δεν επιβληθεί πειθαρχική ποινή ή αποδειχθεί αβάσιμη η υπόνοια για έκνομη διαχείριση, επιστρέφεται το μέρος των αποδοχών που παρακρατήθηκε. Ειδικά στην περίπτωση αναστολής άσκησης καθηκόντων, το μέρος των αποδοχών που παρακρατήθηκε κατά τη διάρκεια αυτής επιστρέφεται αν ο υπάλληλος δεν τεθεί σε δυνητική αργία σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 104.
3. Ο υπάλληλος, στον οποίο επιβλήθηκε από το πειθαρχικό συμβούλιο πειθαρχική ποινή οριστικής παύσης, παύει να δικαιούται αποδοχές αργίας.
4. Κατά τη διάρκεια της αργίας και της αναστολής άσκησης καθηκόντων εφαρμόζονται τα άρθρα 31 έως 35, περί περιορισμών των υπαλλήλων και ασυμβίβαστων έργων ή ιδιοτήτων, και δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε υπηρεσιακή μεταβολή του υπαλλήλου.
5. Σε περίπτωση υποχρεωτικής μετακίνησης ή μετάθεσης σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 104, ο υπάλληλος δύναται να επανέλθει κατόπιν αίτησής του, στην οργανική μονάδα, από την οποία μετακινήθηκε ή μετατέθηκε, εφόσον απαλλαγεί από κάθε πειθαρχική ή ποινική ευθύνη ή δεν του επιβληθεί πειθαρχική ποινή ή του επιβληθεί οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή έως το πρόστιμο αποδοχών τεσσάρων (4) μηνών.»
Άρθρο 10
Διεύρυνση των πειθαρχικών παραπτωμάτων - Τροποποίηση παρ. 1 και 3 άρθρου 107 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 107 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί της απαρίθμησης των πειθαρχικών παραπτωμάτων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 1, αα) στην περ. γ), οι λέξεις «η παράβαση καθήκοντος» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τα εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία», αβ) στην περ. στ), προστίθενται οι λέξεις «ή η παράλειψη δήλωσης κωλύματος συμφέροντος», αγ) η περ. ζ) αντικαθίσταται, αδ) προστίθεται περ. ζα), αε) στην περ. ιη), οι λέξεις «Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές, τον Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Ανεξάρτητες Αρχές», αστ) προστίθεται περ. ιθα), αζ) στο τέλος της περ. κδ) προστίθενται οι λέξεις «ή η παράλειψη ή καθυστέρηση έκδοσης διαπιστωτικής πράξης έκπτωσης από την υπηρεσία», αη) στο τέλος της περ. κε) προστίθενται οι λέξεις «ή η συμμετοχή σε εταιρείες κατά παράβαση του άρθρου 32 ή η άσκηση έργων ασυμβίβαστων με την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου σύμφωνα με τα άρθρα 33 και 34», αθ) στην περ. λ), μετά τις λέξεις «πειθαρχικό παράπτωμα» προστίθενται οι λέξεις «της μη εμφάνισης ή της άρνησης κατάθεσης μάρτυρα χωρίς εύλογη αιτία», αι) οι περ. λα) και λβ) αντικαθίστανται, αια) στο τέλος της περ. λγ) προστίθενται οι λέξεις «, με την επιφύλαξη του άρθρου 20 περί ανάκλησης διορισμού,», και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 107 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 107
Απαρίθμηση πειθαρχικών παραπτωμάτων
1. Πειθαρχικά παραπτώματα είναι: α) Πράξεις με τις οποίες εκδηλώνεται άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος ή έλλειψη αφοσίωσης στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία.
β) Κάθε παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος που προσδιορίζεται από τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν στον υπάλληλο οι κείμενες διατάξεις, εντολές και οδηγίες. Το υπαλληλικό καθήκον σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλει στον υπάλληλο πράξη ή παράλειψη που να αντίκειται προς τις διατάξεις του Συντάγματος και των νόμων, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 25 του παρόντος.
γ) Τα εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους.
δ) Η απόκτηση οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου του υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών.
ε) Η αναξιοπρεπής ή ανάρμοστη ή ανάξια για υπάλληλο συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας.
στ) Η παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας ή η παράλειψη δήλωσης κωλύματος συμφέροντος.
ζ) Η παραβίαση της αρχής της ισότητας, των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης, σύμφωνα με τον ν. 3896/2010 (Α'207), η παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και της καταπολέμησης των διακρίσεων λόγω φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, σύμφωνα με τον ν. 4443/2016 (Α' 232, διόρθωση σφάλματος Α' 23/1.3.2017), η χρήση γλώσσας έμφυλης διάκρισης, κατά την άσκηση των καθηκόντων.
ζα) Η εκδήλωση κάθε μορφής βίας και παρενόχλησης στην εργασία, σύμφωνα με τον ν. 4808/2021 (Α' 101), κατά την άσκηση των καθηκόντων.
η) Η παραβίαση της υποχρέωσης εχεμύθειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26 του παρόντος. θ) Η σοβαρή απείθεια.
ι) Η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων.
ια) Η παραβίαση των υποχρεώσεων του άρθρου 27 του παρόντος, καθώς και η αδικαιολόγητη προτίμηση νεότερων υποθέσεων με παραμέληση παλαιότερων.
ιβ) Η άρνηση παροχής πληροφόρησης στους πολίτες και τις αρχές.
ιγ) Η προδήλως αδικαιολόγητη μη εξυπηρέτηση των πολιτών και η υπαίτια μη έγκαιρη διεκπεραίωση των υποθέσεών τους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
ιδ) Η χρησιμοποίηση της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας ή πληροφοριών που κατέχει ο υπάλληλος λόγω της υπηρεσίας ή της θέσης του, για εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων του ίδιου ή τρίτων προσώπων.
ιε) Η αδικαιολόγητη άρνηση προσέλευσης για ιατρική εξέταση.
ιστ) Η άμεση ή μέσω τρίτου προσώπου συμμετοχή σε δημοπρασία την οποία διενεργεί επιτροπή, μέλος της οποίας είναι ο υπάλληλος ή όταν η επιτροπή αυτή υπάγεται στην αρχή στην οποία ο υπάλληλος υπηρετεί.
ιζ) Η κακόβουλη άσκηση κριτικής των πράξεων της προϊσταμένης αρχής που γίνεται δημοσίως, γραπτώς ή προφορικώς, με σκόπιμη χρήση εν γνώσει εκδήλως ανακριβών στοιχείων ή με χαρακτηριστικά απρεπείς εκφράσεις.
ιη) Η άρνηση σύμπραξης, συνεργασίας, χορήγησης στοιχείων ή εγγράφων κατά τη διεξαγωγή έρευνας, επιθεώρησης ή ελέγχου από Ανεξάρτητες Αρχές και τα ιδιαίτερα Σώματα και Υπηρεσίες Επιθεώρησης και Ελέγχου.
ιθ) Η αδικαιολόγητα μη έγκαιρη σύνταξη ή η σύνταξη μεροληπτικής έκθεσης αξιολόγησης ή η σύνταξη έκθεσης με κρίσεις ή χαρακτηρισμούς που δεν εξειδικεύονται με αναφορά συγκεκριμένων στοιχείων.
κ) Η άρνηση υπαλλήλου να λάβει μέρος, να διευκολύνει ή να προβεί στη διαδικασία αξιολόγησης είτε ως αξιολογητής είτε ως αξιολογούμενος. κα) Η άρνηση ή παρέλκυση εκτέλεσης υπηρεσίας. κβ) Η χρησιμοποίηση τρίτων προσώπων για την απόκτηση υπηρεσιακής εύνοιας ή την πρόκληση ή ματαίωση εντολής της υπηρεσίας.
κγ) Η σύναψη στενών κοινωνικών σχέσεων με πρόσωπα, με αφορμή τον χειρισμό θεμάτων αρμοδιότητας του υπαλλήλου από την αντιμετώπιση των οποίων εξαρτώνται ουσιώδη συμφέροντα των προσώπων αυτών.
κδ) Η φθορά λόγω ασυνήθιστης χρήσης, η εγκατάλειψη ή η παράνομη χρήση πράγματος το οποίο ανήκει στην υπηρεσία.
κε) Η παράλειψη από τα πειθαρχικά όργανα δίωξης και τιμωρίας πειθαρχικού παραπτώματος, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 110 του παρόντος ή η παράλειψη ή καθυστέρηση έκδοσης διαπιστωτικής πράξης έκπτωσης από την υπηρεσία.
κστ) Η άσκηση εργασίας ή έργου με αμοιβή χωρίς προηγούμενη άδεια της υπηρεσίας ή η συμμετοχή σε εταιρείες κατά παράβαση του άρθρου 32 ή η άσκηση έργων ασυμβίβαστων με την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου σύμφωνα με τα άρθρα 33 και 34. κζ) Η απλή απείθεια.
κη) Η μη τήρηση του ωραρίου από τον υπάλληλο και η παράλειψη του προϊσταμένου να ελέγχει την τήρησή του.
κθ) Η αμέλεια ή ατελής εκπλήρωση του υπηρεσιακού καθήκοντος.
κι) Η άρνηση συνεργασίας με τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ.Ε.Π.) και η μη εφαρμογή των διατάξεων περί απλούστευσης των διαδικασιών και καταπολέμησης της γραφειοκρατίας.
λ) Το ειδικό πειθαρχικό παράπτωμα της μη εμφάνισης ή της άρνησης κατάθεσης μάρτυρα χωρίς εύλογη αιτία που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 130.
λα) Η μη εκτέλεση τελεσίδικης πειθαρχικής απόφασης σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 144.
λβ) Η μη ανάρτηση ή η μη έγκαιρη ανάρτηση στο διαδίκτυο των πράξεων που είναι αναρτητέες σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 77 του ν. 4727/2020 (Α'184).
λγ) Η κατάθεση, η χρήση, η συμπερίληψη και η διατήρηση στον ατομικό υπηρεσιακό φάκελο υπαλλήλου, πλαστού, νοθευμένου ή παραποιημένου πιστοποιητικού ή τίτλου ή βεβαιώσεως, με την επιφύλαξη του άρθρου 20 περί ανάκλησης διορισμού.
λδ) Οποιαδήποτε πράξη κατά της γενετήσιας ελευθερίας, καθώς και ειδικότερα η προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας άλλου προσώπου ή και οποιαδήποτε πράξη οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, εντός και εκτός υπηρεσίας. Επιβαρυντική περίσταση αποτελεί η τέλεση των πράξεων αυτών σε βάρος ανηλίκων ή και η τέλεση των πράξεων αυτών από υπαλλήλους κατά κατάχρηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων.
2. Διατάξεις που ορίζουν ειδικά πειθαρχικά παραπτώματα διατηρούνται σε ισχύ.
3. Σε καμία περίπτωση, δεν συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά ή αναξιοπρεπή ή ανάξια για υπάλληλο διαγωγή κατά την έννοια της περ. ε) της παρ. 1 του παρόντος άρθρου η άσκηση συνδικαλιστικής, πολιτικής ή κοινωνικής δράσης.»
Άρθρο 11
Εφαρμογή των ευμενέστερων διατάξεων ουσιαστικού δικαίου στην πειθαρχική διαδικασία - Προσθήκη παρ. 3 στο άρθρο 108 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 108 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί της εφαρμογής αρχών και κανόνων του ποινικού δικαίου, προστίθεται παρ. 3 και το άρθρο διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 108
Εφαρμογή αρχών και κανόνων του ποινικού δικαίου
1. Αρχές και κανόνες του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας εφαρμόζονται αναλόγως και στο πειθαρχικό δίκαιο, εφόσον δεν αντίκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου και συνάδουν με τη φύση και τον σκοπό της πειθαρχικής διαδικασίας.
2. Εφαρμόζονται ιδίως οι αρχές και οι κανόνες που αφορούν:
α) τους λόγους αποκλεισμού της υπαιτιότητας και της ικανότητας προς καταλογισμό, β) τις ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές περιστάσεις για την επιμέτρηση της πειθαρχικής ποινής, γ) την έμπρακτη μετάνοια, δ) το δικαίωμα σιγής του πειθαρχικώς διωκομένου, ε) την πραγματική και νομική πλάνη, στ) το τεκμήριο της αθωότητας του πειθαρχικώς διωκομένου,
ζ) την προστασία των δικαιολογημένων συμφερόντων του πειθαρχικώς διωκομένου ή της υπηρεσίας για τη διατύπωση δυσμενών κρίσεων και εκφράσεων ή τη διενέργεια εκδηλώσεων εκ μέρους του εν λόγω υπαλλήλου εφόσον δεν στοιχειοθετείται το πειθαρχικό παράπτωμα της αναξιοπρεπούς ή ανάρμοστης ή ανάξιας για υπάλληλο συμπεριφοράς.
3. Αν από την τέλεση του πειθαρχικού παραπτώματος μέχρι το πέρας της πειθαρχικής διαδικασίας ίσχυσαν περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον διωκόμενο ουσιαστικού δικαίου διατάξεις.»
Άρθρο 12
Διεύρυνση πειθαρχικών ποινών - Αντικατάσταση παρ. 1, προσθήκη παρ. 1Α και τροποποίηση παρ. 3 και 4 άρθρου 109 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 109 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί των πειθαρχικών ποινών, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) η παρ. 1 αντικαθίσταται, β) προστίθεται παρ. 1Α, γ) στην παρ. 3, γα) στο πρώτο εδάφιο, η παραπομπή στις «περ. γ) έως ζ)» αντικαθίσταται από την παραπομπή στις «περ. ε) έως θ)», γβ) το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται, δ) στην παρ. 4, δα) στο τέλος του δευτέρου εδαφίου της περ. α), προστίθενται οι λέξεις «ή πάνω από πενήντα (50) εργάσιμες ημέρες εντός μίας διετίας», δβ) στην περ. β), i) προστίθεται η παραπομπή στην περ. «κε)» και ii) προστίθεται δεύτερο εδάφιο, δγ) στην περ. γ), η παραπομπή στην «περίπτωση η)» αντικαθίστανται από την παραπομπή στην «περ. ιδ) της παρ. 1Α», δδ) στην περ. δ), προστίθεται παραπομπή στην περ. «λγ)» και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 109 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 109
Πειθαρχικές ποινές
1. Οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται στους υπαλλήλους είναι: α) η έγγραφη επίπληξη,
β) το πρόστιμο έως τις αποδοχές δώδεκα (12) μηνών, γ) η στέρηση του δικαιώματος χορήγησης μισθολογικού κλιμακίου από ένα (1) έως πέντε (5) έτη, δ) η αφαίρεση έως τεσσάρων (4) μισθολογικών κλιμακίων,
ε) η στέρηση του δικαιώματος για προαγωγή από ένα (1) έως πέντε (5) έτη,
στ) η στέρηση του δικαιώματος συμμετοχής σε διαδικασία επιλογής προϊσταμένου οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου και η απαγόρευση άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου κατ' αναπλήρωση ή με ειδικές διατάξεις για διάστημα από ένα (1) έως πέντε (5) έτη, ζ) η αφαίρεση της άσκησης των καθηκόντων προϊσταμένου οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου για τη θητεία ή το υπόλοιπό της και η απαγόρευση άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου με γενικές ή ειδικές διατάξεις για διάστημα από ένα (1) έως πέντε (5) έτη, η) ο υποβιβασμός έως δύο (2) βαθμούς, θ) η προσωρινή παύση από τρεις (3) έως δώδεκα (12) μήνες με πλήρη στέρηση των αποδοχών και ι) η οριστική παύση.
1Α. Η ποινή της οριστικής παύσης της περ. ι) της παρ. 1 μπορεί να επιβληθεί μόνο για τα ακόλουθα παραπτώματα:
α) Των πράξεων, με τις οποίες εκδηλώνεται άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος ή έλλειψη αφοσίωσης στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία, β) της άσκησης εργασίας ή έργου με αμοιβή χωρίς προηγούμενη άδεια της υπηρεσίας ή της συμμετοχής σε εταιρείες κατά παράβαση του άρθρου 32 ή της άσκησης έργων ασυμβίβαστων με την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου σύμφωνα με τα άρθρα 33 και 34, γ) της κατάθεσης, χρήσης, συμπερίληψης και διατήρησης στον ατομικό υπηρεσιακό φάκελο υπαλλήλου, πλαστού, νοθευμένου ή παραποιημένου πιστοποιητικού ή τίτλου ή βεβαίωσης, με την επιφύλαξη του άρθρου 20, δ) οποιασδήποτε πράξης κατά της γενετήσιας ελευθερίας, και ειδικότερα της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας άλλου προσώπου ή και οποιασδήποτε πράξης οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, εντός και εκτός υπηρεσίας,
ε) των εγκλημάτων σχετικά με την υπηρεσία κατά τον Ποινικό Κώδικα (ν. 4619/2019, Α' 95) ή άλλους ειδικούς νόμους,
στ) της απόκτησης οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου του υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών,
ζ) της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής εντός ή εκτός υπηρεσίας, η) της παράβασης της υποχρέωσης εχεμύθειας, θ) της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων πάνω από είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες συνεχώς ή πάνω από τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός (1) έτους ή πάνω από πενήντα (50) εργάσιμες ημέρες εντός μίας διετίας, ι) της εξαιρετικώς σοβαρής απείθειας, ια) της άμεσης ή μέσω τρίτου προσώπου συμμετοχής σε δημοπρασία την οποία διενεργεί επιτροπή, μέλος της οποίας είναι ο υπάλληλος ή όταν η επιτροπή αυτή υπάγεται στον φορέα, στον οποίο ο υπάλληλος υπηρετεί, ιβ) της εμμονής σε άρνηση προσέλευσης για εξέταση από υγειονομική επιτροπή, ιγ) της για δύο (2) συνεχόμενες αξιολογικές περιόδους άρνησης υπαλλήλου να λάβει μέρος, να διευκολύνει ή να προβεί στη διαδικασία αξιολόγησης είτε ως αξιολογητής είτε ως αξιολογούμενος,
ιδ) για οποιοδήποτε παράπτωμα, αν κατά τα τρία (3) προηγούμενα έτη από τη διάπραξή του, είχαν επιβληθεί στον υπάλληλο τρεις (3) τουλάχιστον πειθαρχικές ποινές ανώτερες του προστίμου αποδοχών ενός (1) μηνός ή αν κατά τα δύο (2) προηγούμενα έτη από τη διάπραξή του, ο υπάλληλος είχε τιμωρηθεί για το ίδιο παράπτωμα με ποινή ανώτερη του προστίμου αποδοχών ενός (1) μηνός.
2. Για την επιβολή οποιασδήποτε πειθαρχικής ποινής σε υπάλληλο συνεκτιμώνται οι ιδιαίτερες συνθήκες τέλεσης του παραπτώματος, η εν γένει προσωπικότητα του υπαλλήλου, καθώς και η υπηρεσιακή του εικόνα όπως προκύπτει από το προσωπικό του μητρώο και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας.
3. Όταν επιβάλλονται οι πειθαρχικές ποινές των περ. ε) έως θ) της παρ. 1 και συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις, το πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να επιβάλει επιπλέον διοικητική κύρωση από τρεις χιλιάδες (3.000) έως τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ. Όταν επιβάλλεται η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης και πρόκειται για πειθαρχικά παραπτώματα των περ. γ) περί εγκλημάτων σχετικά με την υπηρεσία κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους, δ) περί απόκτησης οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου του υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών και ε) περί αναξιοπρεπούς ή ανάρμοστης ή ανάξιας για υπάλληλο συμπεριφοράς εντός ή εκτός υπηρεσίας της παρ. 1 του άρθρου 107 που σχετίζονται με οικονομικό αντικείμενο, καθώς και των περ. κε) περί άσκησης εργασίας ή έργου με αμοιβή χωρίς προηγούμενη άδεια της υπηρεσίας ή συμμετοχής σε εταιρείες κατά παράβαση του άρθρου 32 ή άσκησης έργων ασυμβίβαστων με την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου σύμφωνα με τα άρθρα 33 και 34, και λγ) περί κατάθεσης, χρήσης, συμπερίληψης και διατήρησης στον ατομικό υπηρεσιακό φάκελο υπαλλήλου, πλαστού, νοθευμένου ή παραποιημένου πιστοποιητικού ή τίτλου ή βεβαίωσης, με την επιφύλαξη του άρθρου 20 περί ανάκλησης διορισμού, της παρ. 1 του άρθρου 107, το πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να επιβάλει επιπλέον διοικητική κύρωση από δέκα χιλιάδες (10.000) έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ.
4. α. Για τα παραπτώματα των περ. α), γ), δ), θ) της παρ. 1 του άρθρου 107 δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή κατώτερη του υποβιβασμού.
Για το παράπτωμα της περ. ι) της παρ. 1 του άρθρου 107 δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή κατώτερη του υποβιβασμού, εφόσον η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων υπερβαίνει τις είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες συνεχώς ή τις τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός (1) έτους ή πάνω από πενήντα (50) εργάσιμες ημέρες εντός μίας διετίας.
β. Για τα παραπτώματα των περ. ιδ), ιε), ιστ), ιη), ιθ), κα), κβ), κδ), κε) της παρ. 1 του άρθρου 107 δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή κατώτερη του προστίμου. Για το παράπτωμα της περ. ιθα) της παρ. 1 του άρθρου 107, περί άρνησης υπαλλήλου να λάβει μέρος, να διευκολύνει ή να προβεί στη διαδικασία αξιολόγησης είτε ως αξιολογητής είτε ως αξιολογούμενος, δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή κατώτερη του προστίμου, ίσου με τις αποδοχές δύο (2) μηνών.
γ. Για τα λοιπά παραπτώματα μπορεί να επιβληθεί οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή με εξαίρεση την οριστική παύση, με την επιφύλαξη της περ. ιδ) της παρ. 1Α.
δ. Για τα παραπτώματα των περ. λγ) και λδ) της παρ. 1 του άρθρου 107 δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή κατώτερη της προσωρινής παύσης.»
Άρθρο 13
Προστασία από πειθαρχική δίωξη προσώπων που αναφέρουν παραβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν. 4990/2022 - Τροποποίηση άρθρου 110 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 110 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί της δίωξης πειθαρχικών παραπτωμάτων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 2, αα) στο δεύτερο εδάφιο, οι λέξεις «τον αμέσως ανώτερο πειθαρχικώς προϊστάμενο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τους ανώτερους πειθαρχικώς προϊσταμένους», αβ) στο τρίτο εδάφιο, οι λέξεις «και τίθεται στο προσωπικό του μητρώο» διαγράφονται, αγ) το τέταρτο εδάφιο περί μη χρησιμοποίησης του αντιγράφου για δυσμενή κρίση του υπαλλήλου καταργείται, β) στην παρ. 3, οι λέξεις «δίωξη για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα» αντικαθίστανται από τις λέξεις «πειθαρχική δίωξη για την ίδια πράξη», γ) στην παρ. 5, μετά τις λέξεις «δημόσιου τομέα» προστίθενται οι λέξεις «, όπως αυτός οριοθετείται στην περ. α' της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α' 143), ή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου του δημόσιου τομέα που δεν περιλαμβάνεται στη Γενική Κυβέρνηση, όπως αυτή ορίζεται στο ανωτέρω άρθρο,», δ) προστίθεται παρ. 7 και το άρθρο 110 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 110
Δίωξη πειθαρχικών παραπτωμάτων
1. Η δίωξη και η τιμωρία πειθαρχικών παραπτωμάτων αποτελεί καθήκον των πειθαρχικών οργάνων.
2. Κατ' εξαίρεση, για παραπτώματα που θα επέσυραν την ποινή της έγγραφης επίπληξης, η δίωξη απόκειται στη διακριτική εξουσία των πειθαρχικών οργάνων, τα οποία λαμβάνουν υπόψη αφενός το συμφέρον της υπηρεσίας και αφετέρου τις συνθήκες διάπραξής τους και την υπηρεσιακή γενικώς διαγωγή του υπαλλήλου. Αν το πειθαρχικό όργανο αποφασίσει να μην ασκήσει δίωξη, υποχρεούται να ενημερώσει, με αιτιολογημένη έκθεσή του, τους ανώτερους πειθαρχικώς προϊσταμένους. Αντίγραφο της έκθεσης χορηγείται στον υπάλληλο.
3. Δεν επιτρέπεται δεύτερη πειθαρχική δίωξη για την ίδια πράξη.
4. Η βαθμολογική ή η μισθολογική εξέλιξη του υπαλλήλου δεν αίρει το πειθαρχικώς κολάσιμο παραπτώματος που διαπράχτηκε πριν από την εξέλιξη αυτή.
5. Πράξεις που έχουν τελεστεί από υπάλληλο κατά τη διάρκεια προγενέστερης υπηρεσίας του σε δημόσια υπηρεσία, οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλο νομικό πρόσωπο του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται στην περ. α' της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α' 143), ή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου του δημόσιου τομέα που δεν περιλαμβάνεται στη Γενική Κυβέρνηση, όπως αυτή ορίζεται στο ανωτέρω άρθρο, τιμωρούνται πειθαρχικά, εάν δεν έχει παρέλθει ο χρόνος παραγραφής τους.
6. Αν σε υποθέσεις σχετικές με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α, 235, 236, 237 και 237Α του Ποινικού Κώδικα ασκείται πειθαρχική δίωξη εναντίον υπαλλήλου ο οποίος, με τις πληροφορίες που παρέσχε στις διωκτικές αρχές, συνέβαλε ουσιωδώς στην αποκάλυψη και δίωξή τους, για τη συνέχιση της διαδικασίας το πειθαρχικό όργανο οφείλει να αποδείξει ότι η δίωξη που άσκησε δεν οφείλεται στην προαναφερθείσα ουσιώδη συμβολή του υπαλλήλου.
7. Με την επιφύλαξη των παρ. 3 και 4 του άρθρου 18 του ν. 4990/2022 (Α' 210), περί προστασίας προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις ενωσιακού δικαίου, δεν διώκεται πειθαρχικά υπάλληλος, ο οποίος προέβη σε αναφορά παραβιάσεων, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν. 4990/2022, είτε με εσωτερική ή εξωτερική αναφορά είτε με δημόσια αποκάλυψη, καθώς και με αναφορά στα οικεία θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 4990/2022 περί προϋποθέσεων για την προστασία των αναφερόντων.»
Άρθρο 14
Νέες περιπτώσεις διακοπής και συνέχισης της παραγραφής πειθαρχικών παραπτωμάτων - Τροποποίηση παρ. 1, 2 και 3 άρθρου 112 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 112 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί της παραγραφής πειθαρχικών παραπτωμάτων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 1, αα) στο δεύτερο εδάφιο, προστίθενται οι παραπομπές στις περ. «, κε), λγ) και λδ)», αβ) στο τρίτο εδάφιο, προστίθενται οι παραπομπές στις περ. «, κε), λγ) και λδ)», β) στην παρ. 2, προστίθενται εδάφια, τρίτο και τέταρτο, γ) στην παρ. 3, γα) στο πρώτο εδάφιο, μετά τις λέξεις «πειθαρχικό συμβούλιο» προστίθενται οι λέξεις «με την έκδοση του παραπεμπτηρίου εγγράφου», γβ) στο δεύτερο εδάφιο, προστίθενται οι παραπομπές στις περ. «, κε), λγ) και λδ)» και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 112 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 112
Παραγραφή πειθαρχικών παραπτωμάτων
1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα παραγράφονται μετά πέντε (5) έτη από την ημέρα που διαπράχτηκαν. Τα πειθαρχικά παραπτώματα των περ. α), γ), δ), θ), ι), κε), λγ) και λδ) της παρ. 1 του άρθρου 107 παραγράφονται μετά επτά (7) έτη. Κατ' εξαίρεση για τα πειθαρχικά παραπτώματα των περ. δ), κε), λγ) και λδ) της παρ. 1 του άρθρου 107, η παραγραφή αρχίζει από την ημερομηνία που ο αρμόδιος πειθαρχικώς προϊστάμενος έλαβε γνώση της τέλεσης της πράξης.
2. Πειθαρχικό παράπτωμα το οποίο αποτελεί και ποινικό αδίκημα δεν παραγράφεται πριν παραγραφεί το ποινικό αδίκημα. Για τα παραπτώματα αυτά οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας διακόπτουν την παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος. Η έκδοση αμετάκλητου βουλεύματος ή αμετάκλητης ποινικής απόφασης, με την οποία παύει η ποινική δίωξη ή κηρύσσεται αθώος ο υπάλληλος, δεν αναιρεί τη διακοπή της παραγραφής του πειθαρχικού παραπτώματος. Η παραγραφή πειθαρχικών παραπτωμάτων με διαρκή χαρακτήρα εκκινεί από την τελευταία πράξη, που συνιστά πειθαρχική παράβαση.
3. Η κλήση σε απολογία ή η παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο με την έκδοση του παραπεμπτηρίου εγγράφου διακόπτουν την παραγραφή. Στις περιπτώσεις αυτές ο συνολικός χρόνος παραγραφής ως την έκδοση της πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης δεν μπορεί να υπερβεί τα επτά (7) έτη και προκειμένου για τα παραπτώματα των περ. α), γ), δ), θ), ι), κε), λγ) και λδ) της παρ. 1 του άρθρου 107, τα δέκα (10) έτη.
4. Η παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος διακόπτεται επίσης από την τέλεση νέου πειθαρχικού παραπτώματος, το οποίο αποσκοπεί στην απόκρυψη ή την παρεμπόδιση της πειθαρχικής δίωξης του πρώτου. Στην περίπτωση αυτή το πρώτο παράπτωμα παραγράφεται όταν παραγραφεί το δεύτερο, εφόσον η παραγραφή του δεύτερου συντελείται σε χρόνο μεταγενέστερο της παραγραφής του πρώτου.
5. Δεν παραγράφεται το πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο εκδόθηκε πειθαρχική απόφαση που επιβάλλει πειθαρχική ποινή σε πρώτο βαθμό.»
Άρθρο 15
Δυνατότητα μετατροπής της πειθαρχικής ποινής σε περίπτωση λύσης της υπαλληλικής σχέσης - Τροποποίηση παρ. 2 και προσθήκη παρ. 3 στο άρθρο 113 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 113 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί της λήξης της πειθαρχικής ευθύνης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 2, προστίθεται τρίτο εδάφιο, β) προστίθεται παρ. 3 και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 113 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 113
Λήξη πειθαρχικής ευθύνης
1. Ο υπάλληλος ο οποίος απώλεσε την υπαλληλική ιδιότητα με οποιονδήποτε τρόπο δεν διώκεται πειθαρχικώς, η πειθαρχική όμως διαδικασία η οποία τυχόν έχει αρχίσει, συνεχίζεται και μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης με εξαίρεση την περίπτωση του θανάτου.
2. Όταν συντρέχει η περίπτωση της παρ. 1, το πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να επιβάλλει οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες πειθαρχικές ποινές. Αν η επιβλητέα πειθαρχική ποινή είναι ανώτερη του προστίμου, το πειθαρχικό συμβούλιο την μετατρέπει ανάλογα με τη βαρύτητα του παραπτώματος σε ποινή προστίμου αποδοχών έως δώδεκα (12) μηνών, με δυνατότητα επιβολής και διοικητικής κύρωσης σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 109. Στην περίπτωση του δεύτερου εδαφίου, τα ένδικα βοηθήματα που δύνανται να ασκηθούν κατά της πειθαρχικής απόφασης προσδιορίζονται με βάση την αρχικώς επιβλητέα ποινή.
3. Αν η υπαλληλική σχέση του υπαλλήλου, σε βάρος του οποίου έχει επιβληθεί πειθαρχική ποινή ανώτερη του προστίμου, λυθεί πριν από την έναρξη εκτέλεσης της πειθαρχικής ποινής ή ενόσω αυτή διαρκεί, η πειθαρχική ποινή μπορεί να μετατραπεί σε ποινή προστίμου αποδοχών έως δώδεκα (12) μηνών, με απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου, κατόπιν παραπομπής σε αυτό από τα όργανα του άρθρου 123.»
Άρθρο 16
Αποσύνδεση της πειθαρχικής διαδικασίας από την ποινική δίκη - Τροποποίηση παρ. 2, 4 και 6 άρθρου 114 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 114 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί της σχέσης της πειθαρχικής διαδικασίας με την ποινική δίκη, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 2, τα εδάφια, δεύτερο και τρίτο, καταργούνται, β) στην παρ. 4, στο πρώτο εδάφιο οι λέξεις «παραπτώματος της περίπτωσης α' της παραγράφου 4 του άρθρου 109 του παρόντος» αντικαθίστανται από τις λέξεις «των παραπτωμάτων που επισύρουν την ποινή της οριστικής παύσης», γ) στην παρ. 6, γα) στα εδάφια πρώτο, δεύτερο και τρίτο, οι λέξεις «προϊσταμένη αρχή» και «αρχή» αντικαθίστανται από τη λέξη «υπηρεσία», γβ) προστίθεται νέο, τέταρτο, εδάφιο, γγ) στο νέο πέμπτο εδάφιο, οι λέξεις «είκοσι (20)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «προθεσμίας τριάντα (30)», και το άρθρο 114 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 114
Σχέση της πειθαρχικής διαδικασίας με την ποινική δίκη
1. Η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ποινική ή άλλη δίκη.
2. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική διαδικασία.
3. Το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται από την κρίση που περιέχεται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή σε αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα, μόνο ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση πειθαρχικού παραπτώματος.
4. Αν μετά την έκδοση πειθαρχικής απόφασης με την οποία απαλλάσσεται ο υπάλληλος ή επιβάλλεται ποινή κατώτερη από την οριστική παύση, εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνονται πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση των παραπτωμάτων που επισύρουν την ποινή της οριστικής παύσης, η πειθαρχική διαδικασία επαναλαμβάνεται με τη διαδικασία του άρθρου 143. Επίσης επαναλαμβάνεται η πειθαρχική διαδικασία, αν μετά την έκδοση καταδικαστικής πειθαρχικής απόφασης, με την οποία επιβάλλεται οποιαδήποτε ποινή, εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση ή αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα για την πράξη ή την παράλειψη, για την οποία τιμωρήθηκε πειθαρχικά ο υπάλληλος.
5. Η επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας επιτρέπεται και όταν έχει εκδοθεί καταδικαστική πειθαρχική απόφαση, χωρίς να έχει λάβει υπόψη καταδικαστική ποινική απόφαση που προηγήθηκε.
6. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών έχει υποχρέωση να ανακοινώνει αμέσως στην υπηρεσία του υπαλλήλου κάθε ποινική δίωξη που ασκείται κατ' αυτού. Ο Γραμματέας του Δικαστηρίου ή του δικαστικού συμβουλίου υποχρεούται να ανακοινώνει αμέσως στην ίδια υπηρεσία τα παραπεμπτικά ή απαλλακτικά βουλεύματα σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας, καθώς και τις εκδιδόμενες σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας, καταδικαστικές ή αθωωτικές αποφάσεις κατά του υπαλλήλου. Σε περίπτωση εγκλεισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα, ο διευθυντής φυλακών γνωστοποιεί τούτο, χωρίς καθυστέρηση, στην υπηρεσία του υπαλλήλου. Αν δεν προκύπτει η υπηρεσία του υπαλλήλου, η ανακοίνωση των προηγούμενων εδαφίων γίνεται στο Υπουργείο Εσωτερικών και η αρμόδια υπηρεσία αναζητείται από τα στοιχεία του υπαλλήλου που τηρούνται στο Μητρώο Ανθρώπινου Δυναμικού Ελληνικού Δημοσίου.
Με την επιφύλαξη των καταδικαστικών αποφάσεων όπου η άσκηση της πειθαρχικής δίωξης είναι υποχρεωτική, τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα οφείλουν εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών μετά την ως άνω ενημέρωσή τους να αποφαίνονται αιτιολογημένα για την άσκηση ή μη πειθαρχικής δίωξης σε βάρος του υπαλλήλου.»
Άρθρο 17
Αντικατάσταση των υφιστάμενων πρωτοβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων και Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου από το Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα ως πειθαρχικό όργανο - Αντικατάσταση άρθρου 116 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Το άρθρο 116 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.(ν. 3528/2007, Α' 26), περί των πειθαρχικών οργάνων, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 116
Πειθαρχικά όργανα
Πειθαρχική εξουσία στους υπαλλήλους ασκούν:
α) Οι πειθαρχικώς προϊστάμενοί τους,
β) το Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα,
γ) ο Διοικητής της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας,
δ) το διοικητικό εφετείο και
ε) το Συμβούλιο της Επικρατείας.»
Άρθρο 18
Διεύρυνση πειθαρχικώς προϊσταμένων και πειθαρχική εξουσία Διοικητή Εθνικής Αρχής Διαφάνειας - Αντικατάσταση παρ. 1, τροποποίηση παρ. 2 και προσθήκη παρ. 4 στο άρθρο 117 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 117 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί των πειθαρχικώς προϊσταμένων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) η παρ. 1 αντικαθίσταται, β) στην περ. ε) της παρ. 2, η λέξη «διοικητικής» διαγράφεται, γ) προστίθεται παρ. 4 και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 117 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 117
Πειθαρχικώς προϊστάμενοι
1. Πειθαρχικώς προϊστάμενοι των υπαλλήλων των κεντρικών και περιφερειακών υπηρεσιών που ανήκουν στην αρμοδιότητά τους είναι:
α) Ο Υπουργός,
β) ο Γενικός Γραμματέας Υπουργείου ή Γενικής Γραμματείας,
γ) ο Υπηρεσιακός Γραμματέας Υπουργείου,
δ) ο Γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοίκησης,
ε) ο Συντονιστής Αποκεντρωμένης Διοίκησης,
στ) ο Ειδικός Γραμματέας Υπουργείου,
ζ) ο Επόπτης Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης,
η) ο προϊστάμενος γενικής διεύθυνσης,
θ) ο προϊστάμενος διεύθυνσης.
2. Επίσης πειθαρχικώς προϊστάμενοι είναι:
α) Ο Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων και οι αρχηγοί του στρατού, του ναυτικού και της αεροπορίας, των σωμάτων ασφαλείας και του λιμενικού σώματος για τους πολιτικούς υπαλλήλους που υπάγονται σε αυτούς, β) οι διοικητές μονάδων και σχολών των ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας και του λιμενικού σώματος για τους πολιτικούς υπαλλήλους που υπάγονται σε αυτούς, γ) οι διευθυντές καταστημάτων ή οι προϊστάμενοι υπηρεσιών εφόσον είναι ανώτατοι ή ανώτεροι αξιωματικοί, για τους πολιτικούς υπαλλήλους που υπάγονται σε αυτούς,
δ) ο Διοικητής του Αγίου Όρους για όλους τους πολιτικούς υπαλλήλους που υπάγονται στην αρμοδιότητά του,
ε) ο πρόεδρος ή ο επικεφαλής ανεξάρτητης αρχής για τους υπαλλήλους της.
3. Πειθαρχικώς προϊστάμενοι για τους υπαλλήλους νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου είναι:
α) Ο διοικητής ή ο πρόεδρος του συλλογικού οργάνου, ο οποίος ασκεί διοίκηση, ο υποδιοικητής, ο γενικός γραμματέας ή ο αναπληρωτής γενικός γραμματέας, για όλους τους υπαλλήλους του νομικού προσώπου,
β) ο πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών για τους υπαλλήλους της,
γ) ο πρύτανης Α.Ε.Ι. για όλους τους υπαλλήλους αυτού και ο κοσμήτορας σχολής Α.Ε.Ι. για τους υπαλλήλους που υπάγονται σε αυτόν,
δ) ο προϊστάμενος γενικής διεύθυνσης ή ο προϊστάμενος διεύθυνσης για τους υπαλλήλους που υπάγονται σε αυτούς.
4. Πειθαρχική εξουσία μπορεί να ασκεί και ο Διοικητής της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (Ε.Α.Δ.) στους υπαλλήλους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Κώδικα και στους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. α' και β' βαθμού κατόπιν έκθεσης της Αρχής, με την οποία διαπιστώνεται ότι, παρά τη δέσμια αρμοδιότητά τους, τα κατά περίπτωση αρμόδια πειθαρχικά όργανα δεν έχουν ασκήσει τις πειθαρχικές τους αρμοδιότητες ή δεν τις έχουν ασκήσει εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών, ιδίως όταν επίκειται παραγραφή των παραπτωμάτων. Στην περίπτωση αυτή, ο Διοικητής της Ε.Α.Δ. παραπέμπει την υπόθεση στο πειθαρχικό συμβούλιο, εφαρμοζόμενου ως προς τη διαδικασία και τις συνέπειες της παραπομπής του άρθρου 124.»
Άρθρο 19
Αύξηση ορίου του προστίμου αποδοχών που μπορούν να επιβάλλουν οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι - Πειθαρχικώς προϊστάμενος υπαλλήλου που δεν υπάγεται στον παρόντα Κώδικα - Παραπομπή πειθαρχικής υπόθεσης από αναρμόδιο όργανο - Τροποποίηση άρθρου 118 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 118 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί της αρμοδιότητας των πειθαρχικώς προϊσταμένων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 1, αα) στην περ. α), η λέξη και ο αριθμός «τριών (3)» αντικαθίστανται από τη λέξη και τον αριθμό «πέντε (5)», αβ) η περ. β) αντικαθίσταται, αγ) στην περ. γ), i) οι λέξεις και ο αριθμός «ενός (1) μηνός» αντικαθίστανται από τις λέξεις και τον αριθμό «δύο (2) μηνών» και ii) οι λέξεις «το ένα δεύτερο των μηνιαίων αποδοχών» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τις αποδοχές ενός (1) μηνός», αδ) στην περ. δ), οι λέξεις «διοικητής του Αγίου Όρους, ο πρόεδρος ή ο επικεφαλής ανεξάρτητης διοικητικής αρχής, ο διοικητής ή ο πρόεδρος συλλογικού οργάνου, ο οποίος ασκεί διοίκηση,» διαγράφονται, β) στην παρ. 3, προστίθεται τρίτο εδάφιο, γ) στην παρ. 4, οι λέξεις «και το διοικητικό συμβούλιο νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου» διαγράφονται, δ) στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 5, οι λέξεις «ή το διοικητικό συμβούλιο νομικού προσώπου» διαγράφονται, ε) η παρ. 6 αντικαθίσταται και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 118 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 118
Αρμοδιότητα πειθαρχικώς προϊσταμένων
1. Όλοι οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι μπορούν να επιβάλλουν την ποινή της έγγραφης επίπληξης. Την ποινή του προστίμου μπορούν να επιβάλλουν οι εξής με τις πιο κάτω διακρίσεις:
α) ο Υπουργός, έως και τις αποδοχές πέντε (5) μηνών,
β) ο Γενικός Γραμματέας Υπουργείου ή Γενικής Γραμματείας, ο Υπηρεσιακός Γραμματέας Υπουργείου, ο Γραμματέας και ο Συντονιστής Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ο Ειδικός Γραμματέας Υπουργείου, ο Επόπτης Ο.Τ.Α., ο Διοικητής του Αγίου Όρους, ο πρόεδρος ή ο επικεφαλής ανεξάρτητης αρχής, ο διοικητής ή ο πρόεδρος συλλογικού οργάνου, ο οποίος ασκεί διοίκηση, ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων και οι αρχηγοί του στρατού ξηράς, του ναυτικού και της αεροπορίας, των σωμάτων ασφαλείας και του λιμενικού σώματος έως και τις αποδοχές τεσσάρων (4) μηνών,
γ) οι διοικητές μονάδων και σχολών των ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας και του Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής, οι διευθυντές καταστημάτων και οι προϊστάμενοι στρατιωτικών υπηρεσιών ή υπηρεσιών των σωμάτων ασφαλείας ή του λιμενικού σώματος, αν είναι ανώτατοι αξιωματικοί, έως και τις αποδοχές δύο (2) μηνών και αν είναι ανώτεροι έως και τις αποδοχές ενός (1) μηνός,
δ) ο υποδιοικητής, ο γενικός γραμματέας ή ο αναπληρωτής γενικός γραμματέας νομικού προσώπου έως και τις αποδοχές ενός (1) μηνός,
ε) ο πρύτανης Α.Ε.Ι. έως και τις αποδοχές ενός (1) μηνός. Ο κοσμήτορας σχολής Α.Ε.Ι., έως και τα δύο τρίτα (2/3) των μηνιαίων αποδοχών,
στ) ο προϊστάμενος γενικής διεύθυνσης έως και τα δύο τρίτα (2/3) των μηνιαίων αποδοχών,
ζ) ο προϊστάμενος διεύθυνσης έως και το ένα τέταρτο (1/4) των μηνιαίων αποδοχών.
2. Η αρμοδιότητα των πειθαρχικώς προϊσταμένων είναι αμεταβίβαστη, εκτός εάν από διάταξη νόμου προβλέπεται διαφορετικά.
3. Αρμόδιος πειθαρχικώς προϊστάμενος είναι εκείνος στον οποίο υπάγεται οργανικά ο υπάλληλος κατά τον χρόνο τέλεσης του παραπτώματος. Αν ο υπάλληλος υπηρετεί σε άλλη υπηρεσία από αυτή της οργανικής του θέσης, αρμόδιος πειθαρχικώς προϊστάμενος είναι ο προϊστάμενος της υπηρεσίας στην οποία υπηρετεί ο υπάλληλος κατά τον χρόνο τέλεσης του πειθαρχικού παραπτώματος, εφόσον το πειθαρχικό παράπτωμα σχετίζεται με την άσκηση καθηκόντων του στην υπηρεσία αυτή. Αν ο υπάλληλος κατά την τέλεση του παραπτώματος δεν υπηρετεί στην οργανική του θέση, αλλά σε άλλη υπηρεσία που δεν υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Κώδικα, αρμόδιος πειθαρχικώς προϊστάμενος είναι ο επικεφαλής του φορέα της οργανικής θέσης, ο οποίος επιλαμβάνεται είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από αίτημα του επικεφαλής της υπηρεσίας, όπου τελέστηκε το παράπτωμα.
4. Οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι επιλαμβάνονται αυτεπαγγέλτως.
5. Αν έχουν επιληφθεί αρμοδίως περισσότεροι πειθαρχικώς προϊστάμενοι, η πειθαρχική διαδικασία συνεχίζεται μόνο από εκείνον που κάλεσε πρώτος σε απολογία τον υπάλληλο. Ο ανώτερος πειθαρχικώς προϊστάμενος έχει, σε κάθε περίπτωση, δικαίωμα να ζητήσει την παραπομπή σε αυτόν της πειθαρχικής υπόθεσης, εφόσον δεν έχει εκδοθεί πειθαρχική απόφαση.
6. Αν ο πειθαρχικώς προϊστάμενος, ο οποίος έχει επιληφθεί, κρίνει ότι το παράπτωμα επισύρει ποινή ανώτερη της αρμοδιότητάς του, παραπέμπει την υπόθεση σε οποιονδήποτε ανώτερο αυτού πειθαρχικώς προϊστάμενο μέχρι και τον Υπουργό ή τον επικεφαλής του φορέα. Αν ο Υπουργός ή ο επικεφαλής του φορέα κρίνουν ότι η προσήκουσα ποινή είναι ανώτερη και της δικής τους αρμοδιότητας, παραπέμπουν την υπόθεση στο πειθαρχικό συμβούλιο. Στην περίπτωση της παρ. 4 του άρθρου 117 η παραπομπή γίνεται από τον Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας.»
Άρθρο 20
Σύσταση Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα - Προσθήκη άρθρου 119Α στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), προστίθεται άρθρο 119Α ως εξής:
«Άρθρο 119Α
Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα
1. Στο Υπουργείο Εσωτερικών συνιστάται συλλογικό όργανο με την ονομασία «Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα», το οποίο είναι αρμόδιο για την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας στους υπαλλήλους του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 119Γ.
2. Το όργανο αποτελείται από εξήντα (60) μέλη, λειτουργούς του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.), ως εξής:
α) έναν (1) Αντιπρόεδρο του Ν.Σ.Κ., ως Συντονιστή,
β) δεκαπέντε (15) Νομικούς Συμβούλους του Κράτους,
γ) είκοσι δύο (22) Παρέδρους του Ν.Σ.Κ. και
δ) είκοσι δύο (22) Δικαστικούς Πληρεξουσίους του Ν.Σ.Κ. με τριετή τουλάχιστον υπηρεσία.
Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, η οποία εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Προέδρου του Ν.Σ.Κ., ορίζονται τα μέλη του και συγκροτείται το όργανο, με διετή θητεία, η οποία μπορεί να ανανεωθεί μέχρι δύο (2) φορές για ισόχρονη διάρκεια. Μέλη του Συμβουλίου, των οποίων η θητεία έχει ανανεωθεί δύο (2) φορές, μπορούν να ορίζονται εκ νέου, εφόσον παρέλθει χρονικό διάστημα έξι (6) ετών από τη
λήξη της τελευταίας θητείας τους. Η αντικατάσταση μέλους πριν από τη λήξη της θητείας του είναι δυνατή μόνο για λόγο που ανάγεται στην άσκηση των καθηκόντων του, ο οποίος και πρέπει να βεβαιώνεται στη σχετική πράξη. Στην περίπτωση του τετάρτου εδαφίου, καθώς και στην περίπτωση απώλειας της ιδιότητας του λειτουργού του Ν.Σ.Κ. ή στην περίπτωση της παρ. 4 του άρθρου 119Β, περί περιορισμών στη σύνθεση των Κλιμακίων του Πειθαρχικού Συμβουλίου λόγω πειθαρχικών εκκρεμοτήτων ή ορίου ηλικίας, με απόφαση του Συντονιστή ορίζεται νέος Πρόεδρος ή μέλος στα Κλιμάκια.
3. Τα μέλη του Συμβουλίου, κατά τη διάρκεια της θητείας τους, απαλλάσσονται από κάθε άλλη υπηρεσία, με εξαίρεση τον Αντιπρόεδρο και τους Νομικούς Συμβούλους, οι οποίοι συμμετέχουν στα Τμήματα και στην Ολομέλεια του Ν.Σ.Κ.. Για την υπηρεσιακή κατάσταση των μελών του πειθαρχικού συμβουλίου εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 4831/2021 (Α'170), περί οργανισμού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
4. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα λειτουργεί και συνεδριάζει σε κλιμάκια τριμελούς και πενταμελούς σύνθεσης.
5. Έδρα του Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζεται το κατάστημα στέγασης των υπηρεσιών του Υπουργείου Εσωτερικών στην Αθήνα.»
Άρθρο 21
Λειτουργία των Κλιμακίων του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού Δημοσίου Τομέα - Προσθήκη άρθρου 119Β στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), προστίθεται άρθρο 119Β ως εξής:
«Άρθρο 119Β
Λειτουργία των Κλιμακίων του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού Δημοσίου Τομέα - Εξουσιοδοτική διάταξη
1. Με απόφαση του Συντονιστή συγκροτούνται τα Κλιμάκια του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ως εξής: α) τα Τριμελή Κλιμάκια, τα οποία αποτελούνται από έναν (1) Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, έναν (1) Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) και έναν (1) Δικαστικό Πληρεξούσιο του Ν.Σ.Κ. με ισάριθμους ομοιόβαθμους αναπληρωτές τους, β) τα Πενταμελή Κλιμάκια, τα οποία αποτελούνται από έναν (1) Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, δύο (2) Παρέδρους του Ν.Σ.Κ. και δύο (2) Δικαστικούς Πληρεξουσίους του Ν.Σ.Κ. με ισάριθμους ομοιόβαθμους αναπληρωτές τους και γ) το Ειδικό Πενταμελές Κλιμάκιο, το οποίο αποτελείται από τον Συντονιστή, δύο (2) Νομικούς Συμβούλους του Κράτους, με ισάριθμους ομοιόβαθμους αναπληρωτές τους, έναν (1) Πάρεδρο του Ν.Σ.Κ. και έναν (1) Δικαστικό Πληρεξούσιο του Ν.Σ.Κ., με ισάριθμους ομοιόβαθμους αναπληρωτές τους. Στα Κλιμάκια προεδρεύει ο ανώτερος κατά βαθμό λειτουργός. Με την ίδια απόφαση του
Συντονιστή κατανέμονται και οι καθ' ύλην αρμοδιότητες των Κλιμακίων.
2. Οι αποφάσεις των Τριμελών και των Πενταμελών Κλιμακίων κατά την εκδίκαση των πειθαρχικών υποθέσεων των υπαλλήλων του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ. λαμβάνονται με πλειοψηφία των παρόντων μελών, τα οποία διατυπώνουν τη γνώμη τους και ψηφίζουν κατά σειρά αρχαιότητας, αρχίζοντας από το νεότερο μέλος. Σε κάθε Κλιμάκιο ως εισηγητές ορίζονται με πράξη του Προέδρου του μόνο μέλη αυτού, τακτικά ή αναπληρωματικά. Κατ' εξαίρεση, με απόφαση του Συντονιστή, μετά από αιτιολογημένο αίτημα του Προέδρου του Κλιμακίου, δύναται τακτικά και αναπληρωματικά μέλη άλλων Κλιμακίων να ορίζονται εισηγητές χωρίς δικαίωμα ψήφου. Δεν επιτρέπεται η αποχή από την ψηφοφορία ή η λευκή ψήφος.
3. Τα Τριμελή Κλιμάκια βρίσκονται σε απαρτία όταν είναι παρόντα όλα τα μέλη τους. Τα Πενταμελή Κλιμάκια βρίσκονται σε απαρτία όταν είναι παρόντα τρία (3) τουλάχιστον μέλη τους, στα οποία απαραιτήτως περιλαμβάνεται ο Πρόεδρος του Κλιμακίου ή ο αναπληρωτής του. Η απαρτία πρέπει να υπάρχει σε όλη τη διάρκεια της συνεδρίασης. Αν υπάρξει ισοψηφία, υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου. Αν κατά τη διάσκεψη διατυπώνονται για κάποιο ζήτημα περισσότερες από δύο (2) γνώμες, με αποτέλεσμα να μην σχηματίζεται πλειοψηφία, όσοι ακολουθούν την ασθενέστερη οφείλουν να ακολουθήσουν μία από τις επικρατέστερες.
4. Δεν δύναται να είναι μέλη των Κλιμακίων του Πειθαρχικού Συμβουλίου όσοι έχουν τιμωρηθεί με πειθαρχική ποινή ή εκκρεμεί σε βάρος τους πειθαρχική δίωξη ή δεν μπορούν να ασκήσουν καθήκοντα μέλους του Πειθαρχικού Συμβουλίου με πλήρη θητεία εν όψει συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας και αποχώρησης από την Υπηρεσία.
5. Στα Τριμελή ή Πενταμελή Κλιμάκια δύναται, ύστερα από αίτηση του διωκόμενου υπαλλήλου, να παραστεί, χωρίς δικαίωμα ψήφου, εκπρόσωπος τριτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης, προκειμένου να τοποθετηθεί είτε εγγράφως είτε προφορικά ενώπιον του Κλιμακίου. Η μη παράσταση του ανωτέρω εκπροσώπου δεν κωλύει την πρόοδο της διαδικασίας.
6. Η λειτουργία των Κλιμακίων διέπεται συμπληρωματικά από τα άρθρα 13 έως 15 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α' 45) περί συγκρότησης, σύνθεσης, συνεδριάσεων, λειτουργίας και περί αποφάσεων, αντίστοιχα.
7. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, η οποία εκδίδεται κατόπιν εισήγησης του Συντονιστή του Πειθαρχικού Συμβουλίου, εκδίδεται Κανονισμός Λειτουργίας του Πειθαρχικού Συμβουλίου, για τη ρύθμιση επιμέρους θεμάτων εσωτερικής διάρθρωσης και λειτουργίας του Πειθαρχικού Συμβουλίου, που δεν ρυθμίζονται με τις διατάξεις του παρόντος ή με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Με την ίδια απόφαση δύναται να καθορίζεται ενιαίος τύπος εγγράφων για τις διαδικασίες, που υλοποιούνται από το Πειθαρχικό Συμβούλιο.»
Άρθρο 22
Αρμοδιότητα των Κλιμακίων του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού Δημοσίου Τομέα - Προσθήκη άρθρου 119Γ στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), προστίθεται άρθρο 119Γ ως εξής:
«Άρθρο 119Γ
Αρμοδιότητα των Κλιμακίων του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού Δημοσίου Τομέα
1. Τα Τριμελή Κλιμάκια συνεδριάζουν για να:
α) εξετάσουν, κατόπιν παραπομπής, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 123 και 124, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, υποθέσεις που αφορούν σε πειθαρχικά παραπτώματα, για τα οποία δεν μπορεί να επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης, και μπορούν να επιβάλλουν οποιαδήποτε άλλη ποινή. Αν το Τριμελές Κλιμάκιο κρίνει ότι το πειθαρχικό παράπτωμα δύναται να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης, παραπέμπει την υπόθεση στο Πενταμελές Κλιμάκιο, το οποίο, εξετάζοντάς την, μπορεί να επιβάλλει οποιαδήποτε ποινή,
β) εξετάσουν, σε δεύτερο βαθμό, ενστάσεις που υποβάλλονται από τον υπάλληλο ή υπέρ του κατά πειθαρχικών αποφάσεων πειθαρχικώς προϊσταμένων, με την επιφύλαξη των περ. γ) και ε) της παρ. 2,
γ) γνωμοδοτήσουν για τη δυνητική θέση υπαλλήλων σε καθεστώς αργίας και τη συνέχιση αυτής κατά το άρθρο 104 και εξετάσουν αιτήματα επιστροφής αποδοχών αργίας ή αναστολής άσκησης καθηκόντων σύμφωνα με το άρθρο 105.
2. Τα Πενταμελή Κλιμάκια συνεδριάζουν για να:
α) εξετάσουν, κατόπιν παραπομπής, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 123 και 124, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, υποθέσεις που αφορούν σε πειθαρχικά παραπτώματα, για τα οποία μπορεί να επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης, και μπορούν να επιβάλλουν οποιαδήποτε ποινή,
β) εξετάσουν, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, τις πειθαρχικές υποθέσεις των προϊσταμένων γενικών διευθύνσεων και άλλων ανώτατων υπαλλήλων του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ., συμπεριλαμβανομένων των Υπηρεσιακών Γραμματέων και των Συντονιστών Αποκεντρωμένων Διοικήσεων,
γ) εξετάσουν, σε δεύτερο βαθμό, ενστάσεις που υποβάλλονται από τον υπάλληλο ή υπέρ του κατά πειθαρχικών αποφάσεων πειθαρχικώς προϊσταμένων που επιβάλλουν πειθαρχική ποινή προστίμου αποδοχών τεσσάρων (4) μηνών και άνω,
δ) εξετάσουν, σε δεύτερο βαθμό, ενστάσεις που υποβάλλονται υπέρ της Διοίκησης κατά πειθαρχικών αποφάσεων πειθαρχικώς προϊσταμένων,
ε) εξετάσουν, σε δεύτερο βαθμό, ενστάσεις για την ίδια υπόθεση, οι οποίες έχουν ασκηθεί υπέρ της Διοίκησης και από τον υπάλληλο ή υπέρ του.
3. Το Ειδικό Πενταμελές Κλιμάκιο συνεδριάζει για να εξετάσει κατ' απόλυτη προτεραιότητα υποθέσεις, για τις οποίες μπορεί να επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης και οι οποίες θίγουν σοβαρά το κύρος της Υπηρεσίας και προκαλούν το δημόσιο αίσθημα.»
Άρθρο 23
Αρμοδιότητες του Συντονιστή του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα - Προσθήκη άρθρου 119Δ στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), προστίθεται άρθρο 119Δ ως εξής:
«Άρθρο 119Δ
Αρμοδιότητες του Συντονιστή του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα
1. Ο Συντονιστής του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα συγκαλεί το Πειθαρχικό Συμβούλιο και μεριμνά για τη λειτουργία των Κλιμακίων του, καθώς και για την εν γένει άσκηση των αρμοδιοτήτων του.
2. Ο Συντονιστής, σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος, αναπληρώνεται από τον αρχαιότερο των ορισθέντων Νομικών Συμβούλων του Κράτους στο Πειθαρχικό Συμβούλιο.
3. Ο Συντονιστής του Πειθαρχικού Συμβουλίου έχει, ιδίως, τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α) Ορίζει με απόφασή του τους Προέδρους, τα μέλη και τους Γραμματείς των Κλιμακίων του Πειθαρχικού Συμβουλίου και τους αναπληρωτές τους. Ως Πρόεδροι ορίζονται μόνο Νομικοί Σύμβουλοι του Κράτους με την επιφύλαξη της παρ. 1 του άρθρου 119Β. Τα αναπληρωματικά μέλη μετέχουν σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος των τακτικών μελών,
β) κατανέμει τις πειθαρχικές υποθέσεις στα επιμέρους αρμόδια Κλιμάκια του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Αν διαπιστωθεί αναρμοδιότητα του Κλιμακίου του Πειθαρχικού Συμβουλίου, στο οποίο κατανεμήθηκε αρχικά η υπόθεση, αναπέμπεται με απόφαση του Κλιμακίου στον Συντονιστή για την εκ νέου κατανομή της.
Συγκρούσεις αρμοδιότητας μεταξύ περισσότερων Κλιμακίων του Πειθαρχικού Συμβουλίου για την κρίση του ίδιου παραπτώματος αίρονται από τον Συντονιστή.
γ) ορίζει κατ' εξαίρεση εισηγητή σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 119Β,
δ) θέτει στους Προέδρους των Κλιμακίων τα χρονοδιαγράμματα, εντός των οποίων πρέπει να διεκπεραιώνονται οι πειθαρχικές υποθέσεις που τους ανατίθενται και διασφαλίζει την τήρησή τους,
ε) υποβάλλει ανά εξάμηνο στους Υπουργούς Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Εσωτερικών, καθώς και στον Πρόεδρο του Ν.Σ.Κ. έκθεση πεπραγμένων του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα, όπου καταγράφεται συνοπτικός απολογισμός του έργου του Πειθαρχικού Συμβουλίου, ιδίως, ο αριθμός των συνεδριάσεων, ο αριθμός των εισερχόμενων υποθέσεων, η πορεία των εκκρεμών υποθέσεων, ο αριθμός των περαιωμένων υποθέσεων και η έκβασή τους, στ) δύναται, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από αίτημα του αρμόδιου Υπουργού ή του επικεφαλής του φορέα ή του Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας κατά την παρ. 4 του άρθρου 117, να εισάγει, με αιτιολογημένη απόφασή του, ενώπιον του αρμόδιου Κλιμακίου του Πειθαρχικού Συμβουλίου πειθαρχική υπόθεση, προκειμένου αυτή να εξετασθεί κατά προτεραιότητα, σε περίπτωση που είτε αφορά σε μείζονος βαρύτητας πειθαρχικό παράπτωμα, ιδίως παράπτωμα, το οποίο, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης, είτε επίκειται παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος,
ζ) ορίζει το μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου ή τον υπάλληλο που θα διεξάγει πειθαρχική ανάκριση,
η) αν διαπιστωθεί από το Κλιμάκιο αναρμοδιότητα του οργάνου που παραπέμπει την πειθαρχική υπόθεση, αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση για την εκ νέου παραπομπή της εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από το αρμόδιο όργανο,
θ) συγκαλεί σε ολομέλεια τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη συζήτηση επί θεμάτων που αφορούν στο όργανο,
ι) προεδρεύει στο Πενταμελές Κλιμάκιο, στην περ. γ) της παρ. 1 του άρθρου 119Β.»
Άρθρο 24
Γραμματειακή υποστήριξη του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού Δημοσίου Τομέα - Προσθήκη άρθρου 119Ε στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), προστίθεται άρθρο 119Ε ως εξής:
«Άρθρο 119Ε
Γραμματειακή υποστήριξη του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού Δημοσίου Τομέα - Εξουσιοδοτικές διατάξεις
1. Η γραμματειακή και εν γένει υποστήριξη του Πειθαρχικού Συμβουλίου παρέχεται από τη Γενική Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα του Υπουργείου Εσωτερικών.
2. Για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του Πειθαρχικού Συμβουλίου αναπτύσσεται η ηλεκτρονική εφαρμογή «Ηλεκτρονική Εφαρμογή Παρακολούθησης Πειθαρχικού Δικαίου».
3. Με προεδρικό διάταγμα, το οποίο εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 20 του ν. 4622/2019 (Α' 133), συνιστάται Διεύθυνση Πειθαρχικών Υποθέσεων Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα στη Γενική Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού Δημοσίου Τομέα του Υπουργείου Εσωτερικών. Αποστολή της Διεύθυνσης είναι η παροχή γραμματειακής υποστήριξης και συνδρομής στο Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα.
4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Ψηφιακής Διακυβέρνησης και του Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (Ε.Α.Δ.) καθορίζονται τα ειδικότερα θέματα που αφορούν στην ανάπτυξη και λειτουργία της ηλεκτρονικής εφαρμογής της παρ. 2 και στη διασύνδεσή της με το πληροφοριακό σύστημα «Σύστημα Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού της Δημόσιας Διοίκησης» του άρθρου 57 του ν. 5149/2024 (Α' 169) που τηρείται στο Υπουργείο Εσωτερικών και την ηλεκτρονική βάση δεδομένων του άρθρου 24 του ν. 4807/2021 (Α' 96), περί παρακολούθησης πειθαρχικών υποθέσεων, που τηρείται στην Ε.Α.Δ., οι έχοντες πρόσβαση στην ηλεκτρονική εφαρμογή, ο τρόπος πρόσβασης, οι όροι και οι προϋποθέσεις για τη συμμόρφωση με την κείμενη νομοθεσία περί προστασίας προσωπικών δεδομένων, καθώς και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την ηλεκτρονική εφαρμογή.
5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δικαιοσύνης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης καθορίζονται τα ειδικότερα θέματα της προβλεπόμενης στην περ. β) της παρ. 2 του άρθρου 127 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α' 109) διαλειτουργικότητας των Ολοκληρωμένων Πληροφοριακών Συστημάτων Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων («Ο.Σ.Δ.Δ.Υ.») με το πληροφοριακό σύστημα «Σύστημα Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού της Δημόσιας Διοίκησης» του άρθρου 57 του ν. 5149/2024 που τηρείται στο Υπουργείο Εσωτερικών και με την ηλεκτρονική εφαρμογή της παρ. 2 του παρόντος, οι έχοντες πρόσβαση σε αυτό, ο τρόπος πρόσβασης, οι όροι και οι προϋποθέσεις για τη συμμόρφωση με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας περί προστασίας προσωπικών δεδομένων.
6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Ψηφιακής Διακυβέρνησης καθορίζονται τα ειδικότερα θέματα διασύνδεσης του πληροφοριακού συστήματος «Σύστημα Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού της Δημόσιας Διοίκησης» του άρθρου 57 του ν. 5149/2024 και της ηλεκτρονικής εφαρμογής της παρ. 2 του παρόντος με το πληροφοριακό σύστημα διαχείρισης της κεντρικής βάσης μοναδικής καταχώρισης των στοιχείων επικοινωνίας όλων των φυσικών προσώπων (Εθνικό Μητρώο Επικοινωνίας - ΕΜΕπ), τα απαραίτητα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα ασφαλείας, που οφείλουν να τηρούν οι φορείς, και ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό με τη διαδικασία για την πρόσβαση στα στοιχεία που έχουν καταχωρηθεί στο ΕΜΕπ.»
Άρθρο 25
Κατάργηση του κανόνα της χρονικής προτεραιότητας μεταξύ των επιλαμβανόμενων πειθαρχικών συμβουλίων - Τροποποίηση άρθρου 121 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 121 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί ενιαίας κρίσης πειθαρχικών παραπτωμάτων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 1 οι λέξεις «Υπουργείου ή νομικού
προσώπου δημοσίου δικαίου» αντικαθίστανται από τη λέξη «φορέα», β) στην παρ. 3, βα) η περ. β), περί καθορισμού αρμόδιου πειθαρχικού συμβουλίου βάσει χρονικής προτεραιότητας ανάληψης της υπόθεσης, καταργείται, ββ) στην περ. γ) διαγράφονται οι λέξεις «διοικητικού συμβουλίου των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου» και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 121 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 121
Ενιαία κρίση πειθαρχικών παραπτωμάτων
1. Περισσότερα του ενός πειθαρχικά παραπτώματα του ίδιου υπαλλήλου είναι δυνατόν, κατά την κρίση του πειθαρχικού οργάνου, να κρίνονται ενιαίως, εφόσον σχετίζονται με καθήκοντα υπηρεσιών του ίδιου φορέα.
2. Περισσότεροι υπάλληλοι που διώκονται για το ίδιο ή για συναφή πειθαρχικά παραπτώματα, είναι δυνατόν να κρίνονται ενιαίως, εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση της παρ. 1.
3. Αν στις περιπτώσεις των παρ. 1 και 2 τα πειθαρχικά όργανα που είναι αρμόδια να επιληφθούν είναι διαφορετικά, αρμόδιο για την κρίση όργανο είναι:
α) μεταξύ περισσότερων πειθαρχικώς προϊσταμένων ο ιεραρχικώς ανώτερος, και σε περίπτωση προϊσταμένων του αυτού ιεραρχικού επιπέδου, εκείνος που έχει επιληφθεί πρώτος,
β) [Καταργείται],
γ) μεταξύ πειθαρχικώς προϊσταμένου και πειθαρχικού συμβουλίου, το τελευταίο.»
Άρθρο 26
Πειθαρχική ευθύνη μελών Πειθαρχικού Συμβουλίου και προσδιορισμός του χρόνου ολοκλήρωσης της πειθαρχικής διαδικασίας - Τροποποίηση άρθρου 122 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 122 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί άσκησης πειθαρχικής δίωξης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο τρίτο εδάφιο της παρ. 1, αα), η λέξη «δύο» αντικαθίσταται από τη λέξη και τον αριθμό «τεσσάρων (4)», αβ) η λέξη «τεσσάρων» αντικαθίσταται από τη λέξη και τον αριθμό «έξι (6)» και αγ) προστίθενται στο τέλος οι λέξεις «, με την επιφύλαξη της περ. δ) της παρ. 3 του άρθρου 119Δ», β) στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 2, οι λέξεις «μετά από παραπομπή ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, με την επιφύλαξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 9 του άρθρου 146Α» αντικαθίσταται από τις λέξεις «σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4831/2021 (Α' 170) για την πειθαρχική ευθύνη των λειτουργών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους» και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 122 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 122
Άσκηση πειθαρχικής δίωξης
1. Η πειθαρχική δίωξη αρχίζει είτε με την κλήση του υπαλλήλου σε απολογία από το μονομελές πειθαρχικό όργανο είτε με την παραπομπή του στο πειθαρχικό συμβούλιο. Η πειθαρχική διαδικασία ολοκληρώνεται το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την κλήση σε απολογία είτε με την έκδοση πειθαρχικής απόφασης μονομελούς οργάνου είτε με παραπομπή ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου. Σε περίπτωση παραπομπής ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου, η πειθαρχική διαδικασία ολοκληρώνεται εντός τεσσάρων (4) μηνών από την παραπομπή εκτός αν απαιτείται η διεξαγωγή ανάκρισης οπότε ολοκληρώνεται εντός έξι (6) μηνών, με την επιφύλαξη της περ. δ) της παρ. 3 του άρθρου 119Δ.
2. Η υπαίτια παράβαση των δύο τελευταίων εδαφίων της παρ. 1 αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα. Το παράπτωμα αυτό, για τα μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου, εκδικάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4831/2021 (Α' 170) για την πειθαρχική ευθύνη των λειτουργών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.»
Άρθρο 27
Πειθαρχική συνδιαλλαγή - Προσθήκη άρθρου 122Α στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Μετά το άρθρο 122 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26) προστίθεται άρθρο 122Α ως εξής:
«Άρθρο122Α Πειθαρχική συνδιαλλαγή
1. Σε περιπτώσεις πειθαρχικών παραπτωμάτων, τα οποία δεν επισύρουν την ποινή της οριστικής παύσης και είτε εξ αυτών δεν έχει προκληθεί οικονομική ζημία είτε η προκληθείσα ζημία έχει αποκατασταθεί πλήρως από τον υπάλληλο, το ανώτατο μονομελές πειθαρχικό όργανο του φορέα, μετά από αίτημα του πειθαρχικώς διωκόμενου υπαλλήλου, το οποίο μπορεί να υποβληθεί μετά την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης μέχρι και την έκδοση της πειθαρχικής απόφασης ή την παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο, καλεί τον υπάλληλο να εμφανιστεί ενώπιόν του σε συνδιαλλαγή. Ο πειθαρχικώς προϊστάμενος αξιολογεί βάσει των στοιχείων του πειθαρχικού φακέλου, του είδους του παραπτώματος, των συνθηκών τέλεσης, της προσωπικότητας του διωκόμενου υπαλλήλου και της εν γένει υπηρεσιακής του διαδρομής, εάν δύναται να εκδοθεί πρακτικό συνδιαλλαγής.
2. Το πρακτικό συνδιαλλαγής περιέχει κατ' ελάχιστον: α) τον τόπο και τον χρόνο έκδοσής του, β) το ονοματεπώνυμο και την ιδιότητα του πειθαρχικώς προϊσταμένου, γ) το ονοματεπώνυμο, την ιδιότητα και τον βαθμό του διωκόμενου υπαλλήλου, δ) τα πραγματικά περιστατικά και στοιχεία, που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος, προσδιορισμένα κατά τόπο και χρόνο, ε) την υποβολή αιτήματος συνδιαλλαγής εκ μέρους του διωκόμενου υπαλλήλου, στ) πλήρη αιτιολογία για τους λόγους που, κατά την κρίση του πειθαρχικώς προϊσταμένου, επιτρέπουν τη συνδιαλλαγή στη συγκεκριμένη περίπτωση, ζ) βεβαίωση περί απουσίας οικονομικής ζημίας ή περί πλήρους αποκατάστασης της οικονομικής ζημίας, που προκλήθηκε στον φορέα και η) ρητή και σαφή δήλωση ομολογίας του πειθαρχικώς διωκομένου περί αποδοχής της πειθαρχικής ευθύνης για τις αποδιδόμενες σε αυτόν πράξεις.
3. Το πρακτικό συνδιαλλαγής υπογράφεται από τον πειθαρχικώς προϊστάμενο και από τον διωκόμενο υπάλληλο και δεν ανακαλείται. Εντός πέντε (5) ημερών από την κατάρτισή του, ο πειθαρχικώς προϊστάμενος διαβιβάζει το πρακτικό συνδιαλλαγής, με το σύνολο του πειθαρχικού φακέλου στο πειθαρχικό συμβούλιο.
4. Το πειθαρχικό συμβούλιο, εκτιμώντας το πρακτικό συνδιαλλαγής και τα στοιχεία του πειθαρχικού φακέλου, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις συνδιαλλαγής, κηρύσσει ένοχο τον διωκόμενο και επιβάλλει σε αυτόν πειθαρχική ποινή, η οποία δεν μπορεί να είναι ανώτερη του προστίμου αποδοχών πέντε (5) μηνών και, σε περίπτωση συρροής περισσότερων αδικημάτων, του προστίμου αποδοχών δέκα (10) μηνών. Αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της συνδιαλλαγής, εφαρμόζεται η παρ. 9.
5. Αίτημα συνδιαλλαγής δύναται να υποβληθεί και μετά την παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο πριν από την έκδοση πειθαρχικής απόφασης σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παρ. 1 έως 4. Το αίτημα εξετάζεται από το αρμόδιο Κλιμάκιο του πειθαρχικού συμβουλίου και εφόσον επιτευχθεί συνδιαλλαγή, συντάσσεται πρακτικό συνδιαλλαγής σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 2 και ακολούθως το πειθαρχικό συμβούλιο κηρύσσει ένοχο τον διωκόμενο και επιβάλλει σε αυτόν οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή, εκτός από την ανώτατη προβλεπόμενη ποινή για το αποδιδόμενο στον διωκόμενο πειθαρχικό παράπτωμα.
6. Κατά του πρακτικού συνδιαλλαγής και της απόφασης του πειθαρχικού συμβουλίου, που εκδίδεται κατά την παρούσα διαδικασία, δεν χωρεί κανένα ένδικο μέσο.
7. Αν επιτευχθεί συνδιαλλαγή, πριν από την ολοκλήρωση πειθαρχικής ανάκρισης ή κλήσης σε απολογία, αυτές θεωρούνται περατωμένες.
8. Τα αιτήματα πειθαρχικής συνδιαλλαγής εξετάζονται από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα κατά απόλυτη προτεραιότητα.
9. Αν δεν επιτευχθεί η συνδιαλλαγή, η αίτηση θεωρείται ως ουδέποτε υποβληθείσα, καταστρέφεται μαζί με το οικείο υλικό, και αντίγραφά τους δεν λαμβάνονται υπόψη σε κανένα στάδιο της πειθαρχικής διαδικασίας.»
Άρθρο 28
Διαδικασία παραπομπής από τον Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας στο Πειθαρχικό Συμβούλιο - Τροποποίηση άρθρου 123 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 123 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί παραπομπής στο πειθαρχικό συμβούλιο, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) η παρ. 1 αντικαθίσταται, β) στην παρ. 2 διαγράφονται οι λέξεις «Γενικός» και «οικείου» και το άρθρο 123 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 123
Παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο
1. Αν ο Υπουργός ή ο επικεφαλής του φορέα κρίνει ότι το πειθαρχικό παράπτωμα τιμωρείται με ποινή ανώτερη της αρμοδιότητάς του ή το πειθαρχικό παράπτωμα κρίνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό από το πειθαρχικό συμβούλιο σύμφωνα με την περ. β) της παρ. 2 του άρθρου 119Γ, παραπέμπει την υπόθεση στο πειθαρχικό συμβούλιο. Για τους υπαλλήλους νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου η πειθαρχική υπόθεση παραπέμπεται για τον ίδιο λόγο στο πειθαρχικό συμβούλιο από το ανώτατο μονομελές όργανο διοίκησης ή, αν δεν υπάρχει, από τον πρόεδρο του συλλογικού οργάνου διοίκησης. Η παραπομπή είναι υποχρεωτική όταν υπάρχει αιτιολογημένη πρόταση της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας, η οποία θέτει συγκεκριμένη προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να έχει ολοκληρωθεί η παραπομπή, με κοινοποίηση αυτής στην Αρχή. Στην περίπτωση του τρίτου εδαφίου, εφόσον το αρμόδιο όργανο δεν προβεί στις απαραίτητες ενέργειες εντός της τεθείσας προθεσμίας, ο Διοικητής της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας παραπέμπει ο ίδιος την υπόθεση στο πειθαρχικό συμβούλιο κατ' εφαρμογή της παρ. 4 του άρθρου 117.
2. Ο Υπουργός ή ο Γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, όταν λάβει γνώση πειθαρχικού παραπτώματος που τελέσθηκε από υπάλληλο νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, το οποίο εποπτεύεται από αυτόν, παραπέμπει την υπόθεση ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου για την άσκηση του πειθαρχικού ελέγχου.
3. Δεν επιτρέπεται παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο μετά την έκδοση οριστικής απόφασης για το ίδιο παράπτωμα από οποιοδήποτε πειθαρχικό όργανο.»
Άρθρο 29
Συμπλήρωση φακέλου πειθαρχικής υπόθεσης και συμπληρωματικό παραπεμπτήριο - Τροποποίηση άρθρου 124 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 124 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί της διαδικασίας και των συνεπειών παραπομπής, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο τέλος της παρ. 3 προστίθενται οι λέξεις «για τις ίδιες πειθαρχικά ελεγκτέες πράξεις», β) προστίθενται παρ. 5, 6 και 7 και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 124 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 124
Διαδικασία και συνέπειες παραπομπής
1. Στο έγγραφο, με το οποίο η υπόθεση παραπέμπεται στο πειθαρχικό συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 123, πρέπει να προσδιορίζονται επακριβώς κατά τόπο και χρόνο τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν το πειθαρχικό παράπτωμα και ο διωκόμενος υπάλληλος.
2. Το παραπεμπτήριο έγγραφο κοινοποιείται στον διωκόμενο υπάλληλο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 138 και αποστέλλεται με το φάκελο της υπόθεσης στο πειθαρχικό συμβούλιο. Αν κατά τη διαδικασία ανακύψουν ευθύνες και για άλλους υπαλλήλους που δεν περιλαμβάνονται στο παραπεμπτήριο έγγραφο, το συμβούλιο τους καλεί σε απολογία και συνεχίζει την περαιτέρω διαδικασία χωρίς γνωστοποίηση του παραπεμπτηρίου. Στην περίπτωση αυτήν μπορεί να αποφασίζει τη συνεκδίκαση των παραπτωμάτων αυτών με τα παραπτώματα των περιλαμβανομένων στο παραπεμπτήριο.
3. Η έκδοση του παραπεμπτηρίου εγγράφου καταργεί την εκκρεμή πειθαρχική διαδικασία ενώπιον άλλου πειθαρχικού οργάνου για τις ίδιες πειθαρχικά ελεγχόμενες πράξεις.
4. Το παραπεμπτήριο έγγραφο δεν ανακαλείται.
5. Κατά την εξέταση της πειθαρχικής υπόθεσης από το αρμόδιο Κλιμάκιο, ο εισηγητής μπορεί να ζητεί να προσκομισθούν στοιχεία που λείπουν ή είναι χρήσιμα για τη διερεύνηση της υπόθεσης. Οι αρχές προς τις οποίες απευθύνεται ο εισηγητής έχουν υποχρέωση να απο- στείλουν αμελλητί τα στοιχεία και τις πληροφορίες που τους ζητεί. Ο διωκόμενος έχει δικαίωμα να λάβει γνώση των στοιχείων αυτών, μαζί με τον υπόλοιπο φάκελο της υπόθεσης πριν από την απολογία του, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 135.
6. Σε περιπτώσεις εφαρμογής της παρ. 4 του άρθρου 117, η έκθεση της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας και το διαβιβαστικό έγγραφο του Διοικητή της Αρχής υπέχουν θέση παραπεμπτηρίου εγγράφου κατά την έννοια του παρόντος άρθρου και αναζήτηση συμπληρωματικών στοιχείων πραγματοποιείται κατ' εφαρμογή της παρ. 5 του παρόντος.
7. Συμπληρωματικό παραπεμπτήριο έγγραφο εκδίδεται και κοινοποιείται στον διωκόμενο υπάλληλο, αν από τη διενέργεια πειθαρχικής ανάκρισης για το παράπτωμα, για το οποίο έχει ήδη παραπεμφθεί στο πειθαρχικό συμβούλιο, προκύπτει ότι τέλεσε και άλλο ή άλλα πειθαρχικά παραπτώματα ή προκειμένου να συμπεριληφθούν νέα στοιχεία που τροποποιούν ή συμπληρώνουν ουσιωδώς το αρχικό παραπεμπτήριο έγγραφο.»
Άρθρο 30
Ενέργειες μετά τη διεξαγωγή προκαταρκτικής εξέτασης - Τροποποίηση άρθρου 125 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 125 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί προκαταρκτικής εξέτασης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 2 προστίθεται τρίτο εδάφιο, β) η παρ. 3 αντικαθίσταται, γ) στην παρ. 4, γα) στο πρώτο εδάφιο, η παραπομπή στο άρθρο «45Β» αντικαθίσταται από την παραπομπή στο άρθρο «47», γβ) στο τέλος του δεύτερου εδαφίου, προστίθενται οι λέξεις «(Α' 141), περί προστασίας μαρτύρων, ή στο πεδίο εφαρμογής των παρ. 3 και 4 του άρθρου 18 του ν. 4990/2022 (Α' 210), περί μέτρων για την προστασία έναντι αντιποίνων,» και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 125 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 125
Προκαταρκτική εξέταση
1. Προκαταρκτική εξέταση είναι η άτυπη συλλογή και καταγραφή στοιχείων για να διαπιστωθεί η τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος και οι συνθήκες τέλεσής του.
2. Προκαταρκτική εξέταση μπορεί να ενεργήσει ή να διατάξει κάθε πειθαρχικώς προϊστάμενος του υπαλλήλου. Η προκαταρκτική εξέταση περατώνεται εντός μηνός από την ημερομηνία κατά την οποία ο πειθαρχικώς προϊστάμενος έλαβε γνώση των περιστατικών, που πιθανόν συνιστούν πειθαρχικό παράπτωμα ή, αν η προκαταρκτική εξέταση διεξάγεται από υπάλληλο ύστερα από εντολή του πειθαρχικώς προϊσταμένου, από την ημερομηνία που κοινοποιήθηκε στον υπάλληλο η απόφαση της ανάθεσής της. Η προκαταρκτική εξέταση δεν συνιστά έναρξη πειθαρχικής δίωξης.
3. Ο υπάλληλος, στον οποίο έχει ανατεθεί η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, αφού συγκεντρώσει τα στοιχεία, τα παραδίδει στον πειθαρχικώς προϊστάμενο και εισηγείται γραπτώς, είτε την άσκηση πειθαρχικής δίωξης είτε τη διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης είτε τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο. Αν ο πειθαρχικώς προϊστάμενος κρίνει, με βάση τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί στην προκαταρκτική εξέταση, ότι δεν συντρέχει περίπτωση πειθαρχικής δίωξης, περατώνει την εξέταση με αιτιολογημένη έκθεσή του, την οποία κοινοποιεί στον ανώτερο πειθαρχικώς προϊστάμενο, ο οποίος δύναται να διατάξει τη διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης ή τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο. Αν, αντιθέτως, κρίνει ότι έχει διαπραχθεί πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο τιμωρείται με ποινή της αρμοδιότητάς του, καλεί τον ελεγχόμενο υπάλληλο σε απολογία σύμφωνα με το άρθρο 134. Αν κρίνει, είτε πριν από την κλήση του υπαλλήλου σε απολογία είτε μετά την απολογία του, ότι δικαιολογείται η επιβολή βαρύτερης ποινής, ενεργεί σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 6 του άρθρου 118. Αν, τέλος, κρίνει ότι το πειθαρχικό παράπτωμα χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση, διατάσσει την ενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης.
4. Κατά την προκαταρκτική εξέταση που ενεργείται για υποθέσεις σχετικές με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, περί δωροληψίας πολιτικών προσώπων, 159Α, περί δωροδοκίας πολιτικών προσώπων, 235, περί δωροληψίας υπαλλήλου, 236, περί δωροδοκίας υπαλλήλου, 237, περί δωροληψίας και δωροδοκίας δικαστικών λειτουργών, και 237Α, περί εμπορίας επιρροής και μεσαζόντων, του Ποινικού Κώδικα, προστατεύεται πλήρως η ανωνυμία των υπαλλήλων, οι οποίοι, χωρίς να εμπλέκονται καθ' οιονδήποτε τρόπο στην τέλεση των ως άνω πράξεων ή να αποβλέπουν σε ίδιον όφελος, συμβάλλουν ουσιωδώς, με τις πληροφορίες που παρέχουν, στην αποκάλυψη και δίωξή τους, ακόμα και αν αυτοί δεν έχουν χαρακτηρισθεί ως μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος κατά το άρθρο 47 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α' 96), περί αποχής από την ποινική δίωξη μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος Μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης η ανωνυμία του υπαλλήλου προστατεύεται εφόσον αυτός υπάγεται στο καθεστώς της παρ. 7 του άρθρου 9 του ν. 2928/2001 (Α' 141), περί προστασίας μαρτύρων, ή στο πεδίο εφαρμογής των παρ. 3 και 4 του άρθρου 18 του ν. 4990/2022 (Α' 210), περί μέτρων για την προστασία έναντι αντιποίνων.»
Άρθρο 31
Πρόσβαση του διωκόμενου στην έκθεση της ένορκης διοικητικής εξέτασης - Δυνατότητα διενέργειας συμπληρωματικής ένορκης διοικητικής εξέτασης - Τροποποίηση άρθρου 126 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 126 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί ένορκης διοικητικής εξέτασης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 2, αα) στο πρώτο εδάφιο οι λέξεις «Υπουργείου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου» αντικαθίσταται από τη λέξη «φορέα», αβ) στο δεύτερο εδάφιο, i) η λέξη «ενέργεια» αντικαθίσταται από τη λέξη «διενέργεια», ii) προστίθενται στο τέλος οι λέξεις «ή, προκειμένου για ανεξάρτητη αρχή, άλλης ανεξάρτητης αρχής», αγ) στο τρίτο εδάφιο, μετά τη λέξη «περατώνεται» προστίθενται οι λέξεις «εντός της προθεσμίας που τίθεται από τον πειθαρχικώς προϊστάμενο στην απόφαση ανάθεσης και το αργότερο», αδ) στο τέταρτο εδάφιο προστίθεται στο τέλος η λέξη «άπαξ», αε) προστίθεται νέο πέμπτο εδάφιο, β) στο τρίτο εδάφιο της παρ. 4, οι λέξεις «την πειθαρχική δίωξη εντός τριών (3) μηνών» αντικαθίστανται από τις λέξεις «την πειθαρχική δίωξη αμελλητί και το αργότερο εντός ενός (1) μηνός», γ) προστίθενται παρ. 4α και 4β, δ) στην παρ. 6 διαγράφεται η παραπομπή στην παρ. «5», ε) προστίθεται παρ. 7 και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 126 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 126
Ένορκη διοικητική εξέταση
1. Ένορκη διοικητική εξέταση (Ε.Δ.Ε.) ενεργείται κάθε φορά που η υπηρεσία έχει σοβαρές υπόνοιες ή σαφείς ενδείξεις για τη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος. Η εξέταση αυτή αποσκοπεί στη συλλογή στοιχείων για τη διαπίστωση της τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος και τον προσδιορισμό των προσώπων που τυχόν ευθύ- νονται, καθώς και στη διερεύνηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες αυτό έχει τελεστεί. Η ένορκη διοικητική εξέταση δεν συνιστά έναρξη πειθαρχικής δίωξης.
2. Η ένορκη διοικητική εξέταση διατάσσεται από οποιονδήποτε πειθαρχικώς Προϊστάμενο και ενεργείται από μόνιμο υπάλληλο με βαθμό Α' του ίδιου φορέα. Η διενέργεια της ένορκης διοικητικής εξέτασης μπορεί να ανατίθεται και σε μόνιμο δημόσιο υπάλληλο με βαθμό Α' άλλου Υπουργείου ή, προκειμένου για νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, του Υπουργείου που το εποπτεύει ή, προκειμένου για ανεξάρτητη αρχή, άλλης ανεξάρτητης αρχής.
Η ένορκη διοικητική εξέταση περατώνεται εντός της προθεσμίας που τίθεται από τον πειθαρχικώς προϊστάμενο στην απόφαση ανάθεσης και το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία που κοινοποιήθηκε στον υπάλληλο η απόφαση ανάθεσης διεξαγωγής της. Ο υπάλληλος, ο οποίος διεξάγει την ένορκη διοικητική εξέταση, μπορεί να ζητήσει, με πλήρως αιτιολογημένη αίτησή του, παράταση της προθεσμίας αυτής έως έναν(1) μήνα, άπαξ. Για τη χορήγηση της παράτασης εκδίδεται απόφαση του πειθαρχικώς Προϊστάμενου που ανέθεσε την ένορκη διοικητική εξέταση.
Αν ο υπάλληλος, στον οποίο αποδίδεται η διάπραξη του πειθαρχικού παραπτώματος, είναι προϊστάμενος οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου, η εντολή για διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης ανατίθεται σε προϊστάμενο τουλάχιστον ίδιου επιπέδου οργανικής μονάδας.
3. Κατά την εξέταση του υπαλλήλου, στον οποίο αποδίδεται η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος, εφαρμόζονται αναλόγως η παρ. 3 του άρθρου 130 και το άρθρο 132.
4. Η ένορκη διοικητική εξέταση ολοκληρώνεται με την υποβολή αιτιολογημένης έκθεσης του υπαλλήλου που την ενεργεί. Η έκθεση αυτή υποβάλλεται, με όλα τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν, στον πειθαρχικώς προϊστάμενο ο οποίος διέταξε τη διενέργεια της εξέτασης. Εφόσον με την έκθεση διαπιστώνεται η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από συγκεκριμένο υπάλληλο, ο πειθαρχικώς Προϊστάμενος ασκεί την πειθαρχική δίωξη αμελλητί και το αργότερο εντός ενός (1) μηνός από την υποβολή της έκθεσης.
4Α. Αποκλειστικά σε περίπτωση που μετά την υποβολή της αιτιολογημένης έκθεσης και πριν από την άσκηση πειθαρχικής δίωξης προκύψουν νέα στοιχεία που κατά την κρίση του πειθαρχικώς προϊστάμενου που διέταξε τη διενέργεια της εξέτασης πρέπει να ληφθούν υπόψη για τη διαπίστωση της διάπραξης ή μη πειθαρχικού παραπτώματος, ο πειθαρχικώς προϊστάμενος δύναται να αναθέσει τη διενέργεια συμπληρωματικής εξέτασης στον υπάλληλο που διεξήγαγε την αρχική εξέταση και κατ' εξαίρεση, αν προκύπτει αντικειμενική αδυναμία, σε άλλον υπάλληλο, τηρουμένης της παρ. 2. Η συμπληρωματική εξέταση ολοκληρώνεται το αργότερο εντός ενός (1) μηνός από την κοινοποίηση της απόφασης ανάθεσης.
4Β. Η παρ. 4 του άρθρου 125, περί προστασίας ανωνυμίας, εφαρμόζεται και κατά τη διενέργεια της ένορκης διοικητικής εξέτασης.
4Γ. Η ένορκη διοικητική εξέταση είναι μυστική. Εάν μετά την ολοκλήρωσή της ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, ο διωκόμενος δύναται να λάβει γνώση του περιεχομένου της έκθεσης αυτής και των εγγράφων που τη συνοδεύουν στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας. Αν δεν ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, πρόσβαση στην έκθεση και στα έγγραφα που τη συνοδεύουν μπορεί να χορηγηθεί μόνο εφόσον ο ενδιαφερόμενος επικαλείται και αποδεικνύει ιδιαίτερο έννομο συμφέρον και υπό την επιφύλαξη των διατάξεων περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
5. Διατάξεις που προβλέπουν τη διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης οποιασδήποτε μορφής από ειδικά όργανα δεν θίγονται.
6. Οι παρ. 7 και 8 του άρθρου 127, καθώς και τα άρθρα 129 και 131, εφαρμόζονται αναλόγως.»
Άρθρο 32
Διεξαγωγή πειθαρχικής ανάκρισης από μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου ή από μόνιμο υπάλληλο - Χρήση τεχνολογιών απομακρυσμένης σύνδεσης - Τροποποίηση άρθρου 127 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 127 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί πειθαρχικής ανάκρισης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) οι παρ. 1,2 και 3 αντικαθίστανται, β) στην παρ. 6, στο πρώτο εδάφιο, οι λέξεις «πειθαρχικού συμβουλίου στον υπάλληλο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Συντονιστή στο μέλος του Συμβουλίου ή στον υπάλληλο», γ) προστίθεται παρ. 9 και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 127 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 127
Πειθαρχική ανάκριση
1. Πειθαρχική ανάκριση διεξάγεται μόνο κατά τη διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου και είναι υποχρεωτική, με εξαίρεση τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Όταν τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος προκύπτουν από τον φάκελο κατά τρόπο αναμφισβήτητο, μετά από ειδική κρίση του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη μη διενέργεια πειθαρχικής ανάκρισης, κατά την οποία λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη αίτημα του διωκόμενου για εξέταση μαρτύρων, οι οποίοι δεν έχουν εξεταστεί ήδη σε οποιοδήποτε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας, β) όταν ο υπάλληλος ομολογεί με την απολογία του κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση ότι διέπραξε το πειθαρχικό παράπτωμα, γ) όταν ο υπάλληλος συλλαμβάνεται επ' αυτοφώρω κατά τη διάπραξη ποινικού αδικήματος που αποτελεί συγχρόνως και πειθαρχικό παράπτωμα, δ) όταν έχει προηγηθεί ανάκριση ή προανάκριση συμφώνως με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α' 96) για ποινικό αδίκημα που αποτελεί και πειθαρχικό παράπτωμα, ε) όταν έχει διενεργηθεί, πριν από την έκδοση του παραπεμπτηρίου εγγράφου, ένορκη διοικητική εξέταση (Ε.Δ.Ε.) ή άλλη ένορκη εξέταση για την απόδοση πειθαρχικού παραπτώματος σε συγκεκριμένο υπάλληλο, εφόσον αυτός ήταν σε θέση να ασκήσει τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παρ. 3 του άρθρου 126. Το ίδιο ισχύει όταν η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος προκύπτει από έκθεση δικαστικού οργάνου ή άλλου ελεγκτικού οργάνου της διοίκησης, στ) όταν έχει προηγηθεί πειθαρχική συνδιαλλαγή, η οποία κατέληξε σε σύνταξη πρακτικού συνδιαλλαγής.
2. Η πειθαρχική ανάκριση διεξάγεται από μέλος του πειθαρχικού συμβουλίου, το οποίο ορίζεται με απόφαση του Συντονιστή, η οποία εκδίδεται κατόπιν αιτήματος του Προέδρου του Κλιμακίου.
3. Κατ' εξαίρεση, στις περιπτώσεις που απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις, με αιτιολογημένη απόφαση του Συντονιστή δύναται να ανατίθεται η διενέργεια πειθαρχικής ανάκρισης σε μόνιμο υπάλληλο τουλάχιστον ομοιόβαθμο του διωκομένου που υπηρετεί σε διαφορετικό φορέα από τον φορέα όπου τελέστηκε το παράπτωμα. Αν σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου δεν υπάρχει επαρκής αριθμός υπαλλήλων που να πληροί την ανωτέρω προϋπόθεση, η διεξαγωγή της πειθαρχικής ανάκρισης ανατίθεται σε υπάλληλο του εποπτεύοντος Υπουργείου. Δεν ενεργούν πειθαρχική ανάκριση: α) τα μέλη του Κλιμακίου, τακτικά και αναπληρωματικά, στα οποία έχει ανατεθεί η υπόθεση, β) το μέλος του πειθαρχικού συμβουλίου που έχει οριστεί εισηγητής της υπόθεσης, γ) τα πρόσωπα, στα οποία αποδίδεται το πειθαρχικό παράπτωμα, δ) οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι που έχουν εκδώσει την πειθαρχική απόφαση η οποία κρίνεται κατ' ένσταση, ε) τα πρόσωπα που έχουν ενεργήσει ένορκη διοικητική εξέταση, στ) τα πρόσωπα που έχουν ασκήσει την πειθαρχική δίωξη.
Ο εγκαλούμενος μπορεί να ζητήσει, με έγγραφη αίτηση μέσα σε τρεις (3) ημέρες από την κλήση του για εξέταση, την εξαίρεση εκείνου που διεξάγει την ανάκριση. Στην αίτηση πρέπει να εκτίθενται, κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο, οι λόγοι της εξαίρεσης και να αναφέρονται τα στοιχεία στα οποία θεμελιώνονται οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί. Για την αίτηση εξαίρεσης αποφασίζει το Κλιμάκιο. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, οι ανακριτικές πράξεις που διενεργήθηκαν στο μεταξύ, είναι άκυρες και επαναλαμβάνονται εξαρχής.
4. Όποιος διεξάγει ανάκριση δικαιούται να ενεργήσει ανακριτικές πράξεις και εκτός της έδρας του. Επίσης, δικαιούται να ζητήσει την ενέργεια ανακριτικών πράξεων και εκτός της έδρας του από οποιαδήποτε διοικητική αρχή.
5. Η πειθαρχική ανάκριση είναι μυστική.
6. Η πειθαρχική ανάκριση περατώνεται εντός ενός (1) μηνός από την ημερομηνία κοινοποίησης της σχετικής απόφασης του Συντονιστή στο μέλος του Συμβουλίου ή στον υπάλληλο, που θα τη διενεργήσει, ο οποίος μπορεί να ζητήσει με πλήρως αιτιολογημένη αίτησή του, παράταση της προθεσμίας αυτής. Η παράταση αυτή δεν υπερβαίνει τον ένα (1) μήνα.
7. Η πειθαρχική ανάκριση μπορεί να επεκταθεί στην έρευνα και άλλων παραπτωμάτων του ίδιου υπαλλήλου εφόσον προκύπτουν επαρκή στοιχεία.
8. Καθήκοντα γραμματέα εκτελεί υπάλληλος ο οποίος ορίζεται από τον ενεργούντα την ανάκριση.
9. Το άρθρο 136Β, περί της δυνατότητας παράστασης του διωκομένου με τη χρήση τεχνολογιών απομακρυσμένης σύνδεσης εφαρμόζεται αναλόγως.»
Άρθρο 33
Ελάχιστος αριθμός υποχρεωτικά εξεταζόμενων προτεινόμενων μαρτύρων - Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 130 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 130 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί της εξέτασης μαρτύρων, η λέξη «πέντε» αντικαθίσταται από τη λέξη και τον αριθμό «τέσσερις (4)» και το άρθρο 130 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 130
Μάρτυρες
1. Οι μάρτυρες εξετάζονται ενόρκως σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
2. Η μη εμφάνιση ή η άρνηση κατάθεσης του μάρτυρα χωρίς εύλογη αιτία αποτελεί πλημμέλημα και αν είναι υπάλληλος και πειθαρχικό παράπτωμα. Εύλογη αιτία θεωρείται και η συγγένεια του διωκομένου με τον μάρτυρα σε ευθεία γραμμή ή έως και τον δεύτερο βαθμό σε πλάγια γραμμή.
3. Ο διωκόμενος δικαιούται κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής ανάκρισης και της ένορκης διοικητικής εξέτασης και μέχρι το τέλος της εξέτασής του να ζητήσει εγγράφως την εξέταση μαρτύρων. Ο ανακριτής υποχρεούται να εξετάσει τέσσερις (4) τουλάχιστον από τους προτεινόμενους μάρτυρες.
4. Αν η ένορκη διοικητική εξέταση δεν στρεφόταν κατά συγκεκριμένου προσώπου, το πειθαρχικό συμβούλιο υποχρεούται να διενεργήσει συμπληρωματική ανάκριση, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στον διωκόμενο να εξετασθεί ανωμοτί ή να προτείνει την εξέταση μαρτύρων, εκτός εάν αυτός δηλώσει ενώπιον του συμβουλίου ότι δεν επιθυμεί να εξετασθεί ανωμοτί ή να προτείνει την εξέταση μαρτύρων.»
Άρθρο 34
Εισαγωγή υπόθεσης στο Πειθαρχικό Συμβούλιο - Διαδικασία ενώπιον του Κλιμακίου του Συμβουλίου - Αντικατάσταση άρθρου 133 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Το άρθρο 133 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί ενεργειών μετά την ανάκριση, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 133
Εξέταση υπόθεσης
1. Ο Συντονιστής του Πειθαρχικού Συμβουλίου, όταν λάβει το παραπεμπτήριο έγγραφο, αναθέτει την πειθαρχική υπόθεση σε Κλιμάκιο του Συμβουλίου. Ο Πρόεδρος του Κλιμακίου ορίζει εισηγητή, με την επιφύλαξη του τρίτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 119Β.
2. Ο εισηγητής εξετάζει τον φάκελο της υπόθεσης, προκειμένου να εισαχθεί η υπόθεση για συζήτηση στο Κλιμάκιο εντός της προθεσμίας που τίθεται από τον Πρόεδρο του Κλιμακίου.
3. Ο Πρόεδρος του Κλιμακίου, στο οποίο έχει ανατεθεί μία πειθαρχική υπόθεση, όταν διαβιβαστεί σε αυτόν το πόρισμα της πειθαρχικής ανάκρισης ή, σε περίπτωση μη διενέργειας ανάκρισης κατά την παρ. 1 του άρθρου 127, περί εξαιρέσεων από την υποχρεωτική διενέργεια ανάκρισης, κατόπιν εισήγησης του μέλους που έχει ορισθεί εισηγητής, με πράξη του καλεί τον διωκόμενο σε απολογία, εφόσον απαιτείται. Μετά την υποβολή της απολογίας εντός της προθεσμίας που τάσσεται με την πράξη του Προέδρου ή μετά την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας αυτής, ο Πρόεδρος ορίζει ημερομηνία κατά την οποία συζητείται η υπόθεση στο Κλιμάκιο.»
Άρθρο 35
Προθεσμία για την κλήση σε απολογία - Τροποποίηση άρθρου 134 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 134 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26) επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 2, αα) τα εδάφια δεύτερο και τρίτο αντικαθίστανται, αβ) στο τέταρτο εδάφιο οι λέξεις «πριν από την έκδοση της απόφασης» αντικαθίστανται από τις λέξεις «μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο Κλιμάκιο», β) στην παρ. 3 διαγράφονται οι λέξεις «ή στα όργανα του άρθρου 119 του παρόντος» και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 134 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 134
Κλήση σε απολογία
1. Πειθαρχική ποινή δεν επιβάλλεται, εάν ο υπάλληλος δεν κληθεί προηγουμένως σε απολογία. Η εξέταση του διωκομένου κατά το στάδιο της ένορκης διοικητικής εξέτασης ή της πειθαρχικής ανάκρισης δεν αναπληρώνει την κλήση σε απολογία.
2. Στην κλήση σε απολογία καθορίζεται σαφώς το αποδιδόμενο πειθαρχικό παράπτωμα και τάσσεται εύλογη προθεσμία για απολογία. Η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να είναι βραχύτερη από πέντε (5) εργάσιμες ημέρες. Η προθεσμία για απολογία μπορεί να παραταθεί μία μόνο φορά έως πέντε (5) εργάσιμες ημέρες με απόφαση του πειθαρχικώς προϊσταμένου ή του Προέδρου του Κλιμακίου του πειθαρχικού συμβουλίου, μετά από αιτιολογημένη έγγραφη αίτηση του διωκομένου. Εκπρόθεσμη απολογία λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη, εφόσον υποβάλλεται μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο Κλιμάκιο.
Η παράλειψη της κλήσης σε απολογία καλύπτεται από την υποβολή έγγραφης απολογίας.
3. Όταν μετά την κλήση του διωκομένου σε απολογία ακολουθεί παραπομπή σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 118 σε ανώτερο πειθαρχικώς προϊστάμενο ή στο πειθαρχικό συμβούλιο, δεν απαιτείται νέα κλήση σε απολογία.
4. Μετά την κλήση σε απολογία η υπόθεση περατώνεται με την έκδοση απόφασης.»
Άρθρο 36
Προθεσμία κοινοποίησης της ημέρας συνεδρίασης - Παρουσία διωκόμενου και με ηλεκτρονικά μέσα - Δυνατότητα υποβολής αιτήματος για συμμετοχή εκπροσώπου συνδικαλιστικής οργάνωσης στο Πειθαρχικό Συμβούλιο - Συμπλήρωση ανεπαρκών αποδεικτικών στοιχείων - Τροποποίηση τίτλου Κεφαλαίου Δ' Τμήματος Β' Μέρους Ε' και άρθρου 136 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
1. Στον τίτλο του Κεφαλαίου Δ' του Τμήματος Β' του Μέρους Ε' του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26) οι λέξεις «ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ΤΟΥ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ» και ο τίτλος του Κεφαλαίου Δ' διαμορφώνεται ως εξής: «ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ».
2. Στο άρθρο 136 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 1, αα) στο πρώτο εδάφιο οι λέξεις «πειθαρχικού συμβουλίου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Κλιμακίου», αβ) στο δεύτερο εδάφιο, οι λέξεις «τέσσερις (4) τουλάχιστον πλήρεις» αντικαθίστανται από τις λέξεις «έξι (6) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης», β) στην παρ. 2, βα) στο πρώτο εδάφιο, i) μετά τη λέξη «παραστεί» προστίθενται οι λέξεις «ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου είτε με φυσική παρουσία» ii) στο τέλος προστίθενται οι λέξεις «, είτε με ηλεκτρονικά μέσα», ii) οι λέξεις «των πειθαρχικών συμβουλίων και των διοικητικών συμβουλίων των Ν.Π.Δ.Δ.» διαγράφονται, ββ) στο δεύτερο εδάφιο, η λέξη «προσέλευση» αντικαθίσταται από τη λέξη «παρουσία», γ) προστίθεται παρ. 2α, δ) στην παρ. 3, δα) οι λέξεις «πειθαρχικό συμβούλιο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Κλιμάκιο του Πειθαρχικού Συμβουλίου», δβ) προστίθενται στο τέλος οι λέξεις «, προσδιορίζοντας τα επιπλέον στοιχεία που κρίθηκαν ανεπαρκή», ε) στην παρ. 4, οι λέξεις «για να προσέλθει ενώπιον συλλογικού πειθαρχικού οργάνου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «, για να παρασταθεί, είτε με φυσική παρουσία είτε με ηλεκτρονικά μέσα, ενώπιον Κλιμακίου του πειθαρχικού συμβουλίου» και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 136 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 136
Προσδιορισμός ημέρας συνεδρίασης - Παράσταση διωκομένου
1. Μετά την υποβολή της απολογίας ή την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής της, ο Πρόεδρος του Κλιμακίου προσδιορίζει με πράξη του την ημέρα κατά την οποία συζητείται η υπόθεση. Η ημέρα, η ώρα και ο τόπος της συνεδρίασης κοινοποιούνται κατά το άρθρο 138 στον διωκόμενο έξι (6) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης.
2. Ο διωκόμενος υπάλληλος έχει δικαίωμα να παραστεί ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου είτε με φυσική παρουσία, αυτοπροσώπως ή δια ή μετά πληρεξουσίου δικηγόρου, είτε με ηλεκτρονικά μέσα. Η μη παρουσία του διωκομένου δεν εμποδίζει την πρόοδο της διαδικασίας.
2. α. Κατόπιν δήλωσης του διωκομένου, η οποία υποβάλλεται στο πειθαρχικό συμβούλιο, στη συνεδρίαση δύναται να παρίσταται και να εκφράσει προφορικά ή εγγράφως τις απόψεις του εκπρόσωπος δευτεροβάθμιας ή τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης, στην οποία συμμετέχει σωματείο, στο οποίο ανήκει ο υπάλληλος, με την προσκόμιση ή ηλεκτρονική κατάθεση σχετικής απόφασης της οργάνωσης και βεβαίωσης ότι ο υπάλληλος είναι μέλος σωματείου μέλους τους.
3. Αν το Κλιμάκιο του Πειθαρχικού Συμβουλίου κρίνει ανεπαρκή τα αποδεικτικά στοιχεία, αναβάλλει την κρίση της υπόθεσης και διατάσσει συμπληρωματική ανάκριση, προσδιορίζοντας τα επιπλέον στοιχεία που κρίθηκαν ανεπαρκή.
4. Η υπηρεσία του διωκομένου υποχρεούται να του χορηγεί ανάλογη άδεια, για να παρασταθεί, είτε με φυσική παρουσία είτε με ηλεκτρονικά μέσα, ενώπιον Κλιμακίου του πειθαρχικού συμβουλίου κατά την κρίση της υπόθεσής του.»
Άρθρο 37
Διεξαγωγή τηλεματικής συνεδρίασης - Προσθήκη άρθρου136Α στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26) προστίθεται άρθρο 136Α ως εξής:
«Άρθρο 136Α
Διεξαγωγή τηλεματικής συνεδρίασης και τεχνολογικές προϋποθέσεις - Εξουσιοδοτική διάταξη
1. Σε κάθε αποκεντρωμένη διοίκηση δημιουργούνται ένα (1) ή περισσότερα Γραφεία Τηλεματικής, για την εξυπηρέτηση των αναγκών χρήσης τεχνολογιών απομακρυσμένης σύνδεσης των υπαλλήλων που υπηρετούν σε φορείς που εδρεύουν στα όρια της χωρικής αρμοδιότητας της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης.
2. Το Γραφείο Τηλεματικής λειτουργεί ως απομακρυσμένη αίθουσα του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα, με την οποία συνδέεται με τη χρήση τεχνολογιών απομακρυσμένης σύνδεσης, για τη διεξαγωγή τηλεματικών συνεδριάσεων.
3. Το Γραφείο Τηλεματικής είναι κατάλληλα διαμορφωμένο, με τον αναγκαίο ηλεκτρονικό και υποστηρικτικό εξοπλισμό. Ο εξοπλισμός καλύπτει τις προϋποθέσεις για τη συνεχή, ταχεία και ασφαλή μετάδοση και λήψη των δεδομένων της διαδικασίας.
4. Η τεχνική υποστήριξη ανατίθεται, με απόφαση του οικείου Γραμματέα, σε υπάλληλο της αποκεντρωμένης διοίκησης, η οποία έχει την ευθύνη λειτουργίας του εξοπλισμού.
5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Ψηφιακής Διακυβέρνησης, δύναται να εξειδικεύονται το πλήθος και η έδρα των Γραφείων Τηλεματικής της παρ. 1 ανά αποκεντρωμένη διοίκηση, το είδος του απαραίτητου για την τηλεματική συνεδρίαση εξοπλισμού, καθώς και διαδικαστικά ζητήματα, ιδίως αναφορικά με τη διεξαγωγή της συζήτησης, την τήρηση πρακτικών, την πρόσβαση στα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, την υποβολή υπομνήματος, την ακρόαση του διωκομένου από το Πειθαρχικό Συμβούλιο με τεχνολογικά μέσα, όταν το πρόσωπο αυτό παρίσταται με χρήση τεχνολογιών απομακρυσμένης σύνδεσης, καθώς και την προστασία των προσωπικών δεδομένων.»
Άρθρο 38
Δυνατότητα παράστασης με τη χρήση τεχνολογιών απομακρυσμένης σύνδεσης - Προσθήκη άρθρου 136Β στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26) προστίθεται άρθρο 136Β ως εξής:
«Άρθρο 136Β
Δυνατότητα παράστασης του διωκομένου με τη χρήση τεχνολογιών απομακρυσμένης σύνδεσης
1. Ο διωκόμενος με αίτημά του, που υποβάλλεται στον Πρόεδρο του Κλιμακίου του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα, τρεις (3) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης, μετέχει στη συνεδρίαση με φυσική παρουσία, αυτοπροσώπως ή δια ή μετά πληρεξουσίου δικηγόρου, από τόπο διαφορετικό από αυτόν της συνεδρίασης (Γραφείο Τηλεματικής), με τη χρήση τεχνολογιών απομακρυσμένης σύνδεσης. Από το αίτημα του πρώτου εδαφίου μπορεί να παραιτηθεί έως και δύο (2) εργάσιμες ημέρες πριν από τη συζήτηση. Η παρούσα ισχύει και για την παράσταση του εκπροσώπου δευτεροβάθμιας ή τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης.
2. Ο Πρόεδρος του Κλιμακίου, εάν διαπιστώσει ότι δεν είναι εφικτή η σταθερή σύνδεση με το Γραφείο Τηλεματικής, δύναται να αναβάλλει την εκδίκαση της υπόθεσης ή τη διενέργεια κάθε άλλης διαδικαστικής πράξης, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αίτησης του διωκομένου.»
Άρθρο 39
Εξαίρεση μελών Κλιμακίων Πειθαρχικού Συμβουλίου - Τροποποίηση άρθρου 137 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 137 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί κωλυμάτων και εξαίρεσης μελών πειθαρχικού συμβουλίου, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στον τίτλο προστίθενται οι λέξεις «Κλιμακίων του», β) στην παρ. 1, βα) διαγράφονται οι λέξεις «δεν δικαιούνται να διεξάγουν ανάκριση σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 127 του παρόντος ή», ββ) μετά τις λέξεις «στη σύνθεση του» προστίθεται η λέξη «Κλιμακίου», γ) η παρ. 2 αντικαθίσταται και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 137 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 137
Κωλύματα και εξαίρεση μελών Κλιμακίων του πειθαρχικού συμβουλίου
1. Μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου, που έχουν διενεργήσει πειθαρχική ανάκριση στην κρινόμενη υπόθεση, κωλύονται να μετάσχουν στη σύνθεση του Κλιμακίου κατά την κρίση της υπόθεσης αυτής.
2. Ο διωκόμενος μπορεί με έγγραφη αίτησή του να ζητήσει την εξαίρεση μελών Κλιμακίων του πειθαρχικού συμβουλίου, με την προϋπόθεση ότι με τα υπόλοιπα μέλη, τακτικά και αναπληρωματικά, υπάρχει απαρτία. Αίτηση εξαίρεσης μπορεί να υποβάλλει ο διωκόμενος και για τον εισηγητή που δεν είναι μέλος του Κλιμακίου. Εξαίρεση μπορεί να ζητηθεί για τους λόγους που προβλέπονται στα άρθρα 14, περί λόγων αποκλεισμού, και 15, περί λόγων εξαίρεσης, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α' 96), που εφαρμόζονται αναλόγως. Η αίτηση εξαίρεσης υποβάλλεται δύο (2) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης, πρέπει να περιέχει κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο τους λόγους της εξαίρεσης και να συνοδεύεται από τα στοιχεία με τα οποία αυτοί αποδεικνύονται. Αίτηση εξαίρεσης μπορεί να υποβληθεί οποτεδήποτε, εφόσον οι λόγοι που τη δικαιολογούν περιήλθαν αποδεδειγμένα σε γνώση του πειθαρχικά διωκομένου σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο και, σε κάθε περίπτωση, πριν από την έκδοση απόφασης επί της πειθαρχικής υπόθεσης. Για την αίτηση εξαίρεσης μέλους το Κλιμάκιο του πειθαρχικού συμβουλίου αποφασίζει αιτιολογημένα με συμμετοχή των νόμιμων αναπληρωτών των μελών των οποίων ζητείται η εξαίρεση. Τα μέλη που εξαιρούνται αντικαθίστανται από τα αναπληρωματικά τους. Αν εξαιρεθούν το τακτικό και το αναπληρωματικό του μέλος, το Κλιμάκιο συνεδριάζει με τα υπόλοιπα μέλη του, εφόσον έχει απαρτία. Όταν η αίτηση εξαίρεσης κατά ενός ή περισσοτέρων μελών του Κλιμακίου ή του εισηγητή κρίνεται ότι είναι αόριστη ως προς τα πραγματικά γεγονότα ή προδήλως ανεπίδεκτη εκτίμησης ή ασκείται καταχρηστικά, απορρίπτεται στην ίδια συνεδρίαση από την ίδια σύνθεση του Κλιμακίου, στο οποίο υποβάλλεται. Η εξαίρεση αναπληρωματικού μέλους μπορεί να ζητηθεί και την ημέρα της συνεδρίασης. Στην περίπτωση αυτή, το Κλιμάκιο αποφασίζει αμέσως επί της αίτησης εξαίρεσης με τα υπόλοιπα μέλη του. Σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης εξαίρεσης κατά του εισηγητή ή μέλους του Κλιμακίου που έχει οριστεί ως εισηγητής, ορίζεται νέος εισηγητής.
3. Στην περίπτωση της παρ. 4 του άρθρου 114, αποκλείεται να μετάσχει στο πειθαρχικό συμβούλιο ο ανακριτής ή αυτός που συμμετείχε στο πειθαρχικό συμβούλιο κατά την πρώτη κρίση.»
Άρθρο 40
Δυνατότητα κοινοποιήσεων στον πειθαρχικώς διωκόμενο με ηλεκτρονικά μέσα - Αντικατάσταση άρθρου 138 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Το άρθρο 138 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί κοινοποιήσεων στον διωκόμενο, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 138
Κοινοποιήσεις στον διωκόμενο
Η κλήση σε απολογία, το παραπεμπτήριο έγγραφο και κάθε πρόσκληση ή ειδοποίηση ή απόφαση επιδίδονται στον διωκόμενο. Η επίδοση διενεργείται: α) είτε ηλεκτρονικά, στη θυρίδα πολίτη στο Gov.gr, στην οποία έχει πρόσβαση και μέσω Gov.gr Wallet και ο διωκόμενος ενημερώνεται άμεσα στα στοιχεία επικοινωνίας που έχει δηλώσει στο Εθνικό Μητρώο Επικοινωνίας (ΕΜΕπ) και με σχετική ειδοποίηση (push notification) στο Gov.gr Wallet, β) είτε με την αποστολή τους μέσω του ηλεκτρονικού υπηρεσιακού ταχυδρομείου στην υπηρεσιακή ηλεκτρονική διεύθυνση του διωκομένου, εφόσον διαθέτει, και, σε κάθε περίπτωση, και στην προσωπική ηλεκτρονική του διεύθυνση, την οποία δηλώνει υποχρεωτικά στην υπηρεσία του. Η επίδοση θεωρείται συντελεσμένη με το πέρας δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την ανάρτηση του εγγράφου στη θυρίδα ή την αποστολή του μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, εκτός εάν ο διωκόμενος αποδείξει τη συνδρομή λόγων ανωτέρας βίας που δεν επέτρεψαν την πρόσβαση στο περιεχόμενο του εγγράφου ή εφόσον αυτή η αδυναμία οφείλεται σε λόγους που αφορούν στον φορέα του δημόσιου τομέα. Αν η επίδοση δεν καθίσταται με τους παραπάνω τρόπους εφικτή, τότε διενεργείται με δικαστικό επιμελητή ή άλλο δημόσιο όργανο στην υπηρεσία του διωκόμενου ή στην κατοικία που έχει δηλώσει στην υπηρεσία του, στον ίδιο προσωπικά ή σε πρόσωπο, με το οποίο συνοικεί. Σε περίπτωση άρνησης παραλαβής, αυτός που διενεργεί την επίδοση συντάσσει πράξη στην οποία βεβαιώνεται η άρνηση. Γ ια την επίδοση αυτή συντάσσεται αποδεικτικό.»
Άρθρο 41
Μνεία στην πειθαρχική απόφαση της προθεσμίας άσκησης ένδικων βοηθημάτων κατ' αυτής - Τροποποίηση άρθρου 140 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 140 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί πειθαρχικής απόφασης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην περ. στ) της παρ. 2, προστίθενται οι λέξεις «η οποία επιβάλλεται να είναι ειδική και να απαντά σε όλους τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του πειθαρχικώς διωκομένου», β) στο τρίτο εδάφιο της παρ. 4, οι λέξεις «ασκήσεως ενστάσεως ή προσφυγής, κατά περίπτωση, ενώπιον του αρμοδίου οργάνου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «άσκησης ένστασης ενώπιον αρμόδιου οργάνου ή ένδικου βοηθήματος», και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 140 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 140
Πειθαρχική απόφαση
1. Η πειθαρχική απόφαση διατυπώνεται εγγράφως.
2. Στην απόφαση μνημονεύονται:
α) ο τόπος και ο χρόνος έκδοσής της,
β) το ονοματεπώνυμο, η ιδιότητα και ο βαθμός του μονομελούς πειθαρχικού οργάνου ή των μελών του συλλογικού πειθαρχικού οργάνου,
γ) το ονοματεπώνυμο, η ιδιότητα και ο βαθμός του κρινόμενου,
δ) τα πραγματικά περιστατικά και στοιχεία που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος, προσδιορισμένα κατά τόπο και χρόνο,
ε) η υποβολή ή όχι απολογίας,
στ) η αιτιολογία της απόφασης, η οποία επιβάλλεται να είναι ειδική και να απαντά σε όλους τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του πειθαρχικώς διωκομένου,
ζ) η γνώμη των μελών του συλλογικού οργάνου που μειοψήφησαν και
η) η απαλλαγή του κρινόμενου ή η ποινή που του επιβάλλεται.
Αν η πειθαρχική απόφαση περί της ενοχής του διωκομένου λαμβάνεται κατά πλειοψηφία, όλα τα μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου ψηφίζουν για την επιβλητέα ποινή. Λευκή ψήφος ή αποχή από την ψηφοφορία δεν επιτρέπεται. Η παράλειψη των στοιχείων που αναφέρονται στις περ. α), β) και γ), εκτός του ονοματεπώνυμου, δεν συνεπάγεται ακυρότητα της απόφασης, εφόσον αυτά προκύπτουν από το φάκελο της υπόθεσης.
3. Η πειθαρχική απόφαση υπογράφεται από το όργανο που την εκδίδει. Όταν αυτή εκδίδεται από συλλογικό όργανο, υπογράφεται από τον πρόεδρο και τον γραμματέα.
4. Η πειθαρχική απόφαση κοινοποιείται σε αντίγραφο με τη φροντίδα της υπηρεσίας στον υπάλληλο και γνωστοποιείται στα όργανα που δικαιούνται να ασκήσουν ένσταση ή προσφυγή, με ταυτόχρονη ενημέρωση του πειθαρχικού οργάνου που εξέδωσε την απόφαση.
Η κοινοποίηση της απόφασης στον υπάλληλο ενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 138. Στον υπάλληλο γνωστοποιείται επίσης η τυχόν δυνατότητα άσκησης ένστασης ενώπιον αρμόδιου οργάνου ή ένδικου βοηθήματος και η σχετική προθεσμία άσκησής τους.
5. Η πειθαρχική απόφαση δεν ανακαλείται.»
Άρθρο 42
Δικαίωμα άσκησης ένστασης και κοινοποίηση για υποβολή αντιρρήσεων κατά πειθαρχικής απόφασης - Τροποποίηση άρθρου 141 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 141 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26) επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) οι παρ. 1 και 2 αντικαθίστανται, β) στην παρ. 3, βα) στο πρώτο εδάφιο διαγράφονται οι λέξεις «ή του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου», ββ) στην περ. β) διαγράφονται οι λέξεις «οι πρόεδροι των συλλογικών οργάνων του άρθρου 119,», γ) στην παρ. 4, γα) το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται, γβ) το τέταρτο εδάφιο καταργείται, δ) στην παρ. 5, δα) στο πρώτο εδάφιο οι λέξεις «Τα πειθαρχικά συμβούλια και το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Το πειθαρχικό συμβούλιο», δβ) στο τρίτο εδάφιο οι λέξεις «το οικείο συμβούλιο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «το πειθαρχικό συμβούλιο», ε) στην παρ. 6, εα) το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται, εβ) το δεύτερο εδάφιο, περί της δυνατότητας του πειθαρχικού συμβουλίου να αποφασίζει την άμεση εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης, καταργείται, στ) η παρ. 7 αντικαθίσταται, ζ) η παρ. 8, περί άσκησης του ένδικου βοηθήματος της προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων που εκδίδονται
μετά την 9η Μαΐου 2013 και επιβάλλουν τις ποινές του υποβιβασμού και της οριστικής παύσης, καταργείται και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 141 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 141
Ένσταση
1. Οι αποφάσεις των πειθαρχικώς προϊσταμένων του άρθρου 118 υπόκεινται σε ένσταση ενώπιον του αρμόδιου Κλιμακίου του πειθαρχικού συμβουλίου.
2. Οι αποφάσεις των Κλιμακίων του πειθαρχικού συμβουλίου δεν υπόκεινται σε ένσταση.
3. Ένσταση ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου δικαιούνται να ασκήσουν:
α) ο υπάλληλος που τιμωρήθηκε και
β) υπέρ της διοίκησης ή υπέρ του υπαλλήλου, κάθε πειθαρχικώς προϊστάμενος, ο Υπουργός, καθώς και ο Διοικητής της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας.
4. Η ένσταση ασκείται μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης ή την πλήρη γνώση αυτής από τον υπάλληλο ή από την περιέλευσή της στα όργανα που δικαιούνται να ασκήσουν ένσταση. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά είκοσι (20) ημέρες για εκείνους που διαμένουν στο εξωτερικό. Ασκηθείσα ένσταση υπέρ της διοίκησης κοινοποιείται υποχρεωτικώς στον υπάλληλο με την ενημέρωση ότι έχει τη δυνατότητα υποβολής αντιρρήσεων εντός είκοσι (20) ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της ένστασης υπέρ της διοίκησης ή από την πλήρη γνώση αυτής.
5. Το πειθαρχικό συμβούλιο, όταν κρίνει μετά από ένσταση του υπαλλήλου ή υπέρ του, δεν μπορεί να χειροτερεύει τη θέση του. Όταν κρίνει ένσταση υπέρ της διοίκησης, δεν μπορεί να επιβάλει ελαφρότερη ποινή από αυτήν που επιβλήθηκε. Όταν ασκούνται ενστάσεις τόσο από τον υπάλληλο όσο και υπέρ της διοίκησης, το πειθαρχικό συμβούλιο τις κρίνει από κοινού και δεν δεσμεύεται ως προς την ποινή που θα επιβάλλει.
6. Η προθεσμία για την άσκηση ένστασης και η άσκησή της, καθώς και η προθεσμία για την υποβολή αντιρρήσεων και η υποβολή τους αναστέλλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης.
Ειδικές διατάξεις που ρυθμίζουν την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων κατά τον χρόνο της αναστολής διατηρούνται σε ισχύ.
7. Η ένσταση κατά των αποφάσεων των πειθαρχικώς προϊσταμένων κατατίθεται με ποινή απαραδέκτου στο πειθαρχικό συμβούλιο. Η κατάθεση της ένστασης πραγματοποιείται επί αποδείξει, με κάθε πρόσφορο μέσο. Γ ια την κατάθεση της ένστασης συντάσσεται πράξη στο σώμα της ένστασης, που φέρει ημερομηνία κατάθεσης και παραλαβής, το όνομα και την υπογραφή αυτού που κατέθεσε, εφόσον κατατίθεται αυτοπροσώπως, και το όνομα και την υπογραφή αυτού που παρέλαβε την ένσταση. Η ένσταση κοινοποιείται υποχρεωτικά από τον ενιστάμενο στην υπηρεσία του υπαλλήλου, προκειμένου να αποσταλεί στο πειθαρχικό συμβούλιο ο πλήρης φάκελος της πειθαρχικής υπόθεσης και σε περίπτωση υποβολής ένστασης υπέρ της διοίκησης και στον διωκόμενο υπάλληλο. Στις περιπτώσεις αποστολής της ένστασης με συστημένη αλληλογραφία, ως ημερομηνία κατάθεσης λογίζεται η ημερομηνία κατάθεσης της συστημένης αλληλογραφίας στο ταχυδρομικό κατάστημα.
8. [Καταργείται].»
Άρθρο 43
Ενεργητική νομιμοποίηση για την άσκηση προσφυγής κατά πειθαρχικής απόφασης - Τροποποίηση άρθρου 142 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 142 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί προσφυγής, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 1, οι λέξεις «Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου και των πειθαρχικών συμβουλίων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «πειθαρχικού συμβουλίου», β) η παρ. 2 αντικαθίσταται, γ) στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 4, διαγράφονται οι λέξεις «της διάταξης της παραγράφου 4 του άρθρου 141 και των διατάξεων», δ) στην παρ. 5, δα) στο δεύτερο εδάφιο οι λέξεις «Το αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Το Συμβούλιο της Επικρατείας ή το αρμόδιο διοικητικό εφετείο», δβ) στο τέλος του τρίτου εδαφίου προστίθενται οι λέξεις «, εκτός εάν το δικαστήριο κατά τη χορήγηση της αναστολής έχει κρίνει διαφορετικά», και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 142 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 142
Προσφυγή
1. Δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας έχουν οι μόνιμοι υπάλληλοι κατά των αποφάσεων του πειθαρχικού συμβουλίου που επιβάλλουν τις πειθαρχικές ποινές του υποβιβασμού ή της οριστικής παύσης.
2. Δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του διοικητικού εφετείου έχουν οι μόνιμοι υπάλληλοι κατά των αποφάσεων του πειθαρχικού συμβουλίου που κρίνουν σε πρώτο και τελευταίο βαθμό και επιβάλλουν οποιαδήποτε ποινή, πλην της έγγραφης επίπληξης και του προστίμου αποδοχών έως ενός (1) μηνός, με την επιφύλαξη της παρ. 1.
3. Δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει ο Διοικητής της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας με αίτημα την επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης και ενώπιον του διοικητικού εφετείου κατά τα ειδικώς οριζόμενα στις διατάξεις περί πειθαρχικής αρμοδιότητας του Διοικητή της Αρχής.
4. Η προθεσμία για την άσκηση της ανωτέρω προσφυγής αρχίζει από την κοινοποίηση ή την πλήρη γνώση της απόφασης. Η προθεσμία και η άσκηση της προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του αρμόδιου διοικητικού εφετείου διέπονται από τις κείμενες διατάξεις με την επιφύλαξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 5.
5. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης, με εξαίρεση τις πειθαρχικές αποφάσεις που επιβάλλουν την ποινή της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού. Το Συμβούλιο της Επικρατείας ή το αρμόδιο διοικητικό εφετείο μπορεί, ύστερα από αίτηση του προσφεύγοντος, με απόφασή του να αναστείλει την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης, εφόσον πιθανολογείται ανεπανόρθωτη βλάβη του προσφεύγοντος ή ευδοκίμηση της προσφυγής, εκτός εάν λόγοι δημοσίου συμφέροντος αποκλείουν τη χορήγηση της αναστολής. Στην περίπτωση χορήγησης αναστολής, η εκδίκαση της προσφυγής γίνεται μέσα σε προθεσμία οκτώ (8) μηνών από τη χορήγησή της, άλλως η χορηγηθείσα αναστολή εκτέλεσης της πειθαρχικής απόφασης παύει να ισχύει, εκτός εάν το δικαστήριο κατά τη χορήγηση της αναστολής έχει κρίνει διαφορετικά.
6. Σε κάθε περίπτωση, η εκδίκαση της προσφυγής από το Συμβούλιο της Επικρατείας ή από το αρμόδιο διοικητικό εφετείο γίνεται μέσα σε οκτώ (8) μήνες από την περιέλευσή της στο οικείο δικαστήριο.
7. Το Συμβούλιο της Επικρατείας ή το διοικητικό εφετείο, όταν κρίνουν ύστερα από προσφυγή του υπαλλήλου, δεν μπορούν να χειροτερεύουν τη θέση του.»
Άρθρο 44
Δικαίωμα υποβολής αίτησης επανάληψης πειθαρχικής διαδικασίας - Τροποποίηση άρθρου 143 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 143 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί επανάληψης της πειθαρχικής διαδικασίας, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) η παρ. 1 αντικαθίσταται, β) στην παρ. 2, βα) πριν από τις λέξεις «πειθαρχικό συμβούλιο» διαγράφεται η λέξη «αρμόδιο», ββ) μετά από τις λέξεις «πειθαρχικό συμβούλιο» διαγράφονται οι λέξεις «ή στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο κατά περίπτωση, στο οποίο υπαγόταν ο υπάλληλος κατά τον χρόνο τέλεσης του παραπτώματος», γ) στην παρ. 3, στα εδάφια πρώτο και δεύτερο, μετά από τη λέξη «εκδοθεί» προστίθεται η λέξη «αμετάκλητη» και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 143 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 143
Επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας
1. Την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας, σύμφωνα με τις παρ. 4 και 5 του άρθρου 114, ζητούν: α) ο υπάλληλος, όταν έχει εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση κατόπιν αίτησής του, η οποία υποβάλλεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας έξι (6) μηνών από τότε που η ποινική απόφαση κατέστη αμετάκλητη και β) υποχρεωτικά τα όργανα των παρ. 1 και 2 του άρθρου 123, όταν έχει εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική ποινική απόφαση εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από τότε που κατέστη αμετάκλητη ή από τότε που έλαβαν γνώση.
2. Η αίτηση για την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας απευθύνεται στο πειθαρχικό συμβούλιο.
3. Αν έχει εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική ποινική απόφαση, κατά την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας, μπορεί να επιβληθεί πειθαρχική ποινή ανώτερη από αυτήν που είχε επιβληθεί. Αν έχει εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση, μπορεί να επιβληθεί ελαφρότερη ποινή ή να απαλλαγεί ο υπάλληλος. Αν ο υπάλληλος είχε τιμωρηθεί με οριστική ή προσωρινή παύση ή υποβιβασμό, το υπηρεσιακό συμβούλιο μπορεί μετά την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας και την έκδοση απόφασης του πειθαρχικού συμβουλίου να αποφασίσει και τη βαθμολογική ή μισθολογική του αποκατάσταση. Αν δεν υπάρχει κενή θέση, ο υπάλληλος παραμένει υπεράριθμος και καταλαμβάνει την πρώτη θέση που κενώνεται.»
Άρθρο 45
Εκτέλεση πειθαρχικής απόφασης - Τροποποίηση άρθρου 144 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 144 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί εκτέλεσης απόφασης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) το πρώτο εδάφιο της παρ. 1, αντικαθίσταται, β) στην παρ. 2, προστίθεται δεύτερο εδάφιο, γ) στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 οι λέξεις «θεωρείται χρόνος» αντικαθίστανται από τις λέξεις «αποτελεί χρόνο», δ) οι παρ. 4 και 6 αντικαθίστανται και το άρθρο 144 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 144 Εκτέλεση απόφασης
1. Η πειθαρχική απόφαση, κατά της οποίας δεν προβλέπεται δικαίωμα ένστασης ή κατά της οποίας δεν ασκήθηκε ένσταση, καθώς και η απόφαση που εκδίδεται επί της ένστασης εκτελείται, εκτός εάν έχει διαταχθεί αναστολή σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 142. Η εκτέλεση γίνεται από την οικεία υπηρεσία ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Παράλειψη εκτέλεσης της ποινής αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα.
2. Σε περίπτωση απόρριψης προσφυγής κατά απόφασης που επιβάλλει την ποινή της οριστικής παύσης, η λύση της υπαλληλικής σχέσης επέρχεται αυτοδικαίως από τη δημοσίευση της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής κατά απόφασης που επιβάλλει την ποινή της οριστικής παύσης, η λύση της υπαλληλικής σχέσης επέρχεται αυτοδικαίως από την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας άσκησης της προσφυγής.
3. Κατά τον χρόνο της προσωρινής παύσης ο υπάλληλος απέχει από κάθε υπηρεσία. Ο χρόνος της προσωρινής παύσης δεν αποτελεί χρόνο πραγματικής υπηρεσίας.
4. Όποιος τιμωρείται: α) με υποβιβασμό, δεν κρίνεται για προαγωγή ούτε ασκεί καθήκοντα προϊσταμένου με οποιονδήποτε τρόπο, εάν δεν παρέλθει από την ημερομηνία εκτέλεσης της πειθαρχικής απόφασης χρονικό διάστημα ίσο με τον χρόνο που απαιτείται για προαγωγή, β) με αφαίρεση μισθολογικών κλιμακίων, δεν κατατάσσεται στο επόμενο μισθολογικό κλιμάκιο, εάν δεν παρέλθει από την ημερομηνία εκτέλεσης της πειθαρχικής απόφασης χρονικό διάστημα ίσο με τον χρόνο που απαιτείται για αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου.
5. Η πειθαρχική απόφαση, η οποία επιβάλλει πρόστιμο ως ποινή ή χρηματικό ποσό ως διοικητική κύρωση, εκτελείται από τον προϊστάμενο της υπηρεσίας που εντέλλεται την πληρωμή των αποδοχών του υπαλλήλου. Αν λυθεί η υπαλληλική σχέση, το πρόστιμο και το ποσό της διοικητικής κύρωσης εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την είσπραξη δημοσίων εσόδων. Για την καταβολή βαρύνεται αποκλειστικά ο υπάλληλος που τιμωρήθηκε και όχι οι κληρονόμοι του.
Το πρόστιμο υπολογίζεται στις αποδοχές που λαμβάνει ο υπάλληλος κατά τον χρόνο έκδοσης της πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης. Όταν αυτό ορίζεται έως το ένα πέμπτο (1/5) των αποδοχών του, παρακρατείται εφάπαξ από τις αποδοχές του πρώτου μήνα μετά την τελεσιδικία της απόφασης. Όταν είναι μεγαλύτερο, παρακρατείται τμηματικώς κατά μήνα.
Η μηνιαία παρακράτηση καθορίζεται με την πειθαρχική απόφαση και δεν επιτρέπεται να είναι ανώτερη από το ένα πέμπτο (1/5) των αποδοχών του υπαλλήλου.
6. Αν ο διωκόμενος υπάλληλος αθωωθεί αμετάκλητα και εφόσον υποβάλλει σχετικό αίτημα, περίληψη της απόφασης αναρτάται βάσει του αιτήματος του υπαλλήλου στην ιστοσελίδα του φορέα ή δημοσιεύεται σε εφημερίδα που είναι εγγεγραμμένη στο Μητρώο Έντυπου Τύπου της Γενικής Γραμματείας Επικοινωνίας και Ενημέρωσης, τηρουμένων των διατάξεων περί προστασίας προσωπικών δεδομένων τρίτων προσώπων.»
Άρθρο 46
Γραμματέας στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο - Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 146Α Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 146Α του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί συγκρότησης και λειτουργίας Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, οι λέξεις «της ίδιας Γενικής Διεύθυνσης» αντικαθίσταται από τις λέξεις «του ιδίου Υπουργείου» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, λειτουργεί σε τρία τμήματα και αποτελείται από: α) έναν (1) Αντιπρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ως Πρόεδρο, που υποδεικνύεται από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, β) έξι (6) Νομικούς Συμβούλους του Κράτους με ισάριθμους αναπληρωτές τους, που υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, γ) δύο (2) εν ενεργεία Προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων του Υπουργείου Εσωτερικών με δύο (2) αναπληρωτές τους εν ενεργεία Προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων ή Διευθύνσεων του ίδιου Υπουργείου, δ) τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης που είναι αρμόδια για θέματα προσωπικού του Υπουργείου στο οποίο υπάγεται η υπηρεσία ή το οποίο εποπτεύει την υπηρεσία ή το Ν.Π.Δ.Δ. όπου διαπράχθηκε το πειθαρχικό παράπτωμα, με αναπληρωτή του άλλον Προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης του ίδιου ως άνω Υπουργείου, οριζόμενους πριν από την έναρξη της θητείας με απόφαση του οικείου Υπουργού. Όταν η πειθαρχική υπόθεση αφορά υπάλληλο Περιφέρειας, στο Συμβούλιο μετέχει ο Προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης της Περιφέρειας Αττικής, που είναι αρμόδιος για θέματα προσωπικού, οριζόμενος με απόφαση του Περιφερειάρχη Αττικής. Προκειμένου για υπαλλήλους Αποκεντρωμένης Διοίκησης ή Ν.Π.Δ.Δ., που εποπτεύονται από τον Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο μετέχει Προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης με τον αναπληρωτή του Προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης του Υπουργείου Εσωτερικών και ε) δύο (2) Προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων Δήμων από τις Περιφερειακές Ενότητες της Περιφέρειας Αττικής, πλην της Περιφερειακής Ενότητας Νήσων, με τους αναπληρωτές τους, οι οποίοι υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, ύστερα από κλήρωση, κατ' ανάλογη εφαρμογή της παρ. 9 του άρθρου 146Β,
στ) δύο (2) εκπροσώπους της Α.Δ.Ε.Δ.Υ. με τους αναπληρωτές τους, οι οποίοι είναι μόνιμοι υπάλληλοι δημοσίων υπηρεσιών, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή Περιφερειών και οι οποίοι υποδεικνύονται με απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της Α.Δ.Ε.Δ.Υ.. Αν η Α.Δ.Ε.Δ.Υ. δεν υποδείξει μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την περιέλευση σε αυτήν εγγράφου ερωτήματος του Υπουργού Εσωτερικών, η συγκρότηση του οργάνου είναι νόμιμη και χωρίς τη συμμετοχή των μελών αυτών, ζ) δύο (2) εκπροσώπους της Π.Ο.Ε. - Ο.Τ.Α. με τους αναπληρωτές τους, οι οποίοι είναι μόνιμοι υπάλληλοι Δήμων και οι οποίοι υποδεικνύονται με απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της Π.Ο.Ε. - Ο.Τ.Α.. Αν η Π.Ο.Ε. - Ο.Τ.Α. δεν υποδείξει μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την περιέλευση σε αυτήν εγγράφου ερωτήματος του Υπουργού Εσωτερικών, η συγκρότηση του οργάνου είναι νόμιμη και χωρίς τη συμμετοχή των μελών αυτών.
Γραμματέας των τριών τμημάτων είναι υπάλληλος, κατηγορίας ΠΕ, της Γενικής Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού Δημοσίου Τομέα του Υπουργείου Εσωτερικών, που ορίζεται με τρεις (3) αναπληρωτές υπαλλήλους, κατηγορίας ΠΕ, του ιδίου Υπουργείου με την απόφαση ορισμού μελών.»
Άρθρο 47
Δυνατότητα υποβολής παραίτησης κατά τη διάρκεια πειθαρχικής δίωξης - Αντικατάσταση παρ. 2 άρθρου 148 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 148 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί παραίτησης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) η παρ. 2 αντικαθίσταται, β) προστίθεται παρ. 2Α και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 148 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 148
Παραίτηση
1. Η παραίτηση αποτελεί δικαίωμα του υπαλλήλου και υποβάλλεται εγγράφως. Αίρεση, όρος ή προθεσμία στην αίτηση παραίτησης θεωρούνται ότι δεν έχουν γραφεί.
2. Η άσκηση πειθαρχικής δίωξης σε βάρος του υπαλλήλου δεν εμποδίζει την υποβολή παραίτησης. Στην περίπτωση αυτή, ωστόσο, η πειθαρχική διαδικασία δεν παύει σύμφωνα με το άρθρο 113 περί λήξης της πειθαρχικής ευθύνης.
2Α. Η παραίτηση θεωρείται ότι δεν έχει υποβληθεί, εάν κατά την υποβολή της εκκρεμεί κατά του υπαλλήλου προκαταρκτική ή ένορκη διοικητική εξέταση ή, εάν, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την υποβολή της, εκκινήσει προκαταρκτική ή ένορκη διοικητική εξέταση. Νέα αίτηση παραίτησης δύναται να υποβληθεί μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από την επομένη της ημερομηνίας υποβολής της πρώτης αίτησης παραίτησης, χρονικό διάστημα εντός του οποίου πρέπει υποχρεωτικά να έχει ολοκληρωθεί η εκκρεμής προκαταρκτική ή ένορκη διοικητική εξέταση και να έχει ασκηθεί τυχόν πειθαρχική δίωξη σε βάρος του υπαλλήλου.
3. Ο υπάλληλος, που έχει τις υποχρεώσεις του άρθρου 58, περί παραμονής στην υπηρεσία σε περίπτωση άδειας υπηρεσιακής εκπαίδευσης, δεν έχει δικαίωμα να παραιτηθεί πριν λήξει ο χρόνος που ορίζεται στη διάταξη αυτή.
4. Ο υπάλληλος μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) μηνός από την υποβολή της αίτησης παραίτησης μπορεί να την ανακαλέσει εγγράφως, εφόσον αυτή δεν έχει γίνει αποδεκτή σύμφωνα με την παρ. 5.
5. Η αίτηση παραίτησης γίνεται αποδεκτή με πράξη που εκδίδεται από το αρμόδιο όργανο και δημοσιεύεται σε περίληψη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η υπηρεσία δεν μπορεί να κάνει αποδεκτή την αίτηση παραίτησης πριν από την πάροδο δεκαπέντε (15) ημερών από την υποβολή της. Αν μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την πάροδο δεκαπέντε (15) ημερών από την υποβολή της αίτησης παραίτησης ο υπάλληλος επανέλθει με δεύτερη αίτηση, εμμένοντας στην παραίτησή του, αυτή γίνεται αυτοδικαίως αποδεκτή και λύεται η υπαλληλική σχέση από την ημέρα υποβολής της δεύτερης αίτησης. Η αίτηση παραίτησης θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή και λύεται αυτοδικαίως η υπαλληλική σχέση, αν παρέλθει άπρακτη προθεσμία δύο (2) μηνών από την υποβολή της. Για τη λύση της υπαλληλικής σχέσης εκδίδεται διαπιστωτική πράξη, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
6. Διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, που ρυθμίζουν την παραίτηση του υπαλλήλου σε ειδικές περιπτώσεις, διατηρούνται σε ισχύ.»
Άρθρο 48
Παρεπόμενη ποινή αποστέρησης δημόσιας θέσης ή αυτοδιοικητικού αξιώματος ως λόγος αυτοδίκαιης έκπτωσης - Τροποποίηση άρθρου 149 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Στο άρθρο 149 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί αυτοδίκαιης έκπτωσης λόγω ποινικής καταδίκης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην περ. α' η λέξη «πλημμέλημα» αντικαθίσταται με τη λέξη «αδίκημα», β) η περ. β) αντικαθίσταται, γ) η περ. γ) καταργείται και το άρθρο 149 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 149
Αυτοδίκαιη έκπτωση λόγω ποινικής καταδίκης Ο υπάλληλος εκπίπτει αυτοδικαίως της υπηρεσίας, εφόσον με αμετάκλητη δικαστική απόφαση: α) καταδικασθεί σε ποινή τουλάχιστον πρόσκαιρης κάθειρξης ή σε οποιαδήποτε ποινή για αδίκημα από τα αναφερόμενα στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 8 του παρόντος ή σε οποιαδήποτε ποινή για λιποταξία, β) του επιβληθεί στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων ή η παρεπόμενη ποινή της αποστέρησης δημόσιας θέσης ή δημόσιου ή αυτοδιοικητικού αξιώματος, που κατέχει.
Η έκπτωση επέρχεται από την ημερομηνία δημοσίευσης της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης. Για την έκπτωση εκδίδεται διαπιστωτική πράξη, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ
Άρθρο 49
Κωλύματα διορισμού - Τροποποίηση άρθρου 16 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων
Στο άρθρο 16 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α' 143), περί ποινικής καταδίκης, στερητικής ή επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στον τίτλο προστίθενται οι λέξεις «, ανάκληση διορισμού», β) η παρ. 1 αντικαθίσταται, γ) προστίθεται παρ. 1α, και μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 16 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 16
Ποινική καταδίκη, στερητική ή επικουρική δικαστική συμπαράσταση, ανάκληση διορισμού
1. Δεν διορίζονται υπάλληλοι: α) Όσοι καταδικάσθηκαν για κακούργημα και σε οποιαδήποτε ποινή για κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, απάτη με υπολογιστή, εκβίαση, πλαστογραφία, πλαστογραφία πιστοποιητικών, απιστία δικηγόρου, απιστία, δωροληψία, δωροδοκία, παράνομη βεβαίωση ή είσπραξη δικαιωμάτων του Δημοσίου, παράβαση καθήκοντος, ψευδή βεβαίωση, υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, υπεξαγωγή εγγράφων, οποιοδήποτε άλλο έγκλημα σχετικά με την υπηρεσία, οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, οποιοδήποτε έγκλημα του Τέταρτου και Πέμπτου Κεφαλαίου του Δεύτερου Βιβλίου του Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019, Α' 95), περί εγκλημάτων κατά των πολιτειακών και πολιτικών οργάνων, κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας, της Βουλής, της Κυβέρνησης και οργάνων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, και περί προσβολών κατά της πολιτειακής εξουσίας, αντίστοιχα, οποιοδήποτε έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, εγκληματική οργάνωση, τρομοκρατικές πράξεις - τρομοκρατική οργάνωση, αξιόποινη υποστήριξη, παραβίαση της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, λαθρεμπορίας, όπλων, πυρομαχικών και τυχερών παιχνιδιών, τουλάχιστον δύο (2) φορές για συκοφαντική δυσφήμηση, τουλάχιστον δύο (2) φορές για ψευδή καταμήνυση,
β) όσοι έχουν παραπεμφθεί με τελεσίδικο βούλευμα ή με απευθείας κλήση για κακούργημα ή με τελεσίδικο βούλευμα για πλημμέλημα της περ. α' έστω και αν το αδίκημα έχει παραγραφεί,
γ) αυτοί στους οποίους έχει επιβληθεί η παρεπόμενη ποινή της αποστέρησης δημόσιας θέσης ή δημόσιου ή αυτοδιοικητικού αξιώματος, που κατέχουν, και όσοι έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα, για όσο χρόνο διαρκεί η στέρηση αυτή,
δ) όσοι τελούν υπό στερητική δικαστική συμπαράσταση (πλήρη ή μερική), υπό επικουρική δικαστική συμπαράσταση (πλήρη ή μερική) και υπό τις δύο αυτές καταστάσεις,
ε) αυτοί των οποίων έχει ανακληθεί ο διορισμός, εφόσον προκλήθηκε με δόλο ή παρανομία από τους ίδιους σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 27 ή άλλη αντίστοιχη διάταξη, αν δεν παρέλθει δεκαετία από την ανάκληση. Γ ια τη διαπίστωση του ως άνω κωλύματος εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 17.
1α. Το κώλυμα των περ. α) και β) της παρ. 1 αφορά και σε περιπτώσεις καταδίκης ή παραπομπής για απόπειρα τέλεσης ή για συμμετοχή στην τέλεση των ποινικών αδικημάτων που αναφέρονται στην περ. α) της παρ. 1.
2. Η ανικανότητα προς διορισμό αίρεται μόνο με την έκδοση του διατάγματος κατά την παρ. 1 του άρθρου 47 του Συντάγματος, που αίρει τις συνέπειες της ποινής.»
Άρθρο 50
Τροποποίηση της χρονικής περιόδου για διορισμό σε περίπτωση απόλυσης για πειθαρχικούς λόγους και επέκταση του κωλύματος διορισμού λόγω επιβολής της ποινής της οριστικής παύσης μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης - Τροποποίηση άρθρου 17 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων
Στο άρθρο 17 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α' 143), περί απόλυσης από άλλη θέση για πειθαρχικούς λόγους, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο πρώτο εδάφιο, αα) μετά τις λέξεις «δημόσιου τομέα» προστίθενται οι λέξεις «, όπως αυτός οριοθετείται στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α' 143), καθώς και από τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου του δημόσιου τομέα που δεν περιλαμβάνονται στη Γενική Κυβέρνηση, όπως αυτή ορίζεται στο ανωτέρω άρθρο», αβ) η λέξη «πενταετία» αντικαθίσταται από τη λέξη «δεκαετία», β) προστίθεται τρίτο εδάφιο και το άρθρο 17 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 17
Απόλυση από άλλη θέση για πειθαρχικούς λόγους
Δεν διορίζονται υπάλληλοι όσοι απολύθηκαν από θέση δημόσιας υπηρεσίας ή Ο.Τ.Α. ή άλλου νομικού προσώπου του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται στην περ. α' της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α' 143), ή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου του δημόσιου τομέα που δεν περιλαμβάνεται στη Γενική Κυβέρνηση, όπως αυτή ορίζεται στο ανωτέρω άρθρο, λόγω επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης ή λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας για σπουδαίο λόγο, οφειλόμενο σε υπαιτιότητα του εργαζομένου, αν δεν παρέλθει δεκαετία από την απόλυση.
Για τη διαπίστωση του ως άνω κωλύματος διορισμού, υποβάλλεται υπεύθυνη δήλωση από τον ενδιαφερόμενο, το αληθές περιεχόμενο της οποίας ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από την αρμόδια υπηρεσία διορισμού με βάση τα στοιχεία που τηρούνται στο Μητρώο Απογραφής Ελληνικού Δημοσίου. Το παρόν άρθρο ισχύει και για όσους υπαλλήλους απώλεσαν την υπαλληλική τους ιδιότητα και ακολούθως τους επιβλήθηκε αμετάκλητα η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης λόγω συνέχισης της πειθαρχικής διαδικασίας μετά τη λύση της υπαλληλικής τους σχέσης.»
Άρθρο 51
Προθεσμία για την ολοκλήρωση της διαδικασίας ανάκλησης του διορισμού - Προσθήκη παρ. 5 στο άρθρο 27 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων
Στο άρθρο 27 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α' 143), περί ανάκλησης διορισμού, προστίθεται παρ. 5 και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 27 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 27 Ανάκληση διορισμού
1. Η πράξη διορισμού ανακαλείται υποχρεωτικά, εάν ο διοριζόμενος δεν αποδέχτηκε τον διορισμό ρητώς ή σιωπηρώς ή δεν εκπλήρωσε άλλες νόμιμες πρόσθετες υποχρεώσεις πριν από την ανάληψη υπηρεσίας.
2. Η πράξη διορισμού, που έγινε κατά παράβαση νόμου, ανακαλείται εντός δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής η πράξη διορισμού ανακαλείται, εάν αυτός που διορίστηκε προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία ή εάν ο διορισμός του έγινε κατά παράβαση των άρθρων 12 και 16.
3. Ο υπάλληλος, του οποίου η πράξη διορισμού ανακλήθηκε κατά την παρ. 2, υπέχει τις ευθύνες των δημοσίων υπαλλήλων για τον χρόνο κατά τον οποίο άσκησε τα καθήκοντα του και οι πράξεις του είναι έγκυρες.
4. Οι διατάξεις της παρ. 2 για απαγόρευση ανάκλησης της πράξης διορισμού μετά την πάροδο διετίας δεν εφαρμόζονται, όταν η πράξη διορισμού ακυρώνεται δικαστικώς.
5. Η διάρκεια της διαδικασίας ανάκλησης του διορισμού από το αρμόδιο όργανο δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις (3) μήνες.»
Άρθρο 52
Χρόνος αναστολής άσκησης καθηκόντων μη υπολογιζόμενος για προαγωγή - Τροποποίηση άρθρου 91 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων
Στο άρθρο 91 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α' 143), περί χρόνου που δεν υπολογίζεται για προαγωγή, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην περ. β), αα) πριν από τη λέξη «αργίας» προστίθενται οι λέξεις «αναστολής άσκησης καθηκόντων ή/και της», αβ) η λέξη «επήλθε» αντικαθίσταται από τη λέξη «επιβλήθηκε», αγ) μετά τη λέξη «κατέληξε» προστίθεται η λέξη «αμετάκλητα», β) η περ. στ), περί του χρόνου αναστολής άσκησης καθηκόντων, καταργείται και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 91 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 91
Χρόνος μη υπολογιζόμενος για προαγωγή Στον χρόνο για προαγωγή δεν υπολογίζεται: α) ο χρόνος της διαθεσιμότητας, β) ο χρόνος της αναστολής άσκησης καθηκόντων ή/και της αργίας που επιβλήθηκε είτε εξαιτίας ποινικής δίωξης που κατέληξε αμετάκλητα σε οποιαδήποτε καταδίκη είτε εξαιτίας πειθαρχικής δίωξης που κατέληξε αμετάκλητα σε πειθαρχική ποινή τουλάχιστον προστίμου αποδοχών τριών (3) μηνών, γ) ο χρόνος της αδικαιολόγητης αποχής από τα καθήκοντα, δ) ο χρόνος της προσωρινής παύσης, και ε) ο χρόνος της άδειας άνευ αποδοχών που δεν αποτελεί χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας.»
Άρθρο 53
Αύξηση των περιπτώσεων θέσης υπαλλήλου σε αυτοδίκαιη αργία - Τροποποίηση παρ. 1 και 2 άρθρου 107 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων
Στο άρθρο 107 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α' 143), περί απαρίθμησης πειθαρχικών παραπτωμάτων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 1, αα) στην περ. α), (i) μετά τις λέξεις «προσωρινής κράτησης» προστίθενται οι λέξεις «βούλευμα ή», (ii) μετά τις λέξεις «με εγγύηση» προστίθενται οι λέξεις «ή ανεστάλη η εκτέλεση της ποινής ή της απόφασης ή ο υπάλληλος στον οποίο επιβλήθηκε κατ' οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση ή περιοριστικοί όροι αντί προσωρινής κράτησης της ποινής ή της απόφασης ή επιβλήθηκαν περιοριστικοί όροι αντί προσωρινής κράτησης», αβ) προστίθεται περ. δ), β) στην παρ. 2 προστίθεται δεύτερο εδάφιο και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 107 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 107
Αυτοδίκαιη αργία
1. Τίθεται αυτοδίκαια σε αργία: α) Ο υπάλληλος, ο οποίος στερήθηκε την προσωπική του ελευθερία, ύστερα από ένταλμα προσωρινής κράτησης ή βούλευμα ή δικαστική απόφαση, έστω και αν απολύθηκε με εγγύηση ή ανεστάλη η εκτέλεση της ποινής ή της απόφασης ή ο υπάλληλος στον οποίο επιβλήθηκε κατ' οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση ή περιοριστικοί όροι αντί προσωρινής κράτησης, β) ο υπάλληλος, στον οποίο επιβλήθηκε η ποινή της οριστικής παύσης. Η αργία αρχίζει από την κοινοποίηση της πειθαρχικής απόφασης και λήγει την τελευταία ημέρα της προθεσμίας άσκησης προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή την ημέρα που δημοσιεύθηκε η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφόσον έχει ασκηθεί προσφυγή, γ) ο υπάλληλος, σε βάρος του οποίου ασκήθηκε ποινική δίωξη για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή για οποιοδήποτε έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, δ) ο υπάλληλος, σε βάρος του οποίου ασκήθηκε ποινική δίωξη για οποιοδήποτε κακούργημα. 2. Ο υπάλληλος επανέρχεται αυτοδίκαια στα καθήκοντά του, εάν εκλείψει ο λόγος για τον οποίο έχει τεθεί σε αργία. Υπάλληλος, ο οποίος τέθηκε σε αργία σύμφωνα με τις περ. γ' και δ' της παρ. 1 επανέρχεται αυτοδίκαια στα καθήκοντά του αν αθωωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.
3. Η διαπιστωτική πράξη θέσης σε αργία ή επανόδου εκδίδεται από το αρμόδιο για τον διορισμό όργανο.»
Άρθρο 54
Άρση αναστολής άσκησης καθηκόντων, αρμόδιο όργανο έκδοσης πράξης δυνητικής αργίας ή επαναφοράς στα καθήκοντα υπαλλήλου - Δυνατότητα υποχρεωτικής μετακίνησης υπαλλήλου ως διοικητικού μέτρου - Τροποποίηση άρθρου 108 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων
Στο άρθρο 108 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α' 143), περί δυνητικής θέσης σε αργία και αναστολής άσκησης καθηκόντων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στον τίτλο προστίθενται οι λέξεις «- Μετακίνηση υπαλλήλου», β) στην παρ. 1, βα) στο εισαγωγικό εδάφιο, μετά τη λέξη «αργία» προστίθενται οι λέξεις «, κατόπιν γνωμοδότησης του πειθαρχικού συμβουλίου,», ββ) στο πρώτο εδάφιο της περ. α' προστίθενται οι λέξεις «με την επιφύλαξη των περ. γ' και δ' της παρ. 1 του άρθρου 107», γ) στην παρ. 2, γα) το δεύτερο εδάφιο, περί του χρόνου γνωμοδότησης από το πειθαρχικό συμβούλιο για τη θέση του υπαλλήλου σε αργία, καταργείται, γβ) το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται, δ) το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 αντικαθίσταται, ε) στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 5 πριν από τις λέξεις «πειθαρχικής απόφασης» προστίθενται οι λέξεις «την κοινοποίηση», στ) προστίθεται παρ. 6, και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 108 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 108
Δυνητική θέση σε αργία - Αναστολή άσκησης καθηκόντων - Μετακίνηση υπαλλήλου
1. Αν συντρέχουν λόγοι δημόσιου συμφέροντος μπορεί να τίθεται σε αργία, κατόπιν γνωμοδότησης του πειθαρχικού συμβουλίου, ο υπάλληλος, κατά του οποίου: α) Έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για αδίκημα, το οποίο μπορεί να επισύρει την έκπτωση από την υπηρεσία
με την επιφύλαξη των περ. γ' και δ' της παρ. 1 του άρθρου 107. Ειδικά, προκειμένου για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος ο υπάλληλος μπορεί να τίθεται σε αργία εφόσον έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο για το αδίκημα αυτό,
β) έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη για παράπτωμα, το οποίο μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης ή
γ) υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για έκνομη διαχείριση, οι οποίες στηρίζονται σε έκθεση της προϊσταμένης αρχής ή αρμόδιου επιθεωρητή.
2. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος και πριν γνωμοδοτήσει το πειθαρχικό συμβούλιο, μπορεί να επιβληθεί στον υπάλληλο από το ανώτατο μονοπρόσωπο όργανο διοίκησης του φορέα, όπου υπηρετεί, το μέτρο της αναστολής άσκησης των καθηκόντων του. Η αναστολή άσκησης καθηκόντων αίρεται αυτοδικαίως, εάν μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την κοινοποίηση στον υπάλληλο του μέτρου της αναστολής δεν του κοινοποιηθεί η πράξη της παρ. 3 κατόπιν γνωμοδότησης του πειθαρχικού συμβουλίου.
3. Η πράξη, με την οποία ο υπάλληλος τίθεται σε δυνητική αργία ή επαναφέρεται στα καθήκοντά του, εκδίδεται από το ανώτατο μονοπρόσωπο όργανο διοίκησης ύστερα από γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου. Για τη θέση του υπαλλήλου σε αργία απαιτείται προηγούμενη ακρόαση αυτού από το πειθαρχικό συμβούλιο.
4. Εντός τρίμηνης αποκλειστικής προθεσμίας από την πάροδο ενός (1) έτους από τη θέση σε αργία, το πειθαρχικό συμβούλιο υποχρεούται να γνωμοδοτήσει, ύστερα από ερώτημα του αρμόδιου διοικητικού οργάνου για τη συνέχιση ή μη της αργίας, άλλως η αργία αίρεται. Σε κάθε περίπτωση, η αργία αίρεται αυτοδικαίως μετά από την πάροδο διετίας από την έκδοση της απόφασης θέσης του υπαλλήλου σε αργία.
5. Η αργία αρχίζει από την κοινοποίηση στον υπάλληλο της σχετικής πράξης. Ο υπάλληλος επανέρχεται στα καθήκοντά του από την κοινοποίηση της πράξης επαναφοράς ή αυτοδίκαια από την τελεσιδικία της ποινικής απόφασης που δεν συνεπάγεται έκπτωση ή την κοινοποίηση της πειθαρχικής απόφασης, η οποία δεν επιβάλλει την ποινή της οριστικής παύσης ή από τη συμπλήρωση της διετίας κατά την παρ. 4.
6. Σε περιπτώσεις επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, ο υπάλληλος δύναται, με απόφαση του αρμόδιου οργάνου, να μετακινείται υποχρεωτικά από την οργανική μονάδα, όπου υπηρετεί, για τη διασφάλιση της αντικειμενικότητας της διαδικασίας διερεύνησης διάπραξης πειθαρχικού παραπτώματος ή ποινικού αδικήματος και της εύρυθμης λειτουργίας της υπηρεσίας.»
Άρθρο 55
Δυνατότητα επιστροφής στην οργανική μονάδα σε περίπτωση υποχρεωτικής μετακίνησης - Τροποποίηση άρθρου 109 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων
Στο άρθρο 109 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α' 143), περί συνεπειών της αργίας, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στον τίτλο προστίθενται οι λέξεις «, αναστολής άσκησης καθηκόντων - υποχρεωτικής μετακίνησης», β) στην παρ. 1, μετά τις λέξεις «ο οποίος» προστίθενται οι λέξεις «έχει τεθεί σε αναστολή καθηκόντων ή», γ) στην παρ. 2, γα) στο δεύτερο εδάφιο, i) η λέξη «τελεσίδικη» αντικαθίσταται από τη λέξη «αμετάκλητη», ii) οι λέξεις «με πειθαρχική ποινή κατώτερη από την οριστική παύση» αντικαθίστανται από τις λέξεις «αμετάκλητα με πειθαρχική ποινή προστίμου αποδοχών έως τεσσάρων (4) μηνών», γβ) στο τρίτο εδάφιο, οι λέξεις «από κάθε πειθαρχική ευθύνη» αντικαθίστανται από τις λέξεις «αμετάκλητα από κάθε πειθαρχική ευθύνη ή δεν επιβληθεί πειθαρχική ποινή», δ) στην παρ. 3, δα) μετά τη λέξη «επιβλήθηκε» προστίθενται οι λέξεις «από το πειθαρχικό συμβούλιο», δβ) οι λέξεις «για το παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων του, δεν» αντικαθίστανται από τις λέξεις «παύει να», ε) η παρ. 4 αντικαθίσταται, στ) προστίθεται παρ. 5 και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 109 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 109
Συνέπειες αργίας, αναστολής άσκησης καθηκόντων - υποχρεωτικής μετακίνησης
1. Ο υπάλληλος, ο οποίος έχει τεθεί σε αναστολή καθηκόντων ή τελεί σε κατάσταση αργίας, απέχει από την άσκηση των κύριων και παρεπόμενων καθηκόντων του.
2. Στον υπάλληλο που τελεί σε κατάσταση αργίας ή αναστολής άσκησης καθηκόντων καταβάλλεται το ήμισυ των αποδοχών του. Το υπόλοιπο ή μέρος αυτού μπορεί να αποδοθεί σε αυτόν, μετά από ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου, εφόσον απαλλαγεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή τιμωρηθεί αμετάκλητα με πειθαρχική ποινή προστίμου αποδοχών έως τεσσάρων (4) μηνών. Εάν ο υπάλληλος απαλλαγεί αμετάκλητα από κάθε πειθαρχική ευθύνη ή δεν επιβληθεί πειθαρχική ποινή ή αποδειχθεί αβάσιμη η υπόνοια για έκνομη διαχείριση, επιστρέφεται το μέρος των αποδοχών που παρακρατήθηκε. Ειδικά στην περίπτωση αναστολής άσκησης καθηκόντων το μέρος των αποδοχών που παρακρατήθηκε κατά τη διάρκεια αυτής επιστρέφεται σε περίπτωση που ο υπάλληλος δεν τεθεί σε δυνητική αργία σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 108.
3. Ο υπάλληλος, στον οποίο επιβλήθηκε από το πειθαρχικό συμβούλιο πειθαρχική ποινή οριστικής παύσης, παύει να δικαιούται αποδοχές αργίας.
4. Κατά τη διάρκεια της αργίας και της αναστολής άσκησης καθηκόντων εφαρμόζονται τα άρθρα 38 έως 42 και δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε υπηρεσιακή μεταβολή του υπαλλήλου.
5. Σε περίπτωση υποχρεωτικής μετακίνησης σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 108, ο υπάλληλος δύναται να επανέλθει κατόπιν αίτησής του στην οργανική μονάδα, από την οποία μετακινήθηκε, εφόσον απαλλαγεί από κάθε πειθαρχική ή ποινική ευθύνη ή δεν του επιβληθεί πειθαρχική ποινή ή του επιβληθεί πειθαρχική ποινή προστίμου αποδοχών έως τεσσάρων (4) μηνών.»
Άρθρο 56
Αντικατάσταση των υφιστάμενων πρωτοβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων και Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου από το Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα ως πειθαρχικό όργανο - Τροποποίηση άρθρου 120 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων
Το άρθρο 120 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α' 143), περί πειθαρχικών οργάνων, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 120
Πειθαρχικά όργανα
Πειθαρχική εξουσία στους υπαλλήλους ασκούν:
α) οι πειθαρχικώς προϊστάμενοί τους,
β) το Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα,
γ) ο Διοικητής της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας,
δ) το διοικητικό εφετείο, και
ε) το Συμβούλιο της Επικρατείας.»
Άρθρο 57
Αύξηση ορίου προστίμου αποδοχών που μπορούν να επιβάλλουν οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι - Τροποποίηση άρθρου 122 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων
Στο άρθρο 122 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α' 143), περί αρμοδιότητας πειθαρχικώς προϊσταμένων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην παρ. 1, αα) στο δεύτερο εδάφιο, οι λέξεις «με τους παρακάτω περιορισμούς» διαγράφονται, αβ) στην περ. α) η λέξη και ο αριθμός «τριών (3)» αντικαθίστανται από τη λέξη και τον αριθμό «πέντε (5)», αγ) στην περ. β) οι λέξεις και ο αριθμός «ενός (1) μηνός» αντικαθίστανται από τις λέξεις και τον αριθμό «τεσσάρων (4) μηνών», β) στην παρ. 3 προστίθεται τρίτο εδάφιο, γ) στην παρ. 4 διαγράφονται οι λέξεις «και το διοικητικό συμβούλιο του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, του Ιδρύματος και του Συνδέσμου Δήμων», δ) το δεύτερο εδάφιο της παρ. 5 αντικαθίσταται, ε) στην παρ. 6, εα) στο πρώτο εδάφιο οι λέξεις «το διοικητικό συμβούλιο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τον Πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου», εβ) το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται, εγ) προστίθεται τρίτο εδάφιο και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 122 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 122
Αρμοδιότητα πειθαρχικώς Προϊσταμένων
1. Όλοι οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι μπορούν να επιβάλλουν την ποινή της έγγραφης επίπληξης. Την ποινή του προστίμου μπορούν να επιβάλουν οι εξής: α. ο Δήμαρχος, έως και τις αποδοχές πέντε (5) μηνών, β. ο Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, του Ιδρύματος και του Συνδέσμου Δήμων, έως και τις αποδοχές τεσσάρων (4) μηνών,
γ. ο Προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης, έως και τα δύο τρίτα (2/3) των μηνιαίων αποδοχών,
δ. ο Προϊστάμενος Διεύθυνσης, έως και το ένα τέταρτο (1/4) των μηνιαίων αποδοχών.
2. Η αρμοδιότητα των πειθαρχικώς προϊσταμένων είναι αμεταβίβαστη, εκτός αν από ειδική διάταξη προβλέπεται διαφορετικά.
3. Αρμόδιος πειθαρχικώς προϊστάμενος είναι εκείνος στον οποίο υπάγεται οργανικά ο υπάλληλος κατά τον χρόνο τέλεσης του παραπτώματος. Αν ο υπάλληλος υπηρετεί σε άλλη υπηρεσία από αυτή της οργανικής του θέσης, αρμόδιος πειθαρχικώς προϊστάμενος είναι ο προϊστάμενος της υπηρεσίας στην οποία υπηρετεί ο υπάλληλος κατά τον χρόνο τέλεσης του πειθαρχικού παραπτώματος, εφόσον το πειθαρχικό παράπτωμα σχετίζεται με την άσκηση καθηκόντων του στην υπηρεσία αυτή. Αν ο υπάλληλος κατά την τέλεση του παραπτώματος δεν υπηρετεί στην οργανική του θέση, αλλά σε άλλη υπηρεσία που δεν υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Κώδικα, αρμόδιος πειθαρχικώς προϊστάμενος είναι ο επικεφαλής του φορέα της οργανικής θέσης, ο οποίος επιλαμβάνεται είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από αίτημα του επικεφαλής της υπηρεσίας, όπου τελέστηκε το παράπτωμα.
4. Οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι επιλαμβάνονται αυτεπαγγέλτως.
5. Αν έχουν επιληφθεί αρμοδίως περισσότεροι πειθαρχικώς προϊστάμενοι, η πειθαρχική διαδικασία συνεχίζεται μόνο από εκείνον που κάλεσε πρώτος σε απολογία τον υπάλληλο. Ο ανώτερος πειθαρχικώς προϊστάμενος έχει, σε κάθε περίπτωση, δικαίωμα να ζητήσει την παραπομπή της πειθαρχικής υπόθεσης σε αυτόν, εφόσον δεν έχει εκδοθεί πειθαρχική απόφαση.
6. Αν ο πειθαρχικώς προϊστάμενος που έχει επιληφθεί, κρίνει ότι το παράπτωμα επισύρει ποινή ανώτερη της αρμοδιότητάς του, παραπέμπει την υπόθεση σε οποιονδήποτε ανώτερο αυτού πειθαρχικώς προϊστάμενο μέχρι και τον δήμαρχο ή τον Πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, του Ιδρύματος και του Συνδέσμου Δήμων, αν πρόκειται για υπάλληλο του Νομικού Προσώπου, του Ιδρύματος και του Συνδέσμου. Αν τα παραπάνω όργανα κρίνουν ότι η προσήκουσα ποινή είναι ανώτερη και της δικής τους αρμοδιότητας, παραπέμπουν την υπόθεση στο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Στην περίπτωση της παρ. 4 του άρθρου 117 του Κώδικα Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ν. 3528/2007, Α' 26) η παραπομπή γίνεται από τον Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας.»
Άρθρο 58
Δυνατότητα διενέργειας συμπληρωματικής ένορκης διοικητικής εξέτασης - Τροποποίηση άρθρου 130 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων
Στο άρθρο 130 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α' 143), περί ένορκης διοικητικής εξέτασης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) η παρ. 2 αντικαθίσταται, β) στην παρ. 4, στο τρίτο εδάφιο, οι λέξεις «υποχρεούται να ασκήσει πειθαρχική δίωξη» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ασκεί υποχρεωτικώς την πειθαρχική δίωξη αμελλητί και το αργότερο εντός ενός (1) μηνός από την υποβολή της έκθεσης», γ) προστίθενται παρ. 4α και 4β, δ) προστίθεται παρ. 7 και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 130 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 130
Ένορκη διοικητική εξέταση
1. Ένορκη διοικητική εξέταση (Ε.Δ.Ε.) ενεργείται κάθε φορά που η υπηρεσία έχει σοβαρές υπόνοιες ή σαφείς ενδείξεις για τη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος. Η εξέταση αυτή αποσκοπεί στη συλλογή στοιχείων για τη διαπίστωση της τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος και τον προσδιορισμό των προσώπων που τυχόν ευθύνονται, καθώς και στη διερεύνηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες αυτό έχει τελεσθεί. Η ένορκη διοικητική εξέταση δεν συνιστά έναρξη πειθαρχικής δίωξης.
2. Η Ε.Δ.Ε. διατάσσεται από οποιονδήποτε πειθαρχικώς προϊστάμενο και ενεργείται από μόνιμο υπάλληλο με βαθμό Α' του ίδιου Ο.Τ.Α..
Κατ' εξαίρεση, η ενέργεια της Ε.Δ.Ε. μπορεί να ανατίθεται σε μόνιμο υπάλληλο με βαθμό Α' άλλου Ο.Τ.Α., για τη διασφάλιση της αντικειμενικότητας της ένορκης διοικητικής εξέτασης ή εφόσον συντρέχουν ειδικοί λόγοι οι οποίοι παρατίθενται στην πράξη ανάθεσης. Η πράξη ανάθεσης εκδίδεται από τον οικείο Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ύστερα από αιτιολογημένη πρόταση του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου.
Η Ε.Δ.Ε. περατώνεται εντός της προθεσμίας που τίθεται από τον πειθαρχικώς προϊστάμενο στην απόφαση ανάθεσης και το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία που κοινοποιήθηκε στον υπάλληλο η απόφαση ανάθεσης της διεξαγωγής της. Ο υπάλληλος, ο οποίος διεξάγει την Ε.Δ.Ε., μπορεί να ζητήσει, με πλήρως αιτιολογημένη αίτησή του, παράταση της προθεσμίας αυτής έως έναν (1) μήνα, άπαξ. Για τη χορήγηση της παράτασης εκδίδεται απόφαση του πειθαρχικώς προϊστάμενου που ανέθεσε την ένορκη διοικητική εξέταση.
Αν ο υπάλληλος, στον οποίο αποδίδεται η διάπραξη του πειθαρχικού παραπτώματος, είναι προϊστάμενος οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου, η εντολή για διενέργεια Ε.Δ.Ε. ανατίθεται σε προϊστάμενο τουλάχιστον ίδιου επιπέδου οργανικής μονάδας. Αν δεν υπάρχει, η εντολή για διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης ανατίθεται σε προϊστάμενο τουλάχιστον ίδιου επιπέδου οργανικής μονάδας άλλου Ο.Τ.Α.. Η πράξη ανάθεσης εκδίδεται από τον οικείο Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ύστερα από αιτιολογημένη πρόταση του αρμόδιου προς διορισμό οργάνου.
3. Κατά την εξέταση του υπαλλήλου στον οποίο αποδίδεται η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος, εφαρμόζονται αναλόγως η παρ. 3 του άρθρου 134 και το άρθρο 136.
4. Η ένορκη διοικητική εξέταση ολοκληρώνεται με την υποβολή αιτιολογημένης έκθεσης του υπαλλήλου που την ενεργεί. Η έκθεση αυτή υποβάλλεται, με όλα τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν, στον πειθαρχικώς προϊστάμενο ο οποίος διέταξε τη διενέργεια της εξέτασης.
Εφόσον με την έκθεση διαπιστώνεται η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από συγκεκριμένο υπάλληλο, ο πειθαρχικώς προϊστάμενος ασκεί υποχρεωτικώς την πειθαρχική δίωξη αμελλητί και το αργότερο εντός ενός (1) μηνός από την υποβολή της έκθεσης.
4Α. Αποκλειστικά σε περίπτωση που μετά την υποβολή της αιτιολογημένης έκθεσης και πριν από την άσκηση πειθαρχικής δίωξης προκύψουν νέα στοιχεία που κατά την κρίση του πειθαρχικώς προϊστάμενου που διέταξε τη διενέργεια της εξέτασης πρέπει να ληφθούν υπόψη για τη διαπίστωση ή μη της διάπραξης πειθαρχικού παραπτώματος, ο πειθαρχικώς προϊστάμενος δύναται να αναθέσει τη διενέργεια συμπληρωματικής εξέτασης στον υπάλληλο που διεξήγαγε την αρχική εξέταση και κατ' εξαίρεση, αν προκύπτει αντικειμενική αδυναμία, σε άλλον υπάλληλο, τηρουμένης της παρ. 2. Η συμπληρωματική εξέταση ολοκληρώνεται το αργότερο εντός ενός (1) μηνός από την κοινοποίηση της απόφασης ανάθεσης.
4Β. Η παρ. 4 του άρθρου 125 του Κώδικα Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ν. 3528/2007, Α' 26), περί προστασίας της ανωνυμίας, εφαρμόζεται και κατά τη διενέργεια της ένορκης διοικητικής εξέτασης.
4Γ. Η Ε.Δ.Ε. είναι μυστική. Εάν, μετά την ολοκλήρωσή της, ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, ο διωκόμενος δύναται να λάβει γνώση του περιεχομένου της έκθεσης αυτής και των εγγράφων που τη συνοδεύουν στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας. Αν δεν ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, πρόσβαση στην έκθεση και στα έγγραφα που τη συνοδεύουν μπορεί να χορηγηθεί, μόνο εφόσον ο ενδιαφερόμενος επικαλείται και αποδεικνύει ιδιαίτερο έννομο συμφέρον και υπό την επιφύλαξη των διατάξεων περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
5. Διατάξεις που προβλέπουν τη διενέργεια ένορκων διοικητικών εξετάσεων, οποιασδήποτε μορφής, από ειδικά όργανα δεν θίγονται.
6. Οι παρ. 5, 6 και 7 του άρθρου 131, καθώς και τα άρθρα 133 και 135, εφαρμόζονται αναλόγως.»
Άρθρο 59
Δυνατότητα υποβολής παραίτησης κατά τη διάρκεια πειθαρχικής δίωξης - Αντικατάσταση παρ. 2 άρθρου 152 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων
Στο άρθρο 152 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α' 143), περί παραίτησης: α) η παρ. 2 αντικαθίσταται, β) προστίθεται παρ. 2Α και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 152 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 152
Παραίτηση
1. Η παραίτηση αποτελεί δικαίωμα του υπαλλήλου και υποβάλλεται εγγράφως. Αίρεση, όρος ή προθεσμία στην αίτηση παραίτησης θεωρείται, ότι δεν έχουν γραφεί.
2. Η άσκηση πειθαρχικής δίωξης σε βάρος του υπαλλήλου δεν εμποδίζει την υποβολή παραίτησης. Στην περίπτωση αυτή, ωστόσο, η πειθαρχική διαδικασία δεν παύει σύμφωνα με το άρθρο 117 περί λήξης της πειθαρχικής ευθύνης.
2Α. Η παραίτηση θεωρείται ότι δεν έχει υποβληθεί, αν κατά την υποβολή της εκκρεμεί κατά του υπαλλήλου προκαταρκτική ή ένορκη διοικητική εξέταση ή, αν, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την υποβολή της, εκκινήσει προκαταρκτική ή ένορκη διοικητική εξέταση. Νέα αίτηση παραίτησης δύναται να υποβληθεί μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από την επομένη της ημερομηνίας υποβολής της πρώτης αίτησης παραίτησης, χρονικό διάστημα εντός του οποίου πρέπει υποχρεωτικά να έχει ολοκληρωθεί η εκκρεμής προκαταρκτική ή ένορκη διοικητική εξέταση και να έχει ασκηθεί τυχόν πειθαρχική δίωξη σε βάρος του υπαλλήλου.
3. Ο υπάλληλος που έχει τις υποχρεώσεις του άρθρου 65 δεν έχει δικαίωμα να παραιτηθεί πριν λήξει ο χρόνος που ορίζεται στη διάταξη αυτή.
4. Ο υπάλληλος μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) μηνός από την υποβολή της αίτησης παραίτησης μπορεί να την ανακαλέσει εγγράφως, εφόσον αυτή δεν έχει γίνει αποδεκτή σύμφωνα με την παρ. 5.
5. Η αίτηση παραίτησης γίνεται αποδεκτή με πράξη που εκδίδεται από το αρμόδιο προς διορισμό όργανο και δημοσιεύεται σε περίληψη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η υπηρεσία δεν μπορεί να κάνει αποδεκτή την αίτηση παραίτησης πριν από την πάροδο δεκαπέντε (15) ημερών από την υποβολή της. Αν μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την πάροδο δεκαπέντε (15) ημερών από την υποβολή της παραίτησης ο υπάλληλος επανέλθει με δεύτερη αίτηση, εμμένοντας στην παραίτηση του, αυτή γίνεται αυτοδικαίως αποδεκτή και λύεται η υπαλληλική σχέση από την ημέρα υποβολής της δεύτερης αιτήσεως. Η αίτηση παραίτησης θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή και λύεται αυτοδικαίως η υπαλληλική σχέση, αν παρέλθει άπρακτη προθεσμία δύο (2) μηνών από την υποβολή της. Για τη λύση της υπαλληλικής σχέσης εκδίδεται διαπιστωτική πράξη, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
6. Διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, που ρυθμίζουν την παραίτηση του υπαλλήλου σε ειδικές περιπτώσεις, διατηρούνται σε ισχύ.»
Άρθρο 60
Παρεπόμενη ποινή αποστέρησης δημόσιας θέσης ή αυτοδιοικητικού αξιώματος ως λόγος αυτοδίκαιης έκπτωσης - Τροποποίηση άρθρου 153 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων
Στο άρθρο 153 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α' 143), περί αυτοδίκαιης έκπτωσης λόγω ποινικής καταδίκης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην περ. α' η λέξη «πλημμέλημα» αντικαθίσταται με τη λέξη «αδίκημα», β) η περ. β) αντικαθίσταται, και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 153 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 153
Αυτοδίκαιη έκπτωση λόγω ποινικής καταδίκης
Ο υπάλληλος εκπίπτει αυτοδικαίως της υπηρεσίας, εφόσον με αμετάκλητη δικαστική απόφαση:
α) καταδικασθεί σε ποινή τουλάχιστον πρόσκαιρης κάθειρξης ή σε οποιαδήποτε ποινή για αδίκημα από τα αναφερόμενα στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 16 ή σε οποιαδήποτε ποινή για λιποταξία, β) του επιβληθεί στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων ή η παρεπόμενη ποινή της αποστέρησης δημόσιας θέσης ή δημόσιου ή αυτοδιοικητικού αξιώματος, που κατέχει,
Η έκπτωση επέρχεται από την ημερομηνία δημοσίευσης της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης. Για την έκπτωση εκδίδεται διαπιστωτική πράξη, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 61
Πειθαρχικές ποινές σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με διαδικασίες αξιολόγησης - Προσθήκη παρ. 8 στο άρθρο 8 του ν. 4940/2022
Στο άρθρο 8 του ν. 4940/2022 (Α' 112), περί γενικών αρχών του συστήματος αξιολόγησης, προστίθεται παρ. 8 ως εξής:
«8. Η άρνηση ή η παράλειψη υπαλλήλου να συμμετάσχει, να διευκολύνει ή να προβεί σε ενέργεια που αφορά στον προγραμματισμό, την αξιολόγηση, τη στοχοθεσία, τις μετρήσεις, τις επιμορφώσεις ή οποιαδήποτε άλλη διαδικασία που προβλέπεται από τον παρόντα σχετικά με την απόδοση, την αποτελεσματικότητα ή την ποιότητα των υπηρεσιών του Δημοσίου, συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο τιμωρείται με τις πειθαρχικές ποινές που ορίζονται στις περ. β) έως θ) της παρ. 1 του άρθρου 109 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), όχι κατώτερη του προστίμου ίσου με τις αποδοχές δύο (2) μηνών. Αν ο υπάλληλος συμπεριφέρεται κατά τα οριζόμενα στο πρώτο εδάφιο και παραλείπει για δύο (2) συνεχόμενες αξιολογικές περιόδους την εκπλήρωση των υπηρεσιακών καθηκόντων του, το παράπτωμα μπορεί να τιμωρηθεί με την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης της περ. ι) της παρ. 1 του άρθρου 109 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ..»
Άρθρο 62
Αντικατάσταση πειθαρχικών οργάνων - Τροποποίηση άρθρου 252 ν. 3852/2010
Το άρθρο 252 του ν. 3852/2010 (Α' 87), περί του πειθαρχικού δικαίου και της δικαιοδοσίας για τους υπαλλήλους των περιφερειών, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 252
Πειθαρχικό Δίκαιο - Δικαιοδοσία
1. Οι διατάξεις του Πειθαρχικού Δικαίου του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), όπως κάθε φορά ισχύουν, εφαρμόζονται και για τους υπαλλήλους των ΟΤΑ β' Βαθμού.
2. Πειθαρχική δικαιοδοσία στους υπαλλήλους ασκούν: α) Οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι τους,
β) το Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανθρώπινου Δυναμικού Δημοσίου Τομέα,
γ) ο Διοικητής της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας,
δ) το διοικητικό εφετείο,
ε) το Συμβούλιο της Επικρατείας.
3. Πειθαρχικώς προϊστάμενοι είναι:
α) Ο περιφερειάρχης για όλους τους υπαλλήλους που υπάγονται στην αρμοδιότητά του, β) ο Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, γ) ο Προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης, δ) ο Προϊστάμενος Διεύθυνσης.
4. Όλοι οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι μπορούν να επιβάλουν την ποινή της έγγραφης επίπληξης. Την ποινή του προστίμου μπορούν να επιβάλουν οι εξής:
α) Ο περιφερειάρχης έως και τις αποδοχές πέντε (5) μηνών,
β) ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, έως και τις αποδοχές τεσσάρων (4) μηνών,
γ) ο Προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης, έως και τα δύο τρίτα (2/3) των μηνιαίων αποδοχών, δ) ο Προϊστάμενος Διεύθυνσης, έως και το ένα τέταρτο (1/4) των μηνιαίων αποδοχών.
5. [Καταργείται]».
Άρθρο 63
Αποζημίωση γραμματέων του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου - Προσθήκη παρ. 13 στο άρθρο 21 του ν. 4354/2015
Στο άρθρο 21 του ν. 4354/2015 (Α' 176), περί αμοιβών συλλογικών οργάνων, προστίθεται παρ. 13 ως εξής: «13. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Εσωτερικών καθορίζεται, κατά παρέκκλιση των παρ. 1 και 2 του παρόντος, αποζημίωση στους γραμματείς του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου του άρθρου 146Α του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), ανά συνεδρίαση στην οποία μετέχουν. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται οι όροι και η διαδικασία καταβολής της αποζημίωσης στους δικαιούχους, καθώς και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την εφαρμογή της παρούσας.»
Άρθρο 64
Σύσταση Ειδικού Νομικού Γραφείου Πειθαρχικών Υποθέσεων
1. Στο Υπουργείο Εσωτερικών συνιστάται Ειδικό Νομικό Γραφείο Πειθαρχικών Υποθέσεων, το οποίο αποτελεί υπηρεσιακή μονάδα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.), λειτουργεί και ασκεί τις αρμοδιότητές του σύμφωνα με τον Οργανισμό του (ν. 4831/2021, Α' 170), ως προς τις πάσης φύσεως υποθέσεις υπαλλήλων του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, αρμοδιότητας του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα.
2. Το Γραφείο στελεχώνεται από λειτουργούς του Ν.Σ.Κ., με βαθμούς Αντιπροέδρου ή Νομικού Συμβούλου του Κράτους και Παρέδρου. Για τη στελέχωση του
Γραφείου, οι οργανικές θέσεις του κύριου προσωπικού του Ν.Σ.Κ. αυξάνονται κατά μία (1) στον βαθμό του Νομικού Συμβούλου του Κράτους και κατά τέσσερις (4) στον βαθμό του Παρέδρου.
3. Η αναγκαία υλικοτεχνική υποδομή και η γραμματειακή υποστήριξη του Γραφείου παρέχονται από το Υπουργείο Εσωτερικών και αποτελούν προϋπόθεση έναρξης λειτουργίας του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε'
ΤΕΛΙΚΕΣ - ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ - ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 65
Τελικές διατάξεις
1. Οι διατάξεις του Κώδικα Δημόσιων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), όπως διαμορφώνονται με τον παρόντα νόμο, που αναφέρονται σε θέματα έκπτωσης, αργιών και στο πειθαρχικό δίκαιο (άρθρα 106 έως 146) των μόνιμων υπαλλήλων εφαρμόζονται αναλόγως στο προσωπικό του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των Κεφαλαίων Α' και Β' του π.δ. 410/1988 (Α' 191). Αν επιβληθεί στον υπάλληλο αμετάκλητα η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είναι υποχρεωτική. Στην περίπτωση αυτή εκδίδεται από το αρμόδιο για την πρόσληψη όργανο διαπιστωτική πράξη που επέχει θέση καταγγελίας της σύμβασης. Σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης λόγω έκπτωσης ή λόγω επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης δεν καταβάλλεται η αποζημίωση του άρθρου 55 του π.δ. 410/1988.
2. Το Πενταμελές Κλιμάκιο του Πειθαρχικού Συμβουλίου του άρθρου 119Α του Κώδικα Δημόσιων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. έχει αρμοδιότητα για τα θέματα καταγγελίας από την υπηρεσία της σύμβασης εργασίας του προσωπικού της παρ. 1. Σπουδαίο λόγο, σύμφωνα με το άρθρο 53 του π.δ. 410/1988 για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας από την υπηρεσία, μπορεί να αποτελεί η τέλεση κάθε πειθαρχικού παραπτώματος, διατηρουμένων σε ισχύ των ρυθμίσεων του άρθρου 55 του ίδιου διατάγματος.
3. Η ένορκη διοικητική εξέταση του άρθρου 126 του Κώδικα Δημόσιων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. δύναται να διενεργηθεί και από υπάλληλο με βαθμό Α' του ίδιου Υπουργείου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με σχέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου, εφόσον ο υπάλληλος, στον οποίο αποδίδεται η διάπραξη του πειθαρχικού παραπτώματος έχει σχέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου.
4. Οι διατάξεις του Κώδικα Δημόσιων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., όπως διαμορφώνονται με τον παρόντα νόμο, με τις οποίες προβλέπονται πειθαρχικά παραπτώματα και πειθαρχικές ποινές, όπως και διαδικαστικής φύσεως διατάξεις, εφαρμόζονται αναλόγως στο μόνιμο και με σχέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου προσωπικό των δήμων, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου αυτών, καθώς και των ιδρυμάτων και Συνδέσμων Δήμων. Ειδικότερα, για τις αργίες, για τα πειθαρχικά όργανα και τους πειθαρχικούς προϊσταμένους και την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, καθώς και για την ένορκη διοικητική εξέταση εφαρμόζονται, αντίστοιχα, τα άρθρα 107 έως 109, 120 έως 123 και 130 του Κώδικα Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α' 143), όπως διαμορφώνονται με τον παρόντα νόμο. Αν επιβληθεί στον υπάλληλο αμετάκλητα η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είναι υποχρεωτική. Στην περίπτωση αυτή εκδίδεται από το αρμόδιο για την πρόσληψη όργανο διαπιστωτική πράξη που επέχει θέση καταγγελίας της σύμβασης. Σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης λόγω έκπτωσης ή λόγω επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης, δεν καταβάλλεται η αποζημίωση του άρθρου 204 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων.
5. Η ένορκη διοικητική εξέταση του άρθρου 130 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων δύναται να διενεργηθεί και από υπάλληλο με βαθμό Α' του ίδιου Ο.Τ.Α. ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με σχέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου, εφόσον ο υπάλληλος, στον οποίο αποδίδεται η διάπραξη του πειθαρχικού παραπτώματος έχει σχέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου.
6. Ειδικό πειθαρχικό παράπτωμα για τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. α' βαθμού αποτελεί η άρνησή τους να φέρουν τα μέσα ατομικής προστασίας που τους χορηγεί η υπηρεσία κατά τον χρόνο της εργασίας τους και η μη προσέλευσή τους στον προληπτικό ιατρικό έλεγχο. Η μη παροχή των μέσων ατομικής προστασίας στους δικαιούχους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. α' βαθμού συνιστά σοβαρή παράβαση καθήκοντος του αρμόδιου οργάνου διοίκησης, η οποία τιμωρείται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις περί πειθαρχικού ελέγχου των οργάνων διοίκησης των δήμων, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ιδρυμάτων και συνδέσμων δήμων. Ειδικό πειθαρχικό παράπτωμα για το ένστολο προσωπικό της δημοτικής αστυνομίας αποτελεί η άρνησή του να φέρει τη στολή και το διακριτικό σήμα που του χορηγεί η υπηρεσία κατά τον χρόνο της εργασίας του.
7. Το Πενταμελές Κλιμάκιο του Πειθαρχικού Συμβουλίου του άρθρου 119Α του Κώδικα Δημόσιων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. έχει αρμοδιότητα για τα θέματα καταγγελίας από την υπηρεσία της σύμβασης εργασίας του προσωπικού με σχέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου των δήμων και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου αυτών, ιδρυμάτων και Συνδέσμων Δήμων. Σπουδαίο λόγο σύμφωνα με το άρθρο 202 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων, για την καταγγελία από την υπηρεσία της σύμβασης εργασίας του προσωπικού Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου, μπορεί να αποτελεί η τέλεση κάθε πειθαρχικού παραπτώματος, διατηρουμένων σε ισχύ των ρυθμίσεων του άρθρου 204 του ίδιου ως άνω νόμου.
8. Για τις πειθαρχικές υποθέσεις των περιφερειακών διευθυντών εκπαίδευσης, των περιφερειακών εποπτών ποιότητας της εκπαίδευσης, των διευθυντών εκπαίδευσης, των εποπτών ποιότητας της εκπαίδευσης και των συντονιστών εκπαίδευσης του εξωτερικού αρμόδιο είναι, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, το Πενταμελές Κλιμάκιο του Πειθαρχικού Συμβουλίου του άρθρου 119Α του Κώδικα Δημόσιων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ..
9. Όπου στις ισχύουσες διατάξεις για θέματα που δεν ρυθμίζονται με το Μέρος Α' του παρόντος νόμου ορίζεται ως αρμόδιο όργανο το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο του άρθρου 146Α του Κώδικα Δημόσιων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., καθίσταται αρμόδιο το Πενταμελές Κλιμάκιο του Πειθαρχικού Συμβουλίου του άρθρου 119Α του Κώδικα Δημόσιων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ..
10. Ειδικές διατάξεις για τη συγκρότηση πειθαρχικών συμβουλίων που δεν καταργούνται ρητώς με τον παρόντα νόμο διατηρούνται σε ισχύ.
Άρθρο 66
Μεταβατικές διατάξεις
1. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα του άρθρου 119Α του Κώδικα Δημόσιων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26) συγκροτείται έως την 31η.12.2025. Κατά την πρώτη εφαρμογή του άρθρου 119Α του Κώδικα Δημόσιων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., το Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα αποτελείται από δεκαπέντε (15) μέλη, ως εξής:
α) έναν (1) Αντιπρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.), ως Συντονιστή,
β) τέσσερις (4) Νομικούς Συμβούλους του Κράτους,
γ) πέντε (5) Παρέδρους του Ν.Σ.Κ. και
δ) πέντε (5) Δικαστικούς Πληρεξουσίους του Ν.Σ.Κ..
Η θητεία των μελών του ανωτέρω Συμβουλίου είναι εξάμηνη και αρχίζει από την 1η.1.2026.
2. Για τα πειθαρχικά παραπτώματα που τελούνται μετά την 1η.1.2026 εφαρμόζονται οι διατάξεις διαδικαστικού χαρακτήρα και οι διατάξεις ουσιαστικού πειθαρχικού δικαίου των άρθρων 10 έως 45, 56 έως 58 και 62. Γ ια τα πειθαρχικά παραπτώματα εξακολουθητικού χαρακτήρα κρίσιμος είναι ο χρόνος κατά τον οποίο παύουν να τελούνται.
3. Στις πειθαρχικές υποθέσεις που αφορούν σε παραπτώματα που τελέστηκαν έως την 31η.12.2025 και η πειθαρχική δίωξη ασκείται μετά την 1η.1.2026 εφαρμόζονται οι διατάξεις διαδικαστικού χαρακτήρα του πειθαρχικού δικαίου, όπως ισχύουν από την 1η.1.2026.
4. Εκκρεμείς πειθαρχικές υποθέσεις κατά τη δημοσίευση του παρόντος, καθώς και πειθαρχικές διώξεις που ασκούνται έως την 31η.12.2025 εξετάζονται σύμφωνα με τις ουσιαστικές και διαδικαστικές διατάξεις πειθαρχικού δικαίου, όπως ισχύουν έως την 31η.12.2025. Τα συλλογικά πειθαρχικά όργανα που καταργούνται από την 1η.1.2027 σύμφωνα με το άρθρο 67 υποχρεούνται να ολοκληρώσουν το αργότερο έως την 31η.12.2026 την εξέταση των υποθέσεων που εκκρεμούν σε αυτά
μέχρι την 31η.12.2025. Ενστάσεις κατά των αποφάσεων των οργάνων αυτών εξετάζονται από το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, εφόσον ασκηθούν το αργότερο έως την 31η.12.2025.
5. Πειθαρχικές υποθέσεις, οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον διοικητικών συμβουλίων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου κατά την 31η.12.2025, διαβιβάζονται από την 1η.1.2026 υποχρεωτικά στο ανώτατο μονομελές πειθαρχικό όργανο του νομικού προσώπου.
6. Από την 1η.1.2026 οι υποθέσεις που εξετάζονται λόγω αρμοδιότητας από το πειθαρχικό συμβούλιο παραπέμπονται ή εισάγονται προς εξέταση στο πειθαρχικό συμβούλιο του άρθρου 119Α του Κώδικα Δημόσιων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ..
7. Οι Πρόεδροι των πρωτοβαθμίων πειθαρχικών συμβουλίων υποχρεούνται, το αργότερο μέχρι την 31 η.10.2025, να ενημερώσουν την εφαρμογή e-peitharxika με τα βασικά στοιχεία κάθε εκκρεμούς πειθαρχικής υπόθεσης στην οποία έχει δικαίωμα πρόσβασης προς ενημέρωση ο Πρόεδρος του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου διά του Τμήματος Γραμματειακής Υποστήριξης του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Είναι δυνατή, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος, η παράταση της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου με απόφαση του Προέδρου του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει την 31η.12.2025. Στην ως άνω εφαρμογή καταχωρίζεται και δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα περαίωσης των εκκρεμών πειθαρχικών υποθέσεων κατά τον χρόνο δημοσίευσης του παρόντος νόμου, το οποίο, σε καμία περίπτωση, δεν δύναται να υπερβαίνει το ένα (1) έτος από την ανωτέρω δημοσίευση. Επικαιροποίηση του εν λόγω χρονοδιαγράμματος είναι επιτρεπτή μόνο σε περίπτωση ανασυγκρότησης του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου ή άλλου λόγου που καθιστά αδύνατη τη λειτουργία του Συμβουλίου. Υστέρηση στην τήρηση του χρονοδιαγράμματος, εφόσον δεν οφείλεται σε λόγους που αφορούν στη συγκρότηση του Πειθαρχικού Συμβουλίου ή σε άλλον λόγο που καθιστά αδύνατη τη λειτουργία του, συνιστά λόγο περικοπής της αποζημίωσης των μελών και του γραμματέα του Συμβουλίου. Η περικοπή υπολογίζεται κατά ποσοστό ανάλογο της υστέρησης ανταπόκρισης στο χρονοδιάγραμμα. Για την εκκαθάριση και πληρωμή της αποζημίωσης που προβλέπεται στην υπό στοιχεία ΔΙΔΑΔ/Φ.58/896/οικ.20751/10.10.2020 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εσωτερικών «Καθορισμός αποζημίωσης Προέδρου, μελών, εισηγητή και γραμματέα, τακτικών και αναπληρωματικών, των Πρωτοβάθμιων Πειθαρχικών Συμβουλίων του άρθρου 146Β του ν. 3528/2007» (ΥΠΔΔ 1046), λαμβάνεται υποχρεωτικά και αποκλειστικά υπόψη η τήρηση του ως άνω χρονοδιαγράμματος, αντί της προϋπόθεσης που προβλέπεται στην περ. 2.2 της παρ. 2 της ως άνω απόφασης και απαιτείται η συνυποβολή υπεύθυνης δήλωσης του Προέδρου του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά την παρ. 4 του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 (Α' 75), στην οποία βεβαιώνεται η ανταπόκριση του Συμβουλίου στο ως άνω χρονοδιάγραμμα για το χρονικό διάστημα που αφορά η πληρωμή ή σε περίπτωση υστέρησης, το ποσοστό αυτής σε εκατοστιαία κλίμακα. Στην τελευταία περίπτωση, η καταβλητέα αμοιβή περιορίζεται και καταβάλλεται ελαττωμένη κατά το ποσοστό της υστέρησης που βεβαιώνεται στην ανωτέρω υπεύθυνη δήλωση. Για τις υποθέσεις που παραπέμπονται από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου έως την 31η.12.2025 στα Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια και στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο ο χρόνος περαίωσής τους απ' αυτά δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να υπερβαίνει το ένα (1) έτος από την ημερομηνία παραπομπής τους σε αυτά. Ως προς τις υποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου, εφαρμόζεται το πρώτο εδάφιο, περί υποχρέωσης ενημέρωσης της εφαρμογής e-peitharxika.
8. Τα άρθρα 3, 4, 49 και 50 που αφορούν σε κωλύματα διορισμού δεν εφαρμόζονται σε διοριστέους ή προσληπτέους κατόπιν συμμετοχής τους σε προκηρύξεις ή ανακοινώσεις πλήρωσης θέσεων, που εκδόθηκαν βάσει του ν. 4765/2021 (Α'6) ή βάσει ειδικών διατάξεων μέχρι και τη δημοσίευση του παρόντος.
9. Τα άρθρα 6 και 52 όσον αφορά στο μέτρο της αναστολής άσκησης καθηκόντων εφαρμόζονται στις περιπτώσεις υπαλλήλων που τίθενται σε αναστολή άσκησης καθηκόντων μετά την έναρξη ισχύος των ανωτέρω άρθρων.
10. Τα άρθρα 7, 8, 9, 48, 53, 54, 55 και 60 εφαρμόζονται σε περιπτώσεις υπαλλήλων, για τους οποίους οι προϋποθέσεις εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων συντρέχουν μετά τη δημοσίευση του παρόντος. Για όσους τελούν σε καθεστώς αργίας κατά τη δημοσίευση του παρόντος ή έχουν τεθεί σε καθεστώς αργίας πριν από τη δημοσίευση του παρόντος, εφαρμόζονται το άρθρο 105 του Κώδικα Δημόσιων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. και το άρθρο 109 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α' 143), όπως ίσχυαν μέχρι την τροποποίησή τους με τα άρθρα 9 και 55 του παρόντος.
11. Για τη στελέχωση του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα οι οργανικές θέσεις του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους αυξάνονται κατά μία (1) στον βαθμό του Αντιπροέδρου, δεκαπέντε (15) στον βαθμό του Νομικού Συμβούλου, είκοσι δύο (22) στον βαθμό του Παρέδρου και είκοσι δύο (22) στον βαθμό του Δικαστικού Πληρεξουσίου.
Άρθρο 67
Καταργούμενες διατάξεις
1. Από την 1η.1.2026 καταργούνται:
α) Το άρθρο 119 του Κώδικα Δημόσιων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί αρμοδιότητας των διοικητικών συμβουλίων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου,
β) το άρθρο 123 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α' 143) περί αρμοδιότητας των διοικητικών συμβουλίων των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, Ιδρυμάτων και συνδέσμων δήμων.
γ) οι παρ. 4, 5, 6, 7 και 8 του άρθρου 56 του ν. 4823/2021 (Α' 136), περί του σκοπού και του πεδίου εφαρμογής.
2. Από την 1η.1.2027 καταργούνται:
α) τα άρθρα 120, περί αρμοδιότητας του υπηρεσιακών συμβουλίων, 146Α, περί συγκρότησης και λειτουργίας του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, και 146Β, περί σύστασης - συγκρότησης και λειτουργίας πειθαρχικών συμβουλίων του Κώδικα Δημόσιων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.,
β) το άρθρο έκτο του ν. 4057/2012 (Α'54), περί ρυθμίσεων πειθαρχικών θεμάτων εκπαιδευτικών και λοιπού προσωπικού αρμοδιότητας του Υπουργείου Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων.
3. Διατάξεις του π.δ. 410/1988 (Α' 191), που αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος, καταργούνται.
4. Με την επιφύλαξη διατάξεων του παρόντος όπου αναφέρεται ρητά η διατήρηση σε ισχύ ειδικών διατάξεων, καταργείται κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη που έρχεται σε αντίθεση με τις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου.
ΜΕΡΟΣ Β'
ΣΥΣΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ «ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΝ - REFORM GREECE»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ
Άρθρο 68
Σκοπός
Σκοπός του παρόντος Μέρους είναι η παροχή εμπειρογνωμοσύνης στην ημεδαπή και η εξαγωγή εθνικής τεχνογνωσίας στην αλλοδαπή, στο πλαίσιο της εκτέλεσης ή συμμετοχής στην υλοποίηση έργων μεταρρυθμιστικού χαρακτήρα στον τομέα της δημόσιας διοίκησης.
Άρθρο 69
Αντικείμενο
Αντικείμενο του παρόντος Μέρους είναι η ίδρυση νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Ελληνικό Κέντρο Εμπειρογνωμοσύνης Διοικητικών Μεταρρυθμίσεων - Reform Greece» και η θέσπιση του πλαισίου για την οργάνωση, διοίκηση και λειτουργία του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
ΣΥΣΤΑΣΗ, ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ Ν.Π.Ι.Δ. «ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΝ - REFORM GREECE»
Άρθρο 70
Σύσταση
1. Συνιστάται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Ελληνικό Κέντρο Εμπειρογνωμοσύνης Διοικητικών Μεταρρυθμίσεων - Reform Greece» (ΕΛ.Κ.Ε.ΔΙ.Μ. - Reform Greece) (εφεξής «το Κέντρο») και διακριτικό τίτλο «Reform Greece». Η επωνυμία του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου στην αγγλική γλώσσα είναι «Hellenic Expertise on Administrative Reforms Center - Reform Greece» (H.E.A.R.C. - Reform Greece).
2. Το Κέντρο εποπτεύεται από τον Υπουργό Εσωτερικών, τον οποίο επικουρούν οι υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης του Υπουργείου Εσωτερικών, ανήκει στον δημόσιο τομέα, όπως αυτός ορίζεται στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α' 143), λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος, διαθέτει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και απολαμβάνει των διοικητικών, οικονομικών και δικαστικών απαλλαγών και ατελειών, καθώς και των δικονομικών και ουσιαστικών προνομίων του Δημοσίου. Το Κέντρο διέπεται από τον παρόντα και από τον Εσωτερικό Κανονισμό του.
3. Το Κέντρο εδρεύει στην Περιφέρεια Αττικής. Υπηρεσίες και γραφεία του Κέντρου δύνανται να λειτουργούν και σε άλλες πόλεις της ελληνικής επικράτειας ή του εξωτερικού, σε συνεργασία με τις κατά τόπους Ελληνικές Πρεσβευτικές ή Προξενικές Αρχές, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 90.
4. Το Κέντρο διαθέτει σφραγίδα, η οποία αποτελείται από τρεις επάλληλους ομόκεντρους κύκλους ως εξής: εσωτερικός κύκλος: έμβλημα της Ελληνικής Δημοκρατίας, ενδιάμεσος κύκλος: «Ελληνικό Κέντρο Εμπειρογνωμοσύνης Διοικητικών Μεταρρυθμίσεων - Reform Greece», εξωτερικός κύκλος: «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ».
Άρθρο 71
Αποστολή και αρμοδιότητες του Ελληνικού Κέντρου Εμπειρογνωμοσύνης Διοικητικών Μεταρρυθμίσεων - Reform Greece
1. Αποστολή του Κέντρου είναι: α) η υλοποίηση έργων τεχνικής βοήθειας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του κατά την παρ. 2,
β) η παροχή τεχνογνωσίας και εμπειρογνωμοσύνης σε φορείς και οργανισμούς στην Ελλάδα, καθώς και η εξαγωγή εθνικής τεχνογνωσίας και εμπειρογνωμοσύνης στο εξωτερικό,
γ) η οικοδόμηση στρατηγικών σχέσεων με άλλες χώρες και οργανισμούς του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα για θέματα αρμοδιότητάς του, και δ) η παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών υποστήριξης για τα ζητήματα των υποπερ. αα) έως αστ) της περ. α) της παρ. 2.
Στο πλαίσιο της ως άνω αποστολής το Κέντρο έχει τις εξής αρμοδιότητες:
α) σχεδιάζει και υλοποιεί έργα που αφορούν στους τομείς:
αα) της διοικητικής μεταρρύθμισης, αβ) της διοίκησης και ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού του δημόσιου τομέα, αγ) του εξορθολογισμού και της βελτίωσης δομών του δημοσίου τομέα,
αδ) της πολιτικής διαχείρισης διοικητικών διαδικασιών, αε) της λογοδοσίας, διαφάνειας, καταπολέμησης της διαφθοράς και
αστ) της υποστήριξης της αξιοποίησης σύγχρονων ψηφιακών τεχνολογιών,
β) συνεργάζεται με ελληνικούς, δημόσιους ή ιδιωτικούς, ευρωπαϊκούς και διεθνείς φορείς και οργανισμούς, για την ανάληψη, εκπόνηση και υλοποίηση έργων και προγραμμάτων, στους τομείς των υποπερ. αα) έως αστ) της περ. α),
γ) υπογράφει μνημόνια συνεργασίας και προγραμματικές συμβάσεις με φορείς του δημοσίου τομέα, όπως ορίζεται στην περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α' 143), για την εκτέλεση, στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό, έργων ή προγραμμάτων που εμπίπτουν στους τομείς των υποπερ. αα) έως και αστ) της περ. α) της παρ. 2 και συνάπτει κάθε είδους συμβάσεις και συμφωνίες με φυσικά και νομικά, ημεδαπά και αλλοδαπά πρόσωπα, για την υλοποίηση του σκοπού του, δ) παρακολουθεί και αξιολογεί τις εγχώριες, ευρωπαϊκές και διεθνείς εξελίξεις και συμμετέχει σε όργανα εθνικών και διεθνών οργανισμών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα ζητήματα που άπτονται των αρμοδιοτήτων του,
ε) αναπτύσσει συνεργασίες και δράσεις επιστημονικής δικτύωσης σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο με αντίστοιχους οργανισμούς και υπηρεσίες, ερευνητικά και εκπαιδευτικά κέντρα, ιδρύματα, δημόσιους και ιδιωτικούς κοινωνικούς, επιστημονικούς και παραγωγικούς φορείς, καθώς και με οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και
στ) αξιοποιεί πόρους από διεθνή, ευρωπαϊκά και εθνικά χρηματοδοτικά προγράμματα και εργαλεία, καθώς και από τον ιδιωτικό τομέα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'
ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΝ - REFORM GREECE
Άρθρο 72
Όργανα διοίκησης
Όργανα διοίκησης του Κέντρου είναι το Διοικητικό Συμβούλιο και ο Γενικός Διευθυντής.
Άρθρο 73
Μέλη Διοικητικού Συμβουλίου
1. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Κέντρου είναι εξαμελές και αποτελείται από:
α) τον Γενικό Γραμματέα Δημόσιας Διοίκησης του Υπουργείου Εσωτερικών, ως Πρόεδρο, β) τον Γενικό Γραμματέα Δημοσιονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, γ) τον Γενικό Γραμματέα Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Εξωστρέφειας του Υπουργείου Εξωτερικών, δ) τον Γενικό Γραμματέα Συντονισμού της Προεδρίας της Κυβέρνησης,
ε) τον Γενικό Γραμματέα Πληροφοριακών Συστημάτων και Ψηφιακής Διακυβέρνησης του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης και
στ) τον Πρόεδρο του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης».
Με την επιφύλαξη του επόμενου εδαφίου τακτικό μέλος υποδεικνύει τον αναπληρωτή του. Ως αναπληρωτής του Προέδρου ορίζεται ο Γενικός Γραμματέας Συντονισμού της Προεδρίας της Κυβέρνησης. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών συγκροτείται το Διοικητικό Συμβούλιο και ορίζονται τα μέλη του και οι αναπληρωτές τους.
2. Για τη συμμετοχή των μελών της παρ. 1 στο Διοικητικό Συμβούλιο δεν ισχύουν τα ασυμβίβαστα των παρ. 1 και 2 του άρθρου 70 του ν. 4622/2019 (Α' 133).
Άρθρο 74
Αρμοδιότητες Διοικητικού Συμβουλίου
1. Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφασίζει για κάθε πράξη που αφορά τη διοίκηση και την εν γένει επιδίωξη του σκοπού του Κέντρου, με εξαίρεση τα ζητήματα για τα οποία είναι αποκλειστικά αρμόδιος ο Γενικός Διευθυντής σύμφωνα με το άρθρο 76, και ιδίως:
α) διαμορφώνει τα στρατηγικά και επιχειρησιακά σχέδια του Κέντρου, λαμβάνοντας υπόψιν το Εθνικό Πρόγραμμα Διεθνούς Αναπτυξιακής Συνεργασίας της Ζ' Γενικής Διεύθυνσης Αναπτυξιακής και Ανθρωπιστικής Αρωγής του Υπουργείου Εξωτερικών, β) αποδέχεται παροχές από χαριστική αιτία, όπως δωρεές, εισφορές, χορηγίες και προβαίνει σε κάθε νόμιμη εκμετάλλευση της περιουσίας του, γ) ασκεί πειθαρχική εξουσία σε δεύτερο βαθμό για όλο το προσωπικό του Κέντρου και σε πρώτο βαθμό στον Γενικό Διευθυντή,
δ) εγκρίνει τον ετήσιο προϋπολογισμό και την έκθεση για τη διαχείριση και τον απολογισμό του Κέντρου του διαχειριστικού έτους που έληξε, τα οποία στη συνέχεια υποβάλλει στον Υπουργό Εσωτερικών, ε) εντέλλεται και υπογράφει όλες τις διενεργούμενες δαπάνες που υπερβαίνουν τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ,
στ) εγκρίνει, μετά από εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, προγράμματα επιδοτήσεων και χρηματοδοτήσεων, καθώς και τους κανονισμούς αυτών,
ζ) εγκρίνει προσκλήσεις έργων ή προγραμμάτων που σχετίζονται με το αντικείμενο και τις αρμοδιότητες του Κέντρου, κατόπιν εισήγησης του Γενικού Διευθυντή,
η) υπογράφει τα μνημόνια συνεργασίας, προγραμματικές συμβάσεις, καθώς και συμβάσεις και συμφωνίες της περ. γ) της παρ. 2 του άρθρου 71,
θ) εκπροσωπεί δικαστικά και εξωδικαστικά το Κέντρο,
ι) υποβάλλει στον εποπτεύοντα Υπουργό την έκθεση πεπραγμένων και αποτελεσμάτων του άρθρου 87, και
ια) επιλέγει, διορίζει και αξιολογεί τον Γενικό Διευθυντή του Κέντρου.
2. Το Διοικητικό Συμβούλιο δύναται, με απόφασή του, να μεταβιβάζει στον Γενικό Διευθυντή την άσκηση μίας ή περισσοτέρων από τις αρμοδιότητές του.
Άρθρο 75
Λειτουργία Διοικητικού Συμβουλίου
1. Το Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) συνεδριάζει είτε με φυσική παρουσία στην έδρα του Κέντρου είτε με χρήση ηλεκτρονικών μέσων, κατόπιν έγγραφης ή ηλεκτρονικής πρόσκλησης του Προέδρου, η οποία περιλαμβάνει τα θέματα της ημερήσιας διάταξης, τακτικά μία (1) φορά τον μήνα και εκτάκτως κάθε φορά που κρίνεται αναγκαίο. Η
σύγκληση του Δ.Σ. σε έκτακτη συνεδρίαση είναι υποχρεωτική για τον Πρόεδρο του Δ.Σ., αν υποβληθεί σχετικό αίτημα από δύο (2) τουλάχιστον μέλη του Δ.Σ ή από τον Υπουργό Εσωτερικών, στο οποίο αναφέρεται το προς συζήτηση θέμα. Το αίτημα του προηγούμενου εδαφίου υποβάλλεται εγγράφως στον Πρόεδρο του Δ.Σ., ο οποίος συγκαλεί το Δ.Σ. σε έκτακτη συνεδρίαση εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών.
2. Στην πρόσκληση, η οποία αποστέλλεται στα μέλη δύο (2) ημέρες τουλάχιστον πριν από τη συνεδρίαση, ορίζονται η ημέρα, η ώρα, ο τόπος και ο τρόπος της συνεδρίασης, καθώς και τα θέματα και οι εισηγητές της ημερήσιας διάταξης, η οποία καταρτίζεται από τον Γενικό Διευθυντή.
3. Εισηγητής για τα θέματα της ημερήσιας διάταξης είναι ο Πρόεδρος, ο οποίος δύναται να ορίσει ως εισηγητή άλλο μέλος του Δ.Σ. ή προϊστάμενο οργανικής μονάδας ή άλλο υπάλληλο του Κέντρου ή τον Γενικό Διευθυντή, εφόσον πρόκειται για ζήτημα για το οποίο έχει γνώση λόγω της θέσης του. Οι εισηγήσεις επί των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης είναι έγγραφες και μαζί με τα τυχόν συνοδευτικά έγγραφα κοινοποιούνται με κάθε πρόσφορο μέσο στα μέλη του Δ.Σ. είκοσι τέσσερις (24) τουλάχιστον ώρες πριν από τη συνεδρίαση.
4. Στις συνεδριάσεις του Δ.Σ. παρίσταται γραμματέας, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την τήρηση πρακτικών. Ο γραμματέας είναι υπάλληλος του Κέντρου και ορίζεται με απόφαση του Δ.Σ. μετά από εισήγηση του Προέδρου.
5. Το Δ.Σ. βρίσκεται σε απαρτία όταν παρίστανται τέσσερα (4) τουλάχιστον από τα μέλη του. Μεταξύ των παρόντων μελών πρέπει υποχρεωτικά να είναι ο Πρόεδρος ή, σε περίπτωση κωλύματος ή απουσίας του, ο Γενικός Γραμματέας Συντονισμού της Προεδρίας της Κυβέρνησης. Σε περίπτωση ισοψηφίας, υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου.
6. Για κάθε άλλο ζήτημα σχετικό με τις συνεδριάσεις του Δ.Σ. και τη λήψη των αποφάσεών του εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 13 έως 15 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α' 45), περί συγκρότησης, σύνθεσης, συνεδριάσεων, λειτουργίας και αποφάσεων, αντίστοιχα.
Άρθρο 76
Αρμοδιότητες Γενικού Διευθυντή
1. Ο Γενικός Διευθυντής είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και έχει τις εξής αρμοδιότητες:
α) λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα και μεριμνά για την υλοποίηση των αποφάσεων του Δ.Σ. και του συνολικού έργου του Κέντρου, επικουρούμενος από τις αρμόδιες υπηρεσίες του,
β) κατόπιν έγκρισης του Δ.Σ., υπογράφει πρωτόκολλα συνεργασίας με τρίτους και συμφωνίες που αφορούν στην πολιτική και τους στρατηγικούς στόχους του Κέντρου,
γ) εισηγείται για τα θέματα της ημερήσιας διάταξης των συνεδριάσεων του Δ.Σ. στα οποία έχει οριστεί ως εισηγητής από τον Πρόεδρο του Δ.Σ σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 75,
δ) εισηγείται προς το Δ.Σ. σχετικά με τη στρατηγική και την πολιτική ανάπτυξης, καθώς και τα στρατηγικά και επιχειρησιακά σχέδια του Κέντρου,
ε) προΐσταται του συνόλου των υπηρεσιών του Κέντρου, συντονίζει το έργο τους και εποπτεύει την οργάνωση και τη λειτουργία τους, στ) αξιολογεί τους προϊσταμένους των διευθύνσεων και αυτοτελών μονάδων, καθώς και το έργο των υπηρεσιών του Κέντρου και υποβάλλει σχετικές εκθέσεις στο Δ.Σ.,
ζ) είναι πειθαρχικός προϊστάμενος του πάσης φύσεως προσωπικού του Κέντρου,
η) υποβάλλει στο Δ.Σ. προς έγκριση την ετήσια έκθεση πεπραγμένων και αποτελεσμάτων του άρθρου 87, θ) εντέλλεται και υπογράφει τις διενεργούμενες δαπάνες μέχρι του ύψους των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ και κινεί όλους τους τραπεζικούς λογαριασμούς του Κέντρου,
ι) υπογράφει και παρακολουθεί την εκτέλεση μνημονίων συνεργασίας, προγραμματικών συμβάσεων, συμφωνιών, έργων και προγραμμάτων της παρ. 2 του άρθρου 71 που έχει εγκρίνει το Δ.Σ., ια) υπογράφει κάθε σύμβαση και κάθε άλλο σχετικό έγγραφο αναφορικά με την πρόσληψη και απόλυση του προσωπικού και τη σύναψη ή καταγγελία συμβάσεων των συνεργατών, των εμπειρογνωμόνων και δικηγόρων με έμμισθη εντολή του φορέα, μετά από έγκριση του Δ.Σ., ιβ) είναι υπεύθυνος για την προετοιμασία, οργάνωση και εκτέλεση των εκδηλώσεων του Κέντρου, σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες του, ιγ) είναι υπεύθυνος για την εξεύρεση πόρων, σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες του Κέντρου, ιδ) διαμορφώνει και καταρτίζει, σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες, σχέδια προγραμμάτων, επιδοτήσεων και χρηματοδοτήσεων, τα οποία εισηγείται στο Δ.Σ. προς έγκριση,
ιε) ασκεί τις αρμοδιότητες που του μεταβιβάζονται με απόφαση του Δ.Σ. και
ιστ) εισηγείται προς έγκριση στο Δ.Σ. τη συμμετοχή του Κέντρου σε έργα ή προγράμματα άλλων φορέων που σχετίζονται με το αντικείμενο και τις αρμοδιότητές του.
Ο Γενικός Διευθυντής, όταν απουσιάζει, κωλύεται ή ελλείπει, αναπληρώνεται από τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Διεθνούς Συνεργασίας και Μεταρρυθμίσεων του Κέντρου.
2. Στον Γενικό Διευθυντή πειθαρχική εξουσία σε δεύτερο βαθμό ασκεί ο εποπτεύων το Κέντρο Υπουργός.
Άρθρο 77
Αμοιβές και αποζημιώσεις μελών Διοικητικού Συμβουλίου
Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Κέντρου δεν λαμβάνουν για τη συμμετοχή τους στις συνεδριάσεις αμοιβή ή την αποζημίωση της παρ. 2 του άρθρου 21 του ν. 4354/2015 (Α' 176), περί αμοιβών συλλογικών οργάνων.
Άρθρο 78
Πόροι - Χρηματοδότηση έργων, προγραμμάτων και δράσεων
1. Πόροι του Κέντρου είναι:
α) η ετήσια επιχορήγηση από τον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Εσωτερικών,
β) κάθε είδους χρηματοδοτήσεις ή επιχορηγήσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό, γ) χρηματοδοτήσεις, επιδοτήσεις και κάθε είδους ενισχύσεις ή επιχορηγήσεις από όργανα και οργανισμούς του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλους ευρωπαϊκούς ή διεθνείς φορείς και οργανισμούς, μεταξύ άλλων και για τα έργα ή προγράμματα που αναλαμβάνει να υλοποιήσει, δ) παροχές από χαριστική αιτία, όπως δωρεές, ενισχύσεις, κληρονομιές, κληροδοτήματα, χορηγίες και επιχορηγήσεις από τρίτους και έσοδα από κάθε είδους δραστηριότητα,
ε) ίδια έσοδα από την παροχή υπηρεσιών προς τρίτους και
στ) κάθε άλλο νόμιμο έσοδο.
2. Τα έργα, τα προγράμματα και οι δράσεις του Κέντρου: α) δύναται να χρηματοδοτούνται, αα) από εθνικούς, ενωσιακούς ή άλλους πόρους μέσω του Αναπτυξιακού Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΑΠΔΕ), με την επιφύλαξη του ειδικού θεσμικού πλαισίου των προγραμμάτων που χρηματοδοτεί το ΑΠΔΕ και των προβλέψεων του ν. 5140/2024 (Α' 154) και αβ) από ευρωπαϊκούς και διεθνείς φορείς ή β) εκτελούνται με αυτοχρηματοδότηση. Το Κέντρο δύναται να ορίζεται ως τελικός δικαιούχος, συνδικαιούχος ή ενδιάμεσος φορέας των ως άνω έργων, προγραμμάτων και δράσεων με την επιφύλαξη των κανόνων επιλεξιμότητας, να συμπράττει με δημόσιους φορείς για την από κοινού υλοποίηση έργων, προγραμμάτων και δράσεων, να επιχορηγείται για την εκπλήρωση των σκοπών του, από διεθνή προγράμματα, από τον προϋπολογισμό όλων των Υπουργείων και από κάθε άλλη νόμιμη πηγή.
Άρθρο 79
Εσωτερικός έλεγχος
Όσον αφορά στον εσωτερικό έλεγχο του Κέντρου εφαρμόζονται οι διατάξεις του Μέρους Α' του ν. 4795/2021 (Α'62).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'
ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ, ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ, ΘΕΜΑΤΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΝ - REFORM GREECE
Άρθρο 80
Διάρθρωση υπηρεσιών
Το Κέντρο διαρθρώνεται ως εξής: α) Γραφείο Εσωτερικού Ελέγχου που υπάγεται απευθείας στο Δ.Σ.
β) Γενική Διεύθυνση Συνεργασίας και Μεταρρυθμίσεων, η οποία συγκροτείται από δύο (2) διευθύνσεις, επτά (7) τμήματα και δύο (2) γραφεία, τα οποία υπάγονται απευθείας στον Γενικό Διευθυντή και διαρθρώνεται ως εξής: βα) Διεύθυνση Διεθνούς Συνεργασίας και Μεταρρυθμίσεων, στην οποία υπάγονται τα ακόλουθα τμήματα:
i) Τμήμα Διεθνών Σχέσεων και Συνεργασιών,
ii) Τμήμα Σχεδιασμού και Διαχείρισης Χρηματοδοτήσεων και
iii) Τμήμα Υλοποίησης Μεταρρυθμίσεων και Εκτέλεσης Έργων.
ββ) Διεύθυνση Διοικητικής Υποστήριξης, στην οποία υπάγονται τα ακόλουθα τμήματα:
i) Τμήμα Ανθρώπινου Δυναμικού
ii) Τμήμα Οικονομικού,
iii) Τμήμα Πληροφορικής και
iv) Τμήμα Προμηθειών.
βγ) Γραφείο Νομικής Υποστήριξης,
βδ) Γραφείο Επικοινωνίας.
Άρθρο 81
Σύσταση θέσεων προσωπικού
1. Στο Κέντρο συνιστώνται τριάντα πέντε (35) θέσεις προσωπικού, με σχέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου, οι οποίες κατανέμονται κατά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα με τον Εσωτερικό Κανονισμό της παρ. 2 του άρθρου 90, σύμφωνα με το π.δ. 85/2022 (Α'232), περί καθορισμού προσόντων διορισμού σε φορείς του Δημοσίου (Προσοντολόγιο - Κλαδολόγιο).
2. Επιπλέον των θέσεων της παρ. 1, συνιστώνται μία (1) θέση νομικού συμβούλου για τη στελέχωση του Γραφείου Νομικής Υποστήριξης, και μία (1) θέση δημοσιογράφου με σχέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Ορισμένου Χρόνου για τη στελέχωση του Γραφείου Επικοινωνίας.. Η έκδοση του Εσωτερικού Κανονισμού της παρ. 2 του άρθρου 90 δεν αποτελεί προϋπόθεση για τις προσλήψεις της παρούσας.
3. Γ ια τις θέσεις των παρ. 1 και 2 εφαρμόζεται το άρθρο 51 του ν. 4622/2019 (Α'133), περί του ετήσιου προγραμματισμού προσλήψεων ανθρώπινου δυναμικού του δημόσιου τομέα.
Άρθρο 82
Στελέχωση
1. Οι θέσεις της παρ. 1 του άρθρου 81 δύναται να καλύπτονται με προσλήψεις σύμφωνα με τον ν. 4765/2021 (Α' 6), περί εκσυγχρονισμού του συστήματος προσλήψεων στον δημόσιο τομέα και ενίσχυσης του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) και με μετατάξεις προσωπικού με σχέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου που υπηρετεί στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, όπως αυτή ορίζεται στην περ. β' της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α'143), σύμφωνα με τον ν. 4440/2016 (Α' 224), περί ενιαίου συστήματος κινητικότητας στη Δημόσια Διοίκηση και την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Επιπροσθέτως, για τη στελέχωση του Κέντρου δύναται να διενεργούνται αποσπάσεις προσωπικού με σχέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου ή μόνιμου προσωπικού που υπηρετεί στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, όπως αυτή ορίζεται στην περ. β' της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014, σύμφωνα με τον ν. 4440/2016. Ο χρόνος απόσπασης των υπαλλήλων θεωρείται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στον φορέα που ανήκουν οργανικά.
2. Η πλήρωση της θέσης του νομικού συμβούλου της παρ. 2 του άρθρου 81 διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α' 208). Η πλήρωση της θέσης του δημοσιογράφου της παρ. 2 του άρθρου 81 διενεργείται με απόφαση του Γενικού Διευθυντή, μετά από εισήγηση της Διεύθυνσης Διοικητικής Υποστήριξης του Κέντρου.
3. Πρόσληψη προσωπικού με σύμβαση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Ορισμένου Χρόνου ή μίσθωσης έργου για την κάλυψη εποχικών και περιοδικών ή άλλων πρόσκαιρων ή παροδικών αναγκών, προβλέπεται στον ετήσιο προγραμματισμό του άρθρου 51 του ν. 4622/2019 (Α' 133), υπάγεται στην αρμοδιότητα του Α.Σ.Ε.Π. και πραγματοποιείται σύμφωνα με τον ν. 4765/2021.
Άρθρο 83
Πλήρωση θέσης Γενικού Διευθυντή
1. Η πλήρωση της θέσης του Γενικού Διευθυντή γίνεται με απόφαση του Δ.Σ. του Κέντρου, κατόπιν προκήρυξης, είτε από υπαλλήλους φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, όπως αυτή ορίζεται στην περ. β' της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α' 143) ή από στελέχη του ιδιωτικού τομέα με σύναψη σύμβασης εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Ορισμένου Χρόνου, για τα οποία εφαρμόζεται το άρθρο 51 του ν. 4622/2019 (Α' 133), περί του ετήσιου προγραμματισμού προσλήψεων ανθρώπινου δυναμικού του δημόσιου τομέα.
2. Η ανωτέρω προκήρυξη, στην οποία μπορεί να καθορίζονται τυχόν πρόσθετα ουσιαστικά προσόντα, εκδίδεται από το Δ.Σ. του Κέντρου, δημοσιεύεται σε δύο (2) τουλάχιστον πανελλαδικές εφημερίδες και αναρτάται στην ιστοσελίδα του Κέντρου και στο Πρόγραμμα «ΔΙΑΥΓΕΙΑ».
3. Ως Γενικός Διευθυντής επιλέγεται πρόσωπο το οποίο διαθέτει κατ' ελάχιστον:
α) πτυχίο ή δίπλωμα τμήματος ή σχολής πανεπιστημιακού τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης της ημεδαπής ή ακαδημαϊκά ισοδύναμο ή ισότιμο τίτλο αντίστοιχης ειδικότητας σχολών της αλλοδαπής,
β) άριστη γνώση της αγγλικής γλώσσας και πολύ καλή γνώση μιας, τουλάχιστον, επιπλέον γλώσσας της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
γ) δεκαπενταετή εργασιακή εμπειρία στον δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα εκ των οποίων πέντε (5) τουλάχιστον έτη, είτε σε θέσεις ευθύνης σε υπηρεσίες ή οργανισμούς ή επιχειρήσεις του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, είτε σε θέματα που συνδέονται με την αποστολή και τις αρμοδιότητες του Κέντρου.
Η εξειδίκευση των διαδικασιών επιλογής και τυχόν πρόσθετων προσόντων του Γενικού Διευθυντή, καθώς και η πρόβλεψη ως προς τη δυνατότητα και τις προϋποθέσεις της ανανέωσης της θητείας, περιλαμβάνονται στον Εσωτερικό Κανονισμό του Κέντρου της παρ. 2 του άρθρου 90.
4. Για την επιλογή του Γενικού Διευθυντή εισηγείται στο Δ.Σ. του Κέντρου τριμελής επιτροπή, η οποία συγκροτείται με απόφαση του Δ.Σ. από τον Πρόεδρο του Δ.Σ. του Κέντρου, ως Πρόεδρο, ένα μέλος του που προκύπτει από κλήρωση και έναν Αντιπρόεδρο ή Σύμβουλο ή μέλος του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού που ορίζεται από τον Πρόεδρο αυτού. Η Επιτροπή καταρτίζει κατάλογο των τριών (3) επικρατέστερων υποψηφίων, με σειρά προτεραιότητας, με βάση προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια που περιλαμβάνονται στην προκήρυξη και έχει τη δυνατότητα να καλεί σε συνέντευξη τους υποψηφίους. Αν οι υποψήφιοι είναι λιγότεροι από τρεις (3), περιλαμβάνονται όλοι στον κατάλογο.
5. Αν ως Γενικός Διευθυντής επιλεγεί υπάλληλος δημοσίου δικαίου ή Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου φορέα της Γενικής Κυβέρνησης, η πλήρωση της θέσης γίνεται με απόσπαση, η οποία διενεργείται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών και διαρκεί όσο η θητεία του. Ως ημερομηνία έναρξης της απόσπασης λογίζεται η ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του προηγούμενου εδαφίου. Αν ως Γενικός Διευθυντής επιλεγεί υπάλληλος που υπηρετεί στο Κέντρο με απόσπαση, η διάρκεια της απόσπασής του παρατείνεται αυτοδίκαια έως τη λήξη της θητείας του ως προϊσταμένου, συμπεριλαμβανομένης τυχόν άπαξ ισόχρονης ανανέωσης της θητείας του ή μέχρι την αντικατάστασή του από τον νέο Γενικό Διευθυντή.
6. Η θητεία στη θέση του Γενικού Διευθυντή είναι τετραετής, δύναται να ανανεωθεί άπαξ με απόφαση του Δ.Σ., αποτελεί πραγματική δημόσια υπηρεσία για όλες τις συνέπειες και λαμβάνεται υπόψη για την περαιτέρω βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη ως προϋπηρεσία σε θέση προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης.
7. Για την πλήρωση της θέσης του Γενικού Διευθυντή εφαρμόζονται τα άρθρα 4 έως και 9 του Κεφαλαίου Α' περί των προσόντων και κωλυμάτων διορισμού, καθώς και η παρ. 4 του άρθρου 84 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), περί προϊσταμένων οργανικών μονάδων.
Άρθρο 84
Πλήρωση θέσεων Προϊσταμένων Διευθύνσεων και Τμημάτων
1. Η πλήρωση των θέσεων των Προϊσταμένων Διευθύνσεων και Τμημάτων γίνεται με απόφαση του Δ.Σ. του Κέντρου, κατόπιν προκήρυξης και μετά από εισήγηση του Γενικού Διευθυντή από υπαλλήλους δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου που έχουν προσληφθεί ή αποσπαστεί στο Κέντρο.
2. Ως Προϊστάμενος Διεύθυνσης τοποθετείται πρόσωπο το οποίο διαθέτει κατ' ελάχιστον:
α) πτυχίο ή δίπλωμα τμήματος ή σχολής πανεπιστημιακού τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης της ημεδαπής ή ακαδημαϊκά ισοδύναμο ή ισότιμο τίτλο αντίστοιχης ειδικότητας σχολών της αλλοδαπής, και
β) άριστη γνώση της αγγλικής γλώσσας.
3. Ως Προϊστάμενος Τμήματος τοποθετείται πρόσωπο το οποίο διαθέτει κατ' ελάχιστον:
α) πτυχίο ή δίπλωμα τμήματος ή σχολής πανεπιστημιακού τομέα της ανώτατης πανεπιστημιακής ή τεχνολογικής εκπαίδευσης της ημεδαπής ή ακαδημαϊκά ισοδύναμο ή ισότιμο τίτλο αντίστοιχης ειδικότητας σχολών της αλλοδαπής και
β) πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας.
4. Οι προκηρύξεις της παρ. 1, στις οποίες δύνανται να καθορίζονται, πέραν των κατά περίπτωση προσόντων
των παρ. 2 και 3, πρόσθετα ουσιαστικά προσόντα, εκδίδονται από το Δ.Σ. του Κέντρου, δημοσιεύονται σε δύο (2) τουλάχιστον πανελλαδικές εφημερίδες και αναρτώνται στην ιστοσελίδα του Κέντρου και στο Πρόγραμμα «ΔΙΑΥΓΕΙΑ». Η Διεύθυνση Διοικητικής Υποστήριξης του Κέντρου καταρτίζει για κάθε προκηρυσσόμενη θέση πίνακα των τριών (3) επικρατέστερων υποψηφίων, με σειρά προτεραιότητας, με βάση τα καθοριζόμενα στην οικεία προκήρυξη κριτήρια, τον οποίο θέτει υπόψη του Γενικού Διευθυντή.
5. Αν ως προϊστάμενος επιλεγεί υπάλληλος που υπηρετεί στο Κέντρο με απόσπαση, η διάρκεια της απόσπασής του παρατείνεται αυτοδίκαια έως τη λήξη της θητείας του ως προϊσταμένου ή μέχρι την αντικατάστασή του.
6. Η θητεία του Προϊσταμένου Διεύθυνσης ή Τμήματος είναι τετραετής, με δυνατότητα άπαξ ισόχρονης ανανέωσης, αποτελεί πραγματική δημόσια υπηρεσία για όλες τις συνέπειες και λαμβάνεται υπόψη για την περαιτέρω βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη ως προϋπηρεσία σε θέση Προϊσταμένου Διεύθυνσης ή Τμήματος, αντίστοιχα.
7. Για την πλήρωση των θέσεων προϊσταμένου Διεύθυνσης ή Τμήματος εφαρμόζονται τα άρθρα 4 έως και 9 του Κεφαλαίου Α' περί των προσόντων και κωλυμάτων διορισμού, καθώς και η παρ. 4 του άρθρου 84 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26).
Άρθρο 85
Αποδοχές Γενικού Διευθυντή και προσωπικού
1. Το μισθολογικό καθεστώς του πάσης φύσεως προσωπικού του Κέντρου ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Κεφαλαίου Β' του ν. 4354/2015 (Α' 176).
2. Για τις μη μισθολογικές παροχές του προσωπικού του Κέντρου εφαρμόζεται το άρθρο 43 του ν. 4484/2017 (Α' 110).
3. Οι αποδοχές του Γενικού Διευθυντή καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Εσωτερικών σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 22 του ν. 4354/2015 (Α' 176). Το ύψος της αμοιβής δεν δύναται να υπερβαίνει τις αποδοχές Γενικού Γραμματέα Υπουργείου κατά την παρ. 1 του άρθρου 28 του ν. 4354/2015.
Άρθρο 86
Μητρώο Εμπειρογνωμόνων Διοικητικών Μεταρρυθμίσεων
1. Συνιστάται Μητρώο Εμπειρογνωμόνων Διοικητικών Μεταρρυθμίσεων (εφεξής το Μητρώο), το οποίο τηρείται ηλεκτρονικά στο Κέντρο.
2. Στο Μητρώο εγγράφονται ημεδαποί ή αλλοδαποί εμπειρογνώμονες με αυξημένη επιστημονική κατάρτιση και εμπειρία στα αντικείμενα που είναι συναφή με τον σκοπό, την αποστολή και τις αρμοδιότητες του Κέντρου, προερχόμενοι από τον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα. Για την εγγραφή στο Μητρώο υποβάλλονται η ηλεκτρονική αίτηση και τα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν τις απαιτούμενες για την εγγραφή προϋποθέσεις, σύμφωνα με την απόφαση της παρ. 1 του άρθρου 90. Η ηλεκτρονική αίτηση επέχει θέση υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 (Α'75).
3. Δεν εγγράφονται στο Μητρώο εκείνοι:
α) κατά των οποίων έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για οποιοδήποτε κακούργημα, β) κατά των οποίων έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για τα εγκλήματα της κλοπής, υπεξαίρεσης, απάτης, εκβίασης, πλαστογραφίας, πλαστογραφίας πιστοποιητικών, απιστίας δικηγόρου, απιστίας, απιστίας κατά του νομικού προσώπου του Ελληνικού Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, δωροδοκίας, καταπίεσης, παράνομης βεβαίωσης ή είσπραξης δικαιωμάτων του Δημοσίου, παράβασης καθήκοντος, συκοφαντικής δυσφήμησης, ψευδούς βεβαίωσης, υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης, ψευδούς καταμήνυσης, υπεξαγωγής εγγράφων, για οποιοδήποτε έγκλημα σχετικά με την υπηρεσία, καθώς και για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και της γενετήσιας αξιοπρέπειας ή οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, παραβίασης της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, λαθρεμπορίας και τυχερών παιχνιδιών,
γ) που έχουν καταδικαστεί σε οποιαδήποτε ποινή για κακούργημα ή για κάποιο από τα εγκλήματα της περ. β), δ) κατά των οποίων έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη για πειθαρχικό παράπτωμα που δύναται να επισύρει την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης, ε) στους οποίους έχει επιβληθεί τελεσίδικα οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή ανώτερη του προστίμου αποδοχών τεσσάρων (4) μηνών για οποιαδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα, μέχρι τη διαγραφή της ποινής, στ) που τελούν σε αργία ή διαθεσιμότητα ή έχουν τεθεί σε αναστολή άσκησης καθηκόντων.
4. Μέλος του Μητρώου μπορεί να διαγραφεί από αυτό είτε αυτοδίκαια είτε με αίτησή του, που υποβάλλεται ηλεκτρονικά. Αίτηση επανεγγραφής μέλους που διαγράφηκε αυτοβούλως, επιτρέπεται δύο (2) έτη μετά τη διαγραφή του.
5. α) Το Κέντρο δύναται να συνάπτει συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με εμπειρογνώμονες που έχουν ενταχθεί στο Μητρώο της παρ. 1 και προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα. Οι ανωτέρω συμβάσεις συνάπτονται μετά από απόφαση του Γενικού Διευθυντή, ύστερα από εισήγηση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Διεθνούς Συνεργασίας και Μεταρρυθμίσεων του Κέντρου, και καθορίζουν και την αμοιβή των εμπειρογνωμόνων του πρώτου εδαφίου. β) Για την ανάθεση έργου ή προγράμματος σε εμπειρογνώμονες μόνιμους πολιτικούς υπαλλήλους ή υπαλλήλους με σχέση Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου εκδίδεται απόφαση του Γενικού Διευθυντή, ύστερα από εισήγηση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Διεθνούς Συνεργασίας και Μεταρρυθμίσεων του Κέντρου, με την οποία καθορίζονται και οι αποδοχές τους.
6. α) Αν ο απαιτούμενος για την εκτέλεση έργων ή προγραμμάτων χρόνος δεν ξεπερνά τις σαράντα πέντε (45) εργάσιμες ημέρες ετησίως, συνεχόμενα ή διακεκομμένα, οι υπάλληλοι της περ. β) της παρ. 5 υποχρεούνται, μετά την έκδοση της απόφασης ανάθεσης του Γενικού Διευθυντή, να υποβάλουν αίτηση, εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών, ενώπιον του Υπηρεσιακού Γραμματέα του Υπουργείου ή του ανώτατου μονομελούς οργάνου διοίκησης του φορέα στον οποίο ανήκουν οργανικά, με κοινοποίησή της στον άμεσα προϊστάμενό τους, προκειμένου να λάβουν ειδική άδεια απουσίας από τα καθήκοντά τους κατά τον απαιτούμενο για την εκτέλεση του έργου ή προγράμματος χρόνο, μετά από γνώμη του άμεσα προϊσταμένου τους. Η άδεια χορηγείται εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την υποβολή της αίτησης του προηγούμενου εδαφίου.
β) Αν ο απαιτούμενος για την εκτέλεση έργων ή προγραμμάτων χρόνος ξεπερνά τις σαράντα πέντε (45) εργάσιμες ημέρες ετησίως, συνεχόμενα ή διακεκομμένα, οι υπάλληλοι της περ. β) της παρ. 5 υποχρεούνται, μετά την έκδοση της απόφασης ανάθεσης του Γενικού Διευθυντή, να υποβάλουν, εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών, αίτηση ενώπιον του Υπηρεσιακού Γραμματέα του Υπουργείου ή του ανώτατου μονομελούς οργάνου διοίκησης του φορέα στον οποίο ανήκουν οργανικά, με κοινοποίησή της στον άμεσα προϊστάμενό τους, προκειμένου να λάβουν ειδική άδεια άνευ αποδοχών. Η άδεια χορηγείται εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την υποβολή της αίτησης του προηγούμενου εδαφίου, με απόφαση του Υπηρεσιακού Γραμματέα του Υπουργείου ή του ανώτατου μονομελούς οργάνου διοίκησης του φορέα, μετά από γνώμη του άμεσα προϊσταμένου, κατά παρέκκλιση της διαδικασίας του άρθρου 51 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26), του άρθρου 58 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α' 143) ή άλλων αντίστοιχων διατάξεων για χρονικό διάστημα μέχρι τρία (3) έτη, συνεχόμενα ή διακεκομμένα. Προκειμένου, ο χρόνος της ειδικής άδειας άνευ αποδοχών να αποτελεί χρόνο πραγματικής υπηρεσίας, ο υπάλληλος υποχρεούται να καταβάλλει τις νόμιμες κρατήσεις για κύρια και επικουρική ασφάλιση και στα ταμεία πρόνοιας, οι οποίες αντιστοιχούν στον βαθμό ή τον μισθό της υπηρεσίας στην οποία ανήκει οργανικά.
γ) Σε κάθε περίπτωση, για τη συμμετοχή υπαλλήλου στην υλοποίηση έργου ή προγράμματος του Κέντρου δεν απαιτείται η χορήγηση άδειας άσκησης ιδιωτικού έργου του άρθρου 31 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., του άρθρου 38 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων ή άλλων αντίστοιχων κείμενων διατάξεων.
7. Οι ενταγμένοι στο Μητρώο εμπειρογνώμονες, εντός τριών (3) μηνών από την εγγραφή τους, παρακολουθούν σεμινάρια στο Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης με αντικείμενο τη μεθοδολογία υλοποίησης των έργων ή προγραμμάτων που αναλαμβάνει το Κέντρο. Μετά την ολοκλήρωση του έργου ή προγράμματος για το οποίο έχουν επιλεγεί, αξιολογούνται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην απόφαση της παρ. 1 του άρθρου 90.
8. Για την τήρηση και λειτουργία του Μητρώου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεδομένων κατά την έννοια του άρθρου 6 του ν. 4624/2019 (Α'137) ορίζεται με απόφαση του Δ.Σ. του Κέντρου. Η ιδιότητα του υπευθύνου επεξεργασίας δεδομένων του Μητρώου μπορεί να συμπίπτει με αυτή της παρ. 2 του άρθρου 89. Σκοπός της επεξεργασίας είναι η συγκέντρωση, οργάνωση και διαχείριση των δεδομένων προκειμένου να διευκολύνεται η λειτουργία του Μητρώου. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των υποψηφίων ή ενταγμένων εμπειρογνωμόνων περιλαμβάνουν ενδεικτικά: α) στοιχεία ταυτότητας και επικοινωνίας, β) στοιχεία επιστημονικής και επαγγελματικής εμπειρίας, γ) στοιχεία που συνιστούν λόγο αποκλεισμού κατά την παρ. 3. Ο χρόνος τήρησης των δεδομένων ορίζεται σε ένα (1) έτος από την ημερομηνία απόρριψης της αίτησης ένταξης του εμπειρογνώμονα στο Μητρώο και σε πέντε (5) έτη από την αυτοδίκαιη ή μη διαγραφή του από αυτό. Αποδέκτες των δεδομένων είναι αποκλειστικά ο Υπεύθυνος Επεξεργασίας Δεδομένων, καθώς και κάθε εξουσιοδοτημένος από τον Εσωτερικό Κανονισμό του Κέντρου υπάλληλος στο μέτρο που απαιτείται για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.
Άρθρο 87
Έκθεση πεπραγμένων και αποτελεσμάτων
Μέχρι την 1η Ιουνίου κάθε έτους, το Δ.Σ. εγκρίνει και υποβάλλει στον Υπουργό Εσωτερικών και αναρτά στην ιστοσελίδα του Κέντρου έκθεση πεπραγμένων και αποτελεσμάτων η οποία περιλαμβάνει:
α) τους στόχους του Κέντρου κατά το προηγούμενο έτος,
β) τις δράσεις και τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν κατά το προηγούμενο έτος, μετρούμενα κατά εξειδικευμένους δείκτες,
γ) τους πόρους που αξιοποιήθηκαν, αναλυτικά προσδιορισμένους, για την υλοποίηση των ανωτέρω δράσεων, την προέλευσή τους και την κατανομή τους μεταξύ καθορισμένων τομέων και χωρών προτεραιότητας και,
δ) την πρόοδο σχετικά με το αντικείμενο και την αποστολή του Κέντρου με την παροχή, όπου είναι εφικτό, στατιστικών στοιχείων, προκειμένου να αξιολογείται η συνοχή μεταξύ της αποστολής του και των δράσεων που αναλαμβάνει.
Άρθρο 88
Διαχειριστική χρήση - Οικονομικός και διαχειριστικός έλεγχος
1. Το Κέντρο τηρεί όλα τα απαραίτητα παραστατικά και δικαιολογητικά, τα οποία θέτει στη διάθεση των αρμόδιων οργάνων, όποτε ζητηθούν.
2. Η διαχειριστική χρήση του Κέντρου αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και τελειώνει την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους.
3. Ο τακτικός έλεγχος της οικονομικής διαχείρισης των πόρων του Κέντρου και ο έλεγχος των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων διενεργούνται από δύο (2) ορκωτούς ελεγκτές - λογιστές που ορίζονται με απόφαση του Δ.Σ. αυτού, με τη διαδικασία που ορίζεται στον ν. 4449/2017 (Α' 7) περί υποχρεωτικού ελέγχου των ετήσιων και των ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων και της δημόσιας εποπτείας επί του ελεγκτικού έργου. Οι δαπάνες του ελέγχου βαρύνουν το Κέντρο. Οι ορκωτοί ελεγκτές - λογιστές που ασκούν τον τακτικό διαχειριστικό έλεγχο υποβάλλουν προς έγκριση μέχρι την 30ή Ιουνίου κάθε έτους στο Δ.Σ. του Κέντρου έκθεση για τη διαχείριση και τον απολογισμό του διαχειριστικού έτους που έληξε, η οποία εγκρίνεται από αυτό και υποβάλλεται από τον Πρόεδρό του στον Υπουργό Εσωτερικών μέχρι την 31η Ιουλίου κάθε έτους. Μετά την υποβολή στον Υπουργό Εσωτερικών, η έκθεση του προηγούμενου εδαφίου αναρτάται στον επίσημο ιστότοπο του Κέντρου μέχρι την 1η Δεκεμβρίου εκάστου έτους.
4. Ο οικονομικός και ο διαχειριστικός έλεγχος του Κέντρου διενεργείται από τη Γενική Διεύθυνση Δημοσιονομικών Ελέγχων του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3492/2006 (Α' 210), ύστερα από κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, με την οποία αποφασίζεται η ένταξή του στους φορείς του άρθρου 3 του εν λόγω νόμου.
Άρθρο 89
Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και απαγόρευση διαρροής εμπιστευτικών πληροφοριών
1. Κατά την εκτέλεση της αποστολής του και την επιδίωξη του σκοπού του Κέντρου, τα όργανα διοίκησης και το προσωπικό του, καθώς και τα μέλη του Μητρώου του άρθρου 87 εφαρμόζουν τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (L 119) και τον ν. 4624/2019 (Α'137).
2. Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων ορίζεται με απόφαση του Δ.Σ. και ασκεί τα καθήκοντα του άρθρου 8 του ν. 4624/2019, περί καθηκόντων του Υπεύθυνου Προστασίας Δεδομένων σε δημόσιους τομείς.
3. Κάθε πληροφορία που χαρακτηρίζεται ή έχει χαρακτηριστεί ως εμπιστευτική από εν ενεργεία ή μη μέλη του Δ.Σ., προϊσταμένους και υπαλλήλους του Κέντρου και εμπειρογνώμονες που αναλαμβάνουν την παροχή υπηρεσιών προς το Κέντρο ή που παρέχεται ή έχει παρασχεθεί από τρίτο πρόσωπο ως εμπιστευτική, δεν αποκαλύπτεται χωρίς έγκριση του Δ.Σ..
4. Η παράβαση της υποχρέωσης της παρ. 3 από μέλος του Δ.Σ. ή υπάλληλο του Κέντρου συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα κατά την περ. η) της παρ. 1 του άρθρου 107 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α' 26). Η παράβαση της υποχρέωσης της παρ. 3 από μέλος του Μητρώου του άρθρου 86 συνιστά λόγο αυτοδίκαιης διαγραφής του από αυτό.
5. Για τη συνεργασία του Κέντρου με τρίτες χώρες, εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφαρμόζονται τα άρθρα 44 έως και 49 του Κεφαλαίου V του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε'
ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 90
Εξουσιοδοτικές διατάξεις
1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Ψηφιακής Διακυβέρνησης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού ρυθμίζεται κάθε ειδικό ζήτημα σχετικά με το Μητρώο Εμπειρογνωμόνων Διοικητικών Μεταρρυθμίσεων του άρθρου 86, και, ιδίως, οι συγκεκριμένες θεματικές για τις οποίες θα αξιοποιηθούν εμπειρογνώμονες, η διαλειτουργικότητα του Μητρώου με άλλα εθνικά, ευρωπαϊκά και διεθνή Μητρώα ή Πληροφοριακά Συστήματα, η διαδικασία και οι προϋποθέσεις εγγραφής και επανεγγραφής σε αυτό, αυτεπάγγελτης ή οικειοθελούς διαγραφής από αυτό, οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των εγγεγραμμένων, η διαδικασία επιλογής του κατάλληλου ανά έργο ή πρόγραμμα εμπειρογνώμονα και ο τρόπος αμοιβής του, καθώς και η επιμόρφωση και αξιολόγηση των εμπειρογνωμόνων.
2. Με απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, που εκδίδεται μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2025, μετά από εισήγηση του Δ.Σ., καταρτίζεται ο Εσωτερικός Κανονισμός του Κέντρου του άρθρου 70, με τον οποίο καθορίζονται η κατανομή των οργανικών θέσεων ανά εργασιακή σχέση, κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, καθώς και τα τυπικά προσόντα πρόσληψης ανά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, η διάρθρωση και οι αρμοδιότητες των οργανικών μονάδων, η σύσταση, κατάργηση ή αναδιάρθρωσή τους, η σύσταση ή κατάργηση θέσεων προσωπικού, τα κύρια χαρακτηριστικά του συστήματος εσωτερικού ελέγχου, η πολιτική και η διαδικασία για τη διενέργεια περιοδικής αξιολόγησης του συστήματος εσωτερικού ελέγχου, οι πολιτικές και κανόνες ηθικής και δεοντολογίας για τη λειτουργία των οργάνων διοίκησης και τη συμπεριφορά του προσωπικού, η γενική περιγραφή καθηκόντων κάθε θέσης ευθύνης, η βαθμολογική εξέλιξη των υπαλλήλων, οι διαδικασίες αξιολόγησης των υπαλλήλων και των προϊσταμένων, καθώς και το πειθαρχικό δίκαιο που τους διέπει, η οικονομική διαχείριση των πόρων του Κέντρου, η διαδικασία διαχείρισης των έργων ή προγραμμάτων που αυτό αναλαμβάνει, καθώς και κάθε άλλο λεπτομερειακό ζήτημα που αφορά στην οργάνωση και τη λειτουργία του. Με την ίδια ή όμοια απόφαση ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα προστασίας προσωπικών δεδομένων και απορρήτων πληροφοριών.
3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Εξωτερικών και Εσωτερικών συνιστώνται υπηρεσίες και γραφεία του Κέντρου σε άλλες πόλεις της ελληνικής επικράτειας ή του εξωτερικού.
Άρθρο 91
Μεταβατικές διατάξεις
1. Κατά τα δύο (2) πρώτα έτη λειτουργίας του Κέντρου επιτρέπεται η απόσπαση προσωπικού σε αυτό σύμφωνα με το άρθρο 31 του ν. 4873/2021 (Α'248), περί κινητικότητας υπαλλήλων σε νεοσύστατες υπηρεσίες φορέων Γενικής Κυβέρνησης. Για υπαλλήλους με φορέα προέλευσης το Υπουργείο Εσωτερικών, καθώς και το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΚΔΔΑ) δεν εφαρμόζεται η προϋπόθεση της παρ. 4 του άρθρου 4 του ν. 4440/2016 (Α' 224). Οι αποσπώμενοι στο Κέντρο εξακολουθούν να λαμβάνουν το σύνολο των αποδοχών τους, από τον φορέα προέλευσης, με τα πάσης φύσεως, γενικά ή ειδικά, επιδόματα της οργανικής τους θέσης με
τις προϋποθέσεις καταβολής τους. Η διάρκεια των αποσπάσεων της παρούσας είναι τριετής. Ο χρόνος της απόσπασης θεωρείται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στον φορέα στον οποίο οι υπάλληλοι ανήκουν οργανικά.
2. Μέχρι την πλήρωση της θέσης του Γενικού Διευθυντή σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 83 και πάντως για διάστημα που δεν ξεπερνά τους δεκαοκτώ (18) μήνες, ο Γενικός Διευθυντής επιλέγεται και τοποθετείται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, τηρουμένων των προϋποθέσεων των παρ. 3 και 7 του άρθρου 83.
3. Για τις ανάγκες άμεσης στελέχωσης και έναρξης της λειτουργίας του Κέντρου είναι δυνατή η πρόσληψη έως και πέντε (5) υπαλλήλων με σύμβαση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Ορισμένου Χρόνου διάρκειας είκοσι τεσσάρων (24) μηνών, αποκλειόμενης σε κάθε περίπτωση της μετατροπής της σχέσης εργασίας σε αορίστου χρόνου, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 4622/2019 (Α' 133), περί προγραμματισμού προσλήψεων στον δημόσιο τομέα. Οι προσλήψεις του προσωπικού του προηγούμενου εδαφίου διενεργούνται με απόφαση του Γενικού Διευθυντή, ύστερα από σχετική προκήρυξη, η οποία περιλαμβάνει: α) την περιγραφή του αντικειμένου των προς κάλυψη θέσεων, β) τα απαιτούμενα, κατά περίπτωση, προσόντα για την κάλυψη των θέσεων και γ) τη διαδικασία επιλογής των υπαλλήλων. Η διαδικασία της πρόσληψης προσωπικού της παρούσας πραγματοποιείται υπό την εποπτεία του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην προκήρυξη.
4. Για το πρώτο έτος λειτουργίας του Κέντρου, η διαχειριστική χρήση αρχίζει από την έναρξη ισχύος του παρόντος και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.
5. Έως την 30ή Ιουνίου 2026 το Κέντρο υποστηρίζεται διοικητικά και οικονομικά από τη Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Διοικητικών Υπηρεσιών (Τομέας Διοικητικής Ανασυγκρότησης) του Υπουργείου Εσωτερικών.
6. Μέχρι την έκδοση της απόφασης της παρ. 2 του άρθρου 90, τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο του Εσωτερικού Κανονισμού ρυθμίζονται με απόφαση του Δ.Σ. του Κέντρου.
ΜΕΡΟΣ Γ'
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ
Άρθρο 92
Σκοπός
Σκοπός του παρόντος Μέρους είναι η επικαιροποίηση ρυθμίσεων για την καταχώριση ληξιαρχικών πράξεων στο Ειδικό Ληξιαρχείο, την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας και για ζητήματα υπηρεσιακών μεταβολών του ανθρώπινου δυναμικού του δημόσιου τομέα, καθώς και η επίλυση επιμέρους ζητημάτων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Άρθρο 93
Αντικείμενο
Αντικείμενο του παρόντος Μέρους είναι η εισαγωγή ρυθμίσεων αρμοδιότητας του Υπουργείου Εσωτερικών, όπως για: α) τη δυνατότητα κατ' εξαίρεση σύνταξης πρωτογενών ληξιαρχικών πράξεων στο Ειδικό Ληξιαρχείο, β) τη βελτίωση της διαδικασίας κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας, γ) το προσωπικό του δημόσιου τομέα σχετικά με την κινητικότητα και τη χορήγηση αδειών, δ) τη λειτουργία περιφραγμένων πάρκων σκύλων και ε) την εκποίηση δημοτικών ακινήτων σε άστεγους δημότες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΤΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΛΗΞΙΑΡΧΕΙΟ
Άρθρο 94
Δυνατότητα κατ' εξαίρεση σύνταξης πρωτογενών ληξιαρχικών πράξεων στο Ειδικό Ληξιαρχείο - Τροποποίηση παρ. 1 και 3 άρθρου 43 ν. 344/1976
Στο άρθρο 43 του ν. 344/1976 (Α'143), περί αρμόδιου ληξιαρχείου προς καταχώριση ληξιαρχικών πράξεων που έχουν συνταχθεί στην αλλοδαπή, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1, αα) μετά από τις λέξεις «Στο Ειδικό Ληξιαρχείο,» η λέξη «μεταγράφονται» διαγράφεται, αβ) πριν από τις λέξεις «πράξεις επιχωρίων αρχών της αλλοδαπής» προστίθενται οι λέξεις «μεταγράφονται ή συντάσσονται πρωτογενώς», β) στην παρ. 3 προστίθενται οι λέξεις «ή να συνταχθεί πρωτογενώς» και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 43 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 43
Αρμόδιο ληξιαρχείο προς καταχώρηση ληξιαρχικών πράξεων συντασσόμενων στην αλλοδαπή
1. Στο Ειδικό Ληξιαρχείο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ή/και όταν αποδεδειγμένα καθίσταται ανέφικτη η μεταγραφή ή σύνταξη πρωτογενούς ληξιαρχικής πράξης από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Ελληνικής Προξενικής Αρχής ή τον υπηρετούντα σε αυτήν υπάλληλο που ορίστηκε από αυτόν, μεταγράφονται ή συντάσσονται πρωτογενώς πράξεις επιχωρίων αρχών της αλλοδαπής που αφορούν σε γεγονότα αστικής κατάστασης Ελλήνων πολιτών κανονικά εγγεγραμμένων, σε ισχύοντα δημοτολόγια, τα οποία γεγονότα συνέβησαν στην αλλοδαπή. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εξωτερικών και Εσωτερικών καθορίζονται οι ανωτέρω περιπτώσεις, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας.
2. Το Ειδικό Ληξιαρχείο δύναται, επίσης, να συντάσσει εκθέσεις για μεταβολές αστικής κατάστασης Ελλήνων πολιτών κανονικά εγγεγραμμένων, σε ισχύοντα δημοτολόγια, οι οποίες συνέβησαν στην αλλοδαπή. Ειδικώς για τα συναινετικά διαζύγια του άρθρου 1441 ΑΚ, το Ειδικό Ληξιαρχείο δύναται να συντάσσει έκθεση πληροφοριακού χαρακτήρα απευθυνόμενη προς το προξενείο κατάρτισης της ληξιαρχικής πράξης γάμου, προκειμένου ο προϊστάμενος της αρμόδιας Ελληνικής Προξενικής Αρχής ή ο υπηρετών σε αυτήν υπάλληλος που ορίστηκε από αυτόν, να προβεί στην καταχώριση της συμβολαιογραφικής λύσης γάμου.
3. Κατ' εξαίρεση, στο Ειδικό Ληξιαρχείο δύναται να μεταγραφεί ή να συνταχθεί πρωτογενώς ληξιαρχική πράξη θανάτου για Έλληνα πολίτη εγγεγραμμένου μόνο σε Μητρώο Αρρένων.
4. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, το Ειδικό Ληξιαρχείο τηρεί τα βιβλία που προβλέπονται στο άρθρο 8.»
Άρθρο 95
Εξελληνισμός ονοματεπωνυμικών στοιχείων ανηλίκων τα οποία αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια αυτοδίκαια - Τροποποίηση άρθρου 1Β Κώδικα της Ελληνικής Ιθαγένειας
Στο άρθρο 1Β του Κώδικα της Ελληνικής Ιθαγένειας (ν. 3284/2004, Α' 217), περί της κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας με δήλωση και αίτηση λόγω φοίτησης σε σχολείο στην Ελλάδα, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο πρώτο εδάφιο της περ. α) της παρ. 4 οι λέξεις οικείας υπηρεσίας» αντικαθίστανται από τις λέξεις «αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης», β) στην παρ. 5, βα) στις περ. α και β οι λέξεις «υπηρεσία της Αποκεντρωμένης Διοίκησης» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Περιφερειακή Διεύθυνση Ιθαγένειας», ββ) στο δεύτερο εδάφιο της περ. γ οι λέξεις «Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης» αντικαθίστανται από τις λέξεις «προϊσταμένου της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης Ιθαγένειας», γ) στην παρ. 9 προστίθενται στο τέλος οι λέξεις «καθώς και των στοιχείων των ανήλικων τέκνων του τα οποία αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια σύμφωνα με την παρ. 6» και, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, το άρθρο 1Β διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 1Β
Με δήλωση και αίτηση, λόγω φοίτησης σε σχολείο στην Ελλάδα
1. Ανήλικος αλλοδαπός που κατοικεί μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα θεμελιώνει δικαίωμα κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας λόγω φοίτησης σε ελληνικό σχολείο ή σε σχολείο που ακολουθεί το υποχρεωτικό ελληνικό πρόγραμμα εκπαίδευσης και διδασκαλίας, εφόσον έχει ολοκληρώσει επιτυχώς την παρακολούθηση είτε εννέα τάξεων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είτε έξι τάξεων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Η φοίτηση στο νηπιαγωγείο δεν προσμετράται. Η επιτυχής ολοκλήρωση της απαιτούμενης φοίτησης αποδεικνύεται με σχετική βεβαίωση της αρμόδιας αρχής.
Σε περίπτωση ανήλικου αλλοδαπού με πιστοποιημένη αναπηρία από αρμόδιο δημόσιο φορέα ποσοστού ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω, μπορεί να γίνονται αποδεκτά πιστοποιητικά παροχής υπηρεσιών εξειδικευμένης περίθαλψης και παρεμβάσεων ψυχοκοινωνικής ή θεραπευτικής αποκατάστασης για εννέα τουλάχιστον έτη. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών καθορίζεται η διαδικασία και κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή του.
2. Αλλοδαπός που κατοικεί μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα και είναι απόφοιτος Τμήματος ή Σχολής ελληνικού ΑΕΙ ή ΤΕΙ θεμελιώνει δικαίωμα κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας εφόσον διαθέτει απολυτήριο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ελληνικού σχολείου στην Ελλάδα ή σχολείου που ακολουθεί το υποχρεωτικό ελληνικό πρόγραμμα εκπαίδευσης και διδασκαλίας στην Ελλάδα. Η δήλωση - αίτηση της παρ. 3 υποβάλλεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών (3) ετών από την ημερομηνία αποφοίτησης από Τμήμα ή Σχολή ελληνικού ΑΕΙ ή ΤΕΙ.
3. Γ ια την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας κατ' εφαρμογή των παρ. 1 και 2 υποβάλλεται σχετική δήλωση - αίτηση από τον ίδιο τον αλλοδαπό.
Η δήλωση - αίτηση κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας, καθώς και τα σχετικά δικαιολογητικά υποβάλλονται στην αρμόδια υπηρεσία της Περιφερειακής Διεύθυνσης Ιθαγένειας στη χωρική αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται ο δήμος της διαμονής του αιτούντος
4. α. Ο Προϊστάμενος της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης Ιθαγένειας εντός έξι (6) μηνών από την υποβολή της δήλωσης αίτησης, κατ' εφαρμογή των παρ. 1 και 2, με απόφασή του, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εντέλλεται τον οικείο δήμο να εγγράψει τον αλλοδαπό στο δημοτολόγιό του. Η ελληνική ιθαγένεια αποκτάται από τη δημοσίευση της σχετικής περίληψης.
β. Η αίτηση απορρίπτεται αν συντρέχει ποινικό κώλυμα, κατά την περ. β' της παρ. 1 του άρθρου 5 ή λόγοι δημόσιας ή εθνικής ασφάλειας κατά το άρθρο 5Β ή έχει διαταχθεί περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων κατά τα άρθρα 54 και 127 του Ποινικού Κώδικα. Η διερεύνηση της συνδρομής των αρνητικών προϋποθέσεων του προηγούμενου εδαφίου διενεργείται με ανάλογη εφαρμογή της διαδικασίας της παρ. 5 του άρθρου 7 και εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών. Η διαδικασία εξέτασης και οι σχετικές προθεσμίες αναστέλλονται σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 31. Η ανωτέρω διαδικασία εφαρμόζεται και στις αιτήσεις που εκκρεμούν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος.
5. α. Στην περίπτωση που η δήλωση - αίτηση κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας, που προβλέπεται κατ' εφαρμογή της παρ. 1, δεν υποβλήθηκε από τον ανήλικο αλλοδαπό, ο αλλοδαπός που εξακολουθεί να διαμένει νόμιμα και μόνιμα στην Ελλάδα υποβάλλει τη σχετική δήλωση - αίτηση στην αρμόδια Περιφερειακή Διεύθυνση Ιθαγένειας στην οποία υπάγεται διοικητικά ο δήμος της διαμονής του, μέχρι τη συμπλήρωση του 21ου έτους της ηλικίας του.
β. Στην περίπτωση που η κτήση ιθαγένειας λόγω φοίτησης, κατ' εφαρμογή της παρ. 1, θεμελιώνεται χρονικά μετά την ενηλικίωση του τέκνου και μέχρι την ηλικία των 23 ετών, ο ενήλικος αλλοδαπός που εξακολουθεί να διαμένει νόμιμα και μόνιμα στην Ελλάδα υποβάλλει τη σχετική δήλωση - αίτηση στην αρμόδια Περιφερειακή Διεύθυνση Ιθαγένειας στην οποία υπάγεται διοικητικά ο δήμος της διαμονής του, εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών ετών από την ημερομηνία συμπλήρωσης εννέα τάξεων ελληνικού σχολείου ή των έξι τάξεων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
γ. Στις ανωτέρω περιπτώσεις ακολουθείται αναλόγως η διαδικασία της περ. β της παρ. 4. Η ελληνική ιθαγένεια αποκτάται και στις περιπτώσεις αυτές από την ημερομηνία δημοσίευσης της περίληψης της απόφασης του προϊσταμένου της αρμόδιας Περιφερειακής Διεύθυνσης Ιθαγένειας στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
6. Τέκνο αλλοδαπού, ο οποίος αποκτά την ελληνική ιθαγένεια κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου καθίσταται Έλληνας χωρίς άλλη διατύπωση, αν κατά την ημερομηνία κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας από τον γονέα του είναι ανήλικο και άγαμο.
7. Δεν συνιστούν κατά την έννοια του παρόντος άρθρου τίτλο νόμιμης διαμονής δελτία, βεβαιώσεις υποβολής δικαιολογητικών ή άλλα έγγραφα που επιτρέπουν την προσωρινή διαμονή του κατόχου τους μέχρι την κρίση του αιτήματός του από την αρμόδια διοικητική ή δικαστική αρχή ή την ολοκλήρωση της εκκρεμούς διοικητικής διαδικασίας.
8. Τα στοιχεία ταυτότητας του αιτούντος ενήλικου ή του ανήλικου αλλοδαπού αποδεικνύονται από ληξιαρχική πράξη γέννησης της ημεδαπής είτε από πιστοποιητικό γέννησης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο πιστοποίησης του ληξιαρχικού συμβάντος της γέννησής του, που εκδίδουν οι αρμόδιες αρχές του κράτους προέλευσής του.
Στην περίπτωση αιτούντος αλλοδαπού δικαιούχου διεθνούς προστασίας, εφόσον αδυνατεί να προσκομίσει πιστοποιητικό γέννησής του, τα στοιχεία ταυτότητάς του αντλούνται από την πράξη αναγνώρισής του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας. Στην περίπτωση αιτούντος αλλοδαπού ανιθαγενούς, τα στοιχεία ταυτότητάς του αντλούνται από τον ισχύοντα τίτλο διαμονής του.
Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών μπορεί να προστίθενται, καταργούνται ή τροποποιούνται τα αναγκαία έγγραφα για την υποβολή των δηλώσεων - αιτήσεων κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας του παρόντος άρθρου.
9. Ο αιτών δύναται με υπεύθυνη δήλωση που συνοδεύει τη σχετική αίτηση - δήλωση να προβεί σε εξελληνισμό των ονοματεπωνυμικών του στοιχείων, καθώς και των στοιχείων των ανήλικων τέκνων του τα οποία αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια σύμφωνα με την παρ. 6.
10. Για την υποβολή των προβλεπόμενων στο παρόν άρθρο δηλώσεων - αιτήσεων κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας καταβάλλεται παράβολο ύψους εκατό (100) ευρώ.»
Άρθρο 96
Διόρθωση ποσοστού αναπηρίας για συμμετοχή στην προφορική εξεταστική διαδικασία πολιτογράφησης - Δυνατότητα συμμετοχής στη γραπτή εξεταστική διαδικασία για όσους έχουν υπερβεί το 62ο έτος ηλικίας - Σύστημα ελέγχου και εποπτείας της εξεταστικής διαδικασίας - Τροποποίηση παρ. 3 και 10 άρθρου 7 Κώδικα της Ελληνικής Ιθαγένειας
1. Στην παρ. 3 του άρθρου 7 του Κώδικα της Ελληνικής Ιθαγένειας (ν. 3284/2004, Α' 217), περί της διαδικασίας πολιτογράφησης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) οι λέξεις «άνω του 67%» αντικαθίστανται από τις λέξεις «εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω», β) προστίθεται δεύτερο εδάφιο και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Για τους αιτούντες την ελληνική ιθαγένεια που έχουν υπερβεί το 62ο έτος της ηλικίας, για όσους έχουν πιστοποιηθεί με ποσοστό αναπηρίας εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω από Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.), καθώς και για όσους αδυνατούν να συμ- μετάσχουν σε γραπτή δοκιμασία λόγω διαγνωσμένης από τις αρμόδιες μονάδες διάγνωσης και έκθεσης πιστοποιητικών μαθησιακών δυσκολιών του Υπουργείου Υγείας, οποιασδήποτε μορφής μαθησιακής δυσκολίας, η συνδρομή των προϋποθέσεων των περ. α' και β' του άρθρου 5Α πιστοποιείται με προφορική δοκιμασία ενώπιον Ειδικής Τριμελούς Επιτροπής Εξετάσεων, η οποία αποτελείται από έναν (1) υπάλληλο του Υπουργείου Εσωτερικών ως Πρόεδρο και δύο (2) εκπαιδευτικούς της δημόσιας ή ιδιωτικής εκπαίδευσης, οι οποίοι ορίζονται με ισάριθμους αναπληρωτές τους. Τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου δύνανται, εφόσον το επιθυμούν, να συμμετέχουν στη γραπτή εξεταστική δοκιμασία, δηλώνοντας την επιλογή τους στην ειδική πλατφόρμα των εξετάσεων.»
2. Στην παρ. 10 του άρθρου 7 του Κώδικα της Ελληνικής Ιθαγένειας, περί καθορισμού με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Ιθαγένειας, προστίθεται περ. ζ) ως εξής:
«ζ) το σύστημα ελέγχου και εποπτείας της εξεταστικής διαδικασίας, καθώς και οι κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης των κανόνων διεξαγωγής της.»
Άρθρο 97
Βεβαίωση κτήσης ελληνικής ιθαγένειας - Τελετή ορκωμοσίας - Ορκωμοσία - Τροποποίηση παρ. 1, αντικατάσταση παρ. 3 και κατάργηση παρ. 4 άρθρου 9 Κώδικα της Ελληνικής Ιθαγένειας
Στο άρθρο 9 του Κώδικα της Ελληνικής Ιθαγένειας (ν. 3284/2004, Α' 217), περί της ορκωμοσίας, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στον τίτλο προστίθενται οι λέξεις «Εξουσιοδοτική διάταξη», β) στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παρ. 1, προστίθενται οι λέξεις «και βεβαιώνεται με τη σύνταξη σχετικού πρακτικού», γ) η παρ. 3 αντικαθίσταται, δ) η παρ. 4, περί ορκωμοσίας όποιου αποκτά την ελληνική ιθαγένεια με δήλωση μετά την ενηλικίωσή του κατά το άρθρο 1Α του Κώδικα της Ελληνικής Ιθαγένειας, καταργείται, ε) προστίθεται παρ. 7 και το άρθρο 9 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 9
Ορκωμοσία - Εξουσιοδοτική διάταξη
1. Η ελληνική ιθαγένεια αποκτάται με την ορκωμοσία του αλλοδαπού, που πρέπει να γίνει μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση της απόφασης πολιτογράφησης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και βεβαιώνεται με τη σύνταξη σχετικού πρακτικού. Η απόφαση πολιτογράφησης ανακαλείται, αν ο όρκος δεν δοθεί μέσα στην ετήσια προθεσμία.
2. Ο όρκος που δίδεται έχει ως εξής: «Ορκίζομαι να φυλάττω πίστη στην Πατρίδα, υπακοή στο Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους και να εκπληρώνω ευσυνείδητα τα καθήκοντά μου ως Έλληνας πολίτης».
3. Ο όρκος δίδεται ενώπιον του Περιφερειακού Διευθυντή Ιθαγένειας ή ενώπιον της προϊσταμένης διοικητικής ή πολιτικής αρχής αυτού, σε κατάλληλο χώρο για την πραγματοποίηση της τελετής ορκωμοσίας. Η τελετή δύναται να είναι δημόσια και να παρευρίσκονται και εκπρόσωποι των περιφερειακών και δημοτικών αρχών. Εφόσον πρόκειται για ομογενή που διαμένει στο εξωτερικό, η ορκωμοσία τελείται ενώπιον του οικείου Έλληνα Προξένου.
4. [Καταργείται].
5. Σε περίπτωση ατόμων με σωματική αναπηρία η ορκωμοσία μπορεί να λαμβάνει χώρα στην οικία τους ή μέσω τηλεδιάσκεψης.
6. Ο Περιφερειακός Διευθυντής Ιθαγένειας με απόφασή του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται να μεταβιβάζει στους Προϊσταμένους των οργανικών μονάδων των οποίων προΐσταται, την αρμοδιότητα περί ορκωμοσίας των αλλοδαπών.
7. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών δύναται να ρυθμιστεί κάθε θέμα σχετικό με τη διαδικασία πραγματοποίησης της τελετής ορκωμοσίας.»
Άρθρο 98
Εξαίρεση από τον χρονικό περιορισμό του ενός έτους για την υποβολή νέας αίτησης πολιτογράφησης από αλλογενείς αλλοδαπούς οι οποίοι έχουν υποβάλει αντιρρήσεις κατά εισήγησης της Επιτροπής Πολιτογράφησης
Αλλογενείς αλλοδαποί, οι οποίοι έχουν υποβάλει αντιρρήσεις κατά αρνητικής εισήγησης της Επιτροπής Πολιτογράφησης σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 7 του Κώδικα της Ελληνικής Ιθαγένειας (ν. 3284/2004, Α' 217), περί διαδικασίας πολιτογράφησης, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με τα άρθρα 6 και 18 του ν. 4735/2020 (Α' 197), δύνανται, σε περίπτωση απόρριψής τους ή παραίτησης από την περαιτέρω εξέταση όσων αντιρρήσεων εκκρεμούν, να υποβάλουν νέα αίτηση πολιτογράφησης, κατά παρέκκλιση του χρονικού περιορισμού της παρ. 3 του άρθρου 8 του Κώδικα της Ελληνικής Ιθαγένειας, περί της απόφασης πολιτογράφησης και αιτιολόγησης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
Άρθρο 99
Μετακίνηση υπαλλήλων των Διευθύνσεων Ιθαγένειας εντός της Περιφέρειας Αττικής - Αντικατάσταση παρ. 12 άρθρου 248 ν. 4555/2018
Η παρ. 12 του άρθρου 248 του ν. 4555/2018 (Α'133), περί της μεταφοράς Διευθύνσεων και Τμημάτων των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων σε συνιστώμενες περιφερειακές υπηρεσίες του Υπουργείου Εσωτερικών, αντικαθίσταται ως εξής:
«12. Η μετάθεση και κάθε είδους μετακίνηση των υπαλλήλων της Κεντρικής Διεύθυνσης Ιθαγένειας σε οργανικές μονάδες των Περιφερειακών Διευθύνσεων Ιθαγένειας του Υπουργείου Εσωτερικών, καθώς και των υπαλλήλων των Περιφερειακών Διευθύνσεων Ιθαγένειας προς την Κεντρική Διεύθυνση Ιθαγένειας ή άλλη Περιφερειακή Διεύθυνση Ιθαγένειας του Υπουργείου Εσωτερικών διενεργείται για τις ανάγκες της υπηρεσίας και μόνο κατόπιν υποβολής αίτησης από τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο. Κατ' εξαίρεση, η μετακίνηση υπαλλήλου σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, εντός της Περιφέρειας Αττικής, μπορεί να διενεργείται βάσει των υπηρεσιακών αναγκών, χωρίς την υποβολή αίτησης και χωρίς να θίγεται η ιδιότητα του υπαλλήλου ως μέλους του Ταμείου Αλληλοβοήθειας Υπαλλήλων του Υπουργείου Εσωτερικών του άρθρου 18 του ν. 3345/2005 (Α' 138).»
Άρθρο 100
Παράταση προθεσμίας έκδοσης απόφασης καθιέρωσης υπερωριακής εργασίας ή απασχόλησης του ανθρώπινου δυναμικού των αποκεντρωμένων διοικήσεων από τον Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης - Παράταση προθεσμίας ισχύος μέγιστου ορίου υπερωριακής εργασίας του ανθρώπινου δυναμικού του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου - Τροποποίηση έκτου εδαφίου περ. 1 παρ. Α και δεύτερου εδαφίου υποπερ. δ) περ. 2 παρ. Γ άρθρου 20 ν. 4354/2015
1. Στο έκτο εδάφιο της περ. 1 της παρ. Α του άρθρου 20 του ν. 4354/2015 (Α' 176), περί αποζημίωσης για εργασία καθ' υπέρβαση του υποχρεωτικού ωραρίου του προσωπικού των υπηρεσιών υποστήριξης και εποπτείας των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) α' και β' βαθμού και των Διευθύνσεων Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (Δ.Α.Μ.) των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) η ημερομηνία «31η.12.2024» αντικαθίσταται από την ημερομηνία «31η.12.2026», β) οι λέξεις «το οικονομικό έτος 2024» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τα οικονομικά έτη 2025 και 2026» και το έκτο εδάφιο διαμορφώνεται ως εξής:
«Ειδικά για το προσωπικό των υπηρεσιών υποστήριξης και εποπτείας των Ο.Τ.Α. α' και β' βαθμού και των Διευθύνσεων Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΔΑΜ) των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, έως την 31η.12.2026 η απόφαση καθιέρωσης υπερωριακής εργασίας ή απασχόλησης κατά τις εξαιρέσιμες μέρες, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, εκδίδεται από τον Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, με ειδική αιτιολογία, από την οποία προκύπτει η αναγκαιότητα αυτή, προς αντιμετώπιση αυξημένων υπηρεσιακών αναγκών κατά τα οικονομικά έτη 2025 και 2026.»
2. Στο δεύτερο εδάφιο της υποπερ. δ) της περ. 2 της παρ. Γ του άρθρου 20 του ν. 4354/2015, περί αποζημίωσης για εργασία καθ' υπέρβαση του υποχρεωτικού ωραρίου και για εργασία προς συμπλήρωση του υποχρεωτικού ωραρίου, η ημερομηνία «30.6.2025» αντικαθίσταται από την ημερομηνία «31.12.2026» και η υποπερ. δ) της περ. 2 της παρ. Γ διαμορφώνεται ως εξής:
«δ) Για το προσωπικό που υπηρετεί στο Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, συνολικά για κάθε υπάλληλο, το μέγιστο όριο υπερωριακής εργασίας, νυχτερινής υπερωριακής εργασίας και εργασίας τις Κυριακές και εξαιρέσιμες ημέρες, ορίζεται ως ακολούθως:
δα) Υπερωριακή εργασία (μέχρι 22ης ώρας) 120 ώρες ανά εξάμηνο.
δβ) Νυχτερινή υπερωριακή εργασία (από 22ης ώρας μέχρι 6ης πρωινής) 96 ώρες ανά εξάμηνο και
δγ) Εργασία τις Κυριακές και εξαιρέσιμες ημέρες (από 6ης πρωινής μέχρι 22ης ώρας) 96 ώρες ανά εξάμηνο. Η διάταξη της παρούσας ισχύει έως 31.12.2026.»
Άρθρο 101
Σύμφωνη γνώμη Ο.Τ.Α. για τη συμμετοχή προσωπικού στο Ενιαίο Σύστημα Κινητικότητας και αμοιβαία μετάταξη προ της παρόδου της διετίας από τον διορισμό ή την πρόσληψη - Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 4 και παρ. 1 άρθρου 10 ν. 4440/2016
1. Στην παρ. 4 του άρθρου 4 του ν. 4440/2016 (Α'224), περί προϋποθέσεων συμμετοχής στο Ενιαίο Σύστημα Κινητικότητας, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο πρώτο εδάφιο, αα) η λέξη «συμπεριλαμβάνονται» αντικαθίσταται από τη λέξη «περιλαμβάνονται», αβ) πριν από τις λέξεις «είναι αποσπασμένοι» προστίθενται οι λέξεις «οι οποίοι», β) το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται, γ) το τέταρτο εδάφιο διαγράφεται και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:
«4. Για τη διενέργεια μετάταξης ή απόσπασης το ποσοστό κάλυψης των θέσεων στον φορέα προέλευσης του κλάδου στον οποίο ανήκει ο υπάλληλος, κατά την καταληκτική ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων για τη διαδικασία επιλογής καθώς και κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης, πρέπει να ανέρχεται σε ποσοστό τουλάχιστον εξήντα πέντε τοις εκατό (65%) επί του συνόλου των οργανικών θέσεων του εν λόγω κλάδου, στο οποίο ποσοστό δεν περιλαμβάνονται υπάλληλοι, οι οποίοι απουσιάζουν με μακροχρόνια άδεια, όπως ιδίως, άνευ αποδοχών, υπηρεσιακής εκπαίδευσης ή οι οποίοι είναι αποσπασμένοι σε άλλον φορέα. Επίσης, πρέπει ο αιτών υπάλληλος να μην είναι ο μοναδικός που υπηρετεί στον οικείο κλάδο τόσο κατά τη λήξη προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων όσο και κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης απόσπασης ή μετάταξης. Ειδικά για την απόσπαση ή μετάταξη υπαλλήλου από Ο.Τ.Α. α' και β' βαθμού, συμπεριλαμβανομένων των νομικών προσώπων αυτών, απαιτείται επιπλέον η σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου για τον διορισμό οργάνου του φορέα προέλευσης.
Ειδικά για υπηρεσίες που εδρεύουν εν όλω ή εν μέρει σε νησιωτικές περιοχές ή ορεινές ή παραμεθόριες περιοχές, καθώς και για τις υπηρεσίες που έχουν αποκεντρωμένες ή περιφερειακές υπηρεσίες σε άλλη περιφερειακή ενότητα από την έδρα της Κεντρικής Υπηρεσίας, η κάλυψη του προβλεπόμενου ποσοστού υπολογίζεται βάσει του πρώτου εδαφίου και επιπλέον βάσει της οικείας απόφασης κατανομής θέσεων, εφόσον υπάρχει, ή της τοποθέτησης των υπαλλήλων στην έδρα της υπηρεσίας, όπου υπηρετεί ο υπάλληλος, ο οποίος μετέχει στην κινητικότητα, για την κατηγορία και κλάδο του οποίου πραγματοποιείται ο υπολογισμός. Για τον υπολογισμό του ποσοστού κάλυψης εξήντα πέντε τοις εκατό (65%) κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης απόσπασης ή μετάταξης, σε περίπτωση που συγκρίνονται περισσότεροι υπάλληλοι του ίδιου κλάδου, οι οποίοι έχουν επιλεγεί προς μετακίνηση στο πλαίσιο του ίδιου κύκλου κινητικότητας, εφόσον δεν πληρούται η προϋπόθεση αυτή για το σύνολο των συγκρινόμενων υπαλλήλων, προτάσσονται προς βεβαίωση της συνδρομής της προϋπόθεσης αυτής οι υπάλληλοι εκείνοι που έχουν διανύσει εν τοις πράγμασι τον περισσότερο χρόνο υπηρεσίας στην υπηρεσία προέλευσης και, σε περίπτωση που έχουν διανύσει τον ίδιο χρόνο υπηρεσίας, η σχετική βεβαίωση συνδρομής της προϋπόθεσης αυτής χορηγείται μόνο για όσους υπαλλήλους κατόπιν εκτίμησης των υπηρεσιακών αναγκών, μπορούν να μετακινηθούν κατόπιν αιτιολογημένης απόφασης του αρμόδιου προς διορισμού οργάνου του φορέα προέλευσης.»
2. Στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 4440/2016, περί αμοιβαίας μετάταξης, μετά από τις λέξεις «Ο.Τ.Α. α' βαθμού» προστίθεται η φράση «ή εφόσον ο υπάλληλος μετατάσσεται αμοιβαία με υπάλληλο της ίδιας κατηγορίας, κλάδου και ειδικότητας και υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει άλλο κώλυμα ή δέσμευση, ιδίως παραμονής, για τους αμοιβαία μετατασσόμενους υπαλλήλους» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Μετά την πάροδο διετίας από τον διορισμό ή την πρόσληψη, επιτρέπεται η αμοιβαία μετάταξη υπαλλήλων της παραγράφου 1 του άρθρου 3, με την προϋπόθεση να ανήκουν στην ίδια κατηγορία/εκπαιδευτική βαθμίδα και να κατέχουν τα τυπικά προσόντα του κλάδου/ειδικό- τητας, στον οποίο μετατάσσονται. Η ανωτέρω μετάταξη διενεργείται, κατόπιν αίτησης των ενδιαφερόμενων υπαλλήλων και μετά από γνώμη των συλλογικών οργάνων της παραγράφου 1 του άρθρου 7 των φορέων προέλευσης και υποδοχής, με απόφαση των αρμόδιων προς διορισμό οργάνων των φορέων προέλευσης και υποδοχής, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Κατ' εξαίρεση, επιτρέπεται η αμοιβαία μετάταξη πριν την πάροδο της διετίας από τον διορισμό ή την πρόσληψη εφόσον οι μετατασσόμενοι ανήκουν οργανικά σε υπηρεσίες ανταποδοτικού χαρακτήρα Ο.Τ.Α. α' βαθμού ή εφόσον ο υπάλληλος μετατάσσεται αμοιβαία με υπάλληλο της ίδιας κατηγορίας, κλάδου και ειδικότητας και υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει άλλο κώλυμα ή δέσμευση, ιδίως παραμονής, για τους αμοιβαία μετατασσόμενους υπαλλήλους.»
Άρθρο 102
Συγκρότηση Κεντρικής Επιτροπής Κινητικότητας - Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 5 ν. 4440/2016
Στην παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 4440/2016 (Α' 224), περί της Κεντρικής Επιτροπής Κινητικότητας, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) η περ. α) αντικαθίσταται, β) η περ. β) καταργείται και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Η Κεντρική Επιτροπή Κινητικότητας είναι επταμελής και αποτελείται από τους εξής: α) δύο (2) μέλη του Α.Σ.Ε.Π. που υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του Α.Σ.Ε.Π. με τους αναπληρωτές τους, εκ των οποίων το ένα (1) μέλος ορίζεται από τον Πρόεδρο του Α.Σ.Ε.Π. ως Πρόεδρος, β) [Καταργείται], γ) έναν (1) νομικό σύμβουλο του ΝΣΚ που ορίζεται από τον Πρόεδρο του ΝΣΚ με τον αναπληρωτή του, δ) τον αρμόδιο για θέματα ανθρωπίνου δυναμικού δημόσιου τομέα Γενικό Γραμματέα με αναπληρωτή του έναν (1) Προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης του οικείου Υπουργείου, ε) τον αρμόδιο για θέματα προϋπολογισμού Γενικό Γραμματέα, με αναπληρωτή του έναν (1) Προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης του οικείου Υπουργείου, στ) τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Ανθρωπίνου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα του Υπουργείου Εσωτερικών, με αναπληρωτή του τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Διαχείρισης Ανθρωπίνου Δυναμικού, ζ) τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Προσωπικού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης του Υπουργείου Εσωτερικών, με αναπληρωτή του έναν (1) Προϊστάμενο της οικείας Διεύθυνσης. Στην Κεντρική Επιτροπή Κινητικότητας συμμετέχουν ως παρατηρητές, χωρίς δικαίωμα ψήφου, ένας (1) εκπρόσωπος της Α.Δ.Ε.ΔΥ. και ένας (1) εκπρόσωπος της Κ.Ε.Δ.Ε., εκτός των περιπτώσεων μετατάξεων της παρ. 4, όπου συμμετέχουν ως παρατηρητές, χωρίς δικαίωμα ψήφου, ένας (1) εκπρόσωπος της Α.Δ.Ε.ΔΥ.. Αν η Επιτροπή συνεδριάζει για την εξέταση των αιτημάτων της παρ. 5 του άρθρου 7 για λόγους υγείας, δύναται να παρίσταται στη συνεδρίαση, κατόπιν πρόσκλησης του Προέδρου της Επιτροπής, για παροχή εξειδικευμένης γνώσης ιατρός που ανήκει οργανικά στο Υπουργείο Εσωτερικών, χωρίς δικαίωμα ψήφου.»
Άρθρο 103
Παράταση βαθμολογίας γραπτής εξέτασης - Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 18 ν. 5149/2024
Στην παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 5149/2024 (Α'169), περί της πλήρωσης θέσεων των ετών 2022 έως 2025 από τους επιτυχόντες της υπό στοιχεία 2Γ/2022 πρόσκλησης/ προκήρυξης και της πλήρωσης θέσεων της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, προστίθεται δεύτερο εδάφιο και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Σε κάθε περίπτωση οι πίνακες επιτυχόντων της υπό στοιχεία 2Γ/2022 πρόσκλησης/προκήρυξης του Α.Σ.Ε.Π. παύουν να ισχύουν από την έκδοση της βαθμολογίας επόμενης γραπτής διαδικασίας για τις κατηγορίες Π.Ε. και Τ.Ε. και για τις αντίστοιχες ειδικότητες. Η έκδοση της βαθμολογίας της γραπτής εξέτασης της πρόσκλησης/ προκήρυξης 1Γ/2025 δεν επηρεάζει την ολοκλήρωση της διαδικασίας εκκρεμών προκηρύξεων καθώς και την έκδοση νέων προκηρύξεων β' σταδίου της γραπτής εξέτασης της πρόσκλησης/προκήρυξης 2Γ/2022 για την πλήρωση θέσεων στο πλαίσιο του προγραμματισμού προσλήψεων των ετών 2022 έως 2025, σύμφωνα με τα άρθρα 8 έως 25 του ν. 4765/2021 (Α'6).»
Άρθρο 104
Ειδικές ρυθμίσεις κινητικότητας στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας και στην Περιφερειακή Ενότητα Έβρου - Προσθήκη άρθρου 8Α στον ν. 4440/2016 - Μεταβατική διάταξη - Προσαύξηση της κανονικής άδειας των υπαλλήλων που υπηρετούν στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας και στην Περιφερειακή Ενότητα Έβρου, πλην του Δήμου Αλεξανδρούπολης
Στον ν. 4440/2016 (Α' 224) προστίθεται άρθρο 8Α ως εξής:
«Άρθρο 8Α
Ειδικές ρυθμίσεις κινητικότητας στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας και στην Περιφερειακή Ενότητα Έβρου
1. Το παρόν εφαρμόζεται σε όλες τις υπηρεσίες που εδρεύουν στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας και στην Περιφερειακή Ενότητα Έβρου, εφεξής φορείς, με εξαίρεση τις υπηρεσίες που εδρεύουν στον δήμο Αλεξανδρούπολης.
2. Για τους φορείς της παρ. 1 το ποσοστό κάλυψης που προβλέπεται στην παρ. 4 του άρθρου 4 πρέπει να ανέρχεται σε ποσοστό ενενήντα τοις εκατό (90%) τουλάχιστον.
3. Για τους υπαλλήλους που αποσπώνται βάσει των κύκλων κινητικότητας ή βάσει των διατάξεων της παρ. 5 στους φορείς της παρ. 1 η διάρκεια της απόσπασης ορίζεται σε τρία (3) έτη με δυνατότητα ανανέωσης έως τρία (3) έτη ακόμα.
4. Εφόσον ο υπάλληλος παραμείνει με απόσπαση για τρία (3) έτη σε φορέα υποδοχής της παρ. 1 έχει δικαίωμα μετάταξης σε κενή οργανική θέση της ίδιας ή, εφόσον δεν υπάρχει κενή θέση, άλλης υπηρεσίας των φορέων της παρ. 1, με την ίδια σχέση εργασίας σε ίδια ή ανώτερη κατηγορία, εφόσον έχει τα τυπικά προσόντα, με μόνη αίτηση που υποβάλλεται στον φορέα υποδοχής, ανεξαρτήτως των κύκλων κινητικότητας. Με την αίτησή του ο υπάλληλος δεσμεύεται να υπηρετήσει στον φορέα μετάταξης για έξι (6) έτη. Η μετάταξη ολοκληρώνεται με κοινή απόφαση των αρμόδιων οργάνων των φορέων προέλευσης και υποδοχής, η οποία δημοσιεύεται σε περίληψη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Κάθε πράξη που συνιστά απόσπαση, μετάταξη, μετάθεση ή μετακίνηση προ της παρέλευσης της εξαετίας απαγορεύεται. Η απόσπαση παρατείνεται μέχρι την ολοκλήρωση της μετάταξης.
5. Οι φορείς της παρ. 1 δύνανται, οποτεδήποτε υπάρχει ανάγκη κάλυψης αναγκών με απόσπαση ή πλήρωσης κενών θέσεων με μετάταξη, να υποβάλλουν αίτημα στην Κεντρική Επιτροπή Κινητικότητας για έκτακτο κύκλο κινητικότητας πέραν των πάγιων κύκλων κινητικότητας. Οι υπάλληλοι που μετατάσσονται στο πλαίσιο του έκτακτου κύκλου υποχρεούνται να υπηρετήσουν στην υπηρεσία, όπου μετατάσσονται για έξι (6) έτη. Κάθε πράξη που συνιστά απόσπαση, μετάταξη, μετάθεση ή μετακίνηση προ της παρέλευσης της εξαετίας απαγορεύεται. Ως προς τη διάρκεια της απόσπασης εφαρμόζεται η παρ. 3. Η διαδικασία του έκτακτου κύκλου ολοκληρώνεται εντός τριών (3) μηνών από τη δημοσιοποίηση των θέσεων και αναγκών κατόπιν έγκρισής τους από την Κεντρική Επιτροπή Κινητικότητας. Δεν έχουν δικαίωμα συμμετοχής στον έκτακτο κύκλο οι υπάλληλοι που ανήκουν οργανικά σε φορείς της παρ. 1.
6. Για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται ειδικώς στο παρόν, εφαρμόζονται τα άρθρα 1 έως 7.
7. Υπάλληλοι που αποσπώνται ή μετατάσσονται με τις διατάξεις του παρόντος στους φορείς της παρ. 1 δικαιούνται αποκλειστικά για όσο χρονικό διάστημα υπηρετούν στους φορείς αυτού προσαύξηση της δικαιούμενης κανονικής άδειας κατά έξι (6) εργάσιμες ημέρες κατ' έτος.
Η χρήση των επιπλέον εργασίμων ημερών κανονικής άδειας μπορεί να πραγματοποιηθεί μετά την εξάντληση της αρχικώς δικαιούμενης κανονικής άδειας. Η άδεια χορηγείται υποχρεωτικά εντός του έτους που αφορά και μεταφέρεται στο επόμενο έτος αποκλειστικά εφόσον λόγω υπηρεσιακών αναγκών η άδεια δεν χορηγήθηκε ή ανακλήθηκε εν όλω ή εν μέρει και εφόσον ο υπάλληλος συνεχίζει να υπηρετεί σε φορέα της παρ. 1.
8. Για τους υπαλλήλους που μετατάσσονται σε υπηρεσίες της παρ. 1 σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, μετά την παρέλευση του ημίσεος του χρόνου υποχρεωτικής παραμονής, ο απαιτούμενος χρόνος για τη βαθμολογική προαγωγή μειώνεται κατά τρία (3) έτη. Αντίστοιχα, για τους υπαλλήλους που αποσπώνται και παραμένουν για τρία (3) τουλάχιστον έτη συνεχώς, ο απαιτούμενος χρόνος για τη βαθμολογική προαγωγή τους μειώνεται κατά δύο (2) έτη. Εφόσον ο υπάλληλος είναι ήδη στον καταληκτικό βαθμό, ο χρόνος των τριών (3) ή δύο (2) ετών, αντίστοιχα, προστίθεται ως πλεονάζων χρόνος στον καταληκτικό αυτό βαθμό. Ο μέγιστος χρόνος απόσπασης ή μετάταξης που δύναται να συνυπολογιστεί για τη βαθμολογική προώθηση του υπαλλήλου στη διάρκεια της συνολικής υπηρεσίας του είναι έξι (6) έτη, στον οποίο συνυπολογίζονται και τα προβλεπόμενα έτη απόσπασης ή μετάταξης του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 8.»
Άρθρο 105
Ζητήματα μετατάξεων και αποσπάσεων υπαλλήλων
1. Το προσωπικό με σχέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου, το οποίο, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, υπηρετεί με απόσπαση ή για το οποίο έχει εκδοθεί απόφαση απόσπασης σε οποιοδήποτε φορέα του δημοσίου τομέα της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α' 143), καθώς και το μόνιμο προσωπικό που υπηρετεί με απόσπαση ή για το οποίο έχει εκδοθεί απόφαση απόσπασης στους ανωτέρω φορείς, εξαιρουμένων των αποσπασμένων σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, δύναται να μεταταχθεί, κατά παρέκκλιση κάθε αντίθετης διάταξης, στον φορέα υποδοχής όπου υπηρετεί, ή προς τον οποίο έχει εκδοθεί απόφαση απόσπασής του, αντίστοιχα, κατόπιν αίτησής του, η οποία υποβάλλεται εντός εξήντα (60) ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Οι διατάξεις περί διατήρησης τυχόν προσωπικής διαφοράς, εφαρμόζονται και στις μετατάξεις του παρόντος. Η μετάταξη διενεργείται με απόφαση του αρμοδίου προς διορισμό οργάνου του φορέα υποδοχής, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, σε κενές οργανικές θέσεις για τις οποίες έχουν τα τυπικά προσόντα ή σε προσωποπαγείς θέσεις που συνιστώνται για τον σκοπό αυτό με την απόφαση της μετάταξης, με παράλληλη δέσμευση ισάριθμων οργανικών θέσεων. Οι μετατάξεις της παρούσας ολοκληρώνονται το αργότερο εντός τριών (3) μηνών από την υποβολή της σχετικής αίτησης ή, κατ' ελάχιστον, οφείλουν, εντός της ανωτέρω προθεσμίας, να έχουν λάβει Κωδικό Αριθμό Δημοσιεύματος από το Εθνικό Τυπογραφείο. Σε περίπτωση λήξης των σχετικών αποσπάσεων μετά την υποβολή αίτησης μετάταξης, αυτές παρατείνονται αυτοδίκαια μέχρι την ολοκλήρωση αυτής ή την άπρακτη πάροδο του τριμήνου. Οι προσωποπαγείς θέσεις που συνιστώνται σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο καταργούνται κατά την με οποιονδήποτε τρόπο αποχώρηση του υπαλλήλου.
2. Το προσωπικό που μετατάσσεται σύμφωνα με την παρ. 1 δεσμεύεται να υπηρετήσει στον φορέα όπου μετατάσσεται, επί μία τουλάχιστον πενταετία από τη μετάταξη.
3. Οι μετατάξεις που διενεργούνται σύμφωνα με την παρ. 1 λαμβάνονται υπόψη κατά τη διαμόρφωση του ετήσιου προγραμματισμού προσλήψεων για το έτος 2027, σύμφωνα με το άρθρο 51του ν. 4622/2019 (Α' 133), περί ετήσιου προγραμματισμού ανθρώπινου δυναμικού του δημόσιου τομέα.
4. Από τις διατάξεις του παρόντος εξαιρούνται: α) οι εκπαιδευτικοί, β) οι αποσπασμένοι σε ιδιαίτερα γραφεία των μελών της Κυβέρνησης, των Υφυπουργών, των Γενικών και Ειδικών Γραμματέων και στην Προεδρία της Κυβέρνησης, γ) οι αποσπασμένοι σε Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 161 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α' 143), περί των γενικών γραμματέων δήμων, τις παρ. 3 και 10 του άρθρου 242 του ν. 3852/2010 (Α' 87), περί των εκτελεστικών γραμματέων των περιφερειών, την παρ. 5 του άρθρου 163 του Κώδικα Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων και την παρ. 6 του άρθρου 243 του ν. 3852/2010, περί ειδικών συμβούλων - επιστημονικών συνεργατών - ειδικών συνεργατών, δ) οι αποσπασμένοι στο Υπουργείο Εσωτερικών σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 1878/1990 (Α'33) και με τα άρθρα 2 και 3 του ν. 1895/1990 (Α' 116), περί διάθεσης υπαλλήλων του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα για τη γραμματειακή υποστήριξη του έργου των βουλευτών, και ε) οι αποσπασμένοι σε θέσεις, η πλήρωση των οποίων προβλέπεται ότι διενεργείται αποκλειστικά με απόσπαση.
5. Οι αποσπάσεις από ή στην Ε.Ε.Τ.Α.Α. Α.Ε. της παρ. 7 του άρθρου 26 του ν. 4690/2020 (Α' 104), περί ρυθμίσεων θεμάτων προσωπικού, μπορούν να παρατείνονται από τη λήξη τους, με αίτηση του υπαλλήλου, έως τέσσερα (4) επιπλέον έτη.
Άρθρο 106
Ρύθμιση θεμάτων επιτυχόντων Προκήρυξης 1Κ/2024 Α.Σ.Ε.Π. περί διορισμών στη Δημοτική Αστυνομία
1. Οι επιτυχόντες των οριστικών πινάκων της υπό στοιχεία 1Κ/2024 (Α.Σ.Ε.Π. 8) προκήρυξης του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) διορίζονται κατά παρέκκλιση των παρ. 1 και 2 του άρθρου 12 του ν. 5003/2022 (Α'230), περί εισαγωγικής εκπαίδευσης και επιμόρφωσης, στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης α' βαθμού, για τους οποίους έχουν προκηρυχθεί οι θέσεις, με πράξη του αρμόδιου για τον διορισμό οργάνου, η οποία εκδίδεται εντός προθεσμίας είκοσι (20) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης των οριστικών πινάκων της υπό στοιχεία 1Κ/2024 προκήρυξης του Α.Σ.Ε.Π.. Στη συνέχεια, το προσωπικό αυτό καλείται για ορκωμοσία. Ειδικά για τους επιτυχόντες των οριστικών πινάκων που υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις ή στα σώματα ασφαλείας, το προεδρικό διάταγμα αποστρατείας εκδίδεται εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης των οριστικών πινάκων.
2. Οι διορισθέντες σύμφωνα με την παρ. 1 δόκιμοι δημοτικοί αστυνομικοί πραγματοποιούν την εισαγωγική εκπαίδευση της παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 5003/2022 το πρώτο έτος της διετούς δοκιμαστικής υπηρεσίας τους και δεν μονιμοποιούνται, εάν δεν την ολοκληρώσουν επιτυχώς.
3. Μέχρι την επιτυχή ολοκλήρωση της εισαγωγικής εκπαίδευσης, αν στον οικείο δήμο δεν υφίσταται στελεχωμένη Δημοτική Αστυνομία, οι διορισθέντες σύμφωνα με την παρ. 1 δόκιμοι δημοτικοί αστυνομικοί ασκούν τις αρμοδιότητες των περ. α), γ), δ), στ), ζ), ιβ) της παρ. 1, των περ. α) και β) της παρ. 2 και των περ. α) και δ) της παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 5003/2022, ενώ στους δήμους όπου υφίσταται στελεχωμένη Δημοτική Αστυνομία, ασκούν τις αρμοδιότητες του άρθρου 4 του ν. 5003/2022. Ο προϊστάμενος ορίζει τους εκπαιδευτές, οι οποίοι επιτηρούν τους διορισθέντες.
4. Διορισθείς δόκιμος δημοτικός αστυνομικός βάσει της προκήρυξης υπό στοιχεία 1Κ/2024 Α.Σ.Ε.Π. που δεν ολοκληρώνει επιτυχώς το πρόγραμμα εισαγωγικής εκπαίδευσης απολύεται, με απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, η οποία λαμβάνεται εντός δύο (2) μηνών από την έκδοση των αποτελεσμάτων των εξετάσεων της παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 5003/2022 ή από την απόρριψη της ένστασης κατά της απόφασης αποβολής της παρ. 3 του ίδιου άρθρου. Κατά της απόφασης του υπηρεσιακού συμβουλίου για την απόλυση δόκιμου δημοτικού αστυνομικού, επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
5. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι παρ. 3 έως 9 του άρθρου 12 του ν. 5003/2022.
6. Οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή του παρόντος ορίζονται στην κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Προστασίας του Πολίτη της παρ. 4 του άρθρου 34 του ν. 5003/2022.
Άρθρο 107
Μεταβολή του ορίου ηλικίας προσωπικού ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου των Ο.Τ.Α. α' βαθμού ως προς την αυτοδίκαιη απόλυση
1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος, το άρθρο 197 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α' 143), περί απόλυσης λόγω ορίου ηλικίας, ως προς το προσωπικό Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης α' βαθμού καταργείται και εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 49 του π.δ. 410/1988 (Α' 191), περί απόλυσης λόγω ορίου ηλικίας.
2. Προσωπικό, που έχει απολυθεί αυτοδικαίως δυνάμει του άρθρου 197 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων, το οποίο στις 31.12.2024 συμπλήρωνε το εξηκοστό πέμπτο (65ο) έτος της ηλικίας του, αλλά δεν είχε συμπληρώσει σαράντα (40) έτη υπηρεσίας, μπορεί να επανέλθει στην ενεργό υπηρεσία, κατόπιν αίτησής του, εφαρμοζομένης περαιτέρω της παρ. 1.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Άρθρο 108
Κενή θέση μέλους της Επιτροπής Σύνταξης Κώδικα Τοπικής Αυτοδιοίκησης - Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 40 ν. 5143/2024
Το τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 40 του ν. 5143/2024 (Α' 161), περί σύστασης Επιτροπής σύνταξης Κώδικα Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν η θέση της περ. ζ) είναι κενή, δεν λαμβάνεται υπόψη για τη συγκρότηση της Επιτροπής, ακόμη και αν καλύπτεται προσωρινά με αναπλήρωση καθηκόντων.»
Άρθρο 109
Εκποίηση δημοτικών ακινήτων
1. Η προθεσμία του άρθρου 12 του ν. 4368/2016 (Α' 21), περί εκποίησης δημοτικών ακινήτων σε άστεγους δημότες, άρχεται εκ νέου από τη δημοσίευση του παρόντος και λήγει την 31η Ιουλίου 2029.
2. Η προθεσμία υποβολής της αίτησης της παρ. 1 του άρθρου 17 του ν. 5043/2023 (Α' 91), περί εκποίησης χωρίς δημοπρασία έκτασης στην περιοχή «Γλύφα» της δημοτικής κοινότητας Λυγιάς της δημοτικής ενότητας Βαρθολομιού του δήμου Πηνειού της Περιφερειακής Ενότητας Ηλείας της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας άρχεται εκ νέου από τη δημοσίευση του παρόντος και λήγει την 31η Δεκεμβρίου 2025.
Άρθρο 110
Ίδρυση Αναπτυξιακού Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης «Αττικός Πολιτισμός - Μητροπολιτικό Κέντρο Πολιτιστικής Δημιουργίας και Καινοτομίας»
1. Ιδρύεται αναπτυξιακός οργανισμός του άρθρου 2 του ν. 4674/2020 (Α' 53), διάρκειας εκατό (100) ετών, με την επωνυμία «Αττικός Πολιτισμός - Μητροπολιτικό Κέντρο Πολιτιστικής Δημιουργίας και Καινοτομίας» (στο εξής «εταιρία») με διακριτικό τίτλο «Attica Culture - Metropolitan Center for Cultural Creation and Innovation» και με σκοπό την πολιτιστική ανάπτυξη της Περιφέρειας Αττικής, τη διοργάνωση πολιτιστικών και άλλων συναφών εκδηλώσεων, την υποστήριξη δήμων της Περιφέρειας Αττικής αλλά και της υπόλοιπης χώρας για τη διοργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων και τη διατήρηση, τη διαχείριση και τη διάδοση της πολιτιστικής παρακαταθήκης της πόλης της Ελευσίνας, η οποία ανα- δείχθηκε Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης για το έτος 2023.
2. Έδρα της εταιρίας ορίζεται ο Δήμος Ελευσίνας.
3. Το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας αποτελείται από εκατό (100) μετοχές αξίας πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ η καθεμία, εκ των οποίων οι ογδόντα (80) ανήκουν στην Περιφέρεια Αττικής, οι δέκα εννέα (19) στον Δήμο Ελευσίνας και μία (1) στο Υπουργείο Πολιτισμού. Το μετοχικό κεφάλαιο καταβάλλεται για λογαριασμό των μετόχων στο ταμείο της εταιρείας από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών από το αποθεματικό του Τακτικού Προϋπολογισμού.
4. Η εταιρία διοικείται από ενδεκαμελές Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.), το οποίο εκλέγεται από τη γενική συνέλευση των μετόχων και το οποίο διέπεται από την παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 4674/2020.
5. Το Δ.Σ. αποτελείται από:
α) δύο (2) πρόσωπα εγνωσμένου κύρους και με επαγγελματική εμπειρία σχετική με τους καταστατικούς σκοπούς της εταιρείας ως μέλη με τους αναπληρωτές τους, τα οποία προτείνονται από το δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Ελευσίνας,
β) οκτώ (8) πρόσωπα εγνωσμένου κύρους και με επαγγελματική εμπειρία σχετική με τους καταστατικούς σκοπούς της εταιρείας ως μέλη με τους αναπληρωτές τους, τα οποία προτείνονται από το περιφερειακό συμβούλιο Αττικής, και ειδικότερα έξι (6) από την πλειοψηφία και δύο (2) από τη μειοψηφία,
γ) έναν (1) εκπρόσωπο του Υπουργείου Πολιτισμού ως μέλος με τον αναπληρωτή του, ο οποίος προτείνεται από τον Υπουργό Πολιτισμού.
6. Από τα μέλη της παρ. 5 ορίζονται με απόφαση του Δ.Σ. κατά την πρώτη συνεδρίαση:
α) ένας (1) από τους εκπροσώπους της Περιφέρειας Αττικής ως Πρόεδρος,
β) ένας (1) από τους εκπροσώπους του Δήμου Ελευσίνας ως Αντιπρόεδρος και
γ) ένας (1) από τους εκπροσώπους της Περιφέρειας Αττικής ως Διευθύνων Σύμβουλος.
7. Ειδικότερα ζητήματα της λειτουργίας της εταιρίας ρυθμίζονται από το καταστατικό της.
8. Έως την ίδρυση της εταιρίας και το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 2025 εξακολουθεί να λειτουργεί η εταιρεία «ELEUSIS 2023».
9. Η ίδρυση της Εταιρείας διαπιστώνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Πολιτισμού.
10. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Πολιτισμού και Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, η οποία εκδίδεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οικείου Δημοτικού Συμβουλίου, δύναται να παραχωρείται κατά χρήση και για χρονικό διάστημα έως είκοσι (20) ετών, το οποίο μπορεί να παραταθεί, η διαχείριση ακινήτων που ανήκουν σε Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης α' βαθμού της Περιφέρειας Αττικής ή στην Περιφέρεια Αττικής, τα οποία εξυπηρετούν τους καταστατικούς σκοπούς της εταιρείας.
Άρθρο 111
Ίδρυση και λειτουργία περιφραγμένων πάρκων σκύλων στο Πεδίο του Άρεως και στο Μητροπολιτικό Πάρκο «Αντώνης Τρίτσης» - Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 30 και παρ. 14 άρθρου 45 ν. 4830/2021
1. Στην παρ. 1 του άρθρου 30 του ν. 4830/2021 (Α'169), περί ίδρυσης και λειτουργίας περιφραγμένων πάρκων σκύλων, προστίθεται δεύτερο εδάφιο και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Κάθε δήμος δύναται να κατασκευάζει και να λειτουργεί περιφραγμένα πάρκα σκύλων για την εξασφάλιση χώρου άσκησής τους. Κατ' εξαίρεση, περιφραγμένα πάρκα σκύλων δύνανται να κατασκευάζουν και να λειτουργούν, εκτός από τους δήμους, η Περιφέρεια Αττικής εντός του Άλσους του Πεδίου Άρεως, και το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Φορέας Διαχείρισης Μητροπολιτικού Πάρκου Περιβαλλοντικών και Εκπαιδευτικών Δραστηριοτήτων και Ανάπτυξης Κοινωνικής Οικονομίας «Αντώνης Τρίτσης»» του άρθρου 51 του ν. 4414/2016 (Α' 149), περί σύστασης, επωνυμίας, έδρας και εποπτείας, εντός του Μητροπολιτικού Πάρκου «Αντώνης Τρίτσης», μετά από γνωμοδότηση του Κεντρικού Συμβουλίου Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων (ΚΕΣΥΠΟΘΑ) κατόπιν εισήγησης του Γενικού Γραμματέα Χωρικού Σχεδιασμού και Αστικού Περιβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
2. Στην παρ. 14 του άρθρου 45 του ν. 4830/2021, περί εξουσιοδοτικών διατάξεων, προστίθεται δεύτερο εδάφιο και η παρ. 14 διαμορφώνεται ως εξής:
«14. Με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, καθορίζονται οι κανόνες και το ωράριο λειτουργίας των περιφραγμένων πάρκων σκύλων εντός της εδαφικής περιφέρειας κάθε δήμου, ο διαχωρισμός μικρόσωμων και μεγαλόσωμων σκύλων για την είσοδο στα πάρκα, ο μέγιστος αριθμός σκύλων ανά συνοδό και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την ομαλή λειτουργία των περιφραγμένων πάρκων σκύλων. Για τα περιφραγμένα πάρκα σκύλων εντός του Άλσους του Πεδίου Άρεως και του Μητροπολιτικού Πάρκου «Αντώνης Τρίτσης» η απόφαση του προηγούμενου εδαφίου εκδίδεται από το οικείο περιφερειακό συμβούλιο και το οικείο διοικητικό συμβούλιο αντίστοιχα.»
Άρθρο 112
Ημερομηνία έναρξης επιβολής προστίμων και οικονομικές διευκολύνσεις για τη λήψη γενετικού υλικού από ζώα συντροφιάς - Τροποποίηση παρ. 9 άρθρου 46 ν. 4830/2021
1. Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 9 του άρθρου 46 του ν. 4830/2021 (Α' 169), περί χρόνου εκκίνησης της υποχρέωσης για στείρωση ή αποστολή δείγματος γενετικού υλικού δεσποζόμενου ζώου συντροφιάς, η ημερομηνία «1ης.7.2025» αντικαθίσταται από την ημερομηνία «1ης.1.2026» και η παρ. 9 διαμορφώνεται ως εξής:
«9. Η υποχρέωση του ιδιοκτήτη για στείρωση του δεσποζόμενου ζώου συντροφιάς ή για αποστολή δείγματος γενετικού υλικού του (DNA), σύμφωνα με την περ. (α) της παρ. 1 του άρθρου 9, εκκινεί μετά την παρέλευση ενός (1) μηνός από την έναρξη λειτουργίας του ΕΦΑΓΥΖΣ κατά το άρθρο 13. Τα πρόστιμα του άρθρου 35 για την παράβαση της ως άνω υποχρέωσης επιβάλλονται από 1η.1.2026.»
2. Ειδικά έως την 31η Δεκεμβρίου 2025, τα παράβολα του πρώτου και του τρίτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 4830/2021, περί της λήψης γενετικού υλικού από ζώα συντροφιάς, μειώνονται από τα εβδομήντα (70) ευρώ στα είκοσι (20) ευρώ και από τα σαράντα (40) ευρώ στα είκοσι (20) ευρώ αντίστοιχα. Για το ίδιο χρονικό
διάστημα, απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταβολής του παραβόλου του προηγούμενου εδαφίου οι ιδιοκτήτες σκύλων, οι οποίοι ανήκουν σε αναγνωρισμένη ελληνική φυλή από τον Κυνολογικό Όμιλο Ελλάδος, είναι καταχωρημένοι στις επίσημες βάσεις δεδομένων του και διαθέτουν πιστοποιητικό καθαροαιμίας (pedigree) ή πιστοποιητικό προσωρινής εγγραφής σκύλου προς αναγνώριση.
Άρθρο 113
Ρυθμίσεις για την έγκαιρη έναρξη της μεταφοράς μαθητών από Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης β' βαθμού για τα διδακτικά έτη 2025-2026 και 2026-2027
Τα άρθρα 391 του ν. 4957/2022 (Α' 141), περί ρυθμίσεων για την έγκαιρη έναρξη της μεταφοράς μαθητών και τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων μεταφοράς μαθητών, και 51 του ν. 5056/2023 (Α' 163) περί μεταφοράς μαθητών με μισθωμένα οχήματα των Ο.Τ.Α. β' βαθμού σε περίπτωση άγονης διαγωνιστικής διαδικασίας ή διαδικασίας διαπραγμάτευσης, ισχύουν και για τα διδακτικά έτη 2025-2026 και 2026-2027.
Άρθρο 114
Παράταση προθεσμίας για την αξιοποίηση δωρεών υπέρ των Περιφερειακών Ενοτήτων Κεφαλληνίας και Λέσβου και του Δήμου Κω προς αποκατάσταση ζημιών - Τροποποίηση άρθρου 57 ν. 4456/2017
Στο δεύτερο εδάφιο των παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 57 του ν. 4456/2017 (Α'24), περί των δωρεών υπέρ των Περιφερειακών Ενοτήτων Κεφαλληνίας και Λέσβου και του Δήμου Κω, οι λέξεις «οκτώ (8) ετών» αντικαθίστανται από τις λέξεις «δώδεκα (12) ετών» και το άρθρο 57 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 57
Δωρεές υπέρ των Περιφερειακών Ενοτήτων Κεφαλληνίας και Λέσβου και του Δήμου Κω
«1. Επιτρέπεται η δωρεά χρημάτων εξ ιδίων πόρων από περιφέρεια της χώρας στην Περιφέρεια Ιονίων Νήσων υπέρ της Περιφερειακής Ενότητας Κεφαλληνίας, με απόφαση του οικείου περιφερειακού συμβουλίου, κατά παρέκκλιση του π.δ. 30/1996 (Α' 21) και του π.δ. 242/1996 (Α' 179), για την υλοποίηση έργων, μελετών, προμηθειών και υπηρεσιών, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα αποτελέσματα και οι συνέπειες των σεισμών που συνέβησαν στην Κεφαλονιά, την 26η.1.2014 και την 3η.2.2014.
Χρήματα που δεν αξιοποιούνται για τον ανωτέρω σκοπό από την Περιφερειακή Ενότητα Κεφαλληνίας, εντός δώδεκα (12) ετών από την εκτέλεση της δωρεάς, όπως προκύπτει από παραστατικά για δαπάνες που εκτελέστηκαν ή από δαπάνες που απορρέουν ή σχετίζονται με υπογραφείσες συμβάσεις ή από δαπάνες που εντάσσονται σε εν εξελίξει δημοπρασίες ή λοιπές διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων έργων, μελετών, προμηθειών και υπηρεσιών, επιστρέφονται στη δωρήτρια περιφέρεια.
2. Επιτρέπεται η δωρεά χρημάτων εξ ιδίων πόρων από περιφέρεια της χώρας στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου υπέρ της Περιφερειακής Ενότητας Λέσβου, με απόφαση του οικείου περιφερειακού συμβουλίου, κατά παρέκκλιση του π.δ. 30/1996 και του π.δ. 242/1996, για την υλοποίηση έργων, μελετών, προμηθειών και υπηρεσιών, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα αποτελέσματα και οι συνέπειες του σεισμού που συνέβη στη Λέσβο, τη 12η.6.2017.
Χρήματα που δεν αξιοποιούνται για τον ανωτέρω σκοπό από την Περιφερειακή Ενότητα Λέσβου, εντός δώδεκα (12) ετών από την εκτέλεση της δωρεάς, όπως προκύπτει από παραστατικά για δαπάνες που εκτελέστηκαν ή από δαπάνες που απορρέουν ή σχετίζονται με υπογραφείσες συμβάσεις ή από δαπάνες που εντάσσονται σε εν εξελίξει δημοπρασίες ή λοιπές διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων έργων, μελετών, προμηθειών και υπηρεσιών, επιστρέφονται στη δωρήτρια περιφέρεια.
3. Επιτρέπεται η δωρεά χρημάτων εξ ιδίων πόρων από περιφέρεια της χώρας, στην Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου υπέρ του Δήμου Κω, με απόφαση του οικείου περιφερειακού συμβουλίου, κατά παρέκκλιση του π.δ. 30/1996 και του π.δ. 242/1996, για την υλοποίηση έργων, μελετών, προμηθειών και υπηρεσιών, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα αποτελέσματα και οι συνέπειες του σεισμού που συνέβη στην Κω, την 21η.7.2017.
Χρήματα που δεν αξιοποιούνται για τον ανωτέρω σκοπό από την Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου, εντός δώδεκα (12) ετών από την εκτέλεση της δωρεάς, όπως προκύπτει από παραστατικά για δαπάνες που εκτελέστηκαν ή από δαπάνες που απορρέουν ή σχετίζονται με ήδη υπογραφείσες συμβάσεις ή από δαπάνες που εντάσσονται σε εν εξελίξει δημοπρασίες ή λοιπές διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων έργων, μελετών, προμηθειών και υπηρεσιών, επιστρέφονται στη δωρήτρια περιφέρεια.»
Άρθρο 115
Επιχορήγηση δήμων της χώρας για την κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών
1. Για την εξόφληση της δαπάνης που έχει επιβληθεί δυνάμει της υπό στοιχεία ΕΥΤΌΠ/Γ/Φ145/2404-22.6.2015 (ΑΔΑ: 7ΠΡΦ465ΦΘ3-ΡΨΧ) απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης της Ειδικής Υπηρεσίας Πολιτισμού του Υπουργείου Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο Δήμος Ηρακλείου της Περιφέρειας Κρήτης επιχορηγείται με το ποσό των έντεκα εκατομμυρίων οκτακοσίων δεκατεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα επτά ευρώ και σαράντα τριών λεπτών (11.814.687,43 €) από πιστώσεις που θα διατεθούν στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εσωτερικών από το αποθεματικό του τακτικού προϋπολογισμού έτους 2025 αποκλειστικά για την αποπληρωμή της εν λόγω οφειλής. Πριν από την καταβολή της επιχορήγησης, με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, η οποία λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών του, αποφασίζεται η αναδοχή της οφειλής που έχει επιβληθεί από την ανωτέρω απόφαση στη Δημοτική Επιχείρηση Πολιτισμού, Τουρισμού και Ανάπτυξης του Δήμου Ηρακλείου με διακριτικό τίτλο «ΔΕΠΑΝΑΛ Α.Ε.». Τόκοι και προσαυξήσεις διαγράφονται. Το ένα δέκατο (1/10) της επιχορήγησης προς τον Δήμο Ηρακλείου παρακρατείται από τους Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους σε εβδομήντα δύο (72) μηνιαίες δόσεις.
2. Για την κάλυψη έκτακτων αναγκών για τη βελτίωση υποδομών και λοιπών δαπανών με αφορμή τη συμπλήρωση διακοσίων χρόνων από την έξοδο του Μεσολογγίου, ο Δήμος Ιεράς Πόλης Μεσολογγίου της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας επιχορηγείται με το ποσό των οκτακοσίων χιλιάδων ευρώ (800.000 €) από πιστώσεις που θα διατεθούν στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εσωτερικών από το αποθεματικό του τακτικού προϋπολογισμού έτους 2025 αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση των συγκεκριμένων δράσεων.
3. Οι δαπάνες συντήρησης, φυσικού εμπλουτισμού, φύλαξης και εν γένει διαχείρισης του μητροπολιτικού πάρκου του πρώην Στρατοπέδου Παύλου Μελά βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εσωτερικών, στον οποίο εγγράφεται κατ' έτος, ειδική πίστωση ύψους επτακοσίων χιλιάδων ευρώ (700.000 €), προκειμένου να διατίθεται ισόποση επιχορήγηση στον Δήμο Παύλου Μελά της Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης αποκλειστικά για τις ανάγκες του μητροπολιτικού πάρκου.
4. Αποκλειστικά για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων, ο Δήμος Ζηρού της Περιφέρειας Ηπείρου επιχορηγείται με το ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ (500.000 €) από πιστώσεις που θα διατεθούν στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εσωτερικών από το αποθεματικό του τακτικού προϋπολογισμού έτους 2025.
Άρθρο 116
Παραίτηση Ελληνικού Δημοσίου από το δικαίωμα αναγωγής κατά Ο.Τ.Α. α' και β' βαθμού για αποζημιώσεις λόγω των πυρκαγιών του 2007 στην Περιφερειακή Ενότητα Ηλείας
1. Το Ελληνικό Δημόσιο παραιτείται του δικαιώματος αναγωγής κατά των λοιπών αλληλεγγύως και εις ολόκληρον συνευθυνομένων μαζί του Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) α' και β' βαθμού για τις αποζημιώσεις που αυτό κατέβαλε και θα καταβάλει στο μέλλον σε δικαιούχους, κατόπιν επιδικασθεισών αγωγών αποζημιώσεων αυτών, εξαιτίας των πυρκαγιών που εκδηλώθηκαν στην Περιφερειακή Ενότητα Ηλείας το έτος 2007.
2. Ανείσπρακτα ποσά που έχουν βεβαιωθεί εκ του ανωτέρω λόγου σε βάρος των Ο.Τ.Α. διαγράφονται με πράξεις της βεβαιούσας αρχής. Καταβληθέντα από αυτούς ποσά δεν αναζητούνται.
3. Από τη δημοσίευση του παρόντος, διακόπτεται η εκδίκαση σχετικών αγωγών του Ελληνικού Δημοσίου στα διοικητικά δικαστήρια, καταργούνται οι εκκρεμείς δίκες και δεν εκτελούνται αποφάσεις που έχουν ήδη εκδοθεί.
ΜΕΡΟΣ Δ'
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 117
Συνυπηρέτηση με εργαζόμενο- απασχολούμενο εκτός του δημόσιου τομέα - Προσθήκη άρθρου 11Β στον ν. 4440/2016
Στον ν. 4440/2016 (Α'224), περί μετάταξης για λόγους συνυπηρέτησης, προστίθεται άρθρο 11Β ως εξής:
«Άρθρο 11Β
Συνυπηρέτηση με εργαζόμενο-απασχολούμενο εκτός του δημόσιου τομέα
1. Υπάλληλοι που μετά τον διορισμό ή την πρόσληψή τους αποκτούν τουλάχιστον τρίτο τέκνο ή τρίτεκνοι και πολύτεκνοι υπάλληλοι ήδη κατά τον διορισμό ή την πρόσληψή τους, δύνανται με αίτησή τους και εφόσον δεν υφίσταται άλλο κώλυμα ή δέσμευση, να αποσπαστούν για λόγους συνυπηρέτησης στην ίδια περιοχή, όπου εργάζεται εκτός του δημόσιου τομέα ο σύζυγος ή συμβιών κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 4356/2015 (Α' 181), με την προϋπόθεση ότι ο τελευταίος αποδεδειγμένα εργάζεται ή δραστηριοποιείται για δύο (2) έτη τουλάχιστον στην αντίστοιχη περιοχή και εφόσον έχουν κατά τον χρόνο της αίτησης τουλάχιστον τρία (3) ανήλικα τέκνα. Από τις διατάξεις του παρόντος εξαιρούνται οι περιοχές εργασίας ή δραστηριοποίησης του συζύγου ή συμβιούντος στους Δήμους που υπάγονται στην Περιφέρεια Αττικής, με εξαίρεση την περιφερειακή ενότητα Νήσων, και στην περιφερειακή ενότητα Θεσσαλονίκης της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας.
2. Οι αιτήσεις υποβάλλονται στην Κεντρική Επιτροπή Κινητικότητας, η οποία γνωμοδοτεί σχετικά. Η απόσπαση διενεργείται αποκλειστικά σε Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) α' ή β' βαθμού, σε νοσηλευτικά ιδρύματα και άλλους φορείς παροχής υπηρεσιών υγείας, καθώς και σε υπηρεσίες του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ). Για την απόδειξη της εργασίας ή δραστηριοποίησης απαιτούνται:
α) για απασχολούμενο σύζυγο ή συμβιούντα στον ιδιωτικό τομέα, η αναγγελία πρόσληψης ως εργαζόμενου σε επιχείρηση με έδρα στην περιοχή, σε υπηρεσία της οποίας ζητείται η απόσπαση, όπως αυτή προκύπτει από το έντυπο του Πληροφοριακού Συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ», καθώς και βεβαίωση του εργοδότη για την παροχή εργασίας εντός του Δήμου και
β) για αυτοαπασχολούμενο ή ελεύθερο επαγγελματία σύζυγο ή συμβιούντα, η έναρξη επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας με έδρα εντός του Δήμου ή της Περιφέρειας, σε υπηρεσία των οποίων ζητείται η απόσπαση.
3. Η απόσπαση ολοκληρώνεται με την έκδοση κοινής απόφασης των αρμοδίων για τον διορισμό οργάνων των φορέων προέλευσης και υποδοχής.
4. Η χρονική διάρκεια της απόσπασης δεν δύναται να υπερβαίνει τα δύο (2) έτη, μετά το πέρας των οποίων απαιτείται η επανεξέταση από την Κεντρική Επιτροπή Κινητικότητας του αιτήματος του υπαλλήλου για εκ νέου απόσπαση έως δύο (2) έτη, συνεκτιμώντας τις υπηρεσιακές ανάγκες και εφόσον εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος. Ειδικά για τους πολύτεκνους υπαλλήλους, εφόσον κατά το πέρας των τεσσάρων (4) ετών έχουν τουλάχιστον τέσσερα (4) προστατευόμενα τέκνα, η απόσπαση υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις δύναται να παραταθεί για δύο (2) έτη ακόμα, κατόπιν επανεξέτασης του σχετικού αιτήματος του υπαλλήλου από την Κεντρική Επιτροπή Κινητικότητας.
5. Ειδικά το προσωπικό που ανήκει οργανικά σε υπηρεσίες ανταποδοτικού χαρακτήρα των Δήμων δύναται να αιτηθεί απόσπαση για λόγους συνυπηρέτησης μόνο σε υπηρεσίες ανταποδοτικού χαρακτήρα άλλων Δήμων.
6. Οι τρίτεκνοι ή πολύτεκνοι υπάλληλοι, που αποσπώνται για λόγους συνυπηρέτησης κατ' εφαρμογή του παρόντος, δύνανται, προ της λήξης της παράτασης της απόσπασης για λόγους συνυπηρέτησης, να υποβάλλουν αίτηση μετάταξης για λόγους συνυπηρέτησης στην υπηρεσία, όπου υπηρετούν με απόσπαση, εφαρμοζομένου αντιστοίχως του άρθρου 11Α με την επιφύλαξη της παρ. 7.
7. Υπάλληλοι που μετατάσσονται κατ' εφαρμογή της παρ. 6 παραμένουν στην υπηρεσία στην οποία μετατάσσονται για μια πενταετία από την ολοκλήρωση της μετάταξης.»
Άρθρο 118
Δυνατότητα πρόσληψης υπαλλήλου Ιδιωτικού Δικαίου Ορισμένου Χρόνου σε περίπτωση άδειας άνευ αποδοχών για ανατροφή τέκνου ή άδειας άνευ αποδοχών για σοβαρούς ιδιωτικούς λόγους ανεξαρτήτως μοναδικότητας - Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 206 Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων - Αντικατάσταση αποχωρούντος και αναπλήρωση απουσιάζοντος προσωπικού - Τροποποίηση παρ. 8 άρθρου 41 ν. 4765/2021
1. Στην παρ. 2 του άρθρου 206 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α' 143), περί πρόσληψης προσωπικού για κατεπείγουσες εποχικές ή πρόσκαιρες ανάγκες Ο.Τ.Α., προστίθενται οι λέξεις «ή σε περίπτωση άδειας άνευ αποδοχών για ανατροφή τέκνου ή άδειας άνευ αποδοχών για σοβαρούς ιδιωτικούς λόγους ανεξαρτήτως μοναδικότητας» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Επιτρέπεται η πρόσληψη υπαλλήλου αντίστοιχης ειδικότητας με σύμβαση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Ορισμένου Χρόνου, κατά παρέκκλιση των σχετικών διατάξεων, για την αντιμετώπιση κατεπειγουσών αναγκών που εμφανίζονται σε περίπτωση απουσίας τακτικού, μοναδικού στον κλάδο υπαλλήλου, λόγω κυήσεως, τοκετού και μητρότητας, αργίας ή διαθεσιμότητας ή σε περίπτωση άδειας άνευ αποδοχών για ανατροφή τέκνου ή άδειας άνευ αποδοχών για σοβαρούς ιδιωτικούς λόγους ανεξαρτήτως μοναδικότητας και για το χρονικό διάστημα διάρκειας του κωλύματος.»
2. Στο τέλος της παρ. 8 του άρθρου 41 του ν. 4765/2021 (Α'6), περί της διαδικασίας πρόσληψης προσωπικού με σχέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Ορισμένου Χρόνου, προστίθενται εδάφια, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτο και έκτο, και η παρ. 8 διαμορφώνεται ως εξής:
«8. Οι προσληφθέντες που αποχωρούν πριν από τη λήξη της σύμβασής τους αντικαθίστανται με άλλους από τους εγγεγραμμένους και διαθέσιμους στον πίνακα της οικείας ειδικότητας, κατά τη σειρά εγγραφής τους σε αυτόν για το υπολειπόμενο χρονικό διάστημα της αρχικής σύμβασης. Ομοίως με τη λήξη της σύμβασης προσληφθέντων σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 38, εφόσον αυτή προέβλεπε δυνατότητα ανανέωσης ή παράτασης, είναι δυνατή η τοποθέτηση άλλου εγγεγραμμένου και διαθέσιμου στον πίνακα της οικείας ειδικότητας, κατά τη σειρά εγγραφής του σε αυτόν. Η αναπλήρωση προσωπικού στους Ο.Τ.Α. α' και β' βαθμού, στα νομικά πρόσωπα αυτών και στα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου της Γενικής Κυβέρνησης, κατά την έννοια της περ. β) της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α' 143), που έχει προσληφθεί δυνάμει της παρ. 2 του άρθρου 38 και απουσιάζει προσωρινώς λόγω χορήγησης της άδειας μητρότητας του άρθρου 236 του π.δ. 62/2025 (Α' 121), της ειδικής παροχής προστασίας μητρότητας του άρθρου 36 του ν. 4808/2021 (Α' 101) και της άδειας φροντίδας τέκνου του άρθρου 37 του ν. 4808/2021, γίνεται με άντληση από τους οικείους πίνακες κατάταξης, με τήρηση της σειράς κατάταξης των υποψηφίων και διαρκεί για όσο χρόνο απουσιάζει ο απασχολούμενος με σύμβαση Ιδιωτικού Δικαίου Ορισμένου Χρόνου που αναπληρώνεται. Με τη λήξη της σύμβασης, ο αναπληρών επανεγγράφεται στους πίνακες κατάταξης. Οι αποδοχές των αντικαταστατών, των αναπληρωτών και των αναπληρούμενων, καθώς και οι ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλονται στους δικαιούχους φορείς, αποτελούν επιλέξιμες δαπάνες των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων. Παράταση της σύμβασης πέραν του προηγούμενου ορίου ή μετατροπή της σε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι αυτοδικαίως άκυρη.»
Άρθρο 119
Παράταση συμβάσεων μίσθωσης έργου στο Ν.Π.Δ.Δ. «Ελληνικό Κτηματολόγιο»
Η διάρκεια των συμβάσεων μίσθωσης έργου που συνήφθησαν, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 13 του άρθρου 37 του ν. 4512/2018 (Α'5), με τις υπό στοιχεία Α2021 (ΑΔΑ: Ω0ΘΦ46ΜΨΦΖ-Ν39) και B2022 (ΑΔΑ: Ω2ΖΔ46ΜΨΦΖ-Ρ5Ξ) προκηρύξεις, δύναται να παραταθεί για χρονικό διάστημα ενός (1) έτους από τη λήξη τους, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ελληνικό Κτηματολόγιο».
Άρθρο 120
Προσωρινή συμφωνία 2025 για την Υπηρεσία Συγκέντρωσης, Αποθήκευσης και Παροχής Ρυθμιζόμενων Ποσοτήτων Νερού μέσω του Υδροσυστήματος του Άρδα
Η Προσωρινή Συμφωνία 2025 για την Υπηρεσία Συγκέντρωσης, Αποθήκευσης και Παροχής Ρυθμιζόμενων Ποσοτήτων Νερού μέσω του υδροσυστήματος του Άρδα, η οποία υπογράφτηκε την 25η Ιουλίου 2025, μεταξύ της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και της εταιρείας με την επωνυμία «NATSIONALNA ELEKTRICHESKA KOMPANIA EAD», η οποία έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και είναι καταχωρισμένη στο Μητρώο του Υπουργείου Δικαιοσύνης αυτής με αριθμό UIC 000649348, θεωρείται νόμιμη από την ημερομηνία υπογραφής της, όπως και κάθε δαπάνη που προβλέπεται από την εφαρμογή αυτής.
Άρθρο 121
Προσωρινή άσκηση καθηκόντων Προέδρου Διοικητικού Συμβουλίου Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε.) και προσωρινή απαγόρευση μετάταξης και απόσπασης υπαλλήλων Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. - Προσθήκη άρθρου 24Α στον ν. 2637/1998
1. Κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης, τις αρμοδιότητες του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε.), ασκεί προσωρινά ο Γενικός Διευθυντής Οικονομικών και Τεχνικών Υπηρεσιών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), παράλληλα με τα καθήκοντα της θέσης του. Για όσο χρονικό διάστημα ο Γενικός Διευθυντής Οικονομικών και Τεχνικών Υπηρεσιών της Α.Α.Δ.Ε. ασκεί τα καθήκοντα της παρ. 1, αναπληρώνεται σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 21 του ν. 2637/1998 (Α'200). Για όσο χρονικό διάστημα ο Γενικός Διευθυντής Οικονομικών και Τεχνικών Υπηρεσιών της Α.Α.Δ.Ε. ασκεί τα καθήκοντα της παρ. 1 λαμβάνει με δήλωσή του, είτε το σύνολο των αποδοχών του Κεφαλαίου Α'του ν. 4778/2021 (Α' 26), είτε το σύνολο των αποδοχών των περ. α' και β' της παρ. 4 του άρθρου 21 του ν. 2637/1998. Κατά την εφαρμογή της παρούσας, για την πειθαρχική, ποινική και αστική ευθύνη του Γενικού Διευθυντή Οικονομικών και Τεχνικών Υπηρεσιών της Α.Α.Δ.Ε. έναντι του Δημοσίου εξακολουθεί να εφαρμόζεται αποκλειστικά το πλαίσιο του άρθρου 33 του ν. 4389/2016 (Α'94).
2. Στον ν. 2637/1998, προστίθεται άρθρο 24Α ως εξής:
«Άρθρο 24Α
Προσωρινή απαγόρευση μετάταξης, απόσπασης και άλλης μετακίνησης υπαλλήλων Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων
Κατά παρέκκλιση κάθε αντίθετης γενικής ή ειδικής διάταξης, απαγορεύεται η μετάταξη, η απόσπαση ή οποιαδήποτε άλλη μετακίνηση υπαλλήλων του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε.. Η απαγόρευση δεν ισχύει για τις αποσπάσεις στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπία και τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»
3. Η παρ. 2 ισχύει με την επιφύλαξη του άρθρου 105.
4. Οι παρ. 1 και 2 ισχύουν έως τις 31.12.2025.
ΜΕΡΟΣ Ε'
ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ
Άρθρο 122
Έναρξη ισχύος
1. Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με την επιφύλαξη των παρ. 2,3 και 4.
2. Τα άρθρα 10 έως 45, 56 έως και 58, 61,62 και 65 ισχύουν από την 1η.1.2026.
3. Το τελευταίο εδάφιο της περ. β) της παρ. 6 του άρθρου 86 ισχύει από την έκδοση σχετικής απόφασης του Διοικητή του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e- ΕΦΚΑ).
4. Τα άρθρα 103 και 113 ισχύουν από την 27η.7.2025.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 2 Σεπτεμβρίου 2025
Νόμος 5225/2025 - ΦΕΚ 152/Α/2-9-2025
Αναμόρφωση του πειθαρχικού δικαίου των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα, σύσταση Ελληνικού Κέντρου Εμπειρογνωμοσύνης Διοικητικών Μεταρρυθμίσεων και λοιπές διατάξεις.
Διαβάστε επίσης
- Νόμος 5225/2025 - Όλες οι αλλαγές στο νέο Πειθαρχικό Δίκαιο για τους δημοσίους υπαλλήλους
- Βουλή : Τροπολογία για την ανάθεση των αρμοδιοτήτων του προέδρου του ΔΣ ΟΠΕΚΕΠΕ στην ΑΑΔΕ
- Αλλάζει το πειθαρχικό για τους δημόσιους υπαλλήλους - Παραπτώματα για οριστική παύση