x

Σύνδεση

Δεν έχετε λογαριασμό; Εγγραφείτε

Νόμος 4700/2020 - ΦΕΚ 127/Α/29-6-2020 (Άρθρα 223 - 383) (Κωδικοποιημένος)

Ενιαίο κείμενο Δικονομίας για το Ελεγκτικό Συνέδριο, ολοκληρωμένο νομοθετικό πλαίσιο για τον προσυμβατικό έλεγχο, τροποποιήσεις στον Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, διατάξεις για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις.


  ||  Άρθρα 1 - 222  ||   Άρθρα 223 - 383   ||   


ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘΜ. 4700/2020

ΦΕΚ 127/Α/29-6-2020

Ενιαίο κείμενο Δικονομίας για το Ελεγκτικό Συνέδριο, ολοκληρωμένο νομοθετικό πλαίσιο για τον προσυμβατικό έλεγχο, τροποποιήσεις στον Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, διατάξεις για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις.

 

ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ

ΣΥΖΗΤΗΣΗ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 33

ΑΡΧΕΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ

 

Άρθρο 223

Δημόσια συνεδρίαση

1. Οι δημόσιες συνεδριάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου προς συζήτηση των υποθέσεων γίνονται στα ακροατήρια αυτού με την παρουσία του γραμματέα.

2. Στις δημόσιες συνεδριάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου προς συζήτηση των υποθέσεων σε ακροατήριο παρίσταται ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο οποίος εκφέρει τη γνώμη του. Με απόφαση του αρμοδίου οργάνου της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 32Αεπ. του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, μπορεί να ορισθούν οι δημόσιες συνεδριάσεις στις οποίες δεν θα παρίσταται, καθώς και διαδικασίες στις οποίες δεν θα συμμετέχει ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

 

Άρθρο 224

Προφορικότητα της διαδικασίας

Η διαδικασία στο ακροατήριο διεξάγεται προφορικά και στηρίζεται στην προδικασία που προβλέπεται από τις διατάξεις του παρόντος.

 

Άρθρο 225

Αυτεπάγγελτη εξέταση της κλήτευσης των διαδίκων

1. Όταν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανίζεται κατά τη συζήτηση, το Δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν αυτός κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, το Δικαστήριο, αφού κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση, ορίζει νέα τακτική δικάσιμο με απλή σημείωση στο πινάκιο και διατάσσει την εγγραφή σ’ αυτήν της υπόθεσης και τη νόμιμη κλήτευση των διαδίκων.

2. Η έλλειψη νόμιμης κλήτευσης καλύπτεται αν ο διάδικος εμφανισθεί ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την εκφώνηση και ζητήσει την εκδίκαση της υπόθεσής του.

3. Αν έγινε η κλήτευση των διαδίκων και αυτή κρίνεται νόμιμη και εμπρόθεσμη, η διαδικασία χωρεί και αν αυτοί δεν παρίστανται.

 

Άρθρο 226

Μη εμφάνιση ή αποχώρηση των διαδίκων

1. Διάδικος που δεν εμφανίσθηκε κατά την προεκφώνηση ή την εκφώνηση της υπόθεσης δύναται προσερχόμενος να μετάσχει στην περαιτέρω συζήτηση.

2. Η εκούσια αποχώρηση διαδίκου μετά την έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης δεν επηρεάζει την πρόοδο της διαδικασίας. Ως εκουσίως αποχωρών θεωρείται ο διάδικος και όταν διαταχθεί η απομάκρυνσή του προς τήρηση της τάξης.

3. Η εκούσια αποχώρηση του διαδίκου μετά την απόρριψη αίτησης περί αναβολής δεν κωλύει τη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός αν δεν έγινε νόμιμη κλήτευσή του, οπότε και εφαρμόζεται το άρθρο 225.

4. Διάδικος που δεν εμφανίσθηκε κατά τη συζήτηση ή που αποχώρησε από αυτή, δικαιούται να παρίσταται και να μετέχει σε κάθε μεταγενέστερη συζήτηση της υπόθεσης, εφόσον προβλέπεται η παράσταση των διαδίκων.

5. Οι παρ. 1-4 εφαρμόζονται αναλόγως και επί διαδικαστικών πράξεων που διενεργούνται εκτός του ακροατηρίου.

 

Άρθρο 227

Αρχή της προαπόδειξης

Η συζήτηση γίνεται αποκλειστικά με βάση τα δικόγραφα, καθώς και τα έγγραφα που έχουν προσαχθεί προαποδεικτικώς. Έγγραφα μπορεί να προσαχθούν και κατά τη συζήτηση ή και μετά τη συζήτηση, αν δοθεί σχετική άδεια από το Δικαστήριο. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να διασφαλίζονται τα δικαιώματα άμυνας του αντιδίκου. Σύμφωνα με όσα ορίζονται στο Κεφάλαιο 39, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει και κάθε συμπληρωματική απόδειξη, καθώς και να υποχρεώσει οποιαδήποτε δημόσια αρχή να παράσχει έγγραφα ή πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση που δικάζεται.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 34

ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΩΝ

 

Άρθρο 228

Παράσταση διαδίκων ενώπιον της Ολομέλειας

Το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα που εκπροσωπούνται δικαστικά από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, παρίστανται ενώπιον της Ολομέλειας σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις για τη δικαστική εκπροσώπησή τους. Οι άλλοι διάδικοι παρίστανται ενώπιον της Ολομέλειας μετά ή διά πληρεξούσιου δικηγόρου από τους διορισμένους στον Άρειο Πάγο.

 

Άρθρο 229

Προθεσμία για νομιμοποίηση

Το Δικαστήριο, κατ’ αίτηση του εμφανιζομένου ως πληρεξουσίου και μη αποδεικνύοντος την πληρεξουσιότητα, δύναται, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να χορηγήσει μια φορά σύντομη αναβολή της συζήτησης ή να επιτρέψει την προσωρινή συμμετοχή του στη δίκη, ορίζοντας εύλογη προθεσμία για τη νομιμοποίησή του. Στην περίπτωση αυτή, τα στοιχεία της νομιμοποίησης μπορεί να είναι και μεταγενέστερα από την ημερομηνία της συζήτησης. Αν εντός της ταχθείσας προθεσμίας δεν προσαχθεί το πληρεξούσιο, το Δικαστήριο διά της εκδιδόμενης απόφασης κηρύσσει άκυρες τις επιτραπείσες ως άνω πράξεις, τηρουμένου κατά τα λοιπά του άρθρου 14, κατά περίπτωση.

 

Άρθρο 230

Αίτηση επανασυζήτησης

Αν από λόγους ανωτέρας βίας εμποδίσθηκε η νομιμοποίηση του πληρεξούσιου δικηγόρου, δύναται να υποβληθεί αίτηση επανασυζήτησης της υπόθεσης, που κατατίθεται στον αρμόδιο γραμματέα πριν από την έκδοση της απόφασης και μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δέκα (10) ημερών από την άρση του λόγου ανωτέρας βίας. Η αίτηση, η οποία πρέπει να περιέχει με σαφήνεια τους προβαλλόμενους λόγους, δικάζεται από τον οικείο σχηματισμό. Αμφότεροι οι διάδικοι καλούνται στη συζήτηση είκοσι (20) ημέρες πριν από αυτή. Σε περίπτωση παραδοχής της αίτησης, η υπόθεση εκδικάζεται στη συνέχεια επί της ουσίας από τον ίδιο σχηματισμό.

 

Άρθρο 231

Παράσταση με δήλωση

1. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος μπορεί να δηλώσει ότι δεν θα εμφανισθεί στο ακροατήριο, αλλά θα παραστεί με δήλωση που υπογράφεται από τον ίδιο. Η δήλωση παραδίδεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο στον γραμματέα του Δικαστηρίου το αργότερο την παραμονή της δικασίμου και σημειώνεται αμέσως στο πινάκιο. Η ίδια δήλωση, όταν γίνεται από πληρεξούσιο του Δημοσίου, οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, δεν έχει καμία δικονομική συνέπεια, αν δεν έχει διαβιβαστεί εμπρόθεσμα στο Δικαστήριο ο διοικητικός φάκελος.

2. Σε περίπτωση αναβολής της συζήτησης ύστερα από αίτηση διαδίκου, δεν κλητεύεται κατά τη νέα δικάσιμο ο διάδικος που υπέβαλε δήλωση.

 

Άρθρο 232

Ελλείψεις στοιχείων δικανικής ικανότητας

1. Αν συντρέχουν ελλείψεις που μπορεί να συμπληρωθούν ως προς τη δικανική ικανότητα των διαδίκων και τη νόμιμη εκπροσώπησή τους ή ως προς την απαιτούμενη για τη διεξαγωγή της δίκης άδεια ή εξουσιοδότηση, το Δικαστήριο μπορεί κατ’ αίτηση του διαδίκου και ύστερα από εκτίμηση των περιστάσεων να αναβάλει την πρόοδο της δίκης, δυνάμενο να τάξει και εύλογη προθεσμία προς συμπλήρωση των ελλείψεων. Στην περίπτωση αυτή, τα συμπληρωματικά στοιχεία μπορεί να είναι και μεταγενέστερα από την ημερομηνία της συζήτησης.

2. Αν από την αναβολή απειλείται κίνδυνος για τα συμφέροντα του διαδίκου, το Δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει σ’ αυτόν ή στον αντιπρόσωπό του να συνεχίσει τη δίκη ή να ενεργήσει τις διαδικαστικές πράξεις που χρειάζονται για να αποφευχθεί ο κίνδυνος, δεν έχει όμως την εξουσία να εκδώσει οριστική απόφαση προτού συμπληρωθούν οι ελλείψεις ή προτού περάσει η προθεσμία που έταξε για τον σκοπό αυτόν. Το κύρος των πράξεων που επιτράπηκαν εξαρτάται από την εμπρόθεσμη συμπλήρωση των ελλείψεων.

3. Όταν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία, το Δικαστήριο προβαίνει στην εκδίκαση της υπόθεσης.

 

Άρθρο 233

Άγγελος

Σε περίπτωση απουσίας του διαδίκου ή του πληρεξουσίου του, επιτρέπεται η αυτόκλητη εμφάνιση προσώπου, που διαθέτει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, ενώπιον του συνεδριάζοντος Δικαστηρίου, εφόσον το πρόσωπο αυτό δηλώσει ότι ενεργεί ως άγγελος ενός των ανωτέρω. Ο άγγελος γνωστοποιεί στο Δικαστήριο μόνο γεγονότα που ο ίδιος γνωρίζει από άμεση αντίληψη ή που πληροφορήθηκε από τρίτο, σχετικά με την απουσία του διαδίκου ή του πληρεξουσίου του, ή μεταφέρει στο Δικαστήριο προφορικώς αιτήματα που αυτοί, λόγω εξαιρετικών συνθηκών, του ζήτησαν να υποβάλει.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 35

ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ

 

Άρθρο 234

Διαδικασία στο ακροατήριο

1. Ο προεδρεύων διευθύνει τη συζήτηση, κηρύσσει την έναρξη της συνεδρίασης, προεκφωνεί και εκφωνεί τις υποθέσεις κατά την καθορισμένη τάξη, δίδει τον λόγο στους διαδίκους, τους νόμιμους αντιπροσώπους και πληρεξουσίους τους, αφαιρεί τον λόγο στις περιπτώσεις παράβασης των όρων της λυσιτελούς ή κόσμιας συζήτησης, εξετάζει τους διαδίκους, τους νόμιμους αντιπροσώπους τους και τα λοιπά κλητευθέντα πρόσωπα και κηρύσσει περαιωμένη τη συζήτηση, εφόσον κατά την κρίση του ερευνήθηκε επαρκώς η υπόθεση.

2. Η τήρηση της ευταξίας και της ευπρέπειας, κατά τις συνεδριάσεις, ανήκει στον προεδρεύοντα, ο οποίος δικαιούται να απομακρύνει από το ακροατήριο όποιον θορυβεί ή συμπεριφέρεται κατά άκοσμο τρόπο, αν δε αυτός είναι δικηγόρος, δύναται να εφαρμόσει το άρθρο 155 του Κώδικα Δικηγόρων. Οι ανωτέρω αποφάσεις υπόκεινται σε ανάκληση από αυτόν που τις εξέδωσε.

3. Αν κατά τη συνεδρίαση ή κατά τη διενέργεια διαδικαστικής πράξης τελεστεί αξιόποινη πράξη, εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 39 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη σύλληψη του δράστη και την παραπομπή του σύμφωνα με το άρθρο 279 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας στον αρμόδιο εισαγγελέα.

 

Άρθρο 235

Συζήτηση

1. Η συνεδρίαση αρχίζει με την προεκφώνηση των υποθέσεων από το πινάκιο, κατά τη σειρά της εγγραφής τους σ’ αυτό. Κατά την προεκφώνηση διερευνάται ιδίως αν συντρέχει λόγος διαγραφής της υπόθεσης από το πινάκιο λόγω παραίτησης ή διακοπής της δίκης, καθώς και αν συντρέχει αποχρών λόγος για την αναβολή της υπόθεσης ή για τη μεταβολή στη σειρά της υπόθεσης στο πινάκιο. Αν όλοι οι παριστάμενοι πληρεξούσιοι δηλώσουν ότι προτίθενται να αναφερθούν στο δικόγραφο ή σε υπόμνημα που θα καταθέσουν χωρίς προφορική ανάπτυξη, τότε η υπόθεση αυτή μπορεί να συζητείται κατά προτεραιότητα μετά την προεκφώνηση.

2. Την προεκφώνηση ακολουθεί η εκφώνηση και η συζήτηση των υποθέσεων.

3. Ο προεδρεύων δίνει τον λόγο πρώτα σ’ αυτόν που άσκησε το ένδικο βοήθημα ή μέσο προς ανάπτυξη των λόγων του δικογράφου και των εγγράφων υπομνημάτων του, έπειτα δε σ’ αυτόν κατά του οποίου στρέφεται. Τελευταίος ακούγεται ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εφόσον δεν ασκεί το ένδικο βοήθημα ή μέσο. Αν έχει συνταχθεί έκθεση από τον ορισθέντα εισηγητή δικαστή της υπόθεσης, η συζήτηση αρχίζει με την ανάγνωση της έκθεσης από τον εισηγητή δικαστή.

4. Τα μέλη του Δικαστηρίου και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου δικαιούνται, με άδεια του προεδρεύοντος, να απευθύνουν ερωτήσεις προς τους διαδίκους, τους νόμιμους αντιπροσώπους τους, τους μάρτυρες και τους πραγματογνώμονες και να ζητούν την ανάγνωση εγγράφων.

 

Άρθρο 236

Διερμηνείς

1. Αν διάδικος, μάρτυρας ή πραγματογνώμονας αγνοεί την ελληνική γλώσσα, προσλαμβάνεται διερμηνέας, ο οποίος ορκίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου ότι θα αποδώσει ακριβώς όσα θα διαμειφθούν. Οι λόγοι του αποκλεισμού και της απαλλαγής των μαρτύρων ισχύουν και για τον διερμηνέα.

2. Αν τα πρόσωπα της παρ. 1 είναι κωφοί, άλαλοι ή κωφάλαλοι, η συνεννόηση μαζί τους γίνεται εγγράφως. Τις απαντήσεις τους υπογράφει ο δικαστής που προεδρεύει κατά τη συνεδρίαση και περιλαμβάνονται, μαζί με τις αντίστοιχες ερωτήσεις, στο πρακτικό της συζήτησης. Αν τα πρόσωπα αυτά δεν είναι ικανά να απαντήσουν εγγράφως, προσλαμβάνεται κατάλληλος διερμηνέας, σύμφωνα με την παρ. 1.

 

Άρθρο 237

Συμπλήρωση τυπικών ελλείψεων

Κατά τη συζήτηση, ο διάδικος ή ο νόμιμος πληρεξούσιός του ενημερώνεται για τις τυπικές ελλείψεις που ο γραμματέας του Δικαστηρίου εντόπισε στον φάκελο και καλείται από τον Πρόεδρο, με μνεία στα πρακτικά της συνεδρίασης, να τις συμπληρώσει σε εύλογο χρόνο.

 

Άρθρο 238

Αναβολή

1. Εφόσον συντρέχει αποχρών λόγος, η συζήτηση δύναται να αναβληθεί από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αίτησης του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

2. Με αίτηση του διαδίκου μπορεί επίσης να αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης, εφόσον, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, συντρέχει αποχρών λόγος.

3. Αίτηση αναβολής της συζήτησης, έστω και αν υποβάλλεται από όλους τους διαδίκους, δεν δεσμεύει το Δικαστήριο.

4. Αν η συζήτηση υπόθεσης αναβληθεί ή αν από οποιονδήποτε λόγο η συνεδρίαση ματαιωθεί ή δεν καταστεί δυνατή η συζήτηση όλων ή κάποιων υποθέσεων του πινακίου, το Δικαστήριο ορίζει τη συζήτηση αυτών σε άλλη ορισμένη δικάσιμο, τακτική ή έκτακτη, χωρίς να απαιτείται νέα κατά το άρθρο 110 κλήση προς συζήτηση, αν ο διάδικος ή ο νόμιμος πληρεξούσιος παραστάθηκε κατά τη συνεδρίαση και έλαβε έτσι γνώση της ημερομηνίας της νέας δικασίμου.

 

Άρθρο 239

Αποφάσεις που αφορούν στη διεξαγωγή της συζήτησης

Οι αποφάσεις που αφορούν στη διεξαγωγή της συζήτησης, εφόσον δεν ορίζεται άλλως στον παρόντα, λαμβάνονται στην έδρα, διατυπώνονται συνοπτικά στα πρακτικά και δημοσιεύονται με ανακοίνωση από την έδρα κατά την ίδια συνεδρίαση.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 36

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ

 

Άρθρο 240

Περιεχόμενο

1. Κατά τη συζήτηση, ο γραμματέας της έδρας τηρεί πρακτικά. Στα πρακτικά αναφέρονται:

(α) η σύνθεση του Δικαστηρίου με μνεία αν ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου παραστάθηκε αυτοπροσώπως ή διά του νόμιμου αναπληρωτή του,

(β) ο χρόνος της συζήτησης και ο αριθμός πινακίου κάθε υπόθεσης, καθώς και ότι αυτή έγινε σε δημόσια συνεδρίαση,

(γ) τα ονοματεπώνυμα των διαδίκων, των νόμιμων αντιπροσώπων ή εκπροσώπων τους, τα ονοματεπώνυμα των δικαστικών τους πληρεξουσίων, καθώς και ο τρόπος του διορισμού των ανωτέρω προσώπων,

(δ) το είδος του ένδικου βοηθήματος ή μέσου που έχει ασκηθεί,

(ε) τα αιτήματα που υποβλήθηκαν από τα μέρη ή διαμέσου των προσώπων που ενήργησαν ως άγγελοι αυτών,

(στ) καταγραφή των συμβάντων κατά τη συζήτηση, των αξιόποινων πράξεων που τελέστηκαν κατά τη διάρκειά της, καθώς και των αποφάσεων που αφορούν στη διεξαγωγή της,

(ζ) μνεία ότι ακούστηκε ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και των παρατηρήσεών του που ζήτησε να καταχωρισθούν,

(η) το ονοματεπώνυμο του γραμματέα της έδρας, με μνεία ότι αυτός τήρησε τα πρακτικά.

2. Σε περίπτωση αναβολής της συζήτησης, αναγράφεται στα πρακτικά αν αυτή αποφασίσθηκε αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο ή ύστερα από αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή διαδίκου και ποιου.

3. Για την άρτια σύνταξη των πρακτικών, τον γραμματέα εποπτεύει ο δικαστής που προήδρευσε κατά τη συζήτηση.

 

Άρθρο 241

Αποδεικτική ισχύς

1. Με βάση τα πρακτικά που τήρησε κατά τη συζήτηση και τις σημειώσεις στο πινάκιο του δικαστή που προήδρευσε κατά τη συζήτηση, ο γραμματέας συντάσσει απόσπασμα των πρακτικών ανά υπόθεση, το οποίο περιλαμβάνεται στην οικεία δικογραφία. Σε περίπτωση διαφοράς ανάμεσα στα πρακτικά και στην αντίστοιχη απόφαση, κατισχύουν όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

2. Σε περίπτωση που ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ζήτησε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο να γίνει στα πρακτικά μνεία ειδικής παρατήρησης, δικαιούται να αναπτύσσει το περιεχόμενό της με υπόμνημα που απευθύνει στο Δικαστήριο, το οποίο επισυνάπτεται στα πρακτικά.

 

 

ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ

ΑΠΟΔΕΙΞΗ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 37

ΒΑΣΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΔΕΙΞΗ

 

Άρθρο 242

Αντικείμενο απόδειξης

1. Αντικείμενο απόδειξης είναι αμφισβητούμενα πραγματικά γεγονότα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης.

2. Πραγματικά γεγονότα κοινώς γνωστά, ώστε να μην υπάρχει εύλογη αμφιβολία ότι είναι αληθινά, καθώς και εκείνα που είναι γνωστά στο Δικαστήριο από προηγούμενη δικαστική του ενέργεια λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, χωρίς απόδειξη.

3. Τα διδάγματα της κοινής πείρας λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. 4. Το αλλοδαπό δίκαιο, τα έθιμα και τα συναλλακτικά ήθη λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, εφόσον είναι γνωστά στο Δικαστήριο. Αν δεν είναι γνωστά, διατάσσεται απόδειξη σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 251.

 

Άρθρο 243

Βάρος απόδειξης

1. Κάθε διάδικος υποχρεούται να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που επικαλείται για να στηρίξει τους ισχυρισμούς του, εκτός αν ο νόμος που διέπει την επίδικη σχέση ορίζει διαφορετικά.

2. Οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα σε ανταπόδειξη.

3. Ο διάδικος κατά του οποίου αντιτάσσεται νόμιμο μαχητό τεκμήριο, έχει το βάρος της ανατροπής του.

4. Αν ιδιώτης διάδικος που φέρει κατ’ αρχήν το βάρος της απόδειξης σύμφωνα με τις παρ. 1 και 3 δεν δύναται να αποδείξει εν όλω ή εν μέρει τα πραγματικά γεγονότα που επικαλείται, επειδή τα αποδεικτικά στοιχεία βρίσκονται στην κατοχή δημόσιου φορέα αντίδικου του στη δίκη, το Δικαστήριο μπορεί να ορίσει, έπειτα από αίτηση του ιδιώτη διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως, ότι ο δημόσιος φορέας υποχρεούται να προσκομίσει τα αποδεικτικά στοιχεία.

 

Άρθρο 244

Αποδεικτικά στοιχεία και αποδεικτικά μέσα

1. Το Δικαστήριο για τη διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων που είναι αναγκαία για τη διάγνωση της υπόθεσης στηρίζεται σε κάθε αποδεικτικό στοιχείο που κρίνει πρόσφορο, εφόσον δεν εμποδίζεται σε αυτό ρητώς από τον νόμο.

2. Τα αποδεικτικά στοιχεία περιέχονται στον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης ή προκύπτουν από την ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεικτική διαδικασία.

3. Αποδεικτικά μέσα είναι:

(α) τα έγγραφα,

(β) η αυτοψία,

(γ) η πραγματογνωμοσύνη,

(δ) οι μάρτυρες,

(ε) οι ακροάσεις υπηρεσιακών παραγόντων, οι εξηγήσεις των διαδίκων και η αποδοχή της αλήθειας πραγματικών περιστατικών από διάδικο,

(στ) τα δικαστικά τεκμήρια.

4. Τα αποδεικτικά στοιχεία που προσάγει ένας διάδικος καθίστανται κοινά για τους άλλους.

 

Άρθρο 245

Δικαστικά τεκμήρια

Το Δικαστήριο μπορεί να συνάγει συμπεράσματα για πραγματικά γεγονότα από άλλα πραγματικά γεγονότα που έχουν ήδη αποδειχθεί.

 

Άρθρο 246

Χρήση και εκτίμηση αποδεικτικών μέσων

1. Το Δικαστήριο χρησιμοποιεί τα αποδεικτικά μέσα κατά την κρίση του και τα εκτιμά ελευθέρως, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό μεταξύ τους, εκτός αν ειδική διάταξη νόμου ορίζει διαφορετικά. Λαμβάνει επίσης υπόψη του και εκτιμά ελεύθερα και ατελή αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 247.

2. Το Δικαστήριο υποχρεούται να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση, αποφασίζοντας κατά συνείδηση για την αλήθεια των κρίσιμων στη δίκη πραγματικών περιστατικών. Στην απόφαση πρέπει να αναφέρονται οι λόγοι που οδήγησαν τον δικαστή να σχηματίσει την πεποίθησή του.

3. Όπου αρκεί η πιθανολόγηση, το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να εφαρμόσει τις διατάξεις που ισχύουν για την αποδεικτική διαδικασία, τα αποδεικτικά μέσα και τη δύναμή τους, αλλά λαμβάνει υπόψη του οποιαδήποτε μέσα κρίνει κατάλληλα για να σχηματιστεί πιθανότητα σχετικά με την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 εφαρμόζεται αναλόγως και στην περίπτωση αυτή.

 

Άρθρο 247

Αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου

1. Το Δικαστήριο δεν λαμβάνει υπόψη του παράνομα αποδεικτικά μέσα.

2. Με την επιφύλαξη ειδικής αντίθετης διάταξης, το Δικαστήριο δύναται να λαμβάνει υπόψη του και αποδεικτικά μέσα που προσκομίζονται από τους διαδίκους και δεν εμπίπτουν στα αποδεικτικά μέσα που ορίζονται στο άρθρο 244, εφόσον κρίνει ότι η μη εκτίμηση των μέσων αυτών θα έπληττε τις αρχές της δίκαιης δίκης.

3. Εξαιρετικώς, το Δικαστήριο δύναται να λαμβάνει υπόψη του αποδεικτικά μέσα που εμφανίζουν τυπικές ατέλειες, εφόσον η διαδικαστική πράξη από την οποία έχουν προκύψει δεν είναι άκυρη ή δεν έχει ακυρωθεί από το Δικαστήριο λόγω δικονομικής βλάβης του διαδίκου και οι ατέλειες που φέρουν δεν αναιρούν την αξιοπιστία τους.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 38

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ

 

Άρθρο 248

Στοιχεία διοικητικού φακέλου

1. Η διοίκηση υποχρεούται να διαβιβάσει στο Δικαστήριο, το αργότερο έναν (1) μήνα πριν από την ορισθείσα δικάσιμο, τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης με όλα τα σχετικά για την υπόθεση στοιχεία και τις απόψεις της.

2. Αν στον διοικητικό φάκελο δεν υπάρχουν, γιατί έχουν αποδεδειγμένως χαθεί, τα στοιχεία που αναφέρονται στην παρ. 1, το Δικαστήριο διατάσσει την αναπαραγωγή τους. Αν αυτό είναι αδύνατο, διατάσσεται η απόδειξη του περιεχομένου τους με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο.

3. Ο διοικητικός φάκελος, με τη φροντίδα της γραμματείας του Δικαστηρίου, επιστρέφεται στη διοίκηση αμέσως μετά τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης ή την περάτωση της δίκης με κάποιο άλλο τρόπο.

 

Άρθρο 249

Συνέπειες μη διαβίβασης διοικητικού φακέλου

1. Αν ο διοικητικός φάκελος δεν διαβιβασθεί εμπρόθεσμα στο Δικαστήριο, η υπόθεση δύναται να αναβληθεί οίκοθεν ή ύστερα από αίτημα του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή των διαδίκων. Για την αναβολή αυτή γίνεται ιδιαίτερη μνεία στα πρακτικά.

2. Αν στη δικάσιμο που ορίζεται μετά την πρώτη αναβολή η αρμόδια αρχή δεν διαβιβάσει τον διοικητικό φάκελο, το Δικαστήριο προβαίνει σε συζήτηση της υπόθεσης και, εφόσον από τα στοιχεία που υπάρχουν στη δικογραφία μπορεί να σχηματίσει τη δικανική πεποίθηση που απαιτείται για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, αποφαίνεται επί της διαφοράς εκδίδοντας οριστική απόφαση. Σε διαφορετική περίπτωση εκδίδει απόφαση για συμπλήρωση των αποδείξεων, σύμφωνα με το άρθρο 251.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 39

ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

Άρθρο 250

Προαπόδειξη

1. Τα έγγραφα και οι μαρτυρικές καταθέσεις κατά το άρθρο 290 προσκομίζονται στο Δικαστήριο και στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η γραμματεία της οποίας βεβαιώνει την παραλαβή τους, έως την προτεραία της πρώτης συζήτησης της υπόθεσης. Η προσκόμισή τους σε μεταγενέστερη συζήτηση επιτρέπεται μόνον όταν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η μη έγκαιρη προσκόμισή τους ήταν δικαιολογημένη.

2. Η γραμματεία του Δικαστηρίου βεβαιώνει στο σώμα των αποδεικτικών μέσων στα οποία αναφέρεται η παρ. 1 την ημερομηνία της προσκόμισής τους.

 

Άρθρο 251

Συμπληρωματική απόδειξη

1. Το Δικαστήριο, αν το κρίνει αναγκαίο για τη διαμόρφωση πλήρους δικανικής πεποίθησης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 246, διατάσσει είτε αυτεπαγγέλτως, είτε ύστερα από αίτηση διαδίκου τη συμπλήρωση των αποδείξεων.

2. Με την απόφαση για τη διενέργεια συμπληρωματικής απόδειξης ορίζονται:

(α) το θέμα της απόδειξης,

(β) ο διάδικος που φέρει το βάρος της,

(γ) τα αποδεικτικά μέσα,

(δ) ο τόπος, καθώς και ο χρόνος διεξαγωγής και περάτωσής της.

3. Αν η συμπληρωματική απόδειξη διεξάγεται εκτός του ακροατηρίου, ορίζεται και το μέλος του Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου, με την παρουσία γραμματέα, θα γίνει η διεξαγωγή αυτή. Κατά τη διαδικασία δικαιούται να παρίσταται δικαστικός λειτουργός της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, προς την οποία κοινοποιείται εγκαίρως η απόφαση της συμπληρωματικής απόδειξης.

4. Ο τόπος διεξαγωγής ή ο χρόνος περάτωσης της συμπληρωματικής απόδειξης μπορεί να μεταβληθούν με αιτιολογημένη απόφαση του Δικαστηρίου που λαμβάνεται σε συμβούλιο, ύστερα από αίτηση του διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως.

 

Άρθρο 252

Συζήτηση μετά την απόδειξη

Μετά τη διεξαγωγή της συμπληρωματικής απόδειξης, αν αυτή διενεργήθηκε στο ακροατήριο, η συζήτηση της υπόθεσης συνεχίζεται κατά την ίδια δικάσιμο, εκτός αν το Δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχει λόγος που επιβάλλει, για τη μετά την απόδειξη συζήτηση, τον ορισμό νέας δικασίμου. Αν η συμπληρωματική απόδειξη διενεργήθηκε εκτός του ακροατηρίου, ορίζεται νέα δικάσιμος για την περαιτέρω συζήτηση της υπόθεσης. Η νέα αυτή δικάσιμος ορίζεται είτε με την απόφαση που διατάζει την απόδειξη, είτε με πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου.

 

Άρθρο 253

Συντηρητική απόδειξη

1. O Πρόεδρος του Δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση δύναται, ύστερα από αίτηση διαδίκου, να διατάξει, και πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης, τη διενέργεια αποδεικτικής διαδικασίας, αν κρίνει ότι υπάρχει κίνδυνος να χαθεί αποδεικτικό μέσο ή να καταστεί δυσχερής η χρησιμοποίησή του ή να δυσχερανθεί η διαπίστωση υφιστάμενης κατάστασης.

2. Η αίτηση κατατίθεται στη γραμματεία και πρέπει, εκτός από τα στοιχεία του άρθρου 59, να αναφέρει το θέμα της απόδειξης, τα αποδεικτικά μέσα, καθώς και τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου. Οι λόγοι αρκεί να πιθανολογούνται βάσει στοιχείων που προσκομίζονται με την αίτηση.

3. Η συζήτηση για τη συντηρητική απόδειξη, καθώς και η διεξαγωγή της συντηρητικής απόδειξης ορίζονται σε σύντομο χρόνο, ανάλογα με τον κίνδυνο, οι δε διάδικοι καλούνται δέκα (10) ημέρες πριν από τη συζήτηση ή τη διεξαγωγή, εκτός αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι, οπότε η προθεσμία μπορεί να συντμηθεί. Οι σχετικές κλήσεις επιδίδονται από τον διάδικο που ζήτησε να διαταχθεί η συντηρητική απόδειξη. Κατά τα λοιπά ισχύουν αναλόγως τα άρθρα 251 και 252.

 

Άρθρο 254

Αναζήτηση στοιχείων και εντολή επανελέγχου

1. Το Δικαστήριο με απόφασή του και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο του Ελεγκτικού Συνεδρίου με πράξη του, δύνανται να ζητούν από κάθε δημόσια αρχή ή όργανο της τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς και από κάθε άλλο νομικό ή και φυσικό πρόσωπο, πληροφορίες και στοιχεία χρήσιμα για τη διάγνωση της υπόθεσης. Όλοι αυτοί έχουν την υποχρέωση να παρέχουν προς το Δικαστήριο και τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου τις πληροφορίες και τα στοιχεία που τους ζητούνται, μέσα στην τασσόμενη με την απόφαση ή την πράξη προθεσμία. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 2 του άρθρου 20.

2. Το Δικαστήριο, με απόφασή του, δύναται, επίσης, όποτε το κρίνει αναγκαίο για τη διάγνωση της υπόθεσης, να διατάζει αιτιολογημένως τη διενέργεια επανελέγχου από τη διοίκηση ορίζοντας το αντικείμενο και τον σκοπό του επανελέγχου. Η σχετική έκθεση για τον επανέλεγχο πρέπει να κατατίθεται στο Δικαστήριο μέσα στην τασσόμενη με την απόφαση προθεσμία.

3. Το Δικαστήριο δύναται, με πράξη του Προέδρου του, προαποδεικτικώς ή με απόφασή του, να ζητεί από τη διοίκηση τη διενέργεια πολύπλοκων αριθμητικών υπολογισμών ή αριθμητικών υπολογισμών που στηρίζονται σε δεδομένα από πολλαπλά στοιχεία τα οποία τηρεί η διοίκηση. Η σχετική έκθεση της διοίκησης υποβάλλεται υποχρεωτικώς στο Δικαστήριο είκοσι (20) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ορισθείσα ή οριζόμενη κατά περίπτωση δικάσιμο.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 40

ΕΓΓΡΑΦΑ

 

Άρθρο 255

Δημόσια και ιδιωτικά έγγραφα

1. Δημόσια έγγραφα είναι όσα έχουν συνταχθεί είτε σε έντυπη είτε σε ηλεκτρονική μορφή κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό κατά την άσκηση από αυτούς δημόσιας υπηρεσίας ή λειτουργίας.

2. Ιδιωτικά είναι όλα τα έγγραφα, τα οποία δεν είναι δημόσια. Τα ιδιωτικά έγγραφα πρέπει να φέρουν την υπογραφή του συντάκτη τους ή, αν δηλώνεται αδυναμία υπογραφής, άλλο σημείο το οποίο τίθεται από αυτόν. Στην τελευταία αυτή περίπτωση το έγγραφο πρέπει να επικυρώνεται από συμβολαιογράφο ή άλλη δημόσια αρχή, οι οποίοι και βεβαιώνουν συγχρόνως ότι ο εκδότης δήλωσε αδυναμία υπογραφής. Ως ιδιόχειρη υπογραφή νοείται και η ηλεκτρονική υπογραφή ή η εγκεκριμένη ηλεκτρονική σφραγίδα, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014 σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ (L 257/73).

3. Θεωρούνται, επίσης, έγγραφα, κατά τις διακρίσεις των παρ. 1 και 2:

(α) τα βιβλία των οποίων την τήρηση επιβάλλουν οι κείμενες διατάξεις,

(β) οι φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση, καθώς και οι φωνοληψίες.

4. Μηχανική απεικόνιση, κατά την έννοια της παρ. 3, είναι και κάθε μέσο το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων, που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως, επίσης, και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία. Ηλεκτρονικό έγγραφο που φέρει απλή ή προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή ή προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα του εκδότη του αποτελεί μηχανική απεικόνιση.

 

Άρθρο 256

Τύπος εγγράφων

Τα δημόσια και ιδιωτικά έγγραφα τα οποία προσκομίζονται στο Δικαστήριο πρέπει να έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις ή, αν ο νόμος που διέπει τη σχέση απαιτεί ειδικό τύπο, κατά τον τύπο αυτόν.

 

Άρθρο 257

Αποδεικτική δύναμη

1. Τα δημόσια έγγραφα, που έχουν συνταχθεί από το αρμόδιο όργανο είτε σε έντυπη είτε σε ηλεκτρονική μορφή και κατά τους νόμιμους τύπους, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όσα βεβαιώνονται σ’ αυτά ότι ενήργησε ο συντάκτης τους ή ότι έγιναν ενώπιόν του, ως προς τα οποία είναι δυνατή η ανταπόδειξη, αν το σχετικό έγγραφο προσβληθεί ως πλαστό.

2. Έγγραφα που έχουν συνταχθεί από αλλοδαπό δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, τα οποία θεωρούνται ως δημόσια έγγραφα στον τόπο όπου εκδόθηκαν, έχουν την αποδεικτική δύναμη που ορίζεται στην παρ. 1.

3. Η χρονολογία των ιδιωτικών εγγράφων καθίσταται βέβαιη για τους τρίτους μόνον όταν αυτά θεωρηθούν από συμβολαιογράφο ή από άλλον αρμόδιο κατά τον νόμο δημόσιο υπάλληλο. Αλλιώς, ως βέβαιη χρονολογία ιδιωτικού εγγράφου θεωρείται εκείνη του θανάτου ενός από αυτούς που το έχει υπογράψει ή η χρονολογία του δημόσιου εγγράφου στο οποίο το ιδιωτικό έγγραφο μνημονεύεται κατά τα ουσιώδη μέρη το περιεχόμενό του ή εκείνη της επέλευσης γεγονότος που καθιστά κατά ανάλογο τρόπο αναμφισβήτητη τη χρονολογία του. Η χρονολογία των ηλεκτρονικών ιδιωτικών εγγράφων καθίσταται βέβαιη, εφόσον τα έγγραφα αυτά φέρουν εγκεκριμένη ηλεκτρονική χρονοσφραγίδα, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014 σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ (L 257/73). Έγγραφα που συντάσσονται μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης αποτελούν έγγραφα βέβαιης χρονολογίας, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις.

4. Κατά τα λοιπά, το περιεχόμενο των δημόσιων εγγράφων, καθώς και όλο το περιεχόμενο των ιδιωτικών εκτιμάται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 246.

5. Οι εκθέσεις ελέγχου που συντάσσονται από τα αρμόδια όργανα έχουν, εκτός από τις αναφερόμενες σε αυτές πραγματικές ή νομικές κρίσεις ή πληροφορίες ή ομολογίες του ελεγχομένου, την αποδεικτική δύναμη που προβλέπεται στην παρ. 1.

6. Τα ιδιωτικά έγγραφα δεν έχουν αποδεικτικές συνέπειες υπέρ εκείνου που τα συνέταξε, εκτός αν προσκομίζονται από τον αντίδικό του ή αν πρόκειται για τα βιβλία που αναφέρονται στην παρ. 3 του άρθρου 255.

7. Οι παρ. 1 έως 6 εφαρμόζονται μόνον εφόσον ο νόμος που διέπει τη σχέση δεν ορίζει διαφορετικά.

 

Άρθρο 258

Μεταφράσεις

Τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί σε ξένη γλώσσα υποβάλλονται μαζί με μετάφραση, η οποία πρέπει να είναι επικυρωμένη από το Υπουργείο Εξωτερικών ή την πρεσβεία ή το προξενείο της εν λόγω χώρας στην Ελλάδα ή από αρμόδιο κατά τον νόμο όργανο. Το Δικαστήριο μπορεί σε κάθε περίπτωση να διατάξει μετάφραση από ειδικό μεταφραστή.

 

Άρθρο 259

Αντίγραφα

1. Αντίγραφο του εγγράφου έχει την αποδεικτική δύναμη του πρωτοτύπου, αν η ακρίβειά του βεβαιώνεται από αρμόδιο προς τούτο υπάλληλο. Το Δικαστήριο μπορεί, πάντως, να ζητήσει την προσκόμιση του πρωτοτύπου.

2. Το αντίγραφο που δεν έχει κυρωθεί σύμφωνα με την παρ. 1 λαμβάνεται υπόψη αν το Δικαστήριο πείθεται για την ακρίβειά του από άλλα στοιχεία.

 

Άρθρο 260

Επίδειξη εγγράφων

1. Το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επίδειξη εγγράφου που βρίσκεται στην κατοχή διαδίκου, τρίτου ή οποιασδήποτε αρχής.

2. Αν για οποιονδήποτε σπουδαίο λόγο η επίδειξη εγγράφου δεν μπορεί να γίνει στο ακροατήριο, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επιτόπια επίδειξή του στον ορισθέντα από αυτό ειδικώς εισηγητή δικαστή, ο οποίος συντάσσει γι’ αυτήν έκθεση, στην οποία περιλαμβάνει το περιεχόμενο του εγγράφου ή επισυνάπτει αντίγραφό του.

3. Η κατά την παρ. 1 επίδειξη δεν είναι υποχρεωτική στην περίπτωση ιδιωτικού εγγράφου, αν ο κάτοχός του απαλλάσσεται, σύμφωνα με το άρθρο 285, από την υποχρέωση να εξεταστεί για το θέμα που αποτελεί αντικείμενο του εγγράφου ως μάρτυρας, ή αν δικαιούται να αρνηθεί την επίδειξή του, επικαλούμενος το επιστημονικό ή επαγγελματικό απόρρητο.

4. Σε περίπτωση άρνησης ή παρακώλυσης επίδειξης εγγράφου, εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 2 του άρθρου 20. Αν ο αρνούμενος ή ο παρακωλύων την επίδειξη είναι ο διάδικος, προς απόδειξη ισχυρισμού του οποίου έχει αυτή διαταχθεί, ο ισχυρισμός του, αν δεν αποδεικνύεται με άλλο αποδεικτικό μέσο, απορρίπτεται ως αναπόδεικτος, ενώ, αν είναι ο αντίδικός του, ο ισχυρισμός αυτός θεωρείται ότι έχει αποδειχθεί.

 

Άρθρο 261

Απόρρητα έγγραφα

1. Αν δημόσιο έγγραφο, κατά την οικεία βεβαίωση της αρχής που το κατέχει, αφορά σε απόρρητο του Κράτους σχετικό με την ασφάλεια και τις διεθνείς σχέσεις του ή άλλο κρατικό απόρρητο, το Δικαστήριο εξετάζει, συνερχόμενο σε συμβούλιο, τα στοιχεία και τους ισχυρισμούς της διοίκησης. Αν το Δικαστήριο κρίνει ότι ο χαρακτηρισμός του εγγράφου ως απόρρητου δικαιολογείται από τη φύση του, σε συνάρτηση και με τους λόγους δημόσιου συμφέροντος που επικαλείται η διοίκηση, προχωρεί στην εξέταση της υπόθεσης συνεκτιμώντας το έγγραφο, χωρίς να το θέσει υπόψη του αιτούντος και χωρίς να εκθέσει το περιεχόμενό του στην απόφαση. Αν το Δικαστήριο κρίνει ότι ο χαρακτηρισμός του εγγράφου ως απόρρητου δεν δικαιολογείται, αναβάλλει την πρόοδο της δίκης, προκειμένου να λάβουν γνώση του εγγράφου οι διάδικοι και να εκθέσουν τις απόψεις τους.

2. Ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου δικαιούται να λαμβάνει γνώση κάθε εγγράφου και να εκφέρει γνώμη αν ο χαρακτηρισμός του ως απόρρητου δικαιολογείται από τη φύση του κατά τα αναφερόμενα στην παρ. 1. Σε κάθε περίπτωση, όμως, υποχρεούται στην τήρηση του απορρήτου και δεσμεύεται ως προς το ζήτημα αυτό από την κρίση του Δικαστηρίου.

 

Άρθρο 262

Απώλεια εγγράφου

Αν έγγραφο χαθεί ή η ανάγνωσή του καταστεί αδύνατη, η ύπαρξη και το περιεχόμενό του μπορεί να αποδειχθούν με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο.

 

Άρθρο 263

Γνησιότητα εγγράφου

1. Αν αμφισβητείται η γνησιότητα της υπογραφής και γενικά το περιεχόμενο ιδιωτικού εγγράφου, το Δικαστήριο αποφαίνεται παρεμπιπτόντως εκ των ενόντων, με βάση πληροφορίες και εξηγήσεις που μπορεί να ζητήσει από τον φερόμενο ως συντάκτη του εγγράφου. Μπορεί επίσης, αν το κρίνει αναγκαίο, να διατάξει την απόδειξη της γνησιότητας του εγγράφου με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο.

2. Αν πρόκειται για ξένο δημόσιο έγγραφο, το Δικαστήριο μπορεί να το θεωρήσει γνήσιο και χωρίς απόδειξη, με βάση τις συντρέχουσες περιστάσεις. Προς τον σκοπό αυτόν είναι δυνατό να αρκεστεί στην επικύρωσή του από το Υπουργείο Εξωτερικών ή από ελληνική πρεσβεία ή προξενείο.

 

Άρθρο 264

Προσβολή εγγράφου ως πλαστού

1. Όποιος προσβάλλει έγγραφο ως πλαστό, οφείλει συγχρόνως να προσκομίζει και να επικαλείται τα στοιχεία, στα οποία στηρίζει τον ισχυρισμό του.

 2. Για την πλαστότητα αποφαίνεται παρεμπιπτόντως το Δικαστήριο. Αν το έγγραφο είναι ουσιώδες για τη διάγνωση της υπόθεσης και κατονομάζεται ο πλαστογράφος, και εφόσον δεν πρόκειται για περίπτωση όπου για οποιονδήποτε νόμιμο λόγο αποκλείεται η ποινική δίωξη, μπορεί να ανασταλεί η πρόοδος της δίκης ως το τέλος της ποινικής, εκτός αν από την αναστολή κινδυνεύουν αμέσως τα συμφέροντα διαδίκου.

3. Η απόφαση για την αναστολή, όπως και εκείνη που δέχεται την πλαστότητα, διαβιβάζεται στον αρμόδιο εισαγγελέα με έγγραφο του Προέδρου του Δικαστηρίου.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 41

ΑΥΤΟΨΙΑ

 

Άρθρο 265

Απόφαση για διεξαγωγή αυτοψίας

1. Το Δικαστήριο διατάσσει τη διενέργεια αυτοψίας, όταν κρίνει ότι πρέπει να διαμορφώσει άμεση αντίληψη για το αντικείμενο της απόδειξης, προσδιορίζοντας ταυτοχρόνως και τα θέματα που θα αποδειχθούν με αυτή.

2. Το Δικαστήριο δύναται να αποφασίσει τη διενέργεια αυτοψίας και να διατάξει ταυτόχρονα πραγματογνωμοσύνη ή και εξέταση μαρτύρων. Αν παράλληλα με την αυτοψία διατάχθηκε και πραγματογνωμοσύνη, η ορκοδοσία των πραγματογνωμόνων μπορεί να γίνει και κατά την αυτοψία από εκείνον που την ενεργεί.

3. Κατά τη διεξαγωγή αυτοψίας δικαιούται να παρίσταται δικαστικός λειτουργός της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, προς την οποία κοινοποιείται η απόφαση διενέργειάς της αμέσως μετά από την έκδοση αυτής.

 

Άρθρο 266

Διεξαγωγή αυτοψίας

1. Η αυτοψία ενεργείται από το ίδιο το Δικαστήριο που τη διέταξε ή από μέλος του που εντέλλεται από αυτό. Εφόσον συντρέχει εξαιρετική ανάγκη, η διενέργεια της αυτοψίας μπορεί να ανατεθεί και σε άλλο Δικαστήριο, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 9.

2. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, αν η αυτοψία ενεργείται από όλο το Δικαστήριο, ή ο ειδικώς ορισθείς από αυτό εισηγητής δικαστής, ορίζουν την ημέρα και την ώρα της διεξαγωγής της. Αν κρίνουν ότι είναι αδύνατο ή δυσχερές να μεταφερθεί το αντικείμενο της αυτοψίας στον τόπο των συνεδριάσεων, ορίζουν τόπο κατάλληλο για τη διεξαγωγή της, όπου μεταβαίνουν εκείνοι που την ενεργούν.

3. Ο διάδικος ή τρίτος που κατέχει το αντικείμενο της αυτοψίας ή που είναι ο ίδιος αντικείμενο της αυτοψίας πρέπει τρεις (3) τουλάχιστον ημέρες πριν ενεργηθεί η αυτοψία να κληθεί να παραστεί σ’ αυτήν.

4. Κατά τη διεξαγωγή της αυτοψίας μπορεί να ληφθούν φωτογραφίες ή άλλες απεικονίσεις, καθώς και να συνταχθούν σχεδιαγράμματα.

 

Άρθρο 267

Σύμπραξη κατά τη διενέργεια αυτοψίας

1. Οι διάδικοι οφείλουν να βοηθούν για την ενέργεια της αυτοψίας και να κάνουν ό,τι είναι αναγκαίο για τη διεξαγωγή της.

2. Αν η αυτοψία γίνεται σε διάδικο ή τρίτο, αυτός οφείλει να ανεχθεί την αυτοψία, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος και ιδίως αν θίγεται η υγεία ή η αξιοπρέπειά του. Εκείνος που ενεργεί την αυτοψία, πρέπει να λάβει όλα τα μέτρα, για να εξασφαλιστεί πλήρως η υγεία και η αξιοπρέπεια του προσώπου όσο γίνεται η αυτοψία.

3. Αν αντικείμενο της αυτοψίας είναι κινητό που το κατέχει διάδικος ή τρίτος, αυτός οφείλει να το παρουσιάσει και να το επιδείξει σε εκείνον που ενεργεί την αυτοψία. Αν αντικείμενο της αυτοψίας είναι ακίνητο, που κατέχει διάδικος ή τρίτος, αυτός έχει υποχρέωση να επιτρέψει την επίσκεψη του ακινήτου για να γίνει η αυτοψία.

4. Διάδικος ή τρίτος που με την απουσία του, την απόκρυψη του πράγματος που αποτελεί το αντικείμενο της αυτοψίας ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο ματαιώνει ή παρεμποδίζει τη διεξαγωγή της καταδικάζεται στην καταβολή των δικαστικών εξόδων. Αν αυτός είναι ο διάδικος, προς απόδειξη ισχυρισμού του οποίου έχει διαταχθεί η αυτοψία, ο ισχυρισμός του, αν δεν αποδεικνύεται με άλλο αποδεικτικό μέσο, απορρίπτεται ως αναπόδεικτος. Αν είναι ο αντίδικός του, ο ισχυρισμός αυτός θεωρείται ότι έχει αποδειχθεί.

5. Το Δικαστήριο ή ο ειδικώς ορισθείς από αυτό εισηγητής δικαστής που διεξάγει την αυτοψία, μπορεί να απαλλάξει τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 4 από τις υποχρεώσεις τους αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι, τους οποίους τα πρόσωπα αυτά πρέπει να επικαλεστούν εγγράφως και να αποδείξουν πριν από τη διεξαγωγή της αυτοψίας. Αν πρόκειται για απόφαση του εισηγητή δικαστή, το Δικαστήριο μπορεί να την εξαφανίσει διατάσσοντας και πάλι την αυτοψία.

 

Άρθρο 268

Περιεχόμενο έκθεσης αυτοψίας

1. Αν η αυτοψία γίνεται στο ακροατήριο, αναφέρεται στα πρακτικά, ενώ, αν γίνεται εκτός ακροατηρίου, συντάσσεται σχετική έκθεση. Στα πρακτικά ή την έκθεση πρέπει να αναφέρεται το αντικείμενο της αυτοψίας, καθώς και η αντίληψη που σχημάτισαν από αυτήν το Δικαστήριο ή ο δικαστής.

2. Στα πρακτικά ή την έκθεση πρέπει να περιλαμβάνονται αν εξετάστηκαν μάρτυρες, οι καταθέσεις τους, ενώ, αν διορίστηκαν πραγματογνώμονες, η γνωμοδότησή τους. Επίσης, επισυνάπτονται τα ληφθέντα σχεδιαγράμματα, φωτογραφίες ή άλλες απεικονίσεις.

 

Άρθρο 269

Κατάθεση έκθεσης αυτοψίας

Αν η αυτοψία διενεργείται στο ακροατήριο, η υπόθεση συζητείται αμέσως μετά. Αν διενεργείται εκτός ακροατηρίου, η έκθεση αυτοψίας κατατίθεται ή αποστέλλεται μαζί με τα συνημμένα της στη γραμματεία του Δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 42

ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ

 

Άρθρο 270

Έργο πραγματογνωμόνων

Το Δικαστήριο διατάσσει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης αν κρίνει ότι ανακύπτουν ζητήματα για τη διάγνωση των οποίων απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης.

 

Άρθρο 271

Διορισμός πραγματογνωμόνων

1. Για τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης το Δικαστήριο διορίζει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες.

2. Οι πραγματογνώμονες διορίζονται από κατάλογο πραγματογνωμόνων που τηρείται σύμφωνα με το άρθρο 371 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Αν δεν υπάρχει κατάλογος ή δεν περιλαμβάνονται σε αυτόν πρόσωπα με ειδικές γνώσεις για το συγκεκριμένο αντικείμενο της πραγματογνωμοσύνης, το Δικαστήριο διορίζει άλλα κατάλληλα κατά την κρίση του πρόσωπα που έχουν τα προσόντα εγγραφής σε κατάλογο πραγματογνωμόνων.

3. Στην απόφαση διορισμού αναφέρονται το θέμα της απόδειξης, ο διάδικος που φέρει το βάρος της, καθώς και ο χρόνος περάτωσης της πραγματογνωμοσύνης. Στην ίδια απόφαση αναφέρονται το ονοματεπώνυμο, η διεύθυνση κατοικίας ή επαγγέλματος, η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και η ιδιότητα των διοριζομένων ως πραγματογνωμόνων.

 

Άρθρο 272

Αποκλεισμός, εξαίρεση, απαλλαγή και αντικατάσταση πραγματογνώμονα

1. Οι λόγοι οι οποίοι ισχύουν για τον αποκλεισμό και την εξαίρεση των δικαστών, ισχύουν αναλόγως και για τους πραγματογνώμονες.

2. Οι πραγματογνώμονες μπορούν να ζητήσουν την απαλλαγή τους για τους ίδιους λόγους, καθώς και για κάθε σπουδαίο λόγο που τους παρεμποδίζει να διενεργήσουν την πραγματογνωμοσύνη. Αν ο πραγματογνώμονας είναι υπάλληλος φορέα που ανήκει στον δημόσιο τομέα, την απαλλαγή μπορεί να ζητήσει και η προϊστάμενή του αρχή.

3. Οι λόγοι που προβλέπονται στις παρ. 1 και 2 πρέπει να προβληθούν πριν από την ορκοδοσία.

4. Η βασιμότητα των λόγων αποκλεισμού ή εξαίρεσης εξετάζεται από το Δικαστήριο σε συμβούλιο. Αν οι λόγοι κριθούν βάσιμοι, ορίζεται συγχρόνως ο αντικαταστάτης.

5. Το Δικαστήριο μπορεί να αντικαταστήσει τον πραγματογνώμονα, αν κάποιος από τους λόγους της παρ. 1 ανακύψει μετά από την ορκοδοσία, καθώς και για αδυναμία ή αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

 

Άρθρο 273

Ορκοδοσία πραγματογνώμονα

Οι πραγματογνώμονες ορκίζονται ενώπιον του Δικαστηρίου που τους διόρισε ή του ειδικώς ορισθέντος από αυτό εισηγητή δικαστή ότι θα εκτελέσουν τα καθήκοντά τους με ευσυνειδησία, αντικειμενικότητα και εχεμύθεια. Κατά τα λοιπά, τηρείται ο τύπος του όρκου των μαρτύρων.

 

Άρθρο 274

Καθήκοντα πραγματογνώμονα

1. Οι πραγματογνώμονες γνωμοδοτούν για τα θέματα που τους τίθενται από το Δικαστήριο. Το Δικαστήριο δύναται να τους παρέχει οδηγίες ή κατευθύνσεις για τον τρόπο με τον οποίο θα εκτελέσουν τα καθήκοντά τους.

2. Η άσκηση των καθηκόντων του πραγματογνώμονα είναι υποχρεωτική.

3. Οι πραγματογνώμονες οφείλουν, όποτε καλούνται από το Δικαστήριο, να παρευρίσκονται κατά τη διενέργεια και άλλων διαδικαστικών πράξεων, καθώς και κατά τη μετά την απόδειξη συζήτηση της υπόθεσης για την παροχή επεξηγήσεων ή πληροφοριών.

4. Πραγματογνώμονας που δεν εκτελεί τα καθήκοντά του, δεν έχει δικαίωμα αμοιβής ή αποζημίωσης και υπόκειται στις κυρώσεις που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 20.

 

Άρθρο 275

Διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης

1. Για τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης, αν οι πραγματογνώμονες είναι περισσότεροι από ένας, συνέρχονται ύστερα από πρόσκληση οποιουδήποτε από αυτούς. Αλλιώς, συγκαλούνται από το Δικαστήριο ή από τον ειδικώς ορισθέντα από αυτό εισηγητή δικαστή.

2. Οι πραγματογνώμονες μπορούν:

(α) να λαμβάνουν γνώση των στοιχείων της δικογραφίας και να λαμβάνουν απλά αντίγραφα των έγγραφων στοιχείων της, τα οποία θεωρούν απαραίτητα για τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης,

(β) να ζητούν πληροφορίες από τους διαδίκους ή από τους φορείς που ανήκουν στον δημόσιο τομέα, να λαμβάνουν φωτογραφίες, απεικονίσεις ή εικόνες, να συντάσσουν σχεδιαγράμματα και να προβαίνουν σε κάθε αναγκαία ενέργεια,

(γ) όταν παρίστανται στις συνεδριάσεις, με την άδεια του Προέδρου του Δικαστηρίου, να υποβάλουν ερωτήσεις στους διαδίκους, τους νόμιμους αντιπροσώπους τους και τους μάρτυρες και να ζητούν να αναγνωσθούν έγγραφα.

3. Οι διάδικοι μπορούν να υποβάλουν προς τους πραγματογνώμονες υπομνήματα με τις απόψεις τους για το αντικείμενο της πραγματογνωμοσύνης, καθώς και κάθε άλλο συναφές με αυτό στοιχείο και να παρευρίσκονται κατά την εξέταση ή τη θεώρηση του αντικειμένου της.

 

Άρθρο 276

Έκθεση πραγματογνωμοσύνης

1. Για τη διεξαγωγή και το συμπέρασμα της πραγματογνωμοσύνης, οι πραγματογνώμονες συντάσσουν έκθεση, στην οποία αναφέρονται οι ενέργειες που έγιναν και η αιτιολογημένη γνώμη καθενός. Αν η γνώμη περισσότερων πραγματογνωμόνων συμπίπτει, συντάσσεται κοινή γνώμη από αυτούς.

2. Η έκθεση υπογράφεται από όλους τους πραγματογνώμονες και κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου. Για την κατάθεση συντάσσεται σχετική πράξη. Αν κάποιος ή κάποιοι από τους πραγματογνώμονες δεν παρουσιάζονται όταν γίνεται η πραγματογνωμοσύνη ή αρνούνται να υπογράψουν την έκθεση, αυτό σημειώνεται στην έκθεση.

3. Αν η πραγματογνωμοσύνη διεξάγεται στο ακροατήριο, το Δικαστήριο μπορεί να αρκεστεί σε προφορική έκθεση, η οποία καταχωρίζεται στα πρακτικά.

 

Άρθρο 277

Εκτίμηση πραγματογνωμοσύνης

Το Δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα τη γνώμη των πραγματογνωμόνων. Αν κρίνει ότι συντρέχει λόγος, μπορεί να διατάξει νέα πραγματογνωμοσύνη ή την επανάληψη ή τη συμπλήρωση της πραγματογνωμοσύνης από τους ίδιους ή άλλους πραγματογνώμονες.

 

Άρθρο 278

Δαπάνες πραγματογνωμοσύνης

1. Οι δαπάνες της πραγματογνωμοσύνης και η αμοιβή των πραγματογνωμόνων, η οποία για όλους από κοινού δεν μπορεί να υπερβαίνει την κατά την παρ. 3 αμοιβή του ενός προσαυξημένη κατά πενήντα τοις εκατό (50%), καθορίζονται από το Δικαστήριο που διέταξε την πραγματογνωμοσύνη με την οριστική του απόφαση. Για τον καταλογισμό τους εφαρμόζονται τα άρθρα 314 και 315.

2. Αν για τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης απαιτούνται σημαντικές δαπάνες, το Δικαστήριο σε συμβούλιο, ύστερα από αίτηση του πραγματογνώμονα, που υποβάλλεται στον Πρόεδρο και η οποία περιέχει λεπτομερώς τις απαιτούμενες δαπάνες, μπορεί, με απόφασή του, μη υποκείμενη σε ένδικα μέσα, να προβεί στην προσωρινή εκκαθάριση και να διατάξει την ολική ή μερική προκαταβολή των δαπανών αυτών. Με την προκαταβολή των παραπάνω δαπανών επιβαρύνεται το Δημόσιο. Οι προκαταβαλλόμενες δαπάνες συμψηφίζονται, σύμφωνα όσα ορίζονται στην παρ. 3, κατά την οριστική εκκαθάριση και τον καταλογισμό των δαπανών στους διαδίκους.

3. Οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 22 του ν. 3693/1957 (Α’ 79) εφαρμόζονται και ως προς την αμοιβή των πραγματογνωμόνων.

 

Άρθρο 279

Τεχνικοί σύμβουλοι

1. Αν το Δικαστήριο αποφασίσει τον διορισμό πραγματογνώμονα, κάθε διάδικος μπορεί να ορίσει με δαπάνη του έναν τεχνικό σύμβουλο, ο οποίος πρέπει να είναι πρόσωπο που έχει την ικανότητα να διοριστεί πραγματογνώμονας.

2. Ο ορισμός τεχνικού συμβούλου γίνεται με έγγραφη δήλωση του διαδίκου που κατατίθεται στη γραμματεία, καθώς και προφορικώς στο Δικαστήριο ή στον ειδικώς ορισθέντα από αυτό εισηγητή δικαστή ενώπιον των οποίων διενεργείται η πραγματογνωμοσύνη. Για τον ορισμό συντάσσεται αντίστοιχα έκθεση ή πρακτικό.

3. Οι τεχνικοί σύμβουλοι βοηθούν τους διαδίκους με τις τεχνικές γνώσεις τους, μπορούν δε να παρευρίσκονται σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις στις οποίες είναι δυνατόν να παρευρίσκονται και οι πραγματογνώμονες, να λαμβάνουν γνώση της δικογραφίας και να λαμβάνουν απλά αντίγραφα των αναγκαίων για την επιτέλεση του έργου τους εγγράφων.

4. Οι τεχνικοί σύμβουλοι μπορούν να υποβάλουν εγγράφως ή να διατυπώνουν, με άδεια του Προέδρου του Δικαστηρίου, προφορικώς στο ακροατήριο τις παρατηρήσεις τους για την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, καθώς και να απευθύνουν ερωτήσεις στους πραγματογνώμονες κατά την ακροαματική διαδικασία.

 

Άρθρο 280

Απλές γνωμοδοτήσεις

Γνωμοδοτήσεις προσώπων τα οποία έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, για ζητήματα που αφορούν σε εκκρεμή δίκη, τα οποία δεν αποτέλεσαν αντικείμενο πραγματογνωμοσύνης, λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο, εφόσον ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά και εκτιμώνται ελεύθερα από αυτό.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 43

ΜΑΡΤΥΡΕΣ

 

Άρθρο 281

Απόφαση για εξέταση μάρτυρα

1. Το Δικαστήριο μπορεί να διατάζει την εξέταση μαρτύρων είτε ενώπιόν του είτε ενώπιον του ειδικώς ορισθέντος για την απόδειξη εισηγητή δικαστή. Είναι δυνατόν να αποφασιστεί η εξέταση μάρτυρα, ακόμα και αν έχει ληφθεί προαποδεικτικώς η κατάθεσή του, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 290.

2. Στην απόφαση, εκτός από το θέμα της απόδειξης, τον τόπο, καθώς και τον χρόνο διεξαγωγής και περάτωσής της, πρέπει να αναφέρονται το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα, η διεύθυνση κατοικίας, καθώς και η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του μάρτυρα.

 

Άρθρο 282

Πρόταση διαδίκου για εξέταση μάρτυρα

1. Η πρόταση του διαδίκου για την εξέταση μάρτυρα γίνεται με το αρχικό ή το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων ή με ειδική αίτηση που κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση.

 2. Στην πρόταση πρέπει να:

(α) αναφέρονται το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και η διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα,

(β) προσδιορίζεται το θέμα για το οποίο θα γίνει η εξέταση,

(γ) βεβαιώνεται ότι δεν συντρέχει περίπτωση αποκλεισμού ή απαλλαγής του μάρτυρα, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 285 και 286.

3. Η πρόταση μπορεί να γίνει και προφορικώς, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εφόσον σε αυτήν παρίστανται όλοι οι διάδικοι και δεν αντιλέγουν.

4. Μάρτυρες δικαιούται να καλεί προς εξέταση και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Για τον σκοπό αυτό η Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενημερώνει πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση τη γραμματεία του Δικαστηρίου, αναφέροντας στην πρόταση τα στοιχεία που αναφέρονται την παρ. 2. Η πρόταση μπορεί να γίνει και προφορικά στο ακροατήριο, εφόσον παρίστανται όλοι οι διάδικοι και δεν αντιλέγουν.

 

Άρθρο 283

Κλήση μάρτυρα

1. Οι μάρτυρες καλούνται με πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου ή του ειδικώς ορισθέντος από αυτό εισηγητή δικαστή.

2. Η πράξη πρέπει να αναφέρει το θέμα της απόδειξης, τον τόπο και τον χρόνο διεξαγωγής της, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα, τη διεύθυνση κατοικίας και την ηλεκτρονική διεύθυνση του μάρτυρα.

3. Η πράξη επιδίδεται στους μάρτυρες και στους διαδίκους με επιμέλεια της γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

4. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι οποίες αφορούν στην ιδιότητα ή στην κατάσταση του μάρτυρα, επιτρέπεται η εξέταση να γίνει από τον ειδικώς ορισθέντα εισηγητή δικαστή στην κατοικία ή στον τόπο της διαμονής του μάρτυρα. Για την εξέταση αυτή καλούνται οι διάδικοι με ειδική πράξη του ορισθέντος εισηγητή δικαστή, η οποία επιδίδεται σε αυτούς με επιμέλεια της γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

 

Άρθρο 284

Υποχρέωση και αντικείμενο μαρτυρίας

1. Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στο άρθρο 285, περί αποκλεισμού μαρτύρων, η μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου ή του ειδικώς ορισθέντος εισηγητή δικαστή είναι υποχρεωτική. Όποιος καλείται να εξεταστεί ως μάρτυρας, οφείλει να προσέλθει και να καταθέσει για τα πραγματικά γεγονότα που γνωρίζει.

2. Αν ο μάρτυρας που έχει κληθεί νομίμως δεν εμφανιστεί αδικαιολογήτως ή αρνείται να ορκιστεί ή να καταθέσει, το Δικαστήριο, με οριστική απόφασή του, επιβάλλει πρόστιμο έως χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ.

 

Άρθρο 285

Αποκλεισμός μαρτύρων

1. Αποκλείεται να εξεταστούν ως μάρτυρες:

(α) πρόσωπα τα οποία, όταν έγινε το πραγματικό γεγονός που πρέπει να αποδειχθεί, δεν είχαν το αισθητήριο για να το αντιληφθούν ή δεν έχουν ικανότητα να ανακοινώσουν αυτό που αντιλήφθηκαν,

(β) οι συγγενείς του ιδιώτη διαδίκου εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό, κατευθείαν ή εκ πλαγίου, οι σύζυγοι και οι συνάψαντες σύμφωνο συμβίωσης και αν ακόμη έπαυσε να υφίσταται ο γάμος ή το σύμφωνο,

(γ) πρόσωπα που μπορεί να έχουν οποιοδήποτε συμφέρον από την έκβαση της δίκης.

2. Αποκλείεται, επίσης, να εξεταστούν ως μάρτυρες όσοι κατέχουν αξίωμα ή ασκούν λειτούργημα ή επάγγελμα για όσα θέματα τους έχουν εμπιστευτεί λόγω της ιδιότητάς τους αυτής, εφόσον η φύση των θεμάτων τούτων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, επιβάλλει την εχεμύθεια. Ο αποκλεισμός αυτός μπορεί να αρθεί, αν το επιτρέψουν τόσο εκείνος που τους εμπιστεύτηκε το σχετικό θέμα όσο και αυτός στον οποίο αφορά το αντίστοιχο απόρρητο. Η άρση του αποκλεισμού δεν ισχύει αν πρόκειται για κληρικούς, ως προς τα θέματα που τους έχουν εμπιστευτεί οι εξομολογηθέντες από αυτούς. Αν πρόκειται για δημόσιους υπαλλήλους ή υπαλλήλους οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, ο αποκλεισμός μπορεί να αρθεί μόνον ύστερα από σχετική έγγραφη άδεια του οικείου υπουργού ή του αρμόδιου οργάνου του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή του νομικού προσώπου.

 

Άρθρο 286

Απαλλαγή μαρτύρων

Απαλλάσσονται από την υποχρέωση να εξετασθούν ως μάρτυρες και έχουν το δικαίωμα να αρνηθούν την εξέτασή τους:

(α) τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 285 για όσα θέματα περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση του αξιώματος ή του λειτουργήματος ή του επαγγέλματός τους ή συνιστούν επαγγελματικό ή καλλιτεχνικό τους απόρρητο,

(β) αυτός που καλείται να καταθέσει για ζητήματα τα οποία είναι δυνατόν να προκαλέσουν την ποινική δίωξη ή θίγουν την τιμή του ιδίου, του συζύγου ή του συνάψαντος με αυτόν σύμφωνο συμβίωσης, έστω και μετά τη λύση του γάμου ή του συμφώνου, ή συγγενών του εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό.

 

Άρθρο 287

Εξέταση λόγων αποκλεισμού ή απαλλαγής

1. Της κύριας εξέτασης προηγείται η προκαταρκτική εξέταση του μάρτυρα, κατά την οποία ελέγχεται αν συντρέχει λόγος αποκλεισμού του. Τη συνδρομή λόγου απαλλαγής του επικαλείται ο ίδιος ο μάρτυρας.

2. Αν συντρέχει λόγος αποκλεισμού ή απαλλαγής του μάρτυρα, ο ειδικώς ορισθείς εισηγητής δικαστής δεν προχωρεί στην εξέτασή του. Το Δικαστήριο, αν κρίνει αντιθέτως, διατάζει την εξέταση του μάρτυρα κατά την ενώπιόν του διαδικασία.

3. Κάθε διάδικος μπορεί να ζητήσει την εξαίρεση του μάρτυρα, αν στο πρόσωπό του συντρέχει λόγος αποκλεισμού σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 285. Στην περίπτωση αυτή οφείλει να αποδείξει ενώπιον του Δικαστηρίου ή του ειδικώς ορισθέντος εισηγητή δικαστή τη συνδρομή του λόγου αυτού.

 

Άρθρο 288

Διεξαγωγή εξέτασης μάρτυρα

1. Το Δικαστήριο ή ο ειδικώς ορισθείς από αυτό εισηγητής δικαστής επιβεβαιώνει αρχικά την ταυτότητα του προσώπου που εμφανίζεται ως μάρτυρας, με βάση στοιχεία, όπως το όνομα και το επώνυμό του, τον τόπο που γεννήθηκε, την ηλικία, την κατοικία και το επάγγελμά του.

2. Πριν εξεταστεί ο μάρτυρας, οφείλει να ορκισθεί, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 408 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Μετά τον όρκο, ο μάρτυρας ερωτάται για την συγγένειά του με τους διαδίκους και για κάθε άλλο περιστατικό, το οποίο μπορεί να αποτελέσει λόγο να μη συνεχισθεί η εξέτασή του ή μπορεί να διαφωτίσει για τις σχέσεις του με τους διαδίκους και για την αξιοπιστία του. Όσοι δεν έχουν συμπληρώσει το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας τους, ή έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα, ή αποστερήθηκαν θέσεις και αξιώματα λόγω ποινικής καταδίκης, εξετάζονται, αν η μαρτυρία τους κριθεί αναγκαία, χωρίς να δώσουν όρκο.

3. Κάθε μάρτυρας εξετάζεται προφορικά και χωριστά από τους άλλους. Ο μάρτυρας μπορεί, κατά την κρίση του Προέδρου του Δικαστηρίου, να χρησιμοποιεί σημείωμα για να βοηθήσει τη μνήμη του. Ο μάρτυρας οφείλει να δηλώσει πώς έμαθε αυτά που καταθέτει και, αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν έχει άμεση αντίληψη, οφείλει να δηλώσει και το πρόσωπο από το οποίο πληροφορήθηκε όσα καταθέτει.

4. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ή ο ορισθείς εισηγητής δικαστής μπορεί να απαγορεύει τις ερωτήσεις των διαδίκων ή των πληρεξουσίων τους προς τον μάρτυρα, αν κρίνει ότι είναι έκδηλα άσκοπες ή έξω από το θέμα, και κηρύσσει περατωμένη την εξέταση του μάρτυρα, όταν κρίνει ότι ο μάρτυρας κατέθεσε όσα γνωρίζει για τα αποδεικτέα πραγματικά περιστατικά.

5. Το Δικαστήριο μπορεί να αποβάλει τον μάρτυρα πριν από την εξέταση ή κατά τη διάρκειά της, αν κρίνει ότι η διανοητική του κατάσταση αποκλείει την ικανότητά του για μαρτυρία, κατόπιν υποβολής έκθεσης του ειδικώς ορισθέντος εισηγητή δικαστή με τις παρατηρήσεις του.

6. Οι διάδικοι μπορούν να υποβάλουν ερωτήσεις στον μάρτυρα, ύστερα από άδεια αυτού που διεξάγει την εξέταση. Εξέταση μάρτυρα σε αντιπαράσταση με άλλο μάρτυρα ή διάδικο επιτρέπεται να γίνει, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, μόνον ενώπιον του Δικαστηρίου ή του ειδικώς ορισθέντος εισηγητή δικαστή.

7. Όσα έγιναν κατά τη διεξαγωγή της μαρτυρικής κατάθεσης, καθώς και η ορκοδοσία, η κατάθεση του μάρτυρα και οι ενστάσεις των διαδίκων καταχωρίζονται στο πρακτικό ή την έκθεση, κατά περίπτωση.

 

Άρθρο 289

Συμπληρωματική εξέταση μαρτύρων

Το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει να εξεταστεί εκ νέου ένας μάρτυρας, αν αυτό χρειάζεται για να συμπληρωθεί ή να διευκρινιστεί η κατάθεση ή αν το Δικαστήριο κρίνει ότι ο μάρτυρας αρνήθηκε αδικαιολόγητα να καταθέσει για ορισμένο θέμα. Στις περιπτώσεις αυτές δεν απαιτείται νέα ορκοδοσία του μάρτυρα.

 

Άρθρο 290

Κατάθεση κατά την προδικασία

1. Οι μαρτυρικές καταθέσεις τις οποίες προσάγουν οι διάδικοι προαποδεικτικώς λαμβάνονται ενόρκως, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 287 παρ. 1 και 288 παρ. 1, 2, και 5, ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου της έδρας του Δικαστηρίου ή της κατοικίας του μάρτυρα.

2. Ο διάδικος που επιδιώκει τη λήψη μαρτυρικής κατάθεσης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 1, επιδίδει δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν από την κατάθεση στους λοιπούς διαδίκους κλήση, η οποία αναφέρει το ένδικο βοήθημα ή μέσο στο οποίο αφορά η κατάθεση, τον τόπο, την ημέρα και την ώρα διεξαγωγής της, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα, τη διεύθυνση της κατοικίας και την ηλεκτρονική διεύθυνση του μάρτυρα, καθώς και το θέμα της κατάθεσης.

3. Κατά την κατάθεση του μάρτυρα σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παρ. 1 και 2 παρίστανται, εφόσον το επιθυμούν, οι διάδικοι, οι οποίοι επιτρέπεται να απευθύνουν ερωτήσεις προς αυτόν.

4. Μαρτυρική κατάθεση, που δίδεται κατά παράβαση των παρ. 1, 2 και 3, δεν λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της δίκης για την οποία δόθηκε, ούτε ως αποδεικτικό μέσο, που δεν πληροί τους όρους του νόμου.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 44

ΑΚΡΟΑΣΕΙΣ, ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

 

Άρθρο 291

Ακρόαση υπηρεσιακών παραγόντων και εξηγήσεις διαδίκων

1. Το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την παροχή ανωμοτί εξηγήσεων ή πληροφοριών από υπηρεσιακούς παράγοντες ή και από τους ίδιους τους διαδίκους.

2. Η απόφαση για την εξέταση των προσώπων που αναφέρονται στην παρ. 1 κοινοποιείται στους διαδίκους και την αρμόδια αρχή. Η εξέταση διεξάγεται σε ιδιαίτερη συζήτηση στο ακροατήριο ή ενώπιον μέλους του Δικαστηρίου που ορίζεται για τον σκοπό αυτόν.

 

Άρθρο 292

Αποδοχή αλήθειας πραγματικών περιστατικών με επιβλαβείς συνέπειες

1. Η αποδοχή από διάδικο της αλήθειας πραγματικών περιστατικών, με επιβλαβείς γι’ αυτόν συνέπειες στην έκβαση της δίκης, γίνεται εγγράφως ή προφορικώς είτε ενώπιον του Δικαστηρίου ή του ειδικώς ορισθέντος από αυτό εισηγητή δικαστή είτε εξωδίκως. Σε περίπτωση προφορικής αποδοχής ενώπιον του Δικαστηρίου ή του ειδικώς ορισθέντος εισηγητή δικαστή, η σχετική δήλωση καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση, αντιστοίχως.

2. Η αποδοχή της παρ. 1 μπορεί να ανακληθεί για ουσιώδη πλάνη ως προς τα πράγματα, έως το πέρας της τελευταίας συζήτησης.

 

 

ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ

ΠΕΡΑΤΩΣΗ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 45

ΛΗΨΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

 

Άρθρο 293

Σύνθεση του Δικαστηρίου για λήψη απόφασης

1. Η απόφαση λαμβάνεται από τους δικαστές που μετείχαν στη σύνθεση του Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση. Όταν η συζήτηση γίνεται ενώπιον μονομελούς δικαστηρίου, η απόφαση λαμβάνεται από τον δικαστή του δικαστηρίου αυτού.

2. Ανασυζήτηση της υπόθεσης γίνεται μόνο σε περίπτωση θανάτου ή αποχώρησης από την υπηρεσία του δικαστή που είχε μετάσχει στη συζήτηση της υπόθεσης ή άλλου σοβαρού λόγου. Ο δικαστής που είχε μετάσχει στη συζήτηση της υπόθεσης υποχρεούται, και μετά την επέλευση υπηρεσιακής του μεταβολής, να μετάσχει στη διαδικασία λήψης και έκδοσης της απόφασης, με τον βαθμό που έφερε κατά τη συζήτηση.

3. Αν κωλύεται ή αποχωρήσει από την υπηρεσία ή αποβιώσει μέλος της Ολομέλειας από τα μετασχόντα στη συζήτηση της υπόθεσης, εγκύρως λαμβάνεται η απόφαση από τα υπόλοιπα μετασχόντα στη συζήτηση μέλη, εφόσον ο αριθμός αυτών είναι επαρκής για τη συγκρότηση της Ολομέλειας. Ο αριθμός των μελών πρέπει πάντοτε να διατηρείται περιττός. Αν τα μέλη σχηματίζουν άρτιο αριθμό, αποχωρεί ο νεότερος Σύμβουλος και αν αυτός είναι εισηγητής στη δικαζόμενη υπόθεση, ο αμέσως αρχαιότερός του.

 

Άρθρο 294

Ανασυζήτηση

Εκτός από την περίπτωση που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 293, αν μετά από τη συζήτηση της υπόθεσης καταστεί αδύνατη για οποιονδήποτε λόγο η λήψη της απόφασης, η συζήτηση επαναλαμβάνεται κατόπιν ορισμού νέας δικασίμου και κοινοποίησης κλήσης προς συζήτηση.

 

Άρθρο 295

Τρόπος λήψης απόφασης

1. Για τη λήψη της απόφασης από πολυμελή σχηματισμό γίνεται διάσκεψη και ψηφοφορία.

2. Κατά τις διασκέψεις, που μπορεί να γίνονται και εξ αποστάσεως με τη χρήση τεχνικού μέσου που διασφαλίζει τη μυστικότητα της διάσκεψης, παρίσταται και ο γραμματέας, αν τούτο κρίνεται αναγκαίο από τον προεδρεύοντα.

3. Οι πολυμελείς σχηματισμοί του Δικαστηρίου αποφαίνονται κατά πλειοψηφία.

4. Κατά την ψηφοφορία ψηφίζει πρώτος ο εισηγητής, στη συνέχεια οι λοιποί κατά αντίστροφη σειρά σε σχέση με την αρχαιότητά τους, τελευταίος δε ψηφίζει αυτός που προεδρεύει στη διάσκεψη.

5. Αν κατά την ψηφοφορία σχηματισθούν περισσότερες από δύο γνώμες και δεν σχηματίζεται πλειοψηφία, όσοι έχουν μεμονωμένη γνώμη ή τάχθηκαν υπέρ της ασθενέστερης, οφείλουν να προσχωρήσουν σε μία από τις επικρατέστερες. Ο προεδρεύων στη διάσκεψη μπορεί να παρατείνει τη διάσκεψη ή να την επαναλάβει, αν διαπιστώσει ότι οι γνώμες που έχουν σχηματισθεί είναι περισσότερες από δύο με μικρή αριθμητική διαφορά μεταξύ τους.

6. Αν περισσότερες από τις ασθενέστερες γνώμες συγκεντρώσουν ίσο αριθμό ψήφων, καθορίζεται με ψηφοφορία ο αποκλεισμός της μιας από αυτές και εκείνοι που την ακολούθησαν, οφείλουν να προσχωρήσουν σε μία από τις άλλες γνώμες μέχρι να σχηματισθεί πλειοψηφία.

7. Πρακτικό διάσκεψης συντάσσεται μόνο σε όποια περίπτωση τούτο κρίνεται αναγκαίο από το Δικαστήριο.

 

Άρθρο 296

Παραπομπή σε επταμελή σύνθεση Τμήματος

Αν κατά τη διάσκεψη Τμήματος διαπιστωθεί ότι αυτό φέρεται να λάβει απόφαση που είναι αντίθετη σε πρόσφατη προηγούμενη απόφασή του, σχετικά με την ισχύ ή την έννοια διάταξης νόμου που εφαρμόζεται κυρίως σε υποθέσεις υπαγόμενες στην αρμοδιότητά του, τότε η υπόθεση μπορεί να παραπεμφθεί για να εκδικασθεί σε νέα δικάσιμο, κατά την οποία το Τμήμα συγκροτείται από τον Πρόεδρο, τους τέσσερις αρχαιότερους Συμβούλους και τους δύο αρχαιότερους Παρέδρους που υπηρετούν σε αυτό. Η υπόθεση μπορεί να παραπεμφθεί στην επταμελή σύνθεση και λόγω της σπουδαιότητας που εμφανίζει, ιδίως όταν κατά την εκδίκασή της εξετάζεται για πρώτη φορά η έννοια ή το κύρος κρίσιμης διάταξης. Το Τμήμα με πενταμελή ή επταμελή σύνθεση μπορεί σε κάθε περίπτωση να παραπέμψει την υπόθεση στην Ολομέλεια.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 46

ΕΚΔΟΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

 

Άρθρο 297

Διατύπωση και δημοσίευση απόφασης

1. Μετά τη λήψη της απόφασης ο δικαστής συντάσσει, χρονολογεί και υπογράφει την απόφαση.

2. Σε δίκες ενώπιον πολυμελών δικαστικών σχηματισμών, με το πέρας της ψηφοφορίας συντάσσεται από τον εισηγητή δικαστή σχέδιο της απόφασης που περιλαμβάνει το αιτιολογικό και το διατακτικό της, το οποίο χρονολογείται και υπογράφεται από τον προεδρεύοντα και τον εισηγητή.

3. Η απόφαση που προκύπτει από το σχέδιο της παρ. 2 δημοσιεύεται σε δημόσια συνεδρίαση του σχηματισμού που έλαβε την απόφαση. Η απόφαση μπορεί να δημοσιευτεί και από δικαστές που δεν μετείχαν στη συζήτηση. Όταν το Τμήμα που έλαβε την απόφαση δεν συνεδριάζει, επιτρέπεται η δημοσίευση της απόφασης και κατά τη συνεδρίαση άλλου Τμήματος.

4. Η δημοσίευση της απόφασης βεβαιώνεται στο τέλος αυτής από τον προεδρεύοντα στη συνεδρίαση και τον γραμματέα.

5. Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου κοινοποιούνται στους διαδίκους και στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο του Ελεγκτικού Συνεδρίου με επιμέλεια της γραμματείας του.

 

Άρθρο 298

Περιεχόμενο απόφασης

Η απόφαση πρέπει να αναφέρει:

(α) τον αύξοντα αριθμό και το έτος δημοσίευσής της, το Δικαστήριο που την εξέδωσε, τη σύνθεση του Δικαστηρίου και, αν πρόκειται για πολυμελείς δικαστικούς σχηματισμούς, το όνομα του εισηγητή δικαστή, το όνομα του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και το όνομα του γραμματέα, τον χρόνο και τον τόπο της συζήτησης, το γεγονός ότι αυτή έγινε σε δημόσια συνεδρίαση, καθώς και το είδος του ένδικου βοηθήματος ή μέσου που έχει ασκηθεί,

(β) το ονοματεπώνυμο, το πατρώνυμο και την κατοικία των διαδίκων, των νόμιμων αντιπροσώπων και των πληρεξουσίων τους και, αν διάδικοι είναι νομικά πρόσωπα, την επωνυμία τους και τη διεύθυνση της έδρας τους, με αναφορά για το αν παραστάθηκαν,

(γ) σύντομη περίληψη του αντικειμένου της δίκης, με αναφορά στα αιτήματα των διαδίκων, την πορεία της υπόθεσης, καθώς και την πληρωμή των τελών, του παραβόλου και του δικαστικού ενσήμου, όπου απαιτούνται,

(δ) μνεία του περιεχομένου της γνώμης του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου,

(ε) το αιτιολογικό της απόφασης, στο οποίο καταχωρίζεται και η γνώμη της μειοψηφίας,

(στ) το διατακτικό της απόφασης για την εν όλω ή εν μέρει παραδοχή ή απόρριψη του ένδικου βοηθήματος ή μέσου και των επιμέρους αιτημάτων των διαδίκων, καθώς και για την τύχη του παραβόλου και την επιδίκαση της δικαστικής δαπάνης, όπου προβλέπονται,

(ζ) μνεία της δημοσίευσης της απόφασης.

 

Άρθρο 299

Ανυπόστατη απόφαση

1. Απόφαση που φέρει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά δικαστικής απόφασης είναι ανυπόστατη αν:

(α) πρόσωπο, το οποίο μετείχε στο Δικαστήριο που την εξέδωσε, δεν είχε τη δικαστική ιδιότητα,

(β) το Δικαστήριο που την εξέδωσε, δεν είχε την προς τούτο δικαιοδοσία,

(γ) αυτή δεν δημοσιεύτηκε,

(δ) εκδόθηκε κατά ανύπαρκτου φυσικού ή νομικού προσώπου,

(ε) εκδόθηκε κατά προσώπου που είχε το προνόμιο της ετεροδικίας.

2. Το ανυπόστατο της απόφασης ερευνάται από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, μπορεί δε να προβληθεί με ένσταση σε κάθε στάση της δίκης.

3. Αν η απόφαση δεν έχει προσβληθεί με ένδικο μέσο, η αναγνώριση του ανυπόστατου αυτής μπορεί να επιδιωχθεί με αυτοτελή αίτηση προς το Δικαστήριο, κατά την εκδίκαση της οποίας εφαρμόζονται αναλόγως όσα ισχύουν για την αναγνωριστική αγωγή.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 47

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

 

Άρθρο 300

Οριστικές και μη οριστικές αποφάσεις

1. Με την επιφύλαξη της παρ. 5 του άρθρου 100 περί αποφάσεων επί αιτήσεων αναστολής και της παρ. 7 του άρθρου 105 περί αποφάσεων επί αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων, οι αποφάσεις που αποφαίνονται οριστικά σε κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση δεν ανακαλούνται από το Δικαστήριο που τις εξέδωσε μετά τη δημοσίευσή τους.

2. Κάθε άλλη απόφαση του Δικαστηρίου που εκδίδεται, είτε για τη συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού, είτε για την εν γένει πρόοδο της δίκης (μη οριστική απόφαση), μπορεί να ανακληθεί ολικώς ή μερικώς.

 

Άρθρο 301

Ισχύς αποφάσεων

1. Οι αποφάσεις με τις οποίες απαγγέλλεται η ακύρωση ή η τροποποίηση εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης ή η ακύρωση παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας ισχύουν έναντι όλων.

2. Η Ολομέλεια, ύστερα από αίτημα του Δημοσίου ή διαδίκου ή παρεμβάντος ή και οίκοθεν, μπορεί να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της απόφασής της επέρχονται από χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έκδοσης ή διενέργειας της επίδικης πράξης ή παράλειψης, αλλά πάντως προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης, αν συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις: α) να πρόκειται περί πρότυπης δίκης ή δίκης επί παραπομπής ζητήματος στην Ολομέλεια ή δίκης επί προδικαστικού ερωτήματος, β) εφόσον μπορούσε να προκληθεί δικαιολογημένη αμφιβολία σχετικά με την έννοια της εφαρμοσθείσας διάταξης, γ) εφόσον διαπιστωθεί αιτιολογημένως ότι συντρέχουν όλως εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν τη χρονική μετάθεση. Τέτοιες περιστάσεις συντρέχουν ιδίως, όταν υφίσταται σοβαρή διακινδύνευση του δημόσιου συμφέροντος ή βεβαιότητα ανατροπής παγιωμένων καταστάσεων ή δικαιωμάτων καλόπιστων τρίτων. Η Ολομέλεια μπορεί να αποφασίσει τη διεξαγωγή ειδικής συζήτησης στο ακροατήριο πριν λάβει την απόφασή της επί του ανωτέρω ζητήματος.

 

Άρθρο 302

Εκτελεστότητα αποφάσεων

1. Οι οριστικές αποφάσεις των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου επιφέρουν αμέσως τις έννομες συνέπειες που προβλέπονται στο διατακτικό τους.

2. Τα ποσά που καταλογίζονται με αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων.

 

Άρθρο 303

Δεδικασμένο

1. Οι οριστικές αποφάσεις των Τμημάτων, που δεν υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας, είναι τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασμένο.

2. Το δεδικασμένο εκτείνεται στο δικονομικό και ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε, η εξέταση του οποίου υπάγεται στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εφόσον τούτο τελεί σε άμεση και αναγκαία συνάρτηση προς το συμπέρασμα που έγινε δεκτό. Δεδικασμένο δημιουργείται επίσης και όταν το κατά το πρώτο εδάφιο ζήτημα κρίθηκε παρεμπιπτόντως αν το Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να το κρίνει και εφόσον η απόφασή του ήταν αναγκαία, προκειμένου τούτο να αποφανθεί για το κύριο ζήτημα.

3. Το δεδικασμένο εκτείνεται στις ενστάσεις, οι οποίες είτε ύστερα από προβολή τους είτε αυτεπαγγέλτως εξετάστηκαν ή έπρεπε να εξεταστούν από το Δικαστήριο, καθώς και σε εκείνες οι οποίες δεν ήταν δυνατόν να εξεταστούν από αυτό αυτεπαγγέλτως, αλλά, αν και μπορούσαν να προβληθούν, δεν προβλήθηκαν. Οι τελευταίες αυτές ενστάσεις δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο, αν στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα, η ικανοποίηση του οποίου μπορεί να επιδιωχθεί με την άσκηση ευθέως του οικείου ένδικου βοηθήματος.

4. Δεδικασμένο υφίσταται μεταξύ των αυτών διαδίκων με την αυτή ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Το δεδικασμένο ισχύει υπέρ και κατά αυτών που έγιναν, κατά τη διάρκεια της δίκης ή μετά το πέρας της, καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοι διαδίκου, εκτείνεται δε και σε εκείνους από τους οποίους, σύμφωνα με τον νόμο, μπορεί να αξιωθεί η εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσης. Το δεδικασμένο που ισχύει για τον πρωτοφειλέτη καλύπτει και τον εγγυητή, και το αντίστροφο. Το δεδικασμένο που ισχύει για το νομικό πρόσωπο εκτείνεται και στα μέλη του.

 

Άρθρο 304

Υποχρέωση συμμόρφωσης

1. Οι διοικητικές αρχές οφείλουν, με θετικές ενέργειες ή με αποχή από κάθε αντίθετη ενέργεια, να συμμορφώνονται προς τις αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

2. Η αρμοδιότητα για τη λήψη των μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις ανατίθεται στο τριμελές συμβούλιο, που συγκροτείται σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 3068/2002 (Α’ 274) και των νομοθετημάτων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του.

3. Η παραβίαση της υποχρέωσης διοικητικής αρχής προς συμμόρφωση συνιστά παράβαση καθήκοντος, σύμφωνα με το άρθρο 259 του Ποινικού Κώδικα και έχει ως συνέπεια την προσωπική ευθύνη του παραβάτη προς αποζημίωση, συνιστά δε ιδιαίτερο πειθαρχικό παράπτωμα.

 

Άρθρο 305

Αναγκαστική εκτέλεση

1. Οι τελεσίδικες καταψηφιστικές αποφάσεις, οι οποίες εκδίδονται για διαφορές που άγονται προς επίλυση με την άσκηση αγωγής, αποτελούν τίτλο εκτελεστό.

2. Ως προς το επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτέλεσης των κατά την παρ. 1 καταψηφιστικών αποφάσεων και τη διαδικασία της εκτέλεσής τους, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση των καταψηφιστικών αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων. Αρμόδιο για την εκδίκαση των αντιρρήσεων κατά της διαδικασίας της εκτέλεσης στην περίπτωση αυτή είναι το Τμήμα που εξέδωσε την απόφαση βάσει της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση.

3. Αν πρόκειται για καταψηφιστικές αποφάσεις υπέρ του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, σε συνδυασμό προς την ειδική νομοθεσία που διέπει κάθε νομικό πρόσωπο.

4. Οι τελεσίδικες αναγνωριστικές αποφάσεις καθίστανται καταψηφιστικές με πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου που τις εξέδωσε, εφόσον καταβληθεί το προβλεπόμενο τέλος δικαστικού ενσήμου.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 48

ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΔΙΚΗΣ

 

Άρθρο 306

Λόγοι κατάργησης δίκης

Η δίκη καταργείται αν πριν από το πέρας της πρώτης συζήτησης:

(α) εκλείψει το αντικείμενό της,

(β) υποβληθεί παραίτηση από το ένδικο βοήθημα ή μέσο,

(γ) είχε διακοπεί, ως συνέπεια μεταβολής στο πρόσωπο του ασκήσαντος το ένδικο βοήθημα ή μέσο, ή του νόμιμου αντιπροσώπου του και δεν υποβλήθηκε αίτημα συνέχισής της, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην περ. α’ της παρ. 5 του άρθρου 54,

(δ) υποβληθεί δήλωση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ότι αποσύρει την υποστήριξη ένδικου βοηθήματος ή μέσου που έχει ασκήσει, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 81 και δεν επακολουθήσει δήλωση του διαδίκου υπέρ του οποίου ενήργησε ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ότι επιθυμεί να συνεχισθεί η δίκη,

(ε) επιτευχθεί δικαστικός συμβιβασμός κατά το άρθρο 2 του ν. 3086/2002 (Α’ 324) για το Δημόσιο, τα άρθρα 72 και 176 του ν. 3852/2010 (Α’ 87) για τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τις διατάξεις για τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου,

(στ) η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη ανακληθεί οριστικά χωρίς να αντικατασταθεί, ή αν ακυρωθεί από τη διοίκηση, ή αν παύσει να ισχύει για οποιονδήποτε λόγο, μετά την άσκηση του ένδικου βοηθήματος και μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης.

 

Άρθρο 307

Επέλευση κατάργησης δίκης

1. Η κατάργηση διαπιστώνεται με απόφαση του Δικαστηρίου κατόπιν γνώμης του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Στις περ. β’ και ε’ του άρθρου 306, η απόφαση μπορεί να ληφθεί στην έδρα, διατυπώνεται δε συνοπτικά στα πρακτικά της συζήτησης και δημοσιεύεται στην ίδια συνεδρίαση. Αν η έγγραφη δήλωση παραίτησης ή το έγγραφο συμβιβασμού κατατεθεί στη γραμματεία του Δικαστηρίου πριν να οριστεί δικάσιμος, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου με πράξη του, κάνει δεκτή την παραίτηση ή τον συμβιβασμό. Μπορεί πάντως, αν αμφιβάλει, να εισαγάγει την υπόθεση στο ακροατήριο.

2. Σε περίπτωση που παύσει η ισχύς της προσβαλλόμενης πράξης σύμφωνα με την περ. στ’ του άρθρου 306, ο διάδικος που άσκησε το ένδικο βοήθημα μπορεί να ζητήσει τη συνέχιση της δίκης, εφόσον επικαλείται ιδιαίτερο έννομο συμφέρον.

 

 

ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ

ΔΑΠΑΝΗ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 49

ΠΑΡΑΒΟΛΑ

 

Άρθρο 308

Υποχρέωση καταβολής παραβόλου για άσκηση ένδικου βοηθήματος ή μέσου

1. Για το παραδεκτό των ένδικων βοηθημάτων και μέσων πρέπει, έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, να προσκομισθεί αποδεικτικό καταβολής παραβόλου. Πριν από τον προσδιορισμό δικασίμου από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, η γραμματεία του Δικαστηρίου ελέγχει αν έχει προσκομισθεί το ως άνω αποδεικτικό. Αν διαπιστωθεί ότι δεν έχει προσκομισθεί ή ότι εκείνο που προσκομίσθηκε υπολείπεται του προβλεπόμενου στο άρθρο 309, η γραμματεία ενημερώνει τον υπόχρεο για την υποχρέωση προσκόμισης ή συμπλήρωσής του μέχρι την πρώτη επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υπόθεσης, με σχετικό σημείωμα που επιδίδεται σε αυτόν μαζί με την κλήση για συζήτηση και αναφέρεται στη έκθεση που συντάσσεται για την επίδοση της κλήσης. Αν μέχρι την πρώτη επ’ ακροατηρίου συζήτηση δεν προσκομισθεί το σχετικό αποδεικτικό, το Δικαστήριο, κατόπιν αίτησης του υπόχρεου προς τούτο διαδίκου, μπορεί να του χορηγήσει προθεσμία για την προσκόμισή του. Αν εντός της ανωτέρω προθεσμίας δεν προσκομισθεί το αποδεικτικό καταβολής παραβόλου, το ένδικο βοήθημα ή μέσο απορρίπτεται.

2. Σε περίπτωση άσκησης κοινού ένδικου βοηθήματος ή μέσου από περισσοτέρους, ο καθένας καταβάλλει το προβλεπόμενο πάγιο παράβολο. Σε περίπτωση άσκησης κοινού ένδικου βοηθήματος ή μέσου από συνδικαιούχους συνταξιοδοτικού δικαιώματος, καταβάλλεται ένα μόνο κοινό παράβολο. Σε περίπτωση χρηματικής διαφοράς, αν η απαίτηση ή οφειλή είναι εις ολόκληρον, καταβάλλεται από όλους μαζί ένα μόνο παράβολο, ενώ αν η απαίτηση ή οφειλή είναι διαιρετή, καταβάλλεται από τον καθένα το αναλογούν σε αυτόν παράβολο.

3. Δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου για την αγωγή, καθώς και για ένδικο βοήθημα ή μέσο που ασκείται από το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και κάθε άλλο πρόσωπο που ο νόμος ορίζει.

 

Άρθρο 309

Ύψος παραβόλου

1. Το παράβολο ορίζεται για τις:

(α) εφέσεις στις συνταξιοδοτικές διαφορές και τις εφέσεις κατά καταλογιστικών πράξεων σε βάρος μισθωτών ή συνταξιούχων, που σχετίζονται με τις αποδοχές ή τις συντάξεις τους σε πενήντα (50) ευρώ,

(β) εφέσεις κατά καταλογιστικών πράξεων και τις εφέσεις σε χρηματικού αντικειμένου διαφορές σε ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) του αμφισβητούμενου ποσού, χωρίς τις τυχόν προσαυξήσεις,

(γ) αιτήσεις αναίρεσης στις διαφορές που αναφέρονται στην περ. α’ και στις εν γένει συνταξιοδοτικές διαφορές σε εκατόν πενήντα (150) ευρώ, ενώ στις λοιπές περιπτώσεις σε τριακόσια πενήντα (350) ευρώ,

(δ) αιτήσεις παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, τις ανακοπές ερημοδικίας, τις τριτανακοπές, τις αιτήσεις διόρθωσης ή ερμηνείας, τις αιτήσεις αναθεώρησης και τις αιτήσεις επανάληψης της διαδικασίας σε είκοσι πέντε (25) ευρώ,

(ε) αιτήσεις για δίκαιη ικανοποίηση σε εκατό (100) ευρώ,

(στ) ανακοπές κατά της εκτέλεσης σε εκατό (100) ευρώ.

2. Το αναλογικό παράβολο που προβλέπεται στην περ. β’ της παρ. 1 δεν μπορεί να είναι κατώτερο των πενήντα (50) ευρώ ούτε ανώτερο των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. Αν υπερβαίνει το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, καταβάλλεται το ποσό αυτό και το επιπλέον οφειλόμενο παράβολο καταλογίζεται με την απόφαση, σε περίπτωση απόρριψης ή μερικής παραδοχής του ένδικου βοηθήματος ή μέσου.

3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης μπορεί να αναπροσαρμόζονται τα ποσά ή τα ποσοστά των παραβόλων. Η όποια αναπροσαρμογή θα ισχύει μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από την έκδοση της απόφασης του προηγούμενου εδαφίου.

 

Άρθρο 310

Απόδοση και επιστροφή παραβόλου

1. Το παράβολο, αν το ένδικο βοήθημα ή μέσο γίνει δεκτό ή υποβληθεί παραίτηση ή καταργηθεί η δίκη για οποιονδήποτε λόγο, αποδίδεται σε αυτόν που το κατέβαλε, ενώ αν απορριφθεί, καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου. Το αναλογικό παράβολο αποδίδεται στον διάδικο κατά το μέρος που γίνεται δεκτό το ένδικο βοήθημα ή μέσο που έχει ασκήσει. Αν η απόφαση δεν διαλαμβάνει διάταξη για το παράβολο, οι διάδικοι μπορούν να υποβάλουν προς τούτο σχετική αίτηση, η οποία και εκδικάζεται κατά το άρθρο 188 περί αίτησης διόρθωσης και την παρ. 1 του άρθρου 191 σε συζήτηση στο ακροατήριο, αναλόγως εφαρμοζόμενες. Αν το ένδικο βοήθημα ή μέσο γίνει δεκτό εν μέρει, το καταβληθέν πάγιο παράβολο αποδίδεται κατά ένα μέρος του, το οποίο καθορίζεται κατά την κρίση του Δικαστηρίου.

2. Το Δικαστήριο μπορεί, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να διατάξει την απόδοση του παραβόλου ακόμη και όταν απορρίπτεται το ένδικο βοήθημα ή μέσο. Επίσης, μπορεί να διατάξει τον διπλασιασμό του παραβόλου, αν το ένδικο βοήθημα ή μέσο είναι προδήλως απαράδεκτο ή προδήλως αβάσιμο. Στην περίπτωση αυτή, το επιπλέον ποσό που καταλογίζεται εισπράττεται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημόσιων Εσόδων. Προς τούτο, ο γραμματέας του Δικαστηρίου αποστέλλει, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, αντίγραφο της απόφασης στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία.

3. Αν καταβλήθηκε παράβολο, χωρίς να υπάρχει κατά νόμο υποχρέωση προς τούτο ή μεγαλύτερο του προβλεπομένου από τα άρθρα 91 παρ. 3, 163 παρ. 2, 309, 311 παρ. 1 και 335, διατάσσεται με την απόφαση, και ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης, η επιστροφή αυτού στο σύνολό του ή κατά το υπερβάλλον του νομίμου τμήμα αυτού, αντίστοιχα.

 

Άρθρο 311

Ειδικό παράβολο επί αιτήματος αναβολής

1. Σε περίπτωση υποβολής αιτήματος αναβολής, κατά το άρθρο 238, ο διάδικος καταβάλλει παράβολο υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.) ύψους πενήντα (50) ευρώ, ενώπιον του Τμήματος και εβδομήντα (70) ευρώ, ενώπιον της Ολομέλειας.

2. Σε κοινό αίτημα αναβολής περισσότερων διαδίκων, καταβάλλεται ένα παράβολο, το οποίο επιμερίζεται ισομερώς. Δεν υπέχουν υποχρέωση καταβολής παραβόλου ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.

3. Δεν καταβάλλεται παράβολο σε περίπτωση αποχής των δικηγόρων.

4. Το παράβολο επιστρέφεται, αν το αίτημα της αναβολής απορριφθεί από το Δικαστήριο.

5. Το Δικαστήριο, με απόφαση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, μπορεί να επιδικάσει δικαστικά έξοδα ύψους εκατό (100) έως πεντακοσίων (500) ευρώ σε βάρος εκείνου που ζήτησε την αναβολή, ύστερα από αίτημα του αντιδίκου του.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 50

ΤΕΛΗ

 

Άρθρο 312

Τέλη

1. Στις δίκες ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου εφαρμόζονται τα άρθρα 10 του ν.δ. 1017/1971 (Α’ 209) και 61 του ν. 4194/2013 (Α’ 208), με τα οποία επιβάλλονται ειδικά τέλη και ένσημα για τα διαδικαστικά έγγραφα και πράξεις και γενικά τη διαδικασία έως τη δημοσίευση και την επίδοση της απόφασης.

2. Τέλη δεν οφείλονται υποθέσεων που εκδικάζονται από τα Τμήματα, μετά από παραπομπή της Ολομέλειας, καθώς και επί υποθέσεων οι οποίες εισάγονται για συζήτηση μετά την έκδοση προδικαστικής απόφασης.

 

Άρθρο 313

Τέλος δικαστικού ενσήμου

1. Για το παραδεκτό της καταψηφιστικής αγωγής, είτε αυτή ασκείται αυτοτελώς είτε σωρευτικώς με έφεση, καθώς και για το παραδεκτό της αντίστοιχης κύριας παρέμβασης, καταβάλλεται το τέλος δικαστικού ενσήμου που προβλέπεται από τον ν. Γ ΟΗ’ της 3 Ιαν. 1912 περί δικαστικών ενσήμων.

2. Για απαιτήσεις συνταξιοδοτικής φύσης, έστω και αν βασίζονται σε παράνομες πράξεις ή στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, δεν καταβάλλεται τέλος δικαστικού ενσήμου για το αίτημα της αγωγής ή της κύριας παρέμβασης μέχρι του ποσού των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ.

3. Το τέλος δικαστικού ενσήμου καταβάλλεται έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης. Αν έως τότε δεν καταβληθεί, η αγωγή ή η κύρια παρέμβαση απορρίπτονται ως απαράδεκτες, αφού προηγηθεί ενημέρωση του διαδίκου ή του πληρεξουσίου του από τον γραμματέα ως προς την έλλειψη του τέλους και κλήση του να το καταβάλει.

4. Σε περίπτωση καταβολής δικαστικού ενσήμου χωρίς να υπάρχει κατά νόμο υποχρέωση προς τούτο, ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης, διατάσσεται με την απόφαση η επιστροφή του.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 51

ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΞΟΔΩΝ

 

Άρθρο 314

Καταλογισμός

1. Τα δικαστικά έξοδα καταλογίζονται σε βάρος του διαδίκου που ηττάται. Αν οι ηττώμενοι είναι περισσότεροι, ο καταλογισμός γίνεται κατά ίσα μέρη, ενώ, αν αυτοί που νίκησαν είναι περισσότεροι, η απόδοση των δικαστικών εξόδων γίνεται συμμέτρως προς τον καθένα χωριστά. Στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου το Δικαστήριο μπορεί, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να κατανείμει με διαφορετικό τρόπο τα έξοδα.

2. Σε περίπτωση μερικής νίκης και μερικής ήττας, τα δικαστικά έξοδα συμψηφίζονται ανάμεσα στους διαδίκους. Η μερική νίκη και η μερική ήττα κρίνονται αναφορικά με την απόρριψη ή την αποδοχή του κύριου αιτήματος της αίτησης δικαστικής προστασίας. Η απόρριψη παρεπόμενου ή επικουρικού αιτήματος, ενώ το κύριο αίτημα γίνεται δεκτό, δεν έχει συνέπειες για την εφαρμογή της παρούσας.

3. Στην περίπτωση μερικής νίκης και μερικής ήττας, τα τέλη που προκαταβλήθηκαν βαρύνουν όλους τους διαδίκους, καταλογιζόμενα αναλόγως. Το Δικαστήριο μπορεί, σε κάθε περίπτωση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να απαλλάξει εν όλω ή εν μέρει τον ηττώμενο διάδικο από τα δικαστικά έξοδα.

4. Το Δικαστήριο μπορεί να επιβάλει το σύνολο των εξόδων σε βάρος του ενός μόνο διαδίκου, αν το μέρος που απορρίφθηκε από την αίτηση του άλλου διαδίκου είναι ελάχιστο και ο τελευταίος δεν έδωσε αφορμή για να αυξηθούν τα έξοδα ή αν ο καθορισμός του μεγέθους της απαίτησης είχε εξαρτηθεί από την κρίση του δικαστή ή από την εκτίμηση πραγματογνωμόνων. Σε κάθε περίπτωση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, μπορεί να συμψηφίσει τα δικαστικά έξοδα ανάμεσα στους διαδίκους.

5. Σε περίπτωση άσκησης κύριας ή πρόσθετης παρέμβασης, εφαρμόζονται αναλόγως όσα ορίζονται στην παρ. 1. Κατά την εφαρμογή της παρούσας, για τον παρεμβαίνοντα ισχύει ό,τι και για τον αρχικό διάδικο.

6. Αν η δίκη καταργηθεί για οποιονδήποτε λόγο, δεν καταλογίζονται δικαστικά έξοδα.

 

Άρθρο 315

Καταλογιζόμενα δικαστικά έξοδα

Υπέρ του διαδίκου που νίκησε και εις βάρος του διαδίκου που ηττήθηκε, καταλογίζονται δικαστικά έξοδα που ήταν απαραίτητα για τη διεξαγωγή της δίκης και διατάσσεται η απόδοσή τους, και ιδίως:

(α) των τελών κατά το άρθρο 312,

(β) του τέλους δικαστικού ενσήμου κατά το άρθρο 313,

(γ) της αμοιβής του πληρεξούσιου δικηγόρου, όπως η αμοιβή αυτή ορίζεται για κάθε περίπτωση από την διατίμηση του Κώδικα Δικηγόρων, του δικαστικού επιμελητή και του τεχνικού συμβούλου,

(δ) των δαπανών της αποδεικτικής διαδικασίας, όπως τα ποσά που καταβλήθηκαν στους μάρτυρες για έξοδα και αποζημίωση, στους πραγματογνώμονες για έξοδα και αμοιβή σύμφωνα με τις διατιμήσεις, καθώς και οι δαπάνες για την προσαγωγή άλλων αποδεικτικών μέσων.

 

Άρθρο 316

Αίτημα καταβολής και εκκαθάρισης δικαστικών εξόδων

1. Για την εκκαθάριση των ποσών των αποδοτέων δικαστικών εξόδων απαιτείται να υποβληθεί και να επισυναφθεί στη δικογραφία, το αργότερο έως την προτεραία της πρώτης συζήτησης, αναλυτικός κατάλογος αυτών. Έως το πέρας της πρώτης συζήτησης, ο αντίδικος εκείνου που υπέβαλε τον κατάλογο μπορεί να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του. Κατά την εκκαθάριση των εξόδων, αρκεί η πιθανολόγηση. Υποβολή καταλόγου δεν απαιτείται για την αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου.

2. Τα δικαστικά έξοδα καθορίζονται και καταλογίζονται με την οριστική απόφαση και μόνον εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα, το οποίο μπορεί να υποβληθεί με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο ή με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων ή με υπόμνημα που κατατίθεται έως την προτεραία της πρώτης συζήτησης. Η απόφαση, ως προς το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, δεν υπόκειται αυτοτελώς σε ένδικα μέσα, πλην της αίτησης διόρθωσης ή ερμηνείας. Αν η απόφαση δεν διαλαμβάνει διάταξη για τα δικαστικά έξοδα, ο διάδικος που είχε υποβάλει σχετικό αίτημα μπορεί να ζητήσει από το ίδιο Δικαστήριο να αποφανθεί για το αίτημά του, υποβάλλοντας προς τούτο σχετική αίτηση, η οποία και εκδικάζεται κατά το άρθρο 188 περί αίτησης διόρθωσης και την παρ. 1 του άρθρου 191 σε συζήτηση στο ακροατήριο, αναλόγως εφαρμοζόμενες.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 52

ΕΥΕΡΓΕΤΗΜΑΤΑ ΠΕΝΙΑΣ

 

Άρθρο 317

Απαλλαγή από το παράβολο και άλλες δαπάνες

1. Ο διάδικος μπορεί να απαλλαγεί από την προκαταβολή του παραβόλου, του τέλους δικαστικού ενσήμου και των λοιπών τελών, αν αποδεικνύεται ότι η προκαταβολή αυτή δημιουργεί κίνδυνο περιορισμού των απαραίτητων μέσων για τη διατροφή του ίδιου και της οικογένειάς του.

2. Η απαλλαγή αυτή μπορεί να χορηγηθεί και σε νομικά πρόσωπα που δεν επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό, καθώς και σε ενώσεις προσώπων που έχουν την ικανότητα να είναι διάδικοι, αν αποδεικνύουν ότι με την προκαταβολή του πιο πάνω ποσού καθίσταται αδύνατη ή ιδιαιτέρως προβληματική η εκπλήρωση του σκοπού τους.

3. Για τη χορήγηση του ευεργετήματος συνεκτιμάται αν το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα του αιτούντος υπερβαίνει τα δύο τρίτα των κατώτατων ετήσιων ατομικών αποδοχών, οι οποίες προκύπτουν από τον κατώτατο μισθό σε ετήσια βάση. Σε περίπτωση ενδοοικογενειακής διαφοράς ή διένεξης, δεν λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα εκείνου με τον οποίο υπάρχει η διαφορά ή διένεξη.

 

Άρθρο 318

Ισχύς απαλλαγών

1. Το κατά το άρθρο 317 ευεργέτημα χορηγείται για συγκεκριμένη δίκη, ισχύει δε χωριστά για κάθε βαθμό δικαιοδοσίας.

2. Το ευεργέτημα παύει να ισχύει με τον θάνατο του φυσικού προσώπου ή με τη διάλυση του νομικού προσώπου ή της ένωσης προσώπων.

 

Άρθρο 319

Διαδικασία χορήγησης

1. Το ευεργέτημα παρέχεται ύστερα από αίτηση του διαδίκου. Η αίτηση αναφέρει συνοπτικά το αντικείμενο της δίκης και τα στοιχεία που βεβαιώνουν τη συνδρομή των προϋποθέσεων για τη χορήγηση του ευεργετήματος.

2. Στην αίτηση επισυνάπτονται τα αναγκαία αποδεικτικά της οικονομικής κατάστασης, ιδίως δε αντίγραφο φορολογικής δήλωσης ή βεβαίωση Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. ότι ο διάδικος δεν υποχρεούται σε υποβολή δήλωσης, αντίγραφο δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, εκκαθαριστικού σημειώματος φορολογίας εισοδήματος, ακίνητης περιουσίας, βεβαιώσεις υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας και ένορκες βεβαιώσεις.

3. Η υποβολή της αίτησης διακόπτει την προθεσμία για την άσκηση του οικείου ένδικου βοηθήματος ή μέσου, η οποία αρχίζει από την επομένη της κοινοποίησης της απόφασης επ’ αυτής στον αιτούντα. Σε περίπτωση ήδη εκκρεμούς ένδικου βοηθήματος ή μέσου, η αίτηση υποβάλλεται είκοσι (20) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης. Η διαδικασία διεξάγεται ατελώς και δεν είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο.

4. Για την παραδοχή ή την απόρριψη της αίτησης που προβλέπεται στην παρ. 1, αποφαίνεται ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου στο οποίο πρόκειται να εισαχθεί η δίκη.

5. Για την παραδοχή της αίτησης αρκεί πιθανολόγηση. Ο αρμόδιος για την εξέτασή της πρόεδρος μπορεί να εξετάσει μάρτυρες, καθώς και τον αιτούντα, με όρκο ή χωρίς όρκο, να συγκεντρώσει κάθε αναγκαία πληροφορία και στοιχείο και να διατάξει την κλήτευση του αντιδίκου. Η παραδοχή ή απόρριψη της αίτησης πρέπει να είναι αιτιολογημένη.

6. Προϋπόθεση για την παραδοχή της αίτησης είναι το οικείο ένδικο βοήθημα ή μέσο να μην κρίνεται προδήλως απαράδεκτο ή προδήλως αβάσιμο.

 

Άρθρο 320

Ανάκληση

1. Ο αιτών μπορεί να υποβάλει αίτηση ανάκλησης της απόρριψης της αίτησής του εντός πέντε (5) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης. Για την αίτηση αυτή αποφαίνεται σε συμβούλιο ο δικαστικός σχηματισμός που συγκροτείται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 91 και στον οποίο δεν μετέχει ο δικαστικός λειτουργός που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απορριπτική απόφαση.

2. Νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί σε περίπτωση μεταβολής των πραγματικών περιστατικών. Συμπληρωματική αίτηση επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση.

3. Το ευεργέτημα μπορεί να ανακληθεί ή να περιοριστεί, με απόφαση του δικαστικού λειτουργού που το χορήγησε, εφόσον αποδεικνύεται ότι οι προϋποθέσεις για τη χορήγησή του ή δεν συνέτρεχαν εξ αρχής ή έπαυσαν να συντρέχουν αργότερα ή μεταβλήθηκαν.

 

Άρθρο 321

Χρηματική ποινή

Αν οι διάδικοι ή οι νόμιμοι αντιπρόσωποί τους πέτυχαν την απαλλαγή με ανακριβείς δηλώσεις και στοιχεία, ο δικαστικός λειτουργός, με απόφαση του οποίου αυτή χορηγήθηκε, επιβάλλει σε καθέναν χρηματική ποινή από εκατό (100) έως χίλια (1.000) ευρώ, που περιέρχονται στο Δημόσιο ως δημόσιο έσοδο, χωρίς να αποκλείεται η υποχρέωσή τους να καταβάλουν τα ποσά από τα οποία είχαν απαλλαγεί, καθώς και η διαβίβαση της υπόθεσης στον εισαγγελέα, αν στοιχειοθετούνται σοβαρές υπόνοιες ότι ενήργησαν με δόλο.

 

Άρθρο 322

Δικαστικά έξοδα

Σε περίπτωση ήττας του διαδίκου, στον οποίο χορηγήθηκε το ευεργέτημα, τα δικαστικά έξοδα βαρύνουν το Δημόσιο.

 

Άρθρο 323

Διορισμός προσώπων για παροχή νομικής βοήθειας

1. Με αίτηση του διαδίκου, στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 317, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου στο οποίο πρόκειται να εισαχθεί η δίκη διορίζει, είτε με την περί απαλλαγής πράξη του είτε με άλλη αυτοτελή πράξη, έναν δικηγόρο, έναν συμβολαιογράφο και έναν δικαστικό επιμελητή με την εντολή να συνδράμουν τον άπορο διάδικο και να του παρέχουν την απαιτούμενη βοήθεια κατά την εκτέλεση των αναγκαίων διαδικαστικών πράξεων. Αυτοί έχουν υποχρέωση να αποδεχθούν την εντολή και να παράσχουν νομική βοήθεια, χωρίς αξίωση προκαταβολής αμοιβής ή δικαιωμάτων.

2. Σε περίπτωση διορισμού δικηγόρου, η επιλογή γίνεται, εφόσον τούτο είναι εφικτό, από κατάλογο που καταρτίζει ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών και αποστέλλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου κάθε έτους.

 

ΤΜΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΘΕΣΠΙΣΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΣΥΜΒΑΤΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 53

ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΥΜΒΑΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ

 

Άρθρο 324

Υπαγωγή στον προσυμβατικό έλεγχο

1. Στις συμβάσεις έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, καθώς και στις συμβάσεις αγοράς ακινήτων, που συνάπτονται από το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα νομικά τους πρόσωπα, τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τις δημόσιες επιχειρήσεις ή οργανισμούς, η προϋπολογιζόμενη δαπάνη των οποίων υπερβαίνει το ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000,00) ευρώ, μη συμπεριλαμβανομένου του φόρου προστιθέμενης αξίας, διενεργείται υποχρεωτικά έλεγχος νομιμότητας, πριν από τη σύναψή τους από Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

2. Στις συμβάσεις έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, καθώς και στις συμβάσεις αγοράς ακινήτων, που συνάπτονται από το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα νομικά τους πρόσωπα, καθώς και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, η προϋπολογιζόμενη δαπάνη των οποίων υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000,00) ευρώ, μη συμπεριλαμβανομένου του φόρου προστιθέμενης αξίας, και μέχρι το όριο της παρ. 1, διενεργείται υποχρεωτικά έλεγχος νομιμότητας πριν από τη σύναψή τους από τον Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου που είναι αρμόδιος για τον κατασταλτικό έλεγχο των λογαριασμών των υπηρεσιών ή φορέων αυτών.

 3. Ειδικά για τις συμβάσεις των παρ. 1 και 2, που συγχρηματοδοτούνται από ενωσιακούς πόρους, διενεργείται υποχρεωτικά έλεγχος νομιμότητας πριν από τη σύναψή τους από Κλιμάκια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εφόσον η προϋπολογιζόμενη δαπάνη, μη συμπεριλαμβανομένου του φόρου προστιθέμενης αξίας, υπερβαίνει το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000,00) ευρώ.

4. Στον έλεγχο των παρ. 1 έως 3 συμπεριλαμβάνονται:

(α) οι προγραμματικές συμβάσεις για τη μελέτη και την εκτέλεση έργων, την εφαρμογή προγραμμάτων και δράσεων, καθώς και για την παροχή υπηρεσιών και την υλοποίηση προμηθειών κάθε είδους, εφόσον ο προϋπολογισμός των συμβάσεων αυτών υπερβαίνει τα αντιστοίχως προβλεπόμενα όρια,

(β) τα δυναμικά συστήματα αγορών, σύμφωνα με την παρ. 11 του άρθρου 33 και την παρ. 11 του άρθρου 270 του ν. 4412/2016 (Α’ 147),

(γ) οι συμφωνίες πλαίσιο και οι εκτελεστικές αυτών συμβάσεις, σύμφωνα με την παρ. 9 του άρθρου 39 και την παρ. 3 του άρθρου 273 του ν. 4412/2016,

(δ) οι συμβάσεις έργων, προμηθειών και υπηρεσιών στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας, που διέπονται από τον ν. 3978/2011 (Α’ 137), των οποίων η προϋπολογιζόμενη δαπάνη υπερβαίνει τα όρια της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, με εξαίρεση τις συμβάσεις των περ. α’, β’, γ’, στ’, ζ’ και θ’ του άρθρου 17 του ως άνω νόμου,

(ε) οι συμβάσεις αξιοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου και των εταιρειών, των οποίων το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου άμεσα ή έμμεσα στο Ταμείο, εφόσον το τίμημα ή το αντάλλαγμα της αξιοποίησης υπερβαίνει το ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000,00) ευρώ, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά όσων ορίζονται στην παρ. 4 του άρθρου 9 του ν. 3986/2011 (Α’ 152),

(στ) οι συμβάσεις που συνάπτει το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Πράσινο Ταμείο» (πρώην Ειδικό Ταμείο Εφαρμογής Ρυθμιστικών και Πολεοδομικών Σχεδίων), με δικαιούχους για την εκτέλεση χρηματοδοτικών προγραμμάτων, των οποίων η προϋπολογιζόμενη δαπάνη υπερβαίνει τα όρια των παρ. 1 και 2,

(ζ) οι συμβάσεις εκπόνησης μελετών και εκτέλεσης έργων, καθώς και των συναφών προμηθειών και εργασιών, που συνάπτει η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Πρόγραμμα Ήλιος Ανώνυμη Εταιρεία Αξιοποίησης Ηλιακής Ενέργειας» ή εταιρείες των οποίων το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου, άμεσα ή έμμεσα σε αυτή, των οποίων η προϋπολογιζόμενη δαπάνη υπερβαίνει τα όρια των παρ. 1 και 2.

5. Σε προσυμβατικό έλεγχο υπάγονται οι τροποποιήσεις των συμβάσεων των παρ. 1 έως και 4 όταν:

α) η αρχική σύμβαση υποβλήθηκε σε έλεγχο, εφόσον η τροποποίηση είναι ουσιώδης,

β) η αρχική σύμβαση δεν υποβλήθηκε σε έλεγχο λόγω ποσού, εφόσον με την τροποποίηση προσαυξάνεται το οικονομικό αντικείμενο, ώστε η προκύπτουσα συνολική δαπάνη της σύμβασης υπερβαίνει το όριο των παρ.1 και 2.

6. Ο αρμόδιος υπουργός ή φορέας μπορεί να ζητεί τη διενέργεια ελέγχου νομιμότητας και για επιμέρους φάσεις της σχετικής διαδικασίας που προηγούνται της σύναψης της υποκείμενης σε έλεγχο σύμβασης.

 

Άρθρο 325

Εξαιρέσεις από τον προσυμβατικό έλεγχο

1. Από τον έλεγχο των παρ. 1 έως 3 του άρθρου 324 εξαιρούνται οι συμβάσεις:

(α) οι οποίες συνάπτονται στο πλαίσιο του Προγράμματος Δανεισμού και Διαχείρισης Χρέους του Ελληνικού Δημοσίου (παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2628/1998, Α’ 151),

(β) για την προετοιμασία, την έκδοση και τη διάθεση μετοχοποιήσιμων τίτλων (παρ. 8 του άρθρου 10 του ν. 2642/1998, Α’ 216),

(γ) οι οποίες αφορούν σε χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες σχετικές με την έκδοση, την αγορά, την πώληση ή τη μεταβίβαση τίτλων ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων, κατά την έννοια των ν. 3606/2007 (A’ 195) και 4514/2018 (Α’ 14), σε υπηρεσίες που παρέχονται από κεντρικές τράπεζες και συναλλαγές με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, καθώς και οι συμβάσεις που αφορούν σε δάνεια είτε συνδέονται είτε όχι με την έκδοση, την πώληση, την αγορά ή τη μεταβίβαση τίτλων ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων (περ. ε’ και στ’ του άρθρου 10 του ν. 4412/2016), με εξαίρεση τις συμβάσεις δανείων που συνάπτονται από οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης,

(δ) οι οποίες συνάπτονται από το ελληνικό Δημόσιο για την προετοιμασία, την έκδοση και τη διάθεση τίτλων προεσόδων.

2. Κατ’ εξαίρεση όσων προβλέπονται στο άρθρο 324, οι συμβάσεις ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας για την εκτέλεση δρομολογίων στις θαλάσσιες ενδομεταφορές, σύμφωνα με τις παρ. 8, 9 και 11 του άρθρου όγδοου του ν. 2932/2001 (Α’ 145), μπορούν να συναφθούν χωρίς προηγούμενη υποβολή στο Ελεγκτικό Συνέδριο σχεδίου σύμβασης με τον σχετικό φάκελο για έλεγχο νομιμότητας, ή πριν από την ολοκλήρωση του ανωτέρω ελέγχου. Στις περιπτώσεις αυτές, η συναφθείσα σύμβαση και ο σχετικός φάκελος υποβάλλονται στο Ελεγκτικό Συνέδριο εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών από την υπογραφή της. Αν η σύμβαση και ο σχετικός φάκελος δεν υποβληθούν εντός της ανωτέρω προθεσμίας ή αν ο έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποβεί αρνητικός, η σύμβαση θεωρείται ως μηδέποτε συναφθείσα.

 

Άρθρο 326

Διαδικασία άσκησης του προσυμβατικού ελέγχου

1. Για τον σκοπό του ελέγχου που προβλέπεται στο παρόν Κεφάλαιο, υποβάλλεται στο οικείο κατά περίπτωση Κλιμάκιο Προσυμβατικού Ελέγχου ή στον Επίτροπο από τον αρμόδιο υπουργό ή φορέα ο φάκελος με όλα τα σχετικά έγγραφα και στοιχεία. Ο έλεγχος ολοκληρώνεται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη διαβίβαση στο Ελεγκτικό Συνέδριο του σχετικού φακέλου. Αν από τον έλεγχο διαπιστωθεί έλλειψη στοιχείων, αυτά ζητούνται από τον αρμόδιο φορέα πριν από την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας, η οποία, στην περίπτωση αυτή, διακόπτεται. Η έκδοση μη οριστικής κατά τα ανωτέρω πράξης από το Κλιμάκιο ή τον Επίτροπο επιτρέπεται μία μόνο φορά.

2. Η οριστική πράξη του Κλιμακίου ή του Επιτρόπου κοινοποιείται με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στον αρμόδιο φορέα, ο οποίος υποχρεούται αμελλητί να την κοινοποιήσει με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο σε όλους τους υποψηφίους που συμμετείχαν στην ελεγχόμενη διαδικασία ανάδειξης αναδόχου. Προϊστάμενοι υπηρεσιών ή άλλα αρμόδια όργανα που ενεργούν κατά παράβαση της υποχρέωσης που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο παραπέμπονται στην αρμόδια πειθαρχική δικαιοδοσία. Οι κοινοποιήσεις του πρώτου εδαφίου μπορούν να γίνονται και με τηλεομοιοτυπία έως την 31η Δεκεμβρίου 2020.

3. Στο πλαίσιο του ελέγχου που προβλέπεται στο παρόν, το Ελεγκτικό Συνέδριο οφείλει να διασφαλίσει το απόρρητο των στοιχείων του φακέλου.

4. Σημαντικές για την ενότητα της νομολογίας υποθέσεις ή υποθέσεις στις οποίες αυτό ενδείκνυται λόγω αντικειμένου της σύμβασης ή για άλλον σπουδαίο λόγο, μπορεί να εισάγονται απευθείας, με πράξη του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στη μείζονα Ολομέλεια.

 

Άρθρο 327

Συνέπεια της μη άσκησης του προσυμβατικού ελέγχου

Αν δεν διενεργηθεί ο έλεγχος που προβλέπεται στις παρ. 1 έως 3 του άρθρου 324, η σύμβαση που συνάπτεται είναι άκυρη.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 54

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΣΥΜΒΑΤΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ

 

Άρθρο 328

Προσφυγή ανάκλησης

1. Προσφυγή ανάκλησης της πράξης του Κλιμακίου Προσυμβατικού Ελέγχου ή του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία κρίνεται ότι κωλύεται η υπογραφή της ελεγχόμενης σύμβασης, υποβάλλεται στη γραμματεία του αρμόδιου Τμήματος σε περίπτωση πλάνης περί τα πράγματα ή τον νόμο, από όποιον έχει έννομο συμφέρον προς τούτο ή από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου χάριν του δημόσιου συμφέροντος, μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την κοινοποίηση της πράξης του Κλιμακίου ή του Επιτρόπου στον αρμόδιο φορέα και τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

2. Η προσφυγή ανάκλησης κοινοποιείται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, με επιμέλεια του αιτούντος, σε καθέναν που έχει έννομο συμφέρον. Ο Πρόεδρος του Τμήματος μπορεί να διατάξει τη γνωστοποίηση, με οποιονδήποτε τρόπο, της προσφυγής ανάκλησης και σε άλλους, οι οποίοι έχουν κατά την κρίση του έννομο συμφέρον. Δεύτερη προσφυγή ανάκλησης από τον ίδιο αιτούντα κατά της αυτής πράξης δεν επιτρέπεται.

3. Όποιος έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να ασκήσει εγγράφως ή προφορικώς παρέμβαση μέχρι τη συζήτηση της προσφυγής ανάκλησης στο ακροατήριο.

4. Ο Πρόεδρος του Τμήματος ορίζει εισηγητή της υπόθεσης πριν από τη συζήτησή της. Οι διάδικοι μπορούν να υποβάλουν υπόμνημα μέσα σε τρεις (3) ημέρες από τη συζήτηση στο ακροατήριο της προσφυγής.

5. Η έκδοση μη οριστικής απόφασης επιτρέπεται μία μόνο φορά. Αν εκδοθεί αναβλητική απόφαση λόγω έλλειψης στοιχείων, ορίζεται προθεσμία που δεν υπερβαίνει τις δεκαπέντε (15) ημέρες, εντός της οποίας πρέπει να συμπληρωθούν τα στοιχεία του φακέλου. Μετά την πάροδο της προθεσμίας που έχει ορισθεί η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση στην αμέσως επόμενη δικάσιμο. Η απόφαση για την προσφυγή ανάκλησης εκδίδεται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη συζήτησή της.

6. Το Τμήμα μπορεί, με απόφασή του, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, να υποβάλει ερώτημα στην Ολομέλεια, αν, κατά την εξέταση προσφυγής, κρίνει ότι διάταξη τυπικού νόμου είναι αντισυνταγματική ή αντίθετη σε άλλη υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση της Ολομέλειας ή αν κρίνει ότι ανακύπτει ζήτημα μείζονος σπουδαιότητας ή γενικότερης σημασίας.

 

Άρθρο 329

Προσφυγή αναθεώρησης

1. Προσφυγή αναθεώρησης κατά της απόφασης του Τμήματος, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή ανάκλησης, υποβάλλεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου, σε περίπτωση πλάνης περί τα πράγματα ή τον νόμο, από το Δημόσιο, την αναθέτουσα αρχή ή φορέα, τον παρεμβάντα κατά την εκδίκαση της προσφυγής ανάκλησης ή από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

2. Η προσφυγή αναθεώρησης ασκείται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση, με επιμέλεια της γραμματείας του Τμήματος, της προσβαλλόμενης απόφασης στον προσφεύγοντα. Η προσφυγή αναθεώρησης κοινοποιείται, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, με επιμέλεια του αιτούντος, στο Δημόσιο και σε όσους είχαν μετάσχει στην εκδίκαση της προσφυγής ανάκλησης. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μπορεί να διατάξει τη γνωστοποίηση, με οποιονδήποτε τρόπο, της προσφυγής αναθεώρησης και σε άλλους που έχουν κατά την κρίση του έννομο συμφέρον.

3. Δεύτερη προσφυγή αναθεώρησης από τον ίδιο αιτούντα κατά της αυτής απόφασης δεν επιτρέπεται.

4. Η προσφυγή αναθεώρησης εκδικάζεται κατά την επόμενη της κατάθεσής της προγραμματισμένη συνεδρίαση της ελάσσονος Ολομέλειας, εφόσον από την κατάθεση της προσφυγής αναθεώρησης μέχρι τη δικάσιμο μεσολαβεί διάστημα οκτώ (8) τουλάχιστον ημερών. Σε επείγουσες περιπτώσεις, η ελάσσων Ολομέλεια συγκαλείται εκτάκτως από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου. Οι παρ. 4 και 5 του άρθρου 328 εφαρμόζονται αναλόγως και για την εκδίκαση της προσφυγής αναθεώρησης από την ελάσσονα Ολομέλεια.

5. Αν γίνει δεκτή η προσφυγή αναθεώρησης, η ελάσσων Ολομέλεια αποφασίζει οριστικά για την ελεγχόμενη σύμβαση.

 

Άρθρο 330

Περιεχόμενο του δικογράφου των προσφυγών

1. Στα δικόγραφα των προσφυγών επί διαφορών από τον προσυμβατικό έλεγχο αναφέρονται:

(α) ο δικαστικός σχηματισμός ενώπιον του οποίου απευθύνονται,

(β) ως προς τους διαδίκους και τους νόμιμους αντιπροσώπους τους, το όνομα, το επώνυμο, το πατρώνυμο, ο αριθμός φορολογικού μητρώου, η διεύθυνση κατοικίας, με προσδιορισμό οδού και αριθμού, η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, εταιρείες χωρίς νομική προσωπικότητα, ενώσεις προσώπων και ομάδες περιουσίας, η επωνυμία, η έδρα τους, καθώς και η ηλεκτρονική τους διεύθυνση,

(γ) το αντικείμενο της προσφυγής, κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και συνοπτικό,

(δ) ο τόπος και ο χρόνος σύνταξής τους.

Οι προσφυγές πρέπει να φέρουν στο τέλος την υπογραφή του πληρεξουσίου του διαδίκου.

2. Προσφυγή που δεν πληροί τις απαιτήσεις της παρ. 1 τότε μόνον είναι άκυρη, όταν, κατά την κρίση του αρμόδιου δικαστικού σχηματισμού, οι ελλείψεις την καθιστούν εντελώς αόριστη.

3. Κάθε μεταβολή δηλωθείσας διεύθυνσης πρέπει να γνωστοποιείται, είτε με τα κατατιθέμενα υπομνήματα είτε με αυτοτελές έγγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου και τίθεται στον φάκελο της προσφυγής.

 

Άρθρο 331

Μη αναστολή προθεσμιών κατά τις δικαστικές διακοπές

Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής ανάκλησης και της προσφυγής αναθεώρησης δεν αναστέλλεται κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών.

 

Άρθρο 332

Προδικασία συζήτησης

1. Ο Πρόεδρος του αρμόδιου δικαστικού σχηματισμού ορίζει, με πράξη του, την ημέρα και την ώρα συζήτησης της προσφυγής, η οποία δεν μπορεί να απέχει λιγότερο από οκτώ (8) πλήρεις ημέρες από την κατάθεσή της.

2. Η κλήση για συζήτηση κοινοποιείται στον προσφεύγοντα, στους παρεμβαίνοντες και σε κάθε τρίτο ενδιαφερόμενο, την κλήτευση του οποίου θεωρεί αναγκαία ο Πρόεδρος του Τμήματος τρεις (3) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση.

3. Οι ανωτέρω προθεσμίες μπορεί να συντμηθούν, με πράξη του Προέδρου, όταν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.

4. Κλήτευση είναι και η προφορική ανακοίνωση, από τη γραμματεία, της ημέρας και της ώρας συζήτησης της προσφυγής, εφόσον βεβαιώνεται με έγγραφο, υπογραφόμενο από τον αρμόδιο υπάλληλο και από αυτόν στον οποίο απευθύνεται η ανακοίνωση.

5. Η κλήση για συζήτηση μπορεί να συντάσσεται και με χρήση ΤΠΕ και εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής. Η επίδοση της κλήσης του προηγούμενου εδαφίου γίνεται με χρήση ΤΠΕ, εφόσον επιστραφεί στον αποστολέα του εγγράφου από τον παραλήπτη ηλεκτρονική απόδειξη παραλαβής. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης καθορίζονται τα τεχνικά θέματα και οι λεπτομέρειες για τη διαδικασία ηλεκτρονικής επίδοσης, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.

 

Άρθρο 333

Προαπόδειξη

1. Οι προσφεύγοντες και οι παρεμβαίνοντες προσκομίζουν κατά τη συζήτηση της προσφυγής όλα τα κρίσιμα έγγραφα και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που έχουν στη διάθεσή τους.

2. Ύστερα από αίτημα των διαδίκων, που μπορεί να υποβληθεί και προφορικά κατά τη συζήτηση ή, αν τούτο ζητηθεί, από τον εισηγητή της υπόθεσης, κατά την προδικασία, παρίστανται στη συζήτηση για την παροχή εξηγήσεων στο Δικαστήριο πρόσωπα ικανά να το ενημερώσουν επί τεχνικής φύσης ζητημάτων. Η Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων επικουρεί το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας του επί διαφορών προσυμβατικού ελέγχου. Παρεμβαίνει ως amicus curiae στις σχετικές δίκες, ή εκτελεί καθήκοντα συμβούλου σε τεχνικής ιδίως φύσεως ζητήματα όποτε της ζητηθεί από τον πρόεδρο του αρμόδιου σχηματισμού ή από το Δικαστήριο.

3. Το Δικαστήριο δύναται να διακόψει τη συζήτηση ή να εκδώσει προδικαστική απόφαση, αν κρίνει ότι η διευκρίνιση τεχνικής φύσης ζητήματος είναι αναγκαία για τον έλεγχο νομιμότητας που ασκεί.

 

Άρθρο 334

Συζήτηση

1. Η συζήτηση της προσφυγής ανάκλησης και της προσφυγής αναθεώρησης γίνεται με τη συμμετοχή του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου σε δημόσια συνεδρίαση, η οποία επιτρέπεται να αναβληθεί μία μόνο φορά, αν συντρέχει σοβαρός λόγος.

2. Από τη συζήτηση της προσφυγής ανάκλησης και της προσφυγής αναθεώρησης αποκλείεται ο δικαστικός λειτουργός που μετείχε στην έκδοση της επίδικης πράξης του Κλιμακίου Προσυμβατικού Ελέγχου. Ομοίως, από τη συζήτηση της προσφυγής αναθεώρησης αποκλείεται ο δικαστικός λειτουργός που μετείχε στην έκδοση της απόφασης του Τμήματος, κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή αναθεώρησης.

3. Κατά τη συζήτηση της προσφυγής ανάκλησης και της προσφυγής αναθεώρησης, οι άλλοι, πλην του Δημοσίου και των εξομοιούμενων με αυτό αιτούντες, παρίστανται μετά ή διά πληρεξούσιου δικηγόρου.

4. Περισσότερες προσφυγές ανάκλησης ή προσφυγές αναθεώρησης μπορεί να συνεκδικαστούν, όταν στρέφονται κατά της ίδιας πράξης ή απόφασης, αντιστοίχως, καθώς και όταν οι πράξεις ή οι αποφάσεις, των οποίων ζητείται η ανάκληση ή η αναθεώρηση, αντιστοίχως, είναι συναφείς.

 

Άρθρο 335

Παράβολα

1. Για τις προσφυγές ανάκλησης κατά των πράξεων των Κλιμακίων Προσυμβατικού Ελέγχου ή των πράξεων των Επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί του προσυμβατικού ελέγχου, καταβάλλεται παράβολο εκατό (100) ευρώ.

2. Για τις προσφυγές αναθεώρησης κατά των αποφάσεων που εκδίδονται επί των προσφυγών ανάκλησης της παρ. 1 καταβάλλεται παράβολο εκατόν πενήντα (150) ευρώ.

 

Άρθρο 336

Εφαρμοζόμενες διατάξεις

1. Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στα Κεφάλαια 53 και 54, στην εκδίκαση των διαφορών από τον προσυμβατικό έλεγχο εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 5 και 10, τα Κεφάλαια 2 έως και 6, το άρθρο 41, τα άρθρα 50 και 51, το Κεφάλαιο 9, το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 55, τα άρθρα 56 και 57, τα άρθρα 61, 62 και 63, τα Κεφάλαια 12, 13 και 14, το άρθρο 84, το Κεφάλαιο 16, τα άρθρα 106 έως και 109, τα άρθρα 187, 188, 189, 190, 191, 192 και 194, το Κεφάλαιο 29, τα Κεφάλαια 33 έως και 46, τα άρθρα 300 και 302, τα Κεφάλαια 48 και 49, το άρθρο 312 και το Κεφάλαιο 51.

2. Στη διαδικασία για την εξέταση της προσφυγής αναθεώρησης δεν εφαρμόζεται το Κεφάλαιο 27.

 

Άρθρο 337

Άρση αμφισβήτησης ή αμφιβολίας

1. Η αμφισβήτηση για την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου που γεννώνται από την έκδοση αντίθετων πράξεων Κλιμακίων Προσυμβατικού Ελέγχου ή αντίθετων αποφάσεων του Τμήματος επί προσφυγών ανακλήσεως, καθώς και η αμφιβολία για την έννοια των διατάξεων αυτών σε εκκρεμείς υποθέσεις, αίρονται από την ελάσσονα Ολομέλεια.

2. Η αίτηση άρσης της αμφισβήτησης υποβάλλεται ενώπιον της ελάσσονος Ολομέλειας αυτεπάγγελτα από τον Πρόεδρο του Κλιμακίου ή του Τμήματος ή από τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή με πρωτοβουλία αυτού που έχει έννομο συμφέρον.

3. Σε περίπτωση αμφιβολίας για την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, το Κλιμάκιο Προσυμβατικού Ελέγχου ή το Τμήμα που είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί των προσφυγών ανάκλησης, παραπέμπει το ζήτημα στην ελάσσονα Ολομέλεια με πρακτικό.

4. Η ελάσσων Ολομέλεια εκδίδει απόφαση άρσης της αμφισβήτησης ή της αμφιβολίας μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την κατάθεση αυτής στη γραμματεία του.

5. Στη διαδικασία για την άρση της αμφισβήτησης ή αμφιβολίας εφαρμόζεται το παρόν Κεφάλαιο.

 

 

ΤΜΗΜΑ ΤΡΙΤΟ

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΝΟΜΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 55

ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΕΡΗ ΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ

 

Άρθρο 338

Ολομέλεια

Το άρθρο 4 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο (ν. 4129/2013, Α’ 52) αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 4

Ολομέλεια

1. Η πλήρης Ολομέλεια αποτελείται από τον Πρόεδρο, τους Αντιπροέδρους και τους Συμβούλους.

2. Η Ολομέλεια λειτουργεί σε μείζονα και σε τρεις ελάσσονες σχηματισμούς, οι οποίοι μειώνονται ή αυξάνονται με απόφαση της πλήρους Ολομέλειας. Η μείζων Ολομέλεια συγκροτείται από τον Πρόεδρο, τους Αντιπροέδρους και είκοσι Συμβούλους που προκύπτουν από κλήρωση. Οι είκοσι κληρωθέντες Σύμβουλοι συμμετέχουν στη μείζονα Ολομέλεια κατά τη διάρκεια ενός δικαστικού έτους. Κατά το επόμενο δικαστικό έτος συμμετέχουν υποχρεωτικά στη συγκρότηση της μείζονος Ολομέλειας οι Σύμβουλοι που δεν είχαν κληρωθεί το προηγούμενο έτος και όσοι κληρωθούν στη νεότερη κλήρωση. Η ελάσσων Ολομέλεια συγκροτείται από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου και δεκατέσσερις (14) Αντιπροέδρους και Συμβούλους. Οι Αντιπρόεδροι κατανέμονται με σειρά αρχαιότητας σε καθένα από τους τρεις σχηματισμούς της ελάσσονος Ολομέλειας μέχρι να συμπληρωθεί ο αριθμός τους. Οι Σύμβουλοι προκύπτουν από κλήρωση. Αν για τη συγκρότηση των τριών σχηματισμών της ελάσσονος Ολομέλειας απαιτείται Σύμβουλος να συμμετέχει σε δύο από αυτούς, επιλέγεται ο νεότερος Σύμβουλος. Στις ελάσσονες και τη μείζονα Ολομέλεια μπορεί να προβλέπεται και η συμμετοχή δύο Παρέδρων με συμβουλευτική ψήφο.

Με απόφαση της πλήρους Ολομέλειας, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι αρμοδιότητες των σχηματισμών της Ολομέλειας, μειώνεται ή αυξάνεται ο αριθμός των σχηματισμών της ελάσσονος Ολομέλειας και ρυθμίζονται λεπτομέρειες για την εφαρμογή της παρούσας. Με όμοια απόφαση μπορεί να ορίζεται ότι μη δικαιοδοτικά θέματα υπάγονται στην αρμοδιότητα της πλήρους Ολομέλειας.

3. Για την ύπαρξη απαρτίας στις περιπτώσεις των παρ. 1 και 2 απαιτείται να παρίστανται οι μισοί συν ένας από τον συνολικό αριθμό των μελών της Ολομέλειας, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου ή του νόμιμου αναπληρωτή του. Ο αριθμός των μελών διατηρείται περιττός με την αποχώρηση του νεότερου Συμβούλου ή, αν αυτός είναι εισηγητής στη κρινόμενη υπόθεση, με την αποχώρηση του αμέσως αρχαιοτέρου του.

4. Οι ελάσσονες σχηματισμοί μπορούν να παραπέμψουν υπόθεση στη μείζονα Ολομέλεια. Ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου μπορεί να παραπέμπει υπόθεση απευθείας στη μείζονα Ολομέλεια λόγω μείζονος σπουδαιότητας.

5. Οι συμμετέχοντες στις δημόσιες συνεδριάσεις της Ολομέλειας φορούν τήβεννο, η οποία καθορίζεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης και σύμφωνη γνώμη της Ολομέλειας.».

 

Άρθρο 339

Ρυθμίσεις για τα Τμήματα του Ελεγκτικού Συνεδρίου

Το άρθρο 8 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 8

Αρμοδιότητες Τμημάτων - Κλιμακίων

και κατανομή δικαστικών λειτουργών

1. Ο αριθμός των Τμημάτων με δικαστικές αρμοδιότητες ορίζεται σε επτά (7). Η κατανομή σε αυτά των υποθέσεων δικαιοδοσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου γίνεται ως εξής:

(α) Πρώτο Τμήμα: Οι καταλογιστικές διαφορές Δημοσίου και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στο Δημόσιο, καθώς και οι διαφορές από επιχορηγήσεις και κάθε είδους χρηματοδοτήσεις του Δημοσίου προς ιδιωτικά νομικά πρόσωπα ή ιδιώτες,

(β) Δεύτερο Τμήμα: Οι καταλογιστικές διαφορές οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν σε αυτά, καθώς και οι διαφορές από επιχορηγήσεις και κάθε είδους χρηματοδοτήσεις των ανωτέρω προς ιδιωτικά νομικά πρόσωπα ή ιδιώτες,

(γ) Τρίτο Τμήμα: Εφέσεις και εφέσεις-αγωγές σε συνταξιοδοτικές υποθέσεις πολιτικών υπαλλήλων και λειτουργών,

(δ) Τέταρτο Τμήμα: Αγωγές σε συνταξιοδοτικές υποθέσεις πολιτικών υπαλλήλων και λειτουργών,

 (ε) Πέμπτο Τμήμα: Εφέσεις και εφέσεις - αγωγές σε συνταξιοδοτικές υποθέσεις στρατιωτικών συνταξιούχων,

(στ) Έκτο Τμήμα: Αγωγές σε συνταξιοδοτικές υποθέσεις στρατιωτικών συνταξιούχων,

(ζ) Έβδομο Τμήμα: Οι διαφορές από την άσκηση του προσυμβατικού ελέγχου και οι καταλογιστικές διαφορές από δημοσιονομικές διορθώσεις και ανακτήσεις εις βάρος υπόχρεων δημόσιας λογοδοσίας.

Το τεκμήριο της αρμοδιότητας για τις καταλογιστικές διαφορές ορίζεται υπέρ του Πρώτου Τμήματος και για τις συνταξιοδοτικές διαφορές υπέρ του Τρίτου. Το γενικό τεκμήριο αρμοδιότητας ορίζεται υπέρ του Έβδομου Τμήματος.

Με απόφαση της Ολομέλειας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί, με κριτήρια τη λειτουργικότητα και την επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης, να ανακατανέμονται στα επτά (7) Τμήματα οι κατηγορίες διαφορών που υπάγονται στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να ρυθμίζεται κάθε άλλο θέμα σχετικό με τη λειτουργία των Τμημάτων. Με όμοια απόφαση ρυθμίζεται κάθε ζήτημα σχετικό με τη μεταφορά των υποθέσεων στα επτά Τμήματα.

2. Με απόφαση της Ολομέλειας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζεται ο τρόπος της συστηματικής παρακολούθησης από τα Τμήματα δικαστικής αρμοδιότητας του δημοσιονομικού υπόβαθρου των κατηγοριών υποθέσεων που υπάγονται στην αρμοδιότητά τους, προκειμένου να διατυπώσουν προτάσεις στο Τμήμα Ελέγχων για τη διενέργεια στοχευμένων ελέγχων επιδόσεων.

3. Στις δημόσιες συνεδριάσεις των Τμημάτων εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 5 του άρθρου 4.

4. Ο αριθμός των Κλιμακίων και οι αρμοδιότητες κάθε Κλιμακίου καθορίζονται με απόφαση της Ολομέλειας που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με πράξη του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζονται στην αρχή κάθε δικαστικού έτους οι πρόεδροι με τους αναπληρωτές τους και τα μέλη των Κλιμακίων. Με όμοια πράξη μπορεί να μεταβάλλεται, κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους, η σύνθεση των Κλιμακίων, εφόσον τούτο επιβάλλεται από τις ανάγκες της υπηρεσίας.»

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 56

ΕΝΔΥΝΑΜΩΣΗ ΚΑΙ ΕΜΒΑΘΥΝΣΗ ΤΗΣ ΕΛΕΓΚΤΙΚΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

 

Άρθρο 340

Τμήμα Ελέγχων

Μετά το άρθρο 5 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο προστίθεται άρθρο 5Α, ως εξής:

«Άρθρο 5Α

Τμήμα Ελέγχων

1. Στην αρμοδιότητα του Τμήματος Ελέγχων υπάγονται ο καθορισμός της στρατηγικής ελέγχων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο σχεδιασμός και η παρακολούθηση του ετήσιου και του πολυετούς προγράμματος ελέγχων, η έκδοση των κάθε είδους εκθέσεων ελέγχου, εφόσον αυτές δεν παραπέμπονται στην Ολομέλεια για έγκριση, ο προγραμματισμός και η παρακολούθηση των στοχευμένων ελέγχων του άρθρου 40, καθώς και η επεξεργασία των διαδηλώσεων και της ετήσιας έκθεσης.

2. Το Τμήμα Ελέγχων έχει το γενικό τεκμήριο αρμοδιότητας για κάθε θέμα που σχετίζεται με τον προγραμματισμό και τη διενέργεια κάθε είδους ελέγχων.

3. Στο Τμήμα προεδρεύει ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου με αναπληρωτή του έναν (1) Αντιπρόεδρο που ορίζεται από την Ολομέλεια κατά την έναρξη του δικαστικού έτους.»

 

Άρθρο 341

Έλεγχος αποτελεσματικότητας συστημάτων εσωτερικού ελέγχου - Νομική προστασία ελεγκτών

1. Η περ. α’ της παρ. 1 και η παρ. 7 του άρθρου 22 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο τροποποιούνται και το άρθρο 22 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 22

1. Οι Επίτροποι του Ελεγκτικού Συνεδρίου:

α) ασκούν τον προληπτικό έλεγχο της περίπτωσης α’ του άρθρου 1 του παρόντος, καθώς και έλεγχο της αποτελεσματικότητας των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου των ελεγχόμενων από αυτούς υπηρεσιών και φορέων,

β) ασκούν κατασταλτικό έλεγχο, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 38, 39 και 51 του παρόντος,

γ) εξελέγχουν, με τη βοήθεια των υπαλλήλων της υπηρεσίας τους, τους λογαριασμούς των υπολόγων και συντάσσουν έκθεση σχετικά με αυτούς,

δ) επιμελούνται για την έγκαιρη και ακριβή διεξαγωγή του έργου των υπηρεσιών τους,

ε) επιβλέπουν το προσωπικό που ανήκει στην υπηρεσία τους και

στ) υπογράφουν με εντολή του Ελεγκτικού Συνεδρίου τα προπαρασκευαστικά έγγραφα των υποθέσεων της αρμοδιότητας τους, καθώς και κάθε άλλο έγγραφο ύστερα από ειδική γι’ αυτό εντολή του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

2. Ο Επίτροπος της Υπηρεσίας Επιτρόπου στη Γραμματεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου και οι προϊστάμενοι των τμημάτων αυτής παρίστανται στις συνεδριάσεις και συντάσσουν τα πρακτικά τους, επιμελούνται για την έγκαιρη και ακριβή διεξαγωγή των εργασιών της υπηρεσίας τους και επικυρώνουν τα αντίγραφα των πράξεων και των αποφάσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και των εγγράφων αλληλογραφίας. Ο Επίτροπος ασκεί επίσης τις αρμοδιότητες που του ανατίθενται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και εποπτεύει το προσωπικό που ανήκει στην υπηρεσία του.

3. Ο Επίτροπος της προηγούμενης παραγράφου, σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του, αναπληρώνεται από προϊστάμενο τμήματος της ίδιας υπηρεσίας και όταν ο τελευταίος απουσιάζει ή κωλύεται, από υπάλληλο ΠΕ κατηγορίας με βαθμό Β ή Γ’ της αυτής υπηρεσίας κατά σειρά αρχαιότητας.

4. Ο Επίτροπος της Υπηρεσίας Επιτρόπου Αρχείου επιμελείται για την ταχεία διεξαγωγή της υπηρεσίας και την ασφάλεια των εγγράφων και των παραστατικών διαχειρίσεων που φυλάσσονται σε αυτήν και επιβλέπει το προσωπικό της υπηρεσίας του.

5. Τα καθήκοντα των υπαλλήλων κλάδου ΔΕ Ταξινόμων συνίστανται στην ταξινόμηση και αρχειοθέτηση των φυλασσόμενων στα Αρχεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου λογιστικών στοιχείων και παραστατικών διαχειρίσεων που ελέγχονται από αυτό, καθώς και στην εκτέλεση κάθε εργασίας συναφούς με τα καθήκοντα αυτά.

6. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 94, ορίζονται ειδικότερα τα καθήκοντα των Επιτρόπων και του λοιπού προσωπικού του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

7. Οι επίτροποι, που καταλαμβάνουν τις θέσεις που συστήθηκαν με το άρθρο 39 παρ. 1 του ν. 3772/2009 (Α’ 112), είναι αρμόδιοι για τον εντοπισμό και την αποτροπή φαινομένων κακοδιαχείρισης, κατάχρησης, σπατάλης ή διαφθοράς και για την εν γένει διασφάλιση της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης των καταστημάτων κράτησης. Ασκούν τακτικούς και εκτάκτους ελέγχους στη δημοσιονομική διαχείριση και στις πάγιες προκαταβολές κάθε καταστήματος κράτησης και ελέγχουν αν τα ποσά που δαπανώνται, χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς για τους οποίους εγκρίθηκαν ή χορηγήθηκαν. Δικαιούνται άμεσης πρόσβασης σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο που αφορά ή είναι χρήσιμο στην άσκηση του έργου τους και εισηγούνται στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κάθε κατάλληλο και αναγκαίο μέτρο για την αποτελεσματικότερη οικονομική διαχείριση των καταστημάτων κράτησης. Κατά τη διενέργεια του ελέγχου εφαρμόζονται αναλόγως οι περί ελέγχου διατάξεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Με την επιφύλαξη των τεσσάρων τελευταίων εδαφίων της παρ. 1 του άρθρου 46 το έλλειμμα καταλογίζεται από τον αρμόδιο, σύμφωνα με την παρούσα, Επίτροπο.

8. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που εκδίδεται κατόπιν προτάσεως του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθορίζεται η έδρα των Επιτρόπων, που είναι αρμόδιοι για τους ελέγχους, τα καταστήματα κράτησης που ελέγχει ο επίτροπος, το αναγκαίο προσωπικό από υπαλλήλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου που μετακινείται για επικουρία των επιτρόπων αυτών, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου.».

2. Η παρ. 9 του άρθρου 28 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο τροποποιείται και αναριθμείται ως παρ. 10, προστίθεται παρ. 9 και το άρθρο 28 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 28

1. Το Ελεγκτικό Συνέδριο:

α) Δύναται να ενημερώνεται δια των αρμόδιων Επιτρόπων του για τις υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί σε βάρος των πιστώσεων του Προϋπολογισμού, από τα βιβλία που τηρούνται από τις αρμόδιες υπηρεσίες εκκαθάρισης και εντολής πληρωμής των δαπανών.

β) Ασκεί, κατά το άρθρο 98 του Συντάγματος, τον έλεγχο των δαπανών του Κράτους, των Ο.Τ.Α. ή άλλων νομικών προσώπων που υπάγονται με ειδική διάταξη νόμου στον έλεγχο του, με σκοπό τη βεβαίωση ότι υπάρχει γι’ αυτές πίστωση που έχει νόμιμα χορηγηθεί και ότι κατά την πραγματοποίηση τους τηρήθηκαν οι διατάξεις του νόμου για το δημόσιο λογιστικό ή κάθε άλλη διάταξη νόμου, διατάγματος ή κανονιστικής απόφασης.

2. Το Ελεγκτικό Συνέδριο εξελέγχει τους λογαριασμούς που υποβάλλονται σε αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, επιφέρει τις μεταβολές που τυχόν ενδείκνυνται από τον έλεγχο και εκδίδει τα σχετικά με τις μεταβολές αυτές φύλλα χρέωσης και πίστωσης των υπολόγων.

3. Κατά τον έλεγχο που ασκείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο επιτρέπεται η εξέταση και των ζητημάτων που αναφύονται παρεμπιπτόντως, με την επιφύλαξη των διατάξεων για το δεδικασμένο.

4. Ο έλεγχος που ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, διενεργείται δειγματοληπτικά κατά τα οριζόμενα με αποφάσεις της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Εφόσον από τον δειγματοληπτικό έλεγχο προκύψουν υπόνοιες για την ύπαρξη διαχειριστικών ανωμαλιών, ο έλεγχος αυτός επεκτείνεται στο σύνολο της διαχείρισης.

5. Ο έλεγχος της σκοπιμότητας των διοικητικών πράξεων εκφεύγει της αρμοδιότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

6. Σε περίπτωση αμφιβολιών του Επιτρόπου, που αναφέρονται στο ουσιαστικό μέρος της δαπάνης, θεωρείται μεν το ένταλμα, αναφέρεται δε συγχρόνως η περίπτωση στο αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο ύστερα από αξιολόγηση την ανακοινώνει στον Υπουργό Οικονομικών και στον αρμόδιο κατά περίπτωση Υπουργό.

7. Το Ελεγκτικό Συνέδριο μνημονεύει επίσης ύστερα από αξιολόγηση τις περιπτώσεις αυτές στην ετήσια έκθεση του προς τη Βουλή.

8. Κατά την άσκηση του ελέγχου των λογαριασμών των υπολόγων δύναται να εξετασθεί από τον αρμόδιο Επίτροπο και το ουσιαστικό μέρος της διαχείρισης. Αν προκύψουν αμφιβολίες, το Κλιμάκιο ανακοινώνει την περίπτωση αυτή στον Υπουργό Οικονομικών και στον αρμόδιο Υπουργό.

9. Το Ελεγκτικό Συνέδριο, μέσω των Υπηρεσιών Επιτρόπου του, παρακολουθεί την εγκατάσταση και εφαρμογή συστημάτων εσωτερικού ελέγχου στους φορείς που υπάγονται στην ελεγκτική δικαιοδοσία του και κρίνει την αποτελεσματικότητα των συστημάτων αυτών για την αντιμετώπιση των δημοσιονομικών κινδύνων. Με απόφαση της Ολομέλειας ρυθμίζεται κάθε ζήτημα σχετικό με τη διαδικασία για την εφαρμογή όσων ορίζονται στην παρούσα.

10. Το άρθρο 101 του ν. 4622/2019 (Α’ 133) εφαρμόζεται αναλόγως και για το Ελεγκτικό Συνέδριο ως προς την άσκηση των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων του προσωπικού του.».

 

Άρθρο 342

Στοχευμένοι έλεγχοι

Το άρθρο 40 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 40

Διενέργεια στοχευμένων ελέγχων

1. Το Ελεγκτικό Συνέδριο διενεργεί, σύμφωνα με τις διατάξεις που το διέπουν, στοχευμένους ελέγχους σε τομείς υψηλού ελεγκτικού ενδιαφέροντος, με βάση το ετήσιο πρόγραμμα ελέγχων που εγκρίνεται από την Ολομέλειά του.

2. Το Ελεγκτικό Συνέδριο διενεργεί, σύμφωνα με τις διατάξεις που το διέπουν, στοχευμένους ελέγχους επιδόσεων σε τομείς υψηλού ελεγκτικού ενδιαφέροντος, με βάση το ετήσιο πρόγραμμα ελέγχων που εγκρίνεται από την Ολομέλειά του.

3. Οι έλεγχοι που προβλέπονται στις παρ. 1 και 2 πραγματοποιούνται από τις Υπηρεσίες Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Αν κριθεί αναγκαίο, μπορεί με απόφαση της Ολομέλειας, ύστερα από πρόταση του Τμήματος Ελέγχων, να επιτραπεί οι έλεγχοι που προβλέπονται στις παρ. 1 και 2, να διενεργηθούν από ειδικό κλιμάκιο αποτελούμενο από δικαστικούς λειτουργούς ή ελεγκτές δικαστικούς υπαλλήλους ή δικαστικούς λειτουργούς επικουρούμενους από ελεγκτές του Δικαστηρίου. Τα μέλη του ειδικού κλιμακίου ορίζονται από το Τμήμα Ελέγχων. Εφόσον στο ειδικό κλιμάκιο συμμετέχουν δικαστικοί λειτουργοί, ορίζονται κατά προτεραιότητα μεταξύ των υπηρετούντων στο Τμήμα Ελέγχων. Όταν οι δικαστικοί λειτουργοί που συμμετέχουν στους ανωτέρω ελέγχους επικουρούνται από ελεγκτές δικαστικούς υπαλλήλους, στο υπόμνημα σχεδιασμού ελέγχου, με βάση το οποίο διεξάγεται ο έλεγχος, οριοθετούνται με ακρίβεια οι ελεγκτικές ενέργειες που ανατίθενται στους δικαστικούς λειτουργούς. Αν κατά τους ελέγχους αυτούς διαπιστωθεί έλλειμμα, αρμόδιο για τον καταλογισμό είναι Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 46.

4. Εκτός από τους ελέγχους που αναφέρονται στις παρ. 1 έως 3, το Ελεγκτικό Συνέδριο προγραμματίζει και διενεργεί κάθε χρόνο ειδικούς ελέγχους επί ζητημάτων γενικότερου ενδιαφέροντος με σκοπό τον εντοπισμό και τη διάγνωση συστημικής φύσης παθογενειών στη δημόσια διαχείριση, την ανάλυση των αιτίων των παθογενειών αυτών και τη διατύπωση συστάσεων για την αντιμετώπισή τους. Η αποτύπωση των ευρημάτων περιλαμβάνεται σε ειδικές εκθέσεις που απευθύνονται στην Βουλή και την Κυβέρνηση.

5. Ο προγραμματισμός των ελέγχων που αναφέρονται στις παρ. 1 έως 4 γίνεται από το Τμήμα Ελέγχων, αφού ληφθούν υπόψη οι σχετικές προτάσεις των Τμημάτων με δικαστικές αρμοδιότητες. Οι εκθέσεις ελέγχου εγκρίνονται από το Τμήμα Ελέγχων, εκτός αν αυτό κρίνει ότι επιβάλλεται η έγκριση της έκθεσης ελέγχου από την Ολομέλεια.

6. Οι έλεγχοι που προβλέπονται στις παρ. 4, 5 και στο τελευταίο εδάφιο του άρθρου 66, διενεργούνται από ειδικά κλιμάκια, όπως ορίζεται στην παρ. 3. Ανάλογα με το θεματικό αντικείμενο και τη δυσχέρεια που ενδέχεται να παρουσιάζουν οι εν λόγω έλεγχοι, η Ολομέλεια μπορεί να αποφασίσει την απαλλαγή των δικαστικών λειτουργών και υπαλλήλων που συμμετέχουν σε αυτούς από κάθε άλλη απασχόληση.

7. Το Ελεγκτικό Συνέδριο διενεργεί κάθε είδους έκτακτο έλεγχο.

8. Υπάλληλοι ή συνεργάτες δημόσιων υπηρεσιών ή φορέων με εξειδικευμένες γνώσεις και εμπειρία διατίθενται από την υπηρεσία ή τον φορέα, όπου απασχολούνται, στο Ελεγκτικό Συνέδριο αποκλειστικά ή με παράλληλη άσκηση καθηκόντων για τη διεξαγωγή ελέγχου που απαιτεί ιδιαίτερες τεχνικές γνώσεις ή εμπειρία. Για τη διάθεση εκδίδεται απόφαση του αρμόδιου υπουργού ύστερα από αίτημα του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Οι διατιθέμενοι, κατά την απασχόλησή τους στο Ελεγκτικό Συνέδριο, εξακολουθούν να υπάγονται οργανικά και για τις αποδοχές τους στην υπηρεσία ή τον φορέα από τον οποίο προέρχονται.».

 

Άρθρο 343

Παρουσίαση στη Βουλή του ετήσιου προγράμματος ελέγχων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ρυθμίσεις για τον έλεγχο του απολογισμού και του γενικού ισολογισμού του Κράτους και τις Διαδηλώσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου

Το άρθρο 66 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο τροποποιείται, προστίθεται σ’ αυτό παρ. 4 και αναριθμείται σε άρθρο 66Α και τίθεται νέο άρθρο 66, τα οποία διαμορφώνονται ως εξής:

«Άρθρο 66

Παρουσίαση στη Βουλή του ετήσιου προγράμματος ελέγχων του Ελεγκτικού Συνεδρίου

Ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου παρουσιάζει κάθε έτος στη Βουλή το ετήσιο πρόγραμμα ελέγχων του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό της. Δέκα (10) μέρες πριν από την παρουσίαση του ετήσιου προγράμματος ελέγχων του Δικαστηρίου κατά το προηγούμενο εδάφιο κοινοποιεί το πρόγραμμα στον Πρόεδρο της Βουλής. Κατά την ακρόαση του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η Βουλή, όπως ορίζεται στον Κανονισμό της, μπορεί να προτείνει να δοθεί προτεραιότητα σε ορισμένους από τους ελέγχους που έχουν προγραμματισθεί. Μπορεί ακόμη να εκφράσει ενδιαφέρον για τη διενέργεια και άλλων ελέγχων, πέραν των προγραμματισμένων, έως τριών κατ’ έτος, ιδίως με αντικείμενο αδυναμίες στα συστήματα δημόσιας διαχείρισης.

Άρθρο 66Α

Έλεγχος απολογισμού και γενικού ισολογισμού του Κράτους - Διαδηλώσεις Ελεγκτικού Συνεδρίου

1. Ο έλεγχος της δημόσιας διαχείρισης ολοκληρώνεται με τον έλεγχο του απολογισμού και του γενικού ισολογισμού του Κράτους.

 2. Το Ελεγκτικό Συνέδριο εξετάζει τον απολογισμό και τον ισολογισμό του Κράτους με βάση τις κείμενες διατάξεις και σύμφωνα με όσα ορίζονται με απόφαση της Ολομέλειας του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η εξέταση γίνεται σύμφωνα με το οικείο εγχειρίδιο ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπου ενσωματώνονται τα σχετικά διεθνή ελεγκτικά πρότυπα. Το Ελεγκτικό Συνέδριο επιστρέφει τον απολογισμό και τον ισολογισμό του Κράτους στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους μαζί με τις σχετικές διαδηλώσεις του εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 167 του ν. 4270/2014.

3. Οι διαδηλώσεις εκδίδονται από την Ολομέλεια με βάση τις ελεγκτικές εργασίες της αρμόδιας Υπηρεσίας Επιτρόπου. Το Τμήμα Ελέγχων, αφού τις επεξεργασθεί, τις υποβάλλει στην Ολομέλεια, η οποία αποφασίζει για την έκδοσή τους.

4. Μετά την αποστολή των διαδηλώσεων στη Βουλή και μέχρι τη συμπλήρωση του νόμιμου χρόνου παραγραφής, επιτρέπεται ο έλεγχος των λογαριασμών του Δημοσίου και των υποκείμενων στους λογαριασμούς συναλλαγών και πράξεων μόνον αν αυτό προβλεφθεί θεματικά και δειγματοληπτικά στο ετήσιο πρόγραμμα ελέγχων ή αν διαταχθεί έκτακτος έλεγχος κατά τις κείμενες διατάξεις.».

 

Άρθρο 344

Ρυθμίσεις για την Ετήσια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου προς τη Βουλή

Το άρθρο 67 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 67

Ετήσια έκθεση προς τη Βουλή

1. Το Ελεγκτικό Συνέδριο, κάθε έτος, με έκθεση της Ολομέλειάς του προς τη Βουλή, που εγχειρίζεται στον Πρόεδρό της από τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εκθέτει το αποτέλεσμα των εργασιών του με κατηγοριοποιημένα ευρήματα από την άσκηση του ελεγκτικού του έργου. Στην έκθεση μπορεί να ενσωματώνονται τα πορίσματα των στοχευμένων ελέγχων. Η έκθεση μπορεί επίσης να περιλάβει συστάσεις για μεταρρυθμίσεις που καθίστανται αναγκαίες προς θεραπεία παθογενειών που διαπιστώθηκαν κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του.

2. Οι παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί της οικονομικής διαχείρισης του Κράτους, που περιέχονται στην ετήσια έκθεσή του, γνωστοποιούνται απαραίτητα, πριν από την εγχείριση της έκθεσης στον Πρόεδρο της Βουλής, στους αρμόδιους διατάκτες των υπουργείων μέσω του Υπουργού Οικονομικών. Οι απαντήσεις των υπουργών περιλαμβάνονται σε ιδιαίτερο τεύχος και αποστέλλονται με μέριμνα του Υπουργού Οικονομικών, μέσα σε διάστημα δύο (2) μηνών από τη γνωστοποίηση της έκθεσης, στον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο οποίος στη συνέχεια τις διαβιβάζει, μαζί με την ετήσια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου στον Πρόεδρο της Βουλής. Η ετήσια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου μαζί με τις απαντήσεις των αρμοδίων διατακτών συνδημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

3. Η ετήσια έκθεση προς τη Βουλή προετοιμάζεται από το Τμήμα Ελέγχων με βάση τις πληροφορίες που παρέχονται σε αυτό από τους δικαστικούς σχηματισμούς και τις Υπηρεσίες Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Το Τμήμα Ελέγχων, αφού την επεξεργασθεί, την υποβάλλει στην Ολομέλεια, η οποία αποφασίζει για την έκδοσή της.».

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 57

ΕΠΙΚΑΙΡΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ ΚΑΙ ΘΩΡΑΚΙΣΗ ΕΛΕΓΚΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΑΚΑΣΙΩΝ

 

Άρθρο 345

Αρμοδιότητα καταλογισμού

1. Η παρ. 1 του άρθρου 38 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο αντικαθίσταται, η παρ. 2 καταργείται, οι παρ. 3, 4, 5, 6 και 7 αναριθμούνται σε παρ. 2, 3, 4, 5 και 6 και το άρθρο 38 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 38

1. Ο έλεγχος των λογαριασμών των δημόσιων υπολόγων, των απολογισμών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των ειδικών λογαριασμών, καθώς και των λοιπών λογαριασμών που αναφέρονται στην παρ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 1, ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος από τον Επίτροπο της Υπηρεσίας Επιτρόπου, στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγονται. Στην αρμοδιότητα του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκει και η διατύπωση ελεγκτικής γνώμης επί των παραπάνω λογαριασμών. Αμφισβητήσεις που ανακύπτουν από τον ως άνω καθορισμό των αρμοδιοτήτων, επιλύονται κάθε φορά με απόφαση της Ολομέλειας.

2. Κατά τη διενέργεια του ελέγχου των λογαριασμών των υπολόγων δύναται να ζητείται από τις αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες, τους υπολόγους, καθώς και από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο κάθε αναγκαία πληροφορία ή στοιχείο, αν δε συντρέχει περίπτωση, μπορεί να διενεργηθεί και επιτόπια έρευνα.

3. Για τις ελλείψεις που διαπιστώνονται ή τις αμφιβολίες που δημιουργούνται κατά την επεξεργασία των λογαριασμών, συντάσσεται φύλλο μεταβολών και ελλείψεων, που αποστέλλεται αρμοδίως για την αναπλήρωση των διαπιστούμενων ελλείψεων και την παροχή των απαιτούμενων πληροφοριών εντός προθεσμίας όχι μεγαλύτερης των δεκαπέντε ημερών, η οποία μπορεί να παραταθεί για εύλογο χρόνο.

4. Διαφορές, οι οποίες προκύπτουν κατά τον έλεγχο των λογαριασμών σε χρέωση ή πίστωση των υπολόγων και είναι κατώτερες ποσού που ορίζεται κάθε φορά με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ύστερα από γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου, διαγράφονται και οι λογαριασμοί αυτοί εξισώνονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ίδια ως άνω απόφαση.

5. Σε ζητήματα που αναφύονται κατά την επεξεργασία των λογαριασμών, μπορεί, σε περίπτωση αμφιβολιών, να προκληθεί εκ των προτέρων η γνώμη του αρμόδιου Κλιμακίου για τα ζητήματα αυτά ύστερα από έκθεση του οικείου Επιτρόπου προς αυτό. Ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου δύναται, αν κρίνει τούτο αναγκαίο λόγω της σοβαρότητας ή της γενικότητας του θέματος, να προκαλεί τη γνώμη της Ολομέλειας, η οποία είναι υποχρεωτική για τους Επιτρόπους, τα Κλιμάκια και τα Τμήματα του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά την έκδοση των σχετικών πράξεων και αποφάσεων τους.

6. Αν κατά τον έλεγχο των λογαριασμών διαπιστωθεί ποινικώς κολάσιμη πράξη, ανακοινώνεται τούτο στον αρμόδιο εισαγγελέα, στον Υπουργό ή άλλο αρμόδιο όργανο στον οποίο υπάγεται ο υπόλογος, καθώς και στον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.».

2. Ο τίτλος, καθώς και οι παρ. 1, 2 και 4 του άρθρου 46 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο τροποποιούνται και το άρθρο 46 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 46

Πράξεις Ελεγκτικού Συνεδρίου

1. Ο αρμόδιος Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, έχοντας υπόψη την έκθεση που συντάσσεται κατά περίπτωση σύμφωνα με την περ. γ’ της παρ. 1 ή την παρ. 5 του άρθρου 22 αποφαίνεται για την ορθότητα ή μη των λογαριασμών και κηρύσσει με πράξη του τούς λογαριασμούς ως ορθώς έχοντες ή καταλογίζει τον υπόλογο με το έλλειμμα που διαπιστώθηκε ή με εκείνο που προκύπτει από την παράλειψη είσπραξης ή βεβαιώνει σε πίστωση αυτού το τυχόν πλεόνασμα. Για ελλείμματα άνω των εκατό χιλιάδων (100.000,00) ευρώ, αρμόδιο για τον καταλογισμό είναι Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Στην περίπτωση αυτή, ο Επίτροπος, αφού τηρήσει τη νόμιμη προδικασία, διαβιβάζει στο Κλιμάκιο αίτηση καταλογισμού συνοδευόμενη από έκθεση ελέγχου και το σχετικό υποστηρικτικό υλικό. Το Κλιμάκιο, χωρίς να επαναλάβει τον έλεγχο, εφόσον κρίνει ότι η αίτηση θεμελιώνεται επαρκώς στα στοιχεία του φακέλου, καλεί τους υπευθύνους σε ακρόαση και στη συνέχεια αποφαίνεται επί της αίτησης καταλογισμού. Αν το Κλιμάκιο κρίνει ότι η αίτηση δεν θεμελιώνεται επαρκώς, αναπέμπει την υπόθεση στον Επίτροπο για τις δικές του περαιτέρω ενέργειες. Με απόφαση της Ολομέλειας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να αναπροσαρμόζεται το ανωτέρω χρηματικό όριο, ύστερα από εκτίμηση της αποτελεσματικότερης κατανομής του ελεγκτικού έργου.

2. Εφόσον συντρέχει περίπτωση, το όργανο, που είναι αρμόδιο σύμφωνα με την παρ. 1, δύναται να προβεί στον καταλογισμό του υπολόγου και πριν αποφανθεί για τους λογαριασμούς του.

3. Σε βάρος του υπολόγου καταλογίζονται οι προσαυξήσεις που καθορίζονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για το δημόσιο λογιστικό και για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων. Οι προσαυξήσεις αυτές υπολογίζονται, για μεν την παράλειψη εισπράξεων, από τότε που ο υπόλογος όφειλε να ενεργήσει την είσπραξη, για δε την παράλειψη εισαγωγής των εισπράξεων, από τότε που αυτός όφειλε να εισαγάγει τα εισπραχθέντα στο δημόσιο ταμείο. Σε περίπτωση ελλείμματος, οι προσαυξήσεις υπολογίζονται από την ημέρα κατά την οποία εξακριβώθηκε ότι έλαβε χώρα το έλλειμμα και εφόσον η εξακρίβωση αυτή καθίσταται αδύνατη, από τότε που ανακαλύφθηκε κατά την επιθεώρηση ή την παράδοση της διαχείρισης του υπολόγου το έλλειμμα. Αν η εξακρίβωση του ελλείμματος γίνεται μετά τη λήξη του οικονομικού έτους στη διαχείριση του οποίου αναφέρεται το έλλειμμα και είναι αδύνατος ο προσδιορισμός της ημέρας ή του μήνα που έλαβε χώρα τούτο, οι προσαυξήσεις υπολογίζονται από τη λήξη του οικονομικού έτους της διαχείρισης. Ο υπόλογος απαλλάσσεται των προσαυξήσεων, εφόσον αποδείξει ότι η παράλειψη ή το έλλειμμα δεν οφείλεται σε δόλο ή βαρεία αμέλειά του.

4. Μη νόμιμες δαπάνες που πληρώθηκαν με τίτλους πληρωμής που δεν εκδίδονται από τις Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου καταλογίζονται σε κάθε περίπτωση από το Ελεγκτικό Συνέδριο σύμφωνα με το άρθρο 96 του ν. 4270/2014 (Α’ 143).».

3. Ο τίτλος, καθώς και οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 47 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο τροποποιούνται και διαμορφώνονται ως εξής:

«Άρθρο 47

Εκτελεστότητα πράξεων - Κοινοποίηση

1. Οι πράξεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 46 και κοινοποιούνται στον υπόλογο σύμφωνα με τα οριζόμενα σε προεδρικό διάταγμα, είναι εκτελεστές. Κατά των πράξεων αυτών δεν επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής στα άλλα δικαστήρια, τα ποσά δε που καταλογίζονται με τις πράξεις αυτές εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων.

2. Αντίγραφα των πράξεων που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 46, διαβιβάζονται μαζί με τους σχετικούς φακέλους από τη Γραμματεία τους στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τυχόν άσκηση ένδικων μέσων από αυτόν.».

4. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 56 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο αντικαθίσταται και το άρθρο 56 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 56

1. Τα δικαιολογητικά των ενταλμάτων προπληρωμής θεωρούνται από τους Επιτρόπους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι οποίοι επικουρούνται στο έργο του ελέγχου από το προσωπικό που έχει ορισθεί για το σκοπό αυτόν, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.

2. Κατά τον έλεγχο και τη θεώρηση των δικαιολογητικών απόδοσης λογαριασμού των ενταλμάτων προπληρωμής, το Ελεγκτικό Συνέδριο, ύστερα από εισήγηση του αρμόδιου Επιτρόπου που ενεργεί αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση του υπολόγου, αποφαίνεται και για τις δαπάνες που τυχόν απορρίφθηκαν από τα αρμόδια όργανα για την αναγνώριση και εκκαθάρισή τους.

3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 εφαρμόζονται αναλόγως και για τα δικαιολογητικά απόδοσης λογαριασμού των ενταλμάτων προπληρωμής δευτερευόντων διατακτών που δεν υπόκεινται σε προληπτικό έλεγχο.

4. Ο καταλογισμός σε βάρος εκείνων που έλαβαν χρήματα από το Δημόσιο με την υποχρέωση να αποδώσουν λογαριασμό και δεν τον υπέβαλαν εμπρόθεσμα ή τον υπέβαλαν μόνο για μέρος των χρημάτων που έλαβαν, ασκείται με πράξη των Επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την επιφύλαξη κατά τα λοιπά των διατάξεων του άρθρου 6 παρ.4 και 5 του π.δ. 136/1998 (Α’ 107).

5. Οι Επίτροποι προβαίνουν σε ανάκληση των ανωτέρω καταλογιστικών πράξεών τους, εφόσον θεωρηθούν από αυτούς τα οικεία δικαιολογητικά.

6. Δαπάνες οι οποίες αναγνωρίστηκαν και εκκαθαρίστηκαν από τα αρμόδια όργανα, αλλά κρίνονται ως μη νόμιμες ή ως μη στηριζόμενες σε νόμιμα δικαιολογητικά, καταλογίζονται από τον αρμόδιο Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

7. Κατά των καταλογιστικών πράξεων του παρόντος άρθρου επιτρέπεται το προβλεπόμενο στο άρθρο 48 ένδικο μέσο της αναθεώρησης, το οποίο ασκείται ενώπιον του οργάνου που τις εξέδωσε χωρίς την καταβολή παραβόλου.

8. Η αίτηση αναθεώρησης δεν υπόκειται σε περιορισμό προθεσμίας, εφόσον στηρίζεται στην υποβολή νέων δικαιολογητικών για τη διάθεση των χρημάτων ή στη συμπλήρωση εκείνων που υποβλήθηκαν. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 38 παρ. 2 και 6, 46 και 47. Επίσης επιτρέπεται και η κατά το άρθρο 80 έφεση ενώπιον του αρμόδιου Τμήματος.»

5. Οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 63 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο τροποποιούνται και το άρθρο 63 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 63

1. Το αρμόδιο σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 46 όργανο, ύστερα από αίτηση του υπολόγου ή και αυτεπαγγέλτως, αποφαίνεται για την απαλλαγή από την ευθύνη των υπολόγων που λογοδοτούν ενώπιον του για κάθε απώλεια, έλλειψη ή φθορά χρημάτων, υλικού ή δικαιολογητικών και παραστατικών πληρωμής κάθε είδους, είτε με την πράξη που εκδίδεται κατά τον έλεγχο των ετήσιων λογαριασμών είτε και προηγουμένως με ιδιαίτερη πράξη. Ο υπόλογος, που ζητεί την απαλλαγή, υποχρεούται να αποδείξει την απώλεια, έλλειψη ή φθορά που επήλθε και επιπλέον ότι δεν τον βαρύνει υπαιτιότητα, διότι έχει συμμορφωθεί πλήρως με όσα ορίζονται από τις κείμενες διατάξεις και επιδείξει την επιμέλεια που δείχνει στις δικές του υποθέσεις.

2. Το αρμόδιο σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 46 όργανο, αποφαίνεται επίσης με πράξη του, ύστερα από αίτηση των υπολόγων ή και αυτεπαγγέλτως, για την απαλλαγή από την ευθύνη τους από εντάλματα προπληρωμής, προσωρινά εντάλματα, εντάλματα πάγιας προκαταβολής ή χρηματικές προκαταβολές από το δημόσιο ταμείο, καθώς και από την ευθύνη τους για την απώλεια, έλλειψη ή φθορά χρημάτων ή δικαιολογητικών της διαχείρισης των χρημάτων που έλαβαν. Ο υπόλογος υποχρεούται να αποδείξει την απώλεια των χρημάτων ή την προσήκουσα διάθεση αυτών και την απώλεια των δικαιολογητικών της διάθεσής τους και επιπλέον ότι δεν τον βαρύνει υπαιτιότητα.».

6. Η παρ. 1 του άρθρου 64 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο τροποποιείται και το άρθρο 64 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 64

1. Ο έλεγχος των διαχειρίσεων, των οποίων τα στοιχεία καταστράφηκαν ή απολέσθηκαν ολικά ή μερικά στο Ελεγκτικό Συνέδριο από ανώτερη βία ή τυχαίο γεγονός και των οποίων η απώλεια ή καταστροφή διαπιστώνεται με πράξη του αρμόδιου Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ενεργείται κατά τα οριζόμενα με αποφάσεις της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

2. Οι αποφάσεις αυτές, που εκδίδονται ύστερα από πρόταση της αρμόδιας Υπηρεσίας Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθορίζουν τον τρόπο του ελέγχου των διαχειρίσεων αυτών, τα στοιχεία που θα υποβληθούν σε αναπλήρωση εκείνων που απολέσθηκαν ή καταστράφηκαν, τους υπόχρεους και την προθεσμία για την υποβολή τους, καθώς και κάθε άλλη χρήσιμη λεπτομέρεια για τον έλεγχο.»

7. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 80 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο αντικαθίσταται και το άρθρο 80 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 80

1. Κατά καταλογιστικών πράξεων των υπουργών, μονοπρόσωπων ή συλλογικών διοικητικών οργάνων, διοικητικών αρχών, οικονομικών επιθεωρητών ή άλλου φορέα επί διαχείρισης υλικού, αξιών ή χρηματικού του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, λοιπών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, καθώς και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου που χρηματοδοτούνται από εθνικούς ή ενωσιακούς πόρους, επιτρέπεται να ασκηθεί έφεση από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών, η οποία αρχίζει από την επίδοση ή την καθ’ οποιονδήποτε τρόπο περιέλευση ή την αποδεδειγμένα πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης πράξης. Εάν ο έχων έννομο συμφέρον για την άσκηση έφεσης διαμένει στην αλλοδαπή, η αντίστοιχη προθεσμία ορίζεται σε ενενήντα ημέρες.

2. Η προθεσμία για την άσκηση της έφεσης κατά των ανωτέρω πράξεων για το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, που χρηματοδοτούνται από εθνικούς ή κοινοτικούς πόρους και για τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, είναι εξήντα ημέρες και αρχίζει από την περιέλευση της προσβαλλόμενης πράξης σε αυτούς.

3. Με την άσκηση της έφεσης εξαντλείται η αρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την καταλογιστική πράξη.».

 

Άρθρο 346

Ρυθμίσεις για τους ελέγχους σε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου

1. Η παρ. 8 του άρθρου 51 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο αντικαθίσταται και το άρθρο 51 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 51

1. Από το Ελεγκτικό Συνέδριο διεξάγεται υποχρεωτικά κατασταλτικός έλεγχος των λογαριασμών των δήμων, των περιφερειών και των νομικών τους προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και των κοινωφελών επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων ύδρευσης αποχέτευσης και των δημοτικών ανωνύμων εταιρειών του άρθρου 266 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων. Ο έλεγχος είναι ετήσιος τακτικός και δειγματοληπτικός, εκτός εάν από το δειγματοληπτικό έλεγχο προέκυψαν λόγοι που επιβάλλουν τη γενίκευση του κατασταλτικού ελέγχου και διενεργείται μετά το τέλος κάθε οικονομικής χρήσης ή είναι έκτακτος γενικός ή ειδικός ή θεματικός και συνίσταται στον έλεγχο νομιμότητας και κανονικότητας της διαχείρισης. Σε κάθε περίπτωση ο έλεγχος διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

2. Κατά τον κατασταλτικό έλεγχο ελέγχονται ιδίως: α) η τήρηση της αρχής της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, β) η ορθή τήρηση του κατά περίπτωση ισχύοντος λογιστικού ή διαχειριστικού συστήματος, σύμφωνα με τους κανόνες και τις αρχές που το διέπουν, γ) η τήρηση και ενημέρωση των λογαριασμών, ώστε να απεικονίζουν με ακρίβεια το περιεχόμενο των οικονομικών πράξεων και δημοσιονομικών ενεργειών, δ) η νόμιμη καταβολή του μεριδίου τυχόν συμμετοχής ενός ή περισσοτέρων Ο.Τ.Α. σε κάθε φύσεως νομικά πρόσωπα αυτών ή σε προγραμματικές συμβάσεις, ε) η νόμιμη λήψη δανείων, η παροχή εγγυήσεων και η τήρηση των όρων των σχετικών συμβάσεων, στ) η νόμιμη διαχείριση της κινητής και ακίνητης περιουσίας και ζ) η έγκαιρη και κανονική απόδοση των υπέρ τρίτων εισπραττόμενων νομίμων δικαιωμάτων και η είσπραξη και η διαχείριση των ανταποδοτικών τελών ή άλλων ειδικών εσόδων ή των εσόδων από δάνεια ή των βεβαιωθέντων εσόδων από οφειλές και πρόστιμα σε βάρος τρίτων.

3. Αρμόδιος για τον κατασταλτικό έλεγχο είναι ο ίδιος Επίτροπος που είναι αρμόδιος για τον προληπτικό έλεγχο των δαπανών των υπόχρεων φορέων. Για τις αποκεντρωμένες υπηρεσίες αρμόδιος είναι ο Επίτροπος της έδρας τους. Ειδικά για την Μητροπολιτική Περιφέρεια Αττικής αρμόδιοι για τις οικείες περιφερειακές ενότητες είναι οι Επίτροποι που ορίζονται από την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

4. Ο κατασταλτικός έλεγχος πρέπει να ολοκληρωθεί μέσα σε έξι μήνες από την ημερομηνία αποστολής του αντιγράφου του απολογισμού ή ισολογισμού του υπόχρεου για κατασταλτικό έλεγχο φορέα, ο οποίος συνοδεύεται: α) από τις σχετικές εκθέσεις και πράξεις των αρμοδίων οργάνων του, β) την έκθεση των ορκωτών λογιστών ελεγκτών και γ) από κάθε σχετικό με τον έλεγχο στοιχείο, που καθορίζεται με απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και σε κάθε περίπτωση εντός του επομένου διαχειριστικού έτους, από αυτό που αφορά ο κατασταλτικός έλεγχος.

5. Η σχετική έκθεση περί των αποτελεσμάτων του διενεργηθέντος κατασταλτικού ελέγχου, για το σύνολο των υπόχρεων φορέω διαβιβάζεται στους Υπουργούς Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών, καθώς και στην Επιτροπή Διαφάνειας και θεσμών της Βουλής.

6. Σε κάθε περίπτωση ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου μπορεί να διατάξει έκτακτο διαχειριστικό έλεγχο της διαχείρισης ενός Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου αυτού.

7. Σε περίπτωση μη υποβολής του απολογισμού ή και του ισολογισμού Ο.Τ.Α. α’ βαθμού στο Ελεγκτικό Συνέδριο, σύμφωνα με το άρθρο 163 παρ. 5 εδάφιο α’ του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, επιβάλλονται σε βάρος των υπαιτίων οι κυρώσεις του άρθρου 45 του παρόντος νόμου και παράλληλα διενεργείται έκτακτος έλεγχος σύμφωνα με το άρθρο 163 παρ. 5 εδάφιο β’ του ίδιου Κώδικα.

8. Ο έλεγχος των λογαριασμών των φορέων που αναφέρονται στην παρ. 1 επιτρέπεται να ενεργείται στο Κατάστημά τους.».

2. Η παρ. 2 του άρθρου 53 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο αντικαθίσταται και το άρθρο 53 διαμορφώνεται ως ακολούθως:

«Άρθρο 53

1. Κατά τον έλεγχο των απολογισμών των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ. και των άλλων ελεγχόμενων φορέων εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του παρόντος που αφορούν τον έλεγχο των λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων.

2. Ο έλεγχος των λογαριασμών των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των λοιπών νομικών προσώπων επιτρέπεται να ενεργείται στο Κατάστημά τους.

3. Ο έλεγχος του Ειδικού Λογαριασμού Εγγυήσεων Γεωργικών Προϊόντων ασκείται στο Κατάστημα του Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε.), σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος και του ν. 992/ 1979.

4. Κάθε δημόσια υπηρεσία υποχρεούται να ανακοινώνει χωρίς καθυστέρηση στο Ελεγκτικό Συνέδριο τη σύσταση ή κατάργηση κάθε Ν.Π.Δ.Δ. ή άλλου φορέα που τελεί υπό την εποπτεία της.».

3. Η παρ. 4 του άρθρου 54 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο καταργείται και οι υφιστάμενες παρ. 5 και 6 αναριθμούνται σε παρ. 4 και 5, αντίστοιχα και το άρθρο 54 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 54

1. Η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου εκδίδει κατ’ έτος πρόγραμμα ελέγχου λογαριασμών των Ν.Π.Δ.Δ. εκτός από τους Ο.Τ.Α.. Με το πρόγραμμα καθορίζονται:

α) τα Ν.Π.Δ.Δ. που θα ελεγχθούν,

β) η περίοδος της διαχείρισης ανά οικονομικά έτη που θα υποβληθεί στον έλεγχο,

γ) το ποσοστό της δειγματοληψίας, το οποίο σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να αφορά λιγότερες από τριάντα πράξεις διαχείρισης και το πέντε τοις εκατό των πιστώσεων του προϋπολογισμού κάθε οικονομικού έτους που ελέγχεται,

δ) το όριο ανοχής σφάλματος, η υπέρβαση του οποίου επιβάλλει τη διενέργεια καθολικού ελέγχου, το οποίο δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το ενάμισι τοις εκατό των πράξεων διαχείρισης ή του ύψους των πιστώσεων που ελέγχθηκαν,

ε) ο χώρος διενέργειας του ελέγχου, που μπορεί να είναι και το Κατάστημα του νομικού προσώπου που ελέγχεται ή άλλος χώρος όπου φυλάσσονται τα κρίσιμα στοιχεία,

στ) Η ημερομηνία περάτωσης του ελέγχου.

2. Το πρόγραμμα ελέγχου κοινοποιείται, μέσα σε εύλογο χρόνο από την έκδοση του, στους αρμόδιους για την εποπτεία των νομικών προσώπων Υπουργούς και στα νομικά πρόσωπα, τα οποία θα υποβληθούν στον έλεγχο.

3. Ο έλεγχος διενεργείται από τις αρμόδιες καθ’ ύλην Υπηρεσίες Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή από ομάδες ελέγχου οριζόμενες από τον Πρόεδρο για το σκοπό αυτόν. Το νομικό πρόσωπο, για το οποίο αποφασίστηκε ο επιτόπιος έλεγχος, ενημερώνεται από τον αρμόδιο Επίτροπο ή τον Πρόεδρο για την ημερομηνία έναρξης του ελέγχου πέντε εργάσιμες ημέρες πριν από την έναρξη του ελέγχου. Κατά τον επιτόπιο έλεγχο μπορεί να παρίσταται και εκπρόσωπος του νομικού προσώπου. Για κάθε νομικό πρόσωπο συντάσσεται μετά τον έλεγχο και ειδική έκθεση, στην οποία διατυπώνονται αιτιολογημένα παρατηρήσεις σχετικές με τη βελτίωση της διαχείρισης του νομικού προσώπου και η οποία αποστέλλεται στους αρμόδιους φορείς.

4. Σε επείγουσες ή έκτακτες περιπτώσεις, το πρόγραμμα ελέγχου για μεμονωμένα νομικά πρόσωπα δύναται να εκδώσει και ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οπότε ισχύουν τα ανωτέρω αναλόγως εφαρμοζόμενα.

5. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος νόμου και του π.δ. 1225/1981.».

 

Άρθρο 347

Ελεγκτική διαδικασία

Μετά το άρθρο 54 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο προστίθεται άρθρο 54Α, ως εξής:

«Άρθρο 54Α

Ελεγκτική διαδικασία

1. Το Ελεγκτικό Συνέδριο, συνεκτιμώντας τις ελεγκτικές του δυνατότητες, προγραμματίζει τους ελέγχους των ειδικών λογαριασμών, των λογαριασμών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των λοιπών φορέων που υπάγονται στην ελεγκτική του αρμοδιότητα, έτσι ώστε κάθε φορέας να μπορεί να υποβάλλεται σε έλεγχο μία (1) τουλάχιστον φορά κάθε τέσσερα (4) έτη.

2. Λογαριασμοί που παρέμειναν ανέλεγκτοι, με την επιφύλαξη της συμπλήρωσης του νόμιμου χρόνου παραγραφής, ελέγχονται θεματικά και δειγματοληπτικά σύμφωνα όσα ορίζονται στο ετήσιο πρόγραμμα ελέγχων ή με έκτακτο έλεγχο που διατάσσεται κατά την παρ. 7 του άρθρου 40.

3. Αν ο Επίτροπος κρίνει ότι το σύστημα εσωτερικού ελέγχου του ελεγχόμενου από αυτόν ειδικού λογαριασμού ή οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή άλλου φορέα που υπάγεται στην ελεγκτική αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου λειτούργησε αποτελεσματικά κατά το κρίσιμο οικονομικό έτος, περιορίζοντας στο ελάχιστο τον δημοσιονομικό κίνδυνο, μπορεί, ύστερα από έγκριση του Τμήματος Ελέγχων, να μην ασκήσει έλεγχο στις υποκείμενες στους λογαριασμούς συναλλαγές και πράξεις.

4. Με απόφαση της Ολομέλειας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να προβλέπεται η φύλαξη, για τις ανάγκες του ελέγχου, των διαχειριστικών στοιχείων των λογαριασμών που αναφέρονται στην παρ. 1 εντός των Καταστημάτων των ελεγχόμενων φορέων. Τα στοιχεία αυτά, εφόσον ζητηθούν, πρέπει, ανάλογα με το αίτημα, είτε να διαβιβάζονται αμελλητί στο Ελεγκτικό Συνέδριο, είτε να επιτρέπεται η απρόσκοπτη πρόσβαση σε αυτά των ορισθέντων ελεγκτών. Με όμοια απόφαση ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της παρούσας.».

 

 

ΤΜΗΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 58

ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Άρθρο 348

Εξουσιοδοτική διάταξη

1. Με απόφαση της Ολομέλειας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και λαμβάνεται σε προθεσμία εννέα (9) μηνών από την έναρξη του επόμενου δικαστικού έτους από την έναρξη ισχύος του παρόντος, μπορεί, για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του Δικαστηρίου, να τροποποιείται ο εσωτερικός κανονισμός του με την εναρμόνισή του με τις διατάξεις του παρόντος.

2. Με κανονιστική απόφαση του αρμοδίου οργάνου της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 32Αεπ. του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και λαμβάνεται σε προθεσμία εννέα (9) μηνών από την έναρξη του επόμενου δικαστικού έτους από την έναρξη ισχύος του παρόντος, μπορεί, για την αποτελεσματικότερη λειτουργία της, να τροποποιείται ο εσωτερικός κανονισμός της με την εναρμόνισή του με τις διατάξεις του παρόντος.

 

 

ΤΜΗΜΑ ΠΕΜΠΤΟ

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 59

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Άρθρο 349

Εκκρεμείς δίκες και διαδικασίες

1. Σε δίκες εκκρεμείς κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος, οι διαδικαστικές πράξεις που δεν έχουν συντελεστεί διενεργούνται κατά τις διατάξεις του παρόντος.

2. Η παρ. 10 του άρθρου 28 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις άσκησης ελεγκτικών αρμοδιοτήτων των δικαστικών λειτουργών και υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος.

 

Άρθρο 350

Μεταβατικές διατάξεις για την άσκηση ένδικων βοηθημάτων και μέσων

1. Η άσκηση ένδικων βοηθημάτων κατά διοικητικών πράξεων, που εκδίδονται μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος, διέπεται από τις διατάξεις αυτού.

2. Η άσκηση ένδικων μέσων κατά δικαστικών αποφάσεων, που εκδίδονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος, διέπεται από τις διατάξεις του.

 

Άρθρο 351

Μεταβατικές διατάξεις για τις προθεσμίες

1. Ως προς την αφετηρία των προθεσμιών εφαρμόζονται οι διατάξεις που ίσχυαν στον χρόνο κατά τον οποίο συντελέστηκε το γεγονός που τις κίνησε.

2. Η διάρκεια των προθεσμιών που είχαν αρχίσει πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του, μόνον αν η προβλεπόμενη από αυτές διάρκειά τους είναι μεγαλύτερη από εκείνη που προβλεπόταν από τις προϊσχύουσες διατάξεις.

3. Ως προς την παράταση, την αναστολή και τη διακοπή των προθεσμιών, η οποία οφείλεται σε γεγονός που επήλθε μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος, εφαρμόζονται οι διατάξεις του.

 

Άρθρο 352

Μεταβατικές διατάξεις για τις ενστάσεις

του άρθρου 90 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο

1. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς, κατά την έναρξη της ισχύος του, ενστάσεις του άρθρου 90 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο.

2. Οι ενστάσεις της παρ. 1 λογίζονται ως εφέσεις και εκδικάζονται από το αρμόδιο Τμήμα με τις ίδιες προϋποθέσεις παραδεκτού που ίσχυαν κατά την ημερομηνία κατάθεσής τους. Μέχρι την πρώτη συζήτησή τους στο ακροατήριο, οι εκκαλούντες μπορούν να συμπληρώσουν ελλείψεις του δικογράφου, ιδίως την υπογραφή του δικογράφου από πληρεξούσιο δικηγόρο και την καταβολή του προσήκοντος παραβόλου.

 

 

ΤΜΗΜΑ ΕΚΤΟ

ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 60

ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

Άρθρο 353

Κατάργηση διατάξεων του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο

Από την έναρξη της ισχύος του παρόντος καταργούνται τα άρθρα 35 έως και 37, 70 έως και 75, 77, 79 και 82 έως και 91 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο.

 

Άρθρο 354

Κατάργηση διατάξεων για τις ενστάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 90 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο και άλλων διατάξεων

1. Από την έναρξη της ισχύος του Πρώτου Τμήματος του παρόντος καταργούνται:

(α) το άρθρο 5 του ν. 4448/1964 (Α’ 253),

(β) το β. δ. 598/1965 (Α’ 130),

(γ) το άρθρο 2 του ν.δ. 442/1970 (Α’ 39),

(δ) η παρ. 2 του άρθρου 2 του ν.δ. 1141/1972 (Α’ 64),

(ε) η παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 368/1976 (Α’ 164),

(στ) η παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 550/1977 (Α’ 57),

(ζ) η παρ. 5 του άρθρου 3 του ν. 787/1978 (Α’ 101),

(η) η παρ. 9 του άρθρου 3 του ν. 831/1978 (Α’ 207),

(θ) η παρ. 5 του άρθρου 4 του ν. 1203/1981 (Α’ 249),

(ι) το άρθρο 63 του π.δ. 774/1980 (Α’ 189),

(ια) το άρθρο 38 του π.δ. 850/1980 (Α’ 211),

(ιβ) το άρθρο 38 του π.δ. 167/2007 (Α’ 208),

(ιγ) η παρ. 4 του άρθρου 107 και το τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 112 του π.δ. 168/2007 (Α’ 209),

(ιδ) η παρ. 4 του άρθρου 67 του π.δ. 169/2007 (Α’ 210).

2. Καταργείται κάθε άλλη διάταξη που παραπέμπει στο άρθρο 5 του ν. 4448/1964 και αφορά στην ένσταση που προβλέπεται από τις διατάξεις αυτές.

3. Καταργείται επίσης κάθε διάταξη ειδικού νομοθετήματος που προβλέπει προθεσμία έφεσης διαφορετική από την προβλεπόμενη στην παρ. 1 του άρθρου 113.

 

Άρθρο 355

Κατάργηση διατάξεων του π.δ. 1225/1981

Από την έναρξη της ισχύος του Πρώτου Τμήματος του παρόντος καταργούνται τα άρθρα 1 έως και 123 του π.δ. 1225/1981 (Α’ 304).

 

Άρθρο 356

Κατάργηση άλλων διατάξεων

Από την έναρξη της ισχύος του παρόντος καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη, η οποία αναφέρεται σε θέμα ρυθμιζόμενο από αυτό.

 

ΤΜΗΜΑ ΕΒΔΟΜΟ

ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 61

ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ

 

Άρθρο 357

Έναρξη ισχύος του Πρώτου Τμήματος

Οι διατάξεις του Πρώτου Τμήματος αρχίζουν να ισχύουν από το επόμενο δικαστικό έτος της έναρξης ισχύος του παρόντος.

Το ίδιο ισχύει και για το Κεφάλαιο 55 σε ό,τι αφορά στη λειτουργία των σχηματισμών της Ολομέλειας και την εκδίκαση των υποθέσεων από τα Τμήματα, μετά την ανακατανομή των αρμοδιοτήτων τους.

 

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΝΟΤΗΤΑ

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΝΟΜΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

 

Άρθρο 358

Γραφείο Συλλογής και Επεξεργασίας Δικαστικών Στατιστικών Στοιχείων (JustStat)

1. Στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης συστήνεται Γραφείο Συλλογής και Επεξεργασίας Δικαστικών Στατιστικών Στοιχείων (JustStat), το οποίο υπάγεται απευθείας στον Υπουργό, με αντικείμενα:

(α) τη συστηματική συλλογή στατιστικών στοιχείων, είτε μέσω των οικείων πληροφοριακών συστημάτων, είτε μετά από διαβίβαση από όλα τα δικαστήρια και τις εισαγγελίες της Xώρας για κάθε κατηγορία υποθέσεων και διαδικασία ενώπιόν τους. Τα στοιχεία αυτά αφορούν ιδίως: στον αριθμό, στη φύση και στο αντικείμενο των υποθέσεων, στο ύψος των διεκδικουμένων απαιτήσεων, στη χρονική διάρκεια της διαδικασίας και στην, κατά το δυνατό, εκτίμηση του κόστους της διαδικασίας,

(β) τη συστηματική συλλογή στατιστικών στοιχείων και αναλυτικών πληροφοριών, είτε μέσω των οικείων πληροφοριακών συστημάτων, είτε μετά από διαβίβαση από τους αρμόδιους φορείς, για τις υποθέσεις που διευθετήθηκαν με διαμεσολάβηση και δικαστική μεσολάβηση, καθώς και για τις υποθέσεις που έχουν υπαχθεί σε διαιτησία,

(γ) τη δημιουργία ποσοτικών και ποιοτικών μεταβλητών, προκειμένου να υποβληθούν τεκμηριωμένες απόψεις στα αρμόδια δικαστικά όργανα για τη δημιουργία, επέκταση και επικαιροποίηση των οικείων πληροφοριακών συστημάτων, καθώς και για την ανάλυση και μελέτη των στατιστικών δεδομένων,

(δ) τη μέτρηση, βάσει των στατιστικών στοιχείων των περ. (α) και (β), της απόδοσης κάθε δικαστικής μονάδας ανά περιοχή και βαθμό δικαιοδοσίας και κάθε δικαστικής περιφέρειας συνολικά, προς διευκόλυνση της αξιολόγησής τους από τα αρμόδια δικαστικά όργανα,

(ε) την υποβολή εκτιμήσεων στα αρμόδια δικαστικά όργανα, βάσει των στατιστικών στοιχείων των περ. (α) και (β), για τις αναμενόμενες εισροές και εκροές υποθέσεων ανά κατηγορία, τόσο για το επόμενο δικαστικό έτος όσο και σε ορίζοντα πενταετίας,

(στ) την υποβολή τεκμηριωμένων απόψεων στα αρμόδια δικαστικά όργανα, βάσει των στατιστικών στοιχείων των περ. (α) και (β), για τη διευθέτηση της ομαλής ροής των δικαστικών υποθέσεων και την αντιμετώπιση των οργανωτικών στρεβλώσεων, καθώς και για τη δημιουργία νέων οργανωτικών μονάδων και δομών,

(ζ) την υποβολή τεκμηριωμένων απόψεων στα αρμόδια δικαστικά όργανα, βάσει των στατιστικών στοιχείων των περ. (α) και (β), προκειμένου να προσδιοριστεί ο βέλτιστος αριθμός ανθρώπινου δυναμικού (δικαστικών λειτουργών, υπάλληλων κ.λπ.) για τη διεκπεραίωση των εκκρεμών υποθέσεων, καθώς και να προβλεφθούν οι ανάγκες σε ανθρώπινο δυναμικό σε ορίζοντα πενταετίας,

(η) την υποβολή τεκμηριωμένων απόψεων στα αρμόδια δικαστικά όργανα για τη δημιουργία συστημάτων αντιμετώπισης έκτακτων καταστάσεων που αναμένεται να προκαλέσουν ιδιαίτερη επιβάρυνση στα δικαστήρια της Xώρας,

(θ) την κατ’ έτος αποτίμηση της αποτελεσματικότητας των νέων νομοθετικών ρυθμίσεων που αφορούν στην απονομή της δικαιοσύνης, καθώς και των συναφών μέτρων.

2. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Οικονομικών, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών και Ψηφιακής Διακυβέρνησης, ρυθμίζονται τα ζητήματα που αφορούν στη συγκρότηση, οργάνωση και λειτουργία του Γραφείου, ιδίως ως προς τη στελέχωσή του, τις επιμέρους αρμοδιότητες, τη διαδικασία συλλογής και επεξεργασίας των στατιστικών στοιχείων και κάθε άλλο ειδικότερο ζήτημα.

 

Άρθρο 359

Ειδικά τμήματα πολιτικών δικαστηρίων

1. Στα πολιτικά Πρωτοδικεία και Εφετεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης είναι δυνατή η σύσταση ειδικών τμημάτων, με τροποποίηση του οικείου κανονισμού, σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 7 του άρθρου 14 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, για την εκδίκαση, κατά την τακτική διαδικασία, των ένδικων βοηθημάτων και των αντίστοιχων ένδικων μέσων, που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητά τους και έχουν ως αντικείμενο διαφορές μεταξύ ιδιωτών, οι οποίες αφορούν το εθνικό και ενωσιακό δίκαιο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, της ενέργειας και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η ως άνω τροποποίηση του κανονισμού γίνεται μετά από πρόταση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης προς την Ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου, η οποία αποφασίζει επί της πρότασης εντός διμήνου από την υποβολή της.

2. Για την εκδίκαση των ως άνω υποθέσεων η αρμοδιότητα: α) των ειδικών τμημάτων του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Αθηνών καλύπτει τις περιφέρειες των Εφετείων Αθηνών, Πειραιώς, Δυτικής Στερεάς, Αιγαίου, Δωδεκανήσου, Κρήτης, Ανατολικής Κρήτης, Λαμίας, Ναυπλίου, Πατρών, Καλαμάτας και Εύβοιας και β) των ειδικών τμημάτων του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Θεσσαλονίκης καλύπτει τις περιφέρειες των Εφετείων Θεσσαλονίκης, Δυτικής Μακεδονίας, Θράκης, Βορείου Αιγαίου, Ιωαννίνων, Κέρκυρας και Λάρισας.

3. Στα ειδικά τμήματα της παρ. 1 τοποθετούνται, με τριετή θητεία που μπορεί να ανανεωθεί, κατά προτίμηση δικαστές με εξειδίκευση ή ιδιαίτερη εμπειρία στη συγκεκριμένη κατηγορία διαφορών, η οποία προκύπτει είτε από σχετικούς μεταπτυχιακούς ή διδακτορικούς τίτλους σπουδών είτε από προγενέστερη συναφή δραστηριότητα.

4. Στα ειδικά τμήματα της παρ. 1, εφόσον είναι κατά τόπον αρμόδια κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, μπορεί να εισαχθούν για εκδίκαση και άλλες υποθέσεις, αν, κατά την κρίση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης, τούτο απαιτείται λόγω υπηρεσιακών αναγκών.

 

Άρθρο 360

Ειδικά τμήματα διοικητικών δικαστηρίων

Η παρ. 6 του άρθρου 4 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών αντικαθίσταται και το άρθρο 4 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Τα πολιτικά - ποινικά δικαστήρια συγκροτούνται ως εξής: α. Το ειρηνοδικείο και το πταισματοδικείο, από ειρηνοδίκη και πταισματοδίκη αντιστοίχως, β. το μονομελές πρωτοδικείο ή πλημμελειοδικείο, από πρόεδρο πρωτοδικών ή πρωτοδίκη, γ. το πολυμελές πρωτοδικείο ή τριμελές πλημμελειοδικείο, από πρόεδρο πρωτοδικών και δύο πρωτοδίκες, δ. το μονομελές εφετείο (πολιτικό ή ποινικό) από πρόεδρο εφετών ή εφέτη και το τριμελές εφετείο (πολιτικό ή ποινικό) από πρόεδρο εφετών ή εφέτη και δύο εφέτες, ε. το πενταμελές εφετείο (πολιτικό ή ποινικό) από πρόεδρο εφετών και τέσσερεις εφέτες, στ. το μονομελές δικαστήριο ανηλίκων, από έναν πρόεδρο πρωτοδικών σε κάθε πρωτοδικείο, ο οποίος ορίζεται μαζί με έναν αναπληρωτή, πρόεδρο ή πρωτοδίκη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 26, ζ. το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων, από τον δικαστή ανηλίκων του προηγούμενου εδαφίου και δύο νεότερούς του, αν είναι δυνατόν, πρωτοδίκες, η. το εφετείο ανηλίκων, από έναν εφέτη ή τον αναπληρωτή του, που ορίζονται σε κάθε εφετείο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 26, και από δύο άλλους νεότερούς του, αν είναι δυνατόν, εφέτες, που ορίζονται εφέτες ανηλίκων από αυτόν που διευθύνει το δικαστήριο, θ. το μικτό ορκωτό δικαστήριο, από πρόεδρο πρωτοδικών, δύο πρωτοδίκες και τέσσερις ενόρκους, ι. το μικτό ορκωτό εφετείο, από πρόεδρο εφετών, δύο εφέτες και τέσσερις ενόρκους. Οι ένορκοι εκλέγονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 379-400 του κώδικα ποινικής δικονομίας.

2. Τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια συγκροτούνται ως εξής: α. το μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο, από πρόεδρο πρωτοδικών ή πρωτοδίκη, ειδικώς τα αυτοτελή μονομελή πρωτοδικεία συγκροτούνται από πρωτοδίκη, β. το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, από πρόεδρο πρωτοδικών και δύο πρωτοδίκες, γ. Το μονομελές διοικητικό εφετείο, από πρόεδρο εφετών ή εφέτη, δ. το τριμελές διοικητικό εφετείο από πρόεδρο εφετών και δύο εφέτες ε. Το πενταμελές διοικητικό εφετείο, από πρόεδρο εφετών και τέσσερις εφέτες.

3. Κατά τις συνεδριάσεις των πολυμελών δικαστηρίων προεδρεύει ο ανώτερος κατά βαθμό ή, αν δεν υπάρχει ή κωλύεται, ο αρχαιότερος δικαστής. Στις συνεδριάσεις των πολιτικών δικαστηρίων μπορεί, όπου ορίζει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, να παρίσταται ο αρμόδιος εισαγγελέας, ο οποίος αναπτύσσει τη γνώμη του τελευταίος, εκτός αν είναι διάδικος.

4. Στις συνεδριάσεις των ποινικών δικαστηρίων παρίσταται υποχρεωτικά ο αρμόδιος εισαγγελέας. Στα μονομελή και τριμελή δικαστήρια ανηλίκων παρίσταται πάντοτε ένας εισαγγελέας ή αντεισαγγελέας πρωτοδικών και στο εφετείο ανηλίκων ένας αντεισαγγελέας εφετών ή ο αναπληρωτής του, που ορίζονται εισαγγελείς ανηλίκων για μια τριετία από εκείνον που διευθύνει την αντίστοιχη εισαγγελία. Στο πταισματοδικείο παρίσταται ο αρμόδιος δημόσιος κατήγορος, μπορεί όμως να παρίσταται και ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών ή ο νόμιμος αναπληρωτής του.

5. Τα δικαστήρια, αν το επιτρέπει ο αριθμός των δικαστών που υπηρετούν σε αυτά, διαιρούνται σε τμήματα. Σχετική γνωστοποίηση γίνεται στο χώρο των ανακοινώσεων.

6. Στα διοικητικά πρωτοδικεία και τα διοικητικά εφετεία, στα οποία λειτουργούν τρία (3) τουλάχιστον τμήματα, είναι δυνατή η σύσταση ειδικών τμημάτων με βάση το αντικείμενο και τον αριθμό συγκεκριμένων κατηγοριών διοικητικών διαφορών, καθώς και η κατ’ αποκλειστικότητα ή μη, εισαγωγή σε αυτά των υποθέσεων των εν λόγω κατηγοριών, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 5 του άρθρου 17 του παρόντος, μετά από πρόταση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο, προς την Ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου, η οποία αποφασίζει επί της πρότασης εντός διμήνου από την υποβολή της. Τα ως άνω τμήματα στελεχώνουν με τριετή θητεία που μπορεί να ανανεωθεί, κατά προτίμηση, δικαστές με εξειδίκευση ή ιδιαίτερη εμπειρία στη συγκεκριμένη κατηγορία διαφορών, η οποία προκύπτει είτε από σχετικούς μεταπτυχιακούς ή διδακτορικούς τίτλων σπουδών είτε από προγενέστερη συναφή δραστηριότητα.

7. Στα Ειρηνοδικεία, στο οποία λειτουργούν τμήματα, μπορεί να συνιστώνται, με απόφαση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή του προϊσταμένου του δικαστηρίου, ειδικό ή ειδικά τμήματα εκδίκασης των υποθέσεων του ν. 3859/2010 «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις», τα οποία στελεχώνονται με δικαστές σε ποσοστό ανάλογο του ποσοστού των σχετικών υποθέσεων που εκκρεμούν σε κάθε δικαστήριο. Έως το τέλος του δικαστικού έτους, κατά το οποίο εκδίδεται η παραπάνω απόφαση, η Ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου τροποποιεί αναλόγως τον κανονισμό του, σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 7 του άρθρου 14 του παρόντος. Στην περίπτωση που δεν εγκριθεί τροποποίηση του κανονισμού, τα ειδικά τμήματα παύουν να λειτουργούν από το επόμενο δικαστικό έτος.».

 

Άρθρο 361

Τροποποιήσεις του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας

1. Η παρ. 5 του άρθρου 15 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών αντικαθίσταται και το άρθρο 15 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Τα δικαστήρια διευθύνονται: α) από τον πρόεδρο του δικαστηρίου και αν οι πρόεδροι είναι περισσότεροι από τον αρχαιότερο, β) από τον ειρηνοδίκη το ειρηνοδικείο και τον πταισματοδίκη το πταισματοδικείο και, αν αυτοί είναι περισσότεροι, από τον αρχαιότερο.

2.Τα πολιτικά και διοικητικά Εφετεία και Πρωτοδικεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά και τα Ειρηνοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης διευθύνονται από τριμελές συμβούλιο.

3. Το συμβούλιο αποτελείται: α) για το πολιτικό και διοικητικό Εφετείο Αθηνών και το πολιτικό Εφετείο Θεσσαλονίκης, από έναν πρόεδρο Εφετών ως πρόεδρο και δύο Εφέτες ως μέλη, β) για τα πολιτικά και διοικητικά Πρωτοδικεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά, από έναν πρόεδρο Πρωτοδικών ως πρόεδρο και δύο Πρωτοδίκες ως μέλη, και γ) για τα Ειρηνοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης, από έναν Ειρηνοδίκη Α’ τάξεως ως πρόεδρο και δύο Ειρηνοδίκες ως μέλη.

 4. Ο πρόεδρος και τα μέλη των συμβουλίων και οι αναπληρωτές τους, εκλέγονται με μυστική ψηφοφορία από τις Ολομέλειες των οικείων δικαστηρίων, οι οποίες συνέρχονται αυτοδικαίως για τον σκοπό αυτόν ανά διετία την 11η πρωινή ώρα του τρίτου Σαββάτου του μηνός Σεπτεμβρίου. Αν κατά τη συνεδρίαση αυτή δεν υπάρχει η απαρτία που προβλέπεται από τις διατάξεις των δύο πρώτων εδαφίων της παρ. 5 του άρθρου 14, οι ολομέλειες συνέρχονται την ίδια ώρα του επόμενου Σαββάτου και η εκλογή γίνεται από τα παρόντα κατά τη συνεδρίαση μέλη. Υποψήφιοι για τη θέση του προέδρου του συμβουλίου είναι υποχρεωτικά οι αρχαιότεροι σε αριθμό ίσο με το 1/4 κατά σειρά αρχαιότητας από τους υπηρετούντες προέδρους στο Πρωτοδικείο Αθηνών και σε αριθμό ίσο με το 1/2 κατά σειρά αρχαιότητας από τους υπηρετούντες προέδρους ή Ειρηνοδίκες Α’ τάξεως στα λοιπά δικαστήρια. Για τις θέσεις των μελών του συμβουλίου, υποψήφιοι είναι υποχρεωτικά οι αρχαιότεροι Εφέτες, Πρωτοδίκες, Ειρηνοδίκες, που υπηρετούν στα παραπάνω δικαστήρια και σε αριθμό ίσο με το 1/2 των αντίστοιχων οργανικών θέσεων. Η εκλογή διενεργείται από τριμελή εφορευτική επιτροπή, αποτελούμενη από τον νεότερο πρόεδρο και τους δύο νεότερους από τους υπηρετούντες δικαστές, με χωριστά ψηφοδέλτια για τον πρόεδρο και τα μέλη, στα οποία αναγράφονται κατ’ αλφαβητική σειρά τα ονόματα των εκλόγιμων. Κάθε μέλος της Ολομέλειας εκφράζει την προτίμησή του σε έναν μόνο υποψήφιο πρόεδρο και σε έως δύο από τα μέλη με σταυρό προτίμησης που τίθεται στο ψηφοδέλτιο δίπλα από το όνομα του υποψηφίου. Πρόεδρος του συμβουλίου εκλέγεται ο υποψήφιος που έλαβε τις περισσότερες ψήφους και ο αμέσως επόμενος σε αριθμό ψήφων εκλέγεται αναπληρωτής του. Τακτικά μέλη του συμβουλίου εκλέγονται οι δύο πρώτοι κατά σειρά ψήφων και οι δύο επόμενοι αναπληρωτές τους. Αν υπάρξει ισοψηφία, διενεργείται κλήρωση από την εφορευτική επιτροπή.

5. Η θητεία του συμβουλίου είναι διετής. Αρχίζει την 1η Οκτωβρίου του έτους της εκλογής και λήγει στις 30 Σεπτεμβρίου του μεθεπόμενου έτους. Επανεκλογή του ίδιου προσώπου ως προέδρου ή τακτικού μέλους συμβουλίου στον ίδιο βαθμό ιεραρχίας επιτρέπεται μία (1) μόνο φορά. Ο πρόεδρος δεν επιτρέπεται να μετατεθεί για οποιονδήποτε λόγο. Σε περίπτωση προαγωγής, παραμένει στη θέση του και ασκεί τα καθήκοντά του έως τη λήξη της θητείας του. Τα τακτικά μέλη του συμβουλίου δεν επιτρέπεται να μετατεθούν, εκτός αν προαχθούν, οπότε τη θέση τους καταλαμβάνουν οι αναπληρωματικοί κατά τη σειρά των ψήφων που έλαβαν. Ο πρόεδρος και τα τακτικά μέλη του συμβουλίου εκπίπτουν από τη θέση τους, αν τους επιβληθεί πειθαρχική ποινή βαρύτερη της επίπληξης. Αν οι ανωτέρω αδυνατούν προσωρινά να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, αναπληρώνονται από τους αναπληρωτές τους και οι τελευταίοι από τους επόμενους κατά σειρά ψήφων δικαστές και, σε κάθε περίπτωση, από τους αρχαιότερους δικαστές που υπηρετούν στο οικείο εφετείο, πρωτοδικείο ή ειρηνοδικείο, για τους οποίους δεν συντρέχουν τα κωλύματα της παρ. 6. Σε περίπτωση θανάτου, παραίτησης ή με οποιονδήποτε τρόπο εξόδου από την υπηρεσία του προέδρου, των τακτικών και των αναπληρωματικών μελών του συμβουλίου, τη θέση τους καταλαμβάνουν οι αμέσως επόμενοι κατά σειρά ψήφων δικαστές. Η θητεία των ανωτέρω λήγει μαζί με τη θητεία των λοιπών μελών. Κατ’ εξαίρεση, αν η απομένουσα θητεία του προέδρου ή τακτικού μέλους υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες, διεξάγεται, για την κενή ή τις κενές θέσεις, αναπληρωματική εκλογή, για την οποία εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία της παρ. 4.

6. Η θέση του προέδρου και των μελών του συμβουλίου είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου δικαστικών ενώσεων. Δεν μπορεί να είναι υποψήφιοι ως πρόεδροι και ως μέλη συμβουλίων, όσοι: α) έχουν τιμωρηθεί με οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή, εκτός από την επίπληξη, ή έχει κινηθεί εναντίον τους η διαδικασία για να τεθούν εκτός υπηρεσίας ή έχουν τεθεί εκτός αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 57Α του παρόντος, β) εναντίον τους εκκρεμεί ποινική δίωξη για κακούργημα ή πλημμέλημα που τελέστηκε με δόλο, γ) έχουν κριθεί μη προακτέοι στον επόμενο βαθμό από αυτόν που κατέχουν.

7. Τα όργανα που διευθύνουν τα δικαστήρια έχουν τις εξής αρμοδιότητες: α) Το τριμελές συμβούλιο: αα) ορίζει τους δικαστές και δικαστικούς υπαλλήλους που θα μετέχουν σε επιτροπές, συλλογικά όργανα της Διοίκησης, συμβούλια ή άλλα μη δικαιοδοτικά όργανα, που προβλέπονται από τον νόμο ή τον κανονισμό του δικαστηρίου, ββ) καταρτίζει τις συνθέσεις των τμημάτων του δικαστηρίου πριν από την έναρξη του δικαστικού έτους, εφόσον ο νόμος ή ο κανονισμός του δικαστηρίου δεν ορίζει διαφορετικά. Στα δικαστήρια που λειτουργούν περισσότερα των δυο τμημάτων, ο δικαστής δεν επιτρέπεται να υπηρετεί στο ίδιο τμήμα του δικαστηρίου πέραν της τετραετίας, γγ) παραπέμπει τα σημαντικά θέματα στην ολομέλεια του δικαστηρίου, δδ) αποφασίζει για οποιοδήποτε άλλο θέμα, το οποίο δεν υπάγεται ρητά από τον νόμο ή τον κανονισμό στην αρμοδιότητα του προέδρου του συμβουλίου ή της ολομέλειας (τεκμήριο αρμοδιότητας), εε) τοποθετεί δικαστικούς υπαλλήλους στα διάφορα τμήματα και υπηρεσίες του δικαστηρίου, στστ) μετακινεί δικαστές από ένα τμήμα σε άλλο κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους, εφόσον το επιβάλλουν ειδικές υπηρεσιακές ανάγκες.Το συμβούλιο αποφασίζει κατά πλειοψηφία και πάντοτε με τριμελή σύνθεση. β) Ο πρόεδρος του συμβουλίου: αα) εκπροσωπεί το δικαστήριο και φροντίζει για την εύρυθμη διεξαγωγή των εργασιών του, ββ) αποφασίζει για τη σύγκληση της ολομέλειας του δικαστηρίου στις προβλεπόμενες από τον νόμο ή τον κανονισμό του δικαστηρίου περιπτώσεις, καθορίζει την ημερήσια διάταξη και διευθύνει τις εργασίες της, γγ) ορίζει τους κατά το άρθρο 5 αναπληρωτές δικαστές, δδ) προσδιορίζει κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους, σε επείγουσες περιπτώσεις, συζητήσεις υποθέσεων καθ’ υπέρβαση του αριθμού, που έχει καθοριστεί από την ολομέλεια ή τον κανονισμό του δικαστηρίου και σε ποσοστό που δεν υπερβαίνει το 20% του αριθμού αυτού, εε) συγκαλεί το συμβούλιο με πρόσκληση που επιδίδεται με απόδειξη στα μέλη του συμβουλίου και εκτελεί τις αποφάσεις του συμβουλίου και της ολομέλειας του δικαστηρίου, στστ) έχει την επιμέλεια της αλληλογραφίας του δικαστηρίου, ζζ) προΐσταται της γραμματείας του δικαστηρίου, ηη) εγκρίνει τη χορήγηση αντιγράφων, θθ) βεβαιώνει την ιδιότητα και το γνήσιο της υπογραφής των δικαστών και δικαστικών υπαλλήλων, ιι) αποφαίνεται για τις αιτήσεις κατά προτίμηση προσδιορισμού συζήτησης υπόθεσης σε σύντομη δικάσιμο. Οι κατά προτίμηση προσδιοριζόμενες υποθέσεις δεν μπορούν να υπερβαίνουν τον αριθμό που έχει καθοριστεί από την ολομέλεια ή τον κανονισμό του δικαστηρίου, ιαια) ορίζει το ανακριτικό τμήμα, στο οποίο εισάγεται κάθε υπόθεση για την οποία παραγγέλθηκε κύρια ανάκριση. Στην άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών ο πρόεδρος επικουρείται από τα μέλη του συμβουλίου, στα οποία μπορεί να αναθέτει ορισμένες από αυτές. γ) Ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο: όλες τις αρμοδιότητες του τριμελούς συμβουλίου και του προέδρου του.

8. Οι πράξεις και οι αποφάσεις του τριμελούς συμβουλίου για όλα τα θέματα των αρμοδιοτήτων του, καθώς και του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο για τις αντίστοιχες αρμοδιότητες, υπόκεινται σε προσφυγή στην ολομέλεια του δικαστηρίου, που συγκαλείται σύμφωνα με τη διάταξη του όρθρου 14 παρ. 2 περ. α’, καθώς και αν ζητηθεί από το μέλος ή τα μέλη της ολομέλειας, στα οποία αφορούν οι πράξεις και οι αποφάσεις αυτές, όπως και από τους οικείους δικηγορικούς συλλόγους για θέματα που άπτονται της άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος. Οι πράξεις και αποφάσεις του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του της παρ. 7 περ. α6, καθώς και οι αντίστοιχες του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο, υπόκεινται σε προσφυγή στην ολομέλεια του δικαστηρίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περιπτ. α’.

9. Στα δικαστήρια στα οποία δεν εκλέγονται διοικήσεις και στα οποία υπηρετούν περισσότεροι του ενός πρόεδροι δεν μπορεί να ασκεί τη διεύθυνση αυτού ο πρόεδρος για τον οποίο συντρέχουν τα υπό στοιχεία α’, β’, και γ’ κωλύματα της παρ. 6 του παρόντος.».

2. Στο άρθρο 28 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών προστίθεται παρ. 5 και το άρθρο 28 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Η Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας είναι ιδιαίτερος κλάδος δικαστικών λειτουργών που έχει ως αντικείμενο την παρακολούθηση και τον έλεγχο της λειτουργίας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων καθώς και την υποβοήθηση του έργου τους.

2. Στον κλάδο αυτό ανήκουν: α. μία θέση γενικού επιτρόπου, β. μία θέση επιτρόπου και γ. τρεις θέσεις αντεπιτρόπων. Τους δικαστικούς αυτούς λειτουργούς συνδέει σχέση υπηρεσιακής εξάρτησης με προϊστάμενο τον γενικό επίτροπο.

3. Ο επίτροπος αναπληρώνει τον γενικό επίτροπο, αν κωλύεται ή απουσιάζει και ασκεί τα καθήκοντά του αν δεν υπάρχει. Ο αρχαιότερος από τους αντιεπιτρόπους αναπληρώνει τον επίτροπο, αν κωλύεται ή απουσιάζει και ασκεί τα καθήκοντά του αν δεν υπάρχει. Αν όλες οι θέσεις των δικαστικών λειτουργών της Γενικής Επιτροπείας είναι κενές, τα καθήκοντα του γενικού επιτρόπου ασκεί ο αρχαιότερος πρόεδρος των Διοικητικών Εφετείων Αθηνών και Πειραιά.

4. Ο γενικός επίτροπος μπορεί να αναθέτει οποιαδήποτε αρμοδιότητά του, με πράξεις του ανακαλούμενες ή τροποποιούμενες οποτεδήποτε, σε άλλο μέλος της Γενικής Επιτροπείας, ή να κατανέμει τις αρμοδιότητές του μεταξύ των μελών της Γενικής Επιτροπείας.

5. Στη Γενική Επιτροπεία μπορεί να αποσπάται για διάστημα δύο (2) ετών ένας δικαστικός λειτουργός με βαθμό εφέτη των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται, αναλόγως, τα άρθρα 49 παρ. 1 και 51 παρ. 1 έως και 5. Την ανάκληση της απόσπασης μπορεί να ζητήσει για σπουδαίο λόγο και ο Γενικός Επίτροπος.».

3. Οι παρ. 2 και 3 του άρθρου 63 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών αντικαθίστανται και το άρθρο 63 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Σε θέση αντεπιτρόπου διορίζεται, εφ’ όσον έχει είκοσι έτη δικαστικής υπηρεσίας: α) πρόεδρος εφετών διοικητικών δικαστηρίων με διετή υπηρεσία στον βαθμό αυτόν ή με πενταετή συνολική υπηρεσία στον βαθμό του και στον βαθμό του εφέτη διοικητικών δικαστηρίων και β) εφέτης διοικητικών δικαστηρίων με εξαετή υπηρεσία στον βαθμό του.

2. Μέσα σε έναν (1) μήνα από τότε που δημιουργείται κενή θέση εισαγωγικού βαθμού Αντεπιτρόπου ο Υπουργός Δικαιοσύνης με ανακοίνωσή του, που αναρτάται στην επίσημη ιστοσελίδα της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, προσκαλεί τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν στο Υπουργείο Δικαιοσύνης αίτηση διορισμού, συνοδευόμενη με τα κατά την κρίση τους δικαιολογητικά των προσόντων τους. Για την ανάρτηση αυτή ενημερώνονται αμελλητί όλα τα διοικητικά εφετεία της Χώρας.

3. Η αίτηση και τα δικαιολογητικά υποβάλλονται μέσα σε έναν (1) μήνα από την ανάρτηση που αναφέρεται στην παρ. 2.

4. Οι αιτήσεις με τα δικαιολογητικά τους, καθώς και οι ατομικοί υπηρεσιακοί φάκελοι διαβιβάζονται στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Διοικητικής Δικαιοσύνης, που ύστερα από σύγκριση των υποψηφίων, προκρίνει με αιτιολογημένη απόφασή του τον καταλληλότερο για διορισμό. Η αρχαιότητα στο βαθμό δεν αποτελεί, μόνη αυτή, στοιχείο υπεροχής.

5. Ο διοριζόμενος δίνει τον νόμιμο όρκο σε δημόσια συνεδρίαση της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με τη δόση του όρκου ο δικαστικός λειτουργός θεωρείται ότι παραιτήθηκε αυτοδικαίως από τη θέση του που κατείχε και επέρχεται αυτοδικαίως λύση της υπηρεσιακής σχέσης χωρίς καμία άλλη διατύπωση.

6. Στο βαθμό του επιτρόπου προάγεται ο αντεπίτροπος, εφ’ όσον έχει: α) υπηρεσία ενός έτους στον βαθμό αυτόν ή β) προϋπηρεσία τριών ετών στο βαθμό του προέδρου εφετών διοικητικών δικαστηρίων ή γ) προϋπηρεσία έξι ετών συνολικώς στους βαθμούς του προέδρου εφετών και εφέτη διοικητικών δικαστηρίων.

7. Η προαγωγή στο βαθμό του Γενικού Επιτρόπου των Διοικητικών Δικαστηρίων ενεργείται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, ύστερα από γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και εισήγηση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με επιλογή μεταξύ των μελών της Γενικής Επιτροπείας που έχουν συνολική τετραετή υπηρεσία στους βαθμούς του Επιτρόπου, του Αντεπιτρόπου και του Προέδρου Εφετών ή μεταξύ των Προέδρων Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων με τετραετή υπηρεσία στον βαθμό αυτόν. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι διατάξεις των περ. α’ και β’ της παρ. 3 του άρθρου 49 του παρόντος.».

4. Στο άρθρο 128 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α’ 97) προστίθεται παρ. 5 και το άρθρο 128 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Αντίγραφο του δικογράφου που κατατέθηκε, με μνεία της χρονολογίας κατάθεσής του, επιδίδεται, με τη φροντίδα της γραμματείας, στους καθ’ ων τούτο στρέφεται, εξήντα (60) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Ειδικώς, αν πρόκειται για ένδικο βοήθημα που στρέφεται κατά πράξης οργάνου του Δημοσίου, με την οποία εγκρίθηκε πράξη νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η επίδοση γίνεται και προς το νομικό πρόσωπο, καθίσταται δε διάδικος και αυτό.

2. Η γραμματεία φροντίζει, επίσης, ώστε να επιδοθούν κλήσεις προς τους διαδίκους για να παρασταθούν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο. Η κλήση αυτή επιδίδεται εξήντα τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο.

3. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο Κλήση μπορεί να γίνει και με προφορική ανακοίνωση της δικασίμου από τη γραμματεία. Τούτο βεβαιώνεται με έγγραφο, που υπογράφεται από τον αρμόδιο υπάλληλο και από εκείνον προς τον οποίο έγινε η ανακοίνωση.

4. Εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, οι προθεσμίες των προηγούμενων παραγράφων μπορούν, με πράξη του προέδρου του συμβουλίου ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο, να συντέμνονται, σε κάθε περίπτωση όμως δεν μπορούν να είναι μικρότερες των δεκαπέντε ημερών.

5. Σε περίπτωση ματαίωσης της συζήτησης του συνόλου των υποθέσεων της δικασίμου για οποιονδήποτε λόγο, οι υποθέσεις που είχαν προσδιορισθεί, επαναπροσδιορίζονται οίκοθεν με πράξη του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο, σε προσεχείς δικασίμους, χωρίς κλήτευση των διαδίκων, εφόσον είχαν κλητευθεί νομίμως. Οι διάδικοι ενημερώνονται από την ανάρτηση των πινακίων στα αντίστοιχα Τμήματα και την εμφάνιση των εκθεμάτων στην ηλεκτρονική σελίδα του Δικαστηρίου, οι οποίες, στην περίπτωση αυτή, γίνονται δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Ειδικά, σε περίπτωση ματαίωσης συζήτησης σε μεταβατική έδρα, η ενημέρωση των διαδίκων γίνεται και με προφορική ανακοίνωση από τη γραμματεία με σχετική επισημείωση στον φάκελο της υπόθεσης.».

 

Άρθρο 362

Εκδίκαση υποθέσεων μεταβολής φορολογικής κατοικίας

1. Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου υπάγονται οι ακυρωτικές διαφορές, οι οποίες γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που αφορούν την απόρριψη αιτήματος περί μεταβολής φορολογικής κατοικίας από τη Φορολογική Αρχή.

2. Για την εκδίκαση των διαφορών της παρ. 1 αρμόδιο κατά τόπο είναι το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει η Φορολογική Αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη.

3. Η διάταξη της παρ. 1, εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς ενώπιον των δικαστηρίων υποθέσεις. Ως εκκρεμείς, νοούνται οι υποθέσεις των οποίων η πρώτη συζήτηση δεν έχει λάβει χώρα, κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος. Οι υποθέσεις αυτές διαβιβάζονται στα κατά τόπο αρμόδια τριμελή διοικητικά πρωτοδικεία με πράξη του αρμοδίου οργάνου διεύθυνσης του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμούν.

4. Για την εκδίκαση των διαφορών της παρ. 1 εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 2 έως και 4 του ν. 702/1977 (A’ 268). Οι αποφάσεις των τριμελών διοικητικών πρωτοδικείων που εκδίδονται επί των διαφορών της παρ. 1 δεν υπόκεινται σε έφεση.

 

Άρθρο 363

Αναστολή εφαρμογής του άρθρου 63 του Κώδικα Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων

Αναστέλλεται για ένα (1) έτος, από την έναρξη ισχύος του παρόντος, η εφαρμογή του άρθρου 63 του Κώδικα του Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων που κυρώθηκε με τον ν. 2304/1995 (Α’ 83).

 

Άρθρο 364

Περιγραφή του έργου του δικηγόρου

Η παρ. 2 του άρθρου 36 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α’ 208 ) αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Ομοίως, στο έργο του δικηγόρου περιλαμβάνονται:

α) Η έρευνα των βιβλίων των υποθηκοφυλακείων και κτηματολογικών γραφείων, καθώς και η σύνταξη των σχετικών εγγράφων ελέγχου τίτλων. Η αίτηση και η λήψη των πιστοποιητικών και αντιγράφων δεν απαιτούν παράσταση ή διαμεσολάβηση δικηγόρου.

β) Η έκδοση βεβαιώσεων που αφορούν στη μεταγραφή, την ιδιοκτησία, τα βάρη και τις διεκδικήσεις επί ακινήτων, που υπάγονται στην τοπική αρμοδιότητα εμμίσθου υποθηκοφυλακείου. Οι ως άνω βεβαιώσεις επέχουν, ως προς όλες τις έννομες συνέπειες, θέση πιστοποιητικού (μεταγραφής, ιδιοκτησίας, βαρών ή διεκδικήσεων αντίστοιχα), ισόκυρου προς εκείνο που εκδίδεται από το αρμόδιο υποθηκοφυλακείο. Οι ισχύουσες διατάξεις για τη δυνατότητα έκδοσης πιστοποιητικών από τα υποθηκοφυλακεία και τα κτηματολογικά γραφεία δεν θίγονται.

γ) Η έκδοση επικυρωμένων αντιγράφων κάθε είδους εγγράφων. Τα αντίγραφα αυτά έχουν πλήρη ισχύ ενώπιον οποιασδήποτε δικαστικής ή άλλης αρχής, καθώς και έναντι ιδιωτών, φυσικών ή νομικών προσώπων.

δ) Η μετάφραση εγγράφων που έχουν συνταχθεί σε ξένη γλώσσα, καθώς και η μετάφραση ελληνικών εγγράφων σε οποιαδήποτε ξένη γλώσσα. Η μετάφραση έχει πλήρη ισχύ έναντι οποιασδήποτε δικαστικής ή άλλης αρχής, εφόσον συνοδεύεται από επικυρωμένο αντίγραφο του εγγράφου που μεταφράστηκε και ο δικηγόρος βεβαιώνει ότι έχει επαρκή γνώση της γλώσσας από και προς την οποία μετάφρασε.

ε) Η βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του εντολέα του, όπως προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 42 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, καθώς και σε κάθε άλλη ειδική διάταξη.».

 

Άρθρο 365

Θητεία μελών του Διοικητικού Συμβουλίου Δικηγορικών Συλλόγων

Στην παρ. 5 του άρθρου 97 του ν. 4194/2013 προστίθεται δεύτερο εδάφιο και η παράγραφος διαμορφώνεται ως εξή?ς:

«Ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλ?ίου μπορεί να εκλεγεί για δύο (2) συνεχόμενες θητείες και τα μέλη του Διοικητικού? Συμβουλίου για τρεις (3). Ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει για Συλλόγους, που την 30ή Σεπτεμβρίου του έτους των εκλογών έχουν μέχρι και τετρακόσια(400) μέλη.»

 

Άρθρο 366

Βεβαιώσεις ακινήτων

1. Στο τέλος του Παραρτήματος Ι του ν. 4194/2013 προστίθεται περίπτωση Ζ’ ως εξής:

«Ζ. Έκδοση βεβαίωσης για ακίνητο (επέχουσας θέση πιστοποιητικού μεταγραφής, ιδιοκτησίας, βαρών, διεκδικήσεων) εξήντα (60) ευρώ ανά ακίνητο.»

2. Στο τέλος του Παραρτήματος ΙΙΙ του ν. 4194/2013 προστίθεται περίπτωση ως εξής:

«ΒΕΒΑΙΩΣΕΙΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

Έκδοση βεβαίωσης για ακίνητο (επέχουσας θέση πιστοποιητικού μεταγραφής, ιδιοκτησίας, βαρών, διεκδικήσεων) Δικηγορικός Σύλλογος δυόμισι (2,5) ευρώ ανά ακίνητο.».

 

 Άρθρο 367

Αμοιβή δικαστικού επιμελητή για ηλεκτρονικές επιδόσεις

Στο άρθρο 122Α του π.δ. 503/1985 (Α’ 85) προστίθεται παρ. 10 ως εξής:

«10. Η αμοιβή του δικαστικού επιμελητή για τις επιδόσεις του παρόντος άρθρου καθορίζεται όπως και η αμοιβή της επίδοσης της παρ. 5 του άρθρου 122 ΚΠολΔ..».

 

Άρθρο 368

Διατάξεις για τo ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.

Η παρ. 3 του άρθρου 2 του ν.δ. 1017/1971 (Α’ 209) αντικαθίσταται ως εξής:

«3.α Το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ., με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου επιτρέπεται να αποκτά, να μεταβιβάζει, να μισθώνει, να εκμισθώνει και να παραχωρεί κατά χρήση, χωρίς διαγωνισμό και κατά παρέκκλιση των διατάξεων του π.δ. 715/1979 (Α’ 212), ακίνητα από και προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς και τους φορείς του δημόσιου τομέα, με ή χωρίς αντάλλαγμα. Η παραπάνω απόφαση εγκρίνεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και, σε περίπτωση που με αυτή προκαλείται δαπάνη ή απώλεια εσόδων, και από τον Υπουργό Οικονομικών. Το τίμημα ή το μίσθωμα, όταν προβλέπεται, καθορίζεται κατόπιν συμφωνίας των μερών, ύστερα από έγγραφη γνώμη της οικείας Δ.Ο.Υ. περί της αγοραίας αξίας του ακινήτου, με την επιφύλαξη, ως προς τα ανταλλάξιμα ακίνητα, των διατάξεων του ν. 357/1976 (Α’ 156), όπως ισχύει.

Επίσης δύναται, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, η οποία εγκρίνεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, να παραχωρεί κατά χρήση, χωρίς αντάλλαγμα, προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς και τους φορείς του δημόσιου τομέα, ακίνητα για την εκτέλεση έργων ή την παροχή υπηρεσιών, με σκοπό την ανέγερση επί αυτών Δικαστικών Κτιρίων ή τη συντήρηση και επισκευή αυτών, η οποία δύναται να υλοποιείται ως Σύμπραξη Δημοσίου – Ιδιωτικού Τομέα (Σ.Δ.Ι.Τ.), σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3389/2005 (Α’ 232). Στην περίπτωση αυτή ο φορέας στον οποίο παραχωρείται η χρήση του ακινήτου από το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. δύναται να προβεί, για τις ανάγκες εκτέλεσης του έργου και γενικά για την εκτέλεση της Σύμβασης Σύμπραξης, σε περαιτέρω παραχώρηση της χρήσης του ακινήτου στον ανάδοχο του έργου, για όσο χρόνο απαιτείται, ο οποίος δεν μπορεί να υπερβαίνει τον χρόνο για τον οποίον έχει παραχωρηθεί η χρήση του ακινήτου από το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. στον φορέα του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένου και του χρόνου εκτέλεσης του έργου, δύναται, δε, να παρατείνεται μετά από αίτηση του δημοσίου φορέα και απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ., η οποία εγκρίνεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης.

β. Το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ., με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, η οποία εγκρίνεται από τους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, μπορεί να αποδέχεται την παραχώρηση σε αυτό κατά χρήση ακινήτων από το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τους φορείς του δημόσιου τομέα, χωρίς αντάλλαγμα ή χωρίς διαγωνισμό και έναντι ανταλλάγματος που καθορίζεται με συμφωνία των μερών. Με την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. η αποδοχή της παραχώρησης χρήσης έναντι ανταλλάγματος κρίνεται συμφέρουσα με ειδική αιτιολογία, λαμβανομένης ιδίως υπόψη σχετικής έκθεσης του Οικονομικού Επιμελητηρίου ή Πιστοποιημένου Εκτιμητή, εγγεγραμμένου στο Μητρώο Πιστοποιημένων Εκτιμητών του Υπουργείου Οικονομικών ή άλλων αρμόδιων φορέων ανάλογα με το είδος του ανταλλάγματος.».

 

Άρθρο 369

Κυρώσεις για καθυστέρηση καταβολής αποδοχών

Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου μόνου του α.ν. 690/1945 (Α’292), προστίθενται δύο εδάφια ως εξής:

«Από τα ανωτέρω εξαιρούνται και δεν φέρουν ποινική ευθύνη τα φυσικά πρόσωπα του πρώτου εδαφίου, τα οποία εκπροσωπούν εταιρίες, οργανισμούς και γενικά οποιασδήποτε μορφής νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, με τακτική χρηματοδότηση από το Ελληνικό Δημόσιο, που, βάσει του καταστατικού τους, επιδιώκουν καλλιτεχνικούς ή πολιτιστικούς ή περιβαλλοντικούς σκοπούς. Τα φυσικά πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου εξακολουθούν να φέρουν ποινική ευθύνη, εάν καταδικάστηκαν αμετακλήτως για αξιόποινη πράξη, η οποία προκάλεσε αιτιωδώς την αδυναμία εμπρόθεσμης καταβολής στους απασχολούμενους των ανωτέρω πάσης φύσεως αποδοχών που οφείλονται συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας.».

 

Άρθρο 370

Ρυθμίσεις για τους δικηγόρους ΕΚΧΑ ΑΕ

Το δεύτερο εδάφιο της υποπερ. ββ’ της περ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 77 του ν. 4685/2020 (Α’ 92), αντικαθίσταται ως εξής:

«Μετά την υποβολή της δήλωσης της υποπερ. αα) της περ. β) θεωρείται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του επαναδιορισμού κατά το άρθρο 27 του ν. 4194/2013 (Α’ 208) σε Δικηγορικό Σύλλογο της Χώρας και δεν συντρέχει η περ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 4194/2013

 

Άρθρο 371

Αύξηση οργανικών θέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης

Στο Υπουργείο Δικαιοσύνης συνιστώνται οργανικές θέσεις προσωπικού των Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών ως εξής:

1. Κατηγορία ΠΕ

α) Κλάδος ΠΕ Ιατροδικαστών, θέσεις δεκαπέντε (15).

β) Κλάδος ΠΕ Χημικών-Χημικών Μηχανικών-Βιοχημικών-Βιολόγων, θέσεις εννέα (9).

γ) Κλάδος ΠΕ Ιατρών (ειδικότητας Παθολογοανατόμων), θέσεις οκτώ (8).

2. Κατηγορία ΤΕ

Κλάδος ΤΕ Υγείας, θέσεις δεκαπέντε (15).

 

Άρθρο 372

Σύσταση νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για εκπόνηση Κώδικα Οργανικών Διατάξεων για το Ελεγκτικό Συνέδριο

Συνιστάται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης ενδεκαμελής νομοπαρασκευαστική επιτροπή για την εκπόνηση Κώδικα Οργανικών Διατάξεων για το Ελεγκτικό Συνέδριο. Στον Κώδικα αυτόν θα ενσωματωθούν οι οργανικές ρυθμίσεις για το Ελεγκτικό Συνέδριο που θα εξακολουθήσουν να ισχύουν μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος. Στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή συμμετέχουν ως μέλη ένδεκα (11) δικαστικοί λειτουργοί του Ελεγκτικού Συνέδριου, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και για τη συμμετοχή τους σε αυτή δεν καταβάλλεται σε αυτούς καμία αποζημίωση ή πρόσθετη αμοιβή.

 

Άρθρο 373

Ρυθμίσεις θεμάτων υπηρεσιακής κατάστασης δημοσίων υπαλλήλων

1. Η περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 113 του ν. 4622/2019 (Α’ 133) καταργείται.

2. α) Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 79 του ν. 4674/2020 (Α’ 53) αντικαθίσταται ως εξής:

«Κατ’ εξαίρεση για τον Α’ κύκλο κινητικότητας 2019 οι αποφάσεις απόσπασης ή μετάταξης εκδίδονται σε αποκλειστική προθεσμία έως τις 15.7.2020. Δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια σε περίπτωση παρέλευσης άπρακτης της αποκλειστικής προθεσμίας της 15ης.7.2020, με μόνη εξαίρεση τις αποφάσεις μετάταξης, οι οποίες έχουν σταλεί για δημοσίευση στο Εθνικό Τυπογραφείο μέχρι και την ημερομηνία αυτή ή αποσπάσεις, για τις οποίες έχει διατυπωθεί η σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου συλλογικού οργάνου αξιολόγησης της αίτησης.».

β) Η παρ. 6 του άρθρου 79 του ν. 4674/2020 αντικαθίσταται ως εξής:

«6. Ειδικά για την αξιολογική περίοδο του έτους 2019, η προθεσμία της περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 16 του ν. 4369/2016 (Α’ 33), όπως τροποποιείται με το άρθρο 51 του παρόντος, αρχίζει τη 15η Ιουλίου 2020 και λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2020.».

 

Άρθρο 374

Συμμετοχή λειτουργών του ΝΣΚ σε επιτροπές και συλλογικά όργανα

Λειτουργοί του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, οι οποίοι έχουν οριστεί εκ της ιδιότητάς τους να μετέχουν σε επιτροπές και συλλογικά όργανα του Δημοσίου κατ’ εφαρμογή των σχετικών διατάξεων και εφόσον κατά τη διάρκεια της θητείας τους επήλθε απώλεια της ιδιότητας λόγω αυτοδίκαιης συνταξιοδότησης, συνεχίζουν να μετέχουν νομίμως στις επιτροπές και στα συλλογικά όργανα αυτά μέχρι την ολοκλήρωση του έργου τους ή τη λήξη της θητείας τους αντίστοιχα.

 

Άρθρο 375

Παράταση προθεσμιών

1. Στις παρ. 1, 2 και 4 του άρθρου 13 του ν. 4623/2019 (Α’ 134), η ημερομηνία «30.6.2020» αντικαθίσταται από την ημερομηνία «31.8.2021». Ειδικά για το πιστοποιητικό πυρασφάλειας της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 6 του π.δ. 99/2017 (Α’ 141), η προθεσμία παρατείνεται έως 31.10.2020.

2. Η προθεσμία του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 51 του ν. 4647/2019 (Α’ 204), η οποία παρατάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 10 της από 11.3.2020 Π.Ν.Π., που κυρώθηκε με τον ν. 4682/2020 (Α’ 76), παρατείνεται από τη λήξη της, έως τις 31.8.2020. Ειδικά για τις περιπτώσεις που υπάγονται στην παρ. 1 του άρθρου 102 του ν. 4495/2017 (Α’ 167), η προθεσμία παρατείνεται έως τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 102 του ν. 4495/2017. Η προθεσμία του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 222 του ν. 4555/2018 (Α’ 133) παρατείνεται από τη λήξη της έως 31.8.2020.

 

Άρθρο 376

Πλήρης άσκηση αρμοδιοτήτων Τεχνικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δόμησης από τους ΟΤΑ α’ βαθμού

1. Το άρθρο 97Α του ν. 3852/2010 (Α’ 87) αντικαθίσταται ως εξής:

 «Άρθρο 97Α

Υπηρεσία Δόμησης (ΥΔΟΜ)

1. Από την 1η.11.2020, εκτός από τις υπηρεσιακές μονάδες που προβλέπονται στο άρθρο 97, σε κάθε δήμο λειτουργεί υποχρεωτικά Υπηρεσία Δόμησης (ΥΔΟΜ), σε επίπεδο Τμήματος.

2. Εφόσον ο Δήμαρχος διαπιστώνει αδυναμία λειτουργίας της Υπηρεσίας Δόμησης, οι αρμοδιότητες της ΥΔΟΜ ασκούνται κατά την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 4674/

2020 (Α’ 53) ή το άρθρο 99 του ν. 3852/2010 (Α’ 87).

3. Η δομή και οι οργανικές θέσεις της ΥΔΟΜ ορίζονται με την πρώτη τροποποίηση του Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του οικείου δήμου, σύμφωνα με το άρθρο 10 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α’ 134). Η ρύθμιση του προηγούμενου εδαφίου δεν έχει εφαρμογή στους δήμους που έχουν συγκροτήσει ΥΔΟΜ στους Οργανισμούς τους και δεν κωλύει τη λειτουργία των Υπηρεσιών Δόμησης από την ημερομηνία της παρ. 1.».

2. Ως χρόνος έναρξης άσκησης από τους δήμους των αρμοδιοτήτων που μεταβιβάστηκαν σε αυτούς, στο πλαίσιο των οριζομένων στην περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 95 του ν. 3852/2010, για τις οποίες παρέχεται κατά τη δημοσίευση του παρόντος διοικητική υποστήριξη, ορίζεται η 1η.11.2020. Μέχρι τις 31.10.2020 συνεχίζουν να εφαρμόζονται και οι ρυθμίσεις των παρ. 2, 3 και 4 του άρθρου 95 του ν. 3852/2010. Η παρ. 1 του άρθρου 1 της από 31.12.2012 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, όπως κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4147/2013 (Α’ 98), συνεχίζει να ισχύει.

3. Εκκρεμείς δίκες κατά την 1η.11.2020, που αφορούν υποθέσεις στο πλαίσιο της παροχής διοικητικής υποστήριξης, συνεχίζονται αυτοδίκαια και χωρίς άλλη διατύπωση από τον δήμο στη χωρική αρμοδιότητα του οποίου αφορά η προσβληθείσα πράξη. Ανεκτέλεστες δικαστικές αποφάσεις κατά διοικητικών πράξεων που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της διοικητικής υποστήριξης από 1.1.2011 έως 31.8.2020, εκτελούνται από τον δήμο στα διοικητικά όρια του οποίου αφορά η προσβαλλόμενη πράξη.

4. Εκκρεμείς υποθέσεις κατά την 1η.11.2020 στο πλαίσιο παροχής διοικητικής υποστήριξης συνεχίζονται από τον κατά τόπο αρμόδιο δήμο. Για την παράδοση των φακέλων των υποθέσεων αυτών συντάσσεται πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής από τους ενδιαφερομένους δήμους με ρητή αναφορά του σταδίου εκκρεμότητας της σχετικής υπόθεσης. Αντίγραφο του πρωτοκόλλου υποβάλλεται στην οικεία Αποκεντρωμένη Διοίκηση έως 31.12.2020. Φάκελοι αρχειοθετημένων υποθέσεων, που καταρτίσθηκαν από τις υπηρεσίες που παρείχαν τη διοικητική υποστήριξη, παραμένουν στα αρχεία τους.

5. α. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργείται το άρθρο 5 του ν. 4674/2020.

β. Από την 1η.11.2020 καταργείται η παρ. 4 του άρθρου 205 του ν. 3852/2010.

 

Άρθρο 377

Ρυθμίσεις θεμάτων του Οργανισμού Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΕΛ.Γ.Α.)

Η δωδεκάμηνη προθεσμία του άρθρου 20 του ν. 4305/2014 (Α’ 237) για τη σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου από τον Οργανισμό Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΕΛ.Γ.Α.) κατ’ επίκληση της υπ’ αρ. ΔΙΠΑΑΔ/Φ.ΕΓΚΡ./101/11442/25.4.2019 εγκριτικής απόφασης της Επιτροπής της παρ. 1 του άρθρου 2 της υπ’ αρ. 33/2006 Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου (Α’ 280), παρατείνεταί από τη λήξη της και λήγει εξήντα (60) ημέρες από την έναρξη ισχύος του παρόντος.

 

Άρθρο 378

Κωλύματα εγγραφής - Περιορισμοί

1. Οι παρ. 1, 2, 3, 5, 6, 7 και 8 του του άρθρου 3 του

ν. 2725/1999 (Α’ 121) τροποποιούνται και το άρθρο αυτό διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 3

Κωλύματα εγγραφής - Περιορισμοί

1. Δεν μπορεί να είναι μέλος αθλητικού σωματείου ή μέλος των οργάνων διοίκησης σωματείου, ένωσης, ομοσπονδίας, επαγγελματικού συνδέσμου ή αθλητικής ανώνυμης εταιρείας ή ειδικός συνεργάτης αυτών, ούτε μπορεί να αναλάβει με οποιονδήποτε τρόπο ή απόφαση των ανωτέρω φορέων οποιαδήποτε αρμοδιότητα ή έργο, ιδίως σχετικά με την εκπροσώπηση, διοίκηση ή διαχείριση του φορέα:

α) Όποιος δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας του.

β) Όποιος έχει παραπεμφθεί στο δικαστήριο για κακούργημα με κλητήριο θέσπισμα ή με αμετάκλητο βούλευμα έως ότου εκδοθεί απαλλακτική απόφαση ή έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για τέλεση κακουργήματος, καθώς και όποιος έχει καταδικασθεί σε βαθμό πλημμελήματος με αμετάκλητη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε την τελευταία δεκαετία, είτε σε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους είτε, ανεξάρτητα από το ύψος της ποινής, για τα ποινικά αδικήματα του παρόντος νόμου και ιδίως για αξιόποινη πράξη που τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 41ΣΤ του παρόντος νόμου ή για χρήση ή διάθεση ουσιών ή μεθόδων φαρμακοδιέγερσης, κατασκοπεία, κλοπή, υπεξαίρεση, δόλια χρεωκοπία, λαθρεμπορία, φοροδιαφυγή, δωροδοκία, δωροληψία, εμπορία επιρροής – μεσάζοντες, παραχάραξη, πλαστογραφία, απιστία, απάτη, εκβίαση, έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών, περί όπλων και περί μεσαζόντων.

γ) Όποιος δυνάμει αμετάκλητης δικαστικής απόφασης έχει τιμωρηθεί με τις παρεπόμενες ποινές της αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων του και της αποστέρησης θέσεων και αξιωμάτων, για όσο χρονικό διάστημα διαρκούν οι στερήσεις αυτές.

δ) Όποιος έχει τιμωρηθεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 130 του παρόντος νόμου και για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η τιμωρία.

2. Τα κωλύματα της περ. β’ της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν και για τους μετόχους αθλητικής ανώνυμης εταιρείας (Α.Α.Ε.), μόνον στην περίπτωση καταδίκης του μετόχου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Αν διαπιστωθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου για οποιονδήποτε μέτοχο αθλητικής ανώνυμης εταιρείας, η Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού, λαμβανομένου υπόψη και του βαθμού εταιρικής συμμετοχής, δύναται να μην χορηγεί το πιστοποιητικό της παρ. 3 του άρθρου 77Α του παρόντος νόμου. Οι αποφάσεις της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού περί μη χορήγησης του παραπάνω πιστοποιητικού είναι υποχρεωτικές για τις αθλητικές ομοσπονδίες και τις διοργανώτριες αρχές ως προς τη συμμετοχή οποιασδήποτε Α.Α.Ε. σε αθλητική διοργάνωση. Σε περίπτωση παραβίασης της αποφάσεως της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού περί μη χορήγησης του ανωτέρω πιστοποιητικού, με απόφαση του αρμόδιου για τον Αθλητισμό Υπουργού επιβάλλεται σε βάρος της υπαίτιας αθλητικής ομοσπονδίας ή διοργανώτριας αρχής και της Α.Α.Ε., πρόστιμο ποσού από εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ μέχρι ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ. Για την άσκηση αίτησης αναστολής εκτέλεσης κατά της σχετικής πράξης, απαιτείται, επί ποινή απαραδέκτου, η προηγούμενη καταβολή του είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του προστίμου που έχει επιβληθεί.

3. Οι εν ενεργεία διαιτητές ομαδικού αθλήματος, μέλη των οικείων συνδέσμων διαιτητών και οι εν ενεργεία προπονητές του οικείου κλάδου άθλησης, δεν επιτρέπεται να είναι μέλη αθλητικού σωματείου που καλλιεργεί τον ίδιο κλάδο άθλησης. Η κατά παράβαση της διάταξης αυτής συμμετοχή σε αρχαιρεσίες αθλητικού σωματείου, ένωσης ή ομοσπονδίας και η τυχόν εκλογή είναι αυτοδίκαια άκυρες. Ως διαιτητές, για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, θεωρούνται επίσης οι επόπτες, οι σημειωτές, οι κριτές, οι χρονομέτρες, οι αφέτες, οι παρατηρητές, καθώς και όσοι, με οποιονδήποτε τρόπο, συμμετέχουν σε διαιτητικό έργο ομαδικού αθλήματος.

 4. Οι εν ενεργεία διαιτητές, κριτές, χρονομέτρες και όσοι άλλοι συμμετέχουν σε διαιτητικό έργο ατομικού αθλήματος, μέλη των οικείων συνδέσμων, μπορούν να είναι μέλη αθλητικού σωματείου που καλλιεργεί τον ίδιο κλάδο άθλησης, δεν επιτρέπεται όμως να είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή της εξελεγκτικής επιτροπής του σωματείου αυτού, ούτε να είναι αντιπρόσωποί του σε υπερκείμενες ενώσεις ή ομοσπονδίες.

Το κώλυμα του προηγούμενου εδαφίου δεν ισχύει για τους διαιτητές και τους κριτές των αθλημάτων της σκοποβολής, του ζατρικίου, του αγωνιστικού μπριτζ, του αεραθλητισμού, της τοξοβολίας, του θαλάσσιου σκι, και τους αλυτάρχες και τους κριτές των αθλημάτων του μηχανοκίνητου αθλητισμού.

 5. Αθλητής μπορεί να εγγραφεί ως μέλος σε αθλητικό σωματείο, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις του καταστατικού του, ένα (1) τουλάχιστον έτος μετά την τελευταία συμμετοχή του σε επίσημο αθλητικό αγώνα. Επίσημος αθλητικός αγώνας είναι ο αγώνας που διοργανώνεται από την οικεία αθλητική ομοσπονδία ή διεξάγεται με την έγκρισή της.

6. Κατ’ εξαίρεση, οι αθλητές των αθλημάτων της σκοποβολής, του γκολφ, του μπιλιάρδου, του μπόουλιγκ, της ορειβασίας και αναρρίχησης, του παγκρατίου, της ιππασίας, του αεραθλητισμού, της τοξοβολίας, του θαλάσσιου σκι, καθώς επίσης και οι αθλητές των μηχανοκίνητων και των σχετικών κλάδων άθλησης αυτών, μπορούν να εγγράφονται ως μέλη σε αθλητικό σωματείο που καλλιεργεί τον ίδιο κλάδο άθλησης και να μετέχουν στο Δ.Σ. και στα άλλα όργανα αυτού, υπερκείμενων ενώσεων ή της αθλητικής ομοσπονδίας, εφόσον έχουν συμπληρώσει το τριακοστό πέμπτο (35ο) έτος της ηλικίας τους. Στην εξαίρεση του προηγούμενου εδαφίου υπάγονται και οι αθλητές των αθλημάτων του ζατρικίου, του αγωνιστικού μπριτζ και της ιστιοπλοΐας ανοιχτής θάλασσας, εφόσον είναι ενήλικες.

7. Δεν επιτρέπεται να είναι μέλη αθλητικού σωματείου το προσωπικό του σωματείου, για όσο χρόνο διαρκεί η πάσης φύσεως σύμβαση εργασίας του με αυτό και για έναν (1) χρόνο από τη λήξη της, καθώς επίσης και όσοι συνάπτουν σύμβαση με το σωματείο για παροχή υπηρεσιών ή για εκτέλεση έργου με αμοιβή, είτε ατομικά είτε ως ομόρρυθμοι εταίροι είτε ως διαχειριστές Ε.Π.Ε. ή Ι.Κ.Ε. ή μέλη διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρείας, για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση παροχής υπηρεσιών ή η εκτέλεση του έργου και για έναν (1) χρόνο μετά τη λήξη, με οποιονδήποτε τρόπο, της σύμβασης ή την παράδοση του έργου, αντίστοιχα. Οι μέτοχοι, εταίροι, διαχειριστές και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου αθλητικής ανώνυμης εταιρείας, δεν επιτρέπεται να είναι μέλη διοικητικού συμβουλίου ή εξελεγκτικής επιτροπής αθλητικού σωματείου ούτε να είναι αντιπρόσωποί του σε υπερκείμενες ενώσεις ή ομοσπονδίες.

8. Δεν επιτρέπεται να είναι μέλος, μέλος του Δ.Σ. ή άλλου διοικητικού ή εποπτικού οργάνου αθλητικού σωματείου που διατηρεί Τ.Α.Α., μέτοχος Α.Α.Ε. που συμμετέχει σε αγώνες για τους οποίους διεξάγονται παιχνίδια στοιχημάτων προκαθορισμένης απόδοσης, μέλος του Δ.Σ. ή άλλου διοικητικού ή εποπτικού οργάνου αθλητικής ένωσης ή αθλητικής ομοσπονδίας που καλλιεργεί άθλημα για το οποίο διεξάγονται παιχνίδια στοιχημάτων προκαθορισμένης απόδοσης, διαχειριστής Τ.Α.Α. που συμμετέχει σε αγώνες για τους οποίους διεξάγονται παιχνίδια στοιχημάτων προκαθορισμένης απόδοσης, μέτοχος, διευθύνων ή εντεταλμένος σύμβουλος, μέλος του Δ.Σ. ή διευθυντικό στέλεχος Α.Α.Ε. που συμμετέχει σε αγώνες για τους οποίους διεξάγονται παιχνίδια στοιχημάτων προκαθορισμένης απόδοσης, μέλος του Δ.Σ. ή άλλου διοικητικού ή εποπτικού οργάνου, διευθυντικό στέλεχος επαγγελματικής ένωσης του άρθρου 96 ή άλλου φορέα διοργάνωσης αγώνων για τους οποίους διεξάγονται παιχνίδια στοιχημάτων προκαθορισμένης απόδοσης, διαιτητής, βοηθός διαιτητή, παρατηρητής, επόπτης, κριτής, σημειωτής, χρονομέτρης, κομισάριος ή μέλος του Δ.Σ. ή άλλου διοικητικού ή εποπτικού οργάνου συνδέσμου ή ομοσπονδίας διαιτητών αθλήματος για το οποίο διεξάγονται παιχνίδια στοιχημάτων προκαθορισμένης απόδοσης, αθλητής, τεχνικός διευθυντής, προπονητής, βοηθός προπονητή, μέλος του προπονητικού ή του ιατρικού επιτελείου ή του υποστηρικτικού προσωπικού αθλητικής ομάδας Τ.Α.Α. ή Α.Α.Ε. που συμμετέχει σε αγώνες για τους οποίους διεξάγονται παιχνίδια στοιχημάτων προκαθορισμένης απόδοσης, όποιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει μία ή περισσότερες από τις εξής ιδιότητες:

 (α) Είναι μέτοχος ή εταίρος, κατά τρόπο που του επιτρέπει να ελέγχει: αα) την Ο.Π.Α.Π. Α.Ε. ή εταιρεία που παρέχει παιχνίδια στοιχημάτων προκαθορισμένης απόδοσης σύμφωνα με τα άρθρα 45 έως 50 του ν. 4002/2011 (Α’ 180) ή ββ) εταιρεία συνδεδεμένη με τις εταιρείες της περίπτωσης αα’, κατά την έννοια του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α’ 251) ή γγ) άλλη εταιρεία στην οποία οι εταιρείες της περίπτωσης αα’ έχουν αναθέσει, με σύμβαση, τη διεξαγωγή των παιχνιδιών στοιχημάτων προκαθορισμένης απόδοσης ή την επιλογή των γεγονότων στοιχηματισμού ή τον προσδιορισμό των ποσοστών απόδοσης αυτών ή τη διαχείριση του οικονομικού κινδύνου του στοιχηματισμού. Ο έλεγχος που απαιτείται για την εφαρμογή της παρούσας περίπτωσης υφίσταται στην περίπτωση φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι κύριος ή συγκύριος μετοχών ή εταιρικών μεριδίων που αντιστοιχούν σε ποσοστό μεγαλύτερο από το δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του συνολικού μετοχικού ή εταιρικού κεφαλαίου ή κατέχει δικαιώματα ψήφου σε ποσοστό μεγαλύτερο από το δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του συνόλου των δικαιωμάτων ψήφου στη Γ.Σ. της εταιρείας. Με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων είναι δυνατόν να διαπιστώνεται η συνδρομή της προϋπόθεσης του ελέγχου και να εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρούσας και σε περιπτώσεις μικρότερου ποσοστού σε σχέση με τα προβλεπόμενα στο προηγούμενο εδάφιο.

(β) Είναι μέτοχος ή εταίρος κατά τρόπο που του επιτρέπεται να ελέγχει άλλα νομικά πρόσωπα που είναι μέτοχοι ή εταίροι εταιρείας της περίπτωσης α’ ή μέτοχοι ή εταίροι των νομικών αυτών προσώπων ή των μετόχων ή εταίρων τους, απεριόριστα μέχρι του τελευταίου φυσικού προσώπου, το οποίο κατέχει τόσες μετοχές ή εταιρικά μερίδια ή δικαιώματα ψήφου, στην εταιρεία της περίπτωσης α’, που του προσδίδουν τον έλεγχο του νομικού προσώπου, σύμφωνα με τις ειδικότερες προβλέψεις της περ. α’.

(γ) Είναι διευθύνων ή εντεταλμένος σύμβουλος, διαχειριστής, μέλος του Δ.Σ. ή διευθυντικό στέλεχος εταιρείας της περίπτωσης α’ και

(δ) Είναι σύζυγος ή συγγενής μέχρι δεύτερου βαθμού προσώπου που έχει μία από τις ιδιότητες των περιπτώσεων α’, β’ και γ’.

9. α) Πρόσωπα στα οποία συντρέχει οποιοδήποτε από τα κωλύματα του παρόντος άρθρου χάνουν αυτοδικαίως την ιδιότητά τους.

β) Η διαπιστωτική πράξη της έκπτωσης εκδίδεται από το Διοικητικό Συμβούλιο ή την εκτελεστική επιτροπή, κατά περίπτωση, του οικείου φορέα, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών, αφότου έλαβε γνώση του κωλύματος. Σε περίπτωση παρέλευσης άπρακτης της ως άνω προθεσμίας, η πράξη εκδίδεται από το αρμόδιο, σύμφωνα με τον ν. 4622/2019 (Α’ 133), όργανο της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού, μέσα στην ίδια ως άνω προθεσμία. Με την ίδια πράξη κηρύσσονται έκπτωτα από το αξίωμα του μέλους του Δ.Σ. ή της Εκτελεστικής Επιτροπής τα υπαίτια για τη μη έκδοση της ως άνω πράξης Μέλη αυτών, τα οποία αντικαθίστανται κατά τις ισχύουσες διατάξεις.».

2. Η παρ. 8 του άρθρου 3 του ν. 2725/1999, όπως τροποποιείται με την παρ. 1, τίθεται σε ισχύ τρεις (3) μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος. Μέχρι την έναρξη ισχύος της διατηρείται σε ισχύ η παρ. 8 του άρθρου 3 του ν. 2725/1999, όπως έχει προστεθεί με το άρθρο 33 του ν. 4603/2019 (Α’ 48).

 

Άρθρο 379

Κωλύματα – περιορισμοί συμμετοχής σε καταστατικό όργανο αθλητικής ένωσης

Οι παρ. 2 και 3 του άρθρου 12 του ν. 2725/1999 τροποποιούνται και το άρθρο 12 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 12

Κωλύματα – περιορισμοί συμμετοχής σε καταστατικό όργανο αθλητικής ένωσης

1. Οι διατάξεις του άρθρου 3 του παρόντος εφαρμόζονται αναλογικά στα πρόσωπα που συμμετέχουν στα προβλεπόμενα από το καταστατικό και τους κανονισμούς όργανα διοίκησης και επιτροπές των οικείων αθλητικών ενώσεων.

 2. Δεν επιτρέπεται να ανακηρυχθεί υποψήφιος προκειμένου να εκλεγεί μέλος του διοικητικού συμβουλίου ή άλλου από το καταστατικό προβλεπόμενου οργάνου αθλητικής ένωσης όποιος :

 α) είναι μέλος διοικητικού συμβουλίου άλλης αθλητικής ένωσης κατά τον χρόνο υποβολής της υποψηφιότητας,

 β) είναι υπάλληλος αθλητικής ένωσης ή ομοσπονδίας,

 γ) είναι υπάλληλος της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού.

Επιτρέπεται να ανακηρυχθεί υποψήφιος προκειμένου να εκλεγεί μέλος του διοικητικού συμβουλίου ή άλλου καταστατικού οργάνου αθλητικής ένωσης, όποιος υπήρξε υπάλληλος αθλητικής ένωσης ή ομοσπονδίας, εφόσον κατά τον χρόνο ανακήρυξης της υποψηφιότητάς του έχει παρέλθει ένας (1) τουλάχιστον μήνας από την με οποιονδήποτε τρόπο λήξη της εργασιακής σχέσης του αν πρόκειται για υπάλληλο αθλητικής ένωσης και δύο (2) τουλάχιστον μήνες, αν πρόκειται για υπάλληλο αθλητικής ομοσπονδίας.

 3. Ο υποψήφιος για να εκλεγεί μέλος του διοικητικού συμβουλίου ή άλλου, από το καταστατικό προβλεπόμενου, οργάνου αθλητικής ένωσης απαιτείται κατά τον χρόνο υποβολής της υποψηφιότητας, να είναι μέλος αθλητικού σωματείου που αποτελεί μέλος της αθλητικής ένωσης, με δικαίωμα να εκλέγει και να εκλέγεται. Η συνδρομή της προϋπόθεσης αυτής αποδεικνύεται με βεβαίωση του οικείου αθλητικού σωματείου, που αποτελεί μέλος της αθλητικής ένωσης.

 4. Τα μέλη του προεδρείου του διοικητικού συμβουλίου της αθλητικής ένωσης πρέπει να έχουν την κατοικία τους στην περιφέρεια που καλύπτει η αθλητική ένωση.»

 

Άρθρο 380

Ρυθμίσεις θεμάτων Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών

 Στην παρ. 1 του πρώτου άρθρου της από 10.8.2018 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’ 149) που κυρώθηκε με το άρθρο 4 του ν. 4576/2018 (Α’ 196) προστίθεται περ. δ) ως εξής:

«δ) Οι υπηρεσίες του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών είναι αρμόδιες, ανεξάρτητα της αρμοδιότητας άλλων φορέων, να προβαίνουν σε πράξεις κατεδάφισης, κατόπιν έκδοσης ατομικής διοικητικής πράξης κατ’ άρθρο 109 του ν. 4622/2019 (Α’ 133) του αρμόδιου Γενικού Διευθυντή, για κάθε είδους δομικές κατασκευές που κρίθηκαν κατεδαφιστέες κατά τη διενέργεια αυτοψίας ή των οποίων η αποκατάσταση κρίνεται ασύμφορη, κατόπιν αίτησης που υποβάλλει ο ιδιοκτήτης αυτών, ανεξάρτητα αν θεωρούνται ως νόμιμες ή αυθαίρετες. Η ανάθεση των ανωτέρω κατεδαφίσεων υλοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4412/2016 (Α’ 147) και δύναται να λάβει χώρα και κατ’ εφαρμογή των όρων και προϋποθέσεων της περ. (γ) της παρ. 2 του άρθρου 32 του ν. 4412/2016. Η χρηματοδότηση των ανωτέρω ενεργειών βαρύνει τον Ειδικό Λογαριασμό Αρωγής Πυρόπληκτων της 23ης και 24ης Ιουλίου 2018 που συστάθηκε με την υπ’ αρ. οικ. 2/57679/ΔΛΓΚ/25.07.2018 (Β’ 3014) κοινή απόφαση του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών. Με απόφαση του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών καθορίζονται ειδικότεροι όροι και προϋποθέσεις για την εφαρμογή του παρόντος.».

 

Άρθρο 381

Τροποποίηση του Οργανισμού Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών

1. Η παρ. 3 του άρθρου 54 του π.δ. 123/2017 (Α’ 151) αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«3. Η ΕΥΔΕ Κατασκευής και Συντήρησης Συγκοινωνιακών Υποδομών συγκροτείται από τα ακόλουθα τμήματα:

α. Τμήμα Μελετών και Προγραμματισμού.

β. Τμήμα Κατασκευών.

γ. Τμήμα Κατασκευής Έργων (ΤΚΕ) Αθήνας (περιοχών Περιφερειών, Αττικής, Στερεάς Ελλάδος, Βορείου Αιγαίου και Νοτίου Αιγαίου).»

2. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 54 του π.δ. 123/2017 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«6. Στις αρμοδιότητες του ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΕΡΓΩΝ (ΤΚΕ) Αθήνας (περιοχών Περιφερειών Αττικής, Στερεάς Ελλάδος, Βορείου Αιγαίου και Νοτίου Αιγαίου). περιλαμβάνονται: ».

3. Οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 57 του π.δ. 123/2017 αντικαθίστανται ως ακολούθως:

«1. Συστήνεται Ειδική Υπηρεσία Δημοσίων Έργων (ΕΥΔΕ) ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, ΗΠΕΙΡΟΥ και ΘΡΑΚΗΣ, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, η οποία αντιστοιχεί σε οργανική μονάδα επιπέδου Υποδιεύθυνσης. Η λειτουργία της ΕΥΔΕ διέπεται από τις διατάξεις του ν. 679/1977 (Α’ 245) και η διάρκειά της ορίζεται οκταετής από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η ΕΥΔΕ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, ΗΠΕΙΡΟΥ και ΘΡΑΚΗΣ υπάγεται κατά κατηγορία έργου ή κατά αρμοδιότητα στην καθ’ ύλην αρμόδια Γενική Διεύθυνση.

2. Η ΕΥΔΕ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, ΗΠΕΙΡΟΥ και ΘΡΑΚΗΣ ασκεί καθήκοντα Διευθύνουσας Υπηρεσίας για όλα τα έργα αρμοδιότητας της Γενικής Διεύθυνσης Συγκοινωνιακών Υποδομών, πλην των έργων που εκτελούνται στο πλαίσιο συμβάσεων παραχώρησης και της Γενικής Διεύθυνσης Υδραυλικών, Λιμενικών και Κτηριακών Υποδομών της Γενικής Γραμματείας Υποδομών, τα οποία ανήκουν χωρικά στις Περιφέρειες Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, Ηπείρου και Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης.»

4. Τα άρθρα 59, 60, 62 και 63 του π.δ. 123/2017 καταργούνται.

5. Στο άρθρο 91 προστίθενται παρ. 3, 4, 5 και 6 ως εξής:

«3. Το προσωπικό που υπηρετεί στις καταργούμενες ΕΥΔΕ/ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, ΕΥΔΕ/ΗΠΕΙΡΟΥ ΚΑΙ ΚΕΡΚΥΡΑΣ και ΕΥΔΕ/ΕΒΡΟΥ κατά τη δημοσίευση του παρόντος μεταφέρεται στις ΕΥΔΕ που αναλαμβάνουν χωρικά την αρμοδιότητα που ασκούσαν οι καταργούμενες ΕΥΔΕ.

4. Το προσωπικό που υπηρετεί στην καταργούμενη ΕΥΔΕ/ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ κατά τη δημοσίευση του παρόντος αποσπάται στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ (Ο.Α.Κ. Α.Ε.) κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης, διατηρώντας το σύνολο των μισθολογικών δικαιωμάτων τηρουμένων των προϋποθέσεων καταβολής, καθώς και των λοιπών εργασιακών δικαιωμάτων του. Η ως άνω απόσπαση έχει διάρκεια δύο (2) ετών και δύναται να παραταθεί για ίσο χρόνο με απόφαση του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών που εκδίδεται πριν από τη λήξη της. Οι αποδοχές του αποσπασμένου ως άνω προσωπικού καταβάλλονται από τον φορέα υποδοχής ΟΑΚ ΑΕ.

5. Είναι δυνατή με αποφάσεις του Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών η σύσταση κλιμακίων επί τόπου ή πλησίον εκτελούμενων έργων, για την υποβοήθηση των ΕΥΔΕ σε θέματα επίβλεψης ή διαχείρισης έργων. Με την απόφαση αυτή καθορίζεται κάθε ειδικότερο ζήτημα για την εφαρμογή της παρούσας.

6. Όπου σε οιαδήποτε διάταξη του παρόντος Οργανισμού προβλέπεται συγκρότηση συλλογικών οργάνων στο Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών αποκλειστικά από υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Υποδομών, νοούνται από τούδε και στο εξής υπάλληλοι του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών που έχουν τον προβλεπόμενο από τις οικείες διατάξεις βαθμό.».

 

Άρθρο 382

Επαναπροσδιορισμός συζήτησης ενδίκων μέσων

Η συζήτηση εμπροθέσμως ασκηθέντων ενδίκων μέσων που ασκήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από την 1.1.2011 μέχρι την 22.12.2017 ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων και απορρίφθηκαν αμετάκλητα λόγω μη καταβολής του προβλεπόμενου στις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 277 του ν. 2717/1999 (Α’ 97, Κ.Δ.Δ.) παραβόλου, προσδιορίζεται εκ νέου με αίτηση των διαδίκων που τα άσκησαν, η οποία υποβάλλεται εντός εκατό (100) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος, υπό τον όρο καταβολής του συνόλου του παραβόλου μέχρι την συζήτηση του ενδίκου μέσου.

 

Άρθρο 383

Έναρξη ισχύος

Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις του.

 Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 29 Ιουνίου 2020

 

  ||  Άρθρα 1 - 222  ||   Άρθρα 223 - 383   ||   


Κατεβάσετε το αρχείο με το πρωτότυπο κείμενο, όπως είναι δημοσιευμένο στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ.) του Εθνικού Τυπογραφείου.


 

Έχει διαβαστεί 26564 φορές

Τελευταία Νέα