Κανονισμός Ιεράς Συνόδου Εκκλησίας της Ελλάδος 5/1978 - ΦΕΚ 48/Α/3.4.1978
Συνδρομητικές Υπηρεσίες
- Το Νομοθέτημα έχει κωδικοποιηθεί σε αρχείο ενιαίο κειμένου, με ενσωματωμένες τις διατάξεις με τις οποίες έχει συμπληρωθεί - τροποποιηθεί μεταγενέστερα.
- Η υπηρεσία προβολής και μεταφόρτωσης κωδικοποιημένων κειμένων είναι διαθέσιμη ΔΩΡΕΑΝ, μόνο στα εγγεγραμμένα μέλη, με πρόσβαση στις Συνδρομητικές Υπηρεσίες.
- Απαιτείται μεγαλύτερο επίπεδο πρόσβασης για την προβολή των Συνδρομητικών Υπηρεσιών.
Εάν είστε μέλος και θέλετε να αποκτήσετε πρόσβαση στις συνδρομητικές Υπηρεσίες, πατήστε ΕΔΩ για Σύνδεση.
-Θέματα Βοήθειας και Υποστήριξης για τις συνδρομητικές υπηρεσίες.
ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ Φ.Ε.Κ.
Το αρχικό κείμενο με τις διατάξεις όπως ήταν δημοσιευμένες στο Φ.Ε.Κ. οι οποίες έχουν τροποποιηθεί μεταγενέστερα.
Για να δείτε τις τροποποιήσεις συνδεθείτε ως συνδρομητής (εδώ).
Κανονισμός Ιεράς Συνόδου Εκκλησίας της Ελλάδος 5/1978
ΦΕΚ 48/Α/3.4.1978
Περί Κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων.
Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
΄Εχουσα υπ’ όψει:
α)Τας διατάξεις του άρθρου 42 παρ. 2 του Νόμου 590/1977 «περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος»
β)Την υπ’ αριθμ. 5/14.6.1977 πράξιν του ΑΥΣΕ περί γνωμοδοτήσεως επί σχεδίου Κανονισμού περί Κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων.
γ)Τας από 17.8.1977, 19.8.1977, 13.12.1977 και 8.2.1978 αποφάσεις της Διαρκούς ιεράς Συνόδου, ψηφίζει:
Τον υπ’ αριθμόν 5/1978 Κανονισμόν «Περί Κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων».
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 5/1978
ΚΩΔΙΞ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
Γενικαί Διατάξεις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
Ορισμοί.
Πρόσωπα υπαγόμενα εις τον παρόντα Κώδικα.
Άρθρον 1.
1.Σκοπός του παρόντος Κώδικος είναι η καθιέρωσις κανόνων διεπόντων την υπηρεσιακήν κατάστασιν των υπαλλήλων των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου επί βάσεων ισότητος και δικαιοσύνης, η εξασφάλισις της ορθής επιλογής αυτών, η κατοχύρωσις της κατά το συμφέρον των νομικών τούτων προσώπων σταδιοδρομίας των και η επίτευξις της μεγίστης δυνατής αποδόσεως αυτών εν τη εργασία των.
2.Εις τας διατάξεις του παρόντος υπάγονται πάντες οι τακτικοί, οι επί θητεία και οι μετακλητοί υπάλληλοι των ιερών μητροπόλεων και λοιπών εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου περιλαμβανομένων και των ασφαλιστικών του κλήρου οργανισμών ανεξαρτήτως της ιδιότητος αυτών ως κληρικών, μοναχών ή λαϊκών ως και οι υπό των αυτών νομικών προσώπων προσλαμβανόμενοι επί σχέσει ιδιωτικού δικαίου κατά τας διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 103 του Συντάγματος.
Οι υπάλληλοι των γραφείων της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, οι ιεροκήρυκες και οι υπάλληλοι των ιερών μονών υπάγονται εις τον παρόντα κώδικα. Δεν υπάγονται όμως οι πρεσβύτεροι (προϊστάμενοι ή μη) ως και οι διάκονοι των ιερών ναών (ενοριακών ή μη), οι ιεροψάλται και το τυχόν υπάρχον έτερον βοηθητικόν ή υπηρετικόν προσωπικόν των ναών τούτων (χορωδοί, γραφείς, νεωκόροι, καθαρίστριαι).
Δεν υπάγεται ωσαύτως το πάσης φύσεως προσωπικόν της εκκλησιαστικής παιδείας.
3.Επί πάσης αμφισβητουμένης προϋπηρεσίας τινός ως εκκλησιαστικού υπαλλήλου αποφαίνεται η Διαρκής Ιερά Σύνοδος μετά σύμφωνον γνώμην του κατ’ άρθρον 5 του παρόντος Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄
Όργανα εφαρμογής του Κώδικος.
Άρθρον 2.
1.Παρά τη έδρα εκάστης Ιεράς Μητροπόλεως λειτουργεί Υπηρ. Συμβούλιον κατωτέρων υπαλλήλων, συγκροτούμενον δια πράξεως της Ιεράς Συνόδου, προτάσει του οικείου Ιεράρχου, όστις είναι και ο Πρόεδρος και απαρτιζόμενον εκ δύο λαϊκών Μελών τακτικών Εκκλησιαστικών υπαλλήλων ή υπαλλήλων του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. πτυχιούχων Ανωτάτης Σχολής μετά των αναπληρωτών των.
Η θητεία του ως άνω Συμβουλίου είναι τετραετής.
Τον Πρόεδρον απόντα, ελλείποντα ή κωλυόμενον αναπληροί ο Πρωτοσύγγελος ή ο Γεν. Αρχιερατικός Επίτροπος ή κληρικός Α΄ κατηγορίας επί βαθμώ 5ω ή μισθώ βαθμού τουλάχιστον 5ου, οριζόμενοι δια της περί συγκροτήσεως πράξεως.
Γραμματεύς του Συμβουλίου ορίζεται δια της περί συγκροτήσεως πράξεως εκκλησιαστικός υπάλληλος επί βαθμώ τουλάχιστον 8ω.
Το υπηρεσιακόν τούτο συμβούλιον είναι αρμόδιον δια τους μέχρι και του 6ου βαθμού εκκλησιαστικούς υπαλλήλους απάντων των εν τη Ιερά Μητροπόλει εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
2.Δια τους ιεροκήρυκας, τους υπαλλήλους των γραφείων της Δ.Ι.Σ., της Αποστολικής Διακονίας, του ΟΔΕΠ και του ΤΑΚΕ ανεξαρτήτως βαθμού ως και δι’ άπαντας τους επί βαθμώ 5ω και άνω εκκλησιαστικούς υπαλλήλους περί ων η παρ. 2 του άρθρου 1 του παρόντος Κώδικος, συνιστώνται επί τετραετεί θητεία δύο Υπηρεσιακά Συμβούλια προσωπικού λειτουργούντα παρά τη Δ.Ι.Σ διακρινόμενα εις πενταμελή και εις τριμελή.
Εκ τούτων τα πενταμελή είναι αρμόδια δια την κρίσιν των επί βαθμοίς 5ω έως 2ω υπαλλήλων ως και δια την προαγωγήν εις τον 5ον βαθμόν των επί 6ω βαθμώ εκκλ. υπαλλήλων.
Τα τριμελή είναι αρμόδια δια την κρίσιν των λοιπών εκκλ. Υπαλλήλων.
Τα ως άνω υπηρεσιακά Συμβούλια συγκροτούνται ως κάτωθι:
α)Πρόεδρος του Πενταμελούς Υπηρεσιακού Συμβουλίου είναι ο επί της Αρχιγραμματείας Συνοδικός Αρχιερεύς μετά του Αναπληρωτού του.
Μέλη δε είναι τέσσαρες (4) τακτικοί υπάλληλοι επί 3ω τουλάχιστον βαθμώ (άρθρον 103 παρ.4 Συντάγματος).
β)Πρόεδρος του Τριμελούς Υπηρεσιακού Συμβουλίου είναι ο επί της Αρχιγραμματείας Συνοδικός Αρχιερεύς μετά του Αναπληρωτού του.
Μέλη δε τούτου είναι δύο (2) τακτικοί υπάλληλοι επί 4ω τουλάχιστον βαθμώ.
Προκειμένης κρίσεως τακτικού εκκλησιαστικού υπαλλήλου 2ου, 3ου και 4ου βαθμού δεν δύναται να μετάσχη του υπηρεσιακού Συμβουλίου νεώτερος ή κατώτερος υπάλληλος του κρινομένου. Εις την ανωτέρω περίπτωσιν ως και εις την περίπτωσιν των επί 2ω, 3ω και 4ω βαθμώ μελών του Υπηρεσιακού Συμβουλίου τούτο συγκροτείται νομίμως εκ των υπολειπομένων μελών του, αρχαιοτέρων και ανωτέρων του κρινομένου.
3.Δια την προαγωγήν εκκλησιαστικών υπαλλήλων εις τον 1ον βαθμόν συνιστάται υπηρεσιακόν Συμβούλιον κρίσεων Ανωτάτων εκκλησιαστικών υπαλλήλων συγκροτούμενα ως ακολούθως:
(1)Εξ ενός (1) Συνοδικού Αρχιερέως, ως Προέδρου, αναπληρουμένου υπό του έχοντος τα πρεσβεία επομένου τη τάξει
(2)Εκ του Αρχιγραμματέως της Ιεράς Συνόδου.
(3)Εκ του Διοικητού του ΟΔΕΠ.
(4)Εκ του Γενικού Διευθυντού της Αποστολικής Διακονίας.
(5)Εκ του Γενικού Διευθυντού του Διορθοδόξου Κέντρου.
Τα ανωτέρω Συμβούλια συγκροτούνται δια Πράξεως της Δ.Ι.Σ.
Χρέη Γραμματέως των ως άνω Υπηρεσιακών Συμβουλίων εκτελεί τακτικός εκκλησιαστικός υπάλληλος επί 6ω τουλάχιστον βαθμώ οριζόμενος μετά του αναπληρωτού του δι’ αποφάσεως της Δ.Ι.Σ.
4.Δια τους υπαλλήλους της κατηγορίας των ειδικών θέσεων αρμοδία είναι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος.
5.Αποζημιώσεως δια την συμμετοχήν των εις τα Υ.Σ. δικαιούνται οι μη έχοντες την ιδιότητα του Εκκλ. Υπαλλήλου.
Το ύψος της αποζημιώσεως ορίζεται, κατά συνεδρίαν δι’ αποφάσεως της Δ.Ι.Σ. μετά γνωμοδότησιν της Ν.Υ.Ε.
Άρθρον 3.
Τα Τριμελή υπηρεσιακά συμβούλια συνεδριάζουν παρόντων απάντων των μελών αυτών και αποφαίνονται ομοφώνως.
Το Πενταμελές υπηρεσιακόν συμβούλιον επιφυλασσομένης της διατάξεως της παρ. 2 εν τέλει του προηγουμένου άρθρου του παρόντος, συνεδριάζει παρόντων των τεσσάρων τουλάχιστον εκ των μελών αυτού και αποφαίνεται κατ’ απόλυτον πλειοψηφία των παρόντων, εν ισοψηφία νικώσης της ψήφου του Προέδρου.
Άρθρον 4.
Αντικατάστασις των μελών των εν τοις παραγράφοις 1 και 2 του άρθρου 2 του παρόντος υπηρεσιακών συμβουλίων διαρκούσης της θητείας των επιτρέπεται μόνον εν συνδρομή αποχρώντος υπηρεσιακού λόγου δι’ ειδικής ητιολογημένης πράξεως του συγκροτούντος το συμβούλιον οργάνου.
Άρθρον 5.
Ανώτατον Υπηρεσιακόν συμβούλιον της Εκκλησίας.
1.Παρά τη Διαρκεί Ιερά Συνόδω λειτουργεί το Ανώτατον Υπηρεσιακόν Συμβούλιον της Εκκλησίας (ΑΥΣΕ).
2.Η σύνθεσις και ο τρόπος λειτουργίας του ΑΥΣΕ αι αρμοδιότητες αυτού, η οργάνωσίς του και η αποζημίωσις των μελών του ως και παν ζήτημα αφορών εις το Συμβούλιον τούτο ρυθμίζονται δι’ αποφάσεων της Δ.Ι.Σ., εγκρινομένης υπό της Ι.Σ.Ι. κατά τα εν παρ. 5 του άρθρου 42 Ν. 590/77 οριζόμενα.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
Καταρτισμός υπαλληλικής σχέσεως – Κατάταξις υπαλλήλων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
Διορισμός
Τμήμα Α΄
Προσόντα διορισμού.
Άρθρον 6.
Ουδείς διορίζεται εκκλησιαστικός υπάλληλος εάν δεν κέκτηται τα εν τοις επομένοις άρθροις τυπικά προσόντα τα οποία δέον να συντρέχουν το βραδύτερον την τελευταίαν ημέραν της προθεσμίας προς υποβολήν αιτήσεως περί συμμετοχής εις διαγωνισμόν ή ετέραν διαδικασίαν επιλογής. Μη απαιτουμένης αιτήσεώς τινος η συνδρομή των τυπικών προσόντων κρίνεται εκ του χρόνου ολοκληρώσεως της πράξεως του διορισμού ή της προσλήψεως.
Άρθρον 7.
1.΄Ινα προσληφθή τις ως εκκλησιαστικός υπάλληλος δέον να κέκτηται την ελληνικήν ιθαγένειαν αποδεικνυομένην δι’ εγγραφής εις τα μητρώα του οικείου Δήμου ή κοινότητος, ή προκειμένου περί θηλέων, εις τα οικεία δημοτολόγια.
2.Επιτρέπεται ο διορισμός αλλοδαπών ομογενών υπό τας υφισταμένας και δια τους ημεδαπούς προϋποθέσεις πλην του της προσαγωγής πιστοποιητικού ελληνικής ιθαγενείας εφ’ όσον αποδείξουν την ιδιότητα αυτών ως Ελλήνων το γένος και το φρόνημα.
3.Δι’ ειδικώς ητιολογημένης αποφάσεως της διαρκούς Ιεράς Συνόδου δύναται να επιτραπή ο κατά τας κειμένας διατάξεις διορισμός ή η πρόσληψις αλλοδαπού μη Έλληνος το γένος, εφ’ όσον ούτος είναι χριστιανός ορθόδοξος και κέκτηται και τα λοιπά υπό του παρόντος Κώδικος οριζόμενα προσόντα.
Άρθρον 8.
1.Ουδείς διορίζεται εκκλησιαστικός υπάλληλος εάν δεν είναι χριστιανός ορθόδοξος και εάν δεν κέκτηται το προσήκον δι’ εκκλησιαστικόν υπάλληλον ήθος.
2.Δεν διορίζεται εκκλησιαστικός υπάλληλος ο δι’ αποφάσεως συμβουλίου δια πειθαρχικούς λόγους απολυθείς εκ θέσεως δημοσίου υπαλλήλου ή υπαλλήλου εκκλησιαστικού ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου.
Άρθρον 9.
1.΄Ινα διορισθή τις εκκλησιαστικός υπάλληλος ή να προσληφθή επί συμβάσει Ιδιωτικού Δικαίου δέον να έχη συμπεπληρωμένον το 21ον έτος της ηλικίας του και να μη έχη υπερβή το 40ον.
Ειδικαί εξαιρέσεις δύνανται να επιτραπούν κατόπιν ειδικώς ητιολογημένης πράξεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου εκδιδομένης μετά γνώμην του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Προκειμένου περί διορισμού ή προσλήψεως εις την κατηγορίαν των ειδικών θέσεων ως και περί διορισμού των κατά τα άρθρα 148 κ. Επ. του παρόντος μετακλητών υπαλλήλων δεν ισχύει ο περιορισμός του ανωτάτου ορίου ηλικίας. Προκειμένου περί δακτυλογράφων, στενογράφων ή στενοδακτυλογράφων γυναικών ως κατώτατον όριον καθορίζεται το 18ον.
2.Δια την εφαρμογήν της προηγουμένης παραγράφου ως ημέρα γεννήσεως λαμβάνεται η 1η Ιανουαρίου του έτους γεννήσεως, καθ’ όσον αφορά το κατώτατον και η 31η Δεκεμβρίου του αυτού έτους καθ’ όσον αφορά το ανώτατον όριον ηλικίας.
3.Η ηλικία αποδεικνύεται εκ της εντός ενενήκοντα ημερών από της γεννήσεως συντεταγμένης ληξιαρχικής πράξεως και εν ελλείψει τοιαύτης, προκειμένου μεν περί αρρένων, εκ του μητρώου αρρένων, προκειμένου δε περί θηλέων εκ του δημοτολογίου. Επί πλειόνων εν τοις μητρώοις ή τοις δημοτολογίοις εγγραφών υπερισχύει η πρώτη.
4.Δικαστικαί αποφάσεις διορθούσαι την περί ηλικίας εγγραφήν δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν.
Άρθρον 10.
Ίνα άρρην προσληφθή ως εκκλησιαστικός υπάλληλος δέον να έχη εκπληρώσει τας στρατιωτικάς αυτού υποχρεώσεις ή να έχη απαλλαγή τούτων νομίμως ή να ευρίσκεται νομίμως εκτός του στρατεύματος, προς δε να μη έχη κηρυχθή ανυπότακτος ουδέ να έχη τελεσιδίκως καταδικασθή επί λιποταξία. Εκκλησιαστικός υπάλληλος καλούμενος εις τας τάξεις του στρατεύματος δεν απολύεται της θέσεώς του.
Άρθρον 11.
1.Ίνα προσληφθή τις ως εκκλησιαστικός υπάλληλος, δέον να μη έχη καταδικασθή επί κακουργήματι και εις οιανδήποτε ποινήν επί κλοπή, υπεξαιρέσει (κοινή και εν υπηρεσία), απάτη, εκβιάσει, πλαστογραφία, ψευδορκία εν γένει, απιστία δικηγόρου, δωροδοκία, καταπιέσει, απιστία περί την υπηρεσία, παραβιάσει καθήκοντος, εγκλήματι κατά των ηθών και συκοφαντική δυσφημήσει. Επίσης δεν διορίζεται ο υπόδικος ο δια τελεσιδίκου βουλεύματος παραπεμφθείς επί κακουργήματι ή επί τινι των εν τη παρούση παραγράφω αναφερομένων πλημμελημάτων.
2.Η παραγραφή αδικήματος εφ’ ου διετάχθη παραπομπή δια τελεσιδίκου βουλεύματος, η αποκατάστασις, η αμνηστεία και η χάρις μετ’ άρσεως των συνεπειών δεν αίρουν την ως άνω ανικανότητα.
3.Δεν προσλαμβάνεται ωσαύτως ο εκκλησιαστικός υπάλληλος:
α)ο καταδικασθείς εις στέρησιν των πολιτικών δικαιωμάτων και μετά την λήξιν του ορισθέντος δια την στέρησιν χρόνου.
β)ο τελών υπό απαγόρευσιν ή δικαστικήν αντίληψιν και
γ)ο πτωχεύσας από της κηρύξεως της πτωχεύσεως και μέχρι της νομίμου αποκαταστάσεως.
Άρθρον 12.
Δεν διορίζεται εκκλησιαστικός υπάλληλος ο λόγω ή έργω επιδεικνύων έλλειψιν σεβασμού προς την ορθόδοξον χριστιανικήν θρησκείαν.
Άρθρον 13.
Ίνα διορισθή τις εκκλησιαστικός υπάλληλος δέον όπως η υγιής. Αι περί διαπιστώσεως της υγείας διατάξεις αι αφορώσαι εις τους δημοσίους υπαλλήλους εφαρμόζονται και επί των εκκλησιαστικών υπαλλήλων.
Τμήμα Β΄
Διαδικασία διορισμού.
Άρθρον 14.
1.Ουδείς διορίζεται εκκλησιασικός υπάλληλος αν μη επιτύχη εις διαγωνισμόν ενώπιον Επιτροπής συγκροτουμένης υπο της Δ.Ι.Σ. μετά γνώμην του Α.Υ.Σ.Ε. Η Δ.ΙΣ. ωσαύτως μετά γνώμην του Α.Υ.Σ.Ε. καθορίζει την εξεταστέαν ύλην.
Κατ’ εξαίρεσιν δύνανται να διορίζωνται εκκλησιαστικοί υπάλληλοι δι’ επιλογής υπό επιτροπής, συγκροτουμένης κατά τα ανωτέρω.
2.Εις ειδικάς περιπτώσεις καθ’ ας δέον να γίνη εξέτασις εις ξένας γλώσσας και άλλα ειδικά μαθήματα και δεν υπάρχουν υπάλληλοι εκ των ως άνω δια την εξέτασιν αυτών επιτρέπεται να ορισθούν μέλη της Επιτροπής μέχρι του ενός τρίτου μη μόνιμοι υπάλληλοι ή και ιδιώται.
3.Ο διαγωνισμός διενεργείται κατόπιν προκηρύξεως, εκδιδομένης μετά την έγκρισιν της δια τας προκηρυσσομένας θέσεις σχετικής πιστώσεως υπό του οικείου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου περιλαμβανούσης την εξεταστέαν ύλην και πάσαν λεπτομέρειαν διενεργείας του διαγωνισμού και δημοσιευομένης προ είκοσι ημερών εις την εφημερίδα της Εκκλησίας «Εκκλησιαστική Αλήθεια» και το Δελτίον «ΕΚΚΛΗΣΙΑ».
4.Η εξεταστική επιτροπή ελέγχει τα τυπικά προσόντα των υποψηφίων και δι’ ειδικώς ητιολογημένης αποφάσεως εκδιδομένης εντός πέντε ημερών από της λήξεως της δια της διακηρύξεως οριζομένης προθεσμίας, αποκλείει τους μη κεκτημένους ταύτα.
5.Κατά της αποφάσεως της Επιτροπής περί αποκλεισμού του υποψηφίου δι’ έλλειψιν τυπικού τινος προσόντος επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου εντός τριών ημερών από της εις τον ενδιαφερόμενον κοινοποιήσεως πλήρους αντιγράφου της αποφάσεως ταύτης. Η απόφασις του συμβουλίου εκδίδεται μέχρι της προτεραίας του διαγωνισμού, όστις δεν επιτρέπεται να διενεργηθή πριν ή παρέλθη άπρακτος η ως άνω τριήμερος προθεσμία.
6.Υποψήφιος μη αποκλεισθείς του διαγωνισμού αλλ’ αποτυχών εν αυτώ δικαιούται εντός 30 ημερών από της δημοσιεύσεως του πίνακος επιτυχίας δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως ως και του επισήμου δελτίου της Εκκλησίας «ΕΚΚΛΗΣΙΑ» να προσφύγη ενώπιον του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου μόνον δια παράβασιν νόμου, δεκτής δε καθισταμένης της προσφυγής ταύτης δικαιούται ούτος, εάν συντρέχει περίπτωσις, να υποβληθή εις νέα εξέτασιν ή να εξετασθή εις α δεν εξητάσθη μαθήματα, ή εάν δεν συντρέχει τοιούτος λόγος, να εγγραφή εις την οικείαν σειράν του πίνακος και να καταλάβη την υπάρχουσαν κενήν ή οποτεδήποτε κενωθησομένην θέσιν.
Άρθρον 15.
Κατ’ εξαίρεσιν επιτρέπεται ο διορισμός άνευ διαγωνισμού εάν ειδικαί ή εξαιρετικαί συνθήκαι επιβάλλουν την τοιαύτην παρέκκλισιν. Εν τοιαύτη περιπτώσει απαιτείται ειδική απόφασις της Διαρκούς Ιεράς συνόδου εκδιδομένη μετά ειδικώς ητιολογημένην πρότασιν του διοικητικού συμβουλίου του οικείου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου και γνωμοδότησιν του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου εν τη οποία περιέχεται και πρότασις περί του τρόπου διενεργείας του διορισμού.
Άρθρον 16.
1.Διαγωνισμός δεν απαιτείται εις τας εξής περιπτώσεις:
α)Δια τον διορισμόν εις θέσεις της κατηγορίας των ειδικών θέσεων. Αι θέσεις αύται πληρούνται δι’ αποφάσεως της Διαρκούς ιεράς Συνόδου, τηρουμένων των εν τη παρ. 2 άρθρου 42 Ν. 590/77 οριζομένων.
β)Δια τον διορισμόν εις θέσεις τεχνικών, δι’ ας απαιτείται απολυτήριον Μέσης Τεχνικής Σχολής ή ειδική εμπειρία ή ειδικότης ή πτυχίον Ανωτέρας ή Ανωτάτης Σχολής.
γ)Δια τον διορισμόν εις θέσεις Κλάδου Σ.Ε.
Αι θέσεις αύται πληρούνται δι’ αποφάσεως του οικείου Μητροπολίτου ή του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου. Προς τούτο δημοσιεύεται, κατά τα εν παραγράφω 3 του άρθρου 14 του παρόντος, αναλόγως εφαρμοζομένου πρόσκλησις προς υποβολήν αιτήσεων υπό των ενδιαφερομένων.
δ)Το εργατοτεχνικόν προσωπικόν προσλαμβάνεται δι’ αποφάσεως του οικείου Μητροπολίτου ή του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου Εκκλησιαστικού Ν.Π.Δ.Δ.
2.Αι κατά την προηγουμένην παράγραφον αποφάσεις, πλην των αποφάσεων προσλήψεως εργατοτεχνικού προσωπικού, δημοσιεύονται δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
Άρθρον 17.
1.Εάν η κατά τας παγίας διατάξεις πλήρωσις τακτικής θέσεως εκκλησιαστικού υπαλλήλου των Γραφείων της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και των λοιπών Μητροπόλεων και των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων δημοσίου δικαίου καθίσταται εκ τινος λόγου άκρως δυσχερής, επιτρέπεται η προσωρινή ανάθεσις καθηκόντων της θέσεως ταύτης εις πρεσβύτερον ή διάκονον, επί τη καταβολή εις αυτόν μηνιαίας αποζημιώσεως, το ύψος της οποίας καθορίζεται αποφάσει της Δ.Ι.Σ, υπό μορφήν προσωπικού επιδόματος προστιθεμένου εις τας αποδοχάς της κυρίας αυτού απασχολήσεως.
Η προσωρινή άσκησις των καθηκόντων παύει άμα τη πληρώσει της θέσεως κατά τας κειμένας διατάξεις. Ο κατά την προηγουμένην παράγραφον ασκών προσωρινώς καθήκοντα εκκλησιαστικού υπαλλλήλου κληρικός υπέχει απάσας τας υποχρεώσεις εκκλησιαστικού υπαλλήλου τας δια του παρόντος θεσπιζομένας και υπόκειται κατά την διάρκειαν της ασκήσεως των καθηκόντων του εις άπαντας τους περιορισμούς των εκκλησιαστικών υπαλλήλων, επιφυλασσομένης της διατάξεως του άρθρου 42 παρ.6, του Ν. 590/77.
2.Η κατά την προηγουμένην παράγραφον ανάθεσις καθηκόντων ενεργείται υπό του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου.
Άρθρον 18.
1.Οι επιτυχόντες εις διενεργηθέντα διαγωνισμόν κατατάσσονται εις πίνακα κατά την σειράν επιτυχίας των. Ο πίναξ ούτος ισχύει επί έν έτος από της δημοσιεύσεως του δια της εφημερίδος της Κυβερνήσεως και του δελτίου της Δ.Ι.Σ. «ΕΚΚΛΗΣΙΑ» εξ αυτού δε πληρούνται και αι κατά την διάρκειαν της ισχύος αυτού κενούμεναι ή δημιουργούμεναι νέαι θέσεις.
Εάν μεταξύ των επιτυχόντων περιλαμβάνωνται θύματα ή ανάπηροι πολέμου συνταξιοδοτούμενοι ή μη, επί τετράμηνον πολεμισταί της γραμμής των πρόσω, αγωνισταί Εθνικής αντιστάσεως, τέκνα πολυτέκνων, κληρικοί ή τέκνα κληρικών πτυχιούχοι Θεολογίας ή απόφοιτοι εκκλησιαστικών σχολών, προς καθορισμόν της σειράς επιτυχίας των προστίθεται εις τον συνολικόν βαθμόν ον έλαβον ούτοι ποσοστόν 10/100.
2.Ο διορισμός των επιτυχόντων ενεργείται υποχρεωτικώς εντός μηνός από της δημοσιεύσεως του πίνακος δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως ή της κενώσεως ή δημιουργίας της θέσεως, τηρουμένης πάντως της σειράς εγγραφής.
Τμήμα Γ΄
Πράξις διορισμού.
Άρθρον 19.
Οι επιτυχόντες εις διαγωνισμόν διορίζονται δια πράξεως του οικείου Μητροπολίτου ή του προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου, οι υπάλληλοι δε των γραφείων της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου δια πράξεως του Προέδρου αυτής.
Άρθρον 20.
Ο διοριζόμενος εισάγεται εις την υπηρεσίαν δια του τελευταίου εν εκάστω κλάδω βαθμού, επιφυλασσομένης της παραγράφου 4 του άρθρου 67 του παρόντος.
Άρθρον 21.
1.Η περί διορισμού πράξις δημοσιεύεται δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως εν περιλήψει μνημονευούση:
α)την διορίζουσαν αρχήν, β)τον αριθμόν και την χρονολογία της πράξεως, γ)το ονοματεπώνυμον του διορισθέντος και δ)την θέσιν εις ην διορίζεται, τον βαθμόν, ως και πάντα περιλαμβανόμενον εν τη πράξει ειδικόν προσδιορισμόν.
2.Δεν επιτρέπεται ανάληψις υπηρεσίας εκκλησιαστικού υπαλλήλου ουδ’ ορκωμοσία, εάν το έγγραφον της κοινοποιήσεως δεν μνημονεύη τον αριθμόν του φύλλου της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, εν ω εδημοσιεύθη η περίληψις του διορισμού.
3.Εφ’ όσον ήθελε υπάρξη επείγουσα ανάγκη, βεβαιουμένη δι’ ειδικής πράξεως του Πρόεδρου της Ιεράς Συνόδου, επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεσιν, η προ της δημοσιεύσεως του διορισμού εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως πρσωρινή ανάληψις υπηρεσίας.
4.Εις τας τοιαύτας περιπτώσεις ο διορισμός δέον να δημοσιευθή εντός διμήνου από της ημέρας της αναλήψεως υπηρεσίας, άλλως ο υπάλληλος θεωρείται αυτοδικαίως απολυθείς.
Άρθρον 22.
Κοινοποίησις διορισμού.
1.Ο διορισμός εκκλησιαστικού υπαλλήλου κοινοποιείται εντός τριάκοντα ημερών το βραδύτερον από της δημοσιεύσεώς του, δι’ εγγράφου της αρμοδίας προς διορισμόν Αρχής επιδιδομένου εις τον διοριζόμενον ή εις την κατοικίαν αυτού επί αποδείξει.
2.Εν τω εγγράφω τούτω τάσσεται και εύλογος προθεσμία, μη δυναμένη να υπερβή τας τριάκοντα ημέρας, προς ορκωμοσίαν του διοριζομένου και ανάληψιν υπηρεσίας.
Εν παραλείψει καθορισμού τοιαύτης προθεσμίας, θεωρείται ταχθείσα προθεσμία τριάκοντα ημερών.
3.Παρελθούσης απράκτου της προθεσμίας της παρ. 1, ο διορισμός θεωρείται κοινοποιηθείς την τριακοστήν ημέραν από της δημοσιεύσεως, από της ημέρας δε ταύτης άρχεται τριακονθήμερος προθεσμία προς ορκωμοσίαν του διοριζομένου και ανάληψιν υπηρεσίας.
Τμήμα Δ΄
Ανάκλησις διορισμού.
΄Αρθρον 23.
1.Ο δημοσιευθείς διορισμός εκκλησιαστικού υπαλλήλου ανακαλείται αρμοδίως εάν ο διορισθείς δεν απεδέχθη αυτόν είτη ρητώς είτε σιωπηρώς, δια της παραμελήσεως της κατά το άρθρον 22 παρ. 2 και 3 προθεσμίας, ή δεν εξεπλήρωσεν άλλας, κατά νόμον προσθέτους υποχρεώσεις, προ της εγκαταστάσεως.
2.Διορισμός γενόμενος κατά παράβασιν του νόμου ανακαλείται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος μη δυναμένου, προκειμένου περί υπαλλήλου διορισθέντος κατόπιν διαγωνισμού, να υπερβή την διετίαν απο της δημοσιεύσεώς του. Ανακαλείται όμως και μετά την παρέλευσιν της προθεσμίας ταύτης εάν ο διορισθείς προεκάλεσεν ή υπεβοήθησε την παρανομίαν ή εάν ο διορισμός εγένετο κατά παράβασιν των άρθρων 713.
3.Εάν ησκήθη πειθαρχική δίωξις, ανάκλησις δια τον λόγον της πειθαρχικής διώξεως δεν επιτρέπεται.
4.Ο διορισθείς του οποίου ο διορισμός ανεκλήθη κατά την παρ. 1, υπέχει, δι’ ον χρόνον εξετέλεσε τα καθήκοντα του εκκλησιαστικού υπαλλήλου, τας ευθύνας τούτου, αι πράξεις δε αυτού είναι έγκυροι.
Τμήμα Ε΄
Ορκωμοσία.
Άρθρον 24.
1.Ανάληψις υπηρεσίας δεν επιτρέπεται προ της δόσεως του όρκου.
2.Η υπαλληλική σχέσις καταρτίζεται δια του διορισμού και της αποδοχής αυτού υπό του διοριζομένου. Η αποδοχή δηλούται δια της ορκωμοσίας. Ανάληψις υπηρεσίας δεν επιτρέπεται προς της δόσεως του όρκου.
3.Ο όρκος δίδεται ενώπιον της εκδούσης την περί διορισμού πράξιν Εκκλησιαστικής Αρχής ή του εν τω εγγράφω διορισμού οριζομένου αντιπροσώπου αυτής, συντασσομένου σχετικού πρακτικού.
4.Ελλείψει Εκκλησιαστικής Αρχής εν τω τόπω της ορκωμοσίας, δύναται η εκδούσα το έγγραφον του διορισμού Αρχή να επιτρέψη εις τον διοριζόμενον την ορκωμοσίαν ενώπιον ιερέως, συντασσομένου ωσαύτως σχετικού πρακτικού ορκωμοσίας.
5.Η ορκωμοσία βεβαιούται δια πρωτοκόλλου, χρονολογουμένου και υπογραφομένου υπό τε του ορκιζομένου και των συμπραττόντων προσώπων.
Τύπος όρκου.
Άρθρον 25.
1.Ο τύπος του όρκου των μη κληρικών υπαλλήλων έχει ούτως:
«Ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την πατρίδα, υπακοήν εις το Σύνταγμα και τους νόμους τους Κράτους, αφοσίωσιν εις την κατ’ Ανατολάς ορθόδοξον του Χριστού Εκκλησίαν και την Ιεράν Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως ανωτάτην Διοικητικήν Αρχήν της Εκκλησίας και να διαχειρίζωμαι τιμίως και ευσυνειδήτως την ανατεθείσαν μοι υπηρεσίαν ως πιστόν της Εκκλησίας τέκνον και να εκπληρώ ευσυνειδήτως τα καθήκοντά μου».
2.Οι κληρικοί αντί του όρκου παρέχουν βεβαίωσιν επί τη ιερωσύνη των κατά τας επ’ αυτού διατάξεις της κειμένης νομοθεσίας.
3.Οι αλλοδαποί ομογενείς ή μη εκκλησιαστικοί υπάλληλοι ομνύουν τον επόμενον όρκον:
«Ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την Ελλάδα, υπακοήν εις το Σύνταγμα και τους νόμους του Ελληνικού Κράτους, αφοσίωσιν εις την κατ’ Ανατολάς ορθόδοξον του Χριστού Εκκλησίαν και την Ιεράν Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως Ανωτάτην Διοικητικήν Αρχήν της Εκκλησίας της Ελλάδος και να διαχειρίζωμαι τιμίως και ευσυνειδήτως την ανατεθείσαν μοι υπηρεσίαν ως πιστόν της Εκκλησίας τέκνον».
Τμήμα ΣΤ΄
Αναδιορισμός.
Άρθρον 26.
1.Αναδιορισμός επιτρέπεται, εντός πενταετίας από της απολύσεως, προκειμένου περί εκκλησιαστικών υπαλλήλων απολυθέντων λόγω σωματικής ή πνευματικής ανικανότητος και μόνον εφ’ όσον ο υπάλληλος είχε πενταετή τουλάχιστον υπηρεσίαν τακτικού υπαλλήλου. Εν τη περιπτώσει ταύτη ο αναδιορισμός ενεργείται άνευ διαγωνισμού εις ομοιόβαθμον και εν τω αυτώ κλάδω κενήν θέσιν, μετά προηγουμένην διαπίστωσιν υπό της Δευτεροβαθμίου Υγειονομικής Επιτροπής, ότι αποκατεστάθη πλήρως η σωματική ή πνευματική του απολυθέντος ικανότης προς ακώλυτον εν τω μέλλοντι άσκησιν των καθηκόντων του και εάν κέκτηται τα κατά τον αναδιορισμόν τυπικά προσόντα πλην του της ηλικίας. Ο αναδιορισμός ενεργείται δια πράξεως του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου μετ’ απόφασιν του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου εκτιμώντος τα ουσιαστικά προσόντα του αναδιοριζομένου.
2.Τα άρθρα 21-25 του παρόντος ισχύουν και επί αναδιορισμού.
Τμήμα Ζ΄
Άρθρον 27.
Διάρθρωσις θέσεων κατά κλάδους.
1.Αι θέσεις του υπό του παρόντος διεπομένου προσωπικού κατατάσσονται ως ακολούθως:
α)Εις ειδικάς θέσεις υπό χαρακτηριστικά στοιχεία «ΕΘ».
β)Εις Κλάδους Ανωτάτης Εκπαιδεύσεως υπό τα χαρακτηριστικά στοιχεία «ΑΤ»
γ)Εις Κλάδους Ανωτέρας Εκπαιδεύσεως υπό τα χαρακτηριστικά στοιχεία «ΑΡ».
δ)Εις Κλάδους Μέσης Εκπαιδεύσεως υπό τα χαρακτηριστικά στοιχεία «ΜΕ»
ε)Εις Κλάδους Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως υπό τα χαρακτηριστικά στοιχεία «ΣΕ»
2.Αι ειδικαί θέσεις ως και αι θέσεις εκάστου των Κλάδων τούτων κέκτηνται ιδίαν βαθμολογικήν κλίμακα.
3.Οι υπάλληλοι ειδικών θέσεων και εκ των υπαλλήλων των Κλάδων ΑΤ οι του 1ου βαθμού είναι ανώτατοι. Οι υπάλληλοι των Κλάδων ΑΤ και ΑΡ από του 2ου έως του 5ου βαθμού είναι ανώτεροι.
4.Ειδικαί θέσεις είναι αι υπό των οικείων διατάξεων προβλεπόμεναι.
5.Θέσεις των Κλάδων ΑΤ είναι εκείναι δια τας οποίας ως τυπικόν προσόν διορισμού εις τον εισαγωγικόν βαθμόν απαιτείται υπό των κειμένων διατάξεων πτυχίον ή δίπλωμα Σχολής Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος της ημεδαπής ή ισοτίμου αλλοδαπής.
6.Θέσεις των Κλάδων ΑΡ είναι εκείναι δια τας οποίας ως τυπικόν προσόν διορισμού εις τον εισαγωγικόν βαθμόν απαιτείται υπό των κειμένων διατάξεων πτυχίον ή δίπλωμα ανωτέρων ημεδαπών σχολών ή ισοτίμων σχολών την αλλοδαπής ή πτυχίον του εν Ρώμη εδρεύοντος Διεθνούς Ανωτέρω Ινστιτούτου Σπουδών Δημοσίων Σχέσεων.
7.Θέσεις των Κλάδων ΜΕ είναι αι θέσεις εκείναι δια τας οποίας ως τυπικόν προσόν εις τον εισαγωγικόν βαθμόν απαιτείται υπό των κειμένων διατάξεων απολυτήριον εξαταξίου γυμνασίου ή ετέρου ισοτίμου σχολείου Μέσης Εκπαιδεύσεως ή απολυτήριον πενταταξίου, εξαταξίου ή επταταξίου Εκκλησιαστικής σχολής ή ωρισμένη επαγγελματική ειδικότης ή εμπειρία.
8.Θέσεις των Κλάδων ΣΕ είναι εκείναι δια τας οποίας ως τυπικόν προσόν διορισμού εις τον εισαγωγικόν βαθμόν απαιτείται υπό των κειμένων διατάξεων απολυτήριον δημοτικού σχολείου ή ωρισμένη ειδικότης ή εμπειρία.
Άρθρον 28.
1.Αι θέσεις του υπό του Κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων διεπομένου προσωπικού κατατάσσονται εις δέκα πέντε (15) εν όλω βαθμούς, ως έπεται:
Bαθμός α
Βαθμός β
Βαθμος γ
1ος βαθμός
2ος βαθμός
3ος βαθμός
4ος βαθμός
5ος βαθμός
6ος βαθμός
7ος βαθμός
8ος βαθμός
9ος βαθμός
10ος βαθμός
11ος βαθμός
12ος βαθμός
2.Αι Ειδικαί Θέσεις (ΕΘ) κατατάσσονται εις τους βαθμούς α΄, β΄, & γ΄.
Εις τους βαθμούς α΄, β΄, γ΄ ανήκουν αι υπό των οικείων διατάξεων προβλεπόμεναι θέσεις.
Αι κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος υφιστάμεναι θέσεις της τέως κατηγορίας των ειδικών θέσεων ε, δ καταργούνται.
3.Αι θέσεις των Κλάδων ΑΤ κατατάσσονται εις τους βαθμούς από του 1ου μέχρι του 8ου εξ ων ανώτατος είναι ο 1ος και κατώτατος ο 8ος.
4.Αι θέσεις των Κλάδων ΑΡ κατατάσσονται εις τους βαθμούς από του 2ου μέχρι του 9ου εξ ων ανώτατος είναι ο 2ος και κατώτατος ο 9ος.
5.Αι θέσεις των κλάδων ΜΕ κατατάσσονται εις τους βαθμούς από του 4ου μέχρι του 10ου εξ ων ανώτατος είναι ο 4ος και κατώτατος ο 10ος.
6.Αι θέσεις των κλάδων ΣΕ κατατάσσονται εις τους βαθμούς από του 7ου μέχρι του 12ου εξ ων ανώτατος είναι ο 7ος και κατώτατος ο 12ος.
7.Η εν εκάστω κλάδω κατάταξις των θέσεων δύναται αναλόγως των κατ’ ιδίαν υπηρεσιακών αναγκών να μη εξαντλή την ως άνω προβλεπομένην βαθμολογικήν κλίμακα.
8.Οργανικώς ενιαίαι είναι αι θέσεις των επομένων βαθμών και εφ’ όσον προβλέπονται τοιαύται εν εκάστη υπηρεσία:
Εις τους κλάδους ΑΤ και ΑΡ α)του 3ου και του 2ου, β)του 5ου και του 4ου και γ) του 9ου, 8ου, 7ου και 6ου.
Εις τους κλάδους ΜΕ α)του 5ου και του 4ου β) του 10ου, 9ου, 8ου, 7ου και 6ου.
Εις τους Κλάδους ΣΕ του 12ου, 11ου, 10ου, 9ου και 8ου.
Άρθρον 29.
1.Οι κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος, κλάδοι και θέσεις μετονομάζονται ως ακολούθως:
α)Της μέχρι τούδε κατηγορίας Ειδικών θέσεων εις ειδικάς θέσεις.
β)Της μέχρι τούδε, Αα΄ Κατηγορίας αντιστοίχως εις «κλάδους ΑΤ» και «θέσεις ΑΤ»
γ)Της μέχρι τούδε Αβ΄ Κατηγορίας αντιστοίχως εις «κλάδους ΑΡ» και «θέσεις ΑΡ»
δ)Της μέχρι τούδε Β΄ κατηγορίας αντιστοίχως εις «κλάδους ΜΕ» και «θέσεις ΜΕ».
ε)Της μέχρι τούδε Γ΄ κατηγορίας αντιστοίχως εις «κλάδους ΣΕ» και «θέσεις ΣΕ».
2.Οι κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος υπηρετούντες εις θέσεις της μέχρι τούδε Κατηγορίας Ειδικών Θέσεων κατατάσσονται αυτοδικαίως εις αντιστοίχους Ειδικάς Θέσεις (ΕΘ).
3.Οι κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος υπηρετούντες εις θέσεις της μέχρι τούδε Κατηγορίας Αα κατατάσσονται αυτοδικαίως, εις θέσεις αντιστοίχων κλάδων ΑΤ με το ον κέκτηνται βαθμόν, εκτός εάν κατέχουν βαμθόν κατώτερον του εισαγωγικού των κλάδων τούτων, οπότε κατατάσσονται εις τον εισαγωγικόν τούτον βαθμόν.
4.Οι κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος υπηρετούντες εις θέσεις της μέχρι τούδε Κατηγορίας Αβ κατατάσσονται αυτοδικαίως εις θέσεις αντιστοίχων κλάδων ΑΡ με τον ον κέκτηνται βαθμόν εκτός εάν κατέχουν βαθμόν κατώτερον του εισαγωγικού των κλάδων τούτων, οπότε κατατάσσονται εις τον εισαγωγικόν τούτον βαθμόν. Οι εξ αυτών όμως έχοντες πτυχίον παρέχον δικαίωμα διορισμού εις θέσεις του Κλάδου ΑΤ κατατάσσονται με τον ον κέκτηνται βαθμόν εις υπάρχουσαν κενήν θέσιν του Κλάδου τούτου. Η κατάταξις αύτη ενεργείται μετά γνώμην του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου κρίνοντος επί τη βάσει των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων δι’ αποφάσεως του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου εφ’ όσον αύτη υπαγορεύεται εκ λόγων υπηρεσιακών.
5.Οι κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος υπηρετούντες εις θέσεις της μέχρι τούδε Β΄ Κατηγορίας κατατάσσονται αυτοδικαίως εις θέσεις αντιστοίχων κλάδων ΜΕ με το ον κέκτηνται βαθμόν εκτός εάν κατέχουν βαθμόν κατώτερον του εισαγωγικού των κλάδων τούτων, οπότε κατατάσσονται εις τον εισαγωγικόν τούτον βαθμόν.
6.Οι κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος υπηρετούντες εις θέσεις της μέχρι τούδε Κατηγορίας Γ΄ κατατάσσονται αυτοδικαίως εις θέσεις αντιστοίχων Κλάδων ΣΕ με το ον κέκτηνται βαθμόν.
7.Εκκλησιαστικοί υπάλληλοι κατέχοντες πτυχίον του εν Ρώμη εδρεύοντος Διεθνούς Ανωτέρου Ινστιτούτου Σπουδών Δημοσίων Σχέσεων κατατάσσονται αυτοδικαίως εις θέσεις του ΑΡ κλάδου με τον ον κέκτηνται βαθμόν.
8.Εκκλησιαστικοί υπάλληλοι κάτοχοι διπλώματος (SERTIFICATO DI ESPERTO) της εν Ρώμη εδρευούσης Σχολής Κοινωνικών Τεχνικών (μεθόδων) της πληροφορήσεως κατατάσσονται εις την ΑΤ Κατηγορίαν.
9.Δια τους κατά τας παραγράφους 27 κατατασσομένους ο χρόνος υπηρεσίας αυτών εν τω βαθμώ τούτω εις τους μέχρι τούδε Κατηγορίας Ειδικών Θέσεων Αα, Αβ, Β και Γ λογίζεται δια πάσαν συνέπειαν ως διανυθείς εν τω καταλαμβανομένω βαθμώ των αντιστοίχων θέσεων ΕΘ και των λοιπών κλάδων ΑΤ, ΑΡ, ΜΕ και ΣΕ.
10.Περί των κατά τας προηγουμένας παραγράφους κατατάξεων εκδίδεται διαπιστωτική πράξις του οικείου ιεράρχου ή του Προέδρου του Διοικητικιού Συμβουλίου του οικείου Εκκλ. Νομικού Προσώπου, δημοσιευομένη εν περιλήψει δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, επιφυλασσομένης της διατάξεως του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.
11.Εκκλησιαστικοί υπάλληλοι εξελιχθέντες υπηρεσιακώς βάσει διορισμού των εις εισαγωγικόν βαθμόν κατώτερον του υπό του παρόντος προβλεπόμενον εντάσσονται εις τον βάσει της υπό του παρόντος προβλεπομένης προβλεπομένης βαθμολογικής κλίμακος αντιστοιχούντα βαθμόν και εν πάση περιπτώσει εις βαθμόν ουχί ανώτερον του 8ου, δια τον ΣΕ κλάδον και του 6ου δια τους λοιπούς κλάδους, του τυχόν πλεονάζοντος χρόνου υπολογιζομένου ως χρόνου υπηρεσίας διανυθέντος εις τον ον εντάσσονται βαθμόν δια πάσαν συνέπειαν.
Η ένταξις ενεργείται δι’αποφάσεως του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου μετά γνώμην του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου τη αιτήσει του υπαλλήλου υποβαλλομένη εντός προθεσμίας δύο μηνών από της ισχύος του παρόντος, δημοσιεύεται δε δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
12.Αι διατάξεις των άρθρων 181, 182, του Π.Δ. 611/1977 περί μισθολογικών προαγωγών των κατωτέρων και ανωτέρων υπαλλήλων εφαρμόζονται πλήρως και επί των εκκλησιαστικών υπαλλήλων.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ
Καθήκοντα, περιορισμοί και αστική ευθύνη των
εκκλησιαστικών υπαλλήλων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
Καθήκον – Υπαλληλική συμπεριφορά
Άρθρον 30
1.Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος είναι εκτελεστής της θελήσεως του παρ’ ω υπηρετεί νομικού προσώπου, οφείλει δε να εκτελή ευσυνειδήτως τα καθήκοντά του.
2.Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος οφείλει να διάγη εντός και εκτός της Υπηρεσίας κατά τρόπον τοιούτον ώστε να καθίσταται άξιος του υπό πάντων οφειλομένου σεβασμού, εμπιστοσύνης και εκτιμήσεως.
3.Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος οφείλει να συμπεριφέρηται ευπρεπώς και αξιοπρεπώς προς πάντας.
Υπαλληλική ιδιότης και αδιάβλητον ήθος.
Άρθρον 31.
1.Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος οφείλει, άμα τη εισόδω αυτού εις την υπηρεσίαν, να δηλώση εγγράφως εις την προϊσταμένην αρχήν την περιουσιακήν αυτού κατάστασιν. Την αυτήν υποχρέωσιν υπέχουν δια την περιουσιακήν αυτών κατάστασιν οι μετά του υπαλλήλου συνοικούντες σύζυγος και τέκνα αυτού.
Εάν η περιπτώσει ο γάμος συνήφθη μετά την εις την υπηρεσίαν είσοδον, ο σύζυγος οφείλει να δηλώση την περιουσιακήν του κατάστασιν εντός τριμήνου από της τελέσεως του γάμου.
Επίσης οφείλουν ο υπάλληλος και οι μετ’ αυτού συνοικούντες σύζυγος και τέκνα να δηλούν και πάσαν ουσιώδη μεταβολήν της περιουσιακής των καταστάσεως επερχομένην κατά την διάρκειαν της υπηρεσίας του υπαλλήλου.
Εάν ο υπάλληλος ισχυρίζεται ότι συντηρείται και εκ των προσόδων συνοικούντων προσώπων οφείλει να δηλώση τη περιουσιακήν αυτών κατάστασιν.
2.Εάν ο εκκλησιαστικός υπάλληλος, ως εκ της διαβιώσεως αυτού ή λόγω απροσδοκήτου και δυσαναλόγου προς τας αποδοχάς αυτού και την εν γένει περιουσιακήν κατάστασιν κτήσεως κινητών ή ακινήτων, διεγείρη υπονοίας περί της προελεύσεως των χρηματικών αυτού πόρων, αι προϊστάμεναι αυτού αρχαί οφείλουν να επιληφθούν της ερεύνης προς εξακρίβωσιν της πηγής των περιουσιακών τούτων στοιχείων.
3.Εν περιπτώσει καθ’ ην ήθελον προκύψει ικαναί ενδείξεις ότι ο εκκλησιαστικός υπάλληλος απέκτησε τους πόρους τούτους υπό συνθήκας συνιστώσας πειθαρχικόν ή ποινικόν αδίκημα, ο αρμόδιος προϊστάμενος ενεργεί ένορκον διοικητικήν εξέτασιν και εφ’ όσον διαπιστώση ότι υπάρχει πράγματι ενοχή, ενεργεί τα δέοντα δια την ποινικήν ή πειθαρχικήν δίωξιν του υπαλλήλου.
Υπακοή.
Αρθρον 32.
1.Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος είναι υπεύθυνος δια την εκτέλεσιν των καθηκόντων αυτού και την νομιμότητα των υπηρεσιακών του ενεργειών.
2.Ο υπάλληλος οφείλει υπακοήν εις τας διαταγάς των προϊσταμένων του, αλλ’ εκτελών διαταγήν ην θεωρεί παράνομον, οφείλει προ πάσης εκτελέσεως να αναφέρη εγγράφως την ην έχει αντίθετον γνώμην και να εκτελέση την διαταγήν αμελλητί. Η διαταγή δεν προσκτάται νομιμότητα εκ του ότι ο υπάλληλος οφείλει να υπακούση εις αυτήν.
3.Εις ην περίπτωσιν η διαταγή είναι προδήλως παράνομος ο υπάλληλος οφείλει να μη εκτελέση ταύτη, αναφέρων άνευ αναβολής. ΄Οταν εν τη διαταγή, η οποία προδήλως αντίκειται εις σαφείς και ρητάς διατάξεις του Συντάγματος, νόμων, ή διαταγμάτων, διατυπούνται επείγοντες λόγοι γενικωτέρου συμφέροντος ή όταν, κατόπιν αρνήσεως υπακοής εις πρώτην διαταγή, αντικειμένην ως άνω προδήλως εις τοιαύτας διατάξεις, ακολουθήση δευτέρα διαταγή, εκθέτουσα επείγοντας λόγους γενικωτέρου συμφέροντος ο υπάλληλος οφείλει να εκτελέση την διαταγήν, αναφέρων συγχρόνως εις την προϊσταμένην του διατάξαντος αρχήν, όπου συντρέχει περίπτωσις.
Εχεμύθεια.
Αρθρον 33.
1.Πας εκκλησιαστικός υπάλληλος οφείλει να τηρή εχεμύθειαν επί γεγονότων ή πληροφοριών, ων λαμβάνει γνώσιν ένεκα της εκτελέσεως των καθηκόντων του.
Ιδιαιτέρως, οφείλει να τηρή εχεμύθειαν επί των κατά τας κειμένας διατάξεις ή διαταγάς ή ως εκ της φύσεως της ενεργείας απορρήτων, όσα ενεπιστεύθησαν αυτώ οι προϊστάμενοί του ή των οποίων έλαβε γνώσιν εκ της ασκήσεως της αρμοδιότητος αυτού ή εξ ακριτομυθίας των συναδέλφων του.
2.Μαρτυρία ή πραγματογνωμοσύνη διδομένη υπό εκκλησιαστικού υπαλλήλου επί θεμάτων της προηγουμένης παραγράφου επιτρέπεται μόνον κατόπιν αδείας του αρμοδίου προϊσταμένου.
Αδιάβλητον ενεργειών.
Άρθρον 34.
1.Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος δεν δύναται να επιληφθή είτε ατομικώς είτε μετέχων συλλογικού οργάνου, της επιλύσεως ζητήματος, δια το οποίον έχει πρόδηλον συμφέρον αυτός ή συγγενής αυτού εξ αίματος ή αγχιστείας μέχρι και του τρίτου βαθμού.
2.Η παράβασις της ως άνω διατάξεως αποτελεί λόγον ακυρότητος της σχετικής διοικητικής πράξεως, εάν η αποσιωπηθείσα κατά τα άνω σχέσις του υπαλλήλου επέδρασεν ουσιωδώς επί την διαμόρφωσιν της πράξεως ταύτης.
3.Εκκλησιαστικοί υπάλληλοι, συγγενείς προς αλλήλους μέχρι τρίτου βαθμού, ως άνω, δεν δύναται να μετέχουν εις την αυτήν συνεδρίαν συλλογικού οργάνου.
Πολιτική Αμεροληψία.
Άρθρον 35.
1.Απαγορεύονται εις τους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους δημόσιαι εκδηλώσεις πολιτικού χαρακτήρος.
2.Απαγορεύεται εις τους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους η σύστασις συνεταιρισμών επιδιωκόντων πολιτικούς σκοπούς ή η συμμετοχή των εις τοιούτους. Το δικαίωμα των Εκκλησιαστικών υπαλλήλων όπως συνεταιρίζωνται τελεί υπό τους περιορισμούς του ειδικού νόμου του προβλεπομένου υπό του άρθρου 12 του Συντάγματος (άρθρον 74, παρ. 2 Π.Δ. 611/1977).
3.Απαγορεύεται εις τους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους η σύστασις συνεταιρισμών επί τω τέλει υποστηρίξεως ωρισμένης εκκλησιαστικής παρατάξεως ή προς δημιουργίαν τοιαύτης παρατάξεως είτε συμπολιτευομένης προς την εκάστοτε Ιεράν Σύνοδον της Ιεραρχίας και την Διαρκή Ιεράν Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος είτε αντιπολιτευομένης ταύτας.
4.Απαγορεύεται εις τους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους η δημοσία άσκησις κριτικής των πράξεων της Κυβερνήσεως, της Ιεράς Συνόδου ή των Οργάνων της Εκκλησίας ή των προϊσταμέων των Αρχών κατά τρόπον προδίδοντα έλλειψιν αντικειμενικότητος δια σκοπίμου χρήσεως αβασίμων επιχειρημάτων ή άνευ του οφειλομένου σεβασμού.
Άρθρον 36.
1.Απαγορεύεται η συμμετοχή εκκλησιαστικών υπαλλήλων εις Εταιρείας Περιωρισμένης Ευθύνης.
2.Απαγορεύεται η συμμετοχή εκκλησιαστικών υπαλλήλων εις την διοίκησιν Ανωνύμου Εταιρείας, άνευ αδείας, χορηγουμένης κατά τους όρους της παρ. 1 του επομένου άρθρου.
3.Απαγορεύεται η υπό του εκκλησιαστικού υπαλλήλου, συζύγου και τέκνων αυτού απόκτησις μετοχών Ανωνύμων Εταιρειών υπαγομένων εις τον ειδικόν έλεγχον της παρ’ η υπηρετεί ο υπάλληλος Υπηρεσίας ή οπωσδήποτε συνεργαζομένων ή συναλλασσομένων μετ’ αυτής.
Άρθρον 37.
1.Απαγορεύεται η υπό των εκκλησιαστικών υπαλλήλων άσκησις ιδιωτικού έργου ή εργασία επ’ αμοιβή.
Κατ’ εξαίρεσιν, επιτρέπεται η επ’ αμοιβή άσκησις συγκεκριμένου έργου ή εργασίας συμβιβαζομένης προς τα καθήκοντα της θέσεως του υπαλλήλου και μη παρεμποδιζούσης την ομαλήν εκτέλεσιν της υπηρεσίας, μετά προηγουμένην άδειαν, χορηγουμένην μετά σύμφωνον ητιολογημένην γνώμην του Υπηρεσιακού Συμβουλίου και δυναμένην να ανακληθή κατά τον αυτόν τρόπον.
2.Απαγορεύεται εις τους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους η άσκησις δικηγορίας, η κατ’ επάγγελμα άσκησις εμπορίας και η σύστασις συνεταιρισμών επιδιωκόντων σκοπούς κερδοσκοπικούς ή η συμμετοχή εις τοιούτους συνεταιρισμούς.
Άρθρον 38.
Ουδείς εκκλησιαστικός υπάλληλος δύναται να διορισθή εις ετέραν θέσιν δημοσίας υπηρεσίας ή οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως ή ετέρου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή δημοσίας επιχειρήσεως ή οργανισμού κοινής ωφελείας.
Εκκλησιαστικοί υπάλληλοι δύνανται να κατέχουν συγχρόνως και δευτέραν θέσιν υφηγητού ή καθηγητού εις Ανώτατον Εκπαιδευτικόν Ίδρυμα ή θέσιν εκπαιδευτικού εις οιανδήποτε σχολήν τη αδεία της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου χορηγουμένη μετά γνώμην του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου υπό την προϋπόθεσιν ότι αι εκ της ήσσονος μισθοδοτουμένης θέσεως πάσης φύσεως αποδοχαί ή απολαυαί αυτών δεν δύνανται να είναι κατά μήνα ανώτεραι του συνόλου των αποδοχών της ετέρας αυτών θέσεως.
Άρθρον 39.
Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος οφείλει να εργάζεται ανελλιπώς κατά τον κεκανονισμένον χρόνον και πέραν αυτού, εφ’ όσον αι υπηρεσιακαί ανάγκαι απαιτούν τούτο. Εν τη δευτέρα περιπτώσει δικαιούται προσθέτου αμοιβής κατά το άρθρον 45 του παρόντος.
Αρθρον 40.
1.Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος ευθύνεται έναντι του παρ’ ω υπηρετεί Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου δια πάσαν θετικήν ζημίαν, ην προξένησεν εις αυτό εκ δόλου ή βαρείας αμελείας, κατά την εκτέλεσιν των καθηκόντων αυτού, ως και δια τας αποζημιώσεις, εις ας υπεβλήθη τούτο έναντι τρίτων ένεκα παρανόμων πράξεων ή παραλείψεων αυτού κατά την εκτέλεσιν των καθηκόντων του, γενομένων επίσης εκ δόλου ή βαρείας αμελείας. Δεν ευθύνεται ο υπάλληλος έναντι τρίτων δια τοιαύτας πράξεις ή παραλείψεις αυτού.
2.Το αρμόδιον δικαστήριον δύναται εις περίπτωσιν αμελείας, εκτιμών τας ειδικάς εκάστοτε περιστάσεις, να καταλογίση εις τον υπάλληλον και μέρος μόνον της επελθούσης τω εκκλησιαστικώ Ν.Π.Δ.Δ. ζημίας ή της εις ην υπεβλήθη τούτο αποζημιώσεως.
3.Εάν πλείονες υπάλληλοι προυξένησαν από κοινού την ζημίαν εις το Εκκλησιαστικόν Νομικόν Πρόσωπον, ισχύουν αι διατάξεις του Αστικού Δικαίου.
4.Το δικαίωμα του εκκλησιαστιού Ν.Π.Δ.Δ. προς αποζημίωσιν έναντι των υπαλλήλων αυτού παραγράφεται μετά τριετίαν, αρχομένην εις μεν την πρώτην περίπτωσιν της παρ. 1 του παρόντος άρθρου αφ’ ης επήλθεν η ζημία, εις δε την δευτέραν περίπτωσιν της αυτής παραγράφου από της καταβολής της αποζημιώσεως.
Άρθρον 41.
1.Πας εκκλησιαστικός υπάλληλος ή υφ’ οιανδήποτε σχέσιν και μορφήν συνεργάτης ή ανάδοχος ή εντεταλμένος εισπράττων ή λαμβάνων ή διαχειριζόμενος καθ’ οιονδήποτε τρόπον χρήματα ή υλικόν εκκλησιαστικού Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, καθίσταται εκκλησιαστικός δημόσιος υπόλογος δια τα παρ’ αυτού ληφθέντα χρηματικά ή περιουσιακά στοιχεία και υπόκειται εις λογοδοσίαν, επιθεώρησιν και διαχειριστικόν έλεγχον ως προς την διαχειριστικήν αυτού ευθύνην.
2.Επί των κατά την προηγουμένην παράγραφον υπολόγων εφαρμόζονται αναλόγως αι σχετικαί διατάξεις του Δημοσίου Λογιστικού, τυχόν δε ανωμαλία εν τη διαχειρίσει υπαλλήλου, βεβαιουμένη αρμοδίως, εκτός των άλλων συνεπειών, συνεπάγεται υποχρεωτικώς τον πειθαρχικόν κολασμόν του υπαλλήλου δια ποινής τουλάχιστον προστίμου ίσου προς τας αποδοχάς ενός μηνός.
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΝ
Δικαιώματα του εκκλησιαστικού υπαλλήλου
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
Μονιμότης.
Άρθρον 42.
1.Ο εις τακτικήν θέσιν διοριζόμενος υπάλληλος μέχρι του 6ου βαθμού διανύει διετή δοκιμαστικήν υπηρεσίαν κατά την διάρκειαν της οποίας δύναται να απολυθή μετ’ απόφασιν του υπηρεσιακού συμβουλίου δια λόγους αναγομένους εις την υπηρεσίαν του.
2.Εντός τριών μηνών από της συμπληρώσεως διετούς δοκιμαστικής υπηρεσίας το υπηρεσιακόν συμβούλιον υποχρεούται να αποφανθή αν ο διορισθείς είναι κατάλληλος προς μονιμοποίησιν.
3.Ο κρινόμενος ως μονιμοποιητέος μονιμοποιείται δι’ αποφάσεως εκδιδομένης υπό της διορισάσης αρχής και δημοσιευομένης καθ’ ον τρόπον και ο διορισμός.
Δι’ ομοίας πράξεως απολύεται υποχρεωτικός και ο κριθείς ως μη μονιμοποιητέος
4.Κατά της περί μη μονιμοποιήσεως αποφάσεως του υπηρεσιακού συμβουλίου ως και κατά της περί απολύσεως αποφάσεως κατά την παρ. 1 χωρεί προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας.
5.Ο διοριζόμενος κατά την παράγραφον 4 του άρθρου 67 του παρόντος δεν διανύει δοκιμαστικήν υπηρεσίαν.
6.Δεν διανύει ωσαύτως δοκιμαστικήν υπηρεσίαν ο έχων διετή ήδη προϋπηρεσίαν υφ’ οιανδήποτε σχέσιν παρά τω εις ο διορίζεται ούτος εκκλησιαστικώ νομικώ προσώπω.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄
Μισθός και προσαυξήσεις αυτού.
Άρθρον 43.
1.Ο τακτικός εκκλησιαστικός υπάλληλος δικαιούται του βασικού μισθού της θέσεως και του βαθμού του, κατά το οριζόμενον εκάστοτε δια τους τακτικούς δημοσίους υπαλλήλους αντιστοίχου κλάδου και βαθμού μισθολόγιον, ως και των επί του μισθού οριζομένων εκάστοτε δια τους δημοσίους υπαλλήλους προσαυξήσεων λόγω πολυετίας και ευδοκίμου εν τω αυτώ βαθμώ παραμονής παρεχομένων κατά την αυτήν, ως και επί των δημοσίων υπαλλήλων, διαδικασίαν.
Δικαιούται επίσης των πάσης φύσεως δώρων και επιδομάτων τα οποία λαμβάνουν οι δημόσιοι υπάλληλοι του αντιστοίχου κλάδου και βαθμού υπό τον όρον ότι τα χορηγούμενα επιδόματα δεν υπερβαίνουν καθ’ ύψος το ποσόν του βασικού μισθού μετά των προσαυξήσεων λόγω πολυετίας και ευδοκίμου παραμονής.
2.Οι επί συμβάσει ιδιωτικού δικαίου υπάλληλοι δικαιούνται του ορισθέντος δια της συμβάσεως μισθού.
3.Δια τους εργάτας, τεχνίτας, και λοιπόν μη υπαλληλικόν προσωπικόν ιδιωτικού δικαίου των εκκλησιαστικών Ν.Π.Δ.Δ. ισχύουν αι σχετικαί διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
4.Απαγορεύεται, αποτελούσα πειθαρχικόν παράπτωμα, η μη είσπραξις των εν γένει αποδοχών υπό του υπαλλήλου.
Αρθρον 44.
Έναρξις, διάρκεια και λήξις δικαιώματος μισθού.
1.Η επί του μισθού αξίωσις του εκκλησιαστικού υπαλλήλου άρχεται:
α)Του διορισθέντος από της εγκαταστάσεως εις την θέσιν του προσηκόντως βεβαιουμένης.
β)Του προαχθέντος ή υποβιβασθέντος από της δημοσιεύσεως δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως της περί προαγωγής ή υποβιβασμού πράξεως, του δε προαγομένου και συνεπεία της προαγωγής μετακινουμένου η νέα μισθοδοσία άρχεται από της εγκαταστάσεως αυτού εις την νέαν θέσιν, προσηκόντως βεβαιουμένης.
γ)Ένθα είναι απαραίτητος δια τον διορισμόν ή την προαγωγήν ή καταβολή ή συμπλήρωσις εγγυήσεως, ή μισθοδοσία άρχεται από της πληρώσεως του όρου τούτου.
δ)Του ανακληθέντος εκ της διαθεσιμότητος ή της αργίας από της επανεγκαταστάσεως εις την θέσιν αυτού, προσηκόντως βεβαιουμένης.
2.Ο μισθμός των μεν τακτικών υπαλλήλων και των επί θητεία προκαταβάλλεται, των δε λοιπών καταβάλλεται δεδουλευμένως, καθ’ έκαστον 15θήμερον.
3.Μισθός δεν οφείλεται δια μη παρασχεθείσαν, υπαιτιότητι του εκκλησιαστικού υπαλλήλου, υπηρεσίαν, ανυπαιτίως δε κατά την κρίσιν της υπηρεσίας.
Η περικοπή ενεργείται δια πράξεως του εντεταλμένου την εκκαθάρισιν και πληρωμήν των αποδοχών οργάνου καθ’ ης επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου.
Άρθρον 45.
1.Εις εκκλησιαστικούς υπαλλήλους χορηγούνται ωσαύτως:
α)Αι αποδεδειγμένως πραγματοποιηθείσαι δαπάναι δια την εκτός έδρας και δι’ υπηρεσιακούς λόγους μετακίνησίν των και
β)Αποζημίωσις δια την συμμετοχήν των εις πάσης φύσεως συλλογικά όργανα καθοριζομένη δι’ ιδιαιτέρας κανονιστικής αποφάσεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου ως και αποζημίωσις δι’ υπερωριακήν απασχόλησιν εφ’ όσον αύτη χορηγείται και εις τους δημοσίους υπαλλήλους και υπό τας αυτάς προϋποθέσεις και εις το αυτό ύψος.
2.Εκκλησιαστικός υπάλληλος στρατευθείς τελεί εν νομίμω αδεία και λαμβάνει κατά τον χρόνον της στρατεύσεώς του τας αποδοχάς αι οποίαι χορηγούνται υπό του Δημοσίου εις τους στρατευομένους υπαλλήλους του.
«3.Εκκλησιαστικοί λειτουργοί, οιουδήποτε βαθμού, εξερχόμενοι εκτός έδρας προς εκτέλεσιν υπηρεσίας ή εκπλήρωσιν ανατεθέντων αυτοίς διοικητικών καθηκόντων, λαμβάνουν, πέραν των δαπανών ματακινήσεώς των, ημερησίαν αποζημίωσιν, την προβλεπομένην δια τους δημοσίους υπαλλήλους τους έχοντας την αυτήν μισθολογικήν αντιστοιχίαν προς τους μετακινουμένους».
Η παρ.3 προστέθηκε ως άνω από το άρθρ. 1 Καν. 18/1981 (ΦΕΚ Α΄ 244)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄
Άδειαι.
Άρθρον 46.
1.Ο συμπληρώσας τριετή πραγματικήν υπηρεσίαν τακτικός εκκλησιαστικός υπάλληλος δικαιούται καθ’ έκαστον ημερολογιακόν έτος κανονικής αδείας απουσίας ενός (1) μηνός μετά πλήρων αποδοχών, δυναμένης να χορηγήται και τμηματικώς. Αιτήσει του υπαλλήλου το έν 20ήμερον της αδείας ταύτης χορηγείται υποχρεωτικώς κατά το χρονικόν διάστημα από 15 Μαΐου έως 15 Οκτωβρίου.
Ο εντός του έτους χρόνος αδικαιολογήτου απουσίας του υπαλλήλου εκ των καθηκόντων του αφαιρείται εκ των ημερών της κανονικής αδείας, εν περιπτώσει δε αδικαιολογήτου υπερβάσεως του χρόνου αδείας περικόπτονται αναλόγως αι αποδοχαί του υπαλλήλου, επιφυλασσομένων και των περί πειθαρχικής ευθύνης αυτού διατάξεων του παρόντος.
2.Ο έχων πραγματικήν υπηρεσίαν ελάσσονα των τριών αλλά μείζονα του ενός έτους τακτικός εκκλησιαστικός υπάλληλος δικαιούται καθ’ έκαστον ημερολογιακόν έτος κανονικής αδείας απουσίας δέκα πέντε (15) ημερών μετά πλήρων αποδοχών.
3.Οι επί θητεία εκκλησιαστικοί υπάλληλοι δικαιούνται της κατά την παράγραφον 1 του παρόντος άρθρου αδείας ανεξαρτήτως χρόνου υπηρεσίας των, δικαιούνται δε να ποιήσωνται χρήσιν ταύτης οποτεδήποτε εντός του ημερολογιακού έτους.
4.Οι επί συμβάσει ιδιωτικού δικαίου εκκλησιαστικοί υπάλληλοι και το εργατοτεχνικόν προσωπικόν δικαιούνται κανονικής αδείας συμφώνως προς τα σχετικάς διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και του Αστικού Κώδικος.
5.Εις περίπτωσιν όλως εκτάκτων και εξαιρετικών υπηρεσιακών αναγκών διαπιστουμένων δι’ εκθέσεων των αρμοδίων προϊσταμένων, ο οικείος ιεράρχης ή Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου ή έτερον τυχόν ανάλογον διοικούν το νομικόν πρόσωπον όργανον δύναται να μη εγκρίνη ή να περιορίζη τας ημέρας της κανονικής αδείας ως επίσης και να ανακαλή χορηγηθείσαν κανονικήν άδειαν.
6.Ο υπάλληλος δικαιούται εις αποζημίωσιν δια μη χορηγουμένην εις αυτόν δι’ οιονδήποτε λόγον, κανονικήν άδειαν την οποίαν, συμφώνως προς τας διατάξεις του υπαλληλικού κώδικος διακαιούται κατ’ έτος. Η αποζημίωσις δι’ εκάστην ημέραν μη χορηγηθείσης κανονικής αδείας ορίζεται ίση προς το 1/30 του μηνιαίου βασικού μισθού του υπαλλήλου μετά των επιδομάτων πολυετούς υπηρεσίας και ευδοκίμου παραμονής εν τω αυτώ βαθμώ προσηυξημένου κατά 25%. Ο υπάλληλος δικαιούται πάντοτε, αντί απολήψεως αποζημιώσεως, να κάμη χρήσιν της μη χορηγηθείσης κατά τι έτος κανονικής του αδείας κατά το επόμενον έτος εν συνεχεία προς την κανονικήν του άδειαν του έτους τούτου (άρθρον 102 παρ. 3 Π.Δ. 611/77).
7.Μη χορήγησις εις τον υπάλληλον της ης δικαιούται κατ’ έτος κανονικής αδείας απουσίας καίτοι δεν συντρέχουν έκτακτοι και εξαιρετικαί υπηρεσιακαί ανάγκαι ελεγχομένη και διαπιστουμένη κατ’ εντολήν της Δ.Ι.Σ., θα υπάγεται υποχρεωτικώς την πειθαρχικήν δίωξιν του μη χορηγήσαντος την άδειαν οργάνου ως και του εγκρίνοντος την μη χορήγησιν Προϊσταμένου τούτου (άρθρον 102 παρ. 4 του Π.Δ. 611/77).
Άρθρον 47.
1.Aι κυοφορούσαι υπάλληλοι, μετά βεβαίωσιν της οικείας Υγειονομικής Υπηρεσίας, απέχουν υποχρεωτικώς της υπηρεσίας αυτών από του ογδόου μηνός της κυήσεως, θεωρούμεναι ως εν κανονική διμήνω αδεία μετά πλήρων αποδοχών.
2.Η άδεια παρατείνεται επί δύο μήνας μετά τον τοκετόν και εφ’ όσον το τεχθέν ζη.
3.Τα κατά τον ασφαλιστικόν νόμον καταβαλλόμενα εκ της ανωτέρω αιτίας επιδόματα εκπίπτονται εκ των αποδοχών των κυοφορουσών υπαλλήλων.
4.Η άδεια κυοφορίας, μη ούσα κανονική ή αναρρωτική, εις ουδένα συμψηφισμόν υπόκειται.
5.Δια τας επί συμβάσει ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλους η άδεια κυοφορίας χορηγείται κατά τας διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
Άρθρον 48.
1.Εις εξαιρετικάς περιπτώσεις και εφ’ όσον αι ανάγκαι της υπηρεσίας το επιτρέπουν, δύναται να χορηγήται εις τον εκκλησιαστικόν υπάλληλον τη αιτήσει του καθ’ έκαστον ημερολογιακόν έτος κανονική άδεια απουσίας άνευ αποδοχών μέχρι δέκα πέντε (15) ημερών, και μετά σύμφωνον γνώμην του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου μέχρι τριάκοντα (30) ημερών εν συνόλω.
2.Άδεια απουσίας άνευ αποδοχών δύναται να χορηγηθή και εις τους επί συμβάσει ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλους και εις το εργατοτεχνικόν προσωπικόν και δια χρονικόν διάστημα μη υπερβαίνον τας τριάκοντα (30) ημέρας. Κατά την διάρκειαν της αδείας ταύτης η εργασιακή σχέσις τελεί εν αναστολή δια πάσαν περίπτωσιν, πλην αν ρητώς προβλέπεται το εναντίον υπό των κειμένων διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας.
3.Εις τας κατά το παρόν άρθρον περιπτώσεις αδείας άνευ αποδοχών αφαιρείται από τον υπάλληλον το 1/25 του κατ’ άρθρον 43 προσηυξημένου μισθού του δι’ εκάστην ημέραν απουσίας ή δεν καταβάλλεται το αντίστοιχον ημερομίσθιον.
Άρθρον 49.
Εκκλησιαστικός υπάλληλος μετατιθέμενος δικαιούται κανονικής αδείας μετά την εις την νέαν θέσιν εγκατάστασίν του.
Άρθρον 50.
1.Αι κατά τα άρθρα 46 και 48 άδειαι χορηγούνται εγγράφως και πάντως τη αιτήσει του υπαλλήλου υπό του προϊσταμένου του οικείου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου. Εν τω εγγράφω της αδείας ορίζεται ο χρόνος ενάρξεως αυτής.
2.Λόγω εξαιρετικής υπηρεσιακής ανάγκης ή τη αιτήσει του υπαλλήλου επιτρέπεται εις τον άμεσον προϊστάμενον αυτού όπως αναβάλη την έναρξιν της αδείας επί δέκα το πολύ ημέρας.
3.Εις τους επί θητεία υπαλλήλους την άδειαν χορηγεί ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου Εκκλησιαστικού νομικού προσώπου. Εν τω εγγράφω της αδείας ορίζεται ο χρόνος ενάρξεως αυτής.
Αρθρον 51.
1.Εις τον συμπληρώσαντα 3ετή πραγματικήν υπηρεσίαν και ασθενούντα ή χρήζοντα αναρρώσεως τακτικόν εκκλησιαστικόν υπάλληλον χορηγείται άδεια απουσίας εκ των καθηκόντων του μετά πλήρων αποδοχών μέχρι τόσων μηνών όσα τα έτη υπηρεσίας αυτού, αφαιρουμένης εκάστοτε της εντός της προγενεστέρας πενταετίας χορηγηθείσης τυχόν τοιαύτης (άρθρον 108 παρ. 2 Π.Δ. 611/77). Δεν δύναται όμως εν συνεχεία χορηγουμένη να υπερβή τους δώδεκα μήνας. Χρόνος υπηρεσίας ουχί ελάσσων των έξ μηνών θεωρείται ως πλήρες έτος.
2.Εις τον τακτικόν εκκλησιαστικόν υπάλληλον, τον μη έχοντα 3ετή πραγματικήν υπηρεσίαν, χορηγείται αναρρωτική άδεια μετά πλήρων αποδοχών ίση προς τόσους μήνας όσα τα έτη της υπηρεσίας αυτού, άνευ δε αποδοχών μέχρι συμπληρώσεως έξ μηνών.
3.Εις τους προσβεβλημένους υπό των εν άρθρω 16 του Νόμου 22/1975 αναφερομένων δυσιάτων νοσημάτων εκκλησιαστικούς υπαλλήλους, ο χρόνος των κατά τας προηγουμένας παραγράφους αδειών διπλασιάζεται.
4.Η αναρρωτική άδεια χορηγείται τη αιτήσει του υπαλλήλου δυναμένης και της Υπηρεσίας να παραπέμψη αυτεπαγγέλτως τον υπάλληλον εις τα αρμόδια όργανα προς χορήγησιν τοιαύτης αδείας.
5.Η αναρρωτική άδεια δεν συμψηφίζεται προς την κανονικήν άδειαν.
6.Τα των οργάνων και της διαδικασίας γνωμοδοτήσεως δια την χορήγησιν ή παράτασιν αναρρωτικών αδειών διέπονται υπό των σχετικών διατάξεων των αφορωσών εις τους δημοσίους υπαλλήλους, αι οποίαι εφαρμόζονται και δια παν έτερον ζήτημα σχετικόν προς τας αναρρωτικάς αδείας μη ρυθμιζόμενον δια του παρόντος.
Άρθρον 52.
Επί ασθενείας παρατεινομένης πέραν των κατά το προηγούμενον άρθρον χρονικών ορίων αναρρωτικών αδειών, ο τακτικός υπάλληλος, εάν δεν συντρέχη περίπτωσις θέσεως αυτού εις διαθεσιμότητα κατά το άρθρον 83 του παρόντος, απολύεται κατά το άρθρον 139 του παρόντος μετ’ απόφασιν του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου, εάν, συνεπεία της ως άνω ασθενείας, δεν είναι εις θέσιν να ασκή τα καθήκοντά του.
Άρθρον 53.
1.Οι επί θητεία υπάλληλοι ασθενούντες ή χρήζοντες αναρρώσεως δικαιούνται αναρρωτικής αδείας τόσων ημερών όσοι και οι μήνες της επί θητεία υπηρεσίας των παρά τω αυτώ νομικώ προσώπω. Παρατεινομένης της ασθενείας πέραν των ως άνω χρονικών ορίων ο υπάλληλος απολύεται κατά το άρθρον 139 του παρόντος μετ’ απόφασιν του υπηρεσιακού συμβουλίου εάν, συνεπεία της ως άνω ασθενείας του, δεν είναι εις θέσιν να ασκή τα καθήκοντά του.
2.Οι επί συμβάσει ιδιωτικού δικαίου εκκλησιαστικοί υπάλληλοι και το εργατοτεχνικόν προσωπικόν ασθενούντες ή χρήζοντες αναρρώσεως δικαιούνται αναρρωτικής αδείας κατά τας διατάξεις του Αστικού Κώδικος και της εργατικής νομοθεσίας.
Άρθρον 54.
1.Εκκλησιαστικοί υπάλληλοι του Κλάδου ΑΤ έχοντες ήθος εξαίρετον και χαρακτηριζόμενοι ως κατ’ εκλογήν προακτέοι, μη υπερβάντες δε το 40ον έτος της ηλικίας των, δύναται να ζητήσωσι την εις αυτούς χορήγησιν εκπαιδευτικής αδείας, εφ’ όσον πρόκειται να εκπαιδευθούν επί θεμάτων σχετικών προς την υπηρεσίαν των εν τη ημεδαπή ή και τη αλλοδαπή. Περί της χορηγήσεως της αδείας αποφαίνεται, μετά γνώμην του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος σταθμίζουσα την δια την υπηρεσίαν αναγκαιότητα της εκπαιδεύσεως του υπαλλήλου και τας εν γένει υπηρεσιακάς συνθήκας.
2.Η διάρκεια της εκπαιδευτικής αδείας δεν δύναται να υπερβή το έτος, δύναται δε να παραταθή μέχρις ενός εισέτι έτους κατά τα εν τη προηγουμένη παραγράφω οριζόμενα.
3.Κατά την διάρκειαν της εκπαιδευτικής αδείας ο υπάλληλος λαμβάνει τας πάσης φύσεως αποδοχάς αυτού εάν δε η εκπαίδευσις του υπαλλήλου πραγματοποιήται εν τη αλλοδαπή αι αποδοχαί προσαυξάνονται κατά ποσοστόν 30% επί του βασικού μισθού.
4.Συντρεχουσών των εν παραγράφω 1 του παρόντος προϋποθέσεων και κατά την αυτόθι οριζομένην διαδικασίαν δύναται να χορηγήται εντός των άνω χρονικών ορίων, εκπαιδευτική άδεια και εις εκκλησιαστικούς υπαλλήλους τυχόντας οιασδήποτε υποτροφίας ή προτιθεμένους να καλύψουν εξ ιδίων τας σχετικάς δαπάνας. Εν τη περιπτώσει ταύτη η άδεια χορηγείται άνευ αποδοχών, εκτός εάν ήθελε κριθή ητιολογημένως κατά την αυτήν ως άνω διαδικασίαν ως αναγκαία η καταβολή μέρους ή και αι ολοκλήρου των αποδοχών αυτού.
5.Εφ’ όσον ο εκκλησιαστικός υπάλληλος έτυχεν εκπαιδευτικής αδείας μευ’ αποδοχών απλών, μειωμένων ή προσηυξημένων υποχρεούται μετά την λήξιν αυτής να προσφέρη τας υπηρεσίας του εις το παρ’ ω υπηρετεί νομικόν πρόσωπον επί χρονικόν διάστημα τριπλάσιον του χρόνου της αδείας. Εν μη συμμορφώσει προς την υποχρέωσίν του ταύτην υποχρεούται να επιστρέψη εις το διπλάσιον παν ποσόν καταβληθέν αυτώ υπό της υπηρεσίας του κατά την διάρκειαν της αδείας, κωλύεται δε επί μίαν πενταετίαν ο διορισμός αυτού εις θέσιν της Εκκλησίας της Ελλάδος ή εις οιονδήποτε έτερον εκκλησιαστικόν νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου.
6.Ο χρόνος της εκπαιδευτικής αδείας θεωρείται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄
Ηθικαί Αμοιβαί –Επίτιμοι βαθμοί –Αρχαιότης –
Προβάδισμα.
Άρθρον 55.
1.Εις εκκλησιαστικούς υπαλλήλους προσενεγκόντας εις το παρ’ ω υπηρετούσι νομικώ προσώπω εξαιρετικάς υπηρεσίας ή επιδείξαντας υπηρεσιακήν επίδοσιν και απόδοσιν πέραν της εκ των καθηκόντων αυτών επιβαλλομένης δύνανται να απονέμηνται αι κάτωθι ηθικαί αμοιβαί:
α)Εύφημος μνεία.
β)Ευαρέσκεια.
γ)Έπαινος.
δ)Μετάλλιον διακεκριμένων πράξεων μετά διπλώματος.
2.Η ευαρέσκεια δύναται να απονέμηται και κατά την αποχώρησιν του υπαλλήλου εφ’ όσον η υπηρεσία του υπήρξε μακρά και ευδόκιμος.
Άρθρον 56.
1.Η εύφημος μνεία, η ευαρέσκεια και ο έπαινος απονέμονται υπό του Προέδρου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου μετά πρότασιν του οικείου Ιεράρχου ή Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου ή ετέρου αναλόγου οργάνου του οικείου νομικού προσώπου και μετά σύμφωνον γνώμην του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου.
2.Το μετάλλιον διακεκριμένων πράξεων απονέμεται δι’ αποφάσεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου μετά πρότασιν του εν τη προηγουμένη παραγράφω οργάνου και σύμφωνον γνώμην του αυτού υπηρεσιακού συμβουλίου.
Άρθρον 57.
1.Αι περί απονομής ηθικής αμοιβής πράξεις δημοσιεύονται δια του περιοδικού «ΕΚΚΛΗΣΙΑ» και κοινοποιούνται δι’ εγκυκλίου εις απάσας τας υπηρεσίας του παρ’ ω υπηρετεί ο υπάλληλος νομικού προσώπου.
2.Το σχήμα, αι διαστάσεις, αι επ’ αυτού παραστάσεις κ.λπ. του μεταλλίου διακεκριμένων πράξεων και ο τύπος και το περιεχόμενον του διπλώματος ως και πάσα εν γένει σχετική λεπτομέρεια θέλουσι καθορισθή δι’ ιδιαιτέρας κανονιστικής πράξεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου.
Άρθον 58.
1.Εκκλησιαστικός υπάλληλος συμπληρώσας 35ετή πραγματικήν εκκλησιαστικού υπαλλήλου υπηρεσίαν διατηρεί επί τιμή, και μετά την λύσιν της υπαλληλικής σχέσεως, τον τίτλον της θέσεως ην τελευταίως κατείχεν.
2.Η διατήρησις του επιτίμου τίτλου μνημονεύεται εν τη πράξει της λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως και δημοσιεύεται μετ’ αυτής δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
3.Ο εκπεσών της θέσεώς του ως και ο απολυθείς δυνάμει πειθαρχικής αποφάσεως στερούνται της ως άνω τιμής.
Άρθρον 59.
1.Η αρχαιότης καθορίζεται:
α)Εκ της χρονολογίας της δημοσιεύσεως της πράξεως του διορισμού ή της προαγωγής εις τον κατεχόμενον βαθμόν.
β)Επί συγχρόνου προαγωγής, εκ της σειράς προαγωγής.
γ)Επί συγχρόνων αρχικών διορισμών, εκ της σειράς επιτυχίας εν τω τυχόν διενεργηθέντι διαγωνισμώ ή της δοκιμασία επιλογής.
δ)Εν ελλείψει διαγωνισμού εκ του βαθμού του πτυχίου ή άλλου τίτλου σπουδών και επί των αυτών βαθμών εκ της χρονολογίας κτήσεως του πτυχίου ή άλλου τίτλου σπουδών.
ε)Εν ελλείψει πτυχίου ή άλλου τίτλου σπουδών, εκ της σειράς αναγραφής των ονομάτων εν τη κοινή πράξει του διορισμού, άλλως εκ της αρχαιότητος εν τη δημοσία υπηρεσία και εκ των πρεσβείων.
2.Εις τον χρόνον της αρχαιότητος δεν υπολογίζεται ο κατά το άρθρον 70 παρ. 1 του παρόντος χρόνος.
Άρθρον 60.
1.Μεταξύ των εν τω παρόντι υπαγομένων υπαλλήλων εκάστου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου, ων πάντων προηγείται ο Αρχιγραμματεύς της Ι.Σ. το προβάδισμα κανονίζεται:
α)Προηγουμένων της κατηγορίας ειδικών θέσεων και επομένων των κλάδων ΑΤ, είτα των του κλάδου ΑΡ, είτα των του Κλάδου ΜΕ και τέλος των του Κλάδου ΣΕ.
β)Μεταξύ υπαλλήλων ανηκόντων εις την αυτήν κατηγορίαν βάσει της κατά το άρθρον 28 βαθμολογικής κλίμακος.
γ)Μεταξύ υπαλλήλων της αυτής κατηγορίας και βαθμού επί τη βάσει της αρχαιότητος αυτών, προβαδιζόντων κατά πάσαν περίπτωσιν των κληρικών.
δ)Το προβάδισμα μεταξύ των κληρικών υπαλλήλων της Ι.Σ. καθορίζεται, ανεξαρτήτως του ον έκαστος κέκτηται υπηρεσιακού βαθμού ή των πρεσβειών της χειροτονίας αλλά μόνον αναλόγως προς την κατεχομένην θέσιν, αποφάσει του Αρχιγραμματέως της Ι.Σ.
2.Οι εν ενεργεία εκκλησιαστικοί υπάλληλοι προβαδίζουν των της αυτής κατηγορίας ομοιοβάθμων των επιτίμων.
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟΝ
Μεταβολαί της καταστάσεως του εκκλησιαστικού υπαλλήλου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
Ατομικός φάκελος και μητρώον του εκκλησιαστικού υπαλλήλου.
Άρθρον 61.
1.Δι’ έκαστον εκκλησιαστικόν υπάλληλον τηρείται παρά τω οικείω Νομικώ Προσώπω ίδιος ατομικός φάκελος περιλαμβάνων υποφακέλους περιέχοντας τα κάτωθι, αντιστοίχως στοιχεία:
α)Τα αποδεικτικά των τυπικών προσόντων του υπαλλήλου έγγραφα.
β)Πάντα τα έγγραφα τα αφορώντα εις την υπηρεσιακήν εξέλεξιν του υπαλλήλου από του διορισμού αυτού και εφ’ εξής.
γ)Τας κατά το επόμενον άρθρον εκθέσεις των ουσιαστικών προσόντων.
δ)Πάντα τα στοιχεία τα αφορώντα εις τυχόν ασκηθείσαν κατά του υπαλλήλου πειθαρχικήν ή ποινικήν δίωξιν και εις την εν γένει εν υπηρεσία και εκτός αυτής συμπεριφοράν του ως και εις τας απονεμηθείσας αυτώ πάσης φύσεως ηθικάς αμοιβάς.
ε)Πάντα τα έγγραφα τα αφορώντα εις τας χορηγηθείσας τω υπαλλήλω πάσης φύσεως αδείας.
στ)Πάντα τα λοιπά έγγραφα τα μη περιλαμβανόμενα εις τας ως άνω υπό στοιχεία αε κατηγορίας.
2.Στοιχεία δυσμενή δια τον υπάλληλον δέον όπως ανακοινώνται αυτώ υποχρεωτικώς άμα τη περιελεύσει των εις την υπηρεσίαν, δικαιούται δε ούτος όπως ζητήση και λάβη γνώσιν των στοιχείων του ατομικού αυτού φακέλου οποτεδήποτε.
Άρθρον 62.
(Καταργήθηκε από το άρθρ. 2 του Καν. 29 της 14 Ιουν. – 4 Ιουλ. 1985 (ΦΕΚ Α΄ 126)
Άρθρον 63.
1.Εις έκαστον εκκλησιαστικόν νομικόν πρόσωπον τηρείται μητρώον των υπαλλήλων εκάστου κλάδου.
2.Εις το μητρώον τούτο και εις ίδιον δι’ έκαστον υπάλληλον φύλλον αναγράφονται η αστική και στρατολογική κατάστασις του υπαλλήλου, τα προσόντα αυτού, τα του διορισμού, αι ηθικαί αμοιβαί, αι πειθαρχικαί ποιναί αυτού και πάσα άλλη χρήσιμος ένδειξις.
3.Ο τύπος του μητρώου θέλει κανονισθή δι’ ιδιαιτέρας αποφάσεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄
Τμήμα Α΄
Τοποθέτησις – Μετάθεσις.
Άρθρον 64.
Η τοποθέτησις των εκκλησιαστικών υπαλλήλων εις οργανικάς θέσεις του αυτού εκκλησιαστικού νομικού προσώπου ως και η μετάθεσις αυτών από μιας τοιαύτης αρχής εις ετέραν του αυτού κλάδου ενεργείται των μεν επί 4ω και άνω βαθμώ δι’ αποφάσεως του Προέδρου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, των δε λοιπών δι’ αποφάσεως του Προέδρου του Δ.Σ. του οικείου Εκκλ. Ν.Π.Δ.Δ., κατά πάσας δε τας ως άνω περιπτώσεις μετά γνώμην του υπηρεσιακού συμβουλίου. Η περί τοποθετήσεως ή μεταθέσεως πράξις δημοσιεύεται εν περιλήψει δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
Τμήμα Β΄
Μετακίνησις.
Άρθρον 65.
Απλή μετακίνησις του εκκλησιαστικού υπαλλήλου από θέσεως εις θέσιν του αυτού κλάδου της αυτής αρχής ενεργείται δια πράξεως του προϊσταμένου της αρχής, δυναμένου να εξουσιοδοτή τους προϊσταμένους υπηρεσιών δια τας από θέσεως εις θέσιν της αυτής υπηρεσίας μετακινήσεως.
Τμήμα Γ΄
Απόσπασις.
Άρθρον 66.
1.Λόγω σοβαράς υπηρεσιακής ανάγκης δύναται τακτικός εκκλησιαστικός υπάλληλος να αποσπασθή δια χρονικόν διάστημα μέχρις 6 μηνών, δυνάμενον να παραταθή επί έν εισέτι εξάμηνον, εις ομοιόβαθμον ή μη θέσιν του αυτού ή ετέρου κλάδου, ετέρου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου. Η απόσπασις ενεργείται δι’ ητιολογημένης πράξεως του Προέδρου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου μετά γνώμην του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Ληγουσών των ως άνω προθεσμιών η απόσπασις παύει αυτοδικαίως (άρθρον 144 παρ. 3 Π.Δ. 611/77).
2.Ο αποσπώμενος κατά την διάρκειαν της αποσπάσεώς του υπάγεται, επιφυλασσομένης της διατάξεως της επομένης παραγράφου, ως προς άπαντα τα ζητήματα της υπηρεσιακής του εν γένει καταστάσεως εις τα αρμόδια όργανα του παρ’ ω η απόσπασις νομικού προσώπου πλην των αποδοχών του βαθμού αυτού αι οποίαι καταβάλλονται αυτώ υπό του εις ο ανήκει οργανικώς νομικού προσώπου.
3.Εάν κατά την διάρκειαν της αποσπάσεως διενεργηθούν προαγωγαί εις τον οργανικόν βαθμόν και κλάδον του εν αποσπάσει τελούντος κρίνεται και ούτος μετά των λοιπών συναδέλφων του εφ’ όσον έχει τα νόμιμα προς τούτο τυπικά προσόντα, της αποσπάσεως μη επηρεαζούσης, αυτής και μόνης, την κρίσιν προς προαγωγήν του ως είρηται υπαλλήλου
4.Άπας ο χρόνος υπηρεσίας ο διανυθείς εν νομίμω αποσπάσει θεωρείται δια πάσαν συνέπειαν ως χρόνος υπηρεσίας εις την οργανικήν θέσιν.
5.Κληρικοί έχοντες την ιδιότητα του τακτικού εκκλησιαστικού υπαλλήλου δύνανται να αποστέλλωνται προς εκτέλεσιν ειδικής υπηρεσίας εις ορθοδόξους Ιερούς Ναούς του Εξωτερικού, εις ιεραποστολικάς περιοχάς ορθοδόξων εκκλησιών, εις ιεράς μονάς του Αγίου Όρους, της Αγιοταφικής Αδελφότητος και του Όρους Σινά. Η αποστολή αύτη ενεργείται τη αιτήσει του ενδιαφερομένου κληρικού, δι’ αποφάσεως της Δ.Ι.Σ. μετά γνώμην του αρμοδίου υπηρεσιακού Συμβουλίου του οικείου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου και εφ’ όσον συγκατατίθεται η οικεία εκκλησιαστική αρχή εις την οποίαν πρόκειται να αποσταλή ο κληρικός, ο οποίος λαμβάνει κατά την διάρκειαν της τοιαύτης αποστολής του απάσας τας αποδοχάς της θέσεώς του. Ο χρόνος της ως άνω υπηρεσίας του κληρικού θεωρείται δια πάσαν συνέπειαν ως χρόνος υπηρεσίας παρά τω εις ο ανήκει οργανικώ προσώπω.
Τμήμα Δ΄
Μετάταξις.
Άρθρον 67.
1.Επιτρέπεται μετάταξις εκκλησιαστικού υπαλλήλου εκ τινος εκκλησιαστικού νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου εις κενήν ομοιόβαθμον θέσιν ομοίου ή διαφορετικού κλάδου ετέρου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Η μετάταξις ενεργείται τη αιτήσει του υπαλλήλου εφ’ όσον ούτος έχει τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα δια την κατάληψιν της εις ην μετατάσσεται θέσεως και εφ’ όσον εκ της τοιαύτης μετατάξεως δεν πρόκειται να διαταραχθή ουσιωδώς η λειτουργία του εξ ου η μετάταξις νομικού προσώπου.
2.Εάν η εις ην η μετάταξις θέσις δύναται να πληρωθή δια προαγωγής υπαλλήλου έχοντος κατά τον χρόνον της μετατάξεως τα τυπικά προς προαγωγήν προσόντα ή συμπληρούντος ταύτα εντός εξαμήνου, απαγορεύεται η μετάταξις.
3.Η μετάταξις ενεργείται δια πράξεως του Προέδρου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου εκδιδομένης μετά σύμφωνον γνώμην και των υπηρεσιακών και των Διοικητικών Συμβουλίων αμφοτέρων των Νομικών προσώπων και δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Εν περιπτώσει διαφωνίας των συμβουλίων επιτρέπεται εις τον ενδιαφερόμενον προσφυγή εντός είκοσι (20) ημερών ενώπιον της Δ.Ι.Σ. αποφαινομένης μετά γνώμην του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου (Α.Υ.Σ.Ε.).
Η παρά τω εξ ου η μετάταξις εκκλησιαστικώ νομικώ προσώπω διανυθείσα υπηρεσία λογίζεται δια πάσαν περίπτωσιν ως υπηρεσία διανυθείσα παρά τω εις ο η μετάταξις εκκλησιαστικώ νομικώ προσώπω.
4.Δημόσιος υπάλληλος ή υπάλληλος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου μη εκκλησιαστικού δύναται προς το συμφέρον της υπηρεσίας, παραιτούμενος της θέσεώς του, να διορισθή εις κενήν ομοιόβαθμον ή ανωτέραν θέσιν εκκλησιαστικού τινός νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εφ’ όσον κέκτηται τα δια την κατάληψιν της θέσεως ταύτης τυπικά και ουσιαστικά προσόντα. Ο διορισμός γίνεται μετά γνώμην του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου και δι’ αποφάσεως του Προέδρου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως επιφυλασσομένης της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.
Κατά της αρνητικής γνωμοδοτήσεως του υπηρεσιακού συμβουλίου χωρεί η υπό της προηγουμένης παραγράφου προσφυγή. Η Υπηρεσία του εν λόγω υπαλλήλου παρά τω εξ ου προέρχεται Δημοσίω ή Νομικώ πρόσωπω δημοσίου δικαίου λογίζεται δια πάσαν περίπτωσιν ως υπηρεσία διανυθείσα παρά τω εις ο διορίζεται εκκλησιαστικώ νομικώ προσώπω δημοσίου δικαίου.
5.Μετάταξις εις κενήν ομοιόβαθμον θέσιν ετέρου κλάδου του αυτού εκκλησιαστικού νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου επετρέπεται τη αιτήσει του υπαλλήλου ή δια εξαιρετικάς υπηρεσιακάς ανάγκας μετά γνώμην του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου και εφ’ όσον δεν δημιουργείται ανωμαλία εις την λειτουργίαν της υπηρεσίας, επιφυλασσομένης κατά πάσαν περίπτωσιν της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Η μετάταξις ενεργείται δι’ αποφάσεως του Προέδρου του Δ.Σ. ή του τυχόν ετέρου αναλόγου διοικούντος το νομικόν πρόσωπον οργάνου, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Κατά της αρνητικής γνωμοδοτήσεως ή της περί μετατάξεως αποφάσεως χωρεί η υπό της παραγρ. 3 του παρόντος προσφυγή.
6.Μετάταξις εις κενήν ομοιόβαθμον και μέχρι του 6ου το πολύ βαθμού θέσιν ομοίου ή διαφορετικού κλάδου ανωτέρας της υπό του άρθρου 27 του παρόντος προβλεπομένης κατηγορίας (κλάδου) του αυτού νομικού προσώπου επιτρέπεται τη αιτήσει του υπαλλήλου και εφ’ όσον ούτος απέκτησε τα δι’ α ο ανωτέρω ταύτης κατηγορίας κλάδος οριζόμενα τυπικά προσόντα και μετά γνωμοδότησιν του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου. Κατά της αρνητικής γνωμοδοτήσεως του συμβουλίου χωρεί η κατά την παράγραφον 3 του παρόντος προσφυγή. Η δια μετατάξεως πλήρωσις θέσεων δεν δύναται να υπερβή το εν τέταρτον (1/4) των κατ’ έτος κενουμένων θέσεων του εις ην η μετάταξις κλάδου, δεν επιτρέπεται δε μετάταξις εκ του κλάδου ΜΕ εις τον κλάδον ΑΤ. Η μετάταξις ενεργείται δια πράξεως του Προέδρου του Δ.Σ. του οικείου Εκκλησιαστικού Ν.Π.Δ.Δ., δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Η υπηρεσία δύναται να αρνηθή την μετάταξιν δια λόγους υπηρεσιακούς.
7.Μετάταξις εις θέσιν του κλάδου των ειδικών θέσεων δεν επιτρέπεται.
8.Δια τους εις την Ιεράν Σύνοδον μετατασσομένους κληρικούς υπαλλήλους δεν ισχύει ο περιορισμός της παρ. 6 του παρόντος ως προς τον βαθμόν.
Η μετάταξις τούτων ενεργείται της συγκαταθέσει του οικείου Μητροπολίτου και αποφάσει του Προέδρου της Δ.Ι.Σ.
9.Εις πάσαν περίπτωσιν μετατάξεως και εφαρμογής του παρόντος άρθρου, μη εξαιρουμένης της παραγράφου 4 αυτού έχει ανάλογον εφαρμογήν η παράγραφος 3 του άρθρου 24 του Ν. 434/76.
Τμήμα Ε΄.
Προαγωγαί.
Αρθρον 68.
1.Ουδείς προάγεται από βαθμού εις βαθμόν:
α)Εάν δεν υπάρχη κενή θέσις προς κατάληψιν δια της προαγωγής.
β)Εάν δεν έχη συμπληρώσει τον καθωρισμένον χρόνον υπηρεσίας εν τω κατωτέρω βαθμώ και δεν έχη τα τυχόν λοιπά απαιτούμενα τυπικά προσόντα, ελεγχόμενα υπό του υπηρεσιακού συμβουλίου και
γ)Εάν δεν κέκτηται τα δια τον ανώτερον βαθμόν απαιτούμενα ουσιαστικά προσόντα περί ων κρίνει το υπηρεσιακόν συμβούλιον κατά τα κατωτέρω οριζόμενα.
Άρθρον 69.
1.Δια την προαγωγήν του προσωπικού κλάδου ΑΤ απαιτείται:
α)Από του 8ου εις τον 7ον διετής υπηρεσία εν τω 8ω βαθμώ.
β)Από του 7ου μέχρι και του 2ου τριετής υπηρεσία εν εκάστω βαθμώ.
γ)Από του 2ου βαθμού εις τον 1ον τετραετής υπηρεσία εις τον 2ον βαθμόν (άρθρον 164 παρ. 3 Π.Δ. 611/77).
2.Δια την προαγωγήν του προσωπικού κλάδου ΑΡ απαιτείται:
α)Από του 9ου βαθμού εις τον 8ον διετής υπηρεσία.
β)Από του 8ου βαθμού εις τον 7ον διετής υπηρεσία (άρθρον 164 παρ. 2 Π.Δ. 611/77).
γ)Από του 7ου βαθμού μέχρι και του 3ου τριετής υπηρεσία εν εκάστω βαθμώ (άρθρον 164 παρ. 2 Π.Δ. 611/77).
3.Δια την προαγωγήν του προσωπικού κλάδου ΜΕ απαιτείται:
α)Από του 10ου βαθμού εις τον 9ον διετής υπηρεσία (άρθρον 166 παρ. 1 Π.Δ. 611/77).
β)Από του 9ου βαθμού εις τον 8ον τριετής υπηρεσία (άρθρον 166 παρ. 1 Π.Δ. 611/77).
γ)Από του 8ου βαθμού μέχρι και του 5ου τετραετής υπηρεσία εις έκαστον βαθμόν (άρθρον 166 παρ. 1 Π.Δ. 611/77).
4.Δια την προαγωγήν του προσωπικού κλάδου ΣΕ απαιτείται:
α)Από του 12ου μέχρι και του 10ου διετής υπηρεσία εν εκάστω βαθμώ.
β)Από του 10ου βαθμού εις τον 9ον τριετής υπηρεσία.
«γΑπό του 9ου εις τον 8ον βαθμόν τετραετής υπηρεσία.
δ.Από του 8ου εις τον 7ον βαθμόν πενταετής υπηρεσία (άρθρ. 6 Νόμ. 887/1979)».
*Το έδαφ. γ΄ αντικαταστάθηκε ως άνω από τον Κανον. 12/6 Νοεμ. 1 Δεκ. 1980 (ΦΕΚ Α΄ 272).
Άρθρον 70.
1.Εις τον προς προαγωγήν απαιτούμενον χρόνον υπηρεσίας δεν υπολογίζεται:
α)Ο της διαθεσιμότητος.
β)Ο της αργίας, της επελθούσης ένεκα ποινικής διώξεως αποληξάσης εις οιανδήποτε καταδίκην ή πειθαρχικής διώξεως, αποληξάσης εις πειθαρχικήν ποινήν τουλάχιστον προστίμου αποδοχών τριών μηνών.
γ)Ο της αδικαιολογήτου αποχής εκ των καθηκόντων.
δ)Ο της προσωρινής παύσεως (άρθρον 160 παρ. 1 Π.Δ. 611/77).
2.Εις τον κατά την παράγραφον 1 χρόνον υπολογίζεται ο χρόνος της δοκιμαστικής υπηρεσίας.
Άρθρον 71.
1.Οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι προάγονται κατ’ εκλογήν και κατ’ αρχαιότητα.
2.Ως προακτέοι κατ’ εκλογήν χαρακτηρίζονται οι επιδείξαντες δραστηριότητα και αφοσίωσιν εις το καθήκον και εμφανίζοντες ήθος, χαρακτήρα και διοικητικήν ικανότητα, επιστημονικήν ή υπηρεσιακήν κατάρτισιν, δραστηριότητα και αφοσίωσιν εις το καθήκον, ώστε να ικανοποιούν απολύτως τας απαιτήσεις της υπηρεσίας δια την άσκησιν των καθηκόντων του ανωτέρου βαθμού (άρθρον 161 παρ. 2 Π.Δ. 611/77).
3.Ως προακτέοι κατ’ αρχαιότητα χαρακτηρίζονται εκείνοι, οίτινες, έχοντες ήθος και ικανότητα δύνανται να ανταποκρίνωνται εις τα καθήκοντα του ανωτέρου βαθμού.
4.Ως μη προακτέοι χαρακτηρίζονται εκείνοι, οίτινες, μη έχοντες τα ως άνω προσόντα δεν δύνανται να εκτελέσουν τα καθήκοντα του ανωτέρου βαθμού.
Άρθρον 72.
1.Αι προαγωγαί του προσωπικού των Κλάδων ΑΤ και ΑΡ ενεργούνται:
α)Κατά πρώτον λόγον κατ’ εκλογήν.
β)Εάν και εφ’ όσον δεν υπάρχουν κατ’ εκλογήν προακτέοι, κατ’ αρχαιότητα μέχρι και του 4ου βαθμού παραλειπομένων των κρινομένων ως μη προακτέων.
2.Ουδείς προάγεται εις τον τρίτον και επομένους βαθμούς εάν δεν υπάρχουν προακτέοι κατ’ εκλογήν.
Άρθρον 73.
1.Αι προαγωγαί του προσωπικού του κλάδου ΜΕ ενεργούνται:
α)Κατά πρώτον λόγον κατ’ εκλογήν.
β)Εάν και εφ’ όσον δεν υπάρχουν προακτέοι κατ’ εκλογήν, κατ’ αρχαιότητα, παραλειπομένων των κρινομένων ως μη προακτέων.
Άρθρον 74.
Αι προαγωγοί του προσωπικού του Κλάδου ΣΕ ενεργούνται πάντοντε κατ’ αρχαιότητα.
Άρθον 75.
Προαγωγαί εις τας θέσεις της κατηγορίας των ειδικών θέσεων δεν ενεργούνται.
Αρθρον 76.
1.Εντός του μηνός Ιανουαρίου εκάστου έτους ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου ή το υπό τούτου εξουσιοδοτούμενον όργανον συντάσσει ονομαστικούς πίνακας κεχωρισμένως κατά κατηγορίας και κλάδους περιλαμβάνοντας άπαντας τους κατά την 31ην Δεκεμβρίου του προηγουμένου έτους υπηρετούντας τακτικούς υπαλλήλους. Οι πίνακες ούτοι περιέχουν τον συνολικόν χρόνον υπηρεσίας εκάστου, τον πραγματικόν και, κεχωρισμένως, τον τυχόν πλεονάζοντα χρόνον εν τω τελευταίω βαθμώ, τους τίτλους σπουδών, την ηλικίαν και πάσαν ετέραν χρήσιμον ένδειξιν.
2.Κατά των πινάκων τούτων, ανακοινουμένων υποχρεωτικώς εις έκαστον ενδιαφερόμενον δι’ εγκυκλίου το βραδύτερον μέχρι 15 Φεβρουαρίου, επιτρέπεται ένστασις των ενιδαφερομένων, υποβαλλομένη μέχρι της τελευταίας ημέρας του μηνός Φεβρουαρίου. Επί των ενστάσεων αποφαίνεται το οικείον υπηρεσιακόν συμβούλιον κατά της αποφάσεως του οποίου χωρεί προσφυγή ακουμένη εντός προθεσμίας (10) ημερών ενώπιον του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Οι πίνακες καθίστανται οριστικοί εάν παρέλθουν άπρακτοι αι προς άσκησιν ενστάσεως ή προσφυγής προθεσμίαι ή όταν εκδοθούν αι επ’ αυτών αποφάσεις των κατά τα άνω υπηρεσιακών συμβουλίων ή του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου.
Άρθρον 77.
1.Η διαδικασία των προαγωγών κινείται δια του προς το υπηρεσιακόν συμβούλιον ερωτήματος, η υποβολή του οποίου ενεργείται κατόπιν αιτήσεως του υπαλλήλου, δια του οικείου Ιεράρχου ή του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου Εκκλησιαστικού Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου.
2.Ο Πρόεδρος του υπηρεσιακού συμβουλίου συγκαλεί τούτο προς γνωμοδότησιν επί του ερωτήματος εις συνεδρίασιν μη απέχουσαν πλέον του μηνός από της περιελεύσεως του ερωτήματος εις την Γραμματείαν του υπηρεσιακού συμβουλίου.
3.Το υπηρεσιακόν συμβούλιον προς σχηματισμόν της κρίσεώς του λαμβάνει υπ’ όψιν του:
α)Τα στοιχεία του ατομικού φακέλου του κρινομένου υπαλλήλου τα αφορώντα εις τον χαρακτήρα, το ήθος, τα τυπικά, επιστημονικά και επαγγελματικά αυτού προσόντα, τας ηθικάς αμοιβάς και τας εκθέσεις των προϊσταμένων, ως και τον χρόνον της πραγματικής υπηρεσίας, εκτιμωμένης ελευθέρως της επιδράσεως επί της υπηρεσιακής εξελίξεώς του της λόγω ασθενείας ή αναρρωτικής αδείας απομακρύνσεως αυτού εκ των καθηκόντων του.
β)Τα στοιχεία του πειθαρχικού ελέγχου.
γ)Τας προσωπικάς γνώσεις ή ασφαλείς πληροφορίας των μελών του συμβουλίου, ρητώς και λεπτομερώς διατυπουμένας εν τω πρακτικώ και
δ)Παν εν γένει κατά την κρίσιν του χρήσιμον στοιχείον ή έγγραφον.
4.Το υπηρεσιακόν συμβούλιον, λαμβάνον υπ' όψιν τα εν τη προηγουμένη παραγράφω στοιχεία, κρίνει αυτοτελώς ένα έκαστον των υποψηφίων προς προαγωγήν υπαλλήλων χαρακτηρίζον τούτον ως προακτέον κατ' εκλογήν ή κατ' αρχαιότητα ή ως μη προακτέον, εν συνεχεία δε καθορίζει και την σειράν προαγωγής μεταξύ των κριθέντων ως κατ' εκλογήν προακτέων, βάσει των εν παραγράφω 3 του παρόντος άρθρου στοιχείων (άρθρον 162 Π.Δ. 611/77).
5.Ο Γραμματεύς του υπηρεσιακού συμβουλίου οφείλει, εντός δεκαημέρου από της ημέρας συνεδριάσεως, να αποστείλη την γνωμοδότησιν εις τον κατά το άρθρον 81 του παρόντος αρμόδιον προς έκδοσιν της περί προαγωγής αποφάσεως όστις, επιφυλασσομένης της περιπτώσεως του άρθρου 80 του παρόντος, οφείλει εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δέκα πέντε ημερών από της εις αυτόν περιελεύσεως της αποφάσεως ταύτης, να εκδώση την περί προαγωγής πράξιν δημοσιευομένην δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, δυνάμενος να αρνηθή ταύτην μόνον δια λόγους νομιμότητας, ότε ή υπόθεσις διαβιβάζεται αμελλητί εις το Ανώτατον Υπηρεσιακόν Συμβούλιον, όπερ αποφαίνεται οριστικώς και η απόφασις του οποίου είναι υποχρεωτική δια τον κατά τα άνω αρμόδιον προς έκδοσιν της περί προαγωγής αποφάσεως. Εν η περιπτώσει η κατά την παρούσαν παράγραφον δεκαπενθήμερος προθεσμία παρέλθει άπρακτος η γνωμοδότησις του υπηρεσιακού συμβουλίου θεωρείται υιοθετηθείσα, επέχει πλέον θέσιν αποφάσεως περί προαγωγής και η δημοσίευσις αυτής δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως διατάσσεται δι' αποφάσεως του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου υπαλλήλου.
Άρθρον 78.
Υπάλληλος κριθείς δις κατά συνέχειαν ως μη προακτέος παραπέμπεται υποχρεωτικώς εις το οικείον υπηρεσιακόν συμβούλιον με το ερώτημα της απολύσεως.
Άρθρον 79.
Υπάλληλοι παραλειπόμενοι εκ των προαγωγών επί τη ρητή εν τω πρακτικώ του υπηρεσιακού συμβουλίου διατυπουμένη αιτιολογία ότι εκκρεμεί κατ' αυτών ποινική ή πειθαρχική κατηγορία, ήτις αποδεικνύεται εκ των υστέρων αβάσιμος, κρίνονται εκ νέου υπό του υπηρεσιακού συμβουλίου, εντός μηνός από της εις την αρμοδίαν υπηρεσίαν περιελεύσεως της τελεσιδίκου απαλλακτικής κρίσεως επί της κατηγορίας και, κρινόμενοι προακτέοι, προάγονται κατά την οικείαν σειράν και αναδρομικώς άνευ όμως απολήψεως διαφοράς αποδοχών. Εάν όμως δεν υπάρχη κενή θέσις προάγονται ωσαύτως αναδρομικώς ως υπεράριθμοι και καταλαμβάνουν την πρώτην κενωθησομένην θέσιν, ουδόλως δε κωλύεται η εν γένει υπηρεσιακή αυτών εξέλιξις κατά το διάστημα της υπεραριθμίας.
Άρθρον 80.
Υπάλληλος κριθείς υπό του υπηρεσιακού συμβουλίου ως προακτέος καίτοι κατά τον χρόνον της κρίσεως ήτο εκκρεμής κατ' αυτού ποινική ή πειθαρχική κατηγορία δύναται να παραλειφθή των προαγωγών κατόπιν ητιολογημένης αποφάσεως του εκδίδοντος την περί προαγωγής πράξιν οργάνου. Εν τη περιπτώσει ταύτη η θέσις εις ην θα προήγετο ο εν λόγω υπάλληλος παραμένει κενή μέχρι τελεσιδίκου κρίσεως επί της κατηγορίας, εφαρμοζομένου κατά τα λοιπά αναλόγως του προηγουμένου άρθρου.
Άρθρον 81.
Οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι προάγονται μέχρι του 2ου βαθμού δι' αποφάσεως του Προέδρου του Δ.Σ. ή του τυχόν ετέρου αναλόγου διοικούντος το εκκλησιαστικόν νομικόν πρόσωπον οργάνου, από δε του 2ου βαθμού και άνω δι' αποφάσεως του Προέδρου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου.
Τμήμα ΣΤ΄.
Διαθεσιμότης.
Άρθρον 82.
1.Οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι τίθενται εις διαθεσιμότητα:
α)Ένεκα νόσου.
β)Ένεκα καταργήσεως θέσεως, κλάδου ή υπηρεσίας.
γ)Εν τη περιπτώσει των άρθρ. 148 παρ. 3 και 149 παρ. 2 του παρόντος.
2.Η περί θέσεως εις διαθεσιμότητα ως και η περί επαναφοράς εις την ενέργειαν πράξις εκδίδεται υπό του αρμοδίου δια τον διορισμόν του εκκλησιαστικού υπαλλήλου οργάνου, μετ' ητιολογημένην γνώμην του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου και δημοσιεύεται δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
3.Κατά της περί θέσεως εις διαθεσιμότητα πράξεως χωρεί προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου εντός προθεσμίας 30 ημερών, εφ' όσον αύτη δεν εξεδόθη τη αιτήσει του υπαλλήλου.
Άρθρον 83.
1.Εκκλησιαστικός υπάλληλος έχων τουλάχιστον τριετή πραγματικήν υπηρεσίαν, και μη ων ησφαλισμένος υποχρεωτικώς εκ του νόμου δια την περίπτωσιν ασθενείας εις ασφαλιστικόν οργανισμόν η προς τον οποίον ασφάλισις θεμελιούται και επί συνεισφοράς του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου ως εργοδότου, τίθεται αυτεπαγγέλτως ή επί τη αιτήσει του εις διαθεσιμότητα ένεκα νόσου, παρατεινομένης πέραν του εν άρθρ. 51 του παρόντος οριζομένου χρόνου αναρρωτικής αδείας, δεκτικής όμως ιάσεως, κατά την γνώμην της αρμοδίας Υγειονομικής Επιτροπής.
2.Η διάρκεια της διαθεσιμότητας ένεκα νόσου δεν δύναται να υπερβή το εν (1) έτος, άρχεται δε άφ' ης έληξεν η αναρρωτική άδεια. Μετά την πάροδον του έτους, επιτροπή συγκροτουμένη υπό του Προέδρου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, μετά πρότασιν της οικείας Σχολής, εκ τριών καθηγητών Πανεπιστημίου και κατά προτίμησιν εκ των εχόντων ειδικότητα επί της νόσου, εξ ης πάσχει ο υπό εξέτασιν υπάλληλος, αποφαίνεται περί της ικανότητος αυτού προς άμεσον επανάληψιν των καθηκόντων του.
Εις περίπτωσιν αρνητικής γνωματεύσεως ο υπάλληλος απολύεται κατά τα εν άρθρω 139 οριζόμενα.
3.Επί τη αιτήσει του υπαλλήλου ή και αυτεπαγγέλτως, δύναται ούτος να παραπεμφθή προς εξέτασιν εις την ως άνω Επιτροπήν και προ της λήξεως του ορισθέντος ήδη χρόνου διαθεσιμότητος, αλλ' εις περίπτωσιν αρνητικής γνωματεύσεως διατηρείται η διαθεσιμότης μέχρι της λήξεως αυτού.
Άρθρον 84.
1.Ένεκα καταργήσεως θέσεως, κλάδου ή υπηρεσίας διαθεσιμότητος δύναται να αποφασισθή υπό του υπηρεσιακού συμβουλίου υπέρ του υπαλλήλου εκείνου, όστις εκρίθη απολυτέος δια κατάργησιν θέσεως κατά τους ορούς του άρθρου 142, μόνον εφ' όσον ούτος έχει συμπληρώσει πενταετή μόνιμον υπηρεσίαν μετά λίαν ικανοποιητικής υπηρεσιακής επιδόσεως (άρθρον 187 παρ. 1 Π.Δ. 611/77).
2.Η διαθεσιμότης αύτη διαρκεί επί εν έτος, μετά την πάροδον του οποίου ο υπάλληλος απολύεται.
3.Εάν διαρκούσης της δια κατάργησιν θέσεως διαθεσιμότητος κενωθή ή συσταθή εν υπηρεσία υπαγομένη εις το αυτό εκκλησιαστικόν νομικόν πρόσωπον, θέσις, του αυτού κλάδου (ΑΤ, ΑΡ κ.λπ.) και βαθμού προς την καταργηθείσαν ο εν διαθεσιμότητι τελών ή απολυθείς υπάλληλος προτιμάται δια την κατάληψιν αυτής, εφ' όσον κέκτηται τα δι' αυτήν απαιτούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, πλην του της ηλικίας, άνευ συμμετοχής εις τον τυχόν απαιτούμενον δια την κατάληψιν ταύτης διαγωνισμόν ή άλλην διαδικασίαν επιλογής. Περί της υπάρξεως των προσόντων και της σειράς προτιμήσεως μεταξύ των πλειόνων εν διαθεσιμότητι τελούντων ή απολυθέντων αποφασίζει το υπηρεσιακόν συμβούλιον. Επί μεταβολής των τυπικών προσόντων προτιμάται και αύθις ο ως είρηται υπάλληλος, εφ' όσον κέκτηται τυπικά προσόντα παρεμφερή προς τα νεωστί καθορισθέντα.
4.Η κατά το άρθρον τούτο διαθεσιμότης επάγεται την παύσιν παντός παρεπομένου λειτουργήματος όπερ τυχόν κατέχει ο υπάλληλος εν δημοσία υπηρεσία ή αλλαχού.
Άρθρον 85.
1.Ο ένεκα νόσου τεθείς εις διαθεσιμότητα λαμβάνει το ήμισυ των αποδοχών του (άρθρον 189 παρ. 1 Π.Δ. 611/77).
2.Ο ένεκα καταργήσεως θέσεως τεθείς εις διαθεσιμότητα λαμβάνει κατά μεν το πρώτον εξάμηνον τα 75% των αποδοχών, κατά δε τον υπόλοιπον χρόνον τα 50%.
Τμήμα Ζ'.
Αργία.
Άρθρον 86.
1.Τίθεται αυτοδικαίως εις αργίαν ο στερηθείς της προσωπικής ελευθερίας συνεπεία εντάλματος φυλακίσεως ή δικαστικής αποφάσεως υπάλληλος, έστω και αν απελύθη επί εγγυήσει.
2.Εκλιπόντος του λόγου δι' ον η αργία, ο υπάλληλος επανέρχεται αυτοδικαίως εις ενέργειαν.
3.Τίθεται ωσαύτως αυτοδικαίως εις αργίαν ο υπάλληλος καθ' ου εξεδόθη πειθαρχική περί απολύσεως απόφασις, από της κοινοποιήσεως αυτής μέχρι λήξεως των προθεσμιών προς άσκησιν ενώπιον του Ανωτέρου Υπηρεσιακού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της Επικρατείας εφέσεως και προσφυγής ή μέχρις εκδόσεως αποφάσεως επί των τυχόν ασκηθεισών εφέσεων και προσφυγής.
Εξαφανιζομένης ή μεταρρυθμιζομένης της αποφάσεως, επανέρχεται ο υπάλληλος αυτοδικαίως εις ενέργειαν.
Άρθρον 87.
1.Δύναται να τεθή εις αργίαν ο υπάλληλος καθ' ου υφίσταται:
α)Εκκρεμής ποινική δίωξις δι' αδίκημα δυνάμενον να επισύρη την έκπτωσιν από του λειτουργήματος αυτού.
β)Εκκρεμής πειθαρχική δίωξις δι' αδίκημα δυνάμενον να επιφέρη την απόλυσιν, και
γ)Βάσιμος υπόνοια ατάκτου διαχειρίσεως, στηριζομένη εις έκθεσιν της προϊσταμένης αρχής ή του αρμοδίου επιθεωρητού.
2.Η περί θέσεως εις αργίαν ή η επαναφορά εκ ταύτης εις ενέργειαν πράξις εκδίδεται υπό του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου Εκκλ. Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, μετ' απόφασιν του Υπηρεσιακού Συμβουλίου και δημοσιεύεται δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
3.Μετά πάροδον έτους από της θέσεως εις αργίαν δια τας υπό στοιχ. β΄και γ' περιπτώσεις της παρ. 1 το υπηρεσιακόν συμβούλιον υποχρεούται να αποφανθή περί της συνεχίσεως της αργίας ή της επαναφοράς.
4.Η δυνητική αργία άρχεται από της κοινοποιήσεως της πράξεως δυναμένης να ενεργηθή και προ της δημοσιεύσεώς της δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
Ο υπάλληλος επανέρχεται εις ενέργειαν από της κοινοποιήσεως αυτώ της περί επαναφοράς πράξεως, πλην εάν εξεδόθη εν τω μεταξύ εις μεν την ανωτέρω υπό στοιχείον α΄ περίπτωσιν ποινική απόφασις μη επαγομένη έκπτωσιν, εις δε την υπό στοιχείον β΄ περίπτωσιν πειθαρχική απόφασις επιβάλλουσα ποινήν κατωτέραν της απολύσεως, ότε από της τελεσιδικίας αυτών επανέρχεται αυτοδικαίως ο υπάλληλος εις ενέργειαν.
Άρθρον 88.
Εκ των αποδοχών του εν αργία υπαλλήλου παρακρατείται το εν τέταρτον δυνάμενον να αποδοθή αυτώ κατόπιν αποφάσεως του Υπηρεσιακού Συμβουλίου εάν απαλλαγή δυνάμει τελεσιδίκου αποφάσεως ή τιμωρηθή δια πειθαρχικής ποινής κατωτέρας της απολύσεως, είτε τέλος αποδειχθή αβάσιμος η κατ' αυτού περί ατάκτου διαχειρίσεως υπόνοια.
Άρθρον 89.
Η εις αργίαν θέσις εκτείνεται αυτοδικαίως και εις τα παρεπόμενα λειτουργήματα.
Άρθρον 90.
Οι περιορισμοί των άρθρων 35 38 ισχύουν και δια τους εν αργία ή διαθεσιμότητι λόγω νόσου τελούντας υπαλλήλους.
Τμήμα Η'.
Έλεγχος ατομικών πράξεων υπηρεσιακής
καταστάσεως.
Άρθρον 91.
Επιφυλασσομένων των περί πειθαρχικού δικαίου διατάξεων του παρόντος, πάσα ατομική πράξις αφορώσα εις την υπηρεσιακήν εν γένει κατάστασιν εκκλησιαστικού υπαλλήλου, εκδιδομένη δε μετά προηγουμένην γνωμοδότησιν ή άπόφασιν υπηρεσιακού συμβουλίου ως και πάσα απόφασις υπηρεσιακού συμβουλίου δι' ης ρυθμίζεται απ' ευθείας, ήτοι άνευ εν συνεχεία εκδόσεως ετέρας διοικητικής πράξεως παρόμοιον ζήτημα υπόκειται εις προσφυγήν ενώπιον του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου ασκουμένην εντός 20 ημερών, εφ' όσον δεν προβλέπεται υπό του παρόντος η απ' ευθείας κατ' αυτής προσφυγή ενώπιον ετέρου υπηρεσιακού συμβουλίου ή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟΝ
Πειθαρχικόν Δίκαιον.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.
Πειθαρχικά αδικήματα.
Τμήμα Α΄.
Άρθρον 92.
1.Πάσα δι' υπαιτίου πράξεως ή παραλείψεως παράβασις του υπαλληλικού καθήκοντος υπό των εκκλησιαστικών υπαλλήλων, δυναμένη να καταλογισθή αποτελεί πειθαρχικόν αδίκημα.
2.Το υπαλληλικόν καθήκον προσδιορίζεται τόσον εκ των υπό των κειμένων διατάξεων, κανονισμών, εγκυκλίων, οδηγιών και διαταγών επιβαλλομένων εις τον εκκλησιαστικόν υπάλληλον υποχρεώσεων, όσον και εκ της καθόλου εντός και εκτός της υπηρεσίας εκάστοτε τηρητέας εν γένει διαγωγής αυτού.
3.Μεταξύ των πειθαρχικών αδικημάτων καταλέγονται ιδία:
α)Η έλλειψις πίστεως και αφοσιώσεως προς την Πατρίδα και τα εθνικά ιδεώδη, ως και η επιδίωξις έργω ή λόγω της δια βιαίων μέσων ανατροπής του υφισταμένου πολιτειακού ή κοινωνικού καθεστώτος.
β)Η εκτός υπηρεσίας αναξία εκκλησιαστικού υπαλλήλου διαγωγή ως και η έλλειψις Εκκλ. Φρονήματος.
γ)Η επί χρήμασι χαρτοπαιξία και ιδία εν δημοσίω κέντρω.
δ)Η σύναψις στενών κοινωνικών σχέσεων μετά προσώπων, των οποίων ουσιώδη συμφέροντα εξαρτώνται εκ του τρόπου της ασκήσεως της ανατιθέμενης τω υπαλλήλω υπηρεσίας.
ε)Αι οιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις εκκλ. υπαλλήλων υπέρ πολιτικών κομμάτων ως και η ενεργός υπέρ κόμματος δράσις (άρθρον 206 παρ. 1 στοιχ. ε΄ Π.Δ. 611/77).
στ)Απαγορεύεται εις τους Εκκλ. υπαλλήλους η δημοσία άσκησις κριτικής και δη εντός των υπηρεσιακών γραφείων, των πράξεων της Κυβερνήσεως και των αποφάσεων της Ιεράς Συνόδου ή των Προϊσταμένων των αρχών προφορικώς και εγγράφως κατά τρόπον προδίδοντα έλλειψιν αντικειμενικότητος δια σκοπίμου χρήσεως αβασίμων επιχειρημάτων, ή δι' εκφράσεων αποδεικνυουσών έλλειψιν του οφειλομένου σεβασμού.
ζ)Η αποσιώπησις συμμετοχής εις έργα επ' αμοιβή, ξένα προς την υπηρεσίαν και εις ας έτι περιπτώσεις επιτρέπεται η συμμετοχή αύτη.
η)Η χρησιμοποίησις τρίτων προσώπων προς απόκτησιν υπηρεσιακής ευνοίας ή ωφελήματος ή πρόκλησιν ή ματαίωσιν διαταγής της υπηρεσίας.
θ)Η άμεσος ή δια μέσου τρίτου προσώπου συμμετοχή εις δημοπρασίαν, της οποίας Επιτροπής αποτελεί μέλος ο υπάλληλος ή η αρχή, εις την οποίαν ανήκει ούτος.
ι)Η εν υπηρεσία αναξιοπρεπής ή αναξία εκκλησιαστικού υπαλλήλου διαγωγή ή η παρά την καταβολήν αυτώ εξόδων παραστάσεως μη αναλόγως αξιοπρεπής παράστασις του υπαλλήλου.
ια)Η βραδεία εις την υπηρεσίαν προσέλευσις ή η πρόωρος εξ αυτής αποχώρησις.
ιβ)Η ραθυμία, η αμέλεια, η ατελής ή μη έγκαιρος εκπλήρωσις του υπηρεσιακού καθήκοντος ως και η αδικαιολόγητος άρνησις προσελεύσεως προς ιατρικήν εξέτασιν.
ιγ)Η μη προσήκουσα συμπεριφορά προς τους προϊσταμένους, το κοινόν, και τους λοιπούς υπαλλήλους.
ιδ)Η μη έγκαιρος απάντησις εις υποβαλλομένας αναφοράς.
ιε)Η υπό προϊσταμένου κριτού σύνταξις εκθέσεως ουσιαστικών προσόντων περί των υπ' αυτών υπαλλήλων, άνευ της επιβαλλομένης αμεροληψίας και αντικειμενικότητος με αποτέλεσμα η έκθεσις να μη αποδίδη την πραγματικήν υπηρεσιακήν συμπεριφοράν και ποιότητα του κρινομένου υπαλλήλου ως και η μη έγκαιρος κατάρτισις των εκθέσεων.
ιστ)Η αναρμοδία παρέμβασις υπέρ ή κατά τρίτου τινός.
ιζ)Η αδικαιολόγητος προτίμησις υποθέσεων νεωτέρων επί παραμελήσει παλαιοτέρων.
ιη)Η αδικαιολόγητος αποχή από της εκτελέσεως των καθηκόντων.
ιθ)Η άρνησις ή παρέλκυσις εκτελέσεως υπηρεσίας.
κ)Η παράβασις της εκ της υπηρεσίας επιβαλλομένης τω υπαλλήλω εχεμυθείας.
κα)Η χρησιμοποίησις της υπαλληλικής ιδιότητος προς εξυπηρέτησιν ιδιωτικών συμφερόντων αυτού ή προσκειμένων αυτώ προσώπων.
κβ)Η χρησιμοποίησις πληροφοριών, ας κατέχει ως εκ της υπηρεσίας του, προς αποκόμισιν ιδίου οφέλους.
κγ)Η υπό του υπαλλήλου μη είσπραξις του εις ον δικαιούται μισθού ή άλλων αποδοχών ή εξόδων.
κδ)Η αποδοχή υπό του υπαλλήλου οιασδήποτε υλικής εύνοιας, μη συνιστώσης δωροληψίαν, αλλά προερχομένης από πρόσωπα, των οποίων τας υποθέσεις διαχειρίζεται ή πρόκειται να διαχειρισθή.
κε)Η λόγω ασυνήθους χρήσεως φθορά δημοσίου πράγματος.
κστ)Η εγκατάλειψις δημοσίου πράγματος.
κζ)Η παράνομος χρήσις δημοσίου πράγματος.
κη)Πάσα εκ δόλου ή βαρείας αμελείας πράξις ή παράλειψις, καίπερ τύποις νόμιμος, δυναμένη οπωσδήποτε να βλάψη ή να θέση εν κινδύνω τα συμφέροντα της Πολιτείας ή του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου ή της Εκκλησίας γενικώτερον.
κθ)Η παράβασις καθήκοντος κατά τον ποινικόν ή άλλους ειδικούς νόμους.
λ)Η παράνομος κατοχή δευτέρας θέσεως.
λα)Η καθ' υπέρβασιν των υπό της νομοθεσίας τιθεμένων ορίων είσπραξις υπό του υπαλλήλου προσθέτων απολαβών.
λβ)Πάσα ανωμαλία ή αταξία περί την διαχείρισιν χρηματικού υλικού μη αποτελούσα ποινικόν αδίκημα.
Τμήμα Β'.
Πειθαρχικαί ποιναί.
Άρθρον 93.
1.Πειθαρχικαί ποιναί είναι:
α)Έγγραφος επίπληξις.
β)Πρόστιμον μέχρις αποδοχών τριών μηνών.
γ)Διακοπή του προς προαγωγήν δικαιώματος από ενός μέχρι πέντε ετών.
δ)Υποβιβασμός.
ε)Οριστική παύσις.
2.Το πρόστιμον, υπολογιζόμενον επί των κατά τον χρόνον της εκδόσεως της καταγνωστικής εις πρώτον βαθμόν πειθαρχικής αποφάσεως αποδοχών, παρακρατείται από του πρώτου μετά την τελεσιδικίαν της αποφάσεως μηνός, εις μηνιαίας δόσεις, εκάστης τούτων οριζόμενης, δια της αυτής αποφάσεως, εις ποσόν ουχί ανώτερον του ενός τετάρτου των αποδοχών. Το πρόστιμον περιέρχεται εις το παρέχον τας αποδοχάς εκκλησιαστικόν νομικόν πρόσωπον.
3.Δια την διακοπήν του προς προαγωγήν δικαιώματος υπολογίζεται μόνον ο χρόνος, καθ' ον ο τιμωρούμενος κέκτηται τα προς προαγωγήν τυπικά προσόντα.
Ο υποβιβασθείς δεν δύναται να επαναπροαχθή προ της παρελεύσεως από του υποβιβασμού του χρονικού διαστήματος ίσου προς το ήμισυ του απαιτουμένου προς προαγωγήν χρόνου.
4.Την ποινήν της οριστικής παύσεως δύναται να επιβάλη ο πειθαρχικός δικαστής μόνον δια τα εξής αδικήματα:
α)Παράβασιν του άρθρου 92 παρ. 3 περ. α΄και λ'.
β)Παράβασιν καθήκοντος κατά τον ποινικόν ή άλλους ειδικούς νόμους.
γ)Αδικαιολόγητον αποχήν από της εκτελέσεως των καθηκόντων επί τριάκοντα τουλάχιστον ημέρας.
δ)Παραβίασιν απορρήτων της υπηρεσίας.
ε)Χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπή ή αναξίαν εκκλησιαστικού υπαλλήλου διαγωγήν εν τε τη υπηρεσία και εκτός αυτής.
στ)Διάπραξιν εντός έτους, αφ' ης ετελέσθη αδίκημα τιμωρηθέν τουλάχιστον δια προστίμου ίσου προς τας αποδοχάς ενός μηνός, ετέρου αδικήματος δυναμένου να επισύρη την αυτήν ή βαρυτέραν ποινήν.
ζ)Διάπραξιν εντός διετίας, μετά επιβολήν τριών πειθαρχικών ποινών βαρυτέρων του προστίμου αποδοχών ενός μηνός, του αυτού αδικήματος.
η)Εκ συστήματος κακής συμπεριφοράς προς τους πολίτας.
θ)Σοβαράν απείθειαν.
ι)Παν πειθαρχικόν αδίκημα δυνάμενον ως εκ της φύσεως αυτού να προκαλέση δημόσιον σκάνδαλον και προκαλέσαν τοιούτον.
ια)Αδικαιολόγητον άρνησιν προσελεύσεως προς ιατρικήν εξέτασιν.
ιβ)Δια παράβασιν των διατάξεων του άρθρου 36 του παρόντος.
ιγ)Χρησιμοποίησιν πλαγίων μέσων προς αποφυγήν ή ματαίωσιν ή πρόκλησιν υπηρεσιακών εν γένει μεταβολών (άρθρον 207 παρ. 3 περίπτ. ιβ' Π.Δ. 611/77).
Τμήμα Γ'.
Πράξεις τελεσθείσαι προ του διορισμού.
Άρθρον 94.
1.Πράξεις τελεσθείσαι κατά την διάρκειαν προγενεστέρας του υπαλλήλου δημοσίας ή παρ' οργανισμώ τοπικής αυτοδιοικήσεως ή άλλω νομικώ προσώπω δημοσίου δικαίου υπηρεσίας τιμωρούνται πειθαρχικώς εάν υπάγωνται εις τινά των περιπτώσεων της παρ. 4 του άρθρου 93 δεν παρήλθε δε ο δι' αυτάς οριζόμενος κατά το άρθρον 96 χρόνος παραγραφής. Εν τη περιπτώσει ταύτη ο εκτός υπηρεσίας χρόνος δεν υπολογίζεται.
2.Τιμωρείται πειθαρχικώς, δυναμένη να επισύρη και την ποινήν της οριστικής παύσεως, η παρά του υπαλλήλου χρήσις, προς επίτευξιν του διορισμού του, βίας, δόλου ή δωροδοκίας. Ο χρόνος της παραγραφής άρχεται από του διορισμού.
Τμήμα Δ'.
Λήξις πειθαρχικής ευθύνης.
Άρθρον 95.
1.Ο εξ οιουδήποτε λόγου αποβαλών την ιδιότητα του εκκλησιαστικού υπαλλήλου δεν διώκεται πειθαρχικώς, η τυχόν όμως αρξαμένη πειθαρχική δίκη συνεχίζεται και μετά την λύσιν της υπαλληλικής σχέσεως, εξαιρουμένης της περιπτώσεως του θανάτου.
1.Η κατά την ανωτέρω παράγραφον εκδιδομένη τυχόν καταδικαστική απόφασις παραμένει ανεκτέλεστος.
Τμήμα Ε'.
Eξάλειψις του αξιοποίνου.
Άρθρον 96.
1.Τα πειθαρχικά αδικήματα παραγράφονται μετά δύο έτη, αφ' ης ημέρας διεπράχθησαν, πλην αν πρόκειται περί των εν παραγράφω 4 του άρθρου 93 αδικημάτων, τα οποία παραγράφονται μετά πενταετίαν.
2.Αι κατά του εκκλησιαστικού υπαλλήλου απευθυνόμεναι πράξεις προς δίωξιν του αδικήματος διακόπτουν την παραγραφήν, ο χρόνος όμως ταύτης δεν δύναται να υπερβή την τριετίαν εν συνόλω μέχρι της εκδόσεως της καταγνωστικής αποφάσεως, επί δε αδικήματος, εκ των εν άρθρω 93 παράγραφος 4 την επταετίαν.
3.Πειθαρχικόν αδίκημα, αποτελούν και αδίκημα ποινικόν δεν παραγράφεται προ της παρελεύσεως του προς παραγραφήν οριζομένου, υπό των αντιστοίχων ποινικών διατάξεων, χρόνου.
Επί τοιούτων αδικημάτων, αι πράξεις της ποινικής διάδικασίας αποτελούν λόγον διακοπής της παραγραφής του πειθαρχικού αδικήματος.
4. Η παραγραφή πειθαρχικού αδικήματος διακόπτεται δια της τελέσεως πειθαρχικού αδικήματος, σκοπούντος την απόκρυψιν αυτού ή την ματαίωσιν της εγέρσεως της ένεκα τούτου πειθαρχικής αγωγής.
5.Παραγραφέν πειθαρχικόν αδίκημα δύναται να ληφθή υπ' όψιν κατά την τιμωρίαν ετέρου πειθαρχικού αδικήματος, πραχθέντος προ της παραγραφής εκείνου.
6.Η τελεσίδικος πειθαρχική απόφασις δεν υπόκειται εις παραγραφήν.
7.Αι ποιναί της επιπλήξεως μετά εν έτος, του προστίμου μέχρις αποδοχών ενός μηνός, μετά διετίαν, του προστίμου μέχρις αποδοχών τριών μηνών, μετά πενταετίαν και αι λοιπαί βαρύτεραι τοιαύται, πλην της οριστικής παύσεως, μετά δεκαετίαν από της επιβολής αυτών διαγράφονται εκ του δελτίου του τιμωρηθέντος υπαλλήλου, και δεν λαμβάνονται υπ' όψιν, δια την κρίσιν αυτού, αν κατά το διάστημα των ως άνω χρονικών ορίων δεν ετιμωρήθη δι' οιασδήποτε ποινής.
Άρθρον 97.
1.Η προαγωγή του υπαλλήλου δεν αίρει το πειθαρχικόν κολάσιμον αυτού, δι' αδίκημα προγενέστερον της προαγωγής.
2.Εν περιπτώσει αμνηστίας,, αποκαταστάσεως, χάριτος ή καθ' οιονδήποτε άλλον τρόπον άρσεως του κολασίμου ή άρσεως ή μεταβολής των συνεπειών της καταδίκης δεν αίρεται το πειθαρχικώς κολάσιμον της πράξεως.
Τμήμα ΣΤ΄.
Σχέσις πειθαρχικής προς ποινικήν δίκην.
Άρθρον 98.
1.Η πειθαρχική δίκη είναι αυτοτελής και ανεξάρτητος πάσης άλλης δίκης.
2.Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχικήν, δύναται όμως ο πειθαρχικός δικαστής δι' αποφάσεως του, δυναμένης ελευθέρως να ανακληθή να διατάξη δι' εξαιρετικούς λόγους την αναστολήν.
3.Οσάκις εν ποινική αποφάσει, καταστάσει αμετακλήτω βεβαιούται ρητώς η ύπαρξις ή ανυπαρξία πραγματικών γεγονότων, γίνονται ταύτα δεκτά εν τη πειθαρχική δίκη, ως εν τη ποινική. Ουδόλως όμως κωλύεται εντεύθεν το πειθαρχικόν όργανον να εκδώση αντιθέτως προς την ποινικήν, απόφασιν απαλλακτικήν ή καταγνωστικήν.
4.Εκδιδομένης αμετακλήτου ποινικής καταδικαστικής αποφάσεως μετά την πειθαρχικήν, επαναλαμβάνεται η ένεκα της αυτής πράξεως πειθαρχική δίωξις εάν δικαιολογήται κατά την παράγραφον 4 του άρθρου 93 η οριστική παύσις του υπαλλήλου, εκδιδομένης δε αμετακλήτου αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, επαναλαμβάνεται η πειθαρχική δίκη. Το προς επανάληψιν της πειθαρχικής δίκης δικαίωμα παραγράφεται μετά διετίαν αφ' ης καταστή αμετάκλητος η ποινική απόφασις.
5.Δια την εφαρμογήν των προηγουμένων παραγράφων ως "ποινική δίκη" νοείται, προκειμένου περί εκκλησιαστικών υπαλλήλων εχόντων την ιδιότητα του κληρικού και η ενώπιον εκκλησιαστικού δικαστηρίου διεξαγομένη δίκη.
Τμήμα Ζ΄.
Συρροή ποινών.
Άρθρον 99.
1.Ουδείς διώκεται εκ δευτέρου δια το αυτό πειθαρχικόν αδίκημα.
2.Ένεκα του αυτού πειθαρχικού αδικήματος, μία ποινή επιβάλλεται.
3.Δια της αυτής αποφάσεως μία ποινή επιβάλλεται.
Τμήμα Η'.
Δίωξις και τιμώρησις των πειθαρχικών αδικημάτων.
Άρθρον 100.
1.Η δίωξις και τιμωρία του πειθαρχικού αδικήματος είναι καθήκον του πειθαρχικού δικαστού, παράλειψις του οποίου συνιστά πειθαρχικόν αδίκημα αυτού.
2.Κατ' εξαίρεσιν, επί αδικημάτων δικαιολογούντων την ποινήν της επιπλήξεως, η δίωξις απόκειται εις την διακριτικήν εξουσίαν των τεταγμένων προς τούτο οργάνων, λαμβανόντων υπ' όψιν τούτο μεν το συμφέρον της υπηρεσίας, τούτο δε την καθ' όλου εν τη υπηρεσία και εκτός αυτής διαγωγήν του κρινομένου εκκλησιαστικού υπαλλήλου.
3.Εν τη τιμωρήσει ο πειθαρχικός δικαστής κέκτηται διακριτικήν εξουσίαν ως προς την επιμέτρησιν της ποινής, λαμβάνων υπ' όψιν τα εν τη προηγουμένω παραγράφω κριτήρια. Κατ' εξαίρεσιν, οσάκις το πειθαρχικόν αδίκημα δικαιολογεί ποινήν ανωτέραν της επιπλήξεως, δεν δύναται ο πειθαρχικός δικαστής να μη επιβάλη ποινήν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄.
Πειθαρχικαί δικαιοδοσίαι.
Άρθρον 101.
Αι πειθαρχικαί δικαιοδοσίαι είναι μονομελείς και πολυμελείς.
Μονομελείς πειθαρχικαί δικαιοδοσίαι είναι οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι του υπαλλήλου.
Πολυμελείς πειθαρχικαί δικαιοδοσίαι είναι:
α)Τα Διοικητικόν Συμβούλιον του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου.
β)Τα κατά το άρθρον 2 παρ. 1, 2 και 3 του παρόντος Κανονισμού Υπηρεσιακά Συμβούλια.
γ)Το Ανώτερον Υπηρεσιακόν Συμβούλιον.
δ)Το Συμβούλιον Επικρατείας.
Άρθρον 102.
Πειθαρχικώς Προϊστάμενοι.
1.Πειθαρχικώς Προϊστάμενοι είναι: Ο οικείος Ιεράρχης, ο Διοικητής του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου επί πάντων των υπαλλήλων του νομικού τούτου προσώπου, ο κατά βαθμόν ανώτερος πάντων των εκκλησιαστικών υπαλλήλων της Κεντρικής ή των τυχόν Περιφερειακών Υπηρεσιών του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου και οι προϊστάμενοι Διευθύνσεων ή αυτοτελούς τμήματος ή υπηρεσίας επί των υπ' αυτούς υπαλλήλων.
2.Η ιδιότης του Προϊσταμένου ως επί θητεία ή μετακλητού δεν κωλύει την υπ' αυτού άσκησιν της πειθαρχικής εξουσίας.
Άρθρον 103.
Αμεταβίβαστον αρμοδιότητος πειθαρχικώς
προϊσταμένων. Αυτεπάγγελτος δίωξις.
1.Η αρμοδιότης των πειθαρχικώς προϊσταμένων είναι αμεταβίβαστος πλην αν άλλως προβλέπεται υπό διατάξεως νόμου ή Κανονισμού.
2.Οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι, επιλαμβάνονται, αυτεπαγγέλτως.
3.Αρμόδιος πειθαρχικώς προϊστάμενος είναι ο εις ην υπήγετο υπηρεσιακώς, υφ' οιανδήποτε υπηρεσιακήν σχέσιν ή κατάστασιν ο υπάλληλος κατά τον χρόνον της τελέσεως του αδικήματος.
4.Δια της κλήσεως εις απολογίαν άρχεται η αυτεπάγγελτος δίκη.
5.Μεταξύ πλειόνων, αρμοδίως επιληφθέντων, πειθαρχικώς προϊσταμένων προτιμάται ο πρότερον καλέσας εις απολογίαν. Ούτος υποχρεούται πάντως να παραπέμψη την υπόθεσιν εις ανωτέραν πειθαρχικήν δικαιοδοσίαν αν τυχόν ήθελε ζητηθή παρ' αυτής προ της εκδόσεως υπ' αυτού πειθαρχικής αποφάσεως.
6.Ωσαύτως δύναται να παραπέμψη την υπόθεσιν μέχρι και του οικείου Ιεράρχου ή του Διοικητού του Νομικού Προσώπου εις ην περίπτωσιν ο πειθαρχικός προϊστάμενος ήθελε κρίνει ότι το αδίκημα επισύρει ποινήν ανωτέραν της δικαιοδοσίας του.
Ελλείποντος, απόντος ή κωλυομένου του αμέσως ανωτέρω πειθαρχικώς προϊσταμένου, η παραπομπή δύναται, να γίνη εις υπέρτερον αυτού πειθαρχικώς προϊστάμενον.
7.Επί παραπομπής εις ανωτέραν δικαιοδοσίαν μετά κλήσιν εις απολογίαν δεν απαιτείται νέα κλήσις.
Άρθρον 104.
Αρμοδιότης πειθαρχικών Προϊσταμένων.
Οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι δύνανται να επιβάλλουν την μεν ποινήν της επιπλήξεως πάντες, την δε ποινήν του προστίμου μέχρι του 1/3 των αποδοχών ενός μηνός, ο οικείος ιεράρχης ή ο Διοικητής οι δε λοιποί προϊστάμενοι την ποινήν του προστίμου μέχρι του 1/6 των αποδοχών ενός μηνός.
Άρθρον 105.
Πολυμελείς δικαιοδοσίαι.
1.Το Διοικητικόν Συμβούλιον επιλαμβάνεται είτε αυτεπαγγέλτως δια της κλήσεως του υπαλλήλου εις απολογίαν είτε κατόπιν παραπεμπτηρίου εγγράφου κατά τα εν άρθρω 111 του παρόντος οριζόμενα.
2.Εάν το αδίκημα επισύρη ποινήν ανωτέραν της αρμοδιότητος αυτού οφείλει να παραπέμψη την υπόθεσιν εις το αρμόδιον πειθαρχικόν συμβούλιον, όπερ δύναται κατά την κρίσιν αυτού να καλέση εκ νέου τον υπάλληλον εις απολογίαν.
Άρθρον 106.
Το Διοικητικόν Συμβούλιον δύναται να επιβάλλη τας ποινάς μέχρι και του προστίμου των αποδοχών ημίσεος μηνός. Αρμόδιον Διοικητικόν Συμβούλιον είναι εκείνο εις ο υπήγετο υφ' οιανδήποτε υπηρεσιακήν σχέσιν ή κατάστασιν ο υπάλληλος κατά τον χρόνον τελέσεως του αδικήματος.
Άρθρον 107.
1.Τα υπό του άρθρου 2 του παρόντος προβλεπόμενα υπηρεσιακά συμβούλια λειτουργούν και ως πειθαρχικά συμβούλια κατά το άρθρον 101 περίπτ. β΄ του παρόντος δια τους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους τους εις αυτάς υπαγομένους.
2.Τα πειθαρχικά συμβούλια επιλαμβάνονται βάσει παραπεμπτηρίου εγγράφου εκδιδομένου κατά τα εν άρθρω 111 του παρόντος οριζόμενα και εν ουδεμιά περιπτώσει δύνανται να παραπέμψουν την υπόθεσιν εις ετέραν δικαιοδοσίαν, δυνάμενα να επιβάλλουν πάσαν ποινήν.
3.Συγκρούσεις αρμοδιότητος μεταξύ πλειόνων πειθαρχικών συμβουλίων δια το αυτό αδίκημα, είτε καταφατικαί, εφ' όσον δεν εξεδόθη εισέτι οριστική απόφασις, είτε αποφατικαί, εφ' όσον είναι ή κατέστησαν τελεσίδικοι αι περί αναρμοδιότητος αυτών αποφάσεις, αίρονται υπό του Ανωτέρου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας επί τη προσηκόντως βεβαιωμένη αιτήσει του διωκομένου υπαλλήλου ή, προκειμένου περί καταφατικής συγκρούσεως, και του προέδρου τινός των επιληφθέντων υπηρεσιακών πειθαρχικών συμβουλίων.
Άρθρον 108.
Το Ανώτερον Υπηρεσιακόν Συμβούλιον επιλαμβάνεται ως Πειθαρχικόν: α)εις τας υπό κειμένων περί αυτού διατάξεων προβλεπόμενας περιπτώσεις επιβάλλον μόνον τας αυτόθι οριζομένας ποινάς και β)επί εφέσει κατά τας διατάξεις του παρόντος.
Άρθρον 109.
1.Πλείονα πειθαρχικά αδικήματα του αυτού υπαλλήλου, διωκόμενα προ της επί τινι τούτων εκδόσεως οριστικής αποφάσεως, συνεκδικάζονται υποχρεωτικώς, εφ' όσον ανάγονται εις καθήκοντα υπηρεσιών του αυτού νομικού προσώπου. Κατά του υπαιτίου πλειόνων πειθαρχικών αδικημάτων δια πλειόνων πράξεων ή παραλείψεων διαπραχθέντων μετά την επιμέτρησιν καταγιγνώσκεται μία συνολική ποινή αποτελουμένη εκ της βαρυτέρας, επαυξανομένης κατά την κρίσιν του πειθαρχικού δικαστού.
2.Πλείονες υπάλληλοι διωκόμενοι, δια το αυτό αδίκημα ή δι' αδικήματα συναφή συνδικάζονται υποχρεωτικώς υπό τας προϋποθέσεις της προηγουμένης παραγράφου.
3.Υπάλληλοι ανήκοντες εις πλείονα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου συνδικάζονται υπό του το πρώτον επιληφθέντος πειθαρχικού οργάνου εφ' όσον είναι ανώτερον, άλλως συνδικάζονται υπό του εν τη συγκεκριμένη περιπτώσει ανωτέρου, εφ' όσον πρόκειται περί του αυτού αδικήματος ή αδικημάτων συναφών.
4.Αρμόδιον προς συνεκδίκασιν μεταξύ πλειόνων οργάνων είναι :
α)μεταξύ πλειόνων πειθαρχικώς προϊσταμένων, ο κατά βαθμόν ανώτερος, επί δε ομοιοβάθμων ο πρότερον επιληφθείς.
β)προκειμένου περί συνδικάσεως, κατά την παράγραφον 2 υπαλλήλων υπαγομένων λόγω βαθμού εις διάφορα συμβούλια, το εκ τούτων ανώτερον,
γ)μεταξύ πειθαρχικώς προϊσταμένου και πειθαρχικού συμβουλίου, το πειθαρχικόν συμβούλιον.
5.Το πειθαρχικόν συμβούλιον θεωρείται επιληφθέν δια την εφαρμογήν της προηγουμένης παραγράφου, αφ' ης περιήλθεν αυτώ το παραπεμπτήριον έγγραφον.
Άρθρον 110.
1.Ο οικείος ιεράρχης ή ο Πρόεδρος του οικείου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου εάν κρίνη ότι το αδίκημα επισύρη ποινήν μείζονα της αρμοδιότητός του παραπέμπει την υπόθεσιν ενώπιον της οικείας πολυμελούς πειθαρχικής δικαιοδοσίας δια παραπεμπτηρίου εγγράφου. Εις την περίπτωσιν του άρθρου 105 παρ. 2 το παραπεμπτήριον έγγραφον εκδίδει το Διοικητικόν Συμβούλιον.
2.Η έκδοσις του παραπεμπτηρίου εγγράφου καταργεί την μήπω περατωθείσαν δι' οριστικής αποφάσεως αυτεπάγγελτον δίκην.
3.Η έκδοσις οριστικής αποφάσεως επί τινι αδικήματι είτε υπό μονομελούς είτε υπό πολυμελούς δικαιοδοσίας, καθιστά απαράδεκτον την κατά την παραγρ. 1 του παρόντος παραπομπήν.
4.Γενομένη παραπομπή δεν ανακαλείται.
5.Εν τω παραπεμπτηρίω εγγράφω δέον να μνημονεύωνται τα συνιστώντα το διωκόμενον παράπτωμα πραγματικά περιστατικά, ως και τα υπάρχοντα στοιχεία άτινα πιθανολογούν την ενοχήν του υπαλλήλου.
6.Το παραπεμπτήριον έγγραφον κοινοποιείται εις τον εγκαλούμενον και αναστέλλεται μετά του φακέλου της υποθέσεως, ως και ολοκλήρου του ατομικού φακέλου του υπαλλήλου, εις τον γραμματέα της οικείας πολυμελούς πειθαρχικής δικαιοδοσίας.
Άρθρον 111.
Προανάκρισις.
1.Η προανάκρισις συνίσταται εις προκαταρκτικήν άτυπον συλλογήν και καταγραφήν πληροφοριών και στοιχείων περί του εικαζομένου πειθαρχικού αδικήματος και των συνθηκών, υφ' ας ετελέσθη τούτο.
2.Προανάκρισιν δύναται να ενεργήση πας πειθαρχικώς προϊστάμενος του υπαλλήλου.
3.Εάν εκ των συγκεντρωθέντων στοιχείων κρίνη ο ενεργών την προανάκρισιν, ότι δεν συντρέχει περίπτωσις πειθαρχικής διώξεως, τερματίζει ταύτην δι' ητιολογημένης εκθέσεως.
Τούτο δεν κωλύει την υπ' άλλου πειθαρχικώς προϊσταμένου ενέργειαν προανακρίσεως.
Εάν εκ των συγκεντρωθέντων στοιχείων κρίνη ο ενεργών την προανάκρισιν, ότι προκύπτει πειθαρχικόν αδίκημα τιμωρητέον δια των ποινών της αρμοδιότητός του, καλεί τον υπάλληλον εις απολογίαν κατά το άρθρον 120, εάν δε κρίνη ότι δικαιολογείται η επιβολή ποινής βαρυτέρας, ενεργεί κατά τα εν άρθρω 103 παρ. 6 οριζόμενα.
Εάν τέλος κρίνη, ότι το αδίκημα χρήζει περαιτέρω ερεύνης, προβαίνει εις την ενέργειαν ανακρίσεως.
Άρθρον 112.
Ανάκρισις.
1.Την ανάκρισιν διεξάγει :
α)επί μονομελούς δικαιοδοσίας αυτός ο επιληφθείς πειθαρχικώς προϊστάμενος ή άλλος τις υπ' αυτού οριζόμενος υπάλληλος,
β)επί πολυμελούς πειθαρχικής δικαιοδοσίας ο υπό τούτου οριζόμενος υπάλληλος είτε μέλος αυτού είτε άλλος τις.
Εις πάσαν περίπτωσιν ο αναλαβών να ενεργήση την ανάκρισιν πρέπει να είναι τουλάχιστον ομοιόβαθμος άλλ' αρχαιότερος του διωκομένου, εκτός εάν την ανάκρισιν ενεργή υπάλληλος ετέρου κλάδου κατ' εντολήν του οικείου ιεράρχου ή του Προέδρου του οικείου Εκκλησιαστικού νομικού προσώπου.
2.Δεν δύναται να διεξαγάγουν ανάκρισιν:
α')Οι καθ' ων τυχόν εστρέφετο το αδίκημα,
β')Οι ασκήσαντες την πειθαρχικήν αυτών αρμοδιότητα δια το υπό κρίσιν αδίκημα πειθαρχικώς προϊστάμενοι, και
γ')Οι κατ' ευθείαν γραμμήν εξ αίματος συγγενείς του διωκομένου υπαλλήλου ή εκ πλαγίου μέχρι και του τετάρτου βαθμού και ο σύζυγος ή εξ αγχιστείας συγγενής μέχρι και του δευτέρου βαθμού.
Ο εγκαλούμενος δικαιούται εφ' άπαξ και το βραδύτερον εντός διημέρου από της κλήσεως προς εξέτασιν υπό του ανακριτού να αιτήσηται την εξαίρεσιν αυτού από του έργου της ανακρίσεως δι' εγγράφου αιτήσεως, εν η δέον να εκτίθενται οι λόγοι της εξαιρέσεως, επισυνάπτονται δε και τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία.
Επί της αιτήσεως αποφαίνεται οριστικώς και τελεσιδίκως η αναλόγως του βαθμού του διωκομένου υπαλλήλου οικεία πολυμελής πειθαρχική, δικαιοδοσία συνερχομένη εκτάκτως επί τούτω και άνευ συμμετοχής του εις ο τυχόν είχον ανατεθή τα ανακριτικά καθήκοντα μέλους αυτής αναπληρουμένου νομίμως. Εάν η αίτησις γίνη δεκτή, αι υπό του έξαιρεθέντος ενεργηθείσαι ανακριτικαί πράξεις είναι άκυροι και δεν δύνανται να τοποθετηθούν εις τον φάκελον της υποθέσεως.
3.Ο διεξάγων την ανάκρισιν ενεργεί τας εν τη έδρα αυτού ανακριτικάς πράξεις αυτοπροσώπως ή δι' υφισταμένου αυτώ υπαλλήλου κατ' ανάλογον εφαρμογήν της περιπτ. β΄ της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, δικαιούται δε να αιτήσηται παρά πάσης διοικητικής αρχής ή ειρηνοδίκου ή ειδικού πταισματοδίκου την εν τη έδρα αυτού ενέργειαν ανακριτικής τινός πράξεως.
Ενέργειαν ανακριτικών πράξεων εκτός έδρας δύναται να ζητήση και παρά τινος των αρμοδίων κατά τόπον διοικητικών αρχών, των δικαιουμένων να μετακινηθούν ή να διατάξουν μετακίνησιν υπαλλήλου λόγω υπηρεσίας.
4.Κατά την ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου διαδικασίαν επί τε της πειθαρχικής αγωγής και της εφέσεως η ανάκρισις είναι υποχρεωτική, πλην εάν η τυχόν προηγηθείσα κρίνηται ως επαρκής.
5.Η ανάκρισις είναι μυστική.
6.Η ανάκρισις δύναται να εκταθή εις την έρευναν και ετέρων αδικημάτων του αυτού υπαλλήλου, δι' ά προκύπτουν στοιχεία εν τη πορεία αυτής.
7.Καθήκοντα γραμματέως της ανακρίσεως εκτελεί ο υπό του διεξάγοντος την ανάκρισιν οριζόμενος υπάλληλος.
Άρθρον 113.
Ανακριτικαί Πράξεις.
1.Ανακριτικαί πράξεις είναι :
α)Αυτοψία,
β)Εξέτασις μαρτύρων,
γ)Πραγματογνωμοσύνη και
δ)Εξέτασις του διωκομένου.
2.Δεν δύναται να είναι αντικείμενον ανακριτικής πράξεως:
α)απόρρητον της υπηρεσίας, αν μη συναινή η αρμοδία αρχή,
β)νόμω επαγγελματικόν απόρρητον και
γ)απόρρητον εκ της ιεράς εξομολογήσεως.
3.Περί της ανακριτικής πράξεως συντάσσεται έκθεσις υπογραφομένη υπό πάντων των συμπραξάντων ή μνημονεύουσα την τυχόν άγνοιαν γραμμάτων ή άρνησιν υπογραφής τινος.
Άρθρον 114.
Αυτοψία δημοσίων και ιδιωτικών εγγράφων.
1.Η αυτοψία δημοσίων ή παρά δημοσία αρχή κατατεθειμένων ιδιωτικών εγγράφων ενεργείται εν ω γραφείω ταύτα φυλάσσονται.
2.Έγγραφα κατεχόμενα υπό ιδιώτου παραδίδονται εις τον ενεργούντα την ανάκρισιν, αποδιδόμενα υποχρεωτικώς άμα τω πέρατι της πειθαρχικής δίκης. Ο ενεργών την ανάκρισιν υποχρεούται τη αιτήσει του ιδιώτου να χορήγηση ατελώς, πλην της αποδείξεως, επίσημον αντίγραφον των παραληφθέντων εγγράφων ή αποσπασμάτων. Εάν πρόκειται περί εγγράφων αναγκαιούντων εις τον ιδιώτην προς εξυπηρέτησιν ιδίου συμφέροντος, ταύτα ανακοινούνται εις τον ενεργούντα την ανάκρισιν εν ω τόπω εύρηνται.
Ιδιώτης αρνούμενος την κατά τα άνω παράδοσιν εγγράφων υπέχει πάσας τας εκ τοιαύτης αρνήσεώς του εννόμους συνεπείας.
Άρθρον 115.
Μάρτυρες.
1.Οι μάρτυρες εξετάζονται ενόρκως κατά τας οικείας διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας εν τω τόπω της κατοικίας ή διαμονής αυτών.
2.Ο καλούμενος να καταθέση δύναται να αρνηθή την μαρτυρίαν του ένεκεν ευλόγου αιτίας. Εύλογος αιτία θεωρείται και η μετά του διωκομένου συγγένεια του μάρτυρος εις ευθείαν γραμμήν ή μέχρι και του δευτέρου εκ πλαγίου βαθμού. Ο άνευ ευλόγου αιτίας αρνούμενος να καταθέση υπέχει πάσας τας εκ της τοιαύτης αρνήσεως του εννόμου συνεπείας.
3.Η εξέτασις των παρά του διωκομένου υπαλλήλου προσαγομένων μαρτύρων πέραν των πέντε, απόκειται εις την κρίσιν της δικαιοδοτούσης αρχής.
4.Η εξέτασις τινός ως μάρτυρος αποτελεί, εφ' όσον ούτος είναι εκκλησιαστικός υπάλληλος, λόγον χορηγήσεως αυτώ αναλόγου αδείας μετά πλήρων αποδοχών, μη συμψηφιζομένης προς οιανδήποτε ετέραν άδειαν.
Άρθρον 116.
Πραγματογνώμονες.
Πραγματογνώμονες ορίζονται δημόσιοι υπάλληλοι και αξιωματικοί του κατά ξηράν και αέρα στρατού, της χωροφυλακής ή της αστυνομίας, ορκίζονται δε προ της εκτελέσεως της πραγματογνωμοσύνης κατά τας οικείας διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας.
Άρθρον 117.
Εξέτασις διωκομένου.
1.Κατά την ανάκρισιν δέον πάντως επί ποινή ακυρότητος να καλήται, ίνα εξετάζηται, ο διωκόμενος. Η μη προσέλευσις τούτου ή η αρνησις προς εξέτασιν δεν κωλύει την πρόοδον της ανακρίσεως.
2.Παράστασις ή συμπαράστασις πληρεξουσίου απαγορεύεται.
Άρθρον 118.
1.Ο διεξάγων την ανάκρισιν πειθαρχικώς προϊστάμενος μη συντρεχούσης περιπτώσεως εφαρμογής του άρθρου 103 παρ. 6 του παρόντος προβαίνει μετά το πέρας της ανακρίσεως είτε εις την κλήσιν προς απολογίαν του διωκομένου είτε εις την άνευ ταύτης έκδοσιν απαλλακτικής αποφάσεως.
2.Ο τυχόν εντεταλμένος την διεξαγωγήν της τοιαύτης ανακρίσεως υποβάλλει τον φάκελον εις την οικείαν πειθαρχικήν δικαιοδοσίαν, μετά του πορίσματος αυτού.
3.Ο Πρόεδρος του Διοικητικού ή Πειθαρχικού συμβουλίου μετά την υποβολήν του πορίσματος δύναται να ορίση ως εισηγητήν της υποθέσεως εν εκ των μελών του συμβουλίου, εις ο διαβιβάζει τον σχηματισθέντα φάκελον.
4.Εισηγητήν δύναται να ορίση ο Πρόεδρος και άμα τη λήψει του παραπεμπτηρίου εγγράφου.
5.Εάν ο Πρόεδρος κρίνη ότι η υπόθεσις είναι ώριμος προς συζήτησιν εισάγει ταύτην ενώπιον του συμβουλίου, ίνα τούτο αποφασίση είτε την κλήσιν εις απολογίαν του διωκομένου είτε την άνευ ταύτης απαλλαγήν αυτού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ.
Απολογία. Εκδίκασις. Πειθαρχική Απόφασις.
Άρθρον 119.
1.Αι εις πρώτον βαθμόν καταδικαστικαί αποφάσεις εκδίδονται επί ποινή ακυρότητος μετ' έγγραφον κλήσιν του υπαλλήλου εις απολογίαν, επιφυλασσομένης της παραγρ. 8 του παρόντος.
2.Μετά την κλήσιν εις απολογίαν, η υπόθεσις δέον να περατωθή δι' αποφάσεως.
3.Η εξέτασις του διωκομένου κατά το στάδιον της ανακρίσεως, δεν αναπληροί την κλήσιν εις απολογίαν.
4.Η κλήσις εις απολογίαν καθορίζει το αποδιδόμενον πειθαρχικόν αδίκημα και τάσσει εύλογον προθεσμίαν προς απολογίαν, πάντως ουχί βραχυτέραν των τριών ημερών. Η προθεσμία αύτη δύναται να παραταθή επί δεδικαιολογημένη εγγράφω αιτήσει του καλουμένου.
Εάν ο υπάλληλος διαμένη εις την αλλοδαπήν δεν δύναται να ορίζηται προθεσμία βραχυτέρα των εξήκοντα ημερών.
5.Προ της απολογίας, δικαιούται ο υπάλληλος να λάβη γνώσιν της σχηματισθείσης δικογραφίας.
6.Η απολογία υποβάλλεται εγγράφως, δύναται δε ο απολογούμενος να ζητήση δια της απολογίας του εύλογον προθεσμίαν δια την υποβολήν εγγράφων ή άλλων στοιχείων, η παροχή της οποίας απόκειται εις την κρίσιν του καλούντος.
7.Ο υπάλληλος δικαιούται να παραστή, μόνον αυτοπροσώπως κατά την ενώπιον του Διοικητικού ή Πειθαρχικού
Συμβουλίου συζήτησιν. Προς τούτο η ημέρα της συζητήσεως γνωστοποιείται εις αυτόν προ 48 τουλάχιστον ωρών, ίνα εφ' όσον επιθυμή, παραστή κατ' αυτήν.
Ωσαύτως τα ανωτέρω συμβούλια δικαιούνται να απαιτήσουν την ενώπιον αυτών αυτοπρόσωπον παράστασιν του διωκομένου υπαλλήλου. Δια την εις την δίκην προσέλευσιν του διωκομένου ισχύει αναλόγως η παρ. 4 του άρθρου 115 του παρόντος.
8.Η ενώπιον του κατά την παράγραφον 7 συμβουλίου προσέλευσις του διωκομένου και απολογία αυτού δύναται να καλύπτη κατά την κρίσιν του οργάνου την παράλειψιν της κλήσεως εις απολογίαν.
9.Εις ην περίπτωσιν το Διοικητικόν ή Πειθαρχικόν Συμβούλιον κρίνει αναγκαίαν την συμπλήρωσιν της ανακρίσεως ή την προφορικήν υποστήριξιν της απολογίας, δύναται να αποφασίση την αναβολήν της δίκης.
10.Ο πειθαρχικός δικαστής εκτιμά ελευθέρως τα αποδεικτικά στοιχεία.
11.Αι πειθαρχικαί αποφάσεις δέον να είναι ητιολογημέναι. Άμα τη εκδόσει των κοινοποιούνται εν πλήρει αντιγράφω και επί αποδείξει εις τον κριθέντα.
12.Η έκδοσις οριστικής αποφάσεως επί τινι αδικήματι είτε υπό μονομελούς είτε υπό πολυμελούς οργάνου, καθιστά απαράδεκτον νέαν πειθαρχικήν δίωξιν δια το αυτό πειθαρχικόν αδίκημα.
13.Ανάκλησις εκδοθείσης πειθαρχικής αποφάσεως δεν επιτρέπεται, επιφυλασσομένης της παραγρ. 4 του άρθρου 98 του παρόντος.
14.Αι προς τον υπάλληλον απευθυνόμεναι κλήσεις και αι πειθαρχικαί αποφάσεις επιδίδονται εις χείρας ή την κατοικίαν αυτού, συντασσομένου αποδεικτικού. Εν περιπτώσει αρνήσεως παραλαβής, ο επιδίδων συντάσσει πράξιν βεβαιούσαν την άρνησιν.
Αγνοουμένης της διαμονής, το έγγραφον τοιχοκολλάται εις το κατάστημα της υπηρεσίας του υπαλλήλου συντασσομένου πρωτοκόλλου, όπερ υπογράφεται υπό του επιδίδοντος και δύο μαρτύρων.
15.Η πειθαρχική απόφασις μετά την κατά την παράγραφον 11 κοινοποίησιν, αποστέλλεται εν κεκυρωμένω αντιγράφω μεθ' ολοκλήρου του φακέλου, εις την αρμοδίαν υπηρεσίαν προσωπικού, οφείλουσαν, άμα τη τελεσιδικία της αποφάσεως, να επιμεληθή της εκτελέσεως, να καταχωρήση περίληψιν της αποφάσεως εις το μητρώον του υπαλλήλου, να θέση αντίγραφον αυτής εις τον ατομικόν φάκελον του κριθέντος και να εκκαθαρίση και βεβαιώση αρμοδίως τα τέλη της πειθαρχικής διαδικασίας.
Άρθρον 120.
Εξαίρεσις και κωλύματα μελών των Διοικητικών και
Πειθαρχικών Συμβουλίων.
1.Των Διοικητικών και Πειθαρχικών Συμβουλίων εξαιρούνται οι κατά το άρθρον 112 παράγραφος 2 του παρόντος μη δικαιούμενοι να διεξαγάγουν ανάκρισιν.
2.Ο εγκαλούμενος δύναται να ζήτηση εφ' άπαξ την εξαίρεσιν δύο κατ' ανώτατον όριον μελών του Διοικητικού ή Πειθαρχικού Συμβουλίου, εφ' όσον τούτο σύγκειται εκ πέντε μελών και άνω, άλλως ενός μόνον. Επί της αιτήσεως ταύτης, ήτις δέον να υποβάλληται εγγράφως εις τον πρόεδρον του συμβουλίου δύο τουλάχιστον ημέρας προ της συζητήσεως της υποθέσεως, να είναι ητιολογημένη και να συνοδεύηται υπό των υπαρχόντων τυχόν δικαιολογητικών, αποφαίνεται κατά πλειοψηφίαν οριστικώς και τελεσιδίκως το συμβούλιον, συντιθέμενον εκ των λοιπών μελών αυτού και των αναπληρωτών των εξαιρετέων, δι' ητιολογημένης αποφάσεως καταχωριζομένης εις τα πρακτικά.
Τα μέλη υπέρ της εξαιρέσεως των οποίων απεφάνθη το συμβούλιον αντικαθίστανται υπό των αναπληρωτών αυτών.
3.Η ενέργεια της ανακρίσεως κωλύει την συμμετοχήν του ενεργήσαντος αυτήν εις την σύνθεσιν του πειθαρχικού συμβουλίου.
4.Εις την περίπτωσιν της παραγράφου 4 του άρθρου 98 αποκλείεται του έργου της ανακρίσεως ή της συμμετοχής εις το διοικητικόν ή πειθαρχικόν συμβούλιον ο ενεργήσας την ανάκρισιν ή συμμετασχών εις το διοικητικόν ή πειθαρχικόν συμβούλιον εν τη πρώτη δίκη.
Άρθρον 121.
Λειτουργία πειθαρχικών συμβουλίων.
1.Τα πειθαρχικά συμβούλια και το Διοικητικόν Συμβούλιον συνεδριάζουν μυστικώς.
2.Τα της τηρήσεως των πρακτικών, τα της απαρτίας, της αναπληρώσεως των κωλυομένων μελών και συγκροτήσεως της πλειοψηφίας διέπονται υπό των άρθρων 2 και εφεξής του παρόντος ως ταύτα τροποποιούνται υπό των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, επιφυλασσομένων των περί Ανωτέρου Υπηρεσιακού Συμβουλίου ειδικών διατάξεων.
Άρθρον 122.
Εκτίμησις αποδείξεων.
1.Ο. πειθαρχικός δικαστής εκτιμά τας προσαχθείσας αποδείξεις κατ' ελευθέραν κρίσιν.
2.Ο πειθαρχικός δικαστής δύναται προς μόρφωσιν της κρίσεως αυτού να λάβη υπ' όψιν και αποδεικτικά στοιχεία μη προκύπτοντα εκ της πειθαρχικής διαδικασίας, αλλ' εξ άλλης διαδικασίας νομίμως συνισταμένης, εφ' όσον έλαβεν γνώσιν τούτων ο διωκόμενος.
3.Αδικήματα δι' α ο διωκόμενος δεν εκλήθη εις απολογίαν, δεν δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενον της δίκης.
4.Η άπόφασις δέον να στηρίζεται επί αποδεδειγμένων πραγματικών γεγονότων και ουχί απλών υπονοιών και να είναι ητιολογημένη τόσον δια την διαπίστωσιν της ενοχής, όσον και δια την επιβολήν ή επιμέτρησιν της ποινής.
5.Εις την περίπτωσιν της επαναλήψεως της δίκης κατά την παράγραφον 4 του άρθρου 98 του παρόντος δύναται, αλλά δεν υποχρεούται το πειθαρχικόν συμβούλιον να προβή εις νέαν εξέτασιν του πραγματικού μέρους της υποθέσεως, να διατάξη νέαν ανάκρισιν και νέαν κλήσιν εις απολογίαν, ως και να λάβη υπ' όψιν νέους πραγματικούς ισχυρισμούς και νέας αποδείξεις.
Άρθρον 123.
Τα τέλη σημάνσεως εγγράφων πειθαρχικής διαδικασίας.
1.Τα τέλη σημάνσεως καταλογίζονται εις βάρος του καταδικασθέντος υπαλλήλου δια της οριστικής αποφάσεως.
2.Εν περιπτώσει μερικής απορρίψεως της εφέσεως του πρωτοδίκως καταδικασθέντος υπαλλήλου, το πειθαρχικόν συμβούλιον καταλογίζει εις βάρος αυτού μέρος μόνον των τελών της δίκης.
3.Εν η περιπτώσει διετάχθη πραγματογνωμοσύνη αι αμοιβαί των πραγματογνωμόνων εκκαθαρίζονται υπό του πειθαρχικού οργάνου και καταβάλλονται παρά του οικείου εκκλησιαστικού νομικού προσώπου κατά τας οικείας διατάξεις, καταλογιζόμεναι εις βάρος του καταδικασθέντος υπαλλήλου καθόλου ή εν μέρει, κατά την κρίσιν του συμβουλίου, δια της οριστικής αποφάσεως.
4.Εν περιπτώσει απαλλαγής του διωκομένου τα τέλη βαρύνουν το οικείον νομικόν πρόσωπον.
5.Επίσης βαρύνουν το οικείον νομικόν πρόσωπον τα τέλη της δίκης της αρξαμένης συνεπεία ενδίκου μέσου υπέρ της Διοικήσεως εφ' όσον το ένδικον τούτο μέσον απερρίφθη.
ΚΕΦΑΛΑΙΌΝ Δ'.
Έφεσις.
Άρθρον 124.
1.Αι αποφάσεις των πειθαρχικώς προϊσταμένων και των διοικητικών και των πειθαρχικών συμβουλίων υπόκεινται εις έφεσιν ενώπιον του Ανωτέρου Υπηρεσιακού Συμβουλίου.
2. Εις άσκησιν εφέσεως δικαιούται:
α)Ο τιμωρηθείς υπάλληλος. Εν τη περιπτώσει ταύτη δεν δύναται, να επιβληθή βαρυτέρα ποινή.
β)Υπέρ της εκκλησιαστικής διοικήσεως ή υπέρ του τιμωρηθέντος υπαλλήλου πας ανώτερος πειθαρχικώς προϊστάμενος, ο οικείος ιεράρχης ή ο διοικητής του νομικού προσώπου, μόνον κατά των αποφάσεων των διοικητικών και των πειθαρχικών συμβουλίων και επί απαλλακτικών έτι πειθαρχικών αποφάσεων. Εν τη περιπτώσει ταύτη το Ανώτερον Υπηρεσιακόν Συμβούλιον δεν δύναται, να επιβάλη ποινήν ελαφροτέραν της επιβληθείσης, πλην εάν η έφεσις ησκήθη υπέρ του υπαλλήλου οπότε δύναται μεν να επιβληθή ελαφροτέρα ουχί όμως και βαρυτέρα.
3.Η έφεσις ασκείται κατά τας περί του Ανωτέρου Υπηρεσιακού Συμβουλίου διατάξεις εντός 15 ημερών υπό μεν του τιμωρηθέντος από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως εις αυτόν, υπό δε των πειθαρχικώς προϊσταμένων από της περιελεύσεως της αποφάσεως εις την οικείαν υπηρεσίαν Προσωπικού.
4.Πλείονες εφέσεις κατά της αυτής αποφάσεως ασκηθείσαι προ της επί τινών τoύτων εκδόσεως οριστικής αποφάσεως συνεκδικάζονται, εφ' όσον δεν ησκήθησαν υπό ή υπέρ του τιμωρηθέντος υπαλλήλου και υπέρ της Διοικήσεως τα αρμόδια συμβούλια συνεκδικάζοντα ταύτας δεν δεσμεύονται εν τη επιβολή ποινής.
5.Η κατόπιν εφέσεως έκδοσις οριστικής αποφάσεως καθιστά απαράδεκτον πάσαν άλλην έφεσιν.
6.Η έφεσις και η προς άσκησιν αυτής προθεσμία αναστέλλουν την εκτέλεσιν πειθαρχικής αποφάσεως.
ΚΕΦΑΛΛΙΟΝ Ε'.
Επανάληψις πειθαρχικής δίκης.
Άρθρον 125.
1.Την κατά την παράγραφον 4 του άρθρου 98 επανάληψιν της πειθαρχικής δίκης αιτείται, εν μεν τη περιπτώσει της εκδόσεως καταδικαστικής ποινικής αποφάσεως, ο οικείος ιεράρχης, ο Διοικητής ή ο Πρόεδρος του οικείου Διοικητικού Συμβουλίου εν δε τη περιπτώσει της εκδόσεως αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, ο αθωωθείς.
2.Η αίτησις επαναλήψεως απευθύνεται προς το πειθαρχικόν όργανον, εις ο υπήγετο ο υπάλληλος κατά τον χρόνον της τελέσεως του αδικήματος, εάν δε τούτο έπαυσεν υφιστάμενον προς το αντ' αυτού συσταθέν.
3. Κατά την επανάληψιν της πειθαρχικής δίκης, εν μεν τη περιπτώσει εκδόσεως καταδικαστικής ποινικής αποφάσεως δύναται να επιβληθή ποινή ανωτέρα της επιβληθείσης, εν δε τη περιπτώσει της εκδόσεως αθωωτικής ποινικής αποφάσεως, δύναται να αποκατασταθή ο παυθείς ή υποβιβασθείς υπάλληλος ή να τιμωρηθή δι' ελαφροτέρας ποινής. Ο αποκαθιστάμενος υπάλληλος καταλαμβάνει την τυχόν υπάρχουσαν κενήν θέσιν του βαθμού εις ον αποκαθίσταται και εν ελλείψει τοιαύτης, παραμένει υπεράριθμος καταλαμβάνων την πρώτην κενωθησομένην θέσιν μη παρακωλυομένης κατά την διάρκειαν της υπεραριθμίας, της υπηρεσιακής αυτού εξελίξεως.
Άρθρον 126.
1.Η μη υποκειμένη εις έφεσιν οριστική πειθαρχική απόφασις είναι υποχρεωτικώς εκτελεστή.
2.Η εκτελεστή πειθαρχική απόφασις εκτελείται, ως προς μεν το πρόστιμον υπό του εντελλομένου την πληρωμήν των αποδοχών του καταδικασθέντος, προς ον αποστέλλεται υποχρεωτικώς αντίγραφον αυτής ευθύς ως αύτη καταστή εκτελεστή ως προς δε τας λοιπάς ποινάς υπό του οικείου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Εις περίπτωσιν λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως, το πρόστιμον εισπράττεται, κατά τας διατάξεις του νόμου περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων, ουδέποτε όμως παρά των κληρονόμων του τιμωρηθέντος.
3.Αρμόδιος δια την βεβαίωσιν των τελών της δίκης είναι ο εκδούς την καταδικαστικήν άπόφασιν πειθαρχικώς προϊστάμενος, ή ο Πρόεδρος του εκδόντος ταύτην διοικητικού ή πειθαρχικού συμβουλίου.
ΚΕΦΛΛΑΙΟΝ ΣΤ'.
Υπάλληλοι επί θητεία και επί συμβάσει ιδιωτικού
δικαίου Εργατοτεχνικόν προσωπικόν.
Άρθρον 127.
1.Οι επί θητεία υπάλληλοι, υπάγονται εις απάσας τας διατάξεις του παρόντος Μέρους έκτου επιφυλασσομένης της ισχύος της επομένης παραγράφου.
2.Ο πειθαρχικός Προϊστάμενος των επί θητεία είναι ο οικείος ιεράρχης ή ο Διοικητής ή Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου.
Άρθρον 128.
1.Αι διατάξεις των άρθρων 92 έως 125 ισχύουν και επί των επί συμβάσει ιδιωτικού δικαίου υπηρετούντων εκκλησιαστικών υπαλλήλων ως και επί του εργατοτεχνικού προσωπικού.
2.Όπου εις τα κατά την παρ. 1 άρθρα αναφέρεται "προαγωγή", "υποβιβασμός" ή "παύσις" νοείται αντιστοίχως η μισθολογική προαγωγή, ο μισθολογικός υποβιβασμός και η καταγγελία της συμβάσεως.
Άρθρον 129.
1.Πειθαρχικά αδικήματα, τελεσθέντα προ της δημοσιεύσεως του παρόντος και μήπω οριστικώς εκδικασθέντα, διέπονται υπ' αυτού κατά τας διαδικαστικάς διατάξεις.
2.Υπό του παρόντος διέπονται και αι κατά την δημοσίευσιν αυτού εκκρεμείς συνεπεία εφέσεων ή προσφυγών δίκαι, ως και αι από της δημοσιεύσεως αυτού και εφεξής ασκηθησόμεναι εφέσεις ή προσφυγαί κατά προεκδοθεισών πειθαρχικών αποφάσεων.
3.Αι κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος εκκρεμείς πειθαρχικαί δίκαι ενώπιον των υπό του Κανονισμού υπ' αριθμ. 9/1970 προβλεπομένων πειθαρχικών συμβουλίων συνεχίζονται μέχρις εκδόσεως υπ' αυτών οριστικής αποφάσεως.
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟΝ
Λύσις της υπαλληλικής σχέσεως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
Περιπτώσεις λύσεως.
Άρθρον 130.
1.Η υπαλληλική σχέσις λύεται δια του θανάτου, της εκπτώσεως, της αποδοχής της παραιτήσεως και της απολύσεως του εκκλησιαστικού υπαλλήλου.
2.Επί των επί θητεία εκκλησιαστικών υπαλλήλων η υπαλληλική σχέσις λύεται αυτοδικαίως και δια της παρελεύσεως του χρόνου της θητείας εφ' όσον αύτη δεν ήθελεν ανανεωθή προ της λήξεως της.
3.Υπάλληλοι επί συμβάσει αποχωρούν της υπηρεσίας την επομένην της ημέρας καθ' ην λήγει ο εν τη συμβάσει οριζόμενος χρόνος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
Έκπτωσις.
Άρθρον 131.
1.Ο υπάλληλος εκπίπτει αυτοδικαίως της υπηρεσίας εάν κατεδικάσθη δι' αμετακλήτου αποφάσεως:
α)Εις ποινήν τουλάχιστον προσκαίρου καθείρξεως.
β)Επί πλημμελήματι εκ των εν άρθρω 11 και 12 του παρόντος αναφερομένων.
γ)Εις στέρησιν των πολιτικών δικαιωμάτων.
δ)Επί ανυποταξία ή λιποταξία.
2.Η έκπτωσις διαπιστούται δια πράξεως του αρμοδίου υπηρεσιακού συμβουλίου.
3.Εκκλησιαστικός υπάλληλος έχων την ιδιότητα του κληρικού εκπίπτει αυτοδικαίως της υπηρεσίας εάν καταδικασθή υπό εκκλησιαστικού δικαστηρίου αμετακλήτως εις καθαίρεσιν, εφαρμοζομένης και εν προκειμένω αναλόγως της προηγουμένης παραγράφου.
Άρθρον 132.
Ο εκπεσών δεν επιτρέπεται να επανέλθη εις την δημοσίαν υπηρεσίαν εν περιπτώσει αμνηστίας, αποκαταστάσεως, χάριτος ή καθ' οιονδήποτε άλλον τρόπον άρσεως του κολασίμου ή άρσεως ή μεταβολής των συνεπειών της καταδίκης.
Άρθρον 133.
Η απώλεια της ελληνικής ιθαγενείας, βεβαιουμένη υπό της οικείας αρχής, επάγεται την από της υπηρεσίας έκπτωσιν, απαγγελλομένην δια πράξεως του αρμοδίου υπηρεσιακού συμβουλίου.
Η έκπτωσις λογίζεται, επελθούσα αφ' ης απωλέσθη η ελληνική ιθαγένεια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
Παραίτησις.
Άρθρον 134.
1.Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος δικαιούται να παραιτηθή.
2.Η παραίτησις υποβάλλεται εγγράφως, η δε λύσις της υπαλληλικής σχέσεως επέρχεται δια της αποδοχής της παραιτήσεως υπό του αρμοδίου δια τον διορισμόν του υπαλλήλου οργάνου.
3.Αίρεσις, όρος ή προθεσμία εν τη παραιτήσει θεωρούνται ως μη γεγραμμέναι.
4.Λογίζεται ως μη υποβληθείσα η παραίτησις, εάν κατά την υποβολήν της ήτο εκκρεμής ποινική δίκη εις βαθμόν πλημμελήματος εκ των εν άρθρω 11 του παρόντος ή κακουργήματος ή πειθαρχική δίωξις ενώπιον πολυμελούς πειθαρχικής δικαιοδοσίας ή ήρξατο τοιαύτη δίκη ή πειθαρχική δίωξις εντός τριμήνου από της υποβολής και προ της αποδοχής της.
5.Ο υπέχων την εν άρθρω 54 παρ. 5 του παρόντος υποχρέωσιν εκκλησιαστικός υπάλληλος δεν δικαιούται να παραιτηθή, προ της παρόδου του εν τη διάτάξει ταύτη οριζομένου χρόνου.
Άρθρον 135.
1.Εντός μηνός από της υποβολής της παραιτήσεως και προ της αποδοχής της ο υπάλληλος δύναται να ανακαλέση ταύτην εγγράφως.
2.Παρελθούσης απράκτου τριμήνου προθεσμίας, η παραίτησις θεωρείται ως γενομένη δεκτή και λύεται αυτοδικαίως η υπαλληλική σχέσις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.
Απόλυσις.
Άρθρον 136.
Πας εκκλησιαστικός υπάλληλος απολύεται μόνον:
α)δι' επιβληθείσης πειθαρχικής ποινής οριστικής παύσεως,
β)δια πράξεις τελεσθείσας υπ' αυτού εντός της προ του διορισμού του πενταετίας, συνιστώσας έλλειψιν των εις τον εκκλησιαστικόν υπάλληλον προσηκόντων ηθικών προσόντων, εφ' όσον δεν παρήλθε διετία από του διορισμού και μετ' απόφασιν του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου.
γ)δια σωματικήν ή πνευματικήν ανικανότητα,
δ)δι' αναίτιον υπηρεσιακήν ανεπάρκειαν,
ε)δια κατάργησιν του κλάδου, της υπηρεσίας ή της θέσεως εις ην υπηρετεί,
στ)δια συμπλήρωσιν του υπό του νόμου οριζομένου ορίου ηλικίας,
ζ)δια συμπλήρωσιν 35ετούς πραγματικής και συνταξίμου υπηρεσίας και πάντως ουχί προ της συμπληρώσεως του 56ου έτους της ηλικίας (άρθρο 257 Π.Δ. 611/1977).
η)Δι' έλλειψιν πίστεως και αφοσιώσεως προς την ανατολικήν Ορθόδοξον του Χριστού Εκκλησίαν και την Ιεράν Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά το άρθρον 143 του παρόντος.
Άρθρον 137.
1.Διαπιστωθείσης σωματικής ή πνευματικής ανικανότητος του υπαλλήλου κατά τα άρθρα 53, 54 και 85, παρ. 2 του παρόντος, ο υπάλληλος απολύεται μετ' απόφασιν του υπηρεσιακού συμβουλίου.
2.Τα αυτά εν παρ. 1 ισχύουν και εις περίπτωσιν ανυποταξίας ή λιποταξίας, εφ' όσον δεν εξεδόθη καταδικαστική απόφασις κατά το άρθρον 131 παρ. 1 περίπτ. δ'.
Άρθρον 138.
Οι κατά την παρ. 1 του προηγουμένου άρθρου απολυόμενοι δύνανται ν' αναδιορισθούν κατά το άρθρον 26 του παρόντος.
Άρθρον 139.
Μετ' ητιολογημένην απόφασιν του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου και μετά προηγουμένην κλήσιν του υπαλλήλου όπως παράσχη εγγράφως ή προφορικώς τας αναγκαίας διασαφήσεις, επιτρέπεται η απόλυσις ή ο υποβιβασμός κατά ένα βαθμόν παντός μονίμου υπαλλήλου επιδείξαντος άνευ υπαιτιότητός του ανεπάρκειαν εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του.
Άρθρον 140.
1.Οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι απολύονται ένεκα καταργήσεως της θέσεως, του κλάδου ή της υπηρεσίας εις ην υπηρετούν.
2. Εις περίπτωσιν καταργήσεως μέρους εκ των πλειόνων εν τω αυτώ κλάδω ομοιοβάθμων μονίμων υπαλλήλων, απολύονται οι συγκεντρούντες τα ολιγώτερα ουσιαστικά προσόντα, μετ' απόφασιν του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου.
3.Η διάταξις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζεται και εις περίπτωσιν συγχωνεύσεως κλάδων ή υπηρεσιών. Εάν οι συγχωνευόμενοι κλάδοι ή υπηρεσίαι υπάγωνται εις πλείονα συμβούλια, συνέρχονται ταύτα από κοινού εις εν συμβούλιον, όπερ αποφασίζει περί των απολυτέων υπαλλήλων.
Το Συμβούλιον τούτο συνεδριάζει παρόντων των δύο τρίτων τουλάχιστον των μελών των συμβουλίων και αποφασίζει κατ' απόλυτον πλειοψηφίαν των παρόντων. Του συμβουλίου τούτου προεδρεύει ο προβαδίζων των Προέδρων των συνερχομένων συμβουλίων, χρέη δε γραμματέως αυτού εκτελεί ο υπό του Προέδρου οριζόμενος εκ των γραμματέων των συμβουλίων.
4.Οι κατά το παρόν άρθρον απολυόμενοι, μόνιμοι υπάλληλοι, εφ' όσον δεν δικαιούνται συντάξεως, ουδέ ήθελον τεθή εις διαθεσιμότητα, λαμβάνουν τας αποδοχάς αυτών επί τρίμηνον.
5.Οι κατά το παρόν άρθρον απολυόμενοι μόνιμοι υπάλληλοι δικαιούνται να καταλάβουν ομοίας ή ομοειδείς θέσεις της αυτής Κατηγορίας συνιστωμένας εντός ευλόγου χρόνου από της απολύσεώς των εν τω εξ ου ούτοι απελύθησαν νομικώ προσώπω εφ' όσον έχουν τα νόμιμα προσόντα πλην του της ηλικίας. Η μεταβολή των τυπικών προσόντων δεν κωλύει τον εις τας νέας θέσεις διορισμόν των απολυθέντων εάν ούτοι κέκτηνται τυπικά προσόντα παρεμφερή.
Άρθρον 141.
1.Οι μόνιμοι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι ως και οι επί συμβάσει απολύονται αυτοδικαίως της υπηρεσίας άμα τη συμπληρώσει του 65ου έτους της ηλικίας των.
2.Δια την εφαρμογήν των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου, ως ήμερα γεννήσεως λαμβάνεται πάντοτε η 31η Δεκεμβρίου του έτους γεννήσεως του υπαλλήλου. Η ηλικία αποδεικνύεται κατά τα εν παραγράφω 3 του άρθρου 9 του παρόντος οριζόμενα.
Άρθρον 142.
1.Μόνιμοι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι απολύονται αυτοδικαίως της υπηρεσίας άμα τη συμπληρώσει, τριακονταπενταετούς πραγματικής συνταξίμου υπηρεσίας και πάντως ουχί προ της συμπληρώσεως του 56ου έτους της ηλικίας των.
Η απόλυσις ενεργείται δια πράξεως του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου μετά ητιολογημένην απόφασιν του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου. Η περί απολύσεως πράξις εκδίδεται υποχρεωτικώς το βραδύτερον εντός διμήνου, από της υπό του υπαλλήλου συμπληρώσεως τριακονταπενταετούς υπηρεσίας.
2.Ως πραγματική υπηρεσία νοείται πάσα υπηρεσία παρασχεθείσα εις το παρ' ω υπηρετεί ο εκκλησιαστικός υπάλληλος νομικόν πρόσωπον ή εις το Δημόσιον ή εις Οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως ή άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, επί σχέσει δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου εφ' όσον προκειμένου περί της επί σχέσει ιδιωτικού δικαίου παρασχεθείσης, αύτη ελήφθη υπ' όψιν ή προσεμετρήθη κατά τον διορισμόν, την ένταξιν, μονιμοποίησιν, απόκτησιν βαθμού ή την καθ' οιονδήποτε τρόπον μισθολογικήν εξέλιξιν του υπαλλήλου, επί πλέον δε αναγνωρίζεται ως συντάξιμος υπό του φορέως παρ' ου συνταξιοδοτείται ο εκκλησιαστικός υπάλληλος.
3.Περί της εν παραγράφω 2 υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας οι υπηρετούντες εκκλησιαστικοί υπάλληλοι οφείλουν όπως υποβάλλουν υπεύθυνον δήλωσιν εντός μηνός από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος. Οι μετά την έναρξιν ισχύος διοριζόμενοι διορισμού. Παράλειψις δηλώσεως, μετ' έγγραφον όχλησιν ή ανακρίβεια αποτελεί λόγον απολύσεως.
4. Ανώτατοι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι δύνανται, ένεκεν εξαιρετικής υπηρεσιακής ανάγκης, να διατηρώνται εν τη υπηρεσία και μετά την συμπλήρωσιν τριακονταπενταετούς υπηρεσίας επί μίαν εισέτι διετίαν και πάντως ουχί πέραν του 65ου έτους της ηλικίας των, δι' αποφάσεως της ΔΙΣ μετά γνώμην του ΑΥΣΕ (άρθρον 264 παρ. 4 Π.Δ. 611/1977).
Άρθρον 143.
Μετ' ητιολογημένην άπόφασιν του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου και μετά προηγουμένην κλήσιν εκκλησιαστικού υπαλλήλου προς παροχήν, εγγράφως ή και προφορικώς, των αναγκαίων εξηγήσεων απολύονται οι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι δι' έλλειψιν πίστεως και αφοσιώσεως προς την Ανατολικην Ορθόδοξον του Χριστού Εκκλησίαν και την Ανωτάτην Αυτής Διοικητικήν Αρχήν, ήτοι την Ιεράν Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Άρθρον 144.
1.Η περί εκπτώσεως, αποδοχής παραιτήσεως και η περί απολύσεως πράξις δημοσιεύεται δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως εν περιλήψει, μνημονευούση και την αίτίαν λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως τα επί του διορισμού εν άρθρω 21 του παρόντος οριζόμενα.
2.Η λύσις της υπαλληλικής σχέσεως, όπου δεν ορίζεται άλλως, επέρχεται από της κοινοποιήσεως εις τον υπάλληλον της κατά την ανωτέρω παράγραφον πράξεως.
3.Η κατά τα ανωτέρω πράξις λογίζεται κατ' αμάχητον τεκμήριον κοινοποιηθείσα την εικοστήν ημέραν από της δημοσιεύσεώς της δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, εφ' όσον μέχρι της ημέρας ταύτης δεν ήθελε κοινοποιηθή.
Άρθρον 145.
Αποζημίωσις των επί συμβάσει ιδιωτικού δικαίου
υπαλλήλων.
1.Επί απροειδοποιήτου καταγγελίας συμβάσεως επί σχέσει ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου η αποζημίωσις, καθορίζεται ως κάτωθι:
α)Δια τους έχοντας υπηρεσίαν από εξ (6) μηνών μέχρι δύο (2) ετών αι αποδοχαί ενός (1) μηνός.
β)Δια τους έχοντας υπηρεσίαν από τριών (3) μέχρι δέκα εξ (16) ετών αι αποδοχαί ενός μηνός δι' εκάστην συμπεπληρωμένην διετίαν υπηρεσίας.
γ)Δια το πέραν της δεκαεξαετίας χρονικόν διάστημα και αι αποδοχαί ενός (1) μηνός δι' εκάστην συμπεπληρωμένην τριετίαν υπηρεσίας. Η κατά τα ως άνω αποζημίωσις εν ουδεμιά περιπτώσει δύναται να είναι μείζων των αποδοχών δώδεκα (12) μηνών.
2.Η αυτή αποζημίωσις καταβάλλεται και εις τους επί συμβάσει ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλους, οίτινες απολύονται λόγω συμπληρώσεως του 65ου έτους της ηλικίας των.
3. Η αποζημίωσις λόγω απροειδοποιήτου καταγγελίας της αορίστου χρόνου συμβάσεως εργασίας του εργατοτεχνικού προσωπικού καθορίζεται συμφώνως προς τας δια του Α.Ν. 913/1949 κυρωθείσας πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου υπ' αριθμ. 956/1947 και 976/1947 "περί αποζημιώσεως απολυομένων μισθωτών δημοσίου".
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟΝ
Υπάλληλοι επί θητεία.
Άρθρον 146.
Αι θέσεις της κατηγορίας των ειδικών θέσεων, εφ' όσον δεν ορίζεται άλλως εις τινά των κειμένων διατάξεων, πληρούνται επί τριετεί θητεία δυναμένη να ανανεούται.
Άρθρον 147.
1.Οι επί θητεία εκκλησιαστικοί υπάλληλοι είναι τακτικοί κατά την διάρκειαν της θητείας των.
2.Επί των επί θητεία, υπαλλήλων εφαρμόζονται :
α)Πάσαι αι διατάξεις του παρόντος, αι οποίαι αναφέ
ρονται εις τούτους είτε ρητώς, είτε κατά παραπομπήν εξ ετέρας διατάξεως.
β)Αι διατάξεις των άρθρων 613, 2125, 3041, 4345, 4748, 55, 57, 59, 61, 63, 82 παρ. 1 περίπτ. β΄και παρ. 2, 3, 84, 85 παρ. 2, 8690, 91, 130 παρ. 1, 131137, 139141, 142 παρ 13, 143145.
ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟΝ
Μετακλητοί υπάλληλοι.
Άρθρον 148.
1.Κληρικοί διοριζόμενοι καθ' οιονδήποτε τρόπον εις θέσεις εκκλησιαστικών υπαλλήλων θεωρούνται μετακλητοί υπάλληλοι εφ' όσον είναι διωρισμένοι εις θέσιν εφημερίου ενοριακού ναού.
2.Δια τον διορισμόν Κληρικών ή μοναχών εις θέσεις οριζομένας ως τακτικάς εφαρμόζονται αι διατάξεις του παρόντος απαιτουμένης επιπροσθέτως αδείας εις ον υπάγονται ούτοι αρχιερέως. Διορισμός γενόμενος άνευ τοιαύτης αδείας είναι άκυρος.
3.Οι κατά την παρ. 1 του παρόντος μετακλητοί υπάλληλοι υπέχουν απάσας τας υποχρεώσεις του τακτικού υπαλλήλου και απολαύουν των αυτών οίων και ούτοι δικαιωμάτων πλην του δικαιώματος της μονιμότητος δυνάμενοι να απολυθούν δια πράξεως του αρμοδίου, προς διορισμόν οργάνου εκδιδομένης μετ' αποφάσεως του υπηρεσιακού συμβουλίου εις οίας περιπτώσεις επιτρέπεται να απολυθή και ο τακτικός υπάλληλος ως και οσάκις προηγήθη πράξις του οικείου αρχιερέως δι' ης ούτοι εντέλλονται όπως επιστρέψουν εις την μονήν της μετανοίας των ή όπως ασκήσουν καθήκοντα η άσκησις των οποίων καθιστά αδύνατον την παράλληλον άσκησιν και των υπαλληλικών των καθηκόντων.
Εις τας δύο ταύτας περιπτώσεις δικαιούνται ούτοι να τεθούν τη αιτήσει των εις διαθεσιμότητα κατά το άρθρον 82 και συμφώνως προς τους όρους του άρθρου 84 παρ. 1 του παρόντος αναλόγως εφαρμοζομένου.
4.Απόλυσις μετακλητού υπαλλήλου γενομένη άνευ εκδόσεως της κατά την προηγουμένην παράγραφον πράξεως του οικείου αρχιερέως είναι έγκυρος μόνον εφ' όσον εγένετο συμφώνως προς τας περί τακτικών υπαλλήλων διατάξεις του παρόντος Κώδικος.
Άρθρον 149.
1.Εκκλησιαστικοί υπάλληλοι έχοντες την ιδιότητα του κληρικού απολύονται της θέσεώς των δια πράξεως του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου μετ' απόφασιν του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου εφ' όσον εξεδόθη έγκυρον κατά νόμον απολυτήριον γράμμα συνεπεία του οποίου καθίσταται αδύνατος πλέον η υπ' αυτών άσκησις των υπαλληλικών των καθηκόντων.
2.Οι εν τη προηγουμένη, παραγράφω εκκλησιαστικοί υπάλληλοι εντελλόμενοι υπό του οικείου ιεράρχου όπως ασκήσουν ειδικόν ιερατικόν ή ιεραποστολικόν έργον, ου ένεκεν καθίσταται αδύνατος η παράλληλος άσκησις των υπαλληλικών των καθηκόντων δικαιούνται να τεθούν τη αιτήσει των κατά το άρθρον 84 του παρόντος εις κατάστασιν διαθεσιμότητος διαρκείας ενός (1) έτους, δυναμένης να παραταθή επί εν (1) εισέτι έτος μετά σύμφωνον γνώμην του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου εκτιμώντος και τας υπηρεσιακάς ανάγκας.
Εν μη παρατάσει της διαθεσιμότητος, εν πάση δε περιπτώσει μετά την πάροδον και του δευτέρου έτους οι υπάλληλοι ούτοι απολύονται δια πράξεως του αρμοδίου προς διορισμόν οργάνου μετ' απόφασιν του υπηρεσιακού συμβουλίου εκτός εάν ήθελεν εκλείψει ο λόγος θέσεώς των εις διαθεσιμότητα ότε επανέρχονται εις την θέσιν των.
3.Κατά την διάρκειαν της διαθεσιμότητος οι ως είρηται υπάλληλοι δεν λαμβάνουν αποδοχάς, εάν δε ούτοι δεν εζήτησαν την θέσιν αυτών εις διαθεσιμότητα απολύονται κατά το δεύτερον εδάφιον της προηγουμένης παραγράφου.
Άρθρον 150
"ΚΛΑΔΟΣ ΑΤ
"ΑΤ1 Αρχιγραμματέως:
Μία (1) τακτική θέσις Αρχιγραμματέως πληρουμένη δι' αγάμου κληρικού επί βαθμώ και μισθώ Κατηγορίας Ειδικών Θέσεων β΄".
Το πρώτο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 1 του Καν. 34/430 Απρ. 1986 (ΦΕΚ Α΄ 60).
ΑΤ 2 Κληρικών Γραμματέων Ι. Συνόδου:
Τρεις θέσεις επί βαθμοίς 5ω2ω.
Μία εκ των ως άνω τριών θέσεων επί βαθμοίς 5ω2ω του Κλάδου ΑΤ 2 Κληρικών – Γραμματέων της Ιεράς Συνόδου μετατρέπεται εις θέσιν τακτικού υπαλλήλου της Ιεράς Συνόδου, πληρουμένη υπό αγάμου κληρικού δια διορισμού ή μετατάξεως αυτού εξ οιασδήποτε ετέρας εκκλησιαστικής θέσεως.
Πέντε θέσεις επί βαθμοίς 8ω2ω, διαβαθμιζομένων των αντιστοίχων θέσεων του άρθρ. 1 του Ν.Δ. 4562/1966 και προστιθεμένης μιάς θέσεως, πληρούμεναι δια μετακλητών κληρικών.
Πρώτος εισαγωγικός βαθμός ο 8ος, Δεύτερος εισαγωγικός βαθμός ο 5ος.
ΑΤ 3 Γραμματέων των Συνοδικών Επιτροπών:
Μία θέσις επί βαθμοίς 5ω2ω.
Δέκα θέσεις επί βαθμοίς 8ω2ω, πληρούμεναι δια μετακλητών Κληρικών.
Πρώτος εισαγωγικός βαθμός ο 8ος, Δεύτερος εισαγωγικός βαθμός ο 5ος.
"Εκ των 10 θέσεων του Κλάδου ΑΤ 3 Γραμματέων των Συνοδικών Επιτροπών των περιεχομένων εις το άρθρ. 1 του υπ' αριθ. 12/1980 Κανονισμού, μία (1) θέσις καθίσταται θέσις μονίμου υπαλλήλου επί βαθμώ 1ω.
Η θέσις αύτη πληρούται υπό κληρικού κεκτημένου εκτός των τυπικών προσόντων του Κλάδου και 5ετή προϋπηρεσίαν εις Εκκλησιαστικάς θέσεις.
Κατά την πρώτην εφαρμογήν του παρόντος την θέσιν ταύτην δύναται να καταλάβη δια μετατάξεως κληρικός υπηρετών παρά τη Ιερά Συνόδω της Εκκλησίας είτε παρά Συνοδικαίς Επιτροπαίς κεκτημένος τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα και κατέχων τον πρώτον βαθμόν της Διοικητικής Ιεραρχίας.
Η ως άνω μετάταξις ενεργείται δι' αποφάσεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως".
Τα μέσα στα " " προστέθηκαν ως άνω από το άρθρ. 3 Καν. 18/1981
ΑΤ 4 Συνεργατών Συνοδικών Επιτροπών:
Ένδεκα θέσεις Συνεργατών επί βαθμοίς 8ω2ω
ΑΤ 5 Κληρικών Διοικητικών:
Πέντε θέσεις επί βαθμοίς 8ω2ω, πληρούμεναι δια μετακλητών Κληρικών.
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω, πληρουμένη δια μετακλητού κληρικού κεκτημένου πτυχίον Ανωτάτης τινός Σχολής.
ΑΤ 6 Ιεροκηρύκων:
160 θέσεις επί βαθμοίς 6ω2ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΑΡ
ΑΡ 1 Κληρικών Διοικητικών:
2 θέσεις επί βαθμοίς 9ω4ω, πληρούμεναι δια μετακλητών Κληρικών.
ΑΡ 2 Βοηθών Συνεργατών Συνοδικών Επιτροπών:
2 θέσεις επί βαθμοίς 9ω4ω.
ΑΡ 3 Γραφείον Εκκλ. Ειδήσεων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 9ω2ω.
Δεύτερος εισαγωγικός βαθμός ορίζεται ο 7ος.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ 1 Γραμματειακός:
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω – 4ω.
2 θέσεις ξενογλώσσου Γραφέως – Δακτυλογράφου επί βαθμοίς 9ω4ω.
ΜΕ 2 Βοηθών Συνεργατών Συνοδικών Επιτροπών:
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω – 4ω.
ΜΕ 3 Γραφέων – Δακτυλογράφων:
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω – 6ω.
Μία θέσις επί βαθμοίς 5ω – 4ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ 1 Κλητήρων:
Μία θέσις Αρχικλητήρος επί βαθμοίς 8ω – 7ω.
2 θέσεις Κλητήρων επί βαθμοίς 12ω – 8ω.
ΣΕ 2 Οδηγών Αυτοκινήτων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω – 7ω.
Τυπικά προσόντα.
Ειδικώτερον:
Δια τας θέσεις ΑΤ 2 Κληρικών Γραμματέων Ι. Συνόδου:
α)Δια τον πρώτον εισαγωγικόν βαθμόν πτυχίον Θεολογίας και ιδιότης αγάμου Κληρικού.
β)Δια τον δεύτερον εισαγωγικόν βαθμόν τα του πρώτου εισαγωγικού βαθμού και επί πλέον πτυχίον και ετέρας Ανωτάτης Σχολής εκ των κατά το άρθρ. 27 του παρόντος οριζομένων.
Δια τας θέσεις ΑΤ 3 Γραμματέων Συνοδικών Επιτροπών:
α)Δια τον πρώτον εισαγωγικόν βαθμόν πτυχίον Θεολογίας και ιδιότης του κληρικού.
β)Δια τον δεύτερον εισαγωγικόν βαθμόν τα του πρώτου εισαγωγικού βαθμού και επί πλέον πτυχίον και ετέρας Ανωτάτης Σχολής εκ των κατά το άρθρ. 27 του παρόντος οριζομένων.
Δια τας θέσεις ΑΤ 5 Κληρικών Διοικητικών:
Πτυχίον Θεολογίας και η ιδιότης αγάμου Κληρικού.
Δια τας θέσεις ΑΤ 6 Ιεροκηρύκων:
Πτυχίον Θεολογίας και ιδιότης αγάμου Κληρικού.
Δια την θέσιν ΑΡ 3 Γραφείον Εκκλ/κών Ειδήσεων:
Δια τον δεύτερον εισαγωγικόν βαθμόν απαιτούνται τριετείς δημοσιογραφικαί σπουδαί και τριετής τουλάχιστον υπηρεσία, υφ' οιανδήποτε σχέσιν διανυθείσα παρ' Εκκλησιαστικώ Νομικώ Προσώπω Δημοσίου Δικαίου. Η θέσις αύτη δύναται να πληρωθή, κατά την πρώτην εφαρμογήν του παρόντος, δια διορισμού ή δι' εντάξεως υπηρετούντος Εκκλησιαστικού υπαλλήλου διαθέτοντος τα ανωτέρω προσόντα και μη υπερβάντος το 55ον έτος της ηλικίας του.
Δια τους λοιπούς κλάδους τα υπό του άρθρ. 27 του παρόντος προβλεπόμενα αντιστοίχως".
*Το άρθρ. 150 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 1 Κανον. 12/6 Νοεμ. – 1 Δεκ. 1980 (ΦΕΚ Α΄ 272).
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ (Ο.Δ.Ε.Π.)
Άρθρον 151.
Αι Οργανικαί θέσεις του ΟΔΕΠ διαρθρούνται ως ακολούθως:
1. ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΕΙΔΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ
α) Μία (1) θέσις Διοικητού του ΟΔΕΠ επί βαθμώ α΄κατά το άρθρον 10 του υπ' αριθμ. 4/1969 Κανονισμού "περί διοργανώσεως, συγκροτήσεως και λειτουργίας του Οργανισμού Διοικήσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας", ως αύτη αντικατεστάθη υπό του άρθρου 1 του υπ' αριθμ. 53/74 Κανονισμού.
β.Καταργήθηκε από τον Κανον. 7/1628 Νοεμ. 1979 (ΦΕΚ Α΄259), το δε εδάφ. γ΄ χαρακτηρίστηκε ως εδάφ. β΄.
β(γ)Δύο (2) θέσεις Διευθυντών παρά τη Τεχνική Υπηρεσία της Εκκλησίας επί βαθμοίς γβ, πληρούμεναι υπό Πολιτικών Μηχανικών ή Αρχιτεκτόνων διακρινομένων δια την επιστημονικήν των κατάρτισιν και την επαγελματικήν των απόδοσιν κατά τα εν άρθροις 146 και 147 του παρόντος οριζόμενα.
Οι ως άνω Διευθυνταί προΐστανται των συνιστωμένων παρά τη Τεχνική Υπηρεσία της Εκκλησίας δύο Διευθύνσεων ήτοι:
(α)Της Διευθύνσεως επί των έργων Ναοδομίας και ανεγέρσεως ή επισκευής Εκκλησιαστικών εν γένει κτιρίων και
(β)Της Διευθύνσεως έργων αξιοποιήσεως και εκμεταλλεύσεως της εν γένει Εκκλησιαστικής Περιουσίας.
Το υπηρετούν εις την Τεχνικήν Υπηρεσίαν της Εκκλησίας προσωπικόν κατανέμεται μεταξύ των Διευθύνσεων αυτής δι' αποφάσεως του Διοικητού του ΟΔΕΠ.
Αι αρμοδιότητες ως και τα τμήματα και γραφεία, τα οποία θα περιλαμβάνη εκάστη Διεύθυνσις, θα καθορισθούν δια Κανονιστικής Διατάξεως.
δ.Μία (1) θέσις Τεχνικού Συμβούλου παρά τη Τεχνική Υπηρεσία της Εκκλησίας επί βαθμώ γ, πληρουμένη υπό Πολιτικού Μηχανικού ή Αρχιτέκτονος διακρινομένου δια την ειδικήν Επιστημονικήν του κατάρτισιν και την επαγγελματικήν του πείραν και απόδοσιν κατά τα εν άρθροις 146 και 147 του παρόντος οριζόμενα.
"Μέχρι πληρώσεως της υπό του ανωτέρω εδαφίου προβλεπομένης θέσεως του Τεχνικού Συμβούλου παρά τη Τεχνική Υπηρεσία της Εκκλησίας, δύναται δι' αποφάσεως του ΚΔΣ του ΟΔΕΠ και προς αντιμετώπισιν των τρεχουσών υπηρεσιακών αναγκών να προσλαμβάνεται προσωρινώς Τεχνικός Σύμβουλος επί μερική απασχολήσει και αναλόγω αποζημιώσει, καθοριζομένη δια της πράξεως διορισμού του".
ε.Μία (1) θέσις Γενικού Οικονομικού Επιθεωρητού της κατηγορίας ειδικών θέσεων επί βαθμώ β'α' και 3ετεί θητεία κατά τα άρθρα 146 και 147 του παρόντος προς άσκησιν των κατά το άρθρον 25 της υπ' άριθμ. 2/1969 Κανονιστικής Διατάξεως "περί Κεντρικής και Περιφερειακής Διοικήσεως του ΟΔΕΠ" καθηκόντων και εν πάση περιπτώσει του προληπτικού και δια λογαριασμόν της Εκκλησίας κατασταλτικού ελέγχου νομιμότητος και ουσίας πάσης διαχειρίσεως, ως προς τε τους διατάσσοντας και τους δημοσίους Εκκλησιαστικούς υπολόγους εφαρμοζόμενον αναλόγως, δια τε τους κληρικούς πάσης ιδιότητος και υπαλλήλους απάντων των Εκκλησιαστικών Νομικών Προσώπων Δημοσίου και Ιδιωτικού Δικαίου.
"Δια την άσκησιν των ως άνω καθηκόντων ο Γενικός Οικον. Επιθεωρητής έχει τα δικαιώματα των Επιθεωρητών Δημοσίων υπολόγων κατά τας κειμένας περί τούτων διατάξεις και προΐστανται εν ταυτώ και της Γενικής Οικονομικής Επιθεωρήσεως".
στ.Μία (1) θέσις Δ/ντού Υπηρεσίας Προγραμματισμού της Εκκλησίας επί βαθμώ γ΄ β΄ και θητεία τριών έως πέντε ετών, πληρουμένη υπό πτυχιούχου Ανωτάτης Σχολής Οικονομικού κύκλου ή Πολυτεχνικής Σχολής ημεδαπής ή αλλοδαπής, διακρινομένου δια την ειδικήν Επιστημονικήν του κατάρτισιν και την επαγγελματικήν του πείραν και απόδοσιν.
Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
"Μία θέσις Γενικού Διευθυντού, επί βαθμώ 1ω, πληρουμένη δια προαγωγής υπαλλήλου, Κλάδου Διοικητικού ή Οικονομικού Κεντρικής Υπηρεσίας".
Το μέσα στα " " εδάφιο προστέθηκε από τον Κανονισμό 7/1628 Νοεμ. 1979, (ΦΕΚ Α΄ 259).
ΚΛΑΔΟΣ Α 1 Διοικητικός Κεντρικής Υπηρεσίας:
α)Μία θέσις επί βαθμοίς 3ω2ω.
β)Εξ θέσεις επί βαθμοίς 5ω4ω.
γ)Δέκα θέσεις επί βαθμοίς 8ω6ω.
δ)Δύο θέσεις της Αβ κατηγορίας επί βαθμοίς 9ω6ω.
ΚΛΑΔΟΣ Α 2 Οικονομικός Κεντρικής Υπηρεσίας:
α)Μία θέσις επί βαθμοίς 3ω2ω.
β)Εξ θέσεις επί βαθμοίς 5ω4ω εξ ων μία (1) κατ' εφαρμογήν του άρθρου 2 παραγρ. 2 του Ν.Δ. 76/74, καταργουμένης άμα τη αποχωρήσει ή της περαιτέρω προαγωγής του κατέχοντος ταύτην υπαλλήλου.
γ)Οκτώ θέσεις επί βαθμοίς 8ω6ω.
δ)Δύο θέσεις της Αβ κατηγορίας επί βαθμοίς 9ω6ω.
Υπηρεσία προγραμματισμού – Κλάδος Α2 Οικονομικός Κεντρικής Υπηρεσίας.
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω. Δεύτερος εισαγωγικός βαθμός ορίζεται ο 6ος, δι' ον απαιτούνται τα εν άρθρω 27 του παρόντος οριζόμενα τυπικά προσόντα.
Εν τω δευτέρω εισαγωγικώ βαθμώ της θέσεως ταύτης δύναται μετά γνώμην του αρμοδίου Υπηρεσιακού Συμβουλίου να εντάσσηται υπάλληλος του ΟΔΕΠ του αυτού κλάδου έχων τουλάχιστον τον 7ον βαθμόν και διακρινόμενος δια την αρίστην επιστημονικήν του κατάρτισιν και την υπηρεσιακήν του απόδοσιν.
Κλάδος Α2 Διοικητικοοικονομικός Περιφερειακών Υπηρεσιών:
α)Μία θέσις επί βαθμοίς 3ω2ω.
β)Μία θέσις επί βαθμοίς 5ω4ω.
γ)2 θέσεις επί βαθμοίς 8ω6ω.
Β΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Γραφέων – Δακτυλογράφων Κεντρικής Υπηρεσίας:
α)2 θέσεις επί βαθμώ 4ω
β)3 θέσεις επί βαθμώ 5ω
γ)43 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Κλάδος Γραφέων – Δακτυλογράφων Περιφερειακών Υπηρεσιών:
4 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Κλάδος Στενοδακτυλογράφων – Δακτυλογράφων Ξένων Γλωσσών Κεντρικής Υπηρεσίας:
α)3 θέσεις στενοδακτυλογράφων επί βαθμοίς 8ω6ω.
β)1 θέσις δακτυλογράφων ξένων γλωσσών επί βαθμοίς 9ω6ω.
Προσόντα: 1. Απολυτήριον Μέσης Σχολής, Γνώσις Ελληνικής στενοδακτυλογραφίας. Γνώσις μιας των Γλωσσών Αγγλλικής – Γαλλικής. 2.Δεύτερος εισαγωγικός βαθμός ο 7ος. Προσόντα: Τα υπ' αριθ. 1 του παρόντος εδαφίου απαιτούμενα προσέτι δε γνώσις αμφοτέρων των ως άνω ξένων γλωσσών δεόντως αποδεικνυομένη.
Κλάδος Β4 Τηλεφωνητών Κεντρικής Υπηρεσίας.
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Προσόντα: Απολυτήριον Γυμνασίου και σχετική εμπειρία, αρμοδίως διαπιστουμένη ή πτυχίον τηλεφωνητού Οίκου Τυφλών.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
"ΣΕ 1 Κλητήρων Κεντρικής Υπηρεσίας:
3 θέσεις επί βαθμώ 7ω.
7 θέσεις επί βαθμοίς 12ω8ω.
ΣΕ 1 Κλητήρων Περιφερειακών Υπηρεσιών:
2 θέσεις επί βαθμοίς 12ω8ω.
ΣΕ2 Οδηγών Αυτοκινήτων:
Μία θέσις επί βαθμώ 7ω.
2 θέσεις επί βαθμοίς 11ω8ω".
Τα μέσα στα " " αντικαταστάθηκαν ως άνω από το άρθρ. 2 Κανον. 12/1980 (ΦΕΚ Α΄ 272).
ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ
Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Μηχανικών:
α)Μία θέσις Αρχιτέκτονος επί βαθμοίς 6ω2ω.
β)Δύο θέσεις Πολιτικών Μηχανικών επί βαθμοίς 6ω2ω.
γ)Μία θέσις Μηχ/λόγου Ηλεκτρ/γου επί βαθμοίς 6ω2ω.
δ)Μία θέσις Τοπογράφου Μηχ/κού επί βαθμοίς 6ω2ω.
ε)Μία θέσις Δασολόγου επί βαθμοίς 6ω2ω.
στ)Μία θέσις Μεταλλειολόγου επί βαθμοίς 6ω2ω.
ζ)Μία θέσις Γεωπόνου επί βαθμοίς 6ω2ω.
Αβ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Υπομηχανικών:
3 θέσεις επί βαθμοίς 7ω4ω.
Β΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Σχεδιαστών:
3 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Κλάδος Δασονόμων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 10ω4ω πληρουμένη δια πτυχιούχους Μέσης Δασικής Σχολής.
Κλάδος Εργοδηγών:
3 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
ΙΙ.Ως ειδικά τυπικά προσόντα διορισμού εις τον εισαγωγικόν βαθμόν των ως άνω κατηγοριών και κλάδων ορίζονται τα υπό του άρθρου 27 του παρόντος προβλεπόμενα και ειδικώτερον:
α)Δια τον κλάδον Υπομηχανικών: Πτυχίον Δημοσίας Ανωτέρας Τεχνικής Σχολής.
β)Δια τον Κλάδον Σχεδιαστών: Απολυτήριον Γυμνασίου και αντίστοιχον πτυχίον σχεδιαστού ετησίας τουλάχιστον φοιτήσεως.
γ)Δια τον κλάδον Εργοδηγών: Πτυχίον Σχολής Εργοδηγών.
Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος ΑΡ 5 Υπομηχανικών:
Μία θέσις προσωρινή επί βαθμοίς 7ω2ω.
*Το άνω εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω από τον Κανονισμό 10/1622 Απρ. 1980 (ΦΕΚ Α΄ 93).
B΄.ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Β5 Τεχνικών Βοηθών
2 θέσεις προσωριναί επί βαθμοίς 10ω – 6ω
ΙII.Ως ειδικά τυπικά προσόντα διορισμού εις τον εισαγωγικόν βαθμόν εκάστης των ανωτέρω θέσεων ορίζονται τα υπό του άρθρου 27 του παρόντος προβλεπόμενα και ειδικώτερον:
α)Δια τον Κλάδον Σχεδιαστών: Απολυτήριον Γυμνασίου ή Μέσης Τεχνικής Σχολής και Δίπλωμα Σχεδιαστού ετησίας τουλάχιστον φοιτήσεως.
β)Δια τον Κλάδον τεχνικών βοηθών: Πτυχίον Μέσων Τεχνικών Σχολών ή απολυτήριον Δημοτικού και τριετής τουλάχιστον εμπειρία, αρμοδίως βεβαιουμένη, εις οικοδομικάς, μηχανολογικάς ή τοπογραφικάς εργασίας.
IV.Επιτρέπεται ο διορισμός του κατωτέρω προσωπικού επί συμβάσει προς κάλυψιν εκάστοτε υφισταμένων εκτάκτων ή κατεπειγουσών αναγκών σχετικών με τας αρμοδιότητας της Τεχνικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας.
α)4 Αρχιτεκτόνων.
β)4 Πολιτικών Μηχανικών
γ)Ενός (1) Μηχανολόγου Ηλεκτρολόγου.
δ)Ενός (1) Τοπογράφου Μηχανικού
ε)Ενός (1) Δασολόγου
στ)Ενός (1) Μεταλλειολόγου
ζ)Εξ (6) Υπομηχανικών Πτυχιούχων Ανωτέρων Τεχνικών Σχολών διαφόρων ειδικοτήτων.
η)Ενός (1) Ζωγράφου – Διακοσμητού πτυχιούχου Σχολής Καλών Τεχνών ή μέλους του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου.
θ)8 Σχεδιαστών πτυχιούχων Μέσων Τεχνικών Σχολών.
ι)4 Εργοδηγών διαφόρων ειδικοτήτων Πτυχιούχων Σχολών Εργοδηγών ή πενταετούς εμπειρίας αρμοδίως βεβαιουμένης.
ια)8 Εργατοτεχνιτών ειδικής εμπειρίας, περί τας τοπογραφικάς εργασίας.
V.Δια τας αυτάς ως άνω ανάγκας της Τεχνικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας εν Θεσσαλονίκη επιτρέπεται ο διορισμός του κατωτέρω επί συμβάσει προσωπικού.
α)4 Πτυχιούχων Ανωτάτων Τεχνικών Σχολών ειδικότητος Πολιτικού Μηχανικού, Αρχιτέκτονος, Μηχανολόγου Ηλεκτρολόγου ή Τοπογράφου.
β)3.Πτυχιούχων Ανωτέρων Τεχνικών Σχολών των αυτών ως άνω ειδικοτήτων.
γ)5 Εργοδηγών διαφόρων ειδικοτήτων Πτυχιούχων Σχολών Εργοδηγών ή πενταετούς εμπειρίας αρμοδίως βεβαιούμενης.
δ)2 Σχεδιαστών πτυχιούχων Μέσων Τεχνικών Σχολών.
ε)5 Εργατοτεχνιτών ειδικής εμπειρίας..
VI.Ωσαύτως επιτρέπεται ο διορισμός επί συμβάσει μέχρις 6 εποπτών μεταλλείων εχόντων ιδιαιτέρας γνώσεις και εμπειρίαν λόγω των ειδικών και κατεπειγουσών αναγκών εκ της διαχειρίσεως των υπό του ΟΔΕΠ διοικουμένων Μεταλλείων.
VII.Το Κεντρικόν Διοικητικόν Συμβούλιον του ΟΔΕΠ δύναται να αναθέτη εις πρόσωπα έχοντα ειδικάς γνώσεις και πείραν, την εκτέλεσιν ώρισμένων εργασιών, αντί αναλόγου αμοιβής δια συμβάσεως μισθώσεως έργου.
VIII.Δι' αποφάσεως του Κεντρικού Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΔΕΠ καθορίζονται εκάστοτε αι
πάσης φύσεως αποδοχαί των κατά τα ανωτέρω επί συμβάσει διοριζομένων υπαλλήλων.
ΔΙΑΡΘΡΩΣΙΣ ΘΕΣΕΩΝ ΙΕΡΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΚΑΙ ΙΕΡΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΝ
Θέσεις Πρωτοσυγκέλλων
Άρθρ.152.
"1.Άπασαι αι συσταθείσαι θέσεις Πρωτοσυγκέλλων των Ι. Μητροπόλεων και της Ιεράς Αρχιεπισκοπής πληρούνται υπό αγάμων Κληρικών μετακλητών κατά το άρθρ. 148 του παρόντος Κανονισμού, εχόντων πτυχίον Θεολογίας και τα σχετικά προς τας αρμοδιότητας του Πρωτοσυγκέλλου ουσιαστικά προσόντα, τη προτάσει του οικείου Ιεράρχου και αποφάσει της Δ.Ι.Σ.".
*Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 3 Κανον. 12/6 Νοεμ. – 1 Δεκ. 1980 (ΦΕΚ Α΄ 272).
2.Εις τας ιεράς Μητροπόλεις, εις ας δεν έχει συσταθή θέσις κατά την παράγραφον 1, συνιστάται δια του παρόντος θέσις πρωτοσυγκέλλου, πληρουμένη κατά τα εν παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου.
3.Η διαβάθμισις των κατά τας παραγρ. 1 και 2 θέσεων Α΄ κατηγορίας Πρωτοσυγκέλλων ενεργείται ως ακολούθως:
α)Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών επί βαθμοίς 3ω1ω.
β)Ιερών Μητροπόλεων επί βαθμοίς 6ω2ω.
2.Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών.
Αι Οργανικαί θέσεις της Ιεράς Αρχιεπισκοπής διαρθρούνται ως ακολούθως:
ΙΕΡΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΑΘΗΝΩΝ
Κλάδος ΑΤ
ΑΤ/1 Κληρικών Μετακλητών
Μία θέσις επί βαθμοίς 3ω2ω.
3 θέσεις επί βαθμοίς 5ω4ω.
ΑΤ/2 Διοικητικός Οικονομικός
2 θέσεις επί βαθμοίς 3ω2ω
2 θέσεις επί βαθμοίς 5ω4ω
2 θέσεις επί βαθμοίς 8ω5ω
Κλάδος ΑΡ
Α/Ρ1 Κληρικών (Μετακλητών)
2 θέσεις επί βαθμοίς 9ω4ω
ΑΡ/2 Διοικητικού Οικονομικού
Μία θέσις επί βαθμοίς 9ω2ω
Κλάδος ΜΕ
4 θέσεις επί βαθμοίς 5ω4ω
11 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω
Κλάδος ΣΕ
ΣΕ/1 Κλητήρων – Οδηγών Αυτοκινήτων
3 θέσεις επί βαθμοίς 11ω7ω
3 θέσεις επί βαθμοίς 12ω8ω
«Κλάδος ΥΕ2 Τηλεφωνητών.
2 θέσεις επί βαθμοίς ΕΒ».
Ο μέσα σε «» κλάδος τροποποιήθηκε ως άνω από το άρθρ. 1 του υπ΄αριθ. 83/1996 της 525 Ιουν. 1996 (ΦΕΚ Α΄134) Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Β΄.ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
.Γ.Φ.Τ
Κλάδος ΑΤ
ΑΤ/1 Κληρικών Μετακλήτων
Μία θέσις κληρικού (Μετακλητού) Δ/ντού της Υπηρεσίας επί βαθμοίς 3ω2ω
ΑΤ/2 Διοικητικού
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω4ω (Δ Γραμματέως Διευθύνσεως)
Κλάδος ΑΡ
ΑΡ/1 (14) θέσεις επί βαθμοίς 9ω4ω (Κοινων. Λειτουργών).
Κλάδος ΜΕ
ΜΕ/1 Μία θέσις Λογιστού της υπηρεσίας επί βαθμοίς 10ω4ω.
ΜΕ/2 2 θέσεις Γραφέων – Δακτυλογράφων επί βαθμοίς 10ω6ω
Κλάδος ΣΕ
ΣΕ/1 Μία θέσις κλητήρος οδηγού επί βαθμοίς 12ω7ω".
Οι θέσεις του άρθρου 152, που είχαν αναδιαρθρωθεί από το άρθρ. 4 του Καν. 12/6 Νοεμ. – 1 Δεκ. 1980 (ΦΕΚ Α΄ 272), αναδιαρθρώθηκαν και πάλι ως άνω από το άρθρ. 3 του Καν. 29 της 14 Ιουν. – 4 Ιουλ. 1985 (ΦΕΚ Α΄ 126)
Ως προσόντα του πρώτου εισαγωγικού βαθμού των κλάδων πλην του κλάδου Α3, ορίζονται τα υπό του άρθρου 27 του παρόντος οριζόμενα.
Δια τον κλάδον Α3 ως τυπικόν προσόν ορίζεται κατ' εξαίρεσιν των περί ορίου ηλικίας διατάξεων, πτυχίον Κοινωνικών Επιστημών ή Ιατρικής Πανεπιστημίου και δεκαπενταετής προϋπηρεσία παρά Δημοσία Υπηρεσία ή Νομικώ Προσώπω Δημοσίου Δικαίου αρμοδιότητος Κοινωνικής Προνοίας και Αντιλήψεως. Ως προσόν του δευτέρου εισαγωγικού βαθμού του Κλάδου Αα ορίζεται πέραν του πτυχίου και λογιστική κατάρτισις και ετησία τουλάχιστον υπηρεσία παρά Εκκλησιαστικού ΝΠΔΔ.
3.ΙΕΡΑΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ
Αι κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος υφιστάμεναι οργανικαί θέσεις των Ιερών Μητροπόλεων διαρθρούνται καθ' έκαστον ΝΠΔΔ ως ακολούθως, καταργουμένης πάσης ετέρας αντιθέτου διατάξεως νόμου ή διαρθρωτικής αποφάσεως.
"1.Της Ιεράς Μητροπόλεως Αιτωλίας και Ακαρνανίας:
Κλάδος ΑΤ
ΑΤ2 Διοικητικός:
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
Κλάδος ΜΕ
ΜΕ1 Γραμματέων – Γραφέων:
Δύο (2) θέσεις επί βαθμοίς 10ω4ω.
Κλάδος Σε
ΣΕ1 Κλητήρων – Οδηγών:
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς 12ω7ω".
*Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 4 Καν. 18/16 Ιουλ. – 8 Σεπτ. 1981 (ΦΕΚ Α΄ 244),
"2.Της Ιεράς Μητροπόλεως Αλεξανδρουπόλεως:
Κλάδος ΑΤ2 Διοικητικού
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω
Κλάδος ΜΕ Γραφέων
Μία θέσις επι βαθμοίς 10ω4ω
Κλάδος ΣΕ1 Κλητήρων – Οδηγών"
*Το εδάφ. 2 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 4 του Καν. 29/14 Ιουν. – 4 Ιουλ. 1985 (ΦΕΚ Α΄ 126)
3.Της Ιεράς Μητροπόλεως Αργολίδος.
Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Α2 Διοικητικός
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
Β΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Β1 Γραφέων:
3 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Γ΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Γ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω9ω.
4.Της Ιεράς Μητροπόλεως Άρτης.
Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Α2 Διοικητικός:
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω
Μία θέσις'Ν.Δ. 169/69 επί βαθμοίς 8ω4ω
Β' ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Β1 Γραφέων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Γ΄ ΚΑΤΗΤΌΡΙΑ
Κλάδος ΓΙ Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω9ω.
"5.Της Ιεράς Μητροπόλεως Αττικής:
ΚΛΑΔΟΣ ΑΤ
ΑΤ1 Μετακλητών Κληρικών:
Μία θέσις Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου επί βαθμοίς 6ω2ω.
ΑΤ2 Διοικητικού:
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΑΡ
ΑΡ1 Κοινωνικών Λειτουργών:
Μία θέσις επί βαθμοίς 9ω4ω.
ΑΡ2 Οικονομικού:
Μία θέσις επί βαθμοίς 9ω2ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Διοικητικού
3 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
ΜΕ2 Διοικητικού Λογιστικού:
Μία θέσις επί βαθμοίς 10ω – 4ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω – 7ω.
ΣΕ2 Οδηγών Αυτοκινήτων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω7ω".
Με την 2589/44 Οκτ. 1988 (ΦΕΚ Β΄ 722) απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου ορίστηκε, ότι: "Εις τον δια της παρ. 5 άρθρ. 5 του υπ' αριθ. 12/1980 Κανονισμού ψηφισθέντα υπαλληλικόν Οργανισμόν των Γραφείων της Ιεράς Μητροπόλεως Αττικής συνιστάται η ακόλουθος υπαλληλική θέσις:
Κατηγορία ΠΕ
Κλάδος ΠΕ1 Τεχνικός:
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς ΓΑ".
*Η παρ. 5 αντικαταστάθηκε ως άνω από τον Κανον. 12/6 Νοεμ. – 1 Δεκ. 1980 (ΦΕΚ Α΄ 272).
"6.Της Ιεράς Μητροπόλεως Βερροίας και Ναούσης:
ΚΛΑΔΟΣ ΑΤ
ΑΤ2 Διοικητικού
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων:
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω".
Η παρ. 6 αντικαταστάθηκε ως άνω από τον Καν. 12/6 Νοεμ. – 1 Δεκ. 1980 (ΦΕΚ Α΄ 272).
7.Της Ιεράς Μητροπόλεως Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως.
Β΄ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Β1 Γραφέων:
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Γ΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Γ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω9ω.
"8.Της Ιεράς Μητροπόλεως Γρεβενών:
ΚΛΑΔΟΣ ΑΤ
ΑΤ1 Κληρικών:
Μία θέσις Πρωτοσυγκέλλου επί βαθμοίς 6ω2ω.
ΑΤ2 Διοικητικού:
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 10ω6ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω
ΣΕ2 Οδηγών Αυτοκινήτων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω".
*Η παρ. 8 αντικαταστάθηκε ως άνω από τον Κανον. 12/6 Νοεμ. – 1 Δεκ. 1980 (ΦΕΚ Α΄ 272).
9.Της Ιεράς Μητροπόλεως Γυθείου και Οιτύλου.
Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Α1 Κληρικών (μετακλήτων):
Μία θέσις επί βαθμοίς 6ω2ω.
Β΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Β1 Γραφέων:
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Γ΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Γ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω9ω.
"10.Της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος:
ΚΛΑΔΟΣ ΑΤ
ΑΤ1 Κληρικών:
Μία θέσις Πρωτοσυγκέλλου επί βαθμοίς 6ω2ω.
Με το άρθρ. 4 του Καν. 34/430 Αυγ. 1986 (ΦΕΚ Α΄ 60) συστήθηκε μία (1) θέση Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου στον άνω Κλάδο ΑΤ1 κληρικών.
ΑΤ2 Γραμματέων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΑΤ3 Οικονομικού:
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω4ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΑΡ
ΑΡ1 Κοινωνικών Λειτουργών:
Μία θέσις επί βαθμοίς 9ω4ω.
ΑΡ2 Γραφέων:
2 θέσεις επί βαθμοίς 9ω2ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων – Δακτυλογράφων:
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω4ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω7ω".
*Η παρ. 10 αντικαταστάθηκε ως άνω από τον Κανον. 12/6 Νοεμ. – 1 Δεκ. 1980 (ΦΕΚ Α΄ 272).
"11.Της Ιεράς Μητροπόλεως Διδυμοτείχου και Ορεστιάδος:
ΚΛΑΔΟΣ ΑΤ
ΑΤ1 Κληρικών:
Μία θέσις Πρωτοσυγκέλλου επί βαθμοίς 6ω2ω.
ΑΤ2 Διοικητικού:
2 θέσεις επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων:
3 θέσεις επί βαθμοίς 10ω4ω.
Μία θέσις Λογιστού επί βαθμοίς 10ω4ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω7ω.
12.Της Ιεράς Μητροπόλεως Δράμας:
ΚΛΑΔΟΣ ΑΤ
ΑΤ2 Διοικητικού:
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων:
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων – Οδηγών:
Μία θέσις επι βαθμοίς 12ω8ω".
*Οι παρ. 11 και 12 αντικαταστάθηκαν ως άνω από τον Κανον. 12/6 Νοεμ. –1 Δεκ. 1980 (ΦΕΚ Α΄ 272).
13.Της Ιεράς Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης.
Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Α2 Διοικητικός:
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
Γ΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Γ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω9ω.
Με το άρθρ. 4 του Καν. 34/430 Αυγ. 1986 (ΦΕΚ Α΄ 60) συστήθηκαν στην άνω Μητρόπολη οι κάτωθι θέσεις:
«Μία (1) θέσις Κλάδου ΑΡ επί βαθμοίς 9ω – 4ω.
Μία (1)θέσις Κλάδου ΜΕ επί βαθμοίς 10ω6ω».
"14.Της Ιεράς Μητροπόλεως Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας:
Κλάδος ΑΤ
ΑΤ1 Μετακλητών Κληρικών:
Μία (1) θέσις Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΑΤ2 Διοικητικός:
Μία (1) θέσις Ν.Δ. 169/69 επί βαθμοίς 8ω2ω.
Κλάδος ΜΕ
ΜΕ1 Γραμματέων – Γραφέων:
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς 10ω4ω.
Κλάδος ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων – οδηγών:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω7ω".
*Η παρ. 14 που είχε αντικατασταθεί από τον Καν. 12/1980 (ΦΕΚ Α΄ 272), αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 4 Καν. 18/16 Ιουλ. – 8 Σεπτ. 1981 (ΦΕΚ Α΄ 244)
15.Της Ιεράς Μητροπόλεως Ελασσόνος:
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων:
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω".
*Η παρ. 15 αντικαταστάθηκε ως άνω από τον Καν. 12/6 Νοεμ. – 1 Δεκ. 1980 (ΦΕΚ Α΄ 272).
16.Της Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως.
Β΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Β1 Γραφέων:
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Γ΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Γ1 Κλητήρων:
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς 12ω9ω.
17.Της Ι Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Α2 Διοικητικός
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.εράς Μητροπόλεως Ζακύνθου.
Β΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Β1 Γραφέων:
Δύο (2) θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Γ΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Γ1 Κλητήρων:
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς 12ω9ω.
"18.Της Ιεράς Μητροπόλεως Ζιχνών και Νευροκοπίου:
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων:
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω.
ΣΕ2 Οδηγών:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω.
19.Της Ιεράς Μητροπόλεως Ηλείας:
ΚΛΑΔΟΣ ΑΤ
ΑΤ2 Διοικητικού:
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΑΤ3 Οικονομικού:
Δύο θέσεις επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων – Δακτυλογράφων:
4 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
2 θέσεις επι βαθμοίς 5ω4ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω.
ΣΕ2 Οδηγών:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω.
20.Της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων:
ΚΛΑΔΟΣ ΑΤ
ΑΤ2 Διοικητικού:
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΑΡ
ΑΡ1 Διοικητικού – Οικονομικού:
Μία θέσις επί βαθμοίς 9ω2ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων:
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω4ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω7ω.
ΣΕ2 Οδηγών:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω7ω".
*Οι παρ. 18, 19 και 20 αντικαταστάθηκαν ως άνω από τον Κανον. 12/6 Νοεμ. – 1 Δεκ. 1980 (ΦΕΚ Α΄ 272).
21.Της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης.
Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Α2 Διοικητικός:
Τρεις (3) θέσεις επί βαθμοίς 8ω2ω.
Β' ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Β1 Γραφέων :
Πέντε (5) θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Γ' ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος ΓΙ Κλητήρων :
Δύο (2) θέσεις επί βαθμοίς 12ω9ω.
22.Της Ιεράς Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας.
Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Α2 Διοικητικός :
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
Β' ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Β1 Γραφέων :
Δύο (2) θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Γ' ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Γ1 Κλητήρων :
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς 12ω9ω.
23.Της Ιεράς Μητροπόλεως Θήρας.
Α' ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Α2 Διοικητικός.
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
Β' ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Β1 Γραφέων:
Δύο (2) θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Γ' ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Γ1 Κλητήρων:
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς 12ω9ω.
"24.Της Ιεράς Μητροπόλεως Ιερισσού, Αγ. Όρους και Αρδαμερίου:
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων:
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω4ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω.
ΣΕ2 Οδηγών:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω.
25.Της Ιεράς Μητροπόλεως Ιωαννίνων:
ΚΛΑΔΟΣ ΑΤ
ΑΤ2 Διοικητικού:
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΑΤ3 Οικονομικού:
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω4ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων:
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω.
ΣΕ2 Οδηγών:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω.
26.Της Ιεράς Μητροπόλεως Καλαβρύτων και Αιγιαλείας:
ΚΛΑΔΟΣ ΑΤ
ΑΤ1 Κληρικών Μετακλητών:
Μία θέσις Πρωτοσυγκέλλου επί βαθμοίς 6ω2ω.
Μία θέσις Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΑΤ2 Διοικητικού – Οικονομικού:
2 θέσεις επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΑΡ
ΑΡ1 Κοινωνικών Λειτουργών:
Μία θέσις επί βαθμοίς 9ω4ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων:
4 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Μία θέσις επί βαθμοίς 5ω4ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω7ω.
ΣΕ2 Οδηγών:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω7ω.
27.Της Ιεράς Μητροπόλεως Καρπενησίου:
ΚΛΑΔΟΣ ΑΡ
ΑΡ1 Διοικητικού:
Μία θέσις επί βαθμοίς 9ω4ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 10ω6ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω.
28.Της Ιεράς Μητροπόλεως Καρυστίας και Σκύρου:
ΚΛΑΔΟΣ ΑΤ
ΑΤ2 Διοικητικού:
2 θέσεις επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων:
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω4ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω".
*Οι παρ. 24-28 αντικαταστάθηκαν ως άνω από τον Κανον. 12/6 Νοεμ. – 1 Δεκ. 1980 (ΦΕΚ Α΄ 272).
29.Της Ιεράς Μητροπόλεως Κασσάνδρας.
Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Α2 Διοικητικός.
Μία θέσις επί βαθμοίς. 8ω2ω.
Κλάδος Α3 Οικονομικός.
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω4ω.
Β΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Β1 Γραφέων.
Μία θέσις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Γ' ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Γ1 Κλητήρων.
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω9ω.
"30.Της Ιεράς Μητροπόλεως Καστορίας:
ΚΛΑΔΟΣ Τ
ΑΤ2 Διοικητικού
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων:
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω.
31Της Ιεράς Μητροπόλεως Κερκύρας και Παξών:
ΚΛΑΔΟΣ ΑΤ
ΑΤ1 Κληρικών Μετακλητών:
Μία θέσις Πρωτοσυγκέλλου επί βαθμοίς 6ω2ω.
Μία θέσις Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΑΤ2 Διοικητικού:
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω4ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων Δακτυλογράφων:
3 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω".
*Οι παρ. 30 και 31 αντικαταστάθηκαν ως άνω από τον Κανον. 12/6 Νοεμ. – 1 Δεκ. 1980 (ΦΕΚ Α΄ 272).
32.Της Ιεράς Μητροπόλεως Κεφαλληνίας.
Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Α2 Διοικητικός.
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
Β΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Α3 Οικονομικός.
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω4ω.
Κλάδος Β1 Γραφέων.
Μία θέσις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Γ΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Γ1 Κλητήρων.
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω9ω.
33.Της Ιεράς Μητροπόλεως Κίτρους.
Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Α2 Διοικητικός.
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
Β΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Β1 Γραφέων.
Μία θέσις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Κλάδος Β2 Λογιστικός.
Μία θέσις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Γ΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Γ1 Κλητήρων.
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω9ω.
34.Της Ιεράς Μητροπόλεως Κορινθίας.
Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Α1 Κληρικών (Μετακλητών).
Μία θέσις Πρωτοσυγκέλλου επί βαθμοίς 6ω2ω.
Μία θέσις Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου, επί βαθμοίς 8ω2ω.
Κλάδος Α2 Διοικητικός – Οικονομικός.
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
Πρώτος εισαγωγικός βαθμός ο 8ος. Δεύτερος εισαγωγικός βαθμός ο 5ος.
Κλάδος Α3 Κοινωνικών Λειτουργών.
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω4ω.
Β΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Β1 Κληρικών (Μετακλητών).
3 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Κλάδος Β2 Διοικητικός – Οικονομικός.
Μία θέσις επί βαθμοίς 10ω4ω.
Γ΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Γ1 Κλητήρων.
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω.
"35.Της Ιεράς Μητροπόλεως Κυθήρων:
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ2 Γραφέων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 10ω6ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω".
*Η παρ. 35 αντικαταστάθηκε ως άνω από τον Κανον. 12/6 Νοεμ. – 1 Δεκ. 1980 (ΦΕΚ Α΄ 272).
36.Της Ιεράς Μητροπόλεως Λαγκαδά.
Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Α2 Διοικητικός.
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
Κλάδος Α3 Οικονομικός.
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω4ω.
Β΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Β1 Γραφέων.
Μία θέσις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Γ΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Γ1 Κλητήρων.
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω9ω.
"37.Tης Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης και Τυρνάβου:
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π.Ε.
Κλάδος Π.Ε. 1 Κληρικών Μετακλητών.
Μία (1) θέσις Πρωτοσυγκέλλου.
Μία(1) θέσις Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου.
Κλάδος Π.Ε. 2 ΔιοκητικούΟικονομικού.
3 θέσεις επί βαθμοίς ΔΑ΄.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Τ.Ε.
Κλάδος Τ.Ε. 1 ΔιοικητικούΟικονομικού.
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς ΔΑ΄.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Δ.Ε.\
Κλάδος Δ.Ε. 1 Γραφέων
3 θέσεις επί βαθμοίς ΔΑ΄.
Κλάδος Δ.Ε. 2 Οδηγών
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς ΔΑ΄.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Υ.Ε.
Κλάδος Υ.Ε. 1 Κλητήρων.
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς ΕΒ΄.
Κλάδος Υ.Ε. 2 Ευπρεπιστριών.
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς ΕΒ΄.»
*Η μέσα σε «» παρ. 37 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 2 του υπ’ αριθ. 89/1996 της 1131 Δεκ. 1996 (ΦΕΚ Α΄279) Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
38.Της Ιεράς Μητροπόλεως Λευκάδος και Ιθάκης
Α' ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Α2 Διοικητικός
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
Β' ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Kλάδος Β1 Γραφέων.
2 Θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Γ΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Γ1 Κλητήρων.
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω9ω.
39.Της Ιεράς Μητροπόλεως Λήμνου.
Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Α2 Διοικητικός.
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
Β΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Β1 Γραφέων.
Μία θέσις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Γ΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Γ1 Κλητήρων.
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω6ω.
"40.Της Ιεράς Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας:
ΚΛΑΔΟΣ ΑΤ
ΑΤ1 Κληρικών Μετακλητών:
Μία θέσις Πρωτοσυγκέλλου επί βαθμοίς 6ω2ω.
Μία θέσις Γεν. Αρχιερατικού Επιτρόπου επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΑΤ2 Διοικητικού:
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΑΤ3 Οικονομικού:
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω4ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων:
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω.
ΣΕ2 Οδηγών:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω".
Η παρ. 40 αντικαταστάθηκε ως άνω από τον Κανον. 12/6 Νοεμ. – 1 Δεκ. 1980 (ΦΕΚ Α΄ 272)
"41.Της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρωνείας και Κομοτηνής
Κλάδος ΑΤ
ΑΤ1 Κληρικών Μετακλητών
Μία θέσις Πρωτοσυγκέλλου επί βαθμοίς 6ω2ω
ΑΤ2 Διοικητικού
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω
Κλάδος ΜΕ
ΜΕ1 Γραμματέων Γραφέων
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω4ω.
Κλάδος ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω7ω
ΣΕ2 Οδηγών
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω7ω".
*Το εδάφ. 41 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 4 του Καν. 29/14 Ιουν. – 4 Ιουλ. 1985 (ΦΕΚ Α΄ 126)
"42.Της Ιεράς Μητροπόλεως Μεγάρων και Σαλαμίνος:
ΚΛΑΔΟΣ ΑΤ
ΑΤ2 Διοικητικού:
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΑΡ
ΑΡ1 Κληρικών (μετακλητών):
2 θέσεις επί βαθμοίς 9ω4ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων:
5 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω".
*Η παρ. 42 αντικαταστάθηκε ως άνω από τον Κανον. 12/6 Νοεμ. – 1 Δεκ. 1980 (ΦΕΚ Α΄ 272).
43.Της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας και Λαυρεωτικής.
Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Α2 Διοικητικός.
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
Β΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Β1 Γραφέων.
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Γ΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Γ1 Κλητήρων.
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω9ω.
"44.Της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας:
ΚΛΑΔΟΣ ΑΤ
ΑΤ1 Διοικητικού:
2 θέσεις επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΑΡ
ΑΡ1 Διοικητικού – Οικονομικού:
3 θέσεις επί βαθμοίς 9ω2ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων:
3 θέσεις επί βαθμοίς 10ω4ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω7ω".
*Η παρ. 44 αντικαταστάθηκε ως άνω από τον Κανον. 12/6 Νοεμ. – 1 Δεκ. 1980 (ΦΕΚ Α΄ 272).
45.Της Ιεράς Μητροπόλεως Μηθύμνης.
Β΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Β1 Γραφέων.
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Γ΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Γ1 Κλητήρων.
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω9ω.
"46.Της Ιεράς Μητροπόλεως Μονεμβασίας και Σπάρτης:
ΚΛΑΔΟΣ ΑΤ
ΑΤ1 Κληρικών Μετακλητών:
Μία θέσις Πρωτοσυγκέλλου επί βαθμοίς 6ω2ω.
Μία θέσις Γεν. Αρχιερατικού Επιτρόπου επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΑΤ2 Διοικητικού:
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων:
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω.
ΣΕ2 Οδηγών:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω.
*Η παρ. 46 αντικαταστάθηκε ως άνω από τον Καν. 12/6 Νοεμ. – 1 Δεκ. 1980 (ΦΕΚ Α΄ 272).
"47.Της Ιεράς Μητροπόλεως Μυτιλήνης:
Κλάδος ΑΤ
ΑΤ2 Διοικητικού:
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
Κλάδος ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων:
Δύο (2) θέσεις επί βαθμοίς 10ω4ω.
Κλάδος ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς 12ω7ω.
ΣΕ2 Οδηγών αυτοκινήτων.
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς 11ω7ω".
*Η παρ. 47 που είχε αντικατασταθεί από τον Καν. 12/1980 (ΦΕΚ Α΄ 272), αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 4 Καν. 18/16 Ιουλ. – 8 Σεπτ. 1981 (ΦΕΚ Α΄ 244)
48.Της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπακτίας και Ευρυτανίας.
Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Α2 Διοικητικός.
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
Β΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Β1 Γραφέων.
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Γ΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Γ1 Κλητήρων.
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω 9ω.
"49.Της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας και Νέας Φιλαδελφείας:
Κλάδος ΑΤ
ΑΤ1 Κληρικών:
Μία (1) θέσις Πρωτοσυγκέλλου επί βαθμοίς 6ω2ω.
Μία (1) θέσις Γεν. Αρχιερατικού Επιτρόπου επί βαθμοίς 6ω2ω.
ΑΤ2 Διοιητικός:
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
Κλάδος ΜΕ
ΜΕ1 Γραμματειακός:
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς 6ω4ω.
Δύο θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
ΜΕ2 Λογιστικός:
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς 10ω4ω.
Δεύτερος εισαγωγικός βαθμός ορίζεται ο 8ος, δι' ον απαιτείται πενταετής προϋπηρεσία παρά τω Δημοσίω ή ΝΠΔΔ.
Κλάδος ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς 12ω7ω.
ΣΕ2 Οδηγών:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω7ω".
*Η παρ. 49 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 4 Καν. 18/16 Ιουλ. – 8 Σεπτ. 1981 (ΦΕΚ Α΄ 244)
50.Της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Σμύρνης.
Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Α2 Διοικητικός.
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
Β΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Β1 Γραφέων.
3 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Γ΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Γ1 Κλητήρων.
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω9ω.
Κλάδος ΑΡ Κοινωνικών Λειτουργών:
Μία θέσις επί βαθμοίς 9ω6ω, 5ω4ω.
*Το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε ως άνω από τον Κανονισμό 10/1622 Απρ. 1980 (ΦΕΚ Α΄ 93).
51.Της Ιεράς Μητροπόλεως Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως.
Αα΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Α2 Διοικητικός.
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
Αβ΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Α1 Κληρικών (μετακλητών).
Μία θέσις επί βαθμοίς 9ω4ω.
Β΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Β1 Γραφέων.
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Γ΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Γ1 Κλητήρων.
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω9ω.
52.Της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Κρήνης και Καλαμαριάς.
Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Α2 Διοικητικός.
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
Αβ΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Α1 Μετακλητών – Κληρικών.
Μία θέσις επί βαθμοίς 9ω4ω.
Β΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Β1 Γραφέων.
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Γ΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Γ1 Κλητήρων.
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω9ω.
"53.Της Ιεράς Μητροπόλεως Νικαίας:
ΚΛΑΔΟΣ ΑΤ
ΑΤ2 Διοικητικού:
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΑΡ
ΑΡ1 Κοινωνικών Λειτουργών:
2 θέσεις επί βαθμοίς 9ω4ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων:
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω.
ΣΕ2 Οδηγών:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω.
54.Της Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως και Πρεβέζης:
ΚΛΑΔΟΣ ΑΤ
ΑΤ2 Διοικητικού:
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΑΤ3 Οικονομικού:
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω4ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων:
3 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων – Οδηγών:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω".
*Οι παρ. 53 και 54 αντικαταστάθηκαν ως άνω από τον Κανον. 12/6 Νοεμ. – 1 Δεκ. 1980 (ΦΕΚ Α΄ 272).
55.Της Ιεράς Μητροπόλεως Ξάνθης.
Β΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Β1 Γραφέων.
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Γ΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Γ1 Κλητήρων.
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω9ω.
56.Της Ιεράς Μητροπόλεως Παραμυθίας, Φιλιατών και Γηρομερίου.
Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Α2 Διοικητικός.
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
57.Της Ιεράς Μητροπόλεως Παροναξίας.
Β΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Β1 Γραφέων.
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Γ΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Γ1 Κλητήρων.
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω9ω.
"58.Της Ιεράς Μητροπόλεως Πατρών:
ΚΛΑΔΟΣ ΑΤ
ΑΤ2 Διοικητικού:
2 θέσεις επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 5ω4ω.
3 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω.
ΣΕ2 Οδηγών:
Μία θέσις επί βαθμοίς 11ω8ω.
59.Της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς:
ΚΛΑΔΟΣ ΑΤ
ΑΤ2 Διοικητικού:
3 θέσεις επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Μία θέσις επί βαθμοίς 10ω4ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω.
ΣΕ2 Οδηγών:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω".
*Οι παρ. 58 και 59 αντικαταστάθηκαν ως άνω από τον Κανον. 12/6 Νοεμ. – 1 Δεκ. 1980 (ΦΕΚ Α΄ 272).
60.Της Ιεράς Μητροπόλεως Περιστερίου.
Β΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Μία θέσις Γραμματέως επί βαθμοίς 9ω4ω.
Μία θέσις γραφέως επί βαθμοίς 10ω6ω.
Γ΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Μία θέσις κλητήρος οδηγού επί βαθμοίς 12ω9ω.
"61.Της Ιεράς Μητροπόλεως Πολυανής και Κιλκισίου.
"Κλάδος ΑΤ.
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
Κλάδος ΑΡ.
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς 9ω4ω.
Κλάδος ΜΕ.
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω4ω.
Κλάδος ΣΕ.
2 θέσεις επί βαθμοίς 12ω7ω".
*Η παρ. 61 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 4 του Καν. 34/4 – 30 Αυγ. 1986 (ΦΕΚ Α΄ 60).
62.Της Ιεράς Μητροπόλεως Σάμου και Ικαρίας:
ΚΛΑΔΟΣ ΑΤ
ΑΤ2 Διοικητικού:
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων – Δακτυλογράφων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 5ω4ω.
3 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω.
ΣΕ2 Οδηγών:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω.
63.Της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης:
Κλάδος ΑΡ1 Διοικητικός:
Μία θέσις επί βαθμοίς 9ω2ω.
Κλάδος ΜΕ Γραφέων – Δακτυλογράφων:
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Κλάδος ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω.
64.Της Ιεράς Μητροπόλεως Σερρών και Νιγρίτης:
ΚΛΑΔΟΣ ΑΤ
ΑΤ2 Διοικητικού:
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 10ω6ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω".
*Οι παρ. 61, 62, 63 και 64 αντικαταστάθηκαν ως άνω από τον Κανον. 12/6 Νοεμ. – 1 Δεκ. 1980 (ΦΕΚ Α΄ 272).
"α)Κλάδος ΠΕ2 Διοικητικού
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς ΓΑ.
β)Κλάδος ΔΕ Γραφέων
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς ΓΑ".
Οι άνω με στοιχ. α΄και β΄θέσεις υπαλλήλων, προστέθηκαν από το άρθρ. 2 του 54/1991/8 Μαΐου – 4 Ιουλ. 1991 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου (ΦΕΚ Α΄ 105).
65.Της Ιεράς Μητροπόλεως Σιδηροκάστρου.
Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Α2 Διοικητικός.
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
Β΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Β1 Γραφέων.
Μία θέσις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Γ΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Γ1 Κλητήρων.
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω9ω.
66.Της Ιεράς Μητροπόλεως Σισανίου και Σιατίστης.
Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Α2 Διοικητικός.
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
Β΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Β1 Γραφέων.
Μία θέσις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Γ΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Γ1 Κλητήρων.
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω9ω.
67.Της Ιεράς Μητροπόλεως Σύρου, Τήνου, Άνδρου, Κέας και Μήλου.
Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Α2 Διοικητικός.
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
Β΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Β1 Γραφέων.
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Γ΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Γ1 Κλητήρων.
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω9ω.
"68.Της Ιεράς Μητροπόλεως Τρίκκης και Σταγών:
ΚΛΑΔΟΣ ΑΤ
ΑΤ2 Διοικητικού:
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΑΡ
ΑΡ1 Διοικητικού – Οικονομικού:
Μία θέσις επί βαθμοίς 9ω2ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων – Δακτυλογράφων:
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω7ω.
Με το άρθρ. 1 του Καν. 48/12 Οκτ. 1989 – 15 Ιαν. 1990 (ΦΕΚ Α΄ 3)ορίστηκε ότι: "Εις την παρ. 68 του άρθρ. 5 του υπ' αριθ.12/1980 Κανονισμού όπου διαρθρούνται αι υπαλληλικαί θέσεις του Μητροπολιτικού Γραφείου της Ιεράς Μητροπόλεως Τρίκκης και Σταγών, συνιστάται μία (1) θέσις Κληρικού, ως εξής:
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ
ΚΛΑΔΟΣ ΠΕΙ ΓΡΑΜΜΑΤΕΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς Γ – Α".
69.Της Ιεράς Μητροπόλεως Τριφυλλίας και Ολυμπίας:
ΚΛΑΔΟΣ ΑΤ
ΑΤ2 Διοικητικού:
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων
2 θέσεις επί βαθμοίς 5ω4ω.
4 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω.
70.Της Ιεράς Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης:
ΚΛΑΔΟΣ ΑΤ
ΑΤ2 Διοικητικού:
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 5ω4ω.
3 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω".
Οι παρ. 68, 69 και 70 αντικαταστάθηκαν ως άνω από τον Κανον. 12/6 Νοεμ. – 1 Δεκ. 1980 ΦΕΚ Α΄ 272).
«71. Της Ιεράς Μητροπόλεως Φθιώτιδος.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π.Ε.
Κλάδος Π.Ε. 1 Κληρικών Μετακλητών.
Μία (1) θέσις Πρωτοσυγκέλλου.
Μία (1) θέσις Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου.
Κλάδος Π.Ε. 2 ΔιοικητικούΟικονομικού.
3 θέσεις επί βαθμοίς ΔΑ΄.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Τ.Ε.
Κλάδος Τ.Ε. 1 ΔιοικητικούΟικονομικού
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς ΔΑ΄.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Δ.Ε.
Κλάδος Δ.Ε. 1 Γραφέων.
3 θέσεις επί βαθμοίς ΔΑ΄.
Κάδος Δ.Ε. 2 Οδηγών.
Μία (1) θέσεις επί βαθμοίς ΔΑ΄.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Υ.Ε.
Κλάδος Υ.Ε. 1 Κλητήρων.
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς ΕΒ
Κλάδος Υ.Ε. 2 Ευπρεπιστριών.
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς ΕΒ΄».
Η μέσα σε «» παρ. 71 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 1 του υπ’ 89/1996 της 1131 Δεκ. 1996, (ΦΕΚ Α΄279), Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
"72.Της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου:
ΚΛΑΔΟΣ ΑΤ
ΑΤ2 Διοικητικού:
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων – Δακτυλογράφων:
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω.
73.Της Ιεράς Μητροπόλεως Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας:
ΚΛΑΔΟΣ ΑΤ
ΑΤ1 Κληρικών:
Μία θέσις Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΑΤ2 Διοικητικού:
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων:
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω.
74.Της Ιεράς Μητροπόλεως Φωκίδος:
ΚΛΑΔΟΣ ΑΤ
ΑΤ1 Κληρικών:
Μία θέσις Πρωτοσυγκέλλου επί βαθμοίς 5ω2ω
ΑΤ2 Διοιηκητικού:
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 10ω6ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω8ω".
*Οι παρ. 72, 73 και 74 αντικαταστάθηκαν ως άνω από τον Κανον. 12/6 Νοεμ. – 1 Δεκ. 1980 (ΦΕΚ Α΄ 272).
75.Της Ιεράς Μητροπόλεως Χαλκίδος.
Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Α2 Διοικητικός.
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
Κλάδος Α3 Οικονομικός.
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω4ω.
Β΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Β1 Γραφέων.
Μία θέσις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Γ΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Κλάδος Γ1 Κλητήρων.
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω9ω.
"76.Της Ιεράς Μητροπόλεως Χίου:
ΚΛΑΔΟΣ ΑΤ
ΑΤ2 Διοικητικού:
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΑΤ3 Οικονομικού:
Μία θέσις επί βαθμοίς 8ω2ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΜΕ
ΜΕ1 Γραφέων:
2 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Μία θέσις επί βαθμοίς 10ω4ω.
ΚΛΑΔΟΣ ΣΕ
ΣΕ1 Κλητήρων:
Μία θέσις επί βαθμοίς 12ω7ω".
*Η παρ. 76 αντικαταστάθηκε ως άνω από τον Κανον. 12/6 Νοεμ. – 1 Δεκ. 1980 (ΦΕΚ Α΄ 272).
"77.Εις την Ιεράν Σύνοδον (Αρχιγραμματείαν) ως και εις απάσας τας Ιεράς Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος συνιστάται ανά μία (1) θέσις οδηγού αυτοκινήτου Κλάδου ΜΕ επί βαθμοίς 10ω6ω. Εις τας ανωτέρω θέσεις μετατάσσονται οι υπηρετούντες οδηγοί κατά τας διατάξεις του παρόντος".
*Το εδάφ. 77 αντικαταστάθηκε ως άνω από το άρθρ. 2 του Καν. 34/4 – 30 Απρ. 1986 (ΦΕΚ Α΄ 60).
78.Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Πεντέλης.
Α΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
2 θέσεις επί βαθμοίς 8ω2ω.
Αβ΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Μία θέσις επί βαθμοίς 9ω6ω.
Δια την κατάληψιν της θέσεως ταύτης απαιτείται ως τυπικόν προσόν είτε πτυχίον Ανωτέρας Σχολής διετούς τουλάχιστον μεταγυμνασιακής φοιτήσεως είτε πραγματική προϋπηρεσία 10 τουλάχιστον ετών παρά τω Δημοσίω ή Ν.Π.Δ.Δ. ή Τραπέζη.
Β΄ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
2 θέσεις επί βαθμοίς 9ω6ω.
79.Ταμείον Ασφαλίσεως Κλήρου Ελλάδος (Τ.Α.Κ.Ε.).
Συνιστάται δια του παρόντος παρά τω ΤΑΚΕ μία (1) τακτική θέσις Γενικού Δ/ντού επί βαθμώ 4ω της ΑΤ Κατηγορίας του Α1 Κλάδου Διοικητικού – Λογιστικού.
"80.Της Ιεράς Μητροπόλεως Αγιάς και Συκουρίου.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ
Κλάδος ΠΕΙ Πρωτοσυγκέλλου.
Μία (1) θέσις Μετακλητού Κληρικού.
Κλάδος ΠΕ2 Διοικητικού – Οικονομικού.
Μί α (1) θέσις επί βαθμοίς Γ΄ Α΄.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΕ
Κλάδος ΔΕ1 Γραφέων – Δακτυλογράφων.
2 θέσεις επί βαθμοίς Γ΄ Α΄.
Κλάδος ΔΕ2 Οδηγών.
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς Γ΄ Α΄.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΥΕ
Κλάδος ΥΕ Ευπρεπιστρίας.
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς Δ΄ Γ΄.
81.Της Ιεράς Μητροπόλεως Γουμενίσσης, Αξιουπόλεως και Πολυκάστρου.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ
Κλάδος ΠΕ1 Πρωτοσυγκέλλου.
Μία (1) θέσις Μετακλητού Κληρικού.
Κλάδος ΠΕ2 Διοικητικού – Οικονομικού.
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς Γ΄ Α΄.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΕ
Κλάδος ΔΕ1 Γραφέων – Δακτυλογράφων.
2 θέσεις επί βαθμοίς Γ΄ Α΄.
Κλάδος ΔΕ2 Οδηγών.
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς Γ΄ Α΄.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΥΕ
Κλάδος ΥΕ Ευπρεπιστρίας.
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς Δ΄ Γ΄.
82.Της Ιεράς Μητροπόλεως Σταγών και Μετεώρων.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ
Κλάδος ΠΕ1 Πρωτοσυγκέλλου.
Μ ία (1) θέσις Μετακλητού Κληρικού.
Κλάδος ΠΕ2 Διοικητικού – Οικονομικού.
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς Γ΄ Α΄.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΕ
Κλάδος ΔΕ1 Γραφέων – Δακτυλογράφων.
2 θέσεις επί βαθμοίς Γ΄ Α΄.
Κλάδος ΔΕ2 Οδηγών.
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς Γ΄ Α΄.
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΥΕ
Κλάδος ΥΕ Ευπρεπιστρίας.
Μία (1) θέσις επί βαθμοίς Δ΄ Γ΄".
*Τα μέσα σε " " εδάφια με αριθμούς 80, 81, 82, προστέθηκαν από το άρθρ. 1 του Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος με αριθ. 58/8 Ιαν. – 5 Φεβρ. 1992 (ΦΕΚ Α΄ 15).
Άρθρο 152α.
Συνιστώνται παρά τω ΤΑΚΕ αι κάτωθι θέσεις μονίμου προσωπικού:
"1.Κλάδος ΑΤ1 Διοικητικός – Λογιστικός
Μία θέσις επί βαθμοίς 3ω2ω
5 θέσεις επί βαθμοίς 5ω4ω.
Η σύστασις των ανωτέρω θέσεων ενεργείται επί αντιστοίχω μειώσει των ήδη υφισταμένων εν τω κλάδω τούτω θέσεων, επί βαθμοίς 8ω6ω".
Η παρ. 1 άρθρ. 152α αντικαταστάθηκε ως άνω από τον Κανον. 12/6 Νοεμ. – 1 Δεκ. 1980 (ΦΕΚ Α΄ 272).
2.Κλάδος ΜΕ2 Βοηθών Προγραμματιστών:
3 θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω.
Ως προσόν διορισμού εις τον εισαγωγικόν βαθμόν, ορίζεται Απολυτήριον Λυκείου ή άλλου ισοτίμου Σχολείου Μέσης Εκπαιδεύσεως και ειδικότης εις θέματα μηχανογραφήσεως, προσηκόντως αποδεικνυομένη.
3.Κλάδος ΣΕ2 Ταξινόμων:
2 θέσεις επί βαθμοίς 12ω8ω.
Ως προσόν διορισμού εις τον εισαγωγικόν βαθμόν ορίζεται Απολυτήριον Δημοτικού Σχολείου.
Άρθρ.152β.1.Ο παρά τω ΤΑΚΕ υφιστάμενος Κλάδος ΑΡ καλείται εφεξής "Κλάδος ΑΡ1 Διοικητικός – Λογιστικός", συνιστάται δε, δια του παρόντος εν τω Κλάδω τούτω μία θέσις επί βαθμοίς 5ω4ω, επί αντιστοίχω μειώσει μιάς θέσεως εκ των ήδη υφισταμένων, επί βαθμοίς 9ω6ω του Κλάδου.
2.Από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος καταργείται μία θέσις του Κλάδου επί βαθμοίς 9ω6ω.
3.Αι θέσεις του Κλάδου τούτου καταργούνται, άμα τη καθ' οιονδήποτε τρόπον κενώσει των, παρά των κατεχόντων ταύτας υπαλλήλων.
Θέσεις προσωπικού επί εμμίσθω εντολή.
Άρθρο 152γ.
1.Συνιστώνται παρά τω ΤΑΚΕ αι κάτωθι θέσεις προσωπικού επί εμμίσθω εντολή:
Μία θέσις Νομικού Συμβούλου.
Μία θέσις Δικηγόρου.
2.Δια την θέσιν του Νομικού Συμβούλου, ορίζεται ως προσόν διορισμού άδεια δικηγορείν παρ' Αρείω Πάγω.
3.Δια την θέσιν του Δικηγόρου άδεια δικηγορείν παρ' Εφέταις.
4.Αι ανωτέρω θέσεις πληρούνται δι' αποφάσεως του Δ. Συμβουλίου του Ταμείου.
Θέσεις προσωπικού επί σχέσει Ιδιωτικού Δικαίου αορίστου χρόνου, διεπομένου υπό των
διατάξεων των Ν.Δ. 385/69 και 1198/72.
Άρθρο 152δ.
1.Συνιστάται παρά τω ΤΑΚΕ μία θέσις οδηγού αυτοκινήτου – κλητήρος, επί σχέσει ιδιωτικού δικαίου, αορίστου χρόνου.
2.Ως προσόντα διορισμού δια την θέσιν ταύτην ορίζονται Απολυτήριον Δημοτικού Σχολείου και άδεια οδηγήσεως.
Θέσεις προσωπικού προς κάλυψιν παροδικών
(εποχιακών) αναγκών.
Άρθρο 152ε.
1.Συνιστώνται παρά τω ΤΑΚΕ αι κάτωθι, κατ' ειδικότητα, θέσεις προσωπικού, προς κάλυψιν παροδικών (προσκαίρων) αναγκών, επί συμβάσει εργασίας ωρισμένου χρόνου, μη υπερβαινούσης τους 8 μήνας:
2 θέσεις Βοηθών Προγραμματιστών.
2 θέσεις Βοηθών Ελεγκτών Ιερών Ναών.
2.Ως προσόντα διορισμού δια τας ανωτέρω θέσεις ορίζονται:
α)Δια τας θέσεις Βοηθών Προγραμματιστών, απολυτήριον Λυκείου ή ετέρου ισοτίμου Σχολείου Μέσης Εκπαιδεύσεως και πείρα περί την μηχανογράφησιν, δεόντως αποδεικνυομένη.
β)Δια τας θέσεις Βοηθών Ελεγκτών Ιερών Ναών, Απολυτήριον Λυκείου ή ετέρου ισοτίμου Σχολείου Μέσης Εκπαιδεύσεως και πείρα περί τα Λογιστικά.
Άρθρο 152 στ.
Οι όροι αμοιβής του κατά τα ως άνω 152δ και 152ε άρθρα προσλαμβανομένου προσωπικού, ρυθμίζονται κατά τας διατάξεις του ΝΔ 1198/1972, ο δε διορισμός αυτού ενεργείται κατά την διαδικασίαν των άρθρ. 15 και 16 του υπ' αριθ. 5/1978 Κανονισμού.
Άρθρο 152ζ.
Το Διοικητικόν Συμβούλιον του ΤΑΚΕ δύναται να αναθέτη εις πρόσωπα έχοντα ειδικάς γνώσεις και πείραν, την εκτέλεσιν ωρισμένων εργασιών, αντί αναλόγου και νομίμου αμοιβής, δια συμβάσεως μισθώσεως έργου.
Άρθρο 152η.
1.Εις τον Κλάδον ΜΕ1 Γραφέων – Δακτυλογράφων του ΤΑΚΕ προωθούνται 4 θέσεις εις τους βαθμούς 5ω4ω, επί αντιστοίχω μειώσει των ήδη υφισταμένων εν τω Κλάδω τούτω θέσεων βαθμοίς 10ω6ω.
2.Κατόπιν της ανωτέρω προωθήσεως η οργανική σύνθεσις του Κλάδου ΜΕ1 Γραφέων – Δακτυλογράφων ορίζεται ως κάτωθι:
Θέσεις επί βαθμοίς 5ω4ω 7.
Θέσεις επί βαθμοίς 10ω6ω 29.
Σύνολον θέσεων 36.
Άρθρο 152θ.
1.Εις τον Κλάδον ΣΕ1 Κλητήρων του ΤΑΚΕ προωθείται μία θέσις επί βαθμώ 7ω, επί αντιστοίχω μειώσει των ήδη υφισταμένων εις τον Κλάδον τούτον θέσεων επί βαθμοίς 12ω8ω.
2.Κατόπιν της ανωτέρω προωθήσεως η οργανική σύνθεσις του Κλάδου ΣΕ1 Κλητήρων, ορίζεται ως κάτωθι:
Θέσεις επί βαθμώ 7ω μία.
Θέσεις επί βαθμώ 12ω8ω 3.
Σύνολον θέσεων 4.
Άρθρο 152ι.
1.Η υπό της παρ. 79 του άρθρ. 152 του υπ' αριθ. 5/1978 Κανονισμού, συσταθείσα μόνιμος θέσις υπαλλήλου επί βαθμώ 1ω του Κλάδου ΑΤ1 Διοικητικού – Λογιστικού παρά τω ΤΑΚΕ, μετατρέπεται εις τοιαύτην επί τριετή θητεία, άμα τη οιονδήποτε τρόπον κενάσει της παρά του νυν κατέχοντος ταύτην υπαλλήλου.
2.Η ούτω μετατρεπομένη θέσις πληρούται υπό κληρικού πτυχιούχου Ανωτάτης Σχολής, διακρινομένου δια την επιστημονικήν και διοικητικήν του κατάρτισιν, την επαγγελματικήν του απόδοσιν και το ήθος, κατά τα εν άρθρ. 146 και 147 του υπ' αριθ. 5/1978 Κανονισμού οριζόμενα.
3.Η εν λόγω θέσις δύναται να πληρούται και δια μετακλητού Κληρικού των αυτών ως ανωτέρω προσόντων, κατά τα εν άρθρ. 148 του ως άνω Κανονισμού οριζόμενα.
4.Ο διορισμός εις την ανωτέρω θέσιν ενεργείται δια πράξεως της Δ.Ι.Σ. κατόπιν προτάσεως του Δ. Συμβουλίου του ΤΑΚΕ.
*Τα άρθρα152α-152ι προστέθηκαν ως άνω από τον Κανονισμό αριθ. 10/1980 (ΦΕΚ Α΄93).
Άρθρο 152ια'.
1.Συνιστώνται εις το ΤΑΚΕ αι κατωτέρω θέσεις μονίμου προσωπικού:
α)Κλάδος ΠΕ Πληροφορικής
2 θέσεις ειδικότητος Επιστήμης των Υπολογιστών (SOFTWARE), επί βαθμοίς ΓΑ.
β)Κλάδος ΤΕ Πληροφορικής
2 θέσεις ειδικότητος Πληροφορικής (SOFTWARE), επί βαθμοίς ΓΑ.
γ)Κλάδος ΔΕ Προσωπικού Η/Υ.
8 θέσεις επί βαθμοίς ΓΑ, κατανεμόμεναι κατ' ειδικότητα ως εξής:
αα)Προγραμματιστών Η/Υ, 2 θέσεις, ββ)Χειριστών Η/Υ, 5 θέσεις, γγ)Χειριστών διατρητικών μηχανών, μία (1) θέσις.
δ)Κλάδος ΥΕ3 Προσωπικού Καθαριότητος
2 θέσεις,επί βαθμοίς ΔΓ.
2.Προσόντα διορισμού εις τον εισαγωγικόν βαθμόν των ως άνω συνιστωμένων Κλάδων και θέσεων ορίζονται τα προβλεπόμενα υπό του Π.Δ.194/1988 (ΦΕΚ 84 Α'), ως εκάστοτε ισχύει.
*Το άρθρ. 152ια' προστέθηκε από το άρθρ. 1 του 54/1991/8 Μαΐου4 Ιουλ. 1991 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου(ΦΕΚ Α΄ 105)
Άρθρο 152ια'.
1.Συνιστάται με τον Κανονισμό αυτό στο Τ.Α.Κ.Ε μια (1) θέση Ιατρού Ελεγκτού με την ονομασία "Κλάδος ΑΤ2 Ιατρού Ελεγκτού" και βαθμούς 6ο2ο.
2.Προσόντα για το διορισμό στον εισαγωγικό βαθμό ορίζονται, το πτυχίο Ιατρικής Σχολής της ημεδαπής ή ισότιμο της αλλοδαπής, άδεια ασκήσεως ιατρικού επαγγέλματος και ειδικότητα κατά προτίμηση παθολόγου.
3.Αυτός που διορίζεται στη θέση του ΕλεγκτούΙατρού δεν δύναται να είναι ιδιοκτήτης ή να εκμεταλλεύεται με οποιοδήποτε τρόπο Κλινική ή Εργαστήριο ή να είναι Προϊστάμενος ή διοικητικός υπεύθυνος ή εργαστηριακός υπεύθυνος Κλινικής ή Τμήματος Κλινικής.
Άρθρο 152ιβ΄.
"1.Η θέση του Ελεγκτού Ιατρού πληρούται, με πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Α.Κ.Ε., που εγκρίνεται από την Ιερά Σύνοδο, από Ιατρούς που έχουν τα, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, τυπικά προσόντα.
2.Ανώτατο όριο ηλικίας ορίζεται το 44ο έτος συμπληρωμένο.
Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται ο διορισμός και μετά την συμπλήρωση του 44ου έτους της ηλικίας, εφόσον αυτός που διορίζεται δεν έχει συμπληρώσει το 55ο έτος αυτής και αποκτά, με το συνυπολογισμό της προϋπηρεσίας του και εκείνης που θα διανύσει μέχρι τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του στο Ταμείο, δικαίωμα για σύνταξη, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις".
Αρθρο 152ιγ΄.
"1.Κατά την πρώτη εφαρμογή αυτού του Κανονισμού, η πλήρωση της θέσης του Ελεγκτού Ιατρού δύναται να γίνει και με διορισμό αυτού που υπηρετεί κατά την δημοσίευση του Κανονισμού ως έμμισθος Ελεγκτής Ιατρός στο Τ.Α.Κ.Ε. και ο οποίος προσλήφθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 1 του Νόμ. 3281/1955, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου Υπηρεσιακού Συμβουλίου, εφ' όσον έχει τα υπό των κειμένων διατάξεων οριζόμενα γενικά και ειδικά προσόντα για διορισμό, εκτός από την ηλικία.
2.Ο διορισμός ενεργείται ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, που υποβάλλεται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός μήνα από τη δημοσίευση του Κανονισμού, με πράξη του αρμόδιου οργάνου και ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου, που κρίνει τούτον με βάση τα ουσιαστικά και τυπικά προσόντα του.
3.Ο διορισμός του Ελεγκτού Ιατρού, δύναται να ενεργείται και σε βαθμό ανώτερο του εισαγωγικού, όχι όμως μεγαλύτερο του 3ου, εφόσον αυτός που διορίζεται, έχει ανάλογη προϋπηρεσία ιατρού με οποιαδήποτε σχέση σε Ν.Π.Δ.Δ. ή το Δημόσιο, εφαρμόζονται δε στην περίπτωση αυτή οι πάγια ισχύουσες διατάξεις, σχετικά με τον απαιτούμενο χρόνο για την προαγωγική εξέλιξη των μονίμων διοικητικών υπαλλήλων ΑΤ Κλάδου του Τ.Α.Κ.Ε.
4.Στον Ιατρό Ελεγκτή εφαρμόζονται ανάλογα όλες οι διατάξεις που ισχύουν για τους τακτικούς διοικητικούς υπαλλήλους του Τ.Α.Κ.Ε. περιλαμβάνονται δε και αυτές που ισχύουν για τα ασφαλιστικά.
5.Τα καθήκοντα του Ελεγκτού Ιατρού ρυθμίζονται κάθε φορά με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Α.Κ.Ε. το οποίο μπορεί σε περίπτωση που ο Ιατρός Ελεγκτής έχει την ειδικότητα του Παθολόγου, να αναθέτει σ' αυτόν και καθήκοντα υπηρεσιακού ιατρού για το προσωπικό του Ταμείου".
*Τα άρθρ. 152ια'152ιγ' προστέθηκαν από τον Καν. 24/1984 (ΦΕΚ Α΄68).
Άρθρον 153.
Μεταβατικαί διατάξεις.
1. Οι κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος τακτικοί υπάλληλοι οι έχοντες χρόνον υπηρεσίας μείζονα εκείνου όστις απαιτείται κατά τας νυν ισχυούσας διατάξεις δια την μέχρι και του κατεχομένου βαθμού εξέλιξιν αυτών δικαιούνται εντάξεως κατά την κρίσιν του αρμοδίου υπηρεσιακού συμβουλίου εις ανάλογον προς τον χρόνον υπηρεσίας των βαθμόν και εν πάση περιπτώσει ουχί ανώτερον του 6ου προκειμένου περί των κλάδων ΑΤ, ΑΡ, και ΜΕ και του 9ου προκειμένου περί του Κλάδου ΣΕ, εις τον βαθμόν δε τούτον θεωρείται δια πάσαν συνέπειαν ως διανυθείς και ο εκ της τοιαύτης εντάξεως τυχόν προκύπτων πλεονάζων χρόνος κατά τα δια του παρόντος οριζόμενα. Δια την τοιαύτην ένταξιν προσμετρείται και η πάσης φύσεως προϋπηρεσία του εκκλησιαστικού υπαλλήλου εφ' οιαδήποτε σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου εις το Δημόσιον, εις Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, εις έτερα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ή έτερα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
Οι ούτω εντασσόμενοι τίθενται εις το αριστερόν των κατά τον χρόνον ενάρξεως ισχύος του παρόντος υπηρετούντων εις ον εντάσσονται βαθμόν συναδέλφων των και δεν δύνανται να κριθούν προς προαγωγήν εις τον επόμενον βαθμόν πριν ή αποκτήσουν τοιούτον δικαίωμα και οι ως είρηται συνάδελφοί των (άρθρον 183 Π.Δ. 611/1977).
Άρθρον 154.
1.Οι κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος υπηρετούντες επί σχέσει ιδιωτικού δικαίου πάσης φύσεως υπάλληλοι και εργατοτεχνίται δύνανται να ενταχθούν υπό τας προϋποθέσεις του Ν.Δ. 169/1969 εις κενάς οργανικάς θέσεις του παρ' ώ υπηρετούσι νομικού προσώπου, εν ελλείψει δε τοιούτων θέσεων συνιστώνται δια του παρόντος ισάριθμοι προσωριναί θέσεις καταργούμενοι άμα τη καθ' οιανδήποτε νομίμω τρόπω κενώσει των.
2.Η ένταξις ενεργείται δι' αποφάσεως του οικείου ιεράρχου ή Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου νομικού προσώπου εκδιδομένης μετά προηγουμένην σύμφωνον γνώμην του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου και εις θέσιν, κλάδον και βαθμόν αναλόγως προς τα ουσιαστικά και τυπικά αυτών προσόντα:
Η περί εντάξεως πράξις δημοσιεύεται δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
3.Τακτικαί θέσεις εκκλησιαστικών υπαλλήλων ούσαι, κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος, θέσεις ενιαίων βαθμών μη προβλεπομένων ως ενιαίων υπό του άρθρου 28 του παρόντος, καθίστανται από της ισχύος του παρόντος οργανικαί δι' αποφάσεως του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου, αποκαθιστώσης εντός των πλαισίων της ως άνω διατάξεως την βαθμολογικήν κλίμακα άνευ όμως υποβιβασμού των εις τας θέσεις ταύτας υπηρετούντων τυχόν υπαλλήλων.
4.Εις πάσαν περίπτωσιν εντάξεως κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου ή ετέρου άρθρου του παρόντος Κώδικος έχει ανάλογον εφαρμογήν η διάταξις του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 24 του Ν. 434/76.
5.Επί οιουδήποτε ζητήματος η ρύθμισις του οποίου δεν προβλέπεται υπό του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως αι αντίστοιχοι διατάξεις του Π.Δ. 611/1977 "περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον υπό τον τίτλον "υπαλληλικός κώδιξ" των ισχυουσών διατάξεων των αναφερομένων εις την κατάστασιν των υπαλλήλων του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ. όστις επί πλέον εν αμφιβολία και κατισχύει (άρθρ. 42 Ν. 590/1977)".
ΤΕΛΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρον 155.
1.Από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος καταργείται ο υπ' άριθ. 9/1970 Κανονισμός "περί καταστάσεως του προσωπικού της Εκκλησίας της Ελλάδος". (Φ.106/13.5.1970 τ.Α΄) ως ούτος ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως πλην των άρθρων αυτού 73 ως τούτο μεταγενεστέρως ετροποποιήθη, 178α, 181α, 183186, 187 παρ. 12, 189.
2.Πράξεις εκκλησιαστικών ΝΠΔΔ εκδοθείσαι μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος και τακτοποιούσαι υπαλλήλους υπαγομένους εις τας διατάξεις του Ν.Δ. 169/1969, δι' ας τυχόν να υφίστανται τυπικαί ελλείψεις θεωρούνται καλώς γενόμεναι.
3.Μέχρι της δημοσιεύσεως των υπό της παραγράφου 2 του άρθρου 40 του Ν. 590/1977 προβλεπομένων Προεδρικών Διαταγμάτων δια τας θέσεις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος ισχύουν αι κείμεναι διατάξεις.
4.Μέχρι της δημοσιεύσεως των υπό της παραγράφου 3 του άρθρου 41 του Ν. 590/1977 αποφάσεων της ΔΙΣ ισχύουν δια το Διορθόδοξον Κέντρον της Εκκλησίας της Ελλάδος αι κείμεναι διατάξεις.
5.Πάσα διάταξις γενική ή ειδική αντικειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος ή ρυθμίζουσα ζήτημα ρυθμιζόμενον υπ' αυτού καταργείται.
Άρθρον 156.
Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
Κανονισμός Ιεράς Συνόδου Εκκλησίας της Ελλάδος 5/1978 - ΦΕΚ 48/Α/3.4.1978
Περί Κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων.