Νόμος 4700/2020 - ΦΕΚ 127/Α/29-6-2020 (Άρθρα 1 - 222) (Κωδικοποιημένος)
Ενιαίο κείμενο Δικονομίας για το Ελεγκτικό Συνέδριο, ολοκληρωμένο νομοθετικό πλαίσιο για τον προσυμβατικό έλεγχο, τροποποιήσεις στον Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, διατάξεις για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις.
Συνδρομητικές Υπηρεσίες
- Το Νομοθέτημα έχει κωδικοποιηθεί σε αρχείο ενιαίο κειμένου, με ενσωματωμένες τις διατάξεις με τις οποίες έχει συμπληρωθεί - τροποποιηθεί μεταγενέστερα.
- Η υπηρεσία προβολής και μεταφόρτωσης κωδικοποιημένων κειμένων είναι διαθέσιμη ΔΩΡΕΑΝ, μόνο στα εγγεγραμμένα μέλη, με πρόσβαση στις Συνδρομητικές Υπηρεσίες.
- Απαιτείται μεγαλύτερο επίπεδο πρόσβασης για την προβολή των Συνδρομητικών Υπηρεσιών.
Εάν είστε μέλος και θέλετε να αποκτήσετε πρόσβαση στις συνδρομητικές Υπηρεσίες, πατήστε ΕΔΩ για Σύνδεση.
-Θέματα Βοήθειας και Υποστήριξης για τις συνδρομητικές υπηρεσίες.
ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ Φ.Ε.Κ.
Το αρχικό κείμενο με τις διατάξεις όπως ήταν δημοσιευμένες στο Φ.Ε.Κ. οι οποίες έχουν τροποποιηθεί μεταγενέστερα.
|| Άρθρα 1-222 || Άρθρα 223 - 383 ||
ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 4700/2020
ΦΕΚ 127/Α/29-6-2020
Ενιαίο κείμενο Δικονομίας για το Ελεγκτικό Συνέδριο, ολοκληρωμένο νομοθετικό πλαίσιο για τον προσυμβατικό έλεγχο, τροποποιήσεις στον Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, διατάξεις για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΠΡΩΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟ
ΘΕΣΠΙΣΗ ΕΝΙΑΙΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Άρθρο 1
Ενιαίο κείμενο Δικονομίας
Με τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στο παρόν Τμήμα ενσωματώνονται σε ενιαίο κείμενο, τροποποιούνται και συμπληρώνονται οι ρυθμίσεις που ισχύουν για την εκδίκαση των διαφορών που υπάγονται στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Άρθρο 2
Έκταση δικαιοδοσίας
Το Ελεγκτικό Συνέδριο αποτελεί πλήρη και αυτοτελή δικαιοδοτικό κλάδο. Στη δικαιοδοσία του υπάγονται οι διαφορές που ανατίθενται σε αυτό με βάση τις κείμενες διατάξεις.
Άρθρο 3
Αρμοδιότητα δικαστικών σχηματισμών
1. Η δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου ασκείται από την Ολομέλεια και τα Τμήματά του. Σε όποια διάταξη του παρόντος Tμήματος γίνεται αναφορά χωρίς άλλο προσδιορισμό σε «Δικαστήριο», νοείται ο σχηματισμός του Ελεγκτικού Συνεδρίου που διέπεται από τη διάταξη στην οποία γίνεται η αναφορά και όπου γίνεται αναφορά σε «Πρόεδρο του Δικαστηρίου», νοείται ο Πρόεδρος του σχηματισμού αυτού.
2. Στην Ολομέλεια υπάγεται η εκδίκαση των αιτήσεων αναίρεσης που ασκούνται κατά των οριστικών αποφάσεων των Τμημάτων, καθώς και των προδικαστικών παραπομπών για επίλυση γενικότερης σημασίας ζητημάτων.
3. Τα Τμήματα έχουν το τεκμήριο της αρμοδιότητας για την εκδίκαση κάθε αίτησης δικαστικής προστασίας που εισάγεται στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
4. Η κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των Τμημάτων ορίζεται με απόφαση της Ολομέλειας, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
5. Αν διαφορά εισήχθη σε αναρμόδιο Τμήμα, παραπέμπεται στο αρμόδιο. Η απόφαση περί παραπομπής μπορεί να ληφθεί σε συμβούλιο, αν δεν έχει χωρήσει συζήτηση της υπόθεσης. Η εκδίκασή της από το Τμήμα στο οποίο εισήχθη δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης.
Άρθρο 4
Παρεμπίπτοντα ζητήματα
Κατά την εκδίκαση των διαφορών, εφόσον στον νόμο που διέπει τη σχέση δεν ορίζεται διαφορετικά, επιτρέπεται:
(α) με την επιφύλαξη των διατάξεων περί δεδικασμένου, να κριθούν παρεμπιπτόντως ζητήματα της δικαιοδοσίας των πολιτικών ή διοικητικών δικαστηρίων, αν από τα ζητήματα αυτά εξαρτάται η επίλυση της ένδικης διαφοράς, ή
(β) να ανασταλεί η πρόοδος της δίκης, εφόσον δεν υπάρχει άμεσος κίνδυνος για τα συμφέροντα των διαδίκων, αν παρεμπίπτοντα ζητήματα πρόκειται να κριθούν με δύναμη δεδικασμένου σε δίκη που εκκρεμεί στο κατά δικαιοδοσία αρμόδιο δικαστήριο.
Άρθρο 5
Δέσμευση από αποφάσεις άλλων δικαστηρίων
1. Το Δικαστήριο δεσμεύεται από τις αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος ως προς το νομικό ζήτημα που επέλυσε με την απόφασή του, καθώς και από τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και των λοιπών διοικητικών δικαστηρίων, κατά το μέρος που αυτές αποτελούν δεδικασμένο, σύμφωνα με όσα ορίζουν οι σχετικές διατάξεις.
2. Το Δικαστήριο δεσμεύεται από τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, οι οποίες σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις ισχύουν έναντι όλων. Δεσμεύεται επίσης από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς τις διαπιστώσεις συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, στα οποία θεμελιώνεται η κρίση επί της ενοχής του κατηγορουμένου, από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και από τα βουλεύματα που αποφαίνονται αμετάκλητα να μη γίνει η κατηγορία, εκτός αν η αθώωση ή η απαλλαγή στηρίχθηκε σε έλλειψη αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων που δεν αποτελούν προϋπόθεση εφαρμογής του νόμου στην ένδικη διαφορά ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
3. Στις αποφάσεις των αλλοδαπών πολιτικών δικαστηρίων, εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 2 εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 323 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
4. Το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του το δεδικασμένο και αυτεπαγγέλτως εφόσον τούτο προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας.
Άρθρο 6
Έλλειψη δικαιοδοσίας
1. Αιτήσεις δικαστικής προστασίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και κατατίθενται στο Ελεγκτικό Συνέδριο απορρίπτονται ως απαράδεκτες.
2. Οι διαφορές που ανήκουν στη δικαιοδοσία της διοικητικής δικαιοσύνης παραπέμπονται, με απόφαση οποιουδήποτε σχηματισμού επιληφθεί αυτών, στο Συμβούλιο της Επικρατείας ή στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο.
3. Οι διαφορές που ανήκουν στην εξαιρετική δικαιοδοσία του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος παραπέμπονται σε αυτό, εκτός αν το τιθέμενο νομικό ζήτημα έχει ήδη επιλυθεί με προηγούμενη απόφασή του.
Άρθρο 7
Εξέταση δικαιοδοσίας
1. Το Δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως τη δικαιοδοσία του.
2. Απόφαση Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία απορρίπτεται αίτηση δικαστικής προστασίας ως υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή με την οποία παραπέμπεται υπόθεση στη διοικητική δικαιοσύνη κοινοποιείται αμελλητί από τον γραμματέα του σχηματισμού που την εξέδωσε στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο οποίος μπορεί να την προσβάλει με αίτηση αναίρεσης. Την απόφαση αυτή μπορεί να προσβάλουν και οι διάδικοι.
Άρθρο 8
Απόρριψη ένδικου βοηθήματος από άλλα δικαστήρια
1. Αν ένδικο βοήθημα απορριφθεί τελεσιδίκως από το δικαστήριο στο οποίο ασκήθηκε για έλλειψη δικαιοδοσίας, το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα στο Ελεγκτικό Συνέδριο, που προβλέπει ο νόμος, μπορεί να ασκηθεί ενώπιόν του εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την επίδοση της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης στον ενδιαφερόμενο ή αφότου καταστεί τελεσίδικη η επιδοθείσα πρωτόδικη απόφαση. Στην περίπτωση αυτή λογίζεται, ως προς όλες τις έννομες συνέπειες, ότι ασκήθηκε κατά τον χρόνο της άσκησης εκείνου που απορρίφθηκε.
2. Το δικαστικό ένσημο που έχει καταβληθεί για το ένδικο βοήθημα που απορρίφθηκε συνυπολογίζεται και για το ένδικο βοήθημα που ασκείται ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Άρθρο 9
Ανάθεση διαδικαστικών πράξεων σε άλλες αρχές
1. Το Δικαστήριο, αν διαδικαστική πράξη δεν είναι δυνατόν να διενεργηθεί στην έδρα του, μπορεί να ζητήσει τη διενέργειά της από πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο που εδρεύει στον τόπο όπου αυτή πρέπει να διενεργηθεί.
2. Το Δικαστήριο δύναται να ζητήσει τη διενέργεια διαδικαστικής πράξης από ελληνική προξενική αρχή ή και από αλλοδαπή αρχή με τη μεσολάβηση των αρμόδιων υπουργών, εφόσον αυτό δεν παραβιάζει κανόνα του διεθνούς δικαίου. Στην περίπτωση αυτή, η πράξη είναι έγκυρη έστω και αν είναι σύμφωνη μόνο με τις διατάξεις του δικαίου της χώρας όπου διενεργήθηκε.
3. Το Δικαστήριο δύναται για την άσκηση της δικαιοδοσίας του να αναθέτει τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων που προβλέπονται στο παρόν Τμήμα σε διοικητικές αρχές.
Άρθρο 10
Διαπίστωση παράνομων ενεργειών διοικητικών οργάνων
1. Αν από τη διεξαγωγή της δίκης προκύψει ότι συντρέχει περίπτωση πειθαρχικής δίωξης διοικητικού οργάνου, επειδή αυτό εν γνώσει του έχει εκδώσει πράξη ή έχει προβεί σε υλική ενέργεια προδήλως παράνομη, ή εν γνώσει του και κατά πρόδηλη παράβαση του νόμου έχει παραλείψει οφειλόμενη ενέργεια, το Δικαστήριο, με ειδική απόφασή του που εκδίδεται σε συμβούλιο, παραπέμπει το ζήτημα στην αρμόδια αρχή για την εκτίμηση της συμπεριφοράς του οργάνου προς άσκηση της πειθαρχικής δίωξης.
2. Η παρ. 1 εφαρμόζεται και όταν συντρέχει περίπτωση πειθαρχικής δίωξης των εκπροσώπων του Δημοσίου ή οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου για παράβαση της παρ. 1 του άρθρου 20.
3. Αν προκύψουν σοβαρές υπόνοιες για παράνομη ενέργεια ή παράλειψη διοικητικού οργάνου, η οποία μπορεί να επισύρει κατά νόμο τον προσωπικό καταλογισμό του, ο φάκελος αποστέλλεται με πρωτοβουλία του εισηγητή δικαστή με αντίγραφο της απόφασης από την οποία προκύπτει η σχετική ενέργεια, παράλειψη ή πλημμέλεια, με ειδική επισήμανση αυτής στο οικείο διαβιβαστικό έγγραφο, στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ
Άρθρο 11
Αρχή της ισότητας των διαδίκων
1. Ενώπιον του Δικαστηρίου οι διάδικοι είναι ίσοι.
2. Οι διάδικοι δικαιούνται να παρίστανται και να ακούγονται κατά τη διενέργεια των διαδικαστικών πράξεων.
Άρθρο 12
Μέριμνα για την πρόοδο της δίκης
Το Δικαστήριο μεριμνά αυτεπαγγέλτως για την πρόοδο εν γένει της δίκης διατάσσοντας τη διαδικαστική πράξη που απαιτείται από τον νόμο για τη διακρίβωση της αλήθειας και την ταχύτερη περάτωση της δίκης.
Άρθρο 13
Έλεγχος διαδικαστικών προϋποθέσεων
Το Δικαστήριο ελέγχει και αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης.
Άρθρο 14
Συνέπειες ερημοδικίας
Το Δικαστήριο εξετάζει και κρίνει τις υποθέσεις που εισάγονται ενώπιόν του και όταν απουσιάζουν οι διάδικοι, χωρίς να τεκμαίρεται ομολογία από την απουσία τους.
Άρθρο 15
Ερμηνεία δικονομικών κανόνων
Το Δικαστήριο αντιμετωπίζει με βάση τις αρχές της δίκαιης δίκης τα ερμηνευτικά ζητήματα που ανακύπτουν από την εφαρμογή των δικονομικών κανόνων έτσι ώστε, λαμβάνοντας υπόψη κάθε φορά τη σοβαρότητα του διακυβεύματος, να αποφαίνεται σε πνεύμα δίκαιης ισορροπίας.
Άρθρο 16
Αρχή της υποχρεωτικής έγγραφης προδικασίας
Η διαδικασία στο ακροατήριο στηρίζεται στην έγγραφη προδικασία. Καμία κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για δικαστική προστασία δεν μπορεί να εισαχθεί στο Δικαστήριο χωρίς να τηρηθεί προδικασία, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Η αίτηση που έχει εισαχθεί χωρίς προδικασία απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως.
Άρθρο 17
Χρήση ηλεκτρονικών μέσων για διεξαγωγή δικών
1. Οι δικαστικές αποφάσεις και πράξεις, οι εκθέσεις, τα δικόγραφα και κάθε άλλο έγγραφο που απευθύνεται στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή εκδίδεται απ’ αυτό επιτρέπεται να κατατίθενται, να επιδίδονται και να διακινούνται με χρήση Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ), σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
2. Είναι δυνατόν, επίσης, με χρήση ΤΠΕ να:
(α) εξετάζονται, κατ’ αίτηση των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως, μάρτυρες, πραγματογνώμονες και διάδικοι χωρίς αυτοί να παρίστανται στην αίθουσα συνεδρίασης του Δικαστηρίου,
(β) τηρούνται τα βιβλία που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις για τη διεκπεραίωση των εργασιών του και
(γ) καταβάλλονται παράβολα, δικαστικά ένσημα και οποιαδήποτε τέλη υπέρ του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
Άρθρο 18
Δημοσιότητα
1. Το Δικαστήριο συνεδριάζει δημόσια στο ακροατήριο, η δε διαδικασία ενώπιόν του διεξάγεται προφορικά.
2. Το Δικαστήριο δεν συνεδριάζει δημόσια αν κρίνει με απόφασή του ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 93 του Συντάγματος.
3. Η προδικασία και η διαδικασία εκτός ακροατηρίου δεν είναι δημόσιες.
4. Στις διαδικασίες ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στις οποίες τίθενται ζητήματα που αφορούν σε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, εφαρμόζεται το άρθρο 40 του ν. 3659/2008 (A’ 77).
Άρθρο 19
Μυστικότητα διασκέψεων και καθήκον εχεμύθειας
1. Οι διασκέψεις του Δικαστηρίου προς έκδοση αποφάσεων επί των υποθέσεων που συζητήθηκαν είναι μυστικές.
2. Όσοι συμμετέχουν σε αυτές τηρούν απαρέγκλιτα το καθήκον της εχεμύθειας για ό,τι διαμείφθηκε.
Άρθρο 20
Καλόπιστη διεξαγωγή δίκης
1. Οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι, οι εκπρόσωποι και οι δικαστικοί πληρεξούσιοι οφείλουν να ενεργούν σύμφωνα με τους κανόνες της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, να τηρούν το καθήκον της αλήθειας και να αποφεύγουν ενέργειες που προδήλως παρελκύουν τη δίκη.
2. Αν παραβιασθεί η υποχρέωση της παρ. 1, το Δικαστήριο με την οριστική του απόφαση επιβάλλει στο πρόσωπο που κρίνει υπεύθυνο για την παραβίαση χρηματικό πρόστιμο έως χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ. Πριν από την επιβολή του, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, ύστερα από απόφαση του Δικαστηρίου που καταχωρίζεται στα πρακτικά της διάσκεψης, καλεί με πράξη του το φερόμενο ως υπεύθυνο πρόσωπο να εκθέσει εγγράφως τις απόψεις του στο Δικαστήριο μέσα σε εύλογη προθεσμία. Με την πράξη του Προέδρου κοινοποιείται και απόσπασμα των πρακτικών της διάσκεψης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΑΜΕΡΟΛΗΨΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Άρθρο 21
Λόγοι αποκλεισμού και απαλλαγής
1. Ο δικαστικός λειτουργός αποκλείεται από την άσκηση του λειτουργήματός του σε δίκη όταν:
(α) από την έκβαση της δίκης έχει άμεσο ή έμμεσο προσωπικό συμφέρον ή όταν σε αυτήν διάδικος είναι σύζυγος ή εξομοιούμενος κατά τον νόμο με σύζυγο, μνηστήρας ή πρόσωπο με το οποίο συνδέεται με συγγένεια αίματος ή αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό ή πρόσωπο με το οποίο συνδέεται με υιοθεσία ή αναδοχή,
(β) η δίκη αφορά σε υπόθεση στην οποία έχει αναμειχθεί με την ιδιότητα του πληρεξουσίου, αντιπροσώπου, εκπροσώπου, διαιτητή, μάρτυρα, πραγματογνώμονα, πειθαρχικού δικαστή ή μέλους πειθαρχικού συμβουλίου ή όταν έχει γνωμοδοτήσει για αυτήν,
(γ) η δίκη αφορά σε διοικητική πράξη ή δικαστική απόφαση στην έκδοση των οποίων είχε συμπράξει.
2. Ο λόγος αποκλεισμού δικαστικού λειτουργού που αναφέρεται στην περ. γ’ της παρ. 1 δεν ισχύει για την εκδίκαση από τον δικαστικό λειτουργό: (α) αίτησης αναθεώρησης, εκτός αν προβάλλεται ο λόγος της παρ. 2 του άρθρου 183, (β) αίτησης διόρθωσης ή ερμηνείας, (γ) ανακοπής ερημοδικίας, (δ) αίτησης δίκαιης ικανοποίησης.
3. Η γραμματεία του Δικαστηρίου οφείλει να ερευνά και να ενημερώνει τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου και τον δικαστικό λειτουργό για τον λόγο αποκλεισμού του που αναφέρεται στην περ. γ’ της παρ. 1.
4. Ο δικαστικός λειτουργός που πιστεύει ότι συντρέχουν σοβαροί λόγοι ευπρέπειας που επιβάλλουν την αποχή του από συγκεκριμένη δίκη έχει δικαίωμα να ζητήσει απαλλαγή από τη συμμετοχή του στη δίκη αυτή.
Άρθρο 22
Διαδικασία αποκλεισμού και απαλλαγής
1. Ο δικαστικός λειτουργός μόλις αντιληφθεί τον λόγο αποκλεισμού του οφείλει να το δηλώσει στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου. Αν ο λόγος αποκλεισμού συντρέχει στο πρόσωπο του Προέδρου, ο λόγος αποκλεισμού δηλώνεται στον αμέσως επόμενο από αυτόν αρχαιότερο δικαστικό λειτουργό.
2. Το Δικαστήριο συνεδριάζει σε συμβούλιο που αποτελείται από τους τρεις αρχαιότερους δικαστές του και, αφού ακούσει τη γνώμη του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αποφασίζει αν συντρέχει λόγος αποκλεισμού ή αν εκείνος που υπέβαλε την αίτηση απαλλαγής δικαιούται να απαλλαγεί από την άσκηση των καθηκόντων του. Η απόφαση καταχωρίζεται σε ειδικό πρωτόκολλο.
Άρθρο 23
Αίτηση εξαίρεσης
Αίτηση εξαίρεσης δικαστικού λειτουργού μπορεί να υποβληθεί από διάδικο για δικαστικό λειτουργό, ως προς τον οποίο συντρέχει λόγος αποκλεισμού ή στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν συγκεκριμένοι λόγοι που δικαιολογούν την πρόκληση αμφιβολίας ως προς την αμερόληπτη άσκηση των καθηκόντων του.
Άρθρο 24
Εξέταση αίτησης εξαίρεσης
1. Η αίτηση εξαίρεσης υποβάλλεται εγγράφως στη γραμματεία του Δικαστηρίου ή προφορικώς στο ακροατήριο έως το τέλος της συζήτησης της υπόθεσης.
2. Αν ζητείται η εξαίρεση ολόκληρου του Δικαστηρίου, η αίτηση κατατίθεται οκτώ (8) ημέρες πριν από τη συζήτηση. Στην περίπτωση αυτή δεν δύναται να ζητηθεί η εξαίρεση τόσων μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ώστε με τον αριθμό που απομένει να μην είναι δυνατή η συγκρότησή τους.
3. Αν ο λόγος εξαίρεσης προταθεί πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης, αποφαίνονται για αυτήν οι τρεις αρχαιότεροι δικαστές του Δικαστηρίου, χωρίς τη συμμετοχή του μέλους του οποίου ζητείται η εξαίρεση.
4. Αν ο λόγος προταθεί κατά τη συζήτηση, το Δικαστήριο αποφαίνεται για το βάσιμο αυτής αμέσως, αποτελούμενο από τους τρεις αρχαιότερους δικαστές του Δικαστηρίου που είναι παρόντες στο κατάστημα του Δικαστηρίου κατά την ημέρα της συζήτησης χωρίς τη συμμετοχή του μέλους του οποίου ζητείται η εξαίρεση.
5. Η προαπόδειξη είναι υποχρεωτική για τον αιτούντα.
Άρθρο 25
Απόφαση για εξαίρεση
1. Αν ο λόγος αποκλεισμού ή εξαίρεσης κριθεί βάσιμος, απαγγέλλεται η ακυρότητα των πράξεων στις οποίες συμμετείχε ο δικαστής του οποίου αποφασίσθηκε η εξαίρεση.
2. Αν ο λόγος αποκλεισμού ή εξαίρεσης κριθεί αβάσιμος, η αίτηση απορρίπτεται. Αν ο λόγος εξαίρεσης κριθεί προφανώς αβάσιμος, μπορεί να επιβληθούν σε αυτόν που υπέβαλε την αίτηση εξαίρεσης οι κυρώσεις που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 20.
Άρθρο 26
Αποκλεισμός δικαστικών υπαλλήλων
Οι διατάξεις για τον αποκλεισμό και την εξαίρεση δικαστικού λειτουργού εφαρμόζονται και για τους υπαλλήλους της γραμματείας. Τις σχετικές αποφάσεις λαμβάνει ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΔΙΑΔΙΚΟΙ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΔΙΑΔΙΚΟΥ
Άρθρο 27
Ικανότητα διαδίκου φυσικών και νομικών προσώπων
1. Ικανότητα να είναι διάδικοι έχουν τα φυσικά και νομικά πρόσωπα.
2. Διάδικος είναι και το κυοφορούμενο, εφόσον λογίζεται ως φυσικό πρόσωπο.
Άρθρο 28
Διάδικοι χωρίς νομική προσωπικότητα
Οι ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό χωρίς να είναι σωματεία, οι εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, καθώς και οι ομάδες περιουσίας έχουν την ικανότητα να είναι διάδικοι σε υποθέσεις σχετικές με τον σκοπό ή το αντικείμενο της δραστηριότητάς τους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
ΔΙΚΑΝΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ
Άρθρο 29
Δικανική ικανότητα φυσικών προσώπων
1. Ικανότητα να αποφασίζει για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων έχει το φυσικό πρόσωπο με:
(α) πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, ή
(β) περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα για τις διαδικαστικές πράξεις που αφορούν στη ρύθμιση σχέσεων για τις οποίες θεωρείται ικανό.
2. Ο αλλοδαπός έχει δικανική ικανότητα εφόσον είναι δικαιοπρακτικά ικανός είτε κατά το δίκαιο της ιθαγένειάς του είτε κατά το ελληνικό δίκαιο.
3. Αν το πρόσωπο δεν έχει δικανική ικανότητα, για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων αποφασίζει ο νόμιμος αντιπρόσωπός του.
4. Κατ’ εξαίρεση, για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος επιτρέπεται και σε δικαιοπρακτικά μη ικανό πρόσωπο να αποφασίζει για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων ύστερα από άδεια του Προέδρου του Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου πρόκειται να εισαχθεί ή εκκρεμεί η υπόθεση.
Άρθρο 30
Δικανική ικανότητα νομικών προσώπων
1. Το Δημόσιο εκπροσωπείται στη δίκη από τον Υπουργό Οικονομικών. Στις δίκες επί ανακοπής εκτέλεσης, το Δημόσιο εκπροσωπείται από τον προϊστάμενο της δημόσιας υπηρεσίας που επισπεύδει την εκτέλεση.
2. Τα νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου εκπροσωπούνται από τους νόμιμους εκπροσώπους τους.
3. Η εκπροσώπηση των αλλοδαπών νομικών προσώπων, εφόσον ειδική διάταξη δεν ορίζει διαφορετικά, διέπεται από το δίκαιο της έδρας τους.
Άρθρο 31
Εκπροσώπηση διαδίκων χωρίς νομική προσωπικότητα
Οι ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό χωρίς να αποτελούν σωματείο, οι εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, καθώς και οι ομάδες περιουσίας εκπροσωπούνται από τα πρόσωπα στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των υποθέσεών τους.
Άρθρο 32
Γενική και ειδική εξουσιοδότηση για διεξαγωγή δίκης
1. Αν για τη διεξαγωγή δίκης από τον νόμιμο αντιπρόσωπο του ανίκανου διαδίκου ή τον νόμιμο εκπρόσωπο του νομικού προσώπου απαιτείται προηγούμενη άδεια ή εξουσιοδότηση, η χωρίς περιορισμό παρασχεθείσα άδεια ή εξουσιοδότηση περιλαμβάνει όλες τις διαδικαστικές πράξεις και ενέργειες μέχρι το αμετάκλητο της απόφασης.
2. Ο συμβιβασμός, η αναγνώριση, η παραίτηση και η συμφωνία για διαιτησία είναι ανίσχυρες χωρίς ειδική άδεια ή εξουσιοδότηση για την ενέργειά τους.
Άρθρο 33
Νομιμοποίηση νόμιμων αντιπροσώπων και εκπροσώπων
Τα στοιχεία νομιμοποίησης των νόμιμων αντιπροσώπων και εκπροσώπων των διαδίκων υποβάλλονται στο Δικαστήριο έως την πρώτη συζήτηση. Αν συντρέχουν ελλείψεις που μπορεί να συμπληρωθούν ως προς τη δικανική ικανότητα των διαδίκων και τη νόμιμη εκπροσώπησή τους ή ως προς την απαιτούμενη για τη διεξαγωγή της δίκης άδεια ή εξουσιοδότηση, εφαρμόζεται το άρθρο 232.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
ΔΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ
Άρθρο 34
Διενέργεια διαδικαστικών πράξεων
1. Οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι εκπρόσωποί τους διενεργούν τις διαδικαστικές πράξεις και παρίστανται κατά τη συζήτηση με δικαστικούς πληρεξουσίους.
2. Κατ’ εξαίρεση, οι ιδιώτες διάδικοι ή οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι εκπρόσωποί τους μπορούν να διενεργούν διαδικαστικές πράξεις και να παρίστανται κατά τη συζήτηση χωρίς δικαστικό πληρεξούσιο κατά την εκδίκαση αγωγών για καθυστερούμενες συντάξεις, όταν το σύνολο του ποσού που είναι αντικείμενο της διαφοράς δεν υπερβαίνει τα χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ.
3. Στην περίπτωση της παρ. 2, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μπορεί, εκτιμώντας τις ιδιαίτερες περιστάσεις, να υποχρεώσει τον διάδικο να προσλάβει δικαστικό πληρεξούσιο.
Άρθρο 35
Δικαστικοί πληρεξούσιοι του Δημοσίου και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου
Οι διατάξεις που ισχύουν για τους δικαστικούς πληρεξουσίους του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου έχουν εφαρμογή και στις δίκες που διέπονται από τον παρόντα νόμο.
Άρθρο 36
Δικαστικοί πληρεξούσιοι των λοιπών διαδίκων
1. Δικαστικοί πληρεξούσιοι των λοιπών διαδίκων, πλην του Δημοσίου και όλων των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ορίζονται δικηγόροι σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α’ 208). Κατ’ εξαίρεση, στις περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 34, δικαστικοί πληρεξούσιοί τους μπορεί να οριστούν και ο σύζυγος, η σύζυγος ή οι εξομοιούμενοι κατά τον νόμο με αυτούς, καθώς και το πρόσωπο που συνδέεται με τους διαδίκους αυτούς με συγγένεια αίματος ή αγχιστείας έως και του δευτέρου βαθμού ή ομόδικός τους.
2. Ο διορισμός πληρεξουσίου γίνεται με έγγραφο ή με προφορική δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία καταχωρίζεται στα πρακτικά.
3. Το έγγραφο με το οποίο παρέχεται η πληρεξουσιότητα δύναται να είναι δημόσιο ή και ιδιωτικό. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται επί του ιδιωτικού εγγράφου από συμβολαιογράφο ή δημόσια ή δημοτική αρχή.
4. Αν ο διάδικος δεν μπορεί να υπογράψει, το ιδιωτικό έγγραφο υπογράφεται από δύο (2) μάρτυρες και η γνησιότητα της υπογραφής τους βεβαιώνεται σύμφωνα με την παρ. 3.
5. Αν η πράξη με την οποία παρέχεται η πληρεξουσιότητα έχει καταρτισθεί από αλλοδαπή αρχή, η πράξη αυτή διέπεται από το δίκαιο του τόπου κατάρτισής της.
6. Τα πληρεξούσια έγγραφα κατατίθενται στο Δικαστήριο.
Άρθρο 37
Έκταση, διάρκεια και λήξη πληρεξουσιότητας
1. Η χρονική διάρκεια και η έκταση της εξουσίας του δικαστικού πληρεξουσίου προσδιορίζονται με το πληρεξούσιο έγγραφο. Το γενικό πληρεξούσιο, αν δεν ορίζεται διαφορετικά, παρέχει την εξουσία για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων, την άσκηση ένδικων βοηθημάτων και μέσων, καθώς και τον διορισμό άλλων δικαστικών πληρεξουσίων.
2. Κατ` εξαίρεση, απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα:
(α) για τον δικαστικό συμβιβασμό,
(β) για την παραίτηση από ένδικο βοήθημα ή μέσο που έχει ασκηθεί,
(γ) για την προσβολή εγγράφου ως πλαστού,
(δ) όπου αλλού προβλέπεται τούτο ρητώς από ειδικές διατάξεις.
3. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στο γενικό πληρεξούσιο, η δικαστική πληρεξουσιότητα λήγει με την πάροδο πενταετίας από τη χρονολογία κατάρτισης του σχετικού εγγράφου. Αν όμως η δίκη έχει αρχίσει πριν από τη λήξη της πενταετίας ή της προθεσμίας που έχει οριστεί, το γενικό πληρεξούσιο ισχύει έως και την επίδοση της οριστικής απόφασης.
4. Ο πληρεξούσιος είναι υποχρεωτικά και αντίκλητος του εντολέα του στις κοινοποιήσεις που αφορούν στη δίκη στην οποία παρίσταται, περιλαμβανομένης και της οριστικής απόφασης.
Άρθρο 38
Παύση δικαστικής πληρεξουσιότητας
1. Η πληρεξουσιότητα παύει με:
(α) την κατάργηση της δίκης ή την περάτωση της διαδικαστικής πράξης για την οποία αυτή είχε δοθεί,
(β) τον θάνατο του πληρεξουσίου ή την απώλεια της ικανότητάς του να ενεργεί ως πληρεξούσιος,
(γ) την ανάκληση της πληρεξουσιότητας ή την παραίτηση του πληρεξουσίου από αυτήν,
(δ) την παραίτηση, την παύση, την αποβολή, ή άλλη ανάλογη κατάσταση, του πληρεξούσιου δικηγόρου από το δικηγορικό λειτούργημα.
2. Η ανάκληση της πληρεξουσιότητας, καθώς και η παραίτηση του δικαστικού πληρεξουσίου από αυτήν, γίνονται είτε με προφορική δήλωση στο ακροατήριο που καταχωρίζεται στα πρακτικά και ισχύει έναντι όλων, είτε με έγγραφη δήλωση, η οποία κοινοποιείται με δικαστικό επιμελητή στον πληρεξούσιο ή στον εντολέα κατά περίπτωση, καθώς και σε όλους τους διαδίκους, και στη συνέχεια κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου μαζί με τα αποδεικτικά των κοινοποιήσεων, από τότε δε και ισχύει έναντι όλων.
3. Ο δικαστικός πληρεξούσιος οφείλει, και μετά την κατά την παρ. 2 παραίτησή του, εφόσον δεν διορίστηκε άλλος, να προβαίνει, για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ημερών, στη διενέργεια των διαδικαστικών πράξεων που είναι απαραίτητες προς αποτροπή επικείμενου κινδύνου για τα συμφέροντα του εντολέα του. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται για άλλες τριάντα (30) ημέρες αν ο επικείμενος κίνδυνος που είχε εμφανισθεί εντός της προθεσμίας δεν έχει εκλείψει.
4. Η πληρεξουσιότητα δεν παύει με τον θάνατο ή τη μεταβολή της προσωπικής κατάστασης εκείνου που την έδωσε ή του νόμιμου αντιπροσώπου του, αλλά εξακολουθεί και παύει μόνον όταν διακοπεί η δίκη για έναν από τους λόγους αυτούς.
Άρθρο 39
Νομιμοποίηση δικαστικών πληρεξουσίων
1. Για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και κλήσεις μέχρι την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η πληρεξουσιότητα θεωρείται υπάρχουσα.
2. Αν, έως την πρώτη συζήτηση, δεν έχουν υποβληθεί τα στοιχεία της νομιμοποίησης, εφαρμόζεται το άρθρο 229.
3. Αν ο δικαστικός πληρεξούσιος τελικώς δεν νομιμοποιηθεί, κηρύσσονται άκυρες οι διαδικαστικές πράξεις που διενεργήθηκαν από αυτόν, καθώς και οι κλήσεις προς αυτόν για συζήτηση, το δε σχετικό ένδικο βοήθημα ή μέσο απορρίπτεται.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
Άρθρο 40
Κύρια παρέμβαση
1. Αν τρίτος διεκδικεί ολικώς ή μερικώς το αντικείμενο της δίκης που εκκρεμεί στο Τμήμα ύστερα από άσκηση αγωγής, μπορεί να ασκήσει κύρια παρέμβαση.
2. Η άσκηση κύριας παρέμβασης έχει τα έννομα αποτελέσματα που έχει η άσκηση αγωγής.
Άρθρο 41
Πρόσθετη παρέμβαση
1. Σε δίκη που εκκρεμεί στο Τμήμα ύστερα από άσκηση έφεσης ή αγωγής, μπορεί να παρέμβει τρίτος προς υποστήριξη του διαδίκου υπέρ του οποίου έχει έννομο συμφέρον να αποβεί η δίκη.
2. Ο παρεμβαίνων επιχειρεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις που προβλέπει ο νόμος εφόσον δεν αντιτίθενται στο συμφέρον και τις πράξεις του διαδίκου υπέρ του οποίου παρεμβαίνει, έχει δε δικαίωμα να ασκήσει όλα τα ένδικα μέσα.
Άρθρο 42
Άσκηση παρέμβασης
1. Στα πρόσωπα που νομιμοποιούνται να ασκήσουν παρέμβαση σύμφωνα με τα άρθρα 40 και 41 ανακοινώνεται η δίκη από οποιονδήποτε διάδικο, με κοινοποίηση του εισαγωγικού δικογράφου και γνωστοποίηση της δικασίμου, είκοσι (20) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από αυτήν.
2. Η παρέμβαση ασκείται με ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο κατατίθεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 55 στη γραμματεία του Δικαστηρίου και με τη φροντίδα του παρεμβαίνοντος επιδίδεται με ποινή απαραδέκτου σε κυρωμένο αντίγραφο στους διαδίκους έξι (6) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση. Η παράλειψη της ανωτέρω επίδοσης καλύπτεται αν εκείνος προς τον οποίο αυτή έπρεπε να γίνει παρίσταται στο ακροατήριο και δεν αντιλέγει.
3. Οι διατάξεις για την ομοδικία, τη συνάφεια και τον χωρισμό δικογράφων εφαρμόζονται αναλόγως και στην παρέμβαση.
4. Αποφάσεις, πράξεις και δικόγραφα που προβλέπεται ότι επιδίδονται στους διαδίκους μετά την άσκηση της παρέμβασης επιδίδονται και στους παρεμβαίνοντες.
Άρθρο 43
Παρέμβαση σε δίκη ενώπιον της Ολομέλειας
Παρέμβαση σε δίκη ενώπιον της Ολομέλειας επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις των άρθρων 161 (παραπομπή ζητήματος αντισυνταγματικότητας τυπικού νόμου), 162 (υποβολή προδικαστικού ερωτήματος), 163 (πρότυπη δίκη) και 178 (ειδική παρέμβαση).
Άρθρο 44
Παρέμβαση σε δίκη επί ανακοπής εκτέλεσης
Σε δίκη που εκκρεμεί στο Τμήμα ύστερα από άσκηση ανακοπής εκτέλεσης, η παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με το άρθρο 149. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται η παρ. 2 του άρθρου 41 και οι παρ. 3 και 4 του άρθρου 42.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
ΟΜΟΔΙΚΙΑ
Άρθρο 45
Αναγκαστική ομοδικία
1. Περισσότεροι ομοδικούν αναγκαστικώς εφόσον:
(α) η διαφορά από τη φύση της επιδέχεται μόνον ενιαία ρύθμιση, ή
(β) η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται σύμφωνα με τον νόμο σε όλους τους ομοδίκους, ή
(γ) κατά τον νόμο, συγκεκριμένο ένδικο βοήθημα μόνον από κοινού μπορεί να ασκηθεί από αυτούς ή κατ’ αυτών, ή
(δ) λόγω των συνθηκών της συγκεκριμένης διαφοράς, δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις.
2. Οι διαδικαστικές πράξεις κάθε αναγκαστικώς ομοδίκου, εφόσον ο νόμος που διέπει τη σχέση δεν ορίζει διαφορετικά, δεσμεύουν και τους λοιπούς αναγκαστικώς ομοδίκους. Για το κύρος όμως των πράξεων συμβιβασμού, αναγνώρισης, παραίτησης και συμφωνίας για διαιτησία, απαιτείται ομοφωνία όλων των αναγκαστικώς ομοδίκων.
3. Το Δικαστήριο εκτιμά ελευθέρως τους αντιφατικούς ισχυρισμούς των αναγκαστικώς ομοδίκων.
Άρθρο 46
Προσεπίκληση αναγκαστικώς ομοδίκων
1. Αν ορισμένοι ως προς τους οποίους συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αναγκαστικής ομοδικίας δεν περιλαμβάνονται στο κοινό δικόγραφο, προσεπικαλούνται στη δίκη, με κοινοποίηση του εισαγωγικού δικογράφου και γνωστοποίηση της δικασίμου από οποιονδήποτε ομόδικο, δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση.
2. Την προσεπίκληση αναγκαστικώς ομοδίκου έχει την εξουσία να διατάξει και αυτεπαγγέλτως το Δικαστήριο με απόφαση που ορίζει με επιμέλεια ποιου διαδίκου θα γίνει η προσεπίκληση και τον χρόνο κατά τον οποίο πρέπει αυτή να γίνει.
Άρθρο 47
Συμμετοχή στη δίκη αναγκαστικώς ομοδίκων
Ο προσεπικαλούμενος κατά το άρθρο 46 μετέχει στη δίκη με ειδικό δικόγραφο, το οποίο κατατίθεται στην αρμόδια γραμματεία του Δικαστηρίου και επιδίδεται σε κυρωμένο αντίγραφο, με τη φροντίδα του, στους άλλους διαδίκους έως την προτεραία της συζήτησης.
Άρθρο 48
Συνέπειες μη συμμετοχής στη δίκη αναγκαστικώς ομοδίκων
Αναγκαστικώς ομόδικος ο οποίος, αν και προσεπικλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 46, δεν μετείχε στη δίκη, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται κατά τη διάρκειά της από κοινού από όλους τους λοιπούς αναγκαστικώς ομοδίκους που μετέχουν σ’ αυτήν. Αν δεν είχε προσεπικληθεί και δεν είχε παρασταθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, έχει δικαίωμα να ασκήσει κατά της σχετικής απόφασης ανακοπή ερημοδικίας.
Άρθρο 49
Άσκηση ένδικων μέσων σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας
1. Αν ασκηθεί ένδικο μέσο από κάποιον ή κατά κάποιου από τους αναγκαστικώς ομοδίκους, εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 46 έως και 48. Οι ενώπιον του Τμήματος ομόδικοι μπορούν να ασκήσουν από κοινού ένδικο μέσο χωρίς να απαιτείται να προβάλλονται κοινοί λόγοι.
2. Ειδικά η άσκηση αίτησης αναίρεσης από κάποιον από τους αναγκαστικώς ομοδίκους έχει αποτέλεσμα και για τους άλλους.
3. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία στο Τμήμα, η αίτηση αναίρεσης από τον αντίδικο πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
Άρθρο 50
Δυνητική ομοδικία
1. Περισσότεροι μπορούν, με το ίδιο δικόγραφο, να ασκήσουν κοινή αίτηση δικαστικής προστασίας κατά της ίδιας πράξης ή παράλειψης, εφόσον οι λόγοι που προβάλλουν στηρίζονται σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική και πραγματική βάση, ή, αν πρόκειται περί αγωγής, εφόσον συνδέονται με κοινό δικαίωμα ή τα δικαιώματά τους στηρίζονται σε όμοια, κατά τα ουσιώδη στοιχεία, νομική και πραγματική βάση.
2. Κατά περισσότερων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου μπορεί να ασκηθεί κοινή αίτηση δικαστικής προστασίας, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη του ενός έχει ενσωματωθεί στην πράξη ή την παράλειψη του άλλου ή κοινή αγωγή, εφόσον τα πρόσωπα αυτά συνδέονται με κοινή υποχρέωση ή οι υποχρεώσεις τους πηγάζουν από την ίδια νομική και πραγματική αιτία.
3. Για απαιτήσεις από συντάξεις, έστω και αν βασίζονται σε παράνομες πράξεις, εφαρμόζονται οι παρ. 1 και 2 και όταν αντικείμενο της διαφοράς είναι ομοειδείς, έστω και μη ισόποσες, απαιτήσεις ή υποχρεώσεις που στηρίζονται σε όμοια, κατά τα ουσιώδη στοιχεία, νομική βάση. Ομοδικία συντρέχει και όταν για τους αιτούντες δικαστική προστασία έχει εκδοθεί μία πράξη με ξεχωριστά για τον καθένα κεφάλαια ή περισσότερες αυτοτελείς για τον καθένα πράξεις. Στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται η συνδρομή και των προϋποθέσεων της συνάφειας.
4. Η δυνητική ομοδικία δεν επηρεάζει τις ουσιαστικές έννομες σχέσεις των ομοδίκων. Οι διαδικαστικές πράξεις του ενός δεν ωφελούν ούτε βλάπτουν τους άλλους.
5. Κάθε ομόδικος έχει δικαίωμα, κατά χωρισμό του κοινού δικογράφου έως την πρώτη συζήτηση, να ασκήσει νέο ένδικο βοήθημα, οπότε ως χρονολογία άσκησής του θεωρείται εκείνη του κοινού δικογράφου.
Άρθρο 51
Χωρισμός
1. Αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ομοδικίας, σύμφωνα με τα άρθρα 45 ή 50, το ένδικο βοήθημα κρατείται ως προς τον πρώτο και τους ομοδίκους με αυτόν και διατάσσεται ο χωρισμός του ως προς τους υπόλοιπους. Ο χωρισμός διενεργείται με κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου εντός της προθεσμίας που ορίζεται από το Δικαστήριο. Με την απόφαση που διατάσσει τον χωρισμό οι χωριζόμενες υποθέσεις προσδιορίζονται κατά προτίμηση για να δικασθούν σε συγκεκριμένη δικάσιμο.
2. Στις περιπτώσεις των παρ. 1 και 3 του άρθρου 50, το Δικαστήριο δύναται να διατάσσει τον χωρισμό της εκδίκασης επί κοινής αίτησης δικαστικής προστασίας για κάθε διαδικαστικό ή ουσιαστικό λόγο που δικαιολογεί τον χωρισμό. Ο χωρισμός διενεργείται σύμφωνα με την παρ. 1.
3. Σε περίπτωση ομοδικίας κατά την παρ. 3 του άρθρου 50, αν ο αριθμός των ομοδίκων σε κάθε δικόγραφο υπερβαίνει τους δέκα (10), ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου κατά την προδικασία ή το Δικαστήριο μετά τη συζήτηση διατάσσει τον συνολικό ή μερικό χωρισμό τους εφόσον κρίνει ότι έτσι εξυπηρετείται η απονομή δικαιοσύνης σε εύλογο χρόνο. Κατά τα λοιπά ο χωρισμός διενεργείται σύμφωνα όσα ορίζονται στην παρ. 1.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΩΝ
Άρθρο 52
Διακοπή δίκης
1. Η δίκη διακόπτεται αν, πριν από το πέρας της προφορικής διαδικασίας, αποβιώσει ο διάδικος ή ο νόμιμος αντιπρόσωπός του, καθώς και αν επέλθει άλλη μεταβολή στο πρόσωπο αυτών που επηρεάζει την ικανότητά τους προς διενέργεια διαδικαστικών πράξεων. Σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, ο λόγος διακοπής που συντρέχει ως προς έναν από τους ομοδίκους συνεπάγεται τη διακοπή της δίκης και για τους λοιπούς. Αν η ομοδικία δεν είναι αναγκαστική, η διακοπή επέρχεται μόνο για τον διάδικο στο πρόσωπο του οποίου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του συνέβη η μεταβολή.
2. Αν οι μεταβολές που προβλέπονται στην παρ. 1 επέλθουν σε εκπροσώπους νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή σε δικαστικούς πληρεξουσίους, η δίκη δεν διακόπτεται.
Άρθρο 53
Επέλευση και αποτελέσματα διακοπής δίκης
1. Η διακοπή επέρχεται από τότε που το Δικαστήριο λαμβάνει γνώση του λόγου της διακοπής.
2. Οποιοσδήποτε έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή ο πληρεξούσιος δικηγόρος εκείνου, στο πρόσωπο του οποίου συνέτρεξε ο λόγος της διακοπής, γνωστοποιεί στο Δικαστήριο τον λόγο της διακοπής, είτε με κατάθεση σχετικού δικογράφου, είτε με προφορική δήλωση στο ακροατήριο, είτε εκτός του ακροατηρίου κατά τη διενέργεια διαδικαστικής πράξης. Η γνωστοποίηση πρέπει να συνοδεύεται από τα στοιχεία που αποδεικνύουν τη συνδρομή του λόγου της διακοπής.
3. Διαδικαστική πράξη που διενεργήθηκε μετά τη διακοπή της δίκης και πριν από την επανάληψή της είναι άκυρη αν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, επήλθε σε κάποιον από τους διαδίκους βλάβη που δεν μπορεί να επανορθωθεί διαφορετικά παρά μόνο με κήρυξη της πράξης ως άκυρης.
4. Αν ο λόγος της διακοπής γνωστοποιηθεί κατά τη διενέργεια διαδικαστικής πράξης, δεν προχωρεί η διενέργεια της πράξης αυτής και η υπόθεση εισάγεται στο ακροατήριο για να διαπιστωθεί η διακοπή της δίκης.
5. Η διαπίστωση από το Δικαστήριο της διακοπής της δίκης ανακοινώνεται στους διαδίκους που δεν παραστάθηκαν κατά τη συζήτηση αυτή με κοινοποίηση αποσπάσματος των σχετικών πρακτικών της συζήτησης.
Άρθρο 54
Επανάληψη δίκης
1. Η επανάληψη της διακοπείσας δίκης μπορεί να γίνει με δήλωση εκείνου που δικαιούται να ζητήσει την επανάληψή της. Αν οι δικαιούμενοι είναι περισσότεροι, αρκεί η δήλωση και του ενός ακόμη από αυτούς. Η δήλωση συνοδεύεται από κατάσταση με τα ονόματα και τις διευθύνσεις των προσώπων που έχουν επίσης δικαίωμα επανάληψης και βεβαίωση προς το Δικαστήριο εκείνου που προβαίνει στη δήλωση για την πληρότητα της κατάστασης σύμφωνα με τις γνώσεις που διαθέτει.
2. Αν η επανάληψη της δίκης γίνει ύστερα από δήλωση που υποβλήθηκε προφορικά στο ακροατήριο σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 1, το Δικαστήριο μπορεί κατά την ίδια συνεδρίαση να προχωρήσει σε συζήτηση της υπόθεσης, αν παρίστανται όλοι όσοι έχουν δικαίωμα να επαναλάβουν τη δίκη. Άλλως, η συζήτηση αναβάλλεται ώστε να κλητευθούν και τα πρόσωπα αυτά.
3. Αν δήλωση επανάληψης της δίκης δεν γίνει εντός διμήνου από τότε που το Δικαστήριο έλαβε γνώση του γεγονότος που επέφερε τη διακοπή της δίκης, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ορίζει δικάσιμο για τη συνέχισή της. Κατά τη συζήτηση καλούνται όλοι οι διάδικοι, καθώς και όσοι έχουν δικαίωμα σε επανάληψη της δίκης, των οποίων η διεύθυνση είναι γνωστή στο Δικαστήριο. Σε κάθε περίπτωση, η κλήση θυροκολλείται και στην τελευταία κατοικία που είχε στη ζωή ο διάδικος, στο πρόσωπο του οποίου επήλθε η διακοπή.
4. Ο κληρονόμος, ο κληροδόχος ή ο καταπιστευματοδόχος δεν επιτρέπεται να κληθούν για επανάληψη διακοπείσας δίκης πριν από την παρέλευση της προθεσμίας αποποίησης ή πριν από την απώλεια του δικαιώματος αποποίησης που επήλθε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο.
5. Αν μέχρι και το τέλος της νέας συζήτησης δεν υποβληθεί έγκυρη δήλωση επανάληψης της δίκης:
(α) η δίκη καταργείται, αν είχε διακοπεί ως συνέπεια μεταβολής που επήλθε στο πρόσωπο εκείνου που άσκησε το ένδικο βοήθημα ή μέσο ή του νόμιμου αντιπροσώπου του,
(β) η δίκη προχωρεί κανονικά, αν είχε διακοπεί ως συνέπεια μεταβολής που επήλθε στο πρόσωπο οποιουδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους ή του νόμιμου αντιπροσώπου του.
6. Δίκη που καταργήθηκε σύμφωνα με την περ. (α) της παρ. 5 μπορεί να επαναληφθεί αν, σε αποκλειστική προθεσμία τριών (3) ετών από την κατάργησή της, εκείνος που είχε δικαίωμα σε επανάληψη της δίκης και δεν είχε κλητευθεί στη συζήτηση κατά την παρ. 3 δηλώσει στο Δικαστήριο ότι επιθυμεί τη συνέχιση της δίκης.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΠΡΑΞΕΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΒΟΗΘΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΜΕΣΩΝ
Άρθρο 55
Τρόπος άσκησης
1. Τα ένδικα βοηθήματα ασκούνται με δικόγραφο, το οποίο μαζί με τρία (3) αντίγραφα κατατίθενται στην αρμόδια γραμματεία του Δικαστηρίου. Τα ένδικα βοηθήματα ασκούνται και με κατάθεση σε κάθε δημόσια ή δημοτική αρχή, η οποία υποχρεούται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση να τα διαβιβάσει στο Δικαστήριο.
2. Τα ένδικα μέσα ασκούνται με δικόγραφο, το οποίο μαζί με τρία (3) αντίγραφα κατατίθενται στην αρμόδια γραμματεία του Δικαστηρίου.
3. Για την κατά τις παρ. 1 και 2 κατάθεση, συντάσσεται έκθεση πάνω στο κατατιθέμενο δικόγραφο, η οποία διαλαμβάνει τη χρονολογία της κατάθεσης, το ονοματεπώνυμο του υπαλλήλου που το παρέλαβε και εκείνου που το κατέθεσε, καθώς και τον αριθμό καταχώρισής του στο οικείο βιβλίο ή στο ειδικό πρωτόκολλο κατάθεσης κατά περίπτωση, υπογράφεται δε από τον υπάλληλο που το παραλαμβάνει, καθώς και από εκείνον που το καταθέτει.
4. Η γραμματεία στην οποία κατατίθεται το ένδικο βοήθημα ή μέσο, το καταχωρίζει στο τηρούμενο προς τούτο βιβλίο και σχηματίζει φάκελο, τον οποίο διαβιβάζει στο σχηματισμό στον οποίο αυτό απευθύνεται.
5. Αν υπάρχει διαφορά ως προς τη χρονολογία κατάθεσης του ένδικου βοηθήματος ή μέσου ανάμεσα στην έκθεση κατάθεσης και στο βιβλίο ή το πρωτόκολλο, επικρατεί η χρονολογία της έκθεσης.
6. Η γραμματεία είναι υποχρεωμένη, αν το ζητήσει ο ενδιαφερόμενος, να του χορηγήσει κυρωμένο αντίγραφο του δικογράφου του ένδικου βοηθήματος ή μέσου που κατέθεσε με πράξη κατάθεσης πάνω σ’ αυτό.
7. Τα ένδικα βοηθήματα ή μέσα μπορεί να ασκούνται και με χρήση ΤΠΕ εφόσον φέρουν εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014 σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ (L 257/73). Ένδικο βοήθημα ή μέσο που έχει ασκηθεί με ηλεκτρονικά μέσα θεωρείται ότι κατατέθηκε, εφόσον επιστραφεί στον αποστολέα του εγγράφου από το Δικαστήριο ηλεκτρονική απόδειξη, στην οποία διασφαλίζεται η αυθεντικότητα του περιεχομένου της και η ταυτότητα του υπογράφοντος. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης καθορίζονται τα τεχνικά θέματα και οι λεπτομέρειες για τη διαδικασία έκδοσης και αποστολής της ηλεκτρονικής απόδειξης, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας.
Άρθρο 56
Συνάφεια
1. Με το αυτό δικόγραφο μπορεί να ασκηθεί από τον ίδιο διάδικο ή από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου κοινό ένδικο βοήθημα για συναφείς πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες.
2. Συναφείς είναι οι πράξεις και οι παραλείψεις όταν:
(α) στηρίζονται στην ίδια νομική και στην ίδια, κατά τα ουσιώδη στοιχεία, πραγματική βάση, ή
(β) η νομιμότητα της μιας ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της άλλης.
3. Συναφείς είναι οι υλικές ενέργειες όταν συνδέονται ουσιωδώς μεταξύ τους και οι αξιώσεις που απορρέουν από αυτές στηρίζονται στην ίδια νομική βάση.
4. Αν δεν συντρέχουν, για όλες τις πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες, οι προϋποθέσεις των παρ. 1 έως 3, κατά περίπτωση, εφαρμόζεται αναλόγως το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 51.
5. Για τον τρόπο χωρισμού του δικογράφου εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 5 του άρθρου 50 και το άρθρο 51.
Άρθρο 57
Αντικειμενική σώρευση
1. Περισσότερα ένδικα βοηθήματα ή μέσα μπορεί να σωρευθούν, κυρίως ή επικουρικώς, στο ίδιο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, αν συντρέχουν ως προς αυτά οι προϋποθέσεις του άρθρου 56, το οποίο και εφαρμόζεται αναλόγως.
2. Οι διατάξεις για την ομοδικία έχουν και στην περίπτωση αυτή ανάλογη εφαρμογή.
Άρθρο 58
Αποδεικτικό κοινοποίησης
1. Το αποδεικτικό κοινοποίησης στην αρμόδια αρχή ή τον ιδιώτη των ένδικων βοηθημάτων και μέσων του παρόντος, με εξαίρεση τις αιτήσεις παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας και την ανακοπή εκτέλεσης, πρέπει να κατατίθεται στο Δικαστήριο τέσσερις (4) τουλάχιστον μήνες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης.
2. Η εκπρόθεσμη κατάθεση στο Δικαστήριο του αποδεικτικού κοινοποίησης της παρ. 1 συνεπάγεται το απαράδεκτο της συζήτησης του ένδικου βοηθήματος ή μέσου, εκτός αν αυτός στον οποίο έπρεπε να γίνει η κοινοποίηση παραστεί χωρίς να αντιλέξει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
ΔΙΚΟΓΡΑΦΑ
Άρθρο 59
Στοιχεία δικογράφων
1. Τα δικόγραφα που κατατίθενται στο Δικαστήριο πρέπει να αναφέρουν:
(α) την Ολομέλεια ή το Τμήμα ενώπιον του οποίου απευθύνονται,
(β) το είδος του δικογράφου,
(γ) το όνομα, το επώνυμο, το πατρώνυμο, τον αριθμό φορολογικού μητρώου, την ηλεκτρονική διεύθυνση, την κατοικία του διαδίκου και των νόμιμων αντιπροσώπων του, με προσδιορισμό οδού και αριθμού, και για νομικά πρόσωπα, εταιρείες χωρίς νομική προσωπικότητα, ενώσεις προσώπων και ομάδες περιουσίας, την επωνυμία και την έδρα τους,
(δ) προκειμένου περί του Δημοσίου, τον εκπροσωπούντα αυτό νόμιμα στη δίκη,
(ε) το αντικείμενο του δικογράφου, κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και συνοπτικό και
(στ) τον τόπο και τον χρόνο σύνταξής του.
Τα δικόγραφα πρέπει να φέρουν ακόμη στο τέλος τους την υπογραφή του διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του, εφόσον επιτρέπεται παράσταση χωρίς δικηγόρο σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 34 ή του δικαστικού πληρεξουσίου του.
2. Αν το δικόγραφο υπογράφεται από δικηγόρο, αναγράφεται η ηλεκτρονική του διεύθυνση. Στο δικόγραφο περιέχεται και συνοπτική έκθεση των τιθέμενων νομικών ζητημάτων, η οποία δεν υπερβαίνει τις διακόσιες (200) λέξεις. Η υποχρέωση για συνοπτική έκθεση δεν αφορά στην αίτηση αναστολής. Το Δικαστήριο μπορεί να επιβάλει στον διάδικο, ο οποίος δεν τήρησε την ως άνω υποχρέωση και ηττήθηκε, αυξημένη δικαστική δαπάνη έως το διπλάσιο της εκάστοτε οριζόμενης.
3. Είναι άκυρο το δικόγραφο που δεν περιέχει όλα τα στοιχεία της παρ. 1, όταν κατά την κρίση του Δικαστηρίου οι ελλείψεις αυτού το καθιστούν λόγω αοριστίας ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης.
4. Τα δικόγραφα που κατατίθενται από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την επιφύλαξη όσων ειδικότερα προβλέπονται για καθένα από αυτά, πρέπει καταρχήν να περιέχουν όσα προβλέπονται στις περ. α’, β’ και ε’ της παρ. 1 και να υπογράφονται από αυτόν.
Άρθρο 60
Μεταβολή διεύθυνσης
Κάθε μεταβολή δηλωθείσας διεύθυνσης των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 59 πρέπει να γνωστοποιείται είτε με τα κατατιθέμενα δικόγραφα ή υπομνήματα, είτε με αυτοτελές έγγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου και τίθεται στον φάκελο της δικογραφίας. Τα ανωτέρω δικόγραφα ή έγγραφα επιδίδονται και στους λοιπούς διαδίκους.
Άρθρο 61
Ευπρεπής διατύπωση δικογράφων
Το Δικαστήριο μπορεί, ύστερα από αίτηση του διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως, να διατάξει τη διαγραφή εξυβριστικών ή άλλων ανάρμοστων φράσεων από τα δικόγραφα.
Άρθρο 62
Υπομνήματα
1. Υπομνήματα των διαδίκων για την ανάπτυξη των ισχυρισμών τους κατατίθενται στη γραμματεία το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες μετά τη συζήτηση. Μέσα σε προθεσμία τριών (3) εργάσιμων ημερών από τη λήξη της παραπάνω προθεσμίας, ο αντίδικος εκείνου που κατέθεσε το υπόμνημα μπορεί, με δικό του υπόμνημα, να αντικρούσει τις απόψεις που αναπτύχθηκαν με το υπόμνημα του αντιδίκου του, χωρίς να προβάλει νέους ισχυρισμούς.
2. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου δύναται να χορηγήσει επιπλέον προθεσμία για την κατάθεση υπομνήματος, αν συντρέχει σοβαρός κατά την κρίση του λόγος.
3. Η γραμματεία βεβαιώνει στο σώμα του δικογράφου την ημερομηνία της κατάθεσής του.
Άρθρο 63
Γνωστοποίηση δικογράφων στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου
Ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου λαμβάνει γνώση όλων των εισαγωγικών της δίκης δικογράφων, των πρόσθετων λόγων, των αιτήσεων αναστολής εκτέλεσης, των παρεμβάσεων, καθώς και των εγγράφων και υπομνημάτων και των λοιπών στοιχείων του φακέλου της υπόθεσης, με μέριμνα της γραμματείας του αρμόδιου σχηματισμού, το αργότερο τρεις (3) πλήρεις ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Σε περίπτωση μη έγκαιρης γνωστοποίησης, το Δικαστήριο αναβάλλει την εκδίκαση της υπόθεσης ύστερα από αιτιολογημένο αίτημα του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
ΕΚΘΕΣΕΙΣ
Άρθρο 64
Σύνταξη εκθέσεων
1. Για κάθε διαδικαστική πράξη που διενεργείται από τον αρμόδιο δικαστή ή δικαστικό υπάλληλο ή από άλλο όργανο συντάσσεται έκθεση.
2. Η έκθεση πρέπει να συντάσσεται με την παρουσία όλων όσων συνέπραξαν ή παραστάθηκαν κατά τη διενέργεια της πράξης. Πρέπει, επίσης, να συντάσσεται συγχρόνως με τη διενέργεια της πράξης που διαπιστώνεται με την έκθεση.
Άρθρο 65
Απαραίτητα στοιχεία των εκθέσεων
1. Η έκθεση αναφέρει τον τόπο και τον χρόνο διενέργειας αυτής, το ονοματεπώνυμο και την ιδιότητα του συντάσσοντος οργάνου, του συμπράττοντος και όλων των λοιπών προσώπων που παρευρίσκονται νόμιμα. Πρέπει επίσης να υπογράφεται από τους ανωτέρω, αφού αναγνωσθεί σ’ αυτούς από όποιον την συνέταξε.
2. Σε περίπτωση αδυναμίας ή άρνησης κάποιου να υπογράψει την έκθεση γίνεται μνεία γι’ αυτό στην έκθεση.
3. Η σύνταξη της έκθεσης μπορεί να γίνεται και με χρήση ΤΠΕ και εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής.
4. Αν ο τόπος ή ο χρόνος σύνταξης της έκθεσης διαφέρει από εκείνον της διενέργειας της πράξης, γίνεται γι` αυτό σχετική μνεία στην έκθεση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13
ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ
Άρθρο 66
Επίδοση στη δηλωθείσα διεύθυνση
1. Επίδοση εγγράφου σχετικού με εκκρεμή δίκη, συμπεριλαμβανομένης και της οριστικής απόφασης, στην διεύθυνση που δηλώνεται κατά τα άρθρα 59 και 60, είναι έγκυρη ακόμη και αν ο αποδέκτης της επίδοσης δεν είχε ή δεν έχει πλέον εκεί την κατοικία του.
2. Αν δεν δηλώνεται διεύθυνση της κατοικίας ή δεν γνωστοποιείται μεταβολή της, ούτε υπάρχει αντίκλητος ή υπάρχει αλλά είναι άγνωστη η διεύθυνσή του, όλες οι επιδόσεις μπορεί να γίνονται στη γραμματεία του οικείου σχηματισμού του Δικαστηρίου.
Άρθρο 67
Όργανα επίδοσης
1. Οι επιδόσεις από τον ιδιώτη διάδικο γίνονται με δικαστικό επιμελητή, αν δεν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις του παρόντος.
2. Οι επιδόσεις από το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθώς και οι επιδόσεις για τις οποίες έχει την επιμέλεια η γραμματεία του Δικαστηρίου γίνονται με δικαστικό επιμελητή ή με κάθε άλλο δημόσιο όργανο, καθώς και με όργανο οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου.
3. Η επίδοση γίνεται κατόπιν παραγγελίας που δίδεται εγγράφως από εκείνον που επιμελείται της επίδοσης.
4. Οι επιδόσεις μπορεί να γίνονται ηλεκτρονικά σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 17.
Άρθρο 68
Σε ποιους γίνεται η επίδοση
1. Η επίδοση γίνεται:
(α) σε εκείνον στον οποίο απευθύνεται το έγγραφο ή στον πληρεξούσιο ή στον αντίκλητό του,
(β) για πρόσωπα που δεν έχουν ικανότητα δικαστικής παράστασης, στον νόμιμο αντιπρόσωπό τους ή τον πληρεξούσιο ή τον αντίκλητο,
(γ) για νομικά πρόσωπα, στον κατά τον νόμο ή το καταστατικό ή τον οργανισμό εκπρόσωπό τους,
(δ) για το δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, στον εκπρόσωπό τους σύμφωνα με το άρθρο 30 και, όταν το φυσικό πρόσωπο που είναι εκπρόσωπος του νομικού προσώπου ταυτίζεται με το πρόσωπο του αντιδίκου, η επίδοση γίνεται στην εποπτεύουσα κρατική αρχή.
2. Αν υπάρχουν περισσότεροι νόμιμοι αντιπρόσωποι ή εκπρόσωποι, αρκεί η επίδοση σε έναν από αυτούς, ακόμη και όταν από τον νόμο, το καταστατικό ή την πράξη διορισμού τους προβλέπεται ότι αυτοί ενεργούν από κοινού.
Άρθρο 69
Τόπος επίδοσης
1. Η επίδοση στο Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και κάθε άλλη αρχή γίνεται στο κατάστημα της υπηρεσίας της αρχής προς την οποία προορίζεται η επίδοση κατά τις εργάσιμες ώρες.
2. Σε κάθε άλλη περίπτωση η επίδοση μπορεί να γίνει οπουδήποτε βρίσκεται αυτός στον οποίο απευθύνεται το έγγραφο, πλην των χώρων που αναφέρονται στην παρ. 5.
3. Αν αυτός στον οποίο απευθύνεται το έγγραφο έχει στον τόπο όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση γνωστή κατοικία ή επαγγελματική εγκατάσταση ή εργάζεται εκεί ως υπάλληλος, εργάτης ή υπό άλλη ιδιότητα, επίδοση που γίνεται εκτός του χώρου της κατοικίας ή της επαγγελματικής εγκατάστασης ή της εργασίας του δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συναίνεσή του.
4. Αυτός στον οποίο απευθύνεται το επιδοτέο έγγραφο δεν μπορεί να αρνηθεί την παραλαβή του εγγράφου, όταν η ενέργεια προς επίδοση γίνεται στο κατάστημα του Δικαστηρίου ή στο κατάστημα της αρχής που εξέδωσε ή που παρά τον νόμο παρέλειψε να εκδώσει την πράξη. Σε περίπτωση άρνησης, συντάσσεται έκθεση από τον διενεργούντα την επίδοση στην οποία βεβαιώνεται η άρνηση, το δε επιδοτέο έγγραφο αποστέλλεται με απόδειξη μέσω του ταχυδρομείου. Η επίδοση θεωρείται ότι έγινε από τη χρονολογία που φέρει η έκθεση.
5. Δεν επιτρέπεται να γίνει η επίδοση σε αίθουσα Δικαστηρίου κατά την ώρα της συνεδρίασης. Ομοίως, δεν επιτρέπεται επίδοση σε χώρους λατρείας, κατά την ώρα των ιεροτελεστιών ή άλλων θρησκευτικών τελετών ή προσευχών.
Άρθρο 70
Χρόνος επίδοσης
1. Η επίδοση, χωρίς τη συναίνεση του παραλήπτη, δεν επιτρέπεται να γίνει νύχτα ή σε ημέρα που κατά τον νόμο δεν λειτουργούν οι δημόσιες υπηρεσίες.
2. Η νύχτα θεωρείται ότι διαρκεί από τις 7 το βράδυ μέχρι τις 7 το πρωί.
Άρθρο 71
Τρόπος επίδοσης
1. Αν αυτός στον οποίο απευθύνεται η επίδοση παρίσταται ή ενεργεί ως νόμιμος αντιπρόσωπος περισσότερων ανίκανων προσώπων, αρκεί η παράδοση σ’ αυτόν ενός μόνον αντιγράφου ή πρωτοτύπου του επιδοτέου εγγράφου.
2. Η επίδοση ενός μόνον αντιγράφου ή πρωτοτύπου αρκεί και σε κοινό αντίκλητο ή κοινό δικαστικό πληρεξούσιο περισσότερων διαδίκων.
Άρθρο 72
Επίδοση στην κατοικία
1. Αν αυτός στον οποίο απευθύνεται η επίδοση δεν βρίσκεται στην κατοικία του, το έγγραφο παραδίδεται σε οποιονδήποτε από τους συνοίκους του, συγγενείς ή υπαλλήλους του, και, σε περίπτωση έλλειψης ή απουσίας αυτών, σε έναν από τους λοιπούς συνοίκους, εφόσον κατά την κρίση του επιδίδοντος έχει συνείδηση των πράξεών του.
2. Κατοικία είναι το σπίτι ή το διαμέρισμα που είναι προορισμένο για διημέρευση ή διανυκτέρευση του παραλήπτη, ακόμη και αν προσωρινά δεν χρησιμοποιείται για τον σκοπό αυτόν.
3. Σύνοικοι θεωρούνται τα μέλη της οικογένειας που διαμένουν στο ίδιο διαμέρισμα, οι θυρωροί πολυκατοικιών και τα μέλη της οικογένειάς τους που συνοικούν μαζί τους, οι διευθυντές ξενοδοχείων και οικοτροφείων, καθώς και το προσωπικό τους. Δεν θεωρούνται ως σύνοικοι οι ένοικοι άλλου διαμερίσματος της ίδιας πολυκατοικίας.
4. Αν κανείς από όσους αναφέρονται στις παρ. 1 έως 3 δεν βρίσκεται στην κατοικία, το έγγραφο θυροκολλείται. Η θυροκόλληση συνίσταται στην επικόλληση του επιδοτέου εγγράφου στη θύρα της κατοικίας από το όργανο της επίδοσης εντός σφραγισμένου και αδιαφανούς φακέλου, επί του οποίου αναγράφονται μόνο τα στοιχεία του προσώπου που παραγγέλλει την κοινοποίηση και του προσώπου προς το οποίο απευθύνεται η κοινοποίηση, μπροστά σε έναν μάρτυρα, με σχετική μνεία για τη θυροκόλληση στην οικεία έκθεση.
Άρθρο 73
Επίδοση στον χώρο εργασίας
1. Αν αυτός στον οποίο απευθύνεται το επιδοτέο έγγραφο δεν βρίσκεται στο κατάστημα, στο γραφείο ή στο εργαστήριο, όπου ασκεί είτε μόνος είτε με άλλον το επάγγελμά του ή εργάζεται εκεί ως υπάλληλος ή εργαζόμενος του καταστήματος ή του γραφείου ή του εργαστηρίου, το έγγραφο επιδίδεται στον διευθυντή του καταστήματος ή του γραφείου ή του εργαστηρίου ή σε έναν από τους συνεταίρους, συνεργάτες, υπαλλήλους ή εργαζομένους, που έχει, κατά την κρίση του επιδίδοντος, συνείδηση των πράξεών του.
2. Αν δεν βρίσκεται κανένας από τους προαναφερομένους στο κατάστημα ή το γραφείο ή το εργαστήριο, διενεργείται θυροκόλληση του επιδοτέου εγγράφου, με τον τρόπο που ορίζεται στην παρ. 4 του άρθρου 72.
Άρθρο 74
Ειδικές περιπτώσεις επίδοσης
1. Για αξιωματικούς, υπαξιωματικούς, οπλίτες ή λοιπό προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας και των Σωμάτων Ασφαλείας, η επίδοση μπορεί να γίνει και στον διοικητή της μονάδας ή τον προϊστάμενο της υπηρεσίας στην οποία ανήκουν, ο οποίος υποχρεούται να παραδώσει ή να διαβιβάσει, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, το έγγραφο σε αυτόν στον οποίο απευθύνεται. Τέτοια επίδοση δεν επιτρέπεται για ανώτατους αξιωματικούς ή διοικητές ή διευθυντές μονάδων και υπηρεσιών και για όσους τελούν σε άδεια, διαθεσιμότητα ή αργία.
2. Για όσους ανήκουν στην υπηρεσία φάρων και φανών, η επίδοση επιτρέπεται να γίνει στον λιμενάρχη της περιφέρειας, στην οποία ασκούν τα καθήκοντά τους.
3. Αν αυτός στον οποίο απευθύνεται το επιδοτέο έγγραφο νοσηλεύεται σε νοσοκομείο ή κρατείται σε φυλακή και δεν είναι δυνατή η επικοινωνία με αυτόν, σύμφωνα με βεβαίωση της διεύθυνσης του νοσοκομείου ή της φυλακής, η οποία μνημονεύεται στην έκθεση επίδοσης, η επίδοση γίνεται στον διευθυντή του νοσοκομείου ή της φυλακής, ο οποίος υποχρεούται να παραδώσει το έγγραφο σ’ αυτόν στον οποίο απευθύνεται.
4. Αν αυτός στον οποίο απευθύνεται το επιδοτέο έγγραφο υπηρετεί σε εμπορικό πλοίο ελλιμενισμένο σε ελληνικό λιμάνι, η επίδοση, σε περίπτωση απουσίας ή άρνησής του να παραλάβει το έγγραφο ή άρνησής του ή αδυναμίας του να υπογράψει την έκθεση, γίνεται προς τον πλοίαρχο ή προς αυτόν που τον αναπληρώνει, και, σε περίπτωση απουσίας ή άρνησης και αυτών να παραλάβουν το έγγραφο, γίνεται στον λιμενάρχη, ο οποίος υποχρεούται να ειδοποιήσει αυτόν στον οποίο απευθύνεται το έγγραφο.
5. Αν αυτός στον οποίο απευθύνεται το επιδοτέο έγγραφο υπηρετεί σε εμπορικό πλοίο που δεν είναι ελλιμενισμένο σε ελληνικό λιμάνι, η επίδοση γίνεται στην κατοικία του, και σε περίπτωση που δεν έχει κατοικία, η επίδοση γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 77. Σε κάθε περίπτωση η επίδοση γίνεται και στα γραφεία του πλοιοκτήτη ή του διαχειριστή στην ημεδαπή ή διαφορετικά στον πράκτορα του πλοίου στο ελληνικό λιμάνι, αν αυτά υπάρχουν.
Άρθρο 75
Υποχρέωση παράδοσης του επιδοτέου εγγράφου
Τα πρόσωπα στα οποία παραδίδεται, σύμφωνα με το άρθρο 74, το επιδοτέο έγγραφο, οφείλουν να το παραδώσουν χωρίς υπαίτια καθυστέρηση σ’ αυτόν που αφορά η επίδοση με έγγραφη απόδειξη, την οποία και υποχρεούνται να διαβιβάσουν στη γραμματεία του Δικαστηρίου.
Άρθρο 76
Επίδοση σε πρόσωπα γνωστής διεύθυνσης στην αλλοδαπή
Με την επιφύλαξη επιδόσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής διεθνών συμβάσεων, αν αυτός στον οποίο απευθύνεται το επιδοτέο έγγραφο κατοικεί στη αλλοδαπή και είναι γνωστός ο τόπος, καθώς και η διεύθυνση της κατοικίας του, η επίδοση, σε περίπτωση έλλειψης αντικλήτου, γίνεται στον Υπουργό Εξωτερικών ή στον εξουσιοδοτημένο από αυτόν υπάλληλο, για τη διαβίβαση του εγγράφου σ’ αυτόν στον οποίο απευθύνεται.
Άρθρο 77
Επίδοση σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής
1. Αν αυτός στον οποίο απευθύνεται το επιδοτέο έγγραφο είναι άγνωστης διαμονής κατά τον χρόνο της επίδοσης, η επίδοση, εφόσον δεν έχει οριστεί αντίκλητος, γίνεται στον δήμαρχο της τελευταίας γνωστής κατοικίας ή διαμονής του, και αν δεν υπάρχει καμία γνωστή κατοικία ή διαμονή, στον δήμαρχο της αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη.
2. Η επίδοση του επιδοτέου εγγράφου στον δήμαρχο και στα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 73, 74 και 76 γίνεται εντός σφραγισμένου και αδιαφανούς φακέλου, επί του οποίου αναγράφονται μόνο τα στοιχεία της αρχής ή του προσώπου που παραγγέλλει την κοινοποίηση και του προσώπου προς το οποίο απευθύνεται η κοινοποίηση.
Άρθρο 78
Άρνηση παραλαβής
1. Αν αυτός στον οποίο απευθύνεται το επιδοτέο έγγραφο ή τα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 72 και 73 αρνούνται την παραλαβή του εγγράφου ή την υπογραφή της έκθεσης επίδοσης, διενεργείται θυροκόλληση του επιδοτέου εγγράφου στην κατοικία ή στο κατάστημα γραφείου ή εργαστηρίου με τον τρόπο που ορίζεται στην παρ. 4 του άρθρου 72.
2. Αν στις περιπτώσεις των άρθρων 74, 76 και 77 τα αναφερόμενα σ’ αυτά πρόσωπα αρνούνται να παραλάβουν το έγγραφο ή να υπογράψουν την έκθεση επίδοσης, διενεργείται θυροκόλληση του επιδοτέου εγγράφου με τον τρόπο που ορίζεται στην παρ. 4 του άρθρου 72 και αντίγραφό του αποστέλλεται μέσω ταχυδρομείου με συστημένη επιστολή στη διεύθυνση όπου έπρεπε να γίνει η επίδοση.
3. Αν στις περιπτώσεις της παρ. 1 του άρθρου 69 ο εκπρόσωπος της αρχής ή ο εντεταλμένος υπάλληλος αρνηθεί την παραλαβή του εγγράφου ή την υπογραφή της έκθεσης, η άρνηση βεβαιώνεται σ’ αυτή και διενεργείται θυροκόλληση του επιδοτέου εγγράφου με τον τρόπο που ορίζεται στην παρ. 4 του άρθρου 72.
4. Στις περιπτώσεις των παρ. 1 έως και 3 η επίδοση θεωρείται ότι συντελέστηκε από τη χρονολογία της έκθεσης.
Άρθρο 79
Έκθεση επίδοσης
1. Για κάθε επίδοση συντάσσεται από το όργανο της επίδοσης έκθεση, η οποία, εκτός από τα στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 65, περιέχει:
(α) την παραγγελία για επίδοση,
(β) το ονοματεπώνυμο και την ιδιότητα του οργάνου της επίδοσης,
(γ) σαφή προσδιορισμό του επιδοθέντος εγγράφου και των προσώπων στα οποία αυτό αφορά,
(δ) μνεία του τόπου, του χρόνου, της ημέρας και της ώρας της επίδοσης,
(ε) μνεία του προσώπου στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο και του τρόπου επίδοσης σε περίπτωση απουσίας ή άρνησης εκείνου στον οποίο απευθύνεται το επιδοτέο έγγραφο ή των προσώπων που αναφέρονται στα άρθρα 72 και 73.
2. Η έκθεση υπογράφεται από το όργανο της επίδοσης και από εκείνον που παρέλαβε το έγγραφο, σε περίπτωση δε άρνησης ή αδυναμίας του τελευταίου και από τον προσλαμβανόμενο για τον σκοπό αυτόν μάρτυρα.
3. Πάνω στο έγγραφο που επιδίδεται, το όργανο της επίδοσης σημειώνει την ημέρα και την ώρα της επίδοσης και υπογράφει. Η σημείωση αυτή αποτελεί απόδειξη υπέρ εκείνου στον οποίο απευθύνεται το επιδοτέο έγγραφο. Αν υπάρχει διαφορά μεταξύ της έκθεσης επίδοσης και της σημείωσης, κατισχύει η έκθεση επίδοσης.
Άρθρο 80
Αντίκλητος
1. Κάθε διάδικος σε δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου, με εξαίρεση το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, υποχρεούται, με το πρώτο δικόγραφο που απευθύνεται στο Δικαστήριο, να διορίσει ως αντίκλητο πρόσωπο που έχει την κατοικία του στην έδρα του Δικαστηρίου. Αντίκλητος εκείνου είναι αυτοδικαίως ο δικηγόρος που το υπογράφει, εφόσον είναι διορισμένος στο Πρωτοδικείο Αθηνών.
2. Ο διορισμός πρέπει να περιέχει το ονοματεπώνυμο, το πατρώνυμο, το επάγγελμα και τον ακριβή προσδιορισμό της διεύθυνσης της κατοικίας και της επαγγελματικής εγκατάστασης του αντικλήτου. Το άρθρο 60 εφαρμόζεται και εν προκειμένω.
3. Αυτός που επιμελείται της επίδοσης, ακόμη και όταν υπάρχει αντίκλητος, αναζητεί πρώτα τον διάδικο ή τον νόμιμο αντιπρόσωπό του για να παραδώσει το επιδοτέο έγγραφο, χωρίς να επιτρέπεται σε περίπτωση απουσίας των τελευταίων η επίδοση με θυροκόλληση. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να προβληθεί ακυρότητα της επίδοσης από το γεγονός ότι αυτή έγινε στον αντίκλητο που διορίστηκε, εκτός αν ειδική διάταξη επιβάλλει την παράδοση του εγγράφου στον ίδιο τον διάδικο ή τον νόμιμο αντιπρόσωπό του.
4. Η επίδοση στον αντίκλητο διενεργείται με τον ίδιο τρόπο που γίνεται στον διάδικο, εφαρμοζομένων αναλόγως και των άρθρων 72 και 73, καθώς και της παρ. 1 του άρθρου 78.
5. Η ιδιότητα του αντικλήτου παύει με:
(α) τον θάνατό του ή την απώλεια της ικανότητάς του να ενεργεί διαδικαστικές πράξεις,
(β) την περάτωση της δίκης με αμετάκλητη απόφαση,
(γ) την παραίτηση ή την ανάκληση του διορισμού.
Το άρθρο 38 εφαρμόζεται αναλόγως και για τον αντίκλητο. Ο διάδικος υποχρεούται σε άμεση αντικατάσταση του αντικλήτου που απεβίωσε, απώλεσε την ικανότητά του να διενεργεί διαδικαστικές πράξεις, παραιτήθηκε ή ο διορισμός του ανακλήθηκε με έγγραφη δήλωσή του που πληροί τους όρους της παρ. 2 του παρόντος και κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14
ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ
Άρθρο 81
Υποβολή παραίτησης
1. Η παραίτηση από το δικαίωμα ή το δικόγραφο ένδικου βοηθήματος ή μέσου μπορεί να γίνει έως το πέρας της τελευταίας συζήτησης.
2. Η παραίτηση γίνεται με:
(α) προφορική δήλωση στο ακροατήριο του διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου ή του εκπροσώπου ή του δικαστικού πληρεξουσίου του,
(β) έγγραφη δήλωση του δικαστικού πληρεξουσίου του διαδίκου, η οποία κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου,
(γ) έγγραφη δήλωση του ίδιου του διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου ή του εκπροσώπου του που κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου και που περιλαμβάνεται είτε σε συμβολαιογραφικό είτε σε ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον στην τελευταία περίπτωση η γνησιότητα της υπογραφής του δηλούντος βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια ή δημοτική αρχή.
3. Δήλωση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ότι αποσύρει την υποστήριξη ένδικου βοηθήματος ή μέσου που έχει ασκήσει, η οποία υποβάλλεται στο Δικαστήριο και κοινοποιείται σε εκείνον υπέρ του οποίου ασκήθηκε το ένδικο βοήθημα ή μέσο, επιφέρει τις συνέπειες της παραίτησης από το δικόγραφο. Η δήλωση, που υποβάλλεται και κοινοποιείται σε εκείνον υπέρ του οποίου ασκήθηκε το ένδικο βοήθημα ή μέσο πριν από τον προσδιορισμό δικασίμου, γίνεται δεκτή με πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου, εκτός αν εκείνος υπέρ του οποίου ασκήθηκε το ένδικο βοήθημα ή μέσο δηλώσει εντός εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της δήλωσης σ’ αυτόν ότι επιθυμεί τη συνέχιση της δίκης. Αν η δήλωση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου γίνει μετά τον προσδιορισμό δικασίμου, η δήλωση συνέχισης υποβάλλεται έως την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο.
Άρθρο 82
Ισχύς παραίτησης
1. Είναι ανίσχυρη η παραίτηση που γίνεται υπό όρο ή αίρεση.
2. Ανάκληση της παραίτησης δεν επιτρέπεται.
Άρθρο 83
Αποτελέσματα παραίτησης
1. Η δήλωση παραίτησης συνεπάγεται κατάργηση της δίκης. Τα έννομα αποτελέσματα της παραίτησης επέρχονται αφότου γίνει η δήλωση.
2. Αν η παραίτηση υποβληθεί μετά την πρώτη συζήτηση, το Δικαστήριο μπορεί να καταλογίσει τα έξοδα της δίκης σε βάρος του παραιτηθέντος διαδίκου.
3. Κατά την παραίτηση από μέρους του Δημοσίου, οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου τηρούνται οι εκάστοτε ισχύουσες ειδικές γι’ αυτά διατάξεις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15
ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ
Άρθρο 84
Εκκίνηση και υπολογισμός προθεσμιών
1. Οι προβλεπόμενες στον νόμο και οι τασσόμενες από το Δικαστήριο προθεσμίες εκκινούν την επόμενη ημέρα από εκείνη κατά την οποία επιδόθηκε το έγγραφο ή κατά την οποία συντελέστηκε το γεγονός που αποτέλεσε την αφετηρία της προθεσμίας, και λήγουν στις 7 το βράδυ της τελευταίας ημέρας, αν δε αυτή είναι κατά νόμο εξαιρετέα, την ίδια ώρα της αμέσως επόμενης εργάσιμης ημέρας.
2. Ο υπολογισμός των προθεσμιών γίνεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στον Αστικό Κώδικα.
3. Τα ένδικα βοηθήματα και μέσα μπορεί να ασκηθούν και πριν από την επίδοση της προσβαλλόμενης πράξης ή απόφασης.
4. Οι προθεσμίες που αρχίζουν με την επίδοση εγγράφου τρέχουν και εναντίον εκείνου, με παραγγελία του οποίου έγινε η επίδοση.
5. Οι προθεσμίες, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, έχουν ανατρεπτικό χαρακτήρα και η τήρησή τους εξετάζεται από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως.
Άρθρο 85
Διακοπή και αναστολή προθεσμιών
1. Αν κατά τη διάρκεια μιας προθεσμίας επέλθει διακοπή της δίκης, διακόπτεται η προθεσμία και αρχίζει νέα από την επανάληψη της δίκης.
2. Αν αποβιώσει διάδικος κατά τη διάρκεια της προθεσμίας, αυτή διακόπτεται και αρχίζει νέα από την επίδοση της προσβαλλόμενης πράξης ή απόφασης σ’ αυτούς που διαδέχθηκαν τον θανόντα σύμφωνα με τον νόμο, ή από τότε που έλαβαν αποδεδειγμένως γνώση της πράξης ή της απόφασης. Αν η νομιμοποίηση των τελευταίων συνδέεται με την άσκηση κληρονομικού δικαιώματος, η νέα προθεσμία αρχίζει από την αποδοχή της κληρονομίας. Το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται αναλόγως και στην περίπτωση που έπαυσε να υπάρχει το νομικό πρόσωπο.
3. Κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, όπως προσδιορίζεται από τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988, Α’ 35), οι προθεσμίες αναστέλλονται.
4. Κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών αναστέλλονται οι προθεσμίες που έχουν ταχθεί για τη διεξαγωγή αποδείξεων. Η αναστολή δεν ισχύει όταν πρόκειται για συντηρητική απόδειξη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16
ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΚΥΡΟΤΗΤΕΣ
Άρθρο 86
Ορισμός της δικονομικής ακυρότητας και εξουσίες του Δικαστηρίου
1. Η παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο της διαδικαστικής πράξης συνεπάγεται ακυρότητα.
2. Την ακυρότητα απαγγέλλει το Δικαστήριο:
(α) αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αν αυτό προβλέπεται ρητώς από τον νόμο ή αν η διαδικαστική πράξη προέρχεται από αναρμόδιο όργανο ή αν αυτή έγινε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας,
(β) ύστερα από αίτηση του διαδίκου σε κάθε άλλη περίπτωση και εφόσον κριθεί ότι η παράβαση προκάλεσε σε αυτόν βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας.
Άρθρο 87
Πρόταση και συνέπειες δικονομικών ακυροτήτων
1. Η αίτηση του διαδίκου στην περ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 86 είναι απαράδεκτη αν:
(α) δεν υποβληθεί κατά την πρώτη, μετά τη συντέλεση της παράβασης, συζήτηση της υπόθεσης,
(β) υποβληθεί από διάδικο που έχει προκαλέσει την παράβαση ή έχει συντελέσει σε αυτή ή έχει παραιτηθεί ρητώς ή σιωπηρώς, μετά τη διενέργεια της διαδικαστικής πράξης, από την υποβολή αίτησης.
2. Το Δικαστήριο, όταν απαγγέλλει την ακυρότητα, διατάσσει την επανάληψη της πράξης, εκτός αν επήλθε απώλεια του δικαιώματος ή αποκλείεται η επανάληψη για άλλο λόγο.
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ ΕΥΛΟΓΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΕΚΔΙΚΑΣΗΣ
Άρθρο 88
Παρακολούθηση της ροής των υποθέσεων
Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου παρακολουθεί τη ροή των υποθέσεων που εισέρχονται και εκκρεμούν σ’ αυτό, προκειμένου να διασφαλίσει την εκδίκασή τους σε εύλογο χρόνο.
Άρθρο 89
Ορισμός και καθήκοντα εισηγητή δικαστή
1. Αν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου προσδιορίσει σύντομη δικάσιμο της υπόθεσης σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 109, δύναται συγχρόνως να ορίσει τον εισηγητή δικαστή της υπόθεσης.
2. Ο εισηγητής δικαστής σε υποθέσεις που υπάγονται στη δικαιοδοσία Τμήματος φροντίζει, ώστε, πριν από τη δικάσιμο, να είναι πλήρης ο διοικητικός φάκελος της υπόθεσης, συντάσσει δε συνοπτική έκθεση, η οποία διαλαμβάνει το ιστορικό της διαφοράς, τα στοιχεία που βεβαιώνονται από τα έγγραφα και τα ζητήματα που ανακύπτουν.
3. Σε υποθέσεις που υπάγονται στη δικαιοδοσία Τμήματος, οι αρχές προς τις οποίες απευθύνεται ο εισηγητής για τη συγκέντρωση στοιχείων και πληροφοριών χρήσιμων για τη διερεύνηση της υπόθεσης έχουν την υποχρέωση να αποστέλλουν τα στοιχεία και τις πληροφορίες που τους ζητεί εντός τριάντα (30) ημερών από την αποστολή του σχετικού εγγράφου.
4. Αν κρίνει ότι η υπόθεση υπάγεται στις περιπτώσεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 91, ο εισηγητής δικαστής ενημερώνει σχετικώς τον Πρόεδρο.
5. Ο εισηγητής, πέντε (5) ημέρες πριν από τη δικάσιμο που έχει ορισθεί με την οικεία πράξη του Προέδρου, οφείλει να δηλώσει στη γραμματεία του Δικαστηρίου αν η υπόθεση είναι ώριμη για συζήτηση. Η παράλειψη της δήλωσης αυτής επάγεται την αυτεπάγγελτη αναβολή της υπόθεσης σε μεταγενέστερη δικάσιμο.
Άρθρο 90
Μέτρα για διασφάλιση της εκδίκασης εντός ευλόγου χρόνου
Αν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου κρίνει, εκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων, ότι οι αιτήσεις που εκκρεμούν στο Δικαστήριο είναι ανέφικτο να εκδικασθούν και να περατωθούν εντός ευλόγου χρόνου, μπορεί να λάβει ένα από τα ακόλουθα μέτρα ή συνδυασμό τους:
(α) Κατατάσσει τις εκκρεμείς υποθέσεις, για τις οποίες δεν έχει προσδιορισθεί ακόμη δικάσιμος ανά θεματική κατηγορία, ανάλογα με την ταυτότητα ή ομοιότητα των νομικών ζητημάτων που τίθενται σ’ αυτές και για όσες από αυτές υφίσταται απόφαση της Ολομέλειας ή πάγια νομολογία Τμήματος που επιλύουν το κύριο ζήτημα που τίθεται σ’ αυτές εκδίδει πράξη συνεκδίκασης και τις εισάγει προς εκδίκαση σύμφωνα με την ειδική διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 91.
(β) Αν έχει εντοπίσει κατηγορία όμοιων θεματικώς υποθέσεων μεγάλου αριθμού στις οποίες τίθεται νομικό ζήτημα που, αν επιλυθεί από την Ολομέλεια, θα καταστεί δυνατή η εισαγωγή τους προς εκδίκαση στη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 91, κινεί τη διαδικασία της παραπομπής στην Ολομέλεια σοβαρού ζητήματος σύμφωνα με τις παρ. 1 του άρθρου 162 και 1 του άρθρου 163.
(γ) Ορίζει δικαστή για να εξετάσει αν υπόθεση ή κατηγορία υποθέσεων που εκκρεμούν στο Δικαστήριο υπάγονται στις περιπτώσεις της παρ. 1 του άρθρου 91.
(δ) Επί αγωγών που υπάγονται στην περ. α’, ζητεί, πριν από την εισαγωγή τους προς εκδίκαση, την παροχή πληροφοριών και στοιχείων από την αρμόδια διοικητική αρχή, ώστε να αποφευχθεί η έκδοση προδικαστικής απόφασης.
(ε) Εισάγει υπόθεση απευθείας στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος, όταν συντρέχει περίπτωση από αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 296.
Άρθρο 91
Διαδικασία σε συμβούλιο
1. Προφανώς απαράδεκτες ή προφανώς αβάσιμες, καθώς και προφανώς βάσιμες αιτήσεις δικαστικής προστασίας μπορεί να απορρίπτονται ή, αντίστοιχα, να γίνονται δεκτές με ομόφωνη απόφαση δικαστικού σχηματισμού που λαμβάνεται σε συμβούλιο, το οποίο συγκροτείται από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου και απαρτίζεται από τον ίδιο ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, τον πρώτο κατά σειρά αρχαιότητας Σύμβουλο που υπηρετεί στο Δικαστήριο ή τον νόμιμο αναπληρωτή του και τον δικαστή που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο ως εισηγητής της υπόθεσης. Επί υποθέσεων που εκκρεμούν σε Τμήμα, μέλη του σχηματισμού μπορεί να ορισθούν και Πάρεδροι που συμμετέχουν με αποφασιστική ψήφο.
2. Προφανώς απαράδεκτες ή αβάσιμες αιτήσεις δικαστικής προστασίας μπορούν να απορρίπτονται ακόμη και αν ο υπογράφων δικηγόρος δεν έχει νομιμοποιηθεί, με ανάλογη εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 237.
3. Η απόφαση κοινοποιείται στους διαδίκους, οι οποίοι μπορούν, με αίτησή τους που κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου μέσα σε προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών από την κοινοποίηση, να ζητήσουν τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, συμπληρώνοντας τυπικές ελλείψεις και καταβάλλοντας επιπλέον παράβολο, εφόσον έχουν τέτοια υποχρέωση, τριπλάσιο από το κατά περίπτωση προβλεπόμενο. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση που ελήφθη σε συμβούλιο, παύει να ισχύει και ο Πρόεδρος εισάγει την υπόθεση για συζήτηση στο ακροατήριο. Την υπόθεση μπορεί να εισαγάγει στο ακροατήριο και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου μέσα στην ίδια προθεσμία. Σε κάθε περίπτωση, η υπόθεση εισάγεται στο ακροατήριο, αν κατά την εκτέλεση της απόφασης που ελήφθη με τη διαδικασία του παρόντος διαπιστωθεί ότι η απόφαση εμπεριέχει ελλείψεις που καθιστούν αδύνατη την εκτέλεσή της.
4. Ο γραμματέας του Δικαστηρίου με πράξη του διαπιστώνει την άπρακτη πάροδο των προθεσμιών της παρ. 3. Από την ημερομηνία σύνταξης της πράξης αυτής παράγεται το αποτέλεσμα της απόφασης. Αν διαπιστώσει πλημμέλεια στην κοινοποίηση, διατάσσει τη διενέργεια νέας.
5. Κατά της απόφασης που εκδίδεται σε συμβούλιο δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναίρεσης και ανακοπής ερημοδικίας.
Άρθρο 92
Συνεκδίκαση ή χωρισμός δικογράφων
Για την ταχύτερη εκδίκαση των υποθέσεων, το Δικαστήριο, με πράξη του Προέδρου του, μπορεί να διατάσσει τη συνεκδίκαση περισσότερων ένδικων βοηθημάτων ή μέσων ή αιτήσεων καταλογισμού, εφόσον τίθενται όμοια ζητήματα. Για τον ίδιο λόγο μπορεί να διατάσσει τον χωρισμό δικογράφων, στα οποία έχουν σωρευθεί πλείονες αιτήσεις δικαστικής προστασίας.
Άρθρο 93
Ειδική εκδίκαση αγωγών σε συμβούλιο
1. Αν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου κρίνει, αφού συνεκτιμήσει το σύνολο των περιστάσεων, ότι αγωγή που εκκρεμεί στο Δικαστήριο δεν μπορεί να δικασθεί εντός εύλογου χρόνου, ενημερώνει εγγράφως τους διαδίκους για την ενδεχόμενη καθυστέρηση και τους γνωρίζει ότι, εφόσον δεν διατυπώσουν αντίρρηση εντός ενός (1) μήνα από την επίδοση του εγγράφου του, η υπόθεση θα εισαχθεί για εκδίκαση στο συμβούλιο που προβλέπεται στο άρθρο 91.
2. Αν δεν διατυπωθεί η αντίρρηση που αναφέρεται στην παρ. 1, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου καλεί τους διαδίκους να υποβάλουν στο Δικαστήριο υπόμνημα με τους ειδικότερους ισχυρισμούς τους, καθώς και κάθε στοιχείο που, κατά την κρίση τους, διευκολύνει την ταχύτερη εκδίκαση της αγωγής. Το Δικαστήριο επιλαμβάνεται της αγωγής σε συμβούλιο και αποφαίνεται επί του ουσιαστικώς βάσιμου αυτής με βάση τις αρχές για την κατανομή του βάρους της απόδειξης και τα στοιχεία που υφίστανται στον φάκελο, χωρίς να διατάξει περαιτέρω αποδείξεις.
3. Η απόφαση κοινοποιείται στους διαδίκους, οι οποίοι μπορούν, με αίτησή τους που κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου μέσα σε προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών από την κοινοποίηση, να ζητήσουν τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση που ελήφθη σε συμβούλιο παύει να ισχύει και ο πρόεδρος εισάγει την υπόθεση για συζήτηση στο ακροατήριο. Την υπόθεση μπορεί να εισαγάγει στο ακροατήριο και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου μέσα στην ίδια προθεσμία. Σε κάθε περίπτωση η υπόθεση εισάγεται στο ακροατήριο, αν κατά την εκτέλεση της απόφασης που ελήφθη με τη διαδικασία του παρόντος διαπιστωθεί ότι η απόφαση εμπεριέχει ελλείψεις που καθιστούν αδύνατη την εκτέλεσή της.
4. Κατά της απόφασης που εκδίδεται σε συμβούλιο δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναίρεσης και ανακοπής ερημοδικίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18
ΠΑΡΟΧΗ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Άρθρο 94
Αναστολή εκτέλεσης διοικητικών πράξεων
1. Η προθεσμία και η άσκηση έφεσης ενώπιον του Δικαστηρίου κατά πράξης της διοίκησης δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της πράξης αυτής, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στον νόμο.
2. Η αναστολή, ολικώς ή μερικώς, της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης μπορεί να διαταχθεί, ύστερα από αίτηση του εκκαλούντος ή του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με συνοπτικά αιτιολογημένη απόφαση του Δικαστηρίου που εκδίδεται πριν αυτό αποφανθεί για την έφεση.
Άρθρο 95
Αρμοδιότητα
Αρμόδιο για τη χορήγηση της αναστολής είναι το Τμήμα στο οποίο εκκρεμεί η έφεση, εφόσον αυτό είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της κύριας υπόθεσης. Σε περίπτωση αναρμοδιότητας, η αίτηση αναστολής παραπέμπεται στο αρμόδιο Τμήμα, υποχρεωτικά μαζί με την έφεση, με τη διαδικασία του άρθρου 91. Στην περίπτωση αυτή, και για την αποτροπή άμεσου κινδύνου ανεπανόρθωτης βλάβης του αιτούντος, επιτρέπεται η έκδοση σύμφωνα με το άρθρο 99 προσωρινής διαταγής αναστολής εκτέλεσης από τον Πρόεδρο ή τον οριζόμενο απ’ αυτόν δικαστή του Τμήματος, στο οποίο έχει αναρμοδίως εισαχθεί η αίτηση αναστολής.
Άρθρο 96
Προϋποθέσεις αναστολής
1. Η αίτηση αναστολής γίνεται δεκτή, αν πιθανολογηθεί ότι από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα επέλθει στον αιτούντα βλάβη δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκίμησης της έφεσης. Ακόμη και αν η βλάβη του αιτούντος από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης δεν πιθανολογείται ως δυσχερώς επανορθώσιμη, το Δικαστήριο χορηγεί την αναστολή αν εκτιμά ότι η έφεση είναι προδήλως βάσιμη.
2. Στις διαφορές από καταλογισμούς το Τμήμα μπορεί, με την απόφασή του, να ορίσει ότι το ανασταλτικό αποτέλεσμα δεν καταλαμβάνει τη λήψη αναγκαστικών μέτρων είσπραξης ή διοικητικών μέτρων για τον εξαναγκασμό ή τη διασφάλιση της είσπραξης της οφειλής επί συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων του αιτούντος, τα οποία αναφέρονται στην απόφαση.
3. Σε κάθε περίπτωση η αίτηση αναστολής απορρίπτεται αν:
(α) η έφεση είναι προδήλως απαράδεκτη ή αβάσιμη, ακόμη και αν η βλάβη του αιτούντος από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης είναι δυσχερώς επανορθώσιμη,
(β) κατά τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του δημόσιου συμφέροντος, κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή της αίτησης αναστολής θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος.
4. Η χορήγηση αναστολής αποκλείεται κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη πράξη έχει ήδη εκτελεσθεί. Η ταμειακή βεβαίωση του καταλογισθέντος ποσού δεν συνιστά εκτέλεση της καταλογιστικής πράξης κατά την έννοια της παρούσας.
Άρθρο 97
Προδικασία της αίτησης αναστολής
1. Η αίτηση αναστολής, εκτός από τα στοιχεία του άρθρου 59, πρέπει να αναφέρει τους συγκεκριμένους λόγους που δικαιολογούν την αναστολή.
2. Η αίτηση αναστολής κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η έφεση, και πρέπει να συνοδεύεται από δύο (2) απλά αντίγραφα, καθώς και επικυρωμένο αντίγραφο της έφεσης.
3. Στις διαφορές από καταλογισμούς:
(α) αν ο αιτών την αναστολή είναι φυσικό πρόσωπο, δηλώνεται και το παγκόσμιο εισόδημα από κάθε πηγή, καθώς και η περιουσιακή κατάσταση οπουδήποτε στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή του ή της συζύγου και των ανήλικων τέκνων του,
(β) αν ο αιτών είναι νομικό πρόσωπο, δηλώνεται και το παγκόσμιο εισόδημα από κάθε πηγή, καθώς και η περιουσιακή κατάσταση οπουδήποτε στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή συνδεδεμένου νομικού προσώπου με το αιτούν, καθώς και των φυσικών προσώπων που ευθύνονται ατομικά για τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου.
Ως συνδεδεμένο νομικό πρόσωπο για την εφαρμογή της περ. β’ νοείται το νομικό πρόσωπο με σχέση ουσιώδους διοικητικής ή οικονομικής εξάρτησης ή ελέγχου από το αιτούν νομικό πρόσωπο ή λόγω ουσιώδους εξάρτησης και των δύο από το ίδιο ή τα ίδια πρόσωπα.
4. Η περιουσιακή κατάσταση κατά την έννοια της παρ. 3 περιλαμβάνει ιδίως τα εμπράγματα και ενοχικά δικαιώματα σε ακίνητα, τις καταθέσεις οποιουδήποτε είδους και τα συναφή τραπεζικά προϊόντα, τις επενδύσεις σε κινητές αξίες, τα μηχανοκίνητα μέσα μεταφοράς, τα δάνεια και τις δωρεές, τις μετοχές, τα μερίδια, τα δικαιώματα ψήφου ή συμμετοχής σε κεφάλαιο σε οποιασδήποτε μορφής νομική οντότητα, καθώς και τα εμπράγματα και ενοχικά δικαιώματα σε κινητά μεγάλης αξίας. Αν δεν υποβληθεί ή είναι ελλιπής η δήλωση της παρ. 3, μπορεί, λαμβανομένου υπόψη και του προβαλλόμενου λόγου αναστολής, να απορριφθεί η αίτηση.
5. Με πράξη που συντάσσεται πάνω στο δικόγραφο της αίτησης αναστολής, ο Πρόεδρος του Τμήματος διατάζει τον αιτούντα να επιδώσει προς τη διοίκηση και τον τρίτο, ο οποίος έχει δικαίωμα να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση στη δίκη της αντίστοιχης έφεσης, αντίγραφα της αίτησης αναστολής και της έφεσης. Η διοίκηση υποχρεούται να αποστείλει στο Τμήμα αντίγραφο της πράξης ή απόφασης της οποίας ζητείται η αναστολή εκτέλεσης, καθώς και τον σχετικό φάκελο με τις απόψεις της. Προς τούτο, με την ίδια πράξη, τάσσεται σ’ αυτήν προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των πέντε (5) ημερών. Μέχρι τη λήξη της ίδιας προθεσμίας ο αιτών οφείλει να προσκομίσει τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίζει τους ισχυρισμούς του, καθώς και τα αποδεικτικά των επιδόσεων που διατάχθηκαν με την ανωτέρω πράξη του Προέδρου του Τμήματος.
Άρθρο 98
Κύρια διαδικασία
1. Για την αναστολή αποφαίνεται το Τμήμα σε συμβούλιο, κατά τη συνεδρίαση του οποίου μπορεί να κληθούν να εμφανισθούν και οι διάδικοι.
2. Αν η πράξη αφορά και σε τρίτο που έχει δικαίωμα να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση κατά τη δίκη της αντίστοιχης έφεσης, αυτός μπορεί, με υπόμνημα που κατατίθεται το αργότερο εντός της προθεσμίας της παρ. 5 του άρθρου 97, να εκθέσει τις απόψεις του, έστω και αν δεν έχει ασκήσει παρέμβαση.
Άρθρο 99
Προσωρινή διαταγή αναστολής εκτέλεσης
1. Ο Πρόεδρος του Τμήματος ή ο οριζόμενος από αυτόν δικαστής μπορεί, εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα με την αίτηση αναστολής ή αυτοτελώς μετά την κατάθεσή της, να εκδώσει προσωρινή διαταγή αναστολής εκτέλεσης, η οποία καταχωρίζεται κάτω από την αίτηση. Αποφαίνεται δε το ταχύτερο δυνατόν, μετά την προσκόμιση του αποδεικτικού επίδοσης στη διοίκηση, με τη φροντίδα του αιτούντος, της αίτησης αναστολής που περιέχει το σχετικό αίτημα ή της αίτησης αναστολής και της αυτοτελούς αίτησης, καθώς και της έφεσης. Η διοίκηση μπορεί να διατυπώσει τις απόψεις της μέσα σε δύο (2) εργάσιμες ημέρες από την επίδοση.
2. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις αποφαίνεται χωρίς τις πιο πάνω επιδόσεις, οι οποίες, αν εκδοθεί προσωρινή διαταγή, γίνονται από τον αιτούντα αμέσως. Σε διαφορετική περίπτωση, η προσωρινή διαταγή ανακαλείται κατά την παρ. 3.
3. Η προσωρινή διαταγή ισχύει έως την έκδοση της απόφασης για την αίτηση αναστολής, μπορεί δε να ανακληθεί, μετά από αίτηση διαδίκου ή τρίτου που έχει έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως, από τον Πρόεδρο ή τον δικαστή που ορίστηκε, καθώς και από το αρμόδιο για την αναστολή Τμήμα.
4. Η αίτηση ανάκλησης προσωρινής διαταγής επιδίδεται στον αιτούντα, ο οποίος μπορεί να διατυπώσει τις απόψεις του μέσα σε δύο (2) εργάσιμες ημέρες από την επίδοση. Η επίδοση στον αιτούντα παραλείπεται σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις.
Άρθρο 100
Απόφαση
1. Αν γίνει εν όλω ή εν μέρει δεκτή η αίτηση, διατάσσεται η ολική ή μερική αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης με την έφεση πράξης.
2. Η αναστολή, αν στη σχετική απόφαση δεν ορίζεται διαφορετικά, ισχύει έως τη δημοσίευση οριστικής απόφασης για την έφεση ή την κατάργηση της δίκης επί της τελευταίας.
3. Με την απόφαση με την οποία διατάσσεται η αναστολή εκτέλεσης, το Τμήμα μπορεί, ακόμη και αν δεν έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα, να διατάξει και κάθε αναγκαίο για τη διασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος μέτρο, όπως:
(α) την κατάθεση στον καθ’ ου η αίτηση, μέσα σε τακτή προθεσμία, εγγυητικής επιστολής αναγνωρισμένης τράπεζας για ποσό που καθορίζεται με την απόφαση αυτή, ή
(β) την εγγραφή από τον καθ’ ου η αίτηση προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητο του αιτούντος για ποσό που καθορίζεται με την ίδια απόφαση, ή
(γ) την τήρηση οποιουδήποτε άλλου κατάλληλου όρου κρίνει αναγκαίο το Τμήμα για την προστασία των συμφερόντων του καθ’ ου η αίτηση από την αναστολή.
4. Η απόφαση που εκδίδεται για την αίτηση αναστολής κοινοποιείται στους διαδίκους με τη φροντίδα της γραμματείας, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 297.
5. Οι αποφάσεις που εκδίδονται για την αίτηση αναστολής μπορεί να ανακληθούν, ολικώς ή μερικώς, ύστερα από αίτηση διαδίκου ή τρίτου που έχει έννομο συμφέρον, αν η αίτηση ανάκλησης στηρίζεται σε νέα στοιχεία. Για την εκδίκαση της αίτησης αυτής εφαρμόζονται αναλόγως οι παρ. 1 έως και 4 του παρόντος και τα άρθρα 95 έως 99.
6. Αν υποβληθεί παραίτηση από την αίτηση αναστολής, συντάσσεται σχετικό πρακτικό και αποδίδεται το παράβολο στον αιτούντα.
Άρθρο 101
Αναστολή εκτέλεσης στις διαφορές από τη διοικητική εκτέλεση
1. Η προθεσμία και η άσκηση ανακοπής εκτέλεσης δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης, με την εξαίρεση της περ. ε’ της παρ. 2 του άρθρου 142, κατά την οποία η πράξη αναστέλλεται, ως προς τους δανειστές των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης του Τμήματος επί της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης.
2. Στις περ. α’, β’ και δ’ της παρ. 2 του άρθρου 142 και για όσο χρόνο εκκρεμεί η ανακοπή, μπορεί να υποβληθεί από τον ανακόπτοντα ή τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου αίτηση για την αναστολή της εκτέλεσης των προσβαλλόμενων πράξεων. Αρμόδιο για τη χορήγηση της αναστολής είναι το Τμήμα στο οποίο εκκρεμεί η ανακοπή, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά αναλόγως των άρθρων 94 έως και 100.
Άρθρο 102
Αναστολή εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων
1. Η προθεσμία και η άσκηση των ένδικων μέσων της αίτησης αναίρεσης, της αίτησης αναθεώρησης, της ανακοπής ερημοδικίας, της τριτανακοπής και της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας κατά απόφασης του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης αυτής.
2. Η αναστολή, ολικώς ή μερικώς, της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης μπορεί να διαταχθεί, ύστερα από αίτηση εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο ή του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με συνοπτικά αιτιολογημένη απόφαση του Δικαστηρίου, πριν αυτό αποφανθεί για το ένδικο μέσο.
3. Για την αναστολή της προσβαλλόμενης με αίτηση αναθεώρησης, ανακοπή ερημοδικίας, τριτανακοπή και αίτηση επανάληψης της διαδικασίας απόφασης, αρμόδιο είναι το Τμήμα στο οποίο εκκρεμεί το ένδικο μέσο. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 95 έως και 100.
4. Για την αναστολή της προσβαλλόμενης με αίτηση αναίρεσης απόφασης, αρμόδια είναι Επιτροπή, η οποία αποτελείται από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, επτά Συμβούλους, έναν από κάθε Τμήμα, που ορίζονται από την Ολομέλεια στην αρχή κάθε δικαστικού έτους, και τον εισηγητή της υπόθεσης. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 96, 97, η παρ. 1 του άρθρου 98, καθώς και τα άρθρα 99 και 100.
Άρθρο 103
Αναστολή της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης
Για την αναστολή της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης καταψηφιστικής απόφασης του Δικαστηρίου, που επισπεύδεται σε βάρος του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, αποφαίνεται με τη διαδικασία των δύο πρώτων εδαφίων του άρθρου 95, των παρ. 1, 2 και 5 του άρθρου 97 και της παρ. 1 του άρθρου 98, το αρμόδιο, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 305 Τμήμα.
Άρθρο 104
Προσωρινή ρύθμιση κατάστασης
1. Στις διαφορές από τον κανονισμό σύνταξης, αν ασκηθεί έφεση, ο εκκαλών μπορεί με αίτησή του να ζητήσει τη λήψη μέτρων για την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης. Το Δικαστήριο, αν γίνει δεκτή εν όλω ή εν μέρει η αίτηση, μπορεί να διατάξει προς τούτο κάθε πρόσφορο κατά την κρίση του μέτρο χωρίς δέσμευση από τις προτάσεις των διαδίκων.
2. Αρμόδιο για την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης είναι το Τμήμα, στο οποίο εκκρεμεί η έφεση.
3. Η αίτηση για την προσωρινή ρύθμιση κατάστασης γίνεται δεκτή μόνον όταν το Δικαστήριο κρίνει, ύστερα από πιθανολόγηση, ότι:
(α) υφίσταται θεμιτή προσδοκία δικαιώματος θεμελιωμένη σε αντικειμενικά στοιχεία προς αναγνώριση υπέρ του αιτούντος του δικαιώματος που διεκδικεί με την έφεση και
(β) από τη μη προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης ο αιτών κινδυνεύει να περιαχθεί σε κατάσταση από αυτές που απαγορεύονται από το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.
4. Αν η αίτηση για την προσωρινή ρύθμιση κατάστασης γίνει δεκτή, η υπόθεση προσδιορίζεται από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, αν δεν έχει ήδη προσδιορισθεί, στην πιο σύντομη δυνατή δικάσιμο.
5. Κατά τα λοιπά, για την εκδίκαση της αίτησης προσωρινής ρύθμισης εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 95 και 97 έως 100.
Άρθρο 105
Μέτρα διασφάλισης της δημόσιας αξίωσης
1. Αν ασκηθεί αίτηση καταλογισμού από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή άλλο αρμόδιο κατά νόμο όργανο, εκείνος που άσκησε την αίτηση, μπορεί, με αυτοτελή αίτησή του, να ζητήσει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων διασφάλισης της αξίωσης του Δημοσίου ή του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υπέρ του οποίου διώκεται ο καταλογισμός.
2. Αρμόδιο για τη λήψη των ασφαλιστικών μέτρων είναι το Τμήμα, στο οποίο εκκρεμεί η αίτηση καταλογισμού, και για την εκδίκαση της αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων εφαρμόζονται αναλόγως τα δύο πρώτα εδάφια του άρθρου 95, οι παρ. 1, 2 και 5 του άρθρου 97 και η παρ. 1 του άρθρου 98.
3. Η αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων γίνεται δεκτή, αν πιθανολογηθούν τόσο η ευδοκίμηση της αίτησης καταλογισμού, όσο και ο κίνδυνος όπως η ικανοποίηση της αξίωσης του Δημοσίου ή του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, υπέρ του οποίου διώκεται ο καταλογισμός, καταστεί αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής αν δεν ληφθούν μέτρα. Πριν από τη λήψη της απόφασής του, το Τμήμα μπορεί να διατάξει τον καθ’ ου η αίτηση να υποβάλει στο Δικαστήριο δήλωση της περιουσιακής του κατάστασης, σύμφωνα με τις παρ. 3 και 4 του άρθρου 97.
4. Αν η αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων γίνει δεκτή, το Τμήμα μπορεί, σταθμίζοντας το συμφέρον του Δημοσίου ή του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου για τη διασφάλιση της αξίωσής τους, τη βλάβη του καθ’ ου και τα συμφέροντα των τρίτων, να διατάξει, κατά την κρίση του και χωρίς δέσμευση από τις προτάσεις των διαδίκων, ένα ή περισσότερα από τα εξής μέτρα:
(α) την κατάθεση, μέσα σε τακτή προθεσμία, στο Δημόσιο ή τον οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, υπέρ του οποίου έχει ασκηθεί η αίτηση καταλογισμού, εγγυητικής επιστολής αναγνωρισμένης τράπεζας για ποσό που καθορίζεται με την απόφαση του Τμήματος,
(β) την εγγραφή από το Δημόσιο ή τον οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, υπέρ του οποίου έχει ασκηθεί η αίτηση καταλογισμού, προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητο του καθ’ ου, για ποσό που καθορίζεται με την απόφαση του Τμήματος,
(γ) τη συντηρητική κατάσχεση, σύμφωνα με τα άρθρα 707 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, κινητών, ακινήτων, εμπράγματων δικαιωμάτων επάνω σ` αυτά, απαιτήσεων και γενικά όλων των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, είτε βρίσκονται στα χέρια του είτε στα χέρια τρίτου, για ποσό που καθορίζεται με την απόφαση του Τμήματος.
5. Τα ασφαλιστικά μέτρα, αν στη σχετική απόφαση δεν ορίζεται διαφορετικά, ισχύουν έως τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης για την αίτηση καταλογισμού ή την κατάργηση της δίκης επί της τελευταίας.
6. Η απόφαση που εκδίδεται για την αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων, κοινοποιείται σε εκείνον που άσκησε την αίτηση καταλογισμού και στον καθ’ ου με τη φροντίδα της γραμματείας, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 297.
7. Η απόφαση που εκδίδεται για την αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να ανακληθεί ολικώς ή μερικώς, ύστερα από αίτηση εκείνου που άσκησε την αίτηση καταλογισμού ή του καθ’ ου ή τρίτου που έχει έννομο συμφέρον, αν η αίτηση ανάκλησης στηρίζεται σε νέα στοιχεία. Για την εκδίκαση της αίτησης αυτής εφαρμόζεται η παρ. 2.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΔΙΚΑΣΙΜΟΥ
Άρθρο 106
Πρόσβαση στα στοιχεία δικογραφίας
1. Ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν γνώση όλων των στοιχείων της δικογραφίας.
Οι διάδικοι δικαιούνται να λαμβάνουν, με δαπάνη τους:
(α) απλά ή επικυρωμένα αντίγραφα των εγγράφων που έχουν συνταχθεί επ’ ευκαιρία της δίκης και βρίσκονται στη δικογραφία και
(β) ύστερα από έγκριση του Προέδρου του Δικαστηρίου, απλά αντίγραφα των εγγράφων που έχουν συνταχθεί από όργανα δημόσιου φορέα και βρίσκονται επίσης στη δικογραφία.
2. Ανάλογα δικαιώματα έχουν και οι τρίτοι, οι οποίοι νομιμοποιούνται να ασκήσουν παρέμβαση ή έχουν έννομο συμφέρον να λάβουν γνώση των στοιχείων της δικογραφίας, εφόσον αποδεικνύουν τούτο.
3. Κατά την άσκηση των δικαιωμάτων της παρ. 2, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α’ 45).
Άρθρο 107
Τυπικές ελλείψεις στη δικογραφία
Πριν από τον προσδιορισμό δικασίμου από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, η γραμματεία του Δικαστηρίου εντοπίζει στον φάκελο της υπόθεσης τυπικές ελλείψεις που μπορεί να προκαλέσουν αναβολή στη συζήτηση της υπόθεσης. Μαζί με την κλήση στο ακροατήριο, ο διάδικος ενημερώνεται και για τις τυπικές ελλείψεις που η γραμματεία εντόπισε στον φάκελο, τις οποίες επαφίεται σ’ αυτόν να συμπληρώσει.
Άρθρο 108
Καταχώριση υποθέσεων στο πινάκιο
Μετά τον ορισμό της δικασίμου, οι προσδιορισθείσες υποθέσεις για κάθε δικάσιμο καταχωρίζονται σε πινάκιο τηρούμενο από τον γραμματέα, ο οποίος εν συνεχεία επιμελείται, υπό την εποπτεία του αρμόδιου προέδρου, την κλήτευση των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου για τη συζήτηση των υποθέσεων και τη σύνταξη για κάθε δικάσιμο εκθέματος συζητούμενων υποθέσεων.
Άρθρο 109
Επίσπευση διαδικασίας
1. Δύναται να ορισθεί δικάσιμος συντομότερη της αρχικώς ορισθείσας είτε αυτεπαγγέλτως από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου είτε με αίτηση διαδίκου.
2. Ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και κάθε διάδικος έχουν δικαίωμα να ζητήσουν από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου την επίσπευση της εκδίκασης της υπόθεσης. Μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, μπορεί να υποβληθεί αίτηση για την επίσπευση έκδοσης της απόφασης.
3. Οι ως άνω αιτήσεις πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι ειδικώς αιτιολογημένες και επαρκώς τεκμηριωμένες.
4. Όταν την επίσπευση ζητεί ο διάδικος, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποδέχεται την αίτηση για επίσπευση μόνον αν πιθανολογήσει ότι, ενόψει του διακυβεύματος της υπόθεσης και της προσωπικής κατάστασης του αιτούντος, η καθυστέρηση εκδίκασης της υπόθεσης εμπεριέχει τον κίνδυνο επέλευσης σοβαρής βλάβης στα συμφέροντα του διαδίκου. Για να αποφανθεί επί της αίτησης, ο Πρόεδρος συνεκτιμά τη συνολική επιβάρυνση του Δικαστηρίου, και ιδίως τον χρόνο εκκρεμότητας των λοιπών υποθέσεων αναφορικά με τον χρόνο εκκρεμότητας και τη φύση της υπόθεσης για την οποία ζητείται η προτίμηση στην εκδίκαση.
5. Αν η αίτηση αφορά στην επίσπευση δημοσίευσης της απόφασης, ο Πρόεδρος την κοινοποιεί στον εισηγητή με σχετικές παρατηρήσεις του.
Άρθρο 110
Κλητεύσεις διαδίκων
1. Η κλήση για συζήτηση επιδίδεται στους διαδίκους τριάντα (30) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση. Η προθεσμία αυτή μπορεί να συντμηθεί μέχρι οκτώ (8) πλήρεις ημέρες με πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου.
2. Κλήτευση είναι και η προφορική ανακοίνωση της δικασίμου από τη γραμματεία, εφόσον βεβαιώνεται με έγγραφο υπογραφόμενο από τον αρμόδιο υπάλληλο και αυτόν στον οποίο απευθύνεται η προφορική ανακοίνωση.
3. Η κλήση για συζήτηση μπορεί να συντάσσεται και με χρήση ΤΠΕ και εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής. Η επίδοση της κλήσης του προηγούμενου εδαφίου γίνεται με χρήση ΤΠΕ, εφόσον επιστραφεί στον αποστολέα του εγγράφου από τον παραλήπτη ηλεκτρονική απόδειξη παραλαβής. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης καθορίζονται τα τεχνικά θέματα και οι λεπτομέρειες για τη διαδικασία ηλεκτρονικής επίδοσης, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ
ΔΙΚΕΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20
ΕΝΔΙΚΟ ΒΟΗΘΗΜΑ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ
Άρθρο 111
Προσβαλλόμενες πράξεις
1. Στο ένδικο βοήθημα της έφεσης σε Τμήμα υπόκεινται:
(α) οι πράξεις που εκδίδονται από το Δικαστήριο κατά την άσκηση της ελεγκτικής αρμοδιότητας των οργάνων του,
(β) οι εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες εκδίδονται ή συντελούνται στο πλαίσιο (i) του ελέγχου των λογαριασμών των δημόσιων υπολόγων και των υπόχρεων σε δημόσια λογοδοσία, (ii) της απονομής των συντάξεων κατά την έννοια της περ. στ’ της παρ. 1 του άρθρου 98 του Συντάγματος και της εκτέλεσης των σχετικών συνταξιοδοτικών πράξεων ή αποφάσεων ή της πληρωμής των συντάξεων γενικά, περιλαμβανομένων και εκείνων που αφορούν σε καταλογισμό σύνταξης που εισπράχθηκε αχρεωστήτως και (iii) της αστικής ευθύνης των πολιτικών ή στρατιωτικών υπαλλήλων, καθώς και των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
2. Παράλειψη συντρέχει όταν η διοικητική αρχή, ενώ υποχρεούται κατά τον νόμο, δεν εκδίδει εκτελεστή ατομική διοικητική πράξη για να ρυθμίσει ορισμένη έννομη σχέση. Η παράλειψη συντελείται με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας που τάσσει ο νόμος για την έκδοση, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, της πράξης αυτής. Αν από τον νόμο δεν τάσσεται τέτοια προθεσμία, η παράλειψη συντελείται με την πάροδο άπρακτου τριμήνου από την υποβολή της σχετικής αίτησης στη διοίκηση. Η παράλειψη συντελείται, επίσης, με την έκδοση θετικής διοικητικής πράξης, από την οποία συνάγεται εμμέσως η βούληση της διοίκησης να μην προβεί στη ρύθμιση ορισμένης έννομης σχέσης.
3. Στις περιπτώσεις που προβλέπεται από τον νόμο διοικητική προσφυγή κατά της πράξης ή της παράλειψης που πρέπει να ασκηθεί σε ορισμένη προθεσμία ενώπιον του ίδιου ή ιεραρχικώς προϊστάμενου ή άλλου ειδικώς κατεστημένου οργάνου και συνεπάγεται τον έλεγχο της πράξης ή της παράλειψης κατά τον νόμο και την ουσία (ενδικοφανής προσφυγή), η έφεση ασκείται παραδεκτώς μόνο κατά της πράξης που εκδίδεται επί της προσφυγής αυτής. Αν κατά της πράξης ή της παράλειψης προβλέπονται από τον νόμο περισσότερες από μια διαδοχικές ενδικοφανείς προσφυγές, η έφεση ασκείται παραδεκτώς μόνο κατά της πράξης που εκδίδεται επί της τελευταίας από τις προσφυγές αυτές. Το απαράδεκτο της έφεσης κατά τα προηγούμενα εδάφια δεν ισχύει, αν η αρμόδια διοικητική αρχή παρέλειψε να ενημερώσει τον ενδιαφερόμενο με οποιονδήποτε τρόπο πλήρως για την υποχρέωση και για τους όρους άσκησης της ενδικοφανούς προσφυγής.
4. Αν παρέλθει η προθεσμία που τάσσει ειδικώς ο νόμος προς έκδοση απόφασης για την ενδικοφανή προσφυγή ή, εφόσον δεν τάσσεται τέτοια προθεσμία, αν παρέλθει άπρακτο τρίμηνο από την άσκησή της, η έφεση ασκείται κατά της τεκμαιρόμενης από την πάροδο της προθεσμίας απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής.
5. Η έφεση ασκείται παραδεκτώς και πριν από τη συντέλεση της παράλειψης ή της τεκμαιρόμενης απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής, εφόσον όμως η συντέλεση αυτή έχει επέλθει κατά την πρώτη συζήτηση της έφεσης.
6. Ρητή πράξη που εκδόθηκε μετά τη συντέλεση της παράλειψης ή της τεκμαιρόμενης απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής και έως την πρώτη συζήτηση της έφεσης, λογίζεται ως συμπροσβαλλόμενη. Μπορεί όμως και να προσβληθεί αυτοτελώς.
7. Με την έφεση λογίζονται ως συμπροσβαλλόμενες και όλες οι μεταγενέστερες πράξεις ή παραλείψεις που είναι συναφείς με την προσβαλλόμενη, εφόσον έχουν εκδοθεί ή συντελεστεί αντιστοίχως έως την πρώτη συζήτηση. Στην περίπτωση αυτή, η αναβολή της συζήτησης για την υποβολή πρόσθετων λόγων, εφόσον ζητηθεί, είναι υποχρεωτική. Οι πράξεις ή οι παραλείψεις αυτές μπορεί να προσβληθούν και αυτοτελώς.
8. Η διοικητική αρχή οφείλει, σε κάθε περίπτωση, να χορηγεί ατελώς στον ενδιαφερόμενο βεβαίωση για την ημερομηνία υποβολής της κατά την παρ. 2 αίτησης ή για την ημερομηνία άσκησης της κατά την παρ. 4 ενδικοφανούς προσφυγής.
Άρθρο 112
Νομιμοποίηση
1. Η έφεση ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον ή από εκείνον στον οποίο αναγνωρίζεται τέτοιο δικαίωμα από ειδική διάταξη νόμου, καθώς και από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
2. Όταν με έφεση προσβάλλονται πράξεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 111, νομιμοποιούνται παθητικά το Δημόσιο, καθώς και ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης ή το νομικό πρόσωπο υπέρ του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη. Όταν με έφεση προσβάλλονται εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 111, νομιμοποιούνται παθητικά το Δημόσιο, καθώς και ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, στο οποίο ανήκει το όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη ή που παρά τον νόμο παρέλειψε την έκδοσή της και το πρόσωπο υπέρ του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη.
3. Αν η κατά την παρ. 2 εκτελεστή διοικητική πράξη ή παράλειψη έχει ενσωματωθεί σε μεταγενέστερη πράξη ή παράλειψη του Δημοσίου, του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, στη δίκη που δημιουργείται, ύστερα από άσκηση έφεσης κατά της τελευταίας αυτής πράξης ή παράλειψης, νομιμοποιείται παθητικά και το νομικό πρόσωπο, όργανο του οποίου εξέδωσε ή παρέλειψε να εκδώσει την πράξη που ενσωματώθηκε.
Άρθρο 113
Προθεσμία
1. Η έφεση ασκείται μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών, η οποία εκκινεί για το Δημόσιο τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και όσα από τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου χρηματοδοτούνται από εθνικούς ή ενωσιακούς πόρους, από την περιέλευση της προσβαλλόμενης πράξης σ’ αυτούς. Το ίδιο ισχύει και για τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Για όποιον έχει έννομο συμφέρον, η προθεσμία αυτή εκκινεί από την επίδοση ή την με οποιονδήποτε τρόπο περιέλευση ή την αποδεδειγμένα πλήρη γνώση από αυτόν της προσβαλλόμενης πράξης. Αν αυτός που έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση έφεσης διαμένει στην αλλοδαπή, η αντίστοιχη προθεσμία ορίζεται σε ενενήντα (90) ημέρες. Σε περίπτωση παράλειψης, η προθεσμία εκκινεί από τη συντέλεσή της.
2. Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης κατά εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης διακόπτεται για μια μόνο φορά με την άσκηση κάθε διοικητικής προσφυγής, πλην εκείνης που προβλέπεται από την παρ. 3 του άρθρου 111. Το κατά το πρώτο εδάφιο αποτέλεσμα επέρχεται, ακόμη και αν η διοικητική προσφυγή έχει απευθυνθεί σε αναρμόδιο διοικητικό όργανο. Η προθεσμία που διακόπηκε κατά το δεύτερο εδάφιο κινείται εξαρχής είτε από την επίδοση της απάντησης για την απλή ή την ειδική διοικητική προσφυγή είτε από την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας που τάσσει ο νόμος για απάντηση, αλλιώς από την πάροδο άπρακτων τριάντα (30) ημερών από την υποβολή της σχετικής αίτησης.
Άρθρο 114
Στοιχεία δικογράφου
1. Το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου, και τα εξής στοιχεία:
(α) τον αριθμό και τη χρονολογία της προσβαλλόμενης πράξης ή απόφασης,
(β) την αρχή που εξέδωσε την πράξη ή που παρέλειψε την έκδοσή της,
(γ) τους λόγους έφεσης, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο,
(δ) σαφές και συγκεκριμένο αίτημα, και
(ε) διορισμό αντικλήτου, όταν η έφεση ασκείται από ιδιώτη διάδικο.
2. Αίτημα της έφεσης μπορεί να είναι:
(α) η ολική ή μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης, ή
(β) η τροποποίηση ή μεταρρύθμιση της προσβαλλόμενης πράξης.
3. Αν η προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη αφορά σε τρίτους, στο δικόγραφο πρέπει να μνημονεύονται σαφώς οι διευθύνσεις της κατοικίας και του χώρου εργασίας ή της έδρας των τρίτων.
4. Η αόριστη μνεία στο δικόγραφο ότι προσβάλλεται και κάθε συναφής πράξη ή παράλειψη δεν υποχρεώνει το Δικαστήριο, εφόσον δεν συντρέχει η περίπτωση της παρ. 7 του άρθρου 111, να ερευνήσει και ως προς τούτο την υπόθεση.
5. Στο δικόγραφο της έφεσης πρέπει να προσαρτάται και αντίγραφο της προσβαλλόμενης πράξης ή απόφασης.
Άρθρο 115
Πρόσθετοι λόγοι
1. Πρόσθετοι λόγοι έφεσης επιτρέπεται να υποβληθούν με ξεχωριστό δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου δεκαπέντε (15) πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, με σημείωση πάνω σ’ αυτό πράξης κατάθεσης.
2. Αντίγραφο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων επιδίδεται με ποινή απαραδέκτου, δεκαπέντε (15) πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, με επιμέλεια του εκκαλούντος, στον εφεσίβλητο και σε εκείνον που ήδη έχει ασκήσει παρέμβαση.
Άρθρο 116
Εξουσίες του Δικαστηρίου
1. Το Δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη κατά τον νόμο και την ουσία, μέσα στα όρια της έφεσης και των πρόσθετων λόγων. Κατ’ εξαίρεση, ο κατά τον νόμο έλεγχος της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης χωρεί και αυτεπαγγέλτως, εκτεινόμενος στο σύνολό της, προκειμένου να διακριβωθεί αν:
(α) συντρέχουν οι λόγοι των περ. α’και γ’της παρ. 3, ή
(β) η πράξη δεν έχει νόμιμο έρεισμα, ή
(γ) υπάρχει παραβίαση δεδικασμένου.
2. Αν η έφεση στρέφεται κατά ρητής πράξης, το Δικαστήριο κατά την επίλυση της διαφοράς είτε δέχεται την έφεση εν όλω ή εν μέρει και ακυρώνει ολικώς ή μερικώς την πράξη ή την μεταρρυθμίζει, είτε απορρίπτει την έφεση.
3. Το Δικαστήριο ακυρώνει την πράξη και αναπέμπει την υπόθεση στη διοίκηση για να ενεργήσει τα νόμιμα αν:
(α) η πράξη έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο, ή
(β) το συλλογικό όργανο που εξέδωσε την πράξη δεν έχει νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεση, ή
(γ) συντρέχει παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, ο οποίος έχει ταχθεί για την έκδοση της πράξης, ή
(δ) η διοίκηση δεν έχει ασκήσει τη διακριτική της εξουσία.
4. Αν η έφεση στρέφεται κατά παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, το Δικαστήριο κατά την επίλυση της διαφοράς, είτε ακυρώνει ολικώς ή μερικώς την παράλειψη και αναπέμπει την υπόθεση στη διοίκηση για να προβεί στην οφειλόμενη ενέργεια, είτε απορρίπτει την έφεση.
5. Με την απόφασή του το Δικαστήριο δεν δύναται να καταστήσει χειρότερη τη θέση του εκκαλούντος.
6. Το Δικαστήριο εφαρμόζει τον κατά τον χρόνο της έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης ή της συντέλεσης της παράλειψης ισχύοντα νόμο.
7. Στις διαφορές από καταλογισμούς, καθώς και από τον κανονισμό για πρώτη φορά σύνταξης, μπορεί να ζητηθεί με την έφεση και η επιδίκαση της χρηματικής αξίωσης προς αποκατάσταση της ζημίας του εκκαλούντος από την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη. Όταν ζητείται η καταψήφιση του ποσού της αξίωσης αυτής, επιπλέον του παραβόλου της έφεσης καταβάλλεται τέλος δικαστικού ενσήμου, σύμφωνα με το άρθρο 313.
Άρθρο 117
Απαράδεκτο δεύτερης έφεσης
1. Είναι απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης έφεσης από τον ίδιο διάδικο κατά της αυτής πράξης ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιο, ή κατά της αυτής παράλειψης.
2. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης έφεσης, όταν η πρώτη έχει απορριφθεί για οποιονδήποτε τυπικό λόγο, εκτός της εκπρόθεσμης άσκησης. Η έφεση αυτή ασκείται εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της απορριπτικής απόφασης και τα αποτελέσματα της άσκησής της ανατρέχουν στον χρόνο άσκησης της πρώτης. Δεύτερη έφεση δεν δύναται να ασκηθεί, αν έχουν παρέλθει τρία (3) έτη από τη δημοσίευση της απορριπτικής απόφασης.
3. Έφεση από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε ο εκκαλών θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21
ΑΙΤΗΣΗ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΥ
Άρθρο 118
Ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση
Η αίτηση καταλογισμού ασκείται από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή, στις ειδικές περιπτώσεις που προβλέπονται στον νόμο, από το αρμόδιο όργανο της διοίκησης κατά:
(α) πολιτικού ή στρατιωτικού υπαλλήλου του Κράτους, καθώς και κατά υπαλλήλου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου για κάθε ζημιά που ο υπάλληλος προκάλεσε σ’ αυτά με δόλο ή από βαριά αμέλεια, καθώς και για την αποζημίωση που το Κράτος, ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου κατέβαλε σε κάθε τρίτο πρόσωπο για παράνομη πράξη ή παράλειψη που τελέστηκε με δόλο ή από βαριά αμέλεια υπαλλήλου τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, και
(β) κάθε προσώπου, κατά του οποίου ειδική διάταξη νόμου προβλέπει την άσκηση αίτησης καταλογισμού από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή από άλλο αρμόδιο κατά τον νόμο όργανο της διοίκησης.
Άρθρο 119
Στοιχεία αίτησης καταλογισμού
Η αίτηση καταλογισμού πρέπει να περιέχει τα εξής στοιχεία:
(α) το ονοματεπώνυμο, το πατρώνυμο και τον αριθμό φορολογικού μητρώου ή τον αριθμό δελτίου αστυνομικής ταυτότητας του προσώπου κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση,
(β) το ποσό για το οποίο ζητείται ο καταλογισμός,
(γ) την ιδιότητα του προσώπου κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση, που καθιδρύει την αρμοδιότητα του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου να ζητήσει τον καταλογισμό του,
(δ) τη ζημιογόνα πράξη ή παράλειψη που του αποδίδεται,
(ε) τον αιτιώδη σύνδεσμο της πράξης ή της παράλειψής της με το ζημιογόνο αποτέλεσμα.
Άρθρο 120
Αίτημα προς τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου για άσκηση αίτησης καταλογισμού
1. Η άσκηση από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου αίτησης καταλογισμού ζητείται με ειδικό αίτημα προς αυτόν από:
(α) τον αρμόδιο υπουργό,
(β) τον δήμαρχο ή τον περιφερειάρχη για τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης,
(γ) το όργανο που κατά νόμο διοικεί ή εκπροσωπεί το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου.
2. Αν το όργανο που αιτείται την άσκηση αίτησης καταλογισμού κατά την παρ. 1 δεν αποστέλλει μαζί με το αίτημά του τα στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 119, ο διοικητικός φάκελος επιστρέφεται και δύναται να επανυποβληθεί μετά τη συμπλήρωσή του.
3. Εφόσον τα υποχρεωτικά κατά το άρθρο 119 στοιχεία έχουν αποσταλεί, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου δικαιούται να ζητεί από το όργανο που αιτείται τον καταλογισμό κάθε άλλο αναγκαίο κατά την κρίση του για τη βασιμότητα της αίτησης καταλογισμού στοιχείο. Το αίτημα του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου εκτελείται αμελλητί από το όργανο που αιτείται τον καταλογισμό.
Άρθρο 121
Ζημιά που αναδεικνύεται στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας
Εφόσον η ζημία σε βάρος του Κράτους, οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου αναδεικνύεται στο πλαίσιο ποινικής ή άλλης δικαστικής διαδικασίας και δεν εγείρεται ζήτημα παραγραφής της αξίωσης, το αίτημα προς τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την άσκηση αίτησης καταλογισμού δεν υποβάλλεται και τα σχετικά στοιχεία του φακέλου δεν αποστέλλονται πριν από την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, με την οποία το Δικαστήριο αποφαίνεται για τη ζημία, το φυσικό πρόσωπο που την προκάλεσε και τις ενέργειές του που αιτιωδώς συνέβαλαν στην πρόκλησή της.
Άρθρο 122
Διακοπή παραγραφής
Η άσκηση της αίτησης καταλογισμού διακόπτει την παραγραφή της αξίωσης.
Άρθρο 123
Δεύτερη αίτηση καταλογισμού
Δεύτερη αίτηση καταλογισμού ασκείται παραδεκτώς εφόσον η πρώτη απορρίφθηκε τελεσιδίκως για τυπικούς λόγους. Αν η αίτηση ασκηθεί εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την περιέλευση της τελεσίδικης απόφασης στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τα αποτελέσματα της άσκησής της ανατρέχουν στον χρόνο άσκησης της πρώτης.
Άρθρο 124
Κατάθεση αίτησης καταλογισμού
Η αίτηση καταλογισμού κατατίθεται στην αρμόδια γραμματεία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 55. Ακολούθως, η αίτηση καταλογισμού κοινοποιείται, με επιμέλεια της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στο πρόσωπο κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση, καθώς και στο διοικητικό όργανο που ζήτησε τον καταλογισμό. Οι κατά τόπο υπηρεσίες του Ελεγκτικού Συνεδρίου και οι αστυνομικές αρχές υποχρεούνται σε κάθε περίπτωση να μεριμνούν για την κοινοποίησή της κατά τα προαναφερόμενα, σε εκτέλεση της εντολής και των σχετικών οδηγιών του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Άρθρο 125
Διοικητικός φάκελος
1. Μετά την άσκηση της αίτησης καταλογισμού, ο φάκελος που περιέχει τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται η αίτηση καταλογισμού περιέρχεται στο Τμήμα, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η αίτηση.
2. Στο πρόσωπο κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση καταλογισμού παρέχονται από τη γραμματεία του Δικαστηρίου, κατόπιν αιτήματός του το οποίο εγκρίνεται από τον Πρόεδρό του, αντίγραφα εκείνων των στοιχείων του φακέλου που είναι αναγκαία για την άμυνά του, με μέριμνα να μην κοινοποιούνται σ’ αυτόν δεδομένα προσωπικής κατάστασης τρίτων που δεν σχετίζονται με την υπόθεση.
Άρθρο 126
Επίσπευση εκδίκασης
Το πρόσωπο κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση καταλογισμού μπορεί να ζητήσει από τον Πρόεδρο του αρμόδιου Τμήματος την επίσπευση εκδίκασης της υπόθεσής του. Το ίδιο αίτημα μπορεί να υποβάλει και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εφόσον κρίνει ότι συντρέχουν λόγοι προστασίας του γενικού συμφέροντος, το οποίο εκπροσωπεί.
Άρθρο 127
Αντιρρήσεις
1. Το πρόσωπο κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση καταλογισμού καταθέτει τις γραπτές αντιρρήσεις του στη γραμματεία του Δικαστηρίου σε προθεσμία δέκα (10) ημερών πριν από τη δικάσιμο.
2. Το πρόσωπο κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση καταλογισμού κοινοποιεί τις αντιρρήσεις στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου την ίδια ημέρα της κατάθεσής τους στη γραμματεία του Δικαστηρίου.
Άρθρο 128
Συμπλήρωση αποδείξεων
Το Δικαστήριο, όταν πιθανολογεί μεν τη βασιμότητα της αίτησης αλλά δεν είναι σε θέση να σχηματίσει πλήρη δικαστική πεποίθηση, διατάσσει αποδείξεις για τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, ζητώντας στοιχεία από τον αιτούντα ή κάθε δημόσια αρχή ή τρίτους, ή καλώντας φυσικά πρόσωπα ως μάρτυρες και γενικά διατάσσοντας κάθε πρόσφορη ενέργεια για την απόδειξη της αλήθειας.
Άρθρο 129
Εφαρμογή διατάξεων
1. Η παρ. 3 του άρθρου 81 εφαρμόζεται και στην αίτηση καταλογισμού.
2. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος για την έφεση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22
ΑΓΩΓΗ
Άρθρο 130
Ενεργητική νομιμοποίηση
1. Αγωγή μπορεί να ασκήσει εκείνος ο οποίος έχει κατά του Δημοσίου ή οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου χρηματική αξίωση από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, στο πλαίσιο:
(α) του ελέγχου των λογαριασμών των δημόσιων υπολόγων και των υπόχρεων σε δημόσια λογοδοσία,
(β) της απονομής των συντάξεων κατά την έννοια της περ. στ’ της παρ. 1 του άρθρου 98 του Συντάγματος και της εκτέλεσης των σχετικών συνταξιοδοτικών πράξεων ή αποφάσεων ή την πληρωμή των συντάξεων γενικά,
(γ) της αστικής ευθύνης των πολιτικών ή στρατιωτικών δημόσιων υπαλλήλων, καθώς και των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
2. Σε άσκηση της αγωγής που προβλέπεται στην παρ. 1 αγωγής νομιμοποιούνται και οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοι.
3. Αγωγή μπορούν να ασκήσουν και οι δανειστές των δικαιούχων που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2, εφόσον αυτοί δεν την ασκούν (πλαγιαστική αγωγή), εκτός αν πρόκειται για προσωποπαγείς αξιώσεις.
Άρθρο 131
Παθητική νομιμοποίηση
Η αγωγή ασκείται κατά του Δημοσίου ή του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που είναι υπόχρεα προς ικανοποίηση της αξίωσης που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 130.
Άρθρο 132
Στοιχεία δικογράφου
1. Το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 59, πρέπει να περιέχει και:
(α) καθορισμό της έννομης σχέσης από την οποία απορρέει η αξίωση,
(β) σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών, καθώς και τους λόγους που θεμελιώνουν κατά νόμο την αξίωση και δικαιολογούν την άσκηση της αγωγής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου,
(γ) σαφώς καθορισμένο αίτημα.
2. Αίτημα της αγωγής μπορεί να είναι:
(α) η καταψήφιση της αξιούμενης παροχής, ή
(β) η αναγνώριση της αντίστοιχης αξίωσης.
Άρθρο 133
Απαγόρευση αιρέσεων
Άσκηση αγωγής υπό αίρεση δεν επιτρέπεται.
Άρθρο 134
Κύριες και επικουρικές βάσεις
Η αγωγή μπορεί να έχει, εκτός από την κύρια, και μία ή περισσότερες επικουρικές πραγματικές ή νομικές βάσεις.
Άρθρο 135
Συνέπειες κατάθεσης και επίδοσης
1. Η εκκρεμοδικία αρχίζει με την κατάθεση της αγωγής και λήγει με τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης ή την κατάργηση της δίκης.
2. Τα κατά το ουσιαστικό δίκαιο έννομα αποτελέσματα της άσκησης της αγωγής επέρχονται ως προς τον εναγόμενο από την επίδοσή της σε αυτόν από τον ενάγοντα. Η παραγραφή, η οποία σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο διακόπηκε, αρχίζει πάλι μόνον από την τελεσιδικία της απόφασης ή την κατάργηση της δίκης.
Άρθρο 136
Μεταβολή αιτήματος
1. Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής είναι απαράδεκτη. Με το υπόμνημα που κατατίθεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 62, ο ενάγων μπορεί να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται η ιστορική βάση της αγωγής.
2. Μεταβολή του αιτήματος της αγωγής είναι απαράδεκτη. Κατ’ εξαίρεση, ο ενάγων μπορεί, έως το τέλος της πρώτης συζήτησης, να περιορίσει το αίτημα της αγωγής ή να το μετατρέψει από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό ή από αναγνωριστικό σε καταψηφιστικό.
Άρθρο 137
Πρόσθετοι λόγοι
1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 136, πρόσθετοι λόγοι αγωγής επιτρέπεται να υποβληθούν με ξεχωριστό δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου δεκαπέντε (15) πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση με σημείωση πάνω σε αυτό πράξης κατάθεσης.
2. Αντίγραφο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων επιδίδεται με ποινή απαραδέκτου δεκαπέντε (15) πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση με επιμέλεια του ενάγοντος στον εναγόμενο και σε εκείνον που ήδη έχει ασκήσει παρέμβαση.
Άρθρο 138
Παρεμπίπτουσα αγωγή
1. Με παρεμπίπτουσα αγωγή είναι δυνατόν να ζητηθούν:
(α) το παρεπόμενο του κύριου αντικειμένου της δίκης, ή
(β) συμπληρωματική της αρχικής παροχή αν μετά την άσκηση της αγωγής διευρύνθηκε κατά οποιονδήποτε τρόπο η αρχική αξίωση του ενάγοντος.
2. Ως προς την άσκηση της παρεμπίπτουσας αγωγής εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την άσκηση παρέμβασης.
Άρθρο 139
Αυτοτέλεια αγωγής
Με την εξαίρεση των υποθέσεων της παρ. 7 του άρθρου 116, αγωγή για αξίωση που θεμελιώνεται στο παράνομο εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης δεν είναι απαράδεκτη, αν κατά της πράξης ή της παράλειψης αυτής δεν ασκήθηκε έφεση.
Άρθρο 140
Εξουσία του Δικαστηρίου
1. Το Δικαστήριο κατά την επίλυση της διαφοράς είτε δέχεται την αγωγή, εν όλω ή εν μέρει, και, ανάλογα με το αίτημά της, επιδικάζει την παροχή ή απλώς αναγνωρίζει τη σχετική αξίωση, είτε απορρίπτει την αγωγή.
2. Με την επιφύλαξη των οριζομένων σε ειδικές διατάξεις, αν αντικείμενο αμφισβήτησης μεταξύ των μερών είναι το παράνομο εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης, το Δικαστήριο, εφόσον δεν υπάρχει δεδικασμένο, κρίνει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πράξης ή της παράλειψης αυτής.
Άρθρο 141
Απαγόρευση άσκησης δεύτερης αγωγής
1. Είναι απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης αγωγής με το αυτό αντικείμενο από τον ίδιο ενάγοντα.
2. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης αγωγής όταν η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για λόγους τυπικούς. Η αγωγή αυτή ασκείται εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της τελεσίδικης απόφασης, και τα αποτελέσματα της άσκησής της ανατρέχουν στον χρόνο άσκησης της πρώτης. Δεύτερη αγωγή δεν δύναται να ασκηθεί αν έχουν παρέλθει τρία (3) έτη από τη δημοσίευση της απορριπτικής απόφασης.
3. Αγωγή από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε ο ενάγων θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23
ΑΝΑΚΟΠΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ
Άρθρο 142
Προσβαλλόμενες πράξεις
1. Ανακοπή εκτέλεσης ενώπιον Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου χωρεί εφόσον η διαδικασία της διοικητικής εκτέλεσης αφορά σε απαιτήσεις που ανάγονται σε υποθέσεις (α) ελέγχου των λογαριασμών των δημόσιων υπολόγων και των υπόχρεων σε δημόσια λογοδοσία, (β) απονομής των συντάξεων κατά την έννοια της περ. στ’της παρ. 1 του άρθρου 98 του Συντάγματος και εκτέλεσης των σχετικών συνταξιοδοτικών πράξεων ή αποφάσεων ή της πληρωμής των συντάξεων γενικά, περιλαμβανομένων και εκείνων που αφορούν σε καταλογισμό σύνταξης που εισπράχθηκε αχρεωστήτως και (γ) αστικής ευθύνης των πολιτικών ή στρατιωτικών υπαλλήλων, καθώς και των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
2. Η ανακοπή εκτέλεσης ασκείται ιδίως κατά:
(α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου,
(β) της κατασχετήριας έκθεσης,
(γ) του προγράμματος πλειστηριασμού,
(δ) της έκθεσης πλειστηριασμού,
(ε) του πίνακα κατάταξης.
3. Ανακοπή εκτέλεσης, επίσης, χωρεί κατά:
(α) της αρνητικής δήλωσης νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ως τρίτου, σύμφωνα με το άρθρο 34 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974, Α’90), εφόσον και η υποχρέωση του τρίτου είναι δημοσίου δικαίου,
(β) της δήλωσης του προϊσταμένου της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας για την ύπαρξη απαίτησης δημοσίου δικαίου ή προνομίου του Δημοσίου, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 62 του ιδίου Κώδικα.
4. Με το ένδικο βοήθημα της ανακοπής εκτέλεσης δεν θεωρούνται ως συμπροσβαλλόμενες οι μεταγενέστερες και συναφείς προς την προσβαλλόμενη, πράξεις ή παραλείψεις, έστω και αν έχουν εκδοθεί ή συντελεστεί αντιστοίχως έως την πρώτη συζήτηση της ανακοπής.
5. Η ανακοπή για την ακύρωση πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού ακινήτου είναι απαράδεκτη, αν δεν εγγραφεί στο βιβλίο διεκδικήσεων της περιφέρειας όπου βρίσκεται το ακίνητο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την κατάθεσή της. Σε αυτή την περίπτωση επιτρέπεται νέα ανακοπή μέσα στην προθεσμία του άρθρου 144.
Άρθρο 143
Ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση
1. Προς άσκηση ανακοπής εκτέλεσης νομιμοποιείται εκείνος που έχει άμεσο, προσωπικό και ενεστώς έννομο συμφέρον ή στον οποίο αναγνωρίζεται τέτοιο δικαίωμα από ειδική διάταξη νόμου.
2. Η ανακοπή εκτέλεσης στρέφεται όταν:
(α) η εκτέλεση επισπεύδεται από την αρμόδια οικονομική υπηρεσία του Δημοσίου, κατά του Δημοσίου,
(β) η εκτέλεση επισπεύδεται από την αρμόδια οικονομική υπηρεσία του Δημοσίου, αλλά για την ικανοποίηση απαίτησης άλλου νομικού προσώπου, κατά του Δημοσίου και κατά του δικαιούχου της απαίτησης νομικού προσώπου,
(γ) η εκτέλεση επισπεύδεται από την οικονομική υπηρεσία οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υπέρ των οποίων εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, κατά του επισπεύδοντος την εκτέλεση οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή του άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου,
(δ) προσβάλλεται ο πίνακας κατάταξης, κατά του επισπεύδοντος την εκτέλεση και κατά του δανειστή του οποίου η κατάταξη προσβάλλεται,
(ε) προσβάλλεται η αρνητική δήλωση νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ως τρίτου σύμφωνα με το άρθρο 34 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, εφόσον η υποχρέωση του τρίτου είναι δημοσίου δικαίου, κατά του τρίτου στα χέρια του οποίου επιβάλλεται η κατάσχεση.
(στ) προσβάλλεται η δήλωση του προϊσταμένου της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας για την ύπαρξη απαίτησης δημοσίου δικαίου ή προνομίου του Δημοσίου, κατά του Δημοσίου.
3. Η ανακοπή, όταν στρέφεται κατά της έκθεσης πλειστηριασμού, κοινοποιείται με ποινή απαραδέκτου στον αρμόδιο υπάλληλο του πλειστηριασμού και στον υπερθεματιστή. Όταν στρέφεται κατά του πίνακα κατάταξης, κοινοποιείται με ποινή απαραδέκτου στους αναγγελθέντες δανειστές και στον αρμόδιο υπάλληλο του πλειστηριασμού.
Άρθρο 144
Προθεσμία
1. Η ανακοπή εκτέλεσης ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών η οποία αρχίζει:
(α) στις περ. α’, β’ και δ’της παρ. 2 του άρθρου 142, από την επίδοση, αλλιώς από την πλήρη γνώση της πράξης ταμειακής βεβαίωσης, της κατασχετήριας έκθεσης και της έκθεσης πλειστηριασμού, αντιστοίχως,
(β) στην περ. ε’ της παρ. 2 του άρθρου 142, από την επίδοση της γραπτής πρόσκλησης του αρμόδιου για τον πλειστηριασμό υπαλλήλου προς τους δανειστές για να λάβουν γνώση του πίνακα κατάταξης,
(γ) στην περ. α’της παρ. 3 του άρθρου 142, από την επίδοση της δήλωσης του τρίτου ή την περιέλευση της σχετικής έκθεσης του ειρηνοδίκη, στον προϊστάμενο της οικονομικής υπηρεσίας που επισπεύδει την εκτέλεση,
(δ) στην περ. β’ της παρ. 3 του άρθρου 142, από την περιέλευση στον σύνδικο του πίνακα των βεβαιωμένων υπέρ του Δημοσίου χρεών του οφειλέτη,
(ε) σε κάθε άλλη περίπτωση άσκησης ανακοπής εκτέλεσης, από την επίδοση, αλλιώς από την πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης πράξης.
2. Στην περ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 142, η ανακοπή ασκείται μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών, η οποία αρχίζει από την επίδοση του προγράμματος πλειστηριασμού.
3. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ασκηθεί ανακοπή εκτέλεσης αν έχουν περάσει έξι (6) μήνες από τη διενέργεια του πλειστηριασμού.
Άρθρο 145
Περιεχόμενο
Το δικόγραφο της ανακοπής εκτέλεσης, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου, πρέπει να μνημονεύει με ακρίβεια την προσβαλλόμενη πράξη και τον εκδότη της. Επίσης, πρέπει να περιέχει σαφείς και συγκεκριμένους λόγους, καθώς και σχετικό αίτημα.
Άρθρο 146
Πρόσθετοι λόγοι
1. Πρόσθετοι λόγοι ανακοπής εκτέλεσης επιτρέπεται να υποβληθούν με ξεχωριστό δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου δεκαπέντε (15) πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, με σημείωση πάνω σε αυτό πράξης κατάθεσης.
2. Αντίγραφο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων επιδίδεται με ποινή απαραδέκτου, δεκαπέντε (15) πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, με επιμέλεια του ανακόπτοντος, σε εκείνους κατά των οποίων στρέφεται η ανακοπή εκτέλεσης.
Άρθρο 147
Ομοδικία, συνάφεια, σώρευση και συνεκδίκαση
1. Ως προς την ομοδικία, τη συνάφεια και τη συνεκδίκαση εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 45 έως 51, 56, 57 και 92.
2. Περισσότερα ένδικα βοηθήματα κατά πράξεων που έχουν εκδοθεί στο πλαίσιο της ίδιας διοικητικής εκτέλεσης, ή ένδικα μέσα κατά των σχετικών αποφάσεων, μπορεί να σωρευθούν, κυρίως ή επικουρικώς, στο ίδιο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο.
3. Η ανακοπή εκτέλεσης κατά της πράξης ταμειακής βεβαίωσης μπορεί να σωρευθεί, κυρίως ή επικουρικώς, στο ίδιο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο με την κατά το άρθρο 111 έφεση κατά της πράξης που συνιστά τον τίτλο, με βάση τον οποίο έγινε η βεβαίωση. Στην περίπτωση αυτή, εφόσον η έφεση ασκείται εμπροθέσμως, λογίζεται πάντοτε εμπρόθεσμη και η ανακοπή.
Άρθρο 148
Συζήτηση
1. Η ανακοπή εκτέλεσης εκδικάζεται από το αρμόδιο Τμήμα.
2. Σε περίπτωση ανακοπής κατά προγράμματος πλειστηριασμού ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, ή ο από αυτόν οριζόμενος δικαστής, ορίζει αμέσως δικάσιμο, η οποία πρέπει να απέχει δύο (2) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες από τη διενέργεια του πλειστηριασμού. Αντίγραφο του δικογράφου που κατατέθηκε, μαζί με την πράξη ορισμού δικασίμου, επιδίδεται με τη φροντίδα του ανακόπτοντος στα πρόσωπα κατά των οποίων στρέφεται η ανακοπή μέσα σε προθεσμία που ορίζεται από το Δικαστήριο και η οποία δεν επιτρέπεται να απέχει λιγότερο από μία (1) πλήρη ημέρα από τη δικάσιμο. Στην περίπτωση αυτή δεν χωρούν πρόσθετοι λόγοι.
Άρθρο 149
Παρέμβαση
1. Εκείνοι στους οποίους κοινοποιείται η ανακοπή εκτέλεσης σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 143 μπορούν να ασκήσουν πρόσθετη παρέμβαση προς υποστήριξη του διαδίκου υπέρ του οποίου έχουν έννομο συμφέρον να αποβεί η δίκη.
2. Η παρέμβαση ασκείται με προφορική δήλωση στο ακροατήριο.
Άρθρο 150
Εξουσία του Δικαστηρίου
1. Το Δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά τον νόμον και την ουσία στα όρια της ανακοπής εκτέλεσης, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της.
2. Κατ’ εξαίρεση, ο κατά τον νόμον έλεγχος της προσβαλλόμενης πράξης χωρεί και αυτεπαγγέλτως, εκτεινόμενος στο σύνολό της, προκειμένου να διακριβωθεί αν:
(α) η πράξη έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο, ή
(β) υπάρχει παραβίαση δεδικασμένου.
3. Κατά τον έλεγχο του κύρους των προσβαλλόμενων με την ανακοπή πράξεων της εκτέλεσης δεν επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας προηγούμενων πράξεων της εκτέλεσης.
4. Στην περίπτωση της ανακοπής κατά ταμειακής βεβαίωσης, επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος, κατά τον νόμον και την ουσία, του τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, εφόσον δεν προβλέπεται κατ’ αυτού ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον έλεγχό του, κατά τον νόμον και την ουσία, ή δεν υφίσταται σχετικώς δεδικασμένο.
5. Ισχυρισμοί που αφορούν στην απόσβεση της απαίτησης για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση μπορεί να προβάλλονται με την ευκαιρία άσκησης ανακοπής εκτέλεσης κατά της ταμειακής βεβαίωσης ή οποιασδήποτε πράξης της εκτέλεσης, πρέπει δε να αποδεικνύονται αμέσως.
Άρθρο 151
Απόφαση
Το Δικαστήριο, αν διαπιστώσει παράβαση νόμου ή ουσιαστικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης, προβαίνει στην ολική ή μερική ακύρωση ή στην τροποποίησή της. Σε διαφορετική περίπτωση, προβαίνει στην απόρριψη της ανακοπής εκτέλεσης.
Άρθρο 152
Ένδικα μέσα
1. Οι αποφάσεις που εκδίδονται επί ανακοπής εκτέλεσης υπόκεινται στα ένδικα μέσα της αίτησης αναίρεσης, της αίτησης αναθεώρησης, της αίτησης διόρθωσης ή ερμηνείας, της ανακοπής ερημοδικίας και της τριτανακοπής, όπου εφαρμόζονται αναλόγως τα Κεφάλαια 26 έως 31.
2. Η προθεσμία για την άσκηση των ένδικων μέσων είναι τριάντα (30) ημέρες, εκτός αν πρόκειται για απόφαση που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση ανακοπής κατά προγράμματος πλειστηριασμού, οπότε η προθεσμία είναι δέκα (10) ημέρες.
3. Δικαίωμα άσκησης ένδικων μέσων κατά της απόφασης επί της ανακοπής εκτέλεσης έχει σε κάθε περίπτωση και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Άρθρο 153
Λήψη μέτρων
1. Το αρμόδιο Τμήμα, ύστερα από προηγούμενη αίτηση, αποφαίνεται για κάθε αμφισβήτηση που αφορά:
(α) στον ορισμό ή την αντικατάσταση μεσεγγυούχου ή φύλακα και εν γένει τη μεσεγγύηση ή τη φύλαξη κινητών ή ακινήτων, ή
(β) στην εκκαθάριση ή τον προσδιορισμό των εξόδων και των δικαιωμάτων της εκτέλεσης.
2. Προς υποβολή της αίτησης νομιμοποιείται ο οφειλέτης, το Δημόσιο, το νομικό πρόσωπο που επισπεύδει την εκτέλεση, καθώς και κάθε τρίτος που έχει έννομο συμφέρον προς τούτο.
3. Ως προς την προδικασία και την κύρια διαδικασία εφαρμόζεται αναλόγως το Κεφάλαιο 18.
4. Κατά την εκδίκαση της αίτησης, ως προς την αξιολόγηση των προβαλλόμενων ισχυρισμών, αρκεί η πιθανολόγηση.
5. Ειδικά στην περ. β’ της παρ. 1, η αίτηση υποβάλλεται, μαζί με σχετικό πίνακα τον οποίο συντάσσει ο δικαιούχος, στον προϊστάμενο της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας που επισπεύδει την εκτέλεση. Ο τελευταίος διατυπώνει εγγράφως τις παρατηρήσεις του ως προς τη νομιμότητα και την ακρίβεια των κονδυλίων, και διαβιβάζει, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, το σχετικό έγγραφο στο Δικαστήριο, συγχρόνως δε το κοινοποιεί μαζί με αντίγραφο του πίνακα στον οφειλέτη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24
ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ
Άρθρο 154
Ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση
1. Οποιοσδήποτε από τους διαδίκους, εκτός από τους κυβερνητικούς οργανισμούς κατά την έννοια του άρθρου 34 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που έλαβε μέρος σε δίκη ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μπορεί να ζητήσει με αίτησή του δίκαιη ικανοποίηση, προβάλλοντας ότι η διαδικασία για την εκδίκαση της υπόθεσης διήρκεσε πέραν του εύλογου χρόνου που απαιτείται για τη διάγνωση των πραγματικών και νομικών ζητημάτων που ανέκυψαν στη δίκη.
2. Η αίτηση στρέφεται κατά του Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών.
Άρθρο 155
Προθεσμία
Η αίτηση ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών. Η προθεσμία αυτή αρχίζει από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου που εκδόθηκε μετά τη δίκη για την οποία ο αιτών παραπονείται ότι υπήρξε υπέρβαση της εύλογης διάρκειάς της.
Άρθρο 156
Άσκηση
1. Η αίτηση κατατίθεται στην αρμόδια γραμματεία του Δικαστηρίου.
2. Για την κατάθεση, συντάσσεται έκθεση, η οποία διαλαμβάνει τη χρονολογία της κατάθεσης, το ονοματεπώνυμο του υπαλλήλου που παρέλαβε την αίτηση και εκείνου που την κατέθεσε, καθώς και τον αριθμό καταχώρισής της στο οικείο βιβλίο ή στο ειδικό πρωτόκολλο κατάθεσης κατά περίπτωση, υπογράφεται δε από τον υπάλληλο που την παραλαμβάνει, καθώς και από εκείνον που την καταθέτει.
3. Η αίτηση υπογράφεται από δικηγόρο.
Άρθρο 157
Περιεχόμενο
1. Ο αιτών μνημονεύει στην αίτησή του το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου προβάλλει ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση, αναφέρει τις αναβολές που δόθηκαν με πρωτοβουλία των διαδίκων ή του Δικαστηρίου, περιγράφει συνοπτικά τα ανακύψαντα νομικά ή πραγματικά ζητήματα και λαμβάνει θέση επί της πολυπλοκότητάς τους.
2. Ο αιτών δεν δικαιούται σε αίτησή του για υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης ενώπιον της Ολομέλειας να ζητήσει δίκαιη ικανοποίηση και για την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας δίκης ενώπιον Τμήματος.
3. Η αίτηση περιέχει το όνομα και τη διεύθυνση κατοικίας εκείνου που την ασκεί, χρονολογία, υπογραφή, καθώς και την ηλεκτρονική διεύθυνση ή τον αριθμό τηλεφώνου του αιτούντος ή του πληρεξούσιου δικηγόρου του.
Άρθρο 158
Προδικασία
1. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση επί της υπόθεσης για την οποία ζητείται δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας αυτής, ορίζει με πράξη του Σύμβουλο ή Πάρεδρο για την εκδίκασή της.
2. Με την πράξη της παρ. 1, η οποία κοινοποιείται στον δικηγόρο που υπογράφει την αίτηση, και, μαζί με αντίγραφο της αίτησης, στον Υπουργό Οικονομικών, ορίζεται επίσης η ημέρα συζήτησης της αίτησης σε δημόσια συνεδρίαση, η οποία δεν μπορεί να απέχει πέραν των πέντε (5) μηνών από την κατάθεση της αίτησης. Η κοινοποίηση αυτή γίνεται τριάντα (30) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημερομηνία της συζήτησης.
3. Η γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την οικεία απόφαση υποχρεούται να υποβάλει στον αρμόδιο δικαστή αναλυτική έκθεση για την πορεία, καθώς και τα στοιχεία της υπόθεσης δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση της αίτησης. Η έκθεση και τα ίδια ως άνω στοιχεία τίθενται στη διάθεση των διαδίκων μερών. Η αίτηση εκδικάζεται ακόμη και σε περίπτωση μη υποβολής της ανωτέρω έκθεσης.
4. Αν έχει ασκηθεί αίτηση αναίρεσης κατά της ως άνω απόφασης και η δικογραφία έχει διαβιβαστεί στην Ολομέλεια, η αρμόδια γραμματεία διαβιβάζει αντίγραφα των διαδικαστικών εγγράφων στο Τμήμα ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η αίτηση.
5. Στην αρχή κάθε δικαστικού έτους, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ορίζει τις δικασίμους των αιτήσεων για δίκαιη ικανοποίηση και τους Συμβούλους και Παρέδρους του Ελεγκτικού Συνεδρίου που μετέχουν σε κάθε δικάσιμο.
Άρθρο 159
Συζήτηση
1. Η αίτηση εκδικάζεται από Σύμβουλο ή Πάρεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
2. Κατά τη συζήτηση της αίτησης οι διάδικοι καλούνται με επιμέλεια της γραμματείας του Δικαστηρίου.
3. Το Δημόσιο λαμβάνει θέση επί της δικονομικής συμπεριφοράς των διαδίκων και των αρμόδιων κρατικών αρχών κατά την εξέλιξη της δίκης, καθώς και επί της πολυπλοκότητας της υπόθεσης και επικαλείται οποιοδήποτε άλλο στοιχείο κρίνει αναγκαίο για τη διάγνωσή της.
Άρθρο 160
Απόφαση
1. Το Δικαστήριο αποφαίνεται αν συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης για τη διάρκεια της οποίας διατυπώνεται παράπονο ότι υπερέβη τον εύλογο χρόνο, συνεκτιμώντας ιδίως:
(α) την καταχρηστική ή παρελκυστική συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης,
(β) την πολυπλοκότητα των τιθέμενων πραγματικών και νομικών ζητημάτων,
(γ) τη στάση των αρμόδιων κρατικών αρχών και
(δ) το διακύβευμα της υπόθεσης για τον αιτούντα.
2. Όταν διαπιστώνεται ότι συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης, το Δικαστήριο αποφαίνεται αν πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση. Σε καταφατική περίπτωση, το Δικαστήριο ορίζει το ύψος του ποσού, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως την περίοδο υπέρβασης του εύλογου χρόνου για την εκδίκαση της υπόθεσης κατά συνεκτίμηση των κριτηρίων της παρ. 1, καθώς και την ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία για την αποκατάσταση της βλάβης του. Τέτοια μέτρα είναι και η καταβολή από τον οφειλέτη τόκων υπερημερίας σε όλη τη διάρκεια της καθυστέρησης ή η επιδίκαση υπέρ του αιτούντος αυξημένης δικαστικής δαπάνης, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 59.
3. Αν γίνει δεκτή η αίτηση, επιβάλλονται στο Δημόσιο τα έξοδα του αιτούντος για τη σύνταξη της αίτησης και την παράσταση του πληρεξούσιου δικηγόρου, τα οποία δεν μπορεί να υπερβαίνουν ποσό που ορίζεται για την άσκηση και συζήτηση της παρέμβασης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, μπορεί, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, να επιβάλλεται δαπάνη υπέρ του Δημοσίου.
4. Η απόφαση δημοσιεύεται εντός δύο (2) μηνών από τη συζήτηση της αίτησης και δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25
ΔΙΚΗ ΕΠΙ ΠΑΡΑΠΟΜΠΩΝ ΣΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Άρθρο 161
Παραπομπή ζητήματος αντισυνταγματικότητας τυπικού νόμου
1. Όταν Τμήμα του Δικαστηρίου κρίνει διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική, παραπέμπει υποχρεωτικά το ζήτημα στην Ολομέλεια, εκτός αν αυτό έχει κριθεί με προηγούμενη απόφασή της ή του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου. Ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου γνωμοδοτεί για το παραπεμπόμενο ζήτημα πριν από την οικεία δικάσιμο της Ολομέλειας.
2. Στη δίκη ενώπιον της Ολομέλειας μπορεί να ασκηθεί η ειδική παρέμβαση που προβλέπεται στο άρθρο 178.
Άρθρο 162
Προδικαστικό ερώτημα
1. Τμήμα του Δικαστηρίου, όταν επιλαμβάνεται υπόθεσης στην οποία ανακύπτει ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων ή κρίνει ότι διάταξη τυπικού νόμου αντίκειται σε διάταξη υπέρτερης τυπικής ισχύος, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση της Ολομέλειας, μπορεί, με απόφασή του που δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, να υποβάλει σχετικό προδικαστικό ερώτημα στην Ολομέλεια. Οι παρ. 4 και 6 του άρθρου 163 εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή. Ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου γνωμοδοτεί για το υποβαλλόμενο προδικαστικό ερώτημα πριν από την οικεία δικάσιμο της Ολομέλειας.
2. Η απόφαση της Ολομέλειας είναι υποχρεωτική για το Τμήμα που υπέβαλε το ερώτημα και δεσμεύει τους παρεμβάντες ενώπιον της Ολομέλειας.
Άρθρο 163
Πρότυπη δίκη
1. Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε Τμήματος μπορεί, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων ή του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, να εισαχθεί για εκδίκαση ενώπιον της Ολομέλειας με πράξη τριμελούς επιτροπής όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Η τριμελής επιτροπή αποτελείται από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο και τον πρόεδρο του Τμήματος, στο οποίο εκκρεμεί το ένδικο βοήθημα ή μέσο. Όταν το ένδικο βοήθημα ή μέσο εκκρεμεί στο Τμήμα όπου προεδρεύει ο αρχαιότερος αντιπρόεδρος, συμμετέχει στην επιτροπή, ως μέλος της, ο δεύτερος κατά την αρχαιότητα αντιπρόεδρος.
2. Αν το αίτημα υποβάλλεται από διάδικο, υπογράφεται επί ποινή απαραδέκτου από δικηγόρο και συνοδεύεται από παράβολο ύψους εκατό (100) ευρώ, το οποίο καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος. Το ύψος του παραβόλου μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης.
3. Το αίτημα κοινοποιείται στους λοιπούς διαδίκους ή στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά περίπτωση, ανάλογα με το ποιος υπέβαλε το αίτημα σύμφωνα με την παρ. 1. Οι τελευταίοι δύνανται να καταθέτουν υπομνήματα ενώπιον της τριμελούς επιτροπής.
4. Η πράξη της τριμελούς επιτροπής που εκδίδεται επί του αιτήματος δημοσιεύεται σε δύο εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα, τόσο εκείνων που δεν έχουν συζητηθεί όσο και εκείνων που έχουν. Η αναστολή δεν καταλαμβάνει την προσωρινή δικαστική προστασία.
5. Μετά την έκδοση της πράξης της τριμελούς επιτροπής για την εισαγωγή της υπόθεσης στην Ολομέλεια δεν επιτρέπεται παραίτηση από το υποβληθέν αίτημα.
6. Στη δίκη δικαιούται να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ζήτημα αυτό. Για την παρέμβαση της παρούσας δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη και η μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα άσκησης ανακοπής ερημοδικίας ή τριτανακοπής.
7. Μετά την επίλυση του ζητήματος, η Ολομέλεια μπορεί να παραπέμπει το ένδικο βοήθημα ή μέσο στο αρμόδιο Τμήμα για περαιτέρω εξέταση.
8. Η απόφαση της Ολομέλειας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιον αυτής δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες.
Άρθρο 164
Απόφαση Ολομέλειας
Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο παρόν Κεφάλαιο, η Ολομέλεια συγκροτείται σε δικαστικό σχηματισμό, συνέρχεται σε μείζονα σύνθεση και αποφαίνεται οριστικά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26
ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ
Άρθρο 165
Προσβαλλόμενες αποφάσεις
Το ένδικο μέσο της αίτησης αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων των Τμημάτων του Δικαστηρίου.
Άρθρο 166
Ποιοι ασκούν αίτηση αναίρεσης
1. Η αίτηση αναίρεσης ασκείται από οποιονδήποτε μετείχε στη δίκη ενώπιον του Τμήματος και ηττήθηκε. Δικαίωμα να ασκήσει αίτηση αναίρεσης έχει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον δικαιολογεί έννομο συμφέρον, καθώς και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
2. Η αίτηση αναίρεσης στρέφεται κατά των διαδίκων της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.
Άρθρο 167
Προθεσμία
1. Η αίτηση αναίρεσης ασκείται μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών, η οποία εκκινεί για το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθώς και για όσα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου χρηματοδοτούνται από εθνικούς ή ενωσιακούς πόρους από την περιέλευση της προσβαλλόμενης απόφασης σε αυτά. Το ίδιο ισχύει και για τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Για τον ιδιώτη διάδικο η προθεσμία αυτή εκκινεί από την επίδοση ή την περιέλευση με οποιονδήποτε τρόπο σε αυτόν ή την αποδεδειγμένα πλήρη γνώση από αυτόν της προσβαλλόμενης απόφασης. Αν ο έχων έννομο συμφέρον για την άσκηση αίτησης αναίρεσης διαμένει στην αλλοδαπή, η προθεσμία ορίζεται σε ενενήντα (90) ημέρες.
2. Αν δεν επιδόθηκε η απόφαση, η προθεσμία της αίτησης αναίρεσης είναι τρία (3) έτη, αρχόμενη από τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.
Άρθρο 168
Δεύτερη αίτηση αναίρεσης
Δεύτερη αίτηση αναίρεσης από τον ίδιο διάδικο κατά της ίδιας απόφασης ως προς το αυτό ή άλλο κεφάλαιο της αναιρεσιβαλλόμενης δεν επιτρέπεται, εκτός αν η πρώτη απορρίφθηκε για τυπικό λόγο, με εξαίρεση την εκπρόθεσμη άσκηση.
Άρθρο 169
Περιεχόμενο δικογράφου
1. Το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου, και τα εξής:
(α) τον αριθμό και τη χρονολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης,
(β) τους λόγους αναίρεσης κατά τρόπο σαφή και ορισμένο,
(γ) διορισμό αντικλήτου, όταν η αίτηση ασκείται από ιδιώτη διάδικο,
(δ) σαφές και συγκεκριμένο αίτημα.
2. Με την κατάθεση του δικογράφου της αίτησης αναίρεσης κατατίθενται και δύο (2) αντίγραφα της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης σε έγχαρτη μορφή ή ως ηλεκτρονικό έγγραφο που φέρει εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή ή εγκεκριμένη ηλεκτρονική σφραγίδα, με την οποία επικυρώνεται η απόφαση.
Άρθρο 170
Λόγοι αναίρεσης
Αναίρεση επιτρέπεται για:
(α) υπέρβαση δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση,
(β) μη νόμιμη συγκρότηση ή κακή σύνθεσή του,
(γ) παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας,
(δ) εσφαλμένη ερμηνεία ή πλημμελή εφαρμογή του νόμου,
(ε) παράβαση του δεδικασμένου,
(στ) έλλειψη νόμιμης βάσης ή αναιτιολόγητο,
(ζ) παραμόρφωση του περιεχομένου αποδεικτικού εγγράφου.
Άρθρο 171
Πρόσθετοι λόγοι
1. Οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης ως προς τα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης που έχουν προσβληθεί ήδη με την αίτηση αναίρεσης και τα κεφάλαια εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά, ασκούνται με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου, δεκαπέντε (15) πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναίρεσης, για την κατάθεση του οποίου συντάσσεται έκθεση.
2. Αντίγραφο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων επιδίδεται στον αναιρεσίβλητο δεκαπέντε (15) πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση με ποινή απαραδέκτου.
Άρθρο 172
Απαράδεκτο λόγων αναίρεσης
1. Είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο Τμήμα, εκτός αν πρόκειται για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο Τμήμα ή για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση ή αφορά σε ζήτημα που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Τμήμα.
2. Είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση σφάλμα που προκλήθηκε από ενέργειες του αναιρεσείοντος ή προσώπων που ενεργούν στο όνομά του.
3. Είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης κατά απόφασης του Δικαστηρίου της παραπομπής, εφόσον με τον λόγο αυτόν προσβάλλεται η απόφαση κατά το τμήμα της εκείνο κατά το οποίο συμμορφώθηκε προς την αναιρετική απόφαση.
Άρθρο 173
Λόγοι αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενοι
Το Δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως λόγους αναίρεσης που αφορούν στη δημόσια τάξη. Τέτοιοι λόγοι είναι ιδίως αυτοί που αναφέρονται στη διάκριση των δικαιοδοσιών και το ανίσχυρο λόγω αντισυνταγματικότητας της εφαρμοσθείσας διάταξης νόμου.
Άρθρο 174
Όρια αναιρετικού ελέγχου
1. Η εκτίμηση από το Τμήμα των αποδεικτικών στοιχείων και των πραγματικών γεγονότων δεν υπόκειται στον έλεγχο του αναιρετικού δικαστηρίου. Επί προδικαστικού ερωτήματος προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή αιτήματος γνωμοδότησης προς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το αναιρετικό δικαστήριο δύναται, για την πληρότητα του ερωτήματος αυτού, να λάβει υπόψη του και στοιχεία του πραγματικού της υπόθεσης που δεν αναφέρονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αλλά που περιλαμβάνονται στον φάκελο της υπόθεσης, όπως αυτός είχε συγκροτηθεί κατά την έκδοση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.
2. Στην αναιρετική δίκη δεν επιτρέπεται η προσκόμιση νέων αποδεικτικών στοιχείων.
3. Η εκτίμηση του περιεχομένου διαδικαστικών εγγράφων της ίδιας ή άλλης δίκης, ιδίως αγωγών, παρεμβάσεων, ένδικων μέσων, προτάσεων ή δικαστικών αποφάσεων, ελέγχεται από το Δικαστήριο.
Άρθρο 175
Αντικατάσταση αιτιολογιών
Αν το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, το Δικαστήριο απορρίπτει την αναίρεση, εκτός αν υπάρχει έννομο συμφέρον να αποτραπεί δεδικασμένο, οπότε αναιρείται η απόφαση μόνον ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της.
Άρθρο 176
Διαδικασία μετά την αναίρεση
1. Αν γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης για υπέρβαση δικαιοδοσίας, το Δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται πλέον της υπόθεσης.
2. Αν γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης για εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή του νόμου, η Ολομέλεια αποφασίζει περαιτέρω για την υπόθεση, εκτός αν αυτή χρήζει διερεύνησης κατά το πραγματικό της μέρος, οπότε την αναπέμπει στο αρμόδιο Τμήμα.
3. Αν η απόφαση αναιρεθεί για οποιονδήποτε άλλο λόγο, η Ολομέλεια αναπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο Τμήμα για την εκ νέου εξέτασή της με διαφορετική σύνθεση, κατά το μέρος που η απόφαση αναιρέθηκε.
4. Εφόσον αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από αυτή.
5. Το Τμήμα το οποίο δικάζει την υπόθεση κατά παραπομπή από την Ολομέλεια δεν μπορεί να αποστεί από την απόφαση της Ολομέλειας, ως προς τα ζητήματα που κρίθηκαν με αυτή.
Άρθρο 177
Αναίρεση υπέρ του νόμου
1. Ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου δύναται κατ’ εξαίρεση και μετά την παρέλευση της οικείας προθεσμίας να ασκεί αίτηση αναίρεσης υπέρ του νόμου.
2. Στην περίπτωση αυτή, αν γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, η απόφαση που αναιρεσιβάλλεται παραμένει αμετάβλητη.
Άρθρο 178
Ειδική παρέμβαση
1. Σε αναιρετική δίκη στην οποία, εν όψει των ισχυρισμών των διαδίκων, τίθεται ζήτημα αν διάταξη τυπικού νόμου είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα, έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν παρέμβαση φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, τα οποία δικαιολογούν έννομο συμφέρον σε σχέση με την κρίση του ζητήματος αυτού, εφόσον το αυτό ζήτημα εκκρεμεί σε δίκη ενώπιον άλλου δικαστικού σχηματισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην οποία είναι διάδικοι. Δικαίωμα άσκησης παρέμβασης έχει σε κάθε περίπτωση ο Υπουργός Δικαιοσύνης.
2. Ο παρεμβαίνων με βάση την παρ. 1 νομιμοποιείται να προβάλλει απόψεις και επιχειρήματα που αναφέρονται αποκλειστικά σε ζητήματα συνταγματικότητας που έχουν τεθεί. Η εκδιδόμενη απόφαση δεν παράγει έννομα αποτελέσματα για τον παρεμβαίνοντα αυτόν.
3. Η παρέμβαση αυτή ενώπιον της Ολομέλειας ασκείται σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 42.
4. Για την παράσταση όσων παρεμβαίνουν με βάση το παρόν, τη νομιμοποίηση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, τα απαιτούμενα τέλη και παράβολα, καθώς και για τη δικαστική δαπάνη, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των Κεφαλαίων 6, 34, 49, 50 και 51.
5. Η μη άσκηση παρέμβασης κατά την παρ. 1, σε οποιονδήποτε λόγο και να οφείλεται, δεν δημιουργεί δικαίωμα ανακοπής ερημοδικίας ή τριτανακοπής.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27
ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ
Άρθρο 179
Προσβαλλόμενες αποφάσεις
Σε αναθεώρηση υπόκεινται οι οριστικές αποφάσεις των Τμημάτων.
Άρθρο 180
Αρμόδιο δικαστήριο
Η αίτηση αναθεώρησης ασκείται ενώπιον του Τμήματος που εξέδωσε την απόφαση.
Άρθρο 181
Ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση
1. Νομιμοποιούνται να ασκήσουν αίτηση αναθεώρησης όσοι διετέλεσαν διάδικοι στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
2. Παθητικώς νομιμοποιούνται όσοι διετέλεσαν αντίδικοι εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.
Άρθρο 182
Νέα αίτηση
Η άσκηση από το ίδιο πρόσωπο νέας αίτησης αναθεώρησης επιτρέπεται μόνο για λόγο που προέκυψε μεταγενεστέρως, έστω και αν αφορά στο ίδιο κεφάλαιο της απόφασης.
Άρθρο 183
Λόγοι αναθεώρησης
1. Αναθεώρηση χωρεί για τους εξής λόγους:
(α) αν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε ψευδή κατάθεση μάρτυρα ή δήλωση διαδίκου, σε ψευδή έκθεση πραγματογνώμονα ή σε πλαστά ή νοθευμένα έγγραφα, και τα περιστατικά αυτά προκύπτουν από αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ή
(β) αν μετά την τελευταία συζήτηση της υπόθεσης περιήλθαν σε γνώση και στην κατοχή του διαδίκου που ζητεί την αναθεώρηση κρίσιμα έγγραφα τα οποία υπήρχαν πριν από τη δίκη αλλά δεν γνώριζε την ύπαρξή τους ή εμποδίστηκε στην προσκόμισή τους, ή
(γ) αν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε απόφαση πολιτικού, ποινικού ή διοικητικού δικαστηρίου, η οποία ανατράπηκε αμετακλήτως μετά την τελευταία συζήτηση.
2. Επίσης, αναθεώρηση χωρεί και όταν το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση πλανήθηκε πρόδηλα περί τα πράγματα, όπως ιδίως αν δεν εντόπισε σοβαρό σφάλμα που περιείχαν τα αριθμητικά δεδομένα πάνω στα οποία στήριξε την κρίση του ή αν θεώρησε ως υπαρκτό ή ανύπαρκτο γεγονός ενώ προκύπτει αναμφισβήτητα το αντίθετο.
Άρθρο 184
Προθεσμία
1. Αν προβάλλεται λόγος αναθεώρησης από τους αναφερόμενους στην παρ. 1 του άρθρου 183, η προθεσμία για την άσκηση της αίτησης αναθεώρησης είναι εξήντα (60) ημέρες και αρχίζει:
(α) στις περ. α’ και γ’ της παρ. 1 του άρθρου 183, αφότου καταστεί αμετάκλητη η σχετική δικαστική απόφαση,
(β) στην περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 183, αφότου τα κρίσιμα έγγραφα περιήλθαν στην κατοχή εκείνου που ζητεί την αναθεώρηση.
2. Αν τα γεγονότα της παρ. 1 συντελέστηκαν πριν από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, η προθεσμία άσκησης της αίτησης αναθεώρησης αρχίζει από την επίδοση της απόφασης.
3. Αν ο λόγος αναθεώρησης είναι από αυτούς που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 183, η προθεσμία για την άσκηση της αίτησης αναθεώρησης είναι εξήντα (60) ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Άρθρο 185
Ανάλογη εφαρμογή διατάξεων
Για την εκδίκαση της αίτησης αναθεώρησης εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του παρόντος για την έφεση.
Άρθρο 186
Συνέπειες αναθεώρησης
1. Αν γίνει δεκτός λόγος αναθεώρησης, η προσβαλλόμενη απόφαση εξαφανίζεται και επακολουθεί νέα εξέταση της υπόθεσης μέσα στα όρια του λόγου αυτού.
2. Η απόφαση που δέχεται την αίτηση αναθεώρησης υπόκειται στα ίδια ένδικα μέσα, στα οποία υπόκειται και η απόφαση που αναθεωρήθηκε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28
ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Άρθρο 187
Επιτρεπτό της διόρθωσης απόφασης
1. Αν κατά τη σύνταξη και την έκδοση απόφασης παρεισέφρησαν λάθη γραφικά ή λογιστικά ή προφανείς ανακρίβειες ή το διατακτικό της απόφασης διατυπώθηκε ελλιπώς ή ανακριβώς, το δικαστήριο που την εξέδωσε προβαίνει στη διόρθωσή της.
2. Αν τα λάθη είναι γραμματικά ή προδήλως συντακτικά και η διόρθωσή τους δεν μεταβάλλει το νόημα της φράσης όπου εμπεριέχονται, η διόρθωση επέρχεται με πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, την οποία προσυπογράφει και ο εισηγητής της υπόθεσης, εφόσον διατηρεί την ιδιότητα του δικαστή.
3. Σε κάθε άλλη περίπτωση, το Δικαστήριο δύναται να διορθώσει απόφασή του είτε αυτεπαγγέλτως με αίτηση του Προέδρου του είτε με αίτηση ενός από τους διαδίκους.
Άρθρο 188
Άσκηση αίτησης διόρθωσης
Η αίτηση διόρθωσης, όταν ασκείται από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, καταχωρίζεται ως πράξη του Προέδρου στο οικείο πρωτόκολλο του Δικαστηρίου και αντίγραφο αυτής κοινοποιείται στους διαδίκους. Όταν η αίτηση διόρθωσης ασκείται από διάδικο, κατατίθεται στην αρμόδια γραμματεία του Δικαστηρίου σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 55 του παρόντος.
Άρθρο 189
Περιεχόμενο αίτησης διόρθωσης
1. Η αίτηση διόρθωσης πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου, μνεία της προσβαλλόμενης απόφασης και σαφή αναφορά στα λάθη των οποίων ζητείται η διόρθωση.
2. Πρόσθετοι λόγοι επιτρέπεται να υποβληθούν με ξεχωριστό δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου δεκαπέντε (15) πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, με σημείωση πάνω σε αυτό πράξης κατάθεσης.
3. Αντίγραφο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων επιδίδεται με ποινή απαραδέκτου, δεκαπέντε (15) πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, με επιμέλεια του αιτούντος, στους άλλους διαδίκους.
Άρθρο 190
Προδικασία
1. Οι διατάξεις του παρόντος που αφορούν στην προδικασία για το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα ή μέσο, το οποίο προκάλεσε την έκδοση της απόφασης, εφαρμόζονται αναλόγως.
2. Αν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου κρίνει ότι το λάθος που παρεισέφρησε στην απόφαση εμποδίζει την εκτέλεσή της, ορίζει για την εκδίκαση της αίτησης διόρθωσης τη συντομότερη διαθέσιμη δικάσιμο.
Άρθρο 191
Συζήτηση
1. Η αίτηση συζητείται στο ακροατήριο και οι διάδικοι καλούνται με επιμέλεια της γραμματείας του Δικαστηρίου.
2. Στη σύνθεση του Δικαστηρίου που αποφαίνεται για την αίτηση διόρθωσης μετέχει, αν είναι εφικτό, ο δικαστής που διετέλεσε εισηγητής στην έκδοση της απόφασης της οποίας ζητείται η διόρθωση.
3. Αν έχουν ασκήσει αίτηση διόρθωσης ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου και ο διάδικος για τη διόρθωση του ίδιου λάθους, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει την εκδίκαση μίας από τις δύο. Αν δεν αφορούν αποκλειστικά στο ίδιο λάθος, οι αιτήσεις συνεκδικάζονται υποχρεωτικά.
Άρθρο 192
Απόφαση
1. Ο αριθμός της απόφασης ή της πράξης του Προέδρου, με την οποία έγινε η διόρθωση, σημειώνεται στο πρωτότυπο της απόφασης που διορθώνεται.
2. Στα αντίγραφα ή αποσπάσματα της απόφασης που διορθώνεται, πρέπει να γίνεται μνεία της πράξης του Προέδρου ή της δικαστικής απόφασης για τη διόρθωση, με σημείωση του αριθμού και της ημερομηνίας έκδοσής τους.
Άρθρο 193
Ένδικα μέσα
Κατά των εκδιδόμενων αποφάσεων δύναται να ασκηθούν τα ένδικα μέσα, τα οποία μπορούσαν να ασκηθούν κατά της απόφασης της οποίας έγινε η διόρθωση. Αν ασκηθούν, η άσκηση περιορίζεται μόνο στα κεφάλαια της απόφασης που διορθώθηκαν.
Άρθρο 194
Διόρθωση πρακτικού
1. Αν μετά τη δημοσίευση της απόφασης διαπιστωθεί ότι κατά τη σύνταξη των πρακτικών της συζήτησης στο ακροατήριο ή αποσπάσματος αυτών παρεισέφρησαν λάθη, γραφικά ή συντακτικά, ή προφανείς ανακρίβειες ή αυτά διατυπώθηκαν ελλιπώς ή ανακριβώς, επιτρέπεται η αυτεπάγγελτη διόρθωσή τους.
2. Η διόρθωση επέρχεται με πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου έγινε η συζήτηση, την οποία προσυπογράφει και ο γραμματέας της έδρας. Η πράξη του Προέδρου κοινοποιείται στους διαδίκους, για την άσκηση από αυτούς των ένδικων μέσων κατά της απόφασης που στηρίχθηκε στα πρακτικά ή το απόσπασμα που διορθώθηκαν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29
ΑΙΤΗΣΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Άρθρο 195
Ερμηνεία απόφασης
1. Αν η διατύπωση απόφασης είναι ασαφής και γεννά αμφιβολίες, το δικαστήριο που την εξέδωσε δύναται, ύστερα από αίτηση ενός από τους διαδίκους, να την ερμηνεύσει.
2. Η περί ερμηνείας απόφαση δεν μπορεί να μεταβάλει το διατακτικό της απόφασης που ερμηνεύεται.
Άρθρο 196
Περιεχόμενο αίτησης ερμηνείας
1. Η αίτηση ερμηνείας, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου, πρέπει ακόμη να περιέχει μνεία της προσβαλλόμενης απόφασης και τα αμφίβολα σημεία ή τις ασάφειες στην απόφαση αυτή, των οποίων ζητείται η ερμηνεία.
2. Πρόσθετοι λόγοι επιτρέπεται να υποβληθούν με ξεχωριστό δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου δεκαπέντε (15) πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, με σημείωση πάνω σ’ αυτό πράξης κατάθεσης.
3. Αντίγραφο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων επιδίδεται με επιμέλεια του αιτούντος στους άλλους διαδίκους δεκαπέντε (15) πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, με ποινή απαραδέκτου.
Άρθρο 197
Προδικασία
1. Η αίτηση ερμηνείας κατατίθεται στην αρμόδια γραμματεία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 55.
2. Οι διατάξεις του παρόντος που αφορούν στην προδικασία για το αντίστοιχο ένδικο βοήθημα ή μέσο, το οποίο προκάλεσε την έκδοση της απόφασης, εφαρμόζονται αναλόγως.
3. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ορίζει σύντομη δικάσιμο, αν κρίνει ότι η προβαλλόμενη ασάφεια εμποδίζει την εκτέλεση της απόφασης.
Άρθρο 198
Συζήτηση
1. Η αίτηση συζητείται στο ακροατήριο. Οι διάδικοι καλούνται στη συζήτηση με επιμέλεια της γραμματείας του Δικαστηρίου.
2. Στη σύνθεση του Δικαστηρίου, αν είναι εφικτό, μετέχουν οι δικαστές που έλαβαν την απόφαση.
Άρθρο 199
Εφαρμογή διατάξεων
Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος που αφορούν στην αίτηση διόρθωσης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30
ΑΝΑΚΟΠΗ ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑΣ
Άρθρο 200
Προσβαλλόμενες αποφάσεις
1. Σε ανακοπή ερημοδικίας υπόκεινται οι αποφάσεις των Τμημάτων, αν κάποιος από τους διαδίκους δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση ένδικου βοηθήματος ή μέσου, επειδή δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα, ή επειδή, αν και κλητεύθηκε νόμιμα, δεν μπόρεσε λόγω ανωτέρας βίας να παρασταθεί.
2. Δεύτερη ανακοπή κατά της ίδιας απόφασης δεν επιτρέπεται.
3. Κατά της απόφασης που απορρίπτει την ανακοπή δεν συγχωρείται νέα ανακοπή, εκτός αν ο ανακόπτων δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή, αν και κλητεύθηκε νόμιμα, δεν μπόρεσε λόγω ανωτέρας βίας να παρασταθεί.
Άρθρο 201
Ενεργητική νομιμοποίηση
Δικαίωμα ανακοπής έχει μόνον όποιος διάδικος δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση του ένδικου βοηθήματος ή μέσου επειδή δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα, ή επειδή, αν και κλητεύθηκε νόμιμα, δεν μπόρεσε λόγω ανωτέρας βίας να παρασταθεί.
Άρθρο 202
Προθεσμία
Η προθεσμία για την άσκηση της ανακοπής είναι εξήντα (60) ημέρες και αρχίζει για το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου από την περιέλευση της προσβαλλόμενης απόφασης σ’ αυτά. Για τον ιδιώτη διάδικο η ανωτέρω προθεσμία αρχίζει από την επίδοση σ’ αυτόν της προσβαλλόμενης απόφασης ή την πλήρη γνώση της απόφασης από αυτόν. Αν ο έχων έννομο συμφέρον για την άσκηση της ανακοπής διαμένει στην αλλοδαπή, η προθεσμία ορίζεται σε ενενήντα (90) ημέρες.
Άρθρο 203
Περιεχόμενο δικογράφου
Η ανακοπή πρέπει να περιέχει τα στοιχεία κάθε δικογράφου και ακόμη μνεία της προσβαλλόμενης απόφασης, τους λόγους της ανακοπής και αίτημα.
Άρθρο 204
Πρόσθετοι λόγοι
1. Πρόσθετοι λόγοι ανακοπής επιτρέπεται να υποβληθούν με ξεχωριστό δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου δεκαπέντε (15) πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, με σημείωση πάνω σ’ αυτό πράξης κατάθεσης.
2. Αντίγραφο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων επιδίδεται με επιμέλεια του ανακόπτοντος σε εκείνους κατά των οποίων στρέφεται η ανακοπή δεκαπέντε (15) πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, με ποινή απαραδέκτου.
Άρθρο 205
Εφαρμογή διατάξεων
Οι διατάξεις του παρόντος που αφορούν στην προδικασία, τη συζήτηση και την έκδοση της απόφασης που προσβάλλεται με την ανακοπή ερημοδικίας εφαρμόζονται αναλόγως.
Άρθρο 206
Συζήτηση
1. Η ανακοπή εισάγεται ενώπιον του Τμήματος που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
2. Η ανακοπή συζητείται στο ακροατήριο με κλήση των διαδίκων από τη γραμματεία του Δικαστηρίου.
Άρθρο 207
Απόφαση
Αν ο λόγος ανακοπής αποδειχθεί βάσιμος, εξαφανίζεται η απόφαση και το Δικαστήριο προβαίνει αμέσως σε νέα εξέταση της υπόθεσης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 31
ΤΡΙΤΑΝΑΚΟΠΗ
Άρθρο 208
Ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση
1. Τρίτος, ο οποίος βλάπτεται από οριστική απόφαση Τμήματος που εκδόθηκε σε δίκη μεταξύ άλλων και δεν είχε ασκήσει παρέμβαση, μπορεί, εφόσον συντρέχει το έννομο συμφέρον που θα δικαιολογούσε την παρέμβασή του στη δίκη αυτή, να ανακόψει την οικεία απόφαση.
2. Στερείται το δικαίωμα να ασκήσει τριτανακοπή o τρίτος στον οποίο κοινοποιήθηκε, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 42, το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο με γνωστοποίηση της σχετικής δικασίμου.
3. Η τριτανακοπή στρέφεται εναντίον όλων των διαδίκων μεταξύ των οποίων εκδόθηκε η απόφαση.
Άρθρο 209
Προθεσμία
Η τριτανακοπή ασκείται μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών, που αρχίζει για το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθώς και για όσα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου χρηματοδοτούνται από εθνικούς ή ενωσιακούς πόρους από την περιέλευση της προσβαλλόμενης απόφασης σ’ αυτά. Για τον ιδιώτη διάδικο η ανωτέρω προθεσμία αρχίζει από την επίδοση σ’ αυτόν της προσβαλλόμενης απόφασης ή την πλήρη γνώση της από αυτόν. Αν ο έχων έννομο συμφέρον για την άσκηση της ανακοπής διαμένει στην αλλοδαπή, η προθεσμία ορίζεται σε ενενήντα (90) ημέρες.
Άρθρο 210
Περιεχόμενο
Η αίτηση της τριτανακοπής πρέπει να περιέχει τα στοιχεία κάθε δικογράφου και ακόμη μνεία της προσβαλλομένης απόφασης, τους λόγους της ανακοπής και αίτημα.
Άρθρο 211
Πρόσθετοι λόγοι
1. Πρόσθετοι λόγοι τριτανακοπής επιτρέπεται να υποβληθούν με ξεχωριστό δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου δεκαπέντε (15) πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, με σημείωση πάνω σε αυτό πράξης κατάθεσης.
2. Αντίγραφο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων επιδίδεται με επιμέλεια του τριτανακόπτοντος σε εκείνους κατά των οποίων στρέφεται η τριτανακοπή δεκαπέντε (15) πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, με ποινή απαραδέκτου.
Άρθρο 212
Εφαρμογή διατάξεων
Οι διατάξεις του παρόντος που αφορούν στην προδικασία, τη συζήτηση και την έκδοση της απόφασης που προσβάλλεται με την τριτανακοπή εφαρμόζονται αναλόγως.
Άρθρο 213
Συζήτηση
1. Η τριτανακοπή εισάγεται ενώπιον του Τμήματος που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση.
2. Η τριτανακοπή συζητείται στο ακροατήριο με κλήση των διαδίκων από τη γραμματεία του Δικαστηρίου.
Άρθρο 214
Απόφαση
Αν ο λόγος της τριτανακοπής κριθεί βάσιμος, το Δικαστήριο εξαφανίζει την απόφαση και προχωρεί στην εκδίκαση της διαφοράς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 32
ΑΙΤΗΣΗ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
Άρθρο 215
Προσβαλλόμενες αποφάσεις
Απόφαση Τμήματος ή της Ολομέλειας, για την οποία κρίθηκε με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ότι εκδόθηκε κατά παραβίαση δικαιώματος σχετικού με τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή άλλης ρύθμισης ουσιαστικού δικαίου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, υπόκειται σε αίτηση επανάληψης της διαδικασίας ενώπιον του σχηματισμού που την εξέδωσε.
Άρθρο 216
Νομιμοποίηση
Δικαίωμα να ασκήσουν την αίτηση επανάληψης της διαδικασίας έχουν όσοι διετέλεσαν διάδικοι στη δίκη ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ή οι κάθε είδους καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοί τους, εφόσον έχουν έννομο συμφέρον, καθώς και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Άρθρο 217
Προθεσμία
1. Η αίτηση ασκείται μέσα σε προθεσμία ενενήντα (90) ημερών, που αρχίζει από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σύμφωνα με τις διακρίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 44 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.
2. Αν κατά τη διάρκεια της ανωτέρω προθεσμίας υπάρξει διαδοχή αυτού που ήταν διάδικος στη δίκη ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η προθεσμία για τον διάδοχο αρχίζει από τότε που επήλθε η διαδοχή. Ειδικά στην περίπτωση κληρονομικής διαδοχής, η προθεσμία για τον κληρονόμο αρχίζει από τη λήξη της προθεσμίας για την αποποίηση της κληρονομίας.
Άρθρο 218
Άσκηση
Οι διατάξεις του παρόντος που ισχύουν για την εκδίκαση του ένδικου βοηθήματος ή μέσου επί του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με την αίτηση απόφαση, εφαρμόζονται αναλόγως.
Άρθρο 219
Περιεχόμενο
Η αίτηση πρέπει να περιέχει τα στοιχεία κάθε δικογράφου και ακόμη μνεία της προσβαλλομένης απόφασης, συγκεκριμένους λόγους και αίτημα.
Άρθρο 220
Προδικασία
Οι διατάξεις του παρόντος που αφορούν στην προδικασία της συζήτησης της υπόθεσης, για την οποία εκδόθηκε η απόφαση που προσβάλλεται με την αίτηση, εφαρμόζονται αναλόγως.
Άρθρο 221
Συζήτηση
Για την εκδίκαση της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας εφαρμόζεται η ισχύουσα για τον οικείο δικαστικό σχηματισμό διαδικασία.
Άρθρο 222
Απόφαση
1. Αν η αίτηση κριθεί βάσιμη, η απόφαση του Δικαστηρίου ακυρώνεται κατά το τμήμα της που στοιχειοθέτησε την παραβίαση και η υπόθεση επανεξετάζεται σε νέα δικάσιμο.
2. Το Δικαστήριο, αν κρίνει ότι η υπόθεση είναι ώριμη, μπορεί να συζητήσει την υπόθεση στην ίδια δικάσιμο.
|| Άρθρα 1-222 || Άρθρα 223 - 383 ||
Νόμος 4700/2020 - ΦΕΚ 127/Α/29-6-2020
Ενιαίο κείμενο Δικονομίας για το Ελεγκτικό Συνέδριο, ολοκληρωμένο νομοθετικό πλαίσιο για τον προσυμβατικό έλεγχο, τροποποιήσεις στον Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, διατάξεις για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις.